Αρχαία ελληνική μυθολογία

Κύκλος του Ηρακλή

ΑΜΦΙΤΡΥΩΝΑΣ

Γάμος του Αμφιτρύωνα με την Αλκμήνη. Μικρογραφία από το χειρόγραφο του Raoul Lefèvre, «Recoeil des Histoires de Troyes», 1470



 

Καταγωγή

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20

Ο Αμφιτρύωνας ήταν γιος του βασιλιά της Τίρυνθας Αλκαίου και της Αστυμέδουσας. Από την πλευρά της μητέρας του ήταν εγγονός του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, ενώ από την πλευρά του πατέρα του του Περσέα και της Ανδρομέδας, συνεπώς δισέγγονος του Δία και της Δανάης. Η αδερφή του Αναξώ παντρεύτηκε τον θείο τους Ηλεκτρύωνα, βασιλιά των Μυκηνών. Ο Αμφιτρύωνας με τη σειρά του παντρεύτηκε την Αλκμήνη, την κόρη του Ηλεκτρύωνα και της Αναξώς, επομένως τη δική του ανεψιά. [Εικ. 1]

Αμφιτρύωνας και Ηλεκτρύωνας. Πόλεμος εναντίον των Ταφίων

Ο μύθος του Αμφιτρύωνα είναι μπλεγμένος με του Ηλεκτρύωνα –πατέρα της Αλκμήνης και θείου του– και με τα εννέα αδέλφια της. Πήρε μέρος στον πόλεμο που έκανε ο Ηλεκτρύωνας εναντίον των Τηλεβόων ή Ταφίων, κατοίκων της νήσου Τάφου στην ακτή της Ακαρνανίας. Η αιτία του πολέμου ήταν η εξής: Ο βασιλιάς των Ταφίων Πτερέλαος ήταν δισέγγονος του Μήστορα, αδελφού του Ηλεκτρύωνα. Αυτός ο παρανεψιός διεκδίκησε το βασίλειο των Μυκηνών εγείροντας κληρονομικά δικαιώματα επ’ αυτού και έστειλε τα έξι παιδιά του επικεφαλής των στρατευμάτων τους να λεηλατήσουν τη χώρα των Μυκηνών και να αρπάξουν τα κοπάδια του Ηλεκτρύωνα. Στις μάχες σκοτώθηκαν τα παιδιά των δύο αντιπάλων εκτός από τον Λικύμνιο, γιο του Ηλεκτρύωνα, και τον Ευήρη, γιο του Πτερέλαου, που είχε μείνει στο λιμάνι να φυλάει τα πλοία. Οι υπόλοιποι Τάφιοι, διαφεύγοντας, άρπαξαν και τα κοπάδια του Ηλεκτρύωνα, και τα φόρτωσαν στα πλοία τους. Στη διαδρομή άραξαν για λίγο στην Ηλεία και εμπιστεύτηκαν τα γελάδια στον βασιλιά της Ήλιδας Πολύξενο. Ο Αμφιτρύωνας όμως τα εξαγόρασε και τα έφερε πίσω στις Μυκήνες. Για να εκδικηθεί τον θάνατο των παιδιών του, ο Ηλεκτρύωνας ανέλαβε εκστρατεία εναντίον του Πτερέλαου και για να μη μείνει ακέφαλο το βασίλειο, το εμπιστεύτηκε στον ανεψιό του Αμφιτρύωνα, όπως και την κόρη του Αλκμήνη, ορκίζοντάς τον να σεβαστεί την παρθενία της μέχρι την επιστροφή του. Πριν φύγει για την εκστρατεία ο Ηλεκτρύωνας, ο Αμφιτρύωνας θέλησε να του παραδώσει τα γελάδια που του είχαν κλέψει οι Τάφιοι και τα είχε εξαγοράσει από τον Πολύξενο. Και λέγεται ότι ο Ηλεκτρύωνας πέθανε είτε γιατί διαφώνησε με τον Αμφιτρύωνα σε κάτι κι εκείνος, ο ανεψιός σκότωσε τον θείο, είτε επειδή θύμωσε για κάποια αιτία —εκείνος το γενναίο πατέρα της σκότωσε /αφού τον νίκησε στη δύναμη, για κάποια βόδια θυμωμένος [1] — είτε από ατύχημα και κατά λάθος, και μάλιστα για τα γελάδια που είχε εξαγοράσει για χάρη του θείου του. Συγκεκριμένα, ένα από τα γελάδια αφηνίασε ή ξέκοψε από το κοπάδι, και ο Αμφιτρύωνας το χτύπησε πετώντας κατά πάνω του το μπαστούνι του που κρατούσε στα χέρια· αλλά αυτό αναπήδησε στα κέρατα του ζώου, γύρισε πίσω, χτύπησε τον Ηλεκτρύωνα στο κεφάλι και τον σκότωσε. Ο Σθένελος, αδελφός του Ηλεκτρύωνα, πατέρας του Ευρυσθέα και βασιλιάς του Άργους, επωφελούμενος από το ατύχημα, και με την πρόφαση ότι οι υπόλοιποι Περσείδες, οι συγγενείς του, θα αλληλοεξοντώνονταν στην πάλη τους για την εξουσία, εξόρισε από όλη την Αργολίδα τον φονιά Αμφιτρύωνα και τους δικούς του και περιόρισε τη δύναμη των Πελοπιδών συγγενών της γυναίκας του Νικίππης παραχωρώντας στους αδελφούς της Ατρέα και Θυέστη την εξουσία της μικρής πόλης Μιδέας (από το όνομα της παλλακίδας του Ηλεκτρύωνα, μητέρας του Λικύμνιου, του ετεροθαλή αδελφού της Αλκμήνης). Ο ίδιος ανέλαβε την εξουσία των Μυκηνών και της Τίρυνθας [2]. Αλλά και ο ίδιος ο Αμφιτρύωνας καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να μείνει στον τόπο, καθώς το εθιμικό δίκαιο όριζε την εξορία του φονιά μέχρι να βρεθεί άνθρωπος και τόπος που θα τον δεχόταν για να τον καθάρουν από το μίασμα του φόνου. Με την Αλκμήνη και τον Λικύμνιο κατέφυγαν στη Θήβα, όπου εξαγνίστηκε για τον φόνο του θείου του από τον Κρέοντα και τέλεσε τους γάμους της αδελφής του Περιμήδης με τον Λικύμνιο, τον μόνο αρσενικό απόγονο του Ηλεκτρύωνα από μια παλλακίδα. Όταν η Αλκμήνη τού είπε ότι θα τον παντρευόταν με τον όρο να πάρει πρώτα εκδίκηση για τον θάνατο των αδελφών της —εξάλλου αυτό είχε ζητήσει και ο Ηλεκτρύωνας— εκείνος της υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει εκστρατεία εναντίον των Τηλεβόων και ζήτησε τη συνδρομή του Κρέοντα. Ο Θηβαίος βασιλιάς αποδέχθηκε το αίτημα, έβαλε όμως όρο να απαλλάξει πρώτα ο φιλοξενούμενός του την Καδμεία από την άγρια αλεπού της Τευμησσού που κατασπάραζε κάθε μήνα ένα παιδί που της έριχναν οι Θηβαίοι· σε αντίθετη περίπτωση, η αλεπού ρήμαζε την πόλη και τη γύρω περιοχή. Ο Αμφιτρύωνας προσπάθησε να την αντιμετωπίσει, ήταν όμως γραμμένο για εκείνη να μην τη νικά κανείς· δεν ήταν, λοιπόν, θέμα δύναμης η εξόντωσή της αλλά σκέψης. Έτσι, ο Αμφιτρύωνας αναχώρησε για την Αθήνα, στον Κέφαλο, τον γιο του Δηιονέα, και τον έπεισε, με αντάλλαγμα ένα μέρος από τα λάφυρα που θα κέρδιζε από τη νίκη έναντι των Τηλεβόων, να πάρει μέρος στο κυνήγι με τον σκύλο του, που δικό του γραφτό ήταν να πιάνει ό,τι κυνηγούσε. Επρόκειτο για το σκυλί που ο Δίας είχε χαρίσει στην Ευρώπη για τον γάμο τους (μαζί με τον Τάλο και μια φαρέτρα με βέλη που δεν αστοχούσαν), εκείνη τον έδωσε με τη σειρά της στον γιο της Μίνωα κι εκείνος τον χάρισε στην Αθηναία Πρόκριδα, τη γυναίκα του Κέφαλου, γιατί τον απάλλαξε από ασθένεια που δεν του επέτρεπε να ενωθεί με γυναίκα και να κάνει παιδιά. Όταν η Πρόκριδα έφυγε από το νησί πήρε μαζί της και τον σκύλο και τον έφερε στην Αθήνα. Και στο κυνήγι της αλεπούς, καθώς ο σκύλος την καταδίωκε, χωρίς να μπορεί να την πιάσει, ο Δίας μεταμόρφωσε και τα δυο ξεχωριστά πλάσματα σε πέτρινα αγάλματα. Ύστερα από αυτό, ο Αμφιτρύωνας, με συμμάχους τον Κέφαλο από τον Θορικό της Αττικής, τον Πανοπέα από τη Φωκίδα, τον γιο του Περσέα Έλειο από το Έλος του Άργους, τον Κρέοντα από τη Θήβα, πολιορκούσε τα νησιά των Ταφίων. Όσο όμως ζούσε ο Πτερέλαος με τη χρυσή τρίχα που τον έκαμνε αθάνατο, δεν μπορούσε να κυριευθεί το νησί. Αυτό έγινε μόνο όταν η κόρη του Κομαιθώ ερωτεύτηκε τον Αμφιτρύωνα και για χάρη του έκοψε από το κεφάλι του πατέρα της τη χρυσή του τρίχα: ο Πτερέλαος πέθανε και όλα τα νησιά πέρασαν στην κατοχή του Αμφιτρύωνα. Ύστερα σκότωσε την Κομαιθώ γιατί πρόδωσε τον πατέρα της, παρόλο που ο ίδιος την είχε πείσει με λόγια ερωτικά να τον βοηθήσει. Έπειτα, σήκωσε πανιά για τη Θήβα φορτωμένος λάφυρα, γυναίκες και αντικείμενα, ανάμεσά τους την ασπίδα του Πτερέλαου και έναν τρίποδα που αφιέρωσε στο ιερό Ισμήνιο στη Θήβα, ευχαριστήριο ανάθημα για τη νίκη που του χάρισε ο θεός. Και παραχώρησε τα νησιά στον Έλειο και τον Κέφαλο που ήταν φυγάς και δεν μπορούσε να γυρίσει στην Αθήνα. Και εκείνοι ίδρυσαν πόλεις με το όνομά τους και εγκαταστάθηκαν εκεί.

Ο γάμος με την Αλκμήνη και η σύλληψη του Ηρακλή

Η εκστρατεία στο νησί των Ταφίων απομάκρυνε τον επίδοξο σύζυγο από την Αλκμήνη και επέτρεψε, με τρόπο αληθοφανή για τη σύνθεση και την εξέλιξη του μύθου, την ένωση της κόρης με τον Δία στο όμορφο σπίτιδεσμός του νεαρού ζευγαριού. Την είχε δει, του άρεσε και τη διάλεξε, αυτήν από όλες τις θνητές ερωμένες του, να του γεννήσει τον πιο σπουδαίο από τους γιους του, τον Ηρακλή. Προτού λοιπόν γυρίσει ο Αμφιτρύωνας στη Θήβα από την εκστρατεία, και επειδή η Αλκμήνη ήθελε να μείνει πιστή σε αυτόν, ο Δίας ήλθε μέσα στη νύχτα παίρνοντας τη μορφή εκείνου όπως θα ήταν γυρνώντας από έναν πόλεμο, περιβεβλημένος όμως από σταγόνες χρυσής βροχής και κρατώντας στα χέρια του δώρα, ένα περιδέραιο και ένα χρυσό κύπελλο, το καρχήσιο. Η κόρη τού ζήτησε να της διηγηθεί τις περιπέτειές του στη χώρα των Ταφίων, το πώς εκδικήθηκε τον θάνατο των αδελφών της, το πώς οι στρατιώτες ξεχώρισαν από τα λάφυρα το χρυσό κύπελλο, δώρο του Ποσειδώνα στον Τηλεβόα και εκείνου στον Πτερέλαο, μέχρι που έφτασε στα χέρια του ως δώρο τιμητικό. Ύστερα από παράκληση-αίτημα του Δία, η νύχτα της ένωσής του με την κόρη κράτησε όσο τρεις, καθώς ο ήλιος δεν ανέβαινε στον ουρανό. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής έχει τα επίθετα τριέσπερος και τρισέληνος. [Εικ. 2, 3, 4, 5, 6]

Την ίδια νύχτα επέστρεψε και ο Αμφιτρύωνας, όμως καθώς δεν είδε τη γυναίκα του διαχυτική απέναντί του, δυσαρεστήθηκε μαζί της και ζήτησε να μάθει τον λόγο. Όμως κι εκείνη παραξενεύτηκε με την απορία του άνδρα της, του μίλησε για τη νύχτα που πλάγιασαν μαζί και για τα δώρα του που ο Αμφιτρύωνας υποστήριζε ότι τα είχε ακόμη μέσα στα κιβώτιά του. Όταν δεν τα βρήκε, απόρησε και ζήτησε από τον μάντη Τειρεσία να λύσει το μυστήριο, εκείνος αποκάλυψε την αλήθεια Ο Αμφιτρύωνας θέλησε να τιμωρήσει τη γυναίκα του καίγοντάς την στην πυρά. Όμως ο Δίας έστειλε δυνατή βροχή και η φλόγα έσβησε. Η ολοφάνερη θεϊκή παρέμβαση ανάγκασε τον Αμφιτρύωνα να συγχωρήσει τη γυναίκα του. [Εικ. 7, 8, 9, 10] Έτσι, χωρίς άλλες τριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, γεννήθηκαν μετά από εννέα μήνες δύο παιδιά, το ένα του Δία και τον κατά μία νύχτα νεότερο Ιφικλή, γιο του Αμφιτρύωνα. [Εικ. 11, 12, 13, 14, 15, 16]

Ο Αμφιτρύωνας πατέρας

Τα δύο αδέλφια, ο Ηρακλής και ο Ιφικλής, μωρά είχαν για κούνια τους την ασπίδα του Πτερέλαου, το λάφυρο του Αμφιτρύωνα από τους Ταφίους. Όταν τα παιδιά έγιναν οκτώ μηνών, η Ήρα, θυμωμένη ακόμη με τη γέννηση του Ηρακλή, έστειλε νύχτα στην κούνια τους δύο τεράστια φίδια. Θαυματουργή ήταν η είσοδός τους στο δωμάτιο από την πόρτα που άνοιξε μόνη της αλλά θαυματουργό ήταν και το φως με το οποίο λούστηκε ο χώρος χάρη στη θέληση του Δία και το οποίο έκανε τα δυο μικρά να ξυπνήσουν. Ο Ιφικλής τρόμαξε, η Αλκμήνη άκουσε τον θόρυβο και τα κλάματα και όρμησε μαζί με άλλες γυναίκες, όπου με δέος αντίκρισε τον μικρό Ηρακλή να κρατά γελαστός στα χέρια του τα δυο φίδια που τα είχε πνίξει. Οι φωνές της Αλκμήνης που καλούσαν σε βοήθεια, ξύπνησαν τον Αμφιτρύωνα και με τους ανθρώπους του παλατιού, ένοπλοι όλοι και με δάδες στα χέρια, έτρεξαν εκεί απ’ όπου ακούγονταν οι φωνές. Στα πόδια του θνητού του πατέρα πέταξε ο Ηρακλής τα πνιγμένα φίδια, ενώ η Αλκμήνη έσφιγγε επάνω της τον τρομαγμένο Ιφικλή. [Εικ. 17, 18, 19, 20] Ο Φερεκύδης πάλι παραδίδει ότι ο Αμφιτρύωνας, θέλοντας να μάθει ποιο από τα παιδιά ήταν δικό του, τοποθέτησε τα φίδια στο κρεβάτι, και καθώς ο Ιφικλής προσπάθησε να γλιτώσει, ενώ ο Ηρακλής τα αντιμετώπισε, κατάλαβε ότι δικός του γιος ήταν ο Ιφικλής. Πάντως, την άλλη μέρα ο Αμφιτρύωνας κάλεσε τον μάντη Τειρεσία για να του ερμηνεύσει το γεγονός και να του φανερώσει τη βούληση των θεών για το μέλλον του παιδιού.

Ο Αμφιτρύωνας δίδαξε στον Ηρακλή πώς να οδηγεί άρμα. Όταν ο ατίθασος αυτός γιος σκότωσε τον δάσκαλό του Λίνο για τις παρατηρήσεις που του έκαμνε πάνω στο μάθημα της μουσικής, έστω κι αν ο φόνος έγινε χωρίς πρόθεση και μόνο από την ασυγκράτητη δύναμη του νέου που πέταξε στο κεφάλι του δασκάλου του τη λύρα, και επειδή ο Αμφιτρύωνας φοβήθηκε μήπως ο Ηρακλής, πάλι εκτός εαυτού, κάνει κάτι παρόμοιο, τον έστειλε στους αγρούς να φροντίζει τα βόδια. Τότε ήταν που εκείνος σκότωσε το λιοντάρι του Κιθαιρώνα που αφάνιζε τα κοπάδια του Αμφιτρύωνα και του Θέσπιου.

Στην τραγωδία Ηρακλής μαινόμενος ο Ευριπίδης βάζει τον Αμφιτρύωνα να βοηθά τον Ηρακλή να συνέλθει από τη μανία στην οποία τον είχε εμβάλει η Ήρα και εξαιτίας της οποίας σκότωσε ανεπίγνωστα τα παιδιά που είχε από τη Μεγάρα. Τον βοηθά να επανέλθει σταδιακά, όπως έκανε ο Κάδμος με την Αγαύη στην τραγωδία Βάκχες του ίδιου ποιητή. Στο ερώτημα αν οι θεοί είναι δίκαιοι ο Αμφιτρύωνας, κλείνοντας τον σύντομο θρήνο αγανάκτησης που απευθύνει στον Δία (στ. 339-47δεσμός), λέει: Ή είσαι κάποιος άξεστος θεός ή δίκαιος δεν είσαι.

Θάνατος του Αμφιτρύωνα

Δύο παραδόσεις υπάρχουν για τον θάνατο του Αμφιτρύωνα. Η μία λέει ότι πέθανε πολεμώντας γενναία στο πλευρό του Ηρακλή, όταν ο (θετός) γιος του επιχειρούσε την αιφνιδιαστική κατάληψη της πόλης των Μινυών του Ορχομενού για χάρη των Θηβαίων. Κατά άλλους πέθανε λίγο αργότερα, μετά την επιτυχή εκστρατεία του γιου του εναντίον του βασιλιά της Εύβοιας Χαλκώδοντα, στην οποία συμμετείχε και ο ίδιος, και μετά τον φόνο των εγγονών του από τον ίδιο τους τον πατέρα.


Σχετικά λήμματα

ΑΛΚΑΙΟΣ ή ΑΛΚΕΥΣ, ΑΛΚΜΗΝΗδεσμός, ΑΤΡΕΑΣδεσμός, ΕΥΡΥΣΘΕΑΣ, ΗΛΕΚΤΡΥΩΝΑΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΘΥΕΣΤΗΣδεσμός, ΚΡΕΟΝΤΑΣδεσμός, ΠΕΛΟΠΑΣ, ΣΘΕΝΕΛΟΣ

 




1. Ησ., Ασπίς 11· πρβ. και 79 κ.ε.

2. Μετά τον θάνατο του Ευρυσθέα που διαδέχθηκε τον πατέρα του Σθένελο στον θρόνο, οι Πελοπίδες αύξησαν τη δύναμή τους και άπλωσαν την επιρροή τους στην Αργολίδα.