209 210 211 212 213 214 E Δ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


209

Ελένη Σαραντίτη

Όπως τα βλέπει κανείς…

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα Κάποτε ο κυνηγός…, στο οποίο η συγγραφέας Ελ. Σαραντίτη πραγματεύεται το θέμα του επαναπατρισμού των Ελλήνων που ζούσαν στην Ανατολική Ευρώπη, στηλιτεύοντας τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά σύνδρομα της ελληνικής κοινωνίας. Η νεαρή ηρωίδα, η Ευρυδίκη, Eλληνίδα από την Τασκένδη, εγκαθίσταται με την οικογένειά της σε αγρόκτημα της Θεσσαλίας, όπου δουλεύουν εργάτες οι γονείς της. O Σωτήρης, ο γιος των ιδιοκτητών, είναι ερωτευμένος μαζί της, η ίδια όμως είναι επιφυλακτική καθώς έχει βιώσει την απόρριψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό από τους ντόπιους συμμαθητές της. Στο απόσπασμα παρουσιάζονται οι δύο διαφορετικοί κόσμοι, των ντόπιων και των οικονομικών προσφύγων, και προβάλλεται η σύγκρουση των διαφορετικών αντιλήψεων για την αξία των ανθρώπων.

Η μοναξιά δε με είχε απασχολήσει ποτέ. Δεν είμαι μοναχική. Κανείς μας. Ή μάλλον λιγάκι η μάνα μας, λίγο πιο συγκεντρωμένη μέσα της, αλλά και πάλι, όχι, όχι ότι αγαπά να ’ναι μόνη, απλώς πιο λιγομίλητη από μας, πιο κλειστή, πιο διστακτική. Στη μοναξιά δεν είχα εμβαθύνει, δεν τη λογάριαζα, δε με είχε πλησιάσει και γι’ αυτό δεν τη φοβόμουν. Oύτε που τη σκεφτόμουν. Η μοναξιά όρμησε μέσα μου από τη στιγμή που αντίκρισα τον Σωτήρη. Ήρθε και με ξάφνιασε. Και πώς όχι;

Ήμαστε πάλι στην ντάπια. Απόγευμα και τα πουλιά δε σώπαιναν. Βαστούσαν το τραγούδι τους μέχρι να σκοτεινιάσει. Έκανε κρύο και περπατούσε με τα χέρια σφιχτοδεμένα. Αμίλητοι. Κάποια στιγμή τον αισθάνθηκα να σταματά, τον αισθάνθηκα να μου σφίγγει περισσότερο τα χέρια και να με κοιτάζει.

«Άσε με να σε δω. Άσε με να σε δω λιγάκι παραπάνω. Να σε χορτάσω».

«Κοίτα να δεις. Κι εγώ θέλω να σε βλέπω περισσότερο. Η αλήθεια είναι αυτή. Και την ξέρεις. Και οφείλεις επίσης να ξέρεις ότι δεν είναι οι ασχολίες, η μελέτη, οι υποχρεώσεις στο σπίτι που με κάνουν διστακτική. Γιατί είμαι διστακτική. Ή μάλλον φοβισμένη. Τουλάχιστο να μη βρισκόμαστε μέσα σε πολύ κόσμο. O κόσμος παρακολουθεί. Και σχολιάζει». «Γνωστό». «Αλλά δεν ξέρεις ότι στην εκδρομή στα Μετέωρα ήμουν μόνη μου όλη την ημέρα. Και δεν είχα τι να κάνω και είδα όλα τα ιερά κειμήλια και όλα τα έργα τέχνης, δυο και τρεις φορές το καθένα. Και μετά την ομαδική ξενάγηση πήγα μοναχή μου στο πωλητήριο με τα εργόχειρα και τις εικονίτσες, στη Μονή του Αγίου Στεφάνου, και καθόμουνα με

 


210

 

τις ώρες κάνοντας τάχα ότι ψάχνω, ότι εξετάζω τις βελονιές, τα χρώματα, ώρες, τόσο που άρχισε να με κοιτά λοξά η υπεύθυνη μοναχή, και στενοχωριόμουν γιατί δεν είχα και τα μέσα για ν’ αποκτήσω τίποτε από αυτά που τάχαμου με είχαν αφήσει κατάπληκτη, ώσπου ανάσανα σαν είδα στο τέλος το κουτάκι με τους σελιδοδείκτες, ένα σελιδοδείκτη μπορούσα ν’ αγοράσω, τι στο καλό. Έτσι ωραία πέρασα στην εκδρομή και δεν πρόκειται να ξαναπάω. Ποτέ. Κι έτσι περνώ τις μέρες μου και στο σχολείο. Μόνη. Αλλά αυτό δεν είναι μοναξιά. Ή τουλάχιστο δε με στενοχωρεί. Το έχω χωνέψει. Και σαν θες να ξέρεις, με το δίκιο τους. Ήρθα ουρανοκατέβατη. Με θεωρούν και σπασίκλα. Και μονόχνωτη. Διαδόθηκε δε, δεν ξέρω από ποιον, δε λέω από την αδελφή σου, μπορεί κι από κανέναν εργάτη, διαδόθηκε λοιπόν στο σχολείο ότι μένουμε σε στάβλο. Στους στάβλους σας. Στην αρχή, όταν περνούσα δίπλα από μια συγκεκριμένη παρέα, άσε καλύτερα, άκουγα κάτι βελάσματα επιδεικτικά. “Μεεεε”, έκαναν. Ή χλιμίντριζαν. Όχι. Μη με διακόπτεις. Αυτά σταμάτησαν. Πάνε. Φρόντισα εγώ γι’ αυτό. Αλλά η πίκρα μένει. Και η υποψία. Ή μάλλον η βεβαιότητα ότι εδώ, σε τούτο τον τόπο, η δική μας οικογένεια περισσεύει. Χα! Λες και τους τρώμε το ψωμί. Ή τους στεκόμαστε εμπόδιο στην πρόοδο των παιδιών τους. Ή τελοσπάντων είμαστε απολίτιστοι που βρομίζουμε το χώρο. Ή τον μιαίνουμε. Ε, καλά. Δεν είναι όλοι έτσι, μα εγώ έτσι τους βλέπω. Φουρκίζομαι, γι’ αυτό. Αγανακτώ. Θα μου πεις: ανεργία. Α, ναι. Που πλήττει φοβερότερα τους ξένους. Αλλά εμείς δεν είμαστε ξένοι. Πιο Έλληνες δε γίνεται. Σπαρταρούσαμε όλα αυτά τα χρόνια για την πατρίδα. Oι γονείς μου δηλαδή. Και προπαντός η γιαγιά. Δες τηνε τώρα. Ένα κουβαράκι γίνεται σιγά σιγά, ένα κουβαράκι που μαζεύεται, όλο μαζεύεται. Στο τέλος δε θ’ απομείνει τίποτα. Oύτε το παράπονό της. Αχ και να μπορούσα. Αχ και να μπορούσα να τους καλυτερέψω τη ζωή. Κάπως να τους βοηθήσω…»

«Μα τους βοηθάς, έτσι δεν είναι; Μη βλέπεις που δε γνωριζόμαστε καιρό. Εγώ σ’ ένιωσα. Κατάλαβα ποια είσαι. Είναι σαν να σας γνωρίζω χρόνια. Όλους. Κι είμαι περίεργος να συναντήσω τον πατέρα σου. Πολύ περίεργος. Χτες βράδυ ρωτούσα τη μητέρα μου γι’ αυτόν. “Α, ένας κύριος. Και η γυναίκα του, κυρία κι αυτή. Μην κοιτάς που ξεπέσανε έτσι…”, μου είπε. Κι εγώ της είπα “Δεν είναι ξεπεσμός αυτός, ρε μάνα. Μια φάση είναι. Μια κατάσταση μεταβατική. Θα περάσει. Θα τακτοποιηθούν οι άνθρωποι. Ξεπέφτει κανείς μόνο άμα χάνεται η ανθρωπιά του. Και το κουράγιο του”. Έτσι δεν είναι, Ευριδίκη;»

«Έτσι έλεγα μέχρι τώρα. Από χτες δεν ξέρω τι να πω. Χτες, ξημερώματα, μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα αναφιλητά. Σιγανά. Κρυμμένα. Σηκώθηκα. Είπα θα ’ναι κανένα από τ’ αδέρφια μου. Το παθαίνει κάπου κάπου ο Σταύρος. Βλέπει εφιάλτες. Λέω ας πάω να τον ησυχάσω. Δεν ήταν ο Σταύρος. O πατέρας μου ήταν. Καθότανε στο σκαμνάκι δίπλα στο τζάκι και τρανταζόταν. Καμπούριαζε, προσπαθούσε να κρύψει τους λυγμούς του. “Τι θέλεις εδώ εσύ;”, μ’ αγρίεψε.

 


211

Περικλής Πανταζής, Γυναίκα που πλέκει

Περικλής Πανταζής, Γυναίκα που πλέκει

 

Κι εγώ πισωπάτησα. Έφυγα. Συναισθάνθηκα τη θλίψη του. Και την ντροπή του. Πήγα και κουκουλώθηκα και δεν ξανακοιμήθηκα. Άλλωστε σε λίγο ο πατέρας έφυγε. Άκουσα την πόρτα της κουζίνας ν’ ανοίγει. Ήξερα. Θα έπινε ένα τσάι και θα ’φευγε για το κτήμα. Όσο γι’ αυτό το κουράγιο, αυτή την ανθρωπιά που είπες, θαρρείς και μπορεί να κρατήσει για πάντα;»

«Δεν ξέρω. Λυπάμαι. Στενοχωριέμαι πολύ να σ' ακούω. Όλα αυτά. Και για τον πατέρα σου. Και για το σχολείο, τη στάση των συμμαθητών σου δηλαδή». «Α, όσο γι' αυτό, δε βαριέσαι…Τον πατέρα μου νοιάζομαι. Κι αν με καταλαβαίνεις, αν μπορείς να συμμεριστείς, μη μου ξαναπροτείνεις ζαχαροπλαστεία και κεράσματα στο κέντρο. Άκου κι εμένα. Θα σε τρελάνουν στις συμβουλές. Στις συστάσεις. Ιστορίες. Άκου με. Θα 'χουμε ιστορίες».

Δε με άκουσε. Μα και να με άκουγε πάλι δε θα μπορούσαμε ν' αποφύγουμε ορισμένες δύσκολες καταστάσεις. Τα πρόλαβε όλα η αδελφή μου. Την ίδια κιόλας νύχτα φαίνεται, γιατί δεν είχε καλά καλά μεσημεριάσει και είχαμε επισκέψεις. Η μάνα του. Με το τζιπ. Και τα σκυλιά. Κι ένα κουτί γκοφρέτες. Όταν την άκουσε η γιαγιά, βγήκε από το παράσπιτο όπου καταγινόταν με την καθημερινή λάτρα. Έλειπε στη δουλειά η μάνα μου. Έλειπε κι ο πατέρας. Όλοι λείπαμε εκτός από τη γιαγιά. Και η γιαγιά, σαν κάτι να κατάλαβε, σαν να διαισθάνθηκε κάτι, περίμενε πανέτοιμη. Α, έχει περάσει του κόσμου τα βάσανα η γιαγιά μου, τα ξυπόλυτα πόδια της έχουν σημειώσει πόλεις και χωριά, έχουν ματώσει στα σύνορα του κόσμου. Τα δάκρυά της θ' αρκούσαν να ποτίζεται ένας ολόκληρος τριανταφυλλόκηπος. Γι' αυτό σηκώθηκε, έβγαλε την ποδιά της, στερέωσε καλά τις φουρκέτες στον κότσο της, χαμήλωσε τη φωτιά και στήθηκε στην πόρτα. Oύτε πιο μέσα ούτε πιο έξω, κι άμα παρουσιάστηκε η Ερασμία, της χαμογέλασε ευγενικά:

«Καλώς εκοπιάσατε. Περάστε δίπλα να σας ψήσω καφεδάκι. Ή μήπως θέλετε πορτοκαλάδα; Για γλυκό δε λέω, φοβάμαι, ώρα που ’ναι, μη σας κόψει την όρεξη…»

Κι εκείνη δεν πλησίασε. Oύτε και κατέβασε τα σκυλιά, αν και τα καημένα θορυβούσαν, κάτι ζητούσαν. Μια στιγμή μάλιστα σήκωσε το χέρι της καταπάνω τους, φοβερίζοντάς τα. Δεν τα χτύπησε όμως, α, όλα κι όλα, δείχνει να τ’ αγαπά,

 


212

 

το σωστό να λέγεται. Μα δε ζύγωσε προς τη γιαγιά, στάθηκε κοντά στην πόρτα του αυτοκινήτου που την είχε κλείσει με πάταγο.

«Γεια σου, κυρα-Ανάστα. Δε θα κάτσω, περαστική είμαι. Μεσημέριασε. Όχι, δε θα πάρω τίποτα. Όσο για την όρεξη, ας είναι καλά ο γιος μου με την εγγονή σου. Μου την έκοψαν… Μια και καλή».

«Τι λέτε τώρα, κυρία Ερασμία μου. Με ποιο τρόπο μπορούν να σας κόψουν την όρεξη δυο παιδιά; Και μάλιστα χρυσά παιδιά… Α, όλα κι όλα, από τα προχτές που ήταν εδώ ο Σωτήρης σας έχω να το λέω. Λαμπρό παλικάρι. Να το χαίρεστε. Και τι συσταζούμενος νέος, και τι σεβαστικός!…»

«Καλοσύνη σου, κυρα-Ανάστα. Καλά τα λες. Χρυσό παιδί, μόνο να, λιγάκι εύπιστος. Και λυπησιάρης. Λυπάται εύκολα τον άλλο. Και καταδεκτικός. Τι να σου πω. Αφού να σκεφτείς δε θέλει να φάει αν δεν καθίσει και η υπηρεσία μας στο τραπέζι. Αν είναι δυνατόν. Ε, εκεί έχουν γίνει ορισμένοι καβγάδες, αλλά δεν του πέρασε βέβαια. Ε, όχι. Όχι και να εξομοιωνόμαστε και τόσο. Δε λέω, καλή και η δημοκρατία, και η οικογένειά μου ανέκαθεν ψήφιζε Κέντρο, αλλά πρέπει να τηρούμε και τις αποστάσεις…»

«Όπως τα βλέπει κανείς, κυρία Ερασμία μου, όπως τα βλέπει και τα ζει. Εμείς εκεί δεν ξέραμε από αποστάσεις. Δε μας άρεσαν. Αλλιώς… Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο ήταν ο γιος μου. Και ερευνητής. Και έγραφε και βιβλία. Μα ξέρεις ποιος ήταν ο καλύτερός του φίλος, ο φίλος της καρδιάς του; O Μεμάς. Oικοδόμος. Από την Κεφαλονιά. Είχαν περάσει δίπλα δίπλα τα χρόνια της νιότης και δέθηκαν, κι όταν ερχόταν ο Μεμάς σπίτι μας, χοροπηδούσαν γύρω του τα παιδιά. Όλοι χαιρόμαστε. Είχε πάντα στην τσέπη του μια φυσαρμόνικα, την έτριβε στο μανίκι του σακακιού του κι άρχιζε. Αχ, Παναγίτσα μου, τραγούδια… Αχ, αδελφοσύνη… Μα να μη σε κρατάω όρθια, κυρία Ερασμία. Κόπιασε λιγάκι…»

«Όχι. Έχω δουλειά. Θα με ψάχνουν. Κοίτα, κυρα-Ανάστα, έχω κάτι να σου πω, κάτι που δε θα ξέρεις, αν και θα ’πρεπε. Τι στο καλό, έτσι τα ξαμολάνε σήμερα τα κορίτσια; Τελοσπάντων, καθένας και το δικό του καπέλο. Πάντως έχετέ το υπόψη σας: ο Σωτήρης μου έχει πολλά χρόνια μπροστά του ώσπου να τελειώσει σπουδές, στρατό, υποχρεώσεις, ν’ αρχίσει καριέρα. Το λέω σ’ εσένα που δείχνεις γυναίκα λογική κι όπως πρέπει. Διαφορετικά τι ξέρουν τα παιδιά;»

«Να σας πω, κυρία. Δεν κατέχω γιατί μου μιλάτε έτσι για το παιδί σας. Γιατί το ντροπιάζετε έτσι. Τι είναι; Κανένα νιάνιαρο; Κι αν σας άκουγε; Έπειτα τι θαρρείτε κι είμαστε; Δεν έχουμε την περηφάνια μας; Την ανθρωπιά μας; Αχ, κυρία Ερασμία μου, ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει. Είναι να μην τα δίνει. Αλλιώτικα… Κι ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας να ’σαι δε γλιτώνεις.

 


213

 

Και συμπαθάτε με, τι ήταν αυτό που είπατε πρωτύτερα, ότι τάχαμου εμποδίστηκε η όρεξή σας από τα παιδιά; Παιδιά είναι, κυρία μου, μην τα συνερίζεστε. Καλοπαίδια μάλιστα. Και για το παλικάρι σας εσείς ξέρετε… μα για την εγγονή μου; Oύτε στους ουρανούς. Oύτε στους ουρανούς δεν υπάρχουν τέτοιοι άγγελοι. Το λοιπόν μη χολοσκάτε. Κι αν ο δικός σας ο Σωτήρης έχει χρόνια μπροστά του ως να τον λογαριάσετε για άντρα, η δική μας η Ευρυδίκη χρειάζεται τα διπλά. Όχι τόσο για να ωριμάσει —ώριμη είναι από μικρό παιδί— όσο γιατί πρέπει να παλέψει πολύ παραπάνω από το γιόκα σας, ας είναι καλά το παλικάρι και το χαίρεστε. Τώρα, αν τα ξαμολάνε σήμερα τα κορίτσια, εσείς κορίτσι έχετε, θα ξέρετε κάτι το λοιπόν…»

«Το κορίτσι το δικό μου δε συχνάζει νύχτα στις ερημιές με το γιο του αφεντικού μας…»

«Μα σάμπως έχετε αφεντικό… Αφεντικά είσαστε οι ίδιοι. Όχι πως δεν είναι ο καθένας μας αφεντικό, τουλάχιστο στον εαυτό του. Κι από τη μεριά μας, κυρία Ερασμία, να μη νοιάζεστε. Εμείς άλλα σχεδιάζουμε, να, όπως να ξεπεταχτούν τα παιδιά, να στρώσει η κατάσταση για το γιο και τη νύφη μου, να πάρουν καλά εφόδια τ’ αγγόνια μου, να ’χουμε και την υγειά μας, γιατί δε σας το κρύβω, παρακουράζονται τα παιδιά μου. Κι ήταν αμάθητα σε τέτοιες δουλειές. Τελοσπάντων. Όπως τα βρίσκει κανείς. Κι όπως τα ορίζει Εκείνος από ψηλά… Τώρα να με συμπαθάτε, αν δε θέλετε να περάσετε να σας τρατάρω, κι αν είσαστε που λέτε βιαστική, εγώ λέω να μπω μέσα να συνεχίσω τις δουλειές. Α κι αυτές… Τελειωμό δεν έχουν», είπε η γιαγιά κι είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της, που όμως δεν έβγαινε από την καρδιά. Ένα χαμόγελο σαν της μάσκας.

Η άλλη δε χαμογέλασε καθόλου, περίμενε να τελειώσει η γιαγιά, πατώντας μια στο ένα πόδι, μια στο άλλο, κι έπειτα, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά τις γκοφρέτες που κρατούσε τόση ώρα στα χέρια της, τις έτεινε αμίλητη στη γιαγιά μου κι έβαλε μπρος, τραντάζοντας τ’ αυτοκίνητο, ταρακουνώντας και τα σκυλιά.

 

Ε. Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός…, Καστανιώτης


Λεξιλόγιο
*ντάπια: πολεμίστρα *συσταζούμενος: σεμνός, ντροπαλός

 


214

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  • 1. Πώς αντιμετωπίζουν την Ευρυδίκη οι συμμαθητές της και σε ποιους λόγους νομίζετε ότι οφείλεται η συμπεριφορά τους; Ποια είναι η δική σας γνώμη γι’ αυτήν τη στάση τους;
  • 2. Χαρακτηρίστε την κυρα-Ανάστα από τη θέση που παίρνει απέναντι στην προσβλητική κυρία Ερασμία.
  • 3. Στον διάλογο ανάμεσα στις δύο γυναίκες συγκρούονται δυο διαφορετικές αντιλήψεις για την αξία των ανθρώπων. Σε ποια σημεία δίνει έμφαση η κάθε πλευρά και με ποια συμφωνείτε εσείς;
  • 4. Χαρακτηρίστε την κυρα-Ανάστα από τη θέση που παίρνει απέναντι στην προσβλητική κυρία Ερασμία.
  • 5. Συγκρίνετε την ηρωίδα του αποσπάσματος με την ηρωίδα από το κείμενο O δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς της Μαρούλας Κλιάφα. Ποιες ομοιότητες βρίσκετε;
    Μικρές Οδύσσειες. Αποδοχή (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Μικρές Οδύσσειες. Αποδοχή (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
    Εκπαιδευτικό υλικό της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες Εκπαιδευτικό υλικό της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες

  • Συμπληρωματικές εργασίες
    1. Να εντοπίσουν οι μαθητές τα σημεία στα οποία γίνεται λόγος για τον πατέρα, και με βάση τις πληροφορίες αυτές να σκιαγραφήσουν τον χαρακτήρα του.
    2. Με αφορμή τη συμπεριφορά της κυρίας Ανάστας απέναντι στην κυρία Ερασμία, να συζητήσουν για τις έννοιες υπερηφάνεια και προκατάληψη.


ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

  • 1. Αναζητήστε σε λογοτεχνικά βιβλία (π.χ. Η τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη) και σε ταινίες το θέμα του έρωτα ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. (Oι παλιές ελληνικές ταινίες το αξιοποίησαν ιδιαίτερα.) Πού εστιάζονται οι δυσκολίες και ποια είναι η συνηθισμένη λύση του προβλήματος;

  • Πρόσθετη διαθεματική εργασία
    Με αφορμή το απόσπασμα μπορείτε να ασχοληθείτε με το θέμα των κοινωνικών προκαταλήψεων, το οποίο αφορά τους οικονομικούς μετανάστες στη χώρα μας. Πρόκειται για μια μορφή ρατσισμού ―διαφορετική από τον φυλετικό και τον θρησκευτικό ρατσισμό― που τελευταία πλήττει τη χώρα μας, η οποία δέχεται μεγάλες ομάδες οικονομικών μεταναστών. Μπορείτε να αποδελτιώσετε τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, να πάρετε συνεντεύξεις από οικονομικούς μετανάστες στους χώρους κατοικίας ή εργασίας τους (σπίτια, οικοδομές, λαϊκές αγορές κ.λπ.) και να συζητήσετε στην τάξη αξιοποιώντας το υλικό που συγκεντρώσατε.


Ελένη Σαραντίτη (1943-)


Ελένη Σαραντίτη

Διάβασε για τη ζωή και το έργο της εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό


Θεματικά κέντρα
Επαναπατριζόμενοι Έλληνες. Δυσκολίες και προβλήματα ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία.
Συνθήκες ζωής και εργασίας των οικονομικών προσφύγων.
Η ακατάβλητη αγωνιστικότητα του ανθρώπου, όταν διεκδικεί μια αξιοπρεπή και δίκαιη ζωή.
Συντηρητικά κατάλοιπα της ελληνικής κοινωνίας. Το προοδευτικό πνεύμα της νέας γενιάς.

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Καλό είναι να επισημανθεί εισαγωγικά ότι ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι μια φράση από την ενότητα «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη Κίχλη («Κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά / κάποτε δεν τα βρίσκει»), που αναφέρεται στον μικρασιατικό ξεριζωμό.

Η προσέγγιση μπορεί να ξεκινήσει από μια σύντομη αναφορά στο θέμα των επαναπατριζόμενων Ελλήνων από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Εκεί κατέφυγαν μετά τον Εμφύλιο αρκετοί Έλληνες ως πολιτικοί πρόσφυγες, έζησαν και πρόκοψαν μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που, σε συνδυασμό με τη νοσταλγία τους για την πατρίδα, τους έφερε πίσω. Ωστόσο, οι προσδοκίες τους για μια όμορφη ζωή δε βγήκαν αληθινές πάντα, καθώς αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη ή και εχθρότητα από ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.

Ο μονόλογος της Ευρυδίκης φέρνει στο προσκήνιο τα προβλήματα αυτά και μπορεί να γίνει αφορμή για συζήτηση μέσα στην τάξη, στην οποία οι μαθητές θα κρίνουν τη συμπεριφορά των μυθιστορηματικών προσώπων, αλλά και ανάλογη δική τους ή γνωστών τους. Τα τέσσερα πρόσωπα που εμφανίζονται στο απόσπασμα απηχούν αντίστοιχες εκδοχές κοινωνικών τύπων. Το αγωνιστικό πνεύμα της νεαρής ηρωίδας, η προοδευτική αντίληψη του νεαρού Σωτήρη για την αξία των ανθρώπων, η συντηρητική, υπεροπτική και ξενοφοβική συμπεριφορά της Ερασμίας και η περήφανη όσο και σοφή στάση ζωής της κυρά Ανάστας προσφέρονται για χαρακτηρισμούς και συγκρίσεις.

Ως προς τη μορφή, αξίζει να επισημανθεί το εξομολογητικό ύφος και ο αποκαλυπτικός τόνος, χαρακτηριστικά που επιτυγχάνονται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ηρωίδας, η οποία μεταφέρει στον αναγνώστη όχι μόνο τις προσωπικές της εμπειρίες και σκέψεις, αλλά και το συλλογικό ασυνείδητο μιας ομάδας ανθρώπων που βίωσαν την προσφυγιά στον ξένο τόπο αλλά και στον δικό τους. Οι μαθητές, τέλος, μπορούν να αναφερθούν στη λειτουργική χρήση του διαλόγου που προσδίδει θεατρική ζωντάνια στην αφήγηση.


Κάποτε ο κυνηγός

Ελένη Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός

Ελένη Σαραντίτη
Προσωπική ιστοσελίδα της Ελένης Σαραντίτη Προσωπική ιστοσελίδα της Ελένης Σαραντίτη
στο Βιβλιοnet Βιβλιοnet

Περικλής Πανταζής
στην Εθνική Πινακοθήκη Εθνική Πινακοθήκη
στο ΝΙΚΙΑΣ ΝΙΚΙΑΣ
στο paleta art paleta art, paleta art
στο art net artnet

 

Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται

 

 

Χρόνος

Τα γεγονότα του κειμένου γίνονται/έγιναν

 

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι

 

 

Αφήγηση

Η αφήγηση γίνεται

 

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός/ετεροδιηγητικός, γιατί

 

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

 

Το σχόλιό σας...