ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Arnoldus Passow 2


 
Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Πηγή.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

CXCIII. (193) ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΣ ΚΟΥΡΣΕΥΜΕΝΗ

Pash. I 165, Sand. 2 M. I. 188, 1361, ΚΑΝΔΙΑ

Κλαίγουν τ’ αηδόνια της Βλαχιάς και τα πουλιά στη δύσιν.
Κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
Κλαίγουν τ’ν Αδριανούπολιν τη βαριά κουρσευμένη,
Απού την εκουρσέψανε τση τρεις γιορτές του χρόνου,
5 Του Χριστογέννου για κηρί και του βαγιού για βάγια,
Και της λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός Ανέστη.
CXCIV. (194) ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Faur. I, 338, Kind. Anth. 42., 1453

Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη.
Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Που 'χε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες·
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
5 Σιμά να βγουν τα άγια κι ο βασιλιάς του κόσμου,
Φωνή τους ήρτ' εξ ουρανού αγγέλων απ’ το στόμα·
«Αφήτ' αυτή την ψαλμωδιά, να χαμηλώσουν τ' άγια·
Και στείλτε λόγο στη Φραγκιά, νά 'ρτουνε να τα πιάσουν.
Να πάρουν τον χρυσό σταυρό και τ' άγιο το βαγγέλιο,
10 Και την αγία τράπεζα, να μη την αμολύνουν.»
Σαν τ' άκουσεν η δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες·
Σώπασε κυρά δέσποινα, μην κλαίγεις, μη δακρύζεις·
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σας είναι.»
CXCV. (195) Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

U, 1453

Σημαίν’ ο Θιος, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα πουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα, μ' εξήντα δυο καμπάνες,
Πόχει τριακόσιες καλογριές και χίλιους καλογέρους·
5 Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης·
Φωνή τους ήρτ' από τον Θιο κι απ’ την αγγέλου κρίση·
«Πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια·
Πήραν την Πόλι, πήρανε, πήραν την Σαλονίκη,
Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
10 Πήραν παιδιά 'π’ τον δάσκαλο, κοράσι’ απ’ το γκεργκέφι. 1
Πήραν μανάδες με παιδιά, κυράδες με τους άντρες»
CXCVI. (196) Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ζαμπ. 599, 1., 1453

Σημαίν’ ο Θιος, σημαίν' η γη, σημαίνουν τα πουράνια,
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος,
5 Να μπούνε στο Χερουβικό και να βγ' ο βασιλέας.
Περιστερά κατέβηκεν από τα μεσουράνια·
«Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια·
Παπάδες, πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει
10 Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τριά καράβια,
Το’ να να πάρει τον σταυρό και τ’ άλλο το βαγγέλιο,
To τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας,
Μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν.» —
Η δέσποινα ταράχτηκε κι εδάκρυσαν οι κόνες.
«Σώπασε κυρά δέσποινα και σεις κόνες μην κλαίτε·
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σας είναι.» —
CXCVΙΙ. (197) Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ζαμπ. 600, 2., 1453

Καλόγρια εμαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι,
Και μια φωνή, ψιλή φωνή απάνωθεν της λέγει·
«Πάψε γριά το μαγερειό κι η Πόλη θα τουρκέψει.» —
«Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν,
5 Τότες κι ο Τούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει.» —
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν,
Κι ο αμηράς εισέβηκεν ατός του καβαλάρης.
CXCVIII. (198) ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΙΑ

Ξανθοπ. Φιλολ. συνέκδ. 401, Μ. Ι. 94, 1453-1460, ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ.

Την πόλιν όταν έκτιζεν ο Ζάπι Κωνσταντίνων,
Είχεν πορτάρους δίκλοπους κι αφέντας φοβετσάρους,
Είχεν και σκύλον μάρμαρον, που εδούνεν τα κλειδία.

Κι έναν πουλίν, καλόν πουλίν κι απέ την πόλιν έρται,
Και τ' έναν το φτερούλν' αθε στ' αίμαν έτον βαμμένον,
Και στ' άλλο το φτερούλν' αθε χαρτίν περιγραμμένον,
Κι ουδέ στην άμπελον κόνευ' μηδέ στο περιβόλι,
Επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρέσσ' τη ρίζαν.
Έρχονται χίλιοι πατριάρχ' και μύριοι δεσποτάδες,
Κανείς ατό πάλ' κι αναγνώθ’, κανείς ξαν κι αναγνώθει.
Χέρας υιός Γιανίκας έν', ατός ατ' αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ', σίτ ανακλαίγ', σίτ’ ανακρούγ' την κάρδιαν
Ν' αϊλί εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν,
15 Επάρθαν τα προπύλαια και τα βασιλοσκάμνια,
Επάρθαν και οι εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια,
Επάρθεν και Αγεσοφιά, το μέγαν μοναστήριν·
Είχεν σαράντα καλογέρ'ς κι εξηνταπέντε διάκους·
Είχεν δώδεκα σήμαντρα, δεκαοχτώ καμπάνας·
20 Είχεν και την εγάπην μου στ' έναν καφές κρυμμένην.
Τον κόσμον εδιαπάτεσα, τη γην τροχόν εποίκα,
Κι αμόν εσέν το κόρασιον στην οικουμένην κι εύρα·
Τ' ομμάτια σ' κόφνε τον πασάν, τ' οφρύδια στον βεζίρην,
Κι ατό το ματοχόσιαμαν σκοτών' εμέν κι αλλ’ έναν.
CXCIX. (199) ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΟΥΡΝΑΒΟΥ ΚΑΙ ΛΑΡΣΗΣ

Ζαμπ. 696, 128, 1770.

Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμούμουν
Σα ματ' εκάη ο Τούρναβος, σα μα τ' εκάη η Λάρσα,
Πήραν μανάδες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρες,
Πήρανε και μια νιόνυφη, τριώ μερώ λεχώνα.
5 Χίλιοι την πάγουν ομπροστά και πεντακόσιοι πίσω.
— «Σταθείτε, παλικάρια μου, σταθείτε, λεβεντάδες,
Για να φασκιώσω το παιδί, να το βυζάξω γάλα».
Τα παλικάρια στάθηκαν και οι λεβεντάδες στέκουν,
—«Πέτρο, σ' αφήνω το παιδί, καλά να το φυλάξεις,
10 Όσο να πάω κι όσο να 'ρτω και πίσω να γυρίσω,
Όσο ν' ασπρίσει ο κόρακας να γένει περιστέρι!»
CC. (200) Ο ΜΟΥΡΤΟΣ

Faur. I, 218. Sand. p. 2. Ζαμπ. 705, 141, 1770. ΜΩΡΕΑ.

Μια προσταγή μεγάλη προστάζ' ο βασιλιάς,
Να κατεβεί η αρμάδα κι ο καπετάν πασάς.
Αρμάδα ν’ εκατέβη, στ' Ανάπλιν άραξε,
Κι αυτός απ’ τα ντερβένια μ’ ασκέρι διάβηκε.
5 Πιάνει χαρτιά και στέλνει, χαρτιά και προβοδά·
— «Σ' εσένα, Μούρτο Χάμζα, σ' εσάς Αρβανιτιά,
Γλήγορα να σκωθείτε αυτούθ' απ’ τον Μοριά!»
«Εγώ χαρτιά 'χω χίλια καμένα στη φωτιά,
Και σένανε σε γράφω στην κάτου τη μεριά.»
«Σώπα, σώπα, βρε Μούρτο, και μη παραμιλάς,
Γιατ' έχεις λίγ' ασκέρι και το ματανογάς.»
«Μπεκιάρικα τουφέκια χιλιάδες εξ, οχτώ,
Και σεις οι καλιουντσήδες χιλιάδες εκατό.»
Το Αλλά Αλλάχ κράζουν, τραβούνε τα σπαθιά,
Βάνουν μπροστά τους Τούρκους σα λάφια, σαν τραγιά.
CCI. (201) Η ΠΡΕΒΕΖΑ

U. 1798.

«Βάστα καημένη Πρέβεζα τ' Αλή πασά τ' ασκέρια.»
«Τι να βαστάξω, δεν μπορώ και τι να νταγιαντίσω,
Αλή πασάς με πέτρωσε με δεκοχτώ χιλιάδες·
Παίρνουν τα τόπια σαν βροχή κι οι μπόμπες σαν χαλάζι
5 Κι αυτά τα λιανοτούφεκα σαν σιγαλή βροχούλα.»
Σκλάβες πάνε στα Γιάννινα, σκλάβες στο Τεπελένι,
Πήραν την κυρ-Γιωργάκαινα μ' όλες της τες νυφάδες.
Μπροστά πήγαιν' η πεθερά και πίσω τση νυφάδες,
Κι η νύφη η μικρότερη δεν πάει κοντά στες άλλες·
10 «Περβάτα νύφη θαρρετά, να μη κοντά να μένεις,
Μην σε βαραίνει το φλουρί και το μαργαριτάρι;»
«Δεν με βαραίνει το φλουρί και το μαργαριτάρι,
Μόν’ με βαραίνει το παιδί, που τ' άφησα στην κούνια.
Κούνια μου, κούνια το παιδί και γάλα χόρτασέ το,
15 Όσο να πάω κι όσο να 'ρτω κι όσο να πογυρίσω·
Που κόψανε τον άντρα μου πάνω στα γόνατά μου
Και πέφταν τα χεράκια του απάνω στην ποδιά μου.»
ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ
1792-1804
CCII. (202) ΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΑΙ

Ζαμπ. 685, 112. 1792-1804

Επρασινίσαν τα βουνά κι ελάλησαν οι κούκοι,
Κι ο Αλέξης δεν εφάνηκε να βγει προς το Ζαγόρι,
Να μάσει Τούρκους ομπροστά, Ρωμαίους από πίσω·
Μόν' τον Κασήμη στο πλευρό κρυφά τον κουβεντιάζει·
5 «Σύρε, Κασήμ', στα σπίτια μου στα έρημα σαράγια,
Κι αν σε ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλι’ η αδερφή μου,
Να πεις πάγω στα Γιάννενα μέσα στο μπεζεστένι,
Να μάσω Σουλιωτόπουλα να βγω προς το Ζαγόρι.»
Τρία μπαϊράκια τ’ έστησε στη ράχη στην Τσιοδίλα,
Το' να 'ταν του Ταΐραγα και τ’ άλλο του Κασήμη·
Το τρίτο το καλύτερο ήταν του κυρ-Αλέξη.
CCIII. (203) Ο ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ

Four. Ι, 288. Ζαμπ. 685, 113., 1792.

Τρία πουλάκια κάθουνταν στον Αϊ-Λια στη ράχη·
Το 'να τηράει τα Γιάννινα, τ' άλλο το Κακοσούλι,
Το τρίτο, το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
«Αρβανιτιά μαζώχτηκε, πάγει στο Κακοσούλι.
5 Τρία μπαϊράκια κίνησαν, τα τρί' αράδ' αράδα·
Το 'να 'ταν του Μουχτάρ πασά, τ' άλλο του Μιτσομπόνου,
Το τρίτο το καλύτερο ήταν του Σελιχτάρη.»
Μια παπαδιά τ' αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα·
«Πού 'στε, παιδιά του Μπότσαρη, παιδιά του Κουτσονίκα;
10 Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει,
Στο Τεπελένι να μας πάει, ν' αλλάξομε την πίστη.»
Ο Κουτσονίκας χούγιαξεν από τον Αβαρίκο·
«Μην το φοβάσαι, παπαδιά, στον νου σου μην το βάνεις,
Τώρα να δεις τον πόλεμο, τα κλέφτικα τουφέκια,
15 Πώς πολεμούν η κλεφτουριά κι αυτ' οι Κακοσουλιώτες.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τη συντυχιά δεν είπε,
Να ιδείς τους Τούρκους κι έφυγαν πεζούρα και καβάλα.
Άλλοι έφευγαν κι άλλοι έλεγαν· «πασά μ', ανάθεμά σε.
Μέγα κακό μας ήφερες τούτο το καλοκαίρι·
20 Εχάλασες τόση Τουρκιά, σπαήδες κι Αρβανίτες.»
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι·
«Έλα πασά! τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ' εδώ, στον τόπο μας, στην έρημην την Κιάφα,
Εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις και Σουλτάνος.»
CCIV. (204) Ο ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑΣ

Faur. Ι, 294., 1792.

Στα μέσα στα Τσερίτσανα, στην άκρ’ από το Σούλι,
Μπουλουκμπασάδες κάθονταν ψηλά στο παλιοκλήσι,
Κι εκοίταζαν τον πόλεμον που 'καναν οι Σουλιώτες,
Πώς πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι·
«Παιδιά μ’, σταθείτε όλ’ στεριά! σταθείτ’ όλ’ ανδρειωμένα.
Γιατ’ έρχετ’ ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες.»
Και ύστερα εγύριζε τον λόγο προς τους Τούρκους·
«Πού πας, Μουχτάρ τ’ Αλή πασά; που πάγεις, παλιολιάπη;
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ ο Αϊ-Βασίλης,
Να πάρεις σκλάβους τα παιδιά, να πάρεις τες γυναίκες.
Είναι το Σούλι το κακό, στον κόσμο ξακουσμένο,
Που πολεμά Τσαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι·
Βαστά φισέκια στην ποδιά, και το σπαθί στο χέρι,
Και με τουφέκι σισανέ εμπρός απ’ όλους πάγει.
CCV. (205) Η ΧΑΪΔΩ

U. 1792.

Ποιος είδε ψάρι σε βουνό κι αλάφι σε λιμάνι;
Ποιος είδε κόρ' ανύπαντρη μέσα στα παλικάρια;
Δώδεκα χρόνους έκαμεν αρματολός και κλέφτης,
Κανείς δεν την εγνώρισε από τη συντροφιά της,
5 Και μια λαμπρή, μια Κυριακή, μια πίσημον ημέρα
Βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίψουν το λιθάρι.
Το ρίχν' η Χάιδω μια φορά, τα παλικάρια δέκα,
Κι η κόρ' από τη σφίξη της κι από την εντροπή της
Εκόπη το γελέκι της και φάνη το βυζί της.
10 Άλλος το λέγει μάλαμα, άλλος το λέγ' ασήμι·
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο εκείνο τη γνωρίζει·
«Κείνο δεν είναι μάλαμα, κείνο δεν είν' ασήμι.
Κείνο 'ν’ της Χάιδως το βυζί, της Χάιδως χαϊδεμένης.»
«Σώπα, σώπα, κλεφτόπουλο, και μη με μαρτυρήσεις,
15 Να σου χαρίσω τη ζωή κι όλα τα άρματά μου.»
CCVI. (206) Η ΜΟΣΧΩ

Χριστοφ. Περ. Ιστ. τ. Σουλ. Ι, 51., 1792.

Τρία μπαϊράκια φαίνονται 'πό κάτ' από το Σούλι,
Το 'να 'ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του σελιχτάρη,
Το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Ο Δήμο Δράκος φώναξε 'πό πάν' από το Σούλι·
5 Πού πας Μουχτάρη Σκοταρά και σκύλε σελιχτάρη;
Δεν είν' εδώ το Χόρμοβο, δεν είν' η Λαμποβίτσα,
Να πάρτε σκλάβους τα παιδιά, γυναίκες δίχως άντρες.
Εδώ 'ν’ το Σούλι το κακό, εδώ 'ν’ το Κακοσούλι,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες δίχως άντρες,
10 Που πολεμάει Τσαβέλαινα σαν τ' άξιο παλικάρι.
H κύρα Μόσχω φώναξε 'πό πάνω 'πό την Κιάφα·
«Πού 'στε παιδιά Σουλιώτικα και σεις οι Τσαβελάται;
Μαζί μου όλοι τρέξετε και άντρες και γυναίκες,
Τους Τούρκους κατακόψετε, σπόρο να μην αφήστε,
15 Να μείνουν χήρες κι ορφανά, γυναίκες και παιδιά τους,
Να λεν στο Σούλ' τους σκότωσαν Σουλιώτισσες γυναίκες.»
Η Μόσχω, τότε όρμησε με το σπαθί στο χέρι.
Τώρα να δείτε πόλεμο, γυναικικά τουφέκια.
Σαν τους λαγούς εφεύγανε και πίσω δεν κοιτάζουν,
20 Πετάξαν τα τουφέκια τους, μόνον για να γλιτώσουν.
CCVII. (207) Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΖ(Σ)ΑΒΕΛΑΣ

Four. Ι, 291. Ζαμπ. 687, 115, 1792.

Εφώναξε μια παπαδιά μέσ' απ' τον Αβαρίκο·
«Πού 'στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού 'στε οι Μποτσαραίοι;
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα·
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις και πέντε·
5 Είναι χιλιάδες δεκοχτώ, χιλιάδες δεκαννέα.»
«Ας έρτουν οι Παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν·
Ας έρτουν πόλεμο να διουν και Σουλιωτών τουφέκια,
Να μάθουν Λάμπρου σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
Τ’ άρματα των Σουλιωτισσών της ξακουσμένης Χάιδως!»
10 Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τα τουφέκια,
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξ' ο Τσαβέλας·
«Παιδιά μ’ ήρθε η ώρα του σπαθιού κι ας πάψει το τουφέκι.»
«Δεν είναι, λέγει ο Μπότσαρης, σπαθιού καιρός ακόμα·
Παιδιά, σταθείτε στο κουντρί, βαστάτε το λιθάρι·
15 Γιατ' είναι οι Τούρκοι αμέτρητοι και λίγ’ είν’ οι Σουλιώτες.»
«Μωρές, τι σκιάζεστε, παιδιά, Τσαβέλας ματαλέγει
Ακόμα τους φυλάγομε τους σκύλους τσ' Αρβανίτες!»
Πιάνουν και σπάνουν όλοι τους τες θήκες των σπαθιών τους,
Τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
20 Βελή πασάς τους φώναξε να μη γυρνούν τες πλάτες,
Κι εκείνοι τ’ αποκρίνονταν πετώντας τα τουφέκια·
«Δεν είν' εδώ το Δέλβινο, δεν είναι το Βιδίνι·
Είναι το Σούλι τ' ακουστό, στον κόσμο ξακουσμένο,
Είναι του Λάμπρου το σπαθί το τουρκοματωμένο,
Πόκαμε την Αρβανιτιά κι όλη φορεί τα μαύρα,
Κλαίγουν μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες!»
CCVIII. (208) Η ΤΣΑΒΕΛΑΙΝΑ

Four. I, 284. Ζαμπ. 688, 116. Άγγελ. 67., 1792.

Ένα πουλάκι κάθουνταν απάνου στο γεφύρι·
Μοιριολογούσε κι έλεγε, τ' Αλή πασά του λέγει·
Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα να φτιάσεις σαντιρβάνια,
Δεν είναι μήτ' η Πρέβεζα, πόκαμες παλιομέρι·
5 Μόν’ είν' το Σούλι ξακουστό, το Σούλι ξακουσμένο,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσια,
Που πολεμάει Τσαβέλαινα με το παιδί στον κόρφο,
Στο 'να της χέρι το σπαθί και στ’ άλλο το τουφέκι
Και τα φυσέκια στην ποδιά, τα βόλια μες στες ζάβες.
CCIX. (209) Η ΤΣΑΒΕΛΑΙΝΑ

U. 1792.

Τρεις περδικούλες κάθουνται στο Σούλι μες στο κάστρο,
Η μια τηράει τα Γιάννινα, η άλλη το Τεπελένι
Κι η τρίτη η καλύτερη μοιριολογάει και λέγει·
Εδώ δεν είν' το Χόρμοβο, δεν είν' το Τεπελένι·
5 Μα είν' το Σούλι το κακό, το Σούλι ξακουσμένο,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες γκαστρωμένες,
Που πολεμάει Τσαβέλαινα κι η Χάιδω μοναχή της,
Πόχει τουφέκι μαντσαρί και τα κουμπούρι' ασήμια
Και το σπαθί της ντιμεσκί το βγάζει και ξορμάει.
CCX. (210) ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ

U. 1792.

Τρία μπαϊράκια στήσανε στου Αι-Ελιά τη ράχη,
Το 'να 'ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του σελιχτάρη,
Το τρίτο το καλύτερο ήτον του Μιτσομπόνου·
Κατά το Σούλι πήγαιναν, κατά το Βουργαρέλι·
5 Στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Μια παπαδιά τους χούγιαξε, μια παπαδιά τους λέγει·
«Πού πας μωρέ Μουχτάρ πασά και συ μπρε σελιχτάρη;
Εδώ δεν είν' το Χόρμοβο, να κάψεις να σκοτώσεις,
Εδώ 'ν’ το Σούλι το κακό κι αντρεία παλικάρια,
10 Που πολεμούν μωρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες,
Σέρνουν φυσέκια στην ποδιά και πέτρες στο μαντίλι,
Πίσω, μωρέ Μουχτάρ πασά, και συ μπρε σελιχτάρη,
Μη χάστε τα κεφάλια σας κι όλο το στράτεμά σας.»
Κι ο πόλεμος αρχίνησε....
CCXI. (211) Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΔΕΛΒΙΝΟΥ

Faur. I, 296. Ζαμπ. 689, 117., 1800.

Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα·
Ολημερίς εχιόνιζεν, ολονυχτίς χιονίζει·
Κι απ' το Συστράνι πρόβαινεν ένας λιγνός λεβέντης
Που από τα Γιάννινα πικρά, μαύρα μαντάτα φέρνει.
5 «Τα παλικάρια τα καλά τα χάνουν οι συντρόφοι.
Ακούστε, Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
Το Δέλβινο το άπιστο πρόδωκε τα παιδιά σας·
Τ' Αλή Πασά του τα 'φερε, τα εξ αράδα αράδα,
Κι αυτός τα τέσσαρ' έσφαξε, δυονών ζωή χαρίζει,
10 Του Δήμου Δράκου τον υιό κι έν' αδερφό του Φώτου.»
Κι εκείνοι καθώς τ' άκουσαν, βαριά τους κακοφάνη·
«Δέσποτα και Πρωτοπαπά, βάλε το πετραχήλι,
Να ψάλεις τα μνημόσυνα των εξ παλικαριών μας!
Τα δυο, καθώς τα τέσσαρα σφαμένα τα μετρούμε·
15 Ούτε κι ο τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει,
Ούτε Σουλιώτης ζωντανός στα χέρια του λογιέται!»
CCXII. (212) Ο ΦΩΤΟΣ ΤΣΑΒΕΛΑΣ

Four. Ι, 298., 1803.

Μην προσκυνάτε, μπρε παιδιά, ραγιάδες μη γενείτε.
Όσο 'ν’ ο Φώτος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει.
Πασά 'χει Φώτος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι.
Εις τη Φραγκιά τον ξόριζαν και στ’ άλλα τα ρηγάτα.
5 Ανάθεμά σε Μπότσαρη κι εσένα Κουτσονίκα,
Με τη δουλειά που κάμεταν τούτο το καλοκαίρι,
Βάλεταν τον Βελή πασά μέσα στο Κακοσούλι.
CCXIII. (213) ΠΤΩΣΙΣ ΣΟΥΛΙΟΥ

Faur. I, 299. Ζαμπ. 692, 121, 1801.

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μέσα 'πό το Σούλι,
Είχε θολά τα μάτια του και μαύρα τα φτερά του·
Παργιώτες το ρωτούσανε, Παργιώτες το ρωτούνε·
«Πουλάκι, πούθεν έρχεσαι; πουλάκι πού παγαίνεις;»
5 «Από το Σούλι έρχομαι και στη Φραγκιά παγαίνω!»
«Πουλάκι, πες μας τίποτε, πες μας καλά μαντάτα!»
«Αχ! τι μαντάτα να σας πω; τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι, πήραν το, πήραν τον Αβαρίκο,
Πήραν την Κιάφα την κακή, πήραν και το Κιούγκι,
Κι έκαψαν τον Καλόγερο με τέσσαρες νομάτους.»
CCXIV. (214) Η ΔΕΣΠΩ.

Four. Ι, 301. Ζαμπ. 686, 114., 1804.

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.
5 Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι·
Εδώ 'σαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.»
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η Δέσπ' αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει.»
10 Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει·
«Σκλάβες Τουρκών μη ζήσομε· παιδιά μ', αγκαλιαστείτε.»
Χίλια φυσέκια 'ταν εκεί κι αυτή φωτιά τους βάνει
Και τα φυσέκι' ανάψανε κι όλες φωτιά γίνηκαν.
CCXV. (215) ΘΑΝΑΤΟΣ ΚITΣΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

U. 1813.

Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
Που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ' άξιο το παλικάρι·
Που στον ντουνιά δεν ήτανε και δε μεταγενιέται.
Ο Γυφτογώγος το σκυλί αντάμα με τον Νούρη
5 Βαλμέν' απ’ τον Αλή πασά κι από τον σελιχτάρη
Στον τόπον που κοιμότανε, τον έφαγαν με μπέσα.
Τρία τουφέκια του 'ρίξαν όλα με μπαλαρμάθες,
Λίγη φωνίτσαν έσυρε, πριχού να ξεψυχήσει·
«Το πού 'σαι, Νότη μ' αδελφέ, και συ, Μάρκε, παιδί μου,
10 Το αίμα μου να σύρετε στ’ Αλή πασά το ντσάκι,
Δεν το 'χω πως με βάρεσαν μηδέ πως αποθαίνω,
Μουν τόχω πως δεν έζησα σ' ένα μεγάλο τσέγκι,
Να 'δειάσω το τουφέκι μου, να παίξω το σπαθί μου.
Δώστε μαντάτα στους Κορφούς, στους μαύρους τους συντρόφους.
15 Τούρκους να μη πιστεύουνε.»
CCXVI. (216) ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Faur. II, 344. Ζαμπ. 646, 59, 1813. ΤΟΥΡΝΑΒΟΣ.

Τρία πουλάκια κάθουνταν στης Άρτας το γιοφύρι,
Το 'να τηράει τα Γιάννενα, τ' άλλο κατά το Σούλι,
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει.
«Ο Μπότσαρης εκίνησε στα Γιάννινα να πάγει,
5 Για να μπουλώσει μπουγιουρδί, στο Βουλγαρέλι να 'ρθει,
Για να μαζώξει τ' άσπρα του οπού είχε δανεισμένα·
Κι από την Άρτα διάβηκε κονάκι να του κάμουν·
Κι εκεί κονάκι τόκαμαν στου παπουτσή του Ρίζου,
Κι εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν.
10 Τρία τουφέκια τόριξαν, τα τρί’ αράδα αράδα,
Το 'να τον παίρνει στο πλευρό, τ' άλλο μέσα στα στήθη,
Το τρίτο το φαρμακερό, τον παίρνει μες το στόμα.
Το στόμα αίμα γιόμωσε και κηλαδεί και λέγει.
«Καθίστε, παλικάρια μου, και συ μπρε ψυχογιέ μου,
15 Τι τούτο δεν είναι για σας· πάρτε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρει η Τουρκιά, το φέρει στου βεζίρη·
Το ιδούν οχθροί κι αγαλλιαστούν, φίλοι και λυπηθούνε.»
CCXVII. (217) ΑΛΩΣΙΣ ΜΠΕΡΑΤΙΟΥ

Faur. II. 4. Ζαμπ. 689, 118. cfr. Χρονογρ. τ. Ηπείρ. II, 303, 1810.

Μαύρο πουλί εκάθουνταν στου Μπερατιού το κάστρο·
Μοιριολογούσε θλιβερά κι ανθρώπινα λαλούσε·
«Σήκου, πασά μ', να φύγουμε, να πάμε στον Αυλώνα.
Αλή πασάς μας πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες·
5 Φέρνει και τον Ομέρ μπεή, φέρνει τον χασνατάρη,
Για να σε δώσει ζωντανόν στα χέρια του βεζίρη.
Έρχονται και των Χριστιανών πολλά καπιτανάτα,
Ο Ίσκος απ’ τη Δούνισταν, ο γιος του Γρίβα Γιώργου,
Τσόγκας απ’ το Ξερόμερο και Γιώργης Βαρνακιώτης,
10 Του Μπουκοβάλλα τα παιδιά μες τους Σκυλοδημαίους,
Ο Διάκος, με τον Πανουργιά κι οι δυο Κοντογιανναίοι.»
Σαν άναψεν ο πόλεμος κι άναψαν τα τουφέκια,
Πέσανε βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι·
Κι οι Κλέφτες ξεσπαθώσανε κι επήδησαν στο κάστρο.
15 Τότες εβγήκε μια φωνή 'πό μέσ' απού τον πύργο·
«Παιδιά μου, τι σκοτώνεστε; σταθείτε, παλικάρια.
Τι τόσο αίμα χύνετε; ψυχάτε την αντρειά σας.
Για τα κλειδιά σας φέρνομε του παινεμένου κάστρου!»
CCXVIII. (218) ΟΙ ΜΠΕΡΑΤΙΝΑΙΟΙ

Πανδ. 80., 1810.

Χρυσός αϊτός εκάθουνταν στον έρημο τον Λούρο,
Πάσα μερούλα κυνηγά αηδόνια και περδίκια·
Τες δεκαπέντε του Μαρτιού δε θέλ’ να κυνηγήσει,
Μόν’ μαραμένος περπατεί και πικραμένος στέκει,
5 Και τη φωλιά του χάλαε και τα πουλιά σκορπάει.
Κι άλλος αϊτός εδιάβαινε, στέκει και τον ρωτάει·
«Τ' έχεις καημένε σταυραϊτέ και στέκεις πικραμένος
Και τη φωλιά σου χάλασες, σκορπάς και τα πουλιά σου;»
«Τι να σου πω μπρε σταυραϊτέ, τι να σου μολογήσω;
10 Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
Είδα πως πήγα στον πασά στον Κούρτη στο Μπεράτι
Κι άκουα τον μουσαβερέ και τ' Άγου την κουβέντα.
Ο Άγος επαράγγειλε στον βασιλιά στην πόλη,
Σακούλες όσες θέλετε, φλωριά να σας τα φτιάσω.
15 Θέλω να γένω βόιβοντας στην Άρτα και στον Λούρο.
Να διώξω τους Μπερατινούς, να διώξω τους Κουρταίους
Να διώξω τους Μπερατινούς να πάνε στο Μπεράτι,
Εδώ δεν είν' η Αρβανιτιά, δεν είναι η Αυλώνα,
Εδώ το λένε Γιάννινα, εδώ το λένε Άρτα,
20 Που πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες.»
CCΧΙΧ. (219) ΑΛΩΣΙΣ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ

Πανδ. 61, Faur. II, 111 et Ζαμπ. 690, 19, 1812

Κούκοι να μη λαλήσετε, πουλιά να βουβαθείτε
Και σεις καημέν’ Αρβανιτιά ούλοι να πικραθείτε,
Το κάστρο επροσκύνησε κι αυτήν' η Χουμελίτσα,
Γαρδίκι δεν προσκύνησε, δε θε να προσκυνήσει,
5 Μόνε γυρεύει πόλεμο, θέλει να πολεμήσει.
Κι Αλή πασάς σαν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνη,
Γράφει και στέρνει μπουγιουρντί με το διο του το χέρι·
«Σ' εσέν', Ιουσούφη κεχαγιά, σ' εσέν' Ιουσούφ Αράπη,
Τώρα να δγεις το γράμμα μου, να δγεις το μπουγιουρδί μου.
10 Θέλω Δεμίρη ζωντανό κι αυτόν και τα παιδιά του,
Θέλω τον Μουσταφά πασά μ' όλην τη γενεά του.»
«Μετά χαράς, αφέντη μου, εγώ να σας τους φέρω.»
Ο Ιουσούφ εσηκώθηκε και πάγει στο Γαρδίκι·
Σαν παν να πολεμήσουνε μ' αυτούς τους Γαρδικιώτες,
15 Σμαήλ Δελβίνης έκρινε 'πό μέσ’ από Γαρδίκι·
«Πού πας, καημέν' Ιουσούφ αγά, καημέν' Ιουσούφ Αράπη,
Εδώ δεν είν' τα Γιάννινα, δεν είν' το Τεπελένι,
Μόν’ είν' Γαρδίκι ξακουστό, στον κόσμο ξακουσμένο,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άντρες,
20 Που πολεμά Δεμίρ αγάς σαν άξιο παλικάρι.»
Τρεις μέρες έχουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Αυτοίνοι παραδόθηκαν στου Ιουσούφ αγά τα χέρια.
Μόν’ ο Σμαήλ μπέης πολεμά στη μέση στο Γαρδίκι.
Έβγα Σμαήλ μπεή, για να δγεις τα μάτια του βεζίρη.»
25 «Εγώ ποτέ δεν προσκυνώ, ποτέ δεν προσκυνάω,
Έχω τουφέκι φοβερό και διαλεγμέν' ασκέρι.»
Κι εχύθηκαν κι επιάστηκαν με τα σπαθιά στα χέρια,
Και πιάνουν τον Σμαήλ μπεή, τον Ισμαήλ Δελβίνη,
Και πιάνουν τον Δεμίρ αγά και τον Δεμίρη Ντώστη,
30 Και πήραν και τον πήγανε στην πόρτα του βεζίρη·
Σκύφτουν, του παίρνουν την ποδιά και του φιλούν το χέρι·
«Σου φταίξαμε αφέντη μου και να μας συμπαθήσεις.»
«Δεν είν' εδώ συμπάθισμα για να σας συμπαθήσω,
Για πάρτε τους και σύρτε τους στην άκρ' από τη λίμνη,
35 Πάρτε σανίδια δυνατά και δυνατά περόνια·
Σύρτε να τους καρφώσετε, πετάξτε τους στη λίμνη,
Ολημερού να κολυμπούν, ολημερού να λάμνουν.»

Inter vs 20 et 21 Π. habet quatuor hos vss.:
Σαν έκαμαν κι εχύθηκαν με τα σπαθιά στα χέρια·
Ο Τσόγκας πάγει στο Πριγκί και πάγει στο Γαρδίκι
Κι ο Ιουσούφ αγάς εδιάβηκε και στέκει τα τσαντήρια·
«Τι λες, μωρές Δεμίρ αγά, τι λες μπρε Δεμίρ Ντώστη;»

37. Sequuntur in Π. septem versus, qui ex alio carmine huc nobis translati videtur:
Κι ο Δελβίνης εχούγιαζε και το Δελβίνης κρένει·
«Μωρέ, Αλή πασά σκυλί, γιε τση παλιοπουτάνας,
Λες θα χαθεί η Αρβανιτιά κι αυτήν' οι Γαρδικώτες,
Που τόβαλες στη Βαλιαρή της Βαλιαρής το χάνι·
Κι έβαλες και τους έκοβαν σαν τα παχιά κριάρια.
Μα ουδέ στην πόλη έκοβες, μα ουδέ και στην Ρουσσία.
Μόν' κόβουνε στη Βαλιαρή στη μέση από τον κάμπο.»
 
CCXX. (220) Ο ΛΟΙΜΟΣ ΕΙΣ ΡΑΨΑΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΝΑΒΟ

Kind. Eunom. ΙΙΙ, 36. 1814.

Όλαι αι χώραι μόλεψαν κι όλαι παρηγορούνται·
Η Ράψανη κι ο Τύρναβος παρηγοριάν δεν έχουν.
Πέντε χιλιάδες πέθαναν κι ακόμη αποθνήσκουν,
Καημένη Ράψανη.
5 Τρεις χιλιάδες στον Τούρναβον κι ακόμη αποθνήσκουν,
Καημένε Τούρναβε.
Κλαίουν μανούλαι για παιδιά και τα παιδιά για μάνες·
Κλαίει και μια οικοκυρά, η πρώτη γεροντίνα·
Την πέθαναν τρία παιδιά και τρία κοριτσάκια.
10 Εσείς κρυοβρυσίτσαι μου όλαι να ξεραθείτε·
Ποια θα έλθει, να πάρ' νερό, ποια θα έλθει, να πλύνει;
Όλαι αι νύφαι πέθαναν κι όλα τα κοριτσάκια·
Αι ράχαι λέσια γέμισαν και τα κλαδιά ρωχίτσια.
CCXXI. (221) Η ΠΑΡΓΑ

Πανδ. 16. 1819.

Κάποτες εμαλώνανε οι Παργινοί κι οι Τούρκοι,
Επιάσαμε τον πόλεμο οχ το πουρνό στο βράδυ.
Κι αυτού στο γέρμα του ήλιου, δυο ώρες να βασιλέψει,
Επάψαμε τον πόλεμο και πα να μετρηθούμε.
5 Μετρούντ' οι Τούρκοι τα σκυλιά και λείπουν πεντακόσοι·
Μετρούνται και οι Παργινοί και λείπ' ένας λεβέντης.
Μα ιδέ αυτός δεν έλειψε, μα ιδέ αυτός δεν λείπει,
Και το τουφέκι χάλασε και πάει να το φκιάσει.
CCXXII. (222) Η METANAΣTAΣΙΣ ΠΑΡΓΙΩΝ

Ugo Foscolo, Parga p. 443. Ζαμπ. 641, 54. Χρονογρ. τ. Hπ. II, 204 sq. 1819.

«Μαύρο πουλάκι πόρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη
Πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
Από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μη να την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;»
5 «Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει·
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
Κι όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καημένοι·
Θ' αφήσουνε τα σπίτια τους, τον τάφο του γονιού τους,
Θ’ αφήσουν το προσκύνημα Τούρκοι να το πατήσουν.
10 Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ' άσπρα τους στήθια
Μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
Παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνην τη φωτιά, μαύρον καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα ανδρειωμένων,
15 Που την Τουρκιά ετρομάξανε και τον βεζίρη κάψαν!
Εκεί 'ναι κόκαλα γονιού που το παιδί τα καίει
Να μην τα βρούνε Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν!
Ακούς τον θρήνον τον πολύν οπού βογκούν τα δάση,
Και τον δαρμό που γίνεται, τα μαύρα μοιρολόγια;
20 Είναι π' αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
Φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα!»
CCXXIII. (223) TO ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

Ζαμπ. 642, 55. Τ. 379. 1817.

Τρία πουλιά απ’ την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα·
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον Αϊ-Γιαννάκη,
Το τρίτο το κατάμαυρο, μοιριολογάει και λέει·
«Πάργα, Τουρκιά σ' επλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει·
5 Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει·
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια,
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι,
Κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
10 Πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα πουλήσαν τον Χριστό, τ' άσπρα πουλούν κι εσένα.
«Πάρτε μανάδες τα παιδιά, παπάδες τους αγίους·
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα, αφήστε το τουφέκι,
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια,
15 Και τ' αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
«Τούρκους δεν επροσκήνυσαν· Τούρκοι μην τα πατήσουν!»
CCXXIV. (224) TO ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

Ζαμπ. 643, 56. 1819.

Μαύρο μαντάτο δόθηκε
Στους Παργινούς ειπώθηκε,
Όλοι για να ρωτηθούνε
Αν εδώ θα να σταθούνε.
5 Κι όσοι θελήσουν να σταθούν
Στον Τούρκο θα να 'ποταχθούν,
Κι όσοι θα να σηκωθούνε
Στα νησιά να μεραστούνε·
Εκάμαν την ερώτηση,
10 Και δίνουν τέτοι’ απόκριση
Παιδιά κι άνδρες με μια γνώμη
Σαν το σίδερο στ’ αμόνι·
«Εμείς αποφασίζομε
Το θέλομε, τ' ορίζομε
15 Πως παρά να σκλαβωθούμε,
Απ' την Πάργα να σκωθούμε.
Γιατί οι Τούρκοι είναι κακοί
Βάνουν όλους στο σπαθί,
Που τους είχαμεν διωγμένους
20 Στους πολέμους νικημένους.
Και θα μας φήσουν τα παιδιά
Παλουκωμένα στα σουβλιά,
Κι αν μας πάρουνε στο χέρι
Μας περνούν απ’ το μαχαίρι.»
25 Η άγια μέρα η Λαμπρή
Ήτανε μέρα φλογερή·
Που στην Εκκλησιάν επήγαν
Και τα μάτια τους δακρύζαν.
30 Έδωκ’ η Πάργα τα κλειδιά,
Του Χαμίμπεη τα δίνει,
Παρευθύς σεισμός εγίνη.

Post vs. 28 seqununtur apud Ζ. decem vss. a vulgari carminis metro abhorrentes:
Κι ένας τον άλλον ελέγανε·
«Αχ τι επάθαμε οι καημένοι
Κι οι πολυβασανισμένοι;
Χάνομε τα σπίτια μας,
5 Τη γλυκιά πατρίδα μας,
Που 'ναι χώρα στολισμένη
Και στον κόσμο ξακουσμένη,
Πόχει τόσα κρυά νερά,
Κήπους, δροσερούς αέρες
10 Κι αξετίμωτους μπαχτσέδες.»
 
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
CCXXV. (225) ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ

Faur. II, 348. Ζαμπ. 691, 120., 1821.

Σουλτάν Μαχμούτης πρόσταξε σεφέρι του βεζίρη·
Κράζει τους βεζιράδες του, τους έκαμε χαζίρι
Και τους προστάζει αυστηρά να πάνε να τον κλείσουν·
Κι αν δεν του κάμουν τίποτες, πίσω να μη γυρίσουν·
5 Αλή πασάς σαν τ' άκουσε βαριά του κακοφάνη·
Συλλογισμένος στέκεται και το κεφάλι πιάνει.
Μουχτάρ πασά, Βελή πασά, τα δυο παιδιά του κράζει·
Μέσα στον Παντοκράτορα κρυφά τους κουβεντιάζει,
«Παιδιά μου βλέπετε καλά και πάρετε ιπρέτι·
10 Ο βασιλιάς μ' οργίστηκε, με πήρε το χαζέπι»
«Μπάμπα μας, χρεία μην έχεις· στάσου καλά, στοχάσου·
Έχομε βιον αμέτρητον για κάθε σιγουριά σου.»
«Εγώ στο βιο δεν πείθομαι, δεν πείθομαι στ' ασκέρι·
Ελπίδα μου μόν' στέκεται στων Χριστιανών το χέρι·
15 Αυτοί 'ν’ αντρειοί και τολμηροί, πιστοί και ρωμαλέοι,
Γιατί μ' εμέ εδειχτήκανε πάντα χοσμηκιαρέοι,
Κι ακόμα χάλια πολεμούν στ' Άγραφα και στον Βάλτο,
Π’ αν ενωθούνε παίρνουνε και κάστρα με ρισάλτο.
Πρέπει λοιπόν να δώσομε συγχώρεση μεγάλη,
20 Κι ελευθεριά μαζί μ' αυτήν, ως έκαμαν οι Γάλλοι.
Γιατί το γένος των Γραικών είναι καθώς των Γάλλων·
Που θέλ’ αυτούς σ' υποταγή, λάθος έχει μεγάλον.
Είδετε το παράδειγμα των φοβερών Σουλιώτων,
Όχι μονάχα των ανδρών, μα και των γυναικών των·
Θάνατον επροτίμησαν αυτοί παρά σκλαβία,
Μ’ όλον που τους ετάξαμεν άρματα και φλωρία.
CCXXVI. (226) ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗΣ

Faur. II, 43. Ζαμπ. 660, 77. Kind. Anth. 8, 1821.

Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα·
Στράτεμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα·
Σέρνουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι ο Τσαπάνογλους από το Βουκορέστι·
5 Έχει αντρειωμένο στράτεμα, όλο Γιανιτσαραίους·
Στα δόντια σαίρουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ' ο Γιωργάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Πού 'στε, μπρε παλικάρια μου, λεβέντες ξακουσμένοι;
Γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια·
10 Πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζα,
Γιατί Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει.»
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Βαριά βαρούσαν τον εχθρό, κάτω στο Κομπουλάκι·
Τούρκων κεφάλια κόψανε, Τούρκωνε τρεις χιλιάδες·
15 Τότε ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Αφήτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
«Γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Αϊ-Ελιάν εβγείτε.»
Οι Τούρκοι το χαρήκανε, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότε ο Φαρμάκης ζωντανός φώναξ’ από του Σέκου·
20 «Πού 'σαι, μπρε Γιώργη μ' αδελφέ και πρώτε Καπετάνε;
«Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει·
Πέφτουν τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.»
Μα ο Γιώργης είχε σκοτωθεί, τα βόλια δεν τ' ακούει..
CCXXVII. (227) ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗΣ

Four. II, 48. Ζαμπ. 658, 76., 1821.

Μας ήρθ' η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
Μας ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός φαρμακωμένος.
Μαζί εσυμβουλεύονταν Γιωργάκης και Φαρμάκης·
«Γιωργάκη, έλα να φύγομε, στη Μοσκοβιά να πάμε».
5 «Καλά το λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις,
Μα 'ναι μου φαίνετ' ντροπή· κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερα ας βαστάξομε σ’ αυτό το μοναστήρι·
Όσο να βγει κι ο Μόσκοβας, να 'ρθει να μας βοηθήσει.»
Και τα λημέρια φώναξαν 'πό πέρα απ’ του Σέκου·
10 «Πολλή μαυρίλα πλάκωσε και τα βουνά μαυρίζουν,
Μήνα βοήθεια έρχεται; μήνα συντρόφοι φτάνουν;»
«Ούτε βοήθεια έρχεται κι ούτε συντρόφοι φτάνουν,
Μόνε Τουρκιά μας πλάκωσε χιλιάδες δεκαπέντε».
Στου Σέκου καθώς έφτασαν κι επιάσανε τον τόπο,
15 Έστησαν τόπια περισσά γύρου στο Μοναστήρι.
Πέντε το κρουν από μεριά και πέντε από την πόρτα,
Τ’ άλλα τα μεγαλύτερα το κρουν από τη ράχη·
Ως χίλιοι Τούρκοι έπεσαν μέσα στο παλιοκλήσι.
Χίλι' άλλοι εσκοτωθήκανε μπροστά στο λιθοτείχι.
20 Τότ' η Τουρκιά ετραβήχτηκε πίσω στο Κομπουλάκι·
Μα 'νας πασάς αγνάντευε 'πό πέρα από του Σέκου,
Ψηλή φωνήν εσήκωσεν «—Αμέτη, Μωχαμέτη!
Πιάστε τον τόπο δυνατά, ζώστε το μοναστήρι.»
Όση Τουρκιά κι αν ήτανε, όσοι και Γιανιτσάροι,
25 Τον τόπον όλον έζωσαν, κι εκλείσανε το Σέκο.
Φαρμάκης επικράθηκε και βαριαναστενάζει·
Τα παλικάρια φώναξεν από το Μοναστήρι·
«Πού είστε, μπρε παλικάρια μου, κι αντρείοι μου λεβέντες;
Πιάστε με, πάρτε τα φλωριά και τα χρυσά γελέκια,
30 Πάρετε και τ' ασήμια μου, να ξελαφρώσω λίγο·
Και τα σπαθιά σας σύρετε, σπάσετε τα φηκάρια,
Γιουρούσι για να κάμομε, να διώξομε τους Τούρκους.»
Ένα πρωτοπαλίκαρο στέκεται και του λέγει·
«Μαύρα μας είναι τα σπαθιά, πικρά μας τα τουφέκια·
35 Είν' η Τουρκιά αμέτρητη και τα βουνά μαυρίζει.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τη συντυχιά δεν είπε,
Και ζωντανός επιάστηκεν ο Γιάννης ο Φαρμάκης.
«Δε σ’ το είπα Γιάννη, μια φορά, δε σ’ το 'πα τρεις και πέντε,
Μην απομείνεις στη Βλαχιά, στου Σέκου μην καθίσεις;»
40 «Πού να το ξέρω ο πικρός, στον νου μου πού να μόρθει,
Πως οι κονσόλοι Χριστιανοί ποτέ θα μας προδώσουν
Εσείς πουλιά, που λεύθερα πετάτε στον αγέρα,
Είδηση δώστε στη Φραγκιά, στων Χριστιανών τους τόπους·
Δώστε και της Φαρμάκαινας μαντάτα του θανάτου.»
CCXXVIII. (228) Ο ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

Vout. lettr. 194. Kind. Eunom. III, 16. Μ. I, 272. 1821. MΩPEA.

Πολλές μανούλες θλίβονται κι όλαι παρηγορούνται·
Του Γιώργ' η μάνα θλίβεται, παρηγοριάν δεν έχει,
Στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,
Τα ριζοβούνια του Λουνού βλέπει σκοτιδιασμένα·
5 Μήν' απ’ τα χιόνια τα πολλά είτ' από τον χειμώνα;
Μήτ' απ’ τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από τον χειμώνα,
Τον μαύρο Γιώργη έκλεισαν οι άπιστοι Λαλέοι.
Αυτοί δεν ήταν λιγοστοί, ήταν δύο τρεις χιλιάδες,
Κι ο Γιώργος ήτο μοναχός με δώδεκα νομάτους.
10 Ντερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι·
«Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και δώσε τ' άρματά σου»
«Εγώ 'μαι Γιώργης του Γιανιά, του πρώτου καπετάνου,
Και θα βαστάξω πόλεμον με δώδεκα νομάτους.»
Μακροπανάγος φώναξεν από ψηλήν ραχούλα·
15 «Βάστα, Γιώργη, τον πόλεμον, βάστα και το τουφέκι,
Κι εγώ μεντάτι σ' έρχομαι με δυο με τρεις χιλιάδες.»
«Τι να βαστάξω θείε μου τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Δίχως ψωμί δίχως νερό δίχως καμιά κυβέρνα;
Ποιος είν' άξιος και γρήγορος στα Τρίκορφα να πάγει
20 Για να πει τη Γεώργαινα, την νεοπαντρεμένη,
Να μην αλλάξει τη λαμπρά, φλωριά να μη κρεμάσει;
Τον Γιώργην τον εσκότωσαν...
CCXXIX. (229) Η ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ

Vout, lettr. p. 199. Kind. Eunom. III, 20. M. I, 266. 1821.

Διαβάτ' απ’ τη Μονεμβασιά απ’ το Παλιοκαστρίτσι,
Εκεί να δγείτε αίματα, εκεί να δγείτε λέσια·
Που βγήκ' ο κεχαγιά μπέης μ' όλους τους Αρβανίτες·
Κι οι κλέφτες όταν το 'μαθαν, πολύ τους κακοφάνη·
5 Βάνουνε βίγλες και βιγλούν, βάνουν και καραούλια.
Η κάτω βίγλα φώναζε το κάτω καραούλι·
Πιάστε τον τόπο δυνατά και φτιάστε τα ταμπούρια.
Ο κεχαγιάς μας πλάκωσε μ' όλους τους Αρβανίτες,
Πρώτη μπατάλια που 'πεσε, τη ρίχν' ο Κυριακούλης,
10 Βαρεί τον μπαϊρακτάραγα κι αυτόν τον σιλιχτάρη.
Παίρνει μουλάρια, με φλωρί, μουλάρια με χρυσάφι.
«Πού 'σαι, καημένε Θόδωρε και συ Κολοκοτρώνη;
Που ξεπατώνεις την Τουρκιά και τους παλιούς αγάδες.
Τι λες σκυλί Κιαμίλ μπέη και συ μπρε Κιμουρτάτη;
15 Θα πιάσω σκλάβους μπέηδες και σκλάβους βεζιράδες,
Θα πιάσω τα ρετσάλια σου κι όλα σου τα χαρέμια.»
Πιάνουν χαρέμια, δεκοχτώ και μπέηδες δεκαπέντε.
CCXXX. (230) TO ΝΙΟΚΑΣΤΡΟ

Ζαμπ. 649, 64., 1821.

Θέλω να πάω στο Νιόκαστρο που γένονται πολέμοι,
Και πάλε συλλογίζομαι και πάλε συλλογιόμαι,
Π’ αν λαβωθώ 'γώ τ' ορφανό κι αν λαβωθώ το μαύρο,
Δεν έχω μάνα να με κλαίει και να πονεί για μένα·
5 «Σε κλαιν οι φίλοι, ξένε μου, σε κλαιν και τα μπραζέλια,
Σε κλαίω κι 'γώ από κοντά στα μαύρα φορεμένη,
Τρεις χρόνους κάνω ξέπλεγη, τρεις χρόνους και τρεις μήνες,
Κι αν με ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου,
Πού 'ν' ο άντρας μου;— στο Νιόκαστρο που γένονται οι πολέμοι·
Δεν ξέρω αν ελαβώθηκε κι αν είναι λαβωμένος.»
CCXXXI. (231) Ο ΤΟΜΠΑΖΗΣ

Ζαμπ. 647, 61.

Μαρτυράτε το Φραντσέζοι,
Πέστε το και σεις Ιγγλέζοι,
Πως μια σκούνα του Τομπάζη
Την Τουρκιά τηνε τρομάζει.
CCXXXII. (232) ΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙΟΝ

Vout. lettr. p. 202. Kind. Eunom. III, p. 22., 1821.

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στον Παλιοπύργο.
Το 'να τηρά τ’ Απόχωρο και τ' άλλο τα γεφύρια,
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογά και λέγει·
«Μας ήρθεν άνοιξη πικρή, το ραμαστάνι μαύρο,
5 Μας εγέλασαν oι Ρωμιοί, Χρήστος και Μεγαπάνος,
Κι εφέρανε την κλεφτουριά από τα βιλαέτια.»
Ο Θοδωράκης φώναξ' απ’ τον πλάτανο στη βρύση·
«Βάλτε φωτιά στ’ Αλάμπεην στον έρημό του κούλα.»
Κι Αλάμπεης σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
10 Το άτι του εγύρευε, στον Νούρκα για να πάγει.
«Τι λες Νούρκα, να κάμομε, τι λες Νούρκα, να γένει;
Αλάμπεης προσκύνησε στον καπετάν Γιωργάκην,
Έβγα και συ μπρε Νούρκα μου, έβγα να προσκυνήσεις.»
«Δεν είμαι κόρη, για να βγω, να βγω να προσκυνήσω·
15 Γιουρούσι κάνω, για να βγω.»
CCXXXIII. (233) Η ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ

Faur. II, 58. Ζαμπ. 636, 48. Ναυπλ. 37., 1821.

Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
Όταν για την Τριπολιτσά ξεκίνησε ο Κιαμίλης.
Νύκτα σελώνει τ' άλογο, νύχτ’ το καλιγώνει·
Και μες τον δρόμο τον Θεό παρακαλεί και λέγει·
5 «Θεέ μ', εκεί τους προεστούς κι εκεί τους δεσποτάδες
Να βρω, μη στο κεφάλι τους πάρουνε τους ραγιάδες,
Να μη σηκώσουν άρματα και πάγουν με τους Κλέφτες.»
Σαν έφθασε, είχαν οι Γραικοί το κάστρο πλακωμένο,
Τους Τούρκους κλείσανε στενά, βαριά τους πολεμούσαν·
10 Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι·
«Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
Να σε χαρίσω τη ζωήν, εσέ και τα παιδιά σου,
Εσέ και τα χαρέμια σου κι όλη τη γενεά σου.»
«Μετά χαράς σας, Έλληνες κι εσείς Καπεταναίοι,
15 Ευθύς να προσκυνήσομε στους Κολοκοτρωναίους».
Μπουλούκμπασης εφώναξεν απάν’ από την τάπια·
«Δεν προσκυνούμεν, άπιστοι, σ’ εσάς βρωμοραγιάδες·
«Έχομε κάστρα δυνατά και βασιλιά στην Πόλη·
Έχομ' ασκέρι ξακουστό και Τούρκους παλικάρια·
20 Που τρώνε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
Και δεκαπέντε στ' άλογο, διπλούς στο μετερίζι.»
«Τώρα να δγείτ', εφώναξε τότ' ο Κολοκοτρώνης·
Να δγείτ' Ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια,
Πώς πολεμούν οι Έλληνες, πώς πελεκούν τους Τούρκους.»
25 Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μ' είχε φέξει,
Έβαλαν οι Γραικοί βουλή το κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί πηδήσανε κι μπήκαν σαν πετρίτες,
Κι άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρίαν.
30 Κολοκοτρώνης φώναξεν απ' τ' Αϊ-Γιωργιού την πόρτα·
«Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας·
Βάλετε την Τουρκιάν μπροστά, σαν πρόβατα στη μάντρα.»
Τους πήγαν και τους έκλεισαν στην τάμπια τη μεγάλη.
Απολογάτ’ ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνη·
35 «Κάμε ινσάφι στην Τουρκιά, κόψε, μόν' άφσε κι όλας.»
«Τι τσαμπουνάς βρωμότουρκε; τι λες παλιομουρτάτη;
«Ινσάφι έκαμες εσύ στην πικρή τη Βοστίτσα,
«Οπόσφαξες τ' αδέλφια μας κι όλους τους εδικούς μας;»
CCXXXIV. (234) Ο ΔΙΑΚΟΣ.

Faur. II, 33. Ζαμπ. 632, 44. Kind. Anth. 4. cfr. Mullach Gramm. 253., 1821.

Τρία πουλάκια κάθουνταν στου Διάκου το ταμπούρι.
Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογά και λέγει·
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα·
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;»
«Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης·
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.»
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη·
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει·
10 «Το στράτεμα μου μάζωξε, μάσε τα παλικάρια,
Δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τες φούχτες·
Και γλήγορα, να πιάσομε κάτω στην Αλαμάνα,
Που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τα 'λαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
15 Στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια·
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε·
Σταθείτ' αντρειά, σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε»!
Εκείνοι φοβηθήκανε κι εσκόρπισαν στους λόγγους,
Έμειν' ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
20 Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια,
Σέρνει και το 'λαφρό σπαθί και στη φωτιά χουμάει.
Έκοψε Τούρκους άπειρους κι εφτά μπουλουκπασήδες.
Και το σπαθί του σχίστηκεν απάνου από τη φούχτα,
25 Κι έπεσε ο Διάκος ζωντανός εις των εχτρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν από μπρος και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βριόνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα·
«Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν' αφήσεις;»
30 Κι εκείνος τ' απεκρίθηκε και με θυμό του λέγει·
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες, να χαθείτε!»
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θα ν' πεθάνω,
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουντιέδες,
Μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
35 Όσο να φθάσει ο Οδυσσεύς κι ο Βάγιας ο Θανάσης».
Σαν τ’ άκουσ' ο Χαλίλμπεης, αφρίζει και φωνάζει·
«Χίλια πουγκιά σας δίνω 'γώ κι ακόμα πεντακόσια,
Τον Διάκον να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτην·
Γιατί θα σβήσει την Τουρκιά κι όλο μας το ντεβλέτι».
40 Τον Διάκον τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν,
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
Την πίστιν τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες·
«Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη·
Ας είν' καλά ο Οδυσσεύς κι ο Καπετάν Νικήτας,
Αυτοί θα φάνε την Τουρκιά, θα κάψουν το Δεβλέτι».
CCXXXV. (235) Ο ΔΙΑΚΟΣ

Ζαμπ. 631, 43. Τ. 381. 1821.

Τρία πουλάκια κάθουνταν κάτω στην Αλαμάνα,
Το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
Σήκω να φύγεις, Διάκο μου, στη Λειβαδιά να πάμε·
5 Μας πλάκωσεν Ομέρ πασάς, Ομέρ μπέης Βρυώνης.»
«Ας έρθ' αν θέλ' ο κερατάς κι ας φανιστεί μουρτάτης,
Τώρα να δγει τον πόλεμο κι αρματολών τουφέκια,
Να δγει του Διάκου το σπαθί πως παίζει μες στο αίμα.»
Ξανάρχισαν τον πόλεμον απ’ το ταχ' ως το βράδυ,
10 Αφήκαν τα τουφέκια τους κι εβγάλαν τα σπαθιά τους·
Κι ερίχτηκαν μες στην Τουρκιά σαν τα άγρια τα λιοντάρια.
Μετριόντ' οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες·
Μετριόνται κι οι αρματολοί και λείπουν τρεις λεβέντες·
Κάνε σε γάμο λείπουνε, κάνε σε πανηγύρι.
15 Ο Διάκος τότε φώναξεν, όσο κι αν εδυνήθη·
«Πού 'σαι, Βασίλη μ' αδερφέ και Γούρ' αγαπημένε;
Το αίμα τους να πάρετε απ’ τον Ομέρ Βρυώνη,
Κι ως τόσο φέρτε τον σταυρόν όλοι ν' ανασπαστούμε.»
CCXXXVI. (236) Ο ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ
U. 1822.

Αρβανίτες παινεμένοι
Πού 'ν’ Αλή πασάς, καημένοι;
Που 'ταν απ’ το Τεπελένι
Κι άλλος τέτοιος δεν τα γένει.
5 Όλου του ντουνιά λιτάρι,
Της Αρβανιτιάς καμάρι
Και της Ρούμελης νταϊάκι. 2
CCXXXVII. (237) Ο ΚΙΑΜΙΛ ΜΠΕΗΣ

Faur. II, 61. Ζαμπ. 634, 46. Ναυπλ. 39., 1822.

Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια
Πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα·
Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίουν κι Εμιροπούλες,
Κλαίει και μια χανούμισσα, τον δόλιο τον Κιαμίλη·
5 «Αχ! Πού 'σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμέν' αφέντη;
Ήσουν κολόνα στον Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
Ήσουν και στην Τριπολιτσά θεμελιωμένος πύργος.
Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι κι ουδέ μέσ' τα σαράγια·
Ένας παπάς σου τα 'καψε τα έρμα τα παλάτια.
10 Κλαίουν τ' αχούρια γι’ άλογα και τα τσαμιά γι’ αγάδες·
Κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιο της τον άντρα·
Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς ραγιάδων.»
CCXXXVΙII. (238) ΟΙ KOΛOKOTPΩNAIOI

Σχιν. 1822.

Πολλή μαυρίλα φαίνετ' απ’ τους Κολοκοτρωναίους,
Όταν πάνε στην εκκλησιά, να παν να προσκυνήσουν
Mε τα σπαθιά τους τα χρυσά, τα πόσια τα σημένια.
Να κι ο Γιαννάκης μίλησε και του Γιωργάκη λέγει·
5 «Τούτα τα ζεύκια πόχομε σε λύπη θα μας έρθει.»
Τ’ είναι, Γιαννάκ', αυτά που λες και τ’ είν' αυτά που κρένεις;
Ποτέ δεν επατήθηκεν ο πύργος της Λαρίσσας,
Γιατ' έχει άντρας δυνατούς και πολλ' αντρειωμένους.»
Μιλεί το καραούλι τους και λέγ' των αλλωνώνε·
10 Πολλή μαυρίλα φαίνεται κάτω στον μέγα λάκκο,
Παιδιά χαζιρευθήκετε, πιάστε τα μετερίζια·
Τι σήμερ' είναι πόλεμος, σήμερα θα χαθούμε.»
CCXXXIX. (239) ΤΟ ΑΝΑΠΛΙ

Ναυπλ. p. 44. Μ. I. p. 100., 1822.

Τρεις Τουρκοπούλες κάθουνται στου Αναπλιού την πόρτα,
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν
«Τ' είν' το κακό που γίνεται τον φετενόν τον χρόνο,
Που κίνησε μια κλεφτουριά μ' αυτούνους τους Σπαρτιάνους,
5 Κι έκαμαν όλην την Τουρκιά κι εκλείστη μες στα κάστρα,
Το κρίμα να 'χ' ο βασιλιάς και τ' άδικ' ο βεζίρης,
Που δε μας στέλνουν ζαχιρέ να πολεμούν τα κάστρα.»
«Μπρε Ανάπλι, για δε χαίρεσαι; για δε βαρείς παιγνίδια;»
«Και τι καλό 'χω να χαρώ και να βαρώ παιγνίδια;
10 Στεριάς με δέρν' ο Πρίγκιπας, πελάγ' η Μπουμπουλίνα,
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή και μπόμπες σαν χαλάζι,
Πέφτουν τα λιανοτούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.»
«Ανάπλι, δώσ’ τα κλειδιά, Ανάπλι, παραδώσου.»
«Πώς να τα δώσω τα κλειδιά και πως να παραδώσω;
15 Που μέν' μεντάτι πλάκωσε στεριάς και του πελάγου.
Φρεγάδες δεκατέσσαρες μαζί μ' οκτώ ντελίνια,
Στεριάς ασκέρι δυνατό, χιλιάδες εβδομήντα,
Επτά πασάδες έρχονται για να μ' ελευθερώσουν,
Να κάψουν χώρες και χωριά, να κλάψουνε μανάδες,
20 Να ερημάξουν τον Μοριά, να σφάξουνε τους κλέφτες,
Να διώξουν τη Μανιατουριά κι οι Τούρκοι να γλιτώσουν.»
«Ανάπλι δώσε τα κλειδιά, Ανάπλι παραδώσου.
Και να που απελπίστηκες και από το μεντάτι.»
«Πώς να τα δώσω τα κλειδιά και πώς να παραδώσω;
25 Που 'γώ 'μ' Ανάπλι ξακουστό κι Ανάπλι παινεμένο,
Στην Πόλη και στη Βενετιά μ' έχουν ζωγραφισμένο.»

CCXL. (240) ΤΟ ΑΝΑΠΛΙ

Ζαμπ. 640, 53., 1822.

«Ανάπλι, τι δε χαίρεσαι και δε βαρείς παιγνίδι;»
«Σαν πώς μου λες να χαίρομαι και να βαρώ παιγνίδι,
Οπού 'μαι Ανάπλι ξακουστό κι Ανάπλι παινεμένο,
Πόχω τα τόπια για χαρά, τουφέκια για παιγνίδι,
5 Και συ με θέλεις για ραγιά, με θες χαρατσωμένο;»
«Ανάπλι, δώσ’ τα τα κλειδιά, Ανάπλι, παραδώσου,
Γιατί όσο αίμα κι αν χυθεί θα το 'χεις στον λαιμό σου.»
«Δεν παραδίνω 'γώ κλειδιά και δεν έχω χαμπέρι·
Στο Παλαμήδι κρέμονται και σύρε να τα πάρεις!»
CCXLΙ. (241) ΤΟ ΑΝΑΠΛΙ

Ευλ. 36., 1822

«Ανάπλι, τι δε χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια;
Που σ’ είσ’ Ανάπλι ξακουστό κι Ανάπλι ξακουσμένο,
Στην Πόλη και στη Βενετιά και σ’ όλη την Ευρώπη.»
«Σαν πώς μου λέτε να χαρώ και να βαρώ παιγνίδια;
5 Που μένα μ’ αποκλείσανε στεριάς και του πελάγου;
Πέφτουν οι μπόμπες σα βροχή, τα τόπια σα χαλάζι,
Πέφτουν τα λιανοτούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης»

CCXLΙΙ. (242) ΤΟ ΑΝΑΠΛΙ

Sand. p. 2. Μ. I p. 104., 1822.

Ποτέ δεν εθυμόμουνε τον Μάη να χιονίζει,
Τον Μάη και τον Θεριστή κι όλον τον Αλωνάρη.
Σημάδι' είν' απ’ τον ούρανον· μια βούλ' απ’ τον βεζίρη·
Τουρκομανιά μαζώνεται στ’ Ανάπλι για να πάγει.
«Μπρε Ανάπλι μου δε χαίρεσαι και δε βαρείς παιγνίδια;»
«Και τι χαρά 'χω να χαρώ, παιγνίδια να βαρέσω;»
«Μπρε Ανάπλι δώσ’ τα τα κλειδιά, μπρε Ανάπλι παραδώσου.»
«Και πώς να δώσω τα κλειδιά, πώς να τα παραδώσω·
Ήμουν στην Πόλη ξακουστό και στον Μοριά κολόνα,
Και τώρα μ' αποκλείσανε στεριά κι από πελάγου.»
CCXLIII. (243) Ο ΠΥΡΓΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ

Ζαμπ. 706, 143, (1822-1826;) πλ.

Εμαραθήκαν τα βουνά, μαράθηκαν κι οι κάμποι,
Μαράθηκεν η Καστανιά, ο Πύργος της Καστάνιας,
Που 'χε τους κλέφτες τους πολλούς τους Κολοκοτρωναίους,
Που πήγαιναν στην εκκλησιά τ' ασήμι φορτωμένοι,
5 Τ' ασήμι και το μάλαμα και τα σπαθιά ζωσμένα,
Κι εβγαίναν κι εκουβέντιαζαν της Εκκλησιάς στην πόρτα·
Κι ο Κωσταντής τούς έλεγε κι ο Κωσταντής τούς λέγει·
«Τούτ' η χαρά πο’ 'χομε μεις, θε να μας φέρει λύπη·
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
10 Κι εκάηκε το πόσι μου κι η φούντα του σπαθιού μου,
Το πόσι μ’, η γυναίκα μου, τα μαύρα τα παιδιά μου.
Τούτ' η χαρά πόχομε εμείς θε να μας φέρει λύπη.»
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος και τον τσακάν τα γέλια·
«Τι λες, κουμπάρε Κωσταντή και συ Κολοκοτρώνη;
15 Ποτέ δεν επατήθηκεν ο Πύργος της Καστάνιας,
Μάιτε πρωτά, μάιτε στερνά, μάιτε τωρά πατιέται·
Μόν’ βγάλτε τα μπαϊράκια σας και στήστε τα στον πύργο,
Να βλέπει ο καπεντάμπασας με τους Γαννιτσαραίους.»
CCXLIV. (244) ΓΛΗΜΗΔΗΣ ΑΛΗΣ

Pashl. I, 110. 1822, ΣΦΑΚΙΑ. ΚΡΗΤΗ.

Άνθρωπος δεν ευρέθηκε να μάθει την αλήθεια,
Ο κουμαντάντης στον Λουτρό αν έχει κρίνει δίκαια.
Μα ένα φιρμάν' έστειλε στην μπάντα του Ριθύμνου,
Να πιάσουν τον Γλημήδ' Αλή, τον άντρα του πολέμου.
5 Και σύρνει το μαχαίρι του κοντά τώνι σιμώνει·
Και κινούντ’ όλ' απάνω του ωσάν το χελιδόνι.
Εις Σφακιανός εχύθηκε ωσάν το περιστέρι,
Κι έκοψε το κεφάλι του με το δεξιό του χέρι,
Έκοψε το κεφάλι του τ' Αλή του Γλημηδάκη
10 Και βάστα το στη χέρα του ωσάν το μπαϊράκι.
Μα του Γλημήδ' η κεφαλή η πολύ παινεμένη
Του Ρούσου την επήγασαν στο αίμα κυλισμένη.
Βγάνει και δυο βενετικά, μπαχσήσι 3 των τα δίδει,
Διατί τον εσκοτώσασι αυτόνι τον Γλημήδη,
15 Διατ' έκαψε πολλές καρδιές κι ακόμ' ήθελε κάψει·
Απού να βγουν τα μάτια του, 'που θέλει τόνι κράψει·
Γλημήδη το κεφάλι σου απού θέλε νταϊαντίσει
Στο Ρίθυμνο και στα Χανιά να βγει να πολεμήσει·
«Γλημήδη το κεφάλι σου που 'βανες τα τσιζέκια, 4
20 Τώρα το 'χουν οι Σφακιανοί σημάδι στα τουφέκια,
Τρομαζωχτείτε στο γιαμμί Τούρκοι και Γιανιτσάροι
Να δγείτε τον Γλημήδ' Αλή τ' όμορφο παλικάρι.»
CCXLV. (245) ΜΠΟΥΖΟ ΜΑΡΚΟΣ

Pashl. I, 78., 1822-23. ΣΦΑΚΙΑ, ΚΡΗΤΗ.

Τρεις αντρειωμένοι πορπατούν την Κρήτην την καημένη,
Σαν εξαδέρφοι κι αδερφοί, σα φίροι πιστευμένοι.
Σαν ήσαν από μια κοιλιά, σα φάγα ένα γάρα,
Έτσι αγαπηθήκανι περίσσια και μεγάραμεγάρα.
5 Τον ένα λέγα Ξεπαπά, τον άρρο Μπούζο Μάρκο
Κι ο καπιτάνι Παναγής απού φυράγει στο κάστρο.
Μα αυτοί αποφασίσανι (την) Γραμπούσα να πατήσουν,
Και στη Γραμπούσα της Τουρκιάς ένα να μην αφήσουν.
Ο Μπούζο Μάρκος έβγανε πρώτος εις το μπεντένι 5
10 Κι εφτά νομάτους έκοψε μόνο με το μαχαίρι.
«Μα αλλάσθ' απάνω μπρε παιδιά στους Τούρκους να γιουργιάρω,
Διατί δε βγαίνω 'γώ 'π' εδά όξω και ν' απεθάνω.

Ο πρώτος ο σκοτώθηκεν ήτον ο Μπούζο Μάρκος
15 ...
Μ' έπειτας εσκοτώθηκαν οι τρεις καπιτανέοι.
CCLXVLΙ. (246) ΘΕΟΔΩΡΟΣ

Pashl. 165 sq. 1822-23. ΣΦΑΚΙΑ, ΚΡΗΤΗ.

Ο κουμαντάντης του 'στειλε μια διαταγή γραμμένη,
Τούρκος να μη 'πομείνει πλιον σ' όλη την οικουμένην.
Η μάνα του τον μήνυσε καρά να πολεμήσει,
Των Αρναούτων 6 τ’ άλογα κανένα μην αφήσει·
5 Στο Σερβιλί κατέβηκε κι έστασε τα τσαντίρια,
Στο Γάζι εκατέβηκε κι έπαιξαν τα παιγνίδια.
Πορρούς Τούρκους εσκότωσεν ο φοβεραγιασμένος,
Μα ήτον η Τουρκιά πορρή κι εκείνος κουρασμένος.
«Οι Μυλοποταμίται μας πόρρ' είναι σαν τα δάση,
10 Λημερινούς να τσ' απαντάς, φεύγουνι σα βραδιάσει.
Καιεμένοι πάρτ' τα Ανοιανοί κι έτι οι Χρουσανιώται,
Που πολεμάτε με την Τουρκιά ωσάν κι οι Λακιώται.
Ώφου καιεμένε μ' αδερφέ, διατί να σ' αποβγάρω;
Να μη βοηθήξεις επ' εδά, να πάρω ένα ζάρο; 7
15 Ώφου καιεμένε μου δερφέ, να 'θελες το κατέχει,
Πως σήμερον σκοτώθηκα· χαμπέρ' εσύ δεν το 'χεις.
Χαιρτάτε μου τση Σφακιανούς κι όρα τα παλικάρια
Και πε τση όπως μου κάμασιν οι Αρναούται μάγια.»
CCXLVII. (247) Ο ΤΖΕΛΕΠΗΣ

Pashl. II, 131. 1822-23. ΣΦΑΚΙΑ, ΚΡΗΤΗ.

Νάχει βουλίσ' η Κυριακή και να ραιίσ' η Τρίτη,
Όντεν εκειός ο Τσελεπής ήλθε να πολεμήσει.
Και τον Γαούρη γύρευγε εις του σταυρού το σπίθι
Και το κανόνι του 'συρνε να τώνι πολεμήσει.
5 Το μαχαιράκι του 'συρε το δώμα να τρυπήσει,
Να τώνι βάνει και φωθιά κι όλους να τση κεντήσει.
Το Ζουναλάκη του 'παιξε και του 'στεκε τσελέκι,
Για τι τούτηνι ξάμωσε και Τσελεπής στο μπέτι.
Στο μπέτι του την ξάμωσε, στο στόμα του τη βάνει
10 Και τότες εφωνάξενι ο Τσελεπής, αμάνι.
«Σήκωσ' απάνω Τσελεπής να κάμομε γερούσι,
Μπορετό να πορίσουσι από το σπίθ' οι Τούρκοι·
Και παούν να τόνι θάψουνι στων Σφακιανών τη χώρα,
Διατί το 'λεγαν Τσελεπή κι ήτον κι ωσάν η βιόλα.
15 Κι αργά ωσάν εμούδισε, πορίζουνι κι οι Τούρκοι,
Δεν ξεύρουνι τον Τσελεπή πως είν' στο ταμπούτι.»
CCXLVIII. (248) ΘΟΔΩΡΑΚΗΣ ΓΡΙΒΑΣ

U., 1823.

Τ’ είν' το κακό που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη
Στη μέση στο Ξερόμερο, στην κάτοχη στη χώρα;
Τον Θοδωράκη κλείσανε τα πέντε βιλαέτια,
Ήρθ' ο Μακρής απ’ τον Ζυγό κι ο Πισιλίς ατός του,
5 Ήρθεν και από τ' Άγραφα ατός ο Καραϊσκάκης,
Ήρθε κι από τη Βόνιτσα ατός ο Βλαχοτσόγκας,
Ήρθε κι ο Μάρκο Μπότσαρης με χίλιους πεντακόσους.
Τον Θοδωράκη πολεμούν τα πέντε βιλαέτια.
Κι έλεγε· είχε τα υφά ατούς τους Βαρνακιώτας,
10 Κι αυτόνε τον παράμησαν με δεκαφτά νομάτους
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Και Βλαχοτσόγκας φώναξε από το μοναστήρι·
«Βάλτε φωτιά και κάψετε τον Θοδωράκη Γρίβα·
Μπαχ, και τον πιάσομ' ζωντανό, κομμάτια να τον φάμε.»
15 Κι ο Θοδωράκη φώναξε με το σπαθί στα χέρια·
«Τι λες ατού Παλιόβλαχε, μωρέ Παλιογουρνάρη,
Εμέ με λένε Θόδωρη, με λένε γιο του Γρίβα,
Έβγα με δεκατέσσαρους κι εγώ με τον Αράπη.»
Κι ο Τσόγκας τ' αποκρίθηκε κι ο Τσόγκας του φωνάζει·
20 «Δεν βγαίνω 'γώ στον πόλεμο με σένα Θοδωράκη,
Μα θα σε κάψω ζωντανό με το πολύ τ' ασκέρι.»
Και τη φωτιά του βάλανε από το μεσημέρι.
Κι ο ήλιος εβασίλεψε κι ο ήλιος βασιλεύει·
Κι ο Θοδωράκης φώναξε κι ο Θοδωράκης λέγει·
25 «Χαζιρευθείτε μπρε παιδιά να κάμομε γιουρούσι.»
Και το σπαθί του έβγαλε και τον σταυρό του κάνει,
Και μες στη μέση πέρασε απ’ ούλα τους τ' ασκέρια.
Τριάντα τους πελέκησε και τ' άνοιξεν τον δρόμο,
Κι ο Θοδωράκης γλίτωσε με μια πληγή στο χέρι.
30 Κι Αντρέας τον καρτέρεσε με τον Κίτσο Τσαβέλα·
«Καλώς τόνε τον αρχηγόν τον Θοδωράκη Γρίβα,
Εμείς μεντάτ' ερχόμεθα, βοήθεια για να λάβεις
Κι ερχόμασταν μ' απόφασιν για να χαθούμε όλοι.»
Κι ο Θοδωράκης τους φιλεί και τους σφιχταγκαλιάζει·
35 «Εγώ πολύ σας χαριστώ, πορχόσασταν μεντάτι,
Με μένα φύλαξε ο Θιος και γλίτωσα ατός μου
Και σκότωσα κι αφάνισα κι έκοψα τους εχτρούς μου.»
CCXLVIII a. (248 α) Ο MIAΟΥΛΗΣ

Μ. I, 138. 1823.

Εις του Γέροντα τον κάβο
Καραντί 8 κάνει μεγάλο.
Μια φεργάδα βόλτα,
Φοβερίζει τα μπουρλότα.
5 Μπουρλότο της 'μολήσανε,
Στην πρύμνη, πλην το σβήσανε.
Άλλο ένα της μολάρουν
Και στην μπάντα την τακάρουν· 9
Επήρ' ο τζιμπχανές 10 φωτιά,
10 Και φοβήθηκαν τα σκυλιά.
Μπρ' απόψε θα μας κάψουνε,
Και σκλάβους θα μας πιάσουνε.
Χάιντε γεια σου μώρ' ναβέτα, 11
Που 'καμες τες μπάλες νέτα.
15 Να 'ταν δυο σαν τον Μιαούλη,
Καίγαν την αρμάδα ούλη.
Να 'ταν άλλη μια ναβέτα,
Κάναν την αρμάδα νέτα.
CCXLIX. (249) ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

U. 1823. a. d. III. Id. Aug.

Καλ' ήσουν Μάρκε στον γιαλό, καλά στο Μισολόγγι,
Καλ' έτρωγες, καλ' έπινες, καλ' έχτενες το κάστρο.
Στο Καρπενήσι τ' ήθελες να πας, να πολεμήσεις.
Μαύρα χαμπέρια σου 'φεραν από το Καρπενήσι,
5 «Να βγεις, Μάρκο μου, γλήγορα μ' όσους κι αν ημπορέσεις
Να πιάσεις την Τατάραινα, να πιάσεις τα γεφύρια.»
Κι ο Μάρκος εξεκίνησε με χίλιους πεντακόσιους
Κι εβγήκε στην Τατάραινα κι έπιασε τα γεφυρια.
Πιάνει κι αλλάζει γράμματα με τους καπεταναίους,
10 Οι Τούρκοι πούθε κάμανε κι αυτοίν' οι Σκοντραλίδες.
Ο Καραϊσκάκης του 'γραψε και τόνε χαιρετάει·
«Σε χαιρετάω, Μάρκο μου, και σου φιλώ τα μάτια.
Αν ερωτάς για την Τουρκιά 'γώ να σου φανερώσω.
Στον Μαραθιά έχουν τ' ορντί κι εκ' έχουν τα τσαντίρια.»
15 Και του τζαούση τ' έκραξε και τους μπουλουκμπασήδες·
«Τζαούση, μοίρασ' το ψωμί και μοίρασ' τα φυσέκια.
Παιδιά θα κάμω πόλεμο τ' αντέτι των Σουλιώτων.
Στας πέντε ώρας της νυχτός θ' ανοίξω το τουφέκι,
Θέλω πασάδες ζωντανούς και μπέικα κεφάλια
20 Κι αυτόν τον Σκόντρα τον πασά ατός μου θα τον πάρω.»
Πρωί γιουρούσι έκαμε κι εμπήκε στα τσαντίρια
Και Τούρκικα τους φώναξε και λέγει των συντρόφων·
«Τουφέκι να μη ρίξετε, τουφέκι να μη πέσει.
Τ' ακονισμένα σας σπαθιά· να κόψομε τους Τούρκους.»
25 Κι οι Τούρκοι τότ' εσκούζανε κι ένας τον άλλο λένε.
«Τ’ είν' το κακό που γίνεται απόψ' αυτή τη νύχτα;»
Κι ο Μάρκος τους εφώναξε και Τούρκικα τους λέγει·
«Γιαγκίνι 12 γίνεται παιδιά απόψ' αυτή τη νύχτα.»
Δέκα τσαντίρια έκαψε, πασά μεσά δεν ηύρε.
30 Κι ο Μάρκος εβαρέθηκε κι ο Μάρκος ελαβώθη,
Κι η συντροφιά τον πήρανε, τον έβγαλαν στη ράχη.
CCL. (250) ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

Ζαμπ. 644, 57. 1823. a. d. III. Id. Aug.

«Τ' είναι τούτα τα κλάματα κι αυτά τα μοιρολόγια,
Κύριε μου τι να γίνηκε στο δόλιο Μισολόγγι;»
«Τούτα τα κλάματα ρωτάς κι αυτά τα μοιρολόγια;
Γι' αυτόν τον Μάρκο γένονται τον ελευθερωτή μας.»
5 Όσοι Ρωμιοί κι αν το 'μαθαν κι όσοι τ' αφουκραστήκαν,
Όλοι στα μαύρα μπήκανε, τα μελανά φορέσαν.
Κίτσος Τσαβέλας φώναξε και τους παρηγορούσε·
«Παιδιά μου, μην πικραίνεστε και μας πλακώσ' αρρώστια,
Και να μας ζήσ' ο Κωσταντάς κι ο υιός του καπετάνιου,
10 Πρώτο να τόνε κάμομε σαν που 'χαμε τον Μάρκο.
Έτσι το 'χ' η πατρίδα μας, έτσι το Σούλι το 'χει,
Από τουφέκι και σπαθί κανείς να μη γλιτώσει.
Καθώς κι οι πατεράδες μας, έτσι κι εμείς να πάμε.»
CCLI (251) ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

Kind Neugr. Poes. 10. Eunom. ΙΙΙ, 24. Μ. Ι, 110. 1823. a. d. III. Id. Aug.

Τρία πουλάκια κάθουνταν πέρα στα λιβαδάκια,
Από βραδύ μοιρολογούν και την αυγή φωνάζουν.
«Παιδιά μου, Σκόντρας πλάκωσε με δύναμιν μεγάλη·
Φέρει τον Τσέλαδιν μπέη, φέρει τον Νιαγιάφα,
5 Τον Νικοθέα το σκυλί τον χριστιανομάχο.»
Αυτός δε στέλνει γράμματα προς τους καπιτανέους·
«Τώρα να προσκυνήσετε, για να σας συμπαθήσω,
Θέλω τον Μάρκο Μπότσαρη δεμένο να τον φέρτε,
Για να τον στείλω ζωντανόν στον βασιλιά στην πόλη.»
10 Ο Μάρκος όταν τ' άκουσε, το μούστακό του στρέφει,
Τον Λάμπρο Βέκκο ομιλεί, κρυφά τον συμβουλεύει·
«Λάμπρε, μάζεψε τα παιδιά, τα πρώτα παλικάρια,
Το βράδυ θε να φύγομε, στο Καρπενήσ' να πάμε.»
Στο Καρπενήσι πέζεψεν άνω στα λιβαδάκια,
15 Τα παλικάρι' ερμήνευε, στέκει και τα διατάζει·
«Παιδιά, να πολεμήσομε τον Σκόντρα δεν μπορούμε·
Μόνον ορμήν ας κάμομε, κι ας είμεθα κι ολίγοι.»
Διακόσιοι διαλεχτήκανε με τα σπαθιά στο χέρι·
Πικρήν ορμή κατέφεραν στου Σκόντρα το τσαντίρι,
20 Χίλιους διακόσιους έκοψαν χωρίς τους λαβωμένους.
Ένας Λατίνος το σκυλί το χέρ' που να του πέσει,
Πικρό τουφέκι έριψεν στου Μάρκου το κεφάλι.
Ψιλή φωνή ανέδωκεν, όσον κι αν εδυνήθη·
«Πού 'σαι, μπρε Κώστα μ' αδελφέ; τον πόλεμο μη πάψεις.
25 Σουλιώται, μη με κλάψετε, μη μαυροφορεθείτε,
Ότι με κλαίει όλ' η Ελλάς, κλαίει όλο το γένος.
Γράψετε στη γυναίκα μου, τη δυστυχή γυναίκα,
Οπού 'ναι μέσα στη Φραγκιά, Αγκώνα μες στην πόλη,
Έννοιαν να μ' έχει το παιδί, γράμματα να το μάθει.»
CCLII. (252) ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

Τ. 432. 1823. a. d. III. Id. Aug.

To ακούει η μαύρη γη, τρεις χρόνους δε χορτιάζει,
Το ακούνε και τα βουνά κι εκείνα ραϊστήκαν,
Το ακούει κι ο ουρανός, τρεις χρόνους δε σταλάζει·
Ο Μάρκος εσκοτώθηκε κι εσκότωσε και χίλιους.
UCLIII. (253) ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ

Kind. Eunom. 28. 1823.

Ένα πουλί ναστέναξε μες στον άγιον Νικόλα,
Κι εμαρανθήκαν τα κλαδιά, όλα τα περιβόλια,
Στους κάμπους όπ' ακούστηκε, μαράνθησαν τα χόρτα.
Τ' άκουσαν και δυο Έλληνες, δυο Ανατολικιώται.
5 «Τ’ έχεις πουλάκι μου και κλαις στον ήλιον και μαδιέσαι;»
«Αντιπροχτές εδιάβαινον από το Καρπενήσι,
Ήκουσα, να συνομιλούν στου Σκόντρα το τσαντίρι,
Κι ελέγανε στο σύμβουλι το κάτω το χαμπέρι·
Ο Μάρκος εσκοτώθηκεν, μα έσφαξε χιλίους.»
10 Ο Σκόντρας όταν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνη,
Ευθύς το άτι ζήτησε, να το καβαλικέψει.
«Άιντε να πάμ', ασκέρι μου, στο έρημο Βραχώρι.»
Εβγήκαν και ξεπέζεψαν μες στης Γουριάς τον κάμπο,
Έστησαν τα τσαντίρια των, έδεσαν τ άλογά των,
15 Κι ήρθανε, για να πολεμούν τους Ανατολικιώτας.
Σκοτώθη κι ένας μπιμπασής, ο πρώτος σερασκέρης·
Κι ο Σκόντρας όταν το 'μαθε, πολύ του κακοφάνη.
Τον Τσέλαδι μπέην έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει,
Να δώσει λόγον στον Μοριάν, στης Πάτρας το καστέλι,
20 Να βγάλουν τόπια τρομερά και μπόμπας τρομασμένας,
Να πάρουν τ' Ανατολικό κι αυτό το Μισολόγγι.
Ομέρ πασάς εφώναξεν από τον Αϊ-Θανάση·
«Τι λες αυτού, μπρε Σκόντρα μου, και συ παλιοχαϊντούτης;
Εδώ δεν είν' το Βίδινι ουδέ το σερασκέρι·
25 Εδώ το λέγουν Κάρελι, έχει καπετανέους,
Είν' ο Μακρής απ’ τον Ζυγό κι ο Τσόγκας από πέρα,
Είναι κι ο Κώστας Μπότσαρης ο αδελφός του Μάρκου·
Όταν εβγάλουν το σπαθί, σηκώσουν το τουφέκι,
Πρόσθεν Τούρκος δε φαίνεται.»
CCLIV. (254) ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ

Ζαμπ. 650, 65. Μ. Ι, 186. 1824.

Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Διαβάτ' από τη Λειβαδιά και σύρτε στη Βελίτσα·
Κι εκεί ν' ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
Ν' ακούστε την Ανδρούτσαινα τη μάνα του Δυσσέα,
5 Πώς σκούζει, πώς μοιρολογά και σαν τρυγόνι κλαίει.
Σαν περδικούλα θλίβεται και σαν παπί μαδιέται,
Σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζ’ η φορεσιά της.
«Δεν σ' του 'πα 'γώ Δυσσέα μου, δε σ' του 'πα 'γώ παιδί μου,
Με τη βουλή μην πιάνεσαι με τους καλαμαράδες;
19 Κάνουν τον Γούρα κεχαγιά και τον Νικόλα πρώτο.»
CCLIV a. (254 α) Η ΣΑΜΟΣ

Μ. Ι. 160 sqq. 1824.

Στα χίλια οκτακόσια και στα είκοσι τρία
Τοπάλ πασά του κάμανε ότι του κάνει χρεία.
Στην κάτσα 13 τον εβάλανε τα Ελληνικά καράβια,
Και τρεις φεργάδες του 'καψαν μέσα στα νταπογάζια. 14
5 Πέντε φεργάδες έβαλε στην κάτσα η ναβέτα,
Κι ο καπετάνος έστεκε πάνω στα φυλαρέτα. 15
Ανάργυρος εφώναξε με την τρόμπα μαρίνα· 16
«Καρδιά να κάμετε παιδιά, θα μπούμε μες στη λίνια.» 17
Οι Τούρκοι σαν τους είδανε πως παν με την καρδιά των,
10 Αρχίνισαν και έχαναν όλοι τα λογικά των.
Τον Μωχαμέτ' εφώναζαν για να τους βοηθήσει,
Ο ντουνανμάς 18 να μην χαθεί εις το Γαϊδουρονήσι.
Τοπάλ πασάς ετράβηξε τα φοβερά ζιαρέτια, 19
Τον στόλον του εφώναξε να κάμουνε κουβέντα.
15 Τον ριάλα 20 εκιαμάρισε 21 για να τον συμβουλέψει,
Τ' ασκέρι πόχει στην ξηράν να μη το ρεμπελέψει. 22
Τ' ασκέρι του εσκόρπισε πλέον δε το μαζώνει.
Ο ντουνανμάς πάγει στην Κω, πάγει και ξαρματώνει.
CCLV. (255) ΤΟ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ

Τ. 432. 1825.

Να 'μουν πουλί να πέταγα να πήγαινα του ψήλου,
Ν' αγνάντευα από μακριά το δόλιο Μισολόγγι,
Σαν πολεμούν οι Έλληνες με Τούρκους, με πασάδες.
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή κι οι μπόμπες σαν χαλάζι
5 Κι αυτά τα λιανοτούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης·
Ομέρ πασάς εφώναξε τον Μάρκο και του λέγει·
«Μάρκο να φέρνεις τα κλειδιά και τ' άρματά σας όλα.
Κι έλα μ' εμέ στη Ρούμελη να γένεις καπετάνος.
Στην Πόλη γράφω πάραυτα φερμάνι να σου φέρνουν.»
10 Κι ο Μάρκος του 'ποκρίθηκεν· «Ομέρ πασά τι λέγεις;
Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, εδώ δεν είν' η Άρτα.»
CCLVI. (256) Ο ΤΣΑΜΑΔΟΣ

Kind. Anth. 14. Μ. Ι, 174., 1825.

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πάω στο Μισολόγγι,
Να δω, πώς παίζουν το σπαθί, πώς ρίχνουν το τουφέκι,
Πώς πολεμούν της Ρούμελης τ' ανίκητα ξεφτέρια.
Κι ένα πουλί χρυσόφτερο κελαηδιστά μου λέγει·
5 «Στάσου, Γιωργάκη, κι αν διψάς τ' Αράπικο το αίμα,
Είναι κι εδώ Αγαρηνοί να σφάξεις, όσους θέλεις.
Βλέπεις εκεί στα μακρινά τα Τούρκικα καράβια;
Ο Χάρος στέκει πάνω τους και θα γενούνε στάχτη.»
«Πουλάκι μου πώς έμαθες ετούτα, που μου λέγεις;»
10 «Εγώ πουλί σου φαίνομαι, αλλά πουλί δεν είμαι·
Κείν' το νησί, που 'γνάντεψα, είναι των Ναβαρίνων,
Εκεί την ύστερη πνοή άφησα πολεμώντας.
Ο Τσαμαδός είμαι εγώ και ήρτα μες στον κόσμο·
Στους ουρανούς, που κάθομαι, καθάρια σας ξανοίγω,
15 Μα να σας διω από κοντά, είναι η επιθυμιά μου.»
«Και τι να δγεις τώρα σ' ημάς στον δύστυχό μας τόπον;
Δεν έμαθες, τι γίνηκε και τ’ είναι στον Μορέαν;»
«Γιωργάκη μου, μη χάνεσαι, μη θέλεις ν' απελπιέσαι.
Καν ο Μοριάς δεν πολεμά, καιρός πάλιν θα να 'ρθει,
20 Να πολεμήσουν σαν θεριά και τον εχτρόν να διώξουν.
Κόκαλα μαύρα θα σπαρτούν μπροστά στο Μισολόγγι
Και τα λιοντάρια του Σουλιού εκεί θε να χαρούνε.»
Και το πουλί επέταξεν, στους ουρανούς ανέβη.
CCLVII. (257) ΤΟ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ

U. 1825.

Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
Πέρασ' από το Κάρελι κι από το Μισολόγγι,
Εκεί ν' ακούστε κλάματα, εκεί ν' ακούστε δάκρυα·
Χωριά κλαίν' οι ανύπαντρες και χωρι' οι παντρεμένες.
5 Κλαίει και μια Σουλιώτισσα τριγύρω στα μπεντένια.
Τους σκοτωμένους μάζουνε, όλο τσοχανταραίους,
Το χώμα αίμα γιόμισε κι όλο το Μισολόγγι.
Κάνε βουβάλια σφάζονται, κάνε στοιχειά παλεύουν;
Μηδέ βουβάλια σφάζονται, μηδέ στοιχειά παλεύουν.
10 Μουν πολεμούν οι Έλληνες με τον Σουλτάν Μαχμούτη·
Μάτον οι δόλιοι λιγοστοί, ως τέσσαρες χιλιάδες,
Των Τούρκων ήτανε πολλοί, εξήντα δυο χιλιάδες.
Τι να βαστάξουν ορφανοί και τι να νταγιαντήσουν,
Που σώσανε το τζεμπχανέ κι όλο τον ζαϊρέ τους;
15 Μπραΐμ πασάς συντάζεται σαράντ' οχτώ χιλιάδες,
Στην Πάτρα μπαρκαρίζεται, στο Βασιλάδ' αράζει.
«Πολλά τα έτη Κιουταχή.» — «Καλό στον Ιμπραΐμη.»
«Μπραΐμ μου τ' ήθελες εδώ, εδώ στο Βασιλάδι;
Εδώ δεν είναι Νιόκαστρο, Κορώνη και Μοθώνη,
20 Εδώ το λένε Κάρελι, το λένε Μισολόγγι,
Που πολεμά ο Κιουταχής μ' εξήντα δυο χιλιάδες.
Σήκου Μπραΐμ μου, φεύγ' εδώ, φεύγ' απ’ το Βασιλάδι,
Να μη χαθεί τ' ασκέρι σου κι εσένα το κεφάλι.»
«Τι λες εδώ μπρε Κιουταχή; τι λες αυτού βεζίρη;
25 Όλο τ' ασκέρι να χαθεί κι εμένα το κεφάλι,
Στο Μισολόγγι θε να μπω, να στάσω το τσαντίρι,
Να πάρω τους γιαούρηδες, να στείλω στο Μεσίρι,
Να ναι οι σκλάβοι στην Τουρκιά.»
CCLVIII. (258) ΤΟ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ

Ζαμπ. 613, 22. Τ. 429. 1820.

Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
Πέρασ' από το Κάρελι κι από το Μισολόγγι,
Κι εκεί ν' ακούσει κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
Πώς κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
5 Δεν κλαίνε για τον σκοτωμό που θε να σκοτωθούνε,
Μόν’ κλαίνε για τον σκλαβωμό που θε να σκλαβωθούνε.
Ήταν Σαββάτ' από βραδύ, ανήμερα Λαζάρου,
Τρανό τελάλη βάρεσαν μέσα στο Μισολόγγι·
Στες εκκλησιές μαζώχτηκαν όλοι μικροί μεγάλοι,
10 Κι ένας τον άλλον έλεγε κι ένας τον άλλο λέγει·
«Αδέρφια τι θα κάμομε στο χάλι που μας ηύρε;
Είκοσι μέρες πέρασαν που ο ζαϊρές εσώθη,
Φάγαμ' ακάθαρτα σκυλιά και γάτους και ποντίκια·
Το Βασιλάδι έπεσε, τ' Αντολικό εχάθη,
15 Ήλθαν και τα καράβια μας και πάλαι πίσω πάνε.»
Θανάσης Κότσκας φώναξε, Θανάσης Κότσκας λέγει·
«Αδέρφι', ας πολεμήσομε τους Τούρκους σα λιοντάρια,
Και το γιουρούσ' ας κάμομε, ας και διαβούμε πέρα.
Μπροστά θα να βγουν οι γεροί, στη μέσην οι γυναίκες.»
20 Εγίνηκε το τσάκισμα μες στου Μακρή την τάπια,
Και το γεφύρι χάλασαν και τα παιδιά τα πνίξαν·
Άρρωστοι μέσα μείνανε μαζί με τον Δεσπότη·
Φωτιά στο κάστρο βάλανε κανένας δε σκλαβώθη.
CCLIX. (259) ΜΙΣΟΛΟΓΓΙ

U. 1820.

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
Ν' αγνάντευα τη Ρούμελη το έρμο Μισολόγγι,
Πώς πολεμά με την Τουρκιά, με τέσσαρους πασάδες.
Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου,
5 Πέφτουν τα λιανοτούφεκια σαν άμμος, σα χαλάζι.
Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής φωνάζει·
«Παιδιά βαστάτε τ' άρματα και τα βαριά τουφέκια,
Και το μιντάτ' μάς έρχεται στεριά και του πελάγου,
O Καραϊσκάκης της στεριάς κι Υδραίοι του πελάγου.»
10 Μήτε μιντάτι έφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει,
Και οι κλεισμένοι ξόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια·
Κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν,
Πήραν κεφάλι' αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους,
Και λίγοι ξεγλιτώσανε πλεόντας μες στο αίμα.
CCLX. (260) Ο ΚΑΛΤΣΟΔΗΜΟΣ

U. 1825. (Μισολόγγι.)

Στην ρίζ' απ’ ένα έλατο κάθετ' ο Καλτσοδήμος
Με την Κρουστάλλω στο πλευρό, με την παπαδοπούλα,
Ο Γούλας απ’ τη μια μεριά κι ο Δήμος απ’ την άλλη
Κι ο Διάκος ο σταυραδελφός στα μάτια την κοιτάζει·
5 «Τι με τηράς σταυραδελφέ, τι με τηράς μπρε Διάκο·
Πιάσε και φτιάσε μια γραφή και στείλε τ' Αναγνώστη,
Φωτιά να κάψει τ' άσπρα του και φλόγα τα φλωριά του,
Που 'γώ κοιμούμαι μοναχή στα κλέφτικα λημέρια
Με το σπαθί προσκέφαλο και το τουφέκι στρώμα.
CCLXI. (261) Ο ΓΛΗΓΟΡΗΣ ΛΙΑΚΑΤΑΣ

Ζαμπ. 682, 107. Τ. 428. a. d. IV Id. Mart. 1826.

Χρυσός αϊτός τριγύριζεν όξ' οχ το Μισολόγγι·
Ρωτά στην τάμπια του Μακρή, στην τάμπια του Δεσπότη·
«Μην είδατε τον Λιάκατα τον καπετάν Γληγόρη;»
«Σύρε πουλί μ' στ’ Αντολικό και κοίταξε τριγύρου,
5 Κι αγνάντεψε προς τον Ντουλμά, κι αντίκρυ 'πό τον πόρο
Εκεί να δγεις άσπρα κορμιά και κόκαλα στον άμμο,
Κι αν ημπορέσεις διάλεξε τον καπετάν Γληγόρη.»
CCLXII. (262) Ο ΠΕΤΜΙΜΕΖΑΣ

Σχιν. 1826;

Ένα πουλί κατέβαινε από ψηλή ραχούλα·
Οι κλέφτες τ' απαντήσανε οι Κολοκοτρωναίοι·
«Πουλάκι πούθεν έρχεσαι και πούθενε πηγαίνεις;
Και τι χαμπέρια ξέρεις συ για να μας μολογήσεις;»
5 «Τι να σας πω μαύρα πουλιά, τι να σας μολογήσω;
Πετμιμεζάς είν' άρρωστος βαριά για να ποθάνει·
Ομπρός τον δέρν' η Παναγιά, πίσω τον δέρν' ο Χάρος.
Κοντογιωργάκης τους μιλεί μαζί και Βαρνακιώτης.
Είναι κι ο Μούρτος Ζόρταβας, ο Μούρτος ο Λαλιώτης,
10 «Άιντε παιδιά, μη στέκετε, πάμε να τον γλιτόμε.»
Στην στράτα που πηγαίνανε, στη στράτα που πηγαίνουν,
Αρματολοί τον πλάκωσαν, τον πήραν το κεφάλι.
CCLXIII. (263) ΟΙ ΠΕΤΜΙΜΕΖΑΔΕΣ

Ζαμπ. 706. 142. 1826;

Τρεις περδικούλες κάθουνταν ψηλά στον Αϊ-Θανάση
Κι είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα,
Είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα,
Μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λένε·
5 «Τ’ είν' το κακό που γένεται στη μέση στο Λεβίδι;
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μηνά θεριά μαλώνουν;
Μάιτε βουβάλια σφάζονται, μάιτε θεριά μαλώνουν,
Πετμιμεζάδες πολεμούν μ' εννιά χιλιάδες Τούρκους,
Μ' Ομέρ πασά, με Κουρ πασά, με τον Σμαήλη Πλιάσα.
10 Μαυραναγνώστης χούγιαξε μέσα απ’ το ταμπούρι·
«Το πού είσαι, μπαρπα-Κωσταντή και ξάδελφε Βασίλη
Και Νικολάκη, γλήγορα κι άξια μου παλικάρια,
Ελάτε να με βγάλετε από τσ' άπιστους Λαλιώτες.»
Σαν έκαμαν και κίνησαν, σαν έκαμαν και πάνε,
15 Πέτρα την πέτρα περβατούν, λιθάρι το λιθάρι·
Στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια,
Βάνουν τους Τούρκους εμπροστά, σαν τα παλιογελάδια,
Σαν τη κοπή τα πρόβατα, σαν τη κοπή τα γίδια.
CCLXΙV. (264) Η ΑΛΟΝΙΤΣΑΙΝΑ

U. 1820. ΜΩΡΕΑ.

Βουνά της Αλονίτσαινας και της απάνω χώρας
Γιατί βουρκώσατε πολύ και είστε βουρκωμένα;
Μην σας εφύσηξε βοριάς κι ένα κακό χαλάζι;
Δεν μας εφύσηξε βοριάς ούτε κακό χαλάζι·
5 Μπραΐμ πασάς μας πολεμά με τους στραβαραπάδες,
Δέκα χιλιάδες τακτικό, έξι καβαλαρία·
Πήραν την Αλονίτσαινα, σκλαβώσαν τη Βυτίνα,
Επήγαν στα Μαγούλιανα, περάσαν στα λαγκάδια,
Πήραν μανούλες με παιδιά, γυναίκες με τους άντρας,
10 Κι εκεί ν' ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιριολόγια,
Κλαιν οι μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρας.
CCLXV. (265) Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

U. 1826.
Γύρισμα· Καραϊσκάκη μου.

Σείστηκ' η Μάνα, σείστηκε, τρέμουν και τα Βαρδούσια,
Τρέμει κι η μαύρη Ρούμελη απ’ τον Καραϊσκάκη,
Την εκστρατειάν οπώκαμε να πάγει στην Αθήνα.
Τα βιλαέτια το 'μαθαν κι ούλοι καπεταναίοι,
5 Πιάνουν και γράφουν γράμματα προς τον Καραϊσκάκη·
«Να μη μας πάρεις στον λαιμό εμάς και τα παιδιά μας,
Τ’ έχομε δώσει στην Τουρκιά ρεχέμια τα παιδιά μας,
Ρεχέμια τες γυναίκες μας, ρεχέμια μοναχούς μας.»
Καραϊσκάκης το 'μαθε, πολύ του κακοφάνη,
10 Πιάνει και γράφει γράμματα προς τους καπεταναίους·
«Σ’ εσένα, Μήτσο κερατά κι Αντρέα φαντασμένε,
Και συ, Σταμούλη παλαβέ και Τσόγκα σαποκοίλη,
Παρακαλώ την Παναγιά και προσκυνώ τους Άγιους,
Να μου χαρίσουν τη ζωήν ακόμ' τούτον τον χρόνον
15 Να πάρω ντέβρι τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια,
Τότες να δγείτε πόλεμον απ’ τον Καραϊσκάκην.»
CCLXVI. (266) Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

U. 1827.

Γύρισμα· Καραϊσκάκη μου, Καραϊσκάκη μου.

Τρία πουλάκια κάθονται επάνω στον Πειρέα,
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, να μ' είχε ξημερώσει.
5 Νησιώτες κάμουν τη βουλή, να παν να πολεμήσουν,
Ο Καραϊσκάκης τ' άκουσε, πολύ του βαρυφάνη,
Και τον τσαούσην έκραξε και τον σεΐζη λέγει·
«Σεΐζη, στρώσε τ' άλογο, θα πάω να πολεμήσω.»
Και το σπαθί του το 'βγαλε και πάει να πολεμήσει.
10 Και στην Τουρκιά που πήγαινε για να τους πολεμήσει,
Πικρή βολιά τον χτύπησε, πικρή φαρμακωμένη.
Κι όλο τ' ασκέρι γειότεψε κι όλα τα παλικάρια,
Κι αυτός τ' ασκέρι φώναξε, στέκει και το διατάζει·
«Παιδιά μ', να μη σκορπίσετε κι αφήστε τα ταμπούρια,
15 Κι εγώ θα πάω στην Κούλουρη να γιάνω τον γιαρά μου.
Σε πέντε μέρες είμ' εδώ, σε δέκα θα γυρίσω.»
Κι οι στρατηγοί σαν τ' άκουσαν, πήγαν να πολεμήσουν.
Κι ο Κιουταχής τους πλάκωσε μ' είκοσι οχτώ χιλιάδες.
Εμπρός τους πήρ' σαν πρόβατα, σκοτώνει και τους κόβει,
20 Χίλια κεφάλια πήρ' αυτών και ζωντανούς τριακόσιους.
Και έτσι εχαθήκανε τ' αντρεία παλικάρια.
CCLXVII. (267) ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

Ζαμπ. 670, 91. 1827.

Τρεις περδικούλες κάθουνται στον κάμπο της Αθήνας,
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα,
Είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτισμένα,
Από βραδύ μοιρολογούν και το ταχύ φωνάζουν·
5 «Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μ' είχε ξημερώσει,
Αφέντες έβαλαν βουλή τον πόλεμο να πιάσουν·
Καραϊσκάκης φώναξε πάνω απ’ τ' άλογό του·
«Πού 'στε, μπρε Ρουμελιώτες μου, παιδιά μου αντρειωμένα,
10 Γυμνώστε τα λαφρά σπαθιά και ρίξτε τα τουφέκια,
Βάλτε μου Τούρκους στα μπροστά και κόψτε και σκοτώστε.»
Ήρτε μεντάτι των Τουρκών πεζοί και καβαλάροι·
Δεν ήταν λίγ' ουδέ πολλοί, ήταν εννιά χιλιάδες·
Πρώτο γιουρούσι πόκαμαν, δεύτερο τράκο κάμαν,
15 Λαβώνεται ο Καραϊσκάς κι ο καπετάν Νικήτας·
Κι ο Καραΐσκος φώναξε, ψιλή φωνίτσα βγάζει·
«Έλληνες, μην κιοτέζετε, παιδιά μη φοβηθείτε,
Και πάρ' το γιούχα η Τουρκιά κι ερθεί και μας χαλάσει.
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν Γραικοί σταθείτε,
20 Κι εγώ καν ελαβώθηκα κι αν είμαι πληγωμένος,
Τώρα θα πάω στην Κουλούρη και στη Φανερωμένη,
Που 'ναι βασιλικός γιατρός, πάει και με γιατρέψει.»
CCLXVIII. (268) Ο ΣΑΦΑΚΑΣ

Ζαμπ. 671, 93., 1827.

Ήταν η μέρα βροχερή κι η νύχτα χιονισμένη,
Σαφάκα Καπετάνο μου κι άξιο μου παλικάρι,
Πόφυγες απ’ τα Γιάννενα οπού 'σουνε ρεέμι,
Και στη σαρτάνα πέρασες απάν' απ' το γεφύρι,
Και τον Σταυρό σου έκανες, τον Θιο παρακαλούσες,
Πότε να 'βρεις τους φίλους σου και τον Σωτήρη Στράτο,
Τον έχεις φίλο κι αδερφό και βλάμη στο βαγγέλιο.
Πικρό καρτέρι σόκαμε στο μοναχό το δέντρο·
Τρία τουφέκια σόριξε, τα τρία αράδα αράδα.
Το 'να σε πήρε ξώδερμα και τ' άλλο μες το χέρι,
Το τρίτο το χειρότερο στη μέση από τα φρύδια.
— «Λόγγοι χαμπλώστε τα κλαριά, βουνά ναναμεριστείτε,
Να πάει η φωνή στη μάνα μου, στη μαύρη μου γυναίκα.
Και σεις αγέρες πάψετε ν' ακούσ’ όλος ο κόσμος·
Βγήκε ο Σωτήρης άπιστος κι αρνήθη το Βαγγέλιο.»
CCLXIX. (269) Ο ΧΑΤΖΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Pashl. ΙΙ, 136. 1827. ΚΡΗΤΗ.

Πάσα λαμπρή και Κυριακή, πάσ' εορτή μεγάλη
Αφρουκαθείτε να σας πω διά τον Χατσή Μιχάλη.
Εκάθσαν οι Γραμπουσιανοί και γράψαν αρζουχάλι·
Στον Μοριάν το πέψανι να 'λθει Χατσή Μιχάλη.
5 Κι έπεψαν γράμμα του Χατσή του παλαιού Μορείτη,
Να περμαζώξει τ’ άλογα, να καταβεί στην Κρήτη.
Στ' Ανάπλι μονομέρισε εξήντα πέντ' ατλίδες,
Στην Κρήτη διά να καταβεί, άπου 'ναι Μισιρλίδες.
Απκεί τση μονομέρισε, τση 'βαλε στα καράβια,
10 Εδιάλεξεν τση Ρούμελης τ’ όμορφα παλικάρια,
Πάγει και ξεμπαρκάρε τση στην έρημη Γραμπούσα,
Κι ηρώτα τση Γραμπουσιανούς, αν έχουσι μπαρούθια.
«Ημείς μπαρούθια έχομεν, βόλια να πολεμούμεν,
Άλογα μόνον θέλομεν στη στεριά να βγούνι.»
15 Μα πάλιν δεν επίστεψε, μα μπήκε στα καΐκια,
Να ξεμπαρκάρει στον Λουτρό να μάθει την αλήθεια.
Ευρίσκει κει τση Σφακιανούς απούτον αντρειωμένοι
Κι ήτονι κι εις τον πόλεμον περίσσια τιμημένοι.
«Ελάσθ' ισείς οι Σφακιανοί και να 'λθουν οι Ριζίτες,
20 Να πάμε να σηκώσομεν και τση Κατωμερίτες.
Ελάσθ' ισείς οι Σφακιανοί, απού 'σθε παλικάρια,
Να πολεμούμε την Τουρκιά κι αφείσθε τα κοπάδια.»
Και ο πασάς ως τ’ άκουσε, πολλά του βαρυφάνει
Στο Κάστρο και στο Ρίθυμνο το μουκαριέμι φθάνει.
25 «Περμαζωκτείτε της Τουρκιάς πρόβολα παλικάρια,
Να πάμε να τον σφίξομεν, να πιάσει τη Μαδάρα,
Ή στη Μαδάρα να χαθεί ή στον γιαλό να πέσει·
Ή να τόνι σκοτώσομεν γιατ' ήλθε σαν πεσκέσι.»
Μα ο κιαγάς του το γροικά, γυρίζει και το κάνει·
30 «Δε φεύγει Μουσταφά πασά γιατ’ είναι παλικάρι.
Δεν είν' αυτό Λαζόπουλος να πιάσει τη Μαδάρα,
Μόνον είν' απ’ τη Ρούμελη και σύρνει παλικάρια.
Και σύρνει Βυλγαρόπουλα, ατλίδες τιμημένοι
Και θα μασί σκοτώσουσι κι ας είμεσθα γνοιασμένοι.»
35 «Έτσι φοβούμαι 'γώ κιαγά; με τόσους καβαλάρους
Σαν τη σαλάτα τρώγω τση, ως τρώνι τση ψοφογάρους.»
Και ο πασάς ως τ' ήκουσε, εκείνηνα την ώρα
Μονομέρισε τση άλλους του και βιαίν' από τη χώρα.
Μηνύουνι και των Καστρινών να 'λθουν κι οι Ριθυμνιώτες,
40 Να 'λθουνι ν’ ανταμώσουνι μαζί με τση Χανιώτες·
Να 'λθουνι ν’ ανταμώσουνι, να κάμουνι κολόνα,
Να πάουνι να πατήσουνι τη Σφακιανών τη χώρα.
Πάγουν και μονομερίζουνι τση Ελληνικές καμάρες,
Και το γροικούνι κι οι Ρωμιοί και πιάνουνι τση Μαδάρες.
45 Το ασχέρι τον παρακαλεί, όλοι μικροί μεγάλοι·
«Χατσή, μην μπεις στον πόλεμον διατ’ είσαι το κεφάλι,
Διατ’ είσαι το κεφάλι μας και διά καταφυγήν μας,
Κι αν είν' να σας σκοτώσουνε, χάνομεν τη ζωήν μας.»
«Μια φόλα εγεννήθηκα, μια φόλα θα ποθάνω,
50 Καμιά να τον απαρνηθώ τον κόσμον τον απάνω.
Καλύτερα να σκοτωθώ, καλλιά 'χω να ποθάνω,
Παρά να 'χω την εντροπή στον κόσμον τον απάνω.
Σελώσατέ μου τ' άλογο στον πόλεμον να κάψω,
Κι ακουώ ο πασάς απού 'ρχεται, να πάγω να τόνι πιάσω.»
55 Και κάνει παρακάλεσιν, δέησιν στον Θεόν του,
Και πιάνει τ' αλαφρό σπαθί, κρεμνά το στον λαιμόν του.
Και κάνει παρακάλεσιν και τον σταυρόν του κάνει,
Και πιάνει τα πιστόλια του, στη μέσην του τα βάνει.
Όντεν εκαβαλίκευε, έκλαιε τ' άλογό του·
60 Και τότεσα το γνώρισε, πως είν' ο θάνατός του.
Έκανε παρακάλεσιν, στη σέλα του καθίζει·
Δούδει βιτσιά τ’ αλόγου του, στην πόρτα ξωπορίζει.
CCLXIX a. (269 α) Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

(ΧΟΡΟΥ.)

Conze. MΩPEA.

Της Λεονίδας το σπαθί
Κολοκοτρώνης το φορεί,
Τούρκος καν το δει, λιγώνει
Και το αίμα του παγώνει.
5 Πολεμούν στα Δολιανά,
Κλαιν οι καδένες τα παιδιά,
Πολεμούνε στο Βαλτέτσι,
Πέφτουν οι Τούρκοι σαν λελέκοι.
Πολεμούν και στη Λάλα,
10 Φωνάζουνε οι Τούρκοι
Αλλάχ, Αλλάχ.
CCLXX. (270) Ο ΓΙΑΝΑΚΗΣ

Sand. p. 14. M. Ι, 262. 1832-33, MOPEA.

Γιαννάκη, τ’ είσαι κίτρινος και τ’ είσαι μαραμένος;
«Παιδιά, σαν μ' ερωτήσετε, να σας το μολογήσω.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, είδα στο όνειρό μου,
Είδ' ότι σκόρπισ' ο ταϊφάς και μόφυγε τ' ασκέρι,
5 Και πως με πιάνουν ζωντανό αυτοίν' οι Βαρβαρέζοι.»
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δύο χιλιάδες πίσω.
Κι οι πρόκριτοι του λέγανε, κι οι πρόκριτοι του λένε·
«Μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη.»
«Παιδιά πώς μ' επεράσετε να ψευδομαρτυρήσω;
10 Μονάχος μου το σήκωσα με την παλιοκαπότα.
Ξήντα παράδες το σφαχτιό, δύο γρόσια το μοσκάρι
Και τρία γρόσια τ' άλογο, ποιος Θιος το υποφέρει;»
CCLXXI. (271) Ο ΙΜΗΝ ΠΑΣΑΣ

Ζαμπ. 664, 84. m. Ian. 1831, ΒΕΛΤΣΙΣΤΑ.

Τρία πουλάκια κάθονται στου Ράικου το γιοφύρι,
Το 'να τηράει τα Γιάννενα, τ' άλλο τη Βαλητσήστα,
Το τρίτο το καλύτερο του Ιμήν πασά του λέγει·
«Οι Τσάμηδες το σήκωσαν με τους Παραμυθιώτες,
5 Έδιωξαν τον Ροζιά μπέη 'πο μέσα οχ τους Φιλιάτες,
Και στη Βαλτσήστα πέρασε μ' έξι μ' εφτά νομάτους.»
Ροζιά μπέης περπάταγε τρεις μέρες περπατούγε,
Τον 'μην πασάν εγύρευε τον 'μην πασά γυρεύει,
Πάισε και τον αντάμωσε μες τα Γραμμενοχώρια,
10 Σκύφτει του κάνει τεμενά και του φιλεί το μέστι·
«Πολλά σου χρόνια, 'μην πασά, να ζήσει ο Σατραζέμης,»
«Οι Τζάμηδες το σήκωσαν με τους Παραμυθιώτες,
Στου Ράικου ρίξανε τ' ορντί στου Ράικου το γιοφύρι.»
Πιάνουν και γράφουν γράμματα, στέλνουν στη Βαλητσήστα·
15 «Σε σας χωριό Βαλτσεστηνοί, σε σας κοτσαμπασήδες,
Να μας μαζώξετε ψωμί, να φαν τα παλικάρια,
Γιατί σας καίμε το χωριό, σας παίρνομε και σκλάβους.»
Τον χαρτοφόρο λάβωσαν στου Γιώργη Σιεμ τ’ αλώνι·
Στον 'μην πασά τον πάισαν στον 'μην πασά τον πάνε,
20 Κι ο 'μην πασάς τον ρώτησε και ο 'μην πασάς του λέγει·
«Μωρέ παιδί Τσαμόπουλο και γιε του Καπιτάνου,
Πόσες χιλιάδες έρχονται για να με πολεμήσουν;»
«Εννιά χιλιάδες έρχονται για να σε πολεμήσουν·
Λεν να σε πιάσουν ζωντανόν, λεν να σε πάρουν σκλάβο.»
25 Κι ο 'μήν πασάς σαν τ' άκουσε βαριά του κακοφάνη,
Τους φύλακάς του φώναξε τους φύλακάς του κράζει·
«Για πάρτε τον κερατά, βάλτε τον στο κατώγι
Και ρίξτε του τα σίδερα, κόψτε του το κεφάλι.»
CCLXXII. (272) Η ΑΡΒΑΝΙΤΙΑ

Ζαμπ. 623, 35, 1847

Τι είν’ το κακό που γένεται κι η ταραχή η μεγάλη;
Η Αρβανιτιά εμαζώχτηκε κι εσήκωσε κεφάλι.
Το 'χουν οι πρώτοι απόκρυφο κι οι ταπεινοί στο φόρο· 23
Βάνουν τον Χόδο μπήμπαση, γκιουλέκα σερασκέρη·
5 Κι ο βασιλιάς σαν το 'μαθε πολύ του κακοφάνη·
Στέλνει τον σερασκέρ πασά κονεύει στο Μπεράτι,
Πιάνει και καίγει τα χωριά, πιάνει και καίει τα σπίτια,
Πιάνει και δένει την πρωτιά και τους μικρούς νιζέμι· 24
Στο Δέλβινο τους κίνησε χωρίς ένα τουφέκι.
10 Στέλνει και τον Χουσίν Πασά κονεύει στους Φιλιάτες,
Μαζώνει και τους Τσάμηδες όλους με την αράδα·
Σαν την κοπή τα πρόβατα και τα παχιά κριάρια,
Στα Γιάννινα τους κίνησε, στην Πόλη να τους πάει.
Αχμέτ αγάς βγαίνει πεζός, Ντζιαφάρ αγάς καβάλα.
15 Κλαίουν μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες,
Κλαίει και του Τσελήμαμα η άχαρη η κυρά του·
«Αχ πού 'σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμέν’ αφέντη,
Τρεις μήνες σ' εκαρτέρεσα, τρεις μήνες που παθιάζω!»
CCLXXII a. (272 α) ΣΜΥΡΝΗ

(ΧΟΡΟΥ.) Conze.

Τρία πουλάκια κάθονται κατά την τραμοντάνα, 25
Το 'να κοιτάει τη Λειβαδιά και τ' άλλο την Μπουιάνα,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
«Τ’ είν' το κακό που γίνεται σε τούτην πολιτείαν;
5 Σκώθηκαν οι μικρότεροι και κόβουν τους μεγάλους,
Κόβουν της Σμύρνης τον μουλά που ήτον Μπασαγιάνης,
Χαλάν τον καπτάν' Κωσταντή, της πόλιος καπετάνος,
Βλέπουν καράβια κι έρχονται...
Φεργάδες αρμενίσουνε, στη Σμύρνη παν κι αράζουν,
10 Σέρνουν παντιέρες με σταυρούς, σαντσιάκια 26 του πολέμιου,
Γυρίζουν και τα τόπια τους, τη Σμύρνη διά να κάψουν.
Σκυλιά μην κόφτε τον ραγιά και μην τούσε χαλούτε.
Σκυλιά μπρε κάμετε καλά…»
 

 

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

 

1. γκεργκέφι | κεντητήριο

1α. ζάβα | η θήκη που δημιουργούνταν από το κούμπωμα του αντεριού στο πλάι.

2. νταγιάκι | στήριγμα

3. μπαχσήσι ή μπαξίσι | φιλοδώρημα

4. τσιζέκι ή τσιτσέκι | λουλούδι

5. μπεντένι | έπαλξη, τείχος

6. Αρναούτης | 1. Αλβανός, 2. ο μετανάστης, 3. άξεστος, βάρβαρος

7. ζάρο ή ζάλο | βήμα, άλμα

8. καραντί | φουσκοθαλασσιά

9. τακάρω | κολλώ δίπλα

10. τζιμπχανές ή τζιμχανές | πυριτιδαποθήκη

11. ναβέτα | πλοίο

12. γιαγκίνι | φωτιά

13. κάτσα | κυνηγητό

14. νταπογάζι | απραξία, ακινησία

15. φυλαρέτο | κουπαστή

16. τρόμπα μαρίνα | τηλεβόας

17. λίνια | η γραμμή του Ισημερινού, η ρότα

18. ντουνανμάς | στόλος

19. ζιαρέτι | κανονιοβολισμός

20. ριάλας | αντιναύαρχος

21. κιαμαρίζω | καλώ

22. ρεμπελεύω |επαναστατώ

23. φόρο | φανερό

24. νιζάμι | τακτικός στρατός

25. τραμοντάνα | βοριάς

26. σαντσιάκι | σημαία, αλλά και διοικητική διαίρεση μεταξύ βιλαετιού και καζά

 

αρχή