Ο Μόλορχος ήταν βοσκός που έμενε κοντά στη Νεμέα. Πηγαίνοντας ο Ηρακλής για να επιτελέσει τον πρώτο του άθλο —να κατανικήσει το λιοντάρι της Νεμέας— πέρασε από τις Κλεωνές (πάνω στον δρόμο από το Άργος για την Κόρινθο), όπου φιλοξενήθηκε από τον Μόλορχο, τον φτωχό χειρώνακτα. Και καθώς εκείνος ετοιμαζόταν να θυσιάσει ένα σφάγιο, το μοναδικό κριάρι και το μοναδικό αγαθό που είχε, ο Ηρακλής του είπε να το φυλάξει για τριάντα μέρες, και αν επιστρέψει σώος, να το θυσιάσει στον Δία σωτήρα, αν όμως πεθάνει, να το προσφέρει σε αυτόν τιμώντας τον ως νεκρό ήρωα. Επειδή όμως ο Ηρακλής εξάντλησε το χρονικό όριο των τριάντα ημερών, όταν επέστρεψε στις Κλεωνές, βρήκε τον Μόλορχο να ετοιμάζεται την τελευταία μέρα να θυσιάσει το σφάγιο προς τιμή του, νομίζοντάς τον πια για νεκρό. Μαζί θυσίασαν στον Δία σωτήρα και στη συνέχεια ο ήρωας μετέφερε το λιοντάρι στις Μυκήνες. Στη θέση που έγινε η θυσία του κριαριού από τον Μόλορχο, που πρώτος απέδωσε θεϊκές τιμές στον Ηρακλή, εκείνος καθιέρωσε αγώνες προς τιμή του Δία, τα Νέμεα, που τα ανανέωσαν αργότερα οι Επτά Αργείοι αρχηγοί που βάδισαν κατά των Θηβών.
Σχετικά λήμματα