Αρχαία ελληνική μυθολογία

Τρώες

ΑΣΙΟΣ




Με το όνομα αυτό σώζονται διάφοροι ήρωες, όλοι από την τρωική και παρατρωική ζώνη.

1. Γιος του Δύμαντα, που ζούσε στη Φρυγία, κοντά στον Σαγγάριο ποταμό, και της Ευθόης ή του βασιλιά Κισσέα και της Τηλέκλειας, αδελφός της Θεανώς και της Εκάβης, τη μορφή του οποίου πήρε ο Απόλλωνας για να μιλήσει στον Έκτορα:

Κι έμεν’ ο Έκτωρ στες Σκαιές με τα γοργά πουλάρια·
κι ερεύνα ο νους του αν θα στραφεί στην ταραχήν της μάχης
ή θα φωνάξει στον λαόν ν’ αποκλισθεί στο τείχος.
Και τούτο ενώ στοχάζονταν ήλθεν εμπρός του ο Φοίβος·
άνδρας εφάνη στην μορφήν καλός και ρωμαλέος,
ο Άσιος, οπού θείον του τον είχε απ’ την Εκάβην,
κι ήταν υιός του Δύμαντος, που πέρα εις της Φρυγίας
τα μέρ’ ήταν εγκάτοικος κει που ο Σαγγάριος ρέει.
Εκείνου επήρε την μορφήν και του ’πε τότε ο Φοίβος:
(Ιλ. Π. 712-720, μετ. Ι. Πολυλάς)

2. Τρωαδίτης ήρωας από την Αρίσβη,  πόλη της Τροίας, στον ποταμό Σελλήεντα, κοντά στην Άβυδο:

Όσ' ήλθαν από Πράκτιον, από Περκώτην άνδρες,
από Σηστόν, απ' Άβυδον και απ' την λαμπρήν Αρίσβην,
ο Υρτακίδης Άσιος τους διοικούσε ο μέγας.
Και αυτόν απ' τον Σελλήεντα, ποτάμι της Αρίσβης,
ίπποι μεγάλοι αστραφτεροί εφέραν τον ανδρείον.
(Ιλ. Β, 835-839, μετ. Ι. Πολυλάς)

ο Άσιος Υρτακίδης
ο ήρως, που απ' τον ποταμόν Σελλήεντα είχαν φέρει
ίπποι φλογώδεις υψηλοί μέσ' από την Αρίσβην
(Ιλ. Μ, 95-97, μετ. Ι. Πολυλάς)

Αυτός ο Άσιος ήταν γιος του Ύρτακου και πατέρας του Αδάμαντα. Σκοτώθηκε στον πόλεμο από τον Ιδομενέα στη μάχη κοντά στα πλοία των Δαναών, αφού πρώτα είχε συνειδητοποιήσει πως δεν επρόκειτο οι Τρώες να νικήσουν:

Και τότε βαθιά στέναξεν ο Άσιος Υρτακίδης,
κι εγόγγυξε κι εφώναξε κτυπώντας τα μεριά του:
«Και συ το ψέμ' αγάπησες, οϊμέ, πατέρα Δία·
εγώ δεν πίστευα ποτέ ν' αντισταθούν οι Αργείοι
στα χέρια μας τ' ανίκητα και στην σφοδρήν ορμήν μας.
Και ωσάν σφήκες ή μέλισσες με ζώσιν λυγισμένην
εις δρόμον κτίσαν πτερωτόν την θολωτήν οικίαν
και αν έλθουν άνδρες κυνηγοί δεν φεύγουν αλλά μένουν
και από τον βράχον πολεμούν να σώσουν τα παιδιά των,
όμοια και τούτοι μόνοι δυο [ο Πολυποίτης και ο Λεοντέας] τες πύλες δεν αφήνουν
και μένουν είτε θάνατον να δώσουν ή να λάβουν».
(Ιλ. Μ 162-172, μετ. Ι. Πολυλάς)

μοίρα σκοτεινή τον πήρε με την λόγχην / του υιού του Δευκαλίωνος μεγάλου Ιδομενέως, προαναγγέλλει ο ποιητής στο Μ της Ιλιάδας (στ. 116-117, μετ. Ι. Πολυλάς) και την περιγράφει με λεπτομέρειες στην επόμενη, όπως και του ηνιόχου του:

Κι εκείνου [του Οθρυονέα] ευθύς εκδικητής ο Άσιος πεζός ήλθε
και οπίσω από τους ώμους του ρουθούνιζαν οι ίπποι,
και τους κρατούσ' ο ηνίοχος· και ως οδηγούσ' εκείνος
να τον κτυπήσει επρόλαβεν ο Ιδομενεύς και κάτω
απ' το πηγούνι επέρασεν η λόγχη τον λαιμόν του.

 Ακολουθεί η συνηθισμένη παραμοίωση που χρησιμεύει στην εικονοποίηση της σκηνής:

Κι έπεσεν, όπως πέφτει δρυς, ή λεύκα, ή φουντωμένος
υψηλός πεύκος, πόκαψαν τέκτονες εις τα όρη
μ' αξίνες νεοτρόχιστες μ' αυτό να στήσουν πλοίον·
όμοια ξαπλώθη αυτός εμπρός εις το ζεμένο αμάξι
με βογγητό κι εφούκτωσε το αιματωμένο χώμα
και του ηνιόχου χάθηκαν τα λογικά και οπίσω
να στρέψει δεν ετόλμησε τους ίππους δια να φύγει
απ' τους εχθρούς· και ο δυνατός Αντίλοχος με λόγχην
στην μέσην τον περόνησε και του 'σπαστεν η άκρη
τον χάλκινόν του θώρακα κι εμπήχθη στην γαστέρα·
τους ίππους ο Αντίλοχος επήρε ο Νεστορίδης
μέσ' απ' τους Τρώας στον στρατόν των Αχαιών ανδρείων.

Φυσικά, ο θάνατος του ήρωα δεν έμεινε χωρίς ανταπόδοση:

Λυπήθη δια τον Άσιον κι εμπρός του Ιδομενέως
εστήθηκε ο Δηίφοβος και ακόντισε με λόγχην.
Τον μάτιασε και ξέφυγε το χαλκοφόρο ακόντι
ο Ιδομενεύς και κάτωθεν απ' την ασπίδα εκρύφθη
που από χαλκόν αστραφτερόν και δέρμα ταύρου εφόρει
στρογγυλωτήν με δυο λαβές καλά στερεωμένην·
και όλος μαζεύθη μέσα της, κι επάνω απ' την ασπίδα
που εβρόντησε ως την ξάκρισεν, επέταξεν η λόγχη.
Αλλ' απ' το χέρι το βαρύ δεν έφυγε χαμένη·
τον πολεμάρχον εύρηκεν Υψήνορα Ιππασίδην
εις το συκώτι κι έλυσεν ευθύς τα γόνατά του.
Καυχήθηκε ο Δηίφοβος κι εκραύγασε μεγάλως:
«Ο Άσιος ανεκδίκητος δεν κείται, αλλά στον Άδη,
τον πυλωρόν, τον άσπονδον ως κατεβαίνει τώρα,
θα χαίρεται που προβοδόν του έστειλε η ψυχή μου».
(Ιλ. Ν 384-415, μετ. Ι. Πολυλάς)

3. Άσιος λεγόταν και ο πατέρας του Φαίνοπα, με καταγωγή από την Άβυδο (Ιλ., Ρ 582-584).

4. Άσιος λεγόταν ένας φίλος του Αινεία, γιος του Ίμβρασσου (Βιργ., Αιν. 10.123).

5. Άσιος λεγόταν ο κατασκευαστής του παλλαδίου της Τροίας. Θεωρούνταν φιλόσοφος και μυσταγωγός, ιερέας. Προς τιμή του μετονομάστηκε η Ήπειρος σε Ασία:

Παλλάδιον: τοῦτο ἦν ζῴδιον μικρὸν ξύλινον, ὃ ἔλεγον εἶναι τετελεσμένον, φυλάττον τὴν βασιλείαν τῆς Τροίας: ἐδόθη δὲ Τρωὶ̈ τῷ βασιλεῖ κτίζοντι τὴν πόλιν ὑπὸ Ἀσίου τινὸς φιλοσόφου καὶ τελεστοῦ: διὸ δὴ εἰς τιμὴν Ἀσίου τὴν ὑπ' αὐτοῦ βασιλευομένην χώραν πρότερον Ἤπειρον λεγομένην Ἀσίαν ἐκάλεσεν. (Σουίδ. Παλλάδιον)

6. Βασιλιάς της Λυδίας, ίσως ο ίδιος με τον Ασίη ή Ασία, ή απόγονός του, γιος του Κότυ και της Μυιώς (Σχόλ. Ιλ. Β 461a-d)

Ηρώο κάποιου από όλους αυτούς που παραδίδονται με το όνομα Άσιος, ή σε κάποιον άλλον, άγνωστο, Ἀσίου τινὸς, είναι αφιερωμένο ηρώο σε περιοχή που ονομάζεται Λειμών νότια του όρους Τμώλος (Στράβων 14.1.45).

Σχετικά λήμματα

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣδεσμός, ΕΚΑΒΗδεσμός, ΕΚΤΟΡΑΣδεσμός, ΘΕΑΝΩ, ΚΙΣΣΕΑΣ, ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ, ΤΗΛΕΚΛΕΙΑ,