Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Λυκείου

Κ. Γ. Καρυωτάκης, Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

180 181 Ασκ B

151 152 153 154 155 156 157

Πρώτη 10ετία του μεσοπολέμου (1922-1930)

Κ. Γ. Καρυωτάκης, Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο

 

180 ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ περιέχεται στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927) και είναι από τα λίγα ποιήματα του Καρυωτάκη που παρουσιάζουν, εκτός από τα κοινά χαρακτηριστικά της ποίησής του, και πολιτικό ενδιαφέρον. Για να κατανοήσουμε το ποιητικό κλίμα του Καρυωτάκη πρέπει να προσέξουμε, εκτός των άλλων, και τη μετρική του, για την οποία ο Τέλλος Άγρας παρατήρησε τα εξής: «Μειχτά μέτρα, παρατονισμοί, διασκελισμοί, μήτε ένας γνωμικός στίχος, μετάθεση της τομής, συνίζηση κακά τονισμένη, κενοί χρόνοι, χωλά μέτρα, χασμωδίες απροσδόκητες». Ερμηνεύοντας τους στιχουργικούς νεωτερισμούς του, ο Βάσος Βαρίκας παρατηρεί, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο στίχος του Καρυωτάκη διακρίνεται από κάτι το αυθόρμητο, το εντελώς ξένο από κάθε τεχνική επιτήδευση. Ξεπηδάει τέτοιος που είναι από μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη. Μοιάζει με τη χειρονομία, με την γκριμάτσα που, χωρίς να το θέλουμε, εντελώς ασυνείδητα σχηματίζεται».

 


 

Στο άγαλμα της Ελευθερίας* που φωτίζει τον κόσμο

 

  Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο* μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια* κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray*.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε, 181
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις* τους λείπει.
   

 

 

 Μ. Αυγέρης, «Στο άγαλμα της Ελευθερίας»

 Ακούστε το τραγούδι από τον Νίκο Ξυλούρη σε μελοποίηση Λουκά Θάνου

 

άγαλμα της Ελευθερίας: πρόκειται για το κολοσσιαίο άγαλμα που υψώνεται στο νησάκι Μπέτλοου, απέναντι από το Μανχάταν της Νέας Υόρκης.
υπερούσιος: θεϊκός.
κονσόρτσια: προσωρινοί συνεταιρισμοί επιχειρήσεων για την πραγματοποίηση σκοπών αμοιβαίου συμφέροντος.
το πορτρέτο του Dorian Gray: στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Άγγλου συγγραφέα Όσκαρ Ουάιλντ (1891), η διαφθορά, τα εγκλήματα και η ηλικία του ήρωα δεν αφήνουν τα ίχνη τους στην τέλεια μορφή του αλλά αποτυπώνονται σιγά σιγά στο πορτρέτο του.
καθιέρωσις: επίσημη αναγνώριση.  

pano

 

 

 


 

Ερωτήσεις

 

  1. Πού αναφέρονται οι δύο πρώτες στροφές και πού η τρίτη;
  2. Ο σαρκασμός του Καρυωτάκη, ενώ φαίνεται ότι αγγίζει κάποιο θέμα γενικού ενδιαφέροντος, καταλήγει, με την παραδοχή της ήττας του, σε προσωπική διακωμώδηση και σε πλήρη άρνηση: από ποιο σημείο του ποιήματος επιβεβαιώνεται η παρατήρηση αυτή;
  3. Να επισημάνετε τις πιο χαρακτηριστικές μεταφορικές χρήσεις των ρημάτων: τι εκφράζει με αυτές ο ποιητής;
  4. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα μέσα από το ποίημα να επιβεβαιώσετε τις παρατηρήσεις του Τέλλου Άγρα και του Β. Βαρίκα για τη μετρική του Καρυωτάκη.

ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

 


 


Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)

Κ. Γ. Καρυωτάκης

Γεννήθηκε στην Τρίπολη. Το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν νομομηχανικός, έγινε αφορμή να μετακινηθεί η οικογένειά του σε διάφορες επαρχιακές πόλεις (Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Πάτρα, Χανιά). Τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στα Χανιά και κατόπιν γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία πήρε το 1917 το πτυχίο του. Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος σε διάφορες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Σύρο, Άρτα, Αθήνα, Πάτρα). Τελευταίος σταθμός της υπαλληλικής του σταδιοδρομίας ήταν η Πρέβεζα, όπου και αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου 1928. Η ποίηση του Κ. Καρυωτάκη αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στην πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου (1920-1930) κύριο χαρακτηριστικό της ποίησης είναι ο ψυχικός κάματος και μια δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα. «Κάθε πραγματικότης μού είναι αποκρουστική», έγραψε ο ίδιος. Έζησε και έγραψε σε μια εποχή που σημαδεύτηκε από την τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής. Η γενιά του, σε αντίθεση με τη γενιά του Παλαμά, που παρακολουθεί τους αγώνες του έθνους κι αγωνίζεται για την αναγέννησή του, δεν κεντρίζεται από παρόμοια ιδανικά αλλά διακατέχεται από απαισιόδοξη διάθεση, ένα αίσθημα ανίας και μια ελαττωμένη αντίσταση στην πραγματικότητα. Εκείνος όμως που εξέφρασε ποιητικά με γνησιότητα, ειλικρίνεια και οξύτητα όλα αυτά τα βιώματα είναι ο Καρυωτάκης, ιδίως με την τελευταία ποιητική του συλλογή Ελεγεία και σάτιρες (1927). Γι' αυτή τη συλλογή ο Τέλλος Άγρας έγραψε χαρακτηριστικά «...κι έξαφνα στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά...». Ξεκίνησε σαν ποιητής, που έγραφε στίχους αρμονικούς και μελωδικούς, σύμφωνα με τις αρχές του συμβολισμού. Στην τελευταία του όμως συλλογή παρατηρούμε μια σημαντική στροφή: ο στίχος του, στη ρυθμική του κυρίως έκφραση, μιμείται την ομιλία, χαλαρώνει και σπάζει, για να μπορέσει να μεταδώσει την εσωτερική διάθεση του ποιητή, που φτάνει πολλές φορές στο σαρκασμό και τη σάτιρα. Όλο του το έργο είναι συγκεντρωμένο στο Άπαντα τα ευρισκόμενα, τόμ. Α' και Β' (1965).

 

Εποχές και Συγγραφείς. Κώστας Γ. Καρυωτάκης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Κώστας Καρυωτάκης [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]  

 



 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη, πατρίδα της μητέρας του, και έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τις πολλές μετακινήσεις του νομομηχανικού πατέρα του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας (Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Καλαμάτα, Αθήνα, Χανιά όπου αποφοίτησε από το γυμνάσιο). Το 1913 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1919, αφού πήρε την άδεια εξάσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος, διορίστηκε υπουργικός γραμματεύς στη Θεσσαλονίκη. Στρατεύτηκε το 1920, αλλά απαλλάχτηκε για λόγους υγείας. Η καριέρα του ως δημόσιου υπάλληλου συνεχίστηκε στην Άρτα, τη Σύρο, την Αθήνα. Ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και εξελέγη Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών. Μετά από κάποια εναντίον του συκοφάντηση, αποσπάστηκε στην Πάτρα και κατόπιν μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρεβέζης, όπου και πέθανε, αυτόχειρας, στις 21 Ιουλίου 1928.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση άρχισε νωρίς, όταν δεκαεξάχρονος δημοσίευσε στίχους σε λαϊκά περιοδικά της εποχής, και συνεχίστηκε με ποιήματά του στην εφημερίδα Ακρόπολις (1915), στο περιοδικό Νουμάς κ.λπ. Το 1919 εκδόθηκε η συλλογή του Ο πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, που κατασχέθηκε, το 1921 τη συλλογή Νηπενθή και το 1927 τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Ασχολήθηκε επίσης με τον πεζό λόγο, με το θέατρο και με μετάφραση ποίησης.

Το έργο του, επηρεασμένο από τον Συμβολισμό, με χαρακτηριστικά τη μελαγχολική θεώρηση της ζωής, τον σαρκασμό και μια διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από τους μεταγενέστερους ποιητές, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ο όρος «καρυωτακισμός», συχνά με μάλλον αρνητική χροιά. Σε κάθε περίπτωση πάντως επηρέασε, άμεσα ή έμμεσα, θετικά ή αρνητικά την ελληνική ποίηση μετά το 1930.

 

2. Η κριτική για το έργο του

Καβάφης - Καρυωτάκης: Μια σύγκριση

«Αντίθετα από τα Ελεγεία, οι Σάτιρες φέρνουν τον Καρυωτάκη πλησιέστερα όχι στον Παλαμά αλλά στον Καβάφη, όσον αφορά τη σκεπτικιστική του στάση απέναντι στις καθιερωμένες αξίες και γνώμες. Αλλά, αν η ειρωνική αποστασιοποίηση από τους πάντες γύρω του, καθώς και μια αυτοκοροϊδευτική-σαρκαστική στάση ως προς τις προσωπικές τους αξίες και βλέψεις, αποτελούν το κοινό στοιχείο του Καβάφη και του Καρυωτάκη, υπάρχει, παρόλα αυτά, και μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Ενώ ο Καβάφης είναι χαρακτηριστικά ειρωνικός, με μια βαθιά κατανόηση για την ανθρώπινη αδυναμία, η ειρωνεία του Καρυωτάκη έχει έναν τέτοιο δριμύ σαρκασμό, που προδίδει περιφρόνηση για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του. [...] Ο Καρυωτάκης αυτοπυροβολήθηκε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928. Η πράξη αυτή όχι μόνο επιστέγασε με θεαματικό τρόπο την ταύτιση του καλλιτέχνη με την τέχνη του, που ήταν και ο σκοπός των περισσότερων από τους μεγαλύτερους σε ηλικία συγχρόνους του, αλλά κατά έναν πιο σχηματικό τρόπο αντιπροσωπεύει μιαν ακραία εκδήλωση του ποιητικού αδιεξόδου, στο οποίο οδήγησε η κληρονομιά του Παλαμά τους διαδόχους του, στα τέλη της δεκαετίας του 1920».

 

(Roderick Beaton (1996), Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία,
Αθήνα, Νεφέλη, σελ. 172-173)

 

Η «ταραγμένη φαντασία» και η πρωτοτυπία της μετρικής του Καρυωτάκη

«Λοιπόν, ιδού: τι είναι, με δυο λόγια, το αιώνιο θέμα, ο "λυρικός τόπος" του Καρυωτάκη; Το είπαμε, είναι το κυνήγημα του ιδανικού κι έπειτα η αποτυχία• ο πόθος κι έπειτα η απάτη• η πλάνη κι έπειτα η απογοήτευση.

Ε, λοιπόν, κι ο αναγνώστης του, διαβάζοντας τους στίχους του —την έκφραση της ζωής του — ξαναγίνεται, πώς να το πω, κι αυτός με τη σειρά του, Καρυωτάκης, "παίζει τον Καρυωτάκη". Μέσα του αναπαράγεται, κάθε στιγμή, η ψυχική περιπέτεια του ποιητού: το κυνήγημα του ιδανικού κι η αποτυχία• ο πόθος, κι η απάτη. η πλάνη κι η απογοήτευση.

Τούτο, επειδή μέσα στη μορφολογία του έργου του ο Καρυωτάκης αναπαρήγαγε κι αναπαράστησε την ψυχική του περιπέτεια. Ό,τι υπήρξε η Μοίρα γι' αυτόν, τέτοια Μοίρα υπήρξε κι αυτός για το έργο του.

Ποιο είναι για την τέχνη το κλασικό ιδανικό; Είναι η ενάργεια, η πλαστική, το ζωντάνεμα προσώπων και πραγμάτων.

Αλλ' όπως κι η ευδαιμονία, έτσι κι η ποιητική ενάργεια είναι, για τον Καρυωτάκη, περισσότερο φάσμα. Κάτω από τις εικόνες του, έχει βγάλει, από πριν, κάθε υλικό βάρος, κι οι εικόνες του απομένουν κούφια σχήματα· αέρας, καπνός. [...]

Πού είναι, μες στα ποιήματά του, το υλικό, το χειροπιαστό; Σχεδόν πουθενά. Διαβάζοντάς τα, έχομε την εντύπωση ενός λακωνισμού — άλλου είδους. Είναι κάτι σα δίχτυ, ριγμένο επάνω στο κενόν, και που μάταια προσπαθεί να το σκεπάσει αυτό το κενόν, να το κρύψει, γιατί το κενόν προβάλλει από παντού. Ναι, το πρώτο κιόλας χαρακτηριστικό τους είναι ακριβώς πως τα πράγματα δεν παίρνουν μέρος στους στίχους του με τον όγκο και με το χρώμα, αλλά με τους ήχους. Δηλαδή μ' ό,τι πιο άυλο έχουν. [...]

Έτσι πάντα. οι προσφιλέστερές του εποπτείες είναι οι ακουστικές: οι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, οι αντένες που δονούνται από τον άνεμο ("Είμαστε κάτι...").

Αλλ' ιδού αμέσως, που κι από τον ίδιο τον ήχο, πιότερο εντρυφά στο φάσμα του ήχου — στην απήχηση, στον αντίλαλο, στη συγχυσμένη συνέχεια που ο ήχος στέλνει πίσωθέ του: "Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες [...] στην κορυφή τους το άπειρο αντηχάει". [...]

Τέτοια είναι λοιπόν η ποιητική του φαντασία. Αναπαράσταση της ψυχολογίας του. Ταραγμένη και, τρόπον τινά, διάτρητη. Οι ποιητικές του εικόνες πάνε κι έρχονται, σαλεύουν, μένουν στη μέση, κάποτε αναποδογυρίζονται.

Εκεί που προχωρεί στρωτά, νομίζεις ότι σταματά και στοχάζεται: "Να τα ρίξω όλα χάμω; Να τα σπάσω όλα;" Απάνω σ' ό,τι συναρμολόγησε κι έδεσε, φυσά ο ίδιος ένα πνεύμα ακαταστασίας και διαψεύσεως, ένα πνεύμα μεταμελείας και μηδενισμού, που κάνει να τρέμουν τα κατασκευάσματά του... Τη λογική τους είναι έτοιμος να τη χαλάσει κάθε στιγμή, με σκληρότητα και με τη σάτιρα. Κι άλλος αντίκτυπος του περιεχομένου του παρουσιάζεται τώρα κι επάνω στη στιχουργία του. Σ' αυτήν, όμως, δεν εμιμήθηκε τον Λαφόργκ: εκτός από δυο-τρεις εξαιρέσεις, δεν έφθασεν ως τον ελεύθερο στίχο. Τα ποιήματά του είναι καμωμένα σε στροφές που φαίνονται τύπου κανονικού: ισόστιχες μεταξύ των, με ομοιοκαταληξίες. Όμως αν κοιτάξομε ολίγο πιο προσεκτικά, τι ελευθερία, τι ακαταστασία, τι αναρχία! Αν δεν έγραψε σε vers libre, έγραψε όμως τον vers libere ο Καρυωτάκης, μ' ελευθεριότητες που δεν είχεν αποτολμήσει κανείς στην ελληνική ποίηση.

Εν πρώτοις, η μετρική του είναι ποικιλότατη. Απ' την αρχή του έργου του, περιμάζευε τους στίχους του από τα μάκρη και τη μονοτονία των δεκαπεντασυλλάβων, και τους έφερνε μέσα σε σχήματα πιο σφιχτά, πιο πλαστικά κι αρμονικά, που είχαν αχρηστευθεί και λησμονηθεί από πενήντα χρόνια τουλάχιστον.[... ] Αλλ' ο στίχος , εκτός από την ποικιλία του, παίρνει, στα χέρια του Καρυωτάκη, νεύρα και ευρωστία, πατά στερεά, στερεότερα τελειώνει. Αυτό είναι το μυστικό του! Αυτό είναι που αφήνει, στο τέλος —όπως κι ο στίχος του Καβάφη— μιαν αίσθηση συμμετρίας! Και, μάλιστα, μιαν αίσθηση επιτυχίας, ακρίβειας, οξύτητας! Κάποιο στιχουργικό πείσμα νομίζεις ότι, στο τέλος, κατορθώνει να κάνει ρητό και σαφές το σχήμα της στροφής, να συνενώσει τα διεστώτα, να τετραγωνίσει τ' ανυπόταχτα. Κι είναι πολλά αυτά τ' ανυπόταχτα και τα ξεχόρδιστα [...]: Ο ρυθμός δηλαδή του Καρυωτάκη σπανίως χτυπά ισόχρονα με το "μετρικό ρολόγι", κι ο ακανόνιστος τονισμός των περισσότερων στίχων χρειάζεται ολοκληρωτικήν ανασκευή, για ν' αρμονιστεί με μιαν οποιαδήποτε μετρικήν ακολουθία. Ο δάκτυλος πηγαίνει με τον ανάπαιστο, ο ίαμβος με τον τροχαίο [...]. Και μόνον αυτό; Εκτός από τα μεικτά μέτρα, ιδού παρατονισμοί και κενοί χρόνοι και χωλά μέτρα, διασκελισμοί, μήτε ένας γνωμικός στίχος, μετάθεση της τομής, συνίζησις κακά τονισμένη, χασμωδίες απροειδοποίητες. Την ομοιοκαταληξία, την έχει βέβαια, ανεξαίρετα. Αλλ' από τους τέσσερις όρους της ομοιοκαταληξίας —το βάθος, τη φυσικότητα, την πρωτοτυπία και την ποικιλία— ο τρίτος είναι που κυριαρχεί, κι οι άλλοι σχεδόν δεν υπάρχουν. Κάθε ομοιοκαταληξία του είναι και μια έκπληξη: αλλ' όμως πάντα χαριτωμένη και αναντικατάστατη».

 

(Τέλλος Άγρας, 1972, από τον τόμο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια
Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ερμής, σελ. 209-216 αποσπασματικά, όπως και στο Τέλλος Άγρας, 1981, Κριτικά Β', επιμ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθήνα, Ερμής)

 

Ο «γραφειοκρατικός» ρεαλισμός του Κ. Καρυωτάκη

«Στη νεοελληνική φιλολογία, ο Ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως. Αλλ' ο Ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας, ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου — ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος, ακατανόητος για τη ζωή της πολιτείας, κι αδιάφορος.

Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός, ο ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας, επρόβαλε καθαρός στην ποίηση με το έργο του Καβάφη.

Με την ποίηση του Καρυωτάκη, αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.

Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικότερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού ρεαλισμού, το ξεύρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η γραφειοκρατία.

Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο άνθρωπος των γραμμάτων είν' ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο, την Αθηναϊκή —κλασική και ρομαντική—, είν' ο λόγιος. Στην τρίτη, την προπολεμική, είν' ο δημοσιογράφος. Στην τέταρτη, τη μεταπολεμική (η κατάπτωση συνεχίζεται), ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.

Αυτή την εποχή έζησε και ο Καρυωτάκης. Και αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλωστε και αυτοί που τον διαβάζουν. Και τους αντιπροσωπεύει».

 

(Τέλλος Άγρας, ό.π., σελ. 203-204)

 

Το σχίσμα Καρυωτάκη - παράδοσης

«Αν συγκρίνουμε προσεκτικά την πρώτη του παραγωγή με την τελευταία του, θα παρατηρήσουμε ότι, ενώ είχεν αρχίσει με στίχους αρμονικότερους, κατέληξε, συν τω χρόνω, σε μια παραμέληση της αυστηρής κατεργασίας τους. Κι όμως η τελευταία του παραγωγή (στο μάτι που ξέρει να διακρίνει) είναι και η προσωπικότερη. Σ' αυτήν πια ο ποιητής είναι περισσότερο εκείνο που θέλησε να είναι. Επομένως, αν ήθελε να εργαστεί και προς την άλλη κατεύθυνση (των αρμονικότερων, δηλαδή, λεκτικών συνδυασμών, που, αν δεν είναι όλη η αγνή ποίηση, είναι όμως η αρχή της), δε θα ήταν ίσως δύσκολο να τα καταφέρει, αφού ήδη οι πρώτοι του στίχοι ήταν πολύ πιο κοντά σε μια τέτοιαν αντίληψη. Φτάνουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι η παραμέληση από μέρους του ήταν θελητή. Τον στίχο του τον αποσπά, μετρικά και ρυθμικά, από την κλασική αντίληψη, αφαιρώντας του τις καθαρά μελικές του τάσεις. Σκοπός του ποιητή, στη δεύτερη περίοδο, δεν ήταν πια να κάνει ποίημα άδολα λυρικό, αλλά μιμικό μάλλον. Ο στίχος του τώρα μιμείται, στη ρυθμική του κυρίως έκφραση, την ομιλία, και σπάζει, κατά το παράδειγμα των φανταιζίστ, τους κανόνες που τον εμποδίζουν ν' αποδώσει τις χειρονομίες και τις κινήσεις της ψυχής του ποιητή».

 

(Τίμος Μαλάνος 1943, «Είναι ποιητής ο Καρυωτάκης;», Κριτικά δοκίμια,
Αλεξάντρεια, σελ. 51-62. Απόσπασμα δημοσιευμένο στο Κ.Γ.Καρυωτάκης 1972, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ερμής, σελ. 239-240)

 

Χαρακτηριστικά και επιρροές της καρυωτακικής ποίησης

«Η γλώσσα του Καρυωτάκη, εκεί όπου την παρασύρει η εξομολόγηση ή εκεί όπου ξεσπάει στον σαρκασμό, είναι πλούσια σε ποιητικές επινοήσεις και σε τεχνική της φαντασίας, που, αν τις είχε καλλιεργήσει συστηματικά, θα μπορούσαν να διαρθρωθούν σε τεκμήρια πιο θετικά για την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς. Αλλά, ανεξάρτητα από δυνητικές εκβάσεις, αρκεί να διαπιστωθεί ότι όταν ο ποιητής δεν συστέλλει το πρόσωπο σε έναν σαρκαστικό μορφασμό, μαρτυρεί μιαν εκφραστική αιδημοσύνη που λείπει, αντίθετα, από τους άλλους ποιητές της γενιάς του.

Η διαβρωτική ανάγκη έκφρασης προσωπικών του βιωμάτων αναμιγνύεται δημιουργικά με το έργο ξένων ποιητών. Η συμβίωση ιδιαίτερα με τους "καταραμένους" ποιητές της Γαλλίας τον οδηγεί να δημοσιεύσει μεταφράσεις τους στα βιβλία του, μαζί με τα δικά του πρωτότυπα ποιήματα. Η διαδοχική επιλογή τον οδηγεί από τον Baudelaire στον Toulet, τον Carco. Αν και δεν μετέφρασε Laforgue, υπάρχουν αντιστοιχίες μ' αυτόν πολύ βαθύτερες και σε πολλαπλά επίπεδα· διόλου περίεργο, αν υπολογίσουμε τον ευρύτερο ρόλο που έπαιξε ο Laforgue στην ευρωπαϊκή ποίηση (Eliot, Σεφέρης) όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της ζωής (δυσφορία για την καθημερινότητα) και της στιχουργικής (υπονόμευση της παραδοσιακής μετρικής).

Η πορεία του Καρυωτάκη είναι σαφής. Σταθερά επιδιώκει μια ποίηση ριζωμένη στην υπαρξιακή συγκίνηση [...], η οποία συμπαρασέρνει όμως και όλα τα εκφραστικά μέσα, με ιδιαίτερη επίπτωση στα μετρικά σχήματα.

Όπως έγινε ήδη αισθητή από τον καιρό του Τέλλου Άγρα η παρουσία των γάλλων ποιητών και ο ρόλος τους, αισθητή έγινε επίσης και η προώθηση της στιχουργικής κρίσης: ο Καρυωτάκης σημαδεύει κι εδώ την απαραίτητη και λογική μετάβαση από τη μετρική αριστοτεχνία των τελευταίων παραδοσιακών ποιητών στον ελεύθερο στίχο».

 

(Mario Vitti, 1994, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
Αθήνα, Οδυσσέας, νέα έκδοση, ανατύπωση, σελ. 357-358)

 

Το συναισθηματικό υπόβαθρο της καρυωτακικής ποίησης

«Δύο τελικά είναι οι όψεις του έργου του Καρυωτάκη, κι από την άποψη της ουσίας κι από την άποψη της μορφής: η ρομαντική κι η ρεαλιστική, οι ελεγείες και οι σάτιρες, η ροπή προς το αφηρημένο και η εισβολή του πραγματικού στον αφηρημένο κόσμο του. Ανάμεσα, ωστόσο, στις δύο τούτες όψεις στέκει η συναισθηματική του βάση, η βαθιά του αισθαντικότητα, μόνιμα ταραγμένη και διακυμαινόμενη. Αυτή γεφυρώνει την απόσταση από τον ρομαντισμό ως το ρεαλισμό του, και δέχεται τον αντίχτυπο απ' τον αδιάκοπο ψυχικό του κλυδωνισμό και τις αντιφάσεις του. Η συναισθηματική βάση αντιπροσωπεύει ό,τι συμπαγέστερο και στερεότερο διαθέτει: το ίδιο το εγώ του και την προσωπική του στάση απέναντι στον κόσμο, και μέσα απ' το συναισθηματικό υπόβαθρο βγαίνει και το ιδεολογικό του περιεχόμενο, η έκφραση δηλαδή της απελπισίας του διαφοροποιημένη σε στάση ζωής. Τούτο αποτελεί ένα απ' τα κυριότερα μυστικά της διάρκειας του ποιητή κι ένα απ' τα πιο σίγουρα κλειδιά για τη διείσδυση στα βαθύτερα στρώματά του. Γιατί το συναισθηματικό υπόβαθρο του Καρυωτάκη γίνεται κι ο φορέας του κλίματος της εποχής, και μέσα απ' τη συναισθηματική του βάση και τις αντιδράσεις της αδιαλλαξίας του εκφράζει τον καιρό του αντιπροσωπευτικά, για να καταλήξει σε γενικότερη κραυγή διαμαρτυρίας, όχι μόνο για τη στιγμή εκείνη. Χάρη στην τιμιότητα του αισθήματος και στην εκφραστική του οξύτητα, διατηρεί μιαν αμεσότητα, που κάνει την περίπτωσή του και μέσα στην ποίηση γεγονός ζωής. Δεν μένει λόγος χωρίς αντίκρισμα, ούτε προφταίνει να πέσει στη φιλολογία. [...]

Τα πεζά, μαζί με τα τρία τελευταία του ποιήματα, είναι η πιο ακραία στιγμή του Καρυωτάκη, η τελευταία φορά που "ακούει την εσωτερική του φωνή", έχοντας συνειδητοποιήσει τις τερατώδεις δυνατότητες του κοινωνικού μηχανισμού και των "όρων του παιγνιδιού" κι έχοντας ολότελα αποκλειστεί».

 

(Κ. Στεργιόπουλος, 1980, «Κ.Γ. Καρυωτάκης», στο Η ελληνική ποίηση. Η ανανεωμένη παράδοση,
Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 316-319)

 

Η «Κάθαρσι» του Κ. Καρυωτάκη

«Το τελευταίο πεζό που καθαρόγραψε ο Καρυωτάκης είναι η πασίγνωστη πλέον Κάθαρσις [...]. Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο ενικού, δεν θα μπορούσε να είναι σελίδα από το ημερολόγιο του γονατισμένου Καλού Υπαλλήλου. [...] Η ευανάγνωστη αυτοβιογραφική σύνδεση της Καθάρσεως με τον αντάρτη συνδικαλιστή Καρυωτάκη, ελέγχεται πλήρως από τον συγγραφέα. Το αυτό, δυστυχώς, δεν ισχύει για τους περισσότερους αναγνώστες του, οι οποίοι, ασύνειδα, υπονομεύουν την πρόθεση του Καρυωτάκη για αναγωγή της ατομικής του υπαλληλικής εμπειρίας σε καθολικότερο χώρο και χρόνο. Όχι, βέβαια, στην αιωνιότητα, μα σε μια διαιωνιζόμενη παρακρατική επικαιρότητα.

Με την ευκαιρία, δεν κρίνω περιττό να παρατηρήσουμε πως και σε τούτο το κείμενο, η δομική αντίθεση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, με παραπομπή σε ένα προσδοκώμενο μέλλον, παρουσιάζεται τώρα με ιδιαίτερα δραματική μεταβολή σκηνογραφίας. Τούτο, άλλωστε, είναι που τελικώς απαλλάσσει την Κάθαρσι από κάθε υποψία προσωπικής αντιδικίας ή —ακόμη χειρότερα— πρωτοβάθμιας "στρατευμένης" λογοτεχνίας».

 

(Γ.Π. Σαββίδης, 1989, «Στον πεζόδρομο του Καρυωτάκη», Στα χνάρια του Καρυωτάκη,
Αθήνα, Νεφέλη, σελ. 129)

 

Η διπλή όψη της καρυωτακικής ποίησης

« "Κοινωνικός ποιητής ο Καρυωτάκης και συγχρόνως ποιητής της εσωτερικής περιπέτειας, ένωσε τις άκρες των δύο τάσεων προκαλώντας την τρομερή ηλεκτρική κένωση στο σώμα της λογοτεχνίας μας". Με την εξαιρετικά εύστοχη αυτή παρατήρηση του Βύρωνα Λεοντάρη, που ορίζει και ερμηνεύει ταυτόχρονα τη δυναμική της ποίησης του Καρυωτάκη, φωτίζεται παράλληλα και η διπλή όψη της δεκαετίας του '20: ο μποντλερισμός της "φυγής απ' την πραγματικότητα" και το ευαγγέλιο της κοινωνικής επανάστασης. Ο Καρυωτάκης, χωρίς να αφεθεί ολοκληρωτικά σε καμιά από τις δύο, κατάφερε να τις εκφράσει σε ένα ενιαίο ποιητικό σύμπαν».

 

(Χριστίνα Ντουνιά, 2000, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης,
Αθήνα, Καστανιώτης, σελ. 34-35)

 

3. Τα κείμενα

α. [Είμαστε κάτι...]

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να επισημανθεί η στιχουργική μορφή του σονέτου (που είναι παραδοσιακά λυρικό είδος) και να αναζητηθεί η εκφραστική ιδιαιτερότητα του Καρυωτάκη, κυρίως στην επιλογή των συνηθισμένων, καθημερινών, «πεζών» λέξεων.

• Να παρατηρηθεί το αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης χαρακτηριστικών στοιχείων του αστικού χώρου στην εικονοποιία του ποιήματος.

• Να σχολιαστεί η αντίληψη του ποιητικού υποκειμένου για το θέμα της ποιητικής δημιουργίας και να ενταχτεί στο κλίμα της εποχής του.

 

β. Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να προσεχτεί η αναφορά στα λαμπρά ονόματα της δυτικής ποίησης. Ο ποιητής, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, ως ποιητής, αναφέρει σαν παράδειγμα τους δοξασμένους, κορυφαίους της τέχνης, για να δηλώσει αμέσως μετά την προγραμματική του αντίθεση: ο ίδιος θα επιλέξει για θέμα του έργου του τους άδοξους ποιητές, έχοντας και το φόβο μήπως εντέλει ενταχτεί σε αυτούς.

• Με βάση τη μορφή του ποιήματος (το μέτρο και την ομοιοκαταληξία) και έχοντας υπόψη ότι αποτελεί μια μπαλάντα, ένα πολύ αυστηρό μετρικά είδος, να διερευνηθεί κατά πόσο η μπαλάντα του Καρυωτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί «πενιχρή».

• Να συζητηθεί η ψυχική διάθεση που διακρίνεται στο ποίημα (ο Καρυωτάκης ήταν μόνο 25 ετών και είχε κυκλοφορήσει μόνο μία ποιητική συλλογή ως τότε).

 

γ. Κάθαρσις

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να ληφθεί υπόψη το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου και να συζητηθεί κατά πόσο το κείμενο εξαντλείται στην αυτοβιογραφική διάθεση ή αποκτά γενικότερη ισχύ.

• Να αναζητηθούν στο κείμενο ενδείξεις «πολιτικού» λόγου και να ερμηνευτούν με βάση το χρόνο γραφής του.

• Να εντοπιστεί και να σχολιαστεί η βασική αντίθεση πάνω στην οποία δομείται το κείμενο.

• Να γίνει προσπάθεια για ανάγνωση του κειμένου ως σύγχρονου. Να βρεθούν σημεία ομοιότητας ή διαφοράς με τις σημερινές αντίστοιχες καταστάσεις.

• Να παρατηρηθεί πώς διαμορφώνεται η ειρωνεία (γλωσσικά στοιχεία, περιγραφή κ.λπ.).

 

Συμπληρωματική δραστηριότητα

• Να ακουστούν μελοποιημένα ποιήματα του Κ.Γ. Καρυωτάκη

 

Παράλληλα κείμενα

Το άγχος για το ρόλο της ποιητικής δημιουργίας που εκφράζεται στην Μπαλάντα εμφανίζεται και στο παρακάτω ποίημα του Τριστάν Κορμπιέρ (1845-1875), το οποίο μετέφρασε ο Καρυωτάκης. Προσέξτε, εδώ απορρίπτεται ολόκληρη η ποιητική δημιουργία!

 

Τριστάν Κορμπιέρ,

Μικρός που πέθανε στ' αστεία

 

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

Χόρτα στον άνεμο τα μαλλιά σου.

Φωσφορισμούς θ' αφήνουν τα βαθιά σου

άδεια μάτια, φωλιές των ερπετών.

Κρίνοι, μυοσωτίδες, άνθη των

τάφων, θα γίνουνε μειδίαμά σου.

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

Δοξάρια σιωπηλά τα κόκαλά σου.

Τον βαρύ πια μην κάνεις. Των ποιητών

τα φέρετρα παιχνιδάκια, στοχάσου,

είναι κι αθύρματα νεκροθαπτών.

Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!

 

(Καρυωτάκης Κ.Γ., 1972, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης,
Αθήνα, Εκδόσεις Ερμής, σελ. 135)

 

Ως κείμενο παράλληλο με τα εξεταζόμενα, μπορεί να λειτουργήσει και το ποίημα του Γ. Σεφέρη Ο τόπος μας που παρατίθεται στο κεφάλαιο «Γ. Ρίτσος», παρακάτω. Είναι εύκολο να βρεθούν ομοιότητες ανάμεσα σε αυτό και στα ποιήματα του Καρυωτάκη, τουλάχιστον ως προς τη διάθεση του ποιητή και την αίσθηση του αδιεξόδου του.

Τέλος, ένα απόσπασμα από το ποίημα Ποιητές του Γιάννη Ρίτσου (που είναι αφιερωμένο στον Κώστα Καρυωτάκη), θα δώσει την ευκαιρία να γίνει αντιληπτή η ακτινοβολία της καρυωτακικής ποίησης, αλλά και να φανεί η ιδεολογική αντίδραση στην κατήφειά της.

 

Ω, δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές

είμαστ' εμείς με κυματίζουσα την κόμη

— έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών— και χτυπητές

μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη

 

μια ευαισθησία μας συνοδεύει υστερική,

που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,

μακριά ένα σύννεφο μαβί.

Χιμαιρική τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο.

 

Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,

όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε

το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί

η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.

 

Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς

γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας

σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς

το θρήνο δέχεται του ανούσιου έρωτά μας.

 

Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά

χιλιοειπωμένα αισθήματά μας. εξηγούμε

το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλιά».

την ασχολία μας τόσ' ωραία δικαιολογούμε.

 

Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς,

και τυλιγόμαστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.

Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής

σ' έναν — με δίχως χασμωδίες— μουσικό στίχο.

 

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,

κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία

— ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν τους

αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.

 

(Καρυωτάκης Κ.Γ., 1972, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης,
Αθήνα, Εκδόσεις Ερμής, σελ. λα')

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Καρυωτάκης Κ.Γ., 1972, Ποιήματα και πεζά, Επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ερμής (βασικά κείμενα κριτικής για τον Καρυωτάκη).

Ντουνιά Χ., 2000, Κ,Γ.Καρυωτάκης, Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης, Αθήνα, Καστανιώτης. (Στο ίδιο βιβλίο, έχουν συγκεντρωθεί κείμενα σχετικά με τον Καρυωτάκη και τον καρυωτακισμό. Επίσης, παρατίθεται πλούσια βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη.)

Από την πρόσφατη βιβλιογραφία αναφέρουμε ακόμη, επιλεκτικά:

Βαγενάς Νάσος, 2005, Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, Αθήνα, Ίνδικτος.

Μπενάτσης Απόστολος (2004), «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ...», Κώστας Καρνωτάκης. Από τα πρώτα ως τα τελευταία ποιήματα, Αθήνα, Μεταίχμιο.

Φρυδάκη Ε., 2003, Η Θεωρία της Λογοτεχνίας στην Πράξη της Διδασκαλίας, Αθήνα, Κριτική.

 

Αφιέρωμα

Περ. Διαβάζω, τ. 157, Κ.Γ. Καρυωτάκης, 1986.

 

pano

 


 

Τον Σεπτέμβριο του 1886, ο Γάλλος ποιητής Jean Μοréas (πρόκειται για τον ελληνικής καταγωγής Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο), δημοσιεύει το μανιφέστο του συμβολισμού στην παρισινή εφημερίδα Le Figaro. Αυτή είναι η επίσημη εμφάνιση μιας νέας λογοτεχνικής σχολής, που θα κυριαρχήσει στη γαλλική ποίηση ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, ο συμβολισμός καλλιέργησε κυρίως την ποίηση, ενώ επηρέασε πολύ λιγότερο την πεζογραφία και το θέατρο. Από τις άλλες μορφές τέχνης, τον συμβολισμό υιοθέτησαν ως ένα βαθμό η μουσική (Claude Debussy) και η ζωγραφική (Gustave Moreau). Τέλος, ο συμβολισμός συνδέεται με τη φιλοσοφία του υποσυνείδητου του Γάλλου φιλοσόφου Henri Bergson, καθώς και με τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους.

Η ονομασία «συμβολισμός» προέρχεται από τη συχνή και ιδιόμορφη χρήση των συμβόλων, στην οποία πιστεύουν ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι του κινήματος. Ωστόσο, δε θα πρέπει να συγχέουμε την ευρύτερη έννοια του συμβόλου και του συμβολισμού με το συγκεκριμένο κίνημα: σύμβολα και συμβολισμοί κάθε είδους υπάρχουν χιλιάδες στην καθημερινή μας ζωή, όπως και στην ποίηση όλων των εποχών (π.χ. η σημαία είναι ένα σύμβολο, το περιστέρι συμβολίζει την ειρήνη). Οι συμβολιστές ποιητές και η συμβολιστική ποίηση είναι κάτι πιο ειδικό και πιο συγκεκριμένο.

Οι δύο πιο σημαντικές προδρομικές μορφές του συμβολισμού είναι ο Γάλλος Charles Baudelaire και ο Αμερικανός Edgar Allan Poe. Στη Γαλλία, ο συμβολισμός συνδέθηκε αρκετά στενά με τους λεγόμενους «ποιητές της παρακμής» (decadents), όπως τον Arthur Rimbaud, τον Paul Verlain και το Stephan Mallarmé, ενώ αργότερα σπουδαίοι συμβολιστές ποιητές υπήρξαν ο Paul Claudel και ο Paul Valéry. Εξάλλου, εκτός Γαλλίας, ο συμβολισμός επηρέασε πολλούς ποιητές, μεταξύ των οποίων:

- τους Rainer Maria Rilke και Stefan George στον γερμανόφωνο χώρο

- τους W. Β. Yeats, Τ. Ε. Hulme, Ezra Pound και Τ. S. Eliot στον αγγλόφωνο χώρο

- το Federico Garcia Lorca στην Ισπανία.

Ο συμβολισμός εμφανίζεται ως διπλή αντίδραση τόσο στον ρομαντικό στόμφο και τη ρητορεία όσο και στην παρνασσική απάθεια, αντικειμενικότητα και ακαμψία στον στίχο. Επιπλέον, διαφοροποιείται και από τον ρεαλισμό και, κυρίως, από τον νατουραλισμό, που αρέσκεται στη λεπτομερή περιγραφή του πραγματικού κόσμου και έχει κοινωνικούς στόχους.

Για τον συμβολιστή ποιητή, η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα, για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κτλ.· ή, μ' άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου.

Με βάση αυτή τη γενική αρχή, τα χαρακτηριστικά της συμβολιστικής ποίησης μπορούν να καθοριστούν ως εξής:

- η προσπάθεια απόδοσης των ψυχικών καταστάσεων με τρόπο έμμεσο και συμβολικό, δηλαδή μέσα από τη χρήση των συμβόλων· αυτή η προσπάθεια οδηγεί σε μια υπαινικτική και υποβλητική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μιαν αφθονία εικόνων και μεταφορών (όλα αυτά τα στοιχεία μαζί κάνουν ασφαλώς το ποίημα πιο δυσνόητο)

- η αποφυγή της σαφήνειας και η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς και θολού, που συνυπάρχει με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας και ονειροπόλησης

- η έντονη πνευματικότητα, ο ιδεαλισμός και, σε πολλές περιπτώσεις, ο μυστικισμός

- η προσπάθεια να ταυτιστεί η ποίηση με τη μουσική, που εκδηλώνεται με την έντονη μουσικότητα και τον υποβλητικό χαρακτήρα του στίχου (απευθύνεται ταυτόχρονα στην ακοή και στο συναίσθημα)

- οι πολλές τεχνικές, μορφολογικές και εκφραστικές καινοτομίες: χαλαρή ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος ή ελεύθερος στίχος, πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ιδιόρρυθμη σύνταξη, νέο λεξιλόγιο κτλ.

- ο περιορισμός του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος στο ελάχιστο: η ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό και ηθικο-διδακτικό στοιχείο, καθώς και από ρητορισμούς ή θέματα του δημόσιου βίου· γίνεται αυτό που θα έπρεπε πάντοτε να είναι, δηλαδή καθαρή ποίηση (poésie pure), γεμάτη μαγεία και γοητεία.

Με λίγα λόγια, ο συμβολισμός φέρνει μια επανάσταση στην ποίηση, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή: το ποίημα δεν έχει πλέον ως στόχο τη μίμηση της φύσης, του εξωτερικού κόσμου ή της πραγματικότητας αλλά τη δημιουργία ενός άλλου, διαφορετικού, ποιητικού κόσμου· εξάλλου, ως προς τα μορφολογικά ή τα δομικά χαρακτηριστικά, οδηγούμαστε μακριά από κάθε περιορισμό, προς τη διάλυση του ποιήματος.

Γενικότερα, ο συμβολισμός φέρνει μια νέα άποψη για την ποίηση: τα ποιήματα δε χρησιμεύουν πλέον για να πούμε κάτι για τον κόσμο γύρω μας αλλά γίνονται ένας αυτόνομος κλάδος, ένας κόσμος ξεχωριστός, που διαφέρει από καθετί άλλο και υπάρχει πρώτα για τον εαυτό του. Η άποψη που έχουμε σήμερα για την τέχνη δε διαφέρει και πολύ από αυτήν.

Τέλος, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι καινοτομίες του συμβολισμού λειτούργησαν ως πρώτο βήμα για να ξεφύγουμε από την παραδοσιακή και να πορευθούμε προς τη νεοτερική ποίηση. Ακόμη και το γεγονός ότι με τον συμβολισμό το ποίημα αρχίζει να γίνεται δυσπρόσιτο ή και ακατανόητο, ακόμη και αυτό μας φέρνει πιο κοντά στον μοντερνισμό, που ως βασικό του χαρακτηριστικό έχει ακριβώς αυτή την ερμητικότητα, αυτή τη δυσκολία στην προσέγγιση.

Ο συμβολισμός δεν γνώρισε την εξάπλωση του ρομαντισμού αλλά έχοντας ως αφετηρία τη Γαλλία, επηρέασε την ποίηση σε αρκετές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το νέο ρεύμα κάνει την εμφάνιση του στη νεοελληνική λογοτεχνία στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, λίγο μετά τον παρνασσισμό. Ο ελληνικός συμβολισμός έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του γαλλικού, αν και μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ποιητές οικειοποιούνται κυρίως δύο από τις βασικές αρχές του γαλλικού κινήματος:

α) τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα της ποίησης, που στρέφει νου και αισθήματα προς την υψηλότερη σφαίρα των ιδεών

β) την αίσθηση του ποιητή (ενδεχομένως και του αναγνώστη) ότι, όταν κάποιος μπορέσει να φτάσει σ' αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως έναν ταπεινό τόπο μελαγχολίας και απελπισίας.

Όπως στη γαλλική έτσι και στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο συμβολισμός έρχεται να απαλλάξει οριστικά την ποίηση από τη φλυαρία και τη μεγαλοστομία του ρομαντισμού αλλά και από την απάθεια του παρνασσισμού. Η ποίηση περνά πλέον σε μια όλο και πιο γνήσια έκφραση του συναισθήματος. Ωστόσο, οι Έλληνες ποιητές υιοθετούν λίγες από τις εκφραστικές καινοτομίες των Γάλλων.

Οι αυθεντικοί συμβολιστές στη χώρα μας είναι ελάχιστοι και αξίζει ίσως να αναφέρουμε τους Γιάννη Καμπύση, Σπήλιο Πασαγιάννη και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Ο τελευταίος είναι και ο μόνος που προσπάθησε να εφαρμόσει τον συμβολισμό στην πεζογραφία, στο μυθιστόρημά του Το φθινόπωρο (1917).

Πέρα όμως από τους παραπάνω, συμβολιστικά στοιχεία ή επιρροές μπορούμε να εντοπίσουμε σε πολλούς ακόμη ποιητές, όχι μόνο στις αρχές του αιώνα μας αλλά και αργότερα· χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους Λορέντζο Μαβίλη, Ιωάννη Γρυπάρη, Λάμπρο Πορφύρα, Κωστή Παλαμά, Κ. Π. Καβάφη, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Απόστολο Μελαχροινό κ.ά. Εξάλλου, γύρω στα 1920, κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένοι ποιητές βαθύτατα επηρεασμένοι απ' τον γαλλικό συμβολισμό, τους οποίους συνήθως κατατάσσουμε στη λεγόμενη ομάδα του νεοσυμβολισμού. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της ομάδας είναι οι Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου, Μαρία Πολυδούρη, Κώστας Γ. Καρυωτάκης, καθώς και ορισμένοι άλλοι ελάσσονες ποιητές.

Όλοι αυτοί, κυρίως στο διάστημα της δεκαετίας 1920-1930, γίνονται συντελεστές ορισμένων ουσιαστικών αλλαγών στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης, την οποία ανανεώνουν και θεματικά και μορφικά. Πιο συγκεκριμένα:

- απομακρύνονται και αποδεσμεύονται από την παλαμική μεγαλοστομία και από τον ποιητικό ρητορισμό

- εισάγουν τον χαμηλόφωνο και ιδιαίτερα μουσικό τόνο στην ποίησή τους και γίνονται εκφραστές κυρίως τραυματικών συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων.

Οι ποιητές αυτοί, επειδή ακριβώς έχουν επηρεαστεί έντονα από το κλίμα και την ατμόσφαιρα του γαλλικού συμβολισμού, είναι οπαδοί του χαμηλού και ήπιου λυρισμού, που εκφράζει κυρίως τους εσωτερικούς ψυχικούς κυματισμούς του μεμονωμένου και μοναχικού ατόμου. Ο ποιητικός, δηλαδή, νεοσυμβολισμός, ως ποιητική πράξη, εκφράζει το άτομο το τραυματισμένο από τη γύρω σκληρή πραγματικότητα, που όμως αποσύρθηκε στον εαυτό του και αναζητά τη λύτρωση στη φυγή προς το παρελθόν και στη νοσταλγία για ό,τι έχει περάσει και χαθεί οριστικά. Απ' αυτό το κλίμα της νεο-ρομαντικής και ουτοπικής νοσταλγίας ξεφεύγει κάπως μόνον ο Καρυωτάκης, ο οποίος δε γράφει ποίηση ερήμην της ιστορίας και της τραυματικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Σε αντίθεση με τους άλλους νεοσυμβολιστές, γίνεται εκφραστής αυτής της πραγματικότητας που τη σατιρίζει και τη σαρκάζει. Γι' αυτό και είναι ο κορυφαίος ποιητής του νεοσυμβολισμού.

 

pano

 


Κ. Γ. Καρυωτάκης
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα, απαγγελία από τη Μένη Ιορδανίδου απαγγελία
Για τη ζωή και το έργο του: Ανεμόσκαλα (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα) Κ.Γ. Καρυωτάκης. Για τη ζωή και το έργο του [πηγή: Ανεμόσκαλα (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Κ.Γ. Καρυωτάκης: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)] Κ.Γ. Καρυωτάκης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Συμφραστικός πίνακας λέξεων για το ποιητικό έργο του Κ.Γ. Καρυωτάκη. Ψηφίδες
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. ΠΟΘΕΓ
Εποχές και Συγγραφείς. Κώστας Γ. Καρυωτάκης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Εποχές και Συγγραφείς. Κώστας Γ. Καρυωτάκης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info stixoi

Βιογραφικό δεσμός, desmos


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;

Το ποιητικό υποκείμενο είναι...

 

Σε ποιον απευθύνεται;

Απευθύνεται...

 

Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό

Τα ρήματα βρίσκονται...

 

Ποιος είναι ο χώρος;

Ο χώρος του ποιήματος είναι...

 

Ποιος είναι ο χρόνος;

Ο χρόνος του ποιήματος είναι...

 

Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;

Οι εικόνες του ποιήματος είναι...

 

Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)

Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...

 

Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)

Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...

 

Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;

Ο ποιητής....

 

Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)

Το ποίημα είναι γραμμένο σε...

 

Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)

Η ομοιοκαταληξία είναι....

 

Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;

Τα συναισθήματα...

 

pano