ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Κλοντ Φοριέλ


 
Τραγούδια Ρωμαϊκά, συλλεχθέντα και εκδοθέντα υπό του Κ. Φωριέλου, 1825
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

Α’. ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ (1) 

Τρία πουλάκια κάθονταν στην ράχην στο λημέρι·
Ένα τηράει τον Αρμυρόν, κι άλλο κατά τον Βάλτον
Το τρίτον, το καλύτερον μοιριολογάει και λέγει·
«Κύριε μου, τι εγίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ στον Βάλτον φάνηκεν, ουδέ στην Κραβρύσην.»
«Μας είπαν, πέρα πέρασε, κι επήγ’ προς την Άρταν.
Κι επήρε σκλάβον τον Κατήν 1 , μαζί με δυο Αγάδες.
Κι ο Μουσελίμης 2 τ’ άκουσε, βαριά του κακοφάνη.
Τον Μαυρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούραν»
«Εσείς αν θέλετε ψωμί αν θέλετε πρωτάτα,
Τον Χρήστον να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνην.
Τούτο προστάζ’ ο βασιλεάς, και έστειλε φερμάνι. 3»
Παρασκευή ξημέρωνε (ποτέ να μ’ είχε φέξει)
Κι ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρει·
Στον Αρμυρόν τον έφθασε, κι ως φίλοι φιληθήκαν·
Ολονυκτίς επίνανε, όσον να ξημερώσει·
Και όταν έφεξε η αυγή, πέρασαν στα λημέρια.
Kι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη·
«Χρήστο, σε θέλ’ ο βασιλεάς, σε θέλουν κι οι αγάδες.»
«Όσο ‘ν’ ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει»
Με τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας προς τον άλλον·
Φωτιάν εδώσαν στην φωτιάν, κι έπεσαν εις τον τόπον.
Β’. ΤΟΥ ΜΠΟYKOBAΛΛA (2) 

Τ' είν’ ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται; μήνα θεριά μαλώνουν;
Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται, κι ουδέ θεριά μαλώνουν·
Ο Μπουκοβάλλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους,
Στην μέσην στο Κεράσσοβον, και στην Καινούριαν χώραν
Κόρη ξανθή εχούγιαξεν 4 από το παραθύρι·
«Πάψε, Γιαννή, τον πόλεμον, πάψε και τα τουφέκια,
Να κατακάτσ’ ο κορνιαχτός, να σηκωθ’ η αντάρα,
Να μετρηθεί τ’ ασκέρι σου, να ιδούμεν, πόσοι λείπουν.»
Μετρούντ’ οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι
Μετρούνται τα κλεφτόπουλα, τους λείπουν τρεις λεβέντες·
Επήγ’ ο ένας στο νερόν κι άλλος ψωμί να φέρει,
Ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι.
Γ’. TOY ΓIANNH TOY ΣΤΑΘΑ (3) 

Μαύρον καράβι έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας·
Μαύρα πανιά το σκέπαζαν, και τ’ ουρανού παντιέρα.
Εμπρός κορβέτα 5 μ’ άλικην 6 σημαίαν του εβγήκε·
Μάινα, 7 φωνάζει, τα πανιά, ρίξε τα, λέγει, κάτω!»
«Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά, ουδέ τα ρίχνω κάτω!
Μη με θαρρείτε νεόνυμφην, νύμφην να προσκυνήσω, 8
Εγώ ‘μ’ ο Γιάννης του Σταθά, γαμβρός του Μπουκοβάλλα.
Τράκον, 9 λεβέντες, ρίξετε· στην πρώραν το καράβι·
Των Τούρκων αίμα χύσετε, άπιστους μη ψυχάτε.»
Οι Τούρκοι βόλταν έριξαν, κι εγύρισαν την πρώραν.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί στο χέρι.
Στα βούνια τρέχουν αίματα, θάλασσα κοκκινίζει·
Αλλά! αλλά! 10 οι άπιστοι κράζοντες, προσκυνούνε.
Δ’. TOY ΓΥΦΤΑΚΗ (4) 

Διψούν οι κάμποι για νερά, και τα βουνά για χιόνια,
Και τα γεράκια για πουλιά, κι οι Τούρκοι για κεφάλια.
«Άρα το τι να γένηκεν η μάνα του Γυφτάκη,
Που έχασε τα δυο παιδιά, τον αδερφόν της τρία;
Και τώρα παλαβώθηκε, και περπατεί και κλαίει·
Μήτε στους κάμπους φαίνεται μήτε στα κορφοβούνια.»
«Μας είπαν πέρα πέρασε, πέρα στα Βλαχοχώρια·
Κι εκεί τουφέκια έπεφταν, και θλιβερά βροντούσαν.
Μήτε εις γάμους έπεφταν μήτε εις πανηγύρια.
Μόνον τον Γύφτην λάβωσαν στο γόνα και στο χέρι.
Σαν δένδρον εραγίσθηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει·
Ψιλήν φωνούλαν έβαλε, σαν παλικάρ’ όπου ήταν·
«Πού είσαι, καλέ μου αδερφέ, και πολαγαπημένε;
Γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρ' η παγανιά, και ο Γιουσούφ αράπης
Και μου το πάει στα Γιάννινα τ’ Αλή πασά του σκύλου.»
Ε’. ΟΙ ΔΥΟ ΑΕΤΟΙ (5) 

Χρυσός αετός εκάθονταν στον έρημον τον Λούρον·
Πάσα μερούλα κυνηγάει αηδόνια και περδίκια,
Στες δεκαπέντε του Μαγιού κυνήγι δεν γυρεύει·
Μόν’ μαραμένος κάθεται, χαλνά και τη φωλεάν του.
Άλλος αετός εδιάβαινε, και τον καλημερούσε
«Καλ’ ημερά σου, σταυραετέ!» — «Καλώς τον τον Σαΐνην!
Τ’ έχεις, καημένε σταυραετέ, χαλνάς και τη φωλεάν σου;»
«Σαΐνη κι αν μ’ ερώτησες; να σου τ ομολογήσω.
Απόψε είδα στον ύπνον μου, στον ύπνον που κοιμούμουν,
Σαν μάτ’ επήγα στον Πασάν στον Κούρτην στο Μπεράτι,
Κι άκουσα τον μουσαβερέ 11, του Γιάχου την κοβένταν.
Ο Γιάχος επροβόδαε 12, στον βασιλεάν στην Πόλην·
Φλωριά όσα κι αν θέλετε, διπλά να σας τα δώσω,
Μόνον να γένω Βόεβοδας εγώ στο Μουλαλήκι,
Να διώξω τους Μπερατινούς, τον σκύλον Χασνατάρην.»
Στ’. TOY ΠΛΙΑΣΚΑ (6) 

Κείτετ’ ο Πλιάσκας, κείτεται στην έρημην την βρύσην·
Με τα ποδάρια στο νερόν πάλε νερόν γυρεύει·
Με τα πουλιά συντύχαινε και με τα χελιδόνια·
«Τάχα, πουλιά, θα γιατρευθώ; τάχα, πουλιά, θα γιάνω;»
Πλιάκσα μ’, αν θέλεις γιάτρευμα, να γιάνουν οι πληγές σου,
Έβγα ψηλά στον Όλυμπον, στον εύμοφον τον τόπον·
Ανδρείοι ‘κεί δεν αρρωστούν, κι άρρωστοι ανδρειώνουν·
Εκ’ είν’ οι κλέφτες οι πολλοί, τα τέσσερα πρωτάτα·
Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα,
Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρήστ' η Αλασσόνα,
Ο Τόλιος καπετάνεψε φέτος στην Κατερίνην,
Και το μικρόν Λαζόπουλον πήρε την Πλαταμώναν.»
Κι ο Πλιάσκας ο κακόμοιρος, ο κακομοιριασμένος,
Στον Τούρναβον κατέβαινεν, εκεί να σεργιανίσει,
Και οι εχθροί κατόπι του του πήραν το κεφάλι.
Ζ’. ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ (7) 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν·
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος, και λέγει του Κισσάβου·
Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε!
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος, στον κόσμον ξακουσμένος.
Έχω σαράντα δυο κορφές, εξήντα δυο βρυσούλες·
Πάσα βρυσή και φλάμπουρον, παντού κλαδί και κλέφτης·
Και στην ψηλήν μου κορυφήν αετός είν’ καθισμένος.
Και εις τα νύχια του κρατεί κεφάλ’ ανδρειωμένου·
«Κεφάλι μου, τι έκαμες, κι είσαι κριματισμένον;»
«Φάγε, πουλί, τα νιάτα μου, φάγε και την ανδρειάν μου,
Να κάμεις πήχην το φτερόν, και πιθαμήν το νύχι.
Στον Λούρον, στον Ξερόμερον αρματωλός εστάθην,
Στα Χάσια και στον Όλυμπον δώδεκα χρόνους κλέφτης·
Εξήντ’ αγάδες σκότωσα, κι έκαψα τα χωριά τους·
Κι όσους στον τόπον άφησα και Τούρκους κι Αρβανίτες
Είναι πολλοί, πουλάκι μου, και μετρημόν δεν έχουν.
Πλην ήρθε κι η αράδα μου στον πόλεμον να πέσω.
Η’. TO ΟΝΕΙΡΟΝ TOY ΔHMOΥ (8) 

«Δεν σ’ το είπα, Δήμο, μια φορά, δεν σ’ το είπα τρεις και πέντε
Χαμήλωσε το πόσι 13 σου σκέπασε τα τσαπράζια 14
Να μη τα ιδ’ η Αρβανιτιά, ρίχνουν και σε σκοτώνουν
Από τ' ασήμια τα πολλά κι από την περηφάνειαν;»
Λαλούν οι κούκοι στα βουνά, κι οι πέρδικες στα πλάγια.
Λαλεί κι ένα μικρόν πουλί στου Δήμου το κεφάλι·
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, ουδέ σαν χελιδόνι,
Μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρώπινην λαλίτσαν·
«Δήμο μου, τ’ είσαι κίτρινος, και τ’ είσ’ αραχνιασμένος;»
«Πουλάκι, κι αν μ’ ερώτησες, να σου τ’ ομολογήσω
Έγειρα ν’ αποκοιμηθώ, ύπνον να πάρ’ ολίγον·
Και είδα εις τον ύπνον μου, στον ύπνον που κοιμούμουν
Είδα τον ουρανόν θολόν, και τ’ άστρα ματωμένα,
Το δαμασκί σπαθάκι μου βαμμένον μες το αίμα.»
Θ’. ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ (9) 

Ροβόλα 15 κάτω στον γιαλόν, κάτω στο περιγιάλι.
Βάλε τα χέρια σου κουπιά, τα στήθη σου τεμόνι,
Και το λιγνόν σου το κορμί, βάλε το σαν καράβι·
Κι αν κάμ’ ο Θεός κι η Παναγιά, να πλέξεις, να περάσεις,
Να πας προς τα λημέρια μας, οπόχομεν καβούλι, 16
Που ψήσαμεν τα δυο τραγιά, τον Φλώραν και τον Τόμπραν,
Αν σ’ ερωτήσ’ η συντροφιά τίποτε για εμένα,
Να μην ειπείς, πως χάθηκα, πως πέθαν’ ο καημένος,
Μόνον ειπέ, πανδρεύθηκα στα έρημα τα ξένα,
Πήρα την πλάκα πεθεράν, την μαύρην γην γυναίκα,
Κι αυτά τα λιανολίθαρα όλα γυναικαδέλφια.
Ι’. Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ (10) 

Ο ήλιος εβασίλευε κι ο Δήμος διατάζει·
Σύρτε, παιδιά μου, στο νερόν, ψωμί να φάτ’ απόψε,
Και συ Λαμπράκη μ’ ανεψιέ, κάθου εδώ κοντά μου·
Να! τ’ άρματά μου φόρεσε, να είσαι καπετάνος·
Και σεις, παιδιά μου, πάρετε το έρημον σπαθί μου,
Πράσινα κόψετε κλαδιά, στρώστε μου να καθίσω,
Και φέρτε τον πνευματικόν να μ’ εξομολογήσει·
Να τον ειπώ τα κρίματα όσα ‘χω καμωμένα·
Τριάντα χρόνι’ αρματολός, κι είκοσι έχω κλέφτης
Και τώρα μ’ ήρθε θάνατος, και θέλω ν’ απεθάνω.
Κάμετε το κιβούρι 17 μου πλατύ, ψηλόν να γένει,
Να στέκ’ ορθός να πολεμώ, και δίπλα να γεμίζω.
Κι από το μέρος το δεξί αφήστε παραθύρι,
Τα χελιδόνια να 'ρχονται, την άνοιξιν να φέρουν,
Και τ αηδόνια τον καλόν Μάην να με μαθαίνουν.
ΙΑ’. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΤΗ (11) 

Σηκώνομαι πολύ ταχιά, δυ’ ώρες όσον να φέξει,
Παίρνω νερόν και νίβομαι, νερόν να ξαγρυπνήσω·
Τα πεύκι’ ακούω και βροντούν, και τες οξιές και τρίζουν.
Και τα γιατάκια των κλεφτών κλαίγουν τον καπετάνον.
«Για! σήκ’ απάνω, Γιώτη μου, και μη βαρεά κοιμάσαι·
Μας πλάκωσεν η παγανιά, 18 θέλουν να μας βαρέσουν.»
«Τι να σας πω, μαύρα παιδιά, καημένα παλικάρια;
Φαρμακερόν το λάβωμα, πικρόν και το μολύβι.
Τραβάτε με να σηκωθώ, βάλτε με να καθίσω,
Και φέρτε μου γλυκόν κρασί να πιω, και να μεθύσω,
Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα·
Να ήμουν στα ψηλά βουνά, και στους χονδρούς τους ίσκιους,
Που ‘ναι τα στείρα πρόβατα, και τα παχεά κριάρια!»
IB'. ΓΑΜΟΣ TOY ΥΙΟΥ TOY ZΙΔΡΟΥ (12) 

Ο Ζίδρος κάμνει την χαράν, χαράν για τον υιόν του·
Εκάλεσε την κλεφτουριάν, τα δώδεκα πρωτάτα.
Τον Λάπαν δεν εκάλεσε, το μαύρον ψυχοπαίδι.
Κι όλοι πηγαίνουν κέρασμα κριάρια με κουδούνια·
Κι ο Λάπας πάγ’ ακάλεστος με ζωντανόν αλάφι,
Στ’ ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
Κανένας δεν τον λόγιασεν από τους καλεστάδες·
Η Ζίδραινα τον λόγιασεν από το παραθύρι,
Πάλε η μαύρη Ζίδραινα, η μαύρη παραμάνα·
«Καλώς τον Λάπαν πο ‘ρχεται μ’ αλάφι στολισμένον!
Στρώστε του Λάπα στον οντάν 19, του Τρίτσα στην κρεβάταν,
Στρώστε και των παλικαριών απ’ όλα τα πρωτάτα.»
ΙΓ'. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ZΙΔPOY (13) 

Ένα πουλάκι κάθισε στου Ζίδρου το κεφάλι.
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
Μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν, ανθρωπινά μιλούσε·
Ζίδρο μ’ εσ’ ήσουν φρόνιμος απ’ όλα τα πρωτάτα.

ΙΔ’. TOY ΖΑΧΑΡΙΑ (14) 

Τ’ είν’ το κακόν που γένεται τούτο το καλοκαίρι;
Τρία χωριά μας κλαίονται, τρία κεφαλοχώρια.
Μας κλαίεται κι ένας παπάς από τον Άγιον Πέτρον.
Τι τόκαμα του κερατά, και κλαίετ’ απ’ εμένα,
Μήνα τα βόδια τ’ έσφαξα; μήνα τα πρόβατά του;
Την μιαν του νύμφην φίλησα, τες δυο του θυγατέρες
Το 'να παιδί του σκότωσα, τ' άλλο το πήρα σκλάβον,
Και πεντακόσια δυο φλωριά εξαγοράν του πήρα.
Όλα λουφέν 20 τα μοίρασα, λουφέν στα παλικάρια
Κι ατός μου δεν εκράτησα τίποτε για εμένα.
IE’. TO ΜΑΘΗΜΑ TOY NANNOY (15) 

Εβγήκ’ ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
Κλεφτόπουλα εμάζωνε, παιδιά και παλικάρια.
Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε τρεις χιλιάδες,
Κι ολημερίς τα δίδαχνε, ολονυκτίς τα λέγει·
Ακούστε, παλικάρια μου, κι εσείς, παιδιά δικά μου,
Δεν θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια·
Μόν’ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι·
Τριών μερών περπατησιάν να πάρομεν μιαν νύχτα,
Να πάμε, να πατήσομε της Νικολούς τα σπίτια,
Οπώ ‘χει τ άσπρα 21 τα πολλά, και τ’ ασημένια πιάτα.
«Καλώς τον Γιάννην πόρχεται! καλώς τα παλικάρια!»
«Παράδες θέλουν τα παιδιά, φλουριά τα παλικάρια,
Κι ατός μου θέλω την κυράν.» …
ΙΣΤ’. ΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ (16) 

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά,
Ξηρόμερον και Άγραφα,
Και στα πέντε βιλαέτια, 22
(Εβγάτε να ιδείτ’ αδέρφια!)
Εκ’ είν’ οι κλέφτες οι πολλοί,
Όλ' ενδυμένοι στο φλωρί. 23
Κάθονται, και τρων, και πίνουν,
Και την Άρταν φοβερίζουν.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή,
Χέζουν τα γένια του Κατή· 24
Γράφουνε και στο Κομπότι,
Προσκυνούν και τον Δεσπότη·
Συλλογισθείτε το καλά,
Ότι σας καίμε τα χωριά
Γλήγορα τ’ αρματολίκι,
Οτ’ ερχόμεστε σαν λύκοι.
ΙΖ’ ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ (17) 

Όποιος τυράννους δεν ψηφεί
Κι ελεύθερος στον κόσμον ζει
Δόξα, τιμή, ζωή του,
Είν’ μόνον το σπαθί του.
ΙΗ’. ΚΟΜΜΑΤΙΟΝ ΕΙΣ TON ΙΔΙΟΝ (18) 

Τ’ έχουν της Γούρας τα βουνά, και στέκουν μαραμένα;
Μήνα χαλάζι τα χτυπά; μήνα βαρύς χειμώνας;
Κι ουδέ χαλάζι τα χτυπά, ουδέ βαρύς χειμώνας
Ο Κοντογιάννης πολεμά, χειμώνα, καλοκαίρι.

ΙΘ'. Ο ΚΙΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ (19) 

Του Κίτσ’ η μάνα κάθονταν στην άκρην στο ποτάμι·
Με το ποτάμι μάλωνε, και το πετροβολούσε·
«Ποτάμι, ολιγόστεψε, ποτάμι στρέψ’ οπίσω,
Να απεράσ αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
Οπ’ έχουν κλέφτες σύνοδον, οπ’ έχουν τα λημέρια.»
Τον Κίτσον τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν·
Χίλιοι τον πάγουν εμπροστά, και δυο χιλιάδες πίσω,
Κι ολοξοπίσω πήγαινεν η μαύρη του μανούλα·
Μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογά, και λέγει·
«Κίτσο, πού είναι τ άρματα, τα έρημα τσαπράζια; 25»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
Δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου, και την παλικαριά μου,
Μόν’ κλαις τα 'ρημα τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια!»

Κ’. TOY ΑΝΔΡΙΚΟΥ (20) 

Τ’ Ανδρίκ’ η μάνα θλίβεται, τ’ Ανδρίκ’ η μάνα κλαίει.
Προς τα βουνά συχνογερνά, και όλα τα μαλώνει·
«Αγράφων άγρια βουνά, Αγράφων κορφοβούνια,
Τι κάμεταν τον γιόκαν μου, τον καπετάν Ανδρίκον;
Πού είναι και δεν φαίνεται τούτο το καλοκαίρι;
Στον Άσπρον δεν ακούσθηκεν, ουδέ στο Καρπενήσι.
Ανάθεμά σας, Γέροντες 26, εσένα, Καραγεώργη!
Εσείς τον υιόν μου διώξεταν, τον πρώτον τον λεβέντη.
Ποτάμια, λιγοστέψετε, γυρίσετε οπίσω,
Δρόμον τ’ Ανδρίκ’ ανοίξετε να ‘ρθει στο Καρπενήσι.»
ΚΑ’. TOY ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑ (21) 

Να ήμουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
Ν’ αγνάντευα προς την Φραγκιάν, την ερήμην Ιθάκην,
Να άκουα την Λούκαιναν, του Λούκα την γυναίκα,
Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, πώς μαύρα δάκρυα χύνει.
Σαν περδικούλα θλίβεται, ωσάν παπί μαδιέται,
Σαν των κοράκων τα φτερά έχει την φορεσιάν της.
Στα παραθύρια κάθεται, τα πέλαγ' αγναντεύει,
Κι όσα καράβια κι αν περνούν, όλα τα ερωτάει·
«Βαρκούλες, καραβάκια μου, χρυσά μου περγαντίνια, 27
Αυτού που πάτε κι έρχεσθε στον έρημον τον Βάλτον,
Μην είδεταν τον άνδρα μου, τον Λούκαν Καλιακούδαν»
«Ημείς ψες τον αφήσαμεν πέρα στο Γαυρολίμι.
Είχαν αρνιά και έψαιναν, κριάρια σουβλισμένα·
Είχαν και πέντε μπέηδες, τες σούβλες να γυρίζουν.»
KB’. ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΑΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ (22) 

Τούτο το καλοκαίρι, και την άνοιξιν,
Άσπρα χαρτιά μας γράφουν, μαύρα γράμματα·
«Όσοι κι αν είστε κλέφτες στα ψηλά βουνά,
Όλοι να κατεβείτε απ’ τον Όλυμπον,
Να προσκυνήσετ’ όλοι τον Αλή πασάν.»
Δυο παλικάρια μόνον δεν προσκύνησαν·
Επήραν τα τουφέκια, τα λαμπρά σπαθιά,
Και στα βουν’ ανεβαίνουν, τρέχουν στην κλεφτιά.
KΓ’. Ο ΓΙΩΤΗΣ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ (23) 

Τρία πουλάκια κάθονταν στης Παναγιάς τον πύργον,
Τα τρί’ αράδα έκλαιαν, πικρά μοιριολογούσαν·
Τι συλλογιέσαι, Γιώτη μου; τι βάνεις με τον νουν σου;
Καιρός δεν είν’ αρματολός ή κλέφτης φέτος να βγεις,
Τι τα δερβένια 28 τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες.»
«Κι αν τα δερβένια τούρκεψαν, τα 'πήραν Αρβανίτες,
Παρακαλέστε τον Θεόν, και όλους τους αγίους,
Να γιατρευθεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου,
Να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Να πιάσ’ αγάδες ζωντανούς, και Τούρκους κι Αρβανίτες,
Να φέρουν τ’ άσπρα 29 στην ποδιάν, και τα φλωριά 30 στον κόρφο.
ΚΔ'. ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ (24) 

Κι αν τα δερβένια 31 τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες,
Ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει·
Όσον χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μη προσκυνούμεν.
Πάμεν να λιμεριάζομεν, όπου φωλεάζουν λύκοι.
Στες χώρες σκλάβοι κατοικούν, στους κάμπους με τους Τούρκους,
Χώρες λαγκάδια κι ερημιές έχουν τα παλικάρια
Παρά με Τούρκους, με θηριά καλύτερα να ζούμεν.
ΚΕ’. ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ (25) 

Προσκύνα, Λιάκο, τον πασάν, προσκύνα τον βεζίρην,
Πρώτος να είσ’ αρματολός, δερβέναγας 32 να γένεις.»
Κι αυτήνος αποκρίθηκε, μαντάτα και του στέλνει·
«Όσο ‘ναι Λιάκος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει·
Πασά ‘χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.»
Αλή πασάς σαν τ’ άκουσε, βαρεά του κακοφάνη·
Γράφει χαρτιά και προβοδά, προστάματα και στέλνει·
Σ’ εσένα, Βελή Γκέκα μου, στες χώρες, στα χωριά μου·
Τον Λιάκον θέλω ζωντανόν, ή καν απεθαμένον.»
Εβγήκ’ ο Γκέκας παγανιά 33, και κυνηγά τους κλέφτες,
Κι επήγε και τους πλάκωσε στον λόγγον, στο λημέρι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμον, τα βροντερά τουφέκια.
Κοντογιακούπης φώναξεν από το μετερίζι· 34
«Καρδιάν, παιδιά μου, κάμετε! παιδιά μου, πολεμάτε!»
Ο Λιάκος έτρεξεν εμπρός με το σπαθί στο στόμα.
Ημέραν, νύχτα πολεμούν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Κλαίουν οι αρβανίτισσες, τα μαύρα φορεμένες·
Κι ο Βελή Γκέκας γύρισε στο αίμα του πνιγμένος,
Κι ο Μουσταφάς λαβώθηκε στο γόνα και στο χέρι.
ΚΣΤ'. ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ (26) 

Τ’ είν’ το κακόν που γένεται στου Λιάκου την γυναίκα;
Πέντ’ Αρβανίτες την κρατούν, και δέκα την ‘ξετάζουν·
«Λιάκαινα, δεν πανδρεύεσαι; δεν παίρνεις Τούρκον άνδρα;»
«Κάλλια να ιδώ το αίμα μου την γην να κοκκινίσει,
Παρά να ιδώ τα μάτια μου, Τούρκος να τα φιλήσει.
Κι ο Λιάκος την αγνάντευεν από ψηλήν ραχούλαν,
Κοντά κρατεί τον Μαύρον του, κρυφά τον κοβεντιάζει·
Δύνασαι, Μαύρε, δύνασαι να βγάλεις την κυράν σου;»
Δύναμ’, αφέντη, δύναμαι να βγάλω την κυράν μου·
Να μου αυξήσεις την ταγήν 35, να πάγω πέρα πέρα.»
Σαν πήγε και την έβγαλε, στου Λιάκου του την φέρει.
ΚΖ’. ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ (27) 

Αραιά αραιά τα ρίχνουνε οι κλέφτες τα τουφέκια,
Ότ’ είν’ οι μαύροι μετρητοί, ότ’ είν’ οι μαύρ’ ολίγοι,
Κι αν δεκαφτά, κι αν δεκοχτώ, κι αν είκοσ’ ονομάτοι.
Κι ουδέ ο Γεώργος είν’ εδώ, πήγε στο μοναστήρι·
Εκεί βαφτίζ’ ένα παιδί, να ‘χει κι αυτός κουμπάρον,
Να κάμ’ ο μαύρος γύρισμα, και φίλον να γυρίζει.
Τα παλικάρια τ’ απ’ εδώ φώναξαν κι απ’ εκείθε·
«Άφσε, Γεωργάκη, το παιδί, κι άρπαξε το τουφέκι·
Η παγανιά 36 μας πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα. 37»
«Βαστάτ’, ο Γεώργος φώναξε, με το σπαθί στο χέρι·
Τον τόπον πιάστε δυνατά, πιάστε τα μετερίζια! 38
Κι αν κάμ’ ο Θεός κι η Παναγιά να κάμομε γιουρούσι, 39
Τον Μιτζομπόνον ζωντανόν κοιτάξετε να πιάστε.»
ΚΗ’. ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΥ (28) 

Ο Σκυλοδήμος έτρωγε στα έλατ’ αποκάτω,
Και την Ειρήνην στο πλευρόν είχε να τον κεράσει·
Κέρνα μ’, Ειρήνη μ’ εύμορφη, κέρνα μ’, όσον να φέξει,
Όσον να έβγ’ αυγερινός, να πάγ’ η πούλια γεύμα·
Κι απέ σε στέλνω σπίτι σου με δέκα παλικάρια.
«Δήμο, δεν είμαι δούλα σου, κρασί να σε κεράσω·
Εγώ είμαι νύμφη προεστών, κι αρχόντων θυγατέρα»
Κι αυτού προς τα χαράγματα, περνούσαν δυο διαβάτες
Είχαν τα γένια μακριά, το πρόσωπόν τους μαύρον.
Κι δυο κοντά του στάθηκαν, και τον εχαιρετούσαν·
«Καλή ημέρα, Δήμο μου,» — «Καλώς τους διαβάτες·
Διαβάτες, πού ηξεύρετε, πως είμ’ ο Σκυλοδήμος;»
«Φέρομεν χαιρετήματα από τον αδερφόν σου.»
«Διαβάτες, πού τον είδεταν εσείς τον αδερφόν μου;»
Στα Γιάννινα στην φυλακήν τον είδαμαν κλεισμένον.
Είχε στα χέρια σίδερα, και κλάπες 40 στα ποδάρια.»
Κι ο Σκυλοδήμος δάκρυσε, κι εκίνησε να φύγει.
«Πού πάγεις, Δήμο μ’ αδερφέ; πού πάγεις, καπετάνε;
Ο αδερφός σου είν’ εδώ· έλα να σε φιλήσει.»
Κι εκείνος τον εγνώρισε· στα χέρια του τον πήρε·
Γλυκά κι οι δυο φιλήθηκαν στα μάτια και στα χείλη.
Και τότε τον ερώτησεν ο Δήμος και τον λέγει·
«Κάθου, γλυκέ μου αδερφέ, κι έλα, μολόγησέ μας,
Πώς από των Αρβανιτών εγλίτωσες τα χέρια.»
«Νύχτα τα χέρια μ’ έλυσα, και έσπασα τες κλάπες,
Κι εσύντριψα την σιδεριάν κι επήδησα στον βάλτον,
Κι ηύρα ένα μονόξυλον, κι επέρασα την λίμνην.
Προψές τα Γιάννιν’ άφησα, και τα βουνά επήρα.
ΚΘ’. ΤΟΥ ΔΙΠΛΑ (29) 

Τον Δίπλαν φίλοι έλεγαν, και τον παρακαλούσαν
Σήκου να φύγεις, Δίπλα μου, πάρε τον Κατσαντώνην·
Αλή πασάς σας έμαθε, στέλνει τον Μουχουρδάρην. 41
Και τα λημέρια φώναξαν, όσον κι αν ημπορούσαν·
«Ο Μουχουρδάρης έρχεται με τέσσαρες χιλιάδες.
Φέρ' Αρβανίτες του πασά, πολλούς Τσοχαδαραίους· 42
Στα δόντια σέρουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.»
«Ο Δίπλας είναι ζωντανός, πόλεμον δεν αφήνει.
Έχει λεβέντες διαλεχτούς, όλους Κατσαντωναίους·
Τρων την παρούτην σαν ψωμί, τα βόλια σαν προσφάγι,
Και σφάζουν Τούρκους σαν τραγιά, αγάδες σαν κριάρια.»
Λ’. ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΒΕΛΙΓΚΕΚΑ (30) 

Στες δεκαπέντε του Μαγιού, στες είκοσι του μήνα,
Ο Βελή Γκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνην.
Επάησε κι εκόνεψε 43 σ’ ενού παπά το σπίτι·
«Παπά, ψωμί! παπά, κρασί! να πιουν τα παλικάρια»
Κι εκεί που ‘τρώγε κι έπινε, εκεί που ομιλούσε,
Μαύρα μαντάτα του ‘ρθανε από τον Κατσαντώνην.
Στα γόνατα γονάτισε· «Γραμματικέ, φωνάζει,
Τα παλικάρια σύναξε, κι όλον τον ταϊφά 44 μου.
Εγώ πηγαίνω εμπροστά, στην Κρύαν την βρυσούλαν.»
Στην στράταν όπου πήγαινε, στην στράταν που πηγαίνει,
Οι κλέφτες τον καρτέρεψαν, και τον γλυκορωτούσαν·
«Πού πας, Βελή Μπουλούκμπαση 45, ρετζάλι 46 του Βεζίρη;»
«Σ’ εσέν', Αντώνη κερατά, σ’ εσένα, Κατσαντώνη.»
Ο Κατσαντώνης φώναξεν από το μετερίζι. 47
«Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είναι οι ραγιάδες.
Για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια
Εδώ είν’ ανδρείος πόλεμος, και κλέφτικα τουφέκια.»
Τρία τουφέκια τόδωσαν, τα τρί’ αράδ αράδα,
Το 'να τον πήρε ξώδερμα, και τ’ άλλο στο κεφάλι,
Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον πήρε στην καρδιάν του.
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τα χείλη του φαρμάκι.
ΛΑ’. ΑΛΛΟ ΕΙΣ ΤΟΝ ΙΔΙΟΝ (31) 

Ο Βελή Γκέκας έτρωγε σ’ ενός παπά το σπίτι
Κι εκεί γράμμα τον έφεραν από τον Κατσαντώνην.
Ορθός ευθύς επήδησε, και το σπαθί του ζώνει.
«Γραμματικέ μου, φώναξε, μάσε τα παλικάρια·
Ο Κατσαντώνης μ’ έγραψε να πάγω να τον εύρω.»
Στην στράταν όπου πήγαινε, στου δρόμου του την μέσην,
Αντώνης τον εφώναξε, γλυκά τον ερωτάει·
«Πού πας, Βελή Δερβέναγα, ρετζάλι 48 του Βεζίρη;»
«Σ’ εσέν, Αντώνη κερατά, με το σπαθί στο χέρι.»
«Σ’ εμέν’ ανίσως έρχεσαι, και πόλεμον αν θέλεις,
Δέξου τουφέκια κλέφτικα από τα παλικάρια.
Βαρεά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν.»
Κι όλος θυμός εφώναξε του Ζόγκα και του Δήμου·
«Βαρείτε τον παλαιάρβανον, φέρτε του το κεφάλι!»
Δυο τουφεκιές του τράβησαν πικρές, φαρμακωμένες·
Μια τον επήρε στην καρδιάν, κι η άλλη εις το στόμα.
Ψιλήν φωνήν εσήκωσεν, όσον κι αν ημπορούσε·
Γραμματικέ μ’ αγαπητέ, και συ πιστέ μου Φέζο,
Γυρίστε, πίσω τρέξετε, πάρτε μου το κεφάλι,
Να μη το πάρει η κλεφτουριά, κι αυτός ο Κατσαντώνης,
Και μου το πάγει στην Φραγκιάν, και στην Αγίαν Μαύρα, 49
Και το διαβάσ απ’ την Πλαγιάν, τα τούρκικα λημέρια,
Το ιδούν εχθροί και χαίρονται, και φίλοι και λυπούνται.

ΛΒ’. ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ (32) 

Ο Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια, 50
Την Ζίχναν και τον Χάντακαν, το έρημον το Πράβι·
Τρεις μέρες κάμνει πόλεμον, τρεις μέρες και τρεις νύχτες·
Χιόν’ έτρωγαν, χιόν' έπιναν, και την φωτιάν βαστούσαν.
Τα παλικάρια φώναξε στες τέσσερες ο Νίκος·
«Ακούστε, παλικάρια μου, ολίγα κι ανδρειωμένα,
Σίδηρον βάλτε στην καρδιάν, και χάλκωμα στα στήθη
Αύριον πόλεμον κακόν έχομεν με τους Τούρκους.
Αύριον να πατήσομεν, να πάρομεν το Πράβι!»
Τον δρόμον πήραν σύνταχα, κι έφθασαν στο γεφύρι
Ο Νίκος με το δαμασκί 51 τον άλυσόν του κόφτει·
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν.
ΛΓ’. ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ (33) 

Τρία πουλάκια κάθονταν, τα τρί’ αράδ’ αράδα·
To ‘να τηράει τον Όλυμπον, τ’ άλλο την Αλασσόναν,
Το τρίτον, το καλύτερον, του Πράβι το γεφύρι.
Μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογάει και λέγει·
Τον Νικοτσάραν έκλεισαν στου Πράβι το γεφύρι·
Τρεις μέρες κάμνει πόλεμον, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερόν, χωρίς ύπνον στο μάτι.
Τα παλικάρια χούγιαξε 52, τα παλικάρια κράζει·
Σύρετε τα σπαθάκια σας, και πάρτε τα στο χέρι,
Κι ευθύς ορμήν να κάμομε στου Πράβι το γεφύρι.
ΛΔ’. ΑΛΛΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ (34) 

«Νίκο μου, τι δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να περπατείς αρματολός, αρματολός και κλέφτης;
Άφσες τον Βλαχοθόδωρον ψωμί το πατρικόν σου;»
«Πέρυσ’ ήμουν στην Βουλγαριάν, μάζωνα παλικάρια·
Τα μάζωξα, τα σύναξα, τα ‘καμα πεντακόσια·
Κι ‘φέτος μπήκα στον γιαλό, μπήκα να σεργιανίσω.»

ΛΕ’. Ο ΠΑΠΑΣ ΚΛΕΦΤΗΣ (35) 

Ένας πασάς εβγήκε στην Ευρύπολιν, 53
Αρματολούς μαζώνει, κλέφτες κυνηγά·
Και τον παπάν γυρεύει τον γραμματικόν·
»Πού είσαι, παπά μου, κλέφτη και γραμματικέ
Έλα να προσκυνήσεις με τ’ αδέρφια σου,
Και με τους εδικούς σου, τα ξαδέρφια σου·
Σε κλαιν τα μονοπάτια που περπάταες,
Σε κλαιν οι κρυοβρυσούλες με το κρυόν νερόν.»
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ
Α’. TOY ΚΥΡΙΤΣΗ ΜΙΧΑΛΗ (36) 

Θέλω να κάτσω να σας πω, πολλά να θαμαχθείτε·
Τις ήτον που τον έλεγαν κυρίτσος ο Μιχάλης.
Είχεν τον βιον αρίφνητον, την αφεντιάν μεγάλην·
Και κάθονταν στο σπίτι του, κακό δεν είχ’ ο νους του,
Ένα ροκά ανάγνωσαν μέσα εις το διβάνι· 54
Οπού τον κόσμον χάλασε, τον πόλεμον γυρεύει.
Ως τ’ άκουσεν ο βασιλεάς, πολλά τον κακοφάνη·
Μηνά τον καπιτσίμπασην, 55 γοργά τον συντυχαίνει·
«Γοργά να πας στον Αχελόν, στο σπίτι του Μιχάλη,
Εκεί ομπρός την πόρταν του να δεις να τον κρεμάσεις,
Και τον μικρόν του τον υιόν να δεις να τόνε πιάσεις·
Φυλάγου κι απ’ το πράγμα του βελόνι να μη χάσεις.»
Μεσάνυχτα ξεπόρτισε, στον Αχελόν επήγε,
Ωσάν πουλίν επέταξεν, ωσάν σαγίτα 56 πήγε,
Σαν τον ‘δεν ο Μιχάλμπεης, επροσηκώθηκέ του
«Ήρθες καλώς, αφέντη μου, κάτσε να γευματίσεις.»
«Δεν ήρθα 'γώ διά το φαγί, ουδέ διά το ποτήρι·
Τον λόγον που ‘πε ο βασιλεάς, το θέλημα να κάμω.»
Και το σχοινίν επέταξε, και τον λαιμόν τ’ ευρήκε,
Κι ευθύς ομπρός στην πόρταν του πιάνει τον, και κρεμά τον,
Και τον μικρόν του τον υιόν είδεν, και τόνε πιάνει,
Στο κάτεργον τον έβαλε με όλον του τον βίον.
Β’. ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΕΙΣ TO ΑΝΑΠΛΙ (37) 

Μιαν προσταγήν μεγάλην προστάζ ο βασιλεάς,
Να κατεβ’ η αρμάδα κι ο Καπιτάν πασάς.
Αρμάδα εκατέβη στ’ Ανάπλι κι άραξε,
Κι αυτός απ’ τα δερβένια 57 μ’ ασκέρι διάβηκε.
Πιάνει χαρτιά και στέλνει, χαρτιά και προβοδά·
«Σ’ εσένα, Μούρτο Χάμζα, σ’ εσάς, Αρβανιτιά,
«Γλήγορα να σκωθείτε αυτούθ’ απ’ τον Μωρεά.
Εγώ χαρτιά 'χω χίλια καμένα στην φωτιά·
Και σένανε σε γράφω στην κάτω την μεριά.»
«Σώπα, σώπα, βρε Μούρτο, και μη παραμιλείς,
Γιατ’ έχεις λίγ’ ασκέρι, και το μετανοείς.»
«Μπεκιάρικα τουφέκια χιλιάδες εξ οχτώ,
Και σεις οι Καλιουντζήδες, 58 χιλιάδες εκατό.»
Το άλλα! 59 άλλα! λένε, τραβούνε τα σπαθιά,
Βάνουν μπροστά τους Τούρκους, μπροστά ωσάν τραγιά.
Γ’. ΤΗΣ ΤΣΑΒΕΛΑΙΝΑΣ (38) 

Ένα πουλάκι κάθονταν απάνω στο γεφύρι·
Μοιριολογούσε κι έλεγε, τ’ Αλή πασά του λέγει·
«Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα να φτιάσεις σαρδιβάνια,
Δεν είν εδώ η Πρέβεζα να φτιάσεις παλαιομέρι·
Μόν’ είν’ το Σούλι ξακουστόν, το Σούλι ξακουσμένον,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσια·
Που πολεμά Τσαβέλαινα με το σπαθί στο χέρι,
Με το παιδί στην αγκαλιάν, με το τουφέκι στ’ άλλο,
Με τα φυσέκια στην ποδιάν, κι εμπρός απ’ όλους πάγει.»
Δ’. ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ (39) 

Στα μέσα στα Τσερίτσανα, στην άκρ’ από το Σούλι,
Μπουλουκμπασάδες 60 κάθονταν ψηλά στο Παλαιοκλήσι,
Κι εκοίταζαν τον πόλεμον που κάμναν οι Σουλιώτες,
Πώς πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι· 61
«Παιδιά, σταθείτε στερεά! σταθείτ’ ανδρειωμένα!
Ότ’ έρχετ ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες.»
Και ύστερα εγύριζε τον λόγον προς τους Τούρκους·
«Πού πας, Μουχτάρ τ’ Αλή πασά; που πάγεις, παλαιολιάπη;
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβον, δεν είν’ ο Αϊ-Βασίλης,
Να πάρεις σκλάβους τα παιδιά, να πάρεις τες γυναίκες.
Είναι το Σούλι το κακόν, στον κόσμον ξακουσμένον·
Που πολεμά Τσαβέλαινα σαν άξιον παλικάρι·
Βαστά φισέκια 62 στην ποδιάν, και το σπαθί στο χέρι,
Και με τουφέκι σισανέ 63 εμπρός απ’ όλους πάγει.»
Ε’. ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ (40) 

Τρία πουλάκια κάθονταν στον Αϊ-Ηλιάν στην ράχην,
Το ‘να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο το Κακοσούλι,
Το τρίτον, το καλύτερον μοιριολογά και λέγει·
«Αρβανιτιά μαζώχθηχε, πάγει στο Κακοσούλι.
Τρία μπαϊράκια κίνησαν, τα τρί’ αράδ’ αράδα·
Το ‘να ήταν του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Μιτσομπόνου.
Το τρίτον, το καλύτερον, ήταν του Σελιχτάρη.»
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψεν από ψηλήν ραχούλαν·
«Πού είσθε, παιδιά του Μπότσαρη, παιδιά του Κουτσονίκα;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει,
Στο Τεπελένι να μας πάει, ν’ αλλάξομε την πίστην.»
Ο Κουτσονίκας χούγιαξεν 64 από τον Αβαρίκον·
«Μην το φοβάσαι, παπαδιά! στον νουν σου μην το βάνεις!
Τώρα να ιδείς τον πόλεμον, τα κλέφτικα τουφέκια,
Πώς πολεμούν η κλεφτουριά, κι αυτ’ οι Κακοσουλιώτες!»
Τον λόγον δεν απόσωσε, την συντυχιάν δεν είπε,
Να ιδείς τους Τούρκους κι έφευγαν πεζούρα και καβάλα. 65
Άλλ' έφευγαν, κι άλλ’ έλεγαν· «πασά μ’ ανάθεμα σε!
Μέγα κακόν μας ήφερες τούτο το καλοκαίρι·
Εχάλασες τόσην Τουρκιάν, Σπαΐδες 66 κι Αρβανίτες.»
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι·
«Έλα, πασά! τι κάκιωσες, και φεύγεις με μενζίλι; 67
Γύρνα εδώ, στον τόπον μας, στην έρημην την Κιάφαν.
Εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις και Σουλτάνος.»
ΣΤ’. ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΩΝ ΣΟΥΛΙΩΤΩΝ (41) 

Μια παπαδιά εφώναξεν από τον Αβαρίκον·
«Πού είσθε, Λάμπρου τα παιδιά; πού είσθε, Μποτσαραίοι;
Πολλή μαυρίλα έρχεται, πεζούρα και καβάλα· 68
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις και πέντε·
Είναι χιλιάδες δεκοχτώ, χιλιάδες δεκαννέα.»
«Ας έρχοντ’ οι παλαιότουρκοι! τίποτε δεν μας κάμνουν·
Ας έρθουν, πόλεμον να ιδούν, και Σουλιωτών τουφέκια·
Να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
Τ’ άρματα των Σουλιωτισσών, της ξακουσμένης Χάιδως.»
Σαν άρχισεν ο πόλεμος, κι άναψαν τα τουφέκια,
Τον Ζέρβαν και τον Μπότσαρην φώναξεν ο Τσαβέλλας·
«Ήρθεν η ώρα του σπαθιού, κι ας πάψει το τουφέκι·»
Μπότσαρης αποκρίθηκεν από το μετερίζι· 69
Δεν είναι, φώναξε βαρεά, σπαθιού καιρός ακόμα·
Σταθείτ’ ακόμα στο κουντρί, 70 βαστάτε το λιθάρι·
Ότι οι Τούρκ’ είναι πολλοί, κι ολίγοι οι Σουλιώτες.»
Τότε τα παλικάρια του χουγιάζει 71 ο Τσαβέλλας·
«Ακόμα τους φυλάγομε τους σκύλους Αρβανίτες;»
Κι όλ' έπιασαν και έσπασαν τες θήκες των σπαθιών τους,
Και εμπροστά τους έβαλαν τους Τούρκους σαν κριάρια.
Βελή πασάς 72 τους φώναζε να μη γυρνούν τες πλάτες,
Κι εκείνοι τ’ αποκρίνονταν με δάκρυα στα μάτια·
«Δεν είν’ εδώ το Δέλβινον, δεν είναι το Βιδίνι·
Είναι το Σούλι τ’ ακουστόν, στον κόσμον ξακουσμένον·
Είναι του Λάμπρου το σπαθί, το τουρκοματωμένον·
Έκαμε την Αρβανιτιάν κι όλη φορεί τα μαύρα,
Και κλαίουν μάνες τα παιδιά, τους άνδρες των γυναίκες.»
Ζ’. ΤΟΥ ΦΩΤΟΥ ΤΣΑΒΕΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΔΡΑΚΟΥ (42) 

Σύγνεφον μαύρον σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφαν·
Ολημερούλα έβρεχεν, ολονυχτίς χιονίζει.
Κι απ’ το Συστράνι πρόβανεν ένας λιγνός λεβέντης·
Από τα Γιάννινα πικρά, μαύρα μαντάτα φέρει·
«Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τους τα χάνουν.
Ακούστε, Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
Το Δέλβινον το άπιστον πρόδωσε τα παιδιά μας.
Στ’ Αλή πασά τα έφεραν, τα εξ αράδ’ αράδα.
Αυτός τα τέσσερα ‘σφαξε, των δυο ζωήν χαρίζει,
Του Δήμου Δράκου του υιού, και τ’ αδερφού του Φώτου»
Κι εκείνοι καθώς τ’ άκουσαν, βαρεά τους κακοφάνη.
«Δέσποτα, τον πρωτόπαπαν εφώναξαν κι οι δύο,
Ψάλλ' όλων τα μνημόσυνα των εξ παλληκαριών μας·
Τα δυο, καθώς τα τέσσερα, σφαγμένα τα μετρούμε·
Ούτε ο Τύραννος ζωήν των Σουλιωτών χαρίζει·
Ούτε Σουλιώτης ζωντανός στα χέρια του λογάται.
Η’. ΤΟΥ ΠΑΡΜΟΥ TOY ΣΟΥΛΙΟΥ (43) 

Μην προσκυνάτε, βρε παιδιά, ραγιάδες μη γενείτε.
Είναι ο Φώτος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει.
Πασά ‘χει Φώτος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.
Εις την Φραγκιάν τον 'ξόριζαν, και στ’ άλλα τα ρηγάτα.
Ανάθεμά σε, Μπότσαρη, κι εσένα, Κουτσονίκα,
Με την δουλειάν που κάμεταν τούτο το καλοκαίρι,
Βάλεταν τον Βελή πασάν μέσα στο Κακοσούλι.
Θ’. ΤΟΥ ΠΑΡΜΟΥ TOY ΣΟΥΛΙΟΥ (44) 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα από το Σούλι·
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτούνε·
«Πουλάκι, πούθεν έρχεσαι; πουλί μου, πού πηγαίνεις;»
«Από το Σούλι έρχομαι, και στην Φραγκιάν πηγαίνω.»
«Πουλάκι, πες μας τίποτε, κανέν καλόν μαντάτον;»
«Αχ τι μαντάτα να σας πω; τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι, πήρανε, κι αυτόν τον Αβαρίκον,
Πήραν την Κιάφαν την κακήν, επήραν και το Κιούγκι,
Κι έκαψαν τον καλόγερον με τέσσερες νομάτους.»
Ι’. TOY ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ (45) 

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα εις γάμον ρίχνονται; μήνα κι εις χαροκόπι;
Ουδέ εις γάμον ρίχνονται, ουδέ κι εις χαροκόπι.
Η Δέσπω κάμνει πόλεμον με νύμφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργον.
«Γεώργαινα, ρίξε τ’ άρματα δεν είν’ εδώ το Σούλι·
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.»
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η Δέσπ’ αφέντες Λιάπηδες 73 δεν έκαμε, δεν κάμνει.»
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύμφες κράζει·
«Σκλάβες Τουρκών μη ζήσομεν· παιδιά, μαζί μ’ ελάτε!»
Και τα φυσέκια 74 άναψε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Α’. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ (46) 

«Λιάκο, σε κλαίουν τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δένδρα,
Σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν τα παλικάρια.
Δεν σ’ το είπα, Λιάκο, μια φορά, δεν σ’ το είπα τρεις και πέντε·
Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα τον βεζίρην;»
«Όσο ‘ναι Λιάκος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει,
Πασά ‘χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.»
Κακόν καρτέρι του ‘καμαν από το μετερίζι. 75
Διψούσ’ ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι·
Έσκυψε κάτω για να πει νερόν και να δροσίσει,
Τρία τουφέκια του ‘δωκαν, τα τρί’ αράδ’ αράδα·
Το ‘να τον παίρνει ξώπλατα, και τ’ άλλο εις την μέσην,
Το τρίτον, το φαρμακερόν, τον πήρεν εις τ’ αστήθι·
Το στόμα τ’ αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί και κελαηδεί και λέγει·
«Πού είσθε, παλικάρια μου, πού είσαι, ψυχογιέ μου;
Για! πάρετέ μου τα φλωριά, 76 πάρτε μου τα τσαπράζια, 77
Πάρτε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένον·
Κόψετε το κεφάλι μου, να μη το κόψουν Τούρκοι,
Και το πηγαίνουν στου πασά, ψηλά εις το διβάνι· 78
Το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται·
το ιδεί και η μανούλα μου, κι απ’ το καημόν πεθάνει.»
Β’. ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΟΘΩΜΟΥ (47) 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα από τον Βάλτον,
Μέρα και νύκτα περπατεί, νύκτα και μέρα λέγει·
«Θεέ, πού να ‘βρω την κλεφτιάν, τον Γεώργον τον Σπαρτιώτην;
Έχω δυο λόγια να τον πω, πως θε να τον σκοτώσουν.»
«Πού το ‘μαθες, πουλάκι μου, πως θε να με σκοτώσουν;»
«Εψές ήμουν στα Γιάννινα, στην πόρταν του βεζίρη,
Πολλά σκιαέτια 79 πήγαινεν ο Γιάννης Γαραγούνης·
“Άδικ’ αφέντη μ’ άδικο! από τον Γεωργοθώμον!
Τα πρόβατά σου έκοψε, κι ημάς επήρε σκλάβους!”
“Να κάμεις σάμπρι, 80 Γιάννη μου, πέντ’ έξι, δέκα μέρες,
Κι εγώ τον φέρω ζωντανόν, του παίρνω το κεφάλι.”
Γιουσούφ Αράπη, φώναξε, κρυφά τον κουβεντιάζει·
Τον Γεωργοθώμον ζωντανόν· σου παίρνω το κεφάλι.»
Γιουσούφ Αράπης κίνησε με δεκατρείς χιλιάδες·
Σαν έπιασαν τον πόλεμον, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Πέφτουν τουφέκια σαν βροχή, μολύβια σαν χαλάζι·
Τον Γεωργοθώμον λάβωσαν εις το δεξί το χέρι.
Ο Γεωργοθώμος φώναξε μέσα από τους Τούρκους·
«Πού είσθε παλικάρια μου, ολίγα κι ανδρειωμένα;
Πετάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας·
Γιουρούσι μέσα κάμετε, πάρτε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρει η Τουρκιά, Γιοσούφαγας ο σκύλος.»
Γ’. Ο ΚΑΠΕΤΑΝΟΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ (48) 

«Νικόλα, κάτσε φρόνιμα σαν καπετάνος που είσαι·
Μην τα μαλώνεις τα παιδιά, και μην τα παραβρίζεις.
Έβαλαν την κακή βουλήν και θε να σε σκοτώσουν.»
«Ποιος τα λογιάζει τα παιδιά και ποιος τα χαμπερίζει; 81
Πότε να έρθ' η άνοιξη, να ‘ρθει το καλοκαίρι,
Να βγω στα Ξερολίβαδα και στα παλιά λημέρια,
Να πάγω και να πανδρευθώ, να πάρω μιαν κοντούλαν,
Να την εντύσω στο φλωρί και στο μαργαριτάρι.»
Τα παλικάρια τ' άκουσαν, πολύ τους κακοφάνη·
Τρεις τουφεκιές τον δώσανε, τες τρεις φαρμακωμένες·
«Βαρείτε τον τον κερατά, βαρείτε τον τον πούστην!
Από μας πήρε τα φλωριά, να πανδρευθεί τη ρούσαν. 82
Η ρούσα είναι πιστολιά και το σπαθί κοντούλα.
Δ’. ΤΟ ΠΙΚΡΟΝ ΜΑΝΤΑΤΟΝ (49) 

«Κοιμάτ' η καπετάνισσα, νύμφη του Κοντογιάννη,
Μες στα χρυσά παπλώματα, μες στους χρυσούς σελτέδες. 83
Να την ξυπνήσω σκιάζομαι, να της το πω φοβούμαι·
Να μάσω μοσκοκάρυδα, να την πετροβολήσω·
Ίσως την πάρ' η μυρωδιά, ίσως την εξυπνήσει.»
Κι από τον μόσκον τον πολύν κι απ’ τα πολλά καρύδια
Σηκώθ' η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει·
«Τίνα μαντάτα μου ‘φερες από τους καπετάνους;»
«Πικρά μαντάτα σου ‘φερα από τους καπετάνους·
Τον Νικολάκην έπιασαν, τον Κωσταντήν βαρέσαν.»
«Πού είσαι μανούλα; πρόφθασε, πιάσε μου το κεφάλι,
Και δέσ’ το μου σφικτά, σφικτά, για να μοιριολογήσω.
Και ποιον να κλάψω 'πό τους δυο; ποιον να μοιριολογήσω;
Να κλάψω για τον Κωσταντήν τον δόλιον Νικολάκην·
Ήταν μπαϊράκια στα βουνά και φλάμπουρα στους κάμπους.» 84
Ε’. ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΟΥ (50) 

Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τα σκοτώνουν
Χωρίς κανένα φταίξιμον, να φταίξουν τα καημένα!.
Ο καπετάνος το σκυλί (η γη να μην το φάγει!)
Παίρνει τα κεφαλάκια τους και ρίχνει τα κορμιά τους.
Στο σταυροδρόμι τα πετούν, κορμιά χωρίς κεφάλι·
Κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν, κάθονται κι ερωτούνε·
«Παιδιά πού ‘ν' τα γελέκια σας; πού είναι τ' άρματά σας;»
«Δεν λες πού ‘ν' τα κεφάλια μας; μόν’ λες πού’ ν' τ' άρματά μας;
Συντρόφοι πήραν τ' άρματα, και τα ‘καμαν χαράτσι·
Κι ο καπετάνος το σκυλί, (η γη να μην το φάγει)
Μας πήρε τα κεφάλια μας κι έριξε τα κορμιά μας.»
ΣΤ’. ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (51) 

Πήραν την πόλιν, πήρα την! πήραν την Σαλονίκην!
Πήραν και την Αγιάν Σοφιάν, το μέγα μοναστήρι,
Που είχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες·
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να ‘βγουν τα άγια κι ο βασιλεάς του κόσμου,
Φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα·
«Αφήτ’ αυτήν την ψαλμωδιάν, να χαμηλώσουν τ’ άγια·
Και στείλτε λόγον στην Φραγκιάν, να έρθουν να τα πιάσουν,
Να πάρουν τον χρυσόν σταυρόν, και τ’ άγιον ευαγγέλιον,
Και την αγίαν τράπεζαν, να μη την αμολύνουν.»
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες·
«Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίεις, μη δακρύζεις·
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι.»
Ζ’ ΑΛΩΣΙΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΑΤΙΟΥ (52) 

Μαύρον πουλί εκάθονταν στου Μπερατιού το κάστρον·
Μοιριολογούσε θλιβερά κι ανθρώπινα λαλούσε·
«Σήκου, πασά, να φύγομε, να πάμε στον Αυλώνα.
Αλή πασάς μας πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες·
Φέρνει και τον Ομέρπεην, τον έχει χασνατάρην 85
Για να σε δώσει ζωντανόν στα χέρια του Βεζίρη.
Έρχονται και των χριστιανών πολλά καπετανάτα,
Ο Ίσκος απ’ την Δούνισταν, ο υιός του Γρίβα Γεώργου,
Ζόγκος απ’ το Ξερόμερον, ο Γεώργης Βαρνακιώτης,
Του Μπουκοβάλλα τα παιδιά και οι Σκυλοδημαίοι,
Ο Διάκος και ο Πανουργιάς κι οι δυο Κοντογιανναίοι.»
Σαν άναψεν ο πόλεμος και η φωτιά επήρεν,
Έπεφταν βόλια σαν βροχή, κανόνια σα χαλάζι·
Κι οι Κλέφτες εξεσπάθωσαν κι επήδησαν στο κάστρον.
Τότες φωνή ακούσθηκε μέσ' από τον πύργον·
«Παιδιά μου, τι σκοτώνεσθε; σταθείτε, παλικάρια!
Τι τόσον αίμα χύνετε; ψυχάτε την ανδρειά σας!
Σταθείτε! τώρα τα κλειδιά σας φέρομεν του κάστρου.»
Η'. ΥΠΟΤΑΓΗ TOY ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ (53) 

Κούκοι, να μη λαλήσετε, πουλιά, να βουβαθείτε!
Και σεις, καημέν' Αρβανιτιά, όλοι να πικραθείτε!
Το Κάστρον επροσκύνησε κι αυτή η Χουμελίτσα·
Γαρδίκι δεν προσκύνησε, δεν θε να προσκυνήσει·
Μόνε γυρεύει πόλεμον, θέλει να πολεμήσει.
Κι Αλή πασάς σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη·
Πιάνει και γράφει μπουγιουρδί 86 με το δεξί του χέρι·
«Σ' εσέν', Γιουσούφη κεχαγιά, σ' εσέν' Γουσούφ Αράπη·
Καθώς ιδείς το γράμμα μου κι ιδείς το μπουγιουρδί μου,
Θέλω Δεμίρην ζωντανόν κι αυτόν και τα παιδιά του,
Θέλω τον Μουσταφά πασάν μ' όλη τη γενεάν του.»
—«Μετά χαράς, αφέντη μου κι εγώ να σε τους φέρω!»
Θ’. ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (54) 

Τρία πουλάκια κάθουνταν στης Άρτας το γιοφύρι,
Το ‘να τηράει τα Γιάννινα, τ' άλλο κατά το Σούλι,
Το τρίτον, το καλύτερον, μοιρολογάει και λέγει·
Ο Μπότσαρης εκίνησε στα Γιάννενα να πάγει,
Για να βουλώσει μπουγιουρτί 87, στο Βουλγαρέλι να πάγει,
Για να μαζώξει τ' άσπρα 88 του οπού είχε δανεισμένα·
Κι από την Άρτα διάβηκε κονάκι να του κάμουν· 89
Κι ευθύς κονάκι τόκαμαν στου παπουτσή του Ρίζου,
Κι εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν.
Τρία τουφέκια τόριξαν, τα τρί’ αράδα,
Το 'να τον παίρει στο πλευρόν, τ' άλλο μέσα τα στήθη,
Το τρίτο το φαρμακερόν, τον παίρει μες το στόμα.
Το στόμα του αίμα γιόμωσε και κηλαδεί και λέγει.
«Καθίστε, παλικάρια μου, και συ βρε ψυχογιέ μου,
Τι τούτο δεν είναι για σας· πάρτε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρει η Τουρκιά, το πάγει στου βεζίρη·
Το ιδούν οχθροί και χαίρουνται, φίλοι και λυπούνται.»
Ι’ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ (55) 

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα·
Καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης;
«Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης·
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη·
Ψηλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει·
«Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια.
Δώσ’ τους μπαρούτην περισσήν και βόλια με τες φούχτες.
Γλήγορα· και να πιάσομεν κάτω στην Αλαμάναν,
Καλά ταμπόρια 90 δυνατά έχει και μετερίζια.» 91
Επήραν τα αλαφρά σπαθιά και τα βαρεά τουφέκια,
Στην Αλαμάναν έφθασαν κι έπιασαν τα ταμπόρια·
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε·
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε.»
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι εσκόρπισαν στους λόγγους,
Έμειν' ο Διάκος στην φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σχίσθηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια.
Και το σπαθί του έσυρε και στην φωτιάν εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους κι εφτά μπουλουκπασάδες. 92
Πλην το σπαθί του έσπασεν απάν’ από τη χούφταν,
Κι έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα·
«Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστιν σου ν' αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τσαμί, την εκκλησιάν ν' αφήσεις;»
Κι εκείνος τ' απεκρίθηκε και με θυμόν του λέγει·
«Πάτε κι εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες 93, να χαθείτε.»
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ' απεθάνω,
Αν θέλετε χίλια φλωριά 94 και χίλιους μαχμουτιέδες, 95
Μόνον πέντ’ έξι ημερών ζωή να μου χαρίστε,
Όσο να φθάσει ο Οδυσσεύς κι ο Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσ' ο Χαλίλμπεης, με δάκρυα φωνάζει·
«Χίλια πουγκιά σας δίνω 'γώ κι ακόμα πεντακόσια,
Τον Διάκον να χαλάσετε, τον φοβερόν τον κλέφτην·
Ότι θα σβήσει την Τουρκιάν και όλον το Δεβλέτι».
Τον Διάκον τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν·
Ολόρθον τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.
Την πίστιν τους του ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες·
«Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη·
Ας είν' καλά ο Οδυσσεύς κι ο Καπετάν Νικήτας,
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά, κι όλο σας το Δεβλέτι».
ΙΑ’. ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ (56) 

Σουλτάν Μαχμούτης πρόσταξε σεφέρι 96 του Βεζίρη·
Κράζει τους Βεζιράδες του, τους έκαμε χαζίρι, 97
Και τους προστάζει αυστηρά να παν και να τον κλείσουν·
Κι αν δεν του κάμουν τίποτες, πίσω να μη γυρίσουν.
Αλή πασάς σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη.
Συλλογισμένος στέκεται και το κεφάλι πιάνει.
«Μουχτάρ πασά, Βελή πασά 98», στέλνει και τους φωνάζει,
Μέσα στον Παντοκράτορα κρυφά τους κουβεντιάζει·
«Παιδιά μου βλέπετε καλά και πάρετε ιπρέτι· 99
Ο βασιλεάς μ' οργίστηκε, με πήρε σε γαζέπι. 100»
«Μπαμπά μας, χρειάν μην έχεις συ· στάσου καλά, στοχάσου,
Το βιο που έχομεν πολύ για κάθε σιγουριά σου.»
«Εγώ στο βιο δεν πείθομαι, ουδέ και στο ασκέρι·
Αλλ’ η ελπίς μου στέκεται εις των Γραικών το χέρι·
Αυτοί ανδρείοι, τολμηροί, πιστοί και ρωμαλέοι,
Και χωριστά ευρίσκονται σε με χοσμικιαρέοι. 101
Με με πάντα πολέμησαν μ’ ηρωισμόν μεγάλον,
Κι ακόμα χάλια πολεμούν στ' Άγραφα και στον Βάλτον,
Κι ακόμη δεν υπόταξα μήτε σχεδόν το τρίτον.
Από τον τόπον έχομεν για να μας δώσουν τρίτον.
Πρέπει λοιπόν να δώσομεν συγχώριαν μεγάλη,
Ελευθερίαν εν ταυτώ, ως έκαμαν οι Γάλλοι·
Γιατί το γένος των Γραικών είναι καθώς των Γάλλων·
Κι όποιος θαρρεύ’ υποταγήν, λάθος έχει μεγάλον·
Είδετε το παράδειγμα εκείνων των Σουλιώτων,
Όχι μονάχα των ανδρών, μα και των γυναικών των·
Θάνατον επροτίμησαν αυτοί απ’ την σκλαβία,
Μ’ όλον οπού τους έταξα άρματα και φλωρία.» 102
ΙΒ’ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ (57) 

Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλαν· 103
Στράτευμα φέρνουν περισσόν, πεζούρα και καβάλαν· 104
Σέρουν και τόπια 105 δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρον.
Έρχεται κι ο Τσαπάνογλους από το Βουκορέστι·
Έχει ανδρείον στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους·
Στα δόντια σέρουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ' ο Γιωργάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Πού είσθε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι;
Γλήγορα· ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια·
Πιάστε τον τόπον δυνατά, πιάστε τα μετερίζια 106,
Ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει.»
Δίχως ψωμί, δίχως νερόν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες·
Βαρεά βαρούσαν τον εχθρόν, κάτω στο Κομπουλάκι·
Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά τρεις χιλιάδες·
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Αφήτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
«Γιουρούσι 107 απάνω κάμετε, στον Αϊ-Λιαν εβγείτε.»
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότε ο Φαρμάκης ζωντανός φώναξ’ από του Σέκου·
«Πού είσαι, Γεώργο μ' αδελφέ και πρώτε καπετάνε;
«Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει·
Ρίχνει τα τόπια σα βροχήν, τα βόλια σαν χαλάζι.»
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί και πλέον δεν τον είδαν.
ΙΓ’. ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΗ (58) 

Ήρθεν η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρον,
Ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός, φαρμακωμένος·
Μαζί εσυμβουλεύονταν Γεωργάκης και Φαρμάκης·
«Γεωργάκ’, έλα να φύγομεν, στη Μοσκοβιάν 108 να πάμεν».
«Καλά το λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις.
Πλην είν’ ολίγον εντροπή· κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερα ας βαστάξομεν σ’ τούτο το μοναστήρι·
Ίσως εβγεί κι ο Μόσκοβος, κι έρθει εις βοήθειάν μας.»
Και τα λημέρια φώναξαν πέρα από του Σέκου·
«Πολλή μαυρίλα έρχεται και τα βουνά μαυρίζουν.»
«Μήνα βοήθεια έρχεται; μήνα συντρόφοι είναι·
Ούτε βοήθεια έρχεται, ούτε συντρόφοι είναι,
Μόνε Τουρκιά μάς πλάκωσε, χιλιάδες δεκαπέντε».
Στου Σέκου καθώς έφθασαν και έπιασαν τον τόπον,
Έστησαν τόπια 109 αρκετά γύρου στο μοναστήρι.
Πέντε το κρουν από μεριάν και πέντε από την πόρταν,
Τ’ άλλα τα μεγαλύτερα το κρουν από τη ράχην.
Ως χίλιοι Τούρκοι έπεσαν μέσα στο παλαιοκλήσι.
Χίλι’ άλλοι εσκοτώθηκαν εμπρός από το τείχος.
Τότ' η Τουρκιά εσύρθηκε πίσω στο Κομπουλάκι.
Ένας πασάς αγνάντευεν πέρα από του Σέκου.
Ψηλήν φωνήν εσήκωσεν· «Αμέτη, Μωαμέτη!
Πιάστε τον τόπον δυνατά, ζώστε το μοναστήρι.»
Όση Τουρκιά κι αν ήτανε, όσοι και γιανιτσάροι,
Τον τόπον όλον έζωσαν και έκλεισαν το Σέκο.
Φαρμάκης επικράθηκε και βαραναστενάζει·
Τα παλικάρια φώναξεν από το μοναστήρι·
«Πού είσθε, παλικάρια μου, κι ανδρείοι μου λεβέντες;
Πιάστε με, πάρτε τα φλωριά και τα χρυσά γελέκια,
Πάρετε και τ' ασήμια μου, να ελαφρώσ’ ολίγον·
Και τα σπαθιά σας σύρετε, σπάσετε τα φηκάρια 110,
Γιουρούσι 111 για να κάμομεν, να διώξομεν τους Τούρκους.»
Ένα πρωτοπαλίκαρον στέκεται και του λέγει·
«Μαύρα μάς είναι τα σπαθιά, πικρά μας τα τουφέκια·
Είν' η Τουρκιά αμέτρητη και τα βουνά μαυρίζει.»
Τον λόγον δεν απόσωσε, την συντυχιάν δεν είπε,
Και ζωντανός επιάσθηκεν ο Γιάννης ο Φαρμάκης.
«Δε σε το είπα μιαν φοράν, Γιάννη και τρεις και πέντε,
Μην απομείνεις στη Βλαχιάν, στου Σέκου μην καθίσεις;»
«Πού να το ξεύρω ο πικρός, στον νουν μου πού να μ’ έρθει,
Ότι κονσόλοι 112 χριστιανοί ποτέ θα μας προδώσουν!»
Εσείς πουλιά, όσα ψηλά πετάτε στον αέρα,
Είδησην δώστε στην Φραγκιάν, στων χριστιανών τους τόπους.
Δώστε και την Φαρμάκαιναν μαντάτα του θανάτου.»
ΙΔ’. ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ (59)  πλ.

Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
Όταν για την Τριπολιτσάν κίνησεν ο Κιαμίλης.
Νύκτα σελώνει τ' άλογον, νύχτ’ το καλιγώνει· 113
Και εις τον δρόμον τον Θεόν παρακαλεί και λέγει·
«Θεέ μ', εκεί τους προεστούς, εκεί τους δεσποτάδες
Να εύρω, στο κεφάλι τους να πάρουν τους ραγιάδες,
Να μη σηκώσουν άρματα και πάγουν με τους κλέφτες.»
Σαν έφθασε και οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρον·
Τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαρεά τους πολεμούσαν·
Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι· 114
«Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
Να σε χαρίσω τη ζωήν, εσέ και τα παιδιά σου,
Εσέ και τα χαρέμια σου κι όλην τη γενεάν σου.»
«Μετά χαράς σας, Έλληνες κι εσείς καπεταναίοι,
Ευθύς να προσκυνήσομεν στους Κολοκοτρωναίους».
Μπουλούκμπασης 115 εφώναξεν απάν’ από την τάμπιαν· 116
«Δεν προσκυνούμεν, άπιστοι, σ’ εσάς βρωμοραγιάδες·
«Έχομεν κάστρα δυνατά και βασιλεάν στην Πόλην·
Έχομ' ανδρείον στράτευμα και Τούρκους παλικάρια·
Τρώγουνε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
Και δεκαπέντε στ' άλογον, διπλούς στο μετερίζι.»
«Τώρα να ιδείτ', εφώναξε τότ' ο Κολοκοτρώνης,
Να ιδείτ' ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια·
Πώς πολεμούν οι Έλληνες, πώς πελεκούν τους Τούρκους.»
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε (ποτέ να μ' είχε φέξει!)
Έβαλαν οι Γραικοί βουλήν το κάστρον να πατήσουν.
Σαν αετοί επήδησαν κι εμβήκαν σαν πετρίτες, 117
Κι άδειασαν τα τουφέκια τους, την λιανομπαταρίαν.
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ' τ' Αϊ-Γεωργιού την πόρταν·
«Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας·
Βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στην μάνδραν.»
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις την μεγάλην τάμπιαν.
Απελογάτ’ ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνην·
«Κάμε ινσάφι 118 στην Τουρκιάν, κόψε, πλην άφσε κι όλας.»
«Τι φλυαρείς, βρωμότουρκε; τι λες παλαιομουρτάτη; 119
«Ινσάφι έκαμες εσύ εις την πικρήν Βοστίτσαν,
«Οπ’ έσφαξες τ' αδέλφια μας κι όλους τους δικούς μας;»
ΙΕ’. ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΤΟΥ ΚΙΑΜΙΛ ΜΠΕΗ (60) 

Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια, 120
Πήραν και την Τριπολιτσάν, την ξακουσμένην χώραν·
Κλαίουν στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές Εμιροπούλες,
Κλαίει και μια χανούμισσα, τον δόλιον τον Κιαμίλην.
«Πού είσαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμέν' αφέντη;
Ήσουν κολόνα στον Μωρεάν και φλάμπουρον 121 στην Κόρθον, 122
Ήσουν και στην Τριπολιτσάν πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθον πλια δε φαίνεσαι κι ουδέ εις τα σαράγια· 123
Ένας παπάς σου τα ‘καψε τα έρημα παλάτια.
Κλαίουν τ' αχούρια γι’ άλογα και τα τσαμιά γι’ αγάδες.»
Κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιον της τον άνδρα·
Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς εκείνων.
ΙΣΤ’. ΚΟΜΜΑΤΙΟΝ (61) 

Τρία πουλάκια κάθονταν ψηλά στην Κατερίνην·
Το ‘να τηρά την Λάρισαν, τ’ άλλο την Αλασσόναν,
Το τρίτο, το φαρμακερόν, μοιριολογά και λέγει·
«Ποια μάνα είχε δυο παιδιά, ποια μάνα προεστίνα;
Ειπέ, να μην τα καρτερεί, να μην τ’ απαντυχαίνει·
Η Σαλαμβριά κατέβασε, με ήλιον, με φεγγάρι,
Κι αυτά στην μέσην κολυμβούν, σαν ψάρια πελαγίσια.
ΙΖ’ ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΥΛΟΙ ΚΑΙ Η ΚΥΡΑ (62) 

Φεγγαράκι μου λαμπρόν,
Φέγγε και περπάτειγε,
Για να σ’ ερωτήσομε
Διά δυο Γραικόπουλα
Και Γρεβενητόπουλα·
Χήραν Τούρκαν δούλευαν,
Όλ’ ημέραν στον ζυγόν,
Το βραδύ στον κρεμασμόν.
«Βρε παιδιά Γραικόπουλα,
Και Γρεβενητόπουλα,
Γένεσθε Τουρκόπουλα,
Να χαρείτε την Τουρκιά,
Τ’ άλογα τα γλήγορα,
Τα σπαθιά τα δαμασκιά;» 124
«Βρε κυρά μου Τούρκισσα,
Γένεσαι και συ Ρωμιά,
Να χαρείς την Λαμπριά,
Με τα κόκκινα τ’ αυγά·
Να χαρείς την εκκλησιάν,
Τ’ άγιον …
 

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. Αγία Μαύρα | η Λευκάδα

2. άλικο | ζωηρό κόκκινο χρώμα

3. άλλα | Αλλάχ

4. άσπρα | νομίσματα, χρήματα

5. Βελή πασάς | ο γιος του Αλή πασά

6. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

7. γαζέπι | οργή, θυμός

8. γέροντες | κοτσαμπάσηδες

9. γιουρούσι | η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

10. δαμασκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

11. δερβέναγας | ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια

12. δερβένι | στενή ορεινή διάβαση

13. διβάνι ή ντιβάνι | η αίθουσα συνεδριάσεων της σουλτανικής κυβέρνησης, η Υψηλή Πύλη

14. Ευρύπολη | Νευρόπολη του ν. Φθιώτιδας

15. Ιμπραΐλα | η Βραΐλα

16. ιπρέτι | παράδειγμα

17. καβούλι | τόπος συνάντησης

18. καλιγώνω | πεταλώνω

19. καλιοντζής | ναύτης τυφεκιοφόρος πολεμικού πλοίου

20. κάνω ινσάφι ή νισάφι | δείχνω έλεος

21. καπουτσίμπασης | υπασπιστής του σουλτάνου

22. Κατής | Τούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο

23. κιβούρι | τάφος

24. κλάπα | κομμάτι ξύλου ή έλασμα το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε συνδέσεις, εδώ για τα πόδια, ποδοπέδες

25. κονάκι να του κάμουν | να τον φιλοξενήσουν

26. κονεύω | εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση, φιλοξενώ

27. κόνσολος ή κόνσολας, ο πρόξενος ή ο υποπρόξενος

28. κορβέτα | τρικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο, πολεμικό ή εμπορικό, ενδιάμεσης κατηγορίας ανάμεσα στη φρεγάτα και στο μπρίκι

29. Κόρθον | Κόρινθον

30. κουντρί | μεγάλη πέτρα

31. Λιάπης | εξισλαμισμένος Αλβανός

32. λουφές | μισθός, δώρο

33. μάινα | πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να κατεβούν τα πανιά

34. μαχμουντιές ή μαχμουδιές | χρυσό νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ αξίας 36 γροσίων

35. μενζίλι | ταχύτητα, τρέξιμο, με μενζίλι: τρέχοντας

36. μετερίζι | προφυλαγμένη θέση μάχης

37. Μοσκοβιά | Ρωσία

38. μουρτάτης | αρνησίθρησκος, αποστάτης, αλλαξόπιστος

39. μουσαβερές ή μουζακερές | σύσκεψη, συζήτηση

40. μουσελίμης | ο διοικητής μιας επαρχίας ή μικρής περιφέρειας που ασκούσε κυρίως καθήκοντα τοπάρχη

41. Μουχουρδάρης | σφραγιδοφύλακας

42. Μουχτάρ πασά, Βελή πασά | τα παιδιά του Αλή πασά

43. μπαϊράκια - φλάμπουρα | σημαίες

44. μπουγουρδί ή μπουγιουρντί | έγγραφη διαταγή από ανώτερο αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μήνυμα

45. μπουλούκμπασας | αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

46. μπουλούκμπασης | αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

47. ντιβάνι | η αίθουσα συνεδριάσεων της σουλτανικής κυβέρνησης, η Υψηλή Πύλη

48. νύφη να προσκυνήσω | σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθίζεται κατά τους γάμους η νύμφη να προσκυνάει αυτούς που τη συγχαίρονται και της εύχονται

49. οντάς | δωμάτιο

50. παγανιά | η ομάδα των ατόμων που μετέχουν σε κυνήγι, σε παγίδευση ζώου ή ανθρώπου

51. πεζούρα και καβάλα | πεζικό και ιππικό

52. περγαντίνι | μικρό πλοίο συνοδείας, χαμηλό και χωρίς κουβέρτα και γέφυρα, το οποίο κινείται με πανιά και κουπιά

53. πετρίτης | γεράκι

54. πόσι | κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί.

55. προβοδίζω ή προβοδώ ή προβοδώνω | συνοδεύω για λίγο και ως ένα σημείο κάποιον που φεύγει

56. ρετζάλι | μεσάζων, βασιλικός ακόλουθος

57. ροβολώ | κατεβαίνω

58. ρούσα | κοκκινομάλλα

59. σαΐτα | βέλος, εξάρτημα του αργαλειού με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού

60. σάμπρι | υπομονή, κουράγιο

61. σαράι | Το παλάτι ή το μέγαρο όπου διέμενε ο σουλτάνος, οποιοδήποτε κτίριο διαθέτει πολύ μεγάλους και πολυτελείς χώρους και θυμίζει σαράι

62. σελτές | μαλακό στρώμα, μαξιλάρι

63. σεφέρι | η εκστρατεία, ο πόλεμος

64. σισανές | παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι

65. σκιαέτι | παράπονο, καταγγελία

66. σπαχής | ονομασία ιππέων πολεμιστών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

67. ταγή | η τροφή των ζώων

68. ταϊφάς | ομάδα πολεμιστών

69. ταμπούρι | φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

70. τάπια | προμαχώνας

71. τόπι | κανόνι που παίρνει σφαιρικά βλήματα

72. τράκο | σύγκρουση

73. τσαπράζια ή τζαπράζια | τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

74. τσοχαδαραίος | επίλεκτος σωματοφύλακας ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα

75. φηκάρια | θηκάρια, οι θήκες των σπαθιών

76. φιρμάνι ή φερμάνι | σουλτανικό διάταγμα

77. φισέκι | φυσίγγιο

78. φλάμπουρο | λάβαρο, είδος πολεμικής σημαίας

79. φλωρί ή φλουρί | χρυσό νόμισμα

80. χαζίρι, να γένουμε χαζίρι | έτοιμος, να ετοιμαστούμε

81. χαμπα(ε)ρίζω | καταλαβαίνω, δίνω σημασία, υπολογίζω

82. χασνατάρης | θησαυροφύλακας

83. χοσμικιάρης | ο ακτήμονας, που δουλεύει στον τσέλιγκα ή στα χωράφια και κατ’ επέκταση, ο υπηρέτης

84. χουγιάζω ή χουχουτίζω | φωνάζω δυνατά

 

αρχή