95 96 97 98 99 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


95

Νίκος Θέμελης

Η αφήγηση του αρχιμάστορα

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η αναζήτηση, η υπόθεση του οποίου τοποθετείται στα τέλη του 19ου αιώνα. Έξι πρόσωπα αφηγούνται ισάριθμες ιστορίες και συνθέτουν την περιπετειώδη ζωή του κεντρικού ήρωα, αλλά και τις προσωπικές τους αναζητήσεις, εμπειρίες και στάσεις ζωής. Το παρακάτω αφήγημα είναι το πρώτο μέρος της διήγησης του αρχιμάστορα από την Ήπειρο για όσα έζησε, δουλεύοντας χτίστης στη Μυτιλήνη.

 

Τοιχογραφία από το αρχοντικό Κράλλη στο Μόλυβο
Τοιχογραφία από το αρχοντικό Κράλλη στον Μόλυβο

Λίγο μετά τα Θεοφάνια του 1886, με το που πιάσανε οι πρώτες Αλκυονίδες, κινήσαμε ξανά όλοι μαζί από Ήπειρο για Μυτιλήνη. Μαζί με τον αδερφό μου ήμασταν επτά, εγώ έκανα κουμάντο. Ήταν μια καλή παραγγελιά από το καλοκαίρι, που ’χα υποσχεθεί πως μόλις ξαδειάζαμε θα την εβάζαμε μπροστά. Oύτε η απόσταση μας τρόμαζε ούτε το καταχείμωνο, ήμασταν συνηθισμένοι. Μ' ένοιαζε μόνο να προκάνουμε να εκμεταλλευτούμε τις Αλκυονίδες όλες, πράγμα σημαντικό για το ξεκίνημα, να θεμελιώσουμε και να σηκώσουμε στα δύο μέτρα. Αν και ποτέ δεν ξέραμε με ακρίβεια πότε θα ξεκινήσουνε και πόσο θα κρατήσουνε, πιανόμασταν κάθε χρονιά από τη γνώμη των παλιότερων και πορευόμασταν.

Χτίζαμε σπίτια όπου κι αν μας καλούσανε. Σπίτια αρχοντικά, σπίτια απλών ανθρώπων, μέχρι και εκκλησίες, αρκεί να εξασφαλίζαμε όσο καλά γινόταν μια δίκαιη αμοιβή και την αποπληρωμή της. Στη συμφωνία πάντα έμπαινε η εξασφάλιση τροφής και στέγης. Αγαπούσαμε τη δουλειά μας κι ας ήτανε σκληρή. Δουλεύαμε καλά την πέτρα, γιατί την ξέραμε. Γνωρίζαμε τα χούγια της, τη φύση της, πώς την πιάνεις, πώς τη χτυπάς και πού ν' ανοίγει, πώς τη λαξεύεις, πώς την τοποθετείς και πώς χαντρώνεις. Τα καντούνια τα 'ριχνα πάντα εγώ, το ίδιο και τις βόλτες, βόλτες μικρές, μεγάλες. Εγώ διάλεγα και έριχνα τις πλάκες πάνω από πόρτες, παράθυρα ή παραθούρες και φυσικά εγώ τα θυρώματα και τα σαχνισινιά, είτε από πέτρα είτε από δρένιο ξύλο. Άμα μας άρεσαν τα σχέδια, μας έβγαινε και το μεράκι και παιδευόμασταν χάρη της ομορφιάς, για πράγματα που δεν ήτανε στη συμφωνία. Σχέδια απλά μπορούσα και μόνος μου να φτιάξω, σχέδια ξένων όσο περίπλοκα

 


96

 

και να ’ταν μπορούσα να διαβάσω. Τα σχέδια με συνεπαίρνανε, δικά μου ή ξένα. Τα θεωρούσα απαραίτητα και για τα απλά τα σπίτια των απλών ανθρώπων. Να είναι με ακρίβεια για να μπορείς από τα πριν να πλησιάσεις την ομορφιά του μόχθου σου πάνω στην πέτρα. Και σαν τελειώναμε κι εγκρίναμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μόνοι μας και μέσα μας τους κόπους μας και τ’ αποτέλεσμά τους, τότε ήταν που νιώθαμε περήφανοι σαν να ’τανε δικό μας σπίτι.

Φτάσαμε Σαλονίκη, και αποκεί μ’ ένα τσερνίκι συνέχεια για τη Λήμνο και τη Μυτιλήνη. Με το που πιάσαμε στο Κάστρο, βρήκαμε εύκολα αμέσως τα γραφεία του νέου νοικοκύρη στην πρόσοψη του λιμανιού, ανάμεσα σ’ άλλα εμπορικά ναυτιλιακά και ασφαλιστικά γραφεία. Ήτανε έμπορος, μια επιγραφή, φαρδιά πλατιά, με τ’ όνομά του και δίπλα «Εισαγωγαί — Εξαγωγαί». Τον πρόλαβα την ώρα ακριβώς που έκλεινε για βράδυ. Μ’ αναγνώρισε αμέσως και έκανε χαρές μεγάλες για τον ερχομό μας.

Το ίδιο βράδυ ήμουνα κιόλας πάνω από τα σχέδια ενός αρχοντόσπιτου. Σχέδια φτιαγμένα από ξένα χέρια, με πένα λεπτή και ακρίβεια που όμοιά τους είχα δει ακόμη μια φορά στα σχέδια ενός αρχοντικού που είχαμε φτιάξει πριν από τα τρία χρόνια στην Αθήνα. Μα τούτα δω είχανε μια ομορφιά από έναν άλλο κόσμο. Τα μελέτησα μέχρι αργά, πλησίασα σχεδόν χαράματα. Αποκοιμήθηκα κουτσά στραβά πάνω στον καναπέ εκείνου του γραφείου, οι υπόλοιποι είχανε μείνει στο τσερνίκι και ξύπνησα στο άκουσμα του πρώτου σαλεπιτζή που πέρναγε απέξω. Λίγο μετά κατέφτασε κεφάτος ο νέος νοικοκύρης και φύγαμε αμέσως να επισκεφτούμε τη γη που θα χτιζότανε το νέο αρχοντικό του. Με μια μικρή ολοκαίνουρια καρότσα διασχίσαμε την πόλη που ξύπναγε από το φως της Ανατολής και φώτιζε από το πλάι την ομορφιά της. Μέτραγα κτίσματα, γραφεία, μαγαζιά και άλλα τόσα που χτιζόντουσαν ή που δεν είχανε ακόμη τελειώσει. Όπου κι αν κοίταζες φτιαχνόταν κάτι καινούριο, ετοιμαζόταν κάτι μεγαλύτερο. Αφήσαμε την πόλη και φτάσαμε λίγο πιο έξω, στ’ Ακλειδιού, κοντά σε άλλα αρχοντικά, δυο απ’ αυτά ακόμα με τις σκαλωσιές. Κοιτάζανε στη θάλασσα και στα βουνά της Μικρασίας. «Κι ο απέναντι γιαλός είναι δικός μας, Μυτιληνιός, κι ό,τι βλέπει το μάτι σου κι ακόμη παραπέρα. Από το Αϊβαλί μέχρι την Πόλη και τη Σμύρνη τα τσιφλίκια και η αγορά μας, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Κάιρο οι δουλειές μας», παινεύτηκε ο νέος νοικοκύρης φχαριστημένος για όσα υπήρχανε κι ακόμη πιο πολύ για όσα περίμεναν. Όμως δεν ήταν μόνο το εμπόριο που ευλογούσε. Κάθε τόσο κάποιους δεν τους χώραγε η Μυτιλήνη, περνάγανε απέναντι, βάζανε πόδι σ’ ολόκληρο το σαντζάκι τ’ Αϊβαλιού, παίρναν σιγά σιγά στα χέρια τους τη γη και το εμπόριο. Αυτοί και τόσοι άλλοι Ρωμιοί απ’ όλο το Αιγαίο αλλά και από την Ήπειρο και τη Μάνη χρόνια τώρα τραβούσαν ανατολικά, στήνανε νέο σπιτικό και οικογένεια, προκόβανε παντού

 


97

και γρήγορα και τα φιρμάνια πότε έτσι, πότε αλλιώς, τους εγγυόντουσαν την προκοπή τους. Και όσο για τους Τούρκους, σιγά σιγά τραβιόντουσαν κατά μέσα, χάνοντας ασταμάτητα δύναμη, επιρροή και έτσι ειρηνικά την εξουσία. Είδα το κτήμα και του υποσχέθηκα ότι το νέο του σπιτικό θα είναι αντάξιό του.

Καφενείο στη Μυτιλήνη (φωτογραφία)
Καφενείο στη Μυτιλήνη (φωτογραφία)

Στο γυρισμό περάσαμε από την αγορά. Σ’ όλο το δρόμο δε σταμάτησε να μου λέει για τη ζωή της Μυτιλήνης. Τις φασαρίες που είχανε με τον Κεμάλ-μπέη, Μουτεσαρίφη όλου του νησιού, που όμως κατάφεραν έπειτα από κόπους να τον διώξουνε σε συνεννόηση με την Πύλη και όλους τους Πρόξενους των δυτικών. Τους οικονομικούς ορίζοντες που όλο και μεγάλωναν, τα σχέδια τα δικά του κι όσων γνωστών του ήξερε, τις πόρτες που ανοίγονταν με το θαλασσινό εμπόριο, τα κέρδη εκείνων που στήσανε τα πρώτα εργοστάσια μα και τις έγνοιες που ’χε σαν πατέρας. Πως είχε ακόμη κόρη της παντρειάς, μπελάς και αυτός, κι η προίκα που θα 'πρεπε να της μετρήσει ακόμη πιο μεγάλος. Πως γαμπροί υπήρχαν και τη θέλανε, μα πως αυτή ήθελε έναν Άγγλο από τα Πάμφιλα, που όμως αυτός δεν είχε μάτια να τη δει. Πως η γυναίκα του ήταν γκρινιάρα, αλλά δε θα 'πρεπε να δίνω σημασία. Αυτός αποφάσιζε για όλα. Πάλι καλά!

Στην αγορά από το βουητό δεν άκουγες τι έλεγε ο διπλανός σου. Τα καφενεία μακρόστενα, είχανε πρόσωπο και στους δύο δρόμους και αυτό τα ζωντάνευε ακόμη πιο πολύ. Τα διέσχιζες καλημερίζοντας κι έκοβες δρόμο. Στο καφενείο που σταματήσαμε για έναν καφέ, όλοι μιλούσαν μ' όλους, καλημερίζαν κι αντικαλημέριζαν, δύο ειδήσεις πέταγε κάποιος μεγαλόφωνα για όποιον ενδιαφερότανε, κάποιος άλλος έδινε χρωστούμενες απαντήσεις σε κάποιον περαστικό που έμπαινε, στο πόδι κλεινόντουσαν συναντήσεις για πιο ύστερα, η μια πίσω από την άλλη, φιστικοπώλες και γιαουρτζήδες πλανόδιοι με γάλα και γιαούρτι σούρτα φέρτα από μαγαζί σε μαγαζί, παραγγελίες προφορικές δεν ήξερες από ποιον σε ποιον, αλλά πως φαίνεται όλοι συνεννογιόνταν, κι οι καφετζήδες να μπαινοβγάζουνε στη χόβολη τα μπρίκια πιο σβέλτα από τους βιαστικούς πελάτες τους. O χρόνος έτρεχε γι’ αυτούς και αυτοί τρέχαν μαζί του. Ντυμένοι με ρούχα ευρωπαϊκά, ξεχώριζαν αμέσως απ’ τους Τούρκους. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχε ενδιαφέρον, μπορεί και να μην καταλαβαίναν. Oι πιο πολλοί από την κακοδιαχείριση χρώσταγαν δάνεια στους δικούς μας.

 


98

 

Aρχοντικό στη Λέσβο (φωτογραφία)
Aρχοντικό στη Λέσβο (φωτογραφία)

Μα μέσα στον ίδιο καφενέ, φιλικά κι ειρηνικά, μαζί μ’ αυτούς παίζανε τάβλι ή ντάμα και βούλιαζαν στο ραχάτι τους, στο καφεδάκι τους και στους καπνούς του ναργιλέ τους.

Σαν τέλειωσε ο νοικοκύρης με όλα όσα θεωρούσε αναγκαία να μου πει εκείνο το πρωί, χωρίσαμε, αυτός για τις δουλειές του κι εγώ για να 'βρω τους συντρόφους μου και να φροντίσω πού θα μείνουνε και πώς θα πορευτούμε.

[...]

Από τις πρώτες μέρες φάνηκε ότι ο κόσμος της Μυτιλήνης, η αγορά, οι μορφωμένοι κι οι επιχειρηματίες, η Λέσχη και οι καφενέδες, γύρναγαν όλοι γύρω από μια λέξη και πως σιγά σιγά άρχιζε επάνω της και γύρω της να χτίζεται ένας καινούριος κόσμος. Την έφερνε και την πήγαινε, την αγόραζε ή την πουλούσε, τη σχεδίαζε ή την πολεμούσε. «Ατμός». Όλοι μιλούσανε για τον ατμό και τις ατμομηχανές. Πως μπήκανε ή πως θα 'πρεπε να μπούνε στη ζωή τους, πως θ' άλλαζαν τα πράγματα, οι δουλειές, ο τζίρος, τα έσοδα. Πως θα 'φερνε ο ατμός τα πάνω κάτω στα λιοτρίβια, στα σαπουνάδικα, στους μύλους και στις θαλασσινές μεταφορές. Πως μίκραιναν οι αποστάσεις, πως άνοιγαν οι αγορές, πως θα μπορούσαν να αλλάξουν όψη τα κάθε είδους εργαστήρια της πόλης που φτάσανε τα τρακόσια τότε. Πως οι τραπεζικές και ασφαλιστικές δουλειές θα παίρναν κι άλλο επάνω τους, πως κάποιοι Λόιντς απ' το Τριέστι συζήταγαν την ίδρυση της πρώτης Τράπεζας στη Μυτιλήνη, πως νέα προϊόντα θα μπορούσαν πια να πέσουνε στην ντόπια αγορά απ' τα δικά τους χέρια. Ακόμη, πως στα σχολεία θα 'πρεπε να μπουν νέα μαθήματα να δείχνουνε πού πάει ο κόσμος και να ετοιμάσουνε σωστά τους κανακάρηδές τους. Φτάναν να λεν πως ο ατμός θα έκανε να γονατίσει το Oθωμανικό κράτος μια ώρα αρχύτερα, πράγμα που θα 'φερνε το εθνικό ζήτημα πιο γρήγορα στη λύση που όλοι ποθούσαν. Και το Στρατή τον απασχολούσε ο ατμός και οι ατμομηχανές, πως άκουγε στην αγορά ότι θα άλλαζε τη ζωή πλούσιων και φτωχών. Στο τέλος πήγα κι εγώ και βρήκα έναν μηχανικό να τον ρωτήσω πώς θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τον ατμό και στη δική μας τέχνη, μα σύντομα φάνηκε πως δύσκολα θα μπορούσε να σκεφτεί την όποια χρήση. «Στη γνώση και στη μαστοριά της τέχνης σου ο ατμός δεν έχει θέση», κατέληξε ο Αχιλλέας που είχε γυρίσει μηχανικός από την Aγγλία. «Aλλά να ξέρεις αυτός θα γυρίσει τη ρόδα της ζωής μας, της προκοπής του τόπου μας και των παιδιών μας». Με καθησύχασε από τη μια, μα και με στενοχώρησε από την άλλη που οι δύο τέχνες δεν μπορούσαν να ταιριάξουν.

 


99

 

O νοικοκύρης του σπιτιού, ο Αχιλλέας ο μηχανικός, ο πρωτομάστορας ο Στρατής, μου γνώρισαν στη Μυτιλήνη έναν κόσμο, παλιό και νέο, που ξύπναγε, που συγκρουόταν, που ’χε ιδέες, που μίλαγε για δικαιώματα. Yπήρχανε πράγματα γνωστά από τα μέρη μας, συγκρούσεις για τις ιδιοκτησίες, τοκογλυφίες, καταχρήσεις από τους δημογέροντες, αλλά και νέα. Ότι παντού ανοίγονταν καινούριες ευκαιρίες. Ότι ο κόσμος μπορεί να ξεσηκώνεται απέναντι στις καταχρήσεις ή για να ζητά λεφτά για τα σχολεία. Κι ακόμα ότι ο κόσμος μπορούσε να χωρίζεται όχι μόνο σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, αλλά σ’ αυτούς που λεγόντουσαν «αστοί» και σ’ αυτούς που δεν είχαν εξόν από τη δουλειά τους. Τα λέγανε έτσι, τα λέγανε αλλιώς. Μα όποιος κι αν μίλαγε για τούτα τελευταίος, φαινόταν πάντα πως εκείνος είχε δίκιο.

Ν. Θέμελης, Η αναζήτηση, Κέδρος


Λεξιλόγιο
*ξαδειάζαμε: ευκαιρούσαμε *χαντρώνεις (χαντρώνω): διαπλέκω πέτρες στο χτίσιμο *καντούνια (καντούυνι): ακρογωνιαίος λίθος *βόλτες (βόλτα): η καμάρα, το τόξο *σαχνισινιά (σαχνισί): ο κλειστός εξώστης που προεξείχε στον πρώτο όροφο *δρένιο: δρύινο, από βελανιδιά *τσερνίκι: είδος πλοίου *Κάστρο: η τότε ονομασία της Μυτιλήνης *σαντζάκι: διοικητική περιφέρεια ισοδύναμη με μεγάλο νομό *φιρμάνι: νόμος *Μουτεσαρίφης: ο διοικητής του σαντζακιού *Τριέστι: η Τεργέστη

 


ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  • 1. Σε ποια σημεία του κειμένου διακρίνετε την αγάπη του αρχιμάστορα για το επάγγελμά του;
  • 2. Η πολυεθνική κοινωνία της Μυτιλήνης στα τέλη του 19ου αιώνα είναι οικονομικά εύρωστη και κοινωνικά ειρηνική. Μπορείτε να επαληθεύσετε αυτή την παρατήρηση μέσα στο κείμενο;
  • 3. Ποιες πληροφορίες μας δίνει το κείμενο σχετικά με τις αλλαγές που συντελούνται στη ζωή και τις αντιλήψεις των ανθρώπων στα τέλη του 19ου αιώνα;
  • 4. Σχολιάστε την τελευταία πρόταση του αποσπάσματος. Πώς αντιλαμβάνεστε την άποψη που διατυπώνεται;

  • Συμπληρωματικές ερωτήσεις
    1. Εντοπίστε ποιες φυλετικές και πολιτισμικές ομάδες ανθρώπων ζουν στη Μυτιλήνη την εποχή αυτή και τι είδους σχέσεις επικρατούν μεταξύ τους.
    2. Να βρείτε στο κείμενο τα σημεία στα οποία φαίνεται η αλλαγή στη νοοτροπία και τις ιδέες που έφερε η εκβιομηχάνιση της παραγωγής με την εφεύρεση της ατμομηχανής.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

  • 1. Το παραδοσιακό επάγγελμα του χτίστη (τεχνίτη της πέτρας) που μετακινείται με την ομάδα του από τόπο σε τόπο έχει σχεδόν εξαφανιστεί στις μέρες μας. Ετοιμάστε, σε συνεργασία μεταξύ σας, ένα σχέδιο εργασίας, στο οποίο θα περιλάβετε: α) πληροφορίες για τη συντεχνία (σινάφι) των χτιστάδων της Ηπείρου ή της Πελοποννήσου (χωριό Λαγκάδια) στον 19ο αιώνα, β) έρευνα για παραδοσιακά επαγγέλματα που χάνονται στις μέρες μας, και για τους λόγους που οδηγούν στην εξαφάνισή τους.
    Άγνωστη Ελλάδα. Χτιστάδες του Μοριά (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Άγνωστη Ελλάδα. Χτιστάδες του Μοριά (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]


Νίκος Θέμελης (1947-2011)


Νίκος Θέμελης

Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό


Θεματικά κέντρα
Το επάγγελμα του χτίστη στα τέλη του 19ου αιώνα: νοοτροπίες, συνήθειες, συνθήκες εργασίας.
Η ανθηρή και ευημερούσα κοινωνία της Μυτιλήνης πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις με το πέρασμα στη βιομηχανική εποχή.

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Η προσέγγιση μπορεί να ξεκινήσει με μια μικρή αναφορά στις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής στην οποία εντάσσεται το απόσπασμα, δηλαδή γύρω στα 1880. Η περιοχή της Μυτιλήνης (όπως και των απέναντι ακτών της Μικράς Ασίας) είναι ένας αναπτυσσόμενος τόπος, στον οποίο συμβιώνουν ειρηνικά άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων. Η οικονομική ευμάρεια, αποτέλεσμα των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του ελληνικού κυρίως στοιχείου, επιτρέπει την ανέγερση πολυτελών κατοικιών, τις οποίες αναλαμβάνουν να χτίσουν τεχνίτες από κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Μπορούμε να σχολιάσουμε τη μαστορική τέχνη των Ηπειρωτών χτιστάδων που δούλευαν την πέτρα με την αγάπη και την αφοσίωση του καλλιτέχνη. Η αφήγηση του αρχιμάστορα αποκαλύπτει τους όρους ζωής και εργασίας των χτιστών, αλλά και τις δραστηριότητες, τις αντιλήψεις και τις συνήθειες των κατοίκων της Μυτιλήνης. Ακόμη μπορούμε να εντοπίσουμε παραδοσιακά γνωρίσματα από τη ζωή και τις αντιλήψεις (αποκατάσταση των κοριτσιών, προίκα, ανάπτυξη της αστικής τάξης, ανδροκρατούμενη κοινωνία, το καφενείο και η αγορά), αλλά και να επισημάνουμε τις διαφαινόμενες αλλαγές στη δομή και τη νοοτροπία της κοινωνίας, αποτέλεσμα της ιδεολογικής σύγκρουσης αστικής και εργατικής τάξης.

Το κείμενο αναφέρεται σε ένα παραδοσιακό επάγγελμα που έχει πλέον εξαφανιστεί, και σε αυτήν τη βάση μπορεί να συνεξεταστεί με το διήγημα της Ειρήνης Μάρρα «Τα κόκκινα λουστρίνια», όπου συναντιέται το επίσης παραδοσιακό επάγγελμα του τεχνίτη τσαγκάρη.

Ως προς την τεχνική της αφήγησης, τέλος, μπορεί να γίνει αναφορά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση που επιδιώκει να παρουσιάσει τα γεγονότα ως βιωμένη εμπειρία του.


Νίκος Θέμελης
στο ΕΚΕΒΙ Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
στο Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. ποθεγ
στη Βικιπαίδεια Βικιπαίδεια

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται

 

 

Χρόνος

Τα γεγονότα του κειμένου γίνονται/έγιναν

 

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι

 

 

Αφήγηση

Η αφήγηση γίνεται

 

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός/ετεροδιηγητικός, γιατί

 

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

 

Το σχόλιό σας...