ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Marcellus M.


 
CHANTS DU PEUPLE EN GRÈCE
M. DE MARCELLUS, PARIS, 1851
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

1. ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΡΟΥΣΕΥΜΕΝΗΣ 

Κλαίγουν τ' αηδόνια της Βλαχιάς και τα πουλιά στην δύσιν.
Κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
Κλαίγουν την Αδριανούπολιν την βαρεά κουρσευμένην,
Απού την εκουρσέψανε τση τρεις εορτές του χρόνου,
5 Του Χριστογέννου για κηρί και του βαΐου για βάγια,
Και της λαμπρής την Κυριακήν για το Χριστός Ανέστη.
2. ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΙΑ 

Την πόλιν όταν έκτιζεν ο Ζάπι Κωνσταντίνων,
Είχεν πορτάρους δίκλοπους κι αφέντας φοβετσάρους,
Είχεν και σκύλον μάρμαρον, που εδούνεν τα κλειδία.

Κι έναν πουλίν, καλόν πουλίν κι απέ την πόλιν έρται,
Και τ' έναν το φτερούλν' αθε στ' αίμαν έτον βαμμένον,
Και στ' άλλο το φτερούλν' αθε χαρτίν περιγραμμένον,
Κι ουδέ στην άμπελον κόνευ' μηδέ στο περιβόλι,
Επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρέσσ' την ρίζαν.
Έρχονται χίλιοι πατριάρχ' και μύριοι δεσποτάδες,
Κανείς ατό πάλ' κι αναγνώθ', κανείς ξαν κι αναγνώθει.
Χέρας υιός Γιανίκας έν', ατός ατ' αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ', σίτ ανακλαίγ', σίτ' ανακρούγ' την κάρδιαν·
Ν' αϊλί εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν,
Επάρθαν τα προπύλαια και τα βασιλοσκάμνια,
Επάρθαν και οι εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια,
Επάρθεν και Αγεσοφιά, το μέγαν μοναστήριν·
Είχεν σαράντα καλογέρ'ς κι εξηνταπέντε διάκους·
Είχεν δώδεκα σήμαντρα, δεκαοχτώ καμπάνας·
Είχεν και την εγάπην μου στ' έναν καφές κρυμμένην.
Τον κόσμον εδιαπάτεσα, την γην τροχόν εποίκα,
Κι αμόν εσέν το κόρασιον στην οικουμένην κ' εύρα·
Τ' ομμάτια σ' κόφνε τον πασάν, τ' οφρύδια στον βεζίρην,
Κι ατό το ματοχόσιαμαν σκοτών' εμέν κι αλλ' έναν.
3. ΕΠΑΡΜΑ TOY ΑΝΑΠΛΙΟΥ 

Τρεις Τουρκοπούλες κάθουνται εις του Αναπλιού την πόρτα,
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν,
Τ' είν' το κακό που γίνεται τον φετενόν τον χρόνον,
Που κίνησε μια κλεφτουριά μ' αυτούνους τους Σπαρτιάνους,
Κι έκαμαν όλην την Τουρκιά κι εκλείσθη μες στα κάστρα,
Το κρίμα νι ‘χ' ο βασιλιάς και τ' άδικ' ο βεζίρης,
Που δεν μας πέμπουν ζαχερέ να πολεμούν τα κάστρα.
Βρε Ανάπλι για δεν χαίρεσαι; για δεν βαρείς παιγνίδια;
Και τι καλό 'χω να χαρώ και να βαρώ παιγνίδια;
Στεριάς με δέρν' ο πρίγκιπας, πελάγ' η Μπουμπουλίνα,
Πέφτουν κανόνια σαν βροχή και βόμβες σαν χαλάζι,
Πέφτουν τα λιανοτούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.»
Ανάπλι δώσ' τα κλειδιά, Ανάπλι παραδώσου.
«Πώς να τα δώσω τα κλειδιά και πώς να παραδώσω;
Που μέν' μεντάτι πλάκωσε στεριάς και του πελάγου.
Φρεγάδες δεκατέσσαρες μαζί μ' οκτώ ντελίνια,
Στεριάς ασκέρι δυνατόν, εβδομήντα χιλιάδες,
Επτά πασάδες έρχονται για να μ' ελευθερώσουν,
Να κάψουν χώρες και χωριά, να κλάψουνε μανάδες,
Να ερημάξουν τον Μoριά, να σφάξουνε τους κλέφτες,
Να διώξουν την Μανιατουριά κι οι Τούρκοι να γλιτώσουν.
Ανάπλι δώσε τα κλειδιά, Ανάπλι παραδώσου.
Και να που απελπίσθηκες και από το μιντάτι.
Πώς να τα δώσω τα κλειδιά και πώς να παραδώσω;
Που 'γώ ‘μ' Ανάπλι ξακουστό κι Ανάπλι παινεμένο,
Στην Πόλι και στη Βενετιά μ' έχουν ζωγραφισμένο.
Στας τριάντα Νοεμβρίου του Ανδρέου του Αγίου·
Χριστιανοί τι καρτερείτε; στο Ανάπλι να εμβείτε,
Στάικος με τα παλικάρια ‘μβήκανε ωσάν λιοντάρια·
Σήμερα το Παλαμήδι σ' Έλληνας είναι παιγνίδι,
Παλαμήδι και το κάστρο, έγινε ρωμαιικάτο.
4. AΛΛO ΤΡΑΓΟΥΔΙ 

Ποτέ δεν εθυμώμουνε τον Μάη να χιονίζει,
Τον Μάη και τον Θεριστή κι όλον τον Αλωνάρη·
Σημάδι' απ' τον ουρανόν· μια βούλ' ‘π' τον βεζίρη·
Τουρκομανιά μαζώνεται στ' Ανάπλι για να πάγει.
«Μπρε Ανάπλι μου δεν χαίρεσαι και δεν βαρείς παιγνίδια;»
Κτλ.
5. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΜΑΡΚΟΥ BOTZAPH 

Τρία πουλάκια κάθουνταν πέρα στα λιβαδάκια,
Από βραδύ μοιρολογούν και την αυγή φωνάζουν·
«Παιδιά μου, Σκόνδρας πλάκωσε με δύναμιν μεγάλην·
Φέρει τον Τζελαδίνμπεην, φέρει τον Νιαγιάφα,
Τον Νικοθέα το σκυλί τον χριστιανομάχον.»
Αυτός δε πέμπει γράμματα προς τους καπιτανέους·
«Τώρα να προσκυνήσετε, δια να σας συμπαθήσω,
Θέλω τον Μάρκον Βότζαρην δεμένον να τον φέρτε,
Διά να τον στείλω ζωντανόν στον βασιλεά στην πόλην.»
Ο Μάρκος ότε τ' άκουσε, το μούστακό του στρέφει,
Τον Λάμπρον Βέκκον ομιλεί, κρυφά τον συμβουλεύει·
«Λάμπρε μάζευσε τα παιδιά, τα πρώτα παλικάρια,
Το βράδυ θε να φύγομε, στο Καρπενήσ' να πάμεν.»
Στο Καρπενήσι πέζευσεν άνω στα λιβαδάκια,
Τα παλικάρι' ερμήνευε, στέκει και τα διατάσσει·
«Παιδιά να πολεμήσομεν τον Σκόνδρα δεν μπορούμεν·
Μόνον ορμήν ας κάμομεν, κι ας είμεθα κι ολίγοι.»
Διακόσιοι διαλέχθησαν με τα σπαθιά στο χέρι·
Πικρήν ορμήν κατέφεραν στου Σκόνδρα το τζαδίρι,
Χίλιους διακόσιους έκοψαν χωρίς τους λαβωμένους.
Ένας Λατίνος το σκυλί το χέρ' είθε του πέσει!
Πικρόν τουφέκι έριψεν στου Μάρκου το κεφάλι.
Ψιλήν φωνήν ανέδωκεν, όσον κι αν εδυνήθη·
«Πού ‘σαι βρε Κώστα μ' αδελφέ; τον πόλεμον μη παύσεις.
Σουλιώται μη με κλαύσετε, μη μαυροφορεθείτε,
Ότι με κλαίει όλ' η Ελλάς, κλαίει όλον το γένος.
Γράψετε στην γυναίκα μου, την δυστυχή γυναίκα,
Οπού ‘ναι μέσα στην Φραγκιάν, Αγκώνα εις την πόλη,
Να μ' έχει έννοιαν το παιδί, γράμματα να το μάθει.»
6. ΠEPI TOΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ 

Εις του Γέροντα τον κάβο
Καραντί κάνει μεγάλο.
Μια φεργάδα βόλτα, βόλτα
Φοβερίζει τα μπουρλότα.
Μπουρλότο της ‘μολήσανε,
Στην πρύμνη, πλην το σβήσανε.
Άλλο ένα της μολάρουν
Και στην μπάντα την τακάρουν·
Επήρ' ο τζεπχανές φωτιά,
Και φοβήθηκαν τα σκυλιά.
Μπρ' απόψε θα μας κάψουνε,
Και σκλάβους θα μας πιάσουνε.
Χάιντε γεια σου μώρ' ναβέτα,
Που ‘καμες τες μπάλες νέτα.
Να ‘ταν δυο σαν τον Μιαούλη,
Καίγαν την αρμάδα ούλη.
Να ‘ταν άλλη μια ναβέτα,
Κάναν την αρμάδα νέτα.
7. ΤΟΥ ΚΟΥΤΖΟΧΡΗΣΤΟΥ 

Εβούρκωσεν ο ουρανός, ο άνεμος μουγκρίζει,
Και τα λαγκάδια αντηχούν, οι πιστικοί θαυμάζουν,
Τι το κακό που γίνεται, και σκούζουν τα κοράκια.
Ο Κουτζοχρήστος πολεμάει με τον Ταχίρ αμπάζη·
Πέφτουν τουφέκια σαν βροχή, κουρσιούμια σαν χαλάζι,
Θερίζουν τούρκικα κορμιά, κονιάρικα κουφάρια.
Κι ο Κουτζοχρήστος σαν αετός παντού τους τριγυρίζει,
Και σαν λιοντάρι φοβερό με το σπαθί στο χέρι,
Χωρίς τουφέκι να κρατεί, σαν πρόβατα τους σφάζει,
Και σαν λαγούς τους κυνηγάει· στα παλικάρια λέγει·
«Χτυπάτε τα σκυλοκορμιά, και μη τους αψυχάτε,
Να μάθουν, με ποιον πολεμούν, με ποιον έχουν να κάμουν.
Χτυπάτε τ' άπιστα σκυλιά, να μη κρυφθεί ο ήλιος,
Να μη νυχτώσ ο ουρανός, κι ευρούν τον γλιτωμόν τους.»
Κι οι Τούρκοι κράζ'ν Αλλάχ, Αλλάχ! και φεύγουν τρομαγμένοι·
Αλλάχ, Αλλάχ, μεντέτ Αλλάχ, μεγάλο κιαμέτι.
8. TOY ΦΩΤΗ

Λαλούν τ' αηδόνια στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Λαλεί κι ένα καλόν πουλί στου Φώτη το κιβούρι.
«Δεν τ' είπ' ο Σύρος μιαν φοράν, δεν τ' είπε τρεις και πέντε;
Φώτη μου, μη στολίζεσαι, μη βάλεις τόσ' ασήμια,
Χαμήλωσε το πόσι σου και σκέπασ' τ' ασήμια,
Τι σε τα βλέπ' Αρβανιτιά και στρίφει μαύρα δόντια.
«Ουδέ τ' ασήμια μ' έφαγαν, ουδ' η περηφανεία·
Μόν μ' έφαγαν οι γέροντες, γέροντες Λιβαδίται.
Τους είχα άσπρα δανεικά, σακούλας εβδομήντα,
Κι όσον ‘μουν κλέφτης στα βουνά, με λεν πως με τα δίνουν,
Σαν βγήκα και προσκύνησα μέσα στην Ελασσόνα,
‘πό δυο ‘πό δυο κοβέντιασαν, ‘πό δυο το κοβεντιάζουν·
Τον Φώτην να βαρέσομεν, τον Φώτην το Ζηδρούλι. —
Γράφουν γραφήν και προβοδούν μέσα στην Ελασσόνα·
«Σ' εσέν', Αχμέτ, μπουλουκμπασή, σ' όλα τα παλικάρια.
Ψωμί κι αλάτι φάγαμεν και πάλιν θε να φάμεν·
Τον Φώτην να βαρέσετε, τον Φώτην το Ζηδρούλι,
Θα μας χαλάσει τα χωριά κι όλον το βιλαέτι.»
9. TOΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ 

«Πέρνα το Νίκο, πέρνα το αυτό το μονοπάτι,
Δεύτερον πλέον δεν το περνάς, δεύτερον δε διαβαίνεις.»
«Πού ξεύρεις συ πουλάκι μου και με το λες εμένα;»
«Εχθές, προχθές επέρασα από το Βλαχοχώρι,
Κι άκουσα, πως κοβέντιασαν γέροντες Λειβαδίται·
Τον Νίκο να βαρέσομεν, τον Νίκο το Τσαρούλι,
Που ‘ναι λουλούδι στα βουνά και κυπαρίσσ' στους κάμπους,
Είναι και μες στην θάλασσαν πύργος θεμελιωμένος.»
Κι ο Νίκος σαν το άκουσε, πολύ τον κακοφάνη.
Τον ψυχογιό του φώναξε και τα παιδιά του λέγει·
Παιδιά μου, ζώστε τα σπαθιά και πάρτε τα τουφέκια,
Να πάγομεν να καύσομεν το έρημον Λιβάδι.»
Και κίνησαν και πήγαιναν έξ' από το Λιβάδι·
Φωτιά βάλουν στη χώρα των, κοτζαμπασήδες δένουν,
Και στα βουνά τους έβγαλαν, βαρεά τους τυραννούσαν.
Ποιον θέλτε να βαρέσετε, τον Νίκον το Τσαρούλι;
Που ‘ν' ένα τριαντάφυλλον στον κόσμον ξακουσμένον;
10. Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΠΟΥΛΙΑΝΑΣ 

Ανάθεμά σε βρε παπά, παπά 'πό την Πουλιάναν
Με την γραφήν που έστειλες την αποκρεάν το βράδυ.
«Σ' εσένα, Γιάννη Καραλή, σ' όλα τα παλικάρια.
Πενήντα γρόσια κέρασμα και χωρίς τα μπαχτζίσια,
Τον Γιάννην να με φέρητε, τον Γιάννην τον γαμβρόν μου.
Σαν δεν θελήσει να ελθεί, φέρτε του το κεφάλι.»
Κι εκίνησαν πέντε παιδιά κι ο ψυχογιός αντάμα.
Εύρον τον Γιάνν', οπ' έπινε μαζί με τα παιδιά του.
«Καλή σου μέρα Γιάννη μου.» — «Καλώς τα παλικάρια,
Ορίσατε μπρατίμοι μου να φάμεν και να πιόμεν.»
«Ημείς για φάγ' δεν ήλθαμεν ουδέ για πιείν να πιώμεν.
Γιάννη σε κράζ' ο πένθερος ν' έλθεις να ενταμωθόμεν.»
«Av είναι διά καλό ν' ελθώ, να στολιστώ να έλθω,
Κι αν είναι διά κακό ν' ελθώ, να έλθω καθώς είμαι!».

11. Ο ΓΕΡΑΛΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΑΡΚΑΔΙ 

Πέρα κει στον Όλυμπο, κει στα κοντοέλατα,
Κάθουνταν γεράλαφος, κι ούλο κλαιν τα μάτια του,
Χύνουν δάκρυα κόκκινα, κόκκινα και πράσινα,
Κι ούλο καταγάλαζα.
Ζάρκαδος επέρναγε, στέκει και τον ρώταγε·
«Τ' έχεις, βρε γεράλαφε, κι ούλο κλαιν τα μάτια σου,
Χύνουν, δάκρυα κόκκινα, Κόκκινα και πράσινα,
Κι ούλο καταγάλαζα;»
«Ήρθαν Τούρκοι στο χωριό, έχουν και λαγωνικά,
Εβδομήντα δυο σκυλιά.»
'γώ τα παίρνω στο κοντό, και τα ρίχνω στα νησιά,
Στα νησιά στα πέλαγα!
Ίσια με το δειλινό, πιάσανε τον ζάρκαδο,
Κι ίσα με το θάμβωμα, πιάσαν τον γεράλαφο.
12. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ 

Γιαννάκη τ' είσαι κίτρινος και τ' είσαι μαραμένος;
«Παιδιά, σαν μ' ερωτήσετε, να σας τ' ομολογήσω.
Απόψ' είδα στον ύπνον μου, είδα στο όνειρό μου,
Είδ' ότι σκόρπισ' ο ταϊφάς και μόφυγε τ' ασκέρι,
Και πως με πιάνουν ζωντανό αυτοίν' οι Βαρβαρέζοι.»
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δύο χιλιάδες πίσω.
Κι οι πρόκριτοι του λέγανε, κι οι πρόκριτοι του λένε·
«Μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη.»
Παιδιά πώς μ' επεράσετε να ψευδομαρτυρήσω;
Μονάχος μου το σήκωσα με την παλιοκαπότα.
Ξήντα παράδες το σφαχτιό, δύο γρόσια το μοσχάρι
Και τρία γρόσια τ' άλογο, ποιος Θεός το υποφέρει;»
13. ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ 

Διαβάτ' απ' τη Μονεμβασιά απ' το Παλιοκαστρίτσι,
Εκεί να δείτε αίματα, εκεί να δείτε λέσια·
Που 'κβήκ' ο Κεχαγιάμπεης μ' όλους τους Αρβανίτες.
Κι οι κλέφτες όταν το ‘μαθαν, πολύ τους κακοφάνη·
Βάλλουσι βίγλας και βιγλούν, βάλλουν και καραούλια.
Η κάτω βίγλα φώναζε το κάτω καραούλι·
Πιάστε τον τόπον δυνατά και φθιάστε τα ταμπούρια.
Ο κεχαγιάς μας πλάκωσε μ' όλους τους Αρβανίτες.
Πρώτη μπατάλια που ‘πεσε, την ρίχν' ο Κυριακούλης,
Βαρεί τον μπαϊρακτάραγα κι αυτόν τον σιλιχτάρην.
Παίρνει μουλάρια, με φλωρί, μουλάρια με χρυσάφι.
«Πού ‘σαι καημένε Θόδωρε και συ Κολοκοτρώνη;
Που ξεπατώνεις την Τουρκιά και τους παλιούς αγάδες.
Τι λες σκυλί Κιαμίλμπεη και συ μπρε Κιμουρτάτη;
Θα πιάσω σκλάβους μπέηδες και σκλάβους βεζιράδες,
Θα πιάσω τα ρετζάλια σου κι όλα σου τα χαρέμια.»
Πιάνουν χαρέμια, δεκοχτώ και μπέηδες δεκαπέντε.
14. ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ 

Πολλές μανούλες θλίβονται κι όλαι παρηγορούνται·
Του Γεώργ' η μάνα θλίβεται, παρηγοριάν δεν έχει,
Στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,
Τα ριζοβούνια του Λουνού βλέπει σκοτιδιασμένα·
Μ' είν' απ' τα χιόνια τα πολλά είτ' από τον χειμώνα;
Μήτ' απ' τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από τον χειμώνα,
Τον μαύρο Γεώργον έκλεισαν οι άπιστοι Λαλέοι.
Αυτοί δεν ήταν λιγοστοί, ήσαν δύο τρεις χιλιάδες,
Κι ο Γεώργος ήτο μοναχός με δώδεκα νομάτους.
Δερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι·
«Έκβα Γεώργο προσκύνησε και δώσε τ' άρματά σου»
«Εγώ ‘μαι Γεώργος του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνου,
Και θα βαστάξω πόλεμον με δώδεκα νομάτους.»
Μακροπανάγος φώναξεν απ' υψηλήν ραχούλα·
Βάστα Γεώργο τον πόλεμον, βάστα και το τουφέκι,
Κι εγώ μεντάτι σ' έρχομαι με δυο με τρεις χιλιάδες.
Τι να βαστάξω θείε μου τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Δίχως ψωμί δίχως νερόν δίχως καμιά κυβέρναν;
Ποιος είν' άξιος και γρήγορος στα Τρίκορφα να πάγει,
Διά να πει την Γεώργαινα, την νεοπανδρεμένην,
Να μην αλλάξει την λαμπράν, φλωριά να μη κρεμάσει;
Τον Γεώργον τον εσκότωσαν...
15. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 

Ανέβηκα στον Όλυμπον και κοίταξα τριγύρω·
Τριγύρω γύρω θάλασσα κι από στερι' Αρβανίται.
Και πάλιν πίσω γύρισα μες στα παλαιά λημέρια·
Τα ευρίσκω όλ' έρημα, όλα χορταριασμένα.
Ψιλήν λαλίτσαν έκβαλα, όσον κι αν ημπορούσα·
«Πού ‘σαι, Ανδρίτσε μπράτιμε κι Αλέξανδρε κουμπάρε;»
«Αλέξανδρος δεν είν' εδώ, πήγ' εις την Ελασσόνα,
Πήγε, να μάσ' Αρβανιτίαν, ν' έλθει να σε βαρέσει.»
Και τι κακόν τον έκαμα, θέλει να με βαρέσει;
Ήλθε με παλαιογραβάνια, τον έκαμα καινούρια·
Ήλθε με παλαιαιοτζαρούχια, τον έκαμα πλεγμένα·
Ήλθε με παλαιοπίστολα, τον έκαμ' ασημένια·
Πέντε παδιά τον βάπτισα, — κανέν να μην τον ζήσει!»
16. TOY ΛΑΖΟΥ 

Τρεις περδικούλε κάθοντο εις την Μηλεάν επάνω·
Είχαν τα ονύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα.
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν·
Θεέ μου τι να γίνηκεν ο έξαρχος ο Λάζος;
Που ‘ταν στον κόσμον ξακουστός, στον κόσμον ξακουσμένος.
Λάζε μου τι δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι;
Να περπατείς αρματολός στο μαύρον καβαλάρης·
Να λάμπουν τα τζαπράζια σου, τα φλωροκαπνισμένα,
Δώδεκ' αράδες τα κόμβια στα ρούχινα γελέκια,
Ν' έχεις και εις το σπαθάκι σου χούφταν μαλαγματένιαν,
Να κρούει ο ήλιος την αυγήν, να κρούει το μεσημέρι.
17. ΤΟΥ ΤΣΕΛΙΟΥ 

Πωλί μου πόθεν έρχεσαι και πού θα καταβαίνεις;
«Από την Ρούμελ' έρχομαι, στην θάλασσαν πηγαίνω·
Φέρω τα χαιρετήματα τον Τσέλιον Ρουμελιώτην,
Τα στέλλει η μανούλα του κι η δόλια αδελφή του.»
Πωλί μου Τσέλιος δεν είν' εδώ ουδέ και τα παιδιά του.
Τον έκλεισ' ο Βελή πασάς στην Λυγεριάν 'πό πάνω·
Τον έκλεισ' ο Βελή πασάς με τέσσαρας χιλιάδας.
Κι ο Τιλχαβέζος φώναξεν από το μετερίζι·
«Έβγα Τσέλιε μ', προσκύνησε, προσκύνα τον βεζίρην.»
Τσέλιος τ' απελογήθηκεν από το μετερίζι·
«Όσο 'ν' ο Τσέλιος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει,
Πασάν 'χει Τσέλιος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.»
Τραβά εκβάλλει το σπαθί και τα παιδιά φωνάζει·
«Γιουρούσ' παιδιά να κάμομεν εις τον Σμαΐλην Κιόην.»
Τραβούν εκβάλλουν τα σπαθιά επάνω στον Σμαΐλην
Και το κεφάλ' τον πήραν, στον Τσέλιον το πηγαίνουν.
Βελή πασάς σαν το ‘μαθε, πολύ τον ελυπήθη.
18. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΖΗΔΡΟΥ 

Πωλάκι πάγησ' κι έκατσε στου Ζήδρου το κεφάλι·
Δεν ελαλούσε σαν πολί, σαν όλα τα πολάκια·
Μόν' ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπίνην λαλίτσαν·
«Ζήδρε μ' εσύ ‘σουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι
Εις κλεψίαν κι αρματολίκ' κι εις όλα τα πρωτάτα.
Ήσουν και πρώτος έξαρχος σ' όλα τα μοναστήρια,
Όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια έχουν,
Να τα ξεύρεις, να μαζώνεις, ποτέ να μην ποθάνεις.»
«Σαράντα χρόνια έκαμα αρματολός και κλέφτης,
Κι άλλα σαράντ' αν έκαμα, πάλ' ήθελ' αποθάνω·
Δεν κλαίω πως θε να χαθώ και θέλω ν' αποθάνω·
Μόν' κλαίω τον Φώτη μ', που ‘ν' μικρός κι από κλεψίαν δεν ξεύρει.
Γέροντες θέλουν φίλευμα κι αγάδες θέλουν άσπρα.
Και τα πρωτοπαλίκαρα, λουφέν να τ' αρτηρήσει.
19. Ο ΠΑΛΛΙΚΑΡΗΣ 

Σηκώνομαι πολύ ταχύ μαύρος από τον ύπνον,
Παίρνω νερόν και νίβομαι, νερόν να ξενυστάξω.
Ακώ τα πεύκια πώς βροντούν και τες οξιές πώς τρίζουν,
Τι είν' ο βρόντος ο πολύς; ο βρόντος ο μεγάλος;
Τα παλικάρια απερνούν και παν να πολεμήσουν,
Και παν να πολεμήσουνε τον σκύλον τον Μουσάγα·
Κάθε δεντρί και φλάμβουρον, πέτρα και παλικάρι.
20. ΔΕΝΔΡ' ΟΠΟΥ ΜΙΛΕΙ 

Ένας άγουρος κι ένας καλός στρατιώτης,
Κάστρο γύρευε, καλέ μου,
— Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

Κάστρο γύρευε, χωριό να πάγει να μείνει·
Ουδέ κάστρ' ηύρε, καλέ μου,
— Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

Ουδέ κάστρ' ηύρε, ουδέ χωριό να μείνει
Μόν' ένα δενδρί, καλέ μου,
— Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

Μόν' ένα δενδρί, το λένε κυπαρίσσι·
— «Δέξου με δενδρί, καλέ μου,
— Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

«Δέξου με δενδρί, δέξου με κυπαρίσσι.»
— «Να κι οι κλώνοι μου, καλέ μου,
—Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

«Να κι οι κλώνοι μου, και κρέμασ' τ' άρματά σου.
Να κι η ρίζα μου, καλέ μου,
— Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

Να κι η ρίζα μου, και δέσε τ' άλογό σου,
Να κι ο ίσκιος μου, καλέ μου,
— Τρίκλωνε βασιλικέ μου.

Να κι ο ίσκιος μου, και πέσ' αποκοιμήσου.»



 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. κοντάρι | το κοντάρι ως όπλο παραπέμπει σε ακριτικό τραγούδι

2. δημισκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

3. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

4. τόπια | α. σφαιρικό βλήμα κανονιού. β. κανόνι

 

αρχή