|
Θύμιος Πανουργιάς, Νέα με καπέλο, 2013
Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος; Γιατί εξαφανίζεται ο ήλιος, ενώ είναι μεσημέρι; Πώς γνωρίζουμε; Έχει όρια η γνώση μας; Τι είμαι; Από πού έρχομαι και πού πηγαίνω; Τι είναι καλό και τι κακό; Ποια λογής ζωή πρέπει και μπορώ να ζήσω, για να ευτυχήσω; Ποια είναι η ιδανική κοινωνία και πώς θα φτάσουμε σε αυτήν; Ποιο είναι το άριστο πολίτευμα; Υπάρχει κάτι που κυβερνά τον κόσμο και τη ζωή μου -θεός, μοίρα ή τύχη; Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
Όλα αυτά είναι ερωτήματα που τίθενται από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους στα παράλια της Ιωνίας (6ος αι. π.Χ.) έως σήμερα. Είναι ερωτήματα που ίσως τα θέτει κάθε άνθρωπος στη ζωή του, αν και συνήθως τα παραμερίζει τρέχοντας στις καθημερινές ασχολίες της «πραγματικής» ζωής του, είτε τα έχει απαντήσει είτε όχι· ωστόσο τα διατυπώνει πλέον σπάνια –είτε γιατί έχει απογοητευθεί από τις απαντήσεις που έχουν δοθεί ή από την έλλειψη απαντήσεων είτε γιατί πιστεύει ότι δεν υπάρχει πλέον καιρός ή πολυτέλεια για τέτοια ερωτήματα.
Κι όμως, ένας αρχαίος φιλόσοφος, ο Επίκουρος, μας προτρέπει εξακολουθητικά: να μην αργοπορούμε να φιλοσοφήσουμε, όσο είμαστε νέοι, και, όσο μεγαλώνουμε, να μην σταματάμε να φιλοσοφούμε. Γιατί; Διότι «κανένας δεν είναι ανώριμος ούτε υπερώριμος για ό,τι φέρνει υγεία στον νου και στην ψυχή». Ολόκληρη η αρχαία φιλοσοφία μοιάζει να συμφωνεί σε αυτό: η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα, θεωρητική και πρακτική, που έχει σκοπό και μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μια ζωή άξια να την ζήσει, με μια λέξη, στην ευδαιμονία.
Ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι απλός και ξεκάθαρος: με κείμενα, διδασκαλία, διάλογο και ζωντανά παραδείγματα, υπόσχεται να προσφέρει στον άνθρωπο την ώθηση και τους τρόπους να ζήσει μέσα σ' αυτόν τον κόσμο μια στοχαστική ζωή, την τελειότερη (γι' αυτό και την ονομάζουν «θεϊκή» ζωή) που μπορεί να κατακτήσει ο άνθρωπος με άσκηση, πνευματική και σωματική. Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα δεν είναι ποίηση, θρησκεία ή επιστήμη· αλλά έχει στοιχεία από κάθε διανοητική δραστηριότητα της εποχής εκείνης, χωρίς να ταυτίζεται ή να υποτάσσεται σε καμία. Από τη γέννησή της διεκδικεί την αυτονομία της: το δικαίωμά της να δίνει τις δικές της απαντήσεις σε ερωτήματα παλιότερα από την ίδια και να θέτει καινούργια ερωτήματα για τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Μιλώντας για τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων δεν μιλάμε απλώς για μια ιστορική περίοδο ενός πνευματικού φαινομένου, αλλά για την περίοδο στην οποία γεννήθηκε αυτό το φαινόμενο. Τότε, στην Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, είναι που τίθενται για πρώτη φορά τα φιλοσοφικά ερωτήματα για τον κόσμο και για τον άνθρωπο. Τότε είναι που παλαιότερα σχετικά ερωτήματα του καθημερινού ανθρώπου για τη θρησκεία και τη μυθολογία γίνονται αντιληπτά ως φιλοσοφικά ερωτήματα και που καινούργια ερωτήματα διευκρινίζουν, συνεχίζουν ή και ξεπερνούν τα παλαιότερα. Έτσι, πρέπει να καταλάβουμε τη ρήξη και τη συνέχεια της φιλοσοφίας με άλλους κοντινούς χώρους που και αυτοί προσπαθούσαν να απαντήσουν σε βασικά ερωτήματα για την πραγματικότητα: τη μυθολογία, τη θρησκεία, την ποίηση, τη ρητορική, την πολιτική.
Όταν μιλάμε για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρέπει να έχουμε στον νου μας μία πολύ μεγάλη χρονική περίοδο που εκτείνεται από τον 6ο π.Χ. έως τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Σε αυτούς τους δώδεκα αιώνες σκέψης, δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπίσουμε κάτι που να ενοποιεί όλα αυτά που ονομάζουμε φιλοσοφία. Ποια σχέση έχει η πρακτική σοφία του Μιλήσιου Θαλή στον 6ο αι. π.Χ. με την ογκώδη σχολιαστική συγγραφική παραγωγή του πλατωνικού Πρόκλου στον 5ο αι. μ.Χ.; Η ανατρεπτική και προκλητική συμπεριφορά των περιπλανόμενων Κυνικών με τον αναχωρητισμό άλλων ελληνιστικών φιλοσόφων; Τα θραύσματα προφητικής σχεδόν ενόρασης του Ηράκλειτου με τις συστηματικές λογικές πραγματείες του Αριστοτέλη; Είναι, χωρίς υπερβολή, τεράστια η ποικιλία του φιλοσοφικού στοχασμού, ως προς τη φύση του, τα αντικείμενά του, τη μέθοδό του, τους τρόπους έκφρασής του, τον ρόλο του στην εκπαίδευση και στην κοινωνία, τα ερωτήματά του και φυσικά τις απαντήσεις του.
Στο πεδίο των φιλοσοφικών θεωριών οι μεταβάσεις και οι ρήξεις είναι πολλές, χωρίς να είναι πάντοτε οριστικές ή απόλυτες. Από τον μετασχηματισμό των μυθολογικών και θεολογικών αφηγήσεων φτάσαμε στις φυσιοκρατικές εξηγήσεις των Προσωκρατικών και των ατομικών φιλοσόφων –χωρίς ποτέ το παράλογο, το μυστήριο ή το αίτημα της υπέρβασης του αισθητού κόσμου να εγκαταλείψουν την ίδια την πνευματική ή καθημερινή ζωή. Από τις υλιστικές, μηχανιστικές και αιτιοκρατικές εξηγήσεις της γέννησης και της λειτουργίας του κόσμου περάσαμε στις τελολογικές ερμηνείες του πλατωνισμού και του αριστοτελισμού, που προϋποθέτουν ότι το σύμπαν έχει σκοπό και κάποιου είδους δημιουργό ή «κινητή». Από την ορθολογική ενασχόληση με τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα οδηγηθήκαμε στο ίδιο το ον που ρωτά για τη φύση, στον άνθρωπο που αποτελεί μέρος της φύσης αλλά και της εκάστοτε πολιτείας και που διερωτάται για τον εαυτό του ως πολίτη, ειδικά όταν ζει την πιο ευτυχή πολιτική στιγμή της αρχαιότητας, την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Από τη βεβαιότητα του ατόμου για την ενδοκοσμική ευτυχία στο πλαίσιο μιας πόλης καταλήξαμε, στα ελληνιστικά χρόνια, στην αγωνία και την ανασφάλειά του, στη στροφή προς τον κοσμοπολιτισμό ή στην καταφυγή σε μια απρόσβλητη εσωτερικότητα, στην ακρόπολη του εαυτού του.
Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους: οι φυσικοί φιλόσοφοι (σοφοί, ποιητές, αριστοκράτες), οι επαγγελματίες σοφιστές, η κλασική τριάδα του δαιμόνιου Σωκράτη, του διαλεκτικού Πλάτωνα και του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη, οι πρακτικοί φιλόσοφοι της αταραξίας και της απάθειας αλλά και οι θηρευτές της ηδονής στην ελληνιστική εποχή, οι πλανόδιοι φιλόσοφοι και οι θεραπευτές, οι εμπνευσμένοι ή οι άνευροι καθηγητές των φιλοσοφικών σχολών, οι μυστικιστές και θεουργοί στην ύστερη αρχαιότητα. Είναι περίεργοι και αλλόκοτοι άνθρωποι, όπως τους σατιρίζουν συγγραφείς σαν τον Αριστοφάνη και τον Λουκιανό. Κάθε κοινωνικής και φυλετικής καταγωγής, άνδρες οι περισσότεροι αλλά σταδιακά και γυναίκες, είναι σχεδόν άτοποι, καθώς συχνά έρχονται σε ρήξη με τις συνήθειες και τη συμπεριφορά των μη φιλοσόφων, ηγεμόνων ή καθημερινών ανθρώπων. Ασκώντας οι ίδιοι καθημερινά τη φιλοσοφία ως άθλημα αυτογνωσίας και ως μελέτη ζωής ή θανάτου, αυτό που προβάλλουν είναι το, ανοίκειο στους πολλούς, ιδεώδες του σοφού, του εραστή της σοφίας, μιας (θεϊκής) κατάστασης τελειότητας –όποια χαρακτηριστικά κι αν δίνουν στην τελειότητα.
Τα φιλοσοφικά ερωτήματα του Έλληνα ανθρώπου (που αποτελεί μια χρήσιμη ιστορική αφαίρεση) παραλλάσσουν συγχρονικά και διαχρονικά, όπως και ο χώρος και τα πολιτικά καθεστώτα μέσα στα οποία εκφέρονται. Η φιλοσοφία από τις εύπορες πόλεις στα παράλια της Ιωνίας, στη Μεγάλη Ελλάδα ή στην εποικισμένη Θράκη εγκαθίσταται στη δημοκρατική Αθήνα και στη σκέψη των ελεύθερων πολιτών· ξανοίγεται στα αχανή ελληνιστικά βασίλεια και με στοχαστικές προσαρμογές συμπεριλαμβάνει ουσιαστικά όσους (ως υπήκοοι πλέον) μετέχουν στην ελληνική παιδεία και γλώσσα, στην Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Πέργαμο ή τη Ρώμη· διασώζεται και υπερισχύει στη ρωμαϊκή οικουμένη, για να κατορθώσει –καθώς χάνεται ο αρχαίος κόσμος– να διαλεχθεί, να συγκρουστεί αλλά και να επηρεάσει την αναδυόμενη χριστιανική οικουμένη.
Η ίδια η λέξη «φιλοσοφία» εμφανίζεται τον 5ο αιώνα π.Χ. και αργότερα, με τον Πλάτωνα, προσδιορίζεται σημασιολογικά, αποκτά την αυτονομία της και θεσπίζει τους δικούς της αυστηρούς κανόνες για τους συλλογισμούς και τα επιχειρήματά της. Μιλιέται, ακούγεται και γράφεται παράλληλα με την τραγωδία, την κωμωδία, την ιστοριογραφία, τους δικανικούς λόγους, τις σάτιρες, τα μυθιστορήματα· αλλά και με τα μαθηματικά, τη φυσική, την αστρονομία, τη θεολογία. Αναπτύσσεται μέσα σε έναν πολιτισμό που ανακαλύπτει και διαμορφώνει τη φύση και τον νου, την ύλη και το πνεύμα, δημιουργεί κάθε μορφή τέχνης, δοκιμάζει πολιτειακά και κοινωνικά σχήματα, διαπλάθει ηθικούς κανόνες και παγιώνει λατρευτικές πρακτικές. Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία αναλαμβάνει για δικό της λογαριασμό να ερμηνεύσει όλα αυτά και, έτσι, γίνεται καλύτερα κατανοητή μέσα από τη σχέση της με αυτά τα πεδία, σχέση διαλόγου ή αντίθεσης.
Παράλληλα, η φιλοσοφία είναι αυτοαναφορική: είναι και η ιστορία της· είναι η κατανόηση του παρελθόντος της, το οποίο δεν το αντιμετωπίζει ως κάτι παλιό και ξεπερασμένο (όπως συμβαίνει συχνά με τις θετικές επιστήμες). Ο Αριστοτέλης, ένα είδος πρώτου ιστορικού της φιλοσοφίας, συνομιλεί με τον δάσκαλό του και τους Προσωκρατικούς· οι Νεοπλατωνικοί του 6ου αι. μ.Χ. με τον Πλάτωνα· οι χριστιανοί στοχαστές με την αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση. Ερμηνεύοντας διαρκώς κείμενα, τα μεγάλα κείμενα του αρχαίου φιλοσοφικού κανόνα (πλατωνικά και αριστοτελικά), και αναλύοντας θέσεις και επιχειρήματα για τα θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπου, οι αρχαίοι Έλληνες προχωρούν σε μιαν άχρονη συζήτηση (ίσως γι' αυτό και διαχρονική). Το παρελθόν είναι διαρκώς παρόν αλλά και διαρκώς επανασημασιοδοτούμενο μέσα στο εκάστοτε ιστορικό παρόν –αυτός είναι ο αναπόδραστος ερμηνευτικός ορίζοντας κάθε φιλοσοφίας (ή και πολιτισμού).
Έτσι, η αρχαία φιλοσοφία, ως η κατεξοχήν δραστηριότητα του πνεύματος και ως προϊόν του πολιτισμού μιας εποχής, συνδέεται στενά με την ιστορία. Μέσα από αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε ίσως βαθύτερα αρκετές πτυχές του αρχαίου κόσμου, γιατί ακριβώς και η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα που αποπειράται να δει την εποχή της μέσα από τα μάτια που η ίδια η εποχή τής προσφέρει αλλά κυρίως μέσα από μια προοπτική που την υπερβαίνει.