ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Πατέρα στο σπίτι
ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα «σκιαθίτικα». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
72— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατένίζον με είπε:
— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!
Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως. Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνε προπομπούς* τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.
Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι ποτέ πολυπράγμων*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ* των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.
Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.
Η γυνή ήτο φιλεργός.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.
Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φόρεμα. 75 Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κρατήση αγάνωτην.
Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.
* * *
Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.
Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.*
76 Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.
* * *
Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν.
Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
77 Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!
Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!
ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.
απέτεινον: του αποτείνω· απευθύνω.
εκλιπαρήσεις: ικεσίες.
αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).
ενιαυτός: το έτος.
εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.
λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.
προπομπός: συνοδός.
ξίκικα: λειψά.
το δεινότερον: το χειρότερο.
ράκος: το κουρέλι.
λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής.
περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος).
πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.
θεματοφύλαξ: φρουρός.
αλλότριος: ξένος.
φιλοπονία: εργατικότητα.
κραιπάλη: μέθη.
φιλεργός: εργατικός.
κουτσουβέλι: νήπιο.
κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις λέξεις).
τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.
ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κατιάζω λέγεται για τις όρνιθες).
πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι με διπλωματία.
κήδομαι (με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).
ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.
εσαεί: για πάντα.
τα σταθμά: τα ζύγια, το ζύγισμα.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
Δείτε στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, από ναυτική οικογένεια του νησιού, και μητέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά που εγκαταστάθηκε στη Σκιάθο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου (1856-62) στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ακολούθως φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, απ' όπου πήρε το απολυτήριό του (1874). Σ' όλο αυτό το διάστημα υποχρεώθηκε να διακόψει επανειλημμένα τη φοίτησή του εξαιτίας πολύ σοβαρών οικονομικών δυσχερειών. Το 1872 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε μερικούς μήνες. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και παρακολούθησε ορισμένα μαθήματα, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία. Μέσω του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη γνωρίστηκε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής (Ραμπαγάς, Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, Μη χάνεσαι, Ακρόπολις, Εφημερίς). Παράλληλα συνεργάζεται με διάφορα έντυπα ως δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων (των Ντοστογιέφσκι, Τουργκένιεφ, Ονέ, Μωπασσάν κ.ά.). Η ζωή του είναι αρκετά ιδιόρρυθμη και μοναχική (γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε κοσμοκαλόγηρος), μοιρασμένη ανάμεσα στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, στις συχνές επισκέψεις του στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στις αγρυπνίες που γίνονταν στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου εκτελούσε και χρέη δεξιού ψάλτη. Τον Μάρτιο του 1908, λίγο πριν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, οργανώνεται στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» γιορτή για την 25χρονη παρουσία του στα γράμματα, στην οποία ο ίδιος αρνείται να παρευρεθεί. Λίγες μέρες αργότερα (τέλη Μαρτίου 1908), φεύγει οριστικά από την Αθήνα, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πεθαίνει από πνευμονία μετά από τρία χρόνια. Λίγες ώρες πριν πεθάνει του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.
Πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα Η μετανάστις που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης με όνομα συγγραφέα Α. Πδ. Στην Αθήνα έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1881, με το ποίημα «Δέησις» στο περιοδικό Ο Σωτήρ. Ακολουθούν τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών (1882, στην εφημερίδα Μη χάνεσαι με το ψευδώνυμο Μποέμ), Η γυφτοπούλα (1884, στην εφημερίδα Ακρόπολις), το ηθογραφικό έργο Χρήστος Μηλιόνης (1885, στο περιοδικό Εστία). Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Το Χριστόψωμο» το 1887, στην εφημερίδα Εφημερίς. Ακολουθούν 169 διηγήματα που δημοσιεύονται σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ κ.ά.). Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει τα έργα του τυπωμένα σε βιβλίο.
Το έργο του Παπαδιαμάντη απαρτίζεται από αφηγηματικά κείμενα (διηγήματα και μυθιστορήματα), μερικά ποιήματα, άρθρα και μελέτες, και πολυάριθμες μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Σύμφωνα με την πρόταση του Κ. Στεργιόπουλου (Στεργιόπουλος Κ., 1986: 57-60), το πεζό αφηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη (1879-1885) περιλαμβάνει τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα που αναφέρονται παραπάνω. Η δεύτερη περίοδος (1887-1896), που εγκαινιάζεται με το «Χριστόψωμο» και κλείνει με το «Έρως-Ήρως» (Πρωτοχρονιά του 1897, Ακρόπολις), περιλαμβάνει 46 διηγήματα. Τα πιο αντιπροσωπευτι-κά είναι: «Υπηρέτρα» (1888), «Η σταχομαζώχτρα» (1889), : «Μαυρομαντηλού» (1891), «Φτωχός Άγιος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892), «Οι Χαλασοχώρηδες» (1892), «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893), «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893), «Η νοσταλγός» (1894), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (1896). Η τρίτη περίοδος (1898-1910) περιλαμβάνει 92 διηγήματα, από τα οποία πιο αντιπροσωπευτικά θεωρούνται τα «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακολύτρια» (1900), «Υπό την Βασιλικήν δρυν» (1901), «Η Φόνισσα» (1903), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» (1906), «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια» (1907-08), «Το Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Μετά τον θάνατο του συγγραφέα δημοσιεύτηκαν 31 ακόμη διηγήματα, με σημαντικότερα τα: «Τ'Αγγέλιασμα» (1912), «Φλώρα η Λαύρα» (1925), «Ιατρεία της Βαβυλώνας» (1925).
Κατ' εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφική, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και από μια στροφή προς αυτοβιογραφικά αφηγήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», κ.ά.).
2. Η κριτική για το έργο του
Το «ελεύθερο σκιτσάρισμα» του Παπαδιαμάντη
«Η νοσταλγία είναι το βασικό και το μόνιμο στοιχείο στον Παπαδιαμάντη, είναι η δύναμη και η αδυναμία του. Το έργο του, από την εποχή που ζούσε ακόμα ως τις μέρες μας, έγινε πολλές φορές στόχος της κριτικής, που έφτασε άλλοτε ως το υπερβολικό εγκώμιο και τον θαυμασμό και άλλοτε ως την υποτίμηση και την άρνηση. Η αρνητική κριτική επισήμανε τη χαλαρή σύνθεση των διηγημάτων του, την απουσία ενός σχεδίου, την έλλειψη βούλησης καλλιτεχνικής. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι παρατηρήσεις αυτές είναι σωστές. Η έλλειψη όμως της συνθέσεως οφείλεται τις περισσότερες φορές στον χαρακτήρα της νοσταλγίας και του στοχασμού. Οι ιδέες, αδέσμευτες από ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ακολουθούν την πορεία του ρεμβασμού — και η έλλειψη αυτή της δέσμευσης αποτελεί μιαν αρετή και μια γοητεία. Όπως στα σκίτσα πολλών ζωγράφων, η δύναμη του Παπαδιαμάντη υπάρχει σ' αυτό το ελεύθερο σκιτσάρισμα. Από την άλλη μεριά αναμφισβήτητο είναι πως ο Παπαδιαμάντης, πέρα από το "ηθογραφικό" υπόβαθρο, έχει συλλάβει μερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσμεύσει μες στα διηγήματά του κάτι από αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε νεοελληνική λαϊκή μυθολογία. Τα παιδιάτικα χρόνια του στο νησί, ο σύνδεσμος που είχε από τον πατέρα του τον παπά με τον κόσμο της ορθοδοξίας (ο ίδιος ήταν ψάλτης και του άρεσε να παίρνει μέρος σε κατανυκτικές αγρυπνίες), ο απόκοσμος βίος του στην Αθήνα και οι συντροφιές με ταπεινούς ανθρώπους του λαού, όλα αυτά δίνουν μια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του — κάτι που οδηγεί βαθύτερα και μακρύτερα από την απλή "ηθογραφική" περιέργεια ή το "λαογραφικό" επιστημονικό ενδιαφέρον. Και αυτό το πολύτιμο εγγράφουν στο ενεργητικό του οι θαυμαστές του».
(Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σελ. 204-205)
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη
«Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, κατά τον Άγρα, "η τελευταία άνθηση της καθαρεύουσας στα ελληνικά γράμματα". Θησαυρισμένη από "απανωτά στρώματα παιδείας" (κατά τον Ελύτη) —τον Όμηρο και τους αρχαίους συγγραφείς, τα Ιερά Γράμματα, τους Πατέρες και τους υμνογράφους της Εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι— και δοκιμασμένη στη μετάφραση Ευρωπαίων κλασικών, του δίνει τη δυνατότητα να ακριβολογεί και να κυριολεκτεί, γιατί πολύ απεχθανόταν "χυδαίαν ακυριολεξίαν γυναίων τινών του αθηναϊκού όχλου". Ο λεξιλογικός του πλούτος του επιτρέπει να επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη. [...] Την ακριβολογία του επίσης εξυπηρετεί, και μαζί μ' αυτήν και την αληθοφάνεια και την πειστικότητα των ιστοριών του, και η βαθιά γνώση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου, όπως φανερώνεται στην αποτύπωση των διαλόγων, τη σχεδόν φωνογραφική, με τον επιτονισμό, τις παύσεις και τους δισταγμούς τους [...], στην υιοθέτηση της "οικείας φράσης" των αφηγητών [...], στη χρήση σκιαθίτικων ιδιωματισμών [...], στη φυσική, τέλος, ενσωμάτωση της ιδιολέκτου της εργασίας».
(Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,
Αθήνα: Σοκόλης, τόμος ΣΤ, σελ. 135-136)
Ο παπαδιαμαντικός νατουραλισμός
«Η άντληση του περιεχομένου των διηγημάτων του από την πραγματικότητα, την οποία γνώριζε καλά ως αυτόπτης μάρτυρας, η πιστή αναπαράστασή της ύστερα από προσεκτική και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση, οι υποθέσεις-σκηνές από τη ζωή του χωριού και της υπαίθρου, οι ήρωές του, "ένας λαός από δουλευτάδες και χασομέρηδες" (σύμφωνα με τον Παλαμά) με τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τη θυμοσοφία τους —υπόστρωμα πλούσιο λαογραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας— όλα αυτά συνέβαλαν ώστε ο Παπαδιαμάντης να χαρακτηριστεί αμέσως από τους συγχρόνους του "ηθογράφος" και να εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται, μαζί με τον Καρκαβίτσα, "κορυφαίος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος". Ήδη όμως από το 1898 ο Παλαμάς επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ηθογραφική δύναμη χρησιμοποιείται από τον Παπαδιαμάντη "για ξετύλιγμα κοινωνικών θεμάτων και καυτηρίασμα της ανθρώπινης ασχήμιας", διακρίνοντας έτσι τον κριτικό ρεαλισμό της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας από τον ήπιο ρεαλισμό της μετά το 1883 ηθογραφίας, με την οποία υπηρετήθηκε τελικά μια ιδεολογία ρομαντική προς ενίσχυση και υπογράμμιση της εθιμικής συνέχειας και ταυτότητας. Η προφανής αυτή κριτική ρεαλιστική πλευρά του παπαδιαμαντικού έργου τού προσδίδει χαρακτήρα, με τον οποίο υπερβαίνει και την ηθογραφία ως ελληνική εκδοχή του Ρεαλισμού, αλλά και τον ίδιο τον Ρεαλισμό, ως ρεύμα, και φτάνει ως τον Νατουραλισμό, τη ριζοσπαστική δηλαδή και ακραία μετεξέλιξη του Ρεαλισμού στη σχολή του Ζολά».
(Πολίτου-Μαρμαρινού, ό.π., σελ. 136-137)
Το απροσδόκητο βάθος της παπαδιαμαντικής γραφής
«Πραγματικά, ό,τι αποτελεί την ιδιαίτερη γοητεία του είναι η λυρική και η μυστική δόνηση από το μεταφυσικό του υπόβαθρο. Αν και η πεζογραφία του κινείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της σε ηθογραφικά πλαίσια, και μολονότι δε λείπουν οι κουραστικές επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων και τα ελαττώματα στη σύνθεση και στη δομή, καταφέρνει να τα εξουδετερώνει συνήθως όλα τούτα, νομοθετώντας δικά του αξιολογικά κριτήρια με το μέτρο που μετρά ο ίδιος τον κόσμο, πράμα που δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να διαγνώσουν οι επικριτές του. Κάτω απ' το ηθογραφικό του πλαίσιο, κρύβει έναν βαθύ ψυχογράφο, έναν ηθολόγο κι έναν άριστο κοινωνικό παρατηρητή. Η ειρωνεία και το χιούμορ του, εξάλλου, οι ποιητικές του παρεκβάσεις, το ταραγμένο του υπόστρωμα παρουσιάζουν διαρκώς εκπλήξεις, δημιουργούν κυματισμούς κι ανοίγονται σε απροσδόκητο βάθος και σε προεκτάσεις, που δε μας αφήνουν με την πρώτη ματιά να υποψιαστούμε η φαινομενική του απλότητα και η ηθογραφική του επιφάνεια».
(Στεργιόπουλος Κ., 1986, Περιδιαβάζοντας,
Αθήνα: Κέδρος, σελ. 68)
Για τη Φόνισσα
Όταν «ψηλώνει ο νους»...
«Η Χαδούλα η Φραγκογιαννού, η φόνισσα, είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο ολοκληρωμένες ηρωίδες της πεζογραφίας μας. Είναι ακόμη η έκφραση της ιδιαίτερης μοίρας της γυναίκας. [...] Όταν φωτίζεται μια ζωή, όποια ζωή, με το σκληρό φως του απολογισμού και καταλήγει στη βεβαιότητα πως ό,τι έκαμε έως τώρα, ο δρόμος που τράβηξε, οδηγούσε αναπόφευκτα σ' αυτό το πικρό συμπέρασμα "Ο βίος ανωφελής, και μάταιος και βαρύς", η συνέχεια φαίνεται και αφόρητη και ακατανόητη. Ή πρέπει να σκύψει κανείς το κεφάλι στην ανθρώπινη μοίρα και να αγωνιστεί με ταπεινοσύνη να καταλάβει τι νόημα μπορεί να κρύβεται πέρα από τα μάταια και ακατανόητα βάσανα του ανθρώπου που τελειωμό δεν έχουν, ή καθώς ψηλώνει ο νους του επαναστατεί. Και η Φραγκογιαννού επαναστάτησε με τον τρόπο της. Συνειδητοποιώντας τη σκλαβιά της απομονώνεται από όλους τους άλλους που ούτε βλέπουν ούτε καταλαβαίνουν. [... ] Και γι' αυτή τη γνώση είναι ένας ολότελα σημερινός άνθρωπος. [... ] Γίνεται κριτής, γίνεται θεός. Με δική της ευθύνη οι λέξεις και οι πράξεις δεν έχουν πια το ίδιο νόημα. Οι απλοϊκοί μόνον διαχωρίζουν το κακό από το καλό. Όταν πρόκειται να βοηθήσεις τους φτωχούς και τους βασανισμένους από το βάρος ενός θηλυκού, και το φονικό παύει να είναι κακό. Αυτό τον ίδιο δρόμο δεν ακολουθούν και σήμερα όλοι οι σωτήρες και με την απόλυτη σύγχυση του καλού και του κακού, δικαιολογούν τη βία; Όμοια με τη Χαδούλα Φραγκογιαννού, μεθυσμένοι από το όνειρο μιας λύτρωσης χάνουν τον δρόμο τους —ψηλώνει ο νους τους— επεμβαίνουν στη ζωή των άλλων, ασεβώντας στην ίδια τη ζωή. Όμοια η έπαρση, όμοια η σύγχυση, συχνά όμοια και η πορεία».
(Σαράντη Γ., 1981, «Είχε ψηλώσει ο νους της» στο Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ. (επιμ.) Φώτα Ολόφωτα, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και στον κόσμο του, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α., σελ. 181-182)
Η «δι' ελέου και φόβου» αντιμετώπιση της Φραγκογιαννούς από τον δημιουργό της
«Αν το μυθιστόρημα διαλέγεται με το δαρβινικό διακείμενο της εποχής, τότε η Φραγκογιαννού λειτουργεί ως δύναμη φυσικού ελέγχου, υποβοηθεί το έργο της φύσης, με στόχο τον περιορισμό του αριθμού των θηλυκών όντων ως ασθενέστερων (αδύνατα μέρη) κατά τη φυσική επιλογή [...]. Αν πάλι ο συγγραφέας προβληματίζεται για τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία (εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει τη Φόνισσα "κοινωνικό μυθιστόρημα" και να επισημάνουμε τη σχεδόν ταυτόχρονη γραφή του παράλληλου και παραπληρωματικού διηγήματός του "Η θητεία της πενθεράς") [...], τότε η τραγική Φραγκογιαννού ενεργεί ως σκοτεινό ασυνείδητο της κοινωνίας και της οικογένειας που, ως γνωστόν, δεν ήθελε κορίτσια, για λόγους όχι βιολογικούς αλλά κοινωνικούς (γάμος-προίκα). Επομένως, η Φραγκογιαννού αίρει τις αμαρτίες, τολμώντας να κάνει αυτό που πολλοί άλλοι βιώνουν ενδόμυχα.
Ο Παπαδιαμάντης, ως γλωσσομαθής και μεταφραστής στις εφημερίδες, ασφαλώς ήξερε και το "δαρβινικό κείμενο" [... ] και τις κοινωνικές ιδέες σε σχέση με τον σοσιαλισμό, τον φεμινισμό και τη γυναικεία χειραφέτηση [...], αλλά και ο ίδιος προσωπικά βίωνε τη μοίρα της γυναίκας με τις ανύπαντρες αδερφές του. Όλες λοιπόν αυτές οι διάχυτες την εποχή του ιδέες καθώς και τα βιώματά του είναι φυσικό να διαποτίζουν το δικό του κείμενο, αλλά δεν είναι αυτά που κινούν την έμπνευση και καθορίζουν τη συγγραφική του βούληση. Ο Παπαδιαμάντης στη Φόνισσα επιχειρεί μια "μελέτη περίπτωσης" με το "ιατρικό βλέμμα" και την ακρίβεια που ζητούσε ο Ρεαλισμός και ο Νατουραλισμός [...], αλλά κυρίως από τη σκοπιά που του υπαγόρευε η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση και πίστη του. Αν ο συγγραφέας διαλέγεται βαθύτερα με κάποιον, αυτός πρέπει να είναι μάλλον ο Ντοστογιέφσκι, κυρίως με το Έγκλημα και Τιμωρία. Ιδεολογικός πρόγονος της Φραγκογιαννούς είναι ο Ρασκόλνικοβ. Βασική έγνοια του αφηγητή στη Φόνισσα δεν είναι τόσο η δράση της Φραγκογιαννούς ούτε οι λόγοι που την προκαλούν όσο η παρακολούθηση και η ανίχνευση της ψυχικής της πορείας. [...] Ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη παρουσιάζει το ψυχικό δράμα της ηρωίδας αμέτοχος, υιοθετώντας τη δική της προοπτική "από μέσα", χωρίς να σχολιάζει υπέρ ή κατά. Ωστόσο, η περιγραφή των βασάνων της γίνεται σε τόνο που την καθιστά συμπαθή στον αναγνώστη δι' ελέου και φόβου».
(Μπαλάσκας Κ., 2004, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Μεταίχμιο, σελ. 111-112)
Για το «Μοιρολόγι της φώκιας»
Τα επισφαλή ανθρώπινα στο παπαδιαμαντικό σύμπαν
«Μια απέραντη συμπόνια, πιο χτυπητή ακόμα στην περίπτωση της Ακριβούλας, όπου πια οι άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να το θέλουν, παρουσιάζονται αδιάφοροι για τον χαμό της μικρούλας, που βυθίζεται μέσα στα κύματα, τη στιγμή που ίσια ίσια βυθίζεται κι ο ήλιος, ενώ το μοιρολόι για έναν τέτοιο χαμό αναλαμβάνει να το πει μια φώκια, μια απλή συμπονετική φώκια και κανείς άλλος. Εδώ θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του διηγηματογράφου. Παρουσιάζει την ανθρωπότητα να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια μηχανή άψυχη: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γριά Λούκαινα φορτωμένη την αβασταγή της ανεβαίνει στο μονοπάτι και η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι —και με πολύ έντονο τρόπο— αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη. Αλλά και το πάτημα του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα αυτή είναι ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου».
(Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ,
Αθήνα: Ίκαρος, σελ. 61)
Η «σατανική παγίδευση» της Ακριβούλας
«Εντυπωσιακό μέσο στη σύνθεση του διηγήματος είναι η τραγική πλοκή: η "περιπέτεια" και η "δραματική ειρωνεία" είναι δομικά στοιχεία. Τα πρόσωπα συνεργούν από άγνοια, γίνονται ενεργούμενα μιας μοιραίας σατανικής μηχανής, η οποία στήνεται τεχνικότατα, για να παγιδεύσει το αθώο θύμα, την Ακριβούλα, και να το οδηγήσει ανυπεράσπιστο στους βρόγχους του θανάτου. Όλα παγιδεύουν: οι άνθρωποι, η ώρα (αμφιλύκη), ο τόπος, η παιδική περιέργεια και αθωότητα, ο ήχος της φλογέρας, τα αρχαία πένθη της Λούκαινας — όλα μετατρέπονται σε μοιραίες δυνάμεις. Προπάντων όμως οι άνθρωποι, η ίδια η γιαγιά της Ακριβούλας, η γριά Λούκαινα, η προσωποποίηση του πένθους, το ζωντανό κοιμητήρι που είχε μέσα της έξι μνημούρια — πέντε των παιδιών της και ένα του άντρα της. Θα νόμιζε κανείς, όπως άλλωστε υποβάλλεται αυτή η σκέψη, ότι ο "Χάρος ο αχόρταγος" δεν πρόκειται να πάρει άλλο λάφυρο από τη γριά Λούκαινα, που έφτασε στο έσχατο όριο του πένθους. Όμως έχουν έτσι τα πράγματα; Το βάθος της ανθρώπινης συμφοράς είναι απύθμενο. Μένει η Ακριβούλα, το τελευταίο παραπλανημένο και ανυποψίαστο θύμα».
(Παγανός Γ., 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία,
Αθήνα: Κώδικας, τόμ. Β', σελ. 129-130)
3. Τα κείμενα
δ. Πατέρα στο σπίτι
Διδακτικές επισημάνσεις
Το διήγημα γράφτηκε το 1894, ανήκει δηλαδή στη δεύτερη περίοδο της λογοτεχνικής παραγωγής του Παπαδιαμάντη.
• Να επισημανθούν τρία βασικά χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής δημιουργίας του Παπαδιαμάντη στο συγκεκριμένο διήγημα: η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής, σε μια φτωχική συνοικία της Αθήνας την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα.
• Να εντοπιστεί, με στοιχεία από το κείμενο, ο τόπος, το κοινωνικό περιβάλλον και ο χρόνος της ιστορίας.
• Να σχολιαστεί ο χώρος: το παντοπωλείο της γειτονιάς, όπου αποκαλύπτονται οι ανάγκες των ανθρώπων, και το σπίτι του Μανόλη του Φλοεράκη, όπου παρουσιάζεται ρεαλιστικά η εικόνα της φτώχειας.
• Να σκιαγραφηθούν τα πρόσωπα που κινούνται στο διήγημα, η ρεαλιστική απεικόνισή τους και η στάση του συγγραφέα απέναντι σ' αυτά.
• Να σχολιαστούν: α) ο χρόνος της αφήγησης (παρόν, παρελθόν-αναδρομή, παρόν) και β) ο μύθος-πλοκή. Να επισημανθεί ο ρόλος της τελευταίας ενότητας και ειδικά των επτά καταληκτικών σειρών του κειμένου στο δέσιμο της πλοκής (σχήμα κύκλου).
• Να σχολιαστεί η συνύπαρξη της πρωτοπρόσωπης (συγγραφέας-αφηγητής) και της τριτοπρόσωπης (εγκιβωτισμένης) αφήγησης του παντοπώλη.
• Να γίνει αναφορά στον ειρωνικό τόνο της δεύτερης αφήγησης, που συμβάλλει στην άμβλυνση των δραματικών καταστάσεων.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις - δραστηριότητες
• Να καταγράψετε εκφραστικούς τρόπους με τους οποίους ο συγγραφέας φροντίζει να αμβλύνει τη βαριά ατμόσφαιρα της εξαθλίωσης και της δυστυχίας.
• Να σκιαγραφήσετε τον χαρακτήρα του Μανόλη, της Γιαννούλας και του κουμπάρου χρησιμοποιώντας εκφράσεις του κειμένου.
Παράλληλο κείμενο
• Μπορεί να γίνει παράλληλη ανάγνωση του αποσπάσματος από την Τιμή και το χρήμα του Κ. Θεοτόκη (Κ.Ν.Λ., σελ. 136) και να ζητηθεί από τους μαθητές: α) να περιγράψουν και να σχολιάσουν συγκρίνοντας τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές και στις παρυφές της κερκυραϊκής πρωτεύουσας στις αρχές του 19ου αιώνα, β) να σκιαγραφήσουν και να συγκρίνουν τα πορτρέτα του Μανόλη και της Γιαννούλας με τα αντίστοιχα του γέροντα Τρίνκουλου και της σιόρας Επιστήμης.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Vitti Μ., 1978, μτφρ. Μυρ.Ζορμπά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: Οδυσσέας.
Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ, Αθήνα: Ίκαρος.
Κούσουλας Λ, 1990, «Παπαδιαμαντικό δίπτυχο», στο Η άλλη όψη, Αθήνα: Λωτός, σελ. 89-95.
Μπαλάσκας Κ., 2004, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Μεταίχμιο.
Beaton, R. (1996), Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα: Νεφέλη.
Πολίτη Τζ., 1996, «Δαρβινικό κείμενο και Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη» στο Συνομιλώντας με τα Κείμενα, Αθήνα: Άγρα, σελ. 155 κ.ε.
Πολίτης Λ., 1980, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα: ΜΙΕΤ.
Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης, τόμ. ΣΤ, σελ. 114-209.
Στεργιόπουλος Κ. (1986), «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα», Περιδιαβάζοντας, τόμ. Β', Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Αθήνα: Κέδρος.
Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., 1978, Δαιμόνιο μεσημβρινό. Έντεκα κείμενα για τον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Γρηγόρη.
Τριανταφυλλόπουλος Ν.Δ., (πρόλογος-επιλογή), 1979, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων.
Συλλογική έκδοση, (1981), Φώτα ολόφωτα. Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., λ. «Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος», στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 8.
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., 1987, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, Αθήνα: Κέδρος.
Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ., 2005, Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Ηράκλειο: ΠΕΚ.
Φρυδάκη Ε., «Α. Παπαδιαμάντη, Η Φόνισσα, Διδακτική Προσέγγιση "Εις το ήμισυ του δρόμου" μεταξύ προσωπικών και... προγραμματικών επιλογών», Φιλολογική, τ. 72, Αθήνα, 2000.
Αφιερώματα
Περ. Αντί, αρ. 463, 5 Απριλίου 1991. Περ. Διαβάζω, αρ. 165, 8 Απριλίου 1987.
Περ. Νέα Εστία, τόμ. 30, αρ. 355, Χριστούγεννα 1941, και τόμ. 49, αρ. 568, 1 Μαρτίου 1951.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
στο Βιβλιοnet
στη Βικιπαίδεια
σελίδα του Νεκτάριου Μαμαλούγκου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη
ΤΑΙΝΙΕΣ
εκπομπή ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
εκπομπή ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΚΤΑ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ
εκπομπή ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
εκπομπή Η ΔΕ ΠΟΛΙΣ ΕΛΑΛΗΣΕΝ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...