Διονύσιος Σολωμός - Εις τον θάνατον του Λόρδου Μπάιρον


Πληροφορίες για τον Διονύσιο Σολωμό εδώ.

1.
Λευτεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί.
Τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί.

2.
Και κατόπι ας ακλουθούνε
όσοι επράξανε λαμπρά.
αποπάνου του ας χτυπούνε
μόνο στήθια ηρωικά.

3.
Πρώτοι ας έλθουνε οι Σουλιώτες,
και απ᾿ το Λείψανον αυτό
ας μακραίνουνε οι προδότες
και απ᾿ τα λόγια οπού θα πω.

4.
Φλάμπουρα, όπλα τιμημένα,
ας γυρθούν κατά τη γη,
καθώς ή γυρμένα
εις του Μάρκου τη θανή,

5.
που βαστούσε το μαχαίρι,
όταν του ῾λειψε η ζωή,
μεσ᾿ στο ανδρόφονο το χέρι,
και δεν τ᾿ άφηνε να βγει.

6.
Αναθράφηκε ο γενναίος
στων αρμάτων την κλαγγή.
Τούτον έμπνευσε, όντας νέος,
μία θεά μελωδική.

7.
Με τες θείες τις αδελφάδες
εστεκότουν σιωπηλή,
ενώ αυξαίνανε οι λαμπράδες
στου Θεού την κεφαλή,

8.
που εμελέτουνε τη Χτίσι.
Και ότι εβγήκε η προσταγή,
οπού εστένεψε τη Φύση
αιφνιδίως να φωτιστεί,

9.
Με τα μάτια ακολουθώντας
το νεογέννητο το φως,
και σε δαύτο αναφτερώντας,
της εξέβγαινε ο ψαλμός

10.
απ᾿ τ᾿ αθάνατο το στόμα,
και απομάκραινε η βροντή,
που το Χάος έκανε ακόμα
στην ογλήγορη φυγή,

11.
έως που ολόκληρον εχάθη
στου Έρεβου τη φυλακή,
όπου απλώθηκε και εστάθη
σαν στην πρώτη του πηγή.

12.
- Ψάλλε, Μπάιρον, του λαλούσε,
όσες βλέπεις ομορφιές.
και κειος, που εκρυφαγροικούσε
ανταπόκριση μ᾿ αυτές,

13.
βάνεται, τες τραγουδάει
μ᾿ ένα χείλο αρμονικό,
και τα πάθη έτσι στου ῾γγιάει,
που τραγούδι πλέον ψηλό,

14.
δεν ακούστηκεν, απ᾿ ώτα
έψαλ᾿ ο Άγγλος ο τυφλός
τ᾿ αγκαλιάσματα τα πρώτα
που έδωσ᾿ άντρας γυναικός.

15.
Συχνά εβράχνιασε η μιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
πώς στον ήλιον αποκάτου
είναι λίγη ελευθεριά.

16.
«Κάθε γη» παραπονιέται
«εσκλαβώθηκε - είναι μία,
όπου ο άνθρωπος τιμιέται,
από δώθενε μακριά;

17.
Την οποία χτυπάει το νάμα
σύνορα τ᾿ Ατλαντικό.
μετανιώνει εν τω άμα
όποιος πάει με στοχασμό,

18.
τη γλυκειάν Ελευθερία
να την βλάψει από κοντά.
το δοκίμασεν η Αγγλία!
κανείς πλέον ας μην κοτά».

19.
Και ότι βούλεται να φύγει
εκεί πέρα ο Ποιητής,
ανεπόλπιστα ξανοίγει
εσέ εδώ να πεταχτείς.

20.
Επετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρίς άλλος να σου πει.
Τώρα αρχίνησε τη μάχη,
κι εγώ πλάκωσα μαζί.

21.
Να σ᾿ το πει, και να σε ρίξει
στων Τουρκών τες τουφεκις
ασυντρόφιαστη, αν ξανοίξει
τες περίστασες δεινές,

22.
κι αν τες εύρει ευτυχισμένες,
να ῾λθει αντίς για τον εχθρό,
μ᾿ άλλες άλυσες φτειασμένες
αποκάτου απ᾿ το Σταυρό,

23.
που 'χε λάβει στες αγκάλες
από μας, κι είχε θεούς,
αστραπές, ανεμοζάλες,
και βροντές και ποταμούς.

24.
Μόνον τ᾿ αδικοσφαγμένα
τα παιδιά σου, στριμωχτά,
με τα χέρια τσακισμένα
σε εσπρώξαε ομπροστά,

25.
και Συ εχύθηκες, πετώντας
μία ματιά στον Ουρανό,
που τα δίκια σου θωρώντας,
αποκρίθηκε: Είμ᾿ εδώ.

26.
Και χτυπώντας ξεθυμαίνει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
η ρομφαία σου πυρωμένη
οχ την Άπλαστη Φωνή.

27.
Και θαυμάσια τόσα πράχτει,
οπού οι Τύραννοι της γης
σ᾿ εσέ κίνησαν με άχτι,
όμως έστρεψαν ευθύς.

28.
Χαίρε! Κι όποιος σε μισάει,
και πικρά σε λοιδορεί,
ευτυχιά να πιθυμάει,
και ποτέ να μη την δει.

29.
και να κλαίει πως ήλθε η ώρα
η πατρίς του να δεθεί
με τα σίδερα, που τώρα
πας συντρίβοντας Εσύ.

30.
Χαίρου ωστόσο όλους τους τόπους,
που εξανάλαβαν γοργά
πάλι ελεύθερους ανθρώπους.
Και του Μπάυρον τη χαρά.

31.
Χαίρου, ανάμεσα στα άλλα
πράγματα που σε τιμούν.
Οι μεγάλοι τα μεγάλα,
που τους μοιάζουνε, αγαπούν.

32.
Βλέποντας σε αναγαλλιάζει
η θλιμμένη του ψυχή,
και του λέει. Όπλα φωνάζει
τώρα η Ελλάδα. Πάμε εκεί.

33.
Και κινάει να σ᾿ απαντήσει
και η Φήμη του Ποιητού,
που τον κόσμο είχε γυρίσει,
και τη δέχτηκαν παντού,

34.
μπροστοπάταε, να σε κράξει
με όνομα τόσο γλυκύ,
που όποιο μάτι σε κοιτάξει
σε ξανοίγει πλέον σεμνή.

35.
Τον ακολούθησεν ο πλούτος,
θείος στα χέρια του καλού,
και κακόπραχτος, αν ούτως
και είν᾿ στα χέρια του κακού.

36.
Μ᾿ ένα βλέμμα οπού φονεύει
τα φρονήματα τα αισχρά,
τρομερή τον συντροφεύει,
στέκοντάς του εις τη δεξιά.

37.
Και όντας άφαντη στους άλλους,
του Αλκαίου η σκιά,
και τους ώμους τους μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,

38.
λόγια αθάνατα του λέει,
με τα οποία στα σωθικά
το θυμό του ξανακαίει
εναντίον στην αδικιά.

39.
θυμόν, τρόμο όλον γεμάτον,
που νικάει την ταραχή
των βροντόκραυγων αρμάτων,
και πετιέται ολού με ορμή,

40.
και του τύραννου χτυπάει
τη βουλή, και την ξυπνά,
στη στιγμή που μελετάει
των λαών τη συμφορά.

41.
Μόνον άκουε του Κοράκου
της Αυστρίας το κραυγητό,
που δεν έκρωζε του κάκου,
και επεθύμαε το κακό.

42.
Ομοίως έστρεφεν η Μοίρα,
που είχε πάντοτε σταθεί
μες στης Κόλασης τη θύρα
με το κρίμα ανταμωτή,

43.
έστρεφε κατά τη Χτίση,
γιατί εμύριζε νεκρή
μυρωδιά, που χέ σκορπίσει
η πικρή μεταβολή.

44.
Και από τ᾿ άπειρο διάστημα
αντισήκωνε ψηλά
το μιαρό της το ανάστημα,
να χαρεί τη μυρωδιά.

45.
Στην Ελλάδα χαροκόπι.
Γιατί Εκείνον, που ζητεί,
βλέπει να 'ρχεται, και οι τόποι
που η σκλαβιά καταπατεί,

46.
χαμηλή την κεφαλήν τους,
αγροικώντας τη βουή,
εδακρύζαν, και οι δεσμοί τους
τους εφάνησαν διπλοί.

47.
Αλλά αμέσως όλοι οι άλλοι
που είχαν ελευθερωθεί,
και έχουν δάφνη στο κεφάλι
που δεν θέλει μαραθεί,

48.
τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν,
και τες δάφνες που φορούν
χαιρετώντας τον σηκώνουν,
και μ᾿ αυτές τον προσκαλούν.

49.
Πού θα πάει; Βουνά και λόγγοι
και λαγκάδια αϊλογούν.
Πού θα πάει; - Στο Μεσολόγγι,
και άλλοι ας μη ζηλοφθονούν.

50.
Τέτοιο χώμα, απ᾿ την ημέρα
τη μεγάλη του Χριστού,
που είχε φέρει απ᾿ τον αιθέρα
τιμή εμάς και δόξα Αυτού,

51.
εις ιερό προσκυνητάρι,
και δε θέλει πατηθεί
από βάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ όταν χαλαστεί.

52.
Δεν ήταν τη μέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Να, μολύβια, να, μπαρούτι,
να, σπαθιών λαμποκοπή.

53.
Στον αέρα ανακατώνονται
οι σπιθόβολοι καπνοί,
και από πάνου φανερώνονται
ίσκιοι θείοι πολεμικοί.

54.
Και είναι αυτοί, που πολεμώντας
εσκεπάσανε τη γη,
πάνου εις τ᾿ άρματα βροντώντας
με το ελεύθερο κορμί.

55.
Και αγκαλιάσματα εκεί πλήθια,
δάφνες έλαβαν, φιλιά,
όσα ελάβανε εις τα στήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.

56.
Όλοι εκείνοι οι πολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοί
την ψυχή του Πατριάρχη,
που τον πόλεμο ευλογεί.

57.
Και αναδεύονται, και γέρνουν,
και εις το πρόσωπο ιλαροί,
χεραπλώνουνε και παίρνουν
από τη σπιθοβολή.

58.
Εδώ βλέπει αντρειωμένα
να φρονούν παρά ποτέ.
Και όλος έρωτα για σένα
προσηλώνεται εις εσέ.

59.
Το πουλί, που βασιλεύει
πάνου εις τ᾿ άλλα τα πουλιά,
γληγορώτατα αναδεύει
τα αιθερόλαμνα φτερά,

60.
τρέχει, χάνεται, και πίνει
τόλμην πίνει ο οφθαλμός
από τ᾿ άστρον, οπού χύνει
κύματα άφθαρτα φωτός.

61.
Πλανημένη η φαντασιά του
μέσα στο μέλλον το αργό,
που προσμένει τ᾿ όνομά του
να το κάμη πλέον λαμπρό,

62.
ολοφλόγιστη πηδάει
εις σε μία ματιού ροπή.
Στρέφει απεκεί και κοιτάει.
Ανεκδιήγητη αντηχεί,

63.
απ᾿ του κόσμου όλου τα πέρατα
του καιρού η χλαλοή,
και διηγώντας του τα τέρατα
του χτυπάει την ακοή.

64.
Έθνη που άλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Άλλοι πέφτουνε, άλλοι τρίζουν,
και άλλοι ατάραχτοι και ορθοί.

65.
Από φόβο και από τρόμο,
από βάρβαρους δεσμούς,
που 'ναι σκόρπιοι εις κάθε δρόμο,
και από μύριους υβρισμούς,

66.
βγαίνει, ανάμεσα στους κρότους
των γενναίων που την παινούν,
και κοιτούνται ανάμεσό τους
για το θαύμα που θωρούν,

67.
μία γυναίκα, που 'χε βάλει
μες στα βάσανα ο καιρός,
ξαναδείχνοντας τα κάλλη
που της έσβησε ο ζυγός,

68.
μόνον έχοντας για σκέπη
τα τουφέκια τα εθνικά,
και το χαίρεται να βλέπει
πώς και Αυτός την ακλουθά.

69.
Αχ! συνέρχεται... ξανοίγει
Ερινύαν φαρμακερή,
οπού αγιάτρευτην ανοίγει
της Ελλάδας μίαν πληγή.

70.
Ερινύαν από τα χθόνια
που η Ελλάδα απαρατά.
Η θεομίσητη Διχόνοια
που τον άνθρωπο χαλνά.

71.
Αφού εδιώχτηκε από τ᾿ άστρα
όπου ετόλμησε να πα,
πάει στους κάμπους, πάει στα κάστρα,
χωρίς να 'βρῃ δυσκολιά.

72.
Και κρατώντας κάτι φίδια
που είχε βγάλει απ᾿ την καρδιά,
και χτυπώντας τα πιτήδεια
εις τους Έλληνας, περνά.

73.
Και όχι πλέον τραγούδια νίκης
ωσάν πρώτα, ενώ τυφλά,
με το τρέξιμο της φρίκης,
τούρκικα άλογα πολλά,

74.
ετσακίζανε τα χνάρια
στην απέλπιστη φυγή,
και εγκρεμίζαν παλληκάρια
του γκρεμνού από την κορφή.

75.
Όχι, πλέον, όχι τα δυνα-
τα στοιχεία να μας θωρούν,
και να οργίζωνται και εκείνα
και για μας να πολεμούν.

76.
Αλλά πάει στους νόας μία θέρμη,
που είναι αλλιώτικη απ᾿ αυτή,
οπού εσκόρπισε στην έρμη
Χίο του Τούρκου η ῾πιβουλή,

77.
όταν τόσοι επέφταν χάμου,
και με λόγια απελπισιάς,
κόψε με, έλεγαν, Αγά μου,
και τους έκοβεν ο Αγάς.

78.
Όμως θέρμη. Ποίος υβρίζει
τον καλύτερο, και ποιος
λόγια ανόητα ψιθυρίζει.
Άλλος στέκεται οκνηρός.

79.
Άλλος παίρνει το ποτήρι
αποκάτου απ᾿ την ελιά,
ωσάν να 'τουν πανηγύρι,
με τα πόδια διπλωτά.

80.
Και άλλοι, αλίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στον αδελφό,
και παινεύονται, θαρρώντας
πώς εχτύπησαν εχθρό.

81.
Και τους φώναξε: «Φευγάτε
της Ερινύας την τρικυμιά.
Ω! τι κάνετε; Πού πάτε;
Για φερθείτε ειρηνικά.

82.
»γιατί αλλιώς θε να βρεθείτε
ή με ξένο βασιλιά,
ή θα καταφανισθείτε
από χέρια αγαρηνά».

83.
Αφού εδώ στην παλαιά σου
κατοικία και άλλη φορά
με διχόνοιες τα παιδιά σου
σου ετοιμάσανε εξοριά,

84.
από τότες οπού εσώθη
στην Ελλάδα ο Στρατηγός,
οπού ο Έλληνας ειπώθη
και τώρα όχι ο στερινός,

85.
έως που ο κόσμος εβαστούσε
τον απάνθρωπον Αλή,
που όσον αἷμα και αν ρουφούσε
τόσο εγύρευε να πιεί.

86.
Επερνούσαν οι αιώνες
ή σε ξένη υποταγή,
ή με ψεύτικες κορώνες,
ή με σίδερα και οργή.

87.
Και ήλθε τότες και επερπάτει
όπου επάταγες Εσύ,
και του δάκρυζε το μάτι,
και επιθύμαε να Σε ιδεί.

88.
κι έλεε: πότε έρχεσαι πάλι!
Και δεν είναι αληθινό,
πώς μας είχε αδικοβάλει
με βρισιές και με θυμό.

89.
Εζωγράφιζαν οι στίχοι
τον γαλάζιον ουρανό,
και εκλαιόνταν με την τύχη
και με τ᾿ άστρο το κακό,

90.
εις το οποίον έχει να σκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
και η πατρίδα του να στρίψει
παντελώς δεν ημπορεί.

91.
Τώρα αθάμπωτη έχει δόξα,
και με φέρσιμο τερπνόν
βλέπει αδύνατα τα τόξα
των αντίζηλων εθνών.

92.
Και λαούς αλυσοδένει,
και εις τα πόδια τους πατεί,
και το πέλαγο σωπαίνει
αν του σύρει μία φωνή.

93.
Τέχνες, άρματα, σοφία,
τήνε κάνουν δοξαστή,
όμως θα βρούνε ευκαιρία
να τη φθείρουνε οι καιροί,

94.
και να ιδή το ριζικό της
καθώς είναι η καταχνιά,
που εις το κλίμα το δικό της
κρύβει την αστροφεγγιά.

95.
«Πού είν᾿, θα λένε σαστισμένοι,
το Λεοντάρι το Αγγλικό;
Είναι η χήτη του πεσμένη,
και το μούγκρισμα βουβό».

96.
Αλλ᾿ η Ελλάς να ξαναζήσει
ήταν άξια, και να ιδεί
ο ερχομός να την τιμήσει
του υψηλότατου Ποιητή.

97.
Έστεκε στο μισημένο
το ζυγό μ᾿ αραθυμιά.
Το ποδάρι είχε δεμένο,
αλλά ελεύθερη καρδιά.

98.
Εκαθότουνε εις τα όρη
ο Σουλιώτης ξακουστός.
Να τον διώξει δεν ημπόρει
πείνα, δίψα, και αριθμός.

99.
Συχνά σπώντας τα θηκάρια
με τα χέρια τα λιγνά,
ορμούν σ᾿ άπειρα κοντάρια.
Τες γυναίκες των συχνά,

100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τον ίδιον αίσθημα τιμής,
που κοιτώντας τον Κομβάυ
είχε ο ανδρείος Τραγουδιστής.

101.
Τες εμάζωξε εις το μέρος
του Τσαλόγγου το ακρινό
της ελευθεριάς ο έρως
και τες έμπνευσε χορό.

102.
Τέτοιο πήδημα δεν το είδαν
ούτε γάμοι, ούτε χαρές,
και άλλες μέσα τους επήδαν
αθωότερες ζωές.

103.
Τα φορέματα εσφυρίζαν
και τα ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο που εγυρίζαν
από πάνου έλειπε μία.

104.
Χωρίς γόγγυσμα κι αντάρα
πάρα εκείνη μοναχά,
οπού έκαναν με την κάρα,
με τα στήθια, στα γκρεμά.

105.
Στα ίδια όρη εγεννηθήκαν
και τα αδάμαστα παιδιά,
που την σήμερο εχυθήκαν
πάντα οι πρώτοι στη φωτιά.

106.
Γιατί, αλίμονον! γυρίζοντας
τους ηύρε ο Μπάϋρον σκυθρωπούς;
Εγυρεύανε δακρύζοντας
τον πλέον ένδοξο απ᾿ αυτούς.

107.
Όταν στης νυχτός τα βάθη
τα πάντα όλα σιωπούν,
και εις τον άνθρωπο τα πάθη,
που 'ναι ανίκητα, αγρυπνούν,

108.
και γυρμένοι εις το πλευρό τους
οι στρατιώτες του Χριστού,
μύρια βλέπουν στ᾿ όνειρό τους
ξεψυχίσματα του εχθρού,

109.
αυτός άγρυπνος στενάζει,
και εις την πλάκα την πικρή,
που τον Μπότσαρη σκεπάζει,
για πολλή ώρα αργοπορεί.

110.
Έχει πλάγιασμα θανάτου
και άλλος άντρας φοβερός
εις τα πόδια του αποκάτου,
και είναι αντίκρυ του ο ναός.

111.
Ακριβό σαν την ελπίδα
που έχει πάντοτε ο θνητός,
γλυκοφέγγει απ᾿ τη θυρίδα
της Αγίας Τράπεζας το φως.

112.
Μέσαθε έπαιρνε ο αέρας
με δροσόβολη πνοή
το λιβάνι της ημέρας,
και του τόφερνε ως εκεί.

113.
Δεν ακούς γύρου πατήματα.
Μον᾿ τον ίσκιο του θωρείς,
οπού απλώνεται στα μνήματα,
έρμος, άσειστος, μακρύς,

114.
καθώς βλέπεις και μαυρίζει
ίσκιος νέου κυπαρισσιού,
αν την άκρη του δεν ῾γγίζει
αύρα ζέφυρου λεπτού.

115.
Πες μου, Ανδρείε, τι μελετούνε
οι γενναίοι σου στοχασμοί,
που πολληώρα αργοπορούνε
εις του Μάρκου την ταφή;

116.
Σκιάζεσαι ίσως μη χουμήσουν
ξάφνου οι Τούρκοι το πρωί,
και το στράτευμα νικήσουν,
που έχει ανίκητην ορμή;

117.
Σκιάζεσαι τους Βασιλιάδες,
που έχουν Ένωσιν Ιερή,
μη φερθούνε ωσάν Πασάδες
στον Μαχμούτ εμπιστευτοί;

118.
Ή σου λέει στα σπλάχνα η φύσις
μ᾿ ένα κίνημα κρυφό:
«Την Ελλάδα θε ν᾿ αφήσεις,
για να πας στον Ουρανό;»

119.
Βγαίνει μάγεμα απ᾿ τη στάχτη
των Ηρώων, και τον βαστά,
και τη θέλησι του αδράχτει.
Τότε αισθάνεται με μία,

120.
την αράθυμη ψυχή του,
που με φλόγα αναζητεί
να του σύρει το κορμί του
σε φωτιά πολεμική.

121.
Του πολέμου ένδοξοι οι κάμποι!
Είδ᾿ η Ελλάδα τολμηρά
και το Σοφοκλή να λάμπει
μέσα στην αρματωσιά.

122.
Και είδε Αυτόν, που παρασταίνει
μαζωμένους τους Εφτά
στην ασπίδα αιματωμένη,
όπου ωρκόνονταν φριχτά.

123.
Ετραγούδααν προθυμότερα
τες ωδές του τα παιδιά,
και αισθανότανε αντρειότερα
στην ανήλικη καρδιά.

124.
Και τα μάτια τους γελούσαν,
μάτια μαύρα ως την ελιά.
Των μορφών, οπού βαστούσαν
τραγουδώντας τες γλυκά.

125.
Στη φωτιά! και θρέφει ελπίδα
να νικήσει, να ημπορεί
να επιστρέψει στην Πατρίδα,
το κοράσιό του να ευρεί.

126.
Να του λέγει μ᾿ ένα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ακριβό,
εις του στήθους μου την άκρη
ελαβώθηκα και εγώ.

127.
Βάλε, φως μου, την παλάμη
εις τα στήθια του πατρός.
Να, την ζώνη που έχει κάμει
κόρη τούρκισσα του αντρός».

128.
Και το πέλαγο αγναντεύει
ίσως τώρα η κορασιά,
και ξεφάντωση γυρεύει
με τραγούδια τρυφερά.

129.
«Τον γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κάμε τόνε νικητή,
εις τα χώματα, στα οποία
η γυναίκα απαρατεί

130.
τα στολίδια, τον καθρέφτη,
και αποκάτου απ᾿ το βυζί
ζώνεται άρματα, και πέφτει
όπου κίνδυνο θωρεί.

131.
Κάμε Εσύ με την μητέρα
τη γλυκειά μου να ενωθεί
έλα γρήγορα, πατέρα,
όλη η Αγγλία σε καρτερεί.

132.
Το καράβι πότε αράχνει
εισέ θάλασσα αγγλική;
Μού σπαράζουνε τα σπλάχνη,
οπού μού έκανες εσύ.

133.
Πές, πότ᾿ έρχεσαι;»... Ολοένα
ειν᾿ το πλοίο του στα νερά,
που φλοισβήζουνε σχισμένα,
και ποσώς δεν τ᾿ αγροίκα.

134.
Ποίος, αλίμονον! μας δίνει
μίαν αρχή παρηγοριάς;
Απ᾿ αυτόν δε θε να μείνει
μήτε η στάχτη του με μας.

135.
Θά την έχουν άλλοι!... Ω! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στο καλό.
Ύπνος έξαφνα σε πήρε,
που δεν έχει ξυπνημό.

136.
Είναι αδιάφορο, δε βλάβει,
αν εκεί σιμοτινό
πλέξει ή τούρκικο καράβι,
ή καράβι ελληνικό.

137.
Άκου, Μπάυρον, πόσον θρήνον
κάνει, ενώ σε χαιρετά,
η πατρίδα των Ελλήνων.
Κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά.

138.
Γιατί εκείτοταν στην κλίνη,
και του εβάραινε πολύ
πώς για πάντα είχε να μείνει,
και από Σε να χωριστεί.

139.
Αρχινάει του ξεσκεπάζει
άλλον κόσμο ο λογισμός
και κάθε άλλο σκοταδιάζει,
και του κρύβεται απ᾿ εμπρός.

140.
Αλλά αντίκρυ από τα πλάσματα
του νοός τα αληθινά,
του προβαίνουν δυο φαντάσματα
ολοζώντανα και ορθά.

141.
Η ακριβή του θυγατέρα,
καθώς έμεινε μικρή,
ενώ η τύχη τον πατέρα,
εκαλούσε αλλού, και Εσύ,

142.
Εσύ, θεία του ανθρώπου εικόνα,
με τα φέγγη σου, και αυτή
όπου σ᾿ έφθανε στο γόνα
με την ώρια κεφαλή,

143.
για λίγη ώρα του σηκώνεται
του άλλου κόσμου τη θωριά,
και σ᾿ εσάς αντισηκώνεται
με την πρόθυμη αγκαλιά.

144.
Έτσι ο Άνθρωπος του Αιώνος,
ταν έπαυε να ζεί,
καθώς ήθελεν ο φθόνος,
σ᾿ ένα αγνώριστο νησί,

145.
και είχε μάρτυρα εις το βράχο
του Θεού τον οφθαλμό,
και τριγύρω του μονάχο
του πελάου το γογγυτό.

146.
Ενώ ανάδινε η ψυχή του
μόνους άφησε να ελθούν
η Γαλλία και το παιδί του
προς τα μάτια, πρίν σβησθούν.

147.
Και όχι η μοίρα, οπού σαράντα
νίκες του άδραξε η σκληρή,
και βαρύτερη είναι πάντα
σε καρδιά βασιλική.

148.
Όχι η δόξα η περασμένη,
που με βία πολεμική
του έδειχνε την Οικουμένη,
λέγοντάς του: Ακαρτέρει,

149.
Στην ταφή του με την πάχνη
χύν᾿ η βρύση το νερό,
που του δρόσισε τα σπλάχνη,
εις το ψυχομαχητό.

150.
Τες ημέρες, οπού αν μόνο
τ᾿ όνομά του ήθελε πεις,
ολογόστευαν στο θρόνο
την αυθάδεια οι βασιλείς,

151.
κατά μας και Αυτός ακόμη
είχε ρίξει μία ματιά.
Είναι η δάφνη ωραία στην κόμη,
όταν φέρνει ελευθεριά.

152.
Ω! να μάθαινε ο Μεγάλος
πόσην έδειξε χαρά
αγροικώντας ένας Γάλλος:
εχαθήκαν τα Ψαρά.

153.
Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σύρνει,
σύρνει, και έπειτα σιωπεί.
Όμως κρότους μες στη Σμύρνη
όλη η νύχτα ηχολογεί.

154.
Να, ανθοστόλιστο τραπέζι.
Δεν είν᾿ γέννημα Τουρκών,
οπού τρώοντας περιπαίζει
την αντρεία των Ψαριανών.

155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
και χτυπούν τα φωτερά
στα ολογέμιστα ποτήρια,
και στα γέλια τα τρελλά.

156.
Με αρμονίες τους κράζει η λύρα,
και επετάχτηκαν ομού,
λυσσιασμένοι από την πύρα
της χαράς και του κρασιού.

157.
Και χορεύουνε τριγύρου...
Γεια σας, Γάλλοι ευγενικοί!
Είν᾿ τα χώματα του Ομήρου
που το πόδι σας πατεί!

158.
Γιατί μες στ᾿ αχρεία τους σπλάχνη
το φαγί και το ποτό
σε φαρμάκι δεν αλλάχνει,
να τους φάει το σωθικό;

159.
Και απ᾿ τη μάνητα ν᾿ ανάψει
αρμοδιώτερος χορός,
τον οποίον μόνος να πάψει
σκληρός θάνατος και αργός,

160.
για ν᾿ αρχίσουν τη χαρά τους,
όντας φάσματα ελαφρά,
εμπροστά στο βασιλιά τους,
και στο Μπάϋρον εμπροστά,

161.
οπού φθάνοντας κει κάτου
ίσως τούμεινε ως εκεί
η αέρινη αγκαλιά του,
σαν πρωτύτερα, ανοιχτή!

162.
Τόνε βλέπω! Του προβαίνουν
άλλα φάσματα γοργά,
που ακατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, και είναι Ελληνικά.

163.
Για την ποθητήν Ελλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτούν,
σαν να εζήτααν τη γλυκάδα
του φωτός να ξαναϊδούν.

164.
Κλάψες άμετρα χυμένες,
χέρια απλότρεμα, κραυγές,
που απ᾿ τ᾿ς αντίλαλους πωμένες
είναι πλέον τρομαχτικές.

165.
Κειός σεβάσμια προχωρώντας,
και με ανήσυχες ματιές,
τα προσώπατα κοιτώντας,
και κοιτώντας τες πληγές:

166.
«Η Διχόνοια κατατρέχει
την Ελλάδα. Ἂν νικηθεί,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ᾿ όνομά σας ξαναζεί».