Ζ 8 | |
Αλέξανδρος ΠαπαδιαμάντηςΤ’ αγνάντεμα | |
Ο μύθος αυτός ανήκει στο σύντομο διήγημα «Τ’ αγνάντεμα» του μεγάλου Σκιαθίτη συγγραφέα μας. Αναφέρεται στον αβάσταχο πόνο μιας νιόπαντρης γυναίκας, της Φλανδρώς, που η θάλασσα της παίρνει το ταίρι της. Οι κατάρες της και τα δάκρυά της εξοργίζουν το παντοδύναμο υγρό στοιχείο, που φουσκώνει και πνίγει μέσα στα κύματά του τον ναυτικό σύζυγό της. Αδύναμος ο άνθρωπος μπροστά στα στοιχεία της φύσης, προσπαθεί να τα καλοπιάσει και αυτό το πετυχαίνει μόνο με τη βοήθεια του Θεού. Η Φλανδρώ, ωστόσο, επειδή έζησε σε χρόνια ειδωλολατρίας, θα τιμωρηθεί.
Π αιδιά μου, κορίτσια μου, αρχίζει να ομιλεί η γριά Συρραχίνα, παλαιά καπετάνισσα με το ραβδάκι της και με το καλαθάκι της στο χέρι, με τα ογδόντα χρόνια στην πλάτη της, μπόρεσε κι ανέβη τον ανήφορον διά να καμαρώσει, ίσως διά τελευταίαν φοράν, το καράβι του γιου της που έφευγε. Ξέρετε τι μεγάλη χάρη έχει και πόσο καλό έκαμε στους θαλασσινούς αυτό το εκκλησιδάκι της Μεγαλόχαρης; — Πώς δεν το ξέρουμε, είπαν αι άλλαι*, ας έχει δόξα το όνομά της. — Το εξωκλήσι αυτό αγίωσε και μέρωσε όλο το άγριο κύμα· πρωτύτερα είχε κατάρα όλος αυτός ο γιαλός. — Γιατί; — Βλέπετε κείνον τον βράχο, κάτω στο κύμα, που ξεχωρίζει απ’ το γιαλό;... που φαίνεται σαν άνθρωπος με κεφάλι και με στήθια;... που μοιάζει σαν γυναίκα; Εκείνη είναι το Φλανδρώ. — Ναι, το Φλανδρώ, είπεν η υπερεξηκοντούτις* Χατζηχάναινα. Κάτι έχω ακουστά μου. Εσύ θα το ξέρεις καλύτερα, θεια-Φλωρού. — Το βλέπετε κι είναι ξέρα, είπεν η Φλωρού, η Συρραχίνα· μια φορά κι έναν καιρό ήταν άνθρωπος. — Άνθρωπος; — Άνθρωπος, καθώς εμείς. Γυναίκα. Αι άλλαι* ήκουον* με απορίαν. Η γριά Συρραχίνα ήρχισε να διηγείται. «Στον καιρό των παλαιών Ελλήνων, ήτον* μια κόρη αρχοντοπούλα, που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Η Φλανδρώ είχε νοματιστεί* έτσι —καθώς μου ’πε ο πνεματικός*, απάνω στον Αϊ-Χαράλαμπο· όσο τον θυμούμαι, μακαρία η ψυχή του*. Ήμουν μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονώ, και μ’ επήγε η μάνα μου να ξαγορευτώ* τη Μεγάλη Τετράδη*... τι να ξαγορευτώ, εγώ τίποτα δεν ήξερα, τα ξεράματά μου... το τι μώλεε* ο πνεματικός δεν αγροικούσα*, φωτιά που μ’ ε!... Το νόημά του δεν το
|
* αι άλλαι: οι άλλες |
178
Ζ΄. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ
Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων
καταλάβαινα, τα λόγια τα θυμούμουν, κι ύστερ’ από χρόνια... το κορίτσι πρέπει να ’ναι φρόνιμο και ντροπαλό, να ’ναι υπάκοο, να μην κοιτάζει τους νιους, ν’ αγαπά τον κύρη του και τη μανούλα του*· και σαν μεγαλώσει και δώσει ο Θιος* και παντρευτεί, με την ευκή των γονιών της, άλλον να μην αγαπά απ’ τον άνδρα της. »Μώφερε* το παράδειγμα των παλαιών Ελλήνων... Οι παλιοί Έλληνες που προσκυνούσαν τα είδωλα... Κείνον τον καιρό ήτον μια που την έλεγαν Φλάνδρα ή Φλανδρώ. Φλανδρώ θα πει Φιλανδρώ. Φιλανδρώ θα πει μια που αγαπά τον άνδρα της. Φλανδρώ την είπαν, Φλανδρώ βγήκε. Αγάπησε ολόψυχα τον άνδρα της, όσο που έχασε τ’ αγαθά του κόσμου και έγινε πέτρα γι’ αυτό. Τον καιρό εκείνο ήτον ένας καραβοκύρης, όμορφο παλικάρι, κι αγάπησε το Φλανδρώ και την εγύρεψε και της έδωσε αρραβώνα. Σαν της έδωσε αρραβώνα, εσκάρωσε καινούργιο καράβι*· και σαν εσκάρωσε το καράβι, έγινε κι ο γάμος· και σαν έγινε ο γάμος, έριξε το καράβι στο γιαλό κι εμπαρκάρισε κι επήγε να ταξιδέψει. »Τότε το Φλανδρώ ήλθε ν’ αγναντέψει, σαν καλή ώρα, σ’ αυτόν τον έρμο το γιαλό. Ξεκολλούσε η ψυχή της που έφευγε ο άνδρας της· δεν μπορούσε να το βαστάξει, να στυλώσει την καρδιά της. Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κι έκλαψε πικρά κι έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν κι εφαρμακώθηκαν και θύμωσαν κι αγρίεψαν κι εθέριεψαν... και στο δρόμο τους που ηύραν* το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς, κι έγινε αγυρισιά του*... Και το Φλανδρώ ήρθε και ξαναήρθε σ’ αυτόν τον έρμο γιαλό κι εκοίταζε κι αγνάντευε... κι επερίμενε κι εκαρτερούσε κι απάντεχε*... Πέρασαν μήνες, πέρασε χρόνος, πέρασαν δυο χρόνια, πέρασαν τρία... και το καράβι πουθενά δεν εφάνηκε... και το Φλανδρώ έκλαψε και καταράστηκε τη θάλασσα και τα μάτια της εστέγνωσαν και δεν είχε πλεια* δάκρυ να χύσει... και παρακάλεσε τους θεούς της που ήταν είδωλα, πέτρες, να της κάμουν τη χάρη να γίνει κι αυτή είδωλο, βράχος, πέτρα... και το ζήτημά της έγινε και την έκαμαν βράχο, ξέρα... με το σκήμα* τ’ ανθρωπινό, που τρίβηκε* και φθάρηκε απ’ τα κύματα ύστερ’ από χιλιάδες χρόνια· και το ανθρωπινό σκήμα* φαίνεται ακόμα και να ο βράχος εκεί, η πέτρα που θαλασσοδέρνεται και χτυπά και βογκά απάνω της το κύμα... κι η φωνή της, το βογκητό της γίνεται ένα από το βογκητό της θάλασσας... Να, η ξέρα εκεί. Αυτή ’ναι η Φλανδρώ. »Ύστερα με χρόνια πολλά, σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάσει τα νερά, για να βαφτιστεί η πλάση, μια χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυο καράβια, έταξε στην Παναγία κι έχτισε αυτό το παρακκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδιώνε της... Ας δώσ’ η Παναγία και σήμερα να ’ναι καλό κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας και στους γονιούς σας».
|
* τον κύρη του και τη μανούλα του (ο κύρης): τον πατέρα του και τη μητέρα του * ο Θιος: ο Θεός * μώφερε: μου έφερε * εσκάρωσε το καράβι (σκαρώνω): ναυπήγησε το καράβι * ηύραν: βρήκαν * έγινε αγυρισιά του: δε γύρισε ποτέ πίσω * απάντεχε (απαντέχω): περίμενε με αγωνία * πλεια: πια * το σκήμα: το σχήμα, η μορφή * τρίβηκε (τρίβω): τρίφτηκε |
179
Ζ΄. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗΗ
Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων
180
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
στο ΕΚΕΒΙ
στο Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια
σελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
εκπομπή ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΚΤΑ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
εκπομπή Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ