ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Émile Legrand


 
Recueil de chansons populaires grecques
publiees et traduites pour la premiere fois par Emile Legrand.
Paris: Athenes: Maisonneuve & Cie: Andre Coromilas, Libraire, 1874
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

48. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΡΑΓΑΖΗ 

(1453)

Θρηνήσατε, χριστιανοί Ανατολής και Δύσης,
θρηνήσατε και κλαύσατε τον χαλασμόν τον μέγαν.
Στα χίλια τετρακόσια και στα πενήντα τρία,
ημέρα τρίτη, του Μαγιού στες είκοσι εννέα,
5 επήραν οι Αγαρηνοί την Κωνσταντίνου πόλιν.
Κουρσεύουσι τες εκκλησιές και σχίζουν τες εικόνες,
τον ασημένιον τον σταυρόν λακτοπατούν και τρίβουν·
εις των αγίων τους ναούς εμβαίνουν καβαλάροι,
τον άρτον τον πανάχραντον εις τας οδούς τον ρίπτουν·
10 τους ιερείς σκοτώνουσι και μιαίνουν τας παρθένας.
Κι ο Κωνσταντίνος Δράγαζης, ο βασιλιάς της Πόλης,
ως το μανδάτον ήκουσε, το θλιβερόν το πράγμαν,
βρυχάται και μοιρολογά, παρηγοριάν ουκ έχει.
Αρπάζει το κοντάριν του και ζώνει το σπαθίν του,
15 καβαλικά την φάραν του, την ασπροποδαράτην,
και κρούει τους Αγαρηνούς, τους ασεβείς τους σκύλους·
δέκα πασάδες σκότωσε κι εξήντα γενιτσάρους,
και ετσακίσθη το σπαθίν, ερράγη το κοντάριν·
και μόνος, μόνος έμεινεν, δίχως καμιάν βοήβειαν,
20 και ύψωσε τα μάτια του στον ουρανόν, και είπε·
«Κύριε παντοδύναμε, δημιουργέ του κόσμου,
ελέησον το πόπολον, ελέησον την Πόλιν!»
Κι εις Τούρκος τον εβάρεσεν επάνω στο κεφάλιν·
κι από της φάρας έπεσεν ο μαυροκωνσταντίνος,
25 και χάμω εξαπλώθηκε στην κόνιν και στο αίμα.
Την κεφαλήν του έκοψαν, στήνουν την στο κοντάριν,
και το κορμίν του έθαψαν στην δάφνην υποκάτω.
49. Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ 

(1461)

Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν' από τη Πόλιν,
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν, ουδέ στα περιβόλια·
επήγεν καιν εκόνεψεν και στου Ηλί το κάστρον,
εσείξεν τ' έναν του φτερόν στο αίμαν βουτεμένον,
5 εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον·
σίτ' αναγνώθ, σίτι κλαίγει, σίτ' κρούει τη καρδίαν.
«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία·
μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια,
κι Αι-Γιάννες ο χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται.»
10 — «Μη κλαις, μη κλαις, Αι-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι.»
— «Η Ρωμανία πέρασεν, η Ρωμανία επάρθεν.»
«Η Ρωμανιά κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.»
50. Η ΑΛΩΣΙΣ TOY ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟΥ 

(Περ. 1461)

Κάστρο μ', κάστρο μ', Παλαιόκαστρο παλαιοθεμελιωμένον,
σίτ' ες μέγας και δυνατός, το πώς επαραδόθες;
Είχες πορτάριν δίκλοπον, αφέντην φοβετσέαν,
ήτον κι ο σκύλον ο Μαρθάς του κάστρου παραδότες.
51. H ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΟΡΔΥΛΗΣ 

(Περ. 1461)

Έρθεν ο Τούρκον ο κακόν κι εκόνεψεν στην χώραν,
τ' ομάλια Τουρκς εγόμωσεν και τα βουνά λεβέντους.
«Καλώς έρθες, Τουρκόπουλον, καλώς κι απόθεν έρθες·
κι αν έρθες για φαγίν, ποτίν, εσέν φαγοποτίζω·
5 κι αν έρθες για την συντεκνιάν, εσέν σύντεκνον φτάγω·
κι αν έρθες για τον πόλεμον, έβγα κι ας πολεμούμε·
κι εσύ εβγάλ' γυμνά σπαθιά, εγώ βγάλω κοντάρια,
εσύ εβγάλ' γενίτσαρους, κι εγώ βγάλω κοράσια.»
Στην έμπαν χιλς εσκότωσεν, στην έβγαν δυο χιλιάδες,
10 και στα κλωθογυρίσματά τς ελύγαν τα κουμπιά της,
κι εφάνθαν τα χρυσόμηλά τς τα λινοσκεπασμένα,
κι ο σκύλον ο γενίτσαρον ψιλήν φωνήν εβγάλει·
«Γυναίκικον ο πόλεμος, γυναίκικον ο κούρσος,
γυναίκικον εν το σπαθίν ντο κόφτ' τα παλικάρια.»
52. Ο ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ ΜΑΛΑΜΟΣ 

(1585)

Μαλάμος ωροβόλαε να πα να προσκυνήσει,
οι γέροντες 1 πάγουν μπροσθά, κατόπιν ο Μαλάμος·
στον δρόμον όπου πήγαιναν, στον δρόμον που πηγαίνουν,
Μαλάμος κοντοστάθηκε, τους γέροντας φωνάζει·
5 «Για σταματάτε, γέροντες, κάτι θα σας ρωτήσω·
απόψ' είδα στον ύπνον μου, στον ύπνον που κοιμούμουν,
το δαμασκί 2 μου το σπαθί εράγισε στη μέση,
και το μακρύ τουφέκι μου δεν έτρωγε μπαρούτι.
Το όνειρό μου, γέροντες, είναι κακό σημάδι,
10 για τούτο σας σταμάτησα, να πάτε στο καλό σας·
κι εγώ πηγαίνω στα βουνά κι εις τα παλιά λημέρια,
να ζω με τα κρύα νερά, στα δένδρα τεντωμένος·
οι Τούρκοι είναι άπιστοι, τον λόγον δε φυλάγουν,
κι όσοι κλέφτες προσκύνησαν, τους πήραν τα κεφάλια.»
53. Ο ΝΙΚΟΛΟΣ ΤΣΟΥΒΑΡΑΣ 

(1762)

«Λάλησε, κούκε, λάλησε· λάλα, καημέν' αηδόνι,
λαλάτε σ' ακροπέλαγος που πλέουν τα καράβια,
ρωτάτε για τον Νικολό, τον Νικολό Τσουβάρα,
που ‘τον στον Λούρ' αρματολός, στο Καρπενήσι κλέφτης·
5 είχε φλάμπουρο 3 κόκκινο, κόκκινο και γαλάζιο,
είχε σταυρό, είχε Χριστό, είχε και Παναγία.»
«Εψές, προψές ακούσαμε τα βροντερά τουφέκια,
κι είδαμε πως εβάρεσε τους Τούρκους μες στον Λούρο·
κι επήρε σκλάβους δεκοκτώ, κι αυτόν τον Μουσελίμη·
10 πήρε μουλάρια δώδεκα μ' ασήμι φορτωμένα,
κι εκείθε πέρα διάβηκε, πέρα κατά τον Βάλτο,
πήγε να κάμει τη λαμπρή και το «Χριστός ανέστη,»
να ψήσει το σφαχτάρι του, κόκκιν' αυγά να φάγει,
και να χορεύσουν τα παιδιά να ρίψουν στο σημάδι.»
54. Ο ΣΤΟΥΡΝΑΡΗΣ 

(1710)

Βουνά μου απ' τ' Ασπροπόταμο με τα πολλά τα χιόνια,
τα χιόνια μην τα λιώσετε όσον να ‘λθούν και τ' άλλα·
τ' είν ο Στουρνάρης άρρωστος βαριά για ν' απεθάνει·
και τους ιατρούς εκάλεσε να τον αποφασίσουν,
5 κι από τα παλικάρια του εκάλεσε τον πρώτον.
«Έλα, Φοντύλη αδελφέ και πρωτοπαλικάρι,
έλα κάθου στα γόνατα, έλα κάθου σιμά μου·
σ' αφήνω διάτα το παιδί, το μικροχαϊδεμένο,
τ' είναι μικρό κι ανήξερο, τ' άρματα δε γνωρίζει·
10 να μ' έχεις έννοια τα χωριά και το καπετανλίκι,
γέροντες θέλουν χάιδεμα, κι αγάδες θέλουν άσπρα, 4
κι ο καπιτάνος δόκιμος για να τους κυβερνήσει.»
55. O ΔΕΛΑΣ ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ 

(Περ. 1725)

Άσπρα χαρτιά μας ήλθαν, μαύρα γράμματα,
μέσα ‘ν' από την Πόλιν κι απ' τον βασιλεά·
— «Όσοι κλέφτες κι αν είσθε στα ψηλά βουνά,
όλοι να προσκυνήστε στον Χαλήλ Αγά,
5 κι αρματολοί να είστε στα Ρωμιά χωριά.»
Όσοι κλέφτες κι αν τ' άκσαν, επροσκύνησαν·
ο Δέλας καπιτάνος δεν προσκύνησε·
μόν' πήρε διπλ' απάνου, δίπλα τα βουνά,
στα κλέφτικα λημέρια και κρύα νερά·
10 στον δρόμον που πηγαίνει, κει που πήγαινεν,
ευρίσκει ένα γέρο εκατόχρονον.
«Έλα μαζί μου, γέρο, πάμε στην κλεφτιά,
χαράτσι 5 να μη δώσεις στην παλιοτουρκιά.»
— «Δεν ημπορώ, παιδί μου, γιατί γήρασα,
15 μόν' πάρε τον υιόν μου τον τρανήτερον,
που ξέρ' τα μονοπάτια κι όλα τα βουνά·
έχει σαράντα χρόνια που δεν προσκυνά,
χαράτσι δεν πληρώνει στην παλιοτουρκιά.»
56. Ο ΞΕΠΑΤΕΡΑΣ 

(1730)

Στον κόσμο δεν ευρέθηκεν, ούτε στην Εγγιλτέρα,
να πολεμήσει την Τουρκιάν ωσάν τον Ξεπατέρα.
Συχνιά του πέμπουν γράμματα, και λέγουν του ξεστίχου·
«Διά σε ξεκίνησε τ' ορδάν, 6 μόνον καλά διακρίσου.»
5 «Δεν το ‘χω πως εκκίνησεν ένα ορδάν δι' εμένα·
μόνον διαλέξαν τον καιρόν που ‘χω λαβή στη χέρα.»
Στράφτει, και βρέχει, και βροντά, κι ήτον εξεγνοιασμένος,
και στο δεξιόν του μάγουλον ήτον ακουμπισμένος.
Kι ο Μεραμέτης του μιλεί· «Επά σε, Ξεπατέρα,
10 εσίμωσε το τέλος σου, και ύστερή σου μέρα.»
«Δεν είναι της ανδρειάς, παιδιά, και της τιμής σας χάρη
να ξεκινήσει εν ορδάν δι' ένα παλικάρι·
αν ήρθετε διά το φαγί, να σας εμαγερεύσω,
πάλιν κι αν είστε δια καυγά, κορμιά θα κονταρεύσω.»
15 «Δε θέλομεν μηδέ ψωμί, μηδ' από τα φαγιά σου,
μα ήρθαμε, πατέρα μου, να δούμε την ανδρειά σου.»
Ο Ξεπατέρας τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνίτσαν έσυρε, πηδάει ωσάν ασλάνι· 7
και με τ' ασήμιο το σπαθί τούς παίρνει τα κεφάλια.
20 Ο θεός ας πέμψει κι άλλονε να κάμνει τέτοια χάλια!
57. O ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ ΦΛΩΡΟΣ 

(1750)

Κοιμάτ' η καπετάνισσα μες τον βαθύν τον ύπνον,
για φέρτε μουσχοκάρυδα να την πετροβολήσω,
κι ίσως την πάρει μυρωδιά και θέλει να ξυπνήσει.
«Ξύπνα, μώρ' καπετάνισσα, ξύπνα και μην κοιμάσαι·
5 ξύπνα, ν' ανάψεις το κερί, ν' ανάψεις το λυχνάρι,
να δούμεν τες λαβωματιές που μ' έχουν λαβωμένον.»
«Δε σ' είπα, Φλώρο μ', μια φορά, δε σ' είπα τρεις και πέντε,
καλά 'σαι, Φλώρο, στα βουνά· καλά ‘σαι στο λημέρι,
και συ δεν αφηκράσθηκες της γυναικός τα λόγια·
10 τι χάλευες, τι γύρευες μες του Δαδιού τον κάμπον;
στον κάμπον σκλάβοι κάθουνται, που προσκυνάν τους Τούρκους,
και στα βουνά αρματολοί, αρματολοί και κλέφτες·
για φέρτε μου λινόπανο, να δέσω τες πληγές του·
κι αν δώσει ο θεός κι η Παναγιά να γιάνουν οι πληγές σου,
15 μην αστοχάς την ορμηνιά, της γυναικός τα λόγια.»
58. Ο ΔΗΜΟΤΣΙΟΣ 

(1760)

Τρία πουλάκια γύριζαν στα κλέφτικα λημέρια,
και τον Δημότσιο γύρευαν, πρώτον για να τον βάλουν·
κι αυτός ο μαύρος έλεγε, κι αυτός ο μαύρος λέγει·
«Εγώ παιδιά μου, γήρασα, και πρώτος δε μου πρέπει,
5 μόν' έχω υιόν για το σπαθί, κι υιόν για το τουφέκι,
έχω κι άλλον μικρότερον να σύρει το μπαϊράκι. 8»
«Ημείς εσένα θέλομεν, εσένα κι αγαπούμε.»
«Κι εσείς, αν μένα θέλετε και μένα αγαπάτε,
βάλτε βίγλα 9 στα Φέρσαλα και βίγλα στο Ζητούνι, 10
10 και βίγλα κι επανώβιγλα στης Λάρσας το γεφύρι·
εκεί διαβαίνει ένας πασάς με τους αλυσωμένους·
να κόψομεν τον άλυσον, να βγάλομε τους σκλάβους.»
Τον λόγον δεν απόσωσε, τον λόγον δεν απόειπε,
να κι ο πασάς όπου περνά με τους αλυσωμένους.
15 Δημότσιος τον εφώναζε από το μετερίζι· 11
«Κατέβα κάτω, βρε πασά, κατέβ' απ' τ' άλογό σου,
μη σου ματώσω τ' άρματα, και σένα σε σκοτώσω·
αυτούς τους σκλάβους που περνάς είν αδελφοί δικοί μας·
δεν είν εδώ Τριπολιτσά, δεν είναι Μοραΐτες,
20 εδώ το λέγουν Ρούμελη, τα κλέφτικα τουφέκια.»
59. Ο ΤΣΟΛΚΑΣ ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ 

(1760)

Τράβα, αέρα, δροσερά, τράβα χαμηλωμένα,
για να δροσίσεις τα παιδιά, τον Τσόλκα καπετάνον,
που πολεμά κατακαμπίς και καίεται στον ήλιο,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανά μεντάτι. 12
5 Πουλάκι επήγε κι έκατσε στου Τσόλκα το λημέρι,
κι ουδέ λαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
μόνον λαλούσε κι έλεγε μ' ανθρώπινη φωνίτσα·
«Σήκω, Τσόλκα, να φύγομε· σήκω, Τσόλκα, να πάμε,
πολλή Τουρκιά μας πλάκωσε, και θε να μας σκοτώσει.»
10 Κι ο Τσόλκας χαμογέλασε, το πόσι 13 του στραβώνει,
και στρίφει το μουστάκι του, κλώθει και τα μαλλιά του.
«Τι λες, τι λες, πουλάκι μου, μωρέ χαμενοπούλι;
όσ' είν' ο Τσόλκας ζωντανός τους Τούρκους δε φοβάται,
κι αμέτρητοι, πουλάκι μου, ας παν να ‘λθουν και άλλοι.»
15 Τα παλικάρια φώναζε, τα παλικάρια λέγει·
«Πού είσθε, παλικάρια μου άξια κι ανδρειωμένα,
αγάλια αγάλια ρίχνετε, παιδιά μου, τα τουφέκια,
τι ζαερές 14 μας έρχεται απ' τα βουνά της Γούρας,
μας στέλλουν οι πρωτόγεροι, ο Δήμος και ο Κώστας.»
20 Κι αυτοί τον αποκρίνονταν κι αντιλογιά τον δίνουν·
«Τι πόλεμον να κάμομεν, βρε Τσόλκα καπετάνε,
στ' αλωναριού τα κάματα, στ' αυγούστου το λιοπύρι,
π' ανάψαν τα τουφέκια μας, δεν τρώγουν το μπαρούτι;»
Κι ο Τσόλκας εξεσπάθωαε, κράζει τα παλικάρια·
25 «Τραβάτε όλοι τα σπαθιά, και πέρα να διαβούμε,
να μάθουν πόλεις και χωριά τον Τσόλκα καπετάνον,
το πώς αυτός πολέμησε με τρεις χιλιάδες Τούρκους,
στα χίλια χρόνια του Χριστού και στα ‘πτακόσια 'ξήντα,
στ' αλωναριού τα κάματα, στ' αυγούστου το λιοπύρι.»
30 Τρεις μέρες κάμνει πόλεμον, τρεις μέρες και τρεις νύκτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανά μεντάτι,
μέσ' απ' τους Τούρκους διάβηκε μ' όλα τα παλικάρια,
σαν το ξεφτέρι πέταξε ψηλά στα κορφοβούνια.
60. Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ 

(1770)

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μέσ' από τη Βέροια,
ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι·
κι οι κλέφτες το ερώταγαν, κι οι κλέφτες το ρωτούσι.
«Πουλάκι, πόθεν έρχεσαι, και πόθε κατεβαίνεις;»
«Από τη Βέροια έρχομαι, στ' Άγραφα κατεβαίνω·
πάω να βρω τον Νικολό, να σμίξω τον Σταμάτη,
να πω τα χαιρετήματα από τον Νικοτσάρα·
τρεις μέρες κάμνει πόλεμον, τρεις μέρες και τρεις νύκτες,
πέρα στο Ξηρολίβαδο, στους πάγους και στα χιόνια.»
«Ακούστε, παλικάρια μου, φωνάζ' ο Νικοτσάρας,
βάλτε τσελίκι 15 στην καρδιά, και σίδερα στα πόδια,
και πάρτε τα τουφέκια σας, βγάλτε και τα σπαθιά σας,
γιουρούσι 16 για να κάμομε, να φθάσομε στο Πράβι,
τον άλυσον να κόψομεν και πέρα να ριχθούμε,
ζερβιά μεριά τον ποταμό να πάρομε, παιδιά μου,
να βρούμε τα Λαζόπουλα, τον καπετάν Λαμπράκη.»
Ευθύς γιουρούσι έκαμαν, κι έφθασαν στο γεφύρι,
και με το δαμασκί σπαθί ο Νικοτσάρας κόφτει
τον άλυσον του γεφυριού, κι εδιάβηκαν αντίκρυ.
61. Ο ΔΑΣΚΑΛΟΠΑΝΝΗΣ 

Απόχει νουν και λογισμόν, και γνώσιν στο κεφάλι,
ας κάτσει και συλλογισθεί τον δάσκαλον τον Γιάννη,
απούτον πρώτος των Σφακιών κι ήτον και νοικοκύρης,
κι έκανεν περικάλεσιν να γίνει Ρωμιοσύνη·
5 Κάθε λαμπρή, Χριστούγεννα, έβανεν το καπέλο,
κι έλεγεν του πρωτοπαπά· «Τον Μόσκοβο 17 θα φέρω.»
«Δάσκαλε Γιάννη των Σφακιών, κατέβα ν' αναγνώσεις
φερμάνια 18 από τον βασιλιά, κι απολογιά να δώσεις.»
«Σώπασε, συ πρωτοπαπά, μ' ακόμη δεν σου το ‘πα·
10 εγώ θα πάρω τον σταυρόν στην πόρτα να κολλήσω,
εγώ θα πάγω τον σταυρόν εις των Χανιών την πόρτα,
και με τα λιανοτούφεκα έξω να τους πορίσω.»
«Δάσκαλε Γιάννη, δάσκαλε, σώπα· δε μας επρέπει,
κι, αν τ' ακούσει ο βασιλιάς, Τούρκους θα μας επέμψει.»
15 «Ας πέμψει αυτός τ' ασκέριν 19 του κι ούλην του την αρμάδα, 20
μα έχουν άνδρες τα Σφακιά απ' είναι παλικάρια,
Κι ας πέμψει αυτός τ' ασκέριν του, και ούλα τα μπαϊράκια,
μα έχουν άνδρες τα Σφακιά σαν τα περιστεράκια.»
«Δάσκαλε Γιάννη, δάσκαλε, κάμε όσα μπορέσεις,
20 να μη τ' ακούσει ο πασιάς, Τουρκιά να μας επέμψει·
Και ο πασιάς σαν τ' άκουσε, βαρύ του κακοφάνη·
στο Κάστρο και στο Ρέθυμνο το μουκαρέμι 21 φθάνει·
όνταν εξεβαρκάραν το, έπαιξαν τσι μπουμπάρδες, 22
κι οι Σφακιανοί τσ' ακούσασιν, κι έπιασαν τσι Μαδάρες· 23
25 Κι όνταν επρεμαζόνουν 24 το, έπαιξαν τσι μπεργιέρες,
κι οι Σφακιανοί τσ' ακούσασιν κι έβαλαν τσι μαχαίρες.
Πιάνουν και κάμνουν μιαν γραφήν και στέρνουν την επάνω·
«Διορισμένε βασιλιά, γράψε μου τι να κάμω,
να πολεμήσω τα Σφακιά, ή να τα ρεφουδάρω;» 25
30 «Μη πολεμήσεις τα Σφακιά και μη τα ρεφουδάρεις,
μα στείλε να μου πιάσουνε τον δάσκαλον τον Γιάννη.»
Πορίζουνε αφ' τα Χανιά σαράντα μπαϊράκια,
να πάνε να τα καύσουνε του Γιάννη τα κονάκια. 26
Πάνω στα Φραγκοκάστελλα κουρτίζουν τα τσαντήρια,
35 και μέσα στην Ανώπολιν τα κάνουν τα ταλίμια, 27
και κάτω στη χρυσή πηγή παίζουνε τα παιγνίδια.
Δίδουν τσ' Αράδενας φωτιά, καίγουν τον Αϊ-Γιάννη·
κατακαημένη Αράδενα, και σεις Αραδενιώτες,
και πού ‘ναι κι οι ανδρειωμένοι σας, και πού οι παιγνιδιώτες;
40 εις τα βουνά εδώκανε και γνωριμιά δεν έχουν.
Κλαίγει η Σγουρομαγδαληνή και τα μαλλιά της βγάνει,
κλαίγει τες θυγατέρες τση, τες ωριοπλουμισμένες,
που προξενιά της πέμψανε απού τον Αι-Γιάννη,
και τώρα τες εγδύσανε και τες κάμνουν σαν κούρβες. 28
45 Τον πρώτον απού πιάσασιν τον δάσκαλο Γιαννάκη,
μ' όλον του τον συσυλαΐ, 29 δικόν του μπαϊράκι·
σέρνουν και τη γυναίκα του μαζί με τα παιδιά της.
«Δάσκαλε Γιάννη των Σφακιών με το πολύ φουσάτο, 30
ποιος το ‘λεγε πως θα γενεί η Κρήτη Ρωμιακάτο;»
50 Πιάνουν, πισθαγκωνίζουν τον σαράντα πασαλήδες,
και τότ' ο μαύρος τσι λαλεί, σαν ζάρουν 31 ριτσατσήδες· 32
«Αν θέλετ' άσπρα, δίδω σας· κι αν θέλετε, παράδες·
μα 'γώ 'πατός μου τσ' έκοβα τσ' μεγαλοβδομάδες·
κι αν θέλετ' άσπρα, δίδω σας· κι αν θέλετε, τσηκίνια· 33
55 μα 'γώ 'πατός μου τα ‘κοβα, κι εφόρτωσα καράβια.»
«Δε θέλομεν απ' τ' άσπρα σου, μουδ' απού το φλουρί σου,
δάσκαλε Γιάννη, θέλομεν μέσα την κεφαλή σου.»
Χαρούμενοι τον παίρνουνε και στου πασιά τον πάνε,
κι όνταν τον ανεβάζανε εις του πασιά τη σκάλα,
60 εστράφηκε ζερβιά δεξιά, κι εφώναξε μεγάλα·
«Καλώς σας ηύρα, αφέντη μου, αφέντη αφεντάδων!»
«Καλώς τόνε τον Γιάννη μας, κρουσάρην των κρουσάρων,
εσύ 'σαι που καυχήστηκες πως δε φοβάσαι Χάρον,
και συ 'σαι που καυχήστηκες πως θα τόνε κρεμάσεις
65 στην πόρτα τον χρυσό σταυρόν, κι αποκειά να περάσεις.»
Καφέ γλυκόν του φέρανε εισέ χρυσό φιλτσάνι,
κι ένα τσιμπούκι γιασεμί, χίλια τσεκίνια κάνει.
Στέκει και συλλογίζεται, κουνεί την κεφαλή του,
τα γόνατά του τρέμουνε, παγώνει το κορμί του,
70 κι ετρέχασιν τα μάτια του δάκρυα σαν τα ροβίθια.
«Άτσαμπα 34 να με δώσουνε σακούλια πεντακόσια,
να σιάσω το σεράγι 35 μου ως ήτονε και πρώτα!»
Και ο πασιάς κρυφογελά, λέγει του σερασκέρη· 36
«Για τη ζωήν του δεν ψηφά, μα το σεράγι θέλει.»
75 Κι απής απόπιε τον καφέ, του παίρνουν το τσιμπούκι.
πιάνουν και καταβάζουν τον κάτω εις το τιμπρούκι, 37
και πιάνουν και του γδέρνουνε το χειλομάγουλό του,
κι ένα γυαλί 38 του δώκανε να δει το πρόσωπό του.
Κι απής και απογδάρανε και τη δεξιά του χέρα,
80 ετότες ετουρκεύσανε τη μια του θυγατέρα.
Κι απής και απογδάρανε και τη ζερβιά του χέρα,
ετότε χαζιρεύουνε 39 την άλλη θυγατέρα,
κι ερώτησεν η ορφανή· «Παιδιά, πού ‘ν' ο μπαμπάς μου;»
«Κάτω στο γλέντι κάθεται με τ' άλλα παλικάρια.»
85 Κι εκείνον τον ετρώγανε της θάλασσας τα ψάρια.
62. ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 

Όλος ο κόσμος χαίρεται, όλοι βαρούν παιγνίδια·
η Ρούμελη και τα νησιά στέκουνε πικραμένα.
«Ρούμελη, για δε χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια;»
«Εις τη σκλαβιάν που με θωρείς, στα σίδηρα του Τούρκου,
5 μπρε, να μου πεις να χαιρεθώ πώς σε βαστά η καρδιά σου;
μην είσαι ξένος κι έφθασες, κι ακόμη δεν ηξεύρεις
τι γίνεται στη Ρούμελην, και τι περνά στην Πόλην;
μην είσαι φίλος των Γραικών κι απεθυμάς να μάθεις
το τι έχω και δε χαίρομαι, διατ' είμαι λυπημένη;
10 όποιος κι αν είσαι, άνοιξε την ιστοριάν, και ίδε
τ' ήτον η Γραίκια μια φορά, κι άκουσε τ' είναι τώρα,
που ο τύραννός μου ρήμαξε το γένος των Ρωμαίων.
Πού είναι η Αθήνα μου, πού είν εκείνη η Αθήνα,
που ο κόσμος εθαμάστηκε και σέβεται ακόμη;
15 εκεί επρωτοφάνηκε η ελευθεριά στον κόσμον·
εκεί διαλάλησε ο Σολών των Αθηναιών τους νόμους·
εκεί έτρεχαν να φωτισθούν της Ευρωπής τα έθνη,
κι από τα πέρατα της γης έρχουνταν στην Αθήνα
των βασιλέων τα παιδιά στεριάς και του πελάγου,
20 άλλα να δουν τ' εργόχειρα των θαυμαστών τεχνίτων·
άλλα να σμίξουν τους σοφούς, να μάθουν επιστήμες
ν' ακούσουν παραδείγματα από τους φιλοσόφους.
Εκείν' η Αθήνα που γροικάς, που ‘λαβε τόσην φήμην,
τώρα η σκλαβιά την έφαγε, τώρα δεν είναι πλέον,
25 τώρα οι διαβάτες που περνούν, οι ξένοι που διαβαίνουν,
άλλον εκεί δε βρίσκουνε, άλλον εκεί δε βλέπουν,
παρ' ένα έρημον χωριόν κει που ‘τον η Αθήνα,
κι έναν φιλάργυρον αγάν στον τόπον του Αρεοπάγου.
Και ποιος ν' αράξει στον Μοριά και δάκρυα να μην χύσει;
30 και όποιος είχε τον ιδεί στον καιρόν των Ελλήνων,
πριχού παρά να σκλαβωθεί, έπρεπεν να πιστεύσει
τον είχαν κτίσει οι θεοί διά μιαν στολήν του κόσμου,
και τώρα είν άγριος κι έρημος, κι άγρια θερία θρέφει.
Όπου ρίξω το βλέμμα μου, όπου γυρίσω, βλέπω
35 σκλαβιά, χηράδες κι αρφανά και Τούρκους ματολαύτες.
Στη Ρούμελην κάθε πασάς, στον τόπον που ορίζει
έστοντας εφταξούσιος, ό,τι του ορμήσει κάμνει·
γδύνει, αφανίζει φαμελιές, και χόρτασιν δεν έχει
όσον που να δει τον ραγιά γυμνόν και πεινασμένον·
40 κι αν είν' κανένας πλούσιος, μαύρη, κακή του μοίρα!
να χάσει πλούτη και ζωήν κάθε ώρα κινδυνεύει.
και τα καημένα τα νησιά ανάπαυσιν δεν έχουν,
ποτέ δε λείπουν απ' εκεί οι κλέπτες της θαλάσσης,
Τούρκοι, Φράγκοι και Βάρβαροι, όλοι τα κατατρέχουν·
45 και ποιος να δει την Έγριπον, 40 να μην κακοκαρδίσει;
τη Ρόδο να μην λυπηθεί, την Κρήτην να μην κλαύσει,
και τα επίλοιπα νησιά να μην αναστενάξει;
Βγαίνει κι ο Καπετάν πασάς, μία φορά τον χρόνον,
με αρμάδα στ' Αρχιπέλαγο τον γύρον του να κάμει·
50 τρομάρα πιάνει τα νησιά, σαν μάθουνε πως φθάνει·
με χρυσά δώρα τρέχουνε να τον συναπαντήσουν·
έτσι και δεν τους οργισθεί και δεν τους αφανίζει.
Και ακόμη όλα δεν τ' άκουσες όσα οι Ρωμιοί παθαίνουν·
κάθε Τούρκος και τύραννος, κάθε Ρωμιός και σκλάβος·
55 ο Τούρκος δέρνει τον Ρωμιόν, και ποιος να του μιλήσει,
και να σκοτώσει ένα ραγιά, ποιος πάει να τον καλέσει;
Να μην θαρρείς τι ένας Ρωμιός από φοβέρα αφήνει
να κτυπηθεί του βάρβαρου που τρέχει να τον δείρει!
Ρωμιός εις τ' άρματα ποτέ Τούρκον δεν εφοβήθη,
60 μα πρέπει να ‘χει απομονή, ότι, αν βαρέσει Τούρκον,
μπορεί να πάρει τα βουνά, κι ας παν να τον γυρεύουν!
μα οι Τούρκοι που δε συγχωρούν Ρωμιού που να βαρέσει,
πέφτουν και κάνουν αθεσιά απάνω στους δικούς του.
Να σου ποιες είναι των Τουρκών οι κρίσες στον Λεβάντε.
65 «Πόλη μου, που είν τα κάλλη σου, Πόλη δυστυχισμένη;
Πόλη μου, φως που φώτιζες Ανατολή και Δύση,
και τώρα είσαι η κατοικιά βαρβαροτάτου γένους·
και βλέπεις την Αγιάν Σοφιά στ' Αγαρηνού τα χέρια,
να κάθεται κι ο Μαωμέθ εις των Γραικών τον θρόνον,
70 να θρέφει τα Ρωμιόπουλα με της σκλαβιάς το γάλα.
«Ευρώπη, και τι σου ‘καμα και χαίρεσαι να βλέπεις
ένα θεριό στον θρόνον μου, που δε χορταίνει αίμα;
μ' ένα σημάδι του χεριού χίλια κεφάλια πέφτουν·
κι εγ' όλα ταύτα βλέπω τα και μαύρα δάκρυα χύνω·
75 και που να πω τα πάθη μου κανένανε δεν έχω·
κανένας δεν ευρέθηκε να με παρηγορήσει,
φαρμάκι ωσάν τι επότισα όλην την οικουμένην·
κι όλοι μ' αλησμονήσανε, κανείς δε με λυπάται,
κι οι Μόσκοβες οι φίλοι μου, η μοναχή μ' ελπίδα,
80 και τι καλό μου κάμανε, σαν ήλθαν στον Λεβάντε;
να μ' αφανίσουν τα νησιά και να με παραιτήσουν·
και πάλιν με τον τύραννον να κάμουν την αγάπην,
να σου σε τι κατάστασιν μ' ήφερεν η σκλαβία·
μία σκλαβιά τόσο σκληρή στον κόσμον δεν εφάνη,
85 κι ελπίδα από καμιά μεριά να λυτρωθώ δεν έχω·
και συ μου λέγεις να χαρώ, παιγνίδια να βαρέσω,
που άλλου, παρά στα δάκρυα μου, παρηγοριά δε βρίσκω.
63. Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ 

(1800)

Απόψ' είδα στον ύπνον μου, στον ύπνον που κοιμούμουν,
πέντε ποτάμια πέρναγα, τα πέντ' αράδ' αράδα·
το ‘να ποτάμ' ήταν θολό, θολό κι αιματωμένο,
κι εγώ μαύρος εφώναζα, όσο κι αν ημπορούσα·
5 «Παιδιά μου, κάμετε καρδιά, και πέρα να ριχθούμε,
τους Τούρκους θα βαρέσομε, θα πάρομε και σκλάβους.»
Κι από τον ύπνον ξύπνησα, σαν τρομαγμένο λάφι,
κι ακούω μια ψιλή φωνή, ψιλή κι ανδρειωμένη,
το καραούλι 41 φώναζε, το καραούλι κράζει·
10 «Για σήκου, Κατσαντώνη μου· για σήκου, καπετάνε·
μας πρόδωκαν, μας πλάκωσαν οι σκυλοαρβανίτες.»
«Με τι ποδάρια να σταθώ, με τι χέρι να πιάσω
το έρημο τουφέκι μου και το μαύρο σπαθί μου!
Έλα, Γεωργάκη αδελφέ, κι έπαρε το κεφάλι,
15 να μη το πάγουν στον πασά, στον σκύλο τον Βιζίρη·
σύρε να βρεις το κόλι 42 μου, να βρεις τον Λεπενιώτην.
Τι να σε κάμω, Σουφ αγά, πέντε γροσιών Αράπη!
Ανάθεμα την ευλογιά που μ' έκαμε κουφάρι!
και σ' έδειχνα, παλιότουρκε, ποιος είν ο Κατσαντώνης.
20 Αφήν' οπίσω τα παιδιά κι αυτόν τον Λεπενιώτη,
να ξαγοράσ' το αίμα μου με τούρκικα κεφάλια.»
64. Η ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ 

(1812)

Σε κορφοβούνι κάθουμουν, μαύρος, αγρυπνισμένος,
με το τουφέκι στο πλευρό και το σπαθί ζωσμένο,
κι εκεί προς τα χαράγματα, κι εκεί προς την αυγούλα,
βλέπω τον ήλιο πόβγαινε κι εχρύσωνε τες ράχες,
5 κι εκεί που διαλογίζομουν σε ποιο λημέρι να πάγω,
ακούω μια ψιλή φωνή, γυναικεία μοιρολόγια,
ήταν η καπετάνισσα, η μάνα των Λαζαίων,
σ' ένα λοφίδι κάθουνταν, ξέπλεγε τα μαλλιά της,
μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογάει και λέγει·
10 «Για παύστε λίγο τη φωνή, αηδόνια του Ολύμπου,
και σεις, πλατάνια φουντωτά, φέτος να μαρανθείτε.
Τι ζουρλαμάδα, βρε παιδιά, σας ήλθε στο κεφάλι,
κι αφήσετε τον Όλυμπον, το πατρικό σας κόλι,
και να πλανάστε στον γιαλό, μες στα παλιοκαΐκια;
15 Καμάρι των αρματολών ο Όλυμπός μας είναι·
εκεί λιοντάρια κάθονται, εκεί θηριά φωλεύουν.
Ανάθεμά σ', Αλή πασά, σκυλί φαρμακωμένο!
μέρα και νύκτα κυνηγάς τους μαύρους τους Λαζαίους·
Να σκάσεις, βρε παλιότουρκε, και συ, παλιοαρβανίτη·
20 στους Τούρκους οι αρματολοί ποτέ δεν προσκυνούσι.
Κατάρα να 'χετε, παιδιά· τα σώματα μη λιώσουν,
όσο να ζείτε, την Τουρκιά να μη την προσκυνάτε.»
65. Η ΚΥΡΑ ΦΡΟΣΥΝΗ 

(Εις την κυρίαν Φροσύνην, την ωραιοτέραν των εν Ιωαννίνοις γυναικών, την οποίαν, επί λόγω εγκλήματος μοιχείας, έπνιξεν εις τη λίμνην ο Αλήπασας, ομού με άλλας τινάς υπόπτους.)

Τραβάει αέρας και βοριάς, και κυματάει η λίμνη
να βγάλει τες αρχόντισσες και την κυρά Φροσύνη.
«Φροσύν', σε κλαι το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου,
σε κλαιν όλα τα Γιάννινα διά την ευμορφιά σου·
5 Φροσύν', σε κλαι η άνοιξις, σε κλαι το καλοκαίρι,
σε κλαίει κι ο Μουχτάρπασας με τον τσεβρέ στο χέρι.»
66. H ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΑΛΗΠΑΣΑ 

Πέμπτη κινάει Αλήπασας, στη βρύση πα να κάτσει·
παρακαλεί τ' ασκέριν του, κι αρχίνησε να κλαύσει·
«Παρακαλώ σας, βρε παιδιά, μη μπαίνετε στο κρίμα·
πολλοί μ' ενταγιαντήσαταν, 43 βαστάτε κι ένα μήνα·
5 εις ένα μήνα καρτερώ να μόρθει το ιτλάκι, 44
κι αν σας γελάσω, βρε παιδιά, ρίξτε με στο χαντάκι.»
Βασιλική του έλεγε το βέβαιο χαμπέρι· 45
«Να σηκωθείς, Αλήπασα, να πας στο Τεπελένι,
Αλήπασα, αποφάσισε να βγεις να προσκυνήσεις
10 Σουλτάν Μαχμούτης είν κακός, με ποιον θα πολεμήσεις.»
«Τέτοιους πασάδες πόστειλε στον νουν μου δεν τους βάνω,
αν είν' το ταξιράτι 46 μου σήμερον ν' αποθάνω·
τέτοιοι πασάδες είν' αυτοί και τέτοιοι βεζιράδες,
τους έχω σαν το κάψαλον, σαν κάλπικους παράδες.»
Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη,
έφθασε κι ο Χουρσίτπασας, να δούμε τι θα γένει.
«Εσύ, μωρέ Χουρσίτπασα, κιοϊλές 47 αγορασμένος,
θα πάρεις τον Αλήπασα, οπού ‘ναι ξακουσμένος;
Δεκάξι μήνες πολεμώ με δεκαφτά πασάδες,
και τώρα μ' επαράδωσαν οι άπιστοι αγάδες.
Ο Αγακιόρης το ‘καμεν εγώ για ν' αποθάνω,
κι εγώ στον άλλον τον ντουνιάν 48 νταβά 49 θε να του κάνω.»
Στες δεκαπέντε του Μαγιού πάγει ο Βεζίρης πέρα,
πάει στον Παντελεήμονα να πάρει τον αέρα.
«Σήκω, καημένη Βασιλική, και χόρευσε καμπόσο·
είναι ζωή και θάνατος, τάχα να σ' ανταμώσω!»
Εστέναξ' η Βασιλική στη μέση απ' τον Δρόσκο·
«Μεντέτ! 50 αφέντη πόχασα στην Πόλη δεν τον βρίσκω!»
67. ΦΩΤΟΣ ΤΣΑΒΕΛΛΑΣ 

Τ' είν' το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι,
που κλαίνε τα κλεφτόπουλα, παρηγοριά δεν έχουν,
ρήμαξαν τα λημέρια τους κι αυτά τα ρημοκλάδια,
γιατ' έπιασαν τον πρώτο τους, τον καπετάν Τσαβέλλα·
5 στα Γιάννινα τον πάησαν με τρεις χιλιάδες Τούρκους,
χίλιοι παγαίνουν ομπροστά και δυο χιλιάδες πίσω.
Δερβέναγας τον πάγαινε στ' Αλήπασια την πόρτα,
κι Αλήπασιας που το μαθε, πολύ του καλοφάνη·
προστάζ' τους Τσιοχαντάριδες 51 μπροστά του να τον φέρουν,
10 να τον ιδεί στο πρόσωπο και να τον κουβεντιάζει·
τον λόγο δεν απόσωσε, του φέρνουν και τον Φώτο,
κι Αλήπασιας τον ρώτησε, γλυκά τον κουβεντιάζει·
«Φώτο, γιατί ζουρλάθηκες και δε μ' επροσκυνούσες,
να ‘σουν δικός μου πάντοτε, καθώς επιθυμούσα,
15 για να σε κάμ' αρματολό και πρώτο καπετάνιο;»
Ο Φώτος τ' αποκρίθηκε και άφοβα του λέει·
«Δε θέλω ν 'μ' αρματολός, δε θέλω καπετάνιος,
να προσκυνώ τους Λιάπηδες, 52 να προσκυνώ τυράννους.»
Αλήπασιας σαν τ' άκουσε βαριά του κακοφάνη,
20 το Μωρεμπρέτ' εφώναξε και με θυμό του λέει·
«Για πάρτε τον τον κερατά, για πάρτε τον τον κλέφτη,
και βάλτε τον στη φυλακή και μέσα στο μπουτρούμι.»
Στην ώρα τον φυλάκωσαν στο σκοτεινό μπουτρούμι·
γράφει κι ο Φώτος μια γραφή, στέλνει στο Κακοσούλι·
25 «Μάνα, πολλά σε προσκυνώ και σου φιλώ το χέρι·
στη Χάιδω χαιρετίσματα και της φιλώ τα μάτια.
Τον πόλεμο μην παύσετε τη μέρα και τη νύχτα,
τ' εμένα μ' έχουν στο νησί, μέσα στο μοναστήρι,
μέσα στον Παντελεήμονα, στη φυλακή δεμένο
30 με δυο αλύσους στον λαιμό και τέσσαρους στα χέρια,
και στα ποδάρια σίδερα στο κούτσουρο δεμένα,
και παλικάρια δεκοχτώ φυλάουν καραούλι.
Μάνα μου, στείλε τα παιδιά, στείλε μου τη γυναίκα,
για να τ' αφήσω στον πασιά, ρεχέμνια 53 στον βεζίρη,
35 όσο να βγω ‘π' τη φυλακή, να βγω 'πό τους αλύσους,
θα ζώσω το σπαθάκι μου, να ‘ρθω να τους γλιτώσω.»
— Ακούστε, Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
όσο είν' ο Φώτος ζωντανός πασιά δεν προσκυνάει,
πασιά έχ' ο Φώτος το σπαθί το τουρκοματωμένο.
68. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ 

(1821)

Ποιος είδε τέτοια συννεφιά, ποιος είδε τέτοια, αντάρα,
που τούτο χρόνο πλάκωσεν Ανατολή και Δύση;
Τον πατριάρχη κρέμασαν, τον άγιο τον Γρηγόρη,
σαν να ‘τανε κατάδικος στης εκκλησιάς την πόρτα.
5 Εκεί που ελειτούργαε, κι ευλόγαε το γένος,
πλακώνουν οι Γιανίτσαροι, κι οι Οβριοί αντάμα.
«Κόπιασ', αφέντη δέσποτα, και διάβασ' τα φερμάνια,
που λεν να σε κρεμάσομε στης εκκλησιάς την πόρτα·
δε σ' άρεσε να κάθεσαι στον θρόνο θρονισμένος,
10 μα θέλησες Ρωμαίικο την Πόλη να τη φκιάσεις.»
Άλλοι τον δέρνουν...
69. O ΚΟΜΝΑΣ ΤΡΑΚΑΣ 

(1821)

Ο Δίπλας πάει, πέρασε πέρα κατ' τη Μαγούλα,
να καρτερήσει ένα πασά, με δυο με τρεις χιλιάδες.
Σαν πήγε κι αποκλείστηκε μέσα εις τ' Αλισάκκου,
φέρνουν τόπια 54 απ' την Έγριπο, κανόνια απ' το Ζητούνι,
5 να ρίξουν να χαλάσουνε αυτόν τον γιο του Τράκα.
Και μια φωνή ακούστηκε, και μια φωνή του λέγει·
«Μην είσαι συ ο Πανουργιάς, μην είσαι κι ο Δυσσέας;» 55
«Δεν είμ' εγώ ο Πανουργιάς, δεν είμαι κι ο Δυσσέας
μόν' είμ' απ' την Αγόργιαννη, της Φούρκας το ξεφτέρι.»
70. Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ TOΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 

Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
ν' αγνάντευα τη Ρούμελη, το μαύρο Μεσολόγγι,
που πολεμεί με την Τουρκιά, με τέσσερους πασιάδες,
κι οι πρώτοι της Αρβανιτιάς με δώδεκα χιλιάδες.
5 Που σταίνουν τόπια της στεριάς, καράβια του πελάγου,
πέφτουν οι μπάλες σαν βροχή, οι μπόμπες σαν χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοτούφεκα ως άμμος της θαλάσσης·
πέφτουν και του Μεσολογγιού ολίγα με την τάξιν,
γιατί βρεθούκαν λιγοστά, τουφέκια τετρακόσια·
10 τους λέγουν να παραδοθούν, τους λεν να προσκυνήσουν,
κι αυτοί γυρεύουν πόλεμον, στ' άρματα να χαθούνε.
«Δε γινομέστε άπιστοι σαν τους Ξερομερίτες,
σαν τα σκυλιά τους Βαλτινούς, σαν τον Τουρκογεωργάκη,
που πρόδωσεν τ' αδέλφια του, για να τα διαγουμίσει.» 56
15 Μικροί μεγάλοι φώναζαν «Στ' άρματα να σταθούμεν,
πατρίδα να γλιτώσομεν, ή να θανατωθούμεν·
τον τόπον να τιμήσομεν, το άνθος της Ελλάδος,
που ‘ναι στον κόσμον ξακουστός, είναι κι επαινεμένος,
που ‘ναι κλειδί της Ρούμελης, και του Μοριά κολώνα.»
20 Ο πρίγκιπας τους έλεγε, κι ο αρχηγός ο Μάρκος·
«Παιδιά μου, νταγιαντήσετε 57 όσο κι αν ημπορείτε·
μεντάτια 58 θα μας έλθουσι στεριάς και του πελάγου,
κι αν μας αφήσουν μοναχούς, πάλιν δεν προσκυνούμεν·
το γένος θα τιμήσομεν, ως είν' το φυσικό μας,
25 γιατί μας εντροπιάσανε οι παλιογουρναραίοι·
τόσο δε φταίγει ο λαός απ' τους Ξερομερίτες,
ως η δική των κεφαλή, ο σκύλο Βαρνακιώτης,
που η βουλή τον τίμησε και αρχηγόν τον βάνει·
σαν ο Ιούδας πλην κι αυτός την προδοσιάν μας κάμνει·
30 μην το βαστάξεις, ουρανέ· και, γη, μην υπομείνεις
τέτοιον κακό που έκαμεν ο Τούρκο Βαρνακιώτης,
που χάλασε το Κάρελι, το πήρε στον λαιμόν του.
Κλαίουν μητέρες τα παιδιά, γυναίκες δε τους άνδρας,
και οι βοσκοί τα πρόβατα, ζευγίται τα ζευγάρια,
35 κλαίει κι η γη για τα σπαρτά όπου τα αφανίσαν.»
Τούρκοι τον Μάρκο φώναζαν να βγει να προσκυνήσει,
και βιλαέτια 59 τόταζαν να έχ' αρματολίκι.
«Εγώ δε γίνομ' άπιστος, δεν είν το φυσικό μου,
γιατ' είμαι Μάρκος Μπότζαρης, ο πρώτος απ' το Σούλι.
40 Εγώ Τουρκιά δεν προσκυνώ, τους παλιοαρβανίτες·
θέλω βαστάξει πόλεμον με τους Μεσολογγίτες,
και ηύρα δύναμες πολλές, ηύρα και παλικάρια,
οπού βαστούσι τ' άρματα, στέκονται σαν λιοντάρια.»
Οι γκεμιτζήδες 60 πολεμούν κανόνια και τρουμπούνια,
45 κι οι στεργιανοί με τα σπαθιά στέκουν ξεγυμνωμένα.
Τεχνίτες και μπακάληδες, σαν φίδια μανισμένα,
ρίχνουν τουφέκια φοβερά, τραβούν και γιαταγάνια, 61
θάνατον δε στοχάζονται, ρίχνονται σαν λιοντάρια·
τους Τούρκους ανακράζουσι και τους περιγελούσι,
50 και τα μεντάτια καρτερούν ευθύς να τους ριχθούσι·
μονάχοι των νταγιάντησαν μέρες είκοσι δύο.
Ημέρα νύκτα πόλεμο, κι άυπνοι εις το κρύο,
τότε μεντάτια έφθασαν οι Πελοποννησιώτες,
μαζί με τον Πετρόμπεη και μερικοί νησιώτες.
55 Φέρνουν μπαϊράκι' απ' τον Μωρεά, τα στένουν στο χαντάκι,
τότε οι Τούρκοι έπιναν χίλιων λογιών φαρμάκι·
βάρεσαν τα τουμπλέκια τους να μαζωχθεί τ' ασκέρι,
να 'δούσι για να κάμωσι όπως τους δώσει καίρι.
Ομερπασιάς εφώναζε, κράζει τους Αρβανίτες,
60 Τσοχαταραίους διαλεκτούς, τους Αληπασιαλίδες·
«Πού ‘στε, Τσοχαταραίοι μου, τ' Αλή πασιά τσεράκια; 62
τώρα τιμήστε την Τουρκιάν, ρίχθετε στα χαντάκια·
τώρα καιρός στον πόλεμον διά να τιμηθούμεν,
τώρα να καζαντίσομεν 63 και να μη ντροπιασθούμεν.
65 Τίποτες δε μας έμεινεν απ' τους Μεσολογγίτες,
όλους μας εντροπιάαανε, Πολίτες κι Αρβανίτες.
Όλοι τους ορκισθήκανε αμέτι Μουχαμέτη,
στο Μεσολόγγι να εμβούν, να κάμουν κιαμέτι. 64
Ημέρα των Χριστουγεννών προ του να ξημερώσει·
70 Αλλάχ, Αλλάχ! εφώναξαν, κι έκαμαν το γιουρούσι·
και η ορμή των έπεσεν εις τους Μεσολογγίτες,
ως βρίσκοντο ξεχωριστοί από τους Μοραΐτες·
έκαμαν κι ένα στοχασμόν, τους είχαν για ψαράδες,
αυτοί όμως ευρέθησαν ανδρείοι παλικαράδες.
75 Οι Τούρκοι σκάλες έβαλαν κι ανεβούν στο χαντάκι·
κι από βολές κι από σπαθιές έπιπταν σαν μπακάκοι, 65
πόσοι εσκοτωθήκανε σ' εκείνο το γιουρούσι
τις δύναται να στοχασθεί και να τους αριθμήσει;
Δυο Έλληνες μόνον γνωστοί πίπτουν Μεσολογγίται,
80 και πεντακόσιοι χάθηκαν Γκέκιδες κι Αρβανίται.
Ο πρώτος ονομάζουνταν Νικόλαος Κακούρης,
ομού κι ο άλλος λέγονταν Γεώργης ο Μικρούλης·
όλοι τούς ελυπήθηκαν, ότ' ήταν παλικάρια,
πολέμησαν και δυνατά, σαν φοβερά λιοντάρια·
85 διότι εσκοτώθηκαν, τώρα μην τους θρηνείτε·
για την πατρίδα πέθαναν, για τούτο συγχαρείτε·
όσοι στο γένος χάνονται δεν είναι ποθαμένοι,
αφήνουν όνομα καλόν και πάγουν δοξασμένοι·
οι Τούρκοι ενικήθηκαν, φεύγουν και δεν τηρούνε,
90 Έλληνες όμως χαίρονται, γελούν και τραγουδούνε.
Των Τούρκων τα μπαϊράκια μένουν εις το χαντάκι,
κι οι Έλληνες τα μάζωξαν και τα ‘καμαν δεμάτι·
ύστερον τα εμοίραζαν επάνω στα ταμπούρια, 66
και όσοι τα επαίρνανε, στόλιζαν τα γαϊδούρια·
95 τότ' οι πασάδες έκλαιγαν ωσάν απελπισμένοι,
διότι αφανίσθηκαν και φεύγουν ντροπιασμένοι·
δάκρυα πικρά εχύνασι σαν τα μωρά παιδία,
κτυπούσαν και τα στήθη των με άμετρον μανία.
Κι αμέσως που εμάθασι οι δυστυχείς πασιάδες
100 πως έρχεται ο Οδυσσεύς με δώδεκα χιλιάδες,
αφήνουν τα κανόνια τους, μουρτάρια και τσαντέρια,
και, χωρίς πλέον να στραφούν, φεύγουν σαν τα γαϊδούρια·
εις το Βραχώρι στάθηκαν στην άκρη στο ποτάμι,
γιατί ήτον κατεβασιά, φοβούν να μην τους πάρει·
105 τι μηχανήν στοχάσθηκαν! ο δαίμονας τους βάνει,
παίρνουν σχοινιά και δένονται να έμβουν στο ποτάμι.
Χίλιοι επτακόσιοι εχάθηκαν και τότε,
ως μας το ειδοποίησαν πολλότατοι στρατιώται.
Αν έλειψ' η διχόνοια απ' τους καπεταναίους,
110 κι από καμπόσους άρχοντας, κι ασύμφωνους Ρωμαίους,
πασάδες δεν επέστρεφαν στον τόπον τους να έμπουν,
να κάμουν νέαν σύναξιν κι επάνω μας να έλθουν.
71. Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ 

(1822)

«Κολοκοτρώνη Θοδωρή, πρώτε μου καπετάνιε,
μην ξεπατώνεις την Τουρκιά, τους μπέηδες σκοτώνεις·
πες μας αν θέλεις χαζηνέ, 67 να στείλομ' όσα θέλεις.»
Και πίσω γράμματα ‘στέλνε, και πίσω γράμμα στέλνει
5 «Δε θέλω 'γώ τον χαζηνέ, μηδέ το μάλαμά σας.
μόν' θέλω τα κεφάλια σας, στ' Ανάπλι να τα στείλω.»
«Βάστα, καημένε Θοδωρή, και συ, Κολοκοτρώνη·
πελτά κι έλθ' ο Ρεσίτ πασιάς κι αυτός Ομερβριόνης,
μεντάτι να μου κάμουνε να βγω να πολεμήσω.»
10 «Πού είσαι, βρε Κιαμίλμπεη, και συ, μπέη Κορθιώτη·
για πάρ' τα παλικάρια σου και ούλο σου τ' ασκέρι,
κι έβγα να πολεμήσομε μες τ' Αναπλιού την πόρτα,
να δεις του Πάνου το σπαθί, Γενναίου το τουφέκι,
πως πολεμά κατάκαμπα δίχως κανέν μεντάτι.»
15 Τρεις Τουρκοπούλες κάθουνται εις την επάνω τάμπια, 68
εκλαίγανε τον πόνον τους και το παράπονόν τους,
κλαίνε τ' αχούρια γι' άλογα, κι οι δεμοσιές για Τούρκους,
κλαίει κι η μαύρ' η μπέηνα για τον Κιαμήλ εφέντη.
72. Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΖΑΡΗΣ 

(Περ. 1823)

Να ‘χεν ημέρα βροχερή και νύχτα η πουντισμένη
που βαλλ' ο Μάρκος τη βουλή μες στην Τουρκιά να πάγει,
τ' αποβραδύ σηκώθηκε, στες τρεις του μεσονύχτου,
ψιλή φωνίτσαν έβαλε όσον κι αν εδυνήθη·
5 «Όσ' αγαπάτε τον Χριστόν και είσθε βαπτισμένοι,
τουφέκι να μη ρίψετε σ' αυτούνους τους Περσιάνους.» 69
Μόν' τα σπαθιά τραβήξανε κι εκόψαν οκτακόσιους.
Σκοδράν πασάς του φώναξε, Λατίν πασάς του λέγει·
«Δεν το ‘λπιζα, βρε Μπότζαρη, να ‘ρθεις τώρα τη νύχτα.»
10 — «Tι λες αυτού, Σκοδράν πασιά, κι ογλάνι 70 των πασάδων,
θε να σε πιάσω ζωντανόν, σαν όλους τους πασάδες.»
Μια μπαταριά 71 του ρίξανε τη νύκτα κι απεκρίθη,
ψιλή φωνίτσαν έβγαλε και βαριαναστενάζει·
«Βρε πού ‘σαι, Κώστα μ' αδελφέ, μωρέ Κίτσο Τσαβέλλα;
15 να μη κιοτεύτε 72 την Τουρκιά, βαρείτε στους μουρτάτες, 73
και μένα μ' εσκοτώσανε, πηγαίνω για το γένος.»
Μάρκο μ', σε κλαίγ η Ρούμελη, όλ' οι καπεταναίοι,
μα σαν τον κλαίγ' φτωχολογιά, άλλος πολύ δεν κλαίγει·
73. ΑΠΟΒΑΣΙΣ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ, ΚΑΤΑ TO 1826 ΕΤΟΣ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΗΡΟΝ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ Ή ΜΑΝΗΣ 

(21-25 Ιουνίου)

Στο ρημοκλήσι του Δηρού
λειτούργ' ο πρωτοσύγκελος,
και τ' άχραντα μυστήρια
έφερνε στο κεφάλι του,
5 ψάλλοντας το χερουβικόν.
Μόν έξαφνα κι ανέλπιστα
Τούρκοι τον περιλάβανε,
κι έλαβε μόνον τον καιρόν
κι εσήκωσε τα χέρια του
10 κι είπεκε· «Παντοδύναμε,
δυνάμωσε τους Χριστιανούς,
τύφλωσε τους Αγαρηνούς
τη σημερινήν ημέραν.»
Μα οι άνδρες όλοι ελείπασιν,
15 ήταν στη Βέργαν τ' Αρμυρού,
όπου Τρωάδ' ο πόλεμος
επαΐνε δυο μερόνυκτα·
μόνα τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελοι,
20 γιατ' ήτο θέρος, βρέθεσαν
με τα δρεπάνια στα λουριά.
Καθόλου δε δειλιάσασι,
καθόλου δεν τρομάξασι,
μόν' έδωκαν την είδησιν
25 στον Κωνσταντίνον με πεζόν.
Κι εκείνος, ως πολέμαρχος,
εσύναξ' όλα τα χωριά,
γράφει και στέλνει στ' Αρμυρόν,
κι έδραμε κατά τον Δηρόν.
30 Βλέπει γυναίκες να χερούν
και τα δρεπάνια να κρατούν,
τους Αραβάδες να κτυπούν.
«Εύγε σας, ματά εύγε σας!
γυναίκες, άνδρες γίνετε,
35 σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,
σαν Αμαζόνες κρούετε!»
Είπε, κι εβρυχουμάνισε
σαν το λιοντάρι στα βουνά.
Τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα·
40 τότε τα παλικάρια του
πετάχθησαν σαν τους αϊτούς,
κι επιάσθηκαν με τους εχθρούς
χέρια με χέρια ανάκατα·
τους εκαταποντίσασι,
45 και τους εβάλασι μπροστά
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα.
Σφάζοντες και σκοτώνοντες,
φθάσασι στην ακρογιαλιάν,
που μέλισσ' ήτον η Τουρκιά.
50 Τότε, σ' εκείνην τη στιγμήν,
αγνάντιαζαν κι επρόφθασαν
τα παλικάρια τ' Αρμυρού,
οπού τη νίκην φέρνασι.
Πρώτος ήτο κι εμπροσθινά
55 ο υγιός του γέρου βασιλιά·
είχε τα πόδια του φτερά,
που ‘τον ο πρώτος άγωρος.
Ξεγυμνωμένον το σπαθί
εκράτει, και τα μάτια του
60 σπίκιες και φλόγες βγάζουσι.
«Έχετε θάρρος, είπεκε
με μιαν φωνή σαν τη βροντήν
μη τα φοβείσθε τα σκυλιά·
ας είν' πολλοί κι αμέτρητοι,
65 ήτον πολλοί και στ' Αρμυρόν,
κι εμείς τους ενικήσαμεν,
κι όλους τους εξοφλήσαμεν.»
Πρόφθασε τότε κι αρχηγός,
πρόφθασε κι αρχιστράτηγος,
70 οπού 'ναι πενταγνώστικος
στις μάχες, στα πολιτικά,
κι είπε στα παλικάρια του,
κι είπε σ' όλον το στράτευμα·
«Όσοι πιστοί εμπρός, παιδιά,
75 σήμερον γεννηθήκαμεν,
σήμερον να σώθωμεν!»
Ήνοιξ' η μάχη τρομερά,
κι ήτανε ξεσυνέρισις
σ' όλα τα Σπαρτιατόγονα
80 ποίοι τα πάροσθινσι 'μποί·
οι Τούρκοι αντιστεθήκασι
τ' ήσαν στην άκραν του γιαλού·
μες στο στερσό δειλιάσασι,
κι επέφτασι στη θάλασσαν,
85 σαν τα τυφλά τετράποδα·
γιατ' ήτο θέλημα θεού
να ‘σακουσθεί η παράκλησις
τ' άγιου πρωτοσύγκελου.
74. O ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ 

(1827)

Τρεις περδικούλες κάθουνται στο κάστρο της Αθήνας,
είχαν τα νύχια κόκκινα, και τα φτερά βαμμένα·
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν·
«Παρασκευή ξημέρωσε να μ' είχε ξημερώσει!
5 Νησιώτες κάμαν την αρχήν, στον κάμπον ροβολάνε,
κι αρχέψανε τον πόλεμον, Ελληνικό σεφέρι·
χέρια με χέρια πιάστηκαν, με τα σπαθιά βαρούνται.»
Καραϊσκάκης τ' άκουσε, πολύ τον βαρ' εφάνη,
κράζει τους μπουλουξήδες του, τους καπεταναραίους·
10 — «Εσφάγηκαν τ' αδέλφια μας, κόπηκαν τα ορδιά 74 μας,
για πάρτε τα τουφέκια σας, ζωσθείτε τα σπαθιά σας,
τι σήμερ' γεννηθήκαμε, σήμερα θα σωθούμε·
για τον Κιοτάγια ζωντανόν, για όλοι να χαθούμε.»
Τ' άτι του καβαλίκεψε, και το σπαθί τραβάγει,
15 εννιά ταμπούρια σκόρπισεν, εμπήκε μες στη μάνδρα·
μια μπαταριά του ρίξανε οι Τούρκοι κι οι Ρωμαίοι.
Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε και βαριαναστενάζει·
«Βρε πού ‘στε, Κώστα Μπότζαρη, μωρέ Κίτσο Τσαβέλλα,
να μην κιοτεύστε την Τουρκιά, να μην ‘λιγοκαρδίστε,
20 και χαλασθούν οι χριστιανοί τους πάρομ' στον λαιμό μας,
Κι εγώ θα πάγω στ' Κουλούρι, κοντά στον Αι-Δημήτρη,
που ‘χει βασιλικούς γιατρούς, πελτά και με γιατρέψουν,
κι αν δε γυρέψω, Έλληνες, όλοι να μ' συγχωρέστε.»
— Τον κλαιν τα παλικάρια του, όλ' οι καπεταναίοι,
25 μα σαν τον κλαίγ η φτωχολογιά οπού απέμειν' έρμη.
75. Ο ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ 

Ένα κομμάτι μάλαγμα, ένα κομμάτ' ασήμι,
εκόπ' από τα Τρίκαλα και στην Αθήνα πάγει.
«Δεν κλαις, καημένε Νοταρά, με τον λεβέντ' οπού ‘χες;»
Περάστ' από τα Τρίκαλα, του Νοταρά τα σπίτια,
5 ν' ακούστε τες αρχόντισσες, του Νοταρά τη μάνα,
στα παραθύρια κάθουνται, το πέλαγ' αγναντεύουν.
«Πουλάκια μ', αηδονάκια μου, πόρχεσθ' απ' την Αθήνα,
μην είδατε τον Νοταρά, τον Γιάννη τ' Αρχοντόπλο;
σε τι ταμπούρια πολεμά αντάμα με τους Τούρκους;»
10 — «Χέρια με χέρια πιάστηκαν στη βουλισμέν Αθήνα,
με τα σπαθιά βαριόντουσαν και Τούρκοι και Ρωμαίοι·
μεντάτι εγίνη των Τουρκών από το Γριπονήσι,
και τους εβάλαν εμπροστά σαν πρόβατα, σα γίδια·
άλλοι στη λίμνη πέφτανε κι άλλοι μες τα καράβια·
15 σκότωσαν κι ελαβώσανε όλους καπεταναίους·
κι ο Νοταράς απόστασε, δεν μπόρεσε να φύγει·
Οι Αρβανίτες παν κοντά με τα σπαθιά στο χέρι.
Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε και βαριαναστενάζει·
«Βρε πού ‘στε, παλικάρια μου, μωρέ Κακοσουλιώτες;
20 γυρίστε πίσω, πάρτε με απ' των Τουρκών τα χέρια,
κι αν δε σας ντύσω μάλαμα, Γιάννη να μην με πούνε.»
Σκλάβωσαν τ' Αρχοντόπουλο, τον στρατηγόν της Κόρθος,
που ‘ταν ένας τερέμπεης και νιος σαν το λιοντάρι.
76. Ο ΦΛΕΣΣΑΣ 

Του Φλέσσα η μάνα κάθεται στην Μπόλιανη στη ράχη,
τα κοντοβούνια γνάντευε και τα πουλιά ρωτάει·
«Πουλάκια μ', αηδονάκια μου, που ‘ρχεσθε στον αέρα,
μην είδατε τον στρατηγό, τον Φλέσσ' αρχιμανδρίτη;»
5 — Στα κοντοβούνια πέρασε και στα Σουλεημοχώρια,
και τα παλικάρια μάζωνε όλους κοντοβουνίσιους,
τα μάζωξε, τα σύναξε ταμάμου 75 τρεις χιλιάδες.
Καθούνταν και τα ‘ρμήνευε, σαν μάνα, σαν πατέρας·
«εμπρός, εμπρός, μωρέ παιδιά, στο Νιόκαστρο να πάμε,
10 να κάμομ' ένα πόλεμον με τους στραβαραπάδες·
κι αν δε σας ντύσω μάλαμα, Φλέσσα να μη με πούνε.»
Και ο Κεφάλας τ' έλεγε, και ο Κεφάλας λέγει·
«Του Μισιριού η Αραπιά στο Νιόκαστρο ‘ν' φερμένη·»
— «Σιώπα, Κεφάλα, μην το λες, και μην το κουβεντιάζεις,
15 να μην τ' ακούσ' η διοίκησις, λουφέδες 76 δε μας στείλει,
να μην τ' ακούσουν τα ορδιά, μεντάτι δεν ελθούνε·
να μη τ' ακούσουν τα παιδιά, και τα λιγοκαρδίσεις.»
Ακόμη λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιέται,
κι η Αραπιά τους έζωσε μια 'κοσαριά χιλιάδες.
20 — «Αϊντέ, παιδιά, να πιάσομε στο Ερημομανιάτι.»
Μ' αρχέψανε τον πόλεμο απ' την αυγή ως το βράδυ.
Μπραΐμης βάνει τη φωνή, λέγει του παπά Φλέσσα·
«Έβγα, Φλέσσα, προσκύνησε με ούλο σου τ' ασκέρι.»
—«Δε σε φοβούμ', Μπραΐμ πασιά, στον νουν μου δε σε βάνω,
25 κι εμέ μεντάτι μόρχονται οι Κολοκοτρωναίοι.»
Και στα ταμπούρια πέσανε αυτοί οι Αραπάδες.
Ο Φλέσσας βάνει μια φωνή, και λέγει των στρατιώτων·
και τα σπαθιά τραβήξανε και κάμνουν το γιουρούσι.
Μια μπαταριά του ρίξανε πικρή, φαρμακωμένη·
30 τον Φλέσσα τον εσκότωσαν μαζί με τον Κεφάλα.
Όσ' είσθε φίλοι, κλαύσετε· και σεις, εχθροί, χαρείτε.
77. Ο ΗΛΙΑΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗΣ 

Σ' ούλον τον κόσμον ξαστεριά, σ' ούλον τον κόσμον ήλιος,
και στην καημένη Έγριπο πολλή κατάχνια πέφτει,
που κίνησεν ο μπεϊζαδές να πα να πολεμήσει·
επήγε κι αποκλείστηκε στης Κάρυστος τον μύλο,
5 δέκα ημέρες πολεμά μ' αυτούνους τους Περσιάνους,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν μεντάτι.
Τούρκος δεσπότης γίνηκε, του Λία πα και λέγει·
«Ηλία μ', για δεν πολεμάς σαν παλικάρι που ‘σαι;»
Και το σπαθί του τράβηξε και κάνει το γιουρούσι,
10 δέκα Περσιάνους έκοψε, κι εμπήκε μες στον μύλο·
μια τουφεκιά του δώσανε, του κόψανε το χέρι.
Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε και βαριαναστενάζει·
«Βρε πού ‘στε, παλικάρια μου, και σεις, μωρέ Σπαρτιάνοι;
εδώτε τι μ' εφόνευσε Τούρκος με το τουφέκι.
15 Δεν είν' πουλάκια πουθενά, κανά δυο χελιδόνια,
να παν να πουν του μπάρμπα μου, του δόλιου Κυριακούλη,
μεντάτι να μου κάμουνε, πελτά και με γλιτώσουν.»
Όσ' είστε φίλοι, κλαύσατε· και σεις, εχθροί, χαρείτε·
σκοτώσανε τον μπεϊζαδέ, τ' άξιο το παλικάρι.
78. ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΕΝ ΑΣΚΗΦΩ 

Κάθε ταχύ με τη δροσιάν π' ανοίγει το λουλούδι,
αφουκραστήτε να σας πω το Κρητικόν τραγούδι.
Οι Σφακιανοί εβάστουνε Φράγκικα μπαϊράκια,
και λε πως θε να κάτσουσι στ' αγαδικά κονάκια.
5 Κλαιν οι γιαγιάδες, κλάινε, και λέγουν τον Γιαννάκη
πως θε να κάτσουν οι Ρωμιοί στο δικόν του κονάκι·
κι ούλον τον βιον του μάζωξεν, στη χώρα τ' αποσώνει,
για να πληρώσει την Τουρκιάν, να πα να τση ζυγώνει
Απού τη χώρα πόρισαν δώδεκα μπαϊράκια,
10 για να ζυγώνουν τσοι Ρωμιούς, μην κάψουν τα κονάκια·
πορίζουν στα Τσηκαλαριά, καθίζουν λίγον λίγον,
και τα τσαντήρια στήσανε στο Πρόσνερον, στον Πύργον·
στον Πύργον σαν επήγασιν, θέλουν να πολεμήσουν,
ογιά να βγουν εις τα Σφακιά, κι ένα να μην αφήσουν.
15 Προβαίνουν στο Ξυλόδεμα, κι εμβαίνουν εις τους λάκκους,
κι ευθύς φωτιάν εδώκασιν, κι εμαύρισεν ο κάμπος,
κι ευθύς φωτιάν εδώκασιν, κι εκάψασιν τα σπίτια·
τσοι τοίχους εχαλούσανε, κι έκαναν μιτιρίσια· 77
τα σπίτια σαν εκάψασιν, δεν είχαν πλιο ίντα κάνουν,
20 τ' αμπέλια ξεριζώσασιν, και στη φωτιά τα βάνουν.
Θωρείτε τσοι τους Σφακιανούς, τσοι ρασοτυλιμένους,
απάνω μας θ' αράξουσιν σαν σκύλους λυσσιασμένους,
Τον πρώτον που σκοτώσασιν ήτον εις ένα βάτο,
και τα μπαϊράκια σήκωσαν, κι επήραν ίσια κάτω·
25 εμβαίνουν στο Ξυλόδεμα, κι εμβαίνουν τσοι Πρινάρους,
κι εκεί τσοι κουτελόνουσι 78 και κάνουν τους κουμπάρους·
και παρακάτω στο Κατρέ, που ‘ναι η μεγάλη πέτρα,
εκεί τσοι κουτελώσασιν ‘ποπανωθειό τσοι εδήτις.
Κι όνταν εκατεβαίνασιν στης Κάρπης το πηγάδι,
30 ηθέλασίν το το νερό, δεν είχαν ποιος το βγάλει·
κι όνταν εκατεβαίνασιν στων Λανικών τους κάμπους,
εννιά χιλιάδες ήσανε κι ελείπασιν οι έξι.
79. ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ 

Από τα χθες ‘ρδινάζετο ο Μπέης να μισέψει,
κι άκου μουγκρίζουν τα βουνά, τι αρφάνεψ' η Ελλάδα,
τι πέθαν' ένας πρίγκιπας, ο ηγεμών της Μάνης.
Όλ' αρχηγοί και στρατηγοί
5 από το σπίτι τουτοδά
το Μαυρομιχαλιάνικο,
σ' όλα τα κάστρα, στη Ρούμελη,
και στον Μοριά, στη θάλασσα,
και στη στεριά, με πίστη
10 δουλεύσατε όλοι για την πατρίδα μας.
Οι αρχηγοί και στρατηγοί,
από το σπίτι τουτοδά,
έρχεσθε και μαζεύεσθε,
γιατί μισεύει αφέντης μας
15 να σας εδώσει την ευχή.
Για, φθάσε, Λία μπεζαντέ, 79
έρχου, από την Κάρυστο·
έρχου, Γεωργάκη μπεζαντέ,
από το κάστρο τ' Αναπλιού·
20 ήρωα Κωνσταντίνο μου,
έρχου· καπετάν Κυριακούλακα,
έρχου από τη Ρούμελη,
με το μουστάκι το μακρύ,
οπού ‘χεις βλέμμα λιονταριού.
25 Έρχου, συ Γιάννη μπεζαντέ,
έρχου από το Νιόκαστρο,
και άφησε τα φρούρια,
γιατί μισεύει αφέντης μας,
να σας εδώσει την ευχή.
30 Κι όντας στον Άδη κατεβεί,
σύρτε πάλιν στη θέσιν σας.
Φθάσε, Κατσάκο στρατηγέ,
πο ‘χεις τα πόδια σα φτερά·
κάμε τη θάλασσα στεριά,
35 κι έρχου από την Μπαβαριά,
για να σου δώσει την ευχή
ο μπάρμπας ο Πετρόμπεης.
Ε, αρχηγοί και στρατηγοί,
Έλληνες όλοι κι αδελφοί,
40 εμίσεψεν ο Πετρόμπεης,
που πρόεδρο τον είχετε.
Κλάψετε, χώρες και χωριά,
κι όλα της Μάνης τα παιδιά.
Αφέντη, αφέντη, βασίλεια
45 και κυβερνήτας έκαμες·
κάθε αυλή σ' εγνώριζε,
και όλοι σ' εδοξάσανε,
και την Τουρκιά την τρόμαξες.
Κλάψτε, της Μάνης τα χωριά,
50 κλάψετε τον Πετρόμπεην,
όλοι μεγάλοι και μικροί·
τι χάσαμε τη σκέπη μας,
που ‘τανε χρυσοΰφαντος.
Ε, αρχηγοί και στρατηγοί
55 όλου του έθνους της Ελλάς,
σε θάλασσα και σε στεριά,
κλάψετε τον Μανιάμπεη,
που πρόεδρο τον είχετε.
80. Ο ΤΖΑΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ 

«Τι έχουν οι κάμποι και βροντούν και τα βουνά και τρίζουν,
και συ, καημένη Ρούμελη, και σκούζεις και φωνάζεις;»
«Έλληνά μ', κι αν μ' ερώτησες, να σου τ' ομολογήσω.
Δώδεκα χρόνους πολεμώ με τον σουλτάν Μαχμούτη,
5 τους κάμπους αίμα γιόμισα, και τα βουνά κουφάρια,
και τώρα που τα κέρδισα, και τώρα που τα πήρα,
οι βασιλείς μ' εφθόνησαν και όλα τα ρηγάτα·
στείλαν τον Καποδίστρια για να μας δικαιώσει,
κι αυτός μας ‘μορφογέλασε σαν πονηρός που ήταν·
10 πρώτα μαζώνει τ' άρματα και των καπεταναίων,
τους λέει να παραιτήσουνε κι απόμαχοι να γένουν,
κι αυτοί δεν καταδέχονται απόμαχοι να γένουν,
μόνε γυρεύουν Σύνταγμα, συνέλευση να κάμουν,
κι ο Καποδίστριας το ‘μαθε, βαριά του κακοφάνη·
15 κάνει τον Ράγκο στρατηγό και τον Κίτσο Τσαβέλλα,
τον Τζάμ' να πιάσουν ζωντανό, τον γιο του Καρατάσου·
Καλλέργης εξεστράτευσε με την καβαλαρία.
Πού πας, Καλλέργη Κρητικέ, και συ, παλιορουφιάνε;
ως που ‘ναι ο Τζάμης ζωντανός το Σύνταγμα γυρεύει.»
81. Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΟΘΩΝΟΣ 

Τώρ' έφθασεν ο βασιλιάς, τώρ' έφθασεν ο Όθων,
κι ο ουρανός χαμογελά, κι οι κάμποι λουλουδίζουν.
Καπιταναίοι, φεύγετε, και σεις, παλικαράδες·
δεν είναι πλέον ο καιρός του δόλιου μπάρμπα Γιάννη,
5 τώρ έφθασεν ο βασιλιάς, τώρ' έφθασεν ο Φράγκος.
82. Ο ΑΣΛΑΜΠΕΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΕΛΗΜΠΕΗΣ 

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στο Μοναστήρι,
το ‘να κοιτά τα Γιάννινα, το άλλο τα Μπιτόλια,
το τρίτο, το καλύτερο, μοιρολογά και λέγει·
«Μας ήρθε η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
5 μας ήρθε κι ο χινόπωρος πικρός, φαρμακωμένος,
ο σατραζάμης 80 έγραψε στο Μοναστήρ' να πάμε.»
Στο Μοναστήρι πάγησαν, τον τεμενάν του κάνουν.
«Καλώς τον τον Βελήμπεην, φωνάζει ο σατραζάμης,
καλώς τον τον Ασλάμπεην, καλώς τα τα παιδιά μου·
10 για σας σκιαγέτια 81 μόστειλαν όλα τα βιλαέτια·
τον κασαμπά 82 της Κοζάνης χαλάσετε τελείως,
τα Γιάννινα χαλάσετε, το πρώτο βιλαέτι.»
—«Αλήθεια, εφέντη, φταίξαμε· να μας το συμπαθήσεις!»
—«Όλα σας τα συμπάθησα, σας έχω σαν παιδιά μου·
15 Βελήμπεη, σ' έκαμα πασιά, στο Σαλονίκ' βεζίρη·»
Τον μιραλάη 83 φώναξε, κρυφά τον κουβεντιάζει.
«Πάρ' τον Βελή και τον Ασλάν, νταβέτι 84 να τους κάμεις.»
Στην μπαταριά τους έβαλαν· Ασλάμπεης νταγιαντάει· 85
ο μουχουρτάρης κόσεψε 86, του πήρε το κεφάλι.
83. 

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Μπερατιού το κάστρο·
το ‘να τηρά τα Γιάννινα, και τ' άλλο το Πρεμέτι,
το τρίτο, το καλύτερο, μοιρολογά και λέγει·
«Το σήκωσ' η Αρβανιτιά και όλο το Πρεμέτι.»
5 Σαν τ' άκουσε ο Σαΐτ πασάς, βαριά του κακοφάνη·
τον Μιραλάη φώναξε, κρυφά του κουβεντιάζει·
«Τοίμασε τα ταμπούρια σου, το άξιο το νιζάμι.» 87
Τη νύκτα μέραν έκαμε, στα Γεφυρόπλα φθάνει·
είκοσι ώρες πόλεμο με τα σπαθιά στα χέρια·
10 βάνει φωτιά στην κασαμπά, και καίει τα σεράγια,
πιάνει τους μπέηδες ζωντανούς, τους έφερε δεμένους.
84. 

Μωρ' περδικούλα του Μοριά, θέλα σου παραγγείλω,
χαιρέτα μου την κλεφτουριά, τον γύφτο τον Γιαννάκη·
πες τους να κάτσουν φρόνιμα, κλέφτες μην περπατούνε,
δεν είν ο περσινός καιρός, δεν είν ο Κυβερνήτης,
5 τι τώρα ήρθ' ο βασιλιάς από την Μπαβαρία,
συσταίνει δικαστήρια, κόβει καπεταναίους.
85. Ο ΣΤΡΙΦΤΟΜΠΟΛΑΣ 

Τρεις περδικούλες κάθουνταν στον ήλιο στον προσήλιο·
μα είχαν τα νύχια κόκκινα, και τα φτερά βαμμένα,
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν·
«Τ' είν το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι;
5 κλείσανε το Στριφτόμπολα εννιά χιλιάδες Τούρκοι·
τρεις ημερούλες πολεμά και τριά ημερονύχτια,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανά φουσέκι.»
Μια Τουρκοπούλα φώναζεν από το παραθύρι·
«Τούρκοι, παύτε τον πόλεμον, παύτε και το ντουφέκι,
10 να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να μετρηθεί τ' ασκέρι·
να σας εντύσω μάλαμα, να σας φορτώσ ασήμι,
κι αν δε με σώσουν τα φλωριά, πουλώ και τα σκουτιά μου.»
Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φορές, και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετρούνται κι οι αρματολοί, και λείπουν τρεις λεβέντες.
86. ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ 

Ω ουρανοί μου, φρίξατε· και, χριστιανοί, δακρύστε·
πουλιά μου, μη λαλήσετε· αηδόνια, βουβαθείτε.
Μια Κυριακή ξημέρωσε, να μ' είχε ξημερώσει·
ο Κυβερνήτης κίνησε να πάει στην εκκλησία·
5 στην πόρτα όπου πάτησε σκύβει να προσκυνήσει,
ο Γεώργης και ο Κωνσταντής, δυο μπέηδες της Μάνης,
μια πιστολιά του ρίξανε, φαρμακερό μαχαίρι.
Φωνήν εφώναξε να πει, κι απόφωνο δε βγαίνει,
το στόμα τ' αίμα γιόμισε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
10 κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί σαν το χελιδονάκι·
«Πού ‘σαι, Αυγουστίνε μ' αδελφέ, Αυγέρ' αγαπημένε;
για δώστε λόγο στες Φραγκές, απάνω στη Ρωσία,
να στείλουν άλλο βασιλιά, να ‘ρθει μες στην Ελλάδα.»
Και το μενζίλι 88 έστειλαν τα γράμματα να φέρει.
15 Κι ο βασιλιάς το ρώταε, Νικόλαος ο Ρούσος·
«Για πέστε μας, μώρ' Έλληνες, κάνα καλό χαμπέρι· 89
πες μας για τον αφέντη σας, για τον Κυβερνητή σας.»
«Ποιος έχει στόμα να σ' το πει, να σου το μολογήσει;
τον Κυβερνήτη σκότωσαν δυο μπέηδες της Μάνης.»
20 Κι ο βασιλιάς που τ' άκουσε, Νικόλαος ο Ρούσος,
και τρεις αρμάτες όρισε μες στον Μοριά να ‘ρθούνε,
τη Μάνη να χαλάσουνε και τον Μοριά να κάψουν.
Πολλά ριτσιάλια 90 πέσανε απάνω στη Ρωσία·
«Παύσε, αφέντη, τον θυμό· λυπήσου και τη φτώχεια·
25 δε φταίνε, αφέντη, οι Έλληνες, μηδέ η πτωχολογία,
μόν' φταιν εκείνοι που ‘χανε τον φθόνο, τες διχόνοιες.
Σαν περιβόλι όμορφο είχανε την τιμή του,
κι απ' τες διχόνοιες τις πολλές έχασε τη ζωή του.
Πικράθηκαν οι εκκλησιές, όλα τα μοναστήρια,
30 εκλαίανε και τα σχολειά με τ' αρφανά παιδία·
απ' το Μεσίρι 91 ήφερε μανούλες με παιδία,
οπού τους εξεσκλάβωσε, τους δίνει ελευθερία.

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. αρμάδα | στόλος

2. ασκέρι | στρατός

3. ασλάνι | λιοντάρι

4. άσπρα | νομίσματα, χρήματα

5. άτσαμπα | άραγε

6. βίγλα | σκοπιά ή σκοπός

7. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

8. γεμιτζής | ναύτης

9. γέροντες | προεστοί, κοτσαμπάσηδες

10. γιαταγάνι | πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Τούρκοι

11. γιουρούσι | η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

12. γυαλί | καθρέφτης

13. δαμασκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

14. διαγουμίζω | λεηλατώ, αρπάζω

15. Δυσσέας | (Cf

16. Έγριπος | η Χαλκίδα

17. ζαϊρές | οι προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές

18. ζάρω | συνηθίζω

19. Ζητούνι | η Λαμία

20. ιτλάκι | απελευθέρωση

21. καζαντίζω | κερδίζω πολλά χρήματα

22. καραούλι | σκοπιά, φρουρά

23. κασαμπάς | κωμόπολη, κεφαλοχώρι

24. κιαμέτι ή κιγιμέτι | πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου, συντέλεια του κόσμου, ημέρα κρίσεως

25. κιοϊλές ή κιολές | δούλος, σκλάβος, αιχμάλωτος

26. κιοτεύω | υποχωρώ, προδίδω, πηγαίνω με τον εχθρό

27. κόλι | φρουρός

28. κονάκι | το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου

29. κοσεύω | τρέχω

30. κούρβα | πόρνη

31. κουτελώνω | αντικρίζω ξαφνικά

32. Λιάπης | εξισλαμισμένος Αλβανός

33. λουφές | μισθός, δώρο

34. Μαδάρες | Τα Λευκά Όρη

35. μενζίλι | ταχυδρόμος

36. μεντάτι | βοήθεια, συμπαράσταση

37. Μεντέτ |Θεέ μου

38. Μεσίρι ή Μισίρι | η Αίγυπτος

39. μετερίζι | προφυλαγμένη θέση μάχης

40. μιραλάης | ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος (συνταγματάρχης, μέραρχος)

41. μιτιρίσια ή μετιρίσια | προπύργιο

42. Μόσκοβος | Ρώσος

43. μουκαρέμι | αγγελία, είδηση

44. μουρτάτης | αρνησίθρησκος, αποστάτης, αλλαξόπιστος

45. μπαϊράκι | πολεμική σημαία

46. μπακάκοι | βάτραχοι

47. μπαταριά | ομοβροντία

48. μπεζαντές ή μπεϊζαντές | γιος μπέη, αρχοντόπουλο

49. μπουμπάρδες | κανόνια

50. νιζάμι | τακτικός στρατός

51. νταβάς | αγωγή, δίκη

52. νταβέτι | μάγια (;), κλήτευση (;)

53. νταγιαντώ | στηρίζω, στηρίζομαι, αντέχω, υπομένω, βοηθώ

54. ντουνιάς | κόσμος

55. ογλάνι | αυτός που χρησιμοποιείται από κάποιον ως όργανο των συμφερόντων του

56. ορδάν, ορδί |στρατός, στρατόπεδο

57. ορδί | στρατόπεδο

58. Περσιάνοι | Οι Τούρκοι

59. πόσι | κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί

60. πρεμαζώνω | περιμαζεύω

61. ρετζάλι | μεσάζων, βασιλικός ακόλουθος

62. ρεφουδάρω | αφήνω, εγκαταλείπω, αρνούμαι

63. ρεχέμνι ή ρεέμι | όμηρος

64. ριτσατσήδες | ικέτες, ζητιάνοι

65. σαράγι ή σαράι | Το παλάτι ή το μέγαρο όπου διέμενε ο σουλτάνος, οποιοδήποτε κτίριο διαθέτει πολύ μεγάλους και πολυτελείς χώρους και θυμίζει σαράι

66. σατραζάμης | ο μεγάλης βεζίρης

67. σερασκέρης | τίτλος στρατιωτικού διοικητή ή αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

68. σισιλές | το σόι

69. σκιαέτι ή σκιαγέτι ή σκιέτι ή σουκαέτι | παράπονο, καταγγελία

70. ταλίμι | γύμνασμα

71. ταμάμ | ακριβώς

72. τάμπια | προμαχώνας

73. ταμπούρι | φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

74. ταξιράτι | μοίρα, γραφτό

75. τιμπρούκι ή τρουμπούκι | κορμός, κούτσουρο, όργανο βασανισμού

76. τόπι | κανόνι που παίρνει σφαιρικά βλήματα

77. τσεκίνι | βενετικό νόμισμα

78. τσελίκι | χάλυβας

79. τσιράκι | αυτός που έχει προσκολληθεί σε κάποιον ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος

80. τσοχανταραίος | επίλεκτος σωματοφύλακας ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα

81. φερμάνι | σουλτανικό διάταγμα

82. φλάμπουρο | λάβαρο, είδος πολεμικής σημαίας

83. φουσάτο | ομάδα, πλήθος ενόπλων, στράτευμα

84. χαζινές | θησαυροφυλάκιο, ταμείο

85. χαζιρεύω | ετοιμάζω

86. χαμπέρι | είδηση, νέο, πληροφορία

87. χαράτσι | κεφαλικός φόρος

 

αρχή