Νεότερη Λογοτεχνία, Νεότερη ποίηση250
Οδυσσέας Ελύτης, [Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...]
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ανήκει στην ποιητική συλλογή Ήλιος ο Πρώτος. Πρέπει να προσέξετε ότι, ενώ στην Τρελή ροδιά μιλάει ο ίδιος ο ποιητής, εδώ χρησιμοποιεί το α' πληθυντικό πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μετατόπιση από το προσωπικό εγώ στo συλλογικό εμείς. Η σύνθεση του ποιήματος δεν στερείται από λογική αλληλουχία. Εκείνο που απαιτείται, για να το κατανοήσετε, είναι να επισημάνετε ορισμένες μεταφορικές εκφράσεις και να συλλάβετε το τελικό του μήνυμα.
Προμετωπίδα του Γιάννη Tσαρούχη για τη συλλογή «Ήλιος ο πρώτος» που κυκλοφόρησε το 1989 από τις εκδόσεις Ίκαρος
[Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...]
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες |
||
5 | Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε και κοιταχτήκαμε βαθειά μέσα στα μάτια Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθεια μας Ήτανε πιο λευκή Απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας |
|
10 | Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές251 Πως δεν θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε Το βράδυ ανάψαμε φωτιά Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω: |
|
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα | ||
15 | Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας |
|
λέγε μας τη ζωή. | ||
Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης, το γνωρίζουμε |
||
20 | Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό, τόχουμε νιώσει Εμείς τη λέμε τη ζωή, πηγαίνουμε μπροστά Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε |
|
Είμαστε από καλή γενιά. |
Υπερρεαλισμός [Ελληνικός Πολιτισμός]
Εργασία για το σπίτι
Δείτε στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Οδυσσέας Ελύτης (Οδυσσέας Αλεπουδέλης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στη συνοικία Εφτά Μπαλτάδες, στις 2 Νοεμβρίου 1911, από γονείς που κατάγονταν από τη Λέσβο. Το 1914 η εύπορη οικογένεια Αλεπουδέλη μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Οδυσσέας τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Η ενασχόλησή του με τα γράμματα χρονολογείται από το 1924, όταν ο 12χρονος Οδυσσέας άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό του Γρ. Ξενόπουλου Η Διάπλασις των Παίδων. Αποφοιτώντας από το γυμνάσιο είχε ήδη ανακαλύψει τον Πωλ Ελυάρ και είχε κάνει τις πρώτες του ποιητικές προσπάθειες. Στη Νομική Σχολή έρχεται σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες και μεταφράζει από τα γαλλικά άρθρα του Λ. Τρότσκι για φοιτητική εφημερίδα. Ως εκπρόσωπος των φοιτητών, παρακολουθεί τα «Συμπόσια του Σαββάτου» που οργανώνει η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα» (οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Τσάτσος, Παν. Κανελλόπουλος, Ι. Θεοδωρακόπουλος και Ι. Συκουτρής). Το 1934 γράφει τα «Πρώτα ποιήματα», τα οποία θα δημοσιεύσει αργότερα στους Προσανατολισμούς, και τον Νοέμβριο του 1936, με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης πρωτοδημοσιεύει έργα του στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Στο ίδιο περιοδικό, δημοσιεύει τον επόμενο χρόνο μεταφράσεις ποιημάτων του Πωλ Ελυάρ και δικά του ποιήματα, από αυτά που θα εκδοθούν στη συλλογή Προσανατολισμοί τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1939, ποιήματα με ελεύθερο στίχο και υπερρεαλιστική διάθεση. Η υποδοχή της κριτικής είναι θετική και ποιήματά του μεταφράζονται, ήδη το 1940, από τον Samuel Baud Bovy στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs.
Στον πόλεμο του 1940, στρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και αρρωσταίνει στο Μέτωπο από τύφο. Εν τω μεταξύ, το 1941, ο ποιητής Γ. Σεφέρης δίνει διάλεξη στους μαθητές του Γυμνασίου της Αλεξάνδρειας Αιγύπτου με θέμα την ποίηση του Ελύτη. Μετά την ανάρρωσή του εργάζεται εντατικά και το 1943 εκδίδει τη συλλογή Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα. Το διάστημα 1948-1951 ταξιδεύει στην Ευρώπη (Ελβετία, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία) και γνωρίζεται με καλλιτέχνες και ανθρώπους των γραμμάτων (Π. Πικάσο, Α. Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Π.Ζ. Ζουβ, Ανρί Ματίς κ.ά.).
Το 1958 δημοσιεύονται στα περιοδικά Επιθεώρηση Τέχνης και Διαγώνιος, αντίστοιχα, αποσπάσματα από τα έργα του Άξιον Εστί και Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, τα οποία αυτόνομα εκδίδονται το 1960. Για το έργο του του απονέμεται, τον ίδιο χρόνο, το Α' Κρατικό Βραβείο ποίησης. Το 1963, μετά από ταξίδια του ποιητή στις ΗΠΑ (1961) και την ΕΣΣΔ (1962), τυπώνεται το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Άλβανίας, το οποίο, λίγο αργότερα (1966), μελοποιείται από το συνθέτη Νότη Μαυρουδή. Εν τω μεταξύ (1964), ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί το έργο Μικρές Κυκλάδες, που γράφτηκε ειδικά για να αποτελέσει στίχους τραγουδιών, και παρουσιάζει το Άξιον Εστί ως ορατόριο. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών το 1967, ο Ελύτης έζησε για δύο χρόνια στο Παρίσι (1969-1971). Στην Ελλάδα ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε την ίδια εποχή (1969) το έργο Ήλιος ο Πρώτος. Επιστρέφοντας στην Αθήνα με την κυκλοφορία πολλών νέων έργων του και μεταφράσεων, με τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του και τις μελέτες για το έργο του, ο ποιητής απέκτησε κεντρικό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας.
Το 1979 η Σουηδική Ακαδημία τον τίμησε με το Βραβείο Νόμπελ «Για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία». Τη διάκριση αυτή τη συνόδευσε μεγάλη, παγκόσμια δημοσιότητα και μεταφράσεις του έργου του. Το έτος της βράβευσής του κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άκμων το βιβλίο Οδυσσέας Ελύτης. Εκλογή 1935-1977 με κείμενα επιλεγμένα από τον ποιητή και οχτώ εικονιστικές συνθέσεις του. Το δημιουργικό έργο του συνεχίστηκε σχεδόν ως τον θάνατό του, στις 18 Μαρτίου 1996.
Τα έργα του Οδυσσέα Ελύτη, εκτός από τα πρώτα του βιβλία και την ανθολόγηση με τίτλο Εκλογή 1935-1977, που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι:
Ποιήματα: Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971), Τα ρω του έρωτα, (1972) Το μονόγραμμα (1972), Τα ετεροθαλή (1974), Μαρία Νεφέλη (1978), Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982), Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984), Ο μικρός ναυτίλος (1985), Τα ελεγεία της Οξώπετρας (1991), Δυτικά της λύπης (1995), Ποίηση (2002, συγκεντρωμένο το ποιητικό έργο με επιμέλεια του Γιάννη Χάρη). Πεζά: Ανοιχτά χαρτιά (1974), Εν λευκώ (1922), 2x7 ε (1996). Μεταφράσεις: Ζαν Ζιρωντού, Νεράιδα (1973), Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ο κύκλος με την κιμωλία στον Καύκασο (1973), Δεύτερη γραφή (Lautreamont, P. Eluard, P.J. Jouve, G. Ungaretti, F. Garcia Lorka, V. Maiakovski) (1976), Σαπφώ, Ανασύνθεση και απόδοση (1984), Ιωάννης, Η αποκάλυψη, Μεταφορά στα νέα ελληνικά (1985), Κριναγόρας, Μεταφορά στα νέα ελληνικά (1987).
2. Η κριτική για το έργο του
Η εικονοποιητική τέχνη του Οδ. Ελύτη
«Το ίδιο συμβαίνει κι όταν θεωρώ την ποίηση, που είναι κι αυτή μια τέχνη εικόνων και που σήμερα, μάλιστα, τείνει σαφέστατα να περιοριστεί στα πλαίσια και στα στοιχεία του λόγου που χρειάζονται για να πλαστεί και να διατυπωθεί μια εικόνα. Γι' αυτό μακρολόγησα κάπως γύρω από τον συρρεαλισμό, γιατί νομίζω πως μονάχα έτσι θα μπορούσα να δείξω την αισθητική καταγωγή της τέχνης του Ελύτη και να εξηγήσω ασφαλέστερα τα χαρακτη-ριστικά των ποιητικών του αρετών. Πραγματικά, το συρρεαλιστικό όραμα, τα θαμπωτικά κείμενα ποιητών σαν τον Ελυάρ, τον Μπρετόν και άλλους, και προπαντός η αυτόματη γραφή, του δώσανε τρόπο να χρησιμοποιήσει μια ελαστικότατη προσωπική τεχνική που επέτρεψε στη φαντασία του να λειτουργήσει σε όλη της την πληρότητα και τη ρυθμική πολλαπλότητα.
Εικονοπλαστική φαντασία και πλούσιο αίσθημα ρυθμού είναι τα ουσιωδέστερα προτερήματα του Ελύτη. Το πλήθος των εικόνων και των ρυθμικών τόνων που συμπλέκονται σε ποιήματα σαν τον "Διόνυσο" και τις "Κλεψύδρες του Αγνώστου", δεν είναι παρά θαύματα φαντασίας ελεύθερης και μεθυσμένης από τους ρυθμούς της ίδιας της γονιμότητας. Σε παλαιότερη μελέτη μου για το Μυθιστόρημα του Σεφέρη —τη συλλογή αυτή των δύσκολων στην απλότητά τους εικόνων — , προσπάθησα να δείξω την κυρίαρχη αισθητική θέση που έδωσε ο ποιητής αυτός στην εικόνα, καθώς και τον ειδικό τρόπο που την πλάθει και την αναπτύσσει σε ποίημα. Την ίδια κυρίαρχη θέση της δίνει και ο Ελύτης, με τη διαφορά πως διαθέτοντας μια φαντασία λιγότερο συμβολική και περισσότερο καρπερή σε άμεσες παραστάσεις και απεικονίσεις χρησιμοποιεί την εικόνα και την τοποθετεί μέσα στο ποίημα με ξεχωριστό τρόπο. Ενώ συνηθέστατα ο Σεφέρης στηρίζει ολόκληρο το ποίημά του στο συμβολικό συνταίριασμα των χαρακτηριστικών λεπτομερειών μιας μονάχα ολοκληρωμένης, πολύπλοκης και με αρχιτεκτονική αίσθηση ξετυλιγμένης εικόνας, ο Ελύτης εμπιστεύεται την ακεραιότητα των ποιημάτων του στην ταχυδακτυλουργική ισορροπία πλήθους αυτόνομων και βραχύλογων εικόνων.
Διαθέτει μια εξαιρετική ποικιλία φραστικών τρόπων στη συντακτική διατύπωση των εικόνων, ώστε να μην είναι ποτέ μονότονος και μονόπλευρος. Στα ποιήματά του δεν προφταίνουμε να παρακολουθούμε εικόνες όμοιες μεταξύ τους και όμως διαφορετικές, εικόνες παρεμφερείς, εικόνες που διασταυρώνονται, εικόνες που παρατάσσονται, εικόνες αντίθετες, εικόνες επεξηγηματικές άλλων, εικόνες επαναληπτικές, εικόνες, τέλος, ρομαντικές, συμβολικές, αλληγορικές, κλασικές ή και απλά περιγραφικές. [...] Από την άποψη αυτή, ο Ελύτης συνεχίζει με νέο τρόπο την παράδοση των μεγαλοφάνταστων ποιητών μας, του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού, δίχως ακόμα να φτάνει τον πνευματικό δυναμισμό, την άμεση ψυχική περιεκτικότητα και προ παντός την ανυπέρβλητη λεκτική και συντακτική άρθρωση των εικόνων τους».
(Αν. Καραντώνης, 1980, «Ο πρώτος Ελύτης», Για τον Οδυσσέα Ελύτη,
Αθήνα, Παπαδήμας, σελ. 37-38)
Οδ. Ελύτης: Ο Έλληνας Βαλερύ
«Κι άξαφνα, στα 1935, από τις σελίδες του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, παρουσιάστηκε ένας ποιητής άλλος, νιόκοπος, άμοιαστος με οτιδήποτε πριν ελληνικό, ο Οδυσσέας Ελύτης. Και με τα πρώτα του ποιήματα, έφερε στην ποίησή μας εκείνο που θα ζήλευε κανείς στο Βαλερύ: το μεσογειακό-ελληνικό τοπίο σε μιαν απέραντη συναρμολόγηση εικόνων, όχι απλώς συμβόλων μιας νέας ποιητικής αντίληψης, όχι απλώς φορέων ατομικών, υποκειμενικών συναισθημάτων —κατάλοιπα του ρομαντισμού—, αλλά εικόνων-πραγματικοτήτων που εξασκούσαν τότε και εξασκούν ακόμη μια ισχυρότατη ποιητική έλξη, μια μαγεία ανεπανάληπτη. Μια μαγεία απλωμένη σ' όλον το φυσικό ελληνικό χώρο. Για να νιώθουμε την αληθινή ζωή στα νησιά, στις ακρογιαλιές, στον αέρα, στη θάλασσα την ελληνική, δεν είχαμε πια ανάγκη τον Βαλερύ. Μια νέα ελληνική γλώσσα, δροσερή, παρθενική, ανάερη, μιλούσε ρυθμικά και μαγικά για ένα σωρό πράγματα δικά μας , που τα είχαμε ξεχάσει επειδή χρόνια ολόκληρα τα είχε λησμονήσει και η ποίηση. Και, προπαντός, μιλούσε για ολόκληρη τη ζωή σα χαρά αιώνια εφηβική, σαν υπέρτατη αξία, μας έδινε και τη ζωή αυτή σα θαυμαστή λυρική πραγματικότητα, αλλά και μαζί σαν ένα μήνυμα υπαρξιακό, σαν ανάβρυσμα μέσα από την ύπαρξη, όχι σαν πρόγραμμα πολιτικής φιλοσοφίας».
(Αν. Καραντώνης, «Η ποίηση του Ελύτη», ό.π., σελ. 72-73)
Η αυστηρή αρχιτεκτονική του Άξιον Εστί
«Όσοι είχαν μάθει να αγαπούν και να θαυμάζουν τον Ελύτη στη σειρά εκείνη των ποιημάτων του, που φαίνεται να αναβρύζουν μονομιάς από ένα λυρικότατο υποσυνείδητο και μια λαμπρή ζωγραφική φαντασία, θα ξαφνιαστούν βλέποντας εδώ, στο Άξιον Εστί, έναν ποιητή αντίθετο. Έναν ποιητή που κάνει μια ποίηση προγραμματισμένη, μια ποίηση ολοκληρωτικά κατευθυνόμενη προς ένα τελικό σκοπό και υπολογισμένη με το διαβήτη, θα λέγαμε, σε κάθε της λεπτομέρεια. Είναι μια ποίηση που αυτή τη φορά έχει την αυστηρή τεχνική της μελετημένη κι αυτή με καιρό και με κόπο, μια τεχνική όπου στα σκληρά της σχεδόν πλαίσια υποτάσσεται τώρα τελείως η φαντασία, το αίσθημα, η ιδέα του ποιητή.
Έπειτα απ' αυτό το θεμελιώδες γνώρισμα του Άξιον Εστί, ακολουθεί ένα άλλο: η ιδέα, το περιεχόμενο του ποιήματος. Η ιδέα είναι μια νέα μορφή μαχόμενου για την ελευθερία του Ελληνισμού, αντλημένη από τα γεγονότα του 1940 και επέκεινα. [...]
Με το σημαντικό αυτό ποιητικό δείγμα του Ελύτη, η μοντέρνα ποίηση δένεται και τυπικά πλέον με την κλασική μας ποιητική παράδοση, που μας έδωσε έργα υψηλού εθνικού ιδεολογισμού και προφητισμού μαζί, όπως οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού και Η Φλογέρα του Βασιλιά κι ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Παλαμά».
(Αν. Καραντώνης, «Γύρω από το Άξιον Εστί», ό.π., σελ. 164-165)
Η στίξη, η οικοδόμηση και η γλώσσα του Άξιον Εστί
«Πρόλαβα κιόλας να πω ότι το Άξιον Εστί, όπως εξάλλου κι άλλα έργα της νεότερης ποίησής μας, παρουσιάζει θέμα σωστής ανάγνωσης. Και πρώτα πρώτα από την άποψη της στίξης. Ένα προσεκτικό διάβασμα του έργου μας δείχνει ότι ο Ελύτης δεν ακολουθεί παντού το ίδιο σύστημα στίξης: αλλού, όπως στον πρώτο ύμνο της Γένεσης, περιορίζεται μόνο στην κάτω τελεία, που διαρθρώνει όμως μεγάλες ποιητικές ενότητες κι όχι συντακτικές περιόδους (εδώ πρέπει ο φιλόλογος να διακρίνει και να εντοπίσει το τέλος της κάθε συντακτικής περιόδου). Αλλού, όπως λ.χ. στον ΙΕ' ψαλμό από τα Πάθη, κόμματα, άνω τελείες, θαυμαστικά και λοιπά σημεία μας βοηθούν άμεσα να παρακολουθήσουμε τη συντακτική διάρθρωση του λόγου (εδώ ο προσεκτικός αναγνώστης πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα αν η ταλάντευση αυτή του ποιητή ανάμεσα στην άστικτη ροή του λόγου και στην ορθόδοξα εστιγμένη αποτελεί συμπτωματική ασυνέπεια ή μήπως βρίσκεται σε ανταπόκριση κάθε φορά με το ειδικό περιεχόμενο του έργου). Και για να επιμείνουμε λίγο ακόμη στο θέμα της στίξης, επισημαίνουμε ότι το κεφαλαίο αρχικό γράμμα εκτελεί πολλαπλό ρόλο μέσα στο Άξιον Εστί: Κατά βάση, ορίζει την αρχή της ποιητικής περιόδου, όταν μάλιστα δεν υπάρχει προηγουμένως κάτω τελεία, βοηθώντας μας έτσι πολύ στη σωστή ανάγνωση. Αλλού όμως μας εξαναγκάζει να σταματήσουμε εκεί που συντακτικά ο λόγος θα μας πήγαινε να συνεχίσουμε δίχως καμιά διακοπή, όπως λ.χ. στον πρώτο στίχο του έργου: "Στην αρχή το φως Και η ώρα η πρώτη". Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό συμβαίνει κυρίως με το σύνδεσμο ΚΑΙ [...]. Αν πρέπει πρόχειρα να σημασιολογήσουμε την ιδιομορφία αυτή, θα έλεγα ότι ο ποιητής συναρμολογεί, βέβαια, συνεκτικά τις προτάσεις του (συμπλεκτικός σύνδεσμος ΚΑΙ), επισημαίνει όμως ταυτόχρονα και την ποιητική τους αυτοτέλεια, υψώνοντας λίγο πιο πάνω από τη μέση επιφάνεια τον αρμό, έτσι ώστε να είναι ταυτόχρονα πέρασμα και σταμάτημα.
[...] Το Άξιον Εστί είναι —για να χρησιμοποιήσω μια γεωμετρική εικόνα— στερεομετρικά οικοδομημένο. Τα επίπεδα που το συνθέτουν ορίζουν: α) το χώρο του υποκειμένου (του Ελύτη ως ποιητή και της ποιητικής του μοίρας) β) τον χώρο της ιστορίας (του ελληνισμού και της δραματικής του επιβίωσης) και γ) τον χώρο της μεταφυσικής (του μετεωρισμού, δηλαδή, του ανθρώπου ανάμεσα ουρανού και γης). Οι ακμές αυτής της πυραμίδας είναι: ο ποιητής νικά τους πολεμίους του χάρη στην ταύτισή του με τον ελληνικό χώρο και την ιστορία του. ο ελληνισμός σώζεται και δικαιώνεται χάρη στην αρετή και την ικανότητά του να γονιμοποιεί και να γονιμοποιείται από το κοσμικό πνεύμα. και το αιέν του σύμπαντος κερδίζει την ανθρώπινη σημασία του από τη στιγμή που δέχεται να υπάρχει και να προσπελάζεται από τους ανθρώπους με την υπέρβαση κι όχι με την κατάργηση του νυν. Αυτό σημαίνει ότι το τόξο του χρόνου μέσα στο έργο πρέπει να έχει —και έχει— μια τέτοια ελαστικότητα που η στιγμή να χωρά μέσα στην ιστορία και η ιστορία μέσα στη στιγμή. Μια τέτοιου είδους κίνηση από το μηδέν σχεδόν στο άπειρον, πραγματοποιούν τα θέματα του έργου, αλλά προπαντός η γλώσσα του, που λειτουργεί διαχρονικά, διαγράφοντας ένα τόξο που η μια του άκρη βρίσκεται στον Όμηρο ("Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου"), η μέση του στο Βυζάντιο ("Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι"), κι η άλλη του άκρη καλύπτει το νεοελληνικό παρόν ("Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα λόγια του Ύμνου"). Ένα πλέγμα από αναζωογονημένες λέξεις τεσσάρων χιλιετιών υποβαστάζει το Άξιον Εστί, κι αυτό δεν γίνεται με δάνεια από παλαιότερες φάσεις της ελληνικής λαλιάς, αλλά με μετασχηματισμούς ή καλύτερα με μεταμοσχεύσεις του παλιού γλωσσικού υλικού πάνω στο δέντρο της σύγχρονης ποίησης. Από την άποψη αυτή, η γλωσσική τεχνοτροπία του Ελύτη ξεπερνά το σύστημα της παράθεσης μέσα στο ποίημα στίχων από παλαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που εγκαινίασε ο Πάουντ και συνέχισε ο Έλιοτ και, σε μας εδώ, ο Σεφέρης. [...] Τέλος, μια έρευνα της ποιητικής εικόνας του Ελύτη γενικότερα θα φανέρωνε, νομίζω, την ιδιοτυπία της και τη λειτουργία της: παντού ο χαρακτήρας της είναι παραστατικός, οπτικός, σχεδόν απτός, ποτέ αποκλειστικά και κυρίαρχα μουσικός. Η αναπαράστασή της μέσα μας γίνεται αυτόματα, αστραπιαία. Τα ποιητικά κρυσταλλώματα του Άξιον Εστί — και τα πιο τολμηρά— ψαύονται, έχουν όγκο, πλαστική υπόσταση, δεν είναι ήχοι, είναι οράματα με σαφή περιγράμματα. Δίνω μερικά παραδείγματα: "η αορτή του νερού", "το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου", "το φυλλόδεντρο που εφημερεύει", "η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ' το πέλαγος''.
[... ] Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό θα ήθελα να σταματήσουμε και σε ορισμένες συντακτικές ιδιορρυθμίες του έργου. Συγκεκριμένα: α) Χρησιμοποιείται η άναρθρη μετοχή του ενεστώτα σε -οντας ως αναφορική, όπως λ.χ. στο στίχο "ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος". β) Η ίδια χρήση της μετοχής αυτής με άρθρο, στο στίχο: "τα λουλούδια [...] τα κομπάζοντας έφιππα μέσ' στους λειμώνες". γ) Επανέρχεται η μετοχή του ενεργητικού αορίστου με άρθρο στην επιθετική της χρήση, όπως λ.χ. στον στίχο "ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας"».
(Δ. Ν. Μαρωνίτης, «Πρώτα φιλολογικά προλεγόμενα στο Άξιον Εστί»,
πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Εποχές, τεύχος 29, Σεπτέμβριος 1965, σελ. 13-19.
Ανθολογείται στο Mario Vitti (επιμέλεια), 1999, Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Ηράκλειο, ΠΕΚ, σελ. 183-200 passim)
Επιλεκτικά διακείμενα στο Άξιον Εστί
«Θεματική ιδέα στη σύνθεση του ογδόου άσματος των Παθών είναι ο Ωκεανός του Α. Κάλβου:
Γη των Θεών φροντίδα
Ελλάς ηρώων μητέρα
φίλη γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε
νύκτα αιώνων
κ.λπ. [... ]
ΜΟΡΦΗ
Το όγδοο άσμα είναι επακριβώς συνθεμένο επάνω στο γνωστό εγκώμιον: "Αι γενεαί πάσαι". Εάν χωρίσωμε τον πρώτο στίχο σε τρία μέρη, σύμφωνα με το άσμα, έχουμε την εξής μορφή: "Αι γενεαί πάσαι/ ύμνον τη ταφή σου/προσφέρουσι Χριστέ μου"».
(Τάσος Λιγνάδης, 71976, Το Άξιον Εστί του Ελύτη, σ. 183, Αθήνα)
Η πρωτεϊκή χαρά στην α' περίοδο του Οδ. Ελύτη
«Ο Ελύτης, σχεδόν έφηβος ακόμη τότε, μοιάζει να ξυπνά μέσα στον ουρανό. Με στίχους ασυνήθιστης καθαρότητας, παρθενικούς, όπου σωρεύεται η καθαρή ποιότητα της ελληνικής φύσης, γίνεται, αντίθετα από τον Σεφέρη στο σημείο τούτο, ο ευδαίμων κήρυξ της χαράς. Η ζωική και φωτεινή κραυγή του φαίνεται να φτάνει από τα βάθη ενός ανέπαφου κόσμου καθαρής ύλης που διακηρύσσει την αυτάρκειά του, που μοιάζει να μη λογαριάζει, ή να παραμερίζει συνειδητά, αυτό που λέγεται ανθρώπινος πόνος, ακόμη κι ανθρώπινη ψυχή. Ωστόσο, μέσα σ' αυτόν τον κόσμο, που μπορούσε να εκληφθεί και σαν απάνθρωπος κάπως, υπήρχανε ζωντανά τα σημάδια που δείχνανε πως ήθελε να είναι μια δωρεά χαράς και καλωσύνης προς τη ζωή, ένας ενεργός ήλιος ενάντια στη συννεφιά της. Ήθελε να ήταν η "Τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου". Από κει και πέρα, σταματούσε η συμμετοχή του στον κόσμο μας. Τόσο ήταν το ποσοστό της ευθύνης του που αναγνώριζε απέναντι στη ζωή και η δαπάνη του γι' αυτήν. Η ποίηση τούτη, συγκεντρωμένη αργότερα σε δυο τόμους, κάτω από τους τίτλους Προσανατολισμοί και Ήλιος ο πρώτος, φαινόταν και ήταν κάτι άσχετο και ξεχωριστό από την ποίηση εκείνης της εποχής. Όχι μόνο δεν ακολουθούσε καθόλου τη νοσηρή της διάθεση, όχι μόνο δεν ενστερνιζόταν τους τρόπους τους, αλλά κι αυτή η χαρά της, έμοιαζε καμωμένη από τα υλικά της προψυχικής ηλικίας μας, ήταν μια χαρά πριν από τη συνείδηση, πολύ παλιότερη από την ομηρική χαρά, κυριολεχτικά πρωτεϊκή».
(Π. Θασίτης, «Οδυσσέας Ελύτης. Η συνείδηση του ελληνικού μύθου», Mario Vitti, ό.π., σελ. 149)
«Η τρελή ροδιά» στο κέντρο του κόσμου
«Το ποίημα "Η τρελή ροδιά" είναι, θαρρώ, χαρακτηριστικό. Ο εκστασιακός-εφηβικός έρωτας υψώνει τη ροδιά στο κέντρο του κόσμου. Αυτή υπάρχει, αυτή είναι η καρδιά του Σύμπαντος, και κείνο το σώμα της καμωμένο από την περιφερειακή ακτινοβολία της και υμνείται a pleine haleine, εξογκώνεται μ' άλλα λόγια από το αίσθημα του ποιητή».
(Γ. Θέμελης, 21978, Η νεότερη ποίησή μας,
Θεσσαλονίκη: Κωνσταντινίδης, σελ. 58)
Η ιδανική και ιδεατή Μαρίνα των Βράχων
«Ο ποιητής, στην προσπάθειά του να γεμίσει ένα υποθετικό κενό μέσα του με ουσιαστικά έργα, οφείλει να βασίζεται σε κάποιο όραμα που είτε του έχει δοθεί είτε το έχει επινοήσει: η ποιητική δηλαδή δημιουργία πρέπει να στηρίζεται σε κάποιο Μύθο. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει κατ' ανάγκην προηγουμένως να βιώσει το αντίστροφό του. Έτσι, ο Ελύτης, σε αντίθεση με τον Σωκράτη που δεν αποδίδει σημασία στη διαρκή παρουσία του Κακού, θρηνεί επανειλημμένα στα ποιήματά του για τη σκοτεινή, τη διεστραμμένη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, που όταν κυριαρχεί εκτρέπει τον άνθρωπο, ακόμα κι εν γνώσει του πολλές φορές, από το Ορθό. [...] Ο Ελύτης, μολονότι χρησιμοποιεί τις έννοιες "δικαιοσύνη", "αλήθεια", "λόγος", θεωρεί ότι συναποτελούν ένα άλλο ιδεατό σχήμα που το ονομάζει "Μαρίνα". Για πρώτη φορά μίλησε γι' αυτήν εκτεταμένα στη νεανική, ωραία "Μαρίνα των Βράχων". Αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά το ποίημα, θα παρατηρήσουμε ότι η παρουσία της διαφαίνεται μόνο μέσα από υπαινιγμούς. Ο πρώτος κιόλας στίχος μάς προειδοποιεί ότι δεν πρόκειται απλά και μόνο για ένα όμορφο κορίτσι: τα χείλη της έχουν μια γεύση τρικυμίας. Ο κόσμος της δεν είναι διόλου το ευχάριστο Αιγαίο που απολαμβάνουμε στα καλοκαιρινά μας ταξίδια. Είναι ο κόσμος αναλλοίωτος, αυστηρός, αιώνιος, βαθιά ωραίος. Παραθέτουμε τους τέσσερεις πρώτους στίχους του ποιήματος:
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη —Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους Γύμνωσε την
επιθυμία σου ως το κόκαλο [...].
Προσεγγίζουμε τη Μαρίνα με δέος και περίσκεψη, μια και ο κόσμος της είναι σκληρός, γυμνός, ανεμοδαρμένος, φτιαγμένος από οστά και πέτρα. Ο ποιητής στη συνέχεια θυμάται, προτού φτάσει την ακμή της θεϊκότητάς της:
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθειούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών [...].
Το κοκκινόχωμα υπονοεί τον πηλό από τον οποίο πλάστηκε ο άνθρωπος, ενώ οι κυαμώνες είναι ένας απόμακρος υπαινιγμός της ταραχής που συνεπάγεται ο ερωτικός πόθος. Ο ποιητής στη συνέχεια την καλεί να χαρεί τις θεϊκές της ευεργετικές ιδιότητες:
Σου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Εξυμνώντας αυτές τις ιδιότητες την παροτρύνει αφενός να χαίρεται "την αυγή των πραγμάτων", την αιώνια δηλαδή νεότητα, την έλλειψη ωριμότητας, αυτό το δώρο της αθωότητας και της αγνότητας, και αφετέρου να σταλάξει κάτι από το πνεύμα της στις βαθύτερες ποιητικές συλλήψεις σαν μια ηρωίδα ιάμβου. (Ο ίαμβος επινοήθηκε σύμφωνα με την παράδοση από τον αρχαιότερο των Ιώνων ποιητών, τον Αρχίλοχο, που πρώτος εκφράστηκε στο πρώτο ενικό πρόσωπο και που ο Ελύτης εκτιμά ιδιαίτερα για τη νεανική δροσιά που τον διακρίνει. Επίσης, είναι ο συγγραφέας του πρώτου ελληνικού ερωτικού ποιήματος: "ει γαρ ως εμοί γένοιτο χείρα Νεοβούλης θιγείν".
Το όνομα Μαρίνα προέρχεται από το λατινικό mare, που σημαίνει ως γνωστόν θάλασσα, ή το marinus που σημαίνει θαλασσινός. Ανάλογα στοιχεία με αυτά της "Μαρίνας των Βράχων" βρίσκουμε και στο εξαιρετικά ευαίσθητο και τρυφερό ποίημα του Φωτόδενδρου "Μικρή Πράσινη Θάλασσα". [... ]
Στο έργο του Ελύτη ο ήλιος αποτελεί το κυρίαρχο σύμβολο της Ιδέας η οποία, αν και υπάρχει, λάμπει τόσο εκτυφλωτικά ώστε αδυνατούμε να την αντικρίσουμε μέσ' απ' το μουντό σελάγισμα του πλατωνικού Σπηλαίου. Ο Ήλιος είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο εραστής της Μαρίνας: Ήλιος και Θάλασσα, Κούρος και Κόρη [...]. Ιδέα όμως είναι και η Μαρίνα. Είναι το αιώνιο Παρόν που καταργεί κάθε ελπίδα για το μέλλον και κάθε θλίψη για το παρελθόν, αφού το επικείμενο είναι γι' αυτόν ενυπάρχον. Γι' αυτό και την παροτρύνει: "Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκκαλο άλλο καλοκαίρι". Δεν είναι για να λογαριάζεις "γαλανή ως το κόκκαλο", μ' άλλα λόγια, το γίγνεσθαι μετατρέπεται σε είναι, κάτι που ισοδυναμεί με είσοδο στην αιωνιότητα ή στον Παράδεισο για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο οικείο στον Ελύτη.
Συγχρόνως όμως, ο ποιητής αγωνιά μην τη χάσει, μήπως η κόρη μεταβληθεί ανεξήγητα σε στοιχείο δαιμονικό ή μήπως απλά και μόνο φύγει σε άλλες θάλασσες αδιαφορώντας εντελώς για τη λυρική έκφραση της ερωτικής του λατρείας. [...]
Ο Ελύτης είναι σαφής, το αίνιγμα δεν το λύνει, μόνο το αποχαιρετά. Η λύση, αν και δυνατή, είναι ένα τόλμημα επικίνδυνο».
(J. Carson, «Μαρίνα» (μτφρ. Στρ. Πασχάλης), 1986,
Χάρτης 21-23, Αθήνα, σελ. 437-456 passim)
Ο Υπερρεαλισμός του Ελύτη
«Όπως έχω πει αλλού, αυτό που πραγματικά πρόσφερε ο Ελύτης με τις δύο συλλογές που δημοσίευσε στα τέλη της δεκαετίας του '30 και στις αρχές της δεκαετίας του '40, ήταν ένας Υπερρεαλισμός εξαιρετικά προσωπικού τόνου και συγκεκριμένης τοπικής εγκατοίκησης που δεν είχαν μεγάλη σχέση με γαλλικές πηγές. Ο τόνος ήταν δοξαστικός, λατρευτικός, εκστατικός. το περιβάλλον, που συχνότατα εμφανιζόταν ως το αντικείμενο της έκστασής του, ήταν το συγκεκριμένο τοπίο που πρόσφερε η γενέθλια γη».
(Έντ. Κήλυ, 1987, Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, μτφρ. Σπ. Τσακνιάς,
Αθήνα, σελ. 196-197)
Γενική αποτίμηση του έργου του Οδ. Ελύτη
«Τι εκόμισε ο Ελύτης στην τέχνη και διά της τέχνης;
Στην τέχνη της ποιήσεως ανέδειξε τη λέξη και τις "φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας", την παρήχηση, τις αναφλέξεις εικόνων και ήχων, τις αιφνιδιαστικές υποστροφές, τις αντιστροφές του ευνόητου. Κατέδειξε ότι η καινοφανής, προσωπική ποιητική φόρμα δύναται να είναι ευδόκιμη. Μολονότι σύγχρονος, εις πείσμα της νεοτερικότητάς του, επανέφερε το υψηλό φρόνημα του ρομαντισμού — τον λυρισμό που δεν ορρωδεί και δεν ντρέπεται. Με την ποίησή του άσκησε δριμεία κριτική του αγοραίου ήθους των νεότερων κοινωνιών, έδειξε τη δυνατότητα μιας άλλης σχέσης με τα πράγματα, απέδωσε στην αθωότητα τα δικαιώματά της, διόρθωσε την ανάγνωση της φύσης, πρότεινε μια διαφορετική εκδοχή του έρωτα, αναδιατύπωσε τους βασικούς, ελάχιστους όρους της ανθρώπινης ζωής, βέβαιος ότι η Ιστορία μπορεί να γραφτεί από την αρχή. Τέλος, με το ύστερο έργο του, αναδεικνύεται ως ο ποιητής που επιδίωξε επίμονα να λύσει με ποιητικά μέσα το πρόβλημα της, καθώς λέει ο ίδιος, "επανάκτησης του σώματος μείον την εύτρωτη πλευρά του" ή, όπως η γραπτή και άγραφη παράδοση αιώνων το χαρακτηρίζει, της αθανασίας της ψυχής».
(Άρης Μπερλής, 2001, Κριτικά Δοκίμια,
Αθήνα, Ύψιλον, σελ. 28)
3. Τα κείμενα
α. Η τρελή ροδιά
Διδακτικές επισημάνσεις
• Να παρατηρηθεί ότι η τρελή ροδιά που παρακολουθούν ο ποιητής και οι άλλοι στους οποίους αυτός απευθύνεται (ο αναγνώστης, δηλαδή) δρα «τώρα». Δημιουργεί το θέαμα καθώς το ποίημα εξελίσσεται σε ένα «άχρονο», συνεχές και επαναλαμβανόμενο παρόν.
• Να προσεχτεί ότι το περιβάλλον παρουσιάζεται με ελάχιστα στοιχεία, που όμως είναι τα χαρακτηριστικά ελληνικού τοπίου.
• Να αντιστοιχηθεί το κέφι και η χαρά της εικόνας-τρελής ροδιάς με την ψυχική διάθεση που διαμορφώνουν στον ποιητή και στον αναγνώστη.
• Να επισημανθεί η στιχουργική μορφή του ποιήματος, ο γλωσσικόςπλούτος, η ελευθερία των μεταφορών, η έλλειψη στίξης και να διερευνηθεί η συνεισφορά τους στο ποιητικό αποτέλεσμα.
β. [Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα...]
• Να παρατηρηθεί ο γραμματικός χρόνος των ρημάτων για να διαπιστωθεί ότι η αφήγηση σε παρελθοντικούς χρόνους καταλήγει σε ένα τελικό συμπέρασμα που εκφράζεται με ενεστώτα, σε μια κατάσταση παρόντος, αλλά και διάρκειας.
• Να προσεχτούν τα «γεγονότα» που παρουσιάζονται: οι σχέσεις των ανθρώπων και οι πράξεις τους διαμορφώνουν ένα σύστημα αξιών.
• Να επισημανθεί η έκφραση «καλή γενιά» και να σχολιαστεί η σημασία της στο ποίημα.
γ. Η Μαρίνα των βράχων
• Να προσεχτεί η τεχνική του ποιήματος: με ελεύθερους συνειρμούς διαμορφώνεται, τελικά, μια «ιστορία».
• Να επισημανθεί ο πλούτος των μεταφορών, οι επαναλήψεις και, κυρίως, τα σουρεαλιστικά στοιχεία και οι συνειρμοί στο ποίημα.
• Να συζητηθεί το τέλος του ποιήματος: Ο χρόνος και η νιότη ακινητοποιούνται, περνούν στη μνήμη.
δ. Το Άξιον Εστί
• Να προσεχτεί ο ρυθμός του ανθολογούμενου αποσπάσματος και να συζητηθεί η σχέση του με τα εγκώμια και το αισθητικό αποτέλεσμα που δημιουργείται.
• Να επισημανθούν οι εικόνες που επιλέγει ο ποιητής για να παρουσιάσει την Κατοχή και να γίνει λόγος για την παρουσία ή απουσία ρεαλισμού στη σύνθεσή τους.
• Να συζητηθεί ο ρόλος του ποιητικού υποκειμένου. Τι αποτέλεσμα έχει η επιλογή ενός πρωτοπρόσωπου, «προφητικού» λόγου;
• Να ερευνηθεί κατά πόσο είναι αναγνωρίσιμο το ελληνικό περιβάλλον στο απόσπασμα και να συζητηθεί αν το ποίημα θα μπορούσε να αποδίδει οποιαδήποτε Κατοχή.
ε. Ο ύπνος των γενναίων
• Να παρατηρηθεί ότι ο ποιητής αντικρίζει μια εικόνα θανάτου και οι συλλογισμοί του ξεκινούν από αυτή. Το ποίημα νοείται σαν επιτάφιος θρήνος ή ύμνος. Η λέξη «ύπνος», εξάλλου, παραπέμπει στα κείμενα της χριστιανικής λατρείας, στις κοιμήσεις των αγίων.
• Να προσεχτεί ο τρόπος που ο θάνατος του πρώτου μέρους μετατρέπεται σταδιακά σε ύπνο και μετά σε αθανασία (και στη γνώση της αλήθειας, που είναι γνώρισμα των αθανάτων).
• Να σχολιαστεί η αναίρεση του τέλους: όσο κι αν ο γενναίος θάνατος είναι αθανασία, η νοσταλγία των νεκρών τονίζει την αξία της ζωής στη γη.
• Να εντοπιστούν οι επιθετικοί προσδιορισμοί και τα κατηγορούμενα με τα οποία ο ποιητής χτίζει την εικόνα ενός σύγχρονου κόσμου.
Συμπληρωματικές δραστηριότητες
• Πολλά έργα του Ελύτη έχουν μελοποιηθεί. Οι μαθητές και οι μαθήτριες θα ήταν σκόπιμο να ακούσουν για μία τουλάχιστον ώρα μερικές από τις μελοποιήσεις, για παράδειγμα: Μίκης Θεοδωράκης: Άξιον Εστί, Οι Μικρές Κυκλάδες, Γ. Μαρκόπουλος: Ήλιος ο Πρώτος, Νότης Μαυρουδής: Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
• Έχοντας υπόψη και το απόσπασμα από τα Ανοιχτά Χαρτιά που παρατίθεται παραπάνω, να συζητηθεί αν ο Ελύτης εξέφρασε, τελικά, στην ποίησή του τις σκέψεις του για το ρόλο της τέχνης και του δημιουργού.
Παράλληλα κείμενα
Καθώς η ανθολόγηση του Ελύτη είναι αρκετά εκτεταμένη, το καθένα ποίημα μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο κείμενο για τα άλλα και καλό είναι να διαβαστούν όλα. Πέρα από αυτό, όμως, το ποίημα του Ιταλού Dino Gampana (1882-1932) Dona Genovere (μτφρ. Στρατής Πασχάλης) περιγράφει μια αντίστοιχη Μαρίνα των Βράχων. Παρατηρήστε τα κοινά στοιχεία στην περιγραφή και τη διάθεση του ποιητικού υποκειμένου για να διαπιστώσετε πόσο η ποίηση της εποχής κινείται σε ίδιες κατευθύνσεις και πόσο επηρεάζεται ο ποιητής από τους ομοτέχνους του:
Φορούσες ένα κλωναράκι θαλασσόχορτο
Στα μαλλιά σου, κι οσμή ανέμου
που ήρθε από μακριά φτάνοντας με πάθος
γέμιζε το μπρούτζινο σώμα σου:
— Ω! Θεϊκή
Απλότητα της λυγερής μορφής σου —
Ούτε έρωτας ούτε σπασμός, ξωτικό,
Σκιά της ανάγκης που πλανάται
Γαλήνια και αμετάβλητη μέσ' απ' την ψυχή
Σπάζοντας την από χαρά, σε γαλήνιο μαγικό άσμα
Για να την ταξιδέψει μακριά ο Σιρόκος
Μέσ' απ' τ' άπειρο.
Πόσο μικρός είν' ο κόσμος κι ανάλαφρος στα χέρια σου!
(Παρατίθεται στο άρθρο του Jeffrey Carson «Μαρίνα», ό.π, σελ. 444)
Ή, ακόμη, το ποίημα του Πωλ Ελυάρ:
Να κοιμάσαι
Να κοιμάσαι
Με τον ήλιο στο ένα μάτι και με το φεγγάρι στο άλλο
Μ' έναν έρωτα στο στόμα κι ένα ωραίο πουλί μεσ' στα
Μαλλιά
Στολισμένη σαν τους κάμπους, σαν τα δάση, σαν τη θάλασσα
Στολισμένη και πεντάμορφη σαν το γύρο του κόσμου.
Να φεύγεις και να χάνεσαι
Μεσ' απ' τους κλώνους των καπνών και τους καρπούς του
Ανέμου
Πόδια πέτρινα με κάλτσες άμμου
Γερά πιασμένη από του ποταμού τους μυώνες
Και μιαν έγνοια, τη στερνή, στην καινούργια σου όψη επάνω.
(μτφρ. Οδ. Ελύτης. Παρατίθεται στο βιβλίο Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, ΟΕΔΒ, σελ. 148)
• Παράλληλο κείμενο για το ποίημα Στα χτήματα... θα μπορούσε ακόμη να είναι το απόσπασμα από τα Ανοιχτά Χαρτιά που παρατέθηκε παραπάνω για να διερευνηθεί η σχέση του ποιητικού υποκειμένου-ποιητή με τον τόπο και την ιστορία του.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Vitti Mario (επιμ.), 1999, Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. (Αποτελεί μια πολύ χρήσιμη συλλογή σημαντικών κριτικών κειμένων και περιέχει αξιολογημένη βιβλιογραφία για τον ποιητή.)
Αναφέρουμε, ωστόσο, μια απολύτως σύντομη επιλογή:
Δήμου Ν., 1992, Δοκίμια 1: Οδυσσέας Ελύτης, Αθήνα, Νεφέλη.
Καραντώνης Αν., 1980, Για τον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα, Παπαδήμας.
Λιγνάδης Τ., 1976, Το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, Αθήνα.
Μαρωνίτης Δ., 1980, Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα, Κέδρος.
Μπερλής Ά., 1992, 5 (+2) δοκίμια για τον Ελύτη, Αθήνα, Ύψιλον.
Φράιερ Κ., 1990, Άξιον εστί το τίμημα: Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, μτφρ. Νάσος Βαγενάς, Αθήνα, Κέδρος.
Αφιερώματα
Περ. Πόρφυρας, τ. 115, «Αφιέρωμα: Κάλβος, Σικελιανός, Σεφέρης, Ελύτης, Εμπειρίκος», Κέρκυρα 2005.
Περ. Λέξη, τεύχος 190, Οκτ.-Δεκ. 2006.
Περ. Οδός Πανός, τεύχος 137, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007.
Περ. Νέα Παιδεία, τεύχος 117, 2006, σελ. 43-57, το άρθρο: Φρυδάκη Ε., «Σύγχρονοι προσανατολισμοί της διδακτικής και νέοι διδακτικοί δρόμοι για το μάθημα της Λογοτεχνίας».
Οδυσσέας Ελύτης
στο βιβλίο «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας»
Βικιπαίδεια
Εποχές και Συγγραφείς. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα. Οδυσσέας Ελύτης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
«Το Άξιον εστί» [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
Ιστοσελίδα: Καρβουνίδη Σαράντη / Πασιόπουλου Γεώργιου
Ανεπίσημος Ιστότοπος Του Οδυσσέα Ελύτη
Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Βιογραφία, Βιβλιογραφία, Εργογραφία, Κριτικά Κείμενα, Πολιτιστικός Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;
Το ποιητικό υποκείμενο είναι...
Σε ποιον απευθύνεται;
Απευθύνεται...
Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό
Τα ρήματα βρίσκονται...
Ποιος είναι ο χώρος;
Ο χώρος του ποιήματος είναι...
Ποιος είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος του ποιήματος είναι...
Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;
Οι εικόνες του ποιήματος είναι...
Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)
Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...
Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)
Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...
Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;
Ο ποιητής....
Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε...
Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)
Η ομοιοκαταληξία είναι....
Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;
Τα συναισθήματα...