ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Sanders Daniel


 
CHANTS DU PEUPLE EN GRÈCE
M. DE MARCELLUS, PARIS, 1851
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

1. Της Αδριανουπόλεως κουρσευμένης 

Κλαίγουν τ' αηδόνια της Βλαχιάς και τα πουλιά στην δύσιν.
Κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,
Κλαίγουν την Αδριανούπολιν την βαριά κουρσευμένην,
Απού την εκουρσέψανε τζη τρεις εορτές του χρόνου,
Του Χριστογέννου για κηρί και του βαγιού για βάγια,
Και της λαμπρής την Κυριακήν για το Χριστός Ανέστη.
2. Πολιορκία του Ανάπλι 

Ποτέ δεν εθυμώμουνε τον Μάη να χιονίζει,
Τον Μάη και τον Θεριστή κι όλον τον Αλωνάρη.
Σημάδι' είν' απ' τον ουρανόν· μια βούλα ‘π' τον βεζίρη·
Τουρκομανιά μαζώνεται στ' Ανάπλι για να πάγει.
«Βρ' Ανάπλι μου δεν χαίρεσαι; και δεν βαρείς παιγνίδια;»
«Και τι χαρά ‘χω να χαρώ, παιγνίδια να βαρέσω;»
«Βρ' Ανάπλι δώσε τα κλειδιά, βρ' Ανάπλι παραδώσου.»
«Και πώς να δώσω τα κλειδιά; πώς να τα παραδώσω·
Ήμουν στην Πόλη ξακουστό και στο Μωριά κολόνα,
Και τώρα μ' αποκλείσανε στεριά κι από πελάγου.»
3. Οι Αρβανίτες εις το Ανάπλι 

Μιαν προσταγήν μεγάλην προστάζ ο βασιλεάς,
Να κάτεβ' η αρμάδα κι ο Καπιτάν πασάς.
Αρμάδα εκατέβη στ' Ανάπλι κι άραξε,
Κι αυτός απ' τα δερβένια μ' ασκέρι διάβηκε.
Πιάνει χαρτιά και στέλνει, χαρτιά και προβοδά·
Σ' εσένα, Μούρτο Χάμζα, σ' εσάς, Αρβανιτιά,
«Γλήγορα να σκωθείτε αυτούθ' απ' τον Μωρεά.
Εγώ χαρτιά ‘χω χίλια καμένα στην φωτιά·
Και σένανε σε γράφω στην κάτω την μεριά.»
«Σώπα, σώπα, βρε Μούρτο, και μη παραμιλείς,
Γιατ' έχεις λίγ' ασκέρι, και το μετανοείς.»
«Μπεκιαρικά τουφέκια χιλιάδες εξ οχτώ,
Και σεις οι Καλιουντζήδες, χιλιάδες εκατό.»
Αλλά! Αλλά! λένε, τραβούνε τα σπαθιά,
Βανούν μπροστά τους Τούρκους, μπροστά ωσάν τραγιά.
4. Κυρίτσος Μιχάλης 

Θέλω να κάτσω να σας πω, πολλά να θαμαχθείτε·
Τις ήτον που τον έλεγαν κυρίτσος ο Μιχάλης.
Είχεν τον βιον αρίφνητον, την αφεντιάν μεγάλην·
Και κάθονταν στο σπίτι του, κακό δεν είχ' ο νους του,
Ένα ροκά ανάγνωσαν μέσα εις το διβάνι,
Όπου τον κόσμον χάλασε, τον πόλεμον γυρεύει.
Ως τ' άκουσεν ο βασιλεάς, πολλά τον κακοφάνη·
Μηνά τον καπιτσίμπασην, γοργά τον συντυχαίνει·
«Γοργά να πας στον Αχελόν, στο σπίτι του Μιχάλη,
Εκεί ομπρός την πόρταν του να δεις να τον κρεμάσεις,
Και τον μικρόν του τον υιόν να δεις να τόνε πιάσεις·
Φυλάγου κι απ' το πράγμα του βελόνι να μη χάσεις.»
Μεσάνυχτα ξεπόρτισε, στον Αχελόν επήγε,
Ωσάν πουλίν επέταξεν, ωσάν σαγίτα πήγε,
Σαν τον ‘δεν ο Μιχάλμπεης, επροσηκώθηκέ τον·
Ήρθες καλώς, αφέντη μου, κάτσε να γευματίσεις.
Δεν ήρθα ‘γώ διά το φαγί, ουδέ διά το ποτήρι·
Τον λόγον που ‘πε ο βασιλεάς, το θέλημα να κάμω.»
Και το σχοινίν επέταξε, και τον λαιμόν τ' ευρήκε,
Κι ευθύς ομπρός στην πόρταν του πιάνει τον, και κρεμά τον
Και τον μικρόν του τον υιόν είδεν, και τόνε πιάνει,
Στο κάτεργον τον έβαλε με όλον του τον βιον.

5. Αλή πασάς 

Σουλτάν Μαχμούτης πρόσταξε σεφέρι του Βεζίρη·
Κράζει τους Βεζιράδες του, τους έκαμε χαζίρι,
Και τους προστάζει αυστηρά να παν και να τον κλείσουν·
Κι αν δεν του κάμουν τίποτες, πίσω να μη γυρίσουν.
Αλή πασάς σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη·
Συλλογισμένος στέκεται και το κεφάλι πιάνει.
«Μουχτάρ πασά, Βελή πασά», στέλνει και τους φωνάζει,
Μέσα στον Παντοκράτορα κρυφά τους κουβεντιάζει·
«Παιδιά μου βλέπετε καλά και πάρετε ιπρέτι·
Ο βασιλεάς μ' οργίστηκε, με πήρε σε γαζέπι.»
«Μπαμπά μας, χρειάν μην έχεις συ· στάσου καλά, στοχάσου,
Το βιο που έχομεν πολύ για κάθε σιγουριά σου.»
«Εγώ στο βιο δεν πείθομαι, ουδέ και στο ασκέρι·
Αλλ' η ελπίς μου στέκεται εις των Γραικών το χέρι·
Αυτοί ανδρείοι, τολμηροί, πιστοί και ρωμαλέοι,
Και χωριστά ευρίσκονται σε με χοσμικιαρέοι·
Με με πάντα πολέμησαν μ' ηρωισμόν μεγάλον,
Κι ακόμα χάλια πολεμούν στ' Άγραφα και στον Βάλτον,
Κι ακόμη δεν υπόταξα μήτε σχεδόν το τρίτον.
Από τον τόπον έχομεν για να μας δώσουν τρίτον.
Πρέπει λοιπόν να δώσομεν συγχώριαν μεγάλη,
Ελευθερίαν εν ταυτώ, ως έκαμαν οι Γάλλοι·
Γιατί το γένος των Γραικών είναι καθώς των Γάλλων·
Κι όποιος θαρρεύ' υποταγήν, λάθος έχει μεγάλον·
Είδετε το παράδειγμα εκείνων των Σουλιώτων,
Όχι μονάχα των ανδρών, μα και των γυναικών των·
Θάνατον επροτίμησαν αυτοί απ' την σκλαβία,
Μ' όλον οπού τους έταξα άρματα και φλωρία.»

6. Υποταγή του Γαρδικιού 

Κούκοι, να μη λαλήσετε, πουλιά, να βουβαθείτε!
Και σεις, καημέν' Αρβανιτιά, όλοι να πικραθείτε!
Το Κάστρον επροσκύνησε κι αυτή η Χουμελίτσα·
Γαρδίκι δεν προσκύνησε, δεν θε να προσκυνήσει·
Μόνε γυρεύει πόλεμον, θέλει να πολεμήσει.
Κι Αλή πασάς σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη·
Πιάνει και γράφει μπουγιουρδί με το δεξί του χέρι·
«Σ' εσέν', Γιουσούφη κεχαγιά, σ' εσέν' Γουσούφ Αράπη·
Καθώς ιδείς το γράμμα μου κι ιδείς το μπουγιουρδί μου,
Θέλω Δεμίρην ζωντανόν κι αυτόν και τα παιδιά του,
Θέλω τον Μουσταφά πασάν μ' όλη τη γενεάν του.»
—«Μετά χαράς, αφέντη μου κι εγώ να σε τους φέρω!»
7. Του παρμού του Σουλιού 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε μέσα από το Σούλι·
Παργιώτες το ρωτήσανε, Παργιώτες το ρωτούνε·
«Πουλάκι, πούθεν έρχεσαι; πουλί μου, πού πηγαίνεις;»
«Από το Σούλι έρχομαι, και στην Φραγκιάν πηγαίνω.»
«Πουλάκι, πες μας τίποτε, κανέν καλόν μαντάτον;»
«Αχ τι μαντάτα να σας πω; τι να σας μολογήσω;
Πήραν το Σούλι, πήρανε, κι αυτόν τον Αβαρίκον,
Πήραν την Κιάφαν την κακήν, επήραν και το Κιούγκι,
Κι έκαψαν τον καλόγερον με τέσσερες νομάτους.»

8. Ο παρμός του Σουλιού 

Μην προσκυνάτε, βρε παιδιά, ραγιάδες μη γενείτε.
Είναι ο Φώτος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει.
Πασά ‘χει Φώτος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.
Εις την Φραγκιάν τον ‘ξόριζαν, και στ' άλλα τα ρηγάτα.
Ανάθεμά σε, Μπότσαρη, κι εσένα, Κουτσονίκα,
Με την δουλειάν που κάμεταν τούτο το καλοκαίρι,
Βάλεταν τον Βελή πασάν μέσα στο Κακοσούλι.
9. Ο θάνατος του Ιώτη 

Σηκώνομαι πολύ ταχιά, δυ' ώρες όσον να φέξει,
Παίρνω νερόν και νίβομαι, νερόν να ξαγρυπνήσω·
Τα πεύκι' ακούω και βροντούν, και τες οξιές και τρίζουν.
Και τα γιατάκια των κλεφτών κλαίγουν τον καπετάνον.
«Για! σήκ' απάνω, Γιώτη μου, και μη βαρεά κοιμάσαι·
Μας πλάκωσεν η παγανιά, θέλουν να μας βαρέσουν.»
«Τι να σας πω, μαύρα παιδιά, καημένα παλικάρια;
Φαρμακερόν το λάβωμα, πικρόν και το μολύβι.
Τραβάτε με να σηκωθώ, βάλτε με να καθίσω,
Και φέρτε μου γλυκόν κρασί να πιω, και να μεθύσω,
Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα·
Να ήμουν στα ψηλά βουνά, και στους χονδρούς τους ίσκιους,
Που ‘ναι τα στείρα πρόβατα, και τα παχεά κριάρια!»
10. Ελευθέρωσις της Λιάκαινας 

Τ' είν' το κακόν που γένεται στου Λιάκου την γυναίκα;
Πέντ' Αρβανίτες την κρατούν, και δέκα την ‘ξετάζουν·
«Λιάκαινα, δεν πανδρεύεσαι; δεν παίρνεις Τούρκον άνδρα;»
«Κάλλια να ιδώ το αίμα μου την γην να κοκκινίσει,
Παρά να ιδώ τα μάτια μου, Τούρκος να τα φιλήσει.
Κι ο Λιάκος την αγνάντευεν από ψηλήν ραχούλαν,
Κοντά κρατεί τον Μαύρον του, κρυφά τον κοβεντιάζει·
Δύνασαι, Μαύρε, δύνασαι να βγάλεις την κυράν σου;»
Δύναμ', αφέντη, δύναμαι να βγάλω την κυράν μου·
Να μου αυξήσεις την ταγήν, να πάγω πέρα πέρα.»
Σαν πήγε και την έβγαλε, στου Λιάκου του την φέρει.
11. Νικοτσάρας 

«Πέρνα το Νίκο, πέρνα το αυτό το μονοπάτι·
Δεύτερον πλεόν δεν το περνάς, δεύτερον δε διαβαίνεις.»
«Πού ξέρεις το, πουλάκι μου, και με το λες εμένα;»
«Εχθές, προχθές επέρασα από το Βλαχοχώρι,
Κι άκουσα, πως κουβέντιασαν γέροντες Λειβαδίται·
«Τον Νίκο να βαρέσομε, τον Νίκον το Τσαρούλι,
Που ‘ναι λουλούδι στα βουνά και κυπαρίσσ' στους κάμπους,
Είναι και μες στην θάλασσα πυργός θεμελιωμένος.»
Κι ο Νίκος σαν το άκουσε, πολύ τον κακοφάνη·
Τον ψυχογιόν του φώναξε και τα παιδιά του λέγει·
Παιδιά μου, ζώστε τα σπαθιά και πάρτε τα τουφέκια,
Να πάγομεν να κάψομεν το έρημο Λιβάδι.»
Και κίνησαν και πήγαιναν έξ' από το Λιβάδι·
Φωτιά βάλουν στη χώρα των, κοτσαμπασήδες δένουν,
Και στα βουνά τους έβγαλαν, βαριά τους τυραννούσαν.
Ποιον θέλτε να βαρέσετε, τον Νίκον το Τσαρούλι;
Που ‘ν' ένα τριαντάφυλλον στον κόσμον ξακουσμένον;
12. Ο παπάς 

Ανάθεμά σε μπρε παπά, παπά ‘πό την Πουλιάναν
Με την γραφήν που έστειλες την αποκρεάν το βράδυ.
«Σ' εσένα Γιάννη Καραλή σ' όλα τα παλικάρια
Πενήντα γρόσια κέρασμα και χώρις τα μπαχτζίσια,
Τον Γιάννην να με φέρητε, τον Γιάννην τον γαμβρόν μου.
Σαν δεν θελήσει να ελθεί, φέρτε του το κεφάλι.»
Και κίνησαν πέντε παιδιά κι ο ψυχογιός αντάμα.
Εύρον τον Γιάνν', οπ' έπινε μαζί με τα παιδιά του.
«Καλή σου μέρα Γιάννη μου.» — «Καλώς τα παλικάρια,
Ορίσατε, μπρατίμοι μου, να φάμεν και να πιόμεν.»
«Ημείς για φάγ' δεν ήλθαμεν ουδέ διά πιείν να πιώμεν.
Γιάννη, σε κράζ' ο πένθερος ν' έλθεις ν' ενταμωθόμεν.»
«Av είναι δια καλόν ν' ελθώ, να στολισθώ να έρθω,
Κι αν είναι διά κακό ν' ελθώ, να έλθω κάθως είμαι!»
13. Ο Γιαννάκης 

Γιαννάκη τ' είσαι κίτρινος και τ' είσαι μαραμένος;
Παιδιά, σαν μ' ερωτήσετε, να σας τ' ομολογήσω,
Απόψ' είδα στον ύπνον μον, είδα στον όνειρό μου,
Είδ' ότι σκόρπισ' ο ταϊφάς και μόφυγε τ' ασκέρι,
Και πως με πιάνουν ζωντανό αυτοίν' οι Βαρβαρέζοι.
Χίλιοι τομ παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι οι πρόκριτοι τον λέγανε, κι οι πρόκριτοι τον λένε.
«Μαρτύρα τον Κολιόπουλο και τον Κολοκοτρώνη.» —
«Παιδιά, πως μ' επεράσετε; να ψευδομαρτυρήσω; —
Μονάχος μου το σήκωσα με τημ παλιοκαπότα.
Ξήντα παράδες το σφαχτιό, δυο γρόσια το μοσχάρι
Και τρία γρόσια τ' άλογο ποιος θεός το υποφέρει;
14. Δυσσέος 

Ποιος θέλ' ν' ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Διαβήτ' από την Λεβαδιά και σύρτε στη Βιλίτσα·
Εκεί ν' ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
Ν' ακούστε την ‘Δυσσέαινα, τη μάνα του Δυσσέου,
Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά και σαν τρυγόνι κλαίγει.
Σαν περδικούλα θλίβεται, ωσάν παπιά μαδιέται,
Σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζ' η φορεσιά της.
«Δεν το ‘πα ‘γώ Δυσσέο μου, δεν το ‘πα ‘γώ παιδί μου,
Με την βουλήν μην πιάνεσαι με τους καλαμαράδες!
Κάνουν τον Γούρα κεχαγιάν και τον Νικόλαν πρώτον.»
15. Γεώργος 

Τρία πουλάκια κάθουνται στο κάστρο της Πλατιάνας.
Το ‘να τηράει την Κρίσταινα και τ' άλλο την Πλατιάνα,
Το τρίτο το καλύτερο του Γιώργη πάει και λέγει·
«Σήκου, Γεώργε, να φύγoμε, σήκου, Γεώργε, να πάμε·
Τ' ακώ ταμπούρλα και βαρούν, τρομπέτες και λαλούνε.»
«Ας έρχονται»
«Γεώργε, πουλιέτ' η πάλα σου σαράντα κολονάτα,
Πουλιένται τα κουμπούρια σου για πεντακόσια γρόσια.
Βρε σαν πουλιένται, πάρτε τα
Κι αν δώσει ο Θεός κι η Παναγιά και σηκωθώ στα πόδια,
Θα κάψω την Ανδρίτσαινα, τα τρία Κανελόπλα
Και στην Πλατιάνα 'γώ περνώ, στον πύργο για να πάγω,
Οπόχω μι' αγαπητική…
16. Ο θάνατος του Λιάκου 

Λιάκο, σε κλαίουν τ' Άγραφα οι βρύσες και τα δέντρα,
Σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν τα παλικάρια.
«Δεν σ' το είπα Λιάκο μια φορά, δεν σ' το ‘πα τρεις και πέντε·
Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα τον βεζίρην;»
«Όσο 'ναι Λιάκος ζώντανος, πασάν δεν προσκυνάει,
Πασά 'χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.»
Κακόν καρτέρι το ‘καμαν από το μετερίζι.
Διψούσ' ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι·
Έσκυψε κάτω για να πιει νερόν και να δροσίσει,
Τρία τουφέκια του ‘δωκαν, τα τρί' αράδ' αράδα·
Το ‘να τον παίρνει ξώπλατα και τ' άλλο εις την μέσην,
Το τρίτον το φαρμακερόν τον πήρε εις τα στήθη·
Το στόμα τ' αίμα γέμισε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί και κελαηδεί και λέγει·
«Πού είσθε παλικάρια μου, πού είσαι ψυχουγιέ μου;
Για πάρετέ μου τα φλωριά, πάρτε μου τα τσαπράζια,
Πάρτε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένον!
Κόψετε το κεφάλι μου, να μην το κόψουν Τούρκοι,
Και το πηγαίνουν στου πασά ψηλά εις το διβάνι
Το ιδούν εχθροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται
Το ιδεί και η μανούλα μου κι απ' τον καημό πεθάνει»
17. Ο θάνατος του Καπιτάνου 

Παιδιά μου μην πικραίνεσθε και μην παραπονείσθε.
Κι εγώ δεν έχω τίποτε παρ' είμαι λαβωμένος.
Πικρή που ‘ν' η λαβώματα! φαρμακερό το βόλι!
Μόν' πάρτε με και σύρτε με στον Άγη-Λια ‘ποκάτω.
Στρώστε κλαδιά να κοιμηθώ, κλαδιά για να κοιμάμαι
Και φέρτε με γλυκό κρασί, να πλύνω τους γιαράδες
Και φέρτε τον πνευματικόν, να μ εξομολογήσει
Χίλια κοράσια φίλησα και χίλιες πανδρευμένες
Και τώρα μ' ήρθε θάνατος και θέλω ν' απεθάνω.
Και κάμετε το μνήμα μου σε μια ψηλή ραχούλα,
Να ‘μβαίν' ο ήλιος την αυγή, την νύχτα το φεγγάρι
Και στη δεξιά μου την πλευρά ν' αφήστε παραθύρι,
Να μπαιζοβγαίνουν τα πουλιά, την άνοιξιν να φέρουν
Και τ αηδόνια τον καλόν Μάην να με μαθαίνουν.