ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Α. Ιατρίδη


 
Συλλογή Δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων,
Εν Αθήναις, Τυπογραφείον Δ. Αθ. Μαυρομάτη, 1859
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

1. Άσμα του καπετάν Ανδρίτσου πατρός του στρατηγού Οδυσσέως και των αδελφών αυτού 

Τ’ Ανδρίτσου η μάνα χαίρεται, τ’ Ανδρίτσου καμαρώνει,
Οπ’ έχ’ γιους αρματολούς, και καπιταναρέους.
Ανδρίτσο τον παρεύμορφο, τον πολυξακουσμένον·
Τον Μουτσανά τον σταυραϊτό, τον Χρήστο τον λεβέντην.
Ανδρίτσο πού ξεχείμασες τον φετινό χειμώνα;
— «Στην Πρέβεζα ξεχείμασα, κι εις το καράβ' εμπήκα,
Στο Δίστομο ξεκάμπησα, κι επήρα δέκα σκλάβους·
επήρα τον Παπα-Θωμά, και τον Παπα-Γεωργάκη.
Και την Αγγέλω του παπά, την αρραβωνιασμένη.»
— «Παρακαλώ σε Μουτσανά, και καπετάν Ανδρίτσο·
Να μη με πάτ’ από χωριό, μήτ’ από βιλαέτι·
τ’ εμένα με γνωρίζουνε, 'π’ είμ’ αρραβωνιασμένη.»
Την πήραν και την πήγανε, στου πεθερού το σπίτι.
— «Γι’ ανέβ' απάν’ Αγγέλω μου, στου πεθερού το σπίτι.»
— «Κομμάτια να με κάμετε, δεν αναβαίν’ απάνω!»
2. Θρηνώδημα της μητρός του καπετάν Ανδρίτσου 

Τίνος μανούλα χλίβεται, τίνος μανούλα κλαίει.
Τ' Ανδρίτσου η μάνα χλίβεται, τ’ Ανδρίτσου η μάνα κλαίει.
Με τα βουνά εμάλωνε, και των βουνών λαλούσε.
Εσείς βουνά της Εύριπου, ποτέ μη χιονισθείτε.
Κι εσείς κάμποι της Λειβαδιάς, ποτέ μην παχνισθείτε.
Κι εσείς κορίτσια του Δαδιού, να λεροφορεθείτε.
Κι εσείς πουλιά πετούμενα, όλα να πικραθείτε.
Τ' έκλεισαν τον Ανδρίτσο μου, στο μέγα μοναστήρι
Φέρουν μπόμπες της Εύριπου, κανόνι’ από τη Θήβα,
Να ρίξουν, να κρημνίσουνε το μέγα μοναστήρι.
Κι Ανδρίτσος έτρωγ’ κι έπινε, και ψιλοτραγωδούσε.
Πιάνει και γράφει μια γραφή, πικρή φαρμακωμένη.
— Προς σας άρχοντες Λειβαδιάς, προς σας κοντσαμπασήδες,
Γλήγορα το μωρασαλέ, 1 λουφέ 2 τα παλικάρια.
Βάζω φωτιά στη χώρα σας, σας καίω τα σαράγια, 3
Καπνίζω τες κυράδες σας, και τες αρχόντισσές σας.
3. Μάχη των αρματολών Βλαχαβαίων κατά του Αλή τυράννου της Ηπείρου 

Παπα-Ευθύμιος, ο την επωνυμίαν Βλαχάβας, μετά των εξαδελφών αυτού, Αθανασίου, Νικολάου, και... εκ του χωρίου Βλαχάβα πλησίον Τρίκκης εν Θεσσαλία, οπλαρχηγοί και καπιτάνοι όντες των Χασίων, (τμήμα ταύτα της επαρχίας Τρίκκης), μη φέροντες τα εκ της οθωμανικής δυναστείας δεινά συμφωνήσαντες δε μετά και άλλων τινων ομόρων καπιτάνων, κίνησαν όπλα κατ’ αυτής, και τας δημοσίους οδούς καταβόντες, αίτινες φέρουσιν από Μακεδονίας και Θεσσαλίας εις Ήπειρον, εφόνευον τους εκείθεν καθ’ εκάστην διερχομένους της εξουσίας υπηρέτας, από τε Κωνσταντινουπόλεως εις Ιωάννινα μεταβαίνοντας και τ’ ανάπαλιν.
Οι Μουσουλμάνοι δε οι κατοικούντες τας παρακειμένας πόλεις, έμενοv εντός αυτών πολιορκούμενοι, μηδόλως τολμώντες ίνα εξέλθωσι.
Ταύτα ακουσθέντα, ετάραξαν σφόδρα τον τύραννον της Ηπείρου Αλήν, εν Πρεβέζη τότε διατρίβοντα· όστις θορυβηθείς, και φόβω κατασχεθείς, γενικήν την εκ μέρους ταύτην λογισάμενος, ανταρσίαν, αποστέλλει πάραυτα τον υιόν αυτού Μουχτάρ πασάν μετά πολλής στρατιάς· και πολέμου συγκροτηθέντος περί το Καστράκιον, ου μακράν των Σταγών (Καλαμπάκας) θραύσις μεγίστη εγένετο των βαρβάρων, καίτοι τριακοπαπλασίων όντων· ο έρως γαρ της ελευθερίας ενεπλήρου την ως προς τον πληθυσμόν έλλειψιν των Ελλήνων. Έπεσον δε και εξ αυτών ανδρείως μαχόμενοι και άλλοι τινες, μεθ’ ων και ο πλείστους κατασφάξας βαρβάρους ατρόμητος εκείνος Ζάχος της Καλογραίας λεγόμενος.
Τούτων δε ούτω πραχθέντων, ο Παπα-Ευθύμιος μετά των περί αυτόν, απάρας εκείθεν, και εμβάς εις τα πλοία, προσήλθεν εθελοντής τω Αρχιναυάρχω υπό συνθήκη ασφαλείας· αλλά Χουσεΐν-μπεής τις εκ των αξιωματικών του στόλου, υφ’ ου ετηρείτο, παραλαβών αυτόν, και λάθρα αναχωρήσας μεθ’ ου είχεν υπό την διεύθυνσιν αυτού πλοίου, κατήχθη εις Πρέβεζαν, κακείθεν δε μεταβάς εις Ιωάννινα, παρέδωκεν αυτόν τω τυράννω και ούτος μεν βραβευθείς απερεισίως, έμεινε διαρκώς παρ’ αυτώ, τον δε Παπα-Ευθύμιον ρίψας ο τύραννος εv τη ειρκτή, μετ’ ου πολλάς ημέρας εξαγαγών εκαρατόμησε· διαμελίσας δε το σώμα εις τέσσαρα τμήματα, εκρέμασεν ανά εν τούτων εις τας δημοσίους οδούς της πόλεως Ιωαννίνων.
Ην δε έτος το 1809 και μην Αύγουστος.

Οι κλέφτες από τ’ Άγραφα, κι αρματολ’ απ’ τα Χάσια, 4
Φορέστε τα γελέκια σας, ζωστείτε τα σπαθιά σας.
Πιάστε ταμπούρια 5 φοβερά, ταμπούρια σιγουράτα,
Το καραούλ 6 εφώναζε, μέσ’ από το ταμπούρι.
— «Πολλά κοράκια φαίνονται, μαύρα σαν Αρβανίτες·
Μην είν’ ο Φώτης π’ έρχεται, μην είν’ ο Λεπενιώτης;»
— «Μηδέ ο Φώτης έρχεται, μηδέ ο Λεπενιώτης.
Μουχτάρ Πάσας μας έρχεται, με τριάντα δυο χιλιάδες.»
Κι ο Παπαθύμιος φώναξε, με το σπαθί στο χέρι·
— «Βαστάτε, παλικάρια μου, όλοι μες τα ταμπούρια·
Και τον μουρντάρ 7 Μουχτάραγα, κτυπάτε στο κεφάλι.
Κι αυτά τα λιανοκόνιαρα, και τους ψωραρβανίτας,
Στους βράχους να τους ρίξομε, να φάγουν τα κοράκια.»
Τρία γερούσια 8 έκαμαν, με το Αλλάχ - Αλλάχ τους·
Κι όλοι στους βράχους έπεσαν, Κονιάροι 9 κι Αρβανίτες·
Κι άλλο γερούσ’ επρόσταξε, Μουχτάρ-Πασάς να κάμουν,
Κι οι Τούρκ’ έκαμαν τον ντουά, 10 κι έπεσαν στο γερούσι.
Πέντε χιλιάδες Κονιαριά, και Λιάπηδες * φτακόσιοι.
Μες τα ταμπούρια των κλεφτών, και των καπιτανέων,
Γέμισαν βράχ’ αρβανιτιά, τα ρέματα Κονιάρους 11
Πικρή φωνή ακούσθηκε, πιάσαν τους Βλαχαβαίους!
Σκλάβωσαν και τους φίλους τους, και όλη τη γενεά τους!
«Για κι είσαι Θύμιο μ’ κίτρινος; για τ’ είσαι πικραμένος;»
«Λυπούμ’ ότι μας πρόδωκεν, ο άπιστος Στουρνάρης! 12
Και μ’ έφεραν στα Γιάννενα, στ’ Αλή Πασά τ’ ασκέρι·
Θα πικραθούν οι φίλοι μου, και θα χαρούν οι εχθροί μου!»

(*) Φυλή Αλβανική, κάτοικοι εν διαφόροις χωριδίοις, επί των εν Θεσπρωτία Ακροκεραυνίων ορέων, πλησιόχωροι της Χειμάρας, και ομόριοι, της πάλαι Ατιντανίας· ποιμένες οι πλείστοι τούτων, και φιλάρπαγες των απωτέρων της χώρας αυτών ποιμνίων, αντιτιμώντες την ζωήν των εν μοίρα Καρός. 13 Φιλοπόλεμοι δε, και υπέρ του μισθοδοτούντος αυτούς περισσότερον πολεμούντες· άλλως τε φιλόξενοι άνδρες και γυναίκες, ακάλυπτοι αύται το πρόσωπον δημοσία, παρ’ εντολήν του κορανίου! (εξαιρέσει τινών λίαν φανατικών χανουμισσών (της ανωτέρας τάξεως,) υποδέχονται δε τους ξένους των μετ' ικανής φιλοξενίας και προσφέρουσιν επί τραπέζης τον παχύτερον τράγον του ποιμνίου των· τυχούσης δ’ ανάγκης υπερασπίζουσιν αυτούς, και δι’ της ιδίας εαυτών ζωής. Βία δε κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα και προ αυτής εξωμόσαντες, κατήντησαν, εκτός τινων, αδιάφοροι προς το απόλυτον θρήσκευμά των, τον εφευρέτην και αρχηγόν του οποίου Μωάμεθ, σιωπηλώς μυκτηρίζοντες, ομολογούσιν ιδία ουκ ολίγοι τούτων, το αληθές της αμωμήτου χριστιανικής πίστεως. Γινώσκοντες δε εκ πατρογονικής παραδόσεως την εκ χριστιανών καταγωγήν των και παρατηρούντες τας εν διαφόροις μέρεσι, καταπτώτους εκκλησίας των προγόνων των, παρέρχονται ταύτας μετά σεβασμού, ιδίως δε υποληπτόμενοι τον Άγιον Γεώργιον, θύουσιν εν τη εορτή αυτού, τα καλούμενα παρ’ αυτοίς κουρμπάνια (θύματα) πρόβατα, ως και οι χριστιανοί τα αρνία των, και δέχονται ευμενώς τας επισκέψεις των πλησιοχώρων των χριστιανών, επευχομένων αυτοίς το Πρεσιούμ-μοτ. 14 Αντεπισκέπτονται δε και ούτοι αυτούς, εις την μνήμην του Αγίου Δημητρίου. Τοιαύτα ούτω φρονούντες, και αναπολούντες εν τη μνήμη, αυτών, τρέφουσιν άσπονδον μίσος, κατά των εκ της Ασίας Κονιάρων, των προξενητών της εξωμώσεώς των.

4. Τραγώδιον του Αρχιστρατήγου και αοιδίμου Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ 

Τρεις περδικούλες κάθονταν, στον Πειραιά στη ράχη,
Η μια τηράει την Κούλουρη, 15 κι η άλλη την Αθήνα.
Η τρίτη η καλύτερη, μοιρολογά και λέγει!
Καραϊσκάκης έρχεται, με δώδεκα χιλιάδες,
Στη σκάλα στένει το ορδί, 16 στη σκάλα της Αθήνας·
Τρία ταμπούρια έκαμε, τα τρί αράδ’ αράδα.
Εμπρός βάνει τους Έλληνας, και πίσω τους Σουλιώτας
Στη μέση τ’ αρχοντόπουλο, 17 μοιράζει τους λουφέδες.
Κι ο Κιουταχής σαν τ’ άκουσε, τα γένια του τραβάει.
Τους μπιμπασάδες 18 φώναξε, και τον Τσέλλιο Πιτσάρη. 19
— Τσέλλιο, το πώς το βρίσκομε, για τον Καραϊσκάκη;
Στον κασαπά μας 20 να μην μπει, τ’ είν’ εντροπή μεγάλη.
Καραϊσκάκης το ‘μαθε, τον Λάμπρο Βέικο κράζει·
— Πάρε, Βέικο, τους Έλληνας, σύναξε τα μπουλούκια. 21
Θα πάμε να πατήσομε, τα Τούρκικα ταμπούρια.
Κι ευθύς τρομπέτα φώναξε και τα μπαϊράκια σκώσαν·
Σαν τα σαΐνια ρίχθηκαν στα Τούρκια ταμπούρια·
Δέκα ταμπούρια έπηραν, στα δώδεκα πηγαίνουν·
Κακό μαντάτ’ ακούσθηκε, μέσ’ από τα ταμπούρια·
Τον Αρχηγόν μας λάβωσαν, πικρά φαρμακωμένα.
Κι απ’ τ’ άλογό του έπεσε, και πάλ’ οπίσ’ ανέβη.
Ψιλή φωνή εφώναξε, ν’ ακούσει το ασκέρι. 22
— Έλληνες, μην κιοτεύετε, 23 Έλληνες, μη σκορπάτε,
Εγώ δεν έχω τίποτε, μόν’ είμαι λαβωμένος.
Για πάρτε με και σύρτε με, στο έρημο τσαδίρι 24
Να πλύνω τη λαβωματιά, και πάλ’ οπίσω να ‘ρθω.
Τον κλαί' η μαύρ’ η Ρούμελη, τον κλαί' ο κόσμος όλος·
Τον κλαίουν όλ’ οι Έλληνες, και οι καπιτανέοι.
Τ' είν’ το κακό που πάθαμε, τούτο το καλοκαίρι
Τον Αρχηγόν μας χάσαμε, τον ήρω Καραΐσκο!
5. Μάχη του αρματολού Μπουκουβάλα κατά 1500 Τουρκαλβανών 

Τραγώδι κατά τα μέσα του παρελθόντος αιώνος.

Τ' έχεις καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, για Τούρκικα κεφάλια;
Πέτα ψηλά κατ’ Άγραφα, στου Άσπρου το γεφύρι. 25
Να φας κρέας από Κατή, 26 και πλάτ’ από βοϊβόντα, 27
— Τ' είν’ ο αχός 'π’ ακούεται, κι η ταραχή μεγάλη;
— Ο Μπουκουβάλας πολεμά, με χίλιους πεντακόσιους.
Όλοι οι κλέπτ’ ακούονται, κι όλοι τουφέκια ρίχτουν.
Kι ο Σταύρος δεν ακούεται, να πολεμά τους Τούρκους.—
Ο Μπουκουβάλας φώναξεν, από το μετερίζι. 28
— Όλ’ οι συντρόφ’ ακούονται, και όλοι πολεμούνε,
Κι ο Σταύρος δεν ακούεται, μηδέ ντουφέκι ρίχτει.
Και πάλαι μεταφώναξε, γυρίζει και τους λέγει·
— Ο Σταύρος εβαρέθηκε, κι ο Κώτσος πάει στον τόπο.
Πάρτε του Σταύρου τ’ άρματα, του Κώτσου το κεφάλι.
Να μην το πάρουν τα σκυλιά, οι βρομοαρβανίτες.
6. Έτερον τραγώδι επί της μάχης του αρματολού Μπουκουβάλα αριστεύσαντος κατά των 1500 Τουρκαλβανών 

Το τ’ είν αχός 'π’ ακούεται, και τα πολλά ντουφέκια.
Στη μέση στο Κεράσοβο, 29 και στη μεγάλη χώρα; 30
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει, με τους Μουτσοχουσέους. (α)
Μέρα και νύχτα πόλεμος, ακράτητο ντουφέκι.
Ξανθή κόρη εφώναξε, ψηλ’ απ’ το παραθύρι.
— Παύσε Γιάννη τον πόλεμο, παύσε και τα ντουφέκια.
Να λιγοστεύσ’ ο κορνιαχτός, να μετρηθεί τ’ ασκέρι.
Μετρόνται Τούρκοι τρεις φορές, και λείπουν πεντακόσιοι.
Μετρόνται τα κλεφτόπουλα, και λείπουν δυο λεβέντες.

(α) Μούτσο χούσος, ονομάζετο ο προς πατρός πάππος του τυράννου της Ηπείρου Αλή. Ούτος συναθροίσας υπέρ τους χιλίους πεντακοσίους ομοθρήσκους Αλβανούς, εξήλθεν οδηγός αυτών, προς διαρπαγήν και λεηλασίαν των Επαρχιών. Γνωρίζων δε ότι προ των άλλων ήκμαζεν η επαρχία των Αγράφων, όρμησε κατ’ αυτής, και επιπίπτει κατά του χωρίου τούτου. Αλλ’ ο γενναίος οπλαρχηγός της Επαρχίας ταύτης, Γιάννης Μπουκουβάλας, αδελφός του Κώνστα, (πάππου των νυν επιζόντων Μπουκουβαλαίων) προκαταλαβών το χωρίον τούτο, και οχυρωθείς μεθ’ ων είχε τριακοσίων στρατιωτών, αντικρούει την λυσσώδη ορμήν των πολεμίων, τρέπει αυτούς εις φυγήν, και μεγίστην προξενεί θραύσιν, ώστε οι διασωθέντες κακήν κακώς επανήλθον εις τα ίδια. Συνέβη δε ο πόλεμος ούτος, περί το 1740, εκ ταύτης δε της αιτίας και ο έγγονος αυτού ο διαβόητος τύραννος Αλής, μίσος έτρεφεν άσπονδον κατά των Μπουκουβαλαίων.
7. Οι κλεπταρματολοί της Αιτωλοακαρνανίας 

Άσμα του χορού.

Κάτω στον Βάλτο στα χωριά, Άγραφα και Ξερόμερο.
Μες στα πέντε βιλαέτια, 31 φάτε πιέτε μωρ’ αδέρφια.
Οπ’ είν’ οι κλέφτες οι πολλοί, αρματωμένοι στο φλωρί.
Κάθονται και τρων και πίνουν, και την Άρτα φοβερίζουν.
— Βρε Τούρκοι κάμετε καλά, για τι σας καίμεν τα χωριά.
Θέλομεν τ’ αρματολίκι, για τ’ ερχόμεθα σαν λύκοι.—
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή, χέζουν τα γένια του Κατή.
Γράφουνε και στο Κομπότι 32 χαιρετούν και τον δεσπότη.
8. Λεηλασία πειρατών και σφαγή αυτών υπό τινος νεανίου ήρωος 

Τραγώδιον παλαιότατον.

Σήμερ’ αλλάζει ο καιρός, σήμερ’ αλλάζ' ο χρόνος,
Σήμερα τρι’ αρχοντόπουλα, αντάμα τρων και πίνουν.
Kι αντάμ’ έχουν τους μαύρους των, σ’ ένα σταύλο δεμένους,
Σ' ένα σταύλο σε μία ταγή, σε μι' αλογοποτίστρα.
Του Γιάννη τρώει τα σίδηρα, του Κώστα τα λιθάρια,
Και του μικρού Βλαχόπουλου, τα δένδρα ξεριζώνει·
Πουλάκι πήγ' εκάθισε, δεξιά ‘πό την ταβέρνα,
Δεν εκελάηδει σαν πουλί, σαν τ’ άλλα τα πουλάκια,
Μόν’ ομιλούσε κι έλεγεν, ανθρώπιν’ ομιλία.
— Εσείς τρώτε και πίνετε, και ψιλοτραγουδάτε,
Κι οπίσω σας κουρσεύουνε, αράπηδες κουρσάροι.
Πήραν του Γιάννη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
Και του μικρού Βλαχόπουλου, πήραν την αδερφή του.—
Ο Γιάννης επαινέθηκεν, άλλα παιδιά να κάμει,
Κι ο Κώστας επαινέθηκεν, άλλη γυναίκα πάρει.
Και το μικρό Βλαχόπουλον, αλλ’ αδερφή δεν κάμνει.
Να πάγ' ο Γιάννης για να ιδεί, είναι τρανότερός μας,
Να πάγ' ο Κώστας για να ιδεί, είν’ εντροπή δική μας!
— Για σύρε συ Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσεις.
Κι αν χίλιοι κι εκατόν, χύσου μεκέλεψέ τους,
Κι αν είν’ χιλιάδες άμετρες, έλα φανέρωσέ μας. —
Υπήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα και βιγλίζει,
Γλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι αράπηδες κουρσάρους·
Να πάγει πίσω ντρέπεται, να πάγ’ εμπρός φοβάται,
Κρασ’ έδωκε του μαύρου του και τον καβαλικεύει.
— Εσύ σπαθί μου δαμασκί 33, να μην αναλυγίσεις,
Κι εσύ μαύρε μου γλήγορε, μην ολιγοκαρδίσεις. —
Τ’ άλογ’ ολιγοκάρδισε, πατώντας τα κωφάρια 34
Και το σπαθί τ’ ελύγισε στ’ αράπικα κεφάλια.
Δεν έχει μάνα να τον κλαίει να τον μοιρολογήσει!
9. Λεηλασία Ελασσόνος και των πέριξ χωρίων αυτής παρά των Τουρκαλβανών 

(Τραγώδιον παλαιόν).

— Ξήντρο μου ήσουν φρόνιμος, απ’ όλα τα πρωτάτα,
Ήσουν και πρώτος Έξαρχος, σ’ όλα τα μονάστρια,
Όσα βουνά θέλεις διαβεί, και κάμπους ν’ απεράσεις,
όλα βοτάνια έχουνε, κι όλα βοτάνια κάμνουν.
Να τα ‘ξευρες να τα ‘τρωγες, ποτέ να μην πεθάνεις.
— Τι σήμερον, και τι ταχύ, 'γώ ν’ αποθάνω θέλω.
Δεν το ‘χω πως θε να χαθώ, και πως θε ν’ αποθάνω,
Μόν’ το ‘χω σε παράπονο, και σ’ εντροπή μεγάλη,
Που θε να μπει Αρβανιτιά, μέσα στην Ελασσόνα,
Και θα μου κάψουν τα χωριά, κι όλα τα βιλαέτια.
Και θα το έχω σ’ εντροπήν, οπ’ ήμουν καπετάνος.
10. Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 

Συμβάσα τη 29 Μαΐου 1453 υπό Μωάμεθ του Β’.
Τραγώδιον παλαιόν.

Σύρτε χαμπέρια 35 στη Φραγκιά, στη Μοσχοβιά μαντάτα 36
Πήραν την Πόλην έπηραν, οπ’ ήταν ξακουσμένη!
Επήραν και τον Γαλατά, πήραν και το Φανάρι.
Πήραν και την Αγιά Σοφία, το μέγα μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα, μ’ εξήντα δυο καμπάνες,
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Με πεντακόσιες καλογριές, και χίλιους καλογήρους!
Τούρκοι χιλιάδες μπήκανε, στου Ρωμανού την πόρτα,
Κι ο Κωνσταντίνο-δράγασης, με το σπαθί στο χέρι.
Τρέχει κτυπάει την Τουρκιά, που μετρημούς δεν έχουν.
Κλάψατ’, αδέρφια χριστιανοί, και μαύρα να ντυθείτε,
Τον Βασιλιά μας σκότωσαν, αυτόν τον Παλιολόγο!
Π' είχε καρδιά του λιονταριού, και δύναμη του δράκου.
Τρέξατ’, αδέρφια χριστιανοί, στον Άγιον Πατριάρχην,
Να ‘ρθει με τ’ άγια θυμιατά, να κάμομε το ξόδι. 37
Γερούσι 38 έκαμ’ η Τουρκιά, κι αυτοί οι Γενιτσάροι.
Κι ο Αμιράς επρόσταζε να κόψουν τους Ρωμαίους!
Τρεις μέρες μάς εκόβανε, και άλλες τόσες νύχτες!!!
Έκοψαν και τον Νοταρά, μ’ όλην τη φαμηλιά του. 39
Έπεσ’ η Πόλη στη σκλαβιά, στ’ Αγαρηνού τα χέρια!
Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά, τη χριστιανοσύνη!
11. Αιχμαλωσία τις κατά τον παρελθόντα αιώνα 

Σαν τρώμε και σαν πίνομεν, και λιανοτραγωδάμεν,
Δεν κάμνομεν κι ένα καλό, καλό για την ψυχήν μας;
Να πάμ’ να καρτερέσομεν, στο τρίχινο γεφύρι. 40
Όπου διαβαίν’ η κονιαργιά, με τους αλυσομένους,
Να κόψομεν την άλυσον, να βγουν οι σκλαβωμένοι.
Φέρουν τους γέροντας μπροστά, και τες γυναίκες πίσω.
Φέρουν και τα μικρά παιδία, στες σέλες κρεμασμένα! 41
12. ΚΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΒΕΜΗΣ 

Και το ολέθριον όνειρον ενός τούτων.
Τραγώδιον κατά το 1750

Ζακόνι 42 το έχουν τα βουνά, να βρέχουν να χιονίζουν,
Το καλοκαίρι πράσινο, και τον χειμώνα χιόνι.
Το ποιος να τ’ αποχάρηκεν, από τη συντροφιά μας,
Τα χάρηκ’ ο Κατσόγιαννος, μ’ αυτόν τον Βέμ’ αντάμα.
Σηκώθηκε τ’ από ταχύ, πολύ συλλογισμένος,
Κατσόγιαννος του μίλησε, Κατσόγιαννος του λέγει.
— Βέμη μ’, δεν τρως δε χαίρεσαι, δεν τραγωδάς, δεν πίνεις; —
— Το τι καλό ‘χω να χαρώ, να τραγωδώ να πίνω;
Τ’ απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπν’ όπου κοιμόμουν.
Θολό ποτάμ’ επέρασα, και πέραν δεν εβγήκα,
Κι είχα μια γούνα κόκκινη, απ’ την κορφ’ ως τα νύχια.—
— Το κόκκινον είν’ γλήγορο, κι η γούνα είν’ χαμπέρι.—
Τον λόγο δεν απέσωσε, τ’ όνειρο δεν απ’ είπε,
Κι η παγανιά τους έζωσε, τριγύρω στο λημέρι,
Με το ‘να χέρι το σπαθί, με τ’ άλλο το ντουφέκι,
Βαστά και με τα δόντια του, αυτόν τον αδερφόν του.
Κι ώρας ώρας του μίλαε, και τον παρακαλούσε,
— Κόψε με, Γιάννη μ’, κόψε με, πάρε μου το κεφάλι.
Να μην το πάρ’ η παγανιά, να μην το πάρουν Τούρκοι,
Το πάγουν στην Αρβανιτιά, στου Κουρτ-πασά την πόρτα,
Για να λυπούντ’ οι χριστιανοί, και να χαρούν οι τούρκοι.
13. Προδοσία κατά του αρχιληστού Βλαχοθανάση υπό του κουμπάρου του Αλεξανδρή 

Τραγώδιον παλαιόν

Βγήκα ψηλά στον Όλυμπο, και κοίταξα τριγύρω,
Τριγύρω γύρω θάλασσα, κι από στερι’ Αρβανίτες.
Κι από μεριά κλεφτόπουλα με τα σπαθιά στα χέρια·
Και πάλαι πίσ’ εγύρισα, κατά παλιά λημέρια.
Τα βρίσκ’ ο μαύρος έρημα, κι όλα χορταριασμένα.
Ψιλή φωνίτσα έβαλεν, όσο κι αν εδυνάτο·
— Πού είσαι, κουπάρ’ Αλεξανδρή κι εξάδερφε Βασίλη;
Κανείς δεν 'πολογήθηκε, κανείς δεν απεκρίθη·
Κι ο ψυχουγιός τ’ Αλεξανδρή, κείνος απολογήθη.
— Αλεξανδρής δεν είν’ εδώ, πάγ' εις την Ελασσόνα.
Πάγει να μάσ’ Αρβανιτιά, για να σε πολεμήσει.
— Τι τ’ έκαμα του κερατά, και θα με πολεμήσει,
Που ήρθε με παλιόρουχα, και του ‘δωκα καινούργια.
Π’ ήρθε με παλιοτούφεκο, και του ‘δωκα ασημένιο,
Και τ’ άρματά του τα ‘καμα, όλα μαλαματένια!
14. Αυτοκτονία ληστάρχου επί του πτώματος του παρ’ αυτού εν αγνοία φονευθέντος αδελφού του 

Τραγώδιον παλαιόν.

Μικρό πραγματευτόπουλο, ξεβγήκ’ από την πόλη,
Σύρει μουλάρια δώδεκα, κι άλογα δεκαπέντε·
Και μούλα χρυσοσκέπαστη, σύρει τον νιον αφέντη.
Σύρει και εις τη χαίτη της επτά κλωνάρια μόσχο.
Κι από τον μόσχο τον πολύ κι από την ευωδιά του,
Αποκοιμήθ’ ο νιούτσικος, αποκοιμήθ’ ο ξένος.
Κι έξαφνα πότ’ εξύπνησε, μόν’ τον σταυρόν του κάμνει.
— Χαρά σε ταύτα τα βουνά, που κλέφτες δεν κοιτάζουν.
Τον λόγο δεν απέσωσε, τον λόγον δεν απόειπε,
Να και οι κλέφτες εμπροσθά! να και οι χαραμτσίδες· 43
Οι δέκα πιάνουν τ άλογα, κι οι δέκα ξεφορτώνουν·
Ένας βαρεί με το σπαθί, κι άλλος με το μαχαίρι.
Κι ο σκύλος αδερφούλης του κτυπά με το πινέλι· 44
Στο πρώτο τον εκτύπησαν, δεύτερα τον ρωτούνε,
— Πε μας, πε μας πραγματευτή, πόθ’ είν τα γονικά σου;
Κι ο σκοτωμένος στέναξε, βαριά βογκά και λέγει
— Η μάνα μ’ ήτον Αρτινή, κι ο κύρης μ’ απ’ την Κρήτη·
Είχ’ αδερφόν τρανήτερον, και πάγει πρωτοκλέφτης· —
Τον λόγο δεν απέσωσεν, ο μαχαιροσφαγμένος,
Κι ο πρωτοκλέφτης αδερφός, τον πήρ’ εις την αγκάλη·
Στον ώμον του τον έβαλε, κι εις τους γιατρούς τον πάγει.
— Γιατροί μου, ‘που γιατρεύετε, κομμένους και σφαγμένους,
Γιατρέψατε τούτον τον νιον οπ’ είν’ με το πινέλι,
— Ημείς πολλούς γιατρέψαμε κομμένους, πληγωμένους.
Ετούτος δεν γιατρεύεται, οπ’ είν’ με το πινέλι· —
Στον ώμον του τον σήκωσε, κι εις τους μαστόρους πάγει.
— Μαστόροι μαστορέψατε, πραγματευτού κιβούρι,
Βάλτε σανίδια πεύκινα, καρφιά μαλαματένια,
Μηδέ στενό μηδέ πλατύ, ίσια για δυο νομάτους. —
Και το μαχαίρι τ’ έβγαλε, το ‘μπηξε στην καρδιά του.
15. Ο περίφημος αρματολός Νίκος Τσάρας 

Ο πολεμιστής ούτος είν’ εκ του εν Ολύμπω χωρίου Γιαννοτά· αφ’ ου δε, δυστυχώς δεν επρόφθασεν εγκαίρως ως σύμμαχος, εις την εν Καλαμπάκα μάχην των Βλαχαβαίων, αποσυρθείς εκείθεν επανήλθε μετά των συμμαχητών του εις Όλυμπον. Το δε 1811 ότε ο υιός του Αλή, τυράννου της Ηπείρου, Βελή-πασάς διωχθείς ατίμως εκ της Πελοποννήσου, και αναδειχθείς υπό του Σουλτάν Μαχμούτου, βεζίρης της Θεσσαλίας, τότε ο Νίκο-τσάρας κατατρεχόμενος υπό των πολλών στρατευμάτων του βεζίρου τούτου, ετραβήχθη εκείθεν· συλλέξας δε τριακοσίους άνδρας εκ των λογάδων, ύψωσε Τουρκικήν σημαίαν, υπό το πρόσχημα τουρκικός σύμμαχος, πορευόμενος δήθεν προς τον Μουχτάρ πασάν (υιόν και τούτον του τυράννου), τον εν τω τουρκικώ στρατοπέδω του Ρουτσιουκίου διατελούντα, πολεμούντων τότε των τούρκων κατά της Ρωσίας· ο δε σκοπός του Τσάρα ην ίνα ενωθεί μετά των Ρώσων. Φθας λοιπόν εις Σέρρας ομολόγησεν (αγνοείται το αίτιον), εμπιστευτικώς το απόρρητόν του, εις τινα κληρικόν, αλλ’ ο ανίερος ούτος ιερεύς εκμήνυσεν αμέσως τούτο, εις τον Οθωμανόν διοικητήν της πόλεως. Νοήσας δε την προδοσίαν ο Τσάρας, και προλαβών οχυρώθη πάραυτα μετά των οπαδών αυτού, εις τι χάνιον, εγγύς του εκείσε παρακειμένου χωρίου Χάνδακα, ένθα περιτρέχει ο Μαυροπόταμος, (Καρα-σοϊού, τουρκιστί). Πολιορκούμενος λοιπόν πανταχόθεν, και υπό τριών χιλιάδων βαρβάρων πολεμούμενος, αντέστη μετά ακαταμαχήτου καρτερίας, τας αλλεπαλλήλους εφόδους αυτών· κατασφάξαντες δε πληθύν εξ αυτών, και αποφάσει κοινή ορμήσαντες ξιφήρης έξω του χανίου, έθραυσαν διά των ξίφων των, τας την γέφυραν του ποταμού συνδεούσας αλύσεις, και απέρασαν αυτήν, ένθα έπεσαν εξ εκ των γενναίων τούτων πολεμιστών.
Μετά δε την μάχην ταύτην, προκαταλαβόντες παρακείμενόν τι χωρίον, Πράβι καλούμενον, μεταξύ Σερρών και Θεσσαλονίκης, συνεκρότησαν και δευτέραν μάχην, διαρκέσασαν επί 36 ώρας, κατά πολλών χιλιάδων Μουσουλμάνων, εις ην δυστυχώς κατατρυχόμενοι εκ της ασιτίας, δίψης και αϋπνίας, εφθάρησαν οι ημίσεις τούτων, πολεμήσαντες μετά ακλονήτου γενναιοψυχίας· εν τη μάχη δε ταύτη κατεστράφησαν πλήθος βαρβάρων, ουκ ολίγοι δε και εκ των ηγεμόνων αυτών, (μπέηδες και αγάδες). Τέλος δε αποσυρθέντος αυτόθεν του Νίκου Τσάρα, νύκτωρ μετά των επιλοίπων πολεμιστών έφθασαν τας υπορείας του Ολύμπου, και επέβησαν εις τα εν τω Θερμαϊκώ κόλπω τρία πλοία των· τας δε μάχας ταύτας, εξηγεί εν ολίγοις το όπισθεν τραγώδι

— Νίκο, μου τι τρελάθηκες, πήρ’ ο Θεός τον νου σου;
Κι άφσες τον Βλαχοθόδωρο, 45 στο κόλι 46 του πατρός σου;
— Εγώ δεν ετρελάθηκα, μηδ’ έχασα τον νου μου.
Εσείς καλά το ξεύρετε, και Τούρκοι και Ρωμαίοι·
Με πολεμά ο Βελή πασάς, με τους τσοχαταραίους. 47
Πέρσ’ ήμουν εις τη Βουργαριά, μάζευα παλικάρια,
Και φέτος θα μπω στον γιαλό, Τούρκους να πολεμήσω.
Τρία καράβια ήμασταν, τα τρί' αράδ’ αράδα·
Το 'να ήταν του Λαζόπουλου, τ’ άλλο των Μπιζοτέων,
Το τρίτο το καλύτερο, ήταν του Νίκου Τσάρα.
Γεια σου Τουρκομπασδέκη μου· 48 του Τσάρα το νταλιάνι· 49
Είπαν ο Τσάρας πέθανε, αυτός και τα παιδιά του,
Αλλ’ είν’ ο Νίκος ζωντανός, αυτός κι η συντροφιά του.
Στο χάνι και στον χάντακα, στο έρημο το Πράβι,
Ο Νίκος Τσάρας πολεμά, με τρεις χιλιάδες Τούρκους,
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύκτες,
Δίχως ψωμί δίχως νερό, δίχως κανέν ιμτάτι· 50]
Και τα σπαθιά τους τράβηξαν, και τας αλύσους κόφτουν,
Και στον γιαλόν εμπήκανε, επάνω στα καράβια.

16. Μάχαι των Σουλιωτών κατά του τυράννου της Ηπείρου Αλή, τω 1803 

Εκίνησ’ η αρμάτα, κι η Αρβανιτιά,
Να πάγουν εις το Σούλι, να πάρουνε φλωριά.
Εκκίνησαν κι υπήγαν, όλοι στην εκκλησιά,
κι έστησαν τα μπαϊράκια, τα μεταξωτά.
Κι αυτ’ οι κακό Σουλιώται, κρυμμένοι τα σκυλιά,
Άναψαν τα ντουφέκια, βάλαν τα χουγιακτά· 51
Τους πήγαν’ κυνηγώντας, ως τα Ντερβεσιανά. 52
Απέταξαν τες σάρκες 53 και τα χαϊμαλιά. 54
Εκεί Μεχμέτ ο μαύρος! πρώτος απ’ την Τουρκιά,
Φωνάζει τους Σουλιώτας, μ όλα τα δυνατά.
— Μωρέ κακο-Σουλιώται, δεν είσθε χριστιανοί;
Να κάμετε νισάφι, 55 στη μαύρη την Τουρκιά!
Δότε μας καν τες σάρκες, και τα χαϊμαλιά.—
— Εδώ δεν είναι Μάνη, δεν είναι ο Μοριάς,
Να πάρετε γυναίκες, μανάδες και παιδιά.
'Δώ είν’ το κακο-Σούλι, τα δώδεκα χωριά.
Ζάρονται 56 κι οι γυναίκες, ντουφέκια και σπαθιά.
17. Η κυρά Μόσχω, σύζυγος του καπετάν Λάμπρου Τζαβέλα, και τα κατορθώματα αυτής 

Η κυρά Μόσχω φώναξεν, απάν’ από την Κιάφφι, 57
— Πού είσθε, παιδιά Σουλιώτικα κι εσείς οι Τζαβελλάται;
Μαζί μου όλοι τρέξατε, και άνδρες και γυναίκες.
Τους Τούρκους κατακάψατε, σπόρο να μην αφήστε.
Να μείνουν χήρες, κι ορφανά, γυναίκες και παιδιά τους.
Να λεν στο Σούλ’ τους σκότωσαν, Σουλιώτισσες γυναίκες. (β)
Η Μόσχω τότ’ επήδησε, με τo σπαθί στο χέρι.
— Τώρα να ιδείτε πόλεμο, γυναίκικα ντουφέκια.—
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν λαγοί, και πίσω δεν κοιτάζουν.
Πέταξαν τα ντουφέκι» τους μόνον για να γλιτώσουν.

(β) Η Μόσχω τότε συναγαγούσα τας Σουλιώτιδας επέπεσε λάβρος μετ’ αυτών εν μέσω της συμπλοκής, καν με φλογισμένους οφθαλμούς παροτρύνασα τους χριστιανούς να πολεμώσιν ή ν’ αποθάνωσιν· όλοι δε ομού άνδρες και γυναίκες εμψυχούμενοι υπό της ηρωίδος, δράττουσι μέγιστα τεμάχια βράχων, και κυλίουσιν αυτά κατά των εφορμόντων βαρβάρων. Το κέντρον του στρατού του τυράννου διαρρήγνυται, και τετρομασμένον από προηγουμένην σφαγήν, ετράπη εις φυγήν, και κατεδιώχθη μέχρι του χωρίου Βαρεάτες, απέχοντος επτά ώρας των Ιωαννίνων. Απώλεσε δε όλα του τα σκεύη, πολεμοφόδια και όπλα, ριφθέντα μετά πληθύος Μουσουλμάνων εις την κοίτην του Αχέροντος, (νυν Δελήχι, και αποτέρω αυτόθι Ζαγούρα καλουμένου)· ο δε τύραννος αυτόπτης εκ του μακρόθεν της καταισχύνης του, και της συμφοράς των στρατευμάτων, ως και του προφανούς κινδύνου των υιών του, βλέπων συγχρόνως τους Σουλιώτας επιπεσόντας εις την εφεδρίαν του, εκυριεύθη υπό μανίας και φρίκης, και έφυγεν εκείθεν από ρυτήρος. Εφόνευσε δε ως λέγουν δύο ίππους εις την δρομαίαν ταύτην φυγήν του. Φθας δε εις Ιωάννινα έμεινε κατάκλειστος εις το χαρέμιόν του και αόρατος επί επτά ημέρας· συμπεραίνεται δε ότι εις την μάχην ταύτην εφονεύθησαν και ηχμαλωτίσθησαν, περίπου των 4.000 βαρβάρων· οι δε λοιποί διασπαρέντες εις τα δάση και βουνά, μόλις μετά εβδομάδας συνήχθησαν εις Ιωάννινα· η μάχη αύτη συνέβη τω 1792 και μηνί Ιουλίου 20.
18. Ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας 

Ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας γενναίως πρώτος εισπηδήσας κατά των 23 ληστών οχυρωθέντων επί τη θέσει του Δερβέν Κούλια (γ) έπεσεν ενδόξως τη 12 Ιουλίου 1856.

(γ) Δερβέν-κούλια· λέξ. Τουρκ. στενόν δρόμον και πύργον σημαίνουσα. Η θέσις αύτη κειμένη προς τη διευθύνσει της πάλαι Σχιστής οδού, εν μέσω τριοδίας, και υπό τω όρει Παρνασσώ, καλείται νυν Ζεμενό· ένθα σώζεται ασημάντου τινός οικοδομήματος σώρευμα λίθων, σκοπιά άλλοτε υπό Τούρκων φυλαττομένη.
Επί της θέσεως ταύτης οχυρωθείσα η διαβόητος ληστρική συμμορία κατεσφάγη ολοσχερής· ης τα πτώματα κατεπλακώθησαν εν τη ιδία θέσει υπό του σωρού των λίθων, εφ’ ω ετέθη και το εκ μαρμάρου επιτύμβιον του γενναίου Μέγα.

Μην ήθελ’ έρθ’ ο θεριστής, μηδέ κι ο αλωνάρης,
Μην ήθελ’ έβγ' ντερβέναγας; αυτός ο Γιάννη Μέγας.
Βάνει σφίγξη στους πιστικούς, σ’ όλα τα μοναστήρια.
Κλέφτες να μη διαβήκανε στης Λιάκουρας τα μέρη.
Δεν σου ‘πα Κακαράπη μου, και συ Χρήστο Νταβέλη,
Στη Λιάκουρα να μη διαβείς, λημέρι να μη κάμεις.
Τ’ έβγαλ’ ο Μέγας στη χωσιά, 58 με τους Αραχωβίτες.
Τους κυνηγ' απ’ τ’ Ακρινό-Νερό, 59 τους κλείει στο Ντερβένι.
Και ο Φουντούκης φώναξε με το Ζαφύρ’ αντάμα.
— Μέγα, αν θέλεις πόλεμο και κλέφτικο ντουφέκι,
Έβγα να πολεμήσομεν, αν είσαι παλικάρι. —
Κι ο Μέγας ωσάν τ’ άκουσε, φωνάζει τους συντρόφους.
— Συντρόφοι, βγάλτε τα σπαθιά κι αφήστε τα ντουφέκια,
Σήμερα ή θα ζήσομεν, ή όλοι θα χαθούμεν!
— Κι εις τα ταμπούρια πήδησε, με το σπαθί στο χέρι.
Και τον Φουντούκην έκοψε, και τον Χρήστο Νταβέλη.
Και ο Ζαφύρης το σκυλί, χάμ’ ήταν λαβωμένος.
Πικρό κουμπούρι σήκωσε, με το ζερβί το χέρι,
Μες στο στηθάκι τ’ το ‘ριξε, του ‘καψε την καρδιά του.
Ψιλή φωνήν εφώναξε, τριγύρω τους συντρόφους,
— Πού είσαι, Ζγούρη μ’ 60 αδερφέ, που είσαι, Μαυροδήμο;
Να ειπείτε της Ασήμως μου, της μοναχής μου κόρης.
Να μην αλλάξ' της Παναγιάς, 61 μη βάλει τα φλωριά της.
Τ' εμένα με σκοτώσανε, μες του Δερβέν την Κούλια!—
Τον κλαίουν χώρες και χωριά, και τον μοιρολογούνε,
Τον κλαίει κι η γυναίκα του, και χύνει μαύρα δάκρυα.
Στο παραθύρι κάθεται, την Παναγιά 62 γναντεύει.
— Σηκώσ’ απάνω, Γιάννη μου, και μη βαρυκοιμάσαι,
Τι σε γυρεύ' η συντροφιά, κι όλα τα παλικάρια.
Να τους μοιράσεις τα φλωριά, τα κλέφτικα τσαπράζια! 63
Να πάρεις και τον ντάμπουρα, 64 πικρά να τραγοδήσεις,
Τον σκοτωμό σου, Μέγα μου, να τον μοιρολογήσεις.
— ‘Γω τα τραγούδια μ’ τ’ άφησα μες του Δερβέν την Κούλια·
Κει ‘λάτε να μ’ ακούσητε, το πώς τα τραγωδάω.
Εσείς πουλιά πετούμενα, εσείς πουλιά καημένα.
Περάστ' από τον Παρνασσό, ψηλά στα βλαχοχώρια,
Πάγετε κι απ’ τη Ράχωβα, στη μέση στο παζάρι.
Εκεί ν’ ακούστε κλάιματα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Ν' ακούσετε δυο ορφανές, μάνα και θυγατέρα,
Πώς κλαίουν πώς μοιρολογούν, πώς θλίβονται για μένα!
19. Τραγώδιον Καλιακούδα 

Πολεμούντος πολλάκις του λησταρματωλού Λουκά Καλλιακούδα (1) και νικώντος τας απείρους ορδάς του Αλή, τυράννου της Ηπείρου, κατασφάξαντος δε και πλήθος τουρκών εν τω τελευταίω μάλιστα τούτω πολέμω, άνωθεν της εν Ναυπάκτω Γαυρολίμνης, μεθ' ων και τον υπεραγαπώμενον υπό του τυράννου τούτου πρώτον των δορυφόρων του, Πάσιον Κολώνιαν, ον μετεκόμισαν και έθαψαν εις Μεσολόγγιον. Οι δε Τούρκοι αλβανοί οπαδοί του βλέποντες την τοσαύτην φθοράν των ομοθρήσκων των, παρά του ατρομήτου τούτου ανδρός, εγένοντο μανιώδεις· διο πυροβολήσαντες επιβούλως εκ των οπισθίων, τον εφόνευσαν. Εις δε των συντρόφων αυτού Δασκαλάκης τούνομα, κόψας την κεφαλήν, έδειξεν αυτήν κρυφίως τω συνοπαδώ αυτού Σάκκω (2) ούτος δε διατάξας άραβά τινα Καραγιάννην ίνα μείνει εντός του πύργου μετ' άλλων τινών κλεπτών, εξηλθε νύκτωρ μετά των λοιπών, και οχυρώθη εν άλλη ασφαλεί τινι θέσει εις αντίστασιν. Το δε πρωί, δόντες πίστιν οι Τούρκοι εις τους λόγους του Άραβος βεβαιούντος ανακωχήν όπλων, (μπέσα για μπέσα) επλησίασαν περί τον πύργον· ότε αίφνης ο Άραψ βαλλών πυρ εις δύο καδίσκους πλήρεις πυρίτιδος, κατέστρεψε πλείστους των Τούρκων, συγκαταστραφείς και ούτος μετά των λοιπών συντρόφων του. Όσοι δε των Τούρκων εσώθησαν, εζήτησαν μετά σπουδής το σώμα του Καλλιακούδα, όπερ ευρόντες κεκαλυμμένον υπό σωρόν χαρτίων των φυσεκίων, μόλις εγνώρισαν ως εκ του σημείου επί της δεξιάς χειρός του ονόματος αυτού κόψαντες δε αυτήν επαρουσίασαν τω τυράννω εις Ιωάννινα· ήν δε το έτος 1805. 

Ένας αετός εκάθονταν, ψηλά στη Γαβρολίμνη, 65
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πικρό τραγούδι λέγει.
Γράφει ο Σάκκος μια γραφή, στέλλει του Καλιακούδα.
— Υγιές και χαιρετίσματα, προς σένα Καλιακούδα·
Τώμου 66 να ιδείς το γράμμα μου, και λάβεις τη γραφή μου,
Να μάσεις τα μπουλούκια σου κι όλον τον ταϊφά σου· 67
Να βγεις κατά Μαλάματα, 68 στο Νέπακτο στο κάστρο
Να βγεις να πολεμήσομε πάνω στη Γαβρολίμνη.
Με τον πασά του Νέπακτου και με τον Μουσελίμη. 69
Σαράντα μέρες πόλεμο, και ‘ξήντα μερονύκτια.—
Κι ο Δασκαλάκης 70 φώναξεν από το μετερίζι·
— Άιτε, 71 Λουκά μ’ να φύγομε, στην Πρέβεζα 72 να πάμε,
Κι ο Μέτσε μπόνος 73 έρχεται, με τριάντα δυο χιλιάδες·
Μπουλούκ μπασάδες 74 δώδεκα, κι ατός του παλικάρι. 75
Κι ο Καλιακούδας ρέκαξε, 76 σαν άλογο βαρβάτο.
— Σαν έρθει, καλώς έρχεται, κανένα δε φοβούμαι,
Σαράντα πέντε σκότωσα, όλους μπουλούκ μπασάδες.
Κι αυτά τα λιανοκόνιαρα; 77 που μετρημό δεν έχουν.—
Λύσε, Λουλά μου, τα παιδιά απόλυσ’ τα μπεγόπλα· 78
Σωροί κωφάρια Κονιαριά, στου Σάκκου το ταμπούρι.
Σωροί κωφάρια αρβανιτιά, 'μπροσθά στου Καλιακούδα.
Κι οι άπιστοι συντρόφοι του, οι Τουρκοαρβανίτες,
Έριξαν και τον σκότωσαν, μέσ’ από το ταμπούρι.
Κι ο Δασκαλάκος πρόφθασε, του πήρε το κεφάλι.
Κι οι Αρβανίτες τα σκυλιά του κόψανε το χέρι.
Το πήραν και το πήγανε, στα Γιάννενα στη χώρα.
Όλοι φλωριά τους κέρασαν, άλλοι τρία και πέντε.
Κι Αλή πασάς ο άπιστος, δίνει, σαράντα πέντε.
— Ετούτος είν’ ο κερατάς, είπεν, ο Καλιακούδας;
Που κίρτισε 79 τ’ ασκέρι μου (3) κι όλους τους τσαρκαντσίδες. 80
20. Aι δύο αιχμάλωτοι Οθωμανίδες 

Τραγώδι επί του Ελληνικού πολέμου, το 1821.

Πικρή μέρα ξημέρωσε, πικρή νύκτα βραδιάζει,
Δυο Τουρκοπούλες έπιασαν και δυο βαριές κυράδες·
Ρεσούλα και τη Φατιμέ, τες δυο όμορφες του κόσμου.
Ρεσούλα παίρν’ ο Γιαννακός, τη Φατιμ’ ο Χαμπίπης.
Στα γόνατα την κάθισε, στα μάτια την κοιτάζει.
— Ρεσούλα γίνου χριστιανή, γυναίκα να σε πάρω·
— Το πώς να γίνω χριστιανή, γυναίκα να με πάρεις.
‘Γώ έχ’ αδέρφια μπέηδες, ξαδέρφια βοϊβοντάδες.
‘Γώ έχω τον Κιαμίλπεη, 81 ριτσάλι 82 του Βεζίρη.
Σας φέρει γρόσια φόρτωμα, και τα φλωριά σακούλια.
21. Ο ήρως παραπονούμενος υπό τω μνήματι αυτού 

Τραγώδι παλαιόν.

Εψές προψές εδιάβαινα, απ’ εν’ ερημοκλήσι,
Κι εκ’ ήσαν μνήματα πολλά, αδέρφια και ξαδέρφια·
Κι επάνω περιπάτησα, σ’ εν’ ανδρειωμένο μνήμα.
Ακούω το μνήμα και βογκά, και βαριαναστενάζει·
— Τι έχεις μνήμα και βογκάς και βαριαναστενάζεις;
Μην είν’ το χώμα σου βαρύ μην είν’ κι η μαύρη πέτρα;
— Μήτε το χώμα μ’ είν’ βαρύ, μήτε κι η μαύρη πέτρα,
Μόν’ το ‘χω σε παράπονο, και σε μεγάλη πίκρα,
Οπ’ ήρθες και μ’ επάτησες, επάνω στο κεφάλι.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος δεν ήμουν παλικάρι;
22. Μάχη του λησταρματολού Λιάκου προς τους Τουρκαλβανούς του Αλή τυράννου της Ηπείρου 

Τραγώδι περί τα τέλη της παρελθούσης εκατονταετηρίδος.

Το ορεσίβιον τούτο σύστημα των αρματολών, κατασταθέν υπό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ελογίζετο κατ’ εκείνους τους καιρούς το αξιολογότερον σώμα, όπερ αποκλειστικώς υποχρεούτο εις καταδίωξιν της ληστείας, και εφύλατταν τας εις διάφορα μέρη στενωπούς, και ορεινά απεράσματα. Συνίστατο δε εις 47 αρματολίκια, εκ του Αξιού ποταμού μέχρι του Ισθμού· τουτέστι, δέκα ήσαν εις Θεσσαλίαν και Λεβαδείαν τέσσαρα εις Αιτωλίαν, Ακαρνανίαν και Ήπειρον και τρία εις Νότιον Μακεδονίαν. Ο δε βαθμός του Αρματολουκαπετάνου ήτο ισόβιος και διαδοχικός. Μετά δε την πτώσιν της Κωνσταντινουπόλεως, η Μουσουλμανική ακάθεκτος λύσσα, υποβλέπουσα μετ’ ανησυχίας το σύστημα τούτο, μη υποτασσόμενον εις τους νόμους των κατακτητών, εν διαφόροις δε περιστάσεσιν επιβούλως αποπειραθείσα την καταστροφήν αυτού, αν και επετύγχανε δυστυχώς ενίοτε δια μηχανορραφιών και διαιρέσεων, διαφθείρουσα εν μέρει τους αρματολούς τούτους, ουχ ήττον όμως οι αρειμάνιοι ούτοι άνδρες, επί των ορέων αυτών ευρίσκοντες προτείχισμα αποχρών, εις αντίστασιν τη των Οθωμανών δυνάμει, προς καιρόν ησύχως διετέλουν αυτόθι. Αείποτε όμως επάγρυπνοι φύλακες της ελευθερίας των, αντέχοντες και κρατούντες τα όπλα μετά στιβαρός χειρός, κατά των σατραπών του Σουλτάνου και των ορδών αυτών, εξερχόμενοι αθρόοι εκείθεν, απείρους καταστροφάς επέφερον ου μόνον επ’ αυτών, άλλα και επί διαφόρων χωρών υπ’ Οθωμανών κατοκημένων μέχρι των ημερών μας· εντεύθεν το Τουρκικόν Διβάνιον υποκρινόμενον, και την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον ηναγκάζετο εκόν άκον ίνα διατηρεί το σύστημα τούτο προς ησυχίαν των επαρχιών, και προσλαμβάνει υπομίσθια εις τους πολέμους του, διάφορα σώματα εκ των μαχητών τούτων.

Ακόμ’ αυτή την άνοιξη, φέτο το καλοκαίρι,
Θέλω να πάγω αρματολός, αρματολός και κλέφτης.
Να βγω στης Γούρας τα βουνά, κι εις τα παλιά λημέρια.
Τρία πουλάκια κάθονταν, μες στο Γερακοβούνι· 83
Το ‘να τηράει τον Αρμυρό, τ άλλο κατ’ το Ζητούνι.
Το τρίτο το καλύτερο, μοιρολογά και λέγει.
— Προσκύνα Λιάκο τον πασά, προσκύνα τον Βεζίρη.
Να σου χαρίσει τη ζωή, δερβέναγας να γένεις.
— Όσ’ είν’ ο Λιάκος 84 ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει.
Πασά ‘χει ο Λιάκος τ άρματα, βεζίρη το σπαθί του·
Και παλικάρια μάζωνεν, όλο λιονταροπαίδια.
Κι οι παγανιές 85 επλάκωσαν, Κονιάροι κι Αρβανίτες.
Κι ο πόλεμος εβάσταξε, δυο μέρες και δυο νύχτες.
Πέφτουν τουφέκια σαν βροχή, πιστόλια σαν χαλάζι,
Φεύγουν Κονιάροι 'π’ εμπροσθά, φεύγουν κι οι Αρβανίτες
Κτυπά κι ο Λιάκος πίσω τους με το σπαθί στο χέρι.
23. Συνευωχία και ευχή ληστών 

Άσμα παλαιόν

Καλώς ανταμωθήκαμεν, ημείς οι ντερτιλήδες, 86
Να κλάψομε τα ντέρτια μας, και τα παράπονά μας.
Για ζόμε, για ποθαίνουμε, για σ’ άλλον κόσμο πάμε.
Πάλι καλές αντάμωσες, πάλι ν’ ανταμωθούμε.
Στον Άγη-Λια στον Πλάτανο, στες κρυσταλλένες βρύσες.
Οπ’ έχουν κλέφτες σύνοδο, κι οι καπιταναραίοι.
Κι έχουν αρνιά και ψήνουνε, κριάρια σουφλισμένα.
Οπ’ έχουν και γλυκό κρασί, από το μοναστήρι.
24. Μάχη του καπιτάν ντελή-Γεώργη κατά των Τουρκαλβανών Λάλας, και ζώγρησις αυτού 

Τραγώδι μεταγενέστερον.

Σ' όλον τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλον τον κόσμον ήλιος.
Στο ριζοβούνι του Λαλιού, 87 όλο καπνός κι αντάρα.
Καν απ’ τα χιόνια τα πολλά, καν απ’ τα κουρκουσάλια. 88
Μηδ’ απ’ τα χιόνια τα πολλά, μηδ’ απ’ τα κουρκουσάλια.
Τον ντελή-Γεώργη κλείσανε οι άπιστοι Λαλιώται.
Λαλιώτες ήταν μετρητοί, χίλιοι πεντακόσιοι.
Κι ο ντελής-Γεώργης μόνος του με δώδεκα νομάτους.
Λαλιώτες τον εφώναξαν μέσ’ από το ταμπούρι,
— Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
— Μη γαρ τοι είμαι νιόνυμφη να βγω να προσκυνήσω; 89
‘γώ είμ’ ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπιτάνου.
Θέλω βαστάξει πόλεμον, όσον κι αν ημπορέσω.
Κι ο αδερφός τ’ φώναξεν από το μετερίζι,
— Βάστα, Γιώργη, τον πόλεμο, βάστα και το τουφέκι·
‘τι το ιμτάτ’ 90 επλάκωσε, πέντε καπιτανέοι.
Τρία γερούσια έκαμαν, οι Τούρκ’ απ’ τα ταμπούρια.
Πιάσαν τον Γιώργη 91 ζωντανόν τον παν στην παλιά Πάτρα.
25. Λεηλασία χωρίων τινών έξωθεν του Πελοποννησιακού Ισθμού υπό Τουρκαλβανών ζουρμπάδων

Τραγώδιον του παρελθόντος αιώνος (δηλ. του 17ου)

Κάτω στ’ Αρβανιτοχώρια πάγουν κλέφτες να πατήσουν,
Των γερόντωνε 92 τα σπίτια, πήραν άσπρα, πήρα γρόσια.
Πήραν και μια ρωμνιοπούλα, 93 ‘π’ είν’ τα νύχια της βαμμένα,
Τα μαλλιά μπογιατισμένα· — ‘πε μας, ‘πε μας ρωμνιοπούλα
Αν δεν είσαι τουρκοπούλα, τ’ είν’ τα νύχια σου βαμμένα,
Τα μαλλιά μπογιατισμένα;
— ‘γώ δεν είμαι τουρκοπούλα! μόνον είμαι ρωμνιοπούλα,
Κι είμαι και παπαδοπούλα. Κι αν τα νύχια ‘χω βαμμένα,
Τα μαλλιά μπογιατισμένα, το ‘χει ο τόπος μου ζακόνι,
Το χωριό το συνηθίζει.
26. Κορασίων Μεσολογγίτιδων αρπαγή υπό ληστών 

Άσμα μεταγενέστερον

Όταν εβάλαν τη βουλή, Μεσολογγιτοπούλες,
Να παν να προσκυνήσουνε ψηλά στον Αϊ-Θανάση, 94
Κι ο Μπαρμαγιώργης βίγλιζεν πίσ’ από τ’ άγιο βήμα·
Πιάνουν και δένουν τον παπά και παίρουν τες τσατσούλες, 95
— Τσατσούλες βγάλτε τα φλωριά, τ’ ασημογκιόρντανά σας, 96
Θα βγούμε απάνω στα βουνά κι εις τες κρυοβρυσούλες,
Να έρθουν κι οι γονέοι σας την ξαγορά να φέρουν.
Να φέρουν φέσια δώδεκα, γελέκια δεκαπέντε.
Να φέρουν του γραμματικού σπαθί μαλαματένιο.
27. Τραγώδι του γενναίου στρατηγού Γκούρα, του εν τω ιερώ αγώνι εν Ακροπόλει πεσόντος 

Τω 1826.

Μαύρος αετός εκάθονταν, Γκούρα λεβέντη μου,
στο κάστρο της Αθήνας.
Μέρα και νύκτα κελαδεί, μοιρολογά και λέγει,
Τ’ είν’ το κακό που, πάθανε, οι μαύροι οι Γκουραίοι.
Μεριά τους δέρει θάνατος, κι από μεριά οι Τούρκοι.
Πολλή μαυρίλα έρχεται, μαύρη σαν καλιακούδες
Μ' είν’ ο Μαμούρης 'π’ έρχεται, μη είν’ Καραϊσκάκης·
Μηδ’ ο Μαμούρης έρχεται, μηδ’ ο Καραϊσκάκης.
Μόν είν’ ο σκύλο-Κιουταχής, μ’ εξήντα δυο χιλιάδες.
Φέρει κανόνια της στεριάς, και μπόμπες της θαλάσσης.
Πιάνει και γράφει μπουγιορδί, του Γκούρα παραγγέλλει.
— Γκούρα, έβγα προσκύνησε, και δώσε τ’ άρματά σου,
Να σε κάμω ντερβέναγα, σ’ όλα τα βελαέτια.
— Μωρέ χαλτούπη Κιουταχή, σαν θέλεις τ’ άρματά μου,
Εδώ είμαι κι έλα πάρε τα, αν είσαι παλικάρι.
Άρματα χωρίς πόλεμον ο Γκούρας δεν σου δίνει.
— Κι ο Κιουταχής σαν τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη,
Ρίχνει κανόνια σαν βροχή, ντουφέκια σαν χαλάζι.
28. Ο δια προδοσίας φόνος του αρματολού Φλώρου, παρά τινος κουμπάρου του 

(Τραγώδιον μεταγενέστερον).

Ξύπνα καημέν’ Αναστασιά, και συ Παγώνα χήρα,
Ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, ν’ ανάψεις το λυχνάρι.
Και στρώσε μου πλατιά, κι έλα σιμά μου κάτσε.
Να πλύνεις στους γιαράδες μου, 97 και τες λαβωματιές μου.
Ίσως και ξημερώσομε, για να μας πάρ’ ημέρα.
— Καλά ήσουν, Φλώρε μ’, στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
Τι χάλευες, τι γύρευες, στους κάμπους να κατέβεις; —
— Με κάλεσαν οι φίλοι μου, κι οι αδερφοποιτοί μου,
Να πάγ' να με φιλέψουνε, μες του Λαδιού 98 τον κάμπο.
Κει 'π’ έτρωγα κει 'π’ έπινα, κι εσήκωνα γεμάτα,
Μια τουφεκιά, μου έδωκεν, ο άπιστος κουμπάρος.
29. Ο αείμνηστος Μάρκο Βότσαρης 

Ούτος ην εξ ενός χωρίου, Βρυώνη καλουμένου, εγγύς της εν τη Αλβανία, πόλεως Βαράτης, αντίπαλος του Μεχμέτ Αλή, και δεινώς αντιποιούμενος αυτώ την της Αιγύπτου ηγεμονίαν. Αλλ’ ο τελευταίος, ούτος ισχυρότερος των εν Αιγύπτω δυνάμεων, απεμάκρυνε τον αντίμαχόν του, ικανοποιήσας αυτόν, δι’ αντιτίμου δυο εκατομμυρίων γροσίων· προς δε και πλούσια δώρα επιδαψιλεύσας αυτώ, απηλλάχθη των αξιώσεών του. Ούτος δε απάρας εκείθεν, μετέβη εις Ιωάννινα, τω 1809 ένθα παραδούς τους θησαυρούς του τω τυράννω Αλή, έμεινε παρ’ αυτώ πιστός, και μυστικός σύμβουλος, αυτού μεγάλως τιμώμενος και πολλάκις αντιπροσωπεύων τον τύραννον τούτον.

Εσείς βουνά της Κατωχής, βουνά του Ξηρομέρου,
Βαστάτε να βαστάξομε, και τούτον τον χειμώνα,
Ο Βάλτος επροσκύνησε, κι όλο το Ξηρομέρι,
Το Μεσολόγγι το πικρό, δεν θέλ’ να προσκυνήσει·
Γιατ’ είν’ ο Μάρκο Βότσαρης, στην εκκλησιά 99 κλεισμένος,
Κι αυτός ζητάει πόλεμο, με τον Σουλτάν Μαχμούτη.
Ομέρ Βρυώνης φώναξε, Ομέρ Βρυώνης λέγει.
— Έλα, Μάρκο, προσκύνησε, στην πόρτα του Βεζίρη,
Για να γενείς αρματολός, Ξηρόμερο και Βάλτο.—
— Εγώ είμ’ ο Μάρκο Βότσαρης, Τούρκους δεν προσκυνάω.
Εσύ καλά με γνώρισες, μωρέ Ομέρ Βρυώνη·
Δεν είν’ ο Μάρκος άπιστος, σαν τον Τουρκογιωργάκη. 100
Εγώ ιμτάτι καρτερώ, τον Λόντο και Νικήτα,
Για να σου κάμω πόλεμο, έως το κιαμέτι. 101
Ομέρ Βρυώνης τ’ άκουσε, βαριά αναστενάζει,
Σηκώθη πάλ’ εγύρισε στην Άρτα για να πάγει.
Τον Άγο κιόρη 102 έστειλε, να πάγ’ στο Καρπενήσι.
Καραϊσκάκης το 'μαθε, τον ταϊφά του κράζει·
Στο Σοβολάκου 103 πέρασε, μέσα στον Άγιο Βλάση. 104
Κι επιάσανε τον πόλεμο, μ’ αυτόν τον Άγο κιόρη·
Τρακόσιους δέκα σκότωσαν, κι αυτόν τον Ισλάμ-Μπέντο. 105
‘π ήτον ρεντσάλι του πασά, και πρώτος τσοχαντάρης.
Πίσω oι Τούρκοι έφυγον, στου Άσπρου το ποτάμι 106
Πέντε χιλιάδες πνίγηκαν 107 πεζούρα και καβάλα.
30. Ο Κατσαντώνης μετά των ογδοήκοντα τριών μαχητών του 

Κατσαντώνης. Ο ατρόμητος ούτος νέος, ην υιός και μέλος πολυπροσώπου τινος οικογενείας εκ των ορεσιβίων σκηνιτών, των περί την Ευρυτανίαν και Αγραΐδα, βόσκων μετά των γονέων αυτού τα ποίμνια. Πιεζομένη όμως η οικογένεια αυτού μετά των λοιπών ποιμένων υπό της σιδηράς ράβδου του ειδεχθούς τυράννου, και παρατηρών κάθ’ εκάστην την φθοράν των ποιμνίων των, αρπαζομένων παρά των αενάως εκείσε περιπλανομένων στρατευμάτων, ήρπασε τα όπλα· εφοδιασθείς δε, τα εκ της αγοράς της κωμοπόλεως Καρπενησίου αναγκαιούντα πολεμοφόδια, εξήλθε πλήρης γενναιοψυχίας εις αντεκδίκησιν των ντερβεναγάδων, και ιδίως κατά του τυράννου Αλή. Τοσούτον δε τρομερός και επίφοβος κατέστη ο Κατσαντώνης εις διαφόρους μάχας κατά των στρατευμάτων του τυράννου, ώστε ούτος μανιώδης γενόμενος, αντί του Κατσαντώνου, τους γονείς αυτού μεθ’ απάντων των συγγενών συλλαβών έριψεν αυτούς εις σκοτεινοτάτην ειρκτήν ένθα και απόλλυντο.

Βγήκεν Αντώνης στ’ Άγραφα με τον Καραγιαννάκη 108
Πήρανε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα βελαέτια.
Γράφουν και στέλλουν μια γραφή, σ’ αυτόν τον Βελή Γκέκα.
— Σ' εσέ Βελή ντερβέναγα, ρεντσάλι του βεζίρη.
Έβγα να πολεμήσομε, ψηλά στο Προσηλιάκο 109
Να δεις τα κλέφτικα σπαθιά, τα κλέφτικα ντουφέκια.
Κι ο Βελή Γκέκας τ’ άκουσε, βαρύ του κακοφάνη·
Και τ’ ασκέρι ‘τοίμασε, κι επάνω τους πηγαίνει.
Και πιάσανε τον πόλεμο, τρεις ώρες με την ώρα.
Τον Βελή-Γκέκα σκότωσαν, και τρεις μπουλούκ-μπασάδες.
Κοντσαμπασήδες 110 έγραψαν, μέσ’ τον Αλή Βεζίρη.
— Βεζίρη μας να λυπηθείς, να κάμεις μερχαμέτι· 111
Ο Κατσαντώνης στ’ Άγραφα μ’ ογδόντα τρεις νομάτους,
Τον Βελή-Γκέκα σκότωσε, και τρεις μπουλούκ-μπασάδες.
Δώσε τους το μουρασαλέ, 112 και το καπιτανάτο,
Να ησυχάσ’ φτωχολογιά, κι οι κλέφτες να μερέψουν.—
Κι Αλή πασάς σαν τ’ άκουσε, τα γένια του δαγκάνει,
Κι έδωσε το μουρασαλέ, σ’ αυτόν τον Λεπενιώτη.
31. Έτερον τραγώδι του οπλαρχηγού Ανδρίτσου 

Η πατρίς του ρωμαλέου τούτου ανδρός, ην οι Λιβανάται, χωρίον παράλιον, απέχον μιας ώρας περίπου της Αταλάντης· πατήρ δε αυτού ην εις των προκρίτων του ρηθέντος χωρίου, γεωργός τω επαγγέλματι· ο δε υιός αυτού προσβληθείς ποτε παρά τινος Τούρκου αγά της Αταλάντης, ίνα βία μετακομίσει τους φόρους της εξουσίας, εν αποθήκη χωρίου τίνος, Αρκίστα καλουμένου, εγγύς των Λιβανατών· τους μεν φόρους δυσανασχετών ο Ανδρίτσος μετέφερεν, αλλά την επιούσαν απαντήσας καθ’ οδόν, κατέσφαξε τον αγάν τούτον, ον αφοπλίσας εξήλθεν εκδικητής κατά της τυραννίας· συνάξας δε μετ’ ου πολύ επτακόσιους περίπου μαχητάς, μετά των αδελφών αυτού, επέπεσε μανιώδης κατά των Οσμανλίδων ρίπτων επ’ αυτοίς πυρ και σίδηρον.
Το δε Σουλτανικόν Ντιβάνιον, καταληφθέν υπό τρόμου, συνεκέντρωσεν ολόκληρον στρατόν και θαλασσίους δυνάμεις απέστειλεν εκ Κωνσταντινουπόλεως ίνα κτυπήσωσι τον επικίνδυνον τούτον εχθρόν του, και απαλλαχθεί απ’ αυτού.

Έλαχ’ ημέρα βροχερή, και νύχτα χιονισμένη,
'π' ευρέθ’ Ανδρίτσος στα νησιά, πάνω στες μέσα λίμνες.
Κι ο Μουτσανάς μες τες Ροιές 113, μ’ όλα τα παλικάρια.
Πολλά τα έτ’ Χαλίλαγα, —Καλώς τον καπετάνο!
Ψωμί μη θέλουν τα παιδιά, κι αρνιά τα παλικάρια; —
— Ψωμί δε θέλουν τα παιδιά, κι αρνιά τα παλικάρια,
Μόν’ θέλουν το κεφάλι σου, να το πάγουν τ’ Ανδρίτσου.—
— Παρακαλώ σε Μουτσανά, και καπιτάν Ανδρίτσο,
Να μου χαρίσεις τη ζωή, ακόμ’ αυτήν την ώρα,
Και 'γώ να γράψω μια γραφή, πικρή φαρμακωμένη·
Να στείλω στον πατέρα μου, να στείλω στον μπαμπά μου,
Να στείλει την εξαγορά, χρυσάφι ζυγιασμένο!
32. Αρπαγή αθώας τίνος κόρης Ιερέως, υπό τινος Οθωμανού μυλωθρού 

‘γείραν τ’ απόσκια έγειραν, Λουλούδα μ’, στην αυλή σου,
Κι εσύ, Λουλούδα μ’, νύχτωσες, στον μύλο μην πηγαίνεις.
Γιατ’ είναι Τούρκος μυλωνάς, 'ξάγι 114 βαρύ σου παίρνει,
Παίρει εξάγι τ’ άλογο, φιλεί τα μαύρα μάτια·
Κι αυτήνη δεν τα ήκουσε, τα λόγια που της είπαν,
Πιάνει φορτώνει τ’ άλογο, στον μύλο για να πάγει·
Το μου την είδ’ ο μυλωνάς, χάμ’ ήταν κι εσηκώθη.
— Λουλούδα μ’, τ’ ήθελες εδώ, τώρα το βράδυ βράδυ;—
— Ήρθα ν’ αλέσω, μυλωνά, και πίσω να γυρίσω.
— Λουλούδα μ’, πιάσε τ’ άλογο, Λουλούδα μ’, καβαλίκα,
Τι θέλει πάμεν στην Τουρκιά, να γίνεις Τουρκοπούλα.
— 'γώ Τούρκισσα δεν γίνομαι, και Τούρκ’ άνδρα δεν παίρω,
Τ’ είν ο πατέρας μου παπάς, κι εγώ παπαδοπούλα.
Τ' είναι η μάνα μου ρωμνιά, κι εγώ είμαι ρωμνιοπούλα.—
Κι ο μυλωνάς την άρπαξε, την έβαλε καβάλα,
Με το ‘να χέρι το σπαθί, τ’ άλλο το χαλινάρι.
Και η Λουλούδα φώναξε, κι αυτός τη φοβερίζει·
— Πάψε, Λουλούδα, τες φωνές, σου κόφτω το κεφάλι.—
— Κόψε με, βρε βρομότουρκε, σκύλε μαγαρισμένε,
'γώ τούρκισσα δεν γίνομαι, κομμάτια καν με κάμεις!
33. Οι εν Πελοποννήσω ζουρμπάδες, περί τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνος 

Μουρτοχαμουζάς τις Αλβανός, αποστατήσας κατά του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, εδεινάστευσε δεκαοκτώ χρόνους της Πελοποννήσου, εν τω διαστήματι δε τούτω, ηφάνισε μετά των οπαδών αυτού όλας τας πάλεις και τα χωρία, διά της τυραννίας και αρπαγής.
Ζουρμπάδες· Λησταί φανεροί περιφερόμενοι, λεηλατούντες και ερημώνοντες λαούς και πόλεις. (λ. εκ του Γαλλ. usurpeteur).

Μία προσταγή μεγάλη, προστάζ' ο βασιλιάς,
Να καταβεί αρμάτα, κι ο καπετάν πασάς.
Η αρμάτα εκατέβη, στο Ναύπλι άραξε,
Κι αυτός απ’ τα δερβένια, 115 μ’ ασκέρ’ απέρασε.
Tοv δραγουμάνον κράζει, και γράφει μπουγιουρδιά, 116
— Σ’ εσένα Μούρτο-χάμζα, σ’ εσάς Αρβανιτιά.
Ώρα να μη σταθείτε, να βγείτ’ απ’ τον Μωριά,
Τ' οι καλλιοντσήδες 117 'π’ έχω, γυρεύουν τα κομπιά.— 118
— Ειπέ τα λόγια 'πέ τα, 'πέ τα στην Αραπιά,
Ο Μούρτο-Μουρτοχάμζας, δεν βγαίν’ απ’ τον Μοριά.
Στείλε μας τους λουφέδες, 119 μη στέλλεις μπουγιουρδιά,
‘γώ μπουγιουρδιά ‘χω χίλια, καϊμένα στη φωτιά!
Μπεκιάρικα 120 τουφέκια, χιλιάδες 'κοσι οχτώ,
Κι ας έλθουν καλλιοντσήδες, χιλιάδες εκατό!—
Πετώντ’ οι καλλιοντσήδες, κι αρπάζουν τα σπαθιά,
Πιάνουν τους Αρβανίτες, τους κόφτουν σαν τραγιά! (*)

* Εν τω πολέμω τούτω πολλά ολίγον επέτυχον οι αξιογέλαστοι ούτοι Καλλιοντσήδες, φονευθέντες μάλιστα εξ αυτών οι περισσότεροι, όσον ανδρειότατα και επιτυχέστατα επολέμησαν οι Αρματολοί προς εξολόθρευσιν των ζορμπάδων τούτων. Ουχ’ ήττον όμως και οι Δερβενοχωρίται κατ’ αυτήν την περίστασιν δείξαντες μεγίστην ανδρείαν, κατέστρεψαν τους Τουρκαλβανούς εις διάφορα μέρη του Ισθμού και των στενοπών οδών. Γέροντές τινες επιζήσαντες προ τινων χρόνων διηγούντο την καταστροφήν ταύτην, και τους περί τον Κιθαιρώνα ακροβολισμούς εφ’ ων επολέμησαν και ηρίστευσαν οι γονείς των. Αλλ’ ο δεσποτισμός της φανατικής τουρκοδυναστείας, κολακευομένης και ουδόλως ανεχομένης διακρίσεις και επαίνους εις τους ονομαζομένους ραγιάδας της, ουδ’ υπέφερε καν το όνομα αυτών ν’ ακούεται επ’ ανδραγαθία.
34. Η φιλάρπαγος διαγωγή των Τουρκοκοντσαμπάσηδων 

Ένα κοράκι 'ξέβγαινεν, μέσα από τον άδη,
Σύρει και εις τα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι.
Κι ώρας ώρας το ρώταεν, κι ώρας του λέγει,
— Κεφάλι κακοκέφαλο, κακού καιρού γραμμένο,
Τα τ’ έκαμες στα νιάτα σου κι είσαι κριματισμένο;
Μην ήσουν πρώτος στο χωριό, κι εμοίραζες τα χρέη; 121
Έριχνες πλούσιους εκατό, και τους πτωχούς διακόσια,
Και μία χήρα με δυο παιδιά, τους ρίχνεις πεντακόσια!
Τ’ είχεν αμπέλια κι είν’ καλά, χωράφια ζηλευμένα!
Στ’ αμπέλι πήγε κάθισε, και πικραμένα κλαίει.
— Αμπέλι μου πλατύφυλλο, κι ευμορφοκλαδευμένο,
Βαριά χρέη μ’ ερίξανε, και θέλω σε πωλήσει.—
— Μη με πωλείς κυρούλα μου, μηδέ να με ξεκάμεις,
Βάλε τρεις γέρους γέροντας, να μ’ ευμορφοκλαδεύσουν,
Και παλικάρι’ ανύπανδρα να μ’ ευμορφοκλαδεύσουν.
Τρία κοράσια παρθένα, να με βλαστολογήσουν·
Κάμε βαγένια 122 δώδεκα, και κάδους δεκαπέντε,
Και με τα πανωστάφυλα, τα χρέη σου να βγάλεις.
35. Άλωσις της Ωριάς του Κάστρου 

Τραγώδιον παλαιόν

Η δι’ απάτης άλωσις του φρουρίου τούτου από τας χείρας των χριστιανών· πιθανώς εγένετο υπό των Σαρακηνών, και του οποίου τα μεγαλοπρεπή ερείπια, σώζονται μέχρι σήμερον εις τα κατά την Μικράν Ασίαν, Μύρα της Λυκίας, ου μακράν της θαλάσσης.

Από μικρός οπ’ ήμουν, ξενιτεύθηκα,
Σ όλα τα κάστρα πήγα, κι όλα τα 'δειρα
Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα.
Σαράντ’ οργιές του 'ψήλου, δώδεκα πλατύ.
Τούρκοι το πολεμούσαν, χρόνους δώδεκα,
Δεν 'μπόρουν να πατήσουν, το παντέρημο.
Κι ένας κοντοτουρκάκος κι όμορφο παιδί,
Καν Αλτσερίνος ήταν, καν Σαρακηνός.
Στην τέντα του Βεζίρη, 'πάγει προσκυνά·
— Βεζίρη μ’ εγώ είμαι άξιος και πιστός,
Αν πάρω 'γώ το κάστρο τ’ είν’ η ρώγα μου, 123
Και τ’ είν’ η δούλεψή μου το ζαχμέτι μου; 124
— Σαν τ’ άκουσ’ ο βεζίρης, πολύ χάρηκε,
Γλυκά του συντυχαίνει, και τον ερωτά·
— Αν πάρεις συ το κάστρο, χίλια η ρώγα σου,
Και χίλια η δούλεψή σου, κι άλογο καλό ...
— Προσκέφαλον εζώσθη, και γκαστρώθηκε,
Τριγύριζε το κάστρο, και όλον έκλαιε.
— Άνοιξ’ Ωριά το κάστρο, μέσα για να μπω.
Γιατ’ είμαι γκαστρωμένη, και στον μήνα μου,
Τι πέφτει το παιδί μου, παίρεις το κρίμα μου. —
Όσο ν’ ανοίξ' η πόρτα, χίλιοι μπήκανε,
Κι όσο να καλοκλείσει το πατήσανε!
Το παντέρημο!

36. Εξομολόγησης του ληστού Γιώτου, και σφαγή αυτού 

Με γέλασε το χαραυγί, τ' άστρι και το φεγγάρι,
Και βγήκα νύχτα και τα βουνά, ψηλά και τα κορφοβούνια.
Ακούω τα ντούσκα 125 και βροντούν, και τες οξιές και τρίζουν,
Και τα γατάκια 126 των κλεφτών, βαριά ν' αναστενάζουν,
Π’ έχουν τον Γιώτην άρρωστον, τον Γιώτη λαβωμένον, 
Ψιλή φωνή εφώναξε, μέσ' από το Γιατάκι.
—Τραβάτε με να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτσω,
Και φέρτε τον πνευματικό, να με ξομολογήσει, 
Να ξέρει κι από λόγου του, για να τα συγχωρήσει.
‘Ξήντα κορίτσια φίλησα, και ‘ξήντα πανδρεμένες!
Και καλογραιές και παπαδιές, που μετρημούς δεν έχουν!
Μια παπαδιά π' τον Μαραθιά, 127 τριών μερών λεχώνα! 
Έσκυψα και τη φίλησα, κι η γη αναταράχθη.
Τ' άλογό μου χρημέτισε, και το ντουφέκι ‘κόπη·
Και τ' όρημο σπαθάκι μου, μου πήρε το κεφάλι!
37. Απανθρωπία του ληστού Σκυλοκανάτα 

(Τραγώδιον του παρελθόντος αιώνος).

Γενάρης με τα κρύσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια, 
Τα χιόνια όλα πάγωσαν, κι είναι κρυσταλλιασμένα. 
Θέλουν τα πρόβατα κλαδί, τα γίδια θέλουν γρέκι,
κι αυτάνα τα λιανόματα, θέλουν γάλα να φάγουν.
Σκυλοκανάτας βίγλιζε ψηλ’ από το λημέρι·
— Αλέξη μ’ πιάσ' ένα τραγί, κι ένα παχύ κριάρι,
Αλέξη μ’ π’ είν’ τα ‘δέρφια σου, ο Μήτρος κι ο Γιαννάκης; —
— Το ένα πάγει για ψωμί, τ' άλλο κρασί να φέρει,
Το τρίτο το μικρότερο, στον λόγγο δένδρα σχίζει.—
— Αλέξ μ' κάτσε καταγής, κι ακούμπα 'κεί στην πέτρα,
T' έχω δυο λόγια να σου ειπώ, τρία να σου μιλήσω.
Να πάτε χαιρετήματα, της χλιβερής σου μάνας,
Τ' είν’ το καμάρι 'π' έσυρνε, να μην το μετασείρει.
Τα δυο παιδιά της σκότωσα, τα δυο σκλάβους τα πήρα!
Και σένα τον Αλέξη της, βαρώ και δε θα ζήσεις!!
38. Κεραύνωσις πλουσίου τινος πλεονέκτου 

(Τραγώδιον παλαιόν).

Όλοι σπαρτά θερίζουνε, εις τα βουνά και κάμπους, 
κι ο Σέμπρος τα 'χει αθέριστα, σιτάρια και κριθάρια.
Κακή βουλή την έβαλε, στη Λειβαδιά να πάγει.
Πάγει να γκαλέσει τους πτωχούς, τες χλιβερές τες χήρες,
Στάχυα να μη μαζέψουνε, να μη σταχολογήσουν. 
Κι όσες χήρες το άκουσαν, εκάθισαν και κλαίουν,
Το τι θα φάγουν τ' αρφανά, με τι θα ξεχειμάσουν;
Κι εις τον Θεόν εβόγκηξαν, όλοι πτωχοί και χήρες·
— Θεέ μ' να τον κάψ' αστραπή, να τον πυρώσ’ η λαύρα,
Το πρόσωπόν σου να μη δει, στην κόλαση να πάγει.
Θεός λυπήθη τους πτωχούς, κι έδειξε μέγα θαύμα.
Στον Παρνασσό μπουμπούνισε, κι εις το Παρώρι 128 στράπτει,
κι εις τον Αϊ-Νικόλα στο πλευρό, καίει τον Σέμπρο-Γιώργη.
39. Φιλονικία μεταξύ των δύο περιφήμων βουνών Ολύμπου και Κισσάβου (Όσσης) 

(Άσμα παλαιόν).

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
Γυρίζ' ο Γέρο-Όλυμπος, και λέγει του Κισσάβου
— Τι με μαλώνεις Κίσσαβε, Κονιαροπατημένε; 129
Εγώ είμαι ο Γέρο-Όλυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος,
Οπ' έχω ‘ξήντα δυο κορφές, σαράντα πέντε βρύσες. 130
Πάσα βρυσούλα και κλαδί, κάθε κλαδί και κλέφτη.
Έχω και στη ριζούλα μου, βασιλικό ποτάμι. 131
40. Δολοφονία των οπλαρχηγών Φλωρέων, συνεργεία τουρκική 

(Τραγώδιον του χορού).

Βελούχι μου 132 παρ' εύμορφο κι Οξιά 133 ζωγραφισμένη,
Μην είδες τους αρματολούς, τους δόλιους τους Φλωρέους,
Τους καπηταναρέους.
— Εψές προψές τους είδαμε, μέσα στον Άγιο-Σώστη,
Είχαν αρνιά που ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
Είχανε και γλυκό κρασί, από τον Άγιο-Σώστη.
Τους γέλασαν τους πλάνεσαν, τους έφαγαν με μπέσα, 134
Πανώδρομα κατώδρομα, κεφάλια των Φλωρέων,
Των καπηταναρέων.
41. Τραγώδιον επί της παραδόξου φυγής του αδελφού Σκυλοδήμου εκ της εν Ιωαννίνοις υπογείου ειρκτής και επιστροφής αυτού εις το χωρίον του. 

Ο Σκυλοδήμος έτρωγε, στον έλατο 'πο κάτω,
Με την Κρουστάλλω στο πλευρό, με τη Μπαμπαλοπούλα.
— Κέρνα Κρουστάλλω μ' κέρνα μας, κέρνα όσο να φέξει,
Να σηκωθεί αυγερινός, να πάγ’ η πούλια γιόμα.
Κι απέ σε στέλω σπίτι σου, με δέκα παλικάρια,
— Δήμο δεν είμαι δούλα σου, να σε κερνώ να πίνεις,
Εγώ 'μαι νύφη προεστών, κι αρχόντων θυγατέρα.
Κι αυτού προς τα χαράματα, φθάνουν δύο διαβάται,
Είχαν τα γένια μακριά, τα πρόσωπά τους μαύρα.
Κι οι δυό κοντά του στάθηκαν, κι οι δυο τον χαιρετούνε,
— Καλή μέρα σου Δήμο μου, —καλώς τους τους διαβάτας, 
Διαβάται πού το ξέρετε, οπ’ είμ' ο Σκυλοδήμος;
— Ημείς καλά το ξέρομε οπ’ είσ' ο Σκυλοδήμος
Φέρομε χαιρετήματα, από τον αδερφό σου.
— Διαβάται πού τον είδετε αυτόν τον αδερφόν μου;
— Στα Γιάννενα τον είδαμεν, στο χλιβερό μπουτρούμι (*)
Π’ είχε κρικέλλα, στον λαιμό και σίδηρα στα πόδια.
Κι ο Σκυλοδήμος στέναξε, και άρχισε να κλαίει.
Κι ο αδερφός του μίλησε, κι ο αδερφός του λέγει
— Εγώ είμ' ο αδερφούλης σου, και συ δεν με γνωρίζεις; 
Εγώ κοντεύω να χαθώ, και συ σκλάβος γυρεύεις;
Και το μαχαίρι' τ' έβγαλε, και τα σχοινιά της κόβει,
— Σύρε Κρουστάλλω μ' στο καλό, και στην καλήν την ώρα,
Κι αν σε ρωτά ο κύρης σου, να κλαίει ο αδερφός σου.
Κι αν σε ρωτά η μάνα σου, να κλαίν οι αδερφαί σου,
Κι αν σε ρωτούν τ' αδέρφια σου, να κλαίει ο κόσμος όλος,
Πώς απερνούν εις τη σκλαβιά, στα κλέφτικα τα χέρια.

(*) Μπουτρούμι, λ. Τ. Ειρκτή υπόγειος σκοτεινοτάτη μετά θόλων, υπό τα τείχη των εν Ιωαννίνοις μεγάλου φρουρίου. Τα βάραθρα ταύτα όμοια σχεδόν του Ταρτάρου, ήσαν βαλτώδη και πλήρη ακαθαρσιών. Εκεί ερρίπτοντο οι μισούμενοι υπό του θηριώδους νέου Φαλάριδος και άλλου Εχέτου της Ηπείρου, ένθα και απόλλυντο. Οι δ' εκείθεν, αν και σπανίως εξερχόμενοι, έμενον ηκροτηριασμένοι και ποδαλγοί ισοβίως. Εις τούτων ην και ο εξ Αργυροκάστρου Αναστάσιος, αρχιγραμματεύς χρηματίσας του δυστυχούς ηγεμόνος Βερατίου και Αυλώνος Ιμπραήμ πασά. Τον άθλιον αυτόν ηγεμόνα, ο τύραννος ποικιλοτρόπως εις τον Σουλτάν- Μαχμούτην συκοφαντήσας, και καταπολεμήσας τελευταίον συνέλαβεν αυτόν τε και την σύζυγον αυτού Χάνκων, ως και τον υιόν αυτού Σουλεϊμάν πασάν (το 1811) και αγαγών εις Ιωάννινα κατέχνευσον εις ιδίαν έκαστον φυλακήν, όπου και απέθα νον, δηλητηριασθέντες, ως λέγεται. Τας τρεις θυγατέρας του ηγεμόνος τούτου είχον εις γυναίκας, την μεν πρώτης και πρεσβύτερος των υιών του τυράννου Μουχτάρ-Πασάς, την δε δευτέραν ο Βελή-Πασάς, και την τρίτην ο Αντέμπεης εκ Λιμποχόβου, ανεψιός ων εξ αδελφής αυτού.
Ο δε αδελφός του Σκυλοδήμου προμηθευόμενος την τροφήν εις τον επίγειον τούτον άδην, διά τινος φίλου του, συνεπρομηθεύετο καθ' εκάστην παρ' αυτού και μαλλία αιγός, φέροντος ταύτα του πιστού τούτου φίλου εντός των υποδημάτων του, ος και κατέπεισε τους ως άλλους Άργους παρατηρούντας δεσμοφύλακας να πιστεύσωσιν, ότι τα μαλλία εχρησίμευον εις θέρμανσιν των ποδών του.
Τα μαλλία ταύτα κατασκευάσας εις χονδρόν σχοινίον ο Σκυλοδήμος και θραύσας θυρίδιόν τι σιδηρούν, κατέβη διά του σχοινίου τούτου εν μέση νυκτί. Βυθισθείς δε εντός της περί το φρούριον βαθυτάτης τάφρου, πλήρους υδάτων, εξήλθεν αυτόθεν ημίπνικτος σχεδόν και αναίσθητος βυθισθείς δε και πάλιν ένδον της πλησίον λίμνης, μεταξύ του δασέως καλαμώνος, υπεξέφυγε τας υπό του απηνούς τυράννου τρομεράς γενομένας εν τη πόλει κατ' οίκους ερεύνας, και παρά την λίμνην αυτήν, και τα πέριξ χωρία. Ούτως ουν έχων θανατηφόρως επί όλας τρείς ημέρας, εσώθη επί τέλους, ως εκ θαύματος, και διαφυγών πάσαν αυστηράν έρευναν των κατασκόπων έφθασεν ημίγυμνος εις το χωρίον του.
42. Ο λησταρματωλός Πλιάσκας εκ Δερβενιτσάς, της εν Ηπείρω επαρχίας Αργυροκάστρου 

Κείτετ’ ο Πλιάσκας κείτεται, στον Πλάτανο, στη βρύση,
Με τα ποδάρια στο νερό, πάλι νερό γυρεύει,
Με τα πουλιά κουβέντιαζε, 135 και με τα χιλιδόνια.
— Τάχα πουλιά μ' θα γιατρευθώ, τάχα πουλιά μ' θα γειάνω;
— Πλιάσκα σαν θέλεις, γιατρειά, σαν θέλεις για να γειάνεις,
Έβγα ψηλά στον Όλυμπο, και στες κρύες βρυσούλες,
‘Kεί κάμνουν κλέφτες μαζωξιά τα δώδεκα πρωτάτα.
Εκεί μοιράζουν τον λουφέ, μοιράζουν βελαέτια.
Ο Τσάρας παίρ' την Ποταμιά, 136 Ταμπάκης, Ελασσόνα.
Και τα μικρά Μπζιοτόπουλα, παίρνουν τα Σερβιότικα. 137
43. Τραγώδιον επί της αλώσεως των φρουρίων Μεθώνης και Κορώνης, υπό των Οθωμανών από τους Βενετούς 

Κατά το 1713.

Ερόδισ’ η ανατολή, και ξέφεξεν η δύσις,
Γέμισαν τα βουνά δροσιά, κι οι νεραντσούλες άνθη.
Σημάδια έδειξ' ουρανός, η αρμάτα καταβαίνει,
Με 'ξήντα πέντε κάτεργα, με ‘ξηντα δυο φεργάδες.
Και πάγουν για να πάρουνε Μοθώνην και Κορώνην.
— Μοθώνη δώσ’ μας τα κλειδιά, Κορώνη παραδώσου,
— ‘Γώ δεν είμ' Πάτρα να σκιαχθώ, Βοστίτσα να κιoτεύσω 138
‘Γώ είμ' Κορώνη ξακουστή, Μοθώνη παινεμένη.
Μ' έχω και Κορωνόπαιδα, όλα παλικαράδες.
Στα δόντια σύρουν το σπαθί, στα χέρια το ντουφέκι,
Θενά βαστάξω πόλεμο, σαράντα πέντε χρόνους! (*)

(*) Και όμως τα φρούρια ταύτα, τα τοσούτω εξακουστά και απόρθητα, κατεκυριεύθησαν άπαντα, εν ολίγου καιρού διαστήματα υπό της τότε μανιώδους Μουσουλμανικής ορμής, χάρις εις την ιλλιoυστρίσιμον Αριστοκρατίαν, γελοιωδώς ερειδομένην επί των απορθήτων τούτων φρουρίων της, και καταγινομένην αείποτε υπό φανατικής ιδιομανίας, εις οικοδομήν και ανέγερσιν φρουρίων, πύργων και σκοπιών. Εις οποιαδήποτε δε μέρη έκειντο σωζόμενα μνημεία τινά αρχαία της Ελληνικής ευφυίας, εκεί ο κακός δαίμων, οδήγει τους ανεράστους πράκτοράς της, οίτινες ως άλλοι Καμβύσαι, έβαλoν τα άνω κάτω, και τα κάτω άνω· κεκλεισμένοι δ' εντεύθεν, επαπείλουν γενναίως, τον μέγαν προφήτην των Αγαρηνών.
44. Δολοφονία του ληστού Λεπινιώτου, αδελφού του διαβoήτου Κατσαντώνου, υπό τινος Νίκου-Θέου 

Εσείς πουλιά πετούμενα, άγρια και ‘μερωμένα,
Εσείς δουλειά δεν έχετε, στον εδικό μας τόπο.
Για συρτ’ απάνω στ' Άγραφα, ψηλά στο Καρπενήσι,
Κοιτάξατε γι' αρματολούς, για τους Λεπενιωτέους
Σε ποια βουνά να βρίσκονται, σε ποια λημέρια ψήνουν.
Κι ο Λεπενιώτης κάθονταν μες στη Φουρνά κλεισμένος
Του Νικο-θέου 139 φώναξε, του Νίκ' απολογέται
— Νίκο σαν μ' είχες έχθρητα, δεν μ' έδινες χαμπέρι, 140
Να μάσω τα μπουλούκια μου, που τα 'χω σκορπισμένα;
Έχω τον Τσόγκα στ' Άγραφα, τον Γεώργο στην Κατούνα, 141
Κι αυτόν τον πάλιο-Παταργιά τον έχω κατά τον Βάλτο.
Κι εμένα μ' ηύρες μοναχόν, μες στη Φουρνά 142 τη χώρα,
Και μας σκοτώστε μ' απιστιά, μπαμπέση 143 Τουρκοθέου!
45. Τραγώδιον των Κασσανδρινών γυναικών κατά τας αρχάς του ιερού αγώνος, του 1821 

Τρία κομμάτια σύννεφα, στον ουρανό συρμένα, 
Το εν βαστά ψιλή βροχή, τ' άλλο βαρύ χαλάζι,
Το τρίτο το μαυρύτερον, κατά γιαλόν γναντεύει.
Κι όσες γυναίκες τα 'βλεψαν, προς τον γιαλό πηγαίνουν.
— Παύσε γιαλέ μ' τα κύματα, παύσε και τη φορτούνα,
Να βγουν τα κλεφτοκάραβα, π’ έχουν τους κλέφτες μέσα.
Καράβια πού είν' οι άνδρες μας πού είν' οι αδερφοί μας;
— Οι άνδρες σας δεν είν' εδώ, πάγουν στη Σαλονίκη·
Παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να κάμουν τα τουφέκια,
Θ' ανοίξομε τον πόλεμον, με τον Σουλτάν Μαχμούτη.
46. Ο αρματωλός Βάρσος καταστρέψας απείρους Αλβανοχαλτούπιδας, εζωγρήθη και εσφάγη εν Λαρίση υπό του Σατράπου Εμίν-πασά, υιού του εξ Αρμενίων Κουτάγια κατά το 1835 

— Θέλετε δένδρ' ανθήσετε, θέλετε μαραθείτε,
Θέλετε κάμετε καρπούς, θέλετε ξηραθείτε.
Στον ίσκιον σας δεν κάθομαι, μηδέ στες κρύες βρύσες,
Μόν' καρτερώ την άνοιξη, τον Μάη το καλοκαίρι,
Π’ ανοίγ' ο γαύρος 144 και η οξιά, και σκιώνουν τα λημέρια.
Να βγω στης Γούρας τα βουνά, μες το Γερακοβούνι,
Για να τα ρίξω κλέφτικα, να τραγωδήσ’ αγάλια,
Να μάσω τα μπουλούκια μου που τα ‘χω σκορπισμένα.
Στη Γούρα και στον Αρμυρό, να γράψω και στον Βώλο,
Να γράψω και κατ' Άγραφα, για να μ' έρθουν ιμτάτι, 145
Να πάμ’ να πολεμήσομεν μέσα στο Μουλλαλίκι, 146
Να κάψομε την Κονιαργιά, και τους σκυλαρβανίτες.
47. Ο άσωτος αρματολός Μαντάς, και θάνατος αυτού 

— Καλά το πίνω το κρασί, καλά το χαιρετάω,
κι όταν μου λέγουν πλήρωσε, 'γώ στρίφτω το μουστάκα.
Μουστάκι μου ολόμαυρο, και φρύδια μου γραμμένα,
Μεσούλα μου βεργολιγνή, με το σπαθί ζωσμένη.
Πολύ που 'χάρεις στον Μοριά μες του Μιστρά το κάστρο.
Και σεις πουλιά των Γρεβενών, κι αηδόνια των Τρικάλων,
Μην πέρασ' ο Μοντάς εδώ, μ' εξήντα παλικάρια;...
— Από προψές απέρασαν δύο τρία μπαϊράκια
Και διάβηκε τον Όλυμπο, να πάγει προς τη Μάνη.
Κουμπάρες τον ακαρτερούν με τα παιδιά στα χέρια;
Φλωριά κερνάει τα παιδιά, και γρόσια τες κουμπάρες,
Και τες κουμπαροπούλες του, όλο μαργαριτάρι.
Μια τον κερνάει το κρασί και η άλλη το φαρμάκι!
— Κουμπάρα μ' το κρασάκι σου, μου 'φάνη τ' έχει αφιόνε, 147
— Μη μου το λες νουνούλη μου, είν’ εντροπή δική σου!
48. Μάχη του λησταρματολού Γεωργίου Χαϊντούτου κατά των Τουρκαλβανών. 

Ο πολεμιστής ούτος υποκριθείς εν τη μάχη ταύτη φυγήν επέπεσαν λυσσωδώς κατ' αυτού οι Τούρκοι επιστρέψας όμως αίφνης δι' άλλης οδού αγνώστου, και πολιορκήσας αυτούς ένδον εκκλησίας τινος κατέκαυσεν άπαντας. 

Όλες οι μάνες τα παιδιά, τ' αύχονται να προκόψουν,
Κι εμένα η μανούλα μου, μ' εύχεται ν' αποθάνω.
— Μάνα με καταράσθηκες, βαριά κατάρα μου είπες
Ολημερίς να πολεμώ, με τους ντερβεναγάδες. 148
Πέτρα σε πέτρα περπατώ, λιθάρι σε λιθάρι,
Με μαύρισεν ο κορνιαχτός, και μ' έκαψεν ο ήλιος.
Για να βρω σύντροφο καλόν, καλόν και μπιστεμένον.
Σαν το τουφέκι που βαστώ, σαν το σπαθί που σύρω,
Σαν τα καλά μου τ' άρματα, στη μέση μου ζωσμένα. 
Δειπνώ μπαρούτι άδειπνο, μολύβια γιοματίζω
Να ήμουν μια πετροπέρδικα, στα πλάγια του Πετρίλλου· 149
Ν' ακούρμενα τον πόλεμο, πώς πολεμούν οι κλέφτες.
Οι κλέφτες από το Αγραφα, κι από το Καρπενήσι·
Στον πάτον τα Κομπουριανά, εμπρός στην Παναγία.
Γιώργο Χαϊντούτης φώναξε, και λέγει των συντρόφων·
— Βάλτε φωτιά στην εκκλησία, κάψτε την Παναγία,
Για να καούν οι Αγαρηνοί, για να καούν οι Τούρκοι·
Κι εγώ την κάμ’ από φλωρί, καλύτερ’ απ' ό,τ’ είναι.
49. Ο Κατσαντώνης, ο Λεπενιώτης και ο Τσόγκας. 

(Τραγώδιον του χορού).

Πατήσανε τη Λεπενού, Αντώνη, Αντώνη.
Την κάμανε ντερβένι! Τσόγκα μην είχες γένη.
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά, Αντώνη, Αντώνη,
Πήραν μαργαριτάρι, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Πήραν τη Νικολάκενα, Αντώνη Αντώνη,
Πρώτη κοντσαμπασίνα, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Την πήραν και την πήγανε, Αντώνη, Αντώνη,
Απάνω στο λημέρι, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Κι ο Λεπενιώτης παλαβός, Αντώνη, Αντώνη,
Απ' τα μαλλιά την πιάνει, στη γη την εβροντάει!
— Άφσε με Λεπενιώτη μου, Αντώνη, Αντώνη,
Μη βγάνεις τα μαλλιά μου, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Και γράψε για την ξαγορά, Αντώνη Αντώνη,
Εννιά χιλιάδες γρόσα, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Να στείλουν φέσια δώδεκα, Αντώνη, Αντώνη,
Και πόσια δεκαπέντε, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Να στείλουν του γραμματικού, Αντώνη Αντώνη,
Ασμένο καλαμάρι, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
Να στείλουν και του ψυχογιού, Αντώνη, Αντώνη,
Εν ασημένιο τάσι, Τσόγκα και Λεπενιώτη.
50. Εκστρατεία του Κιουταχή κατά του ηρωϊκού Μεσολογγίου, και πολιορκία αυτού ανεπίτευκτος, από του 1825–1826 μέχρι της εκστρατείας του άραβος Ιμπραχήμη  

Δεν κλαίτε χώρες και χωριά, χωριά και βιλαέτια;
Δεν κλαις καημένη Ρούμελη, συ δόλιο Μεσολόγγι!
Μας ήρθε πρώιμα Τουρκιά, μας ηύρε πεινασμένους. 151
ο πρώτος ην ο Κιουταχής, απ' τη μεγάλην Πόρτα,
Π’ εσύναξε την κονιαριά, ντελίδες 152 της καβάλας.
Ρεντσάλια (*) της Αρβανιτιάς, όλο τσοχανταρέους. 153
Τους σύναξε τους μέτρησεν, εξήντα δυο χιλιάδες,
Εκίνησε και διάβηκε, Ξηρόμερο και Βάλτο.
Δεν ηύρε μέρος πουθενά, να βάλει τα ορδιά του.
Επήγε και ξεπέζευσε, ψηλά στον Αγιθανάση.
‘Kεί στήνει τα τσαντήρια του, 'κει δένει τ' άλογά του,
Ζερβιά μεριά, χαλτούπιδες 154 δεξιά μερι’ Αρβανίτες,
κι αυτός ο σκυλο-Κιουταχής, ψηλά στον Αγιθανάση.
Κι οι Έλληνες χουχλούτισαν, και ‘βγαλαν τα σπαθιά τους.
— Τώρα να ιδείς χαλτούπ-πασσά, και συ βρωμοκουτάγια·
Π’ εδώ είν' κλεφταρματολοί, κι' όλο καπητανέοι.
Εδώ Μακρύς 155 απ' τον Ζυγό 156, κι ο Νάσιος απ' τον Βάλτο,
Μας ήρθαν κι από τ' Άγραφα, απ' του Καραϊσκάκη.
έβγα να ιδείς τον πόλεμον, το κλέφτικο ντουφέκι
Πώς πολεμούν οι Έλληνες, με τα σπαθιά στα χέρια.
Πρώτο γερούσι έκαμαν, επτά μπαϊράκια παίρoυν.
Κι ο Κιουταχής επρόσταξε, χαντάκια για να κάμουν.
Και τα κανόνια τ' άναψε, κατά το Μεσολόγγι
Δυο χρόνους το πολέμησε, κι έφυγε ντροπιασμένος. 157

(*) Πρώτιστοι της Αλβανίας, και ευνοϊκοί του Αλή τυράννου της Ηπείρου· χριστιανοί όντες δε οι προπάτορες αυτών εξώμοσαν εν τες δεινές του χρόνου εκείνου περιστάσεσιν· οι πλείστοι τούτων καταγόμενοι εξ οικογενειών ενδόξων της Κωνσταντινουπόλεως, εστέλοντο ηγεμόνες και δεσπόται παρά του Αυτοκράτορος, εν τες επαρχίες του Κράτους του ως απεδείχθη εσχάτως ο τίτλος ενός τούτων, δολοφονηθέντος μετά και άλλων ομοίων του εν Βιτωλίοις παρά του μνησθέντος Κουτάγια. Ευρέθη δηλ. εν τη ζώνη αυτού θήκη, φέρουσα έγγραφα άξια περιεργίας, και εκ μεμβράνης χρυσόβουλον Αυτοκρατορικόν του Βυζαντίου, επ' ονόματι της οικογενείας αυτού, ονομαζομένου Βελή-μπεη. Το χρυσόβουλον τούτο αγορασθέν παρά τινος εκεί ευρεθέντος περιηγητού, επαρουσιάσθη κατ’ αίτησιν και εις τον τότε Κυβερνήτην εν Ναυπλίω Ι. Καποδίστριαν. Σημειωτέον δε εν παρόδω, ότι, και κατά τα τέλη της 15ης εκατονταετηρίδος, εν Βουλγαρία εσώζοντο οικογένειαι Βυζαντινών ευγενών εις αθλιεστάτην κατάστασιν, εξ ανάγκης δε πολλαί τούτων υπανδρεύοντο βουκόλους και ποιμένας, και τοι αι κόραι αύται κατήγοντο από περιφανείς σατράπας και βασιλείς· εσώζοντο έκτοτε απόγονοι εκεί του Αυτοκρατορικού γένους των Κατακουζηνών και Παλαιολόγων, άθλιοι και πενέστατοι μεταξύ των Τούρκων οποία παράδοξος μεταβολή του κόσμου!

51. Επίβουλος παραίτησις ληστών υπό πλοιάρχου τινος εις τι ερημονήσιον, και εκδίκησης του επιζήσαντος ληστάρχου κατά του προδότου 

(Τραγώδιον παλαιόν).

Είκοσι κλέφταις είμασθε, είκοσι δυο νομάτοι·
Γύρετε τα φεσάκια σας, και λιανοτραβηχθείτε.
Να πάρομε τον Όλυμπο, και τα παλαιά λημέρια
πήραν την άκρα του γιαλού, την άκρα του πελάγους.
Μικρή βαρκούλα έπιασαν, να παν να σεργιανίσουν. 158
Να σεργιανίσουν τα νησιά, κι όλα τα ξερονήσια.
Υπήγαν και λημέριασαν, σ' ένα ξερονησάκι,
Εκάθισαν να φαν ψωμί, να δoλιoγιοματίσουν.
'Κεί π’ έτρωγαν 'κεί π’ έπιναν, και ψιλοτραγοδούσαν,
Γλέπουν τη βάρκα στα πανιά, τη βάρκα π' αρμενίζει.
«Ψηλή φωνήν εβάλανε, όσο κι αν ημπορούσαν.
— Καραβοκύρη αδερφέ, και πολλαγαπημένε,
Αν το 'καμες για χωρατά, γύρισε κι έλα πίσω,
Κι αν το 'καμες αληθινά, πάλι γύρισ' οπίσω.
Χίλια φλωριά δίν’ Αγγελής, και πέντ’ ο Αναστάσης,
Και τέσσαρες τα δυο παιδιά, σωστές δέκα χιλιάδες.
— Σεις είσθε κλέφτες φανεροί, πού γδύετε τον κόσμο! —
Σαράντα μέρες έκαμαν, μέσα στο ξηρονήσι,
έφαγαν τα φεσάκια τους, κι όλους τους μουσαμάδες· 159
Έφαγαν και τα πόσια τους, κι όλες ταις ταργαζίκες. 160
Απ’ τες σαράντα, κι εμπροσθά, κοντά στο γιοματάκι,
Μικρή βαρκούλα γνάντευσε, μικρή βαρκούλα πάγει.
Γλέπει έναν και στέκ' ορθός εμπρός κατά την πλώρη,
Το μου το είδ' ο Αγγελής, μες το ταμπούρι πέφτει
Μια τουφεκιά του έδωσε, του πρώτο καραβοκύρη,
Και το σπαθί του έβγαλε, στη βάρκα να πηδήσει,
Δεν πρόφθασεν, εβούλησε, στη θάλασσαν επνίγη.
52. Τραγώδιον επί της δια προδοσίας κυριεύσεως του Ναυπλίου υπό των Τούρκων κατά το 1715 

Επί του έτους τούτου ηλώθη η νήσος Τήνος. Μετά ταύτα οι Οθωμανοί εισέβαλον εις την Πελοπόννησον, μετά πολλών Ελλήνων αρματολών, εις ους παρεδόθη η Κόρινθος διά συνθήκης από τον Βενετών φρούραρχον Μινώτον· συγχρόνως εκυρίευσαν την Αίγιναν, και διά προδοσίας το Παλαμίδιον μετά οκταήμερον πολιορκίαν και μετά τούτο επροδόθη το Ναύπλιον. Οι δε Μανιάται υπετάχθησαν εθελουσίως. Τα δε φρούρια Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης, Ναβαρίνου, και Μονεμβασίας, εκυριεύθησαν ώστε εις διάστημα 104 ημερών, ηρπάγη η Πελοπόννησος όλη από τας χείρας των Βενετών. Κατ' αυτόν τον καιρόν οι Οθωμανοί εκυρίευσαν και τα φρούρια Σούδας και Σπιναλόγγας, τα οποία όριζαν εις την Κρήτην οι πτωχοί τω πνεύματι Βενετοί.

Να ήμουν πουλί ν' αγνάντευα, της πόλης την αρμάτα,
Πώς αρμενίζει κι έρχεται, και πρύμα καταβαίνει.
Εμπρός πάγουν τα κάτεργα, κι οπίσω η αρμάτα,
Στη μέση και Αλή-μπεης με μια χρυσή φεργάδα.
Έχει κι εις τα καφάσια της, τρί’ εύμορφα κορίτσια.
Το εν βαρεί τον ταμπουρά, το άλλο το τσιβούρι,
Το τρίτο το καλύτερο, λέγ' εύμορφο τραγούδι
— Όλα τα κάστρα χαίρονται, κι όλα βαρούν παιγνίδια,
Το Νάπλι κι η Μονεμβασιά, κάθονται μαραμένα.
— Νάπλι για τι δε χαίρεσαι, τι δε βαρείς παιγνίδια;
— Τι καλόν έχω να χαρώ, και να βαρώ παιγνίδια;
Μένα με πλάκωσε Τουρκιά, στεριά και του πελάγου.
Μεριά με δέρ' η θάλασσα, μεριά οι Σαρατσογλίδες 161
κι απ' έξω Γενιτσάραγας ρίχνει και με κρημνίζει.
— Νάπλι μου δώσε τα κλειδιά, Νάπλι παράδωσέ τα, 
— Τι γαρ είμαι ο Νέπαχτος, Αγιά-Μαύρα, πουτάνα; 
Εγώ είμαι Νάπλι ξακουστό, στον κόσμο παινεμένο. 
Θα τρέξ' το αίμα ποταμός, και τα κωφάρια πύργοι.
Γερούσ' εκάμ’ Αρβανιτιά, 162 μ' αυτούς του Γενιτσάρους, 
κι αυτός Γενιτσάραγας, μοιρολογά και λέγει·
— Τα παλικάρια του Ναπλιού, κι οι εύμορφες της χώρας, 
Που δεν καταδεχόντανε, τη γη για να πατήσουν,
Και τώρα καταντήσανε σκλάβοι στους Αρβανίτες!!
Δεν κλαιν οι μαύρες τη σκλαβιά, που πάγουν σκλαβωμένες,
Μόν' κλαίουν τον ξεχωρισμόν, που θέλει ξεχωρίσουν.
Χωρίζ' η μάν' απ' το παιδί και το παιδ’ απ’ τη μάνα!
Χωρίζει και ένα ανδρόγυνο, το πολλαγαπημένο.
Η κόρη πάγ' στην Τσαμουργιά, 163 κι ο νιος κατά την πόλη,
Πάγει και ένας Τάταρης, μ' εννιά παιδιά δεμένα.
Πάγει κι η μάνα τους κοντά, σκούζουσα και βαζούσα· 
— Αφέντ' αφέντη Τάταρη, αφέντη ταταρένιε,
Χάρισέ μου της έρημης, κι εμέν’ ένα παιδάκι.
Θέλεις το μεσανότερο, θέλεις τον Αναγνώστη,
Θέλεις τη θυγατέρα μου, τη νυκτογεννημένην·
Ή σκότωσέ με Τάταρη, και κάμε με κομμάτια.

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. μωρασελές ή μουρασαλές | γραπτή απόφαση αναγνωρισμού ως καπετάνιο (αρματολό) επαρχίας

2. λουφές | μισθός, δώρο

3. σαράι | Το παλάτι ή το μέγαρο όπου διέμενε ο σουλτάνος, οποιοδήποτε κτίριο διαθέτει πολύ μεγάλους και πολυτελείς χώρους και θυμίζει σαράι

4. Χάσια | Χωρία και όρη, αρχόμενα από τα βόρεια μέρη της Θετταλίας, και προχωρούντα προς μεσημβρίαν της Μακεδονίας. (σ.σ.)

5. ταμπούρι | φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

6. καραούλ | Σκοπός· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

7. μουρντάρ | Βδελυκτόν, ρυπαρόν, βρωμερόν. λ. Τουρκ. (σ.σ.)

8. γιουρούσι | η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

9. Κονιάροι | τουρκική φυλή εγκαταστημένη στη Θεσσαλία και τη νότιο Μακεδονία

10. ντουά| Προσευχή· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

11. Κονιάρους | Των βαρβάρων τούτων τα οστά, εσώζοντο μέχρι του 1829, επί τινας φάραγγας απέναντι των μετεώρων, εν Θεσσαλία. (σ.σ.)

12. Στουρνάρης | Αρματολός Ασπροποτάμου (Δολοπίας), εν Θεσσαλία. (σ.σ.)

13. Καρός | Κόκκε περ κόκκε· φράσις παροιμιώδης παρά τοις ορεσιβίοις τούτοις· (τουτέστι κεφαλή ανθρώπου, αντί κεφαλής κριού, ή τράγου. (σ.σ.)

14. Πρεσιούμ-μοτ | Εις έτη πολλά· λ. Αλβαν. (σ.σ.)

15. Κούλουρη | Η πάλαι Σαλαμίς (σ.σ.)

16. ορδί | Εφεδρεία, στρατόπεδον· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

17. αρχοντόπουλο | Υιός του σεβασμίου πρεσβύτου Πανούτσου Νοταρά. (σ.σ.)

18. μπιμπασάδες | Χιλιάρχους· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

19. Τσέλλιος Πιτσάρης | Στρατηγός Αλβανός των ατάκτων. (σ.σ.)

20. κασαπάς | Κωμόπολη· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

21. μπουλούκια | Αποσπάσματα στρατευμάτων· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

22. ασκέρι | Στράτευμα, λ. Τουρκ. (σ.σ.)

23. κιοτεύετε | Δειλιάτε· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

24. τσαδίρι | Σκηνή· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

25. του Άσπρου το γεφύρι | Γέφυρα Κοράκου, δι’ ης ρέει ο Αχελώος· κτισθείσα υπό του Αγίου Βησαρίωνος, αρχιεπισκόπου Λαρίσης, περί τα μέσα του ιστ'. αιώνος. (σ.σ.)

26. κατής | Τούρκον δικαστήν· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

27. βοϊβόντας | Τούρκον διοικητήν. λ. Τουρκ. (σ.σ.)

28. Μετερίζι | λ. Τουρκ. είδος χαμηλού προμαχώνος, δια χώματος ή πετρών, εν χρήσει εις τας μάχας των κλεπτών. (σ.σ.)

29. Κεράσοβο | Χωρίον των Αγράφων, νυν δε της Ευρυτανίας, και πρωτεύουσα του Δήμου Αγραίων. (σ.σ.)

30. μεγάλη χώρα | Ήκμαζε τότε το χωρίον τούτο, έχον υπέρ τας τριακοσίας οικογενείας οικήτορας. (σ.σ.)

31. βιλαέτι | Πρωτεύουσα επαρχιών. (σ.σ.)

32. Κομπότι | Χωρίον απέχον εξ ώρας της Άρτας. (σ.σ.)

33. δαμασκί | Ξίφος ή μάχαιρα, όπλα κατασκευαζόμενα εν Δαμασκώ της Συρίας, περίφημα δια την ελαστικότητά των και στερεότητα. (σ.σ.)

34. κωφάρια | πτώματα, πιθανώς από το κωφόν, άψυχον και ακίνητον (σ.σ.)

35. χαμπέρια | Ειδήσεις· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

36. μαντάτα | Εκ του Γαλλικού mader μηνύειν (σ.σ.)

37. ξόδι | εκφορά (σ.σ.)

38. γερούσι | Έφοδος· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

39. φαμηλιά | Οικογένεια· λ. Γαλλική Famille (σ.σ.)

40. τρίχινο γιοφύρι | Στενή γέφυρα επί του Μόρνου ποταμού (σ.σ.)

41. Αιχμαλωσία τις κατά τον παρελθόντα αιώνα | Πιθανώς το ολέθριον τούτο περιστατικόν της αιχμαλωσίας συνέβη επί της κατά τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος Πελοποννησιακής επαναστάσεως. (σ.σ.)

42. Ζακόνι | Ζακόνι, ζακονία, πιθανώς και διακονία, υπηρεσία συνήθης, ζακόνι, του τόπου, συνήθεια· ίδιον των ορέων να βρέχουν κτλ. ίσως η λέξις μετέχει Σοαβικής εννοίας. (σ.σ.)

43. χαραμτσής | αρπάκτωρ, άδικος· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

44. πινέλι | είδος εγχειριδίου, οξείαν έχον αιχμήν· λ. Ιτ. (σ.σ.)

45. Βλαχοθόδωρος | Ο κτηνώδης ούτος και ουτιδανός καπητανίσκος, όργανον αιμοβόρον του βδελυρού Βελή-πασά, έσφαξεν ιδίαις χερσί, ενώπιον του τυράννου τούτου, τον δεκαενναετή υιόν του οπλαρχηγού Λάζου, εν τω χωρίω του Ολύμπου Βροντούς· ένθα ο χαύνος τύραννος, τη αυτή ημέρα, τας πολυπληθείς οικογενείας των Λαζέων κατέστρεψε, τους μεν δι’ ανασκολοπισμού και αγχόνης, τους δε συν γυναιξί και τέκνοις διεσκόρπισε, τω 1818 Αυγούστου 12. (σ.σ.)

46. κόλι | Τμήμα, ή δήμον τινά, δηλούσα· λ. Τ. (σ.σ.)

47. τσοχαταραίος ή τσοχανταραίος | επίλεκτος σωματοφύλακας ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα

48. Τουρκομπασδέκης | Οπλαρχηγός της Θετταλομαγνησίας· πιστός δε εξ ανάγκης των τυράννων, αλλ’ ο Τσάρας υπαινιττόμενος τούτον ως προδότην, περιπαικτικώς τον χαιρετά. (σ.σ.)

49. νταλιάνι | Τουφέκι διακεκριμένης κατασκευής· ώσπερ ει έλεγεν «εδώ είναι το τουφέκι του Νίκου Τσάρα, και αν ο γεροτσάρας και οι υιοί αυτού απέθανον, ζει και ο άλλος υιός του, δηλαδή εγώ ο Νικοτσάρας μετά των οπαδών μου.» (σ.σ.)

50. ιμτάτι ή μεντάτι | βοήθεια

51. χουγιακτά | Μετά ηχώδους φωνής εφώναξαν· λέξις επιχωριάζουσα εις τους Έλληνας· το χουγιακτά τούτο, συγγενεύει άρα μετά του ποιητικού ιυκτά. (σ.σ.)

52. Ντερβεσιανά | Τόπος ή χωρίον τι ορεινόν, εν οχυρά τινι θέσει, έχων πέριξ αυτού ικανόν πεδίον, ένθα καταφυγόντες οι Μουσουλμάνοι, κατεσφάγησαν οι περισσότεροι· το χωρίον τούτο απέχει μιας ώρας περίπου της κόμης ΚακοΣούλι. (σ.σ.)

53. σάρκες | Κάππας μάλλινους, φλοκάτας. (σ.σ.)

54. χαϊμαλιά | Περίαπτα, προφυλακτά, φερόμενα βασκανίας ένεκα, παρά των Οθωμανών, εις τους τραχήλους και βραχίονάς των· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

55. νισάφι | Αρκεί· ωσανοί έλεγον, κάμετε έλεος, λυπηθείτε, κορέσθειτε. λ. Τουρκ. (σ.σ.)

56. Ζάρονται | Συνηθίζουν, μεταχειρίζονται· λ. πιθανώς ιταλική ζάρονται. (σ.σ.)

57. Κιάφφι | Κορυφή όρους, διαβατή εξ αμφοτέρου μέρους· το παρ’ ημίν κοινώς διάσελον· Κιάφφι Αλβανιστί. (σ.σ.)

58. χωσιά | Εκδρομή, μυστική καταδίωξις πολλών ανθρώπων κατά κακούργων, λέξ. βάρβαρος. (σ.σ.)

59. ακρινό-νερό | θέσις άνωθεν της μονής Ιερουσαλήμ, μιας ημισείας ώρας απέχουσα αυτής. (σ.σ.)

60. Ζγούρη | Ι. Ζυγούρης εξ Αραχώβης, και Μαυροδήμος εκ Γοριάνης, χωρία Παρνασσίδος, ακόλουθοι και ούτοι κατόπιν του I. Μέγα, μετ’ αυτούς δε και ο Λοκάς Νταλαμάγκας εκ Δαυλίδος· υπό τη θέσει ταύτη επληγώθη και ο εξ Αραχώβης Ευστάθιος Τομαράς, ένθα Αραχωβίται, Δαυλιείς και Διστομίται συνεπολέμησαν. (σ.σ.)

61. Παναγιάς | Εις την μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τη 15 Αυγούστου, καθ’ ην τελείται και πανήγυρις εμπορική εν Λεβαδεία. (σ.σ.)

62. Παναγιά | Εκκλησία επ’ ονόματι της Θεοτόκου εντός της Αραχώβης, ένθα ετάφη ο I. Μέγας. (σ.σ.)

63. τσαπράζια ή τζαπράζια | τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

64. ντάμπουρας ή ταμπουράς | λαϊκό μουσικό όργανο

65. Γαβρολίμνη | Ράχις άνωθεν της Ναυπάκτου, ολίγας ώρας απέχουσα αυτής, ένθα σώζεται εισέτι πύργος ερειπωμένος των Βενετών. (σ.σ.)

66. Τώμου | Εν τω άμα. (σ.σ.)

67. ταϊφάς |Απόσπασμα συντρόφων, (ταϊφάς λέξ. τουρκ.) (σ.σ.)

68. Μαλάματα | Ράχις και αύτη άνω της Ναυπάκτου. (σ.σ.)

69. Μουσελίμης | τοποτηρητής του ηγεμόνος· λ. Τουρ. (σ.σ.)

70. Δασκαλάκης | Αποσποσματάρχης του Καλιακούδα. (σ.σ.)

71. Άιτε | Αντί του άγεται, ως επίρρημα παρακελεύσεως· έρχου, έλα, ελάτε κτλ. (σ.σ.)

72. στην Πρέβεζα να πάμε | Η Πρέβεζα τότε εκρατείτο υπό των Ενετών. (σ.σ.)

73. Μέτσε μπόνος | Συμπατριώτης του τυράννου Αλή και σύμβουλος αυτού· επιζήσας δε μέχρι του 1824 και συνοδεύσας τον υιόν του τυράννου Μουχτάρ πασάν, εξορισθέντα παρά του Σουλτάνου Μαχμούτ εις Άγκυραν της Γαλατίας, εκεί εκαρατομήθη και ούτος. (σ.σ.)

74. Μπουλούκ μπασάδες | Αξιωματικοί αποσπασμάτων. (σ.σ.)

75. κι ατός του παλικάρι | Φράσις Αλβανική, δηλ. ανήρ πολεμιστής και αρχηγός. (σ.σ.)

76. ρέκαξε | Η λέξ. αύτη πιθανώς συνάδει με το εκέκραξεν, εκραύγασε, βροντώδη και τραχείαν φωνήν αφήκε. (σ.σ.)

77. λιανοκόνιαρα | Ανδράρια, ανθρωπάρια, της τουρκικής φυλής τα καθάρματα, τους εξ Ικονίου τούρκους. (σ.σ.)

78. μπεγόπλα | Τους υιούς των πλουσίων και διακεκριμένων τούρκων. (σ.σ.)

79. κίρτισε | Κατέστρεψεν ηφάνισε· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

80. τσαρκαντσίδες | Στρατεύματα, λ. Τουρκ. (σ.σ.)

81. Κιαμίλπεης | Ούτος περίφημος καταστάς διά τους θησαυρούς του, διετέλεσεν ηγεμών διαδοχικώς της Κορίνθου κλπ. (σ.σ.)

82. ριτσάλι | Εύνους παρά τω Ηγεμόνι, μεγιστάν· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

83. Γερακοβούνι | Μία κορυφή των ορέων της Γούρας, (όρη της Όρθρυος). Επί της κορυφής δε ταύτης βρύει ύδωρ ψυχρότατον και γλυκύ· σώζονται δε αυτόθι ταμπούρια (προμαχώνες) μέχρι τούδε, των κλεπτών. (σ.σ.)

84. Λιάκος | Ο Λιάκος ούτος ην Αλβανός, από τίνος χωρίου, Παναρίτη, καλουμένου. Συνεκρότησε δε διαφόρους μάχας, μετά των εις καταδίωξιν αυτού πεμπομένων σωματαρχών παρά του τυράννου Αλή, οίον εις Άγραφα και εις Πέτραν της περιφερείας του Καρπενησίου, κατά το 1795· και πάντοτε εθριάμβευεν. (σ.σ.)

85. Παγάνα, παγανιά | ίσως εκ του Λατιν. Pagana'es σημαινούσης πανήγυριν εθνικών, πληθύν κόσμου εις κίνησιν. (σ.σ.)

86. Ντερτιλής | λ. Τούρκ. άνθρωπος περιπαθής, περίλυπος και κατατρεγμένος. (σ.σ.)

87. Λάλα | χώρα επί της επαρχίας Ήλιδος (σ.σ.)

88. κουρκουσάλια | χάλαζ λεπτή, κουρκουσάλια λ. βάρβαρος (σ.σ.)

89. νύφη να προσκυνήσω | σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθίζεται κατά τους γάμους η νύμφη να προσκυνάει αυτούς που τη συγχαίρονται και της εύχονται

90. ιμτάτι | επικουρία στρατιωτών· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

91. Γιώργη | Ο ισχυροκάρδιος ούτος αρματολός Δελί-Γεώργιος, ην εκ του χωρίου Μπροστοβίτσα, κειμένου επί των ορεινών συνόρων Αχαΐας και Ήλιδος (σ.σ.)

92. γέροντες | προεστοί, κοτσαμπάσηδες

93. ρωμνιοπούλα | Η όλως ετεροεθνής αύτη επωνυμία, Ρωμαίος ή ρωμνιός, ρωμνιά, ρωμνιοπούλα, η υπό το κράτος τρισβαρβάρου ρωμαϊκής πολιτικής, ως φόρτος βαρύς επιτεθείσα υπό του ελληνικού τραχήλου και δυσχερώς από πολλών αιώνων παρ’ αυτού φερομένη, απεσκορακίσθη ευτυχώς, από της αρχής του κατά του μισητού τυράννου αγώνος ημών, ήτοι τω 1821. Έκτοτε το ελληνικόν έθνος, κληρονομήσαν και πάλι την πάτριον αυτού εθνικήν ονομασίαν, προσηκόντως καλείται «Έλλην»· ων ω ρωμάνων έθνος προ αιώνων εξέλειπε. (σ.σ.)

94. Αϊ-Θανάσης | εκκλησία άνωθεν του Μεσολογγίου (σ.σ.)

95. τσατσούλα | λ. υποκοριστική, συνήθης ως επί το πλείστον εν Κωνσταντινουπόλει, Σμύρνη, Χίω και τοις παρακειμένοις νήσοις και παραλίαις του Αιγαίου· χαϊδευτική προσφώνησις αντί του κυρούλα, καλή κυρία, μεγάλη κυρία, θεία κτλ. (σ.σ.)

96. ασημογκιόρντανα | στολίδια, κοσμήματα του λαιμού, περιδέραι· (γκιορντάμ, λ. Τουρκ.)

97. γιαράδες | Πληγαί, τραύματα, λ. Τουρκ. γιαράς. (σ.σ.)

98. Λαδί | (Δρυμαία) χωρίον εις τα βόρεια του Παρνασσού. (σ.σ.)

99. εκκλησιά | Ναός παρά τη κωμοπόλει Μεσολογγίου επ’ ονόματι της Παναγίας νυν δε πυριταποθήκη. (σ.σ.)

100. Τουρκογιωργάκης | Αρματολός Ξηρομερίου. (σ.σ.)

101. Κιαμέτ. | λ. Τουρκ. συντέλεια του κόσμου σημαίνουσα. (σ.σ.)

102. Άγο κιόρη | Τουρκαλβανός σύμβουλος του τυράννου. (σ.σ.)

103. Σοβολάκου | Δήμος Παρακαμπυλίων, της επαρχίας Ευρυτανίας. (σ.σ.)

104. Άγιος Βλάσης | Κώμη, πρωτεύουσα του δήμου τούτου. (σ.σ.)

105. Ισλάμ-Μπέντο | Και ούτος επίσημος εκ των εν τέλει, δορυφόρος του τυράννου. (σ.σ.)

106. στου Άσπρου το ποτάμι | ο Αχελώος

107. στου Άσπρου το ποτάμι | Εν τω ποταμώ τούτω, καταδιωκόμενοι οι βάρβαροι υπό του Μάρκου, κατέπεσαν σωρηδόν και κατεποντίσθησαν μετά απεριγράπτου τρόμου και φρίκης ιππείς τε και πεζοί, και μεθ’ όλης της συσκευής και των όπλων των. (σ.σ.)

108. Καραγιαννάκης | Ούτος ην υπασπιστής και εις των πρωτοπαλικαρίων του Κατσαντώνου. (σ.σ.)

109. Προσηλιάκο | θέσις τις ορεινή κειμένη εν Αγραΐδι μεταξύ των χωρίων Άγραφα και Μυρίση. (σ.σ.)

110. Κοντσάμπασης | λ. Τουρκ. μεγάλην κεφαλήν, ή γερό κεφάλι κατά την φράσιν σημαίνουσα· ως προϊστάμενος δήθεν και διέπων (θεία παραχωρήσει) μικροτέρας κεφαλάς, δηλονότι στενοκεφάλους ανθρώπους. Περί της φιλαρπάγου διαγωγής των τουρκογερόντων τούτων κοντσαμπάσηδων (σπανία εξαιρέσει τινών), πολλοί πολλάκις κατά καιρούς, και εβόησαν και έγραψαν, άλλα μάτην τοιαύται ασύνετοι και αδιόρθωτοι κεφαλαί σώζονται προς δυστυχίαν της ελληνικής φυλής, και μέχρι της σήμερον, ου μόνον εκτός, άλλα και εντός του Ελληνικού Κράτους. (σ.σ.)

111. μερχαμέτι | Έλεος, ευσπλαγχνίαν· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

112. μουρασαλές | γραπτή απόφαση αναγνωρισμού ως καπετάνιο (αρματολό) επαρχίας

113. Ροιές | Χωρίον πλησίον της κόμης Λίμνης, εν Εύβοια. (σ.σ.)

114. ξάγι | εκ του εξάγω ίσως. Δικαίωμα του μύλου (σ.σ.)

115. δερβένια | στενός δρόμος, ή πάροδος, λ. Τουρκ. Δερβενοχώρια· κείμενα έξω του Ισθμού, προς τη Στερεά Ελλάδα, και κατωκημένα υπ’ Αλβανών χριστιανών· ταύτα δε εισί τα Βύλλια, (η πάλαι Ειδυλία), τα Κούντουρα, η Μάνδρα, η Μαγούλα, η Πέρα χώρα, κτλ. ως εκ της θέσεως των οποίων, αφέθη αυτοίς ασυδοσίας προνόμιον υπό της τότε τουρκοκρατίας εις επαγρύπνησιν και φύλαξιν των στενών διόδων και ατραπών εν καιρώ πολέμου. (σ.σ.)

116. μπουγιουρδιά | Διατάγματα απόλυτα του Σουλτάνου· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

117. καλλοντσής | ναύτης· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

118. κομπιά | αργυραί πλάκαι και κομβία επί του θώρακος των στρατιωτών. (σ.σ.)

119. λουφέδες | μισθούς· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

120. Μπεκιάρικα | Ανύπανδροι στρατιώται. λ. Τουρκ. (σ.σ.)

121. εμοίραζες τα χρέη | τους φόρους του Σουλτάνου και των σατραπών αυτού, και πάσης τουρκικής εξουσίας φορολογίας και αρπαγάς· (σ.σ.)

122. βαγένι | ξύλινο βαρέλι για κρασί

123. ρώγα | μισθός· λ. βυζαντ. (σ.σ.)

124. ζαχμέτι | επίμοχθος εργασία· λ. Τουρκ. (σ.σ.)

125 ντούσκα | Χαμόκλαδα, μικρούς θάμνους· ίσως η λέξ. Σλαβική, ντούσκα. (σ.σ.)

126 γιατάκια | Κραβάτια εκ διαφόρων κλαδίων· γιατάκι, λ. Τουρκ. (σ.σ.)

127 Μαραθιά | Χωρίον Ευρυτανίας (σ.σ.)

128 Παρώρι |Θέσις τις πλησίον της κώμης Δαυλίδος. (σ.σ.)

129 Κονιαροπατημένε | Κατωκημένος δηλ. παρά των εξ Ικονίου της Ασίας αποικησάντων τούρκων, και μέχρι σήμερον εν τη δούλη Ελλάδι διαμενόντων, ισορροπίας ένεκα. (σ.σ.)

130 σαράντα πέντε βρύσες | διάφορα μικρά ποτάμια (σ.σ.)

131 βασιλικό ποτάμι | Τον Πηνειόν (Σαλαμβριά) ποταμόν μέγαν, πηγάζοντα επί του Πίνδου, και ρέοντα διά των Τεμπών, (τανύν Λυκόστομον), τουρκιστί Μπαμπά. (σ.σ.)

132 Βελούχι |Όρος Τυμφρηστού, εις τας μεσημβρινές υπωρείας, του οποίου κείται η Κωμόπολις Καρπενησίου, η πατρίς μου. (σ.σ.)

133 Οξιά | Όρος και τούτο, καλούμενος Γραμμένη Οξιά· κείμενον μεταξύ Δωρίδος, Κραββάρων, Υπάτης και Καρπενησίου, ένθα απολήγει δυτικώς η μεγαλυτέρα σειρά αυτού. Υπάρχει δε και κατά την Αγραΐδα γην επί του όρους Καράβου, και, άλλο τι μέρος βουνού και τούτο Οξιά ονομαζόμενον επί του οποίου σποράδην κείνται τα Πετριλλοχωρία. (σ.σ.)

134 μπέσα |Πίστις, συνθήκη» λέξ. Αλβανική, μπέσα (σ.σ.)

135 κουβέντιαζε |Κονβέντ. λ. Αλβανική, συνομιλίαν δηλούσα (σ.σ.)

136 Ποταμιά |Επαρχία Ελασσόνος. (σ.σ.)

137 Σερβιότικα |Σέρβια, επαρχία και αύτη συνορεύουσα τη Ελασσώνι. (σ.σ.)

138 Κιοτής| λ. Τουρκ. δειλόν και ψοφοδεή δηλούσα. (σ.σ.)

139 Νικο-θέου |Ούτος ην έκ τινος χωρίου του δήμου των Αγραίων, εκ της Επαρχίας Ευρυτανίας, Χρύσου καλούμενον. (σ.σ.)

140 χαμπέρι |είδησις λ. Τουρκ. χαμπέρ. (σ.σ.)

141 Κατούνα |Κώμη εν Ακαρνανία. (σ.σ.)

142 Φουρνά |Πρωτεύουσα του δήμου Αγραίων. (σ.σ.)

143 μπαμπέσης |Προδότης, άπιστος» λ. Τουρκ. μπαμπές (σ.σ.)

144 γαύρος |Δένδρον όμοιον της σφενδάμνου. (σ.σ.)

145 ιμτάτι |Επικουρία στρατιωτών λ. Τουρκ. (σ.σ.)

146 Μουλλαλίκι |Πεδιάς της περικαλλούς Θεσσαλίας, ονομασθείσα ως εκ του Μουλλά, ανωτέρου όντος των λοιπών δικαστών, ήτοι καδήδων, και εξουσιάζοντας μέρος της πεδιάδος ταύτης περί την Λάρισαν. Μουλλάς λ. Τουρκ. (δηλούσα τον περί διά γραμμάτου διερμηνεύοντα το σοφόν Κοράνιον και λοιπά της Τουρκικής διεκπαιδεύσεως και χρηστομαθίας κιττέπιαΙ) Διά τοιούτων Μουλλάδων διακεκριμμένων επί βαρβαρότητα και μωρία, έσχε προ τεσσάρων και επέκεινα αιώνων, την κακήν μοίραν, η τάλαινα Ελλάς. δυναστευομένη, να τυραννείται μέχρι τούδε, εγωισμού χάριν. (σ.σ.)

147 αφιόνε| Όπιον λ. Τουρκ. (σ.σ.)

148 ντερβεναγάδες |Οδηγούς μεταβατικών ατάκτων στρατιωτών, διορισμένων υπό της τουρκικής εξουσίας εις καταδίωξιν δήθεν των ληστών· αλλ' οι πραγματικώς λησταί ήσαν οι δερβεναγάδες ούτοι μετά των στρατιωτών αυτών, φονεύοντες και γυμνώνoντες άπαντας τους δυστυχείς 5πηκόους μέχρις ερημώσεως. (σ.σ.)

149 Πετρίλλου |Πετριλλοχωρία Αγράφων, ων τα πλείστα εισίν ερείπια· χάρις τη χαριτοβρύτο τουρκική Κυβερνήσει! Των κατοίκων τούτων οι περισσότεροι, εγένοντο μετανάσται εις Ρωσίαν και Ευρώπην. (σ.σ.)

150 Κιουταχής | Ούτως ονόμαζαν οι Έλληνες τον αρχισατράπην τούτον του Σουλτάνου, (το όνομα του οποίου ην Μωχαμέδ ρεσίδ Πασάς)· η δε πατρίς αυτού ην το Κοτιάειον της Φρυγίας, (Κιουτάγια) ωμός και δόλιος τον χαρακτήρα, Αρμενίου δε τινος ιερέως υιός. (σ.σ.)

151 πεινασμένους |Προβλεπτικοί αφ' ενός οι Έλληνες, έσπειρον ένοπλοι και καλλιέργoυν· επιστρέφοντες αφ' ετέρου οι βάρβαροι κατέστρεφον διά του ιππικού των πάντα αγρόν, και επυρπόλουν ελαιώνας και λόγγους καρπίμους και ακάρπους. Προ του πολέμου τούτου το πέριξ πεδίον του Μεσολογγίου, ην απέραντος δρυμός ελαιώνων και αμπελώνων, αλλ' εν τη πολιορκία οι τρισβάρβαροι εδενδροτόμησαν και ερήμωσαν το παν. (σ.σ.)

152 ντελίδες |Τάγμα ιππικού ατάκτου λογχοφόρου, και διαφόροις όπλοις εφοπλισμένου· το γελοίον τούτο τάγμα ενoμίζετο παρά τοις Οθωμανοίς, ως το παρά τοις Πέρσαις τάγμα των αθανάτων· ορμούσε δε εν τοις εφόδοις τυφλοίς όμμασιν, αλλ' απροσδοκήτως ετρέπετο εις φυγήν και κατεκόπτετο. Ντελής λ. Τ. μωρός αυθάδης ορμητικός. (σ.σ.)

153 τσοχανταρέους |Σωματοφύλακας, αξιωματικούς. (σ.σ.)

154 χαλτούπιδες |Καταφρονητική επωνυμία των Τούρκων της Ανατολής (σ.σ.)

155 Μακρύς |Εις των αρίστων και ανδρείων οπλαρχηγών της Δυτικής Ελλάδος. (σ.σ.)

156 Ζυγό | Επαρχία Αιτωλίας (σ.σ.)

157 ντροπιασμένος |Διότι πάσαι αι επίμονοι προσπάθεια αυτού ίνα κυριεύσει το φρούριον επί 8 μήνας κατά συνέχειαν, απέβησαν ατελεσφόρητοι. Οι δε Έλληνες ήθελον πιθανώς καταστρέψει τον πολιορκούντα στρατόν, εάν ισχυραί επικουρίαι δεν επρόφθανον προς υποστήριξίν του. (σ.σ.)

158 σεργιανίσουν |Σεργιάν λ. Τουρκ. περιδιάβασις. (σ.σ.)

159 μουσαμάδες |Κηροπανία, εν είδει σακουλίων, ένθα βάλλουν οι Έλληνες τα κοντάκια των τουφεκίων των εν καιρώ βροχής. (σ.σ.)

160 Ταργαζίκα |λ. βάρβαρος, σημαίνουσα το θυλάκιον, ήτοι το εκ δέρματος αιγώς αλευροδόχον σακκούλιον. (σ.σ.)

161 Σαρατσογλίδες |Τάγμα πυροβολιστών υποκείμενον εις τον Γενιτσάραγαν. (σ.σ.)

162 Γερούσ' εκάμ’ Αρβανιτιά | Προς αίσχος αιώνιον δύο ή τριών καταπτύστων φράγκων, του τότε καιρού, σώζεται εισέτι εν τω μνημονικώ των γερόντων Ελλήνων, το κατά των προδοτών τούτων δύσφημον της προδοσίας των τραγώδιον, το εξής:
O Πράντες και ο Ντούκαρης, οι δύο Κολονέλλοι,
Αυτοί οι δύο πρόδωκαν, του Τούρκου το Καστέλι. (Το Παλαμίδιον· ίδε ιστορίαν της αλώσεως του Μωρέως.)
Ο δε πρωτουργός της απανθρώπου ταύτης προδοσίας, ην κάποιος Σάλας του οποίου σώζονται εισέτι εν Ναυπλίω τα ερείπια του οίκου του. (σ.σ.)

163 Τσαμουργιά | Θεσπρωτίαν λ. Τουρκ. (σ.σ.)

 

αρχή