ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Αντωνίου Μανούσου


 
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΕΘΝΙΚΑ
ΣΥΝΑΓΜΕΝΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΑΦΗΝΙΣΜΕΝΑ
ΥΠΟ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΑΝΟΥΣΟΥ
ΕΙΣ ΚΕΡΚΥΡΑΝ, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΕΡΜΗΣ, Χ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΩΣ, 1850
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΛΑ (Α) 

ΤΡΟΠΟΛΟΓΗΣΗ

Και το ακόλουθο της συλλογής του Θωμαζέου, διαφορετικό στα χρώματα της εικόνας του πρώτου, είναι άξιο να καταχωριστεί στη συλλογή μας. — Εδώ ο ίδιος Μπουκοβάλλας φωνάζει από ψηλή ράχη. «Πάψτε παιδιά τον πόλεμο να μετρηθεί τ’ ασκέρι, να ιδούμε πόσοι λείπουν» — Από τους Έλληνες λείπουν εβδομήντα, και δυο χιλιάδες Τουρκιά, αλλά ο Μπουκοβάλλας επολεμούσε εναναντίον οχτώ έως εννέα χιλιάδες!!!

Τι χτύπος είν' που γένεται και βρονταριά μεγάλη,
Πολλά τουφέκια πέφτουνε και φοβερά βροντούνε,
Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
Ούτε σε γάμο πέφτουνε, ούτε σε πανηγύρι.
Ο Μπουκοβάλλας πολεμά μ' οχτώ, μ' εννιά χιλιάδες.
Ο Μπουκοβάλλας φώναξε από ψηλή ραχούλα.
«Πάψτε παιδιά τον πόλεμο, πάψτε και τα τουφέκια·
Να κατακάτσει ο κονιαρχτός, να μετρηθούν τ’ ασκέρια».
Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φορές, και λείπουν δυο χιλιάδες
Μετρούνται κι οι αρματολοί, και λείπουν εβδομήντα.
ΜΕΡΟΣ Α’
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ
1. ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ MHΛIONH 

ΥΠΟΘΕΣΗ

To κλέφτικο τούτο τραγούδι είναι της πλέον παλαιάς εποχής. (1) Απ' όσους Ήρωες έως τα σήμερα το Γένος μας τραγουδεί τ' ανδραγαθήματα, ο Χρήστος θα είναι βέβαια ο παλαιότερος αρχηγός, ή κεφαλάρχης των κλέφτων ή αρματολών.
Από τον Μηλιόνη, (3) έλαβεν αρχή η μεγάλη εκείνη σειρά από τους περίφημους κλέφτες όπου είχαν στάση εις τα βουνά Άγραφα. — Ο Μηλιόνης απέθανε πριν τα 1700, και το ακόλουθο τραγούδι δε θα μετράει βέβαια ολιγότερο από τους 150 χρόνους. — Αν αυτό επροφυλάχθηκε γνήσιο, παρά κάθε άλλο, για τόσους χρόνους, εις τα φυλλόκαρδα του Ελληνικού Λαού, δεν εστάθηκε ίσως για την ποιητική του αξία, αλλά για τα ανδραγαθήματα του περίφημου τούτου Ήρωα, τέτοια, οπού επλημμύρισαν τες ψυχές των οπαδών του, από βαθύτατο σέβας και άκραν υπόληψη.
Από τα όρη αρματολός και επαναστάτης αιφνίδια κάτω ροβολώντας πλακώνει την Άρτα, κάνει σκλάβο τον Κατή, και δύο Αγάδες του τόπου, και τους υποχρεώνει να πλερώσουν ένα βαρύ δόσιμο. Τέτοια τολμηρή πράξη έκαμε κρότο, και ο Μουσελίμης αντιπρόσωπος του Πασά αναγκάζεται να τον παιδέψει. — Υποχρέωσε λοιπόν τον προεστό Μαυρομάτη, και τον Δερβέναγα Μουχτάρ Κλισούρα, να του φέρουν τον Χρήστο ζωντανόν ή αποθαμένο. — Ο Μουχτάρ κρίνοντας ότι η επικίνδυνη αυτή προσταγή, ήθελε ευκολότερα τελειοποιηθεί με την απάτη παρά με τη δύναμη, προστάζει έναν Τούρκο από το στράτευμά του, ονομασμένο Σουλεϊμάνη, ο οποίος έχοντας άκρα φιλία με τον Μηλιόνη ημπορούσε ανύποπτα να τον σιμώσει και εις τέτοιον τρόπο να εκτελέσει την προσταγή του πιάνοντάς τον ζωντανόν, ή παίρνοντάς του το κεφάλι. — Και τωόντι ο Σουλεϊμάνης δεν άργησε να σμίξει τον Μηλιόνη εις ένα μικρό χωριό του Αρμυρού, εις τες άδρες του Βάλτου, όπου και οι δύο με μεγάλη χαρά και αναγάλλιαση εσυναπαντήθηκαν. — Φαίνεται ότι η καρδία του Τούρκου ενικήθηκε από το καλό και ειλικρινό δέξιμο οπού του έκανε ένας από τους παλαιούς του φίλους, με τον οποίον είχαν πολλές φορές μοιράσει μαζί ψωμί και αλάτι, και αποστράφηκε την ιδέα να τον πιάσει με προδοσία, ώστε οπού του φανερώνει εκείνο, οπού ήτον προσταγμένος να πράξει εναντίον του. — Άναψε τότε τρομερή μονομαχία, αναμεταξύ των δύο Πολεμιστάδων, αλλ’ η κακή και μαύρη μοίρα εις αυτό το κρούσμα εθυσίασε και τους δύο.
Λέγει ο Θωμαζέος. — Τα τρία πουλάκια, όπου εις τρία διαφορετικά μέρη θεωρούνε, δε θα είναι βαλμένα βέβαια εις την εικόνα δίχως σκοπό, αλλά χαμένος ίσως για μας. — Καθώς οι άνθρωποι για τα ζώα, παρόμοια στα τραγούδια του λαού, τα ζώα αισθάνονται αγάπη για τους ανθρώπους. — Ο λαός διασκορπίζει παντού την αγάπη και την ευγνωμοσύνη της ψυχής του. — Πόσον άσωτες και πλουσιοπάροχες, οι υπόσχεσες του Μουσελίμη για ένα κεφάλι, «αλλά κεφάλι Ελληνικό και ανδρείο». — Οι άδικοι, ή υπολείπτονται υπερβολικά τον άνθρωπο ή παντελώς, και τούτο είναι γέννημα μίσους, φιλοκέρδειας, υπερηφάνειας, ή φόβου. —«Όμως ο Σουλεϊμάνης, αισθάνεται ακόμα εις τα χείλη ζεστό το φίλημα του φίλου του, θυμιέται μία νυχτιά σβημένη σε χαρές και αναγάλλιασες, αλησμονά το ψωμί του Σουλτάνου, την προσταγή του και προτιμά, παρά προδότης, κάλλιο, το βόλι του Μηλιόνη».

(1) Φωριέλ.
(2) Η κρίση και οι πράξες μας δείχνουν, ότι η γλώσσα και η ποίηση του λαού μας έζησε πάντα, και εις τα παλαιά μυθιστορήματα ευρίσκομε αναφερμένα και τραγούδια, και μοιρολόγια. — Εις τον ενδέκατον αιώνα, μαρτυρεί η Άννα Κομνηνή, ότι ο λαός εόρταζε τες δημόσιες τελετές με το τραγούδι. «Ένθεντοι και το πλήθος αποδεξάμενον της ορμής τον Αλέξιον και της αγχινοίας, εξ αυτών πραγμάτων ασμάτιον αυτώ ανεπλέξαντο, εξ ιδιώτιδος μεν συγκείμενον γλώττης, και παρεμφαίνον την τε προαίσθησιν της κατ' εκείνου επιβουλής, και τα παρ' αυτού μεμηχανημένα. Το δε ασμάτιον αυταίς λέξεσιν είχεν ούτω·
«Το Σάββατον της Τυρινής, χαρείς Αλέξιε εννόησές το,
Και την Δευτέραν το πρωί είπα· καλώς γεράκιν μου».
Είχε δε, κ. τ. λ. ιδές Αλεξιάς σελ. 45.
Οι στίχοι αυτοί και άλλοι καθαρά μας αποδείχνουν, ότι η γλώσσα του τότε καιρού, ήτον η ίδια της σημερινής μας, ή της Χυδαίας και βαρβάρης γλώσσας του λαού μας!!!
(3) Τόσον ο Φωριέλ, καθώς και ο Θωμαζέος, θέλουν ότι ο Χρήστος να επονομάστηκε Μηλιόνης, από το φοβερό τουφέκι οπού εμάχονταν· φυσικότερον όμως ήθελε είναι ανίσως το τουφέκι, — επειδή φημισμένο για την αξία του — ελάβαινε, ως τιμή, το λαμπρόν όνομα του Πολεμάρχου, οπού το εμεταχειρίζετο, παρά ο Ήρωας, εκείνο του τουφεκιού του. — Οι Αρματολοί μας, έδιναν εις τα διαφορετικά τουφέκια τους και διαφορετικές ονομασίες, καθώς τα Καριοφύλια, μακριά και με κεφάλι εις την άκρη· οι Φιλίνδρες, μέτρια και δίχως κεφάλι ή στεφάνι, οι Ψαλιδιάδες, τουφέκια μακρύτατα, με τα οποία συνηθίζουν οι Γκέκιδες να πολεμούν· οι Παφιλιάριδες κ. τ. λ. και τα Μηλιόνια, μακριά, άσφαλτα, και φοβερά τουφέκια, ένα από τα οποία επολεμούσε ο Χρήστος, και οπού η μνήμη του είναι ακόμα ζωντανή εις όλη την Ακαρνανία.


TOY ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΗΛΙΟΝΗ

Τρία πουλάκια κάθονταν στη ράχη στο λημέρι,
ένα τηράει τον Αρμυρό, κι άλλο κατά τον Βάλτο,
Το τρίτο το καλύτερο, μοιριολογάει και λέει·
«Κύριε μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
Ουδέ στον Βάλτο φάνηκε, ουδέ στην Κρυαβρύση. —
Μας είπαν πέρα πέρασε, και επήγε προς την Άρτα,
Κι επήρε σκλάβο τον Κατή, μαζί με δυο Αγάδες,
Κι ο Μουσελίμης τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη·
Τον Μαυρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλισούρα.
«Εσείς αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
Τον Χρήστο να σκοτώσετε, τον Καπετάν Μηλιόνη,
Τούτο προστάζει ο Βασιλιάς, και έστειλε φερμάνι.»
«Παρασκευή ξημέρωνε, (ποτέ να μ' είχε φέξει!)
Κι ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρει
Στον Αρμυρό τον έφθασε, και ως φίλοι φιλήθηκαν.
Ολονυχτίς επίνανε 1 όσο να ξημερώσει.
Και όταν έφεξε η αυγή, πέρασαν τα λημέρια.
Κι ο Σουλεϊμάνης φώναξε του Καπετάν Μηλιόνη,
Χρήστο, σε θέλει ο Βασιλιάς, σε θέλουν οι Αγάδες.»—
«Όσο είναι ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει»
«Με τα τουφέκια έτρεξαν ο ένας προς τον άλλο,
Φωτιάν εδώσαν στη φωτιά, κι επέσαν εις τον τόπο».
2. TOY ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΛΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Και ο Μπουκοβάλλας εστάθηκε ένας από τους παλαιούς εκείνους Καπετάνους, ή Κεφαλάρχους των κλεφτών, οπού το Γένος μας, χρεωστικά επροφύλαξε τη μνήμη, τραγουδώντας έως τώρα του πολεμάρχου Ήρωα τ' όνομα και τ' ανδραγαθήματα. Ο Μπουκοβάλλας, ένδοξος και παλαιός, ως τον Μηλιόνη, ήτον της Ακαρνανίας, και εις τα βουνά Άγραφα συχνά επολεμούσε με τους Τούρκους.
Τ' ακόλουθο τραγούδι παρασταίνει με ζωντανά και αθάνατα χρώματα την τρομερή μάχη του ίδιου, εναντίον του Βελή Μπέη του Τεβελάν, και την ένδοξη νίκη του.— Ο Βελής, ήτον πάππος του αιμοβόρου Αλή Πασά των Ιωαννίνων, και εσκοτώθηκε εις την πολιορκία της Κέρκυρας το 1717, εις τρόπον οπού, ένας αιώνας και μη και περισσότερο, πετώντας μ' όλο το σέβας απάνου εις τη νίκη του Μπουκουβάλλα, λαμπρή ακόμη τη συσταίνει, εις τους αιώνες του φωτός και της ελευθερίας. Τούτο το τραγούδι, είναι γνωστότατο και τραγουδιέται ακόμα εις τη Στερεάν Ελλάδα, εκτός του Μοριά. Τραγούδι τολμηρό, εις το οποίο ο ποιητής ηθέλησε καλύτερα να περιγράψει με ολίγα και λαμπρά χρώματα, τες πλέον σημαντικές περίστασες της εικόνας του, παρά να ζωγραφίσει τη νίκη του Ήρωά του. 2 Οι τρεις πρώτοι στίχοι γεμάτοι εθνικής έμπνευσης, αν έγιναν για το ακόλουθο τραγούδι, και αν δεν είναι παρμένοι από κανένα άλλο παλαιότερο, χρησιμεύουν, ως τύπου αρχή, ως κοινή συνήθεια, ως ένα είδος προλόγου της κλέφτικης ποίησης, με τον οποίο πάντοτες αρχίζει κάθε τραγούδι οπού σκοπεύει να δοξολογήσει και αποθανατίσει τες πολεμικές πράξες.
Η Κόρη, οπού ρίχτει τη φωνή της, το τρεις φορές μετρημένο Τούρκικο στράτευμα, και η τελευταία εικόνα είναι ομορφάδες και λαμπρότητες, οπού νικούν κάθε έπαινο.

TOΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ

Τι να ‘ναι ο αχός που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν;
Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται, κι ουδέ θεριά μαλώνουν,
ο Μπουκοβάλλας πολεμά με χίλιους πεντακόσους,
Στη μέση στο Κεράσσοβο και στην καινούρια χώρα,
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι, 3
Κόρη ξανθή ν εχούγιαξεν 4 από το παραθύρι.
«Πάψε Γιάννη, τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
Να κατακάτσ' ο κορνιαχτός, να σηκωθεί η αντάρα,
Να μετρηθεί τ' ασκέρι σου, να ιδούμε πόσοι λείπουν.»—
Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φορές, και λείπουν πεντακόσοι. 5
Μετρούνται τα κλεφτόπουλα, τους λείπουν τρεις λεβέντες.
Επήγε ο ένας στο νερό κι άλλος ψωμί να φέρει,
Ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι.
2α ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΛΑ 

Και το ακόλουθο της συλλογής του Θωμαζέου, διαφορετικό και τα χρώματα της εικόνας του πρώτου, είναι άξιο να καταχωριστεί στη συλλογή μας. Εδώ ο ίδιος Μπουκοβαλλας φωνάζει από ψηλή ράχη. «Πάψτε παιδιά τον πόλεμο να μετρηθή τ' ασκέρι, να ειδούμε πόσοι λείπουν» — Από τους Έλληνες λείπουν εβδομήντα, και δύο χιλιάδες Τουρκιά, αλλά ο Μπουκοβάλλας επολεμούσε εναντίον οχτώ έως εννέα χιλιάδες!!!

Τι χτύπος είν' που γένεται και βρονταριά μεγάλη,
Πολλά τουφέκια πέφτουνε και φοβερά βροντούνε,
Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
Ούτε σε γάμο πέφτουνε, ούτε σε πανηγύρι.
Ο Μπουκοβάλλας πολεμάς μ' οχτώ, μ' εννιά χιλιάδες.
Κι ο Μπουκοβάλλας φώναξε από ψηλή ραχούλα.
«Πάψτε παιδιά τον πόλεμο, πάψτε και τα τουφέκια.
Να κατακάτσει ο κονιαρχτός, να μετρηθούν τ' ασκέρια.»
Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν δυο χιλιάδες
Μετρούνται κι οι αρματολοί και λείπουν εβδομήντα.
3. ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ 

ΤΡΟΠΟΛΟΓΗΣΗ.

Και το ακόλουθο, το οποίο αν δεν υπερβαίνει το πρώτο και το δεύτερο, εις το ωραίο, δεν είναι καθόλου κατώτερο. Τούτο πετιέται ορμητικότερα, τόσο στη μάχη, καθώς και στη νίκη. Δεν είναι η Κόρη, ούτε ο Γιάννης, αλλά τ' αθώο πουλάκι, οπού ρίχτει από ψηλό κλαρί τη λαλιά του. Από τους κλέφτες λείπει ο αρχηγός!— εις αυτόν όλα τα μάτια των αρματολών είναι προσεχτικά γυρμένα, ο χαμός του θλίβει κατάκαρδα, και δειλιάζει τους πολεμιστάδες. Ίσως οι άλλοι απροσόχητοι πέφτουν εις τον κάμπο της μάχης! — «Νάτος» — Αυτός χαρούμενος πετιέται καβαλάρης στη μέση της φθοράς, ωσάν άγγελος του ολέθρου, τινάζοντας το αιματοστάλαχτο τρομερό σπαθί του. — Η νίκη, αγκαλιάζοντάς τον, του προσφέρνει αθάνατες δάφνες, για να τη στεφανώσει.

ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ

Στον πάτο, στο Κεράσσοβο, όξ' απ’ το Μισολόγγι
Ο Μπουκοβάλλας πολεμά με χίλιους πεντακόσους,
Κι ένα πουλάκι εφώναξεν από ψηλό κλαράκι.
«Πάψε, Γιάννο, τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
Να κατακάτσει ο κορνιαχτός να μετρηθεί τ’ ασκέρι».—
Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσοι.
Μετρούνται και οι Χριστιανοί, και λείπει ν ο Γιαννάκης.
Να 'τος και ο Γιάννης πόρχεται 'πό μέσα από τους Τούρκους
Με τ' άλογό του παίζοντας, με το σπαθί βαμμένο.
4. TOY ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

6 Αγκαλά και η εικόνα του τραγουδιού διαμερίζεται εις τρία αρχικά μέρη, η διήγηση μολοντούτο παντελώς δεν ολιγοστεύει την απλότητα και ζωηρότητά της. —
Ένας φίλος του Μπουκοβάλλα, πολεμιστής και αυτός, τον ορμηνεύει να μην αφήνει τα παλικάρια του να φιλιωθούν με τους Αγραφιώτες, γιατί αυτοί είναι κακόψυχοι, και τον αδικοβγάνουν εις τον Σουλτάνο. — Αυτός αποκρένεται, πως ψυχή δε φοβάται, γιατί αυτός λογιέται Βασιλιάς και ο Κώστας Καρακίτσος Βεζίρης. — Εδώ οι Αγραφιώτες διηγόνται, πόσους είχε σκλαβώσει ο Μπουκοβάλλας, και παρασταίνουν εις την εικόνα μία μητέρα, η οποία εσύντρεχε εις αυτόν και τον παρακαλούσε να της ελευθερώσει τον υιό της προσφέρνοντάς του εξαγορές. Η φιλόστοργη μάνα προσφέρνει χρήματα, φορέματα, στολίδια, κι ένα χρυσό ποτήρι του Μπουκοβάλλα, για να πίνει αυτός με τους συντρόφους, εις την υγειά της μάχης και της νίκης.
Το τέλος, οπού αριθμίζει τες πλούσιες προσφορές εις τον τρομερό Πολεμάρχο, η παντοδύναμη αρμονία με την αρχή, το στολίζουν μαζί με πλούσιες χάρες και λαμπρότητες.


TOY ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΥ

Ήλιε μου Μπουκοβάλλα μου κι άστρο μου Καρακίτσο,
Σύμμασ' τα παλικάρια σου, μη πράζουν τσ' Αγραφιώτες
Οι Αγραφιώτες είν' κακοί, και είν' όλο Πολίτες·
Βγάνουν μπροστά στον Βασιλιά, μπροστά και στον Βεζίρη,
Και σκούζουν, βάζουν τ' άδικο, από τον Μπουκοβάλλα·
«Ο Γιάννης είναι Βασιλιάς, και ο Κώστας είν' Βεζίρης,
Που Λουτρουγιώτες τριανταδυό, πήραν και τριανταέξι
Πήραν και το Κωστόπουλο μικρό στη Σαρμανίτζα·»
Κι η μάνα του πάγει κοντά, όλο παρακαλώντας.
«Παιδιά μ', ποιος είν' ο πρώτος σας, ποιος είν' ο Καπετάνος;
Να τον φιλήσω την ποδιά, και το δεξί του χέρι.
Μη μου χαλάσει το παιδί, τον μοναχόν υγιό μου,
όσο να έλθει εξαγορά χίλια τρακόσια γρόσια,
Και δέκα πόσια 7 των παιδιών, και δεκαπέντε φέσια
Γελέκια του Γραμματικού, κούπα του Μπουκοβάλλα.»

5. ΟΙ ΔΥΟ ΑΕΤΟΙ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το ακόλουθο τραγούδι, ή κομμάτι, οπού ακολουθεί, επειδή είναι κάμποσο σκοτεινό, χάνει, αν είχε, την αξία του. — Είναι μία ζωντανή αλληγορία, αρκετά συνεπτυγμένη, η οποία αναφέρνεται εις κάποιο πολεμικό συμβάν — αγνώριστο στες ημέρες τους — τους ιστορίας Ηπείρου, και Αρβανιτιάς, εις την εποχή τους διοίκησης του Κουρτ Πασά.
Ο Κουρτ, Αρβανίτης τη γενεά, ήτον Πασάς του Μπερατιού, προςτα τέλη του απερασμένου αιώνα είχε και το αξίωμα του Δερβένμπασι, δηλαδή, φύλακας ή επιστάτης εις τα δημόσια περάσματα, εξουσία οπού του έδινε τα μέσα και τους τρόπους, για να κατατρέχει και κατασκορπίζει τα Γραικικά Αρματολίκια. — Εις τρόπον οπού ημπορεί κανείς να συμπεράνει, ότι τούτο το τραγούδι αναφέρνεται εις κάποιον Κεφαλάρχη των Κλεφτών, αποκαταστημένος εις το Λούρος, αρχική στάση των Αρματολών τους Ηπείρου. — Ο Αρματολός μαθαίνοντας από έναν αξιωματικό του Πασά, ότι τούτος επάσχιζε με κάθε τρόπο ν’ αφανίσει αυτόν και τους φίλους του, φανερώνει τον φόβο του εις άλλον κλέφτη, ο οποίος παρασταίνεται στο τραγούδι, ως αετός, και φανερώνει ακόμα την αιτία, οπού τους είχε πάψει να κατατρέχει τους Κλέφτες, και ότι ήτον έτοιμος να παραιτήσει τη θέση του Αρματολού, για να γένει Κλέφτης στα βουνά.

ΟΙ ΔΥΟ ΑΕΤΟΙ

Χρυσός αετός εκάθονταν στον έρημο τον Λούρο,
Πάσα μερούλα κυνηγά αηδόνια και περδίκια,
Στες δεκαπέντε του Μαγιού κυνήγι δε γυρεύει,
Μόν’ μαραμένος κάθεται, χαλά και τη φωλιά του,
Τους αετός εδιάβαινε και τον καλημερούσε·
«Καλή ‘μερά σου, σταυραετέ!» Καλώς τον τον Σαΐνη!»
Τι έχεις καημένε σταυραετέ, χαλνάς και τη φωλιά σου;»
«Σαΐνη, κι αν μ’ ερώτησες, να σου το μολογήσω.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου στον ύπνο που κοιμούμουν,
Σαν μάτ’ επήγα στον Πασά στον Κούρτη στο Μπεράτι,
Κι άκουσα τον Μουσαβερέ, 8 του Γιάχου την κοβέντα.
Ο Γιάχος επροβόδαε 9 στον Βασιλιά στην Πόλη.
Φλωριά όσα κι αν θέλετε, διπλά να σας τα δώσω,
Μόνον να γένω Βοέβοδας 10 εγώ στο Μουλαλήκι,
Να διώξω τους Μπερατινούς τον σκύλο Χασνατάρη.
6. ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΜΑΡΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τούτο, το οποίον είναι της συλλογής του Θωμαζέου, όχι μόνον είναι μεγαλύτερο, και πλέον ταχτοποιημένο από το άλλο, αλλά και η εικόνα του με ποιητικότερη ζωή, πλέον αναλυμένη και με ζωηρότερα και αρμονικότερα χρώματα μας παρασταίνεται.— Εις το άλλο ο χρυσός αετός — το σύμβολο της τόλμης και της ανδρείας —χαλνά την ίδια φωλιά του— εδώ μαδιέται. — Και οι δύο εικόνες θέλουν να παραστήσουν έναν κεφαλάρχη των Αρματολών, ο οποίος κατατρεγμένος σηκώνεται και φεύγει από την τοποθεσία του, και ετοιμάζεται με δυνατότερους κινδύνους ν' αντιπαλέψει. — Εις τούτο ο διάλογος, όπου γένεται μεταξύ εις τους δύο αετούς, ζωηρότερος, και πλέον βουνίσιος — λαμπρή η αλληγορία του, η οποία με μιας αντικόβεται, και εις έναν από τους αετούς φανερώνεται ο Μπουκοβάλλας — ο ίδιος ίσως, οπού ερωτούσε τον σύντροφο. — Η μάχη, το κρούσμα, και η νίκη, φυσικές εικόνες της ολοζώντανης ποίησης του Γραικού. — Ο θρήνος, οπού γένεται απάνου στο λαβωμένο σώμα του πολεμιστή, είναι πόνος φρικτός, αίσθημα χαριτωμένης ψυχής.

ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΜΑΡΑ

Χρυσός αετός εκάθουνταν στον ήλιο κι εμαδιόνταν
Κι άλλος αετός τον ρώταγε, και τον βαρυξετάζει.
«Τ’ έχεις, τ’ έχεις, σταυραετέ, και στέκεις μαραμένος;»
«Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
Σαν μάτ' επήγα στον Πασά, στον Κούρτη, στο Μπεράτι,
Κι άκουσα τον μουσαβερέ όλων των Αρβανίτων»
Πως θε να 'ρθούνε στα Άγραφα, τους κλέφτες να βαρέσουν» —
Ο Μπουκουβάλλας τ' άκουσε, στον κάμπο κατεβαίνει,
Μαζώνει τα μπουλούκια του, κι ούλον τον ταϊφά του,
Τους εξηγεί το όνειρο, τους λέγει να ορκισθούνε,
Τούρκο να μην εμπιστευθούν όσον καιρό και αν ζούνε 11.
Ακόμη λόγος έστεκε, και συντυχιά κρατούνταν
Το καραούλι εφώναξε από το μετερίζι 12
«Παιδιά, πάρετε τ' άρματα, χτενίστε τους Τσαπάδες 13 14
Γιατί μας έφθασε η Τουρκιά, έως δέκα χιλιάδες».
Ο Μητρομάρας φώναξεν από το μετερίζι·
Παιδιά, καρδιά να κάμετε, σήμερα να φανείτε,
Τους Τούρκους ν' αφανίσομε, στον τόπο να θαφτούνε.»—
Σαν λέοντες εβρύαξαν, και τα σπαθιά αρπάζουν, 15
Τους Τούρκους παίρνουν εμπροστά τους ανεμοτουρλιάζουν.
Σκοτώθηκαν, επιάσθηκαν στον τόπο δύο χιλιάδες—
Σκοτώθηκε και ο Κωσταντής, κι άλλοι του δύο συντρόφοι,
Που ήταν στα Γούρα αρματολός, και στον Ζυγό ήταν κλέφτης,
Τον κλαιν οι κάμποι, τα βουνά, οι βρύσες, τα λαγκάδια,
Και τα κορίτσια του Φουρνά με τα πολλά τα νάζια 16
7.    ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΘΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Αγκαλά το τραγούδι, οπού ακολουθεί είναι νεότερο από εκείνο του Μπουκοβάλλα, προσαρμόζεται όμως εις την ταχτικήν εξακολούθηση των παλαιών μας πολεμάρχων, για τη συγγένεια των δυο Ηρώων, επειδή ο Γιάννης Στάθας ήτον γαμπρός του Μπουκοβάλλα, και τον παρομοίαζε στην ανδρεία και αξία του πολέμου. Η εικόνα του τραγουδιού μάς παρασταίνει λαμπρή ναυμαχία. Το καράβι του Στάθα, μικρό κι αδύνατο, απανταίνει μία Τούρκικη Κορβέτα, η οποία τον προστάζει, να κατεβάσει τα πανιά, να προσκυνήσει. Ο θαλασσινός Ήρωας, ακούει μέσα στα μαλλιαρά του στήθη να ανδρειεύεται η ψυχή του, θυμάται τον γενναίο Γαμπρό του, ο οποίος ποτέ δεν είχε προσκυνήσει Τούρκο — και φωνάζει εις τους λεβέντες του καραβιού του «Τράκο.» Πρώτος αυτός με το σπαθί πετιέται — και το Τούρκικο αίμα κοκκινίζει τη θάλασσα. — Οι Τούρκοι παρακαλώντας έλεος, και κράζοντας εις βοήθεια του στον Αλλά προσκυνούν τρομασμένοι τον ένδοξο νικητή τους.

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΘΑ

Μαύρον καράβι έπλεε στα μέρη της Κασσάνδρας·
Μαύρα πανιά το σκέπαζαν, και τ’ ουρανού παντιέρα.
Εμπρός κορβέτα 17 μ’ άλικη 18 σημαία του εβγήκε·
Μάινα, 19 φωνάζει, τα πανιά, ρίξε τα, λέγει, κάτω!»
«Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά, ουδέ τα ρίχνω κάτω!
Μη με θαρρείτε νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω, 20
Εγώ ‘μ’ ο Γιάννης του Σταθά, γαμβρός του Μπουκοβάλλα.
Τράκο, 21 λεβέντες, ρίξετε στην πλώρη το καράβι·
Των Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μη ψυχάτε.» 22
Οι Τούρκοι βόλταν έριξαν, κι εγύρισαν την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί στο χέρι.
Στα μπούνια 23 τρέχουν αίματα, θάλασσα κοκκινίζει·
Αλλά! Αλλά! 24 οι άπιστοι κράζοντες, προσκυνούνε.
8.    ΤΟΥ ΓΥΦΤΑΚΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Γυφτάκης ήτον της Ακαρνανίας, και συγγενής του Μπουκοβάλλα. Ονομάστηκε, ή επονομάστηκε Γυφτάκης για το μαυροδερνό του χρώμα. Αυτός εζούσε προς τα τέλη του απερασμένου αιώνα, και εσκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους εις μία μάχη, όπου ο περίφημος Ιουσούφ Αράπης ήτον αρχηγός του Τούρκικου στρατεύματος. Ο Ιουσούφ, λεγόμενος από τους Γραικούς «Αιμοβόρος» — παράνομα, το οποίο δεν ήτον, ως φαίνεται, για αυτόν προσβολή, ούτε ρητορικό σχήμα, — ήτον ένας από τους Στρατάρχους του Αλή Πασά. Η λύσσα, με την οποία κατάτρεχε ο Αλή Πασάς τους απογόνους της γενεάς του Μπουκοβάλλα, ήτον για τη σκληροψυχιά του, μία από τες πλέον κοινές και αψήφιστες.
Αρματολοί και Κλέφτες, άνδρες και γυναίκες, όλοι έγιναν θύμα της εκδίκησης και της άγριας μάνητας του Βεζίρη. Ο στερνός κλώνος της γενεάς του Μπουκοβάλλα, εστάθηκε μία γυναίκα από τα Άγραφα. — Ο Αλή Πασάς, αφού την επάνδρεψε μ’ έναν από τους αξιωματικούς του, την εφυλάκωσε για να εξολοθρέψει εις τέτοιον τρόπον από το Ελληνικό χώμα το όνομα ενού Ήρωα, ο οποίος πολλές φορές είχε χτυπήσει τον Πάππο του.
Οι άλλες μερικότητες, γνωρισμένες εις τον θάνατο του Γυφτάκη, είναι αυτές, οπού το τραγούδι του λαμπρό, και γεμάτο αίσθημα εικονίζει. Εις τούτο βλέπομε, καθώς θέλει ιδούμε και εις άλλα πολλά, πόσον δυνατό ήτο για τους Κλέφτες το αίσθημα της τιμής, και πόσον τρομερή ήτον γι' αυτούς η ιδέα, μήπως πέφτοντας εις τον κάμπο της μάχης, τους πάρει ο Τούρκος το κεφάλι, και καταφρονεθεί από τα μιαρά του χέρια και από τους εμπαιγμούς του — Τόσον οπού, ο βαριά λαβωμένος παρακαλούσε τους συντρόφους του, να του κόψουν αυτοί το κεφάλι.

ΤΟΥ ΓΥΦΤΑΚΗ

Διψούν οι κάμποι για νερά, και τα βουνά για χιόνια,
Και τα Γεράκια για πουλιά, κι οι Τούρκοι για κεφάλια.
«Άρα το τι να γένηκεν η μάνα του Γυφτάκη,
Οπ’ έχασε τα δυο παιδιά, τον αδερφόν της τρία;
Και τώρα παλαβώθηκε, και περπατεί και κλαίει.
Μήτε στους κάμπους φαίνεται μήτε στα κορφοβούνια,
Μας είπαν πέρα πέρασε, πέρα στα Βλαχοχώρια.
Κι εκεί τουφέκια έπεφταν, και θλιβερά βροντούσαν.
Μήτε σε γάμους έπεφταν μήτε σε πανηγύρια.
Μόνον τον Γύφτη λάβωσαν στο γόνα και στο χέρι.
Σαν δένδρον εραγίσθηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει.
Ψιλή φωνούλαν έβαλε, σαν παλικάρ’ οπού ήταν».
«Πού είσαι, καλέ μου αδερφέ, και πολυαγαπημένε;
Γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρ' η παγανιά, 25 και ο Ιουσούφ Αράπης
Και μου το πάει στα Γιάννινα τ’ Αλή πασά του σκύλου.»
9. ΤΟΥ ΠΛΙΑΣΚΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τούτο το όνομα δεν είναι Γραικικό, αλλά Αρβανίτικο, ή Βλάχικο. Αυτό δεν ακούεται αλλού, παρά στο ακόλουθο τραγούδι, το οποίο έχει για υπόθεση τον θάνατό του.
Το τραγούδι είναι για πολλές αιτίες αξιοπαρατήρητο, εκτός οπού η σύνθεσή του, δεν είναι υστερημένη από καθαροποίητη φαντασία, και οπού ευρίσκομε εις διάφορα μέρη τρόπους κι έκφρασες γεμάτες αίσθημα και χάρη, αλλά μας προσφέρνει ακόμα, και κάποιαν ιδέα ως προς την ιστορία των κλέφτων. Γνώσες άλλες γενικές, άλλες μερικές.
Εκτός του Πλιάσκα, για τον οποίον αφιερώνεται το τραγούδι , ονοματίζονται επεισοδικώς μέσα εις το ίδιο και άλλοι τέσσαροι Καπετανέοι Κλέφτες, και αυτοί είναι ο Νίκος, ο Τόλιος, κατά συγκοπή του Αποστόλης, ο Χρήστος, και ο Λαζόπουλος. Θέλει ειπούμε εις άλλο για τον Νίκο, ή Νικοτζαρά. Αυτά οπού γνωρίζονται του Τόλιου είναι, οπού κατάτρεχε και εξολόθρευε τους Τούρκους, τόσον οπού το όνομά του ήτον γι’ αυτούς όνομα φόβου και τρόμου.
Ο Χρήστος, ή Χρηστάκης μένει αγνώριστος, και οι Λαζοπουλαίoι ήτον τρία αδέλφια και τα τρία Κλέφτες.
Το ακόλουθο τραγούδι μας εικονίζει έναν απ’ αυτούς, ίσως τον μεγαλύτερο, ο οποίος ήτον ένας από τους τέσσαρους Καπετανέους του θαυμαστού Ολύμπου εις μίαν αβέβαιη εποχή. Αυτοί όμως θα εζούσαν εις τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας. — Είχαν και τα τρία αδέλφια αποχτήσει μεγάλη και θαυμαστή φήμη, για την αξία και ανδρεία τους· κατατρεγμένοι όμως από τον Αλή Πασά, και στενεμένοι να κατέβουν το βουνό του Ολύμπου, αυτοί, παρά να προσκυνήσουν τον τύραννο, επροτίμησαν καλύτερα, να ριχθούν εις τη θάλασσα, και να γένουν πειράτες, όπου ελάμπρυναν τ' όνομά τους, και εδοξολογήθηκαν, για τες Ηρωικές των πράξες. Όμως έπειτα, ή για ανάγκη, ή για άλλες αιτίες, αρνήθηκαν το πέλαγο, επροσκύνησαν τον Πασά, και αποκαταστήθηκαν εις τη Θεσσαλία, εις τη μικρή χώρα της Καρίας, ή στα πλησιότοπα.— Οι Λαζοπουλαίοι είχαν εκεί απεράσει αρκετούς χρόνους ειρηνικά, και έλπιζαν να μείνουν και για το εξής αλησμονημένοι, και απείραχτοι από το Τούρκικο αφανιστικό βλέμμα. Όταν στα 1814 και 15 ο Βελή Πασάς από τα Τρίκαλα εστοχάστηκε να κάμει μικρή περιοδεία στο Ραψάνι, όμορφη χωροπούλα του Πασαλικιού του στα προπόδια του Ολύμπου. Αυτή η περιοδεία ήτον περισσότερο διασκεδαστική, παρά για πολιτικές υπόθεσες, όμως ο Βελής, αντιπατέρας, ηθέλησε να στεφανώσει το ταξίδι του με το πλέον βάρβαρο και τρομερό κακούργημα.— Μόλις έφθασε στο Ραψάνι έστειλε επιτήδεια προσταγή, ότι την ίδιαν ημέρα και την ίδιαν ώρα, όλοι οι Λαζοπουλαίοι και οι δικολογιά τους, να ήθελε ξάφνου πιαστούνε, και αποκεφαλιστούν αμέσως.— Η προσταγή του εκτελέστηκε, και ανάμεσα στες χαρές και διασκέδασες, οπού του επρόσφερναν οι κακορίζικοι Ραψανιώτες, του φέρνουν τη χαροπιά είδηση, οπού η τρομερή προσταγή έλαβε τέλος.— Δύο από τους τρεις αδελφούς, και τριάντα έξι Ελληνικές ψυχές, μία περιδιάβαση του Βελή Μπέη έσυρε εις τον Άδη.

ΤΟΥ ΠΛΙΑΣΚΑ

Κείτετ’ ο Πλιάσκας, κείτεται στην έρημη τη βρύση,
Με τα ποδάρια στο νερό πάλε νερό γυρεύει·
Με τα πουλιά συντύχαινε και με τα χελιδόνια·
«Τάχα, πουλιά, θα γιατρευθώ; τάχα, πουλιά, θα γιάνω;»
«Πλιάκσα μ’ αν θέλεις γιάτρευμα, να γιάνουν οι πληγές σου,
Έβγα ψηλά στον Όλυμπον, στον όμορφο τον τόπο·
Ανδρείοι ‘κεί δεν αρρωστούν, κι αρρώστοι ανδρειώνουν·
Εκ’ είν’ οι κλέφτες οι πολλοί, τα τέσσερα πρωτάτα·
Εκεί μοιράζουν τα φλωριά, και τα καπετανάτα,
Του Νίκου πέφτ’ η Ποταμιά, του Χρήστ' η Αλασσόνα,
Ο Τόλιος καπετάνεψε φέτος στην Κατερίνη,
Και το μικρόν Λαζόπουλον πήρε την Πλαταμώνα.»
Κι ο Πλιάσκας ο κακόμοιρος, ο κακομοιριασμένος,
Στον Τούρναβο κατέβαινεν, εκεί να σεργιανίσει,
Και οι εχθροί κατόπι του του πήραν το κεφάλι. (α)

(α) Καταγράφομε τα ονόματα εκείνων, οι οποίοι από την εποχή οπού το Τούρκικο ποδάρι εμόλυνε το ιερό χώμα της Ελλάδος, επολέμησαν με ψυχή για τη θρησκεία και πατρίδα τους — Τόσον οπού, μην ημπορώντος ο Τούρκος να τους καταδαμάσει αναγκάσθηκε να τους δώσει το Αρματολίκι, με τη συνθήκην όμως να μένουν πάντα υποταζόμενοι εις αυτόν — Και αύτοι ήτον.
Οι Βαρνακιότες εις την επαρχία του Βραχώρι.
Οι Τζογκαίοι στο Ξερόμερο.
Οι Καραϊσκαίοι στον Βάλτο.
Οι Γωγαίοι στην Άρτα.
Οι Κουταλίδηδες εις τα Τσουμέρικα.
Οι Καραϊσκάκηδες στ' Άγραφα.
Οι Στορνάρηδες στον Ασπροπόταμο.
Οι Σκαλτζωδημαίοι στου Μαλανδρίνου.
Οι Χωρμόβιδες στην Έπαχτο.
Οι Μακραίοι στον Ζυγό.
Οι Σαδημαίοι στην Αιτωλία.
Οι Πυλάληδες εις του Κράβαρου.
Οι Γιολτασαίοι στο Καρπενήσι.
Οι Κοντογιανναίοι στη Νέα Πάτρα.
Οι Διβουνιαταίοι στο Ζητούνι και Μπουντονίτζα.
Ο Οδυσσεύς στη Λειβαδία.
Ο Καπετάν Διάκος εις την ίδια.
Ο Καπετάν Αντώνης, ομοίως εις την επαρχία του Γαλατίου.
0 Γούρας και ο Μανιάκας εις τα Σάλωνα.
Οι Σαλιτζοδημαίοι με τον Γιαννούλα στο Λιδορίκι.
Οι Διαμανταίοι και Καρατασαίοι στον Όλυμπο, και έως τη Θεσσαλονίκη.

Της Πελοποννήσου.

Ο Ζαχαρίας εις τον Μιστρά της Μάνης.
Οι Στριφτομπουλαίοι στην Κόρινθο, και Τρίκαλα.
Οι Κολοκοτρωναίοι εις την Καρίτηνα και Αντρούσα.
Οι Πετμεζαίοι στα Καλάβρυτα, και Βοστίτζα.
Οι Μπουκοβαλλαίοι στο Φανάρι.
Οι Γιαννιάδες στην Παλιά Πάτρα.
Οι Μηλαίοι, στον Πύργο, και Λάλα.
Οι Γαϊδοραγιώργηδες στην Αρκαδία.
Οι Σουλημαίοι ομοίως.
Και οι Μανιάτες οι οποίοι επολέμησαν πάντα και δεν υποταχθήκανε από τους Τούρκους.


10. TOY ΟΛΥΜΠΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ιδού μία από τες πλέον λαμπρές και φυσικές εικόνες της Εθνικής μας Κλέφτικης Ποίησης.
Τα τολμηρά ζωηρότατα χρώματα, οπού τη μορφώνουν, η σοβαρή και ολοζώντανη φαντασία, οπού χύνεται παντού, εις όλη την απλή ενέργεια του ύφους, τόσο στη σύνθεση, καθώς εις τες λεπτομέρειες, τα χαρακτηριστικά, τα οποία διακρίνουν τη μεγάλην αξιοπρέπεια εις ένα τέτοιο είδος βαρείας ποίησης, το ωραίο, το χαριτωμένο, το θαυμαστό, όλα τέλος πάντων σώζονται μέσα στο παλαιότατο τούτο τραγούδι, το οποίον έχει για υπόθεση τον έπαινο ενός Πολεμάρχου της Θεσσαλίας.
Το μάλωμα 26 του Ολύμπου και του Κίσσαβου για τα πρωτεία, (ο Όλυμπος, οπού προκρίνεται του Κίσσαβου εις τον γιγαντιαίο πόλεμο) τούτος τουρκοπατημένος, ο άλλος θαυμαστός και ξακουσμένος για την τρομαχτική του μοναξία, για το ιερό καταφύγιο της ανδρείας αφιερωμένης εις την πατρίδα. Αυτού σιωπηλοί πολεμούν και αποθνήσκουν, και οι ανδρειωμένες κεφαλές δε γένονται τρόπαια του Τούρκου, άλλα θροφή στα γενναία και ανδρεία φτερωτά και μετά τον θάνατό τους πάλι ζωή πολεμικήν αναπνέουν. — Φτερά, και νύχια γένονται των Αετών. —
Αγαπούσα 27 να γνωρίσω ποίος εστάθηκε ο φοβερός τούτος Πολεμάρχος Έλληνας, του οποίου τ' ανδραγαθήματα εμπνεύσανε τόση ζωντανή και θαυμαστή φαντασία· φαίνεται ότι τ' όνομά του να έμεινε εις την έκταση του Ποιητή. Εις τρόπον ώστε, τόσον αυτό του Πολεμιστή, καθώς κι εκείνο του Ποιητή, τα σκεπάζει έως τώρα κατά δυστυχία το σκότος. —

ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
Το ‘να καυχάται στα σπαθιά, και τ' άλλο στα τουφέκια, 28
Γυρίζει ο γέρος Όλυμπος 29 και λέγει του Κισσάβου·
Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε 30.
Εγώ 'μαι ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
Έχω σαράντα δυο κορφές, και εξήντα δυο βρυσούλες, 31
Πάσα κορφή και φλάμπουρο, 32 παντού κλαδί και κλέπτης, 33
Και στην ψηλή μου την κορφή, 34 αετός είν' καθισμένος, 35
Οπού κρατεί στα νύχια του κεφάλι ανδρειωμένου 36 37
«Κεφάλι μου, το τι έκαμες 38 κι είσαι κριματισμένος
Το πώς, αχ! εκατάντησες στα νύχια τα δικά μου;» 39
«Φάγε πουλί τα νιάτα μου, φάγε και την ανδρειά μου,
Να κάμεις πήχη το φτερό 40 και πιθαμή το νύχι,
Στα Χάσια και στον Όλυμπο δώδεκα χρόνους κλέφτης,
Εξήντ' Αγάδες σκότωσα, κι έκαψα τα χωρία τους.
Κι όσους στον τόπον άφησα και Τούρκους κι Αρβανίτες,
Είναι πολλοί, πουλάκι μου, και μετρημό δεν έχουν,
Τώρα κι εμέ ήλθ' η αράδα μου στον πόλεμο να πέσω. 41
Στον Λούρο στο Ξηρόμερο, αρματολός εστάθην,

Ο Θωμαζέος, μας προσφέρνει στη συλλογή του μία τροπολόγηση, την οποία νομίζω ωφέλιμη, να την τυπώσω.
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δύο βουνά μαλώνουν.
Εγώ είμ' (είπε ο Κίσσαβος) ήμερος και ωραίος,
Και συ άσχημος και άγριος, κι αδίκως καμαρώνεις.
Μη μ' ονειδίζεις Κίσσαβε, κονιαροπατημένε,
Που σε πατούν και οι Τούρκισσες τζιγγάνες των Κονιάρων. 42
Εγώ ‘μαι ο γέρος Όλυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος,
Έχω σαράντα τρεις κορφές, και εξήντα τρεις βρυσούλες.
Με κατοικούν η κλεφτουριά, κι οι Τούρκοι με φοβούνται.
11. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Απ’ αυτό το περήφανο ψήλωμα, ο νέος Κλέφτης ξαγναντεύει το πέλαγο, και τους εχθρούς της πατρίδας του. Εικόνα λαμπρή, η οποία μέσα στη θλιβερή μοναξιά, που την περικυκλώνει παρασταίνει από το ένα μέρος το αδάμαστο και φοβερό στοιχείο, από το άλλο τον απάνθρωπο βαρβαρισμό, τον αιμοβόρο τύραννο, τον φθάρτη της Χριστιανοσύνης και της Ελευθερίας.
Εις τον Όλυμπον, εκεί ψηλά φωλιάζεται, και προφυλάγεται από σαράντα Ηρωικές ψυχές, η ελπίδα από τες μέλλουσες νίκες. Το παράπονο του Πολεμιστή εις τα έρημα λημέρια, ονοματίζοντας τους πολεμάρχους, οπού νομίζει χαμένους, πετιέται πλέον θλιβερός και περιέχει πάθος εγκάρδιο λύπης και απελπισίας.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ TOY ΚΛΕΦΤΗ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ

«Ανέβηκα στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρου,
Απ' ένα μέρος θάλασσα, κι απ’ άλλο οι Αρβανίτες,
Κι από μακριά κλεφτόπουλα με τα σπαθιά στα χέρια.
Ομπρός να πάω σκιάζομαι, πίσω να πάω φοβούμαι,
Και πάλε πίσω γύρισα στα κλέφτικα λημέρια.
Βρίσκω λημέρια έρημα, πολλά χορταριασμένα,
Με πήρε το παράπονο, και κάθομαι και κλαίω,
Ψιλή φωνίτζα έσυρα, όσον και αν ημπορούσα·
«Πού ‘στε καημένη συντροφιά, καημένα παλικάρια;
Το τι να ‘γίν' ο Αλεξανδρής και ο ψυχογιός ο Γιώργος;»
Ο Γιώργος τότε μ’ έκρινεν από ψηλή ραχούλα·
«Αλεξανδρής δεν είν' εδώ, πήγε στην Αλασσόνα,
Κι εγώ με τ' άλλα τα παιδιά τον πόλεμο κρατούμε».
12. Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ

Τούτο το τραγούδι είναι συνθεμένο εις τιμήν ενός Δήμου, ο οποίος έγινε θύμα της υπερηφάνειας και τόλμης του. Οι Αρβανίτες, οι οποίοι, φαίνεται είχαν δώσει υπόσχεση εις κάποιον Πασά να τον σκοτώσουν, του έκαμαν καρτέρι, και με προδοσία εκεί, οπού ο Δήμος παντελώς δεν το υποψίαζε, του ρίχνουν απάνου, και τον σκοτώνουν.
Αύτη είναι η υπόθεσις, όπου αποβλέπει το ακόλουθο τραγούδι. Οι τέσσεροι πρώτοι στίχοι είναι ένα είδος προλόγου, βγαλμένο από μέσα από την εικόνα του τραγουδιού, με το οποίον ο ποιητής κατευθύνεται αμέσως προς τον Ήρωά του, για να τον ειδοποιήσει εις ποίον κίνδυνο τον παίρνει η τόλμη και η έπαρσίς του. Το επίλοιπον είναι η διήγηση ενός ονείρου, οπού ο Δήμος είχε ιδεί, και οπού του έκανε να προαισθάνεται την καταστροφή του.
Δεν έμεινε καμία γνώσις, ως προς την πατρίδα, και εποχή που το τραγούδι επλάστηκε, είναι όμως πιθανότατο, ότι είναι γέννημα βουνήσιο, και παλαιάς εποχής.

Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

«Δε σ’ το είπα, Δήμο, μία φορά, δε σ' το είπα τρεις και πέντε;
Χαμήλωσε το πόσι σου, σκέπασε τα τσαπράζια, 43
Να μη τα ίδ' η Αρβανιτιά, ρίχνουν και σε σκοτώνουν
Από τ' ασήμια τα πολλά, κι από την περηφάνεια!»
Λαλούν οι κούκοι στα βουνά, κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Λαλεί κι ένα μικρό πουλί στου Δήμου το κεφάλι·
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, ουδέ σαν χελιδόνι,
Μόν’ ελαλούσε κι έλεγε μ' ανθρώπινη λαλίτσα·
«Δήμο μου, τι είσαι κίτρινος, και τ' είσαι αραχνιασμένος;»
«Πουλάκι, κι αν μ' ερώτησες, να σου το μολογήσω·
Έγειρα ν' αποκοιμηθώ, ύπνο να πάρω ολίγο,
Και είδα εις τον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμούμουν,
Είδα τον ουρανό θολό, και τ' άστρα ματωμένα,
Το δαμασκί 44 σπαθάκι μου βαμμένο μες το αίμα.»
13. TOY ΛΑΖΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.
Όνομα, το οποίον ακούσαμε αναφερμένο εις το τραγούδι του Πλιάσκα, και οπού όσον το δυνατό εξιστορήσαμε. Το ακόλουθο δεν είναι κομμάτι τραγουδιού, καθώς στοχάζεται ο Γερμανός φιλέλληνας Κάινδ, αλλά ολόκληρο τραγούδι. Και ποία ευγενική ψυχή δεν αισθάνεται, και δε θαυμάζει τη δύναμη και μεγαλοπρέπεια των ύστερων στίχων!

TOΥ ΛΑΖΟΥ

Τρεις περδικούλες κάθονταν επάνω στη Μηλέα,
Είχαν τα νύχια κόκκινα, και τα φτερά βαμμένα,
Μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λέγουν·
«Θεέ μου, το τι να γίνηκεν ο Λάζος ο Εξάρχης!
Λάζο μου, πώς δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι;
Για νά 'βγεις πέρα αρματολός στον μαύρο καβαλάρης,
Να λάμψεις μέσα στ' άρματα στα χρυσολαμπρισμένα.
Δώδεκα γύρες τα κομπιά στο ρούχινο γελέκι,
Να ‘χεις απάνου στο σπαθί τ' ολόχρυσο το μήλο,
Να ρίχνει Ήλιο το χάραμα, ήλιο το μεσημέρι.»
14. Ο ΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ

Ομιλεί του συντρόφου του, ο οποίος για να φυλαχθεί, ως φαίνεται, από την καταδρομή του εχθρού, έπρεπε ν' απεράσει κολυμβώντας ένα ποτάμι, και τον παρακαλεί να μην ομολογήσει στους άλλους συντρόφους του τον θλιβερό θάνατό του, αποτέλεσμα ίσως τούρκικης λαβωματιάς. Το πάθος της φιλίας πνέει στα τελευταία του λόγια, και ο καημός της αγάπης, ο οποίος μελαγχολικός χύνεται στο έρημο μνήμα του αγνώριστου πολεμάρχου.
Ο ποιητής με ολίγους και λαμπρούς στίχους ζωγραφίζει, ό,τι πλέον ακριβό και αγαπημένο υπάρχει για τον Έλληνα. Το βουνό, το ποτάμι, το γοργό τρέξιμο, το πήδημα, το πλέξιμο, την ανδρεία, τους κινδύνους, τους συντρόφους, τη θρησκεία, την πατρίδα, τον Πλάστη.

Ο ΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

Ροβόλα κάτω στον γιαλό, κάτω στο περιγιάλι,
Βάλε τα χέρια σου κουπιά, τα στήθη σου τιμόνι,
Και το λιγνό σου το κορμί, βάλε το σαν καράβι,
Κι αν κάμει ο Θεός κι η Παναγιά, να πλέξεις να περάσεις,
Να πας προς τα λημέρια μας, οπ' έχομε καβούλι, 45
Που ψήσαμε τα δυο τραγιά, τον Φλόρα και τον Τόμπρα,
Αν σ' ερωτήσ' η συντροφιά τίποτε για τ' εμένα,
Να μην ειπείς πως χάθηκα, πως πέθανα ο καημένος,
Μόνον είπε, πανδρεύθηκα στα έρημα τα ξένα,
Πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
Κι αυτά τα λιανολίθαρα όλα γυναικαδέλφια.
15. ΤΟΥ ΓΙΩΤΗ ΦΟΒΕΡΙΣΜΟΙ ΚΙ ΕΛΠΙΔΕΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τ' αθώα και σπλαχνικά πουλάκια, ωσάν θεία και μυστική φωνή, από τον πύργο της Παναγιάς, τον κακορίζικο πολεμάρχο ειδοποιούνε να προφυλαχθεί από τον βαρύ κίνδυνο, οπού ευρίσκεται περικυκλωμένος, αλλ’ αυτός δέεται και επιθυμεί τον κίνδυνον, ως ελπίδα. Πόση ποιητική ζωή, και πόση απλότητα υπάρχει εις τούτο!

ΤΟΥ ΓΙΩΤΗ ΦΟΒΕΡΙΣΜΟΙ ΚΙ ΕΛΠΙΔΕΣ

Τρία πουλάκια κάθονταν στης Παναγιάς τον πύργο·
Τα τρία αράδα εκλαίγασι πικρά μοιριολογούσαν.
Τι συλλογιέσαι, Γιώτη μου, τι βάνεις με τον νου σου;
Καιρός, να βγεις αρματολός και κλέφτης, δεν είν' φέτος, 46
Τι τα δερβένια 47 τούρκεψαν, τα πήραν οι Αρβανίτες.
Κι αν τα δερβένια τούρκεψαν, τα πήραν οι Αρβανίτες,
Παρακαλέστε τον Θεό, και όλους τους Αγίους,
Να γιατρευθεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου,
Να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Να πιάσω Αγάδες ζωντανούς, και Τούρκους κι Αρβανίτες,
Να φέρουν τ' άσπρα 48 στην ποδιά, και τα φλωριά 49 στον κόρφο.»
16. Ο ΓΙΩΤΗΣ ΨΥΧΟΜΑΧΩΝΤΑΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Εις τούτο ο Γιώτης βαριά λαβωμένος αναδίνει την ύστερη πνοή του εις τη στιγμή, που τα παλικάρια του χουμισμένα από τους Τούρκους τον ζητούν, για να βαλθεί στο κεφάλι της μάχης.
Οι τέσσεροι πρώτοι στίχοι δεν είναι παρά ένα είδος προλόγου, με τον οποίον ο ποιητής, ως να παρευρίσκετο ο ίδιος μάρτυρας, διηγέται τη σκηνή, οπού ιδεάζει να ιστορήσει. Το αληθινό υποκείμενο του τραγουδιού υπάρχει εις τους επίλοιπους στίχους, από τους οποίους, οι δύο ύστεροι πολύ πιθανό, ότι επλάστηκαν για να χρησιμέψουν, ως αρχή άλλου παλαιότερου τραγουδιού, και οπού ο Κλέφτης ψυχομαχώντας αρχίζει να τραγουδήσει, επειδή αυτό του παρασταίνει την εικόνα απ’ ό,τι περισσότερο ποθούσε και αγαπούσε εις αυτή τη ζωή, οπού τώρα του σβήνεται. Όχι μόνον η Κλεφτουριά, αλλά και τα άψυχα αντικείμενα κλαίνε τον θάνατό του. Η ιδέα, ότι αυτός ετοιμάζεται για τον κάτω κόσμο, τους τρομάζει και τον θέλουν αποκοιμισμένο. Αυτός απεθαίνοντας συγκλαίει τους συντρόφους του, τους οποίους αφήνει εις τέτοια πολυκίνδυνη θέση. Αυτός χωρίζεται από τα παλικάρια του με το τραγούδι στα χείλη, όμως θλιβερό, γιατί θυμάται, όχι τα περασμένα πλούτη και μεγαλεία, αλλά τον καιρό της πρώτης ζωής του, το χονδρό ίσκιωμα του βουνού, και τα παχιά του κριάρια.
Ούτε ο Γιώτης μου είναι γνωστός, ούτε εις ποίο μέρος της Ελλάδος επλάστηκε το τραγούδι του. Όμως αυτό είναι βέβαια γέννημα βουνίσιο και γνωρισμένο από τους βουνιώτες· τραγούδι από τα πλέον αξιοπαρατήρητα στο είδος του, στον σκοπό του, και στες μερικότητες. Λαμπρότατο στη φαντασία, πρωτότυπο στα χαρακτηριστικά του.

Ο ΓΙΩΤΗΣ ΨΥΧΟΜΑΧΩΝΤΑΣ

Σηκώνομαι πολύ ταχιά, δυ’ ώρες όσον να φέξει,
Παίρνω νερό και νίβομαι, νερό να ξαγρυπνήσω·
Ακούω τα πεύκια και βροντούν, και τες οξιές που τρίζουν.
Και τα γιατάκια των κλεφτών κλαίγουν 50 τον καπετάνον.
«Για σήκω απάνω, Γιώτη μου, και μη βαριά κοιμάσαι·
Μας πλάκωσεν η παγανιά, θέλουν να μας βαρέσουν.» 51
Τι να σας πω, μωρές παιδιά, καημένα παλικάρια;
Φαρμακερό είν’ το λάβωμα, πικρό και το μολύβι.
Για πιάστε με να σηκωθώ, βάλτε με να καθίσω, 52
Και φέρτε μου γλυκό κρασί να πιω, και να μεθύσω,
Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα·
Να ‘μουνα στα ψηλά βουνά, και στους χονδρούς τους ίσκιους,
Που ‘ναι τα στείρα πρόβατα, και τα παχιά κριάρια!
17. ΤΟΥ ΚΑΖΑΒΕΡΝΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το τραγούδι παρασταίνει στην εικόνα του τη θλιβερή κατάσταση ενού Κλέφτικου σώματος, το οποίο περικυκλωμένο από αναρίθμητη τουρκιά, λεονταρόψυχα και ακατάπαυστα πολεμούσε τρεις μέρες και τρεις νύχτες, δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως ελπίδα βοήθειας, τόσον οπού, και ο κόπος και η πείνα του αφαιρεί τη δύναμη να χτυπηθεί. Ο Καζαβέρνης τότε, ο οποίος ήτον ο αρχηγός, βλέποντας να φεύγουν τους καρδίζει και εμψυχώνει με θείες Τυρταϊκές έκφρασες. Στέλνει ευθύς δύο των παλικαριώνε του σ’ ελαφοκυνήγι, για να βασταχθούν ακόμη στη φωτιά.
Από πού ήτον, πότε εζούσε ο Καζαβέρνης, και πού επλάστηκε το τραγούδι του δεν είναι γνωστό, ημπορούμε όμως να συμπεράνομε, ότι αυτός θα εζούσε στην εποχή του Αλή Πασά.

ΤΟΥ ΚΑΖΑΒΕΡΝΗ

Ανάμεσα τη Χιλιαδού, ζερβιά μεριά της Γούρας,
Ο Καζαβέρνης πολεμά με δυο με τρεις χιλιάδες,
Με Σέρας, μ' όλο τον Καζά, με το ‘ρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν μιντάτι. 53
Τα παλικάρια 'ρρώστησαν δε θε να πολεμήσουν,
Πιάνουν και βάνουν τα σπαθιά, κι αδράζουν τα τουφέκια,
Και κάμνουν τον κατήφορο, μες τα γεφύρια πάγουν,
Βρίσκουν τες πόρτες κλειδωτές, τους άλυσους ριγμένους.
Κι ο Καζαβέρνης χούγιαξε από το μετερίζι,
Παιδιά, καϊρέτι 54 κάμετε, καρδιά, και πολεμάτε,
Τι σήμερ' είναι ο θάνατος, τι σήμερ' είναι ο Χάρος,
Σήμερα γεννηθήκαμε, σήμερα να χαθούμε.
Δυο παλικάρια ας τρέξουνε, φαγί να κυνηγήσουν.
Πιάνουν αλάφια ψήνουν τα, στα παλικάρια δίνουν.
Σαν τα λεοντάρια πολεμούν τη μέρα και τη νύχτα,
Σκοτώνουν Τούρκους άμετρους, τους Τούρκους διασκορπίζουν
Κι ο Καζαβέρνης έφυγε μ' όλα τα παλικάρια.
18. ΟΙ ΣΤΕΡΝΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το είδος της πράξης, εις το οποίο το τραγούδι περιστρέφεται είναι σπάνιο στην ιστορία των Κλέφτων, επειδή το περισσότερο μέρος των πολεμάρχων, οπού εδοξολογήθηκαν, για τες ανδραγαθίες των, ελάβανε σχεδόν πάντοτε, πριν πατήσουν τα γεράματα, τραγικό τέλος. Αυτός όμως, οπού εικονίζεται στο τραγούδι, ο οποίος δεν πρέπει να συγχυσθεί με τον προαναφερμένο Δήμο, παρασταίνεται στα πλιο βαριά του χρόνια, εις τη στιγμή, οπού ο φυσικός θάνατος του σβήνει τες ζωικές δύναμες.
Αυτός ευρίσκεται περιτριγυρισμένος από τους εδικούς του, από τα παλικάρια του, εις τους οποίους δίνει τον στερνό χαιρετισμό του και τους διατάζει εις ποίον τρόπο να του κατασκευάσουν το μνήμα. Τραγούδι παρθενικό στες ιδέες και εις την απλή του πλάση· το αίσθημα της Θρησκείας, της Πατρίδας, της Ελευθερίας, χύνεται με αληθινό και εγκάρδιο πάθος. Γνωστότατο εις όλην την Ελλάδα, και Ελληνικής καθαρότητος. Πόση ζωή υπάρχει στα στερνά λόγια του γέρου Κλέφτη! πόση τόλμη και ανδρεία πετιέται από την ετοιμόσβηστη ψυχή του! Αυτός και μέσα στον τάφο, αισθάνεται ακόμα την ανάγκη να πολεμήσει, να εξολοθρεύσει τους τυράννους της πατρίδας του! Αυτός σβήνεται, καθώς σβηέται η μέρα, και ο λογισμός του σφραγίζεται για πάντα, με την αγάπη αυτών των παλικαριών του, οπού παιδιά, δικά του τα κράζει.
Ανδρεία, εκδίκηση κίνδυνο, αυτή είναι η κληρονομιά, οπού αφήνει στο αίμα του, στον ανεψιό του. Επιθυμεί πράσινα κλαδιά να του στρώσουν μέσα στο μνήμα του, πλατύ, ψηλό, να στέκει ορθός και δίπλα να γεμίζει το φλογερό τουφέκι του, ν' αναπνέει τη δροσάτη αύρα της άνοιξης, ν' ακούει, το χελιδόνι και το γλυκό κελάϊδισμα του αηδονιού, και μες του χάρου τες αγκάλες κι εκεί, να φέρει τες γλυκές ενθύμησες της πολεμικής ζωής του.

ΟΙ ΣΤΕΡΝΕΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

Ο ήλιος εβασίλευε, κι ο Δήμος διατάζει·
«Σύρτε, παιδιά μου, στο νερό, ψωμί να φάτ’ απόψε,
Και συ Λαμπράκη μ’ ανεψιέ, κάθου εδώ κοντά μου·
Να τ’ άρματά μου φόρεσε, να είσαι καπετάνος·
Και σεις, παιδιά μου, πάρετε το έρημο σπαθί μου,
Πράσινα κόψετε κλαδιά, στρώστε μου να καθίσω,
Και φέρτε τον πνευματικό να μ’ ‘ξομολογήσει·
Να τον ειπώ τα κρίματα όσα ‘χω καμωμένα·
Τριάντα χρόνι’ αρματολός, κι είκοσι έχω κλέφτης
Και τώρα μ’ ήρθε θάνατος, και θέλω ν’ απεθάνω.
Κάμετε το κιβούρι 55 μου πλατύ, ψηλόν να γένει,
Να στέκ’ ορθός να πολεμώ, και δίπλα να γεμίζω.
Κι από το μέρος το δεξί αφήστε παραθύρι,
Τα χελιδόνια να 'ρχονται, την άνοιξη να φέρουν,
Και τ’ αηδόνια τον καλόν Μάη να με μαθαίνουν.
19. ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ  

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Λιάκος ήτον Θεσσαλός, υιός βοσκού. Αυτός εστάθηκε, στες αρχές για τέσσερους χρόνους, πρωτοπαλίκαρο του Καπετάν Τζαχίλα στον Όλυμπο, έπειτα τον άφησε, κι εβγήκε μόνος του Καπετάνος, εις το μακρυνότερο μέρος του Ολύμπου, οπού ενώθηκε μ' άλλον περίφημο Κλέφτη ονομασμένο Καλόγερο, και εμοίρασε μαζί του το Καπετανάτο.
Ο Λιάκος εζούσε στην εποχή του Αλή Πασά, πολεμώντας συχνά τους Δερβεναγάδες του, και είχε στήμα στα βουνά Άγραφα και εις εκείνα της Αιτωλίας.
Μισώντας ο περίφημος Λιάκος να προσκυνήσει τον Πασά και να υποταχθεί στην προσταγή του, για να λάβει τ’ Αρματολίκι, αναγκάστηκε να πολεμήσει με τον τρομερό Βελή Γκέκα, Δερβέναγα του Πασά, ο οποίος αγκαλά εστρατοπέδευσε εναντίον του μ' αναρίθμητο στράτευμα διασκορπισμένο εις πολλά μέρη, ο Λιάκος, μολοντούτο, τον εχτύπησε κι εβγήκε νικητής.
Τέτοια είναι η σύνθεσις του τραγουδιού του, ένα άπα τα πλέον λαμπρά εις το είδος του.
Τ' άλλο θέλει μας ειπεί εις ποίον τρόπον απέθανε.

ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ

Προσκύνα, Λιάκο, τον Πασά, προσκύνα τον Βεζίρη,
Πρώτος να είσ’ αρματολός, δερβέναγας 56 να γένεις.»
Κι εκείνος αποκρίθηκε, μαντάτα και του στέλνει·
«Όσο ‘ναι Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει·
Πασά ‘χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι.»
Αλή πασάς σαν τ’ άκουσε, βαριά του κακοφάνη·
Γράφει χαρτιά και προβοδά, προστάματα και στέλνει·
Σ’ εσένα, Βελή Γκέκα μου, στες χώρες, στα χωριά μου·
Τον Λιάκο θέλω ζωντανόν, ή καν απεθαμένο.»
Εβγήκ’ ο Γκέκας παγανιά, και κυνηγά τους Κλέφτες,
Κι επήγε και τους πλάκωσε στον λόγγο, στο λημέρι.
Κι αρχίσανε τον πόλεμο, τα βροντερά τουφέκια.
Κοντογιακούπης φώναξε από το μετερίζι·
«Καρδιά, παιδιά μου, κάμετε! παιδιά μου, πολεμάτε!»
Ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί στο στόμα.
Ημέρα, νύχτα πολεμούν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Κλαίουν οι Αρβανίτισσες, τα μαύρα φορεμένες·
Κι ο Βελή Γκέκας γύρισε στο αίμα του πνιγμένος,
Κι ο Μουσταφάς λαβώθηκε στο γόνα και στο χέρι.
20. ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΝΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ 

Ακόμα αύτη την άνοιξη θέλω να πάγω κλέφτης,
Να βγω στης Γούρας τα βουνά, και στα παλιά λημέρια,
Να πάω να 'βρω τον Μουσταφά, τον Λιάκο Παναρίτη.
21. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ιδού ένα τραγούδι, οπού έχει για αντικείμενον εκείνον τον ίδιο Λιάκο, τες νίκες του οποίου και άλλα τραγούδια υμνολογούν. Είναι γνωστό ότι οι Κλέφτες όταν πέφτουν βαριά λαβωμένοι στον πόλεμο, άλλη ιδέα τρόμου δεν τους κυριεύει την ψυχή, παρά, μήπως αφού πεθάνουν τους κόψουν οι Τούρκοι το κεφάλι, και γένει σημείον εμπαιγμού και καταφρόνησης, και για τούτο παρακαλούν θερμά τους συντρόφους των, να μην αφήσουν να πέσει εις τ’ άψυχα σώματά τους τέτοια ατιμία. Τούτο το αίσθημα είναι ζωηρότατα ζωγραφισμένο εις το τραγούδι οπού ακολουθά, και είναι φανερή απόδειξις, ότι μήτε η τρομερότερη τυραννία, μήτε οι αιώνες ημπορούν να υποδουλώσουν την ψυχή του Έλληνα, ή να τον κάμουν ν' αλησμονήσει την ευγενική του καταγωγή. «Κόψετε το κεφάλι μου, να μη το κόψουν Τούρκοι». Δεν τον τρομάζει ολότελα ο θάνατος, δε λυπιέται, ότι αφήνει τη ζωή, επειδή την είχε αφιερώσει εις τον ιερό βωμό της πατρίδας, αλλά με την ύστερη αναπνοή δέεται, να μη μολύνουν το σώμα του οι βάρβαροι τύραννοι της ακριβής του πατρίδας, να μη γένει το κεφάλι του, η ορατή τούτη εικόνα του Υψίστου, αντικείμενον εμπαιγμού εις εκείνους, οπού τυραννούντες αρνούνται και ανθρωπότητα, και Θεόν.
Ο Λιάκος για προσταγής του Αλή Πασά με προδοσία εσκοτώθηκε.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ

«Λιάκο, σε κλαίγουν τ’ Άγραφα, οι βρύσες και τα δένδρα,
Σε κλαίγ’ ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν τα παλικάρια.
Δε σ’ το είπα, Λιάκο, μια φορά, δε σ’ το είπα τρεις και πέντε·
Προσκύνα, Λιάκο, τον Πασά, προσκύνα τον Βεζίρη;»
«Όσο ‘ναι Λιάκος ζωντανός, Πασά δεν προσκυνάει,
Πασά ‘χει Λιάκος το σπαθί, Βεζίρη το τουφέκι.»
Κακό καρτέρι τόκαμαν από το μετερίζι.
Διψούσ’ ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι·
Έσκυψε κάτω για να πει νερό και να δροσίσει,
Τρία τουφέκια του ‘δωκαν, τα τρί’ αράδ’ αράδα·
Το ‘να τον παίρνει ξώπλατα, και τ’ άλλο μες τη μέση,
Το τρίτο, το φαρμακερό, τον πήρε εις τ’ αστήθι·
Το στόμα του αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί και κελαηδεί και λέγει·
«Πού είστε, παλικάρια μου, πού είσαι, ψυχογιέ μου;
Για πάρετέ μου τα φλωριά, πάρτε μου τα τσαπράζια,
Πάρτε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένον·
Κόψετε το κεφάλι μου, να μη το κόψουν Τούρκοι,
Και το πηγαίνουν στου πασά, ψηλά εις το Διβάνι· 57
Το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπιούνται·
το ιδεί και η μανούλα μου, κι απ’ τον καημό πεθάνει.»
22. ΤΟΥ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Τόλης ή Αποστόλης, Κατσικογιάννης, για τον οποίον έγινε το ακόλουθο τραγούδι, ήτον από τον Μοριά, και πρώτος από τ' άλλα του τρία αδέλφια. Αυτός είχε απλώσει τες δύναμές του εις όλα τα βιλαέτια από την Άρτα επάνω και Ψομιά, έως τα Τρίκαλα του Μωρέως. Ο Κατσικογιάννης είχε δουλέψει στ’ αρματολίκι μαζί με τον Μπεκίρ Αγά, και ήτον αδερφοποιτοί. Ο Αλή Πασάς διά την ανδρεία του τον έκαμε χιλίαρχο· φαίνεται όμως έπειτα, ότι ο Αλή Πασάς υποψιάζοντας, μήπως ο ανδρείος τούτος πολεμάρχος, στρέψει τα όπλα εναντίον του, έδωσε πρόσταγμα να τον πιάσουν με προδοσία, εκεί οπού έβγαινε με ολίγους στρατιώτες του, και να τον θανατώσουν, αφού πρώτα είχε θυσιάσει και τον αδελφό του. Αυτός εζούσε προς τα 1800, και είχε την υπηρεσία να φυλάει την Άρτα, τα Τρίκαλα, τη Βόνιτσα και Ιωάννινα. Επολέμησε συχνά στα Σάλωνα, και στο Μέτζοβο, βαστώντας πάντοτε σκορπισμένα εις διάφορα μέρα τα παλικάρια του.

ΤΟΥ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ

Το λένε οι κούκοι στα κλαδιά, κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Το λένε κι οι Πλαγιώτισσες στο μαύρο μοιριολόγι.
Τ' είν' το κακό που γίνεται, τ’ είν' ταραχή η μεγάλη,
Πολλά τουφέκια πέφτουνε και θλιβερά βροντούνε·
Τάχα σε γάμο πέφτουνε τάχα σε πανηγύρι;
Ουδέ σε γάμο πέφτουνε, ουδέ σε πανηγύρι,
Μόν' πέφτουν εις τσ' αρματολούς στους Κατσικογιανναίους.
Δεν το ‘ξερα, Μπεκίρ Αγά, πως θε να με σκοτώσεις·
Να μάσω τα μπουλούκια μου, κι ούλο τον ταϊφά 58 μου,
Κι απέ ν’ ακούστε πόλεμο και κλέφτικα τουφέκια!
Πέφτουν τουφέκια σα βροχή, τα βόλια σαν χαλάζι·
Πέφτουν τα λιανοτούφεκα σαν άμμο της θαλάσσης.
23. ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Προς τα 1789, όταν ο Αλής του Τεμπελένι, υπέρπλουτος και θαυμαστός για τες ληστείες και τα φονικά του, αγόρασεν από το Διβάνι τον τίτλο του πασά από τα Τρίκαλα, και έλαβεν εις τον ίδιον καιρό και το αξίωμα του Δερβένμπαση, οι Κλέφτες και οι Αρματολοί, αγκαλά και πειραγμένοι στα δικαιώματά τους, ήτον ακόμη δυνατοί και φοβεροί στη Θεσσαλία, τόσον οπού για την επιρροή τους, και οι Τούρκοι εσεβάζονταν τες Ελληνικές εξουσίες του τόπου. Όμως ο νέος Δερβένμπασης, θέλοντας να φέρει τα πάντα προς το κέρδος και την ωφέλειά του, εμεταχειρίστηκε μέτρα ενεργητικά εναντίον τους, τα οποία ελάβανε τέτοιο καλό αποτέλεσμα, οπού τον εδοξολόγησαν και εμεγάλωσαν τη φήμη του.
Αυτός έσπρωξε ένα μεγάλο αριθμό από αυτούς τους Κλέφτες στα βουνά, οπού δεν έπαυε να τους κατατρέχει, και πολεμάει με τη δύναμη, με προδοσίες και απάτες, κατά τες περίστασες, πασχίζοντας με κάθε τρόπο να εξολοθρέψει τους ανδρειωμένους εκείνους προμαχώνες και παραστάτες της πρώιμης ελληνικής ανεξαρτησίας.
Αξιοπαρατήρητο τούτο, ω ιστορικόν έγγραφο, αφιερωμένο στη μνήμη μιας γενικής προσταγής, σταλμένης από τον Αλή πασά εις του ατρόμητους εκείνους Κλέφτες του Ολύμπου, για να παραδοθούν και υποταχθούν εις αυτόν.
Αυτά τα προστάγματα δεν είχαν δύναμη, ούτε έλαβαιναν ποτέ καλήν έκβαση, γιατί οι Κλέφτες, οι οποίοι, ή στη στιγμή του κινδύνου ή δίνοντας πίστη στα λόγια του πασά, κατέβαιναν και τον προσκυνούσαν, δεν αργούσαν πάλι ν’ αδράξουν τ' άρματα εναντίον του και να πάρουν δίπλα τα βουνά. Όμως οι περισσότεροι στέρεοι και αμετάτρεπτοι έμνησκαν πάντοτε στον πρώτον ιερό σκοπό τους.

ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Τούτο το καλοκαίρι, και την άνοιξη,
Άσπρα χαρτιά μας γράφουν, μαύρα γράμματα·
«Όσοι κι αν είστε κλέφτες στα ψηλά βουνά,
Όλοι να κατεβείτε από τον Όλυμπο,
Να προσκυνήσετ' όλοι τον Αλή Πασά.»
Δύο παλικάρια μόνον δεν προσκύνησαν·
Επήραν τα τουφέκια, τα λαμπρά σπαθιά,
Και στα βουνά ανεβαίνουν, τρέχουν στην κλεφτιά.
24. TOY ΣΤΕΡΓΙΟΥ  

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Αρκετά σοβαρό, και υψωμένο το ύφος τούτου του τραγουδιού, το οποίον, ίσως δεν είναι παρά ένα κομμάτι, δίχως το τέλος, αλλ' όπως και αν είναι, αξιοθαύμαστο πάντοτε για τη σκληρή αγριότητα της έκφρασης, η οποία αντιστοιχεί θαυμαστά με τα αισθήματα. Τα ποιητικότατα βουνά, εμπνεύσανε πάντοτε λαμπρότατη και αθάνατη ποίηση!
Μένει άγνωστος ο Στέργιος, και το μέρος, όπου επλάστηκε το τραγούδι του.

ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

Κι αν τα δερβένια τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες
Ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει.
Όσο χιονίζουν τα βουνά, Τούρκους μη προσκυνούμε.
Πάμε να λημεριάζομεν, όπου φωλιάζουν λύκοι.
Στες χώρες σκλάβοι κατοικούν, στους κάμπους με τους Τούρκους,
Χώρες, λαγκάδια κι ερημιές έχουν τα παλικάρια.
Παρά με Τούρκους, με θηριά καλύτερα να ζούμεν.
25. TOY ΖΑΧΑΡΑΚΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τα βρισίματα και οι αισχρολογίες, οπού υπάρχουν εις το ακόλουθο τραγούδι, δεν πρέπει να μας θαυμάσουν ούτε να μας ερεθίσουνε, επειδή και εις τον Όμηρο και Δάντην και Σέξπιερ και εις άλλους πολλούς συχνά τες απαντάμε. Εδώ ας στρέψει, όποιος θέλει, την προσοχή του για να γνωρίσει τη ζωή, και την ψυχή του γένους, και να μάθει τες συνήθειές του. Βέβαια οπού οι Λογιότατοι, και οι επί καθέδρας καθεζόμενοι και κρίνοντες, θα απομακραίνονται με μίσος από αυτό, μήπως μολυνθεί η παρθενική τους καθαρότητα. Αλλ' όποιος επιθυμεί την ποίηση με το κοτσίδι στο κεφάλι, με τες χρυσές βούκλες στα παπούτσια, και με το τρικέρατο καπέλο, ημπορεί να την εύρει αλλού, όχι όμως ποτέ στα Κλέφτικα Τραγούδια μας. Να πολεμούνε τον εχθρό με λόγια, πριν τον χτυπήσουν με τ' άρματα, δεν είναι ρητορική ευγλωττία για τους πολεμιστάδες του Ομήρου, αλλά είναι η φύσις του λαού, του οποίου ο λόγος έχει τη δύναμη του όπλου. Το πνεύμα, οπού ερεθισμένο πολεμάει, πριν χτυπηθεί το σώμα. Το μίσος δεν ήθελε ποτέ ξεθυμάνει, με το σιωπηλό σκότωμα. Η ανδρεία δεν υποφέρνει μυστήρια· αυτή παντού ανοιχτόκαρδη αγαπά να φανερώνεται.
Η γραφή του Αλή πασά προς τον νικημένον Ισούφην αποδείχνει, περισσότερον από κάθε άλλο ιστορικόν έγγραφο, την κακοποιά φύση του ανθρώπου.
Τα όπλα του δεν ήτον, ούτε τουφέκι, ούτε σπαθί, αλλά προδοσία, απάτη και επιβουλή.

TOY ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Tι έχουν της Γούρας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;
Ιουσούφ Αράπης κίνησε και πάγει στο Ζητούνι.
Κι όσοι Ρωμαίοι τ' ακούσανε πάνε να προσκυνήσουν,
Κι ο Ζαχαράκης το σκυλί δε θε να προσκυνήσει.
Πιάνει και γράφει μία γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα,
Και πιάνει κι ένα ζωντανό, στέλνει του Σουφ Αράπη.
«Δε σε φοβούμαι, βρε σκυλί, δύο παραδιών Αράπη,
Τι έχω τρακόσιους στ' Άγραφα, χίλιους στο Καρπενήσι,
Κι ατός μου βγαίνω στα βουνά με χίλιους πεντακόσους,
Και δεκατίζω τα χωριά αυτού του βρομαράπη.
Τι κρύβεσαι Ιουσούφ Αγά, σαν την παλιοπουτάνα
Και περπατείς μες τα χωριά, παιδεύεις τους Ραγιάδες;
Έβγα να πολεμήσομε, σαν άξια παλικάρια.»
Σαν έπιασαν τον πόλεμο απ’ το ταχύ ως το βράδυ,
Σκοτώνουν Τούρκους χίλιους, πιάνουν και τον Τσαούση.
Σαν τ' άκουσεν ο Αλή Πασάς, πολύ του κακοφάνη.
Γράφει γραφή και μπουγιουρδί, 59 στέλλει του Σουφ Αράπη.
Ιουσούφ αράπη μασκαρά, γαϊδαρογεννημένε,
Σαν ήταν κλέφτες δυνατοί, τι πάγαινες κοντά τους;
Με χάλασες τ' ασκέρι μου τα πρώτα παλικάρια.
26. ΑΛΛΟ ΕΙΣ TON ΙΔΙΟ 

Έχοντας και άλλο αντίγραφο με αρκετές αξιοπαρατήρητες τροπολόγησες το τυπώνομε.

Τι έχουν της Πάτρας τα βουνά, και στέκουν βουρκωμένα;
Δίχως χιονιά χιονίζονται, δίχως βροχή βροχούνται
Οχ' των Κλεφτών τα κλάματα, κι από τα μοιριολόγια.
Ο Σουφ Αράπης πέρασε να πάει στο Ζητούνι,
Κι όσοι κλέφτες κι αν τ' άκουσαν, όλοι τον προσκυνήσαν,
Κι ο Ζαχαράκης το σκυλί δε θε να προσκυνήσει,
Μόνον γυρεύει πόλεμο, θέλει να πολεμήσει.
«Δε σε φοβούμαι Σουφ Αγά, στον νου μου δε σε βάνω,
Τι έχω τρακόσιους στ' Άγραφα, κι άλλους στο Καρπενήσι,
Τριακόσιους και στη Λιβαδιά, και γένονται οχτακόσιοι,
Κι ατός μου βγαίνω στα βουνά στα παλαιά λημέρια,
Κι έλα να πολεμήσομε, ν' αλλάξομε τα βόλια.»
Ράχη σε ράχη περβατεί, 60 λημέρι σε λημέρι,
Τα παλικάρια φώναξε, με παλικάρια κρένει·
«Ελάτε, παλικάρια μου, όλοι να μαζωχθείτε,
Τι έχω να κάμω πόλεμο μ' αυτόν τον Σουφ Αράπη,
Να δείξομε τη λεβεντιά, και την παλικαριά μας,
Να τον κατατσακίσομε, και σκλάβο να τον κάμω.
Έλα, Ιουσούφη, κερατά, μωρέ παλιοζωνάρι,
Να ιδείς τουφέκι κλέφτικο, κουσούμια, 61 σαν χαλάζι.
Κι από βραδύς αρχίσανε, τ' ασκέρια πολεμούνε·
Δέκα μπαϊράκια 62 αδράξανε, και τον Μπαϊραχτάρη,
Και την αυγή ξημέρωνε, τους τούρκους δεν τους βλέπουν.
27. TOY XPONH 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Η απλότατη σύνθεση του τραγουδιού το παρασταίνει πλέον τρομερό. Ρίχνει ο αιμοβόρος ληστής στο σημάδι, για να μάθει να εξολοθρεύει. Με το μέλι στα χείλη, τρόπος φυσικότατος και συνηθισμένος από τους πονηρούς και κακόπραχτους, δέχεται τον κακορίζικο πατέρα. Εικόνα ελεεινή και θλιβερότατη, έκφρασες γεμάτες πάθος αγάπης, και σεβασμού, βγαίνουν από τα χείλη του γέρου Κλέφτη, ο οποίος σκυμμένος, προς τον δήμιο του υιού του, και των παλικαριώνε του, του λέγει, ότι αυτοί όλοι τον προσκυνούν και του φιλούν τα θεοκατάρατα χέρια του, χωρίς ούτε να υποψιάσει ότι ολίγο πρωτύτερα αυτός ο τύραννος είχε αποχωρίσει τες ανδρειωμένες κεφαλές των. Ο ορφανός πατέρας δεν προσηλώνεται, παρά σ’ ένα κεφάλι, εις εκείνο του ακριβού παιδιού του. Η οργή, και η μάνητα τον κυριεύει, ξεσπαθώνει, και ωσάν λεοντάρι πετιέται στη μέση τους, τους κατακόφτει, και εκδικεί το χυμένο αθώον αίμα του υιού του, και των παλικαριώνε του. Πού επλάστηκε το τραγούδι, πότε έζησε, και από που ήτον ο Χρόνης, είναι άγνωστο· αυτό όμως θα είναι βουνήσιο και παλαιότατο.

TOY XPONH

Πολλά τουφέκια πέφτουνε, μιλιόνια, καριοφίλια·
Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;
Κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε, κι ουδέ σε πανηγύρι·
Αλή Τσικούρας χαίρεται, και ρίχνει στο σημάδι·
Πάγει κι ο Χρόνης για να δει, σεργιάνι για να κάμει.
«Πολλά τα έτη, μπουλούκπαση. 63» «Καλώς τον Χρόνη που ‘ρθε.
Πώς τα ‘χεις, Χρόνη μ' τα παιδιά, τα μαύρα παλικάρια;»
«Σε προσκυνούν Μπουλούκπαση και σου φιλούν το χέρι·
Δώδεκα μέρες έχω 'γώ στα μάτια δεν τα είδα.»
«Σαν θέλεις, Χρόνη μ', να τα ιδείς, να ιδείς και για να μάθεις,
Τήρα 'δω μέσα στον τορβά 64, να ιδείς κεφάλια 'π' έχω.»
Υπάγει ο Χρόνης, τήραξε, μες τον τορβά και βλέπει,
Βλέπει το πρώτο του παιδί, το πρώτο παλικάρι.
Κι ο νους του εσκοτείνιασε, ωσάν θεριό μουγκρίζει, 65
Χύνεται με γυμνό σπαθί στων άπιστων τ' ασκέρια,
Σφάζ' Αρβανίτες δώδεκα και δυο μπουλουκπασάδες
Χύνει το αίμα σαν νερό, και χορτασμό δεν έχει.
28. ΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τραγούδι γνωστότατο εις το έθνος, και άξιο, ως προς την ιστορία των Αρματολών και Κλεφτών. Το συμβάν, εις το οποίο τούτο αποβλέπει, εσυνέβηκε στην Ακαρνανία, εις μίαν αβέβαιην εποχή, η οποία όμως δε θα ανεβαίνει περισσότερο από τα 1750. Πολλοί Αρματολοί, της αυτής επαρχίας, κατατρεγμένοι από κάποια Τούρκικη επιβουλή, αναγκασθήκανε να παραιτήσουν τα στήματά τους, τα οποία ίσως έπειτα τα έλαβαν οι Αρβανίτες, και να γενούν Κλέφτες στα βουνά. Δυνατοί στον αριθμό, ενωθήκανε για να δώσουν τέλος μιας τολμηρής πράξης των. Αυτοί διεύθυναν εις τον Αρχιεπίσκοπο της Άρτας, και εις τες άλλες πολιτικές εξουσίες του τόπου, ένα φοβεριστικό γράμμα, με το οποίον εζητούσαν να λάβουν μερικά δικαιώματα. Μέσα στο ακόλουθο τραγούδι δεν υπάρχει, παρά μόνον ένα ζήτημα το οποίον είναι το πλέον ουσιωδέστερο και αξιοπαρατήρητο. Αυτοί ζητούν να ξαναλάβουν τες πρώτες θέσες των, ως Αρματολοί, καθώς ήθελε ζητηθεί η επιστροφή μιας ιδιοκτησίας, ή ενός δικαιώματος, του οποίου είναι γνωστή η νομιμότητά του. Αυτό το ζήτημα είναι μία δυνατή απόδειξις για να γνωρίσομεν ότι οι Γραικοί είχαν το προνόμιο να φέρνουν τα όπλα, ως Αρματολοί, και να βαστούν οι ίδιοι την ησυχία και ευταξία εις τα μερικά τους διαμερίσματα, και αυτό το δικαίωμα ήτον επικυρωμένο με συνθήκες· και δεν ημπορούσε να τες παραβιάσει παρά ο δεσποτισμός, και η τυραννία.
Το τραγούδι επλάστηκε στην Ακαρνανία, και είναι ένα από αυτά, οπού τα τραγουδούν εις τον χορό, καθώς αρκετά μας το αποδείχνει και το διαφορετικό μέτρο, με το οποίον είναι συνθεμένο.

ΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ 66

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά,
Ξερόμερο και Άγραφα,
Και στα πέντε βιλαέτια,
Εβγάτε να ιδείτε αδέρφια
Εκ' είναι οι κλέφτες οι πολλοί,
όλοι ντυμένοι στο φλωρί.
Κάθονται και τρων και πίνουν,
Και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γράφουν μία γραφή,
Χέζουν τα γένια του Κατή· 67
Γράφουνε και στον Κομπότι,
Προκυνούν και τον Δεσπότη
«Συλλογισθείτε το καλά,
Ότι σας καίμε τα χωριά·
Γλήγορα τ' αρματολίκι,
Οτ' ερχόμαστε σαν λύκοι».
29. Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΖΙΔΡΟΥ 68 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Καθώς ο Μηλιόνης ήτον ο παλαιότερος αρχικλέφτης από τα βουνά Άγραφα, το ίδιο και ο Ζίδρος ήτον ένας από τους πρώτους του βουνού Ολύμπου, η μνήμη του οποίου είναι ακόμα ζωντανή στο έθνος μας. Αυτός ήτον της βορείου Θεσσαλίας, ίσως της Αλασσόνας, ή από τα περίχωρά της· εκεί είχε στήμα ο Ζίδρος με τα παλικάρια του, ως κλέφτης υποταγμένος και ως επαναστάτης.
Εκτός οπού τ' όνομά του, και η φήμη του είναι αρκετή απόδειξη, για να μας τον παραστήσει, ως έναν από τους πλέον τρομερούς επαναστατημένους Κλέφτες, σώζονται ακόμη και εθνικές πατροπαράδοσες, οι οποίες δοξολογούνε τες περίφημες νίκες του εναντίον στα τούρκικα στρατεύματα των Πασάδων, και μαρτυρούν ακόμα, ότι όσον αυτός εζούσε, δεν εστάθηκε στο διαμέρισμα της Αλασσόνας άλλος ανδρειότερος στρατάρχης από αυτόν, μηδέ άλλοι αρματολοί από τα παλικάρια του. Καλότυχος πάντα και φημισμένος, τόσον για τη φρόνησή του, καθώς και για την αξία του, ετέλειωσε μολοντούτο τη ζωή του, ή εξ αιτίας της μεγάλης τόλμης του, ή της κακής του μοίρας, με τραγικό θάνατο, επειδή έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι του έκοψαν το κεφάλι.
Τρογυρίζουν ακόμη και τη σήμερον εις τη Θεσσαλία διάφορες εθνικές ιστορίες, οι οποίες βεβαιώνουν, και μαρτυρούνε τον φόβο, και τον τρόμο, οπού ο Ζίδρος είχε εμπνεύσει στους Αρβανίτες. Λέγεται ανάμεσα εις τ' άλλα, ότι, για να τους σπρώξουν να χτυπηθούν εναντίον του τρομερού τούτου κλέφτη, αναγκασθήκανε να τους κολακέψουν, και να τους αυξήσουν τον μισθό.
Απεθαμένος ο Ζίδρος, εγύρισαν τα πράγματα εις την πρώτη τους κατάσταση, αγκαλά και αυτή δεν ήτον η συνηθισμένη. Μετανοημένοι όμως, έπειτα από λίγο, για τον θάνατό του, επιθυμούσαν πάλε την ωραίαν εποχή, οπού ο Ζίδρος εζούσε, αγκαλά και αυτός εκατατρόμαζε και Πασάδες, και Αγάδες, και αυτούς τους ίδιους.
Τα τραγούδια, οπού ακολουθάνε, και τα δύο αναφέρονται εις αυτόν.
Εις τούτο ο Ζίδρος κάνει τη χαρά του παιδιού του, και καθώς είναι συνήθεια εις τα χωριά, και στες εξοχές της Ελλάδος οι συγγενείς, οι φίλοι, και αυτοί οι καλεσμένοι, έρχονται εις τον γάμο φέρνοντας μαζί τους, ως χαρίσματα, αρνιά, ελάφια ζωντανά, ή κριάρια, οπού καθένας, όσον καλύτερα δύναται και με τα ομορφότερά του ζωνάρια, με λουριά, και με κουδούνια τα στολίζει, για να τα προσφέρει της νύφης, ή του γαμπρού. Το μοναχό υποκείμενο, οπού ο Ζίδρος, ή αλησμόνησε, ή δεν ηθέλησε να καλέσει, εστάθηκε ο Λάπας, νιος και παλικάρι, οπού αυτός ο ίδιος τον είχε από μικρό αναθρέψει, και κάμει ψυχοπαίδι του.
Ο αληθινός σκοπός, ή ο πιθανότερος, οπού ημπορούμε να υποθέσομε, ότι ο ποιητής είχε προς όψη, ήτον να δοξολογήσει, με τούτο, τη γενναιότητα, τη μεγάλη φιλοφροσύνη, και αγάπη του Λάπα, ο οποίος, αγκαλά και να έλαβε τέτοια μεγάλη καταφρόνεση, να μην καλεστεί στον γάμο του ψυχαδελφού του, μολοντούτο παρουσιάζεται με το ομορφότερο, και πλέον χαριτωμένο πρόσφερμα στη χαρά του.
Τόσο το ακόλουθο τραγούδι, καθώς και τ' άλλο είναι πλάσματα της Θεσσαλίας. Όμως τώρα ολίγο τραγουδιόνται στα χωριά. Αλλά τούτο είναι ένα από τα πλέον ευάρεστα και τραγουδισμένα από τους βοσκούς του Πίνδου.

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΤΟΥ ΖΙΔΡΟΥ

Ο Ζίδρος κάνει τη χαρά, χαρά για τον υιό του·
Εκάλεσε την κλεφτουριά, τα δώδεκα πρωτάτα.
Τον Λάπα δεν εκάλεσε, το μαύρον ψυχοπαίδι.
Κι όλοι πηγαίνουν κέρασμα κριάρια με κουδούνια·
Κι ο Λάπας πάγει ακάλεστος με ζωντανόν αλάφι,
Στ’ ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
Κανένας δεν τον λόγιασεν από τους καλεστάδες·
Η Ζίδραινα τον λόγιασεν από το παραθύρι,
Πάλε η μαύρη Ζίδραινα, η μαύρη παραμάνα·
«Καλώς τον Λάπα πόρχεται μ’ αλάφι στολισμένο!
Στρώστε του Λάπα στον οντά 69, του Τρίτσα στην κρεβάτα,
Στρώστε και των παλικαριών απ’ όλα τα πρωτάτα.»
30. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΙΔΡΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Κλέφτης, ή Αρματολός, ωσάν πουλί, αποθνήσκει. Πού, και πώς, δεν ηξέρει κανείς. Οι δροσάτες πρασινάδες, οπού αγκαλιάσανε τες χαρές του, τον δέχονται με αγάπη, και τον παρηγοράνε στην αγωνία του θανάτου του. Το Πουλί, ή καλύτερα η Ελλάς όλη, ορφανή, και αδύνατη τότε, έκλαιγε τον θάνατο του Ήρωά της, τον ήθελε αθάνατο. Η Ελληνική ανεξαρτησία, εις τες ανδρειωμένες και φιλοπατρικές αγκάλες του, εκεί εύρισκε ιερό καταφύγιο από τους κινδύνους, εκεί άκουε το φοβερό καρδιοχτύπημα του εξολοθρευτή του βαρβαρισμού και της σκλαβιάς.
Αυτός δεν κλαίει τον κόσμο οπού χάνει· θρηνολογάει το μαύρο το παιδί του, οπού μικρό τ’ άφηνε στη μέση από τους, κινδύνους. Το έκλαιγε, γιατί ανήξερο και αμάθητο από Κλεφτιά, γιατί δεν είχε ακόμη μάθει να θανατώνει εχθρούς, και να καπιτανεύει παλικάρια. Το τραγούδι εμπνέει πάθος βαθείας λύπης περισσότερο, παρά πικρή εικόνα θανάτου.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΖΙΔΡΟΥ

Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζίδρου το κεφάλι.
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
Μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα·
«Ζίδρο μου, σ' ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι,
Ήσουν και πρώτος Έπαρχος σ’ όλα τα μοναστήρια,
Κι όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια ν ήταν,
Δεν το ‘ξερες, κακόμοιρε, να φας να μην πεθάνεις!»
«Τι λες, μωρέ πουλάκι, αυτού, γιατί με καταριέσαι;
Σαράντα χρόνους έζησα ν αρματολός και κλέφτης,
Κι άλλους σαράντα να 'ζουνα, πάλι θα να πεθάνω.
Δεν το 'χω πως θα να χαθώ, και πως θα να πεθάνω,
Μόν’ το 'χω σε παράπονο, και σ’ εντροπή μεγάλη,
Πού θα το μάθει ν η Τουρκιά, να πάει στην Αλασσόνα,
Να μου χαλάσει τα χωριά, τ' έρημα βιλαέτια·
Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλικάρια,
Να μου γνοιασθούν το σπίτι μου, να σφάζουνε τους Τούρκους,
Να μου κοιτάζουν το παιδί, τον μαύρο τον Δημήτρη·
Που ‘ναι μικρό κι ανήλικο, κι από κλεφτιά δεν ξέρει!»
31. TOY ΝΑΝΝΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο χαριτωμένος τρόπος με τον οποίο το τραγούδι τελειώνει, είναι το αξιολογότερο πρόσφερμά του και το πλέον ενάντιο, ως προς το φέρσιμο και το σοβαρό χαρακτήρα, οπού οι κλέφτες βαστούνε με τες γυναίκες.
Φαίνεται ότι το τραγούδι επλάστηκε εις τη Μακεδονία, αν θα κρίνομεν από το όνομα του Καπετάνου. Και τωόντι το όνομα Νάννος είναι, ως κανακευτικό του Γιάννη, τρόπος συνηθέστατος εις τη Μακεδονία.

TOY ΝΑΝΝΟΥ

Εβγήκε ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
Κλεφτόπουλα ν εμάζωνε, παιδιά και παλικάρια.
Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε τρεις χιλιάδες,
Κι ολημερίς τα δίδαχνε, ολονυχτίς τα λέγει·
«Ακούστε, παλικάρια μου, κι εσείς παιδιά δικά μου,
Δε θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια·
Μόν’ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι·
Τριών μερών περπατησιά να πάρομε μία νύχτα,
Nα πάμε, να πατήσομε της Νικολούς τα σπίτια,
Οπόχει τ' άσπρα τα πολλά, και τ' ασημένια πιάτα».
Καλώς τον Γιάννη πόρχεται! καλώς τα παλικάρια!»
Παράδες θέλουν τα παιδιά, φλωριά τα παλικάρια,
Κι ατός μου θέλω την κυρά...»
32. ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Δεν ήτον γνωρισμένες εις τον Μοριά παρά τρεις, ή τέσσαρες Κλέφτικες οικογένειες. Η δυνατότερη ήτον εκείνη του Ζαχαριά, ο ύστερος αρχικλέφτης, ο οποίος αποθανάτισε το όνομά του, εζούσε προς τα τέλη του απερασμένου αιώνα. Όλες οι πατροπαράδοσες, οι οποίες αναφέρνονται εις αυτόν, του αποδίνουν, εις τον υψηλότερο βαθμό, τα ουσιωδέστερα και κυριότερα προτερήματα, τα οποία χρησιμεύουν για να αποκαταστηθεί τέλειος, και να δοξολογηθεί, ως Κλέφτης. Μία απίστευτη ανδρεία, μία αξιέπαινη φρόνηση και άκρα αγχίνοια, μία ανάκουστη και ακατανόητη δύναμη, ευκολολύγιστος εις το σώμα, γοργοκίνητος και 'λαφρός, ωσάν το χηλιδόνι, στο τρέξιμο.
Δοξολογιέται ακόμη και για τη γενναιότητα του χαρακτήρα του, για τη φιλανθρωπία του, και τες θυσίες οπού έκαμε ως προς το καλό και συμφέρο των Γραικών, και μάλιστα των κατατρεγμένων και φτωχών.
Εις το ακόλουθο τραγούδι όμως δεν απαντάμε τα φιλανθρωπικά έργα, οπού τον εδοξολόγησαν, επειδή αυτό δεν είναι παρά ένας οξύθυμος διάλογος, με τον οποίον ο Ζαχαριάς ενθυμίζει με θηριώδη ειρωνεία, τη σκληρότητα, τες προσβολές, και τα βρισίματα, με τα οποία εκδικήθηκε εναντίον ενός παπά του Αγίου Πέτρου, με τον οποίον είχε έχθρητα. Ο Ζαχαριάς, για όσο κι αν εστάθηκε καλός και φιλάνθρωπος, εις άλλες περίστασες, ή σ’ όλο το διάστημα της ζωής του, δύναται όμως και είναι πιθανό, να έκαμε ότι αναφέρνει το τραγούδι του, επειδή, κατά την εθνική πατροπαράδοση, ο κακομεταχειρισμένος και κακολογισμένος Παπάς, ήτον Προεστός εις το διαμέρισμα του Αγίου Πέτρου, φανερός και άσπονδος εχθρός του Ζαχαριά. Αυτός τον έκαμε να δοκιμάσει πολλές δυσαρέσκειες, τον κατάτρεχε, και εστάθηκε αίτιος θανάτου, εις διάφορους από τους συγγενείς του. Τούτο το τραγούδι, συνθεμένο στον Μοριά, είναι, έως τη σήμερο, φημισμένο και γνωστότατο. Ολίγα εις τον Μοριά τα Κλέφτικα τραγούδια, αλλά εκείνα τα ολίγα πλέον γνωστά, παρά αλλού.

ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ

Τ' είν' το κακό πού γένεται τούτο το καλοκαίρι;
Τρία χωριά μας κλαίγονται, τρία κεφαλοχώρια,
Μας κλαίγεται κι ένας Παπάς από τον Άγιο Πέτρο.
Τι τόκαμα του κερατά, και κλαίγετ' από 'μένα;
Μήνα τα βόδια τ' έσφαξα; μήνα τα πρόβατά του;
Τη μια του νύφη εφίλησα, τες δυο του θυγατέρες,
Το ‘να παιδί του σκότωσα, τ’ άλλο το πήρα σκλάβο,
Και πεντακόσια δυο φλωριά εξαγορά του πήρα,
Όλα λουφέν 70 τα μοίρασα, λουφέν στα παλικάρια,
Κι ατός μου δεν εκράτησα τίποτε για τ' εμένα.
33. ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τραγούδι, το οποίον ενώνει την ποιητική του αξία με εκείνη, πολύ μεγαλύτερη, της υπόθεσης.
Εδώ ο Εθνικός ποιητής δε θα είναι βέβαια, ο μόνος ιστορικός του ήρωά του, και όταν, καθώς τόσες άλλες, αυτή η ελεύθερη και απλή έμπνευση της Εθνικής Μούσας της νέας Ελλάδας θέλει πέσει εις λησμονησία, οι πράξες, και οι άνθρωποι, προς τους οποίους αφιερώθηκε, δε θα ριχθούνε στο αυτό σκότος.
Όλη η Ευρώπη γνωρίζει το περίφημον όνομα του Διάκου! Αυτός εστάθηκε ο πρώτος ανδρειωμένος του ιερού αγώνος, ο πρώτος οπού εσύντριψε τους βραχίονες της Οθωμανικής τυραννίας, ο πρώτος οπού επολέμησε, για την ανεξαρτησία της πατρικής μας γης, ο πρώτος μάρτυρας οπού γι' αυτήν εθυσιάστηκε.
Ο Διάκος ήτον παλαιός Κλέφτης ή Αρματολός της Λιβαδιάς, ενδοξότατος για την παλικαριά του, για τα ευγενικά του φερσίματα, για τη γλυκάδα του χαρακτήρα του, και για την αξιοθαύμαστη ωραιότητα, και αρμονικήν εντέλεια της πλάσης του. Όταν ο Οδυσσέας εστάλθηκε από τον Αλή πασά εις τη Λιβαδιά, ως Στρατάρχης των Αρματολών, και ο Διάκος εδιορίστηκε Υποστρατάρχης του, ηύραν βαριά λογομαχία ανάμεσό τους, από την οποία ο Οδυσσέας δεν ωφελήθηκε παντελώς. Ευτύχημα της Ελλάδος, η φιλονικία τους και η έχθρητα δεν εβάσταξε πολύ, και οι δυο ήρωες ενωμένοι πάλε με τα αυτά αισθήματα, και για τον αυτό ιερό σκοπό και συμφέρον, ευρέθηκαν έτοιμοι και καλοπροαίρετοι να πολεμήσουν, με ψυχή, τον κοινό τύραννο της πατρίδας των.
Προς τα 1820, ο Οδυσσέας στενοχωρεμένος να πάει στα Ιωάννινα προς τον Αλή Πασά, ο οποίος έπρεπε ν’ αντιπαραταχθεί εναντίον του Σουλτάνου, ο Διάκος επήρε τα βουνά, και έμεινε, στο απομάκρυσμα του Οδυσσέα, ο μοναχός Στρατάρχης της Λιβαδιάς, με όλη την επιρροή, την οποία του είχε αποχτήσει και ασφαλίσει η ανδρεία και η καλοσύνη του. Εις όλο το διάστημα των 1820, αυτός έμεινε απείραχτος, και ευχαριστήθηκε να προσμείνει τα συμβάντα, και τ’ αβέβαιο τέλος της πολιορκίας των Ιωαννίνων, της οποίας η διεύθυνσις εμπιστεύθηκε εις τον Χουρσίδ Πασά του Μοριά.
Ανάμεσα εις τες δυσκολίες και αμφιβολίες της περίφημης εκείνης πολιορκίας συνέβηκε, οπού οι Σουλιώτες, συμβιβασμένοι με τον Αλή Πασά, απόχτησαν πάλε την κατοχή του βουνού, από το οποίο είχανε διωχθεί για δεκάξι χρόνια, και εκεί ψηλά ασήκωσαν οι πρώτοι, εναντίον της Πόρτας, το σημείο της ανεξαρτησίας. Εις αυτή την εποχή ο Διάκος, ερεθισμένος από τολμηρές συμβουλές, επροκύρηξε από μέρος του την Ελληνική ανεξαρτησία στη Λειβαδιά, και έδωκε εις τον Μοριά το παράδειγμα, και το σημείο της επανάστασης. Όλα τα κινήματά του ήτον συνδεμένα με εκείνα της Βλαχίας, και Μολδοβλαχίας, και τόσον επιτήδεια όρμησαν όλοι για τον Αλή Πασά, ο οποίος ήτον κλεισμένος μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων, ώστε οπού εφαίνετο, πως εκείνοι ήτον ερεθισμένοι και σταλμένοι να πολεμήσουν από αυτόν τον ίδιον.
Ο Χουρσίδ Πασάς εστοχάστηκε, ότι ακολουθώντας να στέρνει και άλλα στρατεύματα εις τα επαναστατημένα μέρη της Ελλάδας, να τρομάξει τον ενθουσιασμένον Έλληνα, να καταπλακώσει τον πολεμικόν αναβρασμό, και να προλάβει νέες ταραχές. Εις τρόπον ώστε, απόσυρε από την πολιορκία των Ιωαννίνων από οχτώ, έως δέκα χιλιάδες Τουρκιά, και επρόσταξε τον Ομέρ Βριόνη, να κατέβει μ' αυτούς στον Μοριά για να πνίξει την ανταρσία, να παιδεύσει διαβατικά τους Λιβαδιώτας, και τον Διάκο.
Ειδοποιημένος ο Διάκος, από αυτό το κίνημα, αντιπαρατάχθηκε εναντίον του, σηκώνοντας από τη χώρα μερικούς αρματολούς, με τους οποίους εδυνάμωσε το σώμα του. Στο κεφάλι αυτός του μικρού του στρατεύματος όρμησε να πιάσει το γιοφύρι της Αλαμάνας, απάνου του Σπερχειού, πύργος επιτηδειότατος, και από τους πλέον ακαταμάχητους, τρομαχτικός για τους Τούρκους, εις άλλες περίστασες. Μόλις ο Διάκος έπιασε το μέρος αυτό, οπού τον πλακώνει ο Ομέρ Βριόνης, με τες δύναμές του. Το στράτευμα, οπού ο Διάκος εκαπιτάνευε, μην έχοντας καμίαν ιδέα πολέμου, και τρομασμένο από τη δυσαναλογία του αριθμού του, με το αναρίθμητο των Τούρκων, μόλις άρχισεν η φωτιά, άφησαν τον πύργο και έφυγαν. Έμεινε ο Διάκος, στη μάχη, με σχεδόν είκοσι των παλικαριώνε του, και άρχισε αθάνατα να χτυπηθεί τελειώνοντας, καθώς το τραγούδι του ξηγείται.
Το τραγούδι αυτό εστάθηκε ορμηνεμένο στο ίδιο μέρος οπού επλάστηκε.

ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Κι αν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης;
«Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης·
Ομέρ Βριόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη·
Ψηλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει·
«Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια.
Δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τες φούχτες.
Γλήγορα και να πιάσομε κάτω στην Αλαμάνα,
Οπού ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.
Επήραν τα αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
Στην Αλαμάναν έφθασαν κι έπιασαν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε·
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε.»
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι εσκόρπισαν στους λόγγους,
Έμειν' ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σχίσθηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια.
Και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους κι εφτά μπουλουκπασάδες.
Και το σπαθί του έσπασε ν απάνου από τη χούφτα,
Κι έπεσε ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βριόνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα·
«Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το Τζαμί, την Εκκλησιά ν' αφήσεις;»
Κι εκείνος τ' απεκρίθηκε και με θυμό του λέγει·
«Πάτε κι εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες 71, να χαθείτε!»
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θα να απεθάνω,
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες, 72
Μόνον πέντ’ έξι ν ημερών ζωή να μου χαρίστε,
Όσο να φθάσει ο Οδυσσεύς κι ο Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσ' ο Χαλίλμπεης, με δάκρυα φωνάζει·
«Χίλια πουγκιά σας δίνω 'γώ κι ακόμα πεντακόσια,
Τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
Γιατί θα σβήσει την Τουρκιά και όλο το Δεβλέτι».
Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν·
Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
Τους έβριζε την πίστη τους, τους έλεγε μουρτάτες·
«Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη·
Ας είν' καλά ο Οδυσσεύς κι ο Καπετάν Νικήτας,
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά, κι όλο σας το Δεβλέτι».
34 TOY ΓΙΩΡΓΟΘΩΜΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Γιωργοθώμος, επονομασμένος Σπαρτιάτης, ίσως για την ανδρεία του, ή γιατί ήτον της μεσημβρινής Ακαρνανίας, από χωρίο Σπάρτα. Τόση ήτον η φήμη του, και η τρομάρα, οπού είχε εμπνεύσει εις τους Τούρκους, η ανδρεία, η τόλμη, και η γοργότης του τρεξιμού του, οπού τον ελόγιαζαν ένα δεύτερο Ανδρούτσο. Ο Αλή πασάς είχε ορκισθεί ή να τον καταδουλώσει ή να τον χαλάσει, αλλά βλέποντας, οπού οι Δερβεναγάδες του, έμνεισκαν πάντοτε χτυπημένοι και νικημένοι απ’ αυτόν τον τρομερό Κλέφτη, αποφάσισε να τον πλέξει εις απάτες, και με προδοσία να τον πιάσει. Είχε τότε ο Αλή πασάς σιμά του τον περίφημον Ιγνάτιον Αρχιεπίσκοπο της Άρτας, εις τον οποίον δεν έδινε παντελώς πίστη, και μάλιστα, για τες υποψίες και για τα τέλη του, δεν τον εσυγχωρούσε, να απομακρυνθεί στιγμή από τα Ιωάννινα, ώστε είχαν απεράσει αρκετοί χρόνοι, οπού δεν ήτον δυνατόν εις τον Αρχιεπίσκοπο να κάμει την ταχτική του και συνηθισμένη περιοδεία, στους άλλους Αρχιερείς. Ελπίζοντας όμως με το μέσο του να εκτελέσει τους σκοπούς του, έδωσε τότε την άδειαν εις τον Ιγνάτιον, με τη συνθήκη όμως να σμίξει τον Γιωργοθώμο και να κάμει το κατά δύναμιν, ώστε να καταπείσει τον Κλέφτη να κατέβει στα Ιωάννινα και να προσκυνήσει τον Πασά, κάνοντάς του όρκο πως δεν τον εχαλούσε. Ο Αρχιεπίσκοπος εγνωστοποίησε την αποστολή του στον Γιωργοθώμο, αλλά ήτον εις αμφιβολία, αν ήθελε τον αποφύγει ή τον προσμείνει· όμως δεν απόμεινε πολύ εις αυτή την αβεβαιότητα. Μόλις εμπήκε στες ερημιές του Μακρυνόρου, οδηγημένος από δεκαπέντε ή είκοσι Σουλιώτες, ένας άνδρας της πλέον τρομαχτικής όψης, σταθερός και ατρόμητος στο σχήμα και κίνημά του, πετιέται αιφνίδια προς αυτόν, αδράζει το χαλινάρι τ' αλόγου του, και με μεγάλη αξιοπρέπεια, στρέφει το χέρι δείχνοντας προς το μέρος, οπού τρακόσιοι ή τετρακόσιοι Κλέφτες έστεκαν εις ένα σιμοτινό ψήλωμα, έτοιμοι να ροβολήσουν κάτω και να αφανίσουν, οποίον ετολμούσε να πράξει το παραμικρότερο κίνημα εναντίον του. Τούτος ήτον ο Γιωργοθώμος, ο οποίος με σέβας και με μεγάλη ευλάβεια αφοκράστηκε την ομιλία του Αρχιεπισκόπου, όμως κανένα δίκαιον, ούτε υπόσχεση τον κατάπεισε να κατέβει, και να παραδοθεί στον Αλή.
Ο Αλή πασάς δεν έχασε για τούτο τες ελπίδες του, αλλά κράζει τον Καραΐσκο, Καπετάνο των Αρματολών, με τον οποίον είχε φιλία, και ήξευρε ότι ήτον φίλος άκρος και ειλικρινής του Γιωργοθώμου, τον στέλνει στα Ιωάννινα και τον προστάζει να φέρει μαζί τον υιό του, τον περίφημο Στρατηγό Καραϊσκάκη, ο οποίος εθυσιάστηκε για την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Ο Αρματολός επροσκύνησε το πρόσταγμα, και εγύρισε στον Πασά με τον υιόν του. Τότε ο Βεζίρης στρέφοντας προς αυτόν του λέγει· «θέλω τον Γιωργοθώμο ζωντανόν, ή απεθαμένο· βαστώ το κεφάλι του παιδιού σου εγγύηση, αν δεν ευχαριστήσεις την επιθυμία μου και τη θέλησή μου, το κόφτω.» ο Καραΐσκος αποφασίζει να γλυτώσει το παιδί του. Παγαίνει, απαντά τον Γιωργοθώμο, και τον καλεί να κατέβει, καθώς ήτον συνηθισμένος, για να τον ιδεί. Αυτός τρέχει και βρίσκει, μαζί με τον φίλο του, τους μισθωμένους δήμιους του Πασά, και πέφτει χάμου σφαμένος. Σ’ ολίγο ο Πασάς εφαρμάκωσε και τον Καραΐσκο.
Το ακόλουθο τραγούδι έχει για υπόθεση, μία από αυτές τες μάχες, οπού ο Ισούφ Αράπης είχε δώσει του Γιωργοθώμου, και φαίνεται από τους ύστερους στίχους, ότι αυτός έπεσε πολεμώντας. Εις τέτοιον τρόπο το τραγούδι, ήθελε είναι εις αντιλογία με τα άνω ειρημένα συμβάντα, όμως αυτά είναι από γνήσια και αληθινή πηγή βγαλμένα. Ημπορούμε να υποθέσομεν ότι ο ποιητής του τραγουδιού δεν εσκόπευσε άλλο, παρά να μας παραστήσει τον Γιωργοθώμο στον κίνδυνο του θανάτου, όχι όμως σκοτωμένον εις τούτη την περίσταση.

TOY ΓΙΩΡΓΟΘΩΜΟΥ

Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα ν από τον Βάλτο,
Μέρα και νύχτα περπατεί, νύχτα και μέρα λέγει·
«Θεέ, πού να 'βρω την κλεφτουριά, τον Γιώργο τον Σπαρτιώτη;
Έχω δυο λόγια να τον πω, πως θε να τον σκοτώσουν».
«Πού το 'μαθες, πουλάκι μου, πως θε να με σκοτώσουν;»
«Εψές ήμουν στα Γιάννινα, στην πόρτα του Βεζίρη,
Πολλά σκιέτια 73 πήγαινεν ο Γιάννης Γαραγούνης».
«Άδικο, αφέντη μου, άδικο! από τον Γιωργοθώμο!
Τα πρόβατά σου έκοψε και μας επήρε σκλάβους!»
«Να κάμεις σάμπρι, 74 Γιάννη μου, πέντ' έξι, δέκα μέρες,
Κι εγώ τον φέρνω ζωντανό, του παίρνω το κεφάλι.»
Ιουσούφ Αράπης φώναξε, κρυφά τον κουβεντιάζει·
«Τον Γιωργοθώμο ζωντανό· σου παίρνω το κεφάλι.»
Ιουσούφ Αράπης κίνησε με δεκατρείς χιλιάδες.
Σαν έπιασαν τον πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Πέφτουν τα βόλια σαν βροχή, μολύβια σαν χαλάζι·
Τον Γιωργοθώμο λάβωσαν εις το δεξί το χέρι.
Ο Γιωργοθώμος φώναξε μέσα ν από τους Τούρκους·
«Πού είστε παλικάρια μου, ολίγα κι ανδρειωμένα;
Πετάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας·
Γιουρούσι 75 μέσα κάμετε, πάρτε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρει ν η Τουρκιά, Ιουσούφαγας ο σκύλος.
35 ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το πρόσωπο τούτου του τραγουδιού, δεν είναι τόσο επίσημο, όμως το τραγούδι, οπού εις αυτό αναφέρεται, είναι γεμάτο από ποιητική χάρη και ομορφάδα. Τούτος ο Κλέφτης ήτον από την Ακαρνανίαν.

ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΥ

Μας πήρ' η μέρα κι η αυγή, μας πήρ' το μεσημέρι,
Και πού να λημεριάσομε, να κάμομε λημέρι;
Πέρα σ’ εκείνο το βουνό, και στην ψηλή ραχούλα,
Πόχει τα πεύκα τα ψηλά και τα νερά τα κρύα.»
Τον λόγο δεν απέσωσε, τον λόγο δεν απόειπε·
Ακούει τα πεύκα και βογκούν και τες οξιές και τρίζουν.
Ψιλή φωνίτσα ν έσυρε, όσον κι αν ημπορούσε.
«Παιδιά μ' μας ήρθ' ο Κόρακας, ήρθε να μας βαρέσει.»
Τον λόγο δεν απέσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
Τρία τουφέκια τόδωκαν, τα τρί' αράδ' αράδα.
Το ‘να τον πήρε ξώδερμα, και τ’ άλλο στο κεφάλι,
Το τρίτο το φαρμακερό τον παίρνει στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γέμοσε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα του αηδονολαλεί, και θλιβερά το λέγει·
«Πού είσαι ανηψιέ Καταραχιά, το αίμα μου να πάρεις.»
36 ΤΟΥ ΡΟΥΠΑΚΙΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τούτο το τραγούδι ανήκει του Στράτου, και όχι εις τον Κλέφτη Ρουπακιά, τον οποίο δε γνωρίζομε την καταγωγή, ούτε την πατρίδα του.
Το τραγούδι κλει μέσα του όλη τη λαμπρότητα και ισχυρότητα της κλέφτικης Ποίησης. Καθώς με πολεμικήν ορμή πετιέται ολόφωτη και γεμάτη ψυχή η αρχή του, εις τέτοιον τρόπο και το τέλος του με εγκάρδιο πάθος αγάπης, και με μελαγχολική γλυκάδα, χαριτωμένα σβήνεται.

ΤΟΥ ΡΟΥΠΑΚΙΑ

Τι καπετάνος είσαι συ, δε ρίχνεις δυο τουφέκια,
Να μαζωχθεί τ' ασκέρι σου, κι όλοι οι καπεταναίοι,
Να ιδούμε ποιος μας λείπεται απ’ τους καπεταναίους.
Ο Ρουπακιάς μας λείπεται, με τον Γεροχουσιάδα,
Σε τι βουνά να βρίσκονται, σε τι κοντοραχούλες;
‘Σιά που να ψένουν πρόβατα, 'σιά που να ψένουν γίδια;
Τους κλαίνε χώρες και χωριά, τους κλαίνε βιλαέτια,
Τους κλαίγει η κόρη του παπά, αυτ' η μαυροματούσα,
Με τα μαλλάκια ξέπλεκα, τα χέρια σταυρωμένα,
Σαν την τρυγόνα θλίβεται, σαν το παπί μαδιέται.
37. ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Εθνικότατο εις όλη την Ελλάδα, και αποδείχνει, ότι οι Κλέφτες δεν είναι εγκρατείς. Επήγαιναν γι' άλογα και όταν δεν τα εύρισκαν έκλεφταν ότι τους επαρουσιάζετο. Ίσως παράπονο κατασκόπου βοσκού, τον οποίον παίδεψαν εις τέτοιον τρόπο. Αυτός δέεται και παρακαλεί τη Θεοτόκο, να παιδέψει τους κακόπραχτους, την κλεφτιά, και της τάζεται ένα αρνί, πρόσφερμα το οποίο ενθυμίζει τες παλαιές θυσίες. Το τραγούδι πνέει βουνίσια αθωότητα, και μας αρπάζει το γλυκό χαμόγελο. Η φλογέρα, τα προβατάκια, η Παναγία, σχηματίζουν ήσυχη και τωόντι βουνίσιαν αρμονία.

ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ

Βγήκαν κλέφτες στα βουνά,
Για να κλέψουν άλογα,
Κι άλογα δεν ηύρανε,
Πήρανε τ' αρνάκια μου,
Και τα κατσικάκια μου,
Και πάνε, πάνε, παν!
Ωχ καημένος! ωχ καημένος! ωχ καημένος!
Προβατάκια μ'!
Κατσικάκια μ'!
Βάι.

Πήραν την καρδάρα μου,
Που 'πηζα το γάλα μου,
Πήραν τη φλογέρα μου
Μέσ’ από τα χέρια μου,
Και πάνε, πάνε, παν!
Ωχ καημένος! ωχ καημένος! ωχ καημένος!
Φλογερίτσα μ'!
Καρδαρίτσα μ'!
Βάι

Μου πήραν το λαγιαρνί,
Που ‘χε το χρυσό μαλλί,
Τ’ ασημένιο κέρατο.
Και πάνε, πάνε, παν!
Ωχ καημένος! ωχ καημένος! ωχ καημένος!
Προβατάκια μ'!
Λαγιαρνάκι μ’!
Βάι.

Περικαλώ σε Παναγιά,
Να παιδέψεις την κλεφτιά.
Ε! και να τους πλάκωναν,
Και να τους ξαρμάτωναν,
Μέσα στα λημέρια τους,
Κείνους και τα ταίρια τους!
Ωχ καημένος! ωχ καημένος! ωχ καημένος!
Προβατάκια μ'!
Κατσικάκια μ'!
Βάι.

Αν μ ακούσ' η Παναγιά,
Και παιδέψει την κλεφτιά,
Και να ιδώ το λαγιαρνί,
Μέσα πάλι στο μανδρί,
Την ημέρα τη λαμπρή,
Θε να ψήσω ν εν αρνί,
Που να πέφτει απ’ το σουβλί!
Ωχ καημένος ! ωχ καημένος! ωχ καημένος
Προβατάκια μ'!
Λαγιαρνάκια μ'!
Βάι.
38 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Και τα δύο ακόλουθα τραγούδια με ζωηρότατα χρώματα εικονίζουν τον θάνατο του Καπετάν Γιωργάκη, και του φίλου του Φαρμάκη, θάνατος ο οποίος πρέπει να λογιαστεί, ως η αληθινή αιτία της καταστροφής των επαναστάσεων της Βλαχίας και Μολδαβίας, κατά το 1821. Η ιστορία δε θέλει αποσιωπήσει βέβαια τα ένδοξα ανδραγαθήματα του περίφημου τούτου Ήρωα.
Ο Γιώργης ή Γιωργάκης, εγεννήθη στη Θεσσαλία σ’ ένα χωριό του Ολύμπου. Αυτός ήτον απλούστατος και σωφρονέστατος. Η φήμη οπού νέος ακόμα απόχτησε, του έσυρε την καταδρομή των Πασάδων, τέτοια οπού αναγκάσθηκε να τραβηχθεί στη Βλαχία, και να φανεί ολίγον έπειτα με τιμή στο στρατιωτικό στάδιο. Αυτός, εις τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Τουρκιάς, εχτυπήθηκε λεονταρόψυχα με τον Τούρκον αρπάζοντάς του πολλές φορές και τα πολεμοφόδια, και αφανίζοντας συχνά, με δέκα ανδρειωμένες ψυχές οπού τον ακολουθούσαν ολόκληρα και καρτερά σώματα.
Φιλιώνοντας η συνθήκη του Βουκορεστίου τους αντιμάχους, ο Γιώργης ανυπόμονος να εύρει νέες περίστασες για να δοξολογηθεί, εχύθηκε στη Σερβία, οπού ο πολεμικός εκείνος και φιλελεύθερος λαός επάσχιζε να συντρίψει τες τυραννικές άλυσές του. Αυτός ανδρειωμένα επολέμησε έως τη στιγμή, οπού έχασε κάθε ελπίδα εξωτερικής βοήθειας, και οπού εβρέθηκε κατατρεγμένος από όλες τες στρατιωτικές δύναμες οπού η Πόρτα είχε τότε διαθέσιμες.
Μετά τη συνθήκη του Βουκορεστίου, οι Σέρβιοι υποδουλώθηκαν και αφανίστηκαν από τους τυράννους τους. Τότε αυτός απέρασε στη Βλαχιά και έγινε καπετάνος εις ένα Αρβανίτικο σώμα διορισμένο να φυλάει την τάξη και ησυχία του τόπου, εις τη στιγμήν οπού η τολμηρή επιχείρηση του Υψηλάντη του επρόσφερε νέα περίσταση για να δείξει την ανδρεία και αξία του, ετοιμάζοντάς του στον ίδιο καιρόν τον πλέον ηρωικό κι ένδοξο θάνατο. Οι διχόνοιες της Βλαχίας, και οι φιλονικίες των Βογιάρδων για την εξουσία, μετά τον θάνατο του Οσποδάρου τους ευκόλυναν την κατόρθωση ενός σχεδίου, οπού ο Γιώργης από πολύν καιρό εμελετούσε. Για να βάλει εμπόδια της Τουρκιάς της οποίας αυτός εγνώριζε όλα τα κινήματα, εστοχάστηκε να δειχθεί προσκολλημένος εις τους Μπογιάρδους, ελπίζοντας εις τέτοιον τρόπον να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ώστε να του δώσουν την αρχιστρατηγία του σώματος το οποίον εχρησίμευεν αντισταθεί εναντίον μιας επανάστασης οπού ο ίδιος ετοίμασε, μαζί με τον συνεργαστή του Θεόδωρον Βλαδιμιρέσκον, τον οποίον είχε στείλει στην Κραγιόβα, οπού σ’ ολίγο διάστημα καιρού εδυνήθηκε να σχηματίσει ένα σώμα, από δυο ή τρεις χιλιάδες Πανδούρους, πολεμιστάδες βουνιότες. Επιφορτισμένος να υποδουλώσει τον Βλαδιμιρέσκον έκαμε στήμα δύο ή τρεις λέγες από τους επαναστατημένους και προφασίζοντας ότι ηύρε τον τρόπο να τους εξολοθρέψει, εμεταχειρίσθηκε αρκετά χρήματα, οπού το σώμα των Βογιάρδων τον είχε εφοδιάσει, για να σχηματίσει ένα ταχτικό σώμα στρατιωτών, το οποίον έμελλε να δοθεί στην εξουσία του Υψηλάντη όντας γενικός Αρχιστράτηγος της Ελληνικής Επανάστασης. Ενωμένοι εις συμβούλιο για να σχηματίσουν το στρατιωτικό σχέδιο το οποίον έπρεπε ν' ακολουθήσουν, ο Γιώργης δεν ήτον της γνώμης να βαρέσουν τον εχθρό σ’ ανοιχτό κάμπο, για το αναρίθμητο στράτευμά του εμπρός στ’ αδύνατο εδικό τους, αλλά να το χτυπήσουν Κλέφτικα. Του κακού ο Γιώργης επολεμούσε με αξιέπαινες παρατήρησες και σωστή κρίση να καταπείσει τον Υψηλάντη ο οποίος ήτον ενάντιας γνώμης, ότι αυτός ήτον ο μοναχός και ασφαλέστερος τρόπος για να αφανίσουν τον Τούρκο αν τολμούσε να πάρει τα βουνά της μικρής Βλαχίας και να τον νικήσουν κατά κράτος.
Οι συμβουλές του όμως άφρονα απορρίφθηκαν, και η κακορίζικη έκβαση της μάχης του Δραγασκάν απόδειξε φανερά, πόσον αξιοκατηγόρητος και ολέθριος εστάθηκε ο τρόπος με τον οποίον εδέχθηκαν και εμηδένοσαν τες ύγιες συμβουλές ενού ανθρώπου, ο οποίος έδωσε αρκετά δείγματα ανδρείας και αξίας, στες προλαβούσες μάχες των Σέρβων.
Ο Υψηλάντης με την ορμητική του φυγή προεμήνυε τη διάλυση του στρατεύματός του, μελετώντας, όχι άλλο, παρά να ζητήσει τη βοήθεια της τωόντι ειλικρινέστατης, φιλελεύθερης και φιλελληνικότατης Αυστρίας!!! Ο Γιώργης επάσχισε το κατά δύναμη, για να μεταπείσει τον Υψηλάντη από τέτοιο μελέτημα, αφήνοντάς τον στο μοναστήρι του Κόζια, ολίγες ώρες διάστηκα από τα Αυστριακά μεθόρια, και πιάνοντες αυτός, διάφορες θέσες στο διαμέρισμα του Ρυμνία, με την απόφαση να συνάξει εκείθε τα σκορπισμένα απομεινάρια του στρατεύματος του Υψηλάντη. Αλλά ο χαμός από τα διάφορα Ελληνικά σώματα μετά τη μάχη του Δραγασκάν εστάθηκε τέτοιος, οπού του αφαίρεσε κάθε ελπίδα εξωτερικής βοήθειας, ώστε αναγκάσθηκε να ριχθεί στα βουνά της Μολδαβίας, κυνηγημένος και χτυπώντας ακατάπαυστα τους Τούρκους. Μόλις έφθασε στα βουνά του Τόρνεου, τα οποία υψώνονται στο διαμέρισμα του Φαλάζι, θέση ακαταμάχητη, εμάζωξε εκεί μερικά πολεμοφόδια και εδυναμώθηκε εις τρόπο ν’ αντισταθεί εναντίον μιας πολυκαιρινής πολιορκίας, όταν, η προδοσία εματαίωσε όλα του τα σχέδια.
Ο Επίσκοπος του Ρωμάνου αμαυρώνοντας τ' όνομά του, και τον ιερό του χαρακτήρα, ηθέλησε να τον αφανίσει με την προδοσία! Συσχετισμένος κρυφά με τους τούρκους, επλάνεσε την αγαθή ψυχή του Γιώργη, ειδοποιώντας τον ότι οι τούρκοι εσκόπευαν, να κυριέψουν την ακόλουθη νύχτα το Μοναστήρι του Σέκου, και να μολύνουν τα ιερά σκεύη, οπού αυτός έλεγε πως εκεί μέσα ήταν κλεισμένα. Η προθυμία του Γιώργη για να προφυλάξει από την ιερόσυλη μανία των βαρβάρων τα τίμια λείψανα των πατέρων της Εκκλησίας, τον έσπρωξε αμέσως προς εκείνο το μέρος, μην υποψιάζοντας παντελώς την καταχθόνια προδοσία του Επισκόπου, με τη μοναχή δύναμη, από πεντακόσιες ψυχές οπού του απόμειναν. Αλλά μόλις εμπήκε σ’ ένα στένωμα, οπού τον εύγανε εκείθε, ξάφνου επροσβλήθηκε από ένα τούρκικο σώμα είκοσι φορές μεγαλύτερο και δυνατότερο από το εδικό του. Μετά μίαν ακατάπαυστη, και τρομαχτική μάχη, η οποία εβάσταξε έξι ώρες, ελευθερώθηκε με θαυμάσια δείγματα ανδρείας και γενναιότητος, και εμπήκε στο Σέκο, οπού παρευθύς επολιορκήθηκε από οχτώ χιλιάδες τούρκους, οι οποίοι εμεταχειρίστηκαν χονδρά τόπια για να κατασωριάσουν τα αδύνατα τείχη του μοναστηριού.
Ο Γιώργης αδυνατισμένος από τα λαβώματα, εβάσταξε μόλον τούτο για πέντε ημέρες, τα ακατάπαυστα και μανιομένα κρούσματα του εχθρού έως τη στιγμή οπού αισθάνοντας σβημένες τες δύναμές του επρόσταξε να πατήσουν φωτιά σε κάμποσα βαρέλια μπαρούτι και απετάχθηκε αυτός και όλο το Μοναστήρι στον αέρα.
Τέτοιο εστάθηκε το βαριοριζικό του περίφημου και ανδρειωμένου τούτου Καπετάνου, ο οποίος τέσσαρους μήνες μετά την εντροπιαστική φυγή του Υψηλάντη, ακατάπαυστα και ακούραστα επολέμησε, σκοτώνοντας εις αυτό το μικρό διάστημα καιρού, δώδεκα χιλιάδες τούρκους, κατά την επίσημην έκθεση του Αυστριακού διοικητή των μεθορίων. Το όνομα του Γιώργη θέλει είναι ένα από τα πρώτα γραμμένα στον κατάλογο των Ηρώων, οι οποίοι εθυσιάστηκαν, πολεμώντες για ελευθερία για πατρίδα για πίστη.!

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗ

Ήρθεν η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
Ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός, φαρμακωμένος.
Μαζί ν εσυμβουλεύονταν Γεωργάκης και Φαρμάκης·
«Γεωργάκη, έλα να φύγομε, στη Μοσκοβιά 76 να πάμε».
«Καλά το λες, Φαρμάκη μου, καλά το συντυχαίνεις.
Πλην είν’ ολίγον εντροπή κι ο κόσμος θα γελάσει.
Καλύτερα ας βαστάξομε σ’ τούτο το μοναστήρι·
Ίσως εβγεί κι ο Μόσκοβας, κι έρθει εις βοήθειά μας.»
Και τα λημέρια φώναξαν πέρα ν από του Σέκου·
«Πολλή μαυρίλα έρχεται και τα βουνά μαυρίζουν.
Μήνα βοήθεια έρχεται; μήνα συντρόφοι ν είναι·»
Ούτε βοήθεια έρχεται, ούτε συντρόφοι ν είναι,
Μόνε τουρκιά μάς πλάκωσε, χιλιάδες δεκαπέντε».
Στου Σέκου καθώς έφθασαν και επιάσανε τον τόπο,
Έστησαν τόπια 77 περισσά γύρου στο μοναστήρι.
Πέντε το κρουν από μεριά και πέντε από την πόρτα,
Τ’ άλλα τα μεγαλύτερα το κρουν από τη ράχη·
Ως χίλιοι Τούρκοι ν έπεσαν μέσα στο παλαιοκλήσι.
Χίλι’ άλλοι εσκοτώθηκαν εμπρός από το τείχος.
Τότ' η Τουρκιά εσύρθηκε πίσω στο Κομπουλάκι.
Ένας πασάς αγνάντευε πέρα μεριά του Σέκου.
Ψηλή φωνή εσήκωσεν· «Αμέτη, Μωαμέτη!
Πιάστε τον τόπο δυνατά, ζώστε το μοναστήρι.»
Όση Τουρκιά κι αν ήτανε, όσοι και Γιανιτσάροι,
Τον τόπον όλον έζωσαν και εκλείσανε το Σέκο.
Φαρμάκης επικράθηκε και βαριαναστενάζει·
Τα παλικάρια φώναξε από το Μοναστήρι·
«Πού είστε, παλικάρια μου, κι ανδρείοι μου λεβέντες;
Πιάστε με, πάρτε τα φλωριά και τα χρυσά γελέκια,
Πάρετε και τ' ασήμια μου, να ξελαφρώσω ολίγο,
Και τα σπαθιά σας σύρετε, σπάσετε τα φηκάρια 78,
Γιουρούσι για να κάμομε, να διώξομε τους Τούρκους.»
Ένα πρωτοπαλίκαρο στέκεται και του λέγει·
«Μαύρα μάς είναι τα σπαθιά, πικρά μας τα τουφέκια·
Είν' η Τουρκιά αμέτρητη και τα βουνά μαυρίζει.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τη συντυχιά δεν είπε,
Και ζωντανός επιάστηκεν ο Γιάννης ο Φαρμάκης.
«Δε σ’ το είπα, Γιάννη, μια φορά, δε σ’ το ‘πα τρεις και πέντε,
Μην απομείνεις στη Βλαχιά, στου Σέκου μην καθίσεις;»
«Πού να το ξεύρω ο πικρός, στον νου μου πού να μ’ έρθει,
Ότι Κονσόλοι Χριστιανοί 79 ποτέ θα μας προδώσουν!»
Εσείς πουλιά, όσα ψηλά πετάτε στον αέρα,
Είδηση δώστε στη Φραγκιά, στων Χριστιανών τους τόπους.
Δώστε και στη Φαρμάκαινα μαντάτα του θανάτου.»
39. ΑΛΛΟ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ 

Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα· 80
Στράτευμα φέρνουν περισσό, πεζούρα και καβάλα· 81
Σέρουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι ο Τσαπάνογλους από το Βουκορέστι·
Έχει ν ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους·
Στα δόντια σέρουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ' ο Γιωργάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι;
Γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
Πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
Ότι τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει.»
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Βαριά βαρούσαν τον εχθρό, κάτω στο Κομπουλάκι·
Τούρκων κεφάλια ν έκοψαν κοντά τρεις χιλιάδες.
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
«Γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Αϊ-Λιαν εβγείτε.»
Οι τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότε ο Φαρμάκης ζωντανός φώναξ’ από του Σέκου·
«Πού είσαι, Γιώργη μ' αδελφέ και πρώτε Καπετάνε;
«Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει.
Ρίχνει τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σαν χαλάζι.»
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί και πλέον δεν τον είδαν.
40. ΤΟΥ ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Καλιακούδας ήτον πρωτοπαλίκαρο του περίφημου Ανδρούτσου, και για ν' αποφύγει τους κατατρεγμούς, οι οποίοι εθυσιάσανε και τον αρχηγό του, άδραξε τ’ άρματα, και ερίχτηκε στα βουνά της Αιτωλίας χτυπώντας παλικαρίσια Τούρκους και Αρβανίτες.
Τούτο το τραγούδι έχει τα χαρακτηριστικά όλα απ’ όσα επλάστηκαν στη Μεσημβρινή Ελλάδα.
Οι τρεις ύστεροι στίχοι είναι εικόνα ολοζώντανη της ρομαντικής ζωής των Κλεφτών στα βουνά, μετά τη νικημένη μάχη.
Τραγουδιέται στη Μεσημβρινή Ακαρνανία, αλλά είναι πιθανό ότι αυτό επλάστηκε στον Μοριά, ή σε κανένα σιμοτινό νησί.

TOΥ ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑ

Να ήμουν πουλί να πέταγα να πήγαινα τα ψήλου,
Ν' αγνάντευα προς τη Φραγκιά, την έρημην Ιθάκη,
Να άκουγα τη Λούκαινα, του Λούκα τη γυναίκα.
Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, πώς μαύρα δάκρυα χύνει.
Σαν περδικούλα θλίβεται, ωσάν παπί μαδιέται,
Σαν των κοράκων τα φτερά έχει τη φορεσιά της.
Στα παραθύρια κάθεται, τα πέλαγα αγναντεύει,
Κι όσα καράβια κι αν περνούν, όλα τα ερωτάει.
«Βαρκούλες, καραβάκια μου, χρυσά μου περγαντίνια, 82
Αυτού πού πάτε κι έρχεσθε στον έρημο τον Βάλτο,
Μην είδετε τον άνδρα μου τον Λούκα Καλιακούδα;»
«Εμείς ψες τον αφήσαμε πέρα στο Γαυρολίμι.
Είχαν αρνιά και έψαιναν, κριάρια σουβλισμένα.
Είχαν και πέντε μπέηδες, τες σούβλες να γυρίζουν.»
41. ΘΑΝΑΤΟΣ TOΥ ΚΙΤΖΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Κίτσος ήτον πατέρας του αθάνατου Μάρκου Μπότσαρη. Αυτός γλιτώνοντας για θαύμα, την τρομαχτική σφαγή του Τζαλόγκου, και της Βρεστινίτσας, ήλθε στην Κέρκυρα, και έλαβε στρατιωτικήν υπηρεσία με τους Ρούσους, και έπειτα με τους Γάλλους με βαθμό Συνταγματάρχου. Έζησε φρόνημα, αγαπημένος και τιμημένος από τους νέους συστρατιώτες του έως τα 1813. Εις αυτήν την εποχή ο Αλή Πασάς, ο οποίος έλπιζε και επιθυμούσε να τον χαλάσει, του επρόβαλε να έμβει στη δούλεψή του, με τον βαθμόν του Αρχιστράτηγου των Σουλιώτων· πρόταση την οποία του έκανε με τες πλέον κολακευτικές διαμαρτύρησες με τες λαμπρότερες υπόσχεσες, και εγγύησες. Ο Κίτσος εγνώριζε καλότατα τον Αλή Πασά, για να μην δώσει παντελώς πίστη στες υπόσχεσές του· όμως αυτός εβαρέθηκε και αηδιάστηκε τη μονότονην ησυχία της στρατιωτικής ζωής του στην Κέρκυρα. Η θωριά των βουνών της Ήπειρος, οπού απ’ τ' αγνάντιο ανασηκώνουν τη σεβάσμια μυστηριώδη κεφαλή τους, προς τα οποία αυτός ακατάπαυστα είχε προσηλωμένα τα μάτια, του επλημμύριζαν την ψυχή από λύπη και μελαγχολία, και εδυνάμωναν σφόδρα την επιθυμία της καρδίας του, να γυρίσει πάλι σ’ αυτά τα αγαπημένα και περίφημα βουνά, και αυτού να τελειώσει τη ζωήν του.
ο Κίτσος εσυμβουλεύτηκε τον σκοπό του, μ' ένα του φίλο στρατηγό, ο οποίος τον ετίμαε και αγαπούσε. Ο φίλος του έκαμε τα δυνατά να τον καταπείσει ώστε ν' αλλάξει γνώμη, ενθυμίζοντάς του τες αναρίθμητες απιστίες και προδοσίες του Αλή Πασά. Αλλ’ ο βαριόμοιρος Σουλιώτης καταφρονώντας κινδύνους και φόβους, μισεύει, ακολουθημένος από κάμποσους συντρόφους, και από τον ένδοξον υιόν του Μάρκο.
Μόλις έφθασε στην Άρτα, εξενύχτισε στην οικία ενού παπουτσή, ο οποίος πάραυτα έλαβε το πρόσταγμα από τον αιμοβόρο Πασά, να μην σφαλίσει τη θύρα του και να σιωπήσει. Ο δειλός και τιποτένιος παπουτσής, εφοβήθηκε, και εσιώπησε, πράζοντας όσα του επρόσταξαν. Οι μισθωμένοι ληστάδες του Πασά, ανεμπόδιστοι, και κρυφά, μπαίνουν μέσα, βρίσκουν τον Μπότσαρη στο τραπέζι, του ρίχνουν απάνου, και τον σκοτώνουν χωρίς αντίσταση.
Ο θάνατός του έπλασε διάφορα τραγούδια, καθώς και το ακόλουθο, το οποίον είναι ένα από τα μεγαλύτερα και το οποίο τραγουδιέται από τους Τουρνάβους στη Θεσσαλία, στα προπόδια του βουνού Ολύμπου.

ΘΑΝΑΤΟΣ TOΥ ΚΙΤΖΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Τρία πουλάκια κάθουνταν στης Άρτας το γιοφύρι,
Το ‘να τηράει τα Γιάννινα, τ' άλλο κατά το Σούλι,
Το τρίτον, το καλύτερο, μοιρολογάει και λέγει·
Ο Μπότσαρης εκκίνησε στα Γιάννενα να πάγει,
Για να βουλώσει μπουγιουρδί, στο Βουλγαρέλι να πάγει,
Για να μαζώξει τ' άσπρα του οπού είχε δανεισμένα·
Κι από την Άρτα διάβηκε κονάκι να του κάμουν· 83
Κι ευθύς κονάκι τόκαμαν στου παπουτσή του Ρίζου,
Κι εκεί τραπέζι βάλανε ψωμί για να δειπνήσουν.
Τρία τουφέκια τόριξαν, τα τρί’ αράδα,
Το 'να τον παίρει στο πλευρό, τ' άλλο μέσα στα στήθη,
Το τρίτο το φαρμακερό, τον παίρει μες το στόμα.
Το στόμα του αίμα γιόμωσε και κηλαδεί και λέγει.
«Καθίστε, παλικάρια μου, και συ βρε ψυχογιέ μου,
Τι τούτο δεν είναι για σας· πάρτε μου το κεφάλι,
Να μην το πάρει ν η Τουρκιά, το πάγει στου βεζίρη·
Το ιδούν οχθροί και χαίρουνται, φίλοι και λυπούνται.»
42. Ο ΕΡΩΤΕΜΕΝΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΟΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τ' ακόλουθο τραγούδι δε μας προσφέρνει καμία μερικότητα ως προς τη σύνθεσή του. Είναι όμως αξιοπαρατήρητο εις όσον αποβλέπει την υπόθεση. Τούτο μας δείχνει τον τρόπο, και τα μέτρα, με τα οποία οι Καπετανέοι Κλέφτες ήτον υποχρεωμένοι, και αναγκασμένοι να προφυλαχθούν από τα παλικάρια τους, και τη μεγάλη προσοχή, για να μην τα υποψιάσουν ότι είχαν σχέσες με γυναίκες. Ο Κλέφτης ή Αρματολός ήτον ως προς τη διαγωγή και τα ήθη του ένας καλόγερος στ' άρματα, η ζωή του εζητούσε μεγάλες θυσίες, και απ’ αυτές αναβλάσταινε, η δύναμη και η σοβαρή χαρά οπού τον εύφραινε.
Ο Κλέφτης ήτον στεφανωμένος με τους κινδύνους, και είχε τους συντρόφους του, συγγενάδια. Για τους Κλέφτες ένας ερωτεμένος Καπετάνος δεν ήτον παρά ένας ανάξιος και τιποτένιος αρχηγός. Εις τον φόνο του εδώ, υπάρχει οργή μαζί και φιλαργυρία. Αλλ' αν ήτον κοινός ο κίνδυνος, κοινά ήτον δίκαιο, να είναι και τα λάφυρα του εχθρού, όχι ποτέ να χρησιμέψουν ως στολίδια και πλουτίσματα της αγάπης.

Ο ΕΡΩΤΕΜΕΝΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΟΣ

«Νικόλα, κάτσε φρόνιμα σαν καπετάνος που είσαι·
Μην τα μαλώνεις τα παιδιά, και μην τα παραβρίζεις.
Έβαλαν την κακή βουλή και θε να σε σκοτώσουν.»
«Ποιος τα λογιάζει τα παιδιά και ποιος τα χαμπερίζει; 84
Πότε να έρθ' η άνοιξη, να ‘ρθει το καλοκαίρι,
Να βγω στα Ξερολίβαδα και στα παλιά λημέρια,
Να πάγω και να πανδρευθώ, να πάρω μιαν κοντούλα,
Να την εντύσω στο φλωρί και στο μαργαριτάρι.»
Τα παλικάρια τ' άκουσαν, πολύ τους κακοφάνη·
Τρεις τουφεκιές τον δώσανε, τες τρεις φαρμακωμένες·
«Βαρείτε τον τον κερατά· βαρείτε τον τον πούστη!
Από μας πήρε τα φλωριά, να πανδρευθεί τη ρούσα. 85
Η ρούσα είναι πιστολιά και το σπαθί κοντούλα.
43. ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ 

Τρία πουλάκια κάθονταν κάτω στην Αλαμάνα.
Το 'να τηράει τη Λιβαδιά, και τ' άλλο το Ζητούνι,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει.
Σήκω να φύγεις, Διάκο μου, στη Λειβαδιά να πάμε.
Μας πλάκωσεν Ομέρ πασάς κι Ομέρ μπέης Βριόνης.
Ας έρχεται ο κερατάς και ας έρχεται ο μουρτάτης,
Τώρα να ιδεί τον πόλεμο, τ' αρματολών τουφέκια,
Να ιδεί του Διάκου το σπαθί πώς παίζει με το αίμα
Σαν άρχισαν τον πόλεμο απ' το ταχύ ως το βράδυ,
Αφήκαν τα τουφέκια τους κι εβγάλαν τα σπαθιά τους,
Κι ερίχθηκαν εις την Τουρκιά με όλην την ανδρειά τους.
Μετριόνται οι Τούρκοι τρεις φορές, και λείπουν τρεις χιλιάδες
Μετριόνται κι οι αρματολοί, και λείπουν τρεις λεβέντες.
Κάνε σε γάμο λείπουνε, κάνε σε πανηγύρι;
Ο Διάκος τότε φώναξε, όσο κι αν εδυνήθη.
Πού είσαι Βασίλη μ' αδελφέ, και Γούρα αγαπημένε,
Το αίμα τους να πάρετε απ’ τον Ομέρ Βριόνη.
44. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ομιλήσαμεν για τον Οδυσσέα στη υπόθεση του τραγουδιού του Διάκου. Αυτός ήτον από τη Λιβαδιά, υιός του περίφημου Ανδρούτσου, ή Ανδρίκου, για τον οποίο θέλει ειπούμε και δώσομε παρεμπρός το τραγούδι του τρομερού κι αθανάτου τούτου ήρωα.
Ο Οδυσσέας εστάθηκε κι αυτός ένας από τους ήρωες της Ελληνικής ανεξαρτησίας, και εθυσιάστηκε πολεμώντας τους τυράννους της κοινής μας πατρίδος.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Ποιος θε ν' ακούσει κλάιματα δάκρυα και μοιριολόγια;
Διαβάτ' από τη Λειβαδιά, και σύρτε στη Βελίτσα,
Εκεί ν' ακούστε κλάιματα δάκρυα και μοιριολόγια.
Ν’ ακούστε τη Δυσσέαινα τη μάνα του Δυσσέα,
Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, και σαν τρυγόνι κλαίει!
Σαν περδικούλα θλίβεται, ωσάν παπί μαδιέται,
Σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζει η φορεσιά της!
Δε σ' το είπα 'γώ Δυσσέα μου, δε σ' το είπα 'γώ παιδί μου!
Με τη Βουλή μην πιάνεσαι με τους Καλαμαράδες! 86
Κάμνουν τον Γούρα Κεχαγιά, και τον Νικόλα πρώτο.
45. ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΑΚΗ ΓΡΙΒΑ 

Τι' ν' το κακό που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη,
Στον Βάλτο στο Ξερόμερο στην Κατοχή τη χώρα.
Τον Θοδωράκη κλείσανε πέντ' εξ Βιλαέτια,
Ήτον Μακρύς απ’ τον Ζυγό και Τσόγκας απ’ τον Βάλτο,
Κι ο Δίπλας απ’ τον Πλάτανο με τους Καρατασαίους,
Και πήγαν και τον κλείσανε μέσα στο Μεσολόγγι
Παιδιά μ' να το βαστάξομε το μαύρο Μεσολόγγι.
Όσο να 'ρθούν οι Στρατηγοί και αυτ' οι Καπεταναίοι.
46. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ  

ΥΠΟΘΕΣΗ.
Τούτο το τραγούδι δεν είναι παρά ιστορικό. Η εικόνα του παρασταίνει τον Αλή Πασά, ο οποίος συμβουλεύεται με τους δύο του υιούς, Μουχτάρ και Βελή, τι μέλλει να πράξουν, για ν’ αντιπαραταχθούν του Σουλτάνου, ο οποίος τους ετοίμαζε πόλεμο. Αυτοί αποφασίζουν να συντρέξουν στη βοήθεια των Γραικών, και να στρέξουν εις κάθε τους ζήτημα. Εκείνο το οποίον σχηματίζει περιεργότερο το ακόλουθο τραγούδι, είναι, οπού επλάστηκε από τον Σαλίλ Πασά, υιόν του Αλή, ο οποίος, για τη γλυκάδα του χαρακτήρα του, και για τα καλά του ήθη, ήτον πάντοτε εις λογομαχία τον πατέρα και τους αδελφούς του. Αυτός είχε σπουδάξει αρκετά, και εγνώριζε την παλαιάν Ελληνική. Για τούτο ευρίσκονται στ’ ακόλουθο τραγούδι μερικοί ελληνισμοί, και τουρκισμοί, οι οποίοι παραβιάζουν και φθείρουν, το γλυκό και χαριτωμένο ιδίωμα, της νέας Ελλάδας.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΛΗ ΠΑΣΑ 87

Σουλτάν Μαχμούτης πρόσταξε σεφέρι 88 του Βεζίρη·
Κράζει τους Βεζιράδες του, τους έκαμε χαζίρι, 89
Και τους προστάζει αυστηρά να παν και να τον κλείσουν·
Κι αν δεν του κάμουν τίποτες, πίσω να μη γυρίσουν.
Αλή πασάς σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη·
Συλλογισμένος στέκεται και το κεφάλι πιάνει.
«Μουχτάρ πασά, Βελή πασά», στέλνει και τους φωνάζει,
Μέσα στον Παντοκράτορα κρυφά τους κουβεντιάζει·
«Παιδιά μου, βλέπετε καλά και πάρετε ιπρέτι· 90
Ο Βασιλιάς μ' οργίστηκε, με πήρε σε χαζέπι. 91»
«Μπαμπά μας, χρεία μην έχεις συ· στάσου καλά, στοχάσου,
Το βιο που έχομε πολύ για κάθε σιγουριά σου.»
«Εγώ στο βιο δεν πείθομαι, ουδέ και εις το ασκέρι·
Αλλ’ η ελπίς μου στέκεται εις των Γραικών το χέρι.
Αυτοί ανδρείοι, τολμηροί, πιστοί και ρωμαλέοι,
Και χωριστά ευρίσκονται σε με χοσμηκιαρέοι· 92
Με με πάντα πολέμησαν μ’ ηρωισμό μεγάλο,
Κι ακόμα χάλια πολεμούν εις τ’ Άγραφα στον Βάλτο,
Κι ακόμη δεν εδάμασα μήτε σχεδόν το τρίτο.
Από τον τόπον έχομεν για να μας δώσουν τρίτο.
Πρέπει λοιπόν να δώσομε συγχώρια μεγάλη,
Κι ελευθεριά μαζί μ’ αυτήν ως έκαμαν οι Γάλλοι.
Γιατί το γένος των Γραικών είναι καθώς των Γάλλων.
Κι όποιος θαρρεύει υποταγή, λάθος έχει μεγάλο.
Είδετε το παράδειγμα εκείνων των Σουλιώτων,
Όχι μονάχα των ανδρών, μα και των γυναικών των.
Θάνατον επροτίμησαν αυτοί παρά σκλαβία,
Μ’ όλον οπού τους έταξα άρματα και φλωρία.»
47. Η ΠΟΛΕΜΑΡΧΑ ΚΟΡΗ  

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ολίγοι στίχοι ανοίγουν τον δρόμο στη φαντασία, δεν τη δειλιάζουν με μακρινό βάδισμα. Η Ελληνική ποίηση μόλις προσφέρνει το ωραίο και θαυμαστό, χαριτωμένα πετιέται, και κει οπού άλλοι αρχίζουν, εκείνη τελειώνει.

Η ΠΟΛΕΜΑΡΧΑ ΚΟΡΗ 93

Ποιος είδε ψάρι σε βουνό, κι ελάφι σε λιμάνι,
Ποιος είδε Κόρη ανύπανδρη στα κλέφτικα ντυμένη;
Δώδεκα χρόνους έκαμε ν αρματολός και κλέφτης.
Κανείς δεν την ελόγιαζε, κανένας δεν την είδε.
Μια Κυριακή, μια λαμπριά, μία 'πίσημην ημέρα,
Εβγήκαν τα κλεφτόπουλα να ρίξουν το λιθάρι·
Κι η κόρη από το πήδημα, κι απ’ την πολλή τη ζόση,
Εκόπη το θελίκι της, κι εφάνη το βυζί της,
Κι άλλοι το λέγουν μάλαμα, κι άλλοι το λέν' ασήμι,
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο εκείνο το γνωρίζει·
Παιδιά δεν είναι μάλαμα, παιδιά δεν είναι ασήμι,
Μόν’ είν' της κόρης το βυζί, που λάμπει σαν τ' ασήμι.
48. Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΣΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Η μάνα, περισσότερο για μητρική αγάπη, παρά για φιλοκέρδεια συμβουλεύει το παιδί της να σωφρονιστεί και να καταδαμάσει τη νεανικήν ορμή του, αλλά αυτός της αποκρένεται ωσάν Ήρωας, καλύτερα του πολέμου ο κίνδυνος, παρά τα κακομάζοτα πλουτίσματα.

Η ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΣΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ 94

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις οικοκύρης,
Και ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
Εγώ μάνα δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,
Και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων. 95
Θα πάρω το τουφέκι μου, θα ζώσω το σπαθί μου,
Και ν' 'βγω δίπλα τα βουνά, να πάω να βρω τους κλέφτες,
Τον Τότζκα, και τον Μάνταλο, να βρω και τον Μπαστέκη,
Που πολεμούν με την τουρκιά, και με τους Αρβανίτες.
49. ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΜΗΝΥΜΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.
Λαμπρή η ιδέα, να στέρνει ο κλέφτης με τ' αθώο φτερωτό, τα χαιρετίσματα στους συντρόφους του, στο αίμα του! Στέρνει με το πουλί την είδηση, ότι ο νέος πολεμιστής είναι Ήρωας. Με τούτο προμηνάει τες μέλλουσας νίκες και χαρές.

ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΜΗΝΥΜΑ

Πουλάκι μ' πούθ' έρχεσαι, και πόθεν κατεβαίνεις;»
«Από τα Βάργια έρχομαι, και στ' Άγραφα πηγαίνω.
Πάγω να βρω τον Νικολό, να βρω και τον Σταθάκη,
Να πω τα χαιρετίσματα από τον ανεψιόν του.»
«Πε μας, πε μας, πουλάκι μας, τίποτε μη μας κρύψεις.
Ο Χρήστος τι να γίνηκε, τ' άξιο το παλικάρι;»
Ο Χρήστος πάει και κλείστηκε, ψηλά στο Καρατάσι,
Και πολεμάει με την Τουρκιά, με τους ντερβεναγάδες.
50. ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Δε γνωρίζεται το υποκείμενο του τραγουδιού, ούτε πού επλάστηκε το τραγούδι. Αυτό είναι γεμάτο ψυχή. Πόνος και οργή, πόλεμος και θάνατος, και πάλι πόλεμος. Κλαίει τους αγαπημένους και εκλεκτούς συντρόφους του. Ζητά εκδίκηση, και πρασινόκλαδο κρεβάτι θανάτου, και μνήμα ανδρειωμένου! θαμμένος μέσα στην τρυφερή πρασινάδα, ως να επιθυμούσε να φέρει και στον κάτω κόσμο, την αθάνατην ελπίδα.

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ

Βουνά, πώς δε μαραίνεστε; λημέρια, πώς δεν κλαίτε;
Τον Γιώργο τον εβάρεσαν, ψηλά στο Μακρυκάμπι,
Τρία τουφέκια τόριξαν 'πό μέσα απ’ τη Χωβάδα,
Το ‘να τον πήρε ξώδερμα, και τ' άλλο λιγολάκι,
Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε μες το στόμα.
Το στόμα του αίμα γέμισε, τ' αχείλι του φαρμάκι.
Κι η γλώσσα του αηδονολαλεί, σαν το χελιδονάκι·
«Πού είστε παλικάρια μου, λίγα και διαλεγμένα;
Το αίμα μου να πάρετε απ’ τους ντερβεναγάδες, 96
Κι εδώ να μη μ' αφήσετε στον τούρκικο τον τόπο.
Π’ έρχονται οι Τούρκοι και πατούν επάνω στο κεφάλι.
Μόν’ πάρτε με και σύρτε με σε μία ψηλή ραχούλα,
Κόψτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά προσκεφαλάδα,
Σκάψτε και το κιβούρι μου, ίσια για δύο νομάτους,
Να στέκω ορθός να πολεμώ, κάθοντας να γεμίζω,
Και αφήστε στο κεφάλι μου μικρό παραθυράκι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, να λεν το καλοκαίρι.
51. TOY ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το τραγούδι ίσως είναι αφιερωμένο στον Κατσαντώνη τον περίφημο κλέφτη, λαμπρότατο ως προς τη συνεπτυγμένη σύνθεσή του.

TOY ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Απόψε είδα στον ύπνο μου στον ύπνο που κοιμόμουν,
Θολό ποτάμι απέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ξήγα τ' Αντώνη μ', ξήγα το, το όνειρον οπ' είδα.
«Παιδιά μου μη κοπιάζετε κι εγώ να το ξηγήσω.
Τούρκους θε να σκοτώσομεν, θα πάρομε και πλιάτζκα. 97
52. ΤΩΝ ΚΑΤΣΟΥΔΑΙΩΝ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Η ηθικότητα της σκηνής γένεται πλέον αξιοσημείωτη για το παράπονο με το οποίον το τραγούδι αρχίζει, και το οποίο δεν παρασταίνει με τον σκοτωμένον Κλέφτη, παρ' ένα παλίκαρο, οπού η ορφανή πατρίδα του χάνει.

ΤΩΝ ΚΑΤΣΟΥΔΑΙΩΝ

Κύριε μου, τι να γίνηκαν οι μαύρ' οι Κατσουδαίοι,
Κι ουδέ στην Πάτρα φαίνονται κι ουδέ στον Άγι Σώστη;
Ο Γλώρος ο περήφανος, ο κάλεσιος Κατσούδας,
Που ‘ταν στους κάμπους φλάμπουρα, και στα βουνά μπαϊράκια». 98
Κατσούδας πάει στα Γιάννενα, πάει να προσκυνήσει.
«Πολλά τα έτη, ντουβλετή. 99» — «Καλώς τον τον Κατσούδα,
Κατσούδα, κάτζε καταγής, κάτσε να σε ρωτήσω.
Πολλά σκιαέτια μου ‘ρθανε, ‘π’ όλα τα βιλαέτια,
Απ’ Άγραφα και Πατρινό, κι από το Καρπενήσι.»
«Αλήθεια αφέντη μ', σου ‘ρθανε, και να με συμπαθήσεις·
Χίλια φλωριά καζάντισα 100, τώρα να τα μετρήσω·
Να διώξομε τους Βαλτιανούς και τους Κοντογιανναίους.»
Κι Αλή Πασάς δεν άκουσε, του ‘κοψε το κεφάλι.
53. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΚΛΑΒΕΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Απλούστατο, αλλά από τα πλέον αξιοθώρητα της συλλογής. Τρεις γυναίκες, και ο περήφανος νικητής οπού τες κακοτροπίζει. Η νέα μητέρα με το βρέφος στην αγκάλη, είναι συρμένη στο Χαρέμι του Πασά. Ο Βελής τες χαρίζει τη ζωή, όμως αρπάζει από αυτές και ελευθερία και πατρίδα και πίστη.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΚΛΑΒΕΣ

Τρία πουλάκια κάθονταν στον Τούρναβο στο κάστρο,
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν.
Τι ‘ν' το κακό που πάθαμε αυτό το καλοκαίρι;
Μας χάλασ' ο Βελή Πασάς, μας πήρε τες γυναίκες»
Σ' τον Τούρναβο τες έστειλαν, στον Τούρναβο τες πάνε,
Μπροστά πηγαίν' η Δήμαινα, κι οπίσω η συνυμφάδα,
Kι από κοντά η Κώσταινα με το παιδί στα χέρια,
Σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, κυδώνι μαραμένο.
Βελή Πασάς αγνάντευε από το παραθύρι,
Τσοχαταραίους 101 έκραζε, τσοχαταραίους λέγει.
«Ποιες είν' αυτές οι αρχόντισσες, κι αυτήνες οι κυράδες;»
«Είναι του Δήμου η φαμηλιά, του Κώστα είν' η γυναίκα.»
Για πάρτε αυτή τη Δήμαινα, πάρτε την στο μπουντρούμι,
Και πάρτε και την Κώσταινα, βάλτε τη στο χαρέμι.»
Γονατιστές τον προσκυνούν, και τεμενέ του κάνουν.
Αλήθεια αφέντη μ' φταίξαμεν, και να μας συμπαθήσεις.
Δεν είναι για συμπάθισμα και να σας συμπαθήσω.
...
ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ

Όποιος επιθυμεί να λάβει αρκετές γνώσες, από τες ένδοξες πράξες και θαυμαστά ανδραγαθήματα των Σουλιωτών, ας διαβάσει την λαμπράν ιστορία του φιλέλληνα Ιταλού Τσιαμπολίνη, καθώς και την Ιστορία του Γάλλου Πουκεβίλ, και του σοφού Φωριέλ τα Προλεγόμενα.
54. ΤΗΣ ΤΣΑΒΕΛΛΕΝΑΣ 

Ένα πουλάκι κάθονταν απάνω στο γεφύρι
Μοιριολογούσε κι έλεγε, τ’ Αλή πασά του λέγει·
«Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα να φτιάσεις σαρδιβάνια,
Δεν είν εδώ η Πρέβεζα να φτιάσεις παλαιομέρι·
Μόν’ είν’ το Σούλι ξακουστό, το Σούλι ξακουσμένο,
Που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες και κορίτσια·
Που πολεμά Τσαβέλαινα με το σπαθί στο χέρι,
Με το παιδί στην αγκαλιά, με το τουφέκι στ’ άλλο,
Με τα φυσέκια στην ποδιά, κι εμπρός απ’ όλους πάγει.
55. ΤΟΥ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑ 

Στα μέσα στα Τσερίτσανα, στην άκρ’ από το Σούλι,
Μπουλουκμπασάδες κάθονταν ψηλά στο Παλαιοκλήσι,
Κι εκοίταζαν τον πόλεμο που κάμναν οι Σουλιώτες,
Πώς πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες.
Κι ο Κουτσονίκας φώναξε ν από το μετερίζι·
«Παιδιά, σταθείτε στερεά! σταθείτ’ ανδρειωμένα!
Ότ’ έρχετ’ ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες.»
Και ύστερα εγύριζε τον λόγο προς τους Τούρκους·
Πού πας, Μουγτάρ τ’ Αλή πασά; πού πάγεις, παλαιολιάπη;
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ ο Αϊ-Βασίλης,
Να πάρεις σκλάβους τα παιδιά, να πάρεις τες γυναίκες.
Είναι το Σούλι το κακό, στον κόσμο ξακουσμένο·
Που πολεμά Τσαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι
Βαστά φισέκια 102 στην ποδιά, και το σπαθί στο χέρι,
Και με τουφέκι σισανέ 103 εμπρός απ’ όλους πάγει..
56. ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ ΚΑΙ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΑ 

Τρία πουλάκια κάθονταν στον Αϊ-Λια στη ράχη,
Το ‘να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο το Κακοσούλι,
Το τρίτο, το καλύτερο μοιριολογά και λέγει·
«Αρβανιτιά μαζώχθηχε, πάγει στο Κακοσούλι.
Τρία μπαϊράκια κίνησαν, τα τρί’ αράδ’ αράδα.
Το ‘να ήταν του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Μιτσομπόνου.
Το τρίτο το καλύτερο ήταν του Σελιχτάρη.»
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψεν από ψηλή ραχούλα.
Πού είστε, παιδιά του Μπότσαρη, παιδιά του Κουτσονίκα;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώσει,
Στο Τεπελένι να μας πα, ν’ αλλάξομε την πίστη.»
Ο Κουτσονίκας χούγιαξε ν από τον Αβαρίκο.
«Μην το φοβάσαι, παπαδιά! στον νου σου μην το βάνεις!
Τώρα να ιδείς τον πόλεμο, τα κλέφτικα τουφέκια,
Πώς πολεμούν η κλεφτουριά, κι αυτ’ οι Κακοσουλιώτες!
Τον λόγο δεν απόσωσε, τη συντυχιά δεν είπε,
Να ιδείς τους Τούρκους κι έφευγαν πεζούρα και καβάλα.
Άλλ' έφευγαν, κι άλλ’ έλεγαν· «πασά μ’ ανάθεμα σε!
Μέγα κακό μας ήφερες τούτο το καλοκαίρι·
Εχάλασες τόση Τουρκιά, Σπαήδες 104 κι Αρβανίτες.»
Κι ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί στο χέρι·
«Έλα, πασά! τι κάκιωσες, και φεύγεις με μενζίλι; 105]
Γύρνα εδώ, στον τόπο μας, στην έρημη την Κιάφα.
Εδώ να στήσεις το θρονί, να γένεις και Σουλτάνος.»
57. ΤΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ ΚΑΙ ΤΣΑΒΕΛΛΑ 

Μια παπαδιά εφώναξε ν από τον Αβαρίκο
«Πού είστε, του Λάμπρου τα παιδιά; πού είστε, Μποτσαραίοι;
Πολλή μαυρίλα έρχεται, πεζούρα και καβάλα·
Δεν είναι μια, δεν είναι δυο, δεν είναι τρεις και πέντε,
Είναι χιλιάδες δεκοχτώ, χιλιάδες δεκαεννέα.»
Ας έρχοντ’ οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν·
Ας έρθουν, πόλεμο να ιδούν, και Σουλιωτών τουφέκια·
Να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
Τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως.»
Σαν άρχισεν ο πόλεμος, κι ανάψαν τα τουφέκια,
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τσαβέλλας·
«Ήρθεν η ώρα του σπαθιού, κι ας πάψει το τουφέκι.»
Μπότσαρης αποκρίθηκεν από το μετερίζι·
Δεν είναι, φώναξε βαριά, σπαθιού καιρός ακόμα·
Σταθείτ’ ακόμα στο κουντρί, 106 βαστάτε το λιθάρι·
Ότι οι Τούρκ’ είναι πολλοί, κι ολίγοι οι Σουλιώτες.»
Τότε τα παλικάρια του χουγιάζει ο Τσαβέλλας·
«Ακόμα τους φυλάγομε τους σκύλους Αρβανίτες;»
Κι όλ' έπιασαν και έσπασαν τες θήκες των σπαθιών τους,
Και εμπροστά τους έβαλαν τους Τούρκους σαν κριάρια.
Βελή πασάς τους φώναζε να μη γυρνούν τες πλάτες,
Κι εκείνοι τ’ αποκρίνονταν με δάκρυα στα μάτια·
«Δεν είν’ εδώ το Δέλβινο, δεν είναι το Βιδίνι·
Είναι το Σούλι τ’ ακουστό, στον κόσμον ξακουσμένο.
Είναι του Λάμπρου το σπαθί, το τουρκοματωμένο.
Έκαμε την Αρβανιτιά κι όλη φορεί τα μαύρα,
Και κλαίουν μάνες τα παιδιά, τους άνδρες των γυναίκες.»
58. Η ΑΠΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΔΕΛΒΙΝΟΥ 

Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα·
Ολημερούλα ν έβρεχε, ολονυχτίς χιονίζει.
Κι απ’ το Συστράνι πρόβαινε ένας λιγνός λεβέντης,
Από τα Γιάννινα πικρά, μαύρα μαντάτα φέρει.
«Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τους τα χάνουν.
Ακούστε, Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
Το Δέλβινο το άπιστο πρόδωσε τα παιδιά μας.
Στ’ Αλή πασά τα έφεραν, τα εξ αράδα αράδα.
Αυτός τα τέσσερά ‘σφαξε, των δυο ζωή χαρίζει,
Του Δήμου Δράκου του υιού, και τ’ αδερφού του Φώτου».
Κι εκείνοι καθώς τ’ άκουσαν, βαριά τους κακοφάνη.
«Δέσποτα, τον πρωτοπαπά ν εφώναξαν κι οι δύο,
Ψάλλ' όλων τα μνημόσυνα των εξ παλληκαριών μας.
Τα δυο, καθώς τα τέσσερα, σφαγμένα τα μετρούμε.
Ούτε ο Τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει·
Ούτε Σουλιώτης ζωντανός στα χέρια του λογάται.»
59. ΤΟΥ ΦΩΤΟΥ 

Μην προσκυνάτε, βρε παιδιά, ραγιάδες μη γενείτε,
Είναι ο Φώτος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει.
Πασά έχει Φώτος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι.
Εις τη Φραγκιά τον 'ξόρισαν, και στ’ άλλα τα ρηγάτα.
Ανάθεμά σε, Μπότσαρη, κι εσένα, Κουτσονίκα,
Με τη δουλειά που κάμεταν τούτο το καλοκαίρι,
Βάλεταν τον Βελή πασά μέσα στο Κακοσούλι.
60. ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα από το Σούλι.
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτούνε,
«Πουλάκι, πούθεν έρχεσαι; πουλί μου, πού πηγαίνεις;»
«Από το Σούλι έρχομαι, και στη Φραγκιά παγαίνω.»
«Πουλάκι, πες μας τίποτε, κανέν καλόν μαντάτο;»
«Αχ τι μαντάτα να σας πω; τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι, πήρανε, κι αυτόν τον Αβαρίκο,
Πήραν την Κιάφα την κακήν, επήραν και το Κιούγκι,
Κι έκαψαν τον καλόγερο με τέσσερες νομάτους.»
61. ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ 

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; μήνα κι εις χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ κι εις χαροκόπι.
Η Δέσπω κάμνει πόλεμο με νύμφες και μ’ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«Γεώργαινα, ρίξε τ’ άρματα δεν είν’ εδώ το Σούλι.
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.»
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η Δέσπ’ αφέντες Λιάπηδες 107 δεν έκαμε, δεν κάνει.»
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύμφες κράζει·
«Σκλάβες Τουρκών μη ζήσομε· παιδιά, μαζί μ’ ελάτε!»
Και τα φυσέκια άναψε κι όλοι φωτιά γενήκαν.
62. ΠΟΛΕΜΟΙ TOY ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.
Η εικόνα τούτου του τραγουδιού παρασταίνει την περίφημη πολιορκία του Μεσολογγιού. Στ' αγνάντιο, είναι το μικρό νησί του Ανατολικού εκεί, οπού τριανταπέντε Έλληνες θυσιάστηκαν, αφού έκαμαν θρήνο τρομερό στους εχθρούς.
Ο χρυσός αετός ερωτά τον Δεσπότη, το τι να γίνηκεν ο χαμένος Καπετάνος, αυτόν τον Δεσπότη, οπού στες ύστερες στιγμές της αφανισμένης χώρας, επάτησε φωτιά στη χωσμένη μπαρούτη, και πετάχθηκε στον αγέρα αυτός, οι λαβωμένοι, και οι ανίκανοι να ζώσουν τ’ άρματα, μαζί με τους Τούρκους. Ολίγα από τα νεοπλασμένα τραγούδια επροφύλαξαν καθώς τούτο, τη δύναμη και την απλότητα από τα παλαιά Κλέφτικα. Αποκρένονται στον αετό: άσπρα κορμιά θα ιδείς ξαπλωμένα και ξεμορφωμένα από την άγρια μάχη: διάλεξε ανάμεσα απ’ αυτούς τον χαμένο Καπετάνο.
Εις όλους όμοια, ανδρεία και θάνατος.

ΠΟΛΕΜΟΙ TOY ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Χρυσός αετός τριγύριζε όξ' απ’ το Μεσολόγγι.
Ρωτά στην τάπια 108 του Μακρή, στην τάπια του Δεσπότη.
Μην είδατε τον Λιάκατα, τον καπετάν Γρηγόρη;
Σύρε πουλί μ' στ' Αντολικό, και κοίταξε τριγύρω.
Κι αγνάντεψε και τον Ντουλμά κι αντίκρυ από τον Πόρο,
Και κει θα δεις άσπρα κορμιά που κείτονται στον άμμο.
Κι αν ημπορέσεις διάλεξε, τον Καπετάν Γρηγόρη.
63. ΑΛΩΣΙΣ TOΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Εις τούτο, πλέον ζωντανή η πολιτική ζωή από την ποιητική. Νέα πλάσις η οποία δε συμμετέχει ούτε από το κρουστό και ελεύθερο αγέρι του βουνού, ούτε από τη μαλακότητα των νησιών. Όμως ο στερνός ημίστιχος είναι λαμπρότατος για τον δυνατότατο ευφημισμό του.

ΑΛΩΣΙΣ TOΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
Διαβάτ' από το Κάραλο, κι από το Μισολόγγι,
Κι εκεί ν' ακούστε κλάιματα, ανδρίκια μοιρολόγια,
Πώς κλαιν μανάδες για παιδιά, και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για τον σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
Μόν’ κλαίνε για τον σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε.
64. ΤΟΥ ΚΟΤΣΚΑ 

Ήταν Σαββάτο από βραδίς, ανήμερα Λαζάρου,
Τρανό τελάλη 109  βάρησαν μέσα στο Μισολόγγι.
Στες Εκκλησιές μαζώχθηκαν όλοι μικροί, μεγάλοι,
Κι ένας τον άλλον έλεγε κι ένας τον άλλο λέγει·
«Αδέρφια, πώς θα κάμομε στο χάλι που μας ηύρε;
Είκοσι μέρες πέρασαν που ο ζαϊρές 110 μας σώθη,
Και τα σκυλιά τα φάγαμε και γάτες και ποντίκια.
Το Βασιλάδι έπεσε, τ' Αντολικό εχάθη,
Και τα καράβια ήλθανε, και πάλαι πίσω πάνε·
Θανάσης Κότσκας φώναξε, Θανάσης Κότσκας λέγει,
Αδέρφια, πολεμήσομε ν ωσάν λεοντάρια,
Γιουρούσι θε να κάμομε, να βγούμεν όλοι όξω·
Μπροστά θα βγούνε οι γεροί, στη μέση ν οι γυναίκες.
Το τσάκισμα εγίνηκε απ’ του Μακρή την τάπια.
Και το γεφύρι χάλασε και τα παιδιά τα ‘πνίξαν
Αρρώστοι μέσα μείνανε μαζί με τον Δεσπότη.
Φωτιά στο σπίτι βάλανε κανένας δε σκλαβώθη.
65. ΤΗΣ ΛΟΥΚΕΝΑΣ 

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
Ν' αγνάντευα και τη Φραγκιά, και το 'ρημο το Θιάκι,
Να κούρμενα τη Λούκαινα τη δόλια…
Πώς κλαίγει πώς μοιριολογά, πώς χύνει μαύρα δάκρυα,
Σαν περδικούλα θλίβεται, σαν το παπί μαδιέται,
Σαν του κοράκου τα φτερά, μαυρίζει η φορεσιά της.
Δε σ’ το 'πα, Λούκα, μία φορά, δε σ’ το 'πα τρεις και πέντε
Στη Γαβρολίμνη μην κλειστείς, και πόλεμο μην κάμεις,
Ότι έμαθεν ο Αλή Πασάς, στέλνει τον Μιτζομπόνο.
Ο Μιτζομπόνος κίνησε με χίλιους πεντακόσους,
Στο Μισολόγγι πέρασε, στη Γαβρολίμνη επήγε.
Κι επιάστηκεν ο πόλεμος απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Εξήντα Τούρκους σκότωσαν όλο τζοχαταρέους,
Κι ένα ριντζέλι 111 του πασά, και του πασά κολόσιες.
66. ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Ομέρ Πασάς προστάζει τον Μάρκο να παραδώσει τα κλειδιά, τάζοντάς του τιμές και αξίες από την Πόρτα. Ο Μπότσαρης τον αποκρένεται με οργή, και καταφρόνεση!

ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Να ‘μουν πουλί να πέταγα να πήγαινα του ψήλου.
Ν αγνάντευα ν από μακριά το δόλιο Μισολόγγι,
σαν πολεμούν οι Έλληνες με Τούρκους, με Πασάδες!
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή κι οι μπόμπες σαν χαλάζι,
Κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.
Ομέρ πασάς εφώναξε τον Μάρκο και του λέγει·
Μάρκο, να φέρεις τα κλειδιά, και τ' άρματά σας όλα.
Κι έλα μ' εμέ στη Ρούμελη να γένεις καπετάνος,
Στην Πόλη γράφω πάραυτα φερμάνι 112 να σου φέρουν.
Κι ο Μάρκος τ' αποκρίθηκε, Ομέρ πασά, τι λέγεις;
Δεν είναι εδώ τα Γιάννενα, δεν είναι εδώ η Άρτα.

67. ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ 

Τ' ακούγει και η μαύρη γη, τρεις χρόνους δε χορτιάζει
Τ’ ακούσανε και τα βουνά, κι εκείνα εραϊστήκαν.
Τ' ακούγει και ο ουρανός, τρεις χρόνους δε σταλάζει,
Ο Μάρκος εσκοτώθηκε κι εσκότωσαν και χίλιους.
ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΣΚΛΑΒΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Αναφέρνομε ως διασάφηση στη συμφορά των Παργινών, τα λόγια του φιλέλληνα Γάλλου Πουκεβέλ.
Ce fut à la lueur du bûcher funéraire, qui finissait de dévorer les restes de leurs ancêtres, que les Parguinotes mirent à la voile pour s'éloigner du cap Chimaerium, et que les Turcs occupèrent leur ville abandonnée, au mois de mai 1819, époque destinée à tenir rang dans l'histoire. C'est à cet événement qu'on pourra fixer désormais l'asservissement complet des Grecs. Le ministère anglais, qui proclama l'extinction de la traite des nègres, inventée par le pieux Lascasas, afin d'arracher les Indiens aux travaux des mines, et les enfants du Niger à la mort; qui poursuit l'exécution de cette entreprise dans ses traités, comme le peuple roi stipulait, dans les siens, l'abolition des sacrifices humains, a marqué de son sceau particulier l'ère de ses conceptions philantropiques, en sanctionnant le malheur de quatre mille individus paisibles et industrieux. Il a livré aux Ismaëlites la dernière terre indépendante occupée dans la Grèce par les descendants de ceux qui l'illustrèrent. Des chrétiens sont immolés aux infidèles par les mêmes chrétiens qui ont brisé les fers des esclaves d’Alger. L'église fait place à la mosquée; le pavillon anglais cède aux couleurs du calife, et la croix s'abaisse devant l'astre - pålissant du croissant. Le ministère britannique, à l'apogée de sa puissance, a consenti une cession qu'un général et un conşul de France, l'un au comble des embarras, et l'autre placé sous le couteau, repoussèrent avec indignation. Généreux Anglais, écrivains de tous le pays, accusez les auteurs d'une action qui flétrit les nom européen aux yeux des mahomélans, étonnés d'un succès qu'on n'aurait jamais obtenu d'eux, contre d'autres mahométans / Demandez qu'une prompte justice venge l'innocence, la morale et la religion outragées. Enfin si ces nobles efforts étaient inuti les, que la cause des vieux chrétiens de la Grèce, quoique perdue devant le tribunal de la politique, soit du moins sanctifiée par la protestation unanime de tous les amis de l'humanité; et qu'en parlant des Parguinotes, on dise à l'avenir:
... Extrema per illos
Relligio excedens Epiro vestigia fecit.
Campés sous les oliviers de Corfou, où ils ont été visités par un enfant des Grecs, ministre d'un grand roi, les Parguinotes, comme les enfants d'Israel, assis autrefois sur les rives des fleuves de Babylone, pleins des souvenirs et des regrets qui remplissent leurs pensées, redisent leur malheurs à l'étranger qui les interroge.
Voyäge dans la Grèce. Par. F. C. H. L. Pouqueville. Ancien Consul-général de France près d'Ali, pacha de lapina. Tome Troisième Pag. 418.
68. ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τρία φτερωτά παρασταίνονται στην αρχή της εικόνας. Το ένα τηράει την πατρικήν εκκλησία, τ' άλλο την ξενιτιά, το τρίτο κατάμαυρο ωσάν την εξορία, μοιριολογάει, και διηγέται τον όλεθρο και χαλασμό, εναντίον του οποίου μάταια εστάθηκε η ανδρεία· διηγέται τον ηρωισμόν των ανδρών και γυναικών· εις τας γυναίκας συσταίνει τ' ανήλικα, στον πολεμιστή τες σεβάσμιες εικόνες των αγίων. Πρώτα τα ιερά κονίσματα, και έπειτα να σωθούν τα κόκκαλα των πατέρων.

ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

Τρία πουλιά οχ την Πρέβεζα διαβήκαν εις την Πάργα,
Το να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον Αι-Γιαννάκη·
Το τρίτο το κατάμαυρο, μοιριολογάει και λέγει.
Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε, με τα πολλά τ' ασκέρια,
Έφευγαν Τούρκοι σαν λαγοί το Παργινό τουφέκι.
Οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ‘ρθουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σαν θεριά, γυναίκες ανδρειωμένες,
Π' έτρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι·
Τ' άσπρα πουλήσαν τον Χριστό, τ' άσπρα πουλούν κι εσένα.
...
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, Παπάδες, τους Αγίους.
Άστε λεβέντες τ' άρματα, αφήστε το τουφέκι,
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
Και τ' ανδρειωμένα κόκκαλα, ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους, δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
69. ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΓΙΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ  

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το θέμα του τραγουδιού θλιβερότατο. Το αίσθημα οπού κλει μέσα του δεν έχει ανάγκη ούτε από εκφωνήματα ούτε από προσωποποίησες. Εις τούτο το οποίον ίσως είναι γέννημα της τέχνης, απαντάμε τρόπους και έκφρασες οι οποίες δεν υπάρχουν στα κλέφτικα βουνήσια. Έχουν ένα τι ρητορικό τα παράπονα και οι θρήνοι, οπού κάνουν να βογκούν τα δάση, να ραγίζουν τα βουνά, και οι γυναίκες οπού δέρνουν τ' άσπρα τους στήθη. Όμως πλέον ζωντανές και φυσικότερες οι ομορφάδες της εικόνας η οποία παρασταίνει τους απαρηγόρητους γέροντες οπού μοιριολογούν, τους παπάδες που γδύνουν τες Εκκλησίες, ο καπνός οπού ανυψώνεται από τα καμένα κόκκαλα των Ηρώων, και το φίλημα, το ύστερο φίλημα, οπού χαρίζουν οι Παργινοί στην αγαπημένη τους πατρίδα, στο χώμα τους!

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΑΡΓΙΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ

Μαύρο πουλάκι που έρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη,
Πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
Από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος μην την καίγει;
Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίγει.
Οι Εγγλέζοι την επούλησαν, εις τα σκυλιά στους Τούρκους.
Κι όλοι θα παν στην ξενιτιά, οι Παργιανοί οι καημένοι,
Θ’ αφήσουν την πατρίδα τους, τον τάφο του γονιού τους,
Θ’ αφήσουν το προσκύνημα, Τούρκοι να το πατήσουν.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ' άσπρα τους στήθη,
Μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιριολόγια,
Παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες Εκκλησίες.
Ξανοίγεις κείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγαίνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα ανδρειωμένων,
Που την Τουρκιάν ετρόμαξαν, και τον Βεζίρη εκάψαν.
Εκεί 'ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί τα καίγει,
Να μην τα βρούνε Λιάπηδες, Τούρκοι μαγαρισμένοι.
Ακούς τον θρήνο τον πολύ οπού βογκούν τα δάση;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
Φιλούν τες πέτρες και τη γη, και τρώγουνε το χώμα.
70 - 71. ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΜΑΝΤΑΤΟ ΚΑΙ Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΟΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Μην έχοντας να ειπούμε παρά ολίγα για τ' ακόλουθα δύο τραγούδια, τα ενώνομε εις μίαν υπόθεση.
Ο λυρικός τρόπος της σύνθεσης του πρώτου, και το τρυφερό αίσθημα το οποίο σώζεται μέσα στην εικόνα του, μας κάνει να μην το κρίνομε πλάσμα βουνίσιο, ούτε πλασμένο για βουνιότες, όμως το προσφέρομε στη Συλλογή, ως ένα παράδειγμα περισσότερο της διαφοράς του ύφους και είδους το οποίο υπάρχει στα Κλέφτικα βουνήσια. Η υπόθεσή του όμως μας κάνει να το στοχαστούμε πλάσμα της Λειβαδιάς, και τωόντι εκεί υπαγορεύθηκε.
Όσον αποβλέπει το δεύτερο, τόσον εις το ύφος, καθώς και στο είδος, είναι όμοιο του πρώτου. Η υπόθεσή του και η εικόνα του παρασταίνει διάφορα παλικάρια τα οποία παραπονιόνται, για τους σκληρούς και απάνθρωπους τρόπους με τους οποίους τους εμεταχειριζόντανε ο καπετάνος τους, και ήθελε είναι δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς τον αρχέτυπο τρόπο, και την ενεργητικήν απλότητα, η οποία υπάρχει μέσα σ’ αυτό το παράπονο.
Ο δεύτερος ημίστιχος του εννάτου στίχου, είναι ιδέα και έκφρασις γεμάτη από ποιητική δύναμη, και λαμπρότητα.

ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΜΑΝΤΑΤΟ

«Κοιμάτ' η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη,
Μες στα χρυσά παπλώματα, μες στους χρυσούς σελτέδες. 113
Να την ξυπνήσω σκιάζομαι, να της το ειπώ φοβούμαι.
Να μάσω μοσκοκάρυδα, να την πετροβολήσω.
Ίσως την πάρ' η μυρωδιά, ίσως την εξυπνήσει.»
Κι από τον μόσκο τον πολύ κι απ’ τα πολλά καρύδια
Σηκώθ' η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει.»
«Τίνα μαντάτα μου ‘φερες από τους Καπετάνους;»
«Πικρά μαντάτα σου ‘φερα από τους Καπετάνους.
Τον Νικολάκην έπιασαν, τον Κωσταντήν βαρέσαν.»
«Πού είσαι μανούλα; πρόφθασε, πιάσε μου το κεφάλι,
Και δέσ’ μου το σφιχτά, σφιχτά, για να μοιριολογήσω.
Και ποιον να κλάψω από τους δυο; ποιον να μοιριολογήσω;
Να κλάψω για τον Κωσταντή, τον δόλιον Νικολάκη.
Ήταν μπαϊράκια στα βουνά και φλάμπουρα στους κάμπους.

Ο ΑΠΙΣΤΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΟΣ

Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τα σκοτώνουν
Χωρίς κανένα φταίξιμο, να φταίξουν τα καημένα!.
Ο Καπετάνος το σκυλί, η γη να μην το φάγει!
Παίρνει τα κεφαλάκια τους και ρίχνει τα κορμιά τους.
Στο σταυροδρόμι τα πετούν, κορμιά χωρίς κεφάλι·
Κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν, κάθονται κι ρωτούνε·
Παιδιά πού ‘ν' τα γελέκια σας; πού είναι τ' άρματά σας;
Δε λες πού ‘ν' τα κεφάλια μας; μόν’ λες πού’ ν' τ' άρματά μας;
Συντρόφοι πήραν τ' άρματα, και τα ‘καμαν χαράτσι·
Κι ο Καπετάνος το σκυλί, η γη να μην το φάγει!
Μας πήρε τα κεφάλια μας κι έριξε τα κορμιά μας.
72. TOΥ ΤΣΟΥΛΚΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τα φτερωτά στέκουν και θωρούν από τα ύψη, τ' ανδραγαθήματα, τες ευτυχίες, και θλίψες του ανθρώπου, το καλύτερο τες τραγουδεί κλαίοντας. Το τραγούδι για τους εκλεκτούς είναι κλάμα. Στην ηδονή των καλών, πνέει πάντοτε η μελαγχολία και ο πόνος. Της σκλαβωμένης Ελλάδας οι γλυκάδες και οι ομορφιές της φύσης, ήτον για την ψυχή παράπονα. Τα σπλαγχνικά πουλάκια θωρούνε απ’ αυτό το ψήλωμα τον μανιωμένον πόλεμο, τόσον φλογερός οπού δέονται τ' αγέρι να πάει να δροσίσει τους κοπιασμένους πολεμιστάδες. Ψυχές αναθρεμμένες στα βουνά, στους κινδύνους, στες έλλειψες και κακοπάθειες, πολεμούν και νικούν, υστερημένοι απ’ όλα τ' αναγκαία μέσα.

TOΥ ΤΣΟΥΛΚΑ

Τρία πουλάκια κάθονταν στον Έπαχτο στη ράχη,
Το να τηράει τη Βόνιτσα, τ' άλλο τηράει τον κάμπο.
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
Φύσα, μαΐστρο 114 δροσερέ, πονέντε 115 χιονισμένε,
Για να δροσίσεις τα παιδιά του Τσούλκα του καημένου,
Που πολεμά κατάκαμπα με δώδεκα χιλιάδες.
Τρεις ημερούλες πολεμά, ημέρες και τρεις νύχτες,
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς καμιά βοήθεια.
Κι έλυσε τ’ ασημόκομπα, βόλια του τουφεκιού του,
Και το σπαθί του τράβηξε, κι εμπήκε μες τ' ασκέρι.
Και ο Θεός τον φύλαξε απ’ των Τουρκών το χέρι.
Βάνει φωτιά εις τα χωριά τους Τούρκους τους σκοτώνει,
Και στα λαγκάδια τα στενά εκεί βαθιά τους χώνει.
73. Ο ΚΙΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Ήρωας τούτου του συμβάντος, μένει όλως διόλου άγνωστος. Οι στίχοι όμως του τραγουδιού, είναι γεμάτοι από Ελληνική χάρη και δύναμη.

Ο ΚΙΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι.
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
«Ποτάμι ν ολιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω,
Για ν' απεράσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια.
Οπ' έχουν κλέφτες σύνοδον, οπ' έχουν τα λημέρια».
Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν,
Χίλιοι τον πάγουν απ’ εμπρός, και δυο χιλιάδες πίσω,
Κι ολοξοπίσω πήγαινεν, η μαύρη του μανούλα.
Μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογά και λέγει.
«Κίτσο μου, πού είναι τα άρματα, τα έρημα τσαπράζια;»
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
Δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
Μόν’ κλαις τα ‘ρημα τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια.»

ΑΛΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Ή ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ

Άλλο τραγούδι της ίδιας υπόθεσης, κι εις το ίδιο υποκείμενο αφιερωμένο, τελειώνει με τους ακόλουθους πέντε στίχους.

Τον λόγο δεν απόσωσε, κι η μάνα τον σιμώνει,
Μ ένα μαχαίρι κοφτερό του κόφτει τα σχοινιά του,
Αρπάζει ο Κίτσος το σπαθί σιμά του απ’ έναν Τούρκο,
Αγριοφωνάζει σαν θεριό, κι οι Τούρκοι διασκορπούνται,
Κι ο Κίτσος τρέχει στα βουνά, φεύγει στα κορφοβούνια.
74. ΦΟΒΕΡΙΣΜΟΙ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τραγούδι αλληγορικό. Οι Κλέφτες χτυπημένοι από τους Τούρκους! Παιδεύει τραγουδώντας τες άφρονες παλικαριές, τες οποίες το τούρκικο σπαθί επαίδεψε. Πόση ποίησις υπάρχει μέσα στ' απλό τούτο σύνθεμα, το οποίο ενώνει την καταφρόνηση με το παράπονο, οπού ακούεται ο ηθικός σκοπός του μύθου, φυσικός για το Ελληνικό πνεύμα! Ο Όλυμπος, τα έλατα, τα νησιά, το πέλαγο, η νύχτα, η αυγή, λαμπρότατες, και πλούσιες, ποιητικές εικόνες! Ήθελε πολύ σοφολογίσομε, αν ελέγαμε, ότι τα διαφορετικά χρώματα, οπού έχουν τα δάκρυα του γεράλαφου, εννοούν, τον χαμό της ζωής, των κάμπων, του Ουρανού!

ΦΟΒΕΡΙΣΜΟΙ

Πέρα κει στον Όλυμπο, κει στα κοντοέλατα,
Κάθονταν γεράλαφος, κι ούλο κλαιν τα μάτια του,
Χύνουν δάκρυα κόκκινα, κόκκινα και πράσινα,
Κι ούλο καταγάλαζα.
Ζάρκαδος επέρναγε, στέκει και τον ρώταγε·
«Τ' έχεις, βρε γεράλαφε, κι ούλο κλαιν τα μάτια σου,
Χύνουν δάκρυα κόκκινα, κόκκινα και πράσινα
Κι ούλο καταγάλαζα;»
«Ήρθαν Τούρκοι στο χωριό, έχουν και λαγωνικά,
Εβδομήντα δυο σκυλιά,
«Το' τα παίρνω στο κοντό και τα ρίχνω στα νησιά,
Στα νησιά, στα πέλαγα.»
Ίσα με το δειλινό πιάσανε τον ζάρκαδο,
Κι ίσα με το θάμπωμα πιάσαν τον γεράλαφο.
75. ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΜΑΥΡΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Αγκαλά και τούτο είναι σχεδόν παράδειγμα μοναδικό, επειδή γνωρίζομε με πόσην αυστηρότητα εζούσαν οι Κλέφτες, όμως δεν είναι παράδοξο, ούτε αξιοκατηγόρητος ο καημένος τούτος Κλέφτης, αν μετά τη χλαλοή της μάχης, ερωτεύεται από δυο μάτια Ελληνικά! Λαμπρό το τραγούδι, η σύνθεση του οποίου βασίζεται και ανυψώνεται σε δυο μαύρα μάτια, το πνευματικότερο μέρος της υλικής ποθούμενης ωραιότητος.
Τούτο τραγουδιέται στον χορό.

ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΜΑΥΡΑ

Στου παπά τα παρεθύρια,
χάνομαι, χάνομαι,
με τα μαύρα μάτια π' είδα!
Να 'μουν κλέφτης, να τα 'κλεφτα,
χάνομαι, χάνομαι,
κι άξιος να τα γελάσω!
Να τα βγάλω στο παζάρι,
χάνομαι, χάνομαι,
τάχατες να τα πουλήσω!
Να τα ιδούν τα παλικάρια,
χάνομαι, χάνομαι,
και τον νου τους να το χάσουν!
Να με δώσουν τα φλωριά τους,
χάνομαι, χάνομαι,
να τα πάρομε, να πάμε!
76. Η ΣΥΦΟΡΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Αγνώριστη εις ποίον έτυχε. Αλλά, ως φαίνεται από τον ολοζώντανο διάλογο των δυο αετών, κλαίγεται ο χαμός ενός πολεμιστή, χαμένος στη μάχη. Λαμπρός ο στίχος. «Που ήταν στο σπίτι φλάμπουρο στην εκκλησιά φανάρι.» μαζί με την αγάπη της οικογένειας ενώνεται και εκείνη της θρησκείας! Ο ποιητής με τη λέξη φανάρι δεν εννοεί το γνωστό σ’ εμάς φανάρι ή λαμπάδα ή λύχνος, αλλά το στόλισμα, τη λαμπρότητα! Ο ύστερος στίχος έχει όση χάρη και δύναμη ημπορεί κάνεις να επιθυμήσει.

Η ΣΥΦΟΡΑ

Αετός ξεβγαίνει από τη γη, καϊμένα είν' τα φτερά του,
Κι άλλος αετός τον ερωτά, κι άλλος αετός του λέγει·
Για πε μας, πε μας, σταυραετέ, τι κάνουν οι δικοί μας;
Είδες εμέ τον σταυραετό, πώς είναι τα φτερά μου;
Έτσ' είν' της μάνας τα παιδιά, των αδερφών τ' αδέρφια,
Έτσ είν' των κακορίζικων τα πρώτα τους αϊτέρια,
Τα πρώτα τους, και τα καλά, τα πολυαγαπημένα·
Για κάτσετε, σιγήσετε, να ιδούμε ποιος μας λείπει.
Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι ο πρωτονοικοκύρης!
Που ήτον στο σπίτι φλάμπουρο, στην εκκλησιά φανάρι,
Το φλάμπουρο τσακίστηκε, και το φανάρι εσβήστη!
Κρίμα σ' εκείνον που έπεσε, κι αλιά 116 σ’ εκειόν 'π' εστάθη.
77. Ο ΦΥΛΑΚΩΜΕΝΟΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τραγούδι, το οποίο αισθάνεται τον ήλιο και τ' αγέρι του βουνού! Κρένουν του φυλακισμένου Κλέφτη από τον Αλή Πασά, φίλοι και ξένοι, Γραικοί, και Τούρκοι, και του αναθυμίζουν τ' απερασμένα του ανδραγαθήματα, τη χαμένην ελευθερία. Όλοι τον επιθυμούν αρματολό, παρά Κλέφτη, για να ζήσουν ασφαλέστεροι, και να τιμηθούν από τ' άρματά του. Ο ζήλος, με τον οποίο του αναθυμάνε τες συμβουλές, οπού του έδιναν για να σωφρονιστεί, είναι αρκετά πειρακτικός! Αλλ’ αυτός με γενναίαν οργή τους αποκρένεται· «Γιατί με συγκλαίετε; Θέλει φθάσει και για με η ώρα να σηκωθώ, ν' αδράξω το τουφέκι, να ζώσω το σπαθί μου, να πάρω δίπλα τα βουνά» ... Αυτός περιφέρνεται με την ενθουσιασμένη φαντασία του στες στέρεες ελπίδες της ελευθερίας. Εις τον βραχύ διάλογό του, τ' απερασμένο, το παρόν, και το μέλλον, ως αχτίνα ήλιου, εις μια σταλαματιά νερού συγκεντρώνεται.

Ο ΦΥΛΑΚΩΜΕΝΟΣ

Σήμερα, Δήμο μ’, Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι.
Τα παλικάρια χαίρονται, και ρίχνουν στο σημάδι.
Και συ, Δήμο μ', στα Γιάννενα στην πόρτα του Βεζίρη,
Στον άλυσο, στο κούτζουρο, στο έρημο τρουμπούκι. 117
Κι όλος ο κόσμους το 'λεγαν, και Τούρκοι και Ρωμαίοι·
Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, να ‘χεις τ' αρματολίκι.
Και τι κακό σας έκαμα, και κλαίγετε από μένα;
Να δώκει ο Θεός κι η Παναγιά, κι αφέντης Άγι Γιώργης,
Να γιάνει το χεράκι μου, να ζώσω το σπαθί μου,
Πότε να ‘ρθει ν η άνοιξη, να ‘ρθει το καλοκαίρι,
Που να φουντώσουν τα κλαδιά, να κλειουν τα μονοπάτια,
Να πάρω το τουφέκι μου, να ζώσω το σπαθί μου,
Να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
Να ψένω στείρα πρόβατα, κι όλο παχιά κριάρια,
Να κάμω μάνες δίχως γιους, νυφάδες δίχως άντρες.
78. Ο ΒΕΒΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Στρατιώτης, ο οποίος, ή λαβωμένος, ή έξαφνος θάνατος τον πλακώνει στα πλησιότοπα του Βαρδαριού. Τραγούδι, το οποίο κλει μέσα στον απλούστατο και λακωνικό του σύνθεμα, αίσθημα όχι ολίγο, και αρκετήν περιέργεια.

Ο ΒΕΒΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΤΟΥ

Στο Βαρδάρι, στο Βαρδάρι,
Και στου Βαρδαριού τον κάμπο,
Βέβρος ήτον ξαπλωμένος,
Και ο μαύρος του τον λέγει·
«Σήκω, αφέντη μου, να πάμε,
Ότι πάγ' η συντροφιά μας.»
«Δεν μπορώ, μαύρε, να πάγω,
Ότι θέλω ν' απεθάνω.
Σύρε, σκάψε με τα νύχια,
Με τ' αργυροπέταλά σου,
Κι έπαρέ με με τα δόντια,
Ρίξε με μέσα στο χώμα.
Έπαρε και τ' άρματά μου,
Να τα πάγεις των δικών μου.
Έπαρε και το μαντίλι,
Να το πάγεις της καλής μου,
Να με κλαίγει, όταν το βλέπει.»


ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Κοντογιάννης, ένας από τους περίφημους Κλέφτες, είχε το στήμα του, ως αρματολός στην Νέα Πάτρα, και ως κλέφτης, στ' ανατολικά βουνά της Θεσσαλίας. Αυτός έλαβε μέρος στην επανάσταση του Μοριά το 1770. Το αξιοπεριεργότερο απ’ όσα αποβλέπουν τη γενεά του Κοντογιάννη είναι, οπού αυτή είχε το προνόμιο, τόσον στον καιρόν του πολέμου, καθώς και της ειρήνης, να ζει ανεξάρτητη από τους Τούρκους. Αυτή ήτον μία από εκείνες τες οικογένειες, οπού ο τίτλος του Αρματολού, ή αρχικλέφτη το επαραδέχετο, ως κληρονομίκι από πατέρα εις υιόν, με την απολαβή ενού σπαθιού, το οποίο ήτον και το όπλο και το παράσημο κατ’ εξοχή της γενεάς, κι εσχημάτιζε το ευγενικότερο απόκτημα της πατρικής κληρονομίας. Οι δύο Κοντογιαννέοι, παλικαράδες και οι δύο, οι οποίοι επολέμησαν για την ανεξαρτησία της Ελλάδος, ήτον της ίδιας οικογένειας με τούτους.
Το πρώτο τραγούδι, ή καλύτερα τετράστιχος επιγραφή, είναι, αγκαλά μικρό, ως προς την ύλη, τέλειο όμως, ως προς την εικόνα, και αυτή είναι η επιγραφή του άνω ειρημένου σπαθιού των Κοντογιαννέων.
Οι τέσσαροι στίχοι οπού ακολουθούνε είναι ο πρόλογος ενός τραγουδιού, του οποίου δε σώζεται η εξακολούθηση, και η υπόθεσή του πρέπει να είναι ο έπαινος κάποιας νίκης των Κοντογιαννέων.
79. ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΚΟΝΤΟΠΑΝΝΗ. 

Όποιος τυράννους δεν ψηφεί,
Κι ελεύθερος στον κόσμο ζει,
Δόξα, τιμή, ζωή του,
Είν’ μόνον το σπαθί του.
80. ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ. 

Τι έχουν της Γούρας τα βουνά, και στέκουν μαραμένα;
Μήνα χαλάζι τα χτυπά; μήνα βαρύς χειμώνας;
Κι ουδέ χαλάζι τα χτυπά, κι ουδέ βαρύς χειμώνας.
Ο Κοντογιάννης πολεμά, χειμώνα καλοκαίρι.

81. ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ TOY ΛΙΑΚΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τ' ακόλουθο τραγούδι δε μας προσφέρνει καμίαν ωραιότητα, ούτε η σύνθεσή του, ούτε ο σκοπός του. Μολοντούτο, είναι αξιοπαρατήρητο, για τη θαυμαστήν εθνικότητα, την οποίαν εφύλαξεν έως τώρα.

ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ TOY ΛΙΑΚΟΥ

Τ’ είν’ το κακόν που γίνεται στου Λιάκου τη γυναίκα;
Πέντ’ Αρβανίτες την κρατούν, και δέκα την ‘ξετάζουν.
«Λιάκαινα, δεν πανδρεύεσαι; δεν παίρνεις Τούρκον άνδρα;»
«Κάλλια να ιδώ το αίμα μου τη γην να κοκκινίσει,
Παρά να ιδώ τα μάτια μου, Τούρκος να τα φιλήσει.»
Κι ο Λιάκος την αγνάντευεν από ψηλή ραχούλα,
Κοντοκρατεί τον μαύρο του, κρυφά τον κουβεντιάζει·
Δύνασαι, μαύρε, δύνασαι να βγάλεις την κυρά σου;»
Δύναμαι, αφέντη, δύναμαι να βγάλω την κυρά μου·
Να μου αυξήσεις την ταγή 118, να πάγω πέρα πέρα.»
Σαν πήγε και την έβγαλε, στου Λιάκου του τη φέρει.
82. TOY ΓΙΩΡΓΑΚΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ίσως τούτος ο Γιωργάκης ήτον αδελφός του περίφημου Κατσαντώνη. Ο Μιτσομπόνος, ο οποίος αναφέρεται μέσα στο τραγούδι, ήτον ένας από τους ανδρειότερους και θαυμαστούς στρατηγούς τ' Αλή Πασά. Αυτός ήτον τρομάρα για τους Κλέφτες, καθώς και ο Βελή Γκέκας, και όσοι κλέφτες έπεσαν στα χέρια τους, εβασανίστηκαν σκληρότατα έως τον θάνατο. Είναι πιθανό ότι η σκηνή του τραγουδιού να εσυνέβηκε στην Ήπειρο, εκεί οπού και το τραγούδι επλάστηκε.

TOY ΓΙΩΡΓΑΚΗ

Αριά, αριά τα ρίχνουνε οι κλέφτες τα τουφέκια,
Ότ’ είν’ οι μαύροι μετρητοί, ότ’ είν’ οι μαύρ’ λίγοι,
Κι αν δεκαφτά, καν δεκοχτώ, καν είκοσι νομάτοι.
Κι ουδέ ο Γιώργος είν’ εδώ, πήγε στο μοναστήρι·
Εκεί βαφτίζ’ ένα παιδί, να ‘χει κι αυτός κουμπάρο,
Να κάμ’ ο μαύρος γύρισμα, και φίλο να γυρίζει.
Τα παλικάρια του απ’ εδώ φώναξαν κι απ’ εκείθε·
«Άσε, Γεωργάκη, το παιδί κι άρπαξε το τουφέκι,
Η παγανιά μας πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα.»
Βαστάτε, ο Γιώργης φώναξε, με το σπαθί στο χέρι·
Τον τόπο πιάστε δυνατά, πιάστε τα μετερίζια!
Κι αν κάμ’ ο Θεός κι η Παναγιά να κάμομε γιουρούσι,
Τον Μιτζομπόνο ζωντανό κοιτάξετε να πιάστε.»
83. ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Οι Σκυλοδημαίοι ήτον παλαιά οικογένεια αρματολών της Ακαρνανίας. Από τους τέσσαρους αδελφούς, οι οποίοι εζούσαν στους ύστερους τούτους χρόνους, δεν είναι παρά δύο οι γνωστοί, και αυτοί παρασταίνονται στ’ ακόλουθο τραγούδι. Ο ένας, οπού εδώ παρασταίνεται, ως αρχικλέφτης, εστάθηκε και υποκαπετάνος των Αρματολών της Ακαρνανίας, όμως εις κανένα από αυτά τα δύο στάδια δεν εδοξολογήθηκε. Ο νεότερος από τους τέσσαρους αδελφούς ονομασμένος Σπύρος, είναι ο Ήρωας του τραγουδιού. Εις αυτόν εσυνέβη εκείνο οπού το τραγούδι ιστορίζει.
Εις τα 1806 έπεσε, για αγνώριστες αιτίες και περίστασες, στα χέρια του Αλή Πασά, ο οποίος τον έριξε στα βάθη της τρομερής φυλακής των Ιωαννίνων, μέσα σ’ ένα χαμηλότατο υπόγειο, οπού ο κακορίζικος, εσερνότουν αλυσοδεμένος στο νερό και στη λάσπη. Είχαν απεράσει αρκετοί μήνες, οπού αυτός ευρισκότουν κλεισμένος εκεί μέσα, όταν βοηθημένος από μία λίμα, εδυνήθηκε να φθείρει τη σιδεριά της φυλακής, και με την άκρα του επιδεξιότητα, έδεσε το κορμί του με ένα ζωνάρι, και έφυγε τη νύχτα, οπού οι Τούρκοι είχαν Μπαϊράμι. Αλλά μολονότι έξω της φυλακής, αυτός δεν ήτον ακόμη φυλαγμένος, επειδή δεν ημπορούσε να έβγει νύχτα από το κάστρο, εξ αίτιας οπού ήσαν σφαλισμένες οι θύρες, και ήτον κίνδυνος να φανερωθεί η φυγή του την ακόλουθην ημέρα, και να τρέξουν οι Τούρκοι εις όλα τα κατατόπια, ώστε να τον ξαναπιάσουν. Αυτός λοιπόν δεν έβλεπε παρά ένα μονάχο μέσο σωτηρίας, να πεταχθεί μέσα στη λίμνη των Ιωαννίνων, η οποία είναι εις διάφορα μέρη βαλτώδης και σκεπασμένη από καλαμιώνες. Ο Σπύρος λοιπόν χωμένος ως τον λαιμό μέσα στο νερό, και σκεπασμένος από τα πυκνόφυτα καλάμια, ήτον ασφαλισμένος, και μέσα στα Γιάννενα οι Τούρκοι ελύσιαζαν για να τον εύρουν. Αλλ' η θέση του ήτον τρομερότατη, γιατί ξεπαγιασμένος από το κρύο και χαμένος της πείνας, χωρίς να ηξεύρει πότε και πώς ημπορούσε να γλιτώσει από εκεί! Λέγεται ότι έμεινε εκεί μέσα τρία ημερόνυχτα, και έπειτα ηύρεν ένα καϊκάκι με το οποίο εβγήκε αντίπερα της λίμνης και ξαναγύρισεν από κρυφά μονοπάτια στην Ακαρνανία· έπειτα αυτός πάλιν αγαπήθηκε από τον Αλή, ο οποίος τον έκαμε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα, όταν αυτός εδιορίστηκε από τον Πασά να δεχθεί την αρχιστρατηγία της Λειβαδιάς.
Τούτο το τραγούδι είναι αξιοπαρατήρητο, για τη δραματική σύνθεσή του, και λαμπρότατο, ως προς το λεχτικό του.

ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΥ

Ο Σκυλοδήμος έτρωγε στα έλατ’ αποκάτω,
Και την Ειρήνην στο πλευρόν είχε να τον κεράσει·
«Κέρνα μ’, Ειρήνη μ’ όμορφη, κέρνα μ’ όσο να φέξει,
Όσο να έβγ’ αυγερινός, να πάγ’ η πούλια γεύμα·
Κι απέ σε στέλνω σπίτι σου με δέκα παλικάρια.»
«Δήμο, δεν είμαι δούλα σου, κρασί να σε κεράσω·
Εγώ είμαι νύφη προεστών, κι αρχόντων θυγατέρα.»
Κι αυτού προς τα χαράγματα, περνούσαν δυο διαβάτες·
Είχαν τα γένια μακριά, το πρόσωπό τους μαύρον.
Κι δυο κοντά του στάθηκαν, και τον εχαιρετούσαν.
«Καλή ημέρα, Δήμο μου» — «Καλώς τους διαβάτες·
Διαβάτες, πώς το ξέρετε, πως είμ’ ο Σκυλοδήμος;»
«Φέρομε χαιρετίσματα από τον αδερφό σου.»
«Διαβάτες, πού τον είδεταν εσείς τον αδερφό μου;»
«Στα Γιάννινα στη φυλακή τον είδαμε κλεισμένο·
Είχε στα χέρια σίδερα, και κλάπες 119 στα ποδάρια.»
Κι ο Σκυλοδήμος δάκρυσε, κι εκκίνησε να φύγει.
«Πού πάγεις, Δήμο μ’ αδερφέ; πού πάγεις, καπετάνε;
Ο αδερφός σου είν’ εδώ· έλα να σε φιλήσει.»
Κι εκείνος τον εγνώρισε· στα χέρια του τον πήρε·
Γλυκά κι οι δυο φιλήθηκαν στα μάτια και στα χείλη.
Και τότε τον ερώτησεν ο Δήμος και τον λέγει·
«Κάθου, γλυκέ μου αδερφέ, κι έλα, μολόγησέ μας,
Πώς από των Αρβανιτών εγλίτωσες τα χέρια.»
«Νύχτα τα χέρια μ’ έλυσα, και έσπασα τες κλάπες,
Κι εσύντριψα τη σιδεριά κι επήδησα στον βάλτο,
Κι ηύρα ένα μονόξυλο, κι επέρασα τη λίμνη.
Προψές τα Γιάννινα άφησα, και τα βουνά επήρα.
84. ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Δε γνωρίζεται ποίος εστάθηκε τούτος ο Γιάννης, για τον οποίο είναι συνθεμένο τ' ακόλουθο τραγούδι. Η γυναίκα σχηματίζει το τρυφερό τέλος του, το οποίο λάμπει ταπεινά, ως τη μαργαριταρένια πάχνη της αυγής, ως φυσικός κρύσταλλος. Θαυμάζει στην ερώτηση οπού της κάνουν, και αισθάνεται τον κίνδυνον οπού τη φοβερίζει. Και τους αποκρένεται, για ποίους από τους τρεις μ’ ερωτάτε; Αυτή τρέμει, και η αγάπη της ήθελεν δειχθεί σχεδόν όμοια και για τους τρεις παλικαράδες, τους οποίους επαινάει και πέτεται την ανδρεία τους, μισητή στους εχθρούς, ανίσως δεν ανύψωνε τη φήμη του ξαδέρφου της, του οποίου βέβαια η αγάπη, και η ζωή του δεν ημπορούσε να είναι τόσον ακριβή και πολυπόθητη, καθώς εκείνη του ανδρός και του αδερφού της.
Ίσως το πλαστούργημα τούτο, ούτε εις αυτήν δεν ήτον γνωστό.

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Τρεις Τούρκοι, τρεις Γιανίτσαροι, κι οι τρεις αρματωμένοι,
Οι τρεις τον Γιάννη γύρευαν, και οι τρεις τον Γιάννη θέλουν.
Τον Γιάννη δεν μπορούν να βρουν, και βρίσκουν την καλή του,
Οπ’ έπλενε τα χέρια της, με το μαργαριτάρι.
«Μωρή κρυστάλλα του γιαλού, και πάχνη του χειμώνα.
Μωρή το πού 'ναι ο Γιάννης σου, και πού να ‘ναι ο καλός σου;
Θιαμεύομαι, λογίζομαι, για ποιον Γιαννό μού λέτε,
Που 'γώ 'χω Γιάννον αδερφό, έχω και Γιάννον άνδρα,
Έχω και Γιάννο ξάδερφο στην Πόλη ξακουσμένο.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
Νάτος κι ο Γιάννος π' έρχεται στον κάμπο καβαλάρης,
Με τ' άλογό του παίζοντας με το σπαθί στο χέρι.
«Γεια σας, χαρά σας, Μπέηδες, και τρεις μου τσελεπήδες, 120
Θέτε φαγί, θέτε πιοτό, θέτε ψηλά τραγούδια;»
«’Μείς για φαγί δεν ήρθαμε, και για ψηλά τραγούδια.
Εμείς φερμάνι ν έχομε μέσα ν από την Πόλη.
Ή σκοτωμένος, ζωντανός, να μας ακολουθήσεις,
Στην Πόλη να σε φέρομε στην Πόρτα του Σουλτάνου»
«Σαν τίνα κακό του ‘καμα, και μ' έχει ν οργισμένο;
Παιδιά μου, να συχάσετε να γένουμαι χαζίρι. 121
Εγώ κακό δεν έκαμα, κανένα δε φοβούμαι·»
Κι αποτραβήχθη απ’ ομπροστά, και βγάνει το σπαθί του,
Με μιας ερίχθηκε σ’ αυτούς, τους τρεις τους πετσοκόβει.
85. TOY ΔΙΠΛΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Ήρωας τούτου του τραγουδιού ήτον Καπετάνος της Ακαρνανίας, από τα βουνά Άγραφα, και εζούσε προς τα τέλη του απερασμένου αιώνα. Αυτός εστάθηκε τρομερότατος, ως Κλέφτης του καιρού του και του τόπου του, και σεβασμένος απ’ όλους τους άλλους Κλέφτες, ως αρχηγός τους. Όταν ο περίφημος και ενδοξότατος Κατσαντώνης, για τον οποίο θέλει παρεμπρός ομιλήσομε επετάχθηκε έξω ισχυρός, ως ένα στοιχείο, για να εκλείψει τ' ανδραγαθήματα του Δίπλα. Τούτοι οι δύο Ήρωες έχοντας σιμά, και εις την ίδια σειρά των βουνών τες θέσες των, έλαβαν αρκετές περίστασες για να γνωριστούν και να συσχετισθούν αναμεταξύ τους τόσον, οπού δεν άργησαν να πιάσουν τέτοια φιλία, της οποίας πρέπει ν’ αναφέρομε, ως παράδειγμα, το Ηρωικό φέρσιμο του Δίπλα.
Ο Κατσαντώνης συχνά κυνηγημένος και κατατρεγμένος από τους Αρβανίτες, δυνατότεροι στον αριθμό από το μικρό σώμα των παλικαριών του, έκραζε τη βοήθεια του Δίπλα, και οι δύο κλέφτες ενωμένοι τότε, καταπολεμούσαν και έδιωχναν τον εχθρό σχεδόν πάντοτε, και τελειωμένος ο κίνδυνος της μάχης, εγύριζε καθένας στη θέση του. Όμως η ευτυχία τους και τα ηρωικά τους κατορθώματα δεν εβάσταξαν πολύ! Τα δύο σώματα του Δίπλα και Κατσαντώνη, τα οποία ενωμένα μαζί δεν εσχημάτιζαν αριθμό μεγαλύτερο από 100 έως 120 παλικάρια, ευρέθηκαν κλεισμένα και πλακωμένα από δεκαπέντε χιλιάδες Αρβανίτες. Άρχισε η μάχη, αλλ’ ήτον φυσικόν, ότι αυτές οι δέκα ψυχές, ήθελε δειλιάσουν εμπρός στον αναρίθμητον εχθρό, και άρχισαν να φεύγουν, εις τρόπον οπού οι δύο Ήρωες, έμειναν μοναχοί, με ολίγους λεονταρόκαρδους Παλικαράδες, οι οποίοι περικυκλωμένοι από ένα τέτοιο πλήθος Αρβανίτες, εφαίνετο, ότι ψυχή δεν ήθελε σωθεί από τον κίνδυνο! «Ποίος είναι από σας ο Κατσαντώνης,» εφώναξεν ο Τούρκος αρχιστράτηγος προχωρώντας προς το μικρό Κλέφτικο σώμα. «Εγώ είμαι,» ο Κατσαντώνης πάραυτα, μ' άγρια και σταθερή κραυγή απεκρίθη, επειδή το είχε, ως τιμή να μην κρύψει τ’ όνομά του εις μίαν στιγμή τόσον επικίνδυνη. Με μιας οι Αρβανίτες χύνονται απάνω του, τον αρπάζουν και τον σέρνουν μαζί τους, χαρούμενοι ότι τον έπιασαν ζωντανό. Τότε ο Δίπλας βροντόφωνα ακούστηκε να φωνάξει «Ποίος είναι αυτός ο αυθάδης, αυτός ο δειλός, οπού άφησε να τον πιάσουν; οπού ετόλμησε να πάρει τ' όνομά μου; Εγώ ‘μαι ο Κατσαντώνης· αυτοί που τον ζητούνε, ας τον κοντέψουν, για να ιδούν, αν αυτός πιάνεται» Τούτα τα λόγια προφερμένα ως προσκάλεσμα μάχης από έναν πολεμιστή φοβερού σχήματος, και τρομερότερης παρρησίας του Κατσαντώνη, έκαμε τέτοιαν εντύπωση στους Αρβανίτες, ώστε αφήνουν τον αληθινό Κατσαντώνη και ρίχνονται κατά του Δίπλα. Τούτος υπερασπίζεται, χτυπιέται παλικαρίσια, ως τόσο ο σύντροφος του φεύγει, χάνεται. Του φωνάζουν να παραδοθεί, να δώσει τ' άρματα, αλλ’ αυτός εξακολουθεί να χτυπιέται, έως που αδυνατισμένος και στολισμένος από λαβώματα, έπεσε απάνου σ’ εφτά Τούρκικα κορμιά, θανατωμένα από το πολεμικό χέρι του.
Η υπόθεση του τραγουδιού δεν περικλεί κατά δυστυχία την αξιοσημείωτη και λαμπρότατη τούτη πράξη. Είναι άλλο πολεμικό συμβάν, οπού φαίνεται ότι ο Δίπλας εξουσίαζε τα παλικάρια του Κατσαντώνη, ο οποίος θα ήτον τότε ασθενής ή λαβωμένος. Ο Μουχουρδάρης αναφερμένος, ως αρχηγός των Αρβανίτων, ο οποίος εστάλθηκεν εις τούτη τη στρατηγία ήτον ένας από τους ενδοξότερους στρατηγούς του Αλή Πασά.
Το τραγούδι επλάστηκε στην Ακαρνανία, και αυτού είναι γνωστότατο. Ευρίσκεται στ' ακόλουθο τραγούδι ένας στίχος αξιοπαρατήρητος για την περίεργην ενέργεια της εκφράσεως της ιδέας. (Δες και στη συλλογή του Πάσσοβ)

TOY ΔΙΠΛΑ

Τον Δίπλα φίλοι έλεγαν, και τον παρακαλούσαν·
Σήκου να φύγεις, Δίπλα μου, πάρε τον Κατσαντώνη,
Αλή Πασάς σάς έμαθε, στέλνει τον Μουχουρδάρη.»
Και τα λημέρια φώναξαν, όσο κι αν ημπορούσαν·
«Ο Μουχουρδάρης έρχεται με τέσσαρες χιλιάδες.
Φέρ' Αρβανίτες του Πασά πολλούς Τσοχαταραίους·
Στα δόντια σέρουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.»
Ο Δίπλας είναι ζωντανός, πόλεμο δεν αφήνει·
Έχει λεβέντες διαλεχτούς, όλο Κατσαντωναίους!
Τρων την παρούτη σαν ψωμί, τα βόλια σαν προσφάγι,
Και σφάζουν Τούρκους, σαν τραγιά, Αγάδες σαν κριάρια.
86. TOY ΝΑΣΟΥ 

Το λέν' οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Το λέει κι ο πετροκότζιφας στα κλέφτικα λημέρια.
Οι κλέφτες εσκορπίσανε και γίνηκαν μπουλούκια.
Ο Δίπλας πάγει στ' Άγραφα κι Αντώνης πάει τον Βάλτο,
Κι ο Νάσος πέρα πέρασε κατά τα Βλαχοχώρια,
Για να βαφτίσει ένα παιδί, να πιάσει μία κουμπάρα.
Κουμπάρες τον καρτέρησαν με το παιδί στα χέρια.
Τη μια κερνάγει τάλαρα, 122 την άλλη δίνει γρόσια, 123
Και στες κουμπαροπούλες του τάλαρα και ρουμπιέδες! 124
Και κει απιστιά του γίνηκε, τον Νάσον εσκοτώσαν.
87. ΣΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΕΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Στίχοι γεμάτοι αίσθημα χαριτωμένο, πάθος λύπης, οπού ξεχειλίζει από τες ευγενικές ψυχές των Ελληνίδων! Από τα κρύσταλλα και δροσάτα νερά, από τες φουντωτές και πολυμύριστες πορτογαλιές, κλεισμένες στο ρημόκαστρο, στο ποταπό εργόχειρο, στην πάμπτωχη θροφή, στες έλλειψες και κακοπάθειες. Αλλά, άνδρες και γυναίκες, γέροντες και νέοι, όλοι ανδρεία, και ηρωικά ήξευραν να υποφέρουνε, να θυσιαστούν για την ελευθερία, για την πατρίδα, για την πίστη.

ΣΤΕΣ ΑΘΗΝΑΙΕΣ

Κακόμοιρες οι Αθηναίες οι καλομαθημένες!
Τραβούσι το χερόμυλο, και κλαίγουν οι καημένες.
Αφήκαν βρύσες με νερά, δένδρα με πορτοκάλια,
Και μπήκαν στο ρημόκαστρο, και τρώγουν τα λιθάρια.
88. ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΛΙΤΣΑΣ  

ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΛΙΤΣΑΣ ΚΑΙ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ ΜΠΕΗ

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ιδού δύο τραγούδια, τα οποία δε σχηματίζουν παρά την αυτήν εικόνα· θέλοντας να κρίνομε το πρώτο, μόνον από το αίσθημα οπού κλει μέσα του, από τον αρχικό σκοπό της σύνθεσης, είναι το συμβάν της αιχμαλωσίας και συφοράς του Κιαμήλ Μπέη, ο οποίος εσκλαβώθηκε το 1821, από τους επαναστατημένους Έλληνες του Μοριά. Εάν όμως το παρατηρήσομε και κρίνομε από το αξιοπεριεργότερο και λεπτομερέστερο μέρος του, αυτό, παρασταίνει διηγητικά την πολιορκία και το πάρσιμο της Τριπολιτσάς. Η σύνθεσις όμως αυτή, δεν είναι τόσον ευκατάληπτη κι ευκολονόητη. Εις τη διήγηση του ιστορικού μέρους του τραγουδιού, την οποίαν ημπορούμε να ονομάσομε παθητικήν, αποχτά και περιέργεια και χάρη και ευκατάληψη.
Το δεύτερο τραγούδι ημπορούμε να το θεωρήσομε ως ένα μοιριολόγι, ως ένα ελεγείο συνθεμένο στην καταστροφή των Τούρκων γενικώς εις τον Μοριά, και μερικώς του Κιαμήλ Μπέη, τον πρώτο χρόνο της Ελληνικής επανάστασης. Οι στίχοι είναι γεμάτοι χάρη και πάθος. Βέβαια οπού ο Γραικός βουνιώτης και αρματολός, δεν ήτον δυνατό ν' ακούσει τόσην συμπάθεια και θλίψη, για τες δυστυχίες και χαλασμό των δεσποτών και τυράννων της ακριβής πατρίδας του! Μολοντούτο το τραγούδι είναι εθνικότατο και γνωστότατο. Οι νικηταί ψάλλουν μ' ευχαρίστηση τον όλεθρο και αφανισμό των νικημένων, γιατί επαινώντας την ανδρεία του εχθρού, ανυψώνουν την εδική τους! Όσον όμως αποβλέπει τους αρχικούς σκοπούς, τους οποίους ο Ποιητής είχε προς όψη, και οπού πρέπει να τους ερευνήσομε για να εννοήσομε καλά τες λεπτομέρειες και τους χαρακτηριστικούς τρόπους της σύνθεσης θέλει βραχύλογα τα περιγράψομε.
Ο Κιαμήλ Μπέης Κορίνθιος, κύριος σχεδόν του Μοριά, ήτο γνωρισμένος, ως ένας από τους πλουσιότερους και κραταιότερους του Οθωμανικού Κράτους. Εις τα 1821 όταν η ιερή επανάστασή μας, με γιγαντιαία βήματα, νικώντας, επροχωρούσε προς τη δόξα της και εφοβέριζε την εισβολή όλης της Χερσόνησος, ο Κιαμήλ Μπέης έκραξε μέσα στην Τριπολιτσά συμβούλιο, όλους τους προεστούς και αρχιερείς της επαρχίας, με τον σκοπό να τους αποφασίσει να συνδράμουν όλοι για την ωφέλεια και βοήθεια της Οθωμανικής διοίκησης, και στον ίδιον καιρό, να καταπλακώσουν τον Ελληνικόν αναβρασμό, και να βαστάξουν στην υπακοή και τάξη, τα μέρη, τα οποία δεν είχαν ακόμα επαναστατήσει. Αυτοί εναντιώθηκαν στο ζήτημά του, και εβάλθηκαν στη φυλακή, έως οπού ολίγες ημέρες έπειτα οι επαναστατημένοι Έλληνες, ήλθαν να πολιορκήσουν την Τριπολιτσά έχοντας επί κεφαλής τον περίφημο και ανδρειότατο Κολοκοτρώνη και Μαυρομιχάλη με τα παλικάρια τους.
Για τα τεράστια, οπού έπραξαν αυτοί οι Ήρωες, το Κάστρο έπεσε στην εξουσία τους τον μήνα Σεπτέμβριον 1821 και ο Κιαμήλ Μπέης επιάστηκε σκλάβος.
Στες αρχές τον εκαλομεταχείριζαν οι νικητάδες, αλλ’ αφού δεν ηθέλησε να μολογήσει, πού είχε φυλαγμένα ή χωμένα τα άπειρα θησαυρίσματά του, τον εθανάτωσαν.
Ο Κεγαγιάς ήτον αντιστράτηγος του Χουρσίδ Πασά, και διοικητής της Τριπολιτσάς, αυτός ολίγον καιρό πρωτύτερα είχε κινήσει κατά της Πάτρας, για να καταπλακώσει την ολοζώντανη σπίθα της επανάστασης, πράζοντας αυτού και στη Βοστίτσα απερίγραφτες σκληρότητες και βαρβαρισμούς.

ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΛΙΤΣΑΣ

Ήταν ημέρα βροχερή, και νύχτα χιονισμένη,
Όταν για την Τριπολιτσά εκκίνησε ο Κιαμίλης.
Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει·
Και εις τον δρόμο τον θεό παρακαλεί και λέγει.
«Θεέ μου, εκεί τους Προεστούς, εκεί τους Δεσποτάδες
Να εύρω, στο κεφάλι τους να πάρουν τους ραγιάδες,
Να μη σηκώσουν άρματα, και πάγουν με τους κλέφτες,»
Σαν έφθασε, και οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρο.
Τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαριά τους πολεμούσαν,
Κολοκοτρώνης φώναζε ν από το μετερίζι.
«Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
Να σε χαρίσω τη ζωή, ν εσέ και τα παιδιά σου,
Εσέ και τα χαρέμια σου, κι όλη τη γενεά σου.»
«Μετά χαράς σας, Έλληνες κι εσείς καπεταναίοι,
Ευθύς να προσκυνήσομε στους Κολοκοτρωναίους.»
Μπουλούκμπασας εφώναξεν απάν' από την τάμπια.
«Δεν προσκυνούμεν, άπιστοι, σ' εσάς βρομοραγιάδες.
Έχομε κάστρα δυνατά και βασιλιά στην Πόλη.
Έχομε ανδρείο στράτευμα, και Τούρκους παλικάρια·
Τρώγουνε πέντε στο σπαθί, και δέκα στο τουφέκι,
Και δεκαπέντε στ' άλογο, διπλούς στο μετερίζι.»
«Τώρα να ιδείτε, φώναξε τότ' ο Κολοκοτρώνης,
Να ιδείτ’ Ελληνικά σπαθιά, και κλέφτικα τουφέκια.
Πώς πολεμούν οι Έλληνες, πώς πελεκούν τους Τούρκους.»
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μ' είχε φέξει!
Έβαλαν οι Γραικοί βουλή το κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί επήδησαν, εμβήκαν σαν πετρίτες,
Κι αδειάσαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία.
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ' τ' Αϊγιωργιού την πόρτα.
«Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
Βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στη μάνδρα».
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις τη μεγάλη τάμπια.
Απιλογάτε ο Κεχαγιάς προς τον Κολοκοτρώνη.
Κάμε ινσάφι 125 στην Τουρκιά, κόψε πλην άφσε κι όλας.»
«Τι φλυαρείς, βρομότουρκε; τι λες παλιομουρτάτη;
Ινσάφι ν έκαμες εσύ εις την πικρή Βοστίτσα,
Όπ’ έσφαξες τ' αδέρφια μας και όλους τους δικούς μας;»
89. ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛ-ΜΠΕΗ 

Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια,
Πήραν και την Τριπολιτσά την ξακουσμένη χώρα,
Κλαίγουν στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές Εμιροπούλες,
Κλαίγει και μία χανούμισσα τον δόλιο τον Κιαμίλη·
«Πού είσαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;
Ήσουν κολόνα στον Μοριά, και φλάμπουρο στην Κόρθο· 126
Ήσουν κι εις την Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
«Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι, ουδέ εις τα σαράγια.
Ένας Παπάς σου τα 'καψε τα έρημα παλάτια.
Κλαίγουν τ' αχούρια γι' άλογα, και τα τσαμιά γι' αγάδες
Κλαίγει κι η Κιαμίλενα τον δόλιο της τον άνδρα
Σκλάβος ραγιάδων έπεσε, και ζει ραγιάς εκείνων.»
90. ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ 

Οι Αρβανίτες εστάθηκαν οι αίτιοι της μεγαλύτερης συμφοράς του Μωρέως, από την αρχή της επανάστασης των 1770, έως το τέλος της. Αυτοί επροσκαλέσθηκαν επιταυτού στην αυτήν επαρχία, για ν' αποδιώξουν τους Ρώσους, και να δαμάσουν το φιλελεύθερο πατριωτικόν αίσθημα των κατοίκων. Αφού άδοξα ετελεσφόρησαν, το εύκολον αυτό κατόρθωμα, ηύραν οι βάρβαροι, τον τόπον πλούσιο και ευάρεστο, και εστοχάσθηκαν καλό να το κατοικήσουν. Εις τρόπον ώστε, άρχισαν, ή καλύτερα εξακολούθησαν, να μαστιγώνουν και να εξολοθρεύουν τους καημένους Έλληνες, όσοι κατά δυστυχία τους επρόβαιναν εμπρός και να διαμοιρασθούν ακολούθως την καρποφόρα γη, τα Κάστρα, και την ίδια χώρα κατά την όρεξή τους.
Μεγάλες δυσκολίες απάντησε η Πόρτα ώστε να τους αποδιώξει και κατασκορπίσει εκείθε. Το Διβάνι, για πολλούς χρόνους κατ' εξακολούθηση, έστελνε βαριά στρατεύματα, τα οποία πάντοτε έμνησκαν χτυπημένα από τους Αρβανίτες. Το μοναχό μέσο, το οποίον η Πόρτα ηύρε αρμόδιο, και οπού εμεταχειρίσθηκε και εις άλλες δεινές περίστασες, εστάθηκε να συντρέξει στη βοήθεια των Ελλήνων, οι οποίοι δεν άργησαν να τους εξολοθρέψουν κατά κράτος! Το ακόλουθο τραγούδι αποβλέπει μιαν από τες πολλές εκστρατείες, ίσως και η πρώτη των Τούρκων προς ξαναπόχτηση του Μωρέως. Αφού ανώφελα επρόσταξαν τους Αρβανίτες να παραδώσουν το Κάστρο τ' Αναπλιού, μέσα στο οποίον είχαν αποκλειστεί, ο Καπιτάν Πασάς, άρχισε να το χτυπήσει, όμως το στράτευμά του έλαβε τα χείρου, και κατασκορπίστηκε.
Το αξιοπαρατήρητο και χαρακτηριστό του Τραγουδιού είναι ο διηγητικός τρόπος της σύνθεσής του, η οποία μας φανερώνει, έως ποιον βαθμό είχε φθάσει τότε η αυθάδεια, η τόλμη, και η καταφρόνηση των Αρβανιτών κατά των Τούρκων. Το τραγούδι αυτό είναι ομοιοτέλεφτο, και αυτό μάλιστα είναι μία αιτία περισσότερη, για να μας το παραστήσει, ως πλάσμα του Μωρέως, ή κανενός νησιού σιμοτινού.
Τ' ακόλουθο τραγούδι είναι βέβαια γέννημα Γραικού, ο οποίος ορέχθηκε να διαφημίσει μίαν από τες πλέον καταφρονητικές νίκες των ληστάδων της πατρίδας του, οι οποίοι έκοψαν χιλιάδες των συμπατριωτών του. Όμως εκείνοι οι οποίοι εσύνθεζαν παρόμοια τραγούδια, δεν αισθάνοντο βέβαια πάθος κακίας και μίσους, αλλά μόνον έκλιναν εις το γλυκό αίσθημα της αρμονίας, του στίχου, ανεξάρτητοι από κάθε ιδιαίτερην ιδέα.

ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ

Μία προσταγή μεγάλη προστάζει ο Βασιλιάς,
Να κατεβεί η αρμάδα, κι ο Καπετάν Πασάς.
Αρμάδα εκατέβη στ' Ανάπλι κι άραξε,
Κι αυτός απ' τα δερβένια μ' ασκέρι διάβηκε.
Πιάνει χαρτιά και στέρνει, χαρτιά και προβοδά
«Σ' εσένα, Μούρτο Χάμτσα, σ' εσάς Αρβανιτιά,
Γλήγορα ν' ασκωθείτε αυτούθε απ’ τον Μοριά»
«Εγώ χαρτιά 'χω χίλια καμένα στη φωτιά.
Και σένανε σε γράφω στην κάτω τη μεριά.»—
«Σώπα, σώπα, βρε Μούρτο, και μη παραμιλείς,
Γιατ’ έχεις λίγο ασκέρι, και το μετανοείς.» —
«Μπεκιάρια τουφέκια χιλιάδες έξη οχτώ,
Και σεις οι Καλιουντζήδες, χιλιάδες εκατό.»
Το άλλα! άλλα! λένε, τραβούνε τα σπαθιά,
Βάνουν μπροστά τους Τούρκους, μπροστά ωσάν τραγιά.
91. TO ΠΑΡΣΙΜΟ TOY ΜΠΕΡΑΤΙΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Δύσκολα στοχάζομαι ημπορούσε κανείς να εύρει μέσα στην ιστορία της μοχθηρίας των ανθρώπων, παράδειγμα δεύτερο έχθρητας, να ομοιαστεί με το άσπονδο μίσος του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, κατά του γείτονά του Ιμβραήμ Πασά του Μπερατιού, εννοώ να είπω, έχθρητα τόσον άδικη, όσον ακατάπαυστη και πολυχρόνια, τόσον ατάραχη, όσον σφοδρά, και με άκραν επιδεξιότητα μηχανουργημένη! Από την ημέραν οπού ο Αλής οχθρεύθηκε με τον Ιβραήμη, ο οποίος επροτιμήθηκε ως γαμπρός του Κουρδ Πασά, έως εκείνην, οπού τον εφυλάκωσε σκληρά μέσα στα υπόγεια του Παλατιού του, για να λαβαίνει την ηδονή και την ευχαρίστηση να περνά περπατώντας σαράντα φορές την ημέρα απάνου στο κεφάλι του φυλακισμένου Πασά, είχαν απεράσει τριάντα χρόνοι, οπού αυτός δεν έλλειψε μίαν ημέρα να παραιτήσει το ποταπόν αυτό, και αξιοκατηγόρητο θρίαμβο της κακίας και του μίσους του.
Ήθελε όμως είναι παραπολύ μακρινό το διήγημα τούτο, και το μικρό βιβλίο μου δε δύναται να πραγματευθεί παρόμοιαν ύλη, αλλ’ όποιος επιθυμάει ν’ αποχτήσει γνώσες πλέον εκτεταμένας, ως προς τη ζωή και τα κατορθώματα του περίφημου Αλή Πασά, ας διαβάσει, την Ιστορία της ζωής του, γραμμένη από τον Φιλέλληνα Γάλλον Πουκβίλ. Εγώ δεν ημπορώ να έμβω πάρεξ μόνον όσον δύναμαι στην έννοια του τραγουδιού και να το σαφηνίσω. Σ τα 1810, ο Αλή Πασάς ισχυρός στην Αρβανιτιά, στην Ήπειρο, στην Ακαρνανία, κύριος και αυτεξούσιος για μέσο των υιών του, της επίλοιπης Ελλάδος έως το κέντρο του Μωρέως, ηθέλησε να κινήσει πόλεμο κατά του Ιβραήμ και να τον απετάξει από το Πασαλίκι του. Όλη η πολιτική οπού αυτός εμεταχειρίστηκε εις τέτοιαν πράξη προς το Διβάνι, οπού αγαπούσε και εσέβετο τον Ιβραήμ, και επιθυμούσε μάλιστα να τον στερεώσει, παρά να τον χάσει, εστάθηκε να μην κινήσει ο ίδιος εναντίον του Μπερατιού, αλλά να στείλει τον περίφημον Ομέρ Βριόνη, με όλες τες αναγκαίες δύναμες, για να τον χτυπήσει, ο οποίος Βριόνης τες εμεταχειρίστηκε καθώς ηθέλησε, και ως εδικές του κατά του Ιβραήμ, με τον οποίον έθρεφε παλαιό μίσος.
Οχτώ χιλιάδες στράτευμα επαρατάχθηκε αποκάτω στο Κάστρο του Μπερατιού, και άρχισε τον αποκλεισμό. Ο Ιβραήμης δεν ήτον εις κατάσταση ν' αντιπαραταχθεί εναντίον, ή να υπερασπισθεί, και αναγκάσθηκε έπειτα από κάποιαν ημέρα να κάμει συνθήκες και να παραιτήσει το Μπεράτι και το επίλοιπο του Πασαλικιού του στον εχθρό, και να λάβει μόλις την άδεια ν' αποσυρθεί στον Αυλώνα, αφήνοντας εγγυητή τον μονάκριβον υιό του.
Τ' ακόλουθο τραγούδι όμως δε μας περιγράφει παρά την εκστρατεία του Αλή Πασά υπό το όνομα του Ομέρ Βριόνη, και το πάρσιμο του Μπερατιού. Το τραγούδι αυτό, ως προς την ποιητικήν ιδέα του δε μας προσφέρνει περιέργεια καμία, αλλ’ όμως, ως ιστορικό έγγραφο, είναι άξιο της προσοχής μας, επειδή κλει μέσα του τον κατάλογο των Καπιτανέων Κλεφτών, οι οποίοι είχαν υποταχθεί στον Αλή Πασά, και οπού παρευρέθηκαν εις αυτήν την εκστρατείαν ανάξια της ανδρείας και της παλικαριάς των.
Αλλά όμως οι Κλέφτες αυτοί οι οποίοι εγώ στοχάζομαι υποτάζοντο στον Αλή Πασά, και εκκινούσαν ευχαριστημένοι κατά του εχθρού του Πασά, το έκαναν επειδή στον ίδιο καιρό, αυτοί επολεμούσαν τον κοινό τύραννο της πατρίδας των. Και πολλές φορές το αυτοθέλητο κίνημά τους, μάλιστα πάντοτε, είχε τον αυτό σκοπό. Αφού ετελεσφορούσαν την ιδέα των, και αδυνάτιζαν τον εχθρό τους, ελιποτακτούσαν, και έβγαιναν κλέφτες στα βουνά.
Ο Καπετάν Ίσκος, ο οποίος πρώτος παρασταίνεται στο τραγούδι ήτον πατέρας του περίφημου Ίσκου, ο οποίος επολέμησε και εφονεύθηκε στα τέλη της επανάστασης. Ο Βαρνακιώτης, ο οποίος αναφέρνεται και αυτός, είναι ο ίδιος οπού αμαύρωσε το όνομά του, για την προδοσία, οπού έκαμε κατά της Εθνικής μας ιεράς επανάστασης.

TO ΠΑΡΣΙΜΟ TOY ΜΠΕΡΑΤΙΟΥ

Μαύρο πουλάκι εκάθονταν στου Μπερατιού το κάστρο.
Μοιριολογούσε θλιβερά, κι ανθρώπινα λαλούσε·
«Σήκου, Πασά, να φύγομε, να πάμε στον Αυλώνα.
Αλή Πασάς μας πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες,
Φέρει και τον Ομέρμπεη, τον έχει χασνατάρη, 127
Για να σε δώσω ζωντανό στα χέρια του Βεζίρη.
Έρχονται και των χριστιανών πολλά καπετανάτα,
Ο Ίσκος απ' τη Δούνιτσα, ο υιός του Γρίβα Γιώργου»
Ζόγκος απ’ το Ξερόμερο, ο Γιώργης Βαρνακιώτης,
Του Μπουκοβάλλα τα παιδιά, και οι Σκυλοδημαίοι,
Ο Διάκος και ο Πανουργιάς, και οι δυο Κοντογιανναίοι.»—
Σαν άναψεν ο πόλεμος, και η φωτιά επήρε,
Έπεφταν βόλια σαν βροχή, κανόνια σαν χαλάζι.
Κι οι Κλέφτες εξεσπάθωσαν, κι επήδησαν στο κάστρο,
Τότε φωνή ν ακούσθηκε· σταθείτε παλικάρια!
Τι τόσον αίμα χύνετε; ψυχάτε την ανδρειά σας!
Σταθείτε! τώρα τα κλειδιά σας φέρομε του Κάστρου!»
92. ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Δεν είναι για την ποιητικήν αξία του τραγουδιού, οπού το δημοσιεύομε. Το σύνθεμα δύο, ή τριών στίχων το χαρακτηρίζει, οι οποίοι εμιμήθηκαν, ή καλύτερα παρωδιάσθηκαν με άκραν επιδεξιότητα, εις ένα από τα ωραιότερα τραγούδια της Συλλογής μας, το οποίο φέρει τίτλον «Ο Όλυμπος». Είναι όμως αξιοπαρατήρητο και γι' άλλες έποψες.
Κατά πρώτον για την αρχαιότητά του, επειδή εάν εις τη μορφή του δε διαπερνά την εποχή της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, ότι αυτό δεν είναι παρά μίμησις, ή ο αντίλαλος, ως να ελέγαμε, κανενός άλλου εθνικού τραγουδιού, το οποίο θα έμπνευσε στους σύγχρονους Έλληνες την εθνική τούτη καταστροφή. Είναι αξιοπερίεργο επειδή σ’ αυτό φανερώνεται ο πόθος, η μεγάλη και εγκάρδια επιθυμία της απολύτρωσης· η εθνική αυτή ελπίδα, οπού τρεις ήμισυ αιώνες Οθωμανικής καταδυναστείας δεν εδυνήθηκαν να ξεριζώσουν από την Ελληνική καρδία! Την ελπίδα, λέγω, να στήσουν τον ουρανοχρώματο Σταυρό στην επτάλοφο Πόλη, και μέσα στον βρονταχόλογο Ναό της Αγίας Σοφίας, να ορκισθούν την απολευθέρωση της επίλοιπης σκλαβωμένης Ελληνικής οικογένειας. Τα διαπερασμένα πολεμικά τεράστια της Ελληνικής παλιγγενεσίας μας, το φιλελεύθερο και προοδευτικό πνεύμα της εποχής μας, και πολύ περισσότερο η δυναστεία η οποία καταθλίβει έως τα σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδος, θέλει υποστηρίξουνε μάλιστα την ελπίδα της αυτής επιχείρησης.
Το ακόλουθο τραγούδι είναι γνωστότατο σ’ όλην την Ελλάδα.

ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ

Πήραν την Πόλη, πήραν την! πήραν τη Σαλονίκη!
Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Που 'χε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δύο καμπάνες,
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να βγούνε τ' Άγια, κι ο Βασιλιάς του κόσμου,
Φωνή τους ήρθ' εξ ουρανού, αγγέλων απ' το στόμα·
Αφήτε αυτή την ψαλμωδιά, να χαμηλώσουν τ' Άγια.
Και στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να έρθουν να τα πιάσουν,
Να πάρουν τον χρυσό Σταυρό, και τ' άγιον Ευαγγέλιο,
Και την Αγία Τράπεζα, να μην τήνε μολύνουν.» —
Σαν τ' άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες.
«Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίγεις, μη δακρύζεις·
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι».
93. ΤΟΥ ΚΥΡΙΤΣΗ ΜΙΧΑΛΗ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Η υπόθεσις, οπού πραγματεύεται τ' ακόλουθο τραγούδι, είναι κοινότατη στο είδος της, στην εποχή της βασιλείας του Σουλτάνου. Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για έναν Γραικόν, για έναν πλούσιο κι έξοχο Φαναριώτη, ο οποίος εκατοικούσε (ίσως ως διοικητής) στη χώραν Αχελός, της Ρούμελης, στα παραθαλάσσια της μαύρης θάλασσας. Τον αδικοβγάζουν στον Σουλτάνο, ο οποίος στέλνει ευθύς τον Καπιτσίμπαση, 128 με την προσταγή να τον κρεμάσουν, να πάρουν τ' αγαθά του, και να πιάσουν τον υιό του. Αυτό το συμβάν είναι βέβαια ιστορικό, αλλ’ αγνοώ αν δύναται να ευρεθεί ίχνος κανένα, στες γραμμένες ιστορίες. Το τραγούδι δεν έχει τίποτε αξιοπαρατήρητο στη σύνθεσή του, και η διήγησή του, αγκαλά απλή και ωραία, στη συντομία, δεν ανυψώνεται ούτε για φαντασία, ούτε για ύφος. Εκείνο οπού το κατασταίνει αξιοπερίεργο, είναι η αρχαιότητά του, επειδή αναμφίβολα τούτο είναι ένα από τα παλαιότερα, και ίσως το παλαιότερον όλης της συλλογής. Αυτό ευρέθηκε γραμμένο εις ένα γραικικό χειρόγραφο της βασιλικής βιβλιοθήκης της Γαλλίας. Ο χαρακτήρας είναι βέβαια του 14ου αιώνα, εις τρόπον ώστε το τραγούδι, δεν είναι δυνατό να έχει ολιγότερο από τους 244 χρόνους και μη περισσότερο.
Είναι πιθανόν, ότι το τραγούδι εγράφθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Η γλώσσα δε διαφέρει, αγκαλά αιώνες το διαχωρίζουν, από τη σημερινή μας καθομιλουμένη.

ΤΟΥ ΚΥΡΙΤΣΗ ΜΙΧΑΛΗ

Θέλω να κάτσω να σας πω, πολλά να θαμαχθείτε·
Τις ήτον, που τον έλεγαν Κυρίτσος ο Μιχάλης.
Είχε τον βιον αρίφνητο την αφεντιά μεγάλη·
Και κάθονταν στο σπίτι του, κακό δεν είχε ο νους του·
Ένα ροκά ανάγνωσαν μέσα εις το Διβάνι·
Οπού τον κόσμο χάλασε, τον πόλεμο γυρεύει.
Ως τ' άκουσεν ο Βασιλιάς, πολλά τον κακοφάνει,
Μηνά τον καπιτσίμπαση γοργά τον συντυχαίνει·
«Γοργά να πας στον Αχελό, στο σπίτι του Μιχάλη,
Εκεί εμπρός την πόρτα του να δεις να τον κρεμάσεις,
Και το μικρό του τον υγιό να δεις να τόνε πιάσεις·
Φυλάγου και απ’ το πράμα του βελόνι να μη χάσεις.»
Μεσάνυχτα ξεπόρτισε, στον Αχελόν επήγε,
Ωσάν πουλί ν επέταξε, ωσάν σαγίτα πήγε·
Σαν τον 'δε ο Μιχάλμπεης, επροσηκώθηκέ τον·
Ήρθες καλώς, αφέντη μου, κάτσε να γευματίσεις.»
Δεν ήρθα 'γώ για το φαγί, ουδέ για το ποτήρι·
Τον λόγο που 'πε ο Βασιλιάς, το θέλημα να κάμω.»
Και το σχοινί ν επέταξε και τον λαιμό του ευρήκε,
Κι ευθύς ομπρός στην πόρτα του πιάνει τον, και κρεμά τον,
Και τον μικρό του τον υιό είδε και τόνε πιάνει,
Στο κάτεργο τον έβαλε με όλο του το βίο.
94. Ο ΑΔΕΛΦΟΚΤΟΝΟΣ 

Πραματευτής κατέβαινεν από τα κορφοβούνια 129
Σέρνει μουλάρια δώδεκα, λογάρι φορτωμένα, 130
Λαι μον και μοναχός. 131
Κι η μούλα η χρυσοπέταλη βαστάει τον νιον αφέντη
Βαστάει τον νιο Πραματευτή, βαστάει τον νιο λεβέντη.
Λαι μον και μοναχός.
Στη στράταν οπού ερχόντανε στη στράτα που παγαίνει
Αποκοιμήθη ο νιούτσικος απάνω στο μουλάρι 132
Κι η μούλα παραστράτησε κι απ' άλλη στράτα πάει. 133
Λαι μον και μοναχός.
Κι όντας εξύπνησεν ο νιος τη μούλα του μαλώνει.
Μούλα μ' εδώ που μ' ήφερες ζάρουν 135 οι χαραμήδες 134
Ζάρουν οι κλέφτες στα βουνά, κι οι χαραμοί στους κάμπους.
Λαι μον και μοναχός.
Ακόμη ο λόγος ήτουνε στου νιούτσικου τα χείλη,
Που κλέφτες εξενάφαναν σαράντα δυο νομάτοι, 136
Όλοι κοκκινοσκούφηδες και μαυροζωναράτοι.
Λαι μον και μοναχός.
Τέσσαροι πάνε από μπροστά και δώδεκα απ’ οπίσω,
Και πιάσαν τα μουλάρια του για να τα ξεφορτώσουν. 137
Να ιδούν μην έχει σιρμαγέ 138 κρυμμένον στα σακιά του.
Λαι μον και μοναχός.
Κι αυτός τους παρεκάλεσε να μην τα ξεφορτώσουν,
«Για 139 μην τα ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια!
Γι’ σάπηκαν τα στήθια μου φορτώντας, ξεφορτώντας» 140
Λαι μον και μοναχός.
Κι ο Καπετάνος θύμωσε στέκεται και του λέγει·
«Βρε δες 141 του σκύλου τον υιό, της σκούρβας 142 το κοπέλι!»
Δεν κλαίγει 143 τη ζωίτσα του, μόν’ κλαίγει τα μουλάρια·
Λαι μον και μοναχός.
«Βρε πού 'σθε 144 παλικάρια μου, φωνάζει ο Καπετάνος.» 145
Βαρείτε τον μια μαχαιριά στον τόπο ν' απομείνει».
Λαι μον και μοναχός.
Κι αυτοί τον ελυπήθηκαν, ότ' ήταν 146 ανδρειωμένος,
Κι ο Καπετάνος χύθηκε σαν τ' άγριο 147 λεοντάρι,
Έβγαλε το μαχαίρι του 148 και στα πλευρά τον παίρνει. 149
Λαι μον και μοναχός.
Κι αυτός βαριά 'ναστέναξε, κι όσο μπορεί φωνάζει·
«Πού 'σαι, κύρη μου, να μ' ιδείς; 150 μάνα μου, να με κλάψεις;»
Λαι μον και μοναχός. 
Κι ο καπετάνος άρχισε να τον γλυκορωτάει· 151
Και πόθεν είναι η μάνα σου γραφή για να της γράψω; 152
Κι εκείνος αποκρίθηκε με το καϊμένο αχείλι. 153
Λαι μον και μοναχός. 
«Τέτοια καρδιά σκληρόψυχη 154 βαστάνε οι χαραμήδες 155 
Πρώτα σκοτώνουν τα κορμιά, κι υστέρου τα ρωτάνε;
Λαι μον και μοναχός.
Η μάνα μου είναι απ' τα Χανιά, κι ο κύρης μου απ' τ' Ανάπλι. 156
Κι είχα αδελφό πρωτύτερο, κι αυτός εβγήκε κλέφτης». 157
Λαι μον και μοναχός. 
Κι ο καπετάνος τρόμαξε, στες αγκαλιές τον παίρνει, 158
Στες αγκαλιές τον έφερνε και στους γιατρούς τον πάνει. 159
Λαι μον και μοναχός.
«Γιατροί μου, που γιατρέψετε κομμένους και σφαμένους. 160
Γιατρέψετε, κι αυτόν τον νιο 161 τον μαχαιροσφαμένο» 162
Λαι μον και μοναχός
Κι αφόντης τον κοιτάξανε, κι αφόντης και τον είδαν 163
Απηλογώνται όλοι οι Γιατροί και τέτοιο λόγο λένε.
Λαι μον και μοναχός
«Εμείς πολλούς γιατρέψαμε κομμένους και σφαμένους
Τούτη είναι αδερφομαχαιριά και γιατρεμούς δεν έχει.» 164
Κι αυτός τον παρακάλεσε, να πάρει τα μουλάρια.
Λαι μον και μοναχός.
«Για πάρε τα μουλάρια μας 165 και σύρτα στον κυρή μας.» 166
Λαι μον και μοναχός. 
«Και πώς να πω τον κύρη μας, και την πικρή μας μάνα; 167
Τον αδερφό μου έσφαξα κι επήρα τα μουλάρια»!
Στριγκή φωνή ν ανέσυρε, όσον κι αν εδυνήθη,
κι ερίχθηκε εις τσ' αγκάλες του, κι απεθαμένοι επέσαν, 168
Λαι μον και μοναχός.
95. ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Ανδρίκος, γνωστότερος με το όνομα Ανδρούτσος, ήταν από τη Λεβαδιά, και χωρίς εξαίρεσιν ο περιφημότερος και ενδοξότερος από όλους τους κλέφτες. ο Ανδρούτσος επολέμησε υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος, καθώς είναι γνωστόν, εις την πρώτην επανάσταση της Πελοποννήσου το 1770. Αυτός ήταν πατέρας του περίφημου Οδυσσέως, εις τον οποίον εμπιστεύθηκαν τη φύλαξη των Θερμοπύλων και στην επανάσταση της Ελλάδος, κι από οικογένειαν αρματολών και κλέφτων· έλαβε τ' αρματολίκι της επαρχίας του πολλά νέος. Μετέπειτα λαβαίνοντας μέρος και την επανάσταση του Μωρέως, και μην επιτύχοντας και η αυτή επιχείριση, κατέφυγε στην Πρέβεζα υπό την υπεράσπιση της Βενετίας.
Και πάλε επαναστατώντας το Σούλι, έλαβε μέρος και αυτός, και στο τέλος της αυτής επανάστασης ξανάγυρε πάλι στην Πρέβεζα. Αλλ' επιθυμώντας να μεταβεί στη Ρωσία με πλοίο της Βενετικής Κυβέρνησης, παραδίδεται στην ίδια Κυβέρνηση, η οποία είχε τότε φιλικές σχέσες, μαζί με την Πόρτα, εις πλοίο τούρκικο, και μεταφέρνεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου αντί ν' αποκεφαλισθεί, ή να βασανισθεί, καθώς ο καημένος συνάδελφός του Κολοκοτρώνης, και άλλοι, του επρόβαλαν ν' αρνηθεί τη θρησκεία του, και επειδή δεν έστερξε, ερίχθηκε σε κάτεργο, όπου και απέθανε, προς τα 1800. Ο Ανδρούτσος ήτον περίφημος για την ανδρεία του, για την τόλμη του, για το ύψος και την ωραιότητα του σώματός του, για την τρομαχτική και αγέρωχη μορφή της όψης του.

ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ

Τ' Ανδρίκου η μάνα θλίβεται, τ' Ανδρίκου η μάνα κλαίει,
Προς τα βουνά συχνογερνά, και όλα τα μαλώνει.
«Αγράφων άγρια βουνά, Αγράφων κορφοβούνια,
Τι κάμεταν τον γιόκα μου, τον Καπετάν Ανδρίκο;
Πού είναι και δε φαίνεται τούτο το καλοκαίρι;
Στον Άσπρο δεν ακούσθηκε, ουδέ στο Καρπενήσι.
Ανάθεμά σας Γέροντες, κι εσένα Καραγιώργη!
Εσείς τον γιο μου διώξεταν, τον πρώτο τον λεβέντη.
Ποτάμια λιγοστέψετε, γυρίσετε, ν οπίσω,
Δρόμο τ' Ανδρίκου ανοίξετε να 'ρθει στο Καρπενήσι.
96. ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Ο Νικοτσάρας ήτον Θεσσαλός και από την Αλασσόνα, υιός και έγγονος κλέφτου. ο Πατήρ του Τσάρας ήταν πολύν καιρό αρματολός στην Αλασσόνα, και είχε τρεις υιούς, από τους οποίους ο Νίκος ήταν και πρωτότοκος. Αυτός στα μικρά του χρόνια εβάλθηκε στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, για να σπουδάξει, οδηγημένος από τον προκομενέστατον Αρχιμανδρίτην Άνθιμο, αλλά μόλις έφθασε στην εξήγηση της Ιλιάδας, η τύχη του τον άρπαξε από την ήσυχη και φιλόμουση ζωή, για να τον απετάξει στο Κλέφτικο στάδιο, στην ταραχή και στους κινδύνους του πολέμου. Αφού αυτός ένδοξα και αθάνατα κατατρόμαξε τους Τούρκους, αφού έκαμε θρήνο και το Γεφύρι του Πράβι, δολοφονεύεται από ένα των παλικαριών του.

ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ

Ο Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια,
Τη Ζίχνα και τον Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάμνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Χιόν' έτρωγαν, χιόν' έπιναν, και τη φωτιά βαστούσαν. 
Τα παλικάρια εφώναξε, με παλικάρια κρένει·
Πού είσθε, παλικάρια μου ολίγα κι ανδρειωμένα,
Σίδερο βάλτε στην καρδιά, και χάλκωμα στα στήθη·
Αύριο πόλεμο κακό έχομε με τους Τούρκους,
Αύριο να πατήσομε, να πάρομε το Πράβι!
Τον δρόμο πήραν σύνταχα, κι έφθασαν στο γεφύρι·
Ο Νίκος με το δαμασκί τον άλυσό του κόφτει·
Φεύγουν οι Τούρκοι, σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν.
97. ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ 

Τρία πουλάκια κάθονταν, τα τρί’ αράδα αράδα,
Το να τηράει τον Όλυμπο, τ' άλλο την Αλασσόνα,
Το τρίτο, το καλύτερο, του Πράβι το γεφύρι.
Μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογάει και λέγει:
«Τον Νικοτσάραν έκλεισαν στου Πράβι το γεφύρι
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες, και τρεις νύχτες!
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.
Τα παλικάρια χούγιαξε, τα παλικάρια κράζει·»
«Σύρετε τα σπαθάκια σας, και πάρτε τα στο χέρι.
Κι ευθύς ορμή να κάμομε στου Πράβι το γεφύρι.»
98. ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ 

«Νίκο μου, τι δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να περπατείς αρματολός, αρματολός και κλέφτης;
Άφσες τον Βλαχοθόδωρο, ψωμί το πατρικό σου;»
«Περύσ' ήμουν στη Βουλγαριά, μάζωνα παλικάρια
Τα μάζωξα, τα σύναξα, τα έκαμα πεντακόσια,
Κι εφέτος μπήκα στον γιαλό, μπήκα να σεργιανίσω.

99. ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Το 1768, ή ολίγον έπειτα, το Γαρδίκι ήλθε σε πόλεμο με τον Αλή του Τεπελένι, ο οποίος ήταν ένας μικρός Μπέης. Τούτος, εις κάποια από τες μάχες, επιάστηκε σκλάβος μαζί με τη μητέρα του, και αδελφή του, οι οποίες ατιμηθήκανε από τους Γαρδικιώτες. Ολίγον καιρόν έπειτα ελευθερώθηκαν και οι τρεις. Η μητέρα του όμως τον ανάγκασε να ορκισθεί, ότι για να εκδικηθεί την ατιμία, την οποία έλαβαν από τους Γαρδικιώτες, να εξολοθρεύσει μίαν ημέρα το Γαρδίκι. Τον Φεβρουάριο του 1812 έστειλαν στράτευμα στην Αλβανία, για να υποδουλώσει το Γαρδίκι, και τ' Αργυρόκαστρο. Το Αργυρόκαστρο αμέσως παραδόθηκε, το Γαρδίκι όμως αντιστάθηκε. Αλλ' έπειτα, γνωρίζοντας την αδυναμία του έκαμε με τους εχθρούς ωφέλιμες και τίμιες συνθήκας, τες οποίες όμως παραβαίνοντας, για διάφορες δολιότητες, ο Μπέης εκατόρθωσε, να συνάξει όλους τους άνδρες μέσα εις μία μάνδρα, όπου τους εφόνευσε με το μέσο του Θανάση Βάια, επειδή κανένας άλλος δεν έπεφτε εις τέτοιο έγκλημα.

ΤΟ ΠΑΡΣΙΜΟ ΤΟΥ ΓΑΡΔΙΚΙΟΥ

Κούκοι, να μη λαλήσετε, πουλιά, να βουβαθείτε,
Και σεις, καημέν’ Αρβανιτιά, όλοι να πικραθείτε,
Το Κάστρον επροσκύνησε κι αυτή η Χουμενίτσα·
Γαρδίκι δεν προσκύνησε, δε θε να προσκυνήσει,
Μόνον γυρεύει πόλεμο, θέλει να πολεμήσει.
Κι Αλή Πασσάς σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη·
Πιάνει και γράφει μπουγιουρδί με το δεξί του χέρι
Σ’ εσέν' Ιουσούφη Κεχαγιά, σ’ εσέν’ Ιουσούφ Αράπη
Καθώς ιδείς το γράμμα μου, κι ιδείς το μπουγιουρδί μου,
Θέλω Δεμίρη ζωντανό, κι αυτόν και τα παιδιά του.
Θέλω τον Μουσταφά πασά μ' όλη τη γενεά του.
Μετά χαράς, αφέντη μου, εγώ να σε τους φέρω.
100. ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΚΑΙ Η ΚΥΡΑ 

Φεγγαράκι μου λαμπρό,
Φέγγε και περπάτειγε,
Για να σ' ερωτήσομε
Για τα δύο Γραικόπουλα
Και Γρεβενητόπουλα·
Χήρα Τούρκα δούλευαν,
όλ' ημέρα στον ζυγό,
Το βράδυ στον κρεμασμό.
Βρε παιδιά Γραικόπουλα,
Και Γρεβενητόπουλα,
Γένεσθε Γουρκόπουλα,
Να χαρείτε την Τουρκιά,
Τ' άλογα τα γλήγορα,
Τα σπαθιά τα δαμασκιά.»
«Βρε, κυρά μου Τούρκισσα,
Γένεσαι και συ Ρωμιά,
Να χαρείς τη Λαμπριά
Με τα κόκκινα τ' αυγά
Να χαρείς την Εκκλησιά,
Τ' Άγιον Ευαγγέλιο.
101. Η ΒΟΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΑΤΟΥ 

Σαββάτο μέρα πίναμε, την Κυριακή όλη μέρα,
Και τη Δευτέρα το πουρνό εσώθη το κρασί μας.
Ο Καπετάνος, μ' έστειλε, να πάω κρασί, να φέρω.
Ξένος εγώ και άμαθος, δεν ήξερα τον δρόμο.
Κι επήρα στράτες, ξώστρατες, κι έρημα μονοπάτια,
Το μονοπάτι μ' έβγαλε σε μία ψηλή ραχούλα,
Ήταν γεμάτη μνήματα όλο 'πό παλικάρια,
Δε μ' άρεσε για να διαβώ, μηδέ για να περάσω,
Mόν έκατσα κι εμέτρουνα τα μνήματα ποσάναι,
Τα μνήματα ήτανε εκατό, τα μάρμαρα διακόσια,
Εν μνήμα ητάνε μοναχό, ξεχωριστό από τ' άλλα,
Κάπως το παραπάτησα απάνου στο κεφάλι,
Βοήν ακούω, και βροντή και από τον κάτω κόσμο.
Τι έχεις μνήμα, και βογκάς, και βαριαναστενάζεις;
Μήνα το χώμα σου βαρύ; μήνα και η μαύρη πλάκα,
«Μηδέ το χώμα μου βαρύ μηδέ κι η μαύρη πλάκα,
Mόν το ‘χω μάρα, κι εντροπή, τόχω καημό μεγάλο,
Το πώς με καταφρόνεσες, μ' επάτησ’ στο κεφάλι.
Δεν ηύρες τόπο να διαβείς, και στράτα να περάσεις,
Mόν’ ήλθες, και μ' επάτησες απάνου στο κεφάλι.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλικάρι,
Τάχα δεν επολέμησα σαν άξιο παλικάρι;
Δεν επερπάτησα κι εγώ νύχτα χωρίς φεγγάρι;
Με δέκα πιθαμές σπαθί, με μίαν οργιά τουφέκι,
Τριάντα οχτρούς απέσφαξα εις ένα μερονύχτι,
Κι άλλους τριάντα λάβωσα στον πόλεμον απάνου.
Και το σπαθί τσακίστηκε, έγινε δύο κομμάτια,
Κι ένας εχθρός εχθρόσκυλος με τ' άτι με προφθαίνει.
Το γιαταγάνι έβγαλε κι απάνου μου το σέρει.
Το γιαταγάνι έπιασα με το δεξί μου χέρι,
Κι έβγαλε την πιστόλα του κι απάνου την αδειάζει,
Στο χώμα εδώ μ' εξάπλωσε, στο μνήμα που με βλέπεις.»
Κλάψε με, φίλε, κλάψε με, ρίξε και σε ένα δάκρυ.
Στο χώμα τ' αλουλούδιστο, στο σκοτεινό μου μνήμα.»
ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ
ΥΠΟΘΕΣΗ.

Τες 15 του μηνός Φεβρουαρίου του 1826 έγινε εξόρμησις των Ελλήνων του Μεσολογγίου, κατά των Οθωμανών, οι οποίοι στενά το πολιορκούσαν. Μεγάλο εστάθηκε το κρούσμα! όμως για την ανδρεία και αξία των Ελλήνων, εφτά παλικάρια μόνον εφονεύθηκαν, και από τους τουρκαλβαναιγύπτιους πεντακόσιοι.
Τες 16 του ιδίου μηνός και χρόνου έγινε δεύτερη εξόρμηση των Μεσολογγίτων κατά των Τούρκων, οπού εφονεύθηκαν σχεδόν τρακόσιοι άπιστοι, και ένας μονάχος Έλληνας.
Τες 26 Οκτωβρίου του 1822, άρχισε η τρομερή πολιορκία του Μεσολογγιού, υπό την αρχηγεία των Πασάδων, Ομέρ Βριόνη, και Ρασίτη, με δύναμη 14.000 στράτευμα.
Τες 25 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου έγινε νυχτερινή εξόρμησις από τους αποκλεισμένους Έλληνας του Μεσολογγιού, κατά των πολιορκητάδων Βριόνη, και Ρασίτη, όπου εχτυπήθηκαν και καταδιώχθηκαν οι εχθροί από τον νέον Λεωνίδα Μάρκο Μπότσαρη, έως τον ποταμό Αχελώο, όπου άπειροι επνίγηκαν.
Κάθε έπαινος καταστένεται αδύνατος εμπρός στην ένδοξη και αθάνατη φήμη του Ήρωα τούτου! Τα θαυμαστά ανδραγαθήματά του είναι γνωστά εις όλους. Το όνομά του σημαίνει Ανδρεία, Νίκη, Δόξα. Πολλοί εμιμήθηκαν τον Ήρωα, ο δε Ήρωας κανένα δεν εμιμήθη! Εγεννήθη τα 1788 από γονέους περίφημους, γιατί ο Πατήρ του ήτον προικισμένος με πολιτικά και πολεμικά προτερήματα. Εφονεύθη τα 1823, εις τη νυχτερινή έφοδο, κατά του Σκόδρα. Έζησε χρόνους 35.
Ένας φιλέλληνας, ο οποίος είχε αδράξει τ' άρματα για την ανεξαρτησία μας, λέγοντας του Μάρκου Μπότσαρη: «Εις την πατρίδα μου, θαυμάζεται και δοξολογάται η ανδρεία σου· οι εφημερίδες μας διαφημίζουν τ’ αθάνατα ανδραγαθήματά σου. » Αυτός απεκρίθηκε. «Και μεις ακόμα γράφομε τα παράδοξα κατορθώματα, και χαρακώνομε στο μάρμαρο τ’ όνομα του δειλού, και του απατεώνος. »
Η Εθνική Συνέλευση του στέρνει το δίπλωμα του στρατιωτικού διοικητή της δυτικής Ελλάδος. Αυτός μαθαίνοντας ότι κάποιος του εφθόνεσε την τύχη, το εφίλησε πρώτα, κι ευθύς το ξεσχλά κομμάτια, λέγοντας· «Από τα τώρα και στο εξής θέλει γράψομε τα διπλώματα με το αίμα μας, οποίος θέλει να τ’ απολάψει, ας έλθει να το πάρει μαζί μου, μέσα απ' τον κάμπο του Μουσταφά Πασά. » Και με διακόσιους σαράντα Σουλιώτες παλικαράδες αποφασισμένοι, πετιέται στον κάμπο του Μουσταφά. «Αν με χάσετε απ' εμπρός, στες σκηνές του Μουσταφά με βρίσκεται. Ο Κύριος μας βλέπει, ο Κύριος μας οδηγάει» Και όλοι επαναλάβαιναν. Ο Θεός μας βλέπει και μας οδηγάει. Ο Θεός βοηθός. »
Είδε τους στη μέση των εχθρών! Θεοί δεν ήθελον δυνηθούν να πολεμήσουν να εξολοθρέψουν καλύτερά τους.
Τ' άψυχα κορμιά τον εχθρών έγιναν σωροί! Έπεσε ο μέγας! «Αδέλφια εκδικηθείτε με. » αυτά εστάθηκαν τα στερνά του λόγια.
102. ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μέσα από τ' Ανάπλι,
Μέρα και νύχτα περβατεί, μέρα και νύχτα πάει.
Στο Μεσολόγγι πάγαινε, στους καπεταναρέους,
Κι Ανδρέας το καρτέρεε, και το καλορωτούσε.
«Πε μας, πε μας πουλάκι μ’, κανέν καλό χαμπέρι.»
«Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας 'μολογήσω.
Μπραΐμ Πασάς μας έρχεται με δύναμες μεγάλες,
Φέρνει ασκέρι για σπαθί, ασκέρι για τουφέκι.»
«Ας έλθει ο Παλιάραπας, να δει πώς πολεμούνε
Πώς πολεμούν οι Έλληνες τα όμορφα Κλεφτόπλα,
Που τρώγουν πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι
Και δεκαπέντε στ' άλογο, διπλούς στο μετερίζι.
Βαράτε, μαύροι Έλληνες, βαστάτε τον Αράπη,
Να παν Απρίλης δεκοχτώ, και ο Μάης δεκαπέντε,
Έρχεται ο Τσόγκας τη στεριά, κι Αντώνης του πελάγου,
Έρχεται κι ο Μανιάτμπεης με πέντ' έξι χιλιάδες.»
103. ΣΤΟ ΙΔΙΟ (ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ) 

«Σάββατο μέρα διάβαινα ν από το Μεσολόγγι,
Κι ήτον Σαββάτο των Βαγιών, Σαββάτο του Αϊ-Λαζάρου,
άκουσ' ανδρίκια κλάιματα, γυναίκεια μοιρολόγια»
Δεν κλαίγανε τον σκοτωμό δεν κλαίγαν την αρρώστια
Μόν' κλαίαν που 'σωσαν το ψωμί και θα τους φάει η πείνα.
Στην εκκλησιά μαζώνονται οπίσω απ' τ' άγιο βήμα,
Κάνουν κουβέντες δυο και τρεις, κάνουν κουβέντες πέντε,
Ο Καπετάνος έλεγε και το σπαθί εκρατούσε
«Παιδιά μ' το πώς θα κάμομε μ' αυτή τη στενοχώρια.
Γιουρούσι θε να κάμομε κι όπως να γέν' ας γένει·»
Το τ' είν' ο αχός π' ακούεται κι η ταραχή μεγάλη;
Και το γερούσι εκάμαν οι δόλιοι Μεσολογγίται.
104. ΤΟΥ ΤΣΑΜΑΔΟΥ 

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πάω στο Μισολόγγι,
Να ιδώ πώς παίζουν το σπαθί, πώς ρίχνουν το τουφέκι,
Πώς πολεμούν της Ρούμελης τ' ανίκητα ξαφτέρια!
Μα ένα πουλί χρυσόφτερο κηλαηδιστά μου λέγει·
«Στάσου, Γιωργάκη, κι αν διψάς τ' Αράπικο το αίμα,
Είναι κι εδώ Αγαρηνοί να σφάξεις όσους θέλεις.
Βλέπεις εκεί στα μακρινά, τα τούρκικα καράβια;
Ο χάρος στέκει απάνω τους, και θα γενούνε στάχτη!
«Πουλάκι μου, πώς έμαθες ετούτα που μου λέγεις;»
«Εγώ πουλί σου φαίνομαι, αλλά πουλί δεν είμαι.
Εις το νησί που ξάγναντα είναι, των Ναβαρίνων,
Εκεί την ύστερη πνοή άφησα πολεμώντας,
Ο Τσαμαδός είμαι εγώ, και ήλθα εις τον κόσμο!
στους ουρανούς που κάθομαι, καθάρια σας ξανοίγω,
Μα να σας διω κι από κοντά είν' η επιθυμιά μου.»
«Και τι να δεις τώρα σ’ εμάς, στον δύστυχό μας τόπο;»

«Γιωργάκη μου, μη χάνεσαι, μη θέλεις ν’ απελπιέσαι.
Αν ο Μοριάς δεν πολεμά, καιρός πάλι θα να ‘ρθει,
Να πολεμήσουν σαν θεριά και τον εχθρό να διώξουν.
Κόκαλα μαύρα θα σπαρθούν εμπρός στο Μισολόγγι,
Και τα λεοντάρια του Σουλιού εκεί θα να χαρούνε.»
Και το πουλί ν επέταξε, στους ουρανούς ανέβη.
105. Ο ΠΑΠΑΣ ΚΛΕΦΤΗΣ 

Ένας πασάς εβγήκε στην Ευρύπολη,
Αρματολούς μαζώνει, κλέφτες κυνηγά·
Και τον Παπά γυρεύει τον γραμματικό.
Έλα να προσκυνήσεις με τ’ αδέρφια σου,
Και με τους εδικούς σου τα ξαδέρφια σου,
Σε κλαιν τα μονοπάτια, που περπάταες
Σε κλαιν οι κρυοβρυσούλες με το κρύο νερό.
106. ΤΗΣ ΚΩΣΤΑΙΝΑΣ 

Δε φταίγεις, μαύρη Κώσταινα, δε φταις, εσύ καημένη,
Μόν ' φταίγει η σκύλα πεθερά, πού σ' είπε για να στρώσεις
«Στρώσε νυφούλα στον οντά, ψηλά εις το κρεβάτι.
Ότι θα να 'ρθει ο Κωσταντής, να σε γλυκοφιλήσει.
Βαρούν τ' ασήμια στα βυζιά, και τα κομπιά στα στήθη,
Και τότε τον απείκασε, ότι είναι ο Ζαβέρης.
Βάνει και σκούζει τρεις βολές, όσο κι αν ημπορούσε.
107. ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ (Το αίμα της αγάπης) 

ΥΠΟΘΕΣΗ.

Tο μέτρο του ακόλουθου τραγουδιού διαφέρει από κάθε άλλο της Συλλογής μας, και δεν υπάρχει παράδειγμα όμοιο. Ίσως αυτό είναι ιστορικό· αλλ’ όπως και αν είναι, υπάρχει εις αυτό μέσα στην άκραν απλότητά του, βαθύτατο πάθος αγάπης, και σφοδρότατον αίσθημα.
Αυτό τραγουδιέται χορεύοντας σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, και πολύ περισσότερο στην Αιτωλία, και Θεσσαλία.

ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ
Αυτά τα μάτια, Δήμο, τα όμορφα,
Τα φρύδια τα γραμμένα,
Αυτά με κάνουν, Δήμο, κι αρρωστώ,
Με κάνουν ν' απεθαίνω.
Έβγαλε, Δήμο, το σπαθάκι σου.
Και κόψε τον λαιμό μου.
Και μάσε, Δήμο, και το αίμα μου,
Σ’ ένα χρυσό μαντίλι·
Σύρε το, Δήμο, στα εννέα χωριά,
Στα δέκα βιλαέτια,
Κι αν σ' ερωτήσουν, Δήμο, τ’ είν' αυτό;
Το αίμα της αγάπης.

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. Ο Σουλεϊμάνης πίνοντας παρέβαινε τους κανόνες του Κοράνου, οι οποίοι εμποδίζουν εις τους Τούρκους, να πίνουν το κρασί. (σ.σ.)

2. Φωριέλ (σ.σ.)

3. Στίχος προσθεμένος από του Θωμ. (σ.σ.)

4. χουγιάζω ή χουχουτίζω φωνάζω δυνατά

5. Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φορές, — ο χαμός και ο αφανισμός τους, είναι τέτοιος, οπού δεν τους καταπείθει το πρώτο, ουδέ το δεύτερο μέτρημα. — Ακατανόητα τεράστια έπραξαν οι ελευθερωταί της αγαπημένης μας Ελλάδος. Σώματα μικρά, διασκορπισμένα και αδύνατα, με τη μοναχή πίστη της θρησκείας, με την αγάπη της πατρίδος των, και με την τόλμη και μεγαλοψυχίαν εκείνων, οπού καλύτερα προτιμούν το θάνατο παρά τη σκλαβιά, ν’ αντιπαραταχθούν με αμέτρητες χιλιάδες, να τες χτυπήσουν, νικώντας, και να κατατρομάζουν δύναμη, μυριοπλάσια της εδικής των. (σ.σ.)

6. Της συλλογής του Θωμ. (σ.σ.)

7. πόσι κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί

8. μουσαβερές ή μουζακερές σύσκεψη, συζήτηση

9. προβοδίζω ή προβοδώ ή προβοδώνω συνοδεύω για λίγο και ως ένα σημείο κάποιον που φεύγει

10. βοεβόδας διοικητής επαρχίας ή πόλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του οποίου οι αρμοδιότητες σχετίζονταν με την είσπραξη των φόρων, τη διοίκηση και τη δημόσια ασφάλεια

11. Εις τούτους τους δύο στίχους φαίνεται ότι η τέχνη να έβαλε το χέρι της. (σ.σ.)

12. μετερίζι προφυλαγμένη θέση μάχης

13. τζαμπάς ή τσαμάς τα μακριά μαλλιά, η κοτσίδα

14. Οι Αρβανίτες συνηθούν τα μαλλιά τους να τ' αφήνουν μακριά, κλωσμένα, ή χυμένα στον ώμο τους, αλλ’ όταν έχουν να πολεμήσουν τα βάζουν αποκάτου εις το φέσι τους για περισσότερη ελευθερία, και για να είναι πλέον γληγοροκίνητοι. (σ.σ.)

15. Ποιος δε θαυμάζει τη δύναμη τούτων των στίχων!!! (σ.σ.)

16. Δηλαδή, με τες πολλές χάρες, ή τα χαριτωμένα κοράσια τον κλαίνε. (σ.σ.)

17. κορβέτα τρικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο, πολεμικό ή εμπορικό, ενδιάμεσης κατηγορίας ανάμεσα στη φρεγάτα και στο μπρίκι

18. άλικο ζωηρό κόκκινο χρώμα

19. μάινα πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να κατεβούν τα πανιά

20. νύφη να προσκυνήσω σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθίζεται κατά τους γάμους η νύμφη να προσκυνάει αυτούς που τη συγχαίρονται και της εύχονται

21. τράκο σύγκρουση

22. Πόσον οι τολμηρές έκφρασες γένονται λαμπρές εις τα χείλη του Ήρωα. Εις την τρομαχτική χλαλοή της μάχης ο λόγος του είναι βροντή, αστραπόχυτα τα κινήματά του. (σ.σ.)

23. μπούνι μικρό άνοιγμα στα πλευρά του πλοίου για να φεύγουν τα νερά από το κατάστρωμα

24. Αλλά Αλλάχ

25. παγανιά η ενέδρα, η ομάδα των ατόμων που μετέχουν σε κυνήγι, σε παγίδευση ζώου ή ανθρώπου

26. Θωμ. (σ.σ.)

27. Λέγει, ο σοφός φιλέλληνας Φωριέλ. (σ.σ.)

28. Στίχος προσθεμένος. (σ.σ.)

29. Φωριέλ και Ιώς. Γυρίζει τότε ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου. (σ.σ.)

30. Αλλού. Κάθου βρε χάμου Κίσσαβε, κονιαροπατημένε. (σ.σ.)

31. Ιώς. Πόχω σαράντα δύο κορφές, και δυο χιλιάδες βρύσες.
Αλλού οπόχω τριάντα δυο κορφές και τρεις χιλιάδες βρύσες. (σ.σ.)

32. Φωριέλ. Πάσα βρύση και φλάμπουρο... (σ.σ.)

33. αλλού... Κλαδί και Καπετάνος. (σ.σ.)

34. Φωριέλ. Και στην ψηλή μου κορυφή... (σ.σ.)

35. Ιώς. Κι απάνου στην κορφούλα μου, κι απάνω στην κορφή μου
Χρυσός αετός επέταγε, χρυσός αετός επέτα. (σ.σ.)

36. Φωριέλ. Και εις τα νύχια του κρατεί...
Ιώς. Βαστούσε και στα νύχια του κεφάλι ανδρειωμένο. (σ.σ.)

37. «Επηγαίναμε καβάλα ( διηγέται ο Λόρδος Νούγγεντ) εκεί οπού ήτον οι κήποι του Ακαδήμου, και επιστρέφοντας στην χώρα με κράζει ένα από τα παλικάρια, και μού λέει. «Δεν είδες πράγμα πλέον άμορφο, από αυτά τα κομμάτια μάρμαρο, οπού σ’ αρέσουν τόσο·» Και με συντροφεύει εις έναν τόπο πλατύχωρο, οπού ήτον τρογύρου κάμποσες χαλασμένες καλύβες, και μού δείχνει ένα μεγάλο σωρό από ανθρωπινά κρανία· βλέπεις, λέγοντάς μου, αυτά είναι κεφάλια Τούρκικα· εδώ κόφτομε όλους τους σκλάβους. — (σ.σ.)

38. Φωρ. Κεφάλι μου τι έκαμες... (σ.σ.)

39. Στίχος προσθεμ... (σ.σ.)

40. Ιώς. Να κάμεις πήχη τα φτερά... (σ.σ.)

41. Ιώς. Ήλθε και μένα η αράδα μου...
Φωρ. Πλην ήρθε κι η αράδα μου... (σ.σ.)

42. Κονιάροι τουρκική φυλή εγκαταστημένη στη Θεσσαλία και τη νότιο Μακεδονία

43. τσαπράζια ή τζαπράζια τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

44. δαμασκί μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

45. καβούλι τόπος συνάντησης, συγκέντρωση

46. Καιρός δεν είν' αρματολός ή κλέφτης φέτος να βγεις. (σ.σ.)

47. δερβένι στενή ορεινή διάβαση

48. άσπρα νομίσματα, χρήματα

49. φλωρί ή φλουρί χρυσό νόμισμα

50. Αλλού ... κράζουν τον Καπετάνο. (σ.σ.)

51. Κι η παγανιά μας πλάκωσε, θέλει να μας βαρέσει. (σ.σ.)

52. Τραβάτε με να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτζω.
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από τη βαραβάδα,
Να πλύνω τη λαβωματιά, οπού 'μαι λαβωμένος.
Και φέρτε μου και ταμπουρά, πικρά να το βαρέσω,
Να πω τραγούδια θλιβερά, τραγούδια μοιρολόγια·
Πικρό που ‘ναι το βάρημα, φαρμακερό το βόλι. (σ.σ.)

53. μιντάτι ή μεντάτι ή ιμντάτι ή ιμινάτι βοήθεια, συμπαράσταση, αρωγή

54. καϊρέτι ή γαϊρέτι ζήλος, προσπάθεια, φιλοτιμία, απόφαση, θάρρος, ενίσχυση, υπομονή

55. κιβούρι τάφος

56. δερβέναγας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια

57. διβάνι ή ντιβάνι η αίθουσα συνεδριάσεων της σουλτανικής κυβέρνησης, η Υψηλή Πύλη

58. ταϊφάς ομάδα πολεμιστών

59. μπουγουρδί ή μπουγιουρντί έγγραφη διαταγή από ανώτερο αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μήνυμα

60. περβατώ περπατώ

61. κουρσιούμι ή κουσούμι μολυβένια μπίλια την οποία τοποθετούσαν στην κάνη του όπλου, η σημερινή σφαίρα

62. μπαϊράκι πολεμική σημαία

63. μπουλούκμπασης αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

64. τορβάς σακίδιο

65. Αλλού.
Και με το νου του έβαλε, και με το νου του βάζει,
Και το σπαθί του έβγαλε, και το σπαθί του βγάνει,
Κόβ' Αρβανίτες δώδεκα, και δυο μπουλουκπασάδες. (σ.σ.)

66. Συλλογή Φωριέλ. (σ.σ.)

67. Κατής Τούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο

68. Συλλογή Φωριέλ. (σ.σ.)

69. οντάς δωμάτιο

70. λουφές μισθός, δώρο

71. μουρτάτης αρνησίθρησκος, αποστάτης, αλλαξόπιστος

72. μαχμουντιές ή μαχμουδιές χρυσό νόμισμα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ αξίας 36 γροσίων

73. σκιαέτι ή σκιαγέτι ή σκιέτι ή σουκαέτι παράπονο, καταγγελία

74. σάμπρι ή σάπρι υπομονή, κουράγιο

75. γιουρούσι η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

76. Μοσκοβιά Ρωσία

77. τόπι κανόνι που παίρνει σφαιρικά βλήματα

78. φηκάρια θηκάρια, οι θήκες των σπαθιών

79. Κονσόλοι Χριστιανοί οι πρόξενοι της Αγγλίας και Αυστρίας (σ.σ.)

80. Ιμπραΐλα η Βραΐλα

81. πεζούρα και καβάλα πεζικό και ιππικό

82. περγαντίνι είδος ταχύπλοου πολεμικού πλοίου

83. κονάκι να του κάμουν να τον φιλοξενήσουν

84. χαμπα(ε)ρίζω καταλαβαίνω, δίνω σημασία, υπολογίζω

85. ρούσα κοκκινομάλλα

86. Οι Καλαμαράδες, είναι φανερό εις όλους, ότι αφάνισαν πάντοτε και αφανίζουν τα ευγενικά αισθήματα του λαού, και πολύ περισσότερο του ευαίσθητου εδικού μας. Αυτοί εστάθηκαν ο χαλασμός της Αυτοκρατορίας μας, και στες ημέρες μας οι αίτιοι από διχόνοιες, και από μύρια άλλα κακά. Δεν είναι λοιπόν παντελώς παράξενο, αν και εις τους κλέφτες, ή πολεμιστάδες της Ελληνικής ανεξαρτησίας, το όνομα Καλαμαράς, να σημαίνει όνομα κακίας, μίσους, απάτης, αδικίας και χαλασμού! (σ.σ.)

87. Συλλογή Φωριέλ (σ.σ.)

88. σεφέρι η εκστρατεία, ο πόλεμος

89. χαζίρι, να γένουμε χαζίρι έτοιμος, να ετοιμαστούμε

90. ιπρέτι παράδειγμα

91. γαζέπι οργή, θυμός

92. χοσμικιάρης ο ακτήμονας, που δουλεύει στον τσέλιγκα ή στα χωράφια και κατ’ επέκταση, ο υπηρέτης

93. Συλ. Θωμ. (σ.σ.)

94. Συλ. Θωμ. (σ.σ.)

95. Αμίμητοι στίχοι, γεμάτοι παρθενικής αθωότητος, κι ελληνικής καθαροποίητης φαντασίας. (σ.σ.)

96. ντερβέναγας ή δερβέναγας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια

97. πλιάζικο ή πλιάτσικο λάφυρα, λεία

98. φλάμπουρα – μπαϊράκια σημαίες

99. ντουβλετής κυβερνήτης

100. καζαντίζω | κερδίζω πολλά χρήματα

101. τσοχανταραίος επίλεκτος σωματοφύλακας ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα

102. φισέκι φυσίγγιο

103. σισανές παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι

104. σπαχής ονομασία ιππέων πολεμιστών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

105. μενζίλι ταχύτητα, τρέξιμο, με μενζίλι: τρέχοντας

106. κουντρί μεγάλη πέτρα

107. Λιάπης εξισλαμισμένος Αλβανός

108. τάπια προμαχώνας

109. τελάλης κήρυκας, κράχτης

110. ζαϊρές οι προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές

111. ρετζάλι μεσάζων, βασιλικός ακόλουθος

112. φερμάνι σουλτανικό διάταγμα

113. σελτές μαλακό στρώμα, μαξιλάρι

114. μαΐστρος ο βορειοδυτικός άνεμος

115. πουνέντες ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος

116. αλιάαλίμονο

117. τρουμπούκι κορμός, κούτσουρο, όργανο βασανισμού

118. ταγή η τροφή των ζώων

119. κλάπα κομμάτι ξύλου ή έλασμα το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε συνδέσεις, εδώ για τα πόδια, ποδοπέδες

120. τσελεμπής ευγενής, κύριος, λεβέντης

121. χαζίρι, να γένουμε χαζίρι έτοιμος, να ετοιμαστούμε

122. τάλαρα βενετικό νόμισμα

123. γρόσι νόμισμα, το 1/100 της τουρκικής λίρας

124. ρουμπιές νόμισμα ισοδύναμο με 10 γρόσια

125. κάμε ινσάφι δείξε έλεος

126. Κόρθος Κόρινθος

127. χασνατάρης θησαυροφύλακας

128. καπουτσίμπασης υπασπιστής του σουλτάνου

129. Αλλού. Στρατιώτης και πραματευτής στην περιποταμίτσα. (σ.σ.)

130. Ομοίως. Σέρνει μουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα
Φωριέλ και Ιώς. Σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε. (σ.σ.)

131. Λαι μον και μοναχός. Βρίσκεται στην Έκδοση του Ιώς μόνον. Επανάληψις η οποία φανερώνει ότι τραγουδιέται στο χορό. (σ.σ.)

132. Αλλού. Σ' ένα μικρό αλογόπουλο ήτανε καβαλάρης·
Ομοίως. Αποκοιμήθη ο νιούτσικος στ' αλόγου τα καπούλια (σ.σ.)

133. Τ' άλογο παραστράτησε στους κλέφτες τον παγαίνει. (σ.σ.)

134. χαραμής κλέφτης, ληστής

135. ζάρω συχνάζω, ζάρει (απρόσωπο) τυχαίνει, συμβαίνει

136. Φωριέλ. Και κλέφτες τον απάντησαν καταμεσής του δρόμου (σ.σ.)

137. Ιώς ... να μη τα ξεφορτώνουν. (σ.σ.)

138. Λέξις τούρκικη, εννοεί άσπρα, μετρητά. (σ.σ.)

139. Φωριέλ ... Αχ! ... εκφώνησις βαθείας λύπης όμως το Για πλέον κοινό και συνηθισμένο στην Ήπειρο. (σ.σ.)

140. Αλλού. Τ’ είμαι μικρός κι ανήλικος και δεν μπορώ φορτώσω. (σ.σ.)

141. Φωριέλ. Ιδές του σκύλου τον υιό … (Ιώς), Βρε δες του .... Πλέον εμφαντικό, και έκφρασις κοινή των Κλέφτων. (σ.σ.)

142. σκούρβα ίσως από το κούρβα: πόρνη

143. Φωριέλ. Δεν κλαίει .... Χωρίς το δίγαμμα, το οποίο πάντοτε συνηθίζουν να το προσφέρουν για να αποφεύγουν, ως φαίνεται, τη χασμωδία. (σ.σ.)

144. Φωριέλ. Πού είστε παλικάρια μου ... Βρε πού ‘σθε πλέον παλικαρίσιο, και το πρόσταγμα του αρχηγού αποχτά περισσότερη δύναμη και δείχνει τη μεγάλη του εξουσία εις τους κατωτέρους του. (σ.σ.)

145. Ιώς. Για βάρτε τον. (σ.σ.)

146. Ιώς. Ότ' ήτον ανδρειωμένος. (σ.σ.)

147. Ιώς... σαν άγριο λεοντάρι. (σ.σ.)

148. Ιώς. Και βγάλει το μαχαίρι του. (σ.σ.)

149. Αλλού Μία χαντζαριά του δώσανε ανάμεσα στην πλάτη. (σ.σ.)

150 . Φωριέλ. Που είσαι, κύρη, να μ' ιδείς... (σ.σ.)

151 . Αλλού. Κι αφόντης τον σκοτώσανε, στερνά τον ερωτούσαν. (σ.σ.)

152 . Αλλού. Πες μου να ζήσεις νιούτσικε πούθ' είν' τα γονικά σου; (σ.σ.)

153 . Στίχος προσθεμένος. (σ.σ.)

154 . Καρδιά σκληρόψυχη. Εννοεί ότι η κατοικιά της ψυχής είναι η καρδία. — Αυτός ο σοχασμός, αυτή η αρχή, ευρίσκεται γενικώς εις όλα τα τραγούδια μας. Καρδιά, η οποία κλει μέσα της σκληρή, κακόπραχτη, και μαύρη ψυχή. (σ.σ.)

155 . Χαραμήδες. Λέξις Τούρκικη. Εννοεί Ληστάδες. Και οι δύο στίχοι προσθεμένοι. (σ.σ.)

156 . Ιώς. Π’ την Άρταν είν' η μάνα μου, 'π' την Κρήτην ο πατήρ μου.
Φωριέλ. Η μάνα μου είναι Αρτινή, ο κύρης μου απ' την Κρήτη. (σ.σ.)

157 . Αλλού. Εχω αδελφό πρωτύτερο, πού ζάρει με τους κλέφτες. (σ.σ.)

158 . Αλλού. Στριγκή φωνή και ανέσυρε όσον κι αν εδυνήθη.
Τον αδελφό μου εσκότωσα, και δεν τον εγνωρίσα. (σ.σ.)

159 . Ιώς. Στες αγκαλιές τον έπαιρνε, και στους γιατρούς παγαίνει
(Aλλλού). Kι από το χέρι τον κρατεί και εις το γιατρό τον παίρνει (σ.σ.)

160 . Φωριέλ. και Ιώς. Εσείς πολλούς γιατρέψετε σφαγμένους, και κομμένους.
Αλλού. Γιατρέ που γιάτρεψες πολλούς κομμένους, λαβω[μένους. (σ.σ.)

161 . Αλλού. Γιατρέψε και το Γιάννη μας (σ.σ.)

162 . Τον χαντζαροσφαμένο.
Φωριέλ. και Ιώς. Γιατρέψετε κι αυτό τον νιο, αυτός είν' αδερφός μου (σ.σ.)

163 . Δύο στίχοι προσθεμένοι. (σ.σ.)

164 . Φωριέλ. Σαν τη δική του μαχαιριά κανένας δε γιατρεύει
Ιώς. Σαν τη δική σου μαχαιριά..
(Αλλού) Αυτή είν' αδελφοχαντζαριά, και γιατρεμούς δεν έχει.
Κι από το χέρι τον κρατεί σ’ άλλο γιατρό τον παίρνει.
Γιατρέ που γιάτρεψες πολλούς κομμένους, λαβωμένους
Γιάτρεψε και τον Γιάννη μας το χαντζαροσφαμένο. 
Αυτή είν' αδελφοχαντζαριά και γιατρεμούς δεν έχει.
Και τους ίδιους στίχους επαναλαβαίνει για τρεις φορές, ο ποιητής του λαού. (σ.σ.)

165 . Πόση αγάπη υπάρχει, εις αυτό το «Πάρε τα μουλάρια μας, όχι πλέον εδικά μου, αλλά εδικά μας! Πόση δραμματική ποίησις. Πόσες αμίμητες φυσικές ομορφάδες. (σ.σ.)

166 . Φωριέλ. Σύρε τα του κυρή μας. (σ.σ.)

167 . Ιώς. Και πώς να ‘πω τον κύρη μου;
— Φωριέλ. Πώς την πικρή μας μάνα; (σ.σ.)

168 . Στίχοι προσθεμένοι. (σ.σ.)

 

αρχή