ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Νικ. Πολίτη


 
Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Νικόλαος Πολίτης, εκδ. Β' 1925
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Οι αριθμοί στις παρενθέσεις παραπέμπουν στον αριθμό σελίδας του βιβλίου.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

 

Για εμφάνιση - απόκρυψη όλων των σχολίων πατήστε εδώ

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

 

1361

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης
κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
κλαίγουν την Αντριανόπολη την πολυκρουσεμένη,
οπού τήνε κρουσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου,
5 του Χριστουγέννου για κηρί, και του Βαγιού για βάγια,
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη. 1

 

1453

Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. 2
5 Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να βγει ο βασιλέας, 3
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα.
«Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
10 παπάδες, πάρτε τα γιερά, και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρτουνε τρία καράβια,
το ‘να να πάρει τον σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο, το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
15 μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν.»
Η Δέσποινα ταράχτηκε, κι εδάκρυσαν οι εικόνες.
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι.»
 

Ήλιε, που βγαίνεις το ταχύ, σ’ ούλον τον κόσμο δούδεις, 4
σ’ ούλον τον κόσμ' ανάτειλε, σ’ ούλην την οικουμένη,
στω Μπαρμπαρέσσω 5 τις αυλές, ήλιε, μην ανατείλεις,
κι αν ανατείλεις, ήλιε μου, να γοργοβασιλέψεις,
γιατ' έχουν σκλάβους έμορφους, πολλά παραπονιάρους,
και θα γραθού 6 οι γιαχτίδες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα.
 

Τα παλικάρια του Μοριά κι οι έμορφες της Πάτρας
ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν,
και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες!
Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, οπού είναι σκλαβωμένοι,
5 κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πώς θα ξεχωρίσουν.
Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει!
Αφήνει η μάννα το παίδι και το παιδί τη μάννα,
χωρίζει κι εν’ αντρόγυνο, μια μέρα ανταμωμένο.
 

Τρία μπαϊράκια 7 φαίνονται ποκάτω από το Σούλι.
Το ‘να ‘ναι του Μουχτάρ πασά, 8 τ’ άλλο του Σελιχτάρη, 9
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψε ναπό ψηλή ραχούλα.
5 «Πού ‘στε του Λάμπρου τα παιδιά, που ‘στε νοι Μποτσαραίοι;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει.»
— «Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
10 τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως.» 10
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι,
«Παιδιά, σταθείτε στέρεα, σταθείτε αντρειωμένα,
γιατ' έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες.»

Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τα τουφέκια. 11
15 Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας.
«Παιδιά μ', ήρθ' ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι.»
Κι όλοι έπιασαν και σπάσανε τις θήκες τω σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έλεγαν "Πασά μου, ανάθεμα σε!
20 Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες 12 κι Αρβανίτες.
Δεν είν' εδώ το Χόρμοβο, 13 δεν είν' η Λαμποβίτσα,
εδώ είν' το Σούλι το κακό, εδώ είν' το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,
25 που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι.»
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι.
«Έλα, πασά, τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι; 14
Γύρισ’ εδώ στον τόπο μας στην έρημη την Κιάφα,
εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις και σουλτάνος.»
 

(Ιανουάριος 1801)

Τ' ακούσατε τι γίνηκε στα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
τι κακό ‘παθες, καημένη!
5 Άλλη καμιά δεν το ‘βαλε το λιαχουρί φουστάνι, 15
πρώτ' η Φροσύνη το βαλε και βγήκε στο σιργιάνι
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
και στον κόσμο ξακουσμένη!
Δε σ' το ‘λεγα, Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι,
10 γιατί αν το μάθει ο Αλήπασας θε να σε φάει το φίδι; 16
Αχ, Φροσύνη μου καημένη,
τι πολύ κακό θα γένει!
«Αν είστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω,
σύρτε με στο Μουχτάρπασα, δυο λόγια να του κρίνω.»
15 Αχ, Φροσύνη μου καημένη,
τι κακό πολύ θα γένει!
«Πασά μου, 17 που είσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλιτώσεις,
μέρωσε τον Αλή πασά, και δώσε ο,τι να δώσεις».
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
20 τι κακό ‘παθες, κυρά μου!
Εις το Βεζίρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε,
και σένα μ' άλλες δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε.
Αχ, Φροσύνη πέρδικα μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
25 Να ‘ταν οι πέτρες ζάχαρη, να ρίχνανε στη λίμνη,
για να γλυκάνει το νερό για την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μες στη λίμνη ξαπλωμένη!
Φύσα, βοριά, φύσα, θρακιά, 18 για ν' αγριέψει η λίμνη,
30 να βγάλει τες αρχόντισσες και την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μες στη λίμνη ξαπλωμένη!
Φροσύν', σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου
σε κλαιν όλα τα Γιάννενα, κλαίνε την ομορφιά σου.
35 Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
 

(1804)

Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ 19 κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι. 20
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.»
— Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
— Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδελφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια.
 

(25 Δεκεμβρίου 1803)

Αχός 21 βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; 22
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
5 Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είν' εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.»
— Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψε νη Κιάφα.
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει.
10 Δαυλί στο χέρι νάρπαξε, κόρες και νύφες κράζει.
«Σκλάβες Τουρκών μη ζήσομε, παιδιά μ', μαζί μου ελάτε».
Και τα φυσέκια ανάψανε, κι όλοι φωτιά γενήκαν.
 

(1819)

 

Μαύρο πουλάκι, πόρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη,
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
5 — Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει·
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
10 παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί ‘ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί τα καίει,
15 να μην τα βρούνε οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς τον θρήνο τον πολύν, οπού βογκούν τα δάση,
και τον δαρμό που γίνεται, τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι π' αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τις πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.

 

Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα,
το ΄να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον Αϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει.
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
5 Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
10 πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν τον Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.»

Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.

Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.

 



Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο ‘γούμενος από την άγια Λαύρα.
«Παιδιά, για μεταλάβετε, για ξεμολογηθείτε·
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετινός χειμώνας.
5 Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι.»



Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα πανιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά.
Κι ακόμα θα ζητήσει τον Πατριάρχη μας,
5 οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάνες θα χτυπήσουν πάν’ στα καμπαναριά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου στα τζαμιά.
Κι όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε,
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε.
 

(24 Απριλίου 1821)

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα, 23
το να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζιτούνι, 24
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει.
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
5 Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης; 25
— Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.»
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
10 «Τον ταϊφά 26 μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια.»
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
15 στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε.»
Ψιλή βροχούλα ν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια ν έκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
20 Έμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια, 27
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει,
‘ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασίδες.
25 Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα.
«Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις
30 να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;»
Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι.
«Πάτε και σεις κι η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν' αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες, 28
35 μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.» 29
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλ μπέης 30 αφρίζει και φωνάζει.
«Χίλια πουγκιά σας δίνω ‘γω κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
40 γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι.» 31
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
«Σκυλιά κι α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
45 Ας είν' ο Οδυσσεύς καλά κι ο καπετάν Νικήτας, 32
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.»
 

(1821)

Του Λάλα με τα κρύα νερά, με τις βαριές κυράδες,
με τις τρανές αρχόντισσες, τις καλομαθημένες,
που δεν καταδεχόντανε τη γης να την πατήσουν,
πoφόρηγαν χρυσά σκουτιά 33 και κόκκινα σαλβάρια, 34
5 και τώρα πώς κατάντησαν κοπέλες στους ραγιάδες!
Φέρνουν βαρέλια με νερό και ξύλα ζαλωμένες, 35
να ‘χουν οι Έλληνες νερό, φωτιά να πυρωθούνε.
Και η μια την άλλη ελέγανε και η μια την άλλη λένε.
«Τι να 'ν' κείνα που φαίνονται, τι να 'ν' εκείνα π' ερχόνται;
10 Μηνά είν' μπαϊράκια τούρκικα, μην τα ‘στειλε ο πασάς μας;
Δεν είν' μπαϊράκια τούρκικα, δεν τα ‘στειλε ο πασάς μας,
παρά είν' μπαϊράκια κλέφτικα, κι είναι των Πλαπουταίων.»
Κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες,
κλαίει και μια χανούμισσα για τον μοναχογιό της.
 

Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια, 36
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,
κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν εμιροπούλες, 37
5 κλαίει και μια χανούμισσα τον δόλιο τον Κιαμίλη.
Αχ! που ‘σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντης
Ήσουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι, ουδέ μες στα σαράγια. 38
10 Ένας παπάς 39 σου τά ‘καψε τα γέρμα τα παλάτια.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζεις ραγιάς ραγιάδων».
 

Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι, 40
κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ' ένα χρυσό μαντήλι.
«Τι έχεις, Μπέη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;
— Σα μ' ερωτάς, Κυριάκαινα, 41 και θέλεις για να μάθεις,
5 απόψε μου 'ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι,
τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο,
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα.»
 

(Ιούλιος 1822)

Φύσα, μαΐστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι.
5 Στρώμά ‘χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι' απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε.
«Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;»
— Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά στα χέρια.»
Γράμματα πάνε κι έρχονται στων μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε τ’ αχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μανούλες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
 

Ο κούκος φέτο δε λαλεί, ούτε και θα λαλήσει
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι.
Φέτος μας ήρθεν η Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει.
Εσκλάβωσαν μικρά παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
5 Κι εσκότωσε λεβεντουριά και καπεταναραίους.
 

Στο ρημοκλήσι του Δηρού
λειτούργα ο πρωτοσύγκελος,
και τ’ άχραντα μυστήρια
έφερνε στο κεφάλι του,
5 ψάλλοντας το χερουβικό.
Μα έξαφνα κι ανέλπιστα
Τούρκοι τον περιλάβανε,
Κι έλαβε μόνον τον καιρό
και σήκωσε τα χέρια του,
10 κι είπεκε, «Παντοδύναμε,
δυνάμωσε τους Χριστιανούς,
τύφλωσε τους Αγαρηνούς
τη μέρα τη σημερινή.»
Μα οι άνδρες όλοι ελείπασι,
15 ήταν στη Βέργα τ' Αρμυρού,
όπου Τρωάδα ο πόλεμος 42
επάηνε δυο μερόνυχτα.
Μόνα τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι,
20 (γιατ' ήτο θέρος) βρέθεσαν
με τα δρεπάνια στα λουριά. 43
Καθόλου δε δειλιάσασι,
καθόλου δεν τρομάξασι,
μόν' έδωκαν την είδηση
25 στον Κωσταντίνο 44 με πεζόν.
Κι εκείνος ως πολέμαρχος
εσύναξ' όλα τα χωριά,
γράφει και στέλνει στ’ Αρμυρό, 45
κι έδραμε κατά τον Δηρό.
Βλέπει γυναίκες να χερούν 46
30 και τα δρεπάνια να κρατούν,
τους Αραπάδες να χτυπούν.
«Εύγε σας, μεταεύγε σας,
γυναίκες, άνδρες γίνετε,
35 σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,
σαν Αμαζόνες κρούετε.»
Είπε κι εβρυχουμάνισε 47
σαν το λιοντάρι στα βουνά.
Τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα.
40 Τότε τα παλικάρια του
πετάχτησαν σαν τους αϊτούς,
κι επιάστηκαν με τους εχτρούς,
χέρια με χέρια ανάκατα.
Τους εκαταποντίσασι
45 και τους εβάλασι μπροστά,
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντας και σκοτώνοντας
φτάσασι στην ακρογιαλιά,
που μέλισσα ήτον η Τουρκιά. 48
50 Τότε σ’ εκείνην τη στιγμή,
αγνάντιαζαν κι επρόφτασαν
τα παλικάρια τ' Αρμυρού,
οπού τη νίκη φέρνασι.
Πρώτος ήτο κι εμπροστινά
55 ο γιος του γέρου βασιλιά, 49
είχε στα πόδια του φτερά,
που ‘τον ο πρώτος άγωρος.
Ξεγυμνωμένο το σπαθί
εκράτει, και τα μάτια του
60 σπίκιες 50 και φλόγες βγάζασι.
«Έχετε θάρρος, είπεκε
με μια φωνή σαν τη βροντή,
μη τα φοβάστε τα σκυλιά,
ας είν' πολλοί κι αμέτρητοι.
65 Ήταν πολλοί και στ' Αρμυρό,
κι εμείς τους ενικήσαμεν,
κι όλους τους εξοφλήσαμεν.»
Πρόφτασε τότε κι ο αρχηγός, 51
πρόφτασε κι ο αρχιστράτηγος,
70 οπού ‘ναι πενταγνώστικος 52
στις μάχες, στα πολιτικά,
κι είπε στα παλικάρια του,
κι είπε σ’ όλο το στράτευμα.
Όσοι πιστοί εμπρός, παιδιά,
75 σήμερον γεννηθήκαμε,
και θα σωθούμε σήμερον.»
Ήνοιξ' η μάχη τρομερά,
κι ήτανε ξεσυνέριση 53
σ’ όλα τα Σπαρτιατόγονα 54
80 ποίοι να πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι,
τι ήσαν στην άκρη του γιαλού.
Μες στο στερνό 55 δειλιάσασι
κι επέφτασι στη θάλασσα,
85 σαν τα τυφλά τετράποδα,
γιατ' ήτο θέλημα θεού
να ‘σακουστεί η παράκληση
τ’ αγίου πρωτοσύγκελου.
 

(1830)



Στα χίλια οχτακόσια εικοσιοχτώ, μιαν Τρίτη,
(αφουγκρασθείτε να σας πω ογιά τη μαύρη Κρήτη)
σύναξη κάνου οι βασιλείς και πάνε στο Παρίσι,
να κάμουνε συνέλεψη τι να γενεί η Κρήτη.
5 Μ' απής εσυναχτήκανε κι αρχήξαν το κουσούλτο, 56
ούλοι εδιχονήσανε 57 και παίρνει την ο Τούρκος.
Αθρώπους τότ' επέψανε κι εις τσι Καλύβες βγαίνει,
να συναχτούν οι Χρισθιανοί, να δώσει το χαμπέρι.
Και σαν εσυναχτήκασι, διαβάζει τη συθήκη,
10 κι έγραφε πως εδώκανε του Μισιριού την Κρήτη.
Φωνιάζουν, κλαιν οι Χρισθιανοί· «Αφέντες κουμαντάτες,
εβγάστ' απάνω στα βουνά, να κάτσετε στσι στράτες,
να ιδείτε ούλα τα πουλιά, απού ψηλά πετούσι,
τα κόκαλα τω Χρισθιανώ στ' αντόδια 58 να βαστούσι.
15 Όσοι καταλυθήκανε στα όρη κι εις τα δάση
ποιος είν' απού θα σας τσι πει και θα τσι λογαριάσει;
Ακούσετε να σάσε πω τα πάθη τα δικά μας:
στην Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας,
και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε, 59
20 ξυπόλυτοι κι ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε.
Κι είχαμε θάρρος εις εσάς, τσοι βασιλείς τσοι Φράγκους,
κι εδά μας αδικήσετε κι αφήκετέ μας σκλάβους.
Όντε θα βγουν τα νέφαλα και να φανούν οι κρίνοι,
και να ρθ' ο φοβερός κριτής ούλους να μάσε κρίνει,
25 τα τάγματ' ούλα τ' ουρανού τριγύρου ν' ακλουθούσι,
τα πάθη τω Χρισθιανώ τ’ άδικα να γροικούσι,
να ‘ρθουνε με παράπονο κι οι Κρήτες να σταθούνε
μπροστά στο φοβερό κριτή τ' άδικά των να πούνε,
τότες ν' αποκριθήτ’ εσείς, Αγγλία και Γαλλία,
30 μπροστά στο φοβερό κριτή, δευτέρα παρουσία!
«Τώρα αποφασίσανε κι εκάμανε συθήκη,
πως να ‘ναι πάλι αραγιάς του Μισιριού η Κρήτη.»
«Φύγετε! Φύγετ', άστε μας! μα μεις θε να σκεφτούμε,
γη ούλοι θ' αποθάνομε, γη θα λευτερωθούμε.
35 Θε μου και συ, πώς το βαστάς; εις τη σκλαβιά ακόμη,
ούλοι λευτερωθήκανε, κι η Κρήτη να ναι μόνη.»
Έρχουνται πλοία φράγκικα και πάνε στη Γραμπούσα 60
και βγάνουνε τσοι Χρισθιανούς, όπου την εβαστούσα.
Και Μισιριώτες φέρνουνε κι εις τα χωριά χτυπούσι·
40 φορούνε ρούχα κόκκινα και τούμπανα βαστούσι.
Καθίζουν σε μερκά χωριά και κάνουνε κρισάδες,
και τυραννούν τσοι Χρισθιανούς, σκεντσεύγουν 61 τς αραγιάδες.



Στα χίλια οχτακόσια στα τριάντα,
στς οχτώ του Σεντεμπριού ήρθ' η γι αρμάδα.
Και βγαίνει στ' Ακρωτήρι, σιργιανίζει,
τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει,
5 τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι
και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι.
«Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες».
Κι οι Τούρκοι χαρές κάνουνε μεγάλες.
Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα
10 εγράψανε παράπονα μεγάλα.
«Όρη, βουνά, και τρύπες και λαγκάδια,
γεμάτα ‘ναι φτωχούς και παλικάρια,
τση πείνας και τση δίψας ξεραμένοι,
για να λευτερωθούνε οι καημένοι».
15 Κ οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι,
κι εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι.
Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω
εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω.

 
(1881)

Σ’ όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμο ήλιος
και στα καημένα Γιάννενα μαύρο, παχύ σκοτάδι,
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι 62
κι εβάλανε τα σύνορα στης Άρτας το ποτάμι·
5 κι αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα,
κι αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα,
κι αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα.
20 (33) 

O πλούσιος έχει τα φλωριά, έχει o φτωχός τα γλέντια.
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι τον βεζίρη,
μα 'γώ παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το 'χει καμάρι η λεβεντιά, κι ο κλέφτης περηφάνεια.
21 (33) 

Να 'μουν τον Μάη πιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης 63,
και στην καρδιά του χειμωνιού να 'μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιο καλά 'ταν να 'μουνα αρματολός και κλέφτης.
Αρματωλός μες τα βουνά, και κλέφτης, μες τους κάμπους
να 'χα τα βράχια αδέρφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να μ' εξυπνάν τ' αηδόνια,
και στην κορφή της Λιάκουρας να κάνω τον σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε.
22 (34-35) 

Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά,
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά,
πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό 64,
πάνε και για να κάψουν χώρες και νησιά.
Κάνα 65 δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο,
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά,
επήγαν και τον βρήκαν σε βαθιά σπηλιά,
οπόλιωνε τ' ασήμι κι έφτιανε κουμπιά.
«Γεια σου, χαρά σου, γέρο. — Καλώς τα παιδιά,
καλώς τα παλικάρια, τα κλεφτόπουλα.
— Σήκου να βγούμε, γέρο, κλέφτες στα βουνά.
— Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατ' εγέρασα.
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα
και πάρτε τον υγιό μου τον μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη,
ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα 66,
ξέρει και τα λημέρια, που λημέριαζα,
ξέρει τις κρύες βρύσες, πόπινα νερό,
ξέρει τα μοναστήρια, πόπαιρνα ψωμί,
και ξέρει και τις τρύπες, όπου κρυβόμουν.
Αυτού μπροστά που πάτε, στο Καλό Χωριό,
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά,
τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε,
και στον κατή σας πάνε, σας κρεμάσουνε».
Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε,
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε.
Σαν τ' άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε,
κουμπούρια ξεκρεμάει κι αρματώνεται.
Στον δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά.
«Ώρα καλή, πασά μου και Τούρκο κριτή,
να βγάλεις τα παιδιά μου απ' τη φυλακή».
23 ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΑΒΟΥ (36-37) 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
«Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά 67 κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο 68 κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, τον χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
«Ήλιε μ', δεν κρους τ' αποταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;»
24 (38) 
Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης
από την περηφάνεια του κι από τη λεβεντιά του,
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάσει,
μου 69 μένει απάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους,
εμάργωσαν 70 τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του.
Κι αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, σ' ένα ψηλό λιθάρι,
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει.
«Ήλιε, για δε βαρείς κι εδώ σ' τούτη την αποσκιούρα 71,
να λιώσουνε τα κρούσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια,
να γίνει μια άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,
να 'ρθούνε τ' άλλα τα πουλιά και τ' άλλα μου τ' αδέρφια».
25 ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ (39) 

«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης,
για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.»
— «Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους 72.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων,
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες.»

Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!»
— «Καλώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι.»
26 (40) 

Μάνα, μ' εκαταράστηκες, βαριά κατάρα μου είπες.
«Κλέφτης να βγεις, παιδάκι μου, κάμπους, βουνά να τρέχεις,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι,
και στα γλυκοχαράματα να πιάνεις το ταμπούρι 73».
Να ήσουνα πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου,
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους,
ν' αγνάντευες τον γιόκα σου μπροστά απ' τα παλικάρια.
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί στο χέρι,
κι απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος.
«Βαρείτε, παλικάρια μου, σκοτώνετε τους σκύλους,
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίσει,
τι έκαμα όρκο φοβερό, Τούρκο να μη σκλαβώσω».
27 (40-41) 

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμόνται,
κοιμόνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
είχαν και σκλάβα ν έμορφη και τους κερνάει και πίνουν.
«Κέρνα μας, σκλάβα, κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια,
και κείνονε ν οπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον,
και στο δικό μου το γυαλί ρίξε σπυρί φαρμάκι,
για ναν το πίνω βράδυ αυγή, αυγή και μεσημέρι,
να κατακάτσει ο σεβντάς 74, σεβντάς που 'χω για σένα».
28 (41) 

Καλώς ανταμωθήκαμε ν εμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια 75 μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν' ανταμωθούμε,
στον Άγιο Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφτες σύνοδο κι οι καπιταναραίοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουγλισμένα,
οπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
κι έχουν την Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Κι ο καπετάνιος τους μιλάει, κι ο καπετάνιος λέει,
«Για φάτε, πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε, να χαρούμε
τούτον τον χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιος το ξέρει,
για ζούμε, για πεθαίνουμε, για σ' άλλον κόσμο πάμε».
29 (42-43) 

Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται.
Κοιμόνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Είχαν αρνιά και ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίναν τα παλικάρια.
Κι ένας τον άλλον έλεγαν, κι ένας τον άλλον λέει.

δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;
—ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια,—
να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,
που θα περάσει ο βόιβοντας 76 με τους αλυσωμένους
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι,
να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει,
π' αυτή το 'χει μονάκριβο στον κόσμο ξακουσμένο».
30 (43) 

Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι 77 πόχουν,
το καλοκαίρι κίτρινα και τον χειμώνα μαύρα,
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα 78.
Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο,
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα.
Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίνουν στο σημάδι,
γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά τα κριάρια,
'πό κει οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα.
31 (43) 

Χορεύουν τα κλεφτόπουλα, γλεντάνε τα καημένα,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δεν παίζει, δε χορεύει,
μόν' τ' άρματα συγύραγε και το σπαθί τροχάει.
«Τουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο,
πολλές φορές με γλίτωσες, βόηθα και τούτ' την ώρα,
να σ' ασημώσω μάλαμα να σε σμαλτώσω ασήμι».
32 (44) 

Παιδιά, σαν θέτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε,
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια 79.
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε,
ολημερίς στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα,
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο.
33 (44) 

— Πού 'σουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό που λείπεις;
— Πήγα να μάσω λάχανα με τ' άλλα τα κορίτσια,
και οι κλέφτες μας αγνάντευαν από ψηλά λημέρια.
«Κορίτσια μαυρομάτικα και γαϊτανοφρυδάτα,
για ελάτε στο λημέρι μας δυο λόγια να σας πούμε.
Μην είναι Τούρκοι στο χωριό, μην είναι κι Αρβανίτες;»
— Εμείς εβγήκαμε ταχιά μέσ' από το χωριό μας,
δεν ξέρουμε, δεν είδαμε κι αν είναι κι αν δεν είναι.
Σαράντα κλέφτες ήτανε τριγύρω ξαπλωμένοι,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο, ντυμένο στο χρυσάφι,
απίδια μας εφίλεψε και κρύο νερ' απ' τη βρύση.
«Σύρτε, κορίτσια, στο καλό κι ανθρώπου μην το πείτε».
34 ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΜΗ (45) 

Τρία πλάτανα, τα τρία αράδα αράδα,
κι ένας πλάτανος παχύν ίσκιον οπόχει!
Στα κλωνάρια του σπαθιά 'ναι κρεμασμένα,
και στη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα,
κι αποκάτω του ο Βαρλάμης ξαπλωμένος.
35 (45) 

Παιδιά, πήρ' ο χινόπωρος, παιδιά, πήρ' ο χειμώνας,
πέσαν τα φύλλ' απ' τα κλαριά, ξεσκιώσαν τα λημέρια.
Παιδιά μου να σκορπίσουμε, να γίνουμε μπουλούκια,
πιάστε τους φίλους τους πιστούς και τους πιστούς κουμπάρους,
παιδιά μ', να ξεχειμάσουμε και τούτον τον χειμώνα.
36 (45) 

Θέλετε δέντρα ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθουμαι, μαϊδέ και στο δροσιό σας,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι,
ν' ανοίξει ο γαύρος και γη οξιά, να σκιώσουν τα λημέρια,
να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες,
να ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το τουφέκι,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να βγω στης Γούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια,
για να σουρίξω κλέφτικα λημέρι σε λημέρι,
να μάσω τα μπουλούκια μου που τα 'χω σκορπισμένα,
να πάμε να πατήσουμε ν αυτά τα τουρκοχώρια,
να κλάψουν μάνες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
37 (46) 

Έχετε γεια ψηλά βουνά και κάμποι με τα ρόδα,
δροσιές με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μωρέ κλεφτόπουλα, που είσαστε παλικάρια,
δε σας τρομάζει ο πόλεμος πηδάτε σα λιοντάρια.
38 Ο ΓΕΡΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ (46) 

Γέρασα o μαύρος γέρασα, δε μπορώ α περπατήσω,
δε μπορώ α σύρω τ' άρματα, τα γέρημα τσαπράζια 80,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τα φλωροκαπνισμένα.
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλια πέρα πέρα,
και συ σπαθί μου διμισκί 81 με τη χρυσή τη χούφτα,
δεν πρέπεστε για κρέμασμα, κι ουδέ για το παζάρι,
μόν' πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα.
39 ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ (46) 

Φάτε και πιέτε, βρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε,
κι εγώ δεν έχω τίποτε παρά είμαι λαβωμένος.
Πικρή που είναι η λαβωματιά, φαρμακερό είν' το βόλι!
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά στον Αϊ-Θανάση,
που 'ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχείς τους ίσκιους.
Κόφτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά να με σκεπάστε,
και στη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παρεθύρι,
να μπαιζοβγαίνει το πουλί, να φέρνει τα χαμπέρια.
40 ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ (47) 

Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά,
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα,
κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα,
κλαίνε κι οι κρυοβρυσούλες πόπινα νερό,
κλαίνε και τα μετόχια 82 πόπαιρνα ψωμί,
κλαίνε τα μοναστήρια πόπινα κρασί.

Φαρμάκι το μολύβι κι η λαβωματιά,
τα μάτια μου σβησμένα κι όλο μ' το κορμί,
στην ερημιά μονάχος, δίχως συντροφιά,
θεριά θε να με φάνε και τ' άγρια πουλιά.
41 (47) 

Τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται,
μόν' πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιώνται,
πρέπει να κρέμονται ψηλά σ' αραχνιασμένο πύργο,
να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο.
42 (48) 

Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις Ρουμελιωτάκια,
μα το ψωμί που φάγαμε, μα την αδερφοσύνη,
περάστε από τον τόπο μου κι από τους εδικούς μου.
Και να μην μπείτε στο χωριό με ν ήλιο με φεγγάρι,
ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε,
και σας ακούσει η μάνα μου, κι η δόλια γη αδελφή μου.
Κι α 'ρθουν και σας ρωτήσουνε, πρώτη φορά μην πείτε,
κι α σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη,
μην πείτε πως σκοτώθηκα να μην κακοκαρδίσουν,
μόν' πείτε πως παντρεύτηκα ν εδώ σ' αυτά τα μέρη,
πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα,
κι αυτά τα λιανολίθαρα, αδέρφια και ξαδέρφια.
43 ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ (49-50) 

Ο ήλιος εβασίλευε κι ο Δήμος παραγγέλνει:
Σύρτε, παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ' απόψε,
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ, έλα κάτσε κοντά μου,
να σου χαρίσω τ' άρματα, να γένεις καπετάνος.

Παιδιά μου μη μ' αφήνετε στον έρημο τον τόπο,
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά στην κρύα βρύση,
που 'ναι τα δέντρα τα δασιά, τα πυκναραδιασμένα.
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήσει,
για να του πω τα κρίματα, οσά 'χω καμωμένα
δώδεκα χρόνια αρματολός, σαράντα χρόνια κλέφτης.

Και βγάλτε τα χαντζάρια σας, φκιάστε μ' ωριό κιβούρι
να 'ναι πλατύ για τ' άρματα, μακρύ για το κοντάρι.
Και στη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ,
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε.
44 (51-52) 

Κάτου στου Φονιά τον κάμπο
και στης θάλασσας τον άμμο,
σ' ένα δέντρο φουντωμένο,
μπέης ήταν ξαπλωμένος,
κι είχε τ' άτι του δεμένο,
και βαριά σιδερωμένο.
Βρόνταγε τα πέταλά του,
κι έσκουζε για τον αγά του.
«Σήκω απάνου, αφέντη μπέη,
σε γυρεύουν στο σεφέρι 84,
τι σκουριάσαν τ' άρματά σου,
και τ' ασημοχάντζαρά 85 σου.
— Δεν μπορώ, καημένε γρίβα 86,
γιατί μ' έχουν λαβωμένο,
στην καρδιά πιτυχημένο.
Σύρε, σκάψε με τα νύχια,
με τ' αργυροπέταλά σου,
τράβηξέ με με τα δόντια,
ρίξε με μέσα στο χώμα.
Έπαρε και τ' άρματά μου,
δώσε τα στα γονικά μου.
Έπαρε και το μαντίλι,
το χρυσό το δαχτυλίδι,
να τα πάγεις της καλής μου,
να με κλαίει όταν τα βλέπει.»
45 ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ (53) 

Σηκώνομαι μια χαραυγή, μαύρος από τον ύπνο,
παίρνω νερό και νίβομαι, μαντίλι και σφουγγιόμαι,
ακούω τα δέντρα και βογκούν και τες οξιές και τρίζουν,
και τα λημέρια των κλεφτών και βαριαναστενάζουν.
Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μητέρα.
«Τι έχετε οξιές που χλίβεστε, λημέρια που βογκάτε;»
Κι εκείνα μ' αποκρίθηκαν βαριαναστεναγμένα.
«Εχάσαμε την κλεφτουριά και τον λεβέντη Κώστα,
οπού 'χε δώδεκα αδερφούς και τριανταδυό ξαδέρφια,
που 'φερνε σκλάβες παπαδιές με τις παπαδοπούλες,
που 'φερνε και τις μπέισσες μ' αυτές τις μπεϊοπούλες."
46 (54) 

Παίρνουν ν' ανθίσουν τα κλαριά κι η πάχνη δεν τ' αφήνει,
θέλω κι εγώ να σ' αρνηθώ και δε μ' αφήνει ο πόνος.

Σαν παίρνεις τον κατήφορο, την άκρη το ποτάμι,
με το πλατύ πουκάμισο, με τ' άσπρο σου ποδάρι,
χαμήλωσε την μπόλια 87 σου και σκέπασε τα φρύδια,
να μη φανούνε τα φιλιά, να μη σε καταλάβουν,
και σε ζηλέψουν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια.

Σύρε να ειπείς της μάνας σου, να μη σε καταριέται,
τι θα την κάμω πεθερά, τι θα την κάμω μάνα.

Άιντε και βάνε τ' άρματα 88, κι έλα στην Κρύα Βρύση,
να περπατάμε στα βουνά, στης Λιάκουρας τα χιόνια,
να 'σαι τς αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη,
και μέσα στο λημέρι μου να λάμπεις σαν την Πούλια.
47 ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ (55) 

Του Κίτσου η μάνα κάθουνταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, στα κλέφτικα λημέρια,
πόχουν οι κλέφτες σύνοδο κι όλοι οι καπεταναίοι.»

Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μανούλα.
«Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, πού τα 'χεις τα τσαπράζια 89,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;
— Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τ' άρημα τ' άρματα, τ' άρημα τα τσαπράζια;»
48 ΤΟΥ ΛΙΒΙΝΗ (1685) (56) 

Τρία μεγάλα σύγνεφα στο Καρπενήσι πάνε,
το 'να φέρνει αστραπόβροντα, τ' άλλο χαλαζοβρόχια,
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη.
«Σε σένα, Μήτρο μου γαμπρέ, Σταθούλα ψυχογιέ μου,
αφήνω τη γυναίκα μου, τον δόλιο μου τον Γιώργη,
που 'ναι μικρός για φαμελιά κι απ' άρματα δεν ξέρει.
Και σα διαβεί τα δεκαννιά και γίνει παλικάρι,
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τ' άρματά μου,
που τα 'χωσα στην εκκλησιά, μέσα στο άγιο βήμα,
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι ο Τουρκοκωσταντάκης. 90»
49 ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ (περί το 1750) (57-58) 

Τρία πουλάκια κάθονται στη ράχη στο λημέρι,
το 'να τηράει τον Αρμυρό, τ' άλλο κατά τον Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει,
Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ στον Βάλτο φάνηκε, ουδέ στην Κρύα βρύση.
Μας είπαν πέρα πέρασε κι επήγε προς την Άρτα,
κι επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες.
Κι ο μουσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη,
Τον Μαυρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα.
«Εσείς, αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
τον Χρήστο να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι 94

Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξει!
κι ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρει.
Στον Αρμυρό τον έφτασε κι ως φίλοι φιληθήκαν.
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώσει.
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν στα λημέρια.
Κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,
«Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κι οι αγάδες.»
— «Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει.»
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάει τον άλλο.
Φωτιάν εδώσαν στη φωτιά, κι έπεσαν εις τον τόπο.
50 ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ (58-59) 

Τι να 'ναι ο αχός που γίνεται κι η ταραχή η μεγάλη,
στη μέση στο Κεράσοβο και στη μεγάλη χώρα;
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους.
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, και τα βουνά βογκάνε.
Κι ένα πουλάκι φώναξεν από ψηλό κλαράκι.
«Πάψε, Γιάννη μ', τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
να κατακάτσει ο κουρνιαχτός 95, να σηκωθεί η αντάρα 96,
να μετρηθεί κι η κλεφτουριά, να μετρηθεί τ' ασκέρι.»
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι,
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.
51 ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑ (59) 

Εγέρασα, μωρέ παιδιά, στους κλέφτες καπετάνιος,
τριάντα χρόνια αρματολός, πενήντα χρόνια κλέφτης.
Θέλω ν' αφήοω την κλεψιά, καλόγερος να γένω,
καλόγερος και γούμενος και ρασοτυλιμένος.
Δέκα χωριά νε χάλασα, τα ξαναφκιάνω πάλε,
δυο μοναστήρια χάλασα τα ξαναχτίζω πίσω.
Και σας χαρίζω τ' άρματα μαζί με την ευχή μου.
Να ρήνω 97 και στο θυμιατό μπαρούτι αντίς λιβάνι,
να μου θυμάει 98 τον πόλεμο, τα περασμένα νιάτα,
σεις να χαλάτε την Τουρκιά, κι εγώ να σας σχωράω.
52 ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ (60-61) 

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στη Βουνιχώρα,
το να τηράει τη Λιάκουρα, και τ' άλλο την Κωστάρτσα 99,
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάτες:
«Διαβάτες που διαβαίνετε, στρατιώτες που περνάτε,
μην είδετε τς αρματωλούς και τον Βλαχοθανάση,
που γέρασεν αρματολός, στους κλέφτες καπετάνιος;»
— «Εμείς προψές τον είδαμε στον Έπαχτον 100 απόξω,
δυο μέρες επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες.»
«Ανδρούτσο, τι κλειστήκαμε, σα να 'μαστε γυναίκες;»
Το γιαταγάνι τράβηξε κι ένα γιουρούσι κάνει.
Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.
Τρεις μπάλες του ερίξανε, πικρές φαρμακωμένες.
Η μια τον πήρε στον λαιμό η άλλη μες το χέρι,
Κι η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε στο κεφάλι.
«Κόψτε μου το κεφάλι μου, να 'χετε την ευχή μου!»

Κι ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:
«Παιδιά, τραβάτε, τα σπαθιά, κι αφήτε το ντουφέκι,
να μη μας πάρει η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,
που γέρασεν αρματολός, στους κλέφτες καπετάνιος.»

Βλάχο 101, καλά καθόσουνε ψηλά στη Βουνιχώρα,
θυμήθηκες τα νιάτα σου, κι επήρ' ο νους σ' αγέρα,
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.
Το σεργιανάνε 102 στα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι 103,
στα Σάλωνα οι μπέηδες χούφτες φλωριά 104 κερνάνε.
53 ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΥ ΒΕΝΕΤΣΑΝΑΚΗ (1780) (62-63) 

53 A'

Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός, πάλι να βρέξει θέλει,
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά 105 και της Μηλιάς 106 ο κάμπος.
Εσύρανε τα ρέματα, εσύραν τα λαγκάδια,
κι εκόπηκε το πέρασμα, κι εκόπη το γιοφύρι,
που κει περνάει η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι,
με τα μπαϊράκια 107 τα χρυσά, τις ασημομπιστόλες.
Κινάν και παν στην εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε,
φορούν τα πόσια 108 τα χρυσά, τις ασημοπαλάσκες.
Σίντας ξελειτρουγήσανε και βγήκαν στην κουβέντα,
πετάχτηκε ο Κωσταντής και λέει του Δημητράκη 109.
«Τούτ' η χαρά που 'χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρει,
πολλή Τουρκιά μας έζωσε, ο θιος να μας γλιτώσει.»
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος κι εσβήστη από τα γέλια.
«Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή, τι λες, τι κουβεντιάζεις;
Τίγαρις 110 είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι;
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος,
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε, μαϊδέ 111 και ο Αλαμάνος.»
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κι η συντυχιά κρατιόταν,
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους.

Τρεις περδικούλες κάθουνται στον πύργο της Καστάνιας,
η μία κλαίει τον Κωσταντή, η άλλη τον Δημητράκη,
κι η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη.

53 B' (64) πλ.

Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα,
καν ο βοριάς τα βάρεσε, καν η νοτιά τα πήρε.
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε, μηδ' η νοτιά τα πήρε,
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη.
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ' αρμάτα του πελάγου 112.
Στην Άρια 113 που έριξε τ' ορδί 114 διαβάζει το φερμάνι.
«Ποιος είν' ο Παναγιώταρος, ποιον λεν Κολοκοτρώνη,
να 'ρθουν να προσκυνήσουνε, ραγιάδες να γενούνε.»
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος, παράξενο του φάνη.
«Δεν προσκυνούμε Αλήμπεη, ο νους σου μη το βάνει,
τ' άρματα δεν τα δίνομε, ραγιάδες να γενούμε,
παρά θα γίνει πόλεμος με τόπια 115, με ντουφέκια.»
Κι ο Αλήμπεης σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη.
Δώδεκα ημέρες πολεμάει με τόπια με ντουφέκια,
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν,
καρσί 116 στον πύργο τά 'βαλαν, τον πύργο να 'χαλάσουν.
Βλέπουν τον πύργο κι έτρεμε, κι ήθελε για να πέσει...

53 Γ' (64-65)

Εσείς βουνά, ψηλά βουνά, με τα δασιά κλαριά σας,
με τα δασιά τα έλατα, το έν' απάνω στ' άλλο,
και πύργε της Καστάνιτσας, οπού βαστάτε κλέφτες,
τους κλέφτες τι τους κάματε, τους Κολοκοτρωναίους;
οπού φορούν χρυσά σπαθιά, μπαλάσκες ασημένιες,
χρυσά 'ν' και τα ντουφέκια τους, χρυσά μαλαματένια,
και τα τσαπράζια 117 που φορούν, ούλο μαργαριτάρια.
Κείνοι τον Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη,
και την ημέρα τ' Αϊ-Γιωργιού, που είναι το πανηγύρι,
φίλοι τούς επροσκάλεσαν, τούς είχανε τραπέζι.
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά, κι έκαμαν τον σταυρό τους,
ψιλή φωνίτσα ν άκουσαν, ψιλή φωνή ν ακούνε.
«Γι' αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια,
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν, τι οι Τούρκοι σας επήραν.»
Και τα ντουφέκια πήρανε, και τα σπαθιά τραβήξαν,
τους Τούρκους εκυνήγησαν, τους κάμαν ένα ένα.
54 ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ (1789) (65) 

Κι αν τα ντερβένια 118 τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες,
ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει.
Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μην προσκυνούμε.
Πάμε να λημεριάζομε όπου φωλιάζουν λύκοι.
Στες χώρες 119] σκλάβοι κατοικούν, στους κάμπους με τους Τούρκους,
χώρες, λαγκάδια κι ερημιές έχουν τα παλικάρια.
Παρά με Τούρκους, με θεριά καλύτερα να ζούμε.
55 ΤΟΥ ΓΙΩΤΗ (1789) (66) 

Τρία πουλάκια κάθουνταν στης Παναγιάς τον πύργο,
τα τρία αράδα ν έκλαιαν, πικρά μοιριολογούσαν.
«Τι συλλογιέσαι, Γιώτη μου, τι βάνεις με τον νου σου;
τόπος δεν είναι για κλεφτιά, κι ουδέ γι' αρματολίκι,
τι τα ντερβένια τούρκεψαν, τα πήραν οι Αρβανίτες.
-Κι αν τα ντερβένια 120 τούρκεψαν, κι αρματολοί δεν είναι,
ο Γιώτης είναι ζωντανός, τους Τούρκους δε φοβάται.
Παρακαλέστε τον θεό και τους αγίους όλους,
να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
να πιάσω αγάδες ζωντανούς και Τούρκους κι Αρβανίτες,
να φέρουν τ' άσπρα 121 στην ποδιά και τα φλωριά 122 στον κόρφο.
56 ΤΟΥ ΧΡΟΝΗ (66-67) 

Πολλά τουφέκια αντιβογούν, μιλιόνια 123, καριοφίλια,
μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι,
κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε κι ουδέ σε πανηγύρι,
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.
Πάγει κι ο Χρόνης για να ιδεί, σεργιάνι 124 για να κάμει.
Ώρα καλή, μπουλούκμπαση 125. — Καλό στον Χρόνη οπού 'ρθε.
Πώς τα 'χεις, Χρόνη μ', τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;
— Σε προσκυνούν, μπουλούκμπαση, και σου φιλούν τα χέρια,
δώδεκα μέρες έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.
— Για άπλωσε, Χρόνη, στον τορβά 126, για λύσε το δισάκι 127,
θα βρεις δυο μήλα κόκκινα, δυο πατρινά λεμόνια.
Πάγει κι ο Χρόνης και κοιτάει μες τον τορβά και βλέπει,
βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλικάρι,
τηράζει 128 κι άλλη μια φορά, τ' άλλο παιδί του βλέπει.
Πέφτει στραβός με το σπαθί στο τούρκικο τ' ασκέρι,
βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω,
κόβει Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες.
57 ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΤΖΟΥ (1792) (67-68) 

Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 129 στους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας 130 κι η Λιάκουρα της Γκιώνας 131.
«Βουνίμ', που ΄σαι ψηλότερα και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να 'ναι, τι να γίνηκαν οι κλέφτες οι Ανδριτζαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρήνουν 132 στο σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
— Τι να σου πω, μωρέ βουνί, τι να σου πω, βουνάκι,
τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι.
Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρήνουν στο σημάδι,
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια.»
Κι η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη.
Τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, τηράει κατά τη Σκάλα 133.
«Βρε κάμπε αρρωστιάρικε, βρε κάμπε μαραζάρη 134,
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις;
Για βγάλε τα στολίδια μου, δω μου τη λεβεντιά μου,
μη λιώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω.»
58 ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ (69) 

Τρία πουλάκια κάθονται μες το Γερακοβούνι 135,
το να τηράει τον Αρμυρό 136, τ' άλλο κατ' το Ζητούνι 137,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Ο Λιάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι,
να βγει στης Γούρας τα βουνά 138, να βγει κατ' το Ζητούνι,
να χαρατζώσει τα χωριά κι όλο το βιλαέτι; 139»

Ο Λιάκος αποκλείστηκε στο Μπούμηλο 140 στη ράχη.
Πολλή Τουρκιά τον πλάκωσε, Κονιάροι κι Αρβανίτες.
«Προσκύνα, Λιάκο τον πασά, προσκύνα τον βεζίρη,
να σου χαρίσει τη ζωή, δερβέναγας 141 να γίνεις.
— Όσο 'ν' ο Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι.»

Κι αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια.
Μέρα και νύχτα πολεμούν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες
κι ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί στο στόμα.
Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά, φεύγουν κι οι Αρβανίτες.
Κλαίουν οι Αρβανίτισσες στα μαύρα φορεμένες,
κι ο Βεληγκέκας γύρισε στο αίμα του πνιμένος,
κι ο Μουσταφάς 142 λαβώθηκε στο γόνα και στο χέρι.
59 ΤΗΣ ΛΙΑΚΑΙΝΑΣ (70-71) 

Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά, στους κάμπους το φεγγάρι
έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια.
Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν,
Κι ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει.
«Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις Τούρκον άντρα,
να σ' αρματώσει 143 στο φλωρί 144, μες στο μαργαριτάρι;»
«Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινήσει,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.»

Κι ο Λιάκος την αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα,
κοντοκρατεί τον μαύρο του, στέκει και τον ξετάζει,
«Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι να βγάλεις την κυρά σου;»
«Δύνομαι, αφέντη μ', δύνομαι να βγάλω την κυρά μου,
Να μ' αυγατίσεις την ταή 145 σαρανταπέντε χούφτες,
να μ' αυγατίσεις το κρασί σαρανταπέντε κούπες,
να δέσεις το κεφάλι σου με δεκοχτώ μαντίλια,
να δέσεις τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου.»
Βιτσιά 146 δίνει τ' αλόγου του, στη μέση γιουρουστάει 147,
και πάησε και την άδραξε, στο σπίτι του την πάει.
60 ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ (71) 

Με γέλασεν η χαραυγή, τ' άστρι και το φεγγάρι,
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.
Ακώ τον άνεμο και ηχά, με τα βουνά μαλώνει,
— Νεσείς βουνά, ψηλά βουνά, και σεις κοντοραχούλες,
τι έχετε που μαλώνετε, τι έχετε που χτρευώστε;
Μη σας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια;
— Δε μας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια,
παρ' μας βαραίν' η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι.
61 ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ (1804) (72) 

61 A' (72)

Τούτο το καλοκαίρι και την άνοιξη
άσπρα χαρτιά μας γράφουν, μαύρα γράμματα.
«Όσοι κι αν είστε κλέφτες στα ψηλά βουνά,
όλοι να κατεβείτε απ' τον Όλυμπο,
να προσκυνήσετ' όλοι τον Αλή πασά.»
Δυο παλικάρια μόνο δεν προσκύνησαν.
Επήραν τα τουφέκια, τα λαμπρά σπαθιά,
και στα βουνά ανεβαίνουν, τρέχουν στην κλεφτιά.

61 B' (72)

Οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,
κι άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι άλλοι βοσκούνε γίδια,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θε να προσκυνήσει.
Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά 148 λαλούσε.
«Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, να 'ρθούν τα χελιδόνια,
να βγουν οι βλάχες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες.»

61 Γ' (72-73)

Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό 149 λιθάρι,
να γείρω ν' αποκοιμηθώ, γλυκόν ύπνο να πάρω.
Μαϊδέ 150 έγειρα, 'ιδέ επλάγιασα, μαϊδέ τον ύπνο πήρα,
κι ακώ τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
κι ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,
και το 'λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι.
«Το τι έχεις, περδικούλα μου, και κλαις κι αναστενάζεις;
μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;»
«Δεν είν' τ' αυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,
μόν' κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,
που τους χαλάει ο Αλή πασάς στα Γιάννενα, στη λίμνη.»
62 ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΑΚΗ (73-74) 

Θέλετε δέντρ' ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και στη δροσιά σας,
μόν' καρτερώ την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσει 151 το κλαρί, ν' ανοίξει το ροδάμι 152,
να βγω ψηλά στον Αρμυρό, ψηλά στην Παλιοβούνα,
για να σιουρίξω κλέφτικα, να μάσω τα μπουλούκια.
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε, όλα να μαζωχτείτε,
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφτες.
Σέρνει τσεκούρια στ' άλογα, τσεκούρια στα μουλάρια,
για να τσακίζει γόνατα, για να τσακίζει χέρια.

Κι όσοι κλέφτες τ' ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν.
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήσει.
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι.
«Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Ελάτε, παλικάρια μου, όλοι να συναχτείτε,
τι έχω να κάμω πόλεμο μ' αυτόν τον Σουφ αράπη,
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλικαριά μας,
να ιδεί ντουφέκι κλέφτικο, τα βόλια μας πού πέφτουν,
να μη περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες.»
63 ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ (74) 

Κοιμάται αστρί, κοιμάται αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη
μες τα χρυσά παπλώματα μες τα χρυσά σεντόνια.
Να την ξυπνήσω ντρέπομαι, να της το πω φοβούμαι,
να μάσω μοσκοκάρυδα να την πετροβολήσω,
ίσως την πάρει η μυρωδιά, ίσως την εξυπνήσει.

Σηκώθη η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει.
«Το τι μαντάτα μου 'φερες από τους καπετάνιους;»
— Πικρά μαντάτα σου 'φερα από τους καπετάνιους.
Το Νικολάκη πιάσανε, τον Κωσταντή βαρέσαν.
— Πού 'σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δες το μου σφιχτά, για να μοιρολογήσω.
Και ποιον να κλάψω από τους δυο; ποιανού να πω τις χάρες;
Να κλάψω για τον Κωσταντή, ή για τον Νικολάκη;
Ήσαν μπαϊράκια 153 στα βουνά, και φλάμπουρα 154 στους κάμπους.
64 ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ (1806) (75-76) 

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες 155,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια 156,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ' του παπά το χέρι.
Φλωριά 157 ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη τον Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια.»
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
«Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο 158 μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω.»
65 ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ (77) 

65 A' (77-78)

Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πε του να κάνει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα,
δεν είν' ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας 159, το πήρε ο Βελή Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι ο Κατσαντώνης το 'μαθε, και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι 160 στέλνει στην Τουρκιά, σ' αυτόν τον Βελή Γκέκα.
«Όπου θα τα 'βρει τα παιδιά, ας τα 'βρει κι ας τα πάρει!»

Κι ο Βέλη Γκέκας έτρωγε σ' ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κι οι τρεις ξανθομαλλούσες,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη νη καλύτερη με τ' ασημένιο τάσι.
Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν κι εκεί που λακριντίζαν 161,
μαύρα μαντάτα του 'ρθανε από τον Κατσαντώνη.
«Να βγεις, Βελή μου, στ' Άγραφα, να βγεις ν' ανταμωθούμε.»
Κι ο Βελή Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη,
στα γόνατα σηκώθηκε 162 και το σπαθί του ζώνει.
«Πού είσαι, τσαούση 163 ογλήγορε, μάσε τα παλικάρια,
να πάμε να βαρέσουμε τον σκύλο Κατσαντώνη.»

Κι ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.
Κι ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους.
«Πού πας, Βελή ντερβέναγα, ριτσάλη 164 του βεζίρη;
— Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα παλιοκλέφτη.
— Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, δεν είν' εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν.»

Τρεις μπαταριές του ρίξανε, τη μια μεριά στην άλλη
η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη στο κεφάλι,
κι η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γέμισε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί, τα παλικάρια κράζει.
«Πού είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρ' τ' άρματά μου,
να μην τα πάρει η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης.»

65 B' (78)

Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες,
και σεις Τσουμέρκα κι Άγραφα, παλικαριών λημέρια.
Αν δείτε τη γυναίκα μου, αν δείτε και τον γιο μου,
ειπέτε τους πως μ' έπιασαν με προδοσιά κι απάτη.
Αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.
66 ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ (1807) (79-80) 

66 A' (80)

Τρία κομμάτια σύννεφα στον Έλυμπο, στη ράχη,
το 'να βαστάει τη δροσιά, τ' άλλο βαρύ χαλάζι,
το τρίτο το μαυρότερο τη θάλασσ' αγναντεύει.
«Πάψε, γιαλέ μου, τον θυμό, πάψε τα κύματά σου,
να βγουν τα κλεφτοκάραβα, πόχουν τους κλέφτες μέσα,
να βγει κι ο Νίκος μια βολά ψηλά στ' Αργυροπούλι 165.
Όσες μανούλες τ' άκουσαν, όλες κινούν και πάνε.
«Νίκο μ', το πού είν' οι άντρες μας, το πού 'ναι τα παιδιά μας;»
— Οι άντρες σας δεν είν' εδώ, νουδέ και τα παιδιά σας,
πάησαν πέρα στον Χάντακα 166 στο έρημο το Πράβι,
παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια.

66 B' (80-81)

Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;
Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας,
ο Νικοτσάρας πολεμάει, με τρία βιλαέτια 167,
τη Ζίχνα και τον Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.
Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Τα παλικάρια φώναξε στις τέσσερες 168 ο Νίκος.
«Ακούστε, παλικάρια μου, λίγα κι αντρειωμένα,
βάλτε τσελίκι 169 στην καρδιά και σίδερο στα πόδια,
κι αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας,
γιρούσι 170 για να κάμομε να φτάσομε το Πράβι.»
Το δρόμο πήραν σύνταχα κι έφτασαν στο γιοφύρι,
ο Νίκος με το δαμασκί 171 την άλυσό του κόφτει,
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν.
67 ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΑ (82-83) 

Μαύρο καράβ' 172 αρμένιζε στα μέρη της Κασσάντρας.
Μαύρα πανιά το σκέπαζαν και τ' ουρανού σημαία 173.
Κι ομπρός κορβέτα μ' άλικη 174 σημαία του προβγαίνει.
«Μάινα 175, φωνάζει, τα πανιά, ρίξε τις γάμπιες 176 κάτου.
— Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά κι ουδέ τα ρίχνω κάτω.
Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω 177;
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα
Τράκο 178, λεβέντες, δώσετε, απίστους μη φοβάστε.»
Κι οι Τούρκοι βόλτα έριξαν κι εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί στο χέρι.
Στα μπούνια 179 τρέχουν αίματα, το πέλαο κοκκινίζει,
κι αλλά! αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε.
68 ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ (84) 

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στη ράχη,
το 'να τηράει τα Γιάννινα, τ' άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει:
Τι είν' το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι;
Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας,
στον Τούρναβο τις πάησε, πεσκέσι 180 του βεζίρη.
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα, κι οπίσω οι συννυφάδες,
κι οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,
σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, σα νεραντζιά κομμένη.
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια.
«Ποιες είν' αυτές οπόρχουνται στην Πόρτα, στο Σαράϊ;
— Κυράδες τι λογιάζετε, κυράδες, τι τηράτε;
Εμείς είμεστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων.»

Βελή πασάς αγνάντευε, στέκει και τις ρωτάει.
«Γυναίκες, πού είν' οι άντροι σας κι οι καπιταναραίοι;
— Είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια.
— Πάρτε τες τρεις φλακώστε τες, βάλτε τες στο μπουντρούμι,
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την στο χαρέμι.
— Άφες μ', αφέντη μ', άφες με, δυο λόγια να σου κρίνω,
να γράψω μια πικρή γραφή στον καπετάνιο Κώστα.
«Εσύ, Κώστα μ', στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια,
κι η Κώσταινα στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι.»
Η κλεφτοπούλα (93) 

Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε κόρη λυγερή στα κλέφτικα ντυμένη;
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματολούς και κλέφτες
κανείς δεν τη γνώρισεν από τη συντροφιά της.
Και μιαν αυγή και μια λαμπρή μια πίσημον ημέρα
βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι.
Εκόπη τ' ασημόκουμπο κι εφάνη το βυζί της.
Κανένας δε τη λόγιασε από τα παλικάρια,
μα 'να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.
Τι έχεις, βρε βλάμη, και γελάς, τι έχεις και χαμοβλέπεις;
— Είδα τον ήλιο πόλαμψε κι έφεξε το φεγγάρι,
είδα και το βυζάκι σου που είν' άσπρο σαν το χιόνι.
— Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μη μολογήσεις,
και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω,
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι.
— Εγώ δε θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσεις,
για να βαρώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι,
μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρεις άντρα.
— Πού ειπεί το «θέλω», εις εμέ πρέπει και να 'ναι άξιος,
να 'ναι πρωτοπαλίκαρο και κλεφτοπολεμάρχος.
— Το ζήτημά σου είναι βαρύ, μα α θέλει ο Θιος θα γίνει,
α θέλει ο Θιος να μ' αγαπάς, ο πρώτος ούλων είμαι.
Δείξε μου πού 'ναι οι φωτιές, οι σπαθισμοί, τα βόλια,
κι εγώ για τα αγάπη σου θα πέσω πρώτος σ' ούλα.»
 

 

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. Στ. 5, 6 =Η άλωσις της Αδριανουπόλεως υπό των Βουλγάρων το 1205 έγινε την εβδομάδα του Πάσχα. Των άλλων αλώσεων η ημέρα δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ενδέχεται όμως οι δύο αυτοί στίχοι να αναφέρονται εις την σύμπτωσιν τηςτηςταστροφής εις ημέρας εορτών. (σ.σ.)

2. Στ. 4 = Ο αριθμός των 62 παπάδων δε φαίνεται ανακριβής· αληθώς ενίοτε η αγία Σοφία είχε περί τους εξήκοντα πρεσβυτέρους (το ολικόν πλήθος των κληρικών και υπηρετών της εκκλησίας ήτο υπερδιπλάσιον)· ο αριθμό δ’ όμως των διακόνων ήτο ανώτερος του των πρεσβυτέρων. (σ.σ.)

3. Στ. 7 = Η παράδοσις λέγει, ότι η τελευταία λειτουργία της αγίας Σοφίας δεν επερατώθη. Η διακοπή κατά το άσμα τούτο έγινεν ότε εψάλλετο ο χερουβικός ύμνος και έμελλον να εξαχθούν τα άγια, «να έβγει ο βασιλέας», ψαλλομένης της φράσεως του ύμνου «ως τον βασιλέα των όλων υποδεχόμενοι». (σ.σ.)

4. δούδεις = δίδεις (χύνεις το φως σου (σ.σ.)

5. Μπαρμπαρέσσω = πειρατών της Μαρμπαριάς (σ.σ.)

6. γραθού = υγρανθούν (σ.σ.)

7. μπαϊράκια = σημαίαι (λ. τουρκ.) (σ.σ.)

8. Μουχτάρ πασά = Μουχτάρ πασάς ο υιός του Αλή. (σ.σ.)

9. Σελιχτάρη = Σιλιχτάρ Πόττας, Αλβανός οπλαρχηγός αυτού καθώς και ο Μιτσομπόνος. (σ.σ.)

10. Χάιδω = Σουλιωτοπούλα, ήτις παρηκολούθει τους πολεμιστάς εις την μάχην, κομίζουσα εις αυτούς νερόν και δια λόγων παραθαρρύνουσα αυτούς εις τον αγώνα. (σ.σ.)

11. ανάψαν τα τουφέκια = Εκ του αδιαλείπτου πυρός επί τετράωρον τα όπλα των εις τας κλεισωρίας ενεδρευόντων Σουλιωτών κατέστησαν άχρηστα και προς ώραν έπαυσαν οι τουφεκισμοί, έπαυσαν δε δια τον αυτόν λόγον πυροβολούντες και οι Αλβανοί. Αλλ’ οι γυναίκες των Σουλιωτών, αι καταφυγούσαι εις την Κιάφαν, ιδούσαι μεν εκ των βράχων προχωρούντας τους εχθρούς, μετ’ ου πολύ δε μη ακούουσαι τον κρότον της μάχης υπέλαβον ότι κατετροπώθησαν οι άνδρες των. Τότε η σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα Μόσκω παρόρμησε τας άλλας γυναίκας να λάβουν τα όπλα και να τρέξουν κατά των Αλβανών, όπως συναποθάνουν κρημνιζόμεναι εκ των βράχων, όταν καταλάβουν την Κιάφαν οι εχθροί. Φθάσασαι εις τον τόπον της μάχης είδον ότι οι Σουλιώται δεν είχον νικηθεί, και μετά μείζονος θάρρους επετέθησαν κατά των Αλβανών πυροβολούσαι και κυλίουσαι ογκώδεις λίθους. Εκ της απροόπτου επιθέσεως των γυναικών πτοηθέντες οι Αλβανοί, ετράπησαν εις φυγήν, οι δε Σουλιώται ορμήσαντες ξιφήρεις κατέκοπτον αυτούς. Κατά την υποχώρησιν ταύτην επήλθεν η μεγίστη φθορά της στρατιάς του Αλή. (σ.σ.)

12. Σπαχίδες ή σπαΐδες = (λ. περσική), οι ιππείς. Ιδιαιτέρως δε σπαχίδες εκαλούντο οι τιμαριούχοι, οι οποίοι δια τα χορηγηθέντα εις αυτούς προνόμια είχον την υποχρέωση να στρατεύονται ιδίαις δαπάναις, οσάκις είχε χρείαν η τουρκική διοίκησις. (σ.σ.)

13. Χόρμοβο = Η κώμη Χόρμοβον κατεστράφη υπό του Αλή το 1788, κατά τον αυτόν δε χρόνον και η σύμμαχος του Χορμόβου κώμη Λάμποβον. (σ.σ.)

14. μενζίλι = ταχυδρομικόν απόσπασμα (σ.σ.)

15. λιαχουρί = ή λαχούρι, ύφασμα της Λαχώρης (των Ινδιών) (σ.σ.)

16. Στ. 9, 10 = Οι στίχοι ούτοι αναφέρονται εις την σύμπτωσιν, εξ ης έμαθεν η σύζυγος του Μουχτάρ τας ερωτικάς σχέσεις τούτου και της Φροσύνης. Ο Μουχτάρ είχε δωρίσει εις την ερωμένην του πολύτιμον δακτυλίδιον, το οποίον αυτός είχε λάβει δώρον παρά της συζύγου του. Περιελθούσα δε η Φροσύνη εις οικονομικήν στενοχωρίαν, ένεκα της αποδημίας και του συζύγου της και του Μουχτάρ, έδωκε το δακτυλίδιον εις χρυσοχόον, όπως διαπραγματευθεί την πώλησιν αυτού. Ούτος δε το προσέφερε προς αγοράν εις τη γυναίκα του Μουχτάρ. (σ.σ.)

17. Πασά = εννοεί τον Μουχτάρ. (σ.σ.)

18. Θρακιάς = (θρακίας) ο εκ της Θράκης πνέων άνεμος, βορειοανατολικός. (σ.σ.)

19. σισανές = ραβδωτόν τουφέκι με εξάγωνον κάνναν (λ. περσική). (σ.σ.)

20. τζοχανταραίοι = ακόλουθοι μεγιστάνος (λ. τουρκ.) (σ.σ.)

21. Αχός = (ήχος) κρότος (σ.σ.)

22. χαροκόπι = διασκέδασις (σ.σ.)

23. Χαλκουμάτα = Χαλκωμάτα. Χωρίον επί της οδού της Αμφίσσης, το οποίον κατείχε την 23 Απριλίου το σώμα του Πανουργιά· κατά τούτου το πρώτον επετέθησαν οι Τούρκοι και τρέψαντες αυτό εστράφησαν είτα κατά του Διάκου, ενισχύσαντες τους κατ’ αυτού μαχομένους. (σ.σ.)

24. Ζιτούνι = η Λαμία (σ.σ.)

25. Καλύβας, Λεβεντογιάννης = Ο Δημήτριος Καλύβας ήτο οπλαρχηγός του Διάκου, ο δε Λεβεντογιάννης είναι βεβαίως ο Μπακογιάννης, έτερος οπλαρχηγός αυτού· αμφότεροι ετάχθησαν υπό του Διάκου εις την γέφυραν της Αλαμάνας και έπεσαν ηρωικώς. (σ.σ.)

26. τον ταϊφά του = τους υπ’ αυτόν άνδρας, το σώμα του (λ. αραβική) (σ.σ.)

27. ανάψαν τα τουφέκια = επυρακτώθησαν (σ.σ.)

28. μαχμουτιέδες = χρυσούν νόμισμα, ονομασθέν ούτως από του σουλτάνου Μαχμούτ του Α’ (1730-1754) (σ.σ.)

29. Θανάσης Βάγιας = Από τον Θανάση Βάγιαν, αν και στενώς συνδεδεμένον μετά του Οδυσσέως Ανδρίτσου, δεν ηδύνατο να περιμένει επικουρίαν ο Διάκος. Ο διαβόητος έμπιστος του Αλή πασά έμενεν εις τα Ιωάννινα μέχρι του θανάτου του Αλή, οπότε ηχμαλωτίσθη υπό του Χουρσίτ. Αλλ’ ο στίχος και δια τα χασμωδίας και δια τον αρχαϊκόν τύπον του ονόματος του Δυσέα Ανδρίτσου φαίνεται εφθαρμένος. Άλλως δε εν μια μόνον παραλλαγή φέρεται. (σ.σ.)

30. Χαλίλ μπέης = Εντόπιος Λαμιεύς εκ των τα πρώτα φερόντων Τούρκων, όστις φοβηθείς μήπως σωθεί ο Διάκος υπό του Ομέρ Βρυώνη, προσέπεσεν εις τους πόδας τούτου και του Κιοσέ Μεχμέτ πασά, ικετεύων να θανατωθεί δια σκληρού θανάτου προς παραδειγματισμόν ο επίφοβος άπιστος καπετάνιος. (σ.σ.)

31. ντοβλέτι = το κράτος, η κυβέρνησις (λ. αραβική) (σ.σ.)

32. καπετάν Νικήτας = Είναι ο Νικηταράς, όστις δύο μήνας μετά την καταστροφήν της Αλαμάνας ήλθεν εις την ανατολικήν Ελλάδα ηγούμενος σώματος Πελοποννησίων. Εκ τούτου φαίνεται ότι ο στίχος ούτος αν μη όλον το άσμα εποιήθη μήνας τινάς μετά τον θάνατον του Διάκου. (σ.σ.)

33. σκουτιά = ενδύματα (σ.σ.)

34. σαλβάρια = πλατιά βρακιά (σ.σ.)

35. ζαλωμένες = φορτωμένες (σ.σ.)

36. ντερβένια = στενά (σ.σ.)

37. εμιροπούλες = αρχοντοπούλες, κυρίως κόραι εμίρη (ηγεμόνος) (σ.σ.)

38. σαράγια = μέγαρα (σ.σ.)

39. Ένας παπάς = Ο Παπαφλέσας (σ.σ.)

40. Πετροβούνι = παρά την Τσίμοβον, η έδρα του Πετρόμπεη. (σ.σ.)

41. Κυριάκαινα = η του Κυριακούλη σύζυγος. (σ.σ.)

42. Τρωάδα ο πόλεμος = πόλεμος δεινός και μέγας ως ο παλαιός της Τρωάδος. (σ.σ.)

43. λουριά = οι δερμάτινοι ιμάντες δι’ ων συγκρατούν τα δρέπανα κατά τον θερισμόν. Αι γυναίκες και οι γέροντες αντελήφθησαν την επιδρομήν των Αιγυπτίων ενώ εθέριζον. (σ.σ.)

44. στον Κωσταντίνο = τον Κωνσταντίνον Μαυρομιχάλην (σ.σ.)

45. γράφει στ’ Αρμυρό = ανεκοίνωσε την είδησιν εις τους πολεμούντας εις τον Αρμυρόν. (σ.σ.)

46. να χερούν = θερούν, θερίζουν (;) (σ.σ.)

47. εβρυχουμάνισε = εβρυχήθη (σ.σ.)

48. που μέλισσα ήτον η Τουρκιά = πολυπληθής ως σμήνη μελισσών. (σ.σ.)

49. του γέρου βασιλιά = του ηγεμόνος της Μάνης, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. (σ.σ.)

50. σπίκιες = σπίθες, σπινθήρας (σ.σ.)

51. αρχηγός = ο Πετρόμπεης (σ.σ.)

52. πενταγνώστικος = συνετότατος (σ.σ.)

53. ξεσυνέριση = άμιλλα (σ.σ.)

54. Σπαρτιατόγονα = τους απογόνους των Σπαρτιατών (σ.σ.)

55. στο στερνό = στο ύστερο, τελευταίον (σ.σ.)

56. κουσούλτο = (consulto ιταλ.) συμβούλιον, σύσκεψις (σ.σ.)

57. εδιχονήσανε = εδιχονόησαν, δεν συνεφώνησαν (σ.σ.)

58. αντόδια = δόντια (σ.σ.)

59. γλακούμε = τρέχουμε (σ.σ.)

60. Γραμπούσα = νησί παρά τα ΒΔ. παράλια της Κρήτης· του εν αυτή φρουρίου, κατεχομένου υπό των Ελλήνων, είχε διαταχθεί η εκκένωσις. (σ.σ.)

61. σκεντσεύγουν = βασανίζουν (σ.σ.)

62. οχτώ βασίλεια = οχτώ βασίλεια: των εξ μεγάλων δυνάμεων, της Ελλάδος και της Τουρκίας. (σ.σ.)

63. πιστικός - δραγάτης = ευχάριστον είναι το επάγγελμα του πιστικού (ποιμένος) τον Μάιον και του δραγάτη (αμπελοφύλακος) τον Αύγουστον, δια την αφθονίαν των σταφυλών (σ.σ.)

64. Καλό Χωριό = άγνωστον χωρίον, μάλλον πεπλασμένον όνομα χωρίου. Άλλα παραλλαγαί αναφέρουν Χίλια χωριά ή Σαμπάνικα ή αορίστως ένα χωριό. (σ.σ.)

65. κάνα = κανένα (σ.σ.)

66. σύρματα = (αρχ. συρμοί) ατραποί όθεν διέρχονται άγρια ζώα (σ.σ.)

67. Κονιαριά = το έθνος των Κονιάρηδων, των εξ Ικονίου εποισάντων εν Θεσσαλία και τη νοτίω Μακεδονία Τούρκων. (σ.σ.)

68. φλάμπουρο = λάβαρο, είδος πολεμικής σημαίας

69. μου = μόνον (σ.σ.)

70. μαργώνω = ξεπαγιάζω (σ.σ.)

71. αποσκιούρα = ανήλιος τόπος (σ.σ.)

72. στους γερόντους = στους προεστούς, τους κοτσαμπάσηδες (σ.σ.)

73. ταμπούρι = φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

74. σεβντάς = (λ. τουρκ.) ερωτικός πόθος (σ.σ.)

75. ντέρτι = στενοχώρια, καημός συνήθως ερωτικός

76. βόϊβοντας ή βοεβόδας = διοικητής επαρχίας ή πόλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του οποίου οι αρμοδιότητες σχετίζονταν με την είσπραξη των φόρων, τη διοίκηση και τη δημόσια ασφάλεια

77. ζακόνι = έθιμο, συνήθεια

78. ροδαμισμένα = χλοάζοντα, γεμάτα από χλοερούς θάμνους (σ.σ.)

79. ντέρτι = στενοχώρια, καημός συνήθως ερωτικός

80. τσαπράζια ή τζαπράζια = τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

81. δαμασκί ή διμισκί = μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

82. μετόχια = εξοχικά παραρτήματα μοναστηρίων (σ.σ.)

83. κιβούρι = τάφος

84. σεφέρι = η εκστρατεία, ο πόλεμος

85. χαντζάρι = μακρύ και πλατύ μαχαίρι, με ελαφρά κυρτωμένη ράχη

86. γρίβας = το ψαρί άλογο

87. μπόλια = το μαντίλι που φορούν οι γυναίκες στο κεφάλι

88. βάνε τ’ άρματα = στολίσου (σ.σ.)

89. τσαπράζια ή τζαπράζια = τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

90. Κωσταντάκης = προεστός του Καρπενησίου, εχθρός του Λιβίνη, υβριστικώς επικαλούμενος Τουρκοκωσταντάκης δια τα φιλότουρκα φρονήματα αυτού (σ.σ.)

91. καδής = Τούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο

92. μουσελίμης = ο διοικητής μιας επαρχίας ή μικρής περιφέρειας που ασκούσε κυρίως καθήκοντα τοπάρχη

93. βλάμης = αδελφοποιτός, σταυραδερφός, φίλος, σύντροφος

94. φερμάνι ή φιρμάνι = σουλτανικό διάταγμα, εντολή

95. κουρνιαχτός = κονιορτός, σκόνη (σ.σ.)

96. αντάρα = το εκ του καπνού των πυροβολισμών νέφος (σ.σ.)

97. ρήνω = από το ρ. ραίνω, ρίχνω

98. θυμάει = θυμίζει

99. Κωστάρτσα = χωρίον του δήμου Βωμέας της Φωκίδος (σ.σ.)

100. Έπαχτος = η Ναύπακτος (σ.σ.)

101. Βλάχος = ο Βλαχοθανάσης

102. σεργιανίζω ή σεργιανάω = κάνω σεργιάνι, βγαίνω βόλτα, γυρίζω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό

103. μπαξίσι φιλοδώρημα

104. φλωρί ή φλουρί = χρυσό νόμισμα

105. Μαυρομηλιά = χωρίον (σ.σ.)

106. Μηλιά = πεδιάς εν Μάνη (σ.σ.)

107. μπαϊράκια = σημαίας. Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης πρώτος των κλεφτών είχε σημαίαν, μετ’ αυτόν δε ο Ζαχαριάς, ο οποίος νέος ων ήτο από τα παλικάρια του Κολοκοτρώνη (σ.σ.)

108. πόσι = κάλυμμα της κεφαλής των κλεφτών κροσσωτόν, αντικαθιστών το φέσι (σ.σ.)

109. Δημητράκης = ανεψιός του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη, υιός του αδελφού αυτού Αποστόλη (σ.σ.)

110. τίγαρις = μήπως, μη τάχα

111. μαϊδέ = ούτε

112. άρματα του πελάγου = αποβατικόν άγημα (σ.σ.)

113. Άρια = ο τόπος όπου εστρατοπέδευσεν ο διοικητής του αποβατικού αγήματος Αλή μπεης, απέχων μίαν ώρα από της Καστάνιτσας. (σ.σ.)

114. ορδί = στρατόπεδο

115. τόπια = κανόνια (σ.σ.)

116. καρσί = απέναντι

117. τσαπράζια ή τζαπράζια = τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

118. ντερβένι ή δερβένι = στενή ορεινή διάβαση

119. χώρες = πόλεις· η έννοια του στίχου: πόλεις τα παλικάρια έχουν τα λαγκάδια και τες ερημιές

120. ντερβένι ή δερβένι = στενή ορεινή διάβαση

121. άσπρα = νομίσματα, χρήματα

122. φλωρί ή φλουρί = χρυσό νόμισμα

123. μιλιόνι = είδος όπλου με μακριά κάνη

124. σεργιάνι = ο περίπατος, η βόλτα

125. μπουλούκμπασης = αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

126. τορβάς = σακίδιο

127. δισάκι = δύο μεγάλες σακούλες από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα, ενωμένες στο επάνω μέρος με μια πλατιά λουρίδα, που τις κρεμούσαν, καθεμιά από διαφορετική πλευρά, στους ώμους ή στο σαμάρι του ζώου

128. τηράζω = βλέπω

129. ροβολώ = κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω

130. Λιάκουρα = ο Παρνασσός (σ.σ.)

131. Γκιώνα = το υψηλότερον όρος του Παρνασσού εν τοις ορίοις της Αιτωλίας και της Λοκρίδος, του οποίου άγνωστον το αρχαίον όνομα.

132. ρήνω = από το ρ. ραίνω, ρίχνω

133. Σκάλα = το επίνειον της Αμφίσσης και των Δελφών (η Ιτέα) (σ.σ.)

134. μαραζιάρης = καχεκτικός (σ.σ.)

135. Γερακοβούνι = Μία των κορυφών της Όθρυος, ύψους 1728 μέτρων (σ.σ.)

136. Αρμυρό = ο Αλμυρός της Θεσσαλίας (Φθιώτιδος) (σ.σ.)

137. Ζητούνι = η Λαμία (σ.σ.)

138. της Γούρας τα βουνά = η Όθρυς (σ.σ.)

139. βιλαέτι = καθεμιά από τις μεγάλες διοικητικές περιφέρειες στις οποίες διαιρούνταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία

140. Μπούμηλο = ίσως θέσις επί της Όθρυος (σ.σ.)

141. δερβέναγας = ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια

142. Μουσταφάς = Αλβανός οπαδός του Λιάκου (σ.σ.)

143. αρματώσει = ενδύσει, στολίσει (σ.σ.)

144. φλωρί ή φλουρί = χρυσό νόμισμα

145. ταή ή ταγή = η τροφή των ζώων

146. βιτσιά = χτύπημα με βίτσα δηλ. με λεπτή και ευλύγιστη βέργα

147. γιουρουστάει = κάνει γιουρούσι, ορμάει

148. ταμπουράς = λαϊκό μουσικό όργανο

149. ριζιμιό = που είναι βαθιά ριζωμένο στη γη

150. μάιτε ή μαϊδέ = μήτε, ούτε

151. μπουμπουκιάσει = βλαστήσει (σ.σ.)

152. ροδάμι = οι τρυφεροί βλαστοί του πρίνου (σ.σ.)

153. μπαϊράκι = πολεμική σημαία

154. φλάμπουρο = λάβαρο, είδος πολεμικής σημαίας

155. πάλα = πλατύ και κυρτό σπαθί

156. τσαπράζια ή τζαπράζια = τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

157. φλωρί ή φλουρί = χρυσό νόμισμα

158. Γιώργο = ο Γιώργος είναι ο πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη, ο δε Νικήτας ο ανεψιός του Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Νικηταράς

159. γκέντσιαγας = αγάς των Γκέγκηδων, Αλβανός (σ.σ.)

160. χαμπέρι = είδηση, πληροφορία

161. λακριντίζαν = συνδιελέγοντο (λ. τουρκ.) (σ.σ.)

162. στα γόνατα σηκώθηκε = εις την τράπεζαν εκάθητο σταυροπόδι, όθεν ανεσηκώθη εις τα γόνατα (σ.σ.)

163. τσαούσης = υπασπιστής, λ. τουρκ. κυρίως τσιαούσμπασης· τσαούσης δε ο κλητήρ, ή υπαξιωματικός, διευθύνων πλείονας των 10 ανδρών (σ.σ.)

164. ριτσάλης = (λ. τουρκ. και αλβαν.) σύμβουλος (σ.σ.)

165. Αργυροπούλι = χωρίον ορεινόν του δήμου Τυρνάβου (σ.σ.)

166. Χάντακας = θέσις στενή και απόκρημνος επί της δεξιάς όχθης του Στρυμόνος και παρά την γέφυραν του Πράβι (σ.σ.)

167. βιλαέτι = καθεμιά από τις μεγάλες διοικητικές περιφέρειες στις οποίες διαιρούνταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία

168. στις τέσσερες = την τετάρτην ημέραν (σ.σ.)

169. τσελίκι = χάλυψ (σ.σ.)

170. γιουρούσι = η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

171. δαμασκί = μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

172. Μαύρο καράβι = το πλοίον του Σταθά και το του Νικοτσάρα λέγεται ότι είχον μαύρα ιστία και χρωματισμένον μαύρον το σκάφος (σ.σ.)

173. τ’ ουρανού σημαία ή ουρανιά σημαία = ο στολίσκος των καταδρομικών καταβιβάσας την ρωσικήν σημαίαν είχεν ανυψώσει ιδίαν σημαίαν, έχουσαν λευκόν σταυρόν επί κυανού εδάφους, ην από της ελληνικής επαναστάσεως έχει και το ελληνικόν κράτος ως σημαίαν του κατά γην στρατού (σ.σ.)

174. άλικη = άλικον χρώμα το ανοικτόν κόκκινον· εννοείται η ερυθρά σημαία των Τούρκων (σ.σ.)

175. μάινα = μαϊνάρω τα πανιά = καταβιβάζω τα ιστία (σ.σ.)

176. γάμπιες = οι δόλωνες (les luniers) (σ.σ.)

177. νύφη να προσκυνήσω = πολλαχού της Ελλάδος συνηθίζεται κατά τους γάμους η νύμφη να προσκυνεί τους συγχαίροντας και ευχομένους κατ’ αυτήν· οι υπερήφανοι αρματολοί θεωρούν ότι το προσκύνημα είναι ανοίκειον εις άνδρας εμπρέπον εις νεονύμφους μόνον γυναίκας (σ.σ.)

178. τράκο δώσετε (τρακάρετε) = κάμετε εμβολήν (abordage) (σ.σ.)

179. μπούνι = μικρό άνοιγμα στα πλευρά του πλοίου για να φεύγουν τα νερά από το κατάστρωμα

180. πεσκέσι ή πισκέσι = δώρο, φιλοδώρημα

 

αρχή