ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ είναι το τρίτο στη σειρά Ελεγεία και κλείνει τη μοναδική συλλογή του Γρυπάρη Σκαραβαίοι και Τερρακότες. Σ' αυτό ο ποιητής εκμεταλλεύεται τη ρωμαϊκή παράδοση για το αμάρτημα των Εστιάδων που από αβουλία άφησαν και έσβησε η ιερή φλόγα, την οποία τάχτηκαν να κρατούν άσβηστη στο βωμό της θεάς.
Ιω. Γρυπάρης, «Εστιάδες» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.
Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ' την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.
«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ' ελπίδα πως μπορεί να 'ν ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.
Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ' αραχνά,
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μην τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.
Μ' ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφιλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε,
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.
Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής 457
το σχήμα τ' ανωφέλευτο ντυμένες,
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες, τις σεμνές, μα κολασμένες.
Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια Φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.
Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ' έλπιση δεν έχει μείνει.
Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν, πρι ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ' άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.
Κι αν είν' και πέσει απάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε. ..............................................................................
Τάχα το θάμα κι έγινε; Πες μου το να σ' το πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται - με το σκοπό της!
άκραχτος: σιωπηλός, που δεν έχει κράξει (λαλήσει) ο πετεινός.
αλαλιασμένος: ξέφρενος, αναστατωμένος.
δρομώ φορά: τρέχω ορμητικά.
απαριάζω: αφήνω, παρατώ.
αραχνός: αραχνιασμένος.
σπαρνώ: σπαράζω, αναταράζομαι από φόβο.
Εστιάδες: ιέρειες στο ναό της Εστίας στην αρχαία Ρώμη. Ανήκαν σε ευυπόληπτες οικογένειες της Ρώμης. Μπαίνοντας στην υπηρεσία της θεάς αναλάμβαναν την υποχρέωση να μείνουν αγνές σε όλη τους τη ζωή και να φυλάγουν να μη σβήσει η ιερή φωτιά στο ναό. Αν παραμελούσαν το χρέος τους, τις έθαβαν ζωντανές, γιατί πίστευαν ότι το σβήσιμο της φωτιάς προμηνούσε συμφορές για την πόλη. αραθυμιά: αδράνεια, αβουλία. ζένομαι: βράζω.
Παρατηρήστε αυτά που συμβαίνουν έξω από το ναό και προσπαθήστε να συνδέσετε (α) το σκηνικό που προοιωνίζεται τη συμφορά και (β) την ψυχολογία του πλήθους και τις αντιδράσεις του απέναντι στη συμφορά.
Ποια είναι η σκηνή που διαδραματίζεται στο ναό; Πώς συμπεριφέρονται οι Εστιάδες μετά το αμάρτημα της «ανεμελιάς» και πώς εξηγείτε τη συμπεριφορά τους;
Ποιος υπαινιγμός στην ενότητα αυτή ευρύνει το νόημα του μύθου και τον κάνει σύμβολο; Ποια είναι τα βαθύτερα περιεχόμενα που δίνει ο ποιητής στο σύμβολο;
Γεννήθηκε στη Σίφνο, αλλά μεγάλωσε και μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση και μελέτησε τη νεότερη λογοτεχνία στην Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Διορίστηκε το 1923 διευθυντής στο Υπουργείο Παιδείας (στη διεύθυνση Τμήματος Γραμμάτων και Τεχνών) και αργότερα (1931) στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος. Τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων. Ο Γρυπάρης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο αξιόλογους ποιητές μας. Έχει αφομοιώσει τα διδάγματα όλων των λογοτεχνικών ρευμάτων της εποχής του (παρνασσισμού, νεοκλασικισμού, συμβολισμού) και δημιούργησε τη δική του ιδιότυπη ποίηση. Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η άψογη τεχνική και η πλαστική επεξεργασία του στίχου (σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρνασσισμού), αλλά και η μουσικότητα και η υποβλητικότητα (σύμφωνα με τις αρχές του συμβολισμού). Παρ' όλη την επίδοσή του στη δημιουργική ποίηση, γρήγορα την εγκατέλειψε και αφιερώθηκε στη μετάφραση των τραγικών της αρχαιότητας. Έργα του: Ποίηση: Σκαραβαίοι και Τερρακότες, 1919. Μεταφράσεις: Αισχύλου τραγωδίες, Σοφοκλή τραγωδίες, Πλάτωνα: Πολιτεία, Ευθύδημος κ.ά.