ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ


Έρμο κούτσουρο, Νίκος Κατηφόρης

Ο μπαρμπα-Θόδωρος, ένας γέρος ως εβδομήντα χρονώ, ψηλός, κοκκαλιάρης, αλλά γερός ακόμα, κατακουρασμένος από τη δουλειά, που έκανε όλο το πρωί στον κήπο του, κατεβαίνει, όπως το συνηθούσε όλα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια, σε μιαν απλόχωρη πλατωσιά, όπου υψώνεται ένας ψηλός πλάτανος, κοντά στη θάλασσα. Η βαθιά ισκιάδα του δέντρου και το πέλαο κρατούν πάντα κάποια δροσιά κι ο μπάρμπα Θόδωρος, σφουγγίζοντας τον ίδρωτά του, πετάει την ψάθα του, παρατάει το μπαστούνι του, ξεκρεμάει από τον ώμο το σακάκι του, το διπλώνει σαν προσκέφαλο σε μια χοντρή, ξεχωμένη ρίζα του πλατάνου, ξαπλώνεται, κλείνει τα μάτια κι αφού για λίγο πέταξαν στη φαντασία του μερικές αόριστες εικόνες, αποκοιμιέται. Δεν ακούγεται πνοή, δε βλογάει ανασασμός. Πάνου στο δέντρο κάποια τζιτζίκια ξεφωνίζουν, σα να μέθυσαν από τη ζέστη, σα ν' αποκρίνονται σ' άλλα, που στριγκλίζουν πιο πάνου. […]

Των κυμάτων ο θόρυβος και το σφύργιμα ανέμου στα κλαδιά του πλατάνου θυμίζουν καΐκι που ταξιδεύει στα πρίμα. Κι ο μπάρμπα Θεόδωρος κοιμισμένος χαμογελάει... Στ’ όνειρό του, ενός καραβιού μεγάλου τα πανιά φουσκώνουν στις πλατιές πνοές του ωκεανού, που δεν έχει τελειωμό. Κρατώντας το τιμόνι οδηγάει ολόμονος το πλοίο σε μιαν αχτή που μια φαίνεται και μια χάνεται. Είναι μεγάλος ο ωκεανός, μα και το καράβι τρεχάτο, γρήγορο, πετούμενο, θα σκίσει τις πλατιές θάλασσες και θα φέρει το μπαρμπα-Θόδωρο κοντά στο παιδί του, το Γιάννη, που ξενιτεύτηκε. Και ταξιδεύει· αλλά ο αγέρας δυναμώνει πιότερο, η θάλασσα ανοίγεται, τα κύματα σκεπάζουν το πλοίο. Ο γέρος κιντυνεύει να πνιγεί... Ξυπνάει. Κοιτάζει τριγύρω και βγάζει ένα στεναγμό. Πολλές φορές του έτυχε να κοιμάται με ζέστη βαριά και να ξυπνάει με φρέσκο μαΐστρο, που σκόρπιζε όλες τις δροσιές της θάλασσας και των βουνών. Λάβαινε πάντα ένα ευχάριστο συναίσθημα· σήμερα όμως τ' όνειρό του του αφήνει μιαν αγωνιώδικη λύπη στην καρδιά. Κάθεται στη ρίζα, που πριν είχε το κεφάλι του και συλλογιέται...

― Δεν έφτασα, ψιθυρίζει, δε μπόρεσα να φτάσω... Ακουμπάει το κεφάλι στο χέρι, κοιτάζοντας χάμω· θέλει να βρει τι ξηγάει τ' όνειρο και σε μια κακή σκέψη, που του ήρθε, απαντάει βιαστικά, φωναχτά:

― Όχι, όχι, το παιδάκι μου δε θα πάθει τίποτα δεν ήτανε αυτό στο καράβι· εγώ θα πεθάνω χωρίς να το δω, θα πεθάνω και δε θα τ' απολάψω το παιδάκι μου...

Θλιβερά σφίγγεται η ψυχή του γέρου· χώνει το πρόσωπό του στις παλάμες του κι έτσι μένει για πολύ...

Μακρύς ήταν ο καιρός, που ο Γιάννης έλειπε στο στρατό· με μικρές διακοπές έξι χρόνια ολάκερα δόθηκε σε πολέμους κι επιστρατέψεις· κι όταν πρόπερσι απολύθηκε, είχε πια να πολεμήσει με τη φτώχια του σπιτιού του· λιγοστά τα έσοδα από τα λίγα χτήματά τους κι οι ξένες δουλειές παρακαλεστικές· και τρία θεριά, τρία χέργια, οι τρεις αδερφές του, έμεναν στο σπίτι ανύπαντρες, περιμένοντας μόνο απ’ αυτόν προστασία μια κι ο πατέρας τους ήτανε γέρος κι ο άλλος ο μεγαλύτερός τους αδερφός χάθηκε στον πόλεμο του ‘12. Δυο χρόνια, κοντά, αγωνίστηκε πάλεψε ο Γιάννης για το σπίτι του. Δούλευε πεθαίνοντας κάθε μέρα ολημερίς από τον κόπο και το βράδυ γύριζε και με το παραμικρό χτυπούσε τις αδερφές του. Τέλος μια μέρα είπε στο γέρο:

― Πατέρα, δεν κάνομε τίποτα δω πέρα. Ο τόπος δεν έχει ψωμί· φτώχεια και κακομοιριά. Θα κινήσω να πάω στην Αμερική.

Μάταια πολέμησε αυτός να του αλλάξει τη γνώμη. Εκείνος επέμενε. Έτσι έβαλαν υποθήκη τα χτήματά τους, για να οικονομηθεί ο ναύλος, φρόντισαν για τα χαρτιά και μια Κυριακή ορίστηκε να φύγει ο Γιάννης. Η απόφαση είχε παρθεί, τα χρήματα οικονομηθεί ―πένθος στο σπίτι. Ο νέος λυπημένος γύριζε τις τελευταίες ημέρες άνεργος· ήτανε σα δειλιασμένος, φοβισμένος, ζήταε συμπάθειο από τις αδερφές του για το ξύλο που τους έδινε κι εκείνες δε σταματούσαν το δάκρυ στη σκέψη, πως φεύγει «το παιδί μας» όπως τον έλεγαν με μια χαρακτηριστική τρυφερότητα. Κι ο γέρος μ' ένα καντάρι πίκρα στην καρδιά κοίταζε σιωπηλά το γιο του, που θα ‘φευγε, τα κορίτσια που θα ‘μεναν. Μέσα στον πόνο του κλεισμένος, συλλοϊσμένος, δεν άφηνε λέξη να του φύγει από το στόμα. Σε ποιονε να μιλήσει και ποιος να τον παρηγορήσει; Αν εζούσε η γριά του... αλλά καλύτερα που δε ζει, ευτυχισμένη, που δε ζει... Να ‘χει παιδιά και παιδιά να μην έχει; Πώς θα μπορούσε η άμοιρη να βλέπει τις άλλες τις μανάδες να ζούνε με τους γιους τους κι αυτή να μην έχει; Καλύτερα... Όμως εκείνος ήταν κακότυχος, γιατί του μελλότανε να πιει όλες τις πίκρες.

Κι η μέρα ήρτε, μια μαύρη Κυριακή. Τα ρούχα του Γιάννη έτοιμα, τυλιγμένα σ' έναν κόμπο σφιχτά δεμένο· κάθε αδερφή είχε βάλει και κάτι ξεχωριστό μέσα για τον αδερφό. Η μεγαλύτερη η Αννέτα, ένα κουλούρι μικρό, ζυμωμένο όπως εκείνα που φκιάχνουν για τις νυφάδες μ' αυγά, με βούτυρο, με ζάχαρη, για να το βρει άξαφνα ο αδερφός στην ξενιτιά και να χαρεί. Η δεύτερη, η Αμαλία, έβαλε ένα μεταξωτό μαντηλάκι, που της χάρισαν κάποτε, κεντημένο μ' ένα κόκκινο Γ. Κι η μικρότερη, η στερνή, η Χρυσαυγή, που ήταν είκοσι χρονώ, έκοψε από τα μυριστικά της κι εσκόρπισε ανάμεσα στα ρούχα του αδερφού μόσκο και μαντζουράνα και καριοφύλλι κι αρμπαρόζα, για να μοσκοβολούν στην ξενιτιά τα ρούχα του αδερφού.

Το καΐκι, που θα τον έπαιρνε στην Πάτρα για να μπαρκαριστεί εκείθε, ήταν έτοιμο. Ο Γιάννης πήρε τον κόμπο στο χέρι.

― Έλα, μην κλαίτε, είπε στις αδερφές του, που τον τριγύριζαν κι άρχισαν να κρύβουν το πρόσωπο στα χέρια. Κι ωστόσο κι ο ίδιος δε μπορούσε να μιλήσει κι ήταν φανερό, πως ως και τα πόδια του να κουνήσει δε μπορούσε. Για να μακρύνει λίγο τη διαμονή του, χωρίς να φαίνεται δειλιασμένος, βάλτηκε να ρωτάει αν θυμήθηκαν τούτο, αν του έβαλαν εκείνο στον κόμπο. Κι εκείνες του αποκρίνονταν όλο: ναι, ναι... (όλα τα είχαν φροντίσει εκείνες...) Κι ύστερα, ξεχασμένος, πάλι ρωτούσε για τα ίδια, που ξαναρώτησε και του απαντούσαν πάλι ναι... ναι...

Ο γέρος ακουμπισμένος σ' ένα ερμάρι με ραγισμένη την καρδιά και κομμένα τα ύπατα, κοιτούσε, μόνο κοιτούσε και δε μιλούσε. Έγινε μια στιγμή τέλεια σιωπή. Ο Γιάννης γύρισε τριγύρω το βλέμμα και φάνηκε σα να θέλει να δώσει το χέρι, μα.... αντίς να το δώσει το έφερε στο μέτωπο.

― Κάτι άλλο ήθελα να πάρω ακόμα ψιθύρισε, μα δε θυμούμαι...

― Τι; Τι; Τι; ρώτησαν οι τρεις αδερφές.

― Κάτι, μα δε θυμούμαι... κάτι... είπ’ εκείνος πιέζοντας με το χέρι το μέτωπο. Κι άξαφνα η φωνή του κόπηκε και τα μάτια του πελάγωσαν από δάκρυα.

― Γιάννη, Γιάννη, ακούστηκε η φωνή ενός ναύτη του καϊκιού απ’ έξω. Τέλειωνε να φεύγομε...

― Τώρα, αμέσως, αποκρίθηκε κομπιασμένος.

Και, δίνοντας ορμητικά το χέρι στις αδερφές του έσκυψε, τις εφίλησε κι έλεγε σε κάθε μια.

― Έχε γεια....

― Έχετε γεια ξαναείπε, όταν τις χαιρέτησε όλες και κάνοντας μια κίνηση με το χέρι για να σφουγγίσει τα μάτια του βγήκε στην πόρτα, όπου στο μεταξύ είχε τραβηχτεί ο πατέρας του.

― Πάμε πατέρα;

― Πάμε...

Οι τρεις αδερφές όρμησαν στο παράθυρο, για να τόνε δούνε στο δρόμο. Ώσπου να φτάσει στο μώλο χαιρετούσε τους χωριανούς του, που συναντούσε.

― Στο καλό του λέγανε ποιος μ' αγάπη, ποιος αδιάφορα. Μερικοί συγγενείς του και φίλοι του τόνε συνόδεψαν.

Και σαν έφτασε κοντά στη βάρκα, που τον περίμενε ο ναύτης να περάσουν στο καΐκι, που έστεκε ανοιχτότερα, αφού χαιρέτησε όσους τον τριγύριζαν, έδωκε το χέρι στον πατέρα του. Όμως εκείνος τον ετράβηξε σιωπηλά παράμερα και άρχισε να του λέει με φωνή τρεμάμενη:

― Παιδί μου... περιττό να σ' ορμηνέψω, άλλα σαν πατέρας που είμαι... να προσέχεις εκεί που θα πας..., να ‘σαι οικονόμος... να φυλάγεσαι από τσι παλιογύναικες.... να πολεμήσεις να ‘ρτεις ογλήγορα... γιατί εγώ γέρος άνθρωπος... πόσο λες και θα ζήσω ακόμα... κι αν μάθεις πως επέθανα να γυρίσεις αμέσως πίσω να προστατέψεις τσι αδερφάδες σου... ακούς παιδί μου; Άντε στο καλό παιδάκι μου, στη βοήθεια του Χριστού και της Παναγίας... να μας γράφεις ταχτικά.... Φιλήθηκαν· μα δεν του άφησε το χέρι· με τρόπο του έχωσε μέσα ένα εικοσιπεντάρικο.

― Άσ’ το πατέρα.

―Τσώπα... πας σε ξενιτιά... θα σου χρειαστούνε... άντε πήγαινε... Στο καλό παιδάκι μου.

Ο νέος έφυγε γρήγορα από κοντά του, χαιρέτησε βιαστικά τους συγκεντρωμένους ανθρώπους κι εμπήκε στη βάρκα. Σε λίγο πηδούσε στο καΐκι. Εκεί πάνου είχαν αρχίσει κιόλας την εργασία.

Σήκωσαν την πρώτη άγκυρα έλυσαν τα πανιά και τώρα σήκωναν τη δεύτερη άγκυρα τη μαγγιόρα. Μετά τσιμάρισαν τη μαΐστρα πρώτα κι ύστερα το τριγκέτο. Τέλος απόλυσαν το φλόκο και το πλοίο, λευτερωμένο απ’ όλες αυτές τις μανούβρες, που έκαναν το πλήρωμα να εργάζεται με βία και δύναμη, δόθηκε στην ορμή του μαΐστρου κι αφού έκανε δυο βόλτες για να «πάρουν» τα πανιά ξανοίχτηκε στη μεγάλη θάλασσα.

Έφευγε... Ο γέρος έστεκε και το κοίταζε κι ένιωθε ολοένα μέσα του σα να κόβονταν κάτι που του κρατούσε τη ζωή κι έξαφνα αιστάντηκε στη ψυχή του κάτι σα να σωριάζονταν πλατιά βαριά… Με θαμπωμένα τα μάτια, με τρεμάμενα βήματα κίνησε αργά για το σπίτι του. Βρήκε τα κορίτσια του κλαίνε.

― Πάει;

― Πάει...

Κάθισε βαρύς στον καναπέ· έφερε γύρω του ένα βλέμμα κι άρχισε να λέει:

― Μην κλαίτε μωρές κι είναι κακό σημάδι μωρές. Τι κλαίτε μωρές, θα γυρίσει μωρές...

Μα ξαφνικά ένα κλάμα του τάραξε τα στήθια και ξέσπασε με τέτοια λόγια:

― Άι στο καλό, παιδάκι μου, να πάει στο καλό το παιδάκι μου... ε σα μας στέλνει λεφτά θα ζήσουμε κι εμείς... άιντε στο καλό, παιδάκι μου... η Παναγία να το φυλάει το παιδάκι μου... Χριστέ μου, Παναγίτσα μου, φύλαε το παιδάκι μου...

Ο αγέρας σφυρίζει πάνου από το κεφάλι του γέρου, με χίλιες φωνές περνάει μέσα από τα κλαριά του πλατάνου κι η θάλασσα, που χτυπιέται ολοένα στην αχτή και δέρνεται, θυμίζει καΐκι, που ταξιδεύει στα πρίμα. Κι ο μπάρμπα Θόδωρος λέει πως είναι μέσα και φεύγει σε τόπους αλαργινούς, μακρινούς, σε θάλασσες ξένες κι άγνωρες· μα δεν πάει στο παιδί του... Έρμη ψυχή γυρνάει στη μοναξιά του πόνου της... σα να γένηκε καράβι η ψυχή του και τον γυρνάει πού; πού; Α μαύρη ξενιτιά! Κι από τα μαύρα στήθια του γέρου μια φωνή μοιρολογήτρα υψώνεται, σκουριασμένη, παράτονη κι αφήνει τρεκλίζοντας τούτα τα λόγια:

Τα έρημα τα ξένα ν' ανάψουν να καούν

μου πήραν το παιδάκι μου και μου το τυραννούν

«Και μου το τυραννούν...» Σαν ένας μαύρος μαντύας, που ξεμένει πίσω από μια πένθιμη συνοδεία έμεινε στη ψυχή του η φράση. Τυραννισμένο παιδί!

Δεν ήταν η πρώτη φορά που το δεχόταν η ξενιτιά. Εδώ και χρόνια όλο γυρίζει έξω· έξω μακριά από το σπίτι του πάντα μακριά... Από τόπο σε τόπο, από πόλεμο σε πόλεμο γύριζε... Μακεδονία, Ήπειρο, Θράκη, Μικρασία, παντού γύρισε το παιδάκι του.... Παντού πήγε, σ' όλο τον κόσμο βρέθηκε, και μόνο στο σπιτάκι του δεν έμεινε, και μόνο κοντά στον πατέρα του δε στάθηκε. Αυτός γέννησε παιδί κι άλλοι τ' όριζαν κι άλλοι το διεύθυναν, άλλοι το βλέπανε... Οι πόλεμοι το τραβούσαν μακριά κι όταν γύρισε να συχάσει πια, η φτώχεια το στέλνει ακόμα πιο μακριά, πιο μακριά...

Σειέται το παλιό, το γέρικο δέντρο πάνου από το κεφάλι του, αφήνει ένα στεναγμό αδιάκοπο με μύρια αναστενάγματα και τα κύματα παίζουν με τρελά πηδήματα στην αχτή. Έρμη ψυχή πού ταξιδεύεις; Δε στάθηκε· όχι άλλος πατέρας πιο κακότυχος από δαύτον. Το ένα του παιδί σκοτωμένο, το άλλο μακριά, μακριά... Α τι κακούργα που ‘ναι η τύχη! Δε σου παίρνει κάνε μικρά τα παιδιά, παρά σου τ' αφήνει και μεγαλώνουν και τα πονάς και τα καμαρώνεις και λες πως είναι δικά σου και άξαφνα φσσσ χάνονται από μπροστά σου, σα δυο πουλιά σκιαγμένα κι έρμος μένεις, κούτσουρο μένεις...

―Α, Παναγία μου, φύλαε το παιδάκι μου, φωνάζει κι αφήνει τα πατρικά γεροντικά του δάκρυα λεύτερα, να τρέχουν στ' οργωμένο του πρόσωπο.

Ο αγέρας σφυρίζει, σφυρίζει πιο δυνατά στο δέντρο και καλμάρει σ' ένα μεγάλο στεναγμό με μαύρα αναστενάγματα...

 

Αλταμούρας, Καΐκι στις Σπέτσες

Αλταμούρας Ιωάννης, Καΐκι στις Σπέτσες
Δείτε τον πίνακα στην Εθνική Πινακοθήκη


Λεξιλόγιο
Λουτζιέρη,Τζοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, Ιταλός ζωγράφος που βοήθησε στην αφαίρεση των γλυπτών του Παρθενώνα.
καπουτσίνος,καθολικός μοναχός που ανήκει στο ομώνυμο τάγμα
αββάς,μοναχός, καλόγερος καθολικός
φιρμάνι,σουλτανικό διάταγμα
εκμαγείο,το αρνητικό αποτύπωμα της μορφής στερεού σώματος επάνω σε ειδικό εύπλαστο υλικό, το οποίο παράγεται κυρίως για την κατασκευή πιστών ομοιωμάτων της.
Εξαποδώ, ο διάβολος
απατός,ο ίδιος
κουλάς, πύργος

Νίκος Κατηφόρης
ΕΚΕΒΙ Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
Εφ. ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Βικιπαίδεια