Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΠΑΛΙΚΟΙ

(γιοι)



Οι Παλικοί είναι δίδυμοι θεοί της Σικελίας. Μητέρα τους είναι η Ναϊάδα Νύμφη του όρους Αίτνα στη Σικελία Θάλεια, κόρη του Ήφαιστου, άγνωστο από ποια γυναίκα. Την ερωτεύτηκε ο Δίας που ενώθηκε μαζί της. Εκείνη, φοβούμενη την οργή της Ήρας, προσευχήθηκε και ζήτησε να την καταπιεί η γη και να κρυφτεί εκεί μέσα. Οι προσευχές της εισακούσθηκαν αλλά όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει, η γη άνοιξε και από εκεί ξεπετάχθηκαν δυο αγόρια που ονομάστηκαν Παλικοί, γιατί, αφού «πέθαναν», επέστρεψαν πάλιν στους ανθρώπους –διὰ τὸ ἀποθανόντας πάλιν εἰς ἀνθρώπους ἱκέσθαι (Στέφ. Β., Παλική). Ο Αισχύλος, στη χαμένη τραγωδία Αιτναίαι, Γυναίκες της Αίτνας, αφηγείται την ιστορία της Θάλειας.

Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, οι Παλικοί ήταν γιοι του Ήφαιστου από την Ωκεανίδα Αίτνα (Στέφ. Β., Παλική) ή του Δία και της Αίτνας: «Αἰσχύλος ἐν Αἴτναις γενεαλογεῖ Διὸς καὶ Θαλείας τῆς Ἡφαίστου, Σιληνὸς δὲ ἐν δευτέρῳ Αἴτνης τῆς Ὠκεανοῦ καὶ Ἡφαίστου…» (Στέφ. Βυζ., Παλική).

Όποιοι και να ήταν οι γονείς τους, οι δίδυμοι αυτοί θεοί λατρεύονταν με ιδιαίτερες τιμές σε τέμενος κοντά στη λίμνη Lago di Naftia κοντά στους Λεοντίνους: «Το τέμενος βρίσκεται σε πεδιάδα ταιριαστή για θεούς και είναι κατάλληλα στολισμένο με στοές και άλλα οικήματα.» (Διόδ. Σ. 11.89, μετ. ομάδα Κάκτου). Στην πεδιάδα και τη λίμνη παρατηρούνταν πολλά ηφαιστειογενή φαινόμεναδεσμός:

[…] δεν πρέπει να παραλείψουμε να μιλήσουμε για την παλαιότητα αλλά και την απίστευτη φύση του ιερού και, γενικά την ιδιαιτερότητα των ονομαζόμενων κρατήρων. Ο μύθος λέει πως τούτο το τέμενος ξεπερνάει τα άλλα σε αρχαιότητα και ιερότητα, καθώς παραδίδονται πολλά παράδοξα που συμβαίνουν σε αυτό. Πρώτα πρώτα υπάρχουν κρατήρες που δεν είναι καθόλου μεγάλοι σε μέγεθος, αλλά εκτινάσσουν εξαίσιες πηγές από αμύθητα βάθη, και η φύση τους είναι παραπλήσια με εκείνη των λεβήτων που θερμαίνονται υπερβολικά από ισχυρή φωτιά και εκτινάσσουν καυτό νερό. Το νερό λοιπόν που εκτινάσσεται δίνει την εντύπωση ότι είναι καυτό, ωστόσο αυτό δεν είναι απολύτως γνωστό, επειδή κανείς δεν τολμάει να το αγγίξει· η εκτίναξη των νερών προκαλεί τόσο μεγάλο δέος, ώστε θεωρείται πως το φαινόμενο οφείλεται σε κάποια θεϊκή δύναμη. Γιατί το νερό έχει έντονη οσμή θειαφιού, ενώ από το χάσμα βγαίνει δυνατή και τρομερή βοή. Πιο παράδοξο ακόμη είναι ότι το νερό ούτε ξεχειλίζει ούτε μειώνεται, αλλά έχει τέτοια κίνηση και ένταση στη ροή του που το σηκώνει σε θαυμαστό ύψος. (Διόδ. Σ. 11.89, μετ. ομάδα Κάκτου)

Πράγματι, ενώ θα περίμενε κανείς ότι από τον πίδακα του ζεστού νερού σε σχήμα θόλου θα πλημμύριζε η πεδιάδα, αυτό ξανάπεφτε στη λίμνη, χωρίς να πεταχτεί σταγόνα έξω –«οἱ Παλικοὶ δὲ κρατῆρας ἔχουσιν ἀναβάλλοντας ὕδωρ εἰς θολοειδὲς ἀναφύσημα καὶ πάλιν εἰς τὸν αὐτὸν δεχομένους μυχόν» (Στρ. 6.2.9.5-13)· «αὕτη δ᾽ ἀναρρίπτει ὕδωρ εἰς ὕψος ἓξ πήχεις, ὥστε ὑπὸ τῶν θεωρούντων νομίζεσθαι κατακλυσθήσεσθαι τὸ πεδίον, καὶ πάλιν εἰς ἑαυτὸ καθίσταται» (Στέφ. Βυζ., Παλική). Λεγόταν, μάλιστα, ότι τα πουλιά που πετούσαν πάνω και γύρω από τη λίμνη πέθαιναν αμέσως, προφανώς από τις αναθυμιάσεις του θείου, ενώ οι άνθρωποι που την πλησίαζαν χωρίς να παίρνουν προφυλάξεις πέθαιναν σε τρεις μέρες. Και όπως οι θεοί στην Ελλάδα ορκίζονταν στα νερά της φοβερής Στύγας, και ο όρκος τους ήταν απαραβίαστος, αντίστοιχα στον χώρο της φοβερής λίμνης των Παλι¬κών θεών οι Σικελοί έκαναν τους επίσημους όρκους τους. Όταν κάποιος ήθελε να επιβεβαιώσει κάτι με όρ¬κο, τον έγραφε σε πλάκα, την οποία πετούσε στη λίμνη. Αν η πλάκα επέπλεε, ο όρκος ήταν αληθινός· αν βυθιζόταν, αυτός που ορκιζόταν ήταν επίορκος: «ὅσα γὰρ ὀμνύει τις εἰς πινάκιον γράψας, βάλλει [αὐτὸ] εἰς τὸ ὕδωρ· ἐὰν μὲν οὖν εὐορκῇ, ἐπιπολάζει, ἐὰν δὲ μὴ εὐορκῇ, τὸ μὲν πινάκιον ἀφανίζεται, αὐτὸς δὲ πίμπραται» (Στέφ. Βυζ., Παλική).

Λεγόταν ακόμη ότι οι Πολικοί τιμωρούσαν με τύφλωση τους ψεύτες, που τους επικαλούνταν εξαπατώντας τους άλλους: «Καθώς στο τέμενος υπάρχει τόσο θείο μεγαλείο, εκεί δίνονται οι πιο σημαντικοί όρκοι, κι εκείνους που επιορκούν γρήγορα τους περιμένει η τιμωρία της θεϊκής δύναμης, γιατί μερικοί φεύγουν από το τέμενος έχοντας στερηθεί την όρασή τους» (Διόδ. Σ. 11.89, μετ. ομάδα Κάκτου).

Και επειδή ο φόβος για τις θεότητες ήταν μεγάλος, «εκείνοι που εγείρουν αξιώσεις, όταν καταβάλλονται από κάποιον που κατέχει ανώτερη θέση, εκδικάζουν τις αξιώσεις τους βάσει της προκαταρκτικής εξέτασης των μαρτύρων που στηρίζεται σε όρκους που λαμβάνονται στο όνομα αυτών των θεοτήτων» (Διόδ. Σ. 11.89, μετ. ομάδα Κάκτου).

Το τέμενος λειτουργούσε και ως άσυλο που προσέφερε βοήθεια και προστασία στους δούλους που υπηρετούσαν σκληρούς αφεντάδες, όπως ακριβώς και η Σαμοθράκη λειτουργούσε ως άσυλο και τόπος εξορίας. Τόσο οι θεοί της λίμνης της Σικελίας όσο και οι Θεοί που λατρεύονταν στη Σαμοθράκη σχετίζονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με τον Ήφαιστο.