ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Kind Theodor


 
1. Eunomia: Enthaltend: Neugriechische Volkslieder im Originale, 1827
2. Neugriechische Anthologie, 1844
3. Anthologie neugriechischer Volkslieder, 1861
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Τα βιβλία: 1ο, 2ο, 3ο

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.


1. Eunomia: Enthaltend: Neugriechische Volkslieder im Originale, 1827
Τραγώδια κλέφτικα
1.1. Αλέξανδρος 

Ανέβηκα στον Όλυμπον και κοίταξα τριγύρω·
Τριγύρω γύρω θάλασσα κι από στεριά Αρβανίται.
Και πάλιν πίσω γύρισα μες στα παλαιά λημέρια·
Τα ευρίσκω όλ’ έρημα, όλα χορταριασμένα.
5 Ψιλήν λαλίτσαν έκβαλα, όσον κι αν ημπορούσα·
«Πού ‘σαι, Ανδρίτσε μπράτιμε κι Αλέξανδρε κουμπάρε;»
«Αλέξανδρος δεν είν’ εδώ, πήγ’ εις την Ελασσόνα,
Πήγε, να μάσ’ Αρβανιτίαν, ν’ έλθει να σε βαρέσει.»
Και τι κακόν τον έκαμα, θέλει να με βαρέσει;
10 Ήλθε με παλαιογραβάνια, τον έκαμα καινούρια·
Ήλθε με παλαιαιοτζαρούχια , τον έκαμα πλεγμένα·
Ήλθε με παλαιοπίστολα τον έκαμ’ ασημένια·
Πέντε παδιά τον βάπτισα, — κανέν να μην τον ζήσει!»
1.2. Ο θάνατος του Ζήδρου 

Πωλάκι πάγησ’ κι έκατσε στου Ζήδρου το κεφάλι·
Δεν ελαλούσε σαν πολί, σαν όλα τα πολάκια·
Μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπίνην λαλίτσαν·
«Ζήδρε μ' εσύ ‘σουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι
5 Εις κλεψίαν κι αρματολίκ’ κι εις όλα τα πρωτάτα.
Ήσουν και πρώτος έξαρχος σ' όλα τα μοναστήρια,
Όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια έχουν,
Να τα ξεύρεις, να μαζώνεις, ποτέ να μην ποθάνεις.»
«Σαράντα χρόνια έκαμα αρματολός και κλέφτης,
10. Κι άλλα σαράντ’ αν έκαμα, πάλ’ ήθελ’ αποθάνω·
Δεν κλαίω πως θε να χαθώ και θέλω ν’ αποθάνω·
Μόν’ κλαίω τον Φώτη μ’, που ‘ν’ μικρός κι από κλεψίαν δεν ξεύρει.
Γέροντες θέλουν φίλευμα κι αγάδες θέλουν άσπρα.
Και τα πρωτοπαλίκαρα, λουφέν να τ’ αρτηρήσει.
1.3. Του Φώτη, υιού του Ζήδρου 

Λαλούν τ’ αηδόνια στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Λαλεί κι ένα καλόν πουλί στου Φώτη το κιβούρι.
«Δεν το ‘πε ο Σύρος μιαν φοράν, δεν το ‘πε τρεις και πέντε·
Φώτη μου μη στολίζεσαι, μη βάλεις τόσ' ασήμια,
5 Χαμήλωσε το πόσι σου και σκέπασε τ' ασήμια,
Τι σε τα βλέπ’ Αρβανιτιά και στρίφτει μαύρα δόντια.»
Ουδέ τ’ ασήμια μ' έφαγαν, ουδέ η περηφάνεια·
Μόν’ μ’ έφαγαν οι γέροντες, γέροντες Λειβαδίται.
Τους είχα άσπρα δανεικά, σακούλας εβδομήντα,
10 Κι όσο ‘μουν κλέφτης στα βουνά, με λεν πως με τα δίνουν,
Σαν ‘κβήκα και προσκύνησα μέσα στην Ελασσόνα,
‘πό δυο 'πό δυο κοβέντιασαν, 'πό δυο το κοβεντιάζουν·
Τον Φώτη να βαρέσομεν, τον Φώτην το Ζηδρούλι.»
Γράφουν γράμμα και προβοδούν μέσα στην Ελασσόνα·
15 Σ' εσέν' Αχμέτ μπελουκπασή, σ' όλα τα παλικάρια.
Ψωμί κι αλάτι φάγαμεν και πάλι θε να φάμεν·
Τον Φώτη να βαρήσητε, τον Φώτη το Ζηδρούλι,
Θα μας χαλάσει τα χωριά κι όλο το βιλαέτι.»
1.4. Του Λάζου 

Τρεις περδικούλε κάθοντο εις την Μηλεάν επάνω·
Είχαν τα ονύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα.
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν·
«Θεέ μου τι να γίνηκεν ο έξαρχος ο Λάζος;
5 Που ‘ταν στον κόσμον ξακουστός, στον κόσμον ξακουσμένος.
Λάζε μου τι δεν φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι;
Να περπατείς αρματολός στο μαύρον καβαλάρης·
Να λάμπουν τα τζαπράζια σου, τα φλωροκαπνισμένα,
Δώδεκ' αράδες τα κόμβια στα ρούχινα γελέκια,
10 Ν’ έχεις και εις το σπαθάκι σου χούφταν μαλαγματένιαν,
Να κρούει ο ήλιος την αυγήν, να κρούει το μεσημέρι.
1.5. Του Νικοτσάρα 

«Περνά το Νίκο, περνά το αυτό το μονοπάτι,
Δεύτερον πλιο δεν το περνάς, δεύτερον δε διαβαίνεις.»
«Πού ξέρεις συ πουλάκι μου και με το λες εμένα;»
«Εχθές, προχθές επέρασα από το Βλαχοχώρι,
5 Κι άκουσα, πως κοβέντιασαν γέροντες Λειβαδίται·
Τον Νίκο να βαρήσομεν, τον Νίκο το Τσαρούλι,
Που ‘ναι λουλούδι στα βουνά και κυπαρίσσ’ στους κάμπους,
Είναι και μες στην θάλασσαν πύργος θεμελιωμένος.»
Κι ο Νίκος σαν το άκουσε, πολύ τον κακοφάνη·
10 Τον ψυχογιόν του φώναξε και τα παιδιά του λέγει·
Παιδιά μου, ζώστε τα σπαθιά και πάρτε τα τουφέκια,
Να πάγομεν να κάψομεν το έρημον Λιβάδι.»
Και κίνησαν και πήγαιναν έξ’ από το Λιβάδι·
Φωτιάν βάλουν στη χώραν των, κοτζαμπασήδες δένουν,
15 Και εις τα βουνά τους έβγαλαν, βαριά τους τυραννούσαν.
Ποιον θέλτε να βαρέσετε, τον Νίκον το Τσαρούλι;
Που ‘ν' ένα τριαντάφυλλο στον κόσμο ξακουσμένο;
1.6. Του παπά 

Ανάθεμα σε βρε παπά, παπά 'πό την Πουλιάναν,
Με την γραφήν που έστειλες την αποκριάν το βράδυ.
«Σ' εσένα Γιάννη Καραλή σ' όλα τα παλικάρια,
Πενήντα γρόσια κέρασμα και χωρίς τα μπαχτζήσια·
5 Τον Γιάννην να με φέρητε, τον Γιάννην τον γαμβρόν μου·
Σαν δεν θελήσει να έλθει, φέρτε του το κεφάλι.»
Κι εκίνησαν πέντε παιδιά κι ο ψυχογιός αντάμα.
Εύρον τον Γιάνν', οπ' έπινε μαζί με τα παιδιά του.
«Καλή σου μέρα Γιάννη μου.» — «Καλώς τα παλικάρια,
10 Ορίσατε μπρατίμοι μου να φάμεν και να πιόμε.»
«Ημείς για φάγ' δεν ήλθαμεν ουδέ για πιείν να πιώμεν.
Γιάννη σε κράζ' ο πενθερό, ν' έλθεις να ενταμωθόμεν.»
«Av είναι διά καλόν ν’ έλθω, να στολισθώ να έλθω,
Κι αν είναι διά κακόν ν’ έλθω, να έλθω καθώς είμαι.»
1.7. Του Τσελίου 

«Πολί μου πόθεν έρχεσαι και πού θα καταβαίνεις;»
«Από την Ρούμελ' έρχομαι, στην θάλασσα πηγαίνω·
Φέρω τα χαιρετήματα τον Τσέλιον Ρουμελιώτην,
Τα στέλλει η μανούλα του κι η δόλια αδελφή του.»
5 Πολί μ' Τσέλιος δεν είν' εδώ ουδέ και τα παιδιά του.
Τον έκλεισ' ο Βελή πασάς στην Λυγεριάν 'πό πάνω·
Τον έκλεισ' ο Βελή πασάς με τέσσαρας χιλιάδας.
Κι ο Τιλταβέζος φώναξεν από το μετερίζι·
«Έβγα Τσέλιε μ', προσκύνησε, προσκύνα τον βεζίρην.»
10 Τσέλιος τ' απελογήθηκεν από το μετερίζι·
«Όσο 'ν' ο Τσέλιος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει,
Πασάν 'χει Τσέλιος το σπαθί, βεζίρην το τουφέκι.»
Τραβά εκβάλλει το σπαθί και τα παιδιά φωνάζει·
«Γιουρούσ' παιδιά να κάμομεν εις τον Σμαΐλην Κιόην.»
15 Τραβούν εκβάλλουν τα σπαθιά επάνω στον Σμαΐλην
Και το κεφάλ' τον πήραν, στον Τσέλιον το πηγαίνουν.
Βελή πασάς σαν το ‘μαθε, πολύ τον ελυπήθη.
1.8. Του ανδρείου Γεωργάκη 

Πολλαί μανούλαι θλίβονται κι όλαι παρηγορούνται·
Του Γιώργ' η μάνα θλίβεται, παρηγοριάν δεν έχει·
Στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει,
Τα ριζοβούνια του Λουνού βλέπει σκοτιδιασμένα·
5 Μ’ είν' απ’ τα χιόνια τα πολλά είτ' από τον χειμώνα;
Μήτ' απ’ τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από τον χειμώνα,
Τον μαύρον Γεώργον έκλεισαν οι άπιστοι Λαλέοι·
Αυτοί δεν ήσαν λιγοστοί, ήσαν δύο τρεις χιλιάδες,
Κι ο Γεώργος ήτο μοναχός με δώδεκα νομάτους.
10 Δερβής Αράπης φώναξεν από το μετερίζι·
«Έβγα, Γεώργε, προσκύνησε και δώσε τ' άρματά σου»
«Εγώ ‘μαι Γεώργος του Γιανιά, του πρώτου καπετάνου,
Και θα βαστάξω πόλεμον με δώδεκα νομάτους.»
Μακροπανάγος φώναξεν απ’ υψηλήν ραχούλαν·
15 «Βάστα Γεώργε τον πόλεμον, βάστα και το τουφέκι,
Κι εγώ μεντάτι σ' έρχομαι με δυο με τρεις χιλιάδας.»
«Τι να βαστάξω θείε μου τρεις μέρας και τρεις νύχτας,
Δίχως ψωμί δίχως νερόν δίχως καμιά κυβέρναν;
Ποιος είν' άξιος και γρήγορος στα Τρίκορφα να πάγει;
20 Διά να πει την Γεώργαιναν, την νεοπανδρευμένην,
Να μην αλλάξει την λαμπράν, φλώρια να μη κρεμάσει;
Τον Γεώργον τον εσκότωσαν...
1.9. Τραγώδιον της Μονεμβασίας 

Διαβάτ' απ’ τη Μονεμβασιάν απ’ το Παλιοκαστρίτσι·
Εκεί να ιδείτε αίματα, εκεί να ιδείτε λέσια,
Που ‘κβήκ' ο Κεχαγιάμπεης μ' όλους τους Αρβανίτας.
Κι οι κλέφται όταν το ‘μαθαν, πολύ τους κακοφάνη·
5 Βάλλουσιν βίγλας και βιγλούν, βάλλουν και καραούλια.
Η κάτω βίγλα φώναξε το κάτω καραούλι·
Πιάστε τον τόπον δυνατά και ευθειάστε τα ταμπούρια.
Ο Κεχαγιάς μας πλάκωσε μ' όλους τους Αρβανίτας,
Πρώτη μπατάλια που ‘πεσε, την ρίχν' ο Κυριακούλης,
10 Βαρεί τον μπαϊρακτάραγα κι αυτόν τον σιλιτάρην.
Παίρνει μουλάρια, με φλωρί, μουλάρια με χρυσάφι.
«Πού ‘σαι καημένε Θόδωρε και συ Κολοκοτρώνη;
Που ξεπατώνεις την Τουρκιάν και τους παλαιούς αγάδας.
Τι λες σκυλί Κιαμίλμπεη και συ βρε Κιμουρτάτη;
15 Θα πιάσω σκλάβους μπέηδας και σκλάβους βεζιράδας,
Θα πιάσω τα ριτζάλια σου κι όλα σου τα χαρέμια.»
Πιάνουν χαρέμια, δεκοχτώ και μπέηδας δεκαπέντε.
1.10. Τραγώδιον του Βλαχωρίου 

Τρία πουλάκια ‘κάθοντο ψηλά στον Παλιοπύργον.
Το ‘να τηρά τ’ Απόχωρον και τ' άλλο τα γεφύρια,
Το τρίτον το καλύτερον μοιρολογεί και λέγει·
«Μας ήλθεν άνοιξις πικρή, το ραμαζάνι μαύρον,
5 Μας εγέλασαν oι Ρωμαιοί, Χρήστος και Μεγαπάνος,
Κι έφεραν την κλεφτουριάν από τα βιλαέτια.»
Ο Θοδωράκης φώναξε ‘π’ τον πλάτανον στην βρύσην·
Βάλτε φωτιάν στ’ Αλάμπεην στον έρημόν του κούλα.»
Κι Αλάμπεης σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη,
10 Το άτι του εγύρευε, στον Νούρκα δια να πάγει.
«Τι λες Νούρκα, να κάμομεν, τι λες Νούρκα, να γένει;
Αλάμπεης προσκύνησε στον καπετάν Γεωργάκην,
Έκβα και συ βρε Νούρκα μου, έβγα να προσκυνήσεις.»
Δεν είμαι κόρη, δια να εκβώ, διά να προσκυνήσω·
15 Γιουρούσι κάνω, διά να εκβώ.»
1.11. Ο θάνατος του Μάρκου Βώσαρη 

Τρία πουλάκια ‘κάθουντο πέρα στα λιβαδάκια·
Από βραδύ μοιρολογούν και την αυγή φωνάζουν·
«Παιδιά μου, Σκόνδρας πλάκωσε με δύναμιν μεγάλην,
Φέρει τον Ζέλατην πέην, φέρει τον Νιαγιάφα,
5 Τον Νικοθέα το σκυλί τον χριστιανομάχον.»
Αυτός δε πέμπει γράμματα προς τους καπιτανέους·
Τώρα να προσκυνήσετε, διά να σας συμπαθήσω!
Θέλω τον Μάρκο Βώσαρην δεμένον να τον φέρτε,
Διά να τον στείλω ζωντανόν στον βασιλέα στην πόλην.»
10 Ο Μάρκος, ότε τ' άκουσε, το μουστάκι του στρέφει,
Τον Λάμπρον Βέκκον ομιλεί, κρυφά τον συμβουλεύει·
«Λάμπρε, μάζευσε τα παιδιά, τα πρώτα παλικάρια,
Το βράδυ θε να φύγομεν, στο Καρπενήσ' να πάμεν.»
Στο Καρπενήσι πέζευσεν άνω στα λιβαδάκια,
15 Τα παλικάρι' ερμήνευε, στέκει και τα διατάσσει·
«Παιδιά, να πολεμήσομεν τον Σκόνδρα δεν μπορούμεν,
Μόνον ορμήν ας κάμομεν, κι ας είμεθα κι ολίγοι.»
Διακόσιοι εδιαλέχθηδαν με τα σπαθιά στο χέρι·
Πικρήν ορμή κατέφεραν στου Σκόνδρα το τζαδίρι·
20 Χιλίους διακοσίους έκοψαν χωρίς τους λαβωμένους.
Ένας Λατίνος το σκυλί το χέρ' είθε του πέσει!
Πικρόν τουφέκι έριψε στου Μάρκου το κεφάλι.
Ψιλήν φωνήν ανέδωκεν, όσον κι αν εδυνήθη·
«Πού ‘σαι, βρε Κώστα μ' αδελφέ; τον πόλεμον μη παύσεις.
25 Σουλιώται, μη με κλαύσετε, μη μαυροφορεθείτε·
Ότι με κλαίει όλ' η Ελλάς, με κλαίει όλον το γένος.
Γράψετε στην γυναίκα μου, την δυστυχή γυναίκα,
Οπού ‘ναι μέσα στην Φραγκιάν, Αγκώνα εις την πόλην,
Να μ’ έχει έννοιαν το παιδί, γράμματα να το μάθει.»
1.12. Τραγώδιον του Ανατολικού 

Πουλάκι αναστέναξε στον άγιον Νικόλα,
Και ‘μαράνθησαν τα κλαδιά, όλα τα περιβόλια,
Στους κάμπους όπου ακούσθη, μαράνθησαν τα χόρτα.
Τ' άκουσαν και δυο Έλληνες, δυο Ανατολικιώται.
5 «Τ’ έχεις, πουλάκι μου, και κλαίεις στον ήλιον και μαδιέσαι;»
Αντιπροχθές εδιάβαινον από το Καρπενήσι,
Ήκουσα να συνομιλούν στου Σκόνδρα το τζαδίρι,
Κι έλεγαν στο συμβούλιον το κάτω το χαμπέρι·
«Ο Μάρκος εσκοτώθηκεν, μα έσφαξε χιλίους.»
10 Ο Σκόνδρας όταν το ‘μαθε, πολύ του κακοφάνη,
Ευθύς το άτι ζήτησε, να το καβαλικεύσει.
«Άιντε να πάμ' ασκέρι μου στο έρημον Βραχώρι.»
Εκβήκαν και ξεπέζευσαν μες στης Γουριάς τον κάμπον,
Έστησαν τα τζαδίρια των, έδεσαν τ άλογά των,
15 Κι ήλθαν, δια να πολεμούν τους Ανατολικιώτας.
Σκοτώθη κι ένας μπιμπασής, ο πρώτος σερασκέρης·
Κι ο Σκόνδρας όταν το έμαθε, πολύ του κακοφάνη.
Τον Τζελαδιμπέην έκραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει,
Να δώσει λόγον στον Μωρέαν, στης Πάτρας το καστέλι,
20 Να εκβάλλουν τόπια τρομερά και βόμβας τρομασμένας,
Να πάρουν τ' Ανατόλικον κι αυτό το Μισολόγγιον.
Ομέρ πασάς εφώναξεν από τον Αϊ-Θανάση·
«Τι λες αυτού βρε Σκόνδρα μου και συ παλαιοχαλδούπη;
Εδώ δεν είν' το Βίδινι ουδέ το Σερασκέρι·
25 Εδώ το λέγουν Κάρελι, έχει καπετανέους,
Είν' ο Μακρής απ’ τον Ζυγόν κι ο Τσόγκας από πέρα,
Είναι κι ο Κώστας Βώσαρης ο αδελφός του Μάρκου·
Όταν εκβάλλουν το σπαθί, σηκώσουν το τουφέκι,
Πρόσθεν Τούρκος δεν φαίνεται.»
1.13. Τραγώδιον του Κολοκοτρώνη 

Παιδία Ελλήνων, τι καρτερείτε;
Τ’ άρματα πιάστε! ήλθ’ ο καιρός.
Στους ξένους τόπους ως πότ’ αργείτε;
Τρέξατ’, ελάτε, όλ’ ενωθείτε,
5 Και ο αγώνας είν’ ιερός.
Η μεν ελπίδα κι η σωτηρία
Είν’ το τουφέκι και το σπαθί!
Μ’ αυτά θα έλθ’ η ελευθερία,
Κι η ευνομία θα στηριχθεί.

10 Ο πόλεμός μας δεν ομοιάζει
Με βασιλέων δοξομανών.
Θεός και φύσις μας τον προστάζει
Το Ευαγγέλιον μας φωνάζει
Κατά βαρβάρων Αγαρηνών·
15 Νόμους και ήθη και την τιμήν μας,
Ζωήν και πίστιν και αρετήν
Μας τα άρπαξαν οι τύραννοί μας,
Οι αιμοβόροι! οι μισητοί!

Γραικοί γενναίοι! τα βλέμματά σας
20 Τι τα γυρνάτε προς τον Βοριά;
Εις την ομόπιστιν γειτονείαν σας
Αναισθησία δια τα δεινά σας·
Κοιμάτ’ ο θρόνος πολλά βαρέα.
Εκείν’ οι άσπλαχνοι Ινδιάρχες,
25 Που την Ευρώπην καταπατούν.
Όλους εμάγευσαν τους μονάρχες,
Και στα δεινά μας αναισθητούν.

Αν, όσοι χώραν στους θρόνους έχουν,
Ως λυσσασμένοι Τουρκομανείς
30 Το μισοφέγγαρον το συντρέχουν,
Μη φοβηθείτε ποσώς κανείς!
Η νίκη είναι στην θέλησίν μας!
Θε να συντρίψομεν τον ζυγόν,
Αν βάλομ’ όλοι την δύναμίν μας
35 Και την ομόνοιαν οδηγόν.

Γραικοί, σηκώτε! οι Τούρκοι σφάζουν,
Μας αλυσώνουν και μας πωλούν!
Λυσσούν, μουγκρίζουν, θάνατον βράζουν,
Ξεσχίζουν, καίουν, το παν ρημάζουν,
40 Στα αίματά μας παντού κυλούν!
Αδέλφια! όποιος μες στην καρδίαν του
Αισθάνεται αίμα Ελληνικόν,
Ας έλθ’, ας τρέξει με τ άρματά του,
Να χύσει αίμα Οσμανικόν!
45 Αίμα τυράννων των αφρισμένων,
Χριστιανομάχων των φονικών,
Θεού και νόμων αγριωμένων
Εχθρών, ασπόνδων και λυσσασμένων!
Αίμα θηρίων, αίμα Τούρκων
50 Χύσατ’, αδέλφια, εκδικηθείτε!
Εκδικηθείτε! ήλθ’ ο καιρός.
Εις την πατρίδα όλοι ενωθείτε,
Και ο αγών μας είν’ ιερός!
1.15. Τραγώδιον δια τον λοιμόν τον συμβάντα εις το 1814 εις Ραψάνην και Τύρναβον 

Όλαι αι χώραι μόλευσαν κι όλαι παρηγορούνται·
Η Ραψάνη κι ο Τύρναβος παρηγοριάν δεν έχουν.
Πέντε χιλιάδες πέθαναν κι ακόμη αποθνήσκουν,
Καημένη Ραψάνη.
5 Τρεις χιλιάδες στον Τύρναβον κι ακόμη αποθνήσκουν,
Καημένε Τούρναβε.
Κλαίουν μανούλαι διά παιδιά και τα παιδιά διά μάνας·
Κλαίει και μια οικοκυρά, η πρώτη γεροντίνα·
Την πέθαναν τρία παιδιά και τρία κοριτσάκια.
10 Εσείς κρυοβρυσίτσαι μου όλαι να ξεραθείτε·
Ποια θα έλθει, να πάρ' νερόν, ποια θα έλθει, να πλύνει;
Όλαι αι νύφαι πέθαναν κι όλα τα κοριτσάκια·
Αι ράχαι λέσια γέμισαν και τα κλαδιά ρωχίτσια.
1.21. Κλέφτικον τραγώδιον 

Σαββάτον μέρα πίναμεν την Κυριακ' όλην μέραν,
Και τη Δευτέραν το ταχύ εσώθη το κρασί μας.
Κι ο καπετάνος μ' έστειλε κρασί να πάγ’ να πάρω·
Εγώ ‘μουν ξένος κι ατζαμής, τους δρόμους δεν τους ξεύρω,
5 Πήρα στρατούλας ερήμας κι έρημα μονοπάτια·
Το μονοπάτι μ' έκβαλε σε ένα ‘ρημοκλησάκι.
Κι ήτον τα μνήματα πολλά, αδέλφια και ξαδέλφια·
Κι ένα μνήμ' ήτον ξέχωρα, ξεχωριστά 'πό τ’ άλλα·
Δεν τ’ είδα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι.
10 Κι ακούω το μνήμα και φθογγά, βαρύ αναστενάζει.
«Τι έχεις, μνήμα, και φθογγάς, βαρύ αναστενάζεις;
Μήνα το χώμα σε βαρεί κι η πέτρα σου η μεγάλη;»
«Μηδέ το χώμα με βαρεί κι η πέτρα μου μεγάλη·
Δεν ηύρες τόπον να διαβείς και στράταν να περάσεις;
15 Μόν’ ήλθες και με πάτησες επάνω στο κεφάλι.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νέος, δεν ήμουν παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα τη νύχτα με φεγγάρι;
Με δέκα σπιθαμάς σπαθί, με μιαν οργιάν τουφέκι;
Τάχα δεν επολέμησα σαν άξιον παλικάρι;
20 Τριάντα εχθρούς απέσφαξα εις εν ημερονύχτι,
Κι άλλους σαράντα λάβωσα στον πόλεμον επάνω·
Και το σπαθί τσακίσθηκεν, έγινε δυο κομμάτια·
Κι ένας εχθρός εχθρόσκυλος με τ' άτι με προφθάνει,
Το γιαταγάνι έκβαλε κι πάνω μου το σύρει,
25 Το γιαταγάνι επίασα με το δεξιόν μου χέρι·
Κι έκβαλε την πιστόλαν του κι πάνω μου αδειάζει,
Στο χώμα με εξάπλωσεν εδώ, που με κοιτάζεις.
Κλαύσε με φίλε, κλαύσε με!»

1.24. Ευφροσύνη 

Ηκούσατε, τι έγινε στα Ιωάννινα στην λίμνην;
Που έπνιξαν τας δέκα επτά και την κυράν Φροσύνην.
Αχ, Φροσύνη μ’, παινεμένη!
Τι κακόν ‘παθες, καημένη;
5 Άλλη καμιά δεν έβαλε ποτέ λαχούρι σάλι·
Μόν’ η Φροσύνη τ’ έβαλε κι επήγε στο χαμάμι.
Αχ, Φροσύνη, παινεμένη!
Μες στην λίμνην ξαπλωμένη!
Δεν σ’ έλεγα, Φροσύνη μου, μη βάλεις δακτυλίδι;
10 Τ’ ακούει ο Αλή πασάς, σε ρίπτει εις την λίμνην.
Αχ, Φροσύνη, και κυρά μου,
Έκαυσες τα ζωτικά μου!
Αν είστε Τούρκοι, αφήστε με! χίλια φλωριά σας δίδω,
Ν’ υπάγω στον Μουχτάρ πασάν, δυο λόγια να τον κρίνω.
15 Αχ, Φροσύνη, και κυρά μου, κτλ.
Σήκου, πασά, εγρήγορα και στον πάπαν να σώσεις
Διά να τον κάμεις τον ριτζάν, εμένα να γλιτώσεις.
Αχ, Φροσύνη, κτλ.
Εγώ καν πάγω στον πάπαν, ριτζάδες δεν περνάνε,
20 Το βλέπω, Φροσυνίτσα μου, τα ψάρια θα σε φάνε.
Αχ, Φροσύνη, κτλ.
Φροσύνη μου, σαν τ’ έξευρες δεν μ’ έστειλες χαμπάρι;
Να στείλω την κοζόκα μου κι άνθρωπον να σε πάρει·
Αχ , Φροσύνη, κτλ.
25 Χίλια καντάρια ζάχαριν θα ρίξω μες στην λίμνην,
Διά να γλυκάνει το νερόν, να πίει κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη, κτλ.
Φύσ’ αεράκι μου, Βορέα, φύσα κατά την λίμνην,
Χαιρέτα μου τας δέκα επτά και την κυράν Φροσύνην!
30 Αχ, Φροσύνη, κτλ.

2. Neugriechische Anthologie, 1844
ΕΘΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
α’. ΙΣΤΟΡΙΚΑ
2α.1. ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 

Πήραν την πόλιν, πήρα την! πήραν την Σαλονίκην!
Πήραν και την αγιάν Σοφιάν, το μέγα μοναστήρι,
Π’ είχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες·
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Σιμά να ‘βγουν τα άγια κι ο βασιλεάς του κόσμου,
Φωνή τους ήρθ’ εξ ουρανού, αγγέλων απ’ το στόμα·
«Αφήτ’ αυτήν την ψαλμωδιάν! να χαμηλώσουν τ’ άγια·
Και στείλτε λόγον στην Φραγκιάν, να έρθουν να τα πιάσουν,
Να πάρουν τον χρυσόν σταυρόν, και τ’ άγιον ευαγγέλιον,
Και την αγίαν τράπεζαν, να μη την αμολύνουν.»
Σαν τ’ άκουσεν η Δέσποινα, δακρύζουν οι εικόνες·
«Σώπα, κυρία Δέσποινα, μην κλαίεις, μη δακρύζεις·
Πάλε με χρόνους, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι.»
2α.2. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΔΙΑΚΟΥ 

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα·
Καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης;
«Ουδ' ο Καλύβας έρχεται, ουδ' ο Λεβεντογιάννης·
Ομέρ Βριόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη·
Ψηλή φωνήν εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει·
Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια.
Δώσ’ τους μπαρούτην περισσήν και βόλια με τες φούχτες.
Γλήγορα· και να πιάσομεν κάτω στην Αλαμάναν,
Καλά ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.
Επήραν τα αλαφρά σπαθιά και τα βαρεά τουφέκια,
Στην Αλαμάναν έφθασαν κι έπιασαν τα ταμπούρια·
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε·
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε.»
Εκείνοι εφοβήθηκαν κι εσκόρπισαν στους λόγγους,
Έμειν' ο Διάκος στην φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ νομάτους.
Σχίσθηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια.
Και το σπαθί του έσυρε και στην φωτιάν εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους κι εφτά μπουλουκπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασεν απάν’ από τη χούφταν,
Κι έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βριόνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα·
«Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστιν σου ν' αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τσαμί, την εκκλησιάν ν' αφήσεις;»
Κι εκείνος τ' απεκρίθηκε και με θυμόν του λέγει·
«Πάτε κι εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες, να χαθείτε!»
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ' απεθάνω,
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
Μόνον πέντ’ έξι ημερών ζωή να μου χαρίστε,
Όσο να φθάσει ο Οδυσσεύς κι ο Θανάσης Βάγιας».
Σαν τ’ άκουσ' ο Χαλίλμπεης, με δάκρυα φωνάζει·
«Χίλια πουγκιά σας δίνω 'γώ κι ακόμα πεντακόσια,
Τον Διάκον να χαλάσετε, τον φοβερόν τον κλέφτην,
Ότι θα σβήσει την Τουρκιάν και όλον το ντεβλέτι».
Το Διάκον τότ’ πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν·
Ολόρθον τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
Την πίστιν τους του ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες·
«Εμέν’ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη·
Ας είν' καλά ο Οδυσσεύς κι ο Καπετάν Νικήτας,
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά, κι όλο σας το ντεβλέτι».
2α.3. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗ 

Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλαν·
Στράτευμα φέρνουν περισσόν, πεζούρα και καβάλαν·
Σέρουν και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρον·
Έρχεται κι ο Τζαπανόγλους από το Βουκορέστι·
Έχει ανδρείον στράτευμα, όλο Γιανιτζαραίους·
Στα δόντια σέρουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ' ο Γιωργάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Πού είσθε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι;
Γλήγορα· ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια·
Πιάστε τον τόπον δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
Ότι Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει.»
Δίχως ψωμί, δίχως νερόν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες·
Βαρεά βαρούσαν τον εχθρόν, κάτω στο Κομπουλάκι·
Τούρκων κεφάλια έκοψαν κοντά τρεις χιλιάδες·
Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι·
«Αφήτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
«Γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Αϊ-Λιαν εβγείτε.»
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν, τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότε ο Φαρμάκης ζωντανός φώναξ’ από του Σέκου·
«Πού είσαι, Γεώργο μ' αδελφέ και πρώτε καπετάνε;
«Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάγει·
Ρίχνει τα τόπια σα βροχήν, τα βόλια σαν χαλάζι.»
Ο Γιώργης τότ’ είχε χαθεί και πλέον δεν τον είδαν.
2α.4. ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΟΤΖΑΡΗ 

Τρία πουλάκια κάθουνταν πέρα στα λιβαδάκια,
Από βραδύ μοιρολογούν και την αυγή φωνάζουν.
«Παιδιά μου, Σκόντρας πλάκωσε με δύναμιν μεγάλην·
Φέρει τον Τζαλαδίνμπεην, φέρει τον Νιαγιάφα,
Τον Νικοθέα το σκυλί τον χριστιανομάχον.»
Αυτός δε πέμπει γράμματα προς τους καπιτανέους·
Τώρα να προσκυνήσετε, για να σας συμπαθήσω,
Θέλω τον Μάρκον Βότζαρην δεμένον να τον φέρτε,
Διά να τον στείλω ζωντανόν στον βασιλεά στην πόλην.»
Ο Μάρκος ότε τ' άκουσε, το μούστακό του στρέφει,
Τον Λάμπρον Βέκκον ομιλεί, κρυφά τον συμβουλεύει·
«Λάμπρε μάζευσε τα παιδιά, τα πρώτα παλικάρια,
Το βράδυ θε να φύγομε, στο Καρπενήσ' να πάμε.»
Στο Καρπενήσι πέζευσεν άνω στα λιβαδάκια,
Τα παλικάρι' ερμήνευε, στέκει και τα διατάσσει·
«Παιδιά να πολεμήσομεν τον Σκόνδα δεν μπορούμεν·
Μόνον ορμήν ας κάμομεν, κι ας είμεθα κι ολίγοι.»
Διακόσιοι διαλέχθησαν με τα σπαθιά στο χέρι·
Πικρήν ορμή κατέφεραν στου Σκόνδα το τζαδίρι,
Χίλιους διακόσιους έκοψαν χωρίς τους λαβωμένους.
Ένας Λατίνος το σκυλί το χέρ' είθε του πέσει!
Πικρόν τουφέκι έριψεν στου Μάρκου το κεφάλι.
Ψιλήν φωνήν ανέδωκεν, όσον κι αν εδυνήθη·
«Πού ‘σαι βρε Κώστα μ' αδελφέ; Τον πόλεμον μη παύσεις.
Σουλιώται μη με κλαύσετε, μη μαυροφορεθείτε,
Ότι με κλαίει όλ' Ελλάς, κλαίει όλον το γένος.
Γράψετε στην γυναίκα μου, την δυστυχή γυναίκα,
Οπού ‘ναι μέσα στην Φραγκιάν, Αγκώνα εις την πόλην,
Να μ' έχει έννοιαν το παιδί, γράμματα να το μάθει.»
2α.5. ΤΟΥ ΤΣΑΜΑΔΟΥ 

Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πάω στο Μισολόγγι,
Να ιδώ, πώς παίζουν το σπαθί, πώς ρίχνουν το τουφέκι,
Πώς πολεμούν της Ρούμελης τ' ανίκητα ξεφτέρια.
Μ’ ένα πουλί χρυσόφτερο κελαηδιστά μου λέγει·
«Στάσου Γεωργάκη, κι αν διψάς τ' αραπικό το αίμα,
Είναι κι εδώ Αγαρηνοί να σφάξεις, όσους θέλεις.
Βλέπεις εκεί στα μακρινά τα τούρκικα καράβια;
Ο Χάρος στέκει πάνω τους και θα γενούνε στάχτη.»
«Πουλάκι μου, πώς έμαθες ετούτα, που μου λέγεις;»
«Εγώ πουλί σου φαίνομαι, αλλά πουλί δεν είμαι·
Εις το νησί, που αγνάντια είναι των Ναβαρίνων,
Εκεί την ύστερην πνοήν άφησα πολεμώντας.
Ο Τσαμαδός είμαι εγώ και ήλθα εις τον κόσμον·
Στους ουρανούς, που κάθομαι, καθάρια σας ξανοίγω,
Μα να σας διω από κοντά, είναι η επιθυμιά μου.»
«Και τι να διεις τώρα σ' ημάς στον δύστυχό μας τόπον;
Δεν έμαθες, τι γίνηκε και τ’ είναι στον Μωρέαν;»
«Γεωργάκη μου, μη χάνεσαι, μη θέλεις ν' απελπιέσαι.
Αν ο Μωριάς δεν πολεμά, καιρός πάλιν θα να έλθει,
Να πολεμήσουν σαν θεριά και τον εχθρόν να διώξουν.
Κόκαλα μαύρα θα σπαρθούν εμπρός στο Μισολόγγι
Και τα λιοντάρια του Σουλιού εκεί θε να χαρούνε.»
Και το πουλί επέταξεν, στους ουρανούς ανέβη.
Β’. ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.
2β.1. ΤΟΥ ΚΟΥΤΖΟΧΡΗΣΤΟΥ 

Εβούρκωσεν ο ουρανός, ο άνεμος μουγκρίζει,
Και τα λαγκάδια αντηχούν, οι πιστικοί θαυμάζουν,
Τι το κακό που γίνεται, και σκούζουν τα κοράκια.
Ο Κουτζοχρήστος πολεμάει με τον Ταχίρ αμπάζη·
Πέφτουν τουφέκια σαν βροχή, κουρσιούμια σαν χαλάζι,
Θερίζουν Τούρκικα κορμιά, κονιάρικα κουφάρια.
Κι ο Κουτζοχρήστος σαν αετός παντού τους τριγυρίζει,
Και σαν λιοντάρι φοβερό με το σπαθί στο χέρι,
Χωρίς τουφέκι να κρατεί, σαν πρόβατα τους σφάζει,
Και σαν λαγούς τους κυνηγάει· στα παλικάρια λέγει·
«Χτυπάτε τα σκυλοκορμιά και μη τους αψυχάτε,
Να μάθουν, με ποιον πολεμούν, με ποιον έχουν να κάμουν.
Χτυπάτε τ' άπιστα σκυλιά, να μη κρυφθεί ο ήλιος,
Να μη νυχτώσ' ο ουρανός και ευρούν τον γλιτωμόν τους.»
Κι οι Τούρκοι κράζουν αλλάχ αλλάχ! και φεύγουν τρομαγμένοι·
Αλλάχ, αλλάχ, μεντέτ αλλάχ, μεγάλο κιαμέτι.
2β.4. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ 

Ροβόλα κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι.
Βάλε τα χέρια σου κουπιά, τα στήθη σου τεμόνι
Και το λιγνόν σου το κορμί βάλε το σαν καράβι
Κι αν κάμ' ο Θιος κι η Παναγιά να πλέξεις να περάσεις,
Να πας προς τα λημέρια μας οπ’ έχομεν καβούλι
Που ψήσαμεν τα δυο τραγιά τον Φλώραν και τον Τόμπραν·
Κι αν σ' ερωτήσ' η συντροφιά τίποτε για εμένα,
Μην τους ειπείς πως χάθηκα, πως πέθαν’ ο καημένος,
Μονέ ειπέ πανδρεύθηκα στα έρημα τα ξένα,
Πήρα την πλάκαν πεθεράν, τη μαύρην γην γυναίκα,
Κι αυτά τα λιανολίθαρα όλα γυναικαδέλφια.
2β.5. Η ΒΟΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΑΤΟΣ 

Σάββατον μέραν πίναμεν, την Κυριάκ’ όλην μέραν,
Και τη Δευτέραν το ταχύ εσώθη το κρασί μας.
Ο καπετάνος μ' έστειλε κρασί να πάγ’ να πάρω.
Εγώ ‘μουν ξένος κι ατζαμής, τους δρόμους δεν τους ξεύρω,
Πήρα στρατούλας έρημας, κι έρημα μονοπάτια.
Το μονοπάτι μ' έκβαλε σ΄ ένα ρημοκλησάκι·
Κι ήτον τα μνήματα πολλά, αδέλφια και εξαδέλφια.
Κι ένα μνήμ’ ήτο ξέχωρα, ξεχωριστ’ από τ' άλλα.
Δεν τ’ είδα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι,
Κι ακούω το μνήμα και φθογγά, βαρύ αναστενάζει.
«Τι έχεις, μνήμα, και φθογγάς, βαρύ αναστενάζεις;
Μήνα το χώμα σε βαρεί, κι η πέτρα σου μεγάλη;»
«Μηδέ το χώμα με βαρεί, κι η πέτρα μου μεγάλη·
Δεν ηύρες τόπον να διαβείς και στράταν να περάσεις;
Μόν’ ήλθες και με πάτησες επάνω στο κεφάλι;
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νέος, δεν ήμουν παλικάρι,
Τάχα δεν επερπάτησα την νύκτα με φεγγάρι;
Με δέκα σπιθαμάς σπαθί, με μιαν οργιάν τουφέκι;
Τάχα δεν επολέμησα σαν άξιον παλικάρι;
Τριάντα εχθρούς απέσφαξα εις εν ημερονύκτι,
Κι άλλους σαράντα λάβωσα, στον πόλεμον επάνω.
Και το σπαθί τζακίσθηκεν, έγινε δυο κομμάτια,
Κι ένας εχθρός εχθρόσκυλος με τ' άτι με προφθάνει,
Το γιαταγάνι έκβαλε κι επάνω μου το σύρει,
Το γιαταγάνι έπιασα με το δεξιόν μου χέρι.
Κι έκβαλε την πιστόλα του, κι επάνω μου αδειάζει,
Στο χώμα με εξάπλωσεν εδώ, που με κοιτάζεις.
Κλαύσε με, φίλε, κλαύσε με!»
2β.6. ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν,
Το ποιο να ρίξει την βροχήν, το ποιο να ρίξει χιόνι.
O Κίσσαβος ρίπτει βροχήν κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Κίσσαβος και λέγει του Ολύμπου·
«Μη με μαλώνεις Όλυμπε βρε κλεφτοπατημένε!
Εγώ ‘μαι ένας Κίσσαβος στην Λάρσαν ξακουσμένος.
Με χαίρεται η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.»
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου·
«Βρε Κίσσαβε, βρε άσχημε, Κονιαροπατημένε,
Που σε πατεί η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ ‘μαι ο Γερόλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος·
Έχω εξήντα δυο κορφές, σαράντα μοναστήρια,
Πάσα ραχούλα κι εκκλησιά, πάσα κορφή και βρύση.
Έχω γιατάκια κλέφτικα, που ξεχειμάζουν κλέφτες,
Και όταν παίρν' η άνοιξις κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
Γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λημέρια σκλάβοι.
Έχω και τον χρυσόν αετόν, τον χρυσοπλουμισμένον·
Επάνω στην πέτραν κάθεται και με τον ήλιον λέγει·
Ήλιε μ' δεν κρούεις το ταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
Να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου·
Θέλω να πιάσω πέρδικες και άγρια περιστέρια.»
Γ’. ΠΛΑΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
2γ.1. Η ΩΡΑΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ 

Όσα καστριά κι αν είδα κι όσα λόγιασα,
Σαν της Ωραιάς το κάστρον, δεν ελόγιασα.
Σαράντα πύργους έχει, όλον μάλαγμα,
Κι άλλους σαράντα πέντε δια τον πόλεμον.
Τούρκος το πολεμάει χρόνους δώδεκα,
Δ’ εμπόρει να το πάρει τ’ Ωραιόκαστρον.
Ένας κακός Τουρκάκης, ένας Κόνιαρος,
Πάγει στον Βασιλέα, και τον προσκυνεί·
«Αφέντη Βασιλέα, τι ‘ν’ το τάγμα σου;»
«Χίλια φλωριά σε δίνω, κι άλογον καλόν,
Και δυο σπαθιά ‘σημένια διά τον πόλεμον.»
«Ουδέ τ’ άσπρα σου θέλω, ουδέ τα φλωριά,
Ουδέ και τ’ άλογόν σου, κι ουδέ τα σπαθιά·
Μόνην την κόρην θέλω, ‘π’ είναι στα γυαλιά.
«Ωσάν το κάστρον πάρεις, χάρισμα κι αυτή.»
Καλογεράκ’ εγίνη, ράσα φόρεσε,
Πάγει στην πόρταν, κλαίει, πέφτει, προσκυνεί·
«Άνοιξ’, άνοιξε, πόρτα, πόρτα, της Ωραιάς,
Πόρτα της μαυρομάτας, της βασίλισσας.»
«Συ ‘σαι ένας Τουρκάκης, ένας Κόνιαρος·
Φεύγα, και σε σκοτώνουν, φεύγα, σε κρεμνούν!»
«Μα τον σταυρόν, κυρά μου, μα την Παναγιάν,
Ουδέ Τουρκάκης είμαι, ουδέ Κόνιαρος·
Είμαι καλογεράκης απ’ ασκηταριόν.
Της πείνας αποθαίνω, και λυπήσου με.»
«Για! δώτε του ψωμάκι, κι άμε στο καλό.»
«Κυρά, στην εκκλησίαν να προσευχηθώ!
Άνοιξ’, άνοιξε, πόρτα, πόρτα της Ωραιάς,
Πόρτα της μαυρομάτας, της βασίλισσας.»
«Για! ρίξετε τους γάντσους, να τον πάρητε.»
«Τα ράσα μ’ είναι σάπια, και ξεσχίζονται.»
«Για! ρίξετε τον σάκον, να τον πάρητε.»
«Α μη, κυρά, τον σάκον, κι αντραλίζομαι.»
Η πόρτα μισανοίγει, γέμισ’ η αυλή·
Άλλοι στ’ άσπρα χυθήκαν, κι άλλοι στα φλωριά,
Κι αυτός μέσα στην κόρην, ‘π’ είναι στα γυαλιά.
Κι η κόρη, σαν τον είδε, ‘πεσε στον γιαλόν.
3. Anthologie neugriechischer Volkslieder, 1861
1861 Α’. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ.
3α.1. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως 

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα ‘πουράνια,
Σημαίνει κι η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
Mε τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος,
5 Να μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
Περιστερά κατέβηκεν από τα μέσ’ ουράνια·
Πάψετε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια!
Παπάδες, πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
Γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψει.
10 Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρθουνε τριά καράβια,
Το ‘να να πάρει το Σταυρό και τ’ άλλο το Βαγγέλιο,
Το τρίτο το καλύτερο την άγια Τράπεζά μας.
Μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν·
Η Δέσποινα εταράχτηκε κι εδάκρυσαν οι ‘κόνες.
15 «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και σεις ‘κόνες μην κλαίτε,
Πάλε με χρόνους, με καιρούς πάλε δικά σας είναι.»
3α.2. Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως 

Καλόγρια εμαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι,
Και μια φωνή, ψιλή φωνή απάνωθεν της λέγει·
«Πάψε γριά το μαγερειό κι η Πόλη θα τουρκέψει»
«Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν,
5 Τότε και ο Τούρκος θέλει μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει.»
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν,
Κι ο Αμιράς εισέβηκεν ατός του καβαλάρης.
3α.3. Το μοιρολόγι της Πάργας 

Τρία πουλιά απ’ την Πρέβεζα διαβήκαν εις την Πάργα·
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον Αϊ-Γιαννάκη,
Το τρίτο το κατάμαυρο, μοιριολογάει και λέει·
«Πάργα, Τουρκιά σ' επλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει·
5 Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει·
Βεζίρης δεν σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια·
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι.
Κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν νά ‘λθουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
10 Πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν κι εσένα.
«Πάρτε μανάδες τα παιδιά, παπάδες τους Αγίους·
Άστε λεβέντες τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια,
15 Και τ' αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας·
Τούρκους δεν επροσκήνυσαν· Τούρκοι μην τα πατήσουν!»
3α.4. Η μετανάστασις των Παργίων 

«Μαύρο πουλάκι πόρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη
Πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
Από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν·
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;»
5 «Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει,
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
Κι όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καημένοι·
Θ' αφήσουνε τα σπίτια τους, τον τάφο του γονιού τους,
Θ’ αφήσουν το προσκύνημα Τούρκοι να το πατήσουν.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ' άσπρα τους στήθια,
Μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
Παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνην την φωτιά, μαύρον καπνόν που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα ανδρειωμένων,
Που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη εκάψαν!
Εκεί 'ναι κόκαλα γονιού που το παιδί τα καίει
Να μην τα βρούνε Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν!
Ακούς το θρήνον τον πολύν οπού βογκούν τα δάση,
Και το δαρμό που γένεται, τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι π' αποχωρίζονται την δόλια την πατρίδα,
Φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα!»
3α.5. Η Δέσπω 

«Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; μήνα σε χαροκόπι;
«Ουδέ σε γάμο ρίχνονται κι ουδέ σε χαροκόπι·
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
5 Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
«Γεώργαινα, ρίξε τ’ άρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι,
Εδώ 'σαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
«Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η Δέσπ' αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε, δεν κάνει.»
10 Δαυλί στο χέριν άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει·
«Σκλάβες Τούρκων μη ζήσομε· παιδιά μου αγκαλιαστείτε!»
Χίλια φουσέκια ήταν εκεί κι αυτή φωτιά τους βάνει,
Και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Β. ΤΟΥ ΕΘΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
3β.1. Ο Ζίδρος 

Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζίδρου το κεφάλι·
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν τ' άλλα τα πουλάκια,
Μόν' ελαλούσε λυγερά μ' ανθρώπινη λαλίτσα·
«Ζίδρο μ' εσ' ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι,
5 Ήσουν και πρώτος Έπαρχος σ' όλα τα Μοναστήρια,
Τόσα βουνά επερπάτησες, ούδε κι αετός αν ήσουν,
Γιατί δεν ηύρες στα βουνά τ' αθάνατο βοτάνι,
Που στο σκοτάδι μυριανθεί και την ημέρα κλειέται,
Να φας και συ, βαριόμοιρε, ποτέ να μη πεθάνεις;»
10 «Τι λες πουλί, κακό πουλί, γιατί με καταριέσαι;
Σαράντα χρόνους έζησα Αρματολός και Κλέφτης,
Το Χάρο δε φοβήθηκα, το Χάρο δε φοβούμαι,
Κι άλλους σαράντα να ‘ζουνα, πάλ' είχα να πεθάνω,
Κι αν θα πεθάνω, βρε πουλί, δεν το ‘χω πως πεθαίνω,
15 Μόν' το 'χω σε παράπονο και σ' εντροπή μεγάλη,
Που θα το μάθουν τα σκυλιά, να παν στην Αλασσόνα
Να μου χαλάσουν τα χωριά, τα ‘ρημα βιλαέτια.
Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλικάρια.
Να μου γνοιασθούν το σπίτι μου, τη δόλια μου γυναίκα,
Να μου κοιτάζουν το παιδί, το μαύρο το Δημήτρη
Που ‘ναι μικρό κι ανήλικο και από Κλεφτιά δεν ξέρει».
3β.2. Ο Κόλιας 

Του Κόλια μάνα κάθεται σε μια ψηλή ραχούλα,
Και με τον ήλιον μάλωνε, με το λαμπρό φεγγάρι·
«Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
Μ’ είδες τον Κόλια πούπετα, τον Κόλια Βυτινιώτη;»
5 «Τον Κόλια τον επιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι Τούρκοι τον παν εμπρός και χίλιοι από πίσω
Και δυο χιλιάδες στο πλευρό κι ο Κόλιας μες στην μέση.
Ήταν χλωμός και κιτερνός σα μήλο μαραμένο.
Στ’ Αλή πασά τον πήγανε, στ’ Αλή πασά τον πάνε.
10 Κι από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέγει·
«Γεια σου, χαρά σ’, Αλή πασά.» —«Καλώς τονε τον Κόλια.»
Και του τζαούση μίλησε και του τζαούση λέγει·
«Ψήστε του Κόλια 'να καφέ κι ανάψτε του τη βέργα,
Και φέρτε του τον ταμπουρά να πει ένα τραγούδι,
15 Πόσους Τούρκους εσκότωσε, πόσους μπουλουκμπασήδες.»
Κι ο Κόλιας αποκρίθηκε, τ' Αλή πασά του λέγει·
«Χίλιους Τούρκους εσκότωσα κι οχτώ μπουλουκμπασήδες.
Ακόμα συ εγλίτωσες απ’ τα δικά μου χέρια;»
Και το σπαθί του άρπαξε, του κόβγει το κεφάλι.
3β.3. Ο θάνατος του Κέντρου 

Ο Κέντρος εσηκώθηκε μ' εξήντα παλικάρια.
«Ισάτε παλικάρια μου να πάμε στην Κατούνα,
Που ‘ναι ψητά, που ‘ναι βραστά, κριάρια σουβλισμένα,
Πόχει ο παπάς και λυγερή κρασί να μας κερνάει.»
5 Μπαίνουνε βράδυ στο χωριό και στου παπά κονεύουν.
«Γεια και χαρά ντελή παπά.» — «Καλώς τονε τον Κέντρο.»
«Παπά ψωμί, παπά φαγί, να φαν τα παλικάρια,
Και φέρε και την τζούπρα σου κρασί να μας κερνάει.»
«Εδώ ψωμί κι εδώ φαγί κι ας φαν τα παλικάρια,
10 Μα τζούπρα δεν έχ' ο παπάς κρασί να σας κερνάσει.»
«Τι λες μωρέ ντελή παπά; τον Κέντρο τονέ ξέρεις;
Φέρε την τζούπρα τη μικρή που ‘ναι δεκάξι χρόνων.»
Επήγε και την έφερε σα νύφη στολισμένη.
Έχει τα μάγουλα φωτιά, τα μάτια δεν τα σκώνει.
15 Κερνάει τον Κέντρο δύο φορές, τα παλικάρια μία,
Και το λεγένιν άπλωσε και τα φλωριά μαζώνει.
Της ρίχν' ο Κέντρος δυο φλωριά, τα παλικάρια του ένα,
Κι ένα πρωτοπαλίκαρο της ρίχνει δεκαπέντε.
Του Κέντρου εκακοφάνηκε και τ' άρματα τηράζει,
20 «Τι τα τηράζεις τ' άρματα, τα έρμα σου τζαπράζια;
Σα θέλεις πάρε το σπαθί και παίρνω το δικό μου,
Και πάμε να παλέψομε σε μαρμαρένιο αλώνι,
Εσύ δεξιά κι εγώ ζερβιά κι η τζούπρα μες στη μέση.»
Με τα σπαθιά τους βγαίνουνε και πάνε να παλέψουν,
25 Παίρνουν την κόρη του παπά σα νύφη στολισμένη,
Στη μέση τήνε βάνουνε σε μαρμαρένιο αλώνι·
Απ' το πουρνό επαλεύανε κι επήρ' ο ήλιος μέρα,
Και μπρος το γύρμα της μερός ο Κέντρος ελαβώθη,
Ο Κέντρος ελαβώθηκε στο πόδι και στο χέρι·
30 Ψιλή φωνήν εφώναξεν όσον κι αν εδυνότουν·
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλα μ' ασημένια
Και συ σπαθί μου νταμασκί σε τι χέρια θα πέσεις;»
3β.4. Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
Γυρίζει τότε ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου·
«Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, Κονιαροπατημένε·
Εγώ είμαι ο γέρος Όλυμπος στον κόσμον ξακουσμένος,
5 Έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
Πάσα βρυσή και φλάμπουρο, παντού κλαδί και κλέφτης,
Και στην ψηλήν μου κορυφήν αετός είν' καθισμένος
Και εις τα νύχια του κρατεί κεφάλι ανδρειωμένου·
Βολές, βολές το τζίμπαε, βολές και το ρωτάει·
19 Κεφάλι μου τι έκαμες κι είσαι κριματισμένο;
«Φάγε πουλί τα νιάτα μου, φάγε και την ανδρειά μου,
Να κάμεις πήχη το φτερό και πιθαμή το νύχι.
Στο Λούρο, στο Ξηρόμερο αρματολός εστάθην,
Στα Χάσια και στον Όλυμπο δώδεκα χρόνους κλέφτης·
15 Εξήντ' αγάδες σκότωσα κι έκαψα τα χωριά τους,
Kι όσους στον τόπον άφησα και Τούρκους κι Αρβανίτες,
Είναι πολλοί, πουλάκι μου και μετρημό δεν έχουν,
Πλην ήλθε η αράδα μου κι εμέ στον πόλεμο να πέσω!»
3β.5. Των Θερμοπυλών 

Σηκώνομαι μια χαραυγή μαύρος από τον ύπνο,
Παίρνω νερό και νίβομαι μανδίλι και σφουγγιούμαι
Ακουώ τα δένδρα και βροντούν και τες οξιές και τρίζουν,
Και τα λημέρια των κλεπτών και βαριαναστενάζουν.
5 Έκατσα και τες ρώτησα γλυκά σαν την μητέρα·
«Τι έχετ' οξιές, που θλίβεσθε, λημέρια που βογκάτε;»
Κι εκείνα τ' απεκρίθησαν βαριαναστεναγμένα·
«Εχάσαμε την κλεφτουριά και τον λεβέντη Κώστα,
Οπού ‘χε δώδεκ' αδελφούς και τριάντα δυο ξαδέλφια,
10 Που ‘φερνε σκλάβες παπαδιές με τες παπαδοπούλες,
Που ‘φερνε και τες μπέισσες μ' αυτές τες μπεϊοπούλες.»
3β.6. Η αιχμαλωσία 

«Τ’ έχεις, καρδιά, και μου πονείς, τ’ έχεις κι αναστενάζεις;
Καρδιά, δεν παίζεις, δεν γελάς, σαν που ‘σουν μαθημένη;»
Το τι καλό μου ‘ρθε ‘μπροστά, να παίξω, να γελάσω;
Ή που ‘ρθ’ η ώρα για σκλαβιά κι η ώρα για τα ξένα;
Χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
Χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα,
Κι εκεί, που ξεχωρίζονται, χορτάρι δεν φυτρώνει.
3β.7. Ελληνισμός και Τουρκισμός 

Φεγγαράκι μου λαμπρό,
Φέγγε και περπάτειγε,
Για να σ’ ερωτήσομε
Για τα δυο Γραικόπουλα,
5 Τα Γρεβενητόπουλα·
Χήρα Τούρκα δούλευαν,
Όλ’ ημέρα στο ζυγόν,
Το βραδύ στον κρεμασμό.
«Βρε παιδιά Γραικόπουλα,
10 Και Γρεβενητόπουλα,
Γένεστε Τουρκόπουλα,
Να χαρείτε την Τουρκιά,
Τ’ άλογα τα γλήγορα,
Τα σπαθιά τα δαμασκιά;»
15 «Βρε κυρά μου Τούρκισσα,
Κάλλιο γένε συ Ρωμιά,
Να χαρείς τη Λαμπριά,
Με τα κόκκινα τ’ αυγά·
Να χαρείς την εκκλησιά,
20 Τη χρυσή την Κοινωνιά.»
3β.8. Η τέχνη των Κλεφτών 

Εβγήκε ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
Κι εμάζωνε Κλεφτόπουλα, παιδιά και παλικάρια.
Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε τρεις χιλιάδες,
Κι ολημερίς τα δίδαχνε, κι ολημερίς τους λέγει·
5 Ακούστε, παλικάρια μου, κι εσείς, παιδιά δικά μου!
Κλέφτες δεν θέλω για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια,
Μόν’ θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι,
Να κάνουν χήρες κι ορφανά στων Τούρκωνε τα σπίτια,
Εδώ να κάνουν ξαγορά κι εκεί χωριά να καίνε.»
3β.9. Το παλικάρι 

«Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γένεις νοικοκύρης,
Για ν΄ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες
Χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν!»
«Μάνα μου ‘γώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,
5 Να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
Και να ‘μαι σκλάβος των Τούρκων, κοπέλι των σκυλιώνε!
Φέρε μου το βαριό σπαθί και τ΄ αλαφρό τουφέκι,
Να πεταχθώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
Να πάρω δίπλα τα βουνά, να περβατήσω λόγγους,
10 Να βρω λημέρια των Κλεφτών, γιατάκια Καπετάνων·
Να πάω να βρω τον Μάνταλο, να σμίξω τον Μπαστέκη,
Που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες,
Να μπω με δαύτους σύντροφος στα τουρκικά κεφάλια,
Με μια σπαθιά να κόφτω τρεις, με το τουφέκι πέντε,
15 Και με το γιαταγάνι μου, σαράντα και πενήντα.»
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους κρεμούς λαγκάδια με τες πάχνες!»
«Καλώς το τ΄ άξιο το παιδί και τ΄ άξιο παλληκάρι!»
Οι Τούρκοι τον αγνάντεψαν και παγανιά του στέλνουν
20 Πήγαν και τον καρτέρεσαν σ’ έν’ άγριο μονοπάτι
Κι εστοχαστήκαν τα σκυλιά πως ήταν σαν και δαύτους,
Σχοινιά ΄χαν να τον δέσουνε, σαν να ‘τανε κριάρι.
Μα κείνο τ΄ άξιο το παιδί, τ΄ άξιο παλληκάρι
Σα βγάζει το βαριό σπαθί και τζώκαμε γιουρούσι,
25 Σα θεριστής εφάνηκεν όταν θερίζει αστάχυα.
Μ΄ αντίς αστάχυα θέριζε τα τούρκικα κεφάλια.
Θερίζει Τούρκους δεκοχτώ κι ελάβωσε τριάντα.
Τους πήρε και τα πλιάτζικα κι εγίνη Καπετάνιος.
3β.10. Πώς εξυπνούν οι Κλέφται 

Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω και ραχούλα,
Βρίσκω κλαράκι φουντωτό και ριζιμνιό λιθάρι,
Κι εκεί γερνώ να κοιμηθώ, τα μάτια να σφαλίσω,
Κι ακουώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας πέρδικας αντάρα.
5 Ξυπνώ και την ψιλορωτώ και την ψιλορωτάγω·
«Το τ' έχεις περδικούλα μου και κλαις κι αναστενάζεις;»
«Με κυνηγάει ένας αητός τη μαύρη να με φάγει».
«Κάλλιο να φάει τα νύχια του, τα κλαδοπόδαρά του,
Παρά να φάει την πέρδικα, τέτοια γλυκοφωνούσα,
10 Που κελαηδεί κάθε πουρνό, το λέει και κάθε βράδυ,
Κράζει τα 'λάφια στη βοσκή, τ' αλούπια στο κυνήγι,
Ξυπνάει πουρνό τη λεβεντιά σύντας γλυκοκοιμάται!»
3β.11 Ο αδάμαστος Κλέφτης 

Κι αν τα Δερβένια ετούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες
Ο Στέριος είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει.
Όσο χιονίζουνε βουνά και λουλουδίζουν κάμποι,
Κι έχουν οι ράχες κρύα νερά, Τούρκους δεν προσκυνούμε!
5 Πάμε να λημεριάσομεν όπου φωλιάζουν λύκοι,
Σε κορφοβούνια, σε σπηλιές, σε ράχες και ραχούλες!
Σκλάβοι στες χώρες κατοικούν και Τούρκους προσκυνούνε.
Και 'μείς για χώραν έχομε ‘ρημιές κι άγρια λαγκάδια.
Παρά με Τούρκους, με θεριά καλύτερα να ζούμε!
3β.12. Του Κλέφτου 

Οι Κλέφτες επροσκύνησαν κι εγίνηκαν ραγιάδες·
Άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι άλλοι βοσκούνε γίδια.
Κι ένα μικρό Κλεφτόπουλο, της ερημιάς καμάρι,
Του λαγκαδιούνε σύντροφος δε θε να προσκυνήσει.
5 Tο πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε·
«Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
Δεν προσκυνώ τους Άρχοντες και τους Κοτζαμπασήδες.
Μόν’ καρτερώ την άνοιξη, να ‘ρτουν τα χιλιδόνια,
Να βγουν οι Βλάχες στα βουνά, να βγουν οι Βλαχοπούλες!»
3β.13. Προδοσία κατά Κλεφτών 

Κλέφτες γινήκαν μάζωξη και γίνηκαν μπουλούκι·
Φόρτωσαν γρόσια στ' άλογα κι όλο φλωρί στες μούλες,
Στη θάλασσα κατέβηκαν και σε καράβι μπαίνουν.
Καραβοκύρης μάργιολης μ' όλον τον ταϊφά του,
5 Σα δυο σαν τρεις κουβέντιαζαν κι εκρυφοκουβεντιάζαν.
«Βάλτε, παιδιά μου, τα κουπιά να βγούμε σε ζιαφέτι,
Και πάρτε να ψαρέψετε σ' εκειό το ξερονήσι.»
Σα δυο, σαν τρεις κουβέντιαζαν και εκρυφοκουβεντιάζαν.
10 Πήρε τους Κλέφτες κι άραξε σ' εκειό το ξερονήσι·
Τους άφησε χωρίς ψωμί, νωρίς κάνα μεντάτι.
Και στες σαράντα κι εμπροστά γυρίζει το καράβι.
Βρίσκει το Γιώργο ζωντανό, το Λια που ψυχομάχα,
Κι ένας τον άλλο τρώγουνταν και κόκαλα μασούσαν.
3β.14. Τα όπλα του Κλέφτου 

Τ' ανδρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιόνται,
Μόν' πρέπει τους στην Εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιόνται.
Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένον πύργον·
Η σκούρια να τρώει τ’ άρματα κι η γη τον αντρειωμένο.
3β.15. Ευχή Κλέφτου 

Να ‘ξερα και να κάτεχα τι μήνα θα πεθάνω,
Σε τ' εκκλησιά θα να θαφτώ, σε τ' άγιο Μοναστήρι,
Να ‘παιρνα τα πελέκια μου, να μπω σε περιβόλι,
Να βρω τ' αφράτο μάρμαρο, τ' ατίμητο λιθάρι,
5 Να βρω και πρωτομάστορα να τον παρακαλέσω·
«Μάστορα, πρωτομάστορα, φτιάσε μ' ωριό κιβούρι,
Να ‘ναι πλατύ για τ άρματα, μακρύ για το κοντάρι,
Και στη δεξιά μου τη μεριά να ‘χ’ ένα παραθύρι,
Να μπαινοβγαίνουν όμορφες, να ‘ρχονται μαυρομάτες,
10 Να λεν, ο Θιος σχωρέσ’ τονε το νιο που μας αγάπα!»
3β.16. Ο Παπάς Κλέφτης 

Ένας παπάς εβγήκε στην Ευρύπολιν,
Αρματολούς μαζώνει, Κλέφτες κυνηγά,
Και τον παπά γυρεύει το Γραμματικό.
«Πού ‘σαι, παπά μου Κλέφτη και Γραμματικέ;
5 Έλα να πολεμήσεις με τ’ αδέρφια σου,
Και με τους εδικούς σου, τα ξαδέρφια σου!
Σε κλαιν τα μονοπάτια που περπάταγες,
Σε κλαιν οι κρυοβρυσούλες με το κρύο νερό!»
3β.17 Ο λαβωμένος Κλέφτης 

Παιδιά μου μην σκανιάζεσθε και μην παραπονιέσθε.
Εγώ δεν έχω τίποτες λίγο ‘μαι λαβωμένος·
Πικρό είναι το λάβωμα, γλυκό είν’ το μολύβι.
Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω·
5 Πάρτε με, παλικάρια μου, λίγα κι ανδρεωμένα·
Για πάρτε με κι εβγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα·
Και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω.
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από τους Παπαδάδες,
Να πλύνω τη λαβωματιά που είμαι λαβωμένος·
10 Και πάρτε το μαχαίρι μου και τ’ ασημοχάντζαρό μου,
Και φκιάστε μου το μνήμα μου και φκιάστε το κιβούρι,
Να ‘ναι πλατύ, να ‘ναι μακρύ, να παίρνει δυο νομάτους,
Να στέκ’ ορθός να πολεμώ, να πέφτω να γιομίζω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
15 Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά της άνοιξης τ’ αηδόνια.
3β.18 Ο λαβωμένος Κλέφτης 

«Φάτε και πιέτε μπρε παιδιά και μην παραπονιέστε,
Τι εγώ δεν έχω τίποτε, μόν’ είμαι λαβωμένος.
Κακό που ‘ναι το λάβωμα, κακό που ‘ναι το βόλι.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω.
5 Βάλτε μ' εκεί στο κρύο νερό, στη ρίζα του πλατάνου,
Και φέρτε και γλυκό κρασί από τους Παπαδάδες,
Να πλύνω τες λαβωματιές, ν' αλλάξω τους γιαράδες
Κι αν αποθάνω βρε παιδιά, πέντ' έπηγαν για μένα,
Να δω να μη μ' αφήσετε στον έρημο τον τόπο·
10 Μόν’ πάρτε με και σύρτε με στο πρώτο σταυροδρόμι,
Όθε διαβαίνουν φίλοι μου, περνούνε παλικάρια,
Τα παλικάρια να πονούν κι οι φίλοι μου να κλαίγουν.
3β.19 Έτερον 

«Εγώ σας λέγω δεν μπορώ, και σεις μου λέτε· σήκου.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Και φέρτε μου γλυκό νερό να πιω, να ξεψυχήσω,
Και φέρτε μου τον ταμπουρά να ψιλοτραγουδήσω,
5 Να βγάλω το τραγούδι μου το παραπονεμένο.
Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένα,
Ματάκια μου μπερπιλωτά, στόμα μου ζαχαρένιο,
Και συ τζαμπά περήφανε που ‘σαι μακρός στες πλάτες,
Και θα σας φάγ' η μαυρή γη και το έρημο το χώμα.
10 Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά σε μια ραχούλα,
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας και φθιάστε μ' το κιβούρι
Και φθιάστε το μακρύ πλατύ για δυο, για τρεις νομάτους·
Να στέκ' ορθός να πολεμώ και δίπλα να γεμίσω·
Και στην δεξιά μου την μεριά αφήστε παραθύρι,
15 Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, να λεν το καλοκαίρι.»
3β.20 Ο θάνατος του Κλέφτου 

Σαράντα κλέφτες είμαστε, σαράντα χαραμήδες,
Κι εκάμαμ' όρκο στο σπαθί, τρεις όρκους στο τουφέκι,
Αν αρρωστήσ’ ο σύντροφος, όλοι να τον βοηθούμεν,
Ως το ‘θελεν η μοίρα του, το βαριοριζικό του.
5 Αρρώστησ' ο καλύτερος, ο πλούσιος κι αντρειωμένος,
Ένας τον άλλο κανονεί κι ένας τον άλλο λέγει·
«Σύντροφοι τι τον κάνουμε τον ξένον εις στα ξένα;»
Κι εκείνος αποκρίθηκε με τον καημό στα χείλη·
«Παιδιά στα χέρια πάρτε με και μες στην αγκαλιά σας,
10 Και με τα χέρια σκάψετε τη γη που θα με φάγει·
Φουχτιά χώμα και φίλημα, φουχτιά χώμα και δάκρυ·
Και ρίξτε με, τα πίστομα να μη σας διω που πάτε.
Κι αν δείτε τη μανούλα μου την πολυκαταρούσα,
Οπού με καταριούτανε τες τρεις φορές το χρόνο,
15 Η μια 'ταν του Βαγγελισμού, η άλλη του Βαγιώνε
Κι η τρίτ' η πλιο φαρμακερή με το Χριστός Ανέστη,
Μην πείτε πως απέθανα μήτε πως μ' εσκοτώσαν,
Μόνε πως επαντρεύθηκα πολύ μακριά στα ξένα.»
3β.21 Η ανδρεία ερωμένη 

Τώρα Μαγιά, τώρα δροσιά, τώρ' άνοιξη κι αηδόνια.
Βγήκαν οι Βλάχοι στα βουνά, βγήκαν τα παλικάρια·
Να βγει κι ο Δήμος βούλεται στης Κλεφτουριάς τη στράτα·
Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
5 Βάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,
Βάνει και τα σκαλόλουρα με το φιλί πλεμένα.
Κι η νια που τον αγάπουνε κι η νια που τονέ θέλει,
Κρατεί κερί και φέγγει του, ποτήρι και κερνά τον,
Κι όσα ποτήρια τον κερνά, τόσες φορές του λέγει·
10 «Πάρε μ', αφέντη, πάρε με κι εμένα όπου παγαίνεις,
Να μαγερεύω να δειπνάς, να στρώνω, να ξεστρώνω,
Να σε κερνάγω βασιλιά, ρήγα να σε κοιμίζω!»
«Κει που παγαίνω, λυγερή, κορίτσια δεν παγαίνουν,
Εκ' είναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε,
15 Πάνε λιοντάρια Αρματολοί και Κλέφτες αντρειωμένοι!»
«Πάρε μ', αφέντη, πάρε με κι εμένα όπου παγαίνεις·
Δω’ μου πιστόλα Αρματολού και Κλέφτου καριοφίλι,
Στο πλάγι σου να πολεμώ, στον ίσκιο σου ν’ αδειάζω!»
«Κει που παγαίνω λυγερή, κορίτζια δεν παγαίνουν,
20 Πάνε λεβέντες ξακουστοί που τα σπαθιά τραβούνε.»
Για ντύσε με στα τζάμικα, βάλε μ' αντρίκια ρούχα,
Δώ’ μου κι ένα γοργάλογο με σέλα χρυσωμένη,
Κι αν δεν τραβήξω σαν εσέ, στείλε με πάλε πίσω!»
«Κόρη, μην κλαις κι α βούλεσαι, σε παίρνω μετ' εμένα,
25 Κι ας περπατήσομε μαζί σε χιόνια και σε πάγους.»
3β.22. Η Κλεφτοπούλα 

Ποιος είδε ψάρι σε βουνό κι ελάφι σε λιμάνι;
Ποιος είδε τέτοια λυγερή, τέτοια πανώρια κόρη,
Να προπατεί, να γράφεται δώδεκα χρόνους κλέφτης;
Κανένας δεν την γνώριζε πως ήτανε κοράσι·
5 Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια πίσημην ημέραν
Βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι,
Κι από το σείσμα το πολύ κι από την λεβεντιά της
Εκόπη τ' ασημόκομπο κι εφάνη το βυζί της·
Κι άλλοι το λένε μάλαμα κι άλλοι το λεν ασήμι·
10 Μα ‘να μικρό κλεφτόπουλο την κόρην την γνωρίζει·
«Αυτό δεν είναι μάλαμα, εκειό δεν είν' ασήμι,
Μόν’ είν' της κόρης το βυζί που λάμπει σαν τον ήλιο.»
Κι οχ τα μαλλιά τον έπιασε και χάμου τόνε ρίχνει,
Και το σπαθί της έβγαλε και τον βαρεί στην πλάτη·
15 Και κείνος αναστέναξε μες από την καρδιά του·
«Πατέρας μου να το ‘ξερε κι η μαύρη μ' η μανούλα.»
«Για πες μου πού’ ν' η μάνα σου, για πες μου τον πατέρα.»
Η μάνα μ' οχ τα Γιάννινα κι ο κύρης μ' οχ την Άρτα,
Κι έχω μιαν αδερφή μικράν, παράμορφη στον κόσμο.»
20 Σαν τ' άκουσε, ταράχτηκε η λυγερή η κόρη
Κι από την γην τον σήκωσε, στην πλάτη της τον ρίχνει,
Και στο γιατρό τον πήγαινε για να τονε γιατρέψει·
«Γιατρέ που γιάτρεψες πολλούς νεκρούς κι αποθαμένους,
Γιάτρεψ' τον αδερφούλη μου, τα μάτια και το φως μου,
25 Που 'γώ γι’ αυτήνον έκαμα δώδεκα χρόνους κλέφτης.»
«Στου Χάρου τις λαβωματιές βοτάνι δεν χορτάει.»
Κι ευθύς τον λόγο που ‘σωσε, η μαύρ' αναστενάζει
Και την πιστόλα έβγαλε κι απάνω της αδειάζει.