Γεννήθηκε «Η ρήγισσα
του πέλαγου, η ελεύθερη η Αγγλία,
από τη ματωμένη τους πατρίδα να ξεσπά
τ' απομεινάρια τα στερνά που ανθίζαν στα μνημεία.»
Οι στίχοι αυτοί αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τον φιλελληνισμό του Λόρδου Βύρωνα, καθρεφτίζοντας τις σκέψεις του για τη λεηλασία των μνημείων από τον γνωστό λόρδο Έλγιν.
Ο λόρδος Τζωρτζ Μπάυρον γεννήθηκε στο Λονδίνο, πέθανε στο Μεσολόγγι σε ηλικία 36 μόνο ετών και θεωρείται ο σημαντικότερος φιλέλληνας την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Είχε αριστοκρατική καταγωγή και στη νεαρή του ηλικία άφησε εποχή με την άτακτη ζωή που ζούσε. Ήταν λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι και ως χαρακτήρας ατίθασος, ανυπότακτος και αυθάδης.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, άρχισε να ταξιδεύει σε πολλά μέρη της Ευρώπης, όπως το Μεσολόγγι και την Αθήνα, για να καταλήξει στη Βενετία, όπου κι εγκαταστάθηκε. Στο μεταξύ, τα βιβλία του είχαν σημειώσει εξαιρετική εκδοτική επιτυχία και ο ίδιος ανήκε στην πρωτοπορία της πνευματικής επικαιρότητας.
Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Μπάυρον αποφάσισε να βοηθήσει τον Αγώνα, έγινε μέλος της Επιτροπής των Φιλελλήνων του Λονδίνου και ήρθε στην Ελλάδα μεταφέροντας ταυτόχρονα όπλα, πυρομαχικά και άλλα εφόδια. Κατέληξε τελικά στο Μεσολόγγι, όπου και παρέμεινε, παρότι οι γιατροί του τον συμβούλευσαν να φύγει λόγω της κακής επίδρασης την οποία είχε το υγρό κλίμα της περιοχής στην υγεία του. Δήλωσε μάλιστα τα εξής: "Όσο στέκομαι ορθός στα πόδια μου, έχω χρέος να μείνω και να αγωνιστώ πιστά. Αυτή η υπόθεση αξίζει εκατομμύρια ανθρώπους σαν κι εμένα". Το αποτέλεσμα όμως ήταν να νικηθεί από την κλονισμένη υγεία του, τις στερήσεις και τις κακουχίες της διαμονής του. Ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε στην "Ωδήν εις τον θάνατον του Λόρντ Μπάυρον":
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.
Πηγές: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Επιμέλεια: Κωνσταντίνα Σάιτ
Ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία:
Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ
Ο μεγαλύτερος και ενδοξότερος από τους φιλέλληνες την εποχή του αγώνα της Ελληνικής Επανάστασης, λόρδος Τζωρτζ Μπάυρον (Βύρων, κατά τον εξελληνισμένο τύπο του ονόματός του), γεννήθηκε στο Λονδίνο και πέθανε στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 μόνο ετών. Είχε αριστοκρατική καταγωγή και ο πατέρα του υπήρξε γιος ναυάρχου. Στη νεαρή του ηλικία άφησε εποχή με την εν γένει άτακτη ζωή, που ζούσε, και τα αρκετά μεγάλα και πολλά ερωτικά του σκάνδαλα. Ορφάνεψε νωρίς από πατέρα, αλλά το έτος 1798 κληρονόμησε τον παππού του, ο οποίος είχε μια σημαντική περιουσία, μαζί δε με αυτή πήρε και τον τίτλο ευγενείας του (του λόρδου). Ήταν λίγο κουτσός από το δεξί του πόδι και σ' αυτό ορισμένοι βιογράφοι του αποδίδουν τα πλέγματά εκείνα, που τον διέπλασαν ως χαρακτήρα ατίθασο, ανυπότακτο και αυθάδη. Όταν, τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, κυκλοφόρησε την πρώτη συλλογή ποιημάτων του, με τον τίτλου "Φευγαλέοι στίχοι", πολλοί λίγοι μόνο τον πρόσεξαν. Κατόπιν όμως έβγαλε τα επίσης ποιητικά του έργα "Ποιήματα ποικίλων περιστάσεων" και "Ώρες τεμπελιάς", που έκαναν μια ιδιαίτερα σημαντική αίσθηση. Επειδή δε μερικοί Σκοτσέζοι άσκησαν εναντίον του δεύτερου από τα παραπάνω έργα του μια έντονη κριτική, ο ποιητής αντέδρασε με όμοια οξύτητα, γράφοντας τη σατιρική του πραγματεία "Άγγλοι ραψωδοί και Σκοτσέζοι κριτικοί", η οποία γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία (σημείωσε 5 εκδόσεις, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα). Ύστερα απ' όλα αυτά ο Μπάυρον, αφού δανείστηκε πριν ένα σοβαρό ποσό -γιατί τα δικά του κληρονομημένα χρήματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί- άρχισε να ταξιδεύει, πηγαίνοντας κατά σειρά: Στη Λισσαβόνα, το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, την Πρέβεζα, τα Γιάννενα, το Τεπελένι (όπου συναντήθηκε με τον Αλή Πασά), την Πάτρα, το Μεσολόγγι, τους Δελφούς, τη Λιβαδειά, τη Θήβα και την Αθήνα (όπου έφθασε τα Χριστούγεννα του 1809 και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Θεοδώρας Μακρή, για την μικρότερη από τις 3 κόρες της οποίας, την Τερέζα, έγραψε ένα από τα λυρικότερα και ωραιότερα ποιήματά του, με τον τίτλο "Κόρη των Αθηνών"). Εξάλλου κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Σούνιο, εμπνεύσθηκε το άλλο εξίσου περίφημο ποίημα του "Τα νησιά της Ελλάδας" , που το περιέλαβε μετά στον "Δον Ζουάν". Στο ίδιο δε χρονικό διάστημα της διαμονής του στην Αθήνα -που κράτησε συνολικά 10 βδομάδες- έγραψε και ορισμένους από τους πιο ωραίους στίχους ενός άλλου του αριστουργήματος, του "Τσάϊλντ Χάρολντ". Από εδώ πήγε στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, γυρίζοντας έπειτα από δύο μήνες πάλι στην Αθήνα, όπου αυτή τη φορά, εγκαταστάθηκε στο τότε μοναστήρι των Φραγκισκανών (κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη) και έμεινε επί 10 ολόκληρους μήνες, κάνοντας ενδιάμεσα εκδρομές στην Πελοπόννησο και σε διάφορα άλλα μέρη. Κατόπιν έφυγε για την Αγγλία (1811) και φθάνοντας εκεί βρήκε τη μητέρα του στα τελευταία της (μετά από λίγο πέθανε). Τότε ακριβώς έδωσε στη δημοσιότητα τον υπέροχό του "Τσάιλντ Χάρολντ", τον οποίο ακολούθησαν τα ποιήματά του "Γκιαούρ", "Κουρσάρος" και "Νύμφη της Αβύδου". Την ίδια εποχή παντρεύτηκε την Άννα Μίλμπανκ, από την οποία απόκτησε μια κόρη, αλλά, σ' ένα χρόνο, χώρισε μαζί της. Και επειδή το γεγονός αυτό δημιούργησε αρκετά δυσμενή σχόλια στους λεγόμενους "κοσμικούς κύκλους" της Αγγλικής πρωτεύουσας, ο ποιητής έφυγε από αυτή και πήγε, αρχικά μεν στη Γενεύη, ύστερα δε στη Βενετία, όπου έφθασε κατά το έτος 1816 και όπου μόνιμα πλέον εγκαταστάθηκε. Στο μεταξύ ο Μπάυρον βρισκόταν στο μεσουράνημα της ποιητικής ακμής και δόξας του. Τα βιβλία του είχαν σημειώσει εξαιρετική εκδοτική επιτυχία και ο ίδιος ήταν στην πρωτοπορία της πνευματικής επικαιρότητας. Άλλα έργα του είναι ο "Μάνφρεντ", "Η προφητεία του Δάντη", το "Όνειρο", η τραγωδία του "Μαρίνος Φαλλιέρ", το ιστορικό δράμα του "Σαρδανάπαλος", ο "Κάιν", ο "Δον Ζουάν" (του οποίου ήρτωας κατά βάθος, είναι ο ίδιος ο ποιητής), το "Όραμα της κρίσης" κ.α. Μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ο Μπάυρον ήρθε σε επαφή με ορισμένους από τους παράγοντες της και σιγά-σιγά γεννήθηκε μες στο μυαλό του η ιδέα να έρθει εδώ και να βοηθήσει για τη λευτεριά της πολυαγαπημένης του Ελλάδας. Παράλληλα γράφτηκε ως μέλος της Επιτροπής των Φιλελλήνων του Λονδίνου. Μετά από πολλές σκέψεις, αποφάσισε κάποτε την κάθοδό του στην Ελλάδα με το μπρίκι δε "Ηρακλής", που νοίκιασε, και αφού το φόρτωσε πριν με όπλα, πυρομαχικά και ποικίλα άλλα εφόδια, ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1823 από τη Γένοβα της Ιταλίας. Έπειτα από 18 ημέρες ταξιδιού βγήκε στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς και από εκεί, σε λίγους μήνες, αναχώρησε βάζοντας πλώρη για το Μεσολόγγι, όπου και έφθασε στις 5 Γενάρη του 1824. Παρότι οι γιατροί, που έφερε μαζί του, τον συμβούλευσαν να φύγει από εκεί, λόγω της κακής επίδρασης την οποία το υγρό Μεσολογγίτικο κλίμα είχε στην υγεία του, αυτός σε απάντηση, τους είπε: "Όσο στέκομαι ορθός στα πόδια μου, έχω χρέος να μείνω και να αγωνιστώ πιστά. Αυτή η υπόθεση αξίζει εκατομμύρια ανθρώπους σαν κι εμένα". Το αποτέλεσμα όμως υπήρξε να νικηθεί τελικά από την κλονισμένη υγεία του, τις στερήσεις και τις κακουχίες της διαμονής του. Πέθανε στις 19 Απριλίου 1824, στις 6 το απόγευμα.
Ο Διονύσιος Σολωμός, μαθαίνοντας το θλιβερό μαντάτο του θανάτου του, έγραψε την ονομαστή του "Ωδήν εις τον θάνατον του Λόρντ Μπάυρον".
Εργογραφία
Το όραμα της κρίσεως
Μάνφρεντ
Κάιν
Ποιήματα
Κάιν
Μάνφρεντ
Λόρδος Βύρων
Κάιν
Μάνφρεντ
Ο Γκιαούρ
Επιστολές από την Ελλάδα
Η κατάρα της Αθηνά
Επιλογές από επιστολές, ημερολόγια και ποιήματα
Ο φυλακισμένος του Σιγιόν και άλλα διαλεχτά ποιήματα
Ντον Ζουάν, Σπανός
Ο κουρσάρος
Πηγή: ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ