ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

ΤΟ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ


 

ΤΟ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ εκδόθηκε το 1924 και πρωτοδημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.

Πληροφορίες για τον Παύλο Νιρβάνα στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

Ι

 

Στη βεράντα της ερημικής βίλλας της κ. Κράλη δεν ήτανε η συνηθισμένη πολυθόρυβη συντροφιά, το ανοιξιάτικο αυτό βράδυ. Μολονότι είχε νυχτώσει πια, τα ηλεκτρικά λουλούδια, που άνθιζαν άλλοτε με χίλια χρώματα τέτοιαν ώρα, ανάμεσα στα φυλλώματα των πυκνών περιπλοκάδων, ήσαν σβηστά ακόμα. Είχαν ξεχάσει να τ’ ανάψουν ή τα είχαν αφήσει σβησμένα επίτηδες.

Τρεις άνδρες, σκυφτοί γύρω από ένα ψάθινο τραπεζάκι, ξεχώριζαν μέσα στις σκιές, με ύφος ανθρώπων που μιλούσαν εμπιστευτικά για κάποια σπουδαία υπόθεση: Ο κ. Βιτούρης, ετεροθαλής αδελφός της κ. Κράλη, ζωντοχήρας εδώ και πέντε χρόνια, που κατοικούσε μαζί της, ο Άλκης Κράλης, ανιψιός της, και ο κ. Νικολαΐδης, γιατρός και παλιός φίλος της οικογενείας. Εκείνοι που μιλούσαν όμως ήτανε κυρίως ο κ. Βιτούρης και ο γιατρός. Ο Άλκης, νέος ως είκοσι πέντε ετών, πολύ μελαχρινός, πολύ χλωμός και πολύ αδύνατος, ακουμπισμένος στο τραπεζάκι, με το κεφάλι στηριγμένο μελαγχολικά στη δεξιά του παλάμη, φαινότανε ν’ ακούει, περισσότερο αφηρημένος παρά προσεχτικός, τους δύο άλλους, που πότε μιλούσαν μεταξύ τους και πότε γύριζαν το λόγο σ’ αυτόν, για να του κάνουν κάποια ερώτηση ή να του ζητήσουν τη γνώμη του για το θέμα της ομιλίας. Ήτανε φανερό πως το θέμα της ομιλίας ήταν αυτός και κάποια σπουδαία υπόθεσή του.

Μια στιγμή παρουσιάσθηκε στη βεράντα η μικρή καμαριέρα της κ. Κράλη, δειλά και διακριτικά, σαν να ήξερε πως οι κύριοι, αυτό το βράδυ, είχαν κάποια σπουδαία συνομιλία.

Μόλις την αντίκρισε ο κ. Βιτούρης, της είπε στενοχωρημένος:

— Άφησέ μας, παιδί μου! Δε χρειαζόμαστε τίποτε.

Εκείνη κοντοστάθηκε.

— Με συγχωρείτε, κύριε... μουρμούρισε. Η κυρία μου μου είπε να σας πω, όταν τελειώσετε την ομιλία σας να την ειδοποιήσετε. Κάνει πολύ ζέστη μέσα...

— Πολύ καλά, παιδί μου... της είπε ο κ. Βιτούρης. Πες στην κυρία σου, ότι θα την ειδοποιήσουμε.

Το πιθανότερο είναι, ότι δεν ήταν η ζέστη του δωματίου που έκανε την κ. Κράλη να βιάζεται να βγει στη βεράντα. Μολονότι δεν είχε θελήσει να λάβει μέρος στην ιδιαίτερη συνομιλία, που γι’ αυτήν είχαν μαζευτεί στο σπίτι της, αυτό το βράδυ, στενοί φίλοι και συγγενείς, ήταν ανυπόμονη να μάθει το αποτέλεσμα της συνομιλίας, με το ενδιαφέρον που έχουν οι γυναίκες για τα αποτελέσματα. Η υπόθεση τής ήτανε γνωστή και ήτανε αυτή που είχε λάβει την πρωτοβουλία του οικογενειακού συνεδρίου, που ενεργούσε, θα μπορούσε να πει κανείς, σύμφωνα με τις οδηγίες και με το πρόγραμμα, που είχε δώσει από πριν η ίδια στον αδερφό της και το γιατρό. Εκείνη είχε την ιδέα, ότι από μακριά θα μπορούσε να διευθύνει καλύτερα τα νήματα της δουλειάς. Μεταξύ ανδρών η συνεννόηση για κάποια πράματα είναι πάντα ευκολότερη και αυτό το γνώριζε καλά η έξυπνη γυναίκα, όπως μάντευε, ότι η παρουσία της μπορούσε να κάμει πιο στενόχωρη τη θέση του ανιψιού της και να εμποδίσει μια ειλικρινή ομολογία.

Η συνομιλία των τριών ανδρών κράτησε πολύ ακόμα. Είχε βραδιάσει πια και μερικά χλωμά άστρα κρεμάσθηκαν από τα κλαδιά του πλατάνου, που έπνιγε ολόγυρα τη βεράντα και που έμοιαζε τώρα σαν φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο.

— Λοιπόν, σύμφωνοι, Άλκη; είπε ο κ. Βιτούρης ύστερ’ από μια στιγμή σιωπής, που ήτανε σα μια σύντομη προθεσμία για να σκεφθεί και ν’ αποφασίσει ο νέος.

— Σύμφωνοι! αποκρίθηκε ο Άλκης, σα να ξανάλεγε τη λέξη, που είχε προφέρει ο κ. Βιτούρης, όπως ξαναλέει η ηχώ, ξένη σε κάθε νόημα, έναν ήχο που φτάνει από μακριά.

— Δεν είχα καμία αμφιβολία! είπε, τρίβοντας τα χέρια του, ο γιατρός με την ικανοποίηση ενός καλού διαγνωστικού.

Ο κ. Βιτούρης σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θύρα, που ένωνε τη βεράντα με το σαλόνι.

— Καίτη! είπε. Μπορείς να ’ρθεις έξω αν θέλεις

Ο τόνος της φωνής του ήτο θριαμβευτικός, όσο κι αν προσπάθησε να τον κάνει αδιάφορο.

Η κομψή σιλουέτα της κ. Κράλη κλείσθηκε σε λίγο μέσα στο πράσινο πλαίσιο των περιπλοκάδων, σαν εικόνα προραφαηλίτη ζωγράφου, γραμμένη με άυλα χρώματα. Η νέα ακόμη και ωραία γυναίκα, με τα λευκά χαρακτηριστικά και την ευγενική, έκφραση όλου της του κορμιού, πειθαρχημένου σε κάποιους μυστικούς νόμους του γυναικείου θαύματος, είχε ακούσει κάποτε από ένα νέο θαυμαστή της μια ποιητική φιλοφρόνηση, που της είχε γίνει η πιο αγαπημένη της πίστη. Και σιγά σιγά άρχισε να θυμάται, πως μία μακρινή ημέρα είχε βγει από το εργαστήριο του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι. Και αντίγραφε πάντα τις άυλες μορφές του προραφαηλίτη ζωγράφου σε αντίγραφα, που κανείς δε θα μπορούσε να πει πως δεν ήταν αυθεντικά.

— Πρέπει να πω — είπε με την κρυστάλλινη φωνή της, που έτρεμε τώρα από μια βαθιά εσωτερική συγκίνηση — ότι εσείς οι άνδρες είσθε εξαιρετικά φλύαρα πλάσματα. Τόση συζήτηση, Θεέ μου, για ένα τιποτένιο ζήτημα!

Ο Άλκης έκανε έναν πονεμένο μορφασμό, προσπαθώντας να τον κρύψει στη σκιά, που είχε βυθισθεί.

— Και εννοείτε να μείνετε στα σκοτεινά ακόμα; ξαναείπε η κ. Κράλη, που ζητούσε να διακρίνει μέσα στη σκιά το πρόσωπο του ανιψιού της.

Χωρίς να περιμένει απάντηση, ξεκόλλησε από το πλαίσιό της, προχώρησε με κυματιστά βήματα προς την πρίζα του ηλεκτρικού και, με μια ράθυμη κίνηση του ωραίου χεριού της, έκαμε ν’ ανθίσουν τα κόκκινα λουλούδια μέσα στις πρασινάδες της περιπλοκάδας.

— Τι χλιαρή ατμόσφαιρα! είπε αδιάφορα, θα ’λεγε κανείς πως βρίσκεται μέσα σε σέρα.

Προχώρησε σε μια ψάθινη πολυθρόνα και κάθισε μεταξύ του αδελφού της και του γιατρού, φροντίζοντας να πάρει μια ευνοϊκή θέση κάτω από το κόκκινο λαμπιόνι, που έκαμε ν’ ανθίσουν δυο χλωμά τριαντάφυλλα στο ωχρό πρόσωπό της. Είχε πάντα κάποιες φιλαρέσκειες, εντελώς για τον εαυτό της και για το έργο της τέχνης, που είχε κάμει από την ύπαρξή της. Και, τυλίγοντας γύρω από το λαιμό της μια λεπτή εσάρπα, φρόντισε να κοιτάξει πλάγια προς το μέρος του Άλκη, χωρίς να δείξει πως είχε κανένα λόγο να τον προσέξει ιδιαίτερα. Με το σύντομο όμως αυτό βλέμμα είχε διακρίνει καθαρά, πως ο ανιψιός της ήταν εξαιρετικά νευριασμένος, ύστερα από τη συζήτηση που ακολούθησε, και ίσως — ποιος ξέρει; — μετανοημένος για την απόφασή του, που την είχε μαντέψει από το θριαμβευτικό τόνο της φωνής του αδελφού της.

— Λοιπόν, Καίτη — είπε ο κ. Βιτούρης — είμαι πολύ ευχαριστημένος να σε πληροφορήσω ότι ο Άλκης...

Η αδελφή του έκοψε απότομα την ομιλία.

— Ας πούμε τίποτε άλλο! είπε. Αρκετά το σκοτίσατε, φαντάζομαι, το παιδί. Ας πούμε τίποτε πιο εύθυμο. Γιατρέ, δεν είσθε στα κέφια σας σήμερα.

Η υπηρέτρια έφερε το δίσκο με ούζα και μικρούς μεζέδες.

— Τώρα μάλιστα! είπε ο γιατρός.

— Εννοείται ότι σήμερα θα φάτε μαζί μας, γιατρέ.

Ο γιατρός δέχτηκε την πρόσκληση με ενθουσιασμό.

Και η ομιλία πήρε τον εύθυμο τόνο, που τόσο επίμονα ζητούσε η ψυχολογία της κ. Κράλη. Μονάχα ο Άλκης έμενε σιωπηλός όλη την ώρα. Τον ενοχλούσε η ιδέα, ότι όλη αυτή η λαμπρή σκηνοθεσία είχε προετοιμασθεί για το δικό του το δράμα.

II

Το ζήτημα, που είχε απασχολήσει το οικογενειακό συμβούλιο στη βεράντα της κ. Κράλη, ήταν ένα επεισόδιο της ζωής του ανιψιού της, που η αγαπητή του θεία το είχε χαρακτηρίσει με μια συνηθισμένη λέξη, που έπαιρνε όμως στα χείλη της μια εξαιρετική έκφραση φρίκης μαζί και αηδίας.

— Θλιβερό! Πολύ θλιβερό επεισόδιο!

Το θλιβερό αυτό επεισόδιο ήτανε το έξης:

Ο Άλκης είχε γυρίσει, εδώ και λίγους μήνες, από τη Βιέννη, όπου είχε κάμει λαμπρές σπουδές στην ιατρική, για πολλά χρόνια. Ανεξάρτητος υλικώς, με ασφαλισμένη πλουσιοπάροχα τη ζωή του, δε βιαζότανε ν’ αρχίσει το επάγγελμά του. Η ιατρική μάλιστα, ως επάγγελμα, δεν τον τραβούσε πολύ και την έβρισκε κάπως ασυμβίβαστη με τον χαρακτήρα του. Αγαπούσε την επιστήμη του για ό,τι είχε να του προσφέρει ως βαθύτερο αντίκρισμα της ζωής, στα πιο απόκρυφα μυστικά της και στις πιο ανεξήγητες δυσαρμονίες της. Και, αν είχε αποφασίσει να ξαναγυρίσει στην Αθήνα, ήτανε η επιμονή της θείας του — δεν είχε κανέναν άλλο πλησιέστερο συγγενή — που τον έπεισε.

Η κ. Κράλη είχε κάποιες ανώτερες φιλοδοξίες για τον ανιψιό της. Και μια έδρα στο Πανεπιστήμιο ήτανε το ιδανικό της για τον Άλκη, που με την ανώτερη και γενική του μόρφωση, θα μπορούσε να την τιμήσει μέσα σε τόσους άλλους ανάξιους και τιποτένιους. Η στιγμή, κατά την αντίληψή της, ήτανε πολύ κατάλληλη για να γίνει η σχετική ενέργεια, με πολλές ελπίδες επιτυχίας.

Η κυρία Κράλη είχε πολλές και εκλεκτές σχέσεις με πολιτευόμενα πρόσωπα και άλλους ισχυρούς της ημέρας, όπως έλεγαν τότε στην Αθήνα. Το κόμμα της είχε έλθει στα πράματα τις ημέρες εκείνες, ύστερ’ από μια καταπληκτική εκλογική νίκη.

Οι περισσότεροι υπουργοί ήσαν άνθρωποι του σαλονιού της. Ο υπουργός της Παιδείας γευμάτιζε κάθε Κυριακή στο σπίτι της. Και, κοντά σε όλα αυτά τα τρομερά μέσα, είχε και το μεγαλύτερο ατού για την περίσταση. Ο καθηγητής της Εσωτερικής Παθολογίας κ. Σταυρίδης, που είχε το μεγαλύτερο κόμμα στην Ιατρική Σχολή κι έσερνε τους περισσότερους συναδέλφους του από τη μύτη, ήτανε ένας παλιός θαυμαστής της. Λίγο γελοίος στην ερωτική του αφοσίωση, ενοχλούσε εξαιρετικά την αισθητική της, άλλα δεν τον άφησε ποτέ να χάσει τις ελπίδες του. Η πρακτική γυναίκα είχε πάντοτε στο νου της, ότι θα έφθανε μια στιγμή, που ο θαυμαστής της θα της χρησίμευε ως το σπουδαιότερο ατού της. Και χωρίς να θυσιάσει τίποτε από την υπερηφάνεια της, τον είχε αφήσει πάντα να ελπίζει, ότι θα έλθει μια ημέρα, η ημέρα, που τόσο δεν κουράζονται να την περιμένουν οι άνδρες, όσο περισσότερο απελπιστική είναι η ερωτική τους υπόθεση.

Όλα λοιπόν ήσαν ευνοϊκά τη στιγμή αυτή, για να επιτύχει το φιλόδοξο σχέδιο της η κ. Κράλη. Έγραφε αμέσως στον ανιψιό της και τον παρακίνησε να κατεβεί στην Ελλάδα, χωρίς αναβολή. Η ευκαιρία δεν έπρεπε να χαθεί. Και ο Άλκης, που μια έδρα στην Ιατρική Σχολή ήτανε γι’ αυτόν πάντα μια φιλοδοξία καθαρά επιστημονική, δέχτηκε να επιστρέψει στην Αθήνα.

Είχε φθάσει στην καρδιά του χειμώνα — που ήτανε εξαιρετικά άγριος εκείνη τη χρονιά — και, κλεισμένος στο δωμάτιό του, είχε αφιερωθεί σε μια επιστημονική εργασία, που ετοίμαζε να παρουσιάσει στην Ιατρική Σχολή για την υποψηφιότητά του, μολονότι η θεία του επίμενε, πως όλα αυτά είναι χαμένος κόπος και πως ήταν αρκετά για την επιτυχία του σκοπού του τα ισχυρά πολιτικά μέσα, που είχε εκείνη, και η εξασφαλισμένη υποστήριξη του κ. Σταυρίδη. Ο Άλκης όμως είχε πέσει στη δουλειά με τα μούτρα. Δε σύχναζε πουθενά και δεν έβλεπε σχεδόν κανένα εκτός από τη θεία του, που στο σπίτι της γευμάτιζε τα βράδια, και τον Κώστα Καλή, δημοσιογράφο και ποιητή, παλιό του συμμαθητή και φίλο από τον καιρό, που κι οι δυο γράφανε ποιήματα. Όλες του τις άλλες ώρες τις μοίραζε μεταξύ του γραφείου του και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που πήγαινε ζητώντας να συμβουλευθεί αρχαία κείμενα, σχετικά με την εργασία του.

Ένα απόγεμα ο Καλής είχε περάσει να τον πάρει μαζί του ως το Φάληρο, όπου κατέβαιναν πότε πότε, τις ωραίες, ηλιόλουστες χειμωνιάτικες ημέρες, να χαρούν το θείο φως, που τόσο είχε νοσταλγήσει ο Άλκης κάτω από τους βόρειους ουρανούς. Ο Άλκης είχε φέρει μαζί του από τα ξένα τη γλυκιά μελαγχολία ενός μοιραίου χωρισμού, που του γινότανε αληθινός πόνος μπροστά σε κάθε φυσική ομορφιά, καθώς δε μπορούσε ν’ αρμονισθεί με τη συννεφιασμένη ψυχή του.

— Πάμε ως την εξέδρα! του είπε ο Κώστας, όταν βγήκανε από το τραμ. Το κύμα σήμερα έχει ανοιξιάτικα ρίγη.

Ήτανε, αλήθεια, στην καρδιά του Γενάρη, μια ανοιξιάτικη ημέρα. Ο Υμηττός είχε φορέσει τη μενεξεδένια του πορφύρα, και λίγα χιόνια στην κορυφή του Πάρνη, που άστραφταν από τα φιλιά του Ηλίου, φαίνονταν σαν ξεχασμένα εκεί από κάποια λευκή χειμωνιάτικη γιορτή. Ο Κώστας, καθώς προχωρούσε προς την εξέδρα, ψιθύρισε τους στίχους του Παλαμά:

 

Το χιόνι είναι σαν άνθισμα στον Πάρνηθα κι αυτό,

χαϊδεύει τον Κορυδαλλό δείλη χλωράδα ονείρου,

του θείου του Βράχου του γελά η Πεντέλη κι ο Υμηττός

ακούει γυρτός το ερωτικό τραγούδι του Φαλήρου.

 

Η ομορφιά των στίχων που είχε ενωθεί αρμονικά με τις φυσικές ομορφιές, έκαναν μελαγχολικότερο τον Άλκη. Προχωρούσε αμίλητος, με βήματα υπνοβάτη σα σε όνειρο.

— Έλα να σε παρουσιάσω σ’ ένα όμορφο κορίτσι! του είπε άξαφνα ο Κώστας.

— Για όνομα του θεού! μουρμούρισε ο Άλκης. Ας λείψουνε τα παρουσιάσματα.

Πριν προφτάσει όμως να επιμείνει περισσότερο, τρεις γυναίκες, που βημάτιζαν στην εξέδρα από την αντίθετη διεύθυνση, χαιρέτισαν από μακριά τον Καλή με φιλικά χαμόγελα και προχώρησαν καταπάνω τους. Είχαν τόσον καιρό να τον δουν και του ’καναν, πριν πλησιάσουν ακόμα, όλες μαζί, τα παράπονά τους, που δεν τον είχαν δει στο σπίτι τους μήνες και μήνες.

Ο Κώστας, ύστερ’ από μερικές, τυπικές δικαιολογίες, έκαμε την παρουσίαση του φίλου του και πρόσθεσε.

— Η κυρία Αυλίδη, οι δεσποινίδες Αυλίδη...

Ο Άλκης χαιρέτισε ψυχρά και τυπικά.

Προχώρησαν όλοι μαζί κι έκαμαν μερικούς γύρους στην εξέδρα. Οι κυρίες έκαμαν πολλές ερωτήσεις στον Άλκη για τη ζωή της Βιέννης κι έδειξαν πολύ ενδιαφέρον για τον ερχομό του στην Αθήνα και για το κενό που ερχότανε να πληρώσει — δεν είχαν καμιά αμφιβολία για τη μεγάλη του αξία — με την ειδικότητά του. Όλα αυτά θα είχαν ενοχλήσει τρομερά τον Άλκη, στη ψυχική κατάσταση που βρισκότανε, αν δεν του είχε κάνει εντύπωση το γλυκό πρόσωπο και το αγαθό χαμόγελο της μικρότερης κόρης του «όμορφου κοριτσιού», όπως το είχε χαρακτηρίσει λίγο πρωτύτερα ο φίλος του. Καμιά ομορφιά δεν θα ήτανε ικανή, στη διάθεση που βρισκότανε ο Άλκης, να τον αποσπάσει από τους θλιβερούς του λογισμούς. Αλλά το πράο εκείνο πρόσωπο έκανε στην ψυχή του την ίδια εντύπωση, που του έκαναν το αγαθό και θερμό φως του χειμωνιάτικου ήλιου και το αναπαυτικό χρώμα του πελάγου και του ουρανού. Μια δίψα καλοσύνης βασάνιζε την ψυχή του και η Στέλλα — τυχαία άκουσε το όνομά της, που του φάνηκε τόσο ταιριασμένο με το πρόσωπό της — του φάνηκε, για μια στιγμή, σαν ένα από τα πλάσματα, που είναι προορισμένα, θαρρείς, να παρηγορούν και να δίνουν θάρρος. Και είχε σκεφθεί πολλές φορές, πως υπάρχουν πράγματι γυναικεία πλάσματα, που έρχονται στον κόσμο αποκλειστικά με την αποστολή αυτή, ένα είδος ψυχικές αδελφές του ελέους, Και θυμότανε πάντα σε κάποια νευρολογική κλινική έναν τέτοιο τύπο γυναίκας, που ο δάσκαλός του ο Κραφτ Έμπιγκ έλεγε, πως, απλή νοσοκόμα, έκανε για τους αρρώστους του πολύ περισσότερα με το χαμόγελό της, απ’ όσα μπορούσε να κάνει ο σοφός ψυχίατρος με την επιστήμη του και τα φάρμακά του.

— Δεν πάμε να καθίσουμε λιγάκι στην πλατεία; πρότεινε ο Καλής. Εκεί στη γωνιά του ζαχαροπλαστείου είναι απάγκιο και ο ήλιος λούζει ευεργετικά το μέρος.

Κανείς δεν είχε αντίρρηση και ούτε ο Άλκης τώρα. Προχώρησαν προς την πλατεία, ο Κώστας μπροστά με τη μεγαλύτερη κόρη, τρομερά άσχημη, και ο Άλκης πίσω, μαζί με τη Στέλλα και τη μητέρα της. Η γριά είχε αρπάξει την περίσταση να ζητήσει τις συμβουλές του Άλκη για κάτι νευρικούς πονοκεφάλους, που τη βασάνιζαν από τα νιάτα της, και δεν έλειψε να ψάλει τον εξάψαλμο, μπροστά στον νεοφερμένο γιατρό, για όλους τους ξυλοσχίστες συναδέλφους του, που δεν μπόρεσαν ως τώρα να κάνουν διάγνωση της αρρώστιας της.

— Καλέ, αφήστε, μαμά, την αρρώστια σας! της είπε μια στιγμή η Στέλλα. Ο γιατρός ήρθε ν’ ανασάνει λιγάκι στο Φάληρο κι εσείς τον σκοτίζετε με την επιστήμη του.

Ο Άλκης, που είχε ενοχληθεί πράγματι από τη φλυαρία της γριάς, είδε στα λόγια αυτά της νέας κόρης μια απόδειξη ακόμα της καλοσύνης της και μια συμπαθητική προσπάθεια για τον εαυτό του. Και, ενώ μουρμούριζε μερικά τυπικά λόγια διαμαρτυρίας για την επέμβαση της Στέλλας, της έριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης, που ήτανε σαν να της έλεγε: Ευχαριστώ, καλό μου κορίτσι, ευχαριστώ, γλυκιά μου αδερφούλα. Το βλέμμα αυτό είχε γλιστρήσει ως τα βάθη της ψυχής της Στέλλας. Οι δυο νέοι είχαν αισθανθεί, ότι κάτι τους είχε ενώσει από τη στιγμή αυτή. Και, όταν σε λίγο, αφού κάθισαν όλοι μαζί στην ηλιόλουστη γωνιά του ζαχαροπλαστείου χωρίσθηκαν, ο Άλκης ένιωθε, ότι το κενό που είχε στην ψυχή του, από τον καιρό ενός σκληρού χωρισμού, δεν υπήρχε πια. Είχε γεμίσει άξαφνα από κάτι τι, που δεν ήξερε ο ίδιος, αν ήτανε νέα αγάπη ή λήθη μιας παλιάς αγάπης. Δεν είπε όμως τίποτε στο φίλο του.

 

Η συνέχεια του απογευματινού αυτού στο Νέο Φάληρο είναι, ότι σε δύο μήνες ο Άλκης είχε δώσει το λόγο του στη Στέλλα και ότι σύντομα επρόκειτο να γίνουν οι γάμοι τους. Η είδηση αυτή αναστάτωσε τη θεία του. Εκείνη, μαζί με την έδρα του Πανεπιστημίου, προετοίμαζε για τον ανιψιό της και μια λαμπρή αποκατάσταση. Και όλα τα φιλόδοξα σχέδιά της τα ’βλεπε να γκρεμίζονται τώρα, σαν πύργος ενός παιδιάτικου παιγνιδιού. Έτρεξε αμέσως στο γιατρό του σπιτιού, τον κ. Νικολαΐδη, έναν καλό φίλο, με επιβολή απάνω στον Άλκη, κατόρθωσε να συγκινήσει τον αδερφό της, φώναξε τον ανιψιό της στην εξοχή της, τον κράτησε αιχμάλωτο εκεί τρεις μέρες, για να τον απομακρύνει από τη μοιραία γυναίκα, που τον είχε ξελογιάσει, και είχε προετοιμάσει το οικογενειακό συμβούλιο, που είδαμε να συνεδριάζει στα σκοτεινά, στη βεράντα της βίλλας της, το ανοιξιάτικο εκείνο βράδυ. Και η δυνατή εκείνη γυναίκα είχε προετοιμάσει με τόση σοφία και με τόση τέχνη τη σκηνοθεσία του συμβουλίου αυτού, μολονότι η ίδια φαινότανε ξένη και αδιάφορη, για ν’ αφήσει στον εαυτό της την τελευταία και τη μεγάλη λέξη, ώστε είχε όλη τη βεβαιότητα, ότι το θλιβερό επεισόδιο δεν μπορούσε να λυθεί παρά σύμφωνα με την επιθυμία της.

 

III

 

Ύστερ’ από το φοβερό συμβούλιο της βεράντας, που του έδωκαν μιαν αδιάφορη συνέχεια η παρουσία της Καίτης και τα ορεκτικά, σαν να μην έτρεχε τίποτε εξαιρετικό στη βίλλα της κ. Κράλη, πέρασαν στο γεύμα. Το πρόγραμμα εξακολούθησε, όπως το είχε κανονίσει, σε όλες του τις λεπτομέρειες, η Καίτη. Καμιά ομιλία δεν έγινε στο γεύμα για το θλιβερό επεισόδιο. Έκαμαν πολιτική, φιλολογία, κοινωνιολογία, τα πάντα έξω από κάθε τι, που μπορούσε να έχει σχέση με τον έρωτα. Ο γιατρός του σπιτιού είχε επιφορτισθεί ν’ απασχολήσει τον Άλκη με ζητήματα της επιστήμης των. Ο Άλκης, που είχε λάβει ανόρεκτα και σχεδόν από κοινωνική υποχρέωση μέρος στις άλλες ομιλίες, κατόρθωσε να ξεχάσει λίγο τον εαυτό του απάνω στην επιστημονική συζήτηση. Έδωκε στο συνάδελφό του τις πληροφορίες, που του ζητούσε εκείνος, για τα νέα ιατρικά προβλήματα, και μίλησε ακόμη για τη μελέτη του, που ετοίμαζε να υποβάλει στην Ιατρική Σχολή.

Το θέμα του ήτο μάλλον ιατροφιλολογικό.

— Πάρα πολύ ενδιαφέρον, γιατρέ! είπε η Καίτη στο φίλο της. Έχω κάποια ιδέα...

Ο Άλκης έδωκε μερικές εξηγήσεις. Ο τίτλος της μελέτης του ήτανε: Η Νευρολογία και η Ψυχιατρική παρ’ Ομήρω και τοις Έλλησι τραγικοίς. Ο τίτλος έκαμε εξαιρετική εντύπωση στο γιατρό.

— Ξέρω, είπε, πως έγιναν μελέτες για τη Βοτανική του Όμηρου, για τη Ζωολογία, για την Αστρονομία, για τη Γιατρική του και για πολλά άλλα ακόμα κεφάλαια του ανθρώπινου επιστητού, που είναι θησαυρισμένα στον ωκεανό αυτό της ποιήσεως και της σοφίας, που είναι ο γερο-Όμηρος και οι ποιητές που απορρέουν απ’ αυτόν. Δεν φανταζόμουνα όμως ποτέ, ότι και ο κλάδος του Σαρκώ είχε τις απαρχές του στη μακρινή αυτή πηγή.

— Είναι, βλέπετε — εξήγησε ο Άλκης — το μεγάλο δώρο του παρατηρητικού, που είχαν οι αρχαίοι και πρώτος απ’ όλους ο μεγάλος αυτός τυφλός. Όλα τα είχαν παρατηρήσει και πρώτα απ’ όλα τον άνθρωπο. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο αν βρίσκονται μέσα στα έργα τους και κλινικές παρατηρήσεις, που θα τις ζήλευε ένας σημερινός κλινικός. Τα ψυχολογικά και νευρολογικά φαινόμενα είναι πολύ φυσικό να έχουν ιδιαίτερη θέση στην ποίησή τους, μια φορά που η Ποίηση ως κυριότερο θέμα της έχει τα αισθήματα και τα πάθη του ανθρώπου, από τα πιο φυσιολογικά τους φανερώματα ως τα πιο παθολογικά.

Μίλησε έπειτα για τη μανία του Αίαντα και για τον υστερισμό της Κασσάνδρας, δυο από τα καλύτερα παρατηρημένα κλινικά περιστατικά της αρχαίας τέχνης.

— Μια υστερική λοιπόν η περίφημη Κασσάνδρα; είπε χαιρέκακα η κ. Κράλη.

— Χωρίς άλλο! βεβαίωσε ο Άλκης.

Η κ. Κράλη είχε λόγους να μη συμπαθεί πολύ την αρχαία μάντισσα.

— Αφού γέλασε τον Απόλλωνα, είπε, και καταδικάσθηκε να μην πιστεύει κανείς τις μαντείες της, ξελόγιασε και το γερο-Αγαμέμνονα, για να βάλει τη φωτιά στο σπίτι του και να τον καταστρέψει και τον ίδιο!

Κατά τη γνώμη της, αν η Κλυταιμνήστρα κρεούργησε τον άνδρα της μέσα στο λουτρό του, κινήθηκε στο έγκλημά της από καθαρή ζήλεια. Δεν μπορούσε να δεχτεί — και πολύ φυσικά — από τον άνδρα της, που τον περίμενε πιστή τόσα χρόνια, να της φέρει μέσα στο παλάτι της μια ξένη γυναίκα, που, όσο κι αν ήθελε να την περάσει για τυχαία σκλάβα, ήτανε σκλάβος της ο ίδιος. Η θεωρία του υστερισμού της Κασσάνδρας την έκαμε να προχωρήσει και περισσότερο.

— Δε μου μένει αμφιβολία, πρόσθεσε, ότι η φήμη της απιστίας της Κλυταιμνήστρας είναι μια καθαρή συκοφαντία, που την εφευρήκε η υστερική αυτή ψεύτρα.

Με τα τελευταία λόγια της ο γιατρός, μολονότι είχε σοβαρές αντιλογίες ν’ αντιτάξει, κοίταξε ανήσυχα το ωρολόγι του. Έπρεπε να ιδεί κάποιον άρρωστό του και ήτανε καθυστερημένος μάλιστα. Ο αδελφός της κ. Κράλη, υποτακτικός πάντα στην αδερφή του, άρχισε να χασμουριέται κι αυτός. Ο πρώτος ζήτησε την άδεια ν’ αφήσει, με λύπη του, την καλή συντροφιά κι έφυγε βιαστικός. Ο δεύτερος σε λιγάκι σηκώθηκε και, με την πρόφαση πως ήτανε εξαιρετικά κουρασμένος εκείνο το βράδυ, καληνύχτισε και τράβηξε ήσυχα στο δωμάτιό του. Ο Άλκης σε όλα αυτά έβλεπε τη συνέχεια ενός προγράμματος, σοφά καταρτισμένου από τη θεία του, αλλά δε φανέρωσε καμιά αμφιβολία για τη φυσικότητα όλων αυτών των σκηνών του θεάτρου, όπου έβλεπε να παίζεται το ίδιο του δράμα.

— Άλκη, δε θέλεις να πας κι εσύ ν’ αναπαυθείς; του είπε αγαθότατα η θεία του. Αν κάθεσαι για να μου κρατήσεις συντροφιά, θα ήτανε ανοησία σου. Εγώ είμαι συνηθισμένη να μένω μόνη. Έπειτα έχω εδώ ένα βιβλίο...

— Σου ορκίζομαι, Καίτη, — την έλεγε πάντα με το μικρό της όνομα — είπε ο Άλκης, ότι δεν έχω καμιά, μα καμιά διάθεση να κοιμηθώ. Αν με προτιμάς από το βιβλίο σου, θα μείνω πολύ ευχαρίστως μαζί σου...

— Χωρίς να σε κολακέψω και χωρίς να προσβάλω το βιβλίο μου, σε προτιμώ ορισμένως. Θέλεις λοιπόν ειλικρινώς να κάνουμε το αποβέγγερό μας;

— Ειλικρινώς, Καίτη.

Η Καίτη τοποθετήθηκε αναπαυτικότερα στο ντιβάνι της, αγκάλιασε με χάρη ένα μαξιλάρι και ακούμπησε το κεφάλι της σ’ ένα άλλο. Θα ’λεγε κανείς πως έπαιρνε μια πόζα ερωτευμένης, που ήθελε να σαγηνέψει, με τις σοφές πλαστικότητες του κορμιού της, έναν άνδρα που αγαπούσε να βασανίζει. Η περίσταση δεν ήτανε βέβαια αυτή τώρα. Αλλά η μεγάλη αυτή φιλάρεσκη γνώριζε καλά, ότι τα όπλα του έρωτα και της πειθούς είναι τα ίδια για μια γυναίκα, όταν το θύμα είναι ο άνδρας. Και ήθελε να εξασφαλίσει τελειωτικά το έργο της.

— Έλα, κάτσε εδώ κοντά μου! του είπε. Είσαι τόσο άβολα σ’ αυτήν την καρέκλα εκεί.

Και του ’δειξε μια χαμηλή πολυθρόνα κοντά της, όπου σε λίγο ο Άλκης είχε πάρει τη μοιραία θέση του κατάδικου, που περιμένει την εκτέλεσή του.

Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής.

— Κάποιος ηλίθιος γεννιέται αυτή τη στιγμή! είπε η Καίτη, που είχε θυμηθεί τη Γαλλική παροιμία, για να λύσει τη σιωπή, μ’ έναν εύθυμο τρόπο.

Ο Άλκης κατάλαβε πως η θεία του ήταν ανυπόμονη να μπει στο θέμα. Και τη βοήθησε, ανυπόμονος κι ο ίδιος ν’ ακούσει τις ιδέες της για το ζήτημά του.

— Αν δεν είχα γεννηθεί προ είκοσι πέντε ετών, είπε, θα έλεγε κανείς πως το νεογέννητο είμαι εγώ.

— Ψαρεύεις κομπλιμέντα, Άλκη;

— Καθόλου, Καίτη! Αλλά υπάρχει μεγαλύτερη ηλιθιότης από το να ερωτεύεται κανείς στον αιώνα μας, όπως ερωτεύοντο στην εποχή των αγαθών αυτών ανθρώπων;

Κι έδειξε απάνω στον τοίχο το ζευγάρι των προπατόρων, που γλυκοκοιτάζονταν έναν αιώνα τώρα μέσα από τα πλαίσια τους, τοποθετημένοι θα ’λεγε κανείς επίτηδες, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, από μια ευλαβητική καλοσύνη των απογόνων των. Η Καίτη έριξε ένα γλήγορο βλέμμα στις παλιές ελαιογραφίες των ευγενών της προγόνων, από τις οποίες αντλούσε πάντα τη δύναμη όλων των αξιοπρεπειών της ζωής της, και είπε με ύφος αυστηρά ακαδημαϊκό προς τον Άλκη.

— Όχι, Άλκη! Δεν είναι ηλιθιότης να ερωτεύεται κανείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σχολές δεν υπάρχουν στον έρωτα. Φθάνει να ερωτεύεται πάντοτε με το σεβασμό εκείνο προς τον εαυτό του, που δεν είναι άλλο τίποτε παρά ο σεβασμός προς τον ίδιο τον έρωτα.

— Ρίχνεις μια πέτρα στον κήπο μου, Καίτη;

— Ίσως... Δε θέλω να σε αδικήσω όμως. Ερωτεύεται κανείς κάποτε, όταν έχει μάλιστα την ηλικία σου και την ιδιοσυγκρασία σου, χωρίς να γνωρίζει πού ρίχνει τα μαργαριτάρια του έρωτά του.

— Θέλεις να πεις, ότι τα ’ριξα στους χοίρους;

— Δε σκέφθηκα την ευαγγελική παραβολή, Άλκη. Σου ορκίζομαι, θέλω να πω απλώς, ότι η γυναίκα αυτή είναι ανάξια για έναν Κράλη.

Ο Άλκης αισθάνθηκε την ανάγκη να υπερασπισθεί τη γυναίκα... που όσο κι αν ήταν αποφασισμένος πια, από την πίεση των συγγενών του, να διακόψει κάθε σχέση μαζί της, εξακολουθούσε να την εκτιμά και να την αγαπά, που είναι το ίδιο πράγμα σ’ έναν νέον έρωτα.

— Γιατί είναι φτωχή, είπε.

— Η φτώχεια δεν έχει καμιά σημασία! διαμαρτυρήθηκε η Καίτη. Εγώ δεν είμαι πλούσια, ούτ’ εσύ εκατομμυριούχος. Φαντάζομαι όμως, ότι κάτι θα σου είπαν πρωτύτερα ο γιατρός και ο αδελφός μου, για τα περασμένα της γυναίκας αυτής.

Ο Άλκης έκαμε ένα πικρό χαμόγελο.

— Για τα περασμένα Ναι!... μουρμούρισε, καρφώνοντας θλιβερά τα μάτια του στο αραβούργημα ενός μαξιλαριού, που ήτανε πεσμένο μπροστά στα πόδια του. Οι ιστοριογράφοι όμως των φτωχών κοριτσιών, σου ορκίζομαι, πως δεν μου εμπνέουν μεγάλη εμπιστοσύνη. Γράφουν κι αυτοί την ιστορία τους, όπως γράφονται όλες οι ιστορίες. Έπειτα...

— Έπειτα; είπε μ’ ένα νευρικό κίνημα η Καίτη.

— Έπειτα, τα περασμένα μιας γυναίκας — εξακολούθησε ο Άλκης — δεν νομίζεις πως της ανήκουν; Τι δικαίωμα έχομε να μπούμε μέσα σ’ αυτά; Μήπως μπορούμε ν’ απαιτήσουμε από μια γυναίκα να περιμένει διαρκώς την εμφάνισή μας, που δεν της την έχομε αναγγείλει με κανένα τρόπο; Εκείνος που ήρθε πριν από μας, ήρθε όπως ερχόμαστε εμείς σήμερα, όπως θα έρθει ένας άλλος αύριο, αν λιποτακτήσουμε κι εμείς όπως ελιποτάχτησ’ εκείνος. Η αναδρομική ζήλεια ίσως να είναι κάτι τι φυσικό. Είναι πάντα όμως μια αδικία απέναντι της γυναίκας κι ένας εγωισμός βάρβαρος.

Η Καίτη άρχισε να βλέπει, ότι η οπλοθήκη της είχε χάσει ένα από τα δυνατότερα όπλα της. Είχε όμως και άλλα όπλα, που ήτανε έτοιμη να τα χρησιμοποιήσει με τη σειρά τους.

— Δεν έχω αντίρρηση! είπε. Αλλά δεν νομίζεις, Άλκη, ότι το εχτές έχει πάντα μέσα του τα στοιχεία του αύριο;

— Δεν το νομίζω! είπε κατηγορηματικά ο Άλκης. Τουλάχιστον στην ειδική αυτήν περίπτωση. Έχουμε τόσα παραδείγματα! Τα μερικά περιστατικά έχουν τόση σημασία στα πράγματα του έρωτα! Δεν είναι πάντα η ιδιοσυγκρασία και ο χαρακτήρας, που κανονίζουν την ερωτική διαγωγή στη γυναίκα. Και είναι πλάσματα προικισμένα με ανώτερο ηθικό φόντο, που έτυχε να γλιστρήσουν στη λάσπη, για να σηκωθούν αμέσως, με την πρώτη βοήθεια, που τους δόθηκε, χωρίς ν’ απομείνει στην ψυχή τους καμιά νοσταλγία της λάσπης και ίσως καμιά κηλίδα απ’ αυτήν.

Η Καίτη προσπάθησε να δώσει πάλι ένα ευθυμότερο τόνο στην ομιλία.

— Καημένο παιδί! είπε, απλώνοντας το ωραίο της χέρι με καλοσύνη και πιάνοντας το δικό του. Τι ερωτευμένος που φαίνεσαι! Εσύ έχεις πυρετό! Και να συλλογίζομαι...

Σταμάτησε μια στιγμή σαν να είχε ξεχάσει τι ήθελε να πει.

— Τι συλλογίζεσαι, Καίτη; ρώτησε ο Άλκης, σηκώνοντας τώρα μόλις τα μάτια του από το αραβούργημα του μαξιλαριού και κοιτάζοντας την κατάματα.

— Τίποτα! είπε εκείνη. Μια κοινοτοπία, που διάβασα κάποτε στην Παλαιά Διαθήκη.

— Δηλαδή;

— Κάτι τι που έπρεπε να το σκεφθώ πρωτύτερα. Ότι δηλαδή «ύδατα πολλά δεν μπορούν να σβήσουν την αγάπη».

— Είναι λοιπόν τόσο μεγάλη ανάγκη να σβήσει αυτή η αγάπη; είπε με συγκρατημένο πόνο ο Άλκης. Αλλά τότε ας αδειάσουμε όλους τους καταρράχτες της γης απάνω της.

— Ανάγκη; έκαμε αδιάφορα η Καίτη, αποφασισμένη να μεταχειρισθεί και το τελευταίο όπλο της οπλοθήκης της. Καμιά ανάγκη δεν υπάρχει για όποιον δεν την έχει αισθανθεί μοναχός του.

— Μπορείς λοιπόν να με κάνεις να την αισθανθώ και δεν το κάνεις;

— Δεν θα ήθελα να σου πω κάτι τι που θα μπορούσε να σου κάνει κακό, φτωχό μου παιδί.

— Νομίζω πως πρέπει να μου το πεις.

Η Καίτη ύψωσε τα μάτια της προς τις εικόνες των ευγενικών προγόνων, σαν να ζητούσε πάλι απ’ αυτούς μια τελευταία συνδρομή στον αγώνα της.

— Η γυναίκα αυτή, Άλκη, είπε αυστηρά, δεν είναι απλώς μία γυναίκα με ιστορία. Αν ήτανε μονάχα αυτό, δε θα μ’ έβλεπες τόσο ανήσυχη για την ευτυχία σου. Είναι πρόστυχη!

Στη λέξη αυτή, ο Άλκης, που στο βάθος της ψυχής του η ευγένεια του γένους του είχε στημένον πάντα έναν υπερήφανο βωμό, τινάχθηκε από τη θέση του.

— Τι θέλεις να πεις;

— Θέλω να πω, ότι μια γυναίκα, που δέχεται από έναν εραστή της να της πληρώσει το λογαριασμό του μπακάλη της, δεν είναι γυναίκα για έναν Κράλη.

Ο Άλκης έκαμε ένα μορφασμό βαθύτατου πόνου.

— Είναι βέβαιο αυτό που μου λες;

— Μπορώ να σου το αποδείξω όταν το θελήσεις. Δεν ξαναμίλησαν πια εκείνο το βράδυ.

 

IV

 

Τρεις μέρες ύστερα από την ιδιαίτερη βραδινή συνομιλία της κ. Κράλη με τον ανιψιό της, ο Άλκης ταξίδευε για τον τόπο της προσωρινής αυτοεξορίας του.

Έτσι είχε κανονίσει τα πράματα η προβλεπτική σοφία της θείας του. Μετά το τελευταίο χτύπημα — το χτύπημα της χάριτος — που είχε καταφέρει η Καίτη στον έρωτα του Άλκη, ο νέος είχε πεισθεί να κόψει κάθε σχέση με τη γυναίκα, που η θεία του είχε χαρακτηρίσει πρόστυχη. Ύστερ’ από μια νύχτα αγρυπνίας, παραδόθηκε χωρίς όρους.

— Εγώ είμαι ανίκανος να σκεφθώ και να αποφασίσω το παραμικρό! είπε το άλλο πρωί στη θεία του. Ό,τι νομίζεις πως μπορεί να γίνει, με το φιλανθρωπότερο τρόπο για ένα κορίτσι, που ό,τι κι αν είναι, δε μου χρωστάει τίποτα να υποφέρει εξαιτίας μου, δεν έχετε παρά να το κανονίσετε με το θείο και με το γιατρό. Και εγώ δεν έχω παρά να υπακούσω και να υποφέρω.

Η Καίτη τον συγχάρηκε για τη θέληση, που έδειξε πως έχει σωθεί από μια κακή περιπέτεια, και του έδωκε να καταλάβει, ότι η νέα δεν ήτανε πρώτη φορά, που της συμβαίνει μια τέτοια απογοήτευση.

— Έννοια σου και θα βρει, σε βεβαιώνω, πολύ γρήγορα τον τρόπο να παρηγορηθεί. Σε κάθε περίσταση, δεν είναι από τις γυναίκες που παίρνουν κατάκαρδα μια ερωτική περιπέτεια, όπως φαντάζεσαι.

Ο Άλκης, χωρίς να παρηγορηθεί από την επιχειρηματολογία της θείας του, ρώτησε ξερά.

— Μήπως έστειλαν από χθες να με ζητήσουν; Μήπως κανένα γράμμα;

— Απολύτως τίποτε! του είπε η Καίτη.

— Μου φαίνεται παράξενο. Φαντάζομαι, πως δε θα ήτανε δύσκολο να μαντέψουν, ότι βρίσκομαι εδώ. Η ξαφνική εξαφάνισή μου...

— Φαντάζεσαι, Άλκη, ότι θα μπορούσα να σου κρύψω ένα γράμμα; είπε μ’ ένα τόνο διαμαρτυρίας η Καίτη.

Και όμως δεν έλεγε την αλήθεια. Το άλλο βράδυ ακριβώς, ένας μικρός υπηρέτης είχε φέρει κάποιο γράμμα για τον Άλκη και είπε πως θα περιμένει απάντηση. Η καμαριέρα της Καίτης, ειδοποιημένη από πριν, έφερε το γράμμα στην κυρία της. Εκείνη το άνοιξε και το διάβασε βιαστικά. Ήτανε ένα γράμμα της Στέλλας, που έγραφε, ότι βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του προαστίου, ότι είχανε βεβαιωθεί για τη διαμονή του στη βίλλα της θείας του, ότι ήσαν τρομερά ανήσυχες μήπως είναι άρρωστος ή του συμβαίνει τίποτε δυσάρεστο, ότι τέλος δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την ξαφνική του και χωρίς κανένα λόγο εξαφάνιση. Με συγκινητικά λόγια τον παρακαλούσε κατόπιν, αν τον δυσαρέστησε σε τίποτε χωρίς να το καταλάβει, να τη συχωρέσει, γιατί θα της ήτανε αδύνατο να υποφέρει την τύψη, πως ίσως, ποιος ξέρει, τον πίκρανε, έστω και χωρίς να το θέλει. Και στο τέλος τον ικέτευε να πάει να τη δει, έστω και μια στιγμή, στο ξενοδοχείο, ή να της γράψει δύο λόγια — δυο λόγια μόνο από το χέρι του — για να της πει, ότι εξακολουθεί να την αγαπά, όπως τον αγαπά. Τίποτε περισσότερο. Δυο λόγια μονάχα. Δυο λόγια από το χέρι του...

Η Καίτη, μαντεύοντας, ότι το γράμμα αυτό ήτανε άξιο να της καταστρέψει όλο το έργο της, το ’σχισε με θυμό, έχωσε τα κομμάτια του στο βάθος ενός συρταριού και παράγγειλε στην καμαριέρα της να πει στον μικρόν υπηρέτη, ότι έδωκε το γράμμα στα χέρια του κ. Άλκη, κι αυτός, αφού το διάβασε, είπε να πει σ’ αυτόν που το ’φερε, ότι δεν έχει απάντηση. Έτσι ξερά: Ο κύριος μου είπε, ότι δεν έχει απάντηση!

— Δεν ξέρω ποια θα είναι η γνώμη του θείου σου και του γιατρού! εξακολούθησε η Καίτη. Δυο πράματα όμως είναι απαραίτητα. Πρώτο να μη βγεις καθόλου από το σπίτι, όσο βρίσκεσαι εδώ, και δεύτερο να βρεθεί τρόπος ν’ απομακρυνθείς το γρηγορότερο από τας Αθήνας για λίγον καιρό, χωρίς να τη συναντήσεις.

Ο Άλκης δεν είχε καμιά δύναμη πια να αντισταθεί. Καταλάβαινε κι ο ίδιος, ότι θα του ήταν αδύνατο να ξαναϊδεί τη

Στέλλα και να επιμένει στη σκληρή του απόφαση. Και ένοιωθε τώρα μόνος του την ανάγκη να φύγει μια ώρα αρχύτερα και να προσπαθήσει να ξεχάσει, όσο μπορεί να ξεχάσει κανείς έναν πόνο, που τον σέρνει μαζί του, σαν ανοιχτή κι αγιάτρευτη πληγή.

— Να φύγω! είπε. Αυτό βλέπω κι εγώ. Αλλά πού και πώς;

Η Καίτη, που είχε καταστρωμένο πια το σχέδιό της έκαμε πως σκέφθηκε λιγάκι, και ύστερα, σαν να της ήρθε μια ξαφνική έμπνευση, είπε.

— Να μια ιδέα! Ο φίλος μας ο κ. Σταλίδης, φεύγοντας τον περασμένο μήνα με την κόρη του για τον Αίνο της Κεφαλλονιάς, με είχε παρακαλέσει να του συστήσω κανένα νέο γιατρό, χωρίς μεγάλη πελατεία, που θα μπορούσε να μείνει μαζί τους στο βουνό για δυο τρεις μήνες. Η κόρη του είχε συχνές αιμοπτύσεις και φοβότανε, πως στην ερημιά εκεί απάνω, χωρίς κανένα γιατρό, θα μπορούσε να της τύχει τίποτε δυσάρεστο. Υποθέτω, ότι πλαγίως μου έκανε μια πρόταση για σένα. Αλλά τότε δε θέλησα να κάμω λόγο. Φανταζόμουν, ότι δε θ’ αποφάσιζες ν’ απομακρυνθείς από την εργασία σου στις βιβλιοθήκες των Αθηνών. Τώρα όμως... Τώρα νομίζω πως θαμπορούσες να δεχθείς.

— Φαντάζεσαι, — ρώτησε ο Άλκης — ότι δεν άλλαξαν γνώμη από τότε;

— Βέβαια όχι! είπε η Καίτη. Ακόμα την περασμένη βδομάδα είχα γράμμα από το Σταλίδη. Δεν έχω παρά να τηλεγραφήσω και να φύγεις αμέσως.

Ύστερ’ από τρεις μέρες ένα κλειστό αυτοκίνητο έφερε τον Άλκη στο λιμάνι του Πειραιώς, ακριβώς την ώρα που το βαπόρι σήκωνε τις άγκυρες του για το ταξίδι.

 

V

 

Στην πλώρη του βαποριού, μακριά απ’ τους άλλους επιβάτες, διψώντας μοναξιά, θέλοντας να μείνει μοναχός του με τον ουρανό, το πέλαγο και τον πόνο του, ο Άλκης είχε ακουμπήσει απάνω στο παραπέτο και άφηνε τη σκέψη του να φεύγει και να ταξιδεύει, χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος, μαζί με τα κύματα, μαζί με τους λευκούς αφρούς.

Για μια στιγμή συλλογίστηκε το άλλο του ταξίδι — εδώ και λίγους μήνες — όταν γύριζε από την Ευρώπη. Έφευγε και τότε από τον ίδιο τον εαυτό του, γυρεύοντας να βρεθεί μακριά απ’ τον ωραιότερο κύκλο της ζωής του, από τον κύκλο της αγάπης. Έπρεπε και τότε να ξεχάσει μια γυναίκα, που είχε αφήσει σκληρά πίσω του, μια γυναίκα που είχε δεθεί με τις καλύτερες μέρες της νεότητάς του. Κι έκανε ο ίδιος στον εαυτό του το κακό, που μόνος ο θάνατος θα μπορούσε να του κάνει, ο θάνατος που τόσες φορές τον είχε φοβηθεί στις στιγμές της ευτυχίας του. Και τώρα πάλι τα ίδια. Έφευγε πάλι μακριά από την ευτυχία του, έφευγε όπως φεύγει κανείς από μια θεομηνία, μια καταστροφή. Έφευγε πάλι κυνηγημένος από τον ίδιο τον εαυτό του. Και γιατί όλ’ αυτά; Θυμήθηκε τα λόγια της θείας του.

— Σε συγχαίρω, Άλκη, γιατί δείχνεις πως έχεις θέληση...

Γέλασε πικρά μια στιγμή. Θέληση! Αλλά τι είναι θέληση; Είναι το να αντιστέκεται κανένας σε όλα τα ορμέμφυτα της ψυχής του, να σβήνει μ’ ένα φύσημα όλους του τους πόθους, να συντρίβει με τα ίδια του χέρια την ευτυχία του; Και δεν είναι θέληση το ν’ αντιταχθεί κανείς στη θέληση των άλλων, στη γνώμη της κοινωνίας, στη δεισιδαιμονία του κοινωνικού νόμου, και να υπερασπίσει τον εαυτό του εναντίον της επιβουλής των άλλων; Και όμως, ένας άνθρωπος, που έχει τη θέληση αυτή, την πραγματική, τη φυσιολογική θέληση, που απορρέει από τις πιο απόκρυφες ανάγκες της ζωής του, θεωρείται ένας άβουλος, ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα. Τι αστεία πράματα!

Ένας ναύτης πέρασε κοντά του και του ζήτησε το τσιγάρο του ν’ ανάψει.

— Από πού είσαι, παλικάρι; τον ρώτησε, από ανάγκη να βγει μια στιγμή από το λαβύρινθο των λογισμών του.

— Απ’ το Καρπενήσι! είπε ο ναύτης.

— Κι έγινες θαλασσινός;

— Ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει τσοπάνη, όπως ήτανε και ο ίδιος. Εγώ δεν ήθελα! Μ’ άρεσε να γυρίζω τον κόσμο. Κι έφυγα κρυφά από το σπίτι μας.

— Δε μετάνιωσες τώρα;

Ο ναύτης γέλασε.

— Γιατί να μετανιώσω; Έκανα αυτό που μ’ άρεσε! Άναψε το τσιγάρο του και χώθηκε σφυρίζοντας στο καμπούνι της πλώρης.

— Αυτή είναι η αληθινή θέληση! είπε μέσα του ο Άλκης. Και όμως, πώς έχασαν τη σημασία τους τα λόγια! Την αβουλία και την υποταγή σε μια πρόληψη τη λέμε θέληση και λέμε αβουλία την αντίσταση του ορμέμφυτου στην κοινωνική συνθήκη.

Έσκυψε προς τη θάλασσα, που τη χρύσωναν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου.

— Δεν έπρεπε να φύγω! είπε σε λίγο. Δεν έπρεπε!

Και είχε μιλήσει, φαίνεται, δυνατά, γιατί ξαφνίσθηκε από τον ήχο της φωνής του.

Σηκώθηκε κι έκανε λίγα βήματα απάνω κάτω στο κατάστρωμα. Ένοιωθε με το σούρουπο ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Αν ήτανε στο χέρι του, θ’ άρπαζε το τιμόνι του βαποριού και, με μια γρήγορη στροφή, θα ’βαζε πλώρη προς την Αθήνα, θα γύριζε αποκεί που ήρθε, χωρίς να λογαριάσει τίποτε, κανέναν. Δεν είχε τάχα το δικαίωμα; Και είχε το δικαίωμα ο καπετάνιος του καραβιού να διευθύνει και τη δική του ζωή, όπως διεύθυνε το άψυχο εκείνο καράβι, και να την ταξιδεύει σύμφωνα μ’ ένα δρομολόγιο, που το είχε συντάξει η θεία του; Και η ψυχή του λοιπόν; Η δική του η ψυχή δεν ήταν ο καπετάνιος της ζωής του; Δεν ήτανε τίποτε η ψυχή του; Ένοιωσε να τον πνίγει ένα βαθύ παράπονο. Και παρηγορήθηκε μονάχα με μια ξαφνική απόφαση. Να βγει στο πρώτο λιμάνι που θα ’πιανε το βαπόρι και να ξαναγυρίσει πάλι στην Αθήνα.

Ξανακάθισε πάλι στα μπάγκο, ησυχότερος τώρα, παρηγορημένος από την απόφασή του. Ο σκύλος του, ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε άξαφνα, έβαλε τα πόδια του απάνω στα γόνατά του και τον κοίταξε στα μάτια, σα να ’θελε να τον ρωτήσει κάτι.

Του χάιδεψε με αγάπη το μεγάλο, έξυπνο κεφάλι.

— Ναι, του είπε, σα ν’ απαντούσε στην άφωνη ερώτηση του ζώου· ναι, καλέ μου φίλε! θα ξαναγυρίσουμε, θα ξαναγυρίσουμε γρήγορα. Μη λυπάσαι!

Με την υπόσχεση αυτή, που έδωσε στο πιστό του ζώο, για να τη δώσει στον εαυτό του, παρηγορήθηκε. Είχε πάρει την απόφασή του, που καμιά δύναμη δε θα τον έκανε να την αλλάξει. Στη Ζάκυνθο θα έβγαινε έξω και θα περίμενε το πρώτο βαπόρι, που θα περνούσε για τον Πειραιά, για να ξαναγυρίσει εκεί που τον τραβούσε μια συμπαθητική αγάπη και ένα καθήκον. Ένα καθήκον — γιατί όχι; — που δεν μπορούσε να το καταλάβει η στενή και εγωιστική ηθική της θείας του.

— Πότε περνάει από τη Ζάκυνθο βαπόρι για τον Πειραιά; ρώτησε κάποιον ναύτη.

— Αύριο το βράδυ! του είπε ο ναύτης.

— Εμείς τι ώρα θα φθάσουμε;

— Κατά το μεσημέρι.

— Προφθαίνω λοιπόν να το πάρω;

Ο ναύτης έκανε ένα σχήμα επιβεβαιωτικό.

— Ου!... Θα μείνετε και κάμποσες ώρες να φάτε μαντολάτο. Το αστείο του ναύτη τον άφησε ψυχρό.

— Ευχαριστώ, παιδί μου! είπε αδιάφορα.

Και κατέβηκε στην πρώτη θέση, ήσυχος και ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε πάρει την απόφασή του. Ήτανε η ώρα του γεύματος και οι επιβάτες είχαν μαζευτεί, εύθυμοι και φλύαροι από την προαίσθηση μιας χαράς, που είναι η μεγαλύτερη και η μοναδική σχεδόν φροντίδα των ανθρώπων που ταξιδεύουν.

— Θα λάβετε μέρος στο γεύμα; τον ρώτησε, με ένα ύφος απορίας, ο καμαρότος, που έβαζε τις τελευταίες του πινελιές στην εύθυμη διακόσμηση του τραπεζιού.

Ο Άλκης θυμήθηκε, πως μια ώρα πρωτύτερα είχε δηλώσει στον καμαρότο, πως ήτανε κακοδιάθετος και δε θα ’παιρνε μέρος στο γεύμα.

— Έχεις δίκιο, παιδί μου... προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Σου είχα πει... Βέβαια! Με είχε πειράξει λίγο η θάλασσα. Τώρα όμως αισθάνομαι καλύτερα. Αν δεν είναι δύσκολο...

Αισθανότανε, πράγματι, καλύτερα και η κνίσα του φαγητού, που έφθανε από την κουζίνα, τον γαργάλιζε όπως και όλους τους άλλους επιβάτες. Σχεδόν πεινούσε.

— Πολύ ευχαρίστως, κύριε! τον καθησύχασε ο καμαρότος. Το φαγί είναι μπόλικο, θα λείψουν, βλέπετε, και μερικές κυρίες που τις πείραξε η θάλασσα.

— Υπάρχει λοιπόν και κάτι τι δυνατότερο από τη γυναίκα; είπε κάποιος επιβάτης, που η πείνα του του είχε γίνει πνεύμα.

Το πνεύμα του στομάχου γενικεύθηκε σε λίγο. Το ανεξάντλητο γυναικείο θέμα, που τρέφει το πνεύμα των ανδρών στις χαμένες ώρες, έγινε το θέμα της συντροφιάς. Δεν έμεινε κοινοτοπία, που να μην επαναλήφθηκε, με αξιώσεις μεγαλοφυΐας. Δεν έλειψαν και τα προαιώνια καλαμπούρια. Δυο τρεις κυρίες, που ήσαν στο σαλόνι, παρακολουθούσαν την ξαφνική αυτή άνθηση του ανδρικού πνεύματος, με σοφά χαμόγελα, χωρίς καμιά διάθεση να λάβουν μέρος στη συζήτηση. Ο Άλκης, σε μια γωνιά του καναπέ, ακολουθούσε σιωπηλός τη δική του σκέψη, χωρίς να προσέχει στην ομιλία.

— Εσείς δε λέτε τίποτε, κύριε; του είπε μια από τις κυρίες, με την οικειότητα που αναπτύσσεται μεταξύ άγνωστων στα ταξίδια.

Οι άλλες κυρίες, που είχαν προσέξει συμπαθητικά τη σιωπή και τη σοβαρότητα του νέου, έσκυψαν ν’ ακούσουν την απάντησή του.

— Τι να πω, κυρία μου; είπε ο Άλκης. Σας βεβαιώνω, ότι δεν επρόσεξα. Δεν παρακολούθησα την ομιλία.

— Αυτοί οι κύριοι — του εξήγησε η συνομιλήτριά του — ζητούν απλούστατα να μας καταποντίσουν.

Ο Άλκης χαμογέλασε.

— Φαντάζεσθε, πως μπορούν να το κάμουν; είπε. Οι καημένοι οι άνδρες! Είναι οι πιο ακίνδυνοι εχθροί των γυναικών. Ίσως γιατί δεν κατορθώνουν να γίνουν εχθροί,και όταν ακόμα σας κηρύττουν τον πόλεμο. Ένας είναι ο μεγάλος, ο τρομερός εχθρός της γυναίκας. Η γυναίκα!

Οι κυρίες γελάσανε, χωρίς να μαντεύουν τη σκέψη του νέου ταξιδιώτη, που πετούσε τώρα προς τη θεία του.

— Περάστε στις θέσεις σας! ειδοποίησε ο καμαρότος.

Η μεγάλη είδηση έβαλε τέλος στη συζήτηση. Οι συζητηταί, αφού καταβρόχθισαν τις γυναίκες, επήραν γρήγορα τις θέσεις των στο τραπέζι και ρίχτηκαν τώρα, με την ίδια κακία, στα ορεχτικά. Σε λίγο το θέμα της ομιλίας έγινε ο μάγειρος και η γαστρονομική γεωγραφία της Ελλάδος. Οι κύριοι στο θέμα αυτό ήσαν πολύ σοφότεροι και, χωρίς άλλο, πνευματοδέστεροι. Ο Άλκης σε όλη τη διάρκεια του γεύματος, εξακολούθησε τη συνομιλία του με τις κυρίες, που τον εύρισκαν θελκτικό. Και, στα επιδόρπια, είχε καταλάβει, ότι τίμησε το γεύμα με περισσότερη όρεξη, απ’ όσο φανταζότανε.

— Κάνουμε μια παρτίδα πόκερ, κύριοι; πρότεινε κάποιος από τους επιβάτες.

Βρέθηκαν τρεις πάρτενερς.

— Μας κάνετε τον τέταρτο; είπαν στον Άλκη.

Ο Άλκης, που φοβότανε ν’ απομονωθεί πολύ γρήγορα στην καμπίνα του και να βρεθεί πάλι αντιμέτωπος με τον εαυτό του, δέχτηκε με μεγάλη προθυμία.

— Πολύ ευχαρίστως, κύριοι.

— Συνηθίζετε να κάνετε μπλόφες; τον ρώτησε μια από τις κυρίες.

— Δυστυχώς, κυρία μου, συνηθίζω να κάνω μπλόφες. Αλλά όχι στους άλλους. Κάνω μπλόφες στον εαυτό μου.

Οι κυρίες γελάσανε, χωρίς να καταλάβουν ή να προσπαθήσουν να καταλάβουν τίποτε στην αινιγματική αυτή φράση, που την πήραν σα μια εύθυμη ανοησία, απ’ αυτές που συνηθίζουν ν’ ακούνε τόσο συχνά από τα χείλη των ανδρών. Όμως ο Άλκης είχε προφέρει αυτή τη φράση με μια πτυχή πόνου στο κάτω του χείλι, που πέρασε απαρατήρητη.

Έπαιξαν ως τις πρωινές ώρες. Ο Άλκης, όταν αποσύρθηκε στην καμπίνα του, ήτανε κατάκοπος κι ένοιωθε τα μάτια του βαριά από τον ύπνο. Έπεσε και κοιμήθηκε ως το πρωί, με τον ήσυχο και ανόνειρο ύπνο του εργάτη, που είναι το δώρο του φυσικού κόπου. Όταν ξύπνησε κατά τις δέκα, αισθάνθηκε τον εαυτό του ήσυχο και σχεδόν εύθυμο. Ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήτανε μια μέρα γεμάτη φως και θριάμβους χρωμάτων απάνω στα κύματα, στις πρασινάδες των ακτών, στις μενεξένιες σιλουέτες των μακρινών βουνών. Ένα θάρρος και μια αισιοδοξία παράξενη πλημμύρησε τα στήθη του Άλκη. Κάθισε σ’ ένα πάγκο του καταστρώματος και ακολουθούσε με την ψυχή του, που είχε κάμει άσπρα φτερά κι αυτή, τα παιγνίδια των γλάρων, μέσα στη χρυσογάλανη αποθέωση της ατμοσφαίρας. Ο ναύτης, που του είχε μιλήσει εχθές, πέρασε.

— Ζυγώνουμε στη Ζάκυνθο, του είπε. Πρέπει να ετοιμάσετε τα μπαγκάζια σας, να τα ’χετε πρόχειρα εδώ στο κατάστρωμα.

— Σε πόση ώρα θα φουντάρουμε; ρώτησε ο Άλκης.

Στην πλώρη του καραβιού ξεχώριζε χαρούμενο το λουλούδι της Ανατολής, η «θεία Ζάκυνθος», όπου είχε ονειρευθεί να κοιμηθεί ο ξενιτεμένος ποιητής.

— Φτάσαμε! είπε ο ναύτης. Σε μισή ώρα το πολύ θα φουντάρουμε.

Θα ’βγαινε λοιπόν στη Ζάκυνθο ο Άλκης; Άρχισε ν’ αναθεωρεί τώρα ψυχραιμότερα την απόφασή του. Πώς θα δικαιολογούσε την επιστροφή του; Και καθώς είχε πάντα το φόβο του γελοίου, φοβήθηκε το ειρωνικό χαμόγελο της θείας του, που το ’βλεπε από τώρα να σχεδιάζεται στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη. Και η «θέλησις»; Το τροπάρι της «θελήσεως» που θ’ άκουγε πάλι; Σκέφθηκε μια στιγμή να εξακολουθήσει το ταξίδι του και ν’ αποφασίσει αργότερα. Μπορούσε να μείνει δυο τρεις μέρες στην Κεφαλλονιά, να προφασισθεί κάποια αρρώστια και να γυρίσει. Μέσα στους δισταγμούς του αυτούς, συλλογίσθηκε τη φράση που είχε πει το βράδυ στην κυρία.

— Συνηθίζω να κάνω μπλόφες στον εαυτό μου.

Είχε λοιπόν κάνει άλλη μια τραγική μπλόφα στον εαυτό του; Χαμογέλασε πικρά. Με τον κρότο της άγκυρας, που έπεφτε στα νερά του ωραίου νησιού, αγκυροβόλησε και η σκέψη σε μια απόφαση. Δε θα ’βγαινε στη Ζάκυνθο, θα εξακολουθούσε το ταξίδι του. Και την απόφαση του τη δυνάμωσε μια γρήγορη ιδέα που πέρασε από το νου του.

— Επιτέλους — σκέφθηκε σχεδόν δυνατά, γιατί άκουσε πάλι τον ήχο της φωνής του — αν η Στέλλα είχε πάρει κατάκαρδα το χωρισμό μου, θα ’δινε κάποιο σημείο ζωής, τις ημέρες που έμενα στην Αθήνα.

Μήπως ήτανε λοιπόν πράγματι μια «πρόστυχη» και μια τιποτένια, όπως την είχε χαρακτηρίσει η θεία του; Και άξιζε τότε να έχει τόσες τύψεις για ένα πλάσμα, που ίσως τη στιγμή αυτή λησμονούσε τον ερωτά του στην αγκαλιά ενός οποίου, που θα της «πλήρωνε — ίσως — και το λογαριασμό του μπακάλη της»;

Άναψε ένα τσιγάρο, χάιδεψε το μεγάλο, ωραίο κεφάλι του σκύλου του και εξακολούθησε το ταξίδι του.

 

VI

 

Το βαπόρι έφθασε αργά στο Αργοστόλι. Κάποιος κύριος, που είχε επιφορτισθεί να παραλάβει τον Άλκη, τον περίμενε στην προκυμαία.

— Θ’ ανεβούμε αμέσως στο βουνό; ρώτησε ο Άλκης,

— Είναι αργά τώρα, τον πληροφόρησε ο ξεναγός του. Προτιμότερο είναι να περάσετε τη νύχτα σας στο ξενοδοχείο και πρωί πρωί να ξεκινήσετε. Το ζώο θα σας περιμένει στις πέντε το πρωί κάτω από το ξενοδοχείο σας. θέλετε να κάνουμε ένα γύρο στην πόλη; Κατόπιν μου κάνετε την ευχαρίστηση να γευματίσουμε μαζί και σας οδηγώ στο ξενοδοχείο σας.

Έκαναν ένα γύρο στην πόλη. Ο Άλκης ακολούθησε ανόρεχτα τον ξεναγό του, που προθυμοποιήθηκε να του δείξει όλα τα αξιοθέατα. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να τον ενδιαφέρει στην ψυχολογική κατάσταση που βρισκότανε. Απαντούσε στον υποχρεωτικό κύριο με τυπικά μονοσύλλαβα, για να δείξει, από ευγένεια, κάποιο ενδιαφέρον, που δεν είχε καθόλου.

— Μου είναι πολύ συμπαθητική η πόλη σας... είπε στο τέλος, όταν πήγαν να γευματίσουν στο ξενοδοχείο. Έχει κάποιο γαλήνιο ρυθμό, που μου θυμίζει μερικές γερμανικές πολίχνες,, όπου πέρασα ωραίες, ήσυχες ημέρες.

Αναστέναξε από κάποια παλιά ανάμνηση, που προσπάθησε να την διώξει γρήγορα από τη σκέψη του. Έφαγε ανόρεχτα και παρακάλεσε τον ξεναγό του να τον οδηγήσει στα ξενοδοχείο, επειδή ήτανε εξαιρετικά κουρασμένος από το ταξίδι. Η κούρασή του ήτανε περισσότερο ψυχική, παρά σωματική, κι ένοιωθε την ανάγκη να βρεθεί μόνος του με τον εαυτό του, για να πάρει μια τελειωτική απόφαση που δεν κατόρθωνε να την πάρει ποτέ, αλλάζοντας διαρκώς σχέδια και αποφάσεις. Ο ξεναγός του, αφού του έκαμε μερικά εγκώμια για τις φυσικές ομορφιές του βουνού, όπου θα περνούσε αξέχαστες ημέρες, τον οδήγησε στο ξενοδοχείο του.

— Αύριο λοιπόν στις πέντε, θα είμαι κι εγώ να σας προβοδίσω.

Καληνυχτίσθηκαν με μια τυπική εγκαρδιότητα.

Μέσα στο μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου, με τα λευκά πάνινα παραπετάσματα, τα αρχαία έπιπλα, τα παράθυρα τα ανοιγμένα στη νυκτερινή σκηνογραφία του άγνωστου τόπου, στη μελαγχολία των ξένων σπιτιών και των ασυνήθιστων ήχων, ο Άλκης ένοιωσε βαριά την ψυχή του.

Ξαπλώθηκε στο κρεβάτι του περισσότερο από ανάγκη να ξεκουρασθεί, παρά να κοιμηθεί. Καταλάβαινε πως θα περνούσε μια άσχημη νύχτα. Και δεν έκλεισε, πράγματι, μάτι ως το πρωί. Η ατέλειωτη νύχτα του φάνηκε πλασμένη από τα άπειρα, τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα του παλιού εκκρεμούς, που ρύθμιζαν τη σκέψη του μ’ έναν τρόπο μονότονο, ανυπόφορο. Σηκώθηκε μια στιγμή, ανέβηκε σε μια καρέκλα και σταμάτησε την ενοχλητική μηχανή, όπως θανατώνει κανείς έναν εχθρό. Αυτό του έφερε κάποια ανακούφιση και κάποια ελευθερία να σκεφθεί και ν’ αποφασίσει.

— Λοιπόν; είπε μοναχός του.

Ήτανε το αιώνιο λοιπόν, η ερώτηση που είχε κάνει τόσες φορές στον εαυτό του από τη στιγμή που έφυγε από την Αθήνα. Αλλά δεν μπόρεσε να δώσει πάλι καμιά οριστική απάντηση.

— Λοιπόν;

Ένας ήμερος ήχος κουδουνιού έφθασε κάτω από το δρόμο, πιο σβησμένος στην αρχή, ζωηρότερος ύστερα, γλυκός πάντα, σαν ένα φιλικό χαιρέτισμα. Κατάλαβε πως ήτανε τα ζώο που ερχότανε να τον παραλάβει. Σηκώθηκε και κοίταξε το ωρολόγι του. Ήτανε τέσσερες ακόμα. Ο αγωγιάτης είχε φθάσει μια ώρα πρωτύτερα, σύμφωνα με τη συνήθεια των καλών αυτών Ελλήνων, που δε μοιάζουν με τις συνήθειες των ελληνικών σιδηροδρόμων.

— Καλύτερα! είπε ο Άλκης.

Βιάσθηκε να ντυθεί και να ετοιμάσει τη βαλίτσα του.

— Γκραφ, έλα λοιπόν! είπε στο σκύλο του, που κοιμότανε μακάρια απάνω σ’ ένα μικρό ντιβανάκι, τον ύπνο του δικαίου. Έλα! Ετοίμασε τις βαλίτσες σου.

Το ωραίο ζώο άνοιξε τα μάτια του, τεντώθηκε, σάλεψε την ουρά του και κοίταξε τον κύριο του μ’ ένα ύφος, σα να του ’λεγε.

— Αγαπητέ μου φίλε, οι βαλίτσες μου είναι έτοιμες.

Κατέβηκαν στο δρόμο. Ήτανε ακόμα σκοτεινά και η πόλη κοιμότανε ύπνο βαθύ, πέρα πέρα.

— Θα ξεκινήσουμε, αφέντη; — ρώτησε ο αγωγιάτης,— ή θα περιμένουμε και τον κυρ Γεράσιμο.

Ο Άλκης σκέφθηκε πως ήτανε περιττό να περιμένει τον ξεναγό του.

— Αν έρθει ο κύριος που μ’ έφερ' εχθές το βράδυ — είπε στο παιδί του ξενοδοχείου, που του είχε κουβαλήσει ως το πεζοδρόμιο τη βαλίτσα του — να του πεις πως τον ευχαριστώ πολύ. Μια και ήρθε ο αγωγιάτης, αποφάσισα να ξεκινήσω με τη δροσιά.

Το βέβαιο ήτανε πως κάτι τι τον έσπρωχνε να βρίσκεται σε αιώνια κίνηση. Η ανησυχία της ψυχής του ήτανε σαν ένα μαστίγιο που τον ανάγκαζε να πηγαίνει πάντα εμπρός — αδιάφορο πού — αλλά να προχωρεί σε κάποιο σκοπό, έστω και με κανένα σκοπό.

Ο αγωγιάτης έδεσε τη βαλίτσα στο σαμάρι του μουλαριού, έφερε το ζώο κοντά στην πεζούλα του ξενοδοχείου κι ο Άλκης καβαλίκεψε. Ξεκίνησαν. Ο Γκραφ ακολουθούσε από πίσω με χαρούμενα γαυγίσματα.

— Ο δρόμος είναι καλός; ρώτησε ο Άλκης, για να ρωτήσει κάτι.

— Αμαξωτός ως το Μεγάλο Βουνό! του είπε ο αγωγιάτης. Απ’ τον καιρό των Εγγλέζων. Κι αποκεί πάλι, άμα μπούμε στα έλατα, το μονοπάτι πάει μια χαρά.

Σε λίγο είχανε φθάσει στο γεφύρι, που ενώνει τις δύο όχθες του λιμανιού. Το σκοτάδι άρχισε να γλυκαίνει από τα πρώτα χαμόγελα της αυγής. Ένα χαρούμενο προαίσθημα φωτός είχε χυθεί στους λόφους ολόγυρα, στη θάλασσα, στην πόλη απάνω που ξυπνούσε κι άρχιζε να σαλεύει με μαχμουρλίκι Ανατολίτη. Η ωραία αυγή είχε γλιστρήσει ως τα βάθη της ψυχής του Άλκη και είχε σκορπίσει όλες τις σκιές των μαύρων λογισμών του. Ήτανε η ώρα του θάρρους για τον άνθρωπο, όπως για όλη τη φύση, που φαινότανε να παίρνει τώρα τις μεγάλες αποφάσεις της. Και ο Άλκης πήρε τώρα τη δική του.

— Λοιπόν;

Η απάντηση στην αιώνια ερώτηση της ψυχής του ήρθε μόνη της χωρίς κόπο και χωρίς δισταγμό. Το τοπίο της ψυχής του, κάτω από το δροσερό αυγινό φως, ξεκαθάριζε τώρα, όπως το φυσικό τοπίο ολόγυρά του. Έβλεπε καθαρά μέσα στον εαυτό του όλους τους δρόμους, όλα τα μονοπάτια, όλα τα κρυφά δρομαλάκια, που είχε να βαδίσει η ψυχή του. Και δεν είχε παρά να διαλέξει τον καλύτερο δρόμο.

— Λοιπόν;

Λοιπόν δε θα γύριζε πίσω στην Αθήνα, θα ήτανε γελοίο και παιδιάστικο να γυρίσει έτσι μπρος πίσω, χωρίς να μπορεί να δικαιολογήσει τον ερχομό του. Και αν, όπως ήτανε πιθανότερο, η Στέλλα, ύστερ’ από την ξαφνική του εξαφάνιση, τον είχε σιχαθεί για την προστυχιά του και του ’κλεινε την πόρτα κατάμουτρα, ποια θα ήταν η θέση του; Το λογικότερο ήτανε να γράψει αμέσως ένα γράμμα στο φίλο του τον Κώστα, να δικαιολογήσει σ’ αυτόν πρωτύτερα τη βιαστική του αναχώρηση, να του ζητήσει συγχώρεση, πως έφυγε έτσι ξαφνικά, χωρίς να του σφίξει το χέρι — η δικαιολογία θα ήταν εύκολη για ένα γιατρό, που έπρεπε να βρεθεί το γρηγορότερο κοντά σ’ έναν ασθενή που κινδύνευε — και να τον παρακαλέσει να τα πει όλα αυτά και στη Στέλλα και να τον δικαιολογήσει απέναντί της. Έπειτα θα περίμενε την απάντηση του Κώστα και σύμφωνα μ’ αυτή θα κανόνιζε τη διαγωγή του.

Ευχαριστημένος για την απόφασή του — τώρα δε θ’ άλλαζε πια γνώμη — άρχισε να μιλάει εύθυμα με τον αγωγιάτη, που βάδιζε δίπλα στο ζώο του και να του ζητεί διάφορες πληροφορίες για τα μέρη που περνούσαν.

— Να το Μεγάλο Βουνό! του είπε μια στιγμή ο αγωγιάτης. Καθώς ανέβαιναν, μπροστά τους υψώνονταν ο ένας πίσω από τον άλλον, οι ανατολικοί λόφοι του νησιού και στο βάθος ξεχώριζε, λείος και γαλανός μέσα στη δροσερότητα του πρωινού φωτός, ο Αίνος, τρυπώντας με την κορφή του μια τούφα από τριανταφυλλένια σύννεφα. Ο αμαξωτός δρόμος, κρεμασμένος απάνω σε μια αβυσσαλέα χαράδρα, ανέβαινε στα πλευρά του λόφου, καλόστρωτος, πλατύς, ασφαλισμένος με ψηλά διαζώματα. Η πρώτη ρόδινη αεροπλημμύρα απλωνότανε τώρα από τον αιθέρα στις ψηλές κορφές και από τις κορφές κυλούσε, σα φωτεινός καταρράχτης, ως τον κάμπο κάτω. Οι βράχοι οι γυμνοί και σουβλεροί, οι πράσινες λουρίδες της αμπελόφυτης γης, απλωμένες σαν καινούργια μπαλώματα σε παλιό ρούχο, και οι χλοερές, οι κατάφυτες κοιλάδες άρχισαν να ξυπνούν μέσ’ απ’ τη ρόδινη ομίχλη ενός μακάριου ύπνου.

Σε λίγο, τινάζοντας από πάνω τους τη γλυκιά τους νάρκη, ξυπνήσανε όλα τα ανήσυχα, τα χαρούμενα και τα μελαγχολικά χρώματα. Το γαλάζιο, βαθύ ακόμα στο κέντρο του ουρανού, σκοτεινό στον ορίζοντα της Δύσης, γλαυκό στην Ανατολή. Το πράσινο με όλους τους τόνους του, από το βαθύ μελανωπό των πριναριών και των χαμόδεντρων, ως το ιλαρό ανοιχτοπράσινο των αμπελιών και ως το σοβαρό σταχτοπράσινο των ελαιώνων. Και ύστερα το άσπρο, το κάτασπρο των απότομων βράχων, και το καστανό της γης πλάι με το σταχτί αργιλωδών λουρίδων, όλα τα χρώματα τα χωρίς όνομα, ραντισμένα στο ξύπνημά τους, απ’ την αυγινή δροσιά.

— Χαρά Θεού σήμερα, αφέντη! είπε ο αγωγιάτης.

Το είπε για να επαινέσει περισσότερο τον τόπο του στον ξένο, παρά γιατί ένοιωθε καμιά ανάγκη να φανερώσει το θαυμασμό του για τη φυσική ομορφιά της πρωινής ώρας.

— Αλήθεια, χαρά Θεού! αποκρίθηκε ο Άλκης, που πρώτη φορά στη ζωή του έπαιρνε την τριμμένη φράση του απλοϊκού ανθρώπου στο κυριολεκτικό της νόημα.

Κι ένοιωθε, πράγματι, μία θεία, δημιουργική χαρά να σκορπίζει τώρα και μέσα του τα σκοτάδια της νύχτας και ν’ ανασταίνει χίλια χρώματα, σ’ ένα πρωινό ξύπνημα. Τα μάτια του πέσανε μια στιγμή κάτω στην κοιλάδα, και, μέσα στη γελαστή βλάστηση, είδε να ξεχωρίζουν μαζεμένα σ’ ένα σημείο πολλά άσπρα σημάδια.

— Νεκροταφείο είναι εκεί κάτω; ρώτησε.

— Νεκροταφείο· είπε ξερά ο αγωγιάτης.

Τα κάτασπρα σπιτάκια των νεκρών ήτανε σα μια νότα χαράς, κι αυτά, μέσα στο πρωινό πανηγύρι.

Παρακάτω η πολιτεία, που είχαν αφήσει πίσω τους, ασπρολογούσε στην πράσινη πεδιάδα, και το λιμάνι, που μίκραινε ολοένα, φαινότανε σα μια λιμνούλα ατάραχη, που σιγά σιγά χάθηκε από τα μάτια τους. Κι ανέβαιναν ολοένα την πλατιά, λευκή λουρίδα του αμαξωτού δρόμου, που ξετυλιγότανε στα πλευρά των πέτρινων λόφων, ανάμεσα σ’ ελιές και πρινάρια, απάνω από κοιλάδες κατάσπαρτες, που αγκάλιαζαν λευκά, ειρηνικά σπιτάκια, κατοικίες ευτυχισμένων ανθρώπων. Και τα οροπέδια, καθώς προχωρούσαν, εχάνοντο, το ένα κάτω από το άλλο, σε κάθε στροφή του δρόμου, που άρχισε να ζωντανεύει τώρα από τη ζωή της εργατικής ημέρας, από τα ζώα, που κατέβαιναν από το βουνό, φορτωμένα καυσόξυλα, κορμούς ελάτων, σακιά με χιόνι, σκεπασμένα με κλαδιά και φύλλα, ατέλειωτη λιτανεία υποζυγίων και ανθρώπων, που έφερναν στο βουνό κάτω στη λαίμαργη καταλύτρα, την πολιτεία.

Σταματήσανε μια στιγμή στο χάνι του μπαρμπα-Νικόλα. Ο Άλκης είχε μουδιάσει από την καβάλα και ο Γκραφ, με τη γλώσσα όξω από τα λαχάνιασμα, του ’δινε να καταλάβει, με μικρά, χαρούμενα γαυγίσματα, πως θα ήτανε πολύ ευχαριστημένος να ξεκουραστεί λιγάκι και να δροσίσει με λίγο νεράκι τα πυρωμένα σπλάγχνα του. Ξεπέζεψε. Ο μπαρμπα-Νικόλας πετάχτηκε πρόθυμος στην πόρτα να περιποιηθεί τους ξένους του.

— Καλώς ορίσατε! είπε το γεροντάκι, γελαστό και χαρούμενο, σα να δεχότανε αγαπημένους συγγενείς, που είχε χρόνια να δει. Θα πάρετε μια ρομπόλα του νησιού;

Ο Άλκης δεν είχε καμιά διάθεση, τέτοια ώρα, ούτε για το νέκταρ των θεών.

— Κανένα καφέ μπορείς να μας ψήσεις, είπε. Και μια λεκάνη να πιει λιγάκι νερό το σκυλί.

— Ακούς, αφέντη! Ό,τι αγαπάτε. Και για την αφεντιά σας και για το λαγωνικό σας.

Κι έτρεξε να κάνει την προετοιμασία.

— Καλό γεροντάκι! είπε ο Άλκης στον αγωγιάτη, που όλα τα ’βλεπε καλά και αγαθά το ωραίο εκείνο πρωί.

Ο αγωγιάτης έκαμε τη σύντομη βιογραφία του μπαρμπα-Νικόλα, ώσπου να ετοιμασθεί το «κριθαρόζουμο».

— Τον βλέπεις αυτόν, αφέντη; Μπορεί να μας πνίξει στο χρυσάφι. Γρούποι του ’ρχονται οι λίρες απ’ τα παιδιά του που ’ναι στην ξενιτιά. Και σηκώνεται ωστόσο από τις δυο τα μεσάνυχτα, με όλα του τα γερατειά, για να δροσίζει τα λαρύγγια των ξωμάχων με την ξινισμένη του ρομπόλα.

— Δικό του είναι το χάνι; ρώτησε ο Άλκης που τον διασκέδαζε η κακογλωσσιά του χωρικού.

— Και το χάνι και το αμπέλι. Δεν το βλέπεις το αμπέλι, που πήρε τον ανήφορο κι ανεβαίνει στο βουνό; Όλο και μεγαλώνει, βλέπεις, το χτήμα του μπαρμπα-Νικόλα. Απλώνει σα λαδιά απάνω στα ξένα χτήματα. Σιγά σιγά θα σκεπάσει όλη την Κεφαλλονιά. Και τον κλαίγεσαι, αφέντη;

Όλες αυτές οι μικρές, ασήμαντες ιστορίες διασκέδαζαν τον Άλκη, χωρίς να τον ενδιαφέρουν. Και γι’ αυτό τον διασκέδαζαν ακόμα περισσότερο. Γέλασε με την καρδιά του.

Σε λίγο παρουσιάστηκε ο μπαρμπα-Νικόλας, με το ίδιο εύθυμο πρόσωπο, γεμάτο καλοσύνη, με το ίδιο παιδιάστικο γέλιο, που συνόδευε κάθε λέξη του κι έδινε στην ομιλία του ένα τραύλισμα βρέφους. Άφησε τον καφέ απάνω στο τραπέζι, ακούμπησε τη λεκάνη με το νερό μπροστά στα πόδια του σκυλιού, μ’ ένα σεβασμό συγκινητικό για το ζώο του αφέντη, κι αφού διηγήθηκε τα βάσανά του - τι βάσανα! απάνω στην ερημιά, έδωκε και μια χριστιανική συμβουλή στον ξένο του.

— Τώρα που θα περάσετε από το μοναστήρι, να κατεβείς, παιδί μου, ν’ ανάψεις μια λαμπάδα στον Άγιο! Μεγάλη είναι η χάρη του. Και πες κι ένα λόγο στην προσευχή σου για τον μπαρμπα-Νικόλα.

— Για μια καλή νύφη! του είπε χωρατεύοντας ο Άλκης.

— Την καλή νύφη να στη στείλει εσένα, παιδί μου, όπως σ’ αξίζει! ευχήθηκε ο μπαρμπα-Νικόλας. Για μένα καλή ψυχή!

Τα λόγια του μπαρμπα-Νικόλα έκαναν στον Άλκη την εντύπωση μιας άθελης, μοιραίας ειρωνείας. Σηκώθηκε να καβαλικέψει πάλι, σφίγγοντας το χέρι του γέρου, που, όπως του είπε σε λίγο ο αγωγιάτης, είχε τη συνήθεια να βάζει πάντα μεσίτες τους άλλους στον Άγιο για την ψυχή του, επειδή δεν είχε μούτρα να παρακαλέσει ο ίδιος, από το βλαστημίδι, που του τραβούσε ολημερίς.

Κατέβαιναν τώρα προς την κοιλάδα, όπου το μοναστήρι του Άγιου ασπρολογούσε, κάτω από τη σκέπη του Μεγάλου Βουνού, που άπλωνε ηδονικά τα άγρια βραχόσπαρτα πλευρά του στις φλογερές αχτίδες του καλοκαιρινού ήλιου.

Σε λίγο η συνοδεία σταμάτησε μπροστά στο μοναστήρι. Ο Άλκης ξεπέζεψε και μπήκε μέσα να προσκυνήσει, με μια ευλάβεια, που είχε καιρό να αισθανθεί στην άπιστη ψυχή του. Μια γαλήνη παράξενη είχε χυθεί μέσα του σα βάλσαμο θείας χάριτος. Καθώς περνούσε από την αυλή του μοναστηριού, έριξε μια ματιά στις καλόγριες, που, βγαίνοντας τη στιγμή εκείνη από την εκκλησιά, είχαν σκορπισθεί, με ράθυμα, αργά βήματα, ολόγυρα, άλλες συννεφιασμένες, μιλώντας σιγαλά μεταξύ τους, κι άλλες ολομόναχες, που βημάτιζαν απάνω κάτω, σαν να μην είχαν τίποτε πια να πουν, τίποτε ν’ ακούσουν. Μεταξύ σ’ αυτές ήσαν πολλές νέες και όμορφες ακόμα, λουλούδια μαραμένα πριν τον καιρό τους, που κρύβανε την ομορφιά τους, σαν αμαρτία, κάτω από τις μαύρες καλύπτρες.

Ο αγωγιάτης, που τον ακολουθούσε, του ’γνεψε να προσέξει μια γριά καλόγρια, καθισμένη σε μια πεζούλα της αυλής, με την παλάμη ακουμπισμένη επίμονα στο στόμα, σαν να πονούσε ή σαν να ήθελε να κρύψει κάτι.

— Την είδες αυτή, αφέντη; του είπε σε λίγο. Ήτανε στον καιρό της το ομορφότερο κορίτσι του νησιού. Κάποιος τη γέλασε και πήρε τα μάτια της κι έγινε καλόγρια.

Ο Άλκης έκανε ένα μορφασμό πόνου. Θυμήθηκε τη Στέλλα, τη δική του ξαφνική εξαφάνιση, τη διαγωγή του, που του είχε γίνει τώρα πάλι, σε μια στιγμή μέσα, η τύψη, που προσπαθούσε να την ξεχάσει, να λυτρωθεί απ’ αυτήν.

— Και γιατί βαστάει έτσι το χέρι της στα στόμα; ρώτησε.

— Κρύβει τα δόντια της! είπε ο αγωγιάτης. Της έμεινε συνήθεια, βλέπεις, από τα νιάτα της από την ημέρα που της τα ’σπασε η Ηγουμένη, θεός σχωρέσ’ την!

Ο απλοϊκός άνθρωπος μιλούσε, σα να ήτανε για πράγματα γνωστά και χωρίς καμιά σημασία.

— Γιατί της έσπασε τα δόντια; ρώτησε ο Άλκης, που δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτε απ’ τη φρικτή αυτή ιστορία.

— Η Μελανία — του εξήγησε ο αγωγιάτης — είχε κατά που λένε, τα ομορφότερα δόντια, που είδε ποτές ανθρώπου μάτι. Γραμμή μαργαριτάρια! Όταν μπήκε στο μοναστήρι, η Ηγουμένη τη φώναξε μέσα στο κελί της και της είπε, πως τέτοια δόντια δεν ταιριάζουν στην ταπεινοσύνη, που ζητάει ο Χριστός από τις νυφάδες του. Και, κάνοντας το σταυρό της, σήκωσε το μαρμαρένιο γουδοχέρι και της τα τσάκισε, για την αγάπη του Χριστού. Ίσως να ήτανε κι από ζήλεια. Ποιος ξέρει! Από τότε η Μελανία δεν έβγαλε, όπως λένε, το χέρι της από το στόμα. Και, γερόντισσα ακόμα, κρύβει τα σπασμένα της δόντια απ’ τον κόσμο. Συνήθειο, βλέπεις!

— Πάμε όξω, πάμε! είπε ο Άλκης.

Η τραγωδία, που με τόση αφέλεια είχε διηγηθεί ο απλοϊκός άνθρωπος, τον είχε ταράξει τρομερά. Ένας λυγμός είχε σταματήσει στο λαιμό του και τον έπνιγε.

— Τέτοιο θηρίο! είπε.

Και καθώς προχωρούσανε προς την εξωτερική πύλη του μοναστηριού, η φρικτή Ηγουμένη, που γέμιζε ολόκληρη τη σκέψη του αυτή τη στιγμή, του παρουσιάσθηκε στη φαντασία του, χωρίς να το καταλάβει πώς, με τα χαρακτηριστικά της Καίτης, με την ίδια, λίγο ανασηκωμένη μύτη, με τα ίδια λεπτά εκείνα χείλη, που τα χάραζε πάντα ένα αμφίβολο χαμόγελο.

 

VII

 

Πού το ’χεις αφήσει το σκυλί; ρώτησε ο Άλκης, όταν βγήκανε από την πύλη του μοναστηριού.

Ο Γκραφ, ο καλός και αθώος Γκραφ, για να μη μολύνει τον ιερό τόπο, όπου μια γυναίκα είχε σπάσει με το γουδοχέρι τα ωραία δόντια μιας άλλης γυναίκας, για την αγάπη του Χριστού, είχε υποχρεωθεί να μείνει όξω, σα βέβηλος.

— Έννοια σου, αφέντη! τον καθησύχασε ο αγωγιάτης. Βρίσκεται σε καλά χέρια. Τον έχω παραδώσει σε μια συγγενοπούλα μου απ’ το χωριό, που κατέβηκε για τη χάρη του Αγίου. Να τος!

Κι έδειξε με το δάχτυλό του κατά το θεόρατο πλάτανο, που άπλωνε τον ήσκιο του απάνω στο μοναστήρι. Στη ρίζα του πλατάνου ήσαν μαζεμένοι μερικοί άνθρωποι, που κοίταζαν, σκυμμένοι ευλαβητικά, σε κάποιο σημείο. Μέσα στους ανθρώπους, ο Άλκης ξεχώρισε μια ουρά να σαλεύει χαρούμενα.

— Φαίνεται ευχαριστημένος ο κατεργάρης... είπε. Ποιος ξέρει τι φιλίες έπιασε πάλι το βρομόσκυλο!

Είδε μια γυναικεία σιλουέτα σκυμμένη απάνω στο άπιστο ζώο κι ένα χέρι, που του χάιδευε το μεγάλο του, ωραίο κεφάλι.

— Γκραφ! φώναξε αυστηρά.

Και σφύριξε μια νότα γνωστή στο ζώο, που μόλις την άκουσε, τέντωσε τα μεγάλα αυτιά του, αποσπάστηκε απ’ το χέρι που τον χάιδευε κι έτρεξε, σέρνοντας τα σχοινί του, με μικρά παραπονιάρικα γαυγίσματα, προς τον κύριό του. Μ’ ένα πήδημα βρέθηκε όρθιος κι ακούμπησε τα δυο μπροστινά του πόδια στο στήθος του Άλκη, όπως συνήθιζε στις στιγμές των μεγάλων του διαχύσεων.

— Υποκριτή! του είπε γελώντας ο Άλκης. Και προχωρήσανε.

— Τι κοιτάζουν εκεί κάτω; ρώτησε ο Άλκης.

— Είναι το πηγάδι του Άγιου! του είπε μ’ ένα θαυμαστικό τόνο ο αγωγιάτης. Να πάμε ως εκεί, αφέντη, να προσκυνήσεις!

Μια ώρα τώρα, ο Άλκης δεν έκανε παρά να προσκυνάει. Είχε προσκυνήσει στο σκήνωμα του Αγίου. Είχε προσκυνήσει τη σκήτη του, όπου τον είχανε κατεβάσει από μια ανεμόσκαλα, με ένα φαναράκι στο χέρι, για να ιδεί απάνω στο υγρό χώμα το αποτύπωμα του κορμιού του Αγίου, που είχε περάσει εκεί, βαθιά μέσα στη γη, όλη του τη μαρτυρική ζωή. Μικρά, σταχτιά ζωύφια τρέχανε τρομαγμένα τώρα απάνω στην κλίνη, όπου ο Άγιος είχε ονειρευθεί τα οράματα των Παραδείσων. Είχε προσκυνήσει, λίγη ώρα πρωτύτερα, τη θυσία των ωραίων παρθενικών δοντιών στο ανθρώπινο ερείπιο, που αντίκρισε μέσα στη θλιβερή αυλή του μοναστηριού. Και η ψυχή του ήτανε πλημμυρισμένη από ευλάβεια και τραγικό δέος.

Σε λίγο έφτασαν κάτω από τη μυστηριακή σκιά του πλατάνου, όπου το ιερό πηγάδι είχε συγκεντρώσει τους ευλαβητικούς στρατοκόπους. Ο Άλκης σταμάτησε με συγκίνηση μπροστά στο πέτρινο χείλι του πηγαδιού.

— Ο Άγιος, εξήγησε ο αγωγιάτης, φύτεψε με τα χέρια του αυτό το δέντρο κι έσκαψε στην ρίζα του αυτό το πηγάδι. Όταν γιορτάζει η χάρη του, φέρνουνε το άγιο σώμα του και το απιθώνουνε απάνω στα χείλια του πηγαδιού. Και γίνεται το θάμα...

Μια δροσερή κοριτσίστικη φωνή έκοψε άξαφνα τη διήγηση του αγωγιάτη.

— Τότε το νερό φουσκώνει — είπε τρεμουλιαστή από συγκίνηση η δροσερή φωνούλα — ταράζεται, ανεβαίνει ψηλά και φιλεί το σώμα του Αγίου. Και τα ψηλά κλαδιά του πλατάνου λυγίζουν, νοητικά, χαμηλώνουν και προσκυνούν.

Ο Άλκης γύρισε να ιδεί ποιος μιλούσε. Ήτανε μια κοπέλα ως δεκαέξι χρόνων, με ωραία ξανθά μαλλιά, με μεγάλα καστανά μάτια, που άνοιγαν εκστατικά, σα να ’βλεπαν αυτή τη στιγμή το θαύμα, και με μια πυράδα παράξενη, χυμένη στα κάτασπρα μάγουλά της. Ο Άλκης έκανε ένα κίνημα παράξενο, όπως όταν βλέπει κανείς άξαφνα ένα γνωστό του αγαπημένο πρόσωπο. Νόμισε πως βλέπει μπροστά του τη Στέλλα. Ήτανε λοιπόν ένα αγαπημένο φάντασμα, που είχε παρουσιασθεί μπροστά του στον τόπο του θαύματος; Ή ήτανε τόσο παράξενη η ομοιότητα της μικρής χωριατοπούλας, με τη γυναίκα που γέμιζε, ημέρες τώρα, όλη την ψυχή του και όλη τη σκέψη του; Καθώς σηκώθηκε από την πεζούλα του πηγαδιού η κοπέλα και προχώρησε δυο βήματα, το ψηλό, λυγερό της κορμί σάλεψε με την ίδια χάρη, που, το μακρινό εκείνο δειλινό του Φαλήρου, τον είχε κάνει να συγκρίνει το περπάτημα της Στέλλας με το ξετύλιγμα του κύματος απάνω στην αμμουδιά. Σταμάτησε εκστατικός μπροστά στην ξαφνική, στην παράξενη εμφάνιση, χωρίς να βγάλει λέξη.

— Δεν το πιστεύεις, κύριε; είπε η κοπέλα, που είχε παρεξηγήσει τη στάση του.

Η αθώα οικειότητα του ενικού έκανε μια γλυκιά εντύπωση στην ταραγμένη ψυχή του Άλκη.

— Ποιος δεν πιστεύει, κοπέλα μου, τα θαύματα του Θεού; είπε.

Και ήτανε τόση η ευλάβεια της φωνής του, ώστε η μικρή χωριατοπούλα, με την ψυχή, τη γεμάτη από πίστη, του ’ριξε μια παράξενη ματιά, σαν να τον ευχαριστούσε για τη δική του πίστη.

— Είναι η συγγενοπούλα μου — είπε ο αγωγιάτης — που βαστούσε το σκυλί.

— Δικό σου είναι το σκυλί; ρώτησε τότε η κοπέλα τον Άλκη. Τι ωραίο σκυλί!

— Δικό μου, είπε ο Άλκης. Και σ’ ευχαριστώ πολύ για τον κόπο που έλαβες, καλή μου κοπέλα.

Και της έσφιξε το χέρι, που του άφησε εκείνη στο δικό του, με μια νέα πυράδα στα κάτασπρα μάγουλά της.

Ο Γκραφ, με χαρούμενα σαλέματα της ουράς, πανηγύριζε τη γνωριμία των δυο του φίλων.

Ώσπου να ετοιμασθεί το ζώο για τη συνέχεια του ταξιδιού — ο αγωγιάτης είχε πεταχθεί να το ποτίσει σ’ ένα γειτονικό μαγαζάκι — ο Άλκης κάθισε στην πεζούλα του πηγαδιού κι έσκυψε στο μυστηριακό του βάθος. Είπε μια λέξη χωρίς νόημα.

— Λοιπόν;

Ήτανε η λέξη, που του ερχότανε πάντα στα χείλη, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί.

Από τα σκοτεινά έγκατα της γης, όπου το νερό γυάλιζε ασάλευτο, σα μεταλλικός καθρέφτης, η φωνή ξαναγύρισε, μ’ ένα τόνο βαθύτερο, επιβλητικό σα φωνή χρησμού.

— Λοιπόν;

Ο Άλκης ένοιωσε μια ιερή ανατριχίλα σε όλο του το σώμα.

— Μήπως είσαι του λόγου σου ο γιατρός; του είπε η μικρή χωριατοπούλα, που είχε κρατήσει το σκυλί του, ακουμπώντας τώρα το άπλερο, παρθενικό κορμί της απάνω στον πλάτανο, έτσι ανάλαφρα όπως στηρίζεται ο χλωρός κισσός απάνω στο γέρικο κορμό του δέντρου, που τον κρατεί.

Η δροσερή φωνή — που του θύμισε πάλι καταπληκτικά τη φωνή της Στέλλας — σκόρπισε μέσα του μια παράξενη γλύκα που τον ξανάφερνε από τα σκοτάδια του μυστηρίου στο φως μιας πασίχαρης ζωής.

Η ξαφνική ερώτηση της κοπέλας τον παραξένεψε.

— Ο γιατρός! είπε. Ποιος γιατρός, κορίτσι μου;

Η κοπέλα κοκκίνισε σα να είχε κάνει μιαν άπρεπη ερώτηση.

— Έλεγα — είπε, σα να ήθελε να διορθώσει το λάθος της — πως είσαι ο γιατρός, που έρχεται για το άρρωστο κορίτσι, απάνω στο Μεγάλο Βουνό.

— Εγώ είμαι! είπε ο Άλκης. Το ξέρεις λοιπόν τα άρρωστο κορίτσι;

— Πώς δεν το ξέρω! Κάθε μέρα περνάω αποκεί.

— Πώς περνάς αποκεί;

— Πηγαίνω στα έλατα, με άλλα κορίτσια, και μαζεύουμε πετίνια.

— Τι είναι τα πετίνια;

— Κλαριά απ’ τα έλατα. Αποκεί ο δρόμος μου με φέρνει στο Σπίτι της Κυβέρνησης.

— Ποιο είναι το Σπίτι της Κυβέρνησης;

Η χωριατοπούλα φαινότανε να διασκεδάζει με την αμάθεια του ξένου και του απαντούσε με την αθώα υπερηφάνεια των απλοϊκών ψυχών, όταν καταλαβαίνουν πως είναι σοφότερες σε μερικά πράγματα από τους άλλους, που τα ξέρουν όλα.

— Δεν το ξέρεις το Σπίτι της Κυβέρνησης; ρώτησε μ’ έναν τρόπο, που φάνηκε στον Άλκη χαριτωμένος.

— Πού να το ξέρω;

— Το είχε χτίσει μια φορά, μέσα στα έλατα, ένας Εγγλέζος, που είχε φέρει κι αυτός, στα παλιά τα χρόνια, το κορίτσι του να ιδεί την υγειά του.

— Και την είδε την υγειά του;

— Πώς! Έγινε καλά. Από τότε πολλοί έρχονται να ιδούν την υγειά τους στο Σπίτι της Κυβέρνησης.

Ο Άλκης εύρισκε ξεχωριστή ευχαρίστηση στο αθώο μάθημα, που του ’κανε, με τόση σοβαρότητα, σα μικρή, χαριτωμένη δασκάλα, η χωριατοπούλα.

— Μα γιατί το λένε Σπίτι της Κυβέρνησης; ξαναρώτησε.

— Γιατί σαν έφυγε ο Εγγλέζος με το κορίτσι του, το χάρισε στην Κυβέρνηση. Τώρα κάθεται μέσα ένας χωροφύλακας, που φυλάει το δάσος. Δεν τόνε ξέρεις τον Πατούνα;

— Πού να τον ξέρω!

— Άμα θέλει όμως κανένας ξένος να ’ρθει για την υγειά του, τον αφήνουνε.

— Ώστε το ξέρεις το άρρωστο κορίτσι, που είναι τώρα εκεί;

— Την κυρία Μίνα δεν ξέρω; Και τον πατέρα της τον κ. Σταλίδη! Καλοί άνθρωποι. Τους κάνω και θελήματα απ’ το χωριό κι από τη χώρα. Να ’ξερες πώς μ’ αγαπάει η κυρία Μίνα... Μου ’χει χαρίσει ένα σωρό πράματα. Να, κι αυτό το σταυρό!

Έδειξε ένα χρυσό σταυρουλάκι, που το είχε κρεμασμένο στο λαιμό της. Ο Άλκης έπιασε το σταυρουλάκι, ζεστό ακόμα από τον παρθενικά κόλπο της κόρης. Η ζεστασιά αυτή του φάνηκε πως ζωντάνευε το ιερό σύμβολο και του ’δινε μια ανθρώπινη ψυχή.

— Ωραίος είναι! είπε γυρίζοντας το σταυρουλάκι στην κοπέλα. Να σε φυλάει πάντα! Λοιπόν, με περιμένουνε απάνω στο βουνό;

— Κάθε μέρα σε λογαριάζουνε.

Ο ενικός αριθμός, που μεταχειριζότανε η αφέλεια της χωριατοπούλας, έκανε μια παράξενη ευχαρίστηση στον Άλκη.

— Και πώς είναι τώρα το άρρωστο κορίτσι; ρώτησε πάλι, προσπαθώντας να βρίσκει ολοένα νέες ερωτήσεις.

— Καλύτερα! Την ωφέλησε το αέρι.

Ακούσθηκε πάλι το γλυκό κουδούνισμα του μουλαριού. Ο αγωγιάτης ερχότανε να διακόψει μια ομιλία, που ο Άλκης θα ήθελε — κι αυτός δεν ήξερε γιατί — να μην τελείωνε ποτέ.

— Πώς σε λένε; ρώτησε ο Άλκης. Είδες που ξέχασα να σε ρωτήσω το όνομά σου;

— Μαρία! είπε η κοπέλα.

— Ωραίο όνομα.

— Σ’ αρέσει τ’ όνομά μου; είπε, κοκκινίζοντας η κοπέλα.

Ο Άλκης την κοίταξε γλυκά, δίχως να μιλήσει. Και η Μαρία κατάλαβε πως αυτή ήτανε η απάντησή του.

Ο Άλκης καβαλίκεψε, αποχαιρέτισε, μ’ ένα εγκάρδιο σάλεμα του χεριού τη μικρή του γνωριμία του βουνού και ξεκίνησαν. Ο Γκραφ άνοιγε το δρόμο μπροστά, ενθουσιασμένος πάντα από το ταξίδι του, και ο αγωγιάτης ακολουθούσε στο πλευρό του ζώου, κάνοντας πάντα τα καθήκοντα του «τσιτσερόνου» στον ξένο του.

— Είναι μακριά ακόμα το δάσος; ρώτησε ο Άλκης.

Τίποτε δεν είναι μακριά για ένα χωριάτη στον τόπο του.

— Κανένα - δυο τσιγάρα δρόμο... είπε, μετρώντας την απόσταση με τα τσιγάρα.

— Πάρε λοιπόν το πρώτο! είπε ο Άλκης, βγάζοντας τη σιγαροθήκη του.

Άναψε κι αυτός ένα και προχωρήσανε.

Ανέβαιναν τώρα τις ξερές, τις άδεντρες υπώρειες του βουνού. Ο ανήφορος φάνηκε στον Άλκη ατέλειωτος. Η σκέψη του γύριζε στο μοναστήρι, στη σκήτη του Αγίου, στην τραγική καλόγρια με τα σπασμένα δόντια, στη λιτανεία των μαύρων σκιών, κι έπειτα γλιστρούσε, σα να ήθελε να βγει από τα πυκνά αυτά σκοτάδια, στο φωτολουσμένο τοπίο, με το μεγάλο πλάτανο και το ιερό πηγάδι, όπου μια δροσερή φωνούλα, σα να ’βγαινε από τα μυστηριακά βάθη του αγιασμένου νάματος, του είχε διηγηθεί το ωραίο θαύμα. Και ξανάκουγε τα λόγια της μικρούλας, σαν κύλισμα γάργαρου νερού απάνω στα βότσαλα. «Το νερό ταράζεται, φουσκώνει, ανεβαίνει και φιλεί το σώμα του Αγίου. Και τα κλαριά του πλατάνου λυγίζουν, γέρνουν νοητικά...» Έπειτα η ωραία εικόνα σβήστηκε πάλι από τα μάτια του, σαν περαστική οπτασία, και άρχισε να συλλογίζεται αδιάφορα, ξένα πράγματα, σχεδόν τίποτε. Μια νάρκη γλυκιά είχε χυθεί μέσα στην ψυχή του, σα βάλσαμο.

Η κορδέλα του ανηφορικού δρόμου ξετυλιγότανε μπροστά του σε ατέλειωτους μαιάνδρους. Και, σε κάθε βήμα του ζώου, όσο ψήλωναν στα πλευρά του βουνού, ο ορίζοντας απλωνότανε ελεύθερος γύρω και η θάλασσα κάτω λαμπύριζε από τα θερμά φιλήματα του ήλιου. Στα γαλανά της, ολόστρωτα νερά βαθυκοιμόνταν τα μακρινά νησιά, κάτω από έναν αέρινο πέπλο ρόδινης καταχνιάς.

— Πάρε και το δεύτερο! είπε ο Άλκης, δίνοντας ένα τσιγάρο στον αγωγιάτη.

Κι άναψε γελώντας άλλο ένα κι ο ίδιος.

Είχανε φτάσει πια στην κορυφή. Ήτανε η τελευταία καμπή του ατέλειωτου μαιάνδρου. Και στην πρώτη στροφή, σαν ξαφνικό πανόραμα, φανερώθηκε μπροστά τους, μαύρος ακόμα όγκος, με βαθυπράσινες νότες, όσο προχωρούσαν, ο μεγάλος δρυμός. Ο ήλιος έκαιγε τώρα δυνατά και φλόγιζε ανθρώπους και ζώα. Ο Γκραφ πήγαινε πάντα μπροστά, με τη γλώσσα κρεμασμένη απ’ το λαχάνιασμα, και το αγαθό μουλάρι, με τεντωμένα τα ρουθούνια από την αγωνία, προχωρούσε με κόπο.

— Δε σ’ το είπα, αφέντη; είπε ο αγωγιάτης. Με το δεύτερο τσιγάρο φτάσαμε.

Εννοείται, ότι από το πρώτο ως το δεύτερο τσιγάρο ο Άλκης, για να μη ντροπιάσει το παράξενο ρολόγι του αγαθού ανθρώπου, είχε αφήσει να περάσει μια ολόκληρη ώρα.

Άξαφνα μια πράσινη ακτινοβολία χύθηκε στην ατμοσφαίρα και κάτω από ένα χλοερό θόλο αποκαλύφθηκε το μονοπάτι του δάσους. Προχωρούσανε τώρα σε μια σκιά παραδεισιακή, που ανάπαυε τα μάτια τους, τα κουρασμένα από την τραχιάν αντηλιά των γυμνών βράχων. Το δυστυχισμένο ζώο, που ανάσαινε τώρα βαθιά, σα να ’θελε να ρουφήσει μέσα στα σπλάχνα του όλη τη δροσιά του λόγγου, προχωρούσε τώρα με χαρούμενο καλπασμό, ενώ ο κρότος των οπλών του σβηνότανε γλυκά στο πλούσιο χαλί του βρύου. Ο Γκραφ δε λαχάνιαζε πια. Προχωρούσε, ξαναγύριζε, γαύγιζε χαρούμενα, σα να ήθελε να πει την ευχαρίστηση του και ίσως — γιατί όχι; — και το θαμασμό του για τις ομορφιές του δάσους. Ο Άλκης, κατάκοπος από το δρόμο και τον ήλιο, είχε μισοκλείσει τα μάτια του, σε μια ηδονική νάρκη. Και προχωρούσε τώρα, σαν υπνοβάτης καβαλάρης, κάτω από το μαγικό θόλο, που τον έπλεκαν τα γραφικά κλαδιά των ελάτων, το ένα απάνω από το άλλο, σαν άπειρα κινέζικα ριπίδια, απλωμένα εκεί από έναν αγαθό Θεό για τους καλούς ανθρώπους.

Μια συμφωνία πρασίνου είχε χυθεί μέσα στην κουρασμένη ψυχή του Άλκη. Πράσινη η βλάστηση, πράσινη η δροσιά, πράσινο το μουρμούρισμα των φύλλων, πράσινο της αύρας το ελαφρόπνοο φύσημα, πράσινα τα κελαηδήματα των πουλιών. Ένα πανηγύρι πρασινάδας, μια θάλασσα πρασινάδας, που μέσα της ένοιωθε ν’ αργοπλέει, σα βαρκούλα μ’ ένα λευκό πανάκι, η ψυχή του.

Αργότερα είχε σημειώσει την παράξενη αυτή εντύπωση του στο ταξιδιωτικό του καρνέ.

Και, καθώς έπλεε μέσα στην πράσινη αυτή θάλασσα του ονείρου του, μια γλυκιά αναθυμίαση δροσιάς έλουσε το κορμί του, και τον μέθυσε, σα δυνατό κρασί, η αύρα του δάσους, γεμάτη από τα βάλσαμα των ελάτων.

Μπροστά του, σε κάθε βήμα, τριγύρω του, από παντού επρόβαλλαν άσυλα ονειρευτά, κρησφύγετα παραδείσια, θολίες εράσμιες. Αγκαλιάσματα και φιλήματα και χάδια κλαριών με κλαριά, φύλλων με φύλλα, δροσιάς με δροσιά. Και ανάμεσα από τ’ αγκαλιάσματα αυτά, ανάμεσα από το δίχτυ των ευλύγιστων κλώνων, φανερώματα φευγαλέα γαλάζιου ουρανού και γαλάζιου κύματος κι ερωτόπαθα παιγνίδια του φωτός με τη σκιά, των αχτίδων του ήλιου με το βρύο της γης.

Το βρύο το πυκνό, το βοστρυχωτό, με τα κρόσσια του και τις μεταξωτές κλωστές του, σκορπούσε ένα αίσθημα μαλακότητος και συβαριτικής χλιδής ολόγυρα. Τα σκέπαζε όλα, τη γη, τους κορμούς των δένδρων, τα κλαριά, τις πέτρες, κι απλωνότανε παντού, σαν ανάλαφρο πράσινο χιόνι, κι έκανε να μοιάζει ο μαγικός τόπος σαν πλούσιο σαλόνι, με μαλακούς καναπέδες, παχιά προσκέφαλα, αναπαυτικά ντιβάνια, ένα σαλόνι βασιλικό, στρωμένο με χνουδωτά χαλιά της Ανατολής. Ποιος σοφός θαλαμοστόλος το είχε στολίσει το σαλόνι αυτό; Χωρίς άλλο θα ήτανε κάποιο ενδιαίτημα των Νυμφών του δάσους, άσυλο ερώτων θερμών φιλοτήτων πρωτογενών, υπαιθρίων «ανεπαίσχυντων», για το θρίαμβο της αναπαραγωγής, για τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου.

— Να το Σπίτι της Κυβέρνησης! είπε ο αγωγιάτης.

Ο Άλκης ξύπνησε από το ωραίο του όνειρο. Ανάμεσα από τα πυκνά έλατα είδε να προβάλλει το μοναχικό σπιτάκι, μ’ ένα χαμόγελο φιλοξενίας, απλωμένο στη λευκή του όψη.

Ξεπέζεψαν λίγο μακρύτερα. Ένας ψηλός, ξανθός υπενωμοτάρχης, ο φύλακας του δάσους, έτρεξε να τους δεχτεί.

— Καλώς ορίσατε, γιατρέ! Σας περιμέναμε από τα χτες.

— Ο κύριος Σταλίδης; ρώτησε ο Άλκης.

— Καλά, πολύ καλά! Με την ιδέα πως θ’ αργήσετε ακόμα, πήγανε να κάνουν ένα γύρο με τη δεσποινίδα στο δάσος. Όπου να ’ναι θα ξαναγυρίσουν.

Και οδήγησε τον Άλκη προς το λευκό σπιτάκι, που μια άρρωστη κοπέλα περίμενε τον ερχομό του.

Ο Άλκης χαμογέλασε μια στιγμή. Του φάνηκε παράξενο πως έφθανε σα γιατρός εκεί, που ο ίδιος ερχότανε να γυρέψει τη δική του τη γιατρειά, χωρίς να ξέρει αν θα τη βρει.

 

VIII

 

Η υποδοχή του Άλκη από τον κύριο Σταλίδη και τη δεσποινίδα Σταλίδη, όταν γύρισαν, σε λίγο, από την εκδρομή τους στο δάσος, έγινε μ’ ένα τρόπο εγκάρδιο και σχεδόν πανηγυρικό.

— Τόση καλοσύνη από μέρους σας ν’ αφήσετε τις δουλειές σας και να ’ρθείτε να κλεισθείτε μαζί μας εδώ στην ερημιά! του είπε ο κύριος Σταλίδης, σφίγγοντάς του το χέρι.

— θα του κάνει καλό! παρετήρησε, μ’ ένα ύφος χαριτωμένα προστατευτικό, η δεσποινίς. Μη ξεχνάτε, μπαμπά, ότι ο κ. Άλκης είναι περισσότερο ποιητής παρά γιατρός.

— Εμείς τον φέραμε για γιατρό! είπε, με μια προσποιημένη σοβαρότητα ο κ. Σταλίδης, θέλοντας να δείξει, ότι ένοιωθε ακέραια την ευγνωμοσύνη για τη θυσία, που είχε επιβάλει στον εαυτό του ο Άλκης για χατίρι τους.

— Ο καλύτερος γιατρός κάποτε είναι ο ποιητής! είπε ο Άλκης. Όταν μάλιστα η γιατρική του δεν πρόκειται να παίξει μεγάλο ρόλο. Δόξα τω θεώ, η δεσποινίς μου φαίνεται λαμπρά στην υγεία της. Δεν είναι έτσι, δεσποινίς;

Η Μίνα δεν είχε καμιά αντίρρηση.

— Ελπίζω κι εγώ, είπε, ότι δε θα χρειασθεί να ενοχληθεί η γιατρική σας. Αισθάνομαι τόσο καλύτερα, από την ημέρα που βρίσκομαι εδώ...

— Αυτό μου είναι εξαιρετικά ευχάριστο! επρόσθεσε ο Άλκης. Δεν υπάρχει πιο ευχάριστο πράγμα για ένα γιατρό από το να είναι άχρηστος στους φίλους του.

Ύστερ’ από τα τυπικά αυτά φιλοφρονήματα — ανόητα όπως πάντα — άλλαξαν θέμα ομιλίας. Έβγαλαν ψάθινες πολυθρόνες και κάθισαν απ’ έξω από το σπιτάκι, κάτω από τα ριπίδια ενός έλατου, που ο μεσημεριανός ήλιος το είχε φωταγωγήσει σα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μίλησαν για τη ζωή της Αθήνας — ο Άλκης δεν ήξερε και μεγάλα πράγματα από το θέμα αυτό — για τη θεία του, που είχε την ευγενική καλοσύνη να μεσολαβήσει για τον ερχομό του — πάντα καλή και υποχρεωτική η κυρία Καίτη — για την ομορφιά του τοπίου — η Μίνα θα ξεναγούσε το γιατρό της στη μαγευτική αυτή πράσινη πολιτεία όπου είχε να του δείξει πολλά μικρά θαύματα — και τέλος ο Άλκης έλαβε την υπόσχεση πως δεν θα πλήξει, όσο φοβάται ίσως στο ερημητήριο του δάσους.

Ο κ. Σταλίδης, που με όλη του την ηλικία — πλησίαζε τα εβδομήντα — είχε κρατήσει από τη νεότητά του την ενέργεια ενός παλιού σπόρτσμαν, αναθρεμμένου στην Αγγλία, ζήτησε την άδεια από τον Άλκη ν’ αποσυρθεί μια στιγμή.

— Κάτι μαστορεύω! είπε.

— Ο μπαμπάς, ξέρετε — είπε η Μίνα — αν δεν κόβει ξύλα στο δάσος, όπως έκανε ο Γλάδστων στην ηλικία του, κάνει κάτι ανάλογο. Στις ώρες του, είναι και λιγάκι μαραγκός, και καταγίνεται τώρα να επιπλώσει το μικρό μας σπιτάκι.

— Ας είναι! είπε ο κύριος Σταλίδης. Τώρα ετοιμάζω μια έκπληξη για τον κύριο Άλκη. Και είμαι βέβαιος ότι θα εκτιμήσει την προβλεπτικότητά μου.

— Με βάζετε σε δύσκολη θέση, κύριε Σταλίδη. Μου είναι αδύνατο να μαντέψω, για να σας ευχαριστήσω αρκετά από τώρα.

— Καλύτερα! Καλύτερα! φώναξε γελώντας ο κύριος Σταλίδης. Και μ’ ευλυγισία παιδιού τινάχθηκε από το κάθισμά του και χάθηκε πίσω από το σπιτάκι, όπου είχε στημένο το εργαστήρι του.

— Ζηλεύω τα νιάτα του πατέρα σας! είπε ο Άλκης.

Η Μίνα χτύπησε με το μικρό της δαχτυλάκι το ξύλο του τραπεζιού.

— Η ωραία του ξενοιασιά! είπε. Η ζωή περνάει από πάνω του χωρίς να τον αγγίζει. Αν μπορούσαμε όλοι να είμαστε έτσι...

Ο Άλκης αναστέναξε.

Ο Γκραφ, που είχε χαθεί αρκετή ώρα μέσα στο δάσος, γυρεύοντας, χωρίς άλλο, να προσανατολισθεί με τη νέα του διαμονή, γύρισε, κουνώντας την ουρά του, να πληροφορήσει τον κύριό του, ότι θα ήτανε ενθουσιασμένος να περάσει εκεί όλη του τη ζωή.

— Τι θαυμάσιο ζώο! είπε η Μίνα, χαϊδεύοντας του το ωραίο, λεονταρίσιο κεφάλι.

— Ήτανε αδιακρισία μου ίσως να τον κουβαλήσω μαζί μου, είπε ο Άλκης. Υποθέτω όμως ότι η θεία μου σας είχε ζητήσει την άδεια. Την είχα παρακαλέσει...

— Δεν ήτανε καμιά ανάγκη για άδεια. Οι φίλοι των φίλων μας είναι και δικοί μας φίλοι, θα ιδείτε μάλιστα ότι φροντίσαμε να υποδεχθούμε το φίλο σας, όσο δε φροντίσαμε για σας. Ο μπαμπάς του ετοιμάζει ένα θαυμάσιο σπιτάκι, που θα στηθεί, ως το βράδυ, εκεί που κάθεσθε.

— Αυτή είναι λοιπόν η έκπληξη που μου ετοιμάζει ο μπαμπάς σας;

Η Μίνα πετάχθηκε στο κάθισμά της.

— Τι ανόητη! Σας μαρτύρησα το μυστικό του. Σας παρακαλώ να μη με προδώσετε.

Ο Άλκης την καθησύχασε. Γελάσανε κι οι δυο. Η συντροφιά της Μίνας, που η αρρώστια της της έδινε μιαν άυλη ομορφιά, σκόρπιζε μια ευχάριστη γαλήνη στην ψυχή του νέου. Κι έβλεπε τώρα σ’ αυτήν το ιδανικό της γυναικείας φιλίας, που κρατεί πάντα από τον έρωτα, όσο της χρειάζεται μόνο για να την ομορφαίνει. Και εξακολουθήσανε να μιλούνε σα δυο καλοί φίλοι, για όλα τα ασήμαντα και ωραία πράγματα του κόσμου τούτου.

— Δε φαντάζεσθε ίσως, δεσποινίς Μίνα — είπε ύστερ’ από μια μικρή σιωπή ο Άλκης — ότι τα νέα σας με πρόφτασαν στο δρόμο, δυο ώρες πριν να φθάσω ο ίδιος στον μικρό σας Παράδεισο.

— Με κάποιον άγγελο ίσως του Παραδείσου μας;

— Μαντέψατε.

— Όχι. Δε μάντεψα τίποτε. Δεν μπορούσα όμως να φαντασθώ ότι τα νέα ενός Παραδείσου σας ήρθαν με τον ασύρματο, θα ήτανε πολύ πεζό.

— Τέλος πάντων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έμαθα πως είσθε πολύ καλύτερα, ότι ο πατέρας σας κι εσείς μένετε ενθουσιασμένοι από τη διαμονή σας στο δάσος, ότι με περιμένατε από χθες και, το σπουδαιότερο, ότι η καλοσύνη σας έχει συγκινήσει το Μεγάλο Βουνό.

— Η καλοσύνη μου; Αλλά με ποιον; Με τα ωραία αυτά έλατα; Γιατί, σας ορκίζομαι, ότι έξω από τα χαριτωμένα αυτά δένδρα δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να ιδώ άλλο πλάσμα εδώ απάνω. Ποιος λοιπόν μπορεί να μιλήσει για την καλοσύνη μου;

Ο Άλκης την άφησε να βασανίσει ακόμη λιγάκι τη μνήμη της κι έπειτα της είπε:

— Αλλά οι μικρές χωριατοπούλες, δεσποινίς, που τους χαρίζετε τα μικρά, χρυσά σταυρουλάκια;

Η Μίνα χτύπησε τα χέρια της, σαν παιδάκι, που έλυσε άξαφνα ένα δύσκολο αίνιγμα.

— Καλέ, δε μου λέτε; Η Μαρία λοιπόν σας έκανε όλο αυτό το περίεργο ρεπορτάζ;

— Η Μαρία. Βλέπετε λοιπόν...

— Περίεργο μου φαίνεται. Είναι ένα τέτοιο αγριοκόριτσο, που δε φανταζόμουνα ποτέ, πως θα ’παιρνε αυτό το θάρρος και μάλιστα μ’ ένα νέο κύριο σαν κι εσάς.

— Και όμως, δεσποινίς! Το αγριοκόριτσο αυτό, όχι μόνο μου έδωκε όλες τις ευχάριστες πληροφορίες για σας, αλλά και μου διηγήθηκε με τον πιο χαριτωμένο τρόπο ένα ωραίο θαύμα.

— Ένα θαύμα; Τι λέτε!

— Το θαύμα του νερού στο πηγάδι του Αγίου, που ανεβαίνει, και τα λοιπά. Αμφιβάλλετε ακόμα;

Η Μίνα άπλωσε το χέρι της.

— Σας συγχαίρω, φίλε μου.

— Γιατί;

— Για την κατάκτησή σας.

— Πρόκειται λοιπόν για κατάκτηση; Αστειεύεσθε...

— Για την οποία πρέπει να είσαστε υπερήφανος.

— Υπερήφανος; Τι λέτε;

— Μα βέβαια, φίλε μου. Για να κάμει αυτή την εξαίρεση αυτό το αγριοκόριτσο, σημαίνει...

— Τι σημαίνει; Τίποτε φοβερό ίσως;

— Ξέρω κι εγώ; Σημαίνει οπωσδήποτε, ότι της κάνατε εξαιρετική εντύπωση.

Ο Άλκης γέλασε με την καρδιά του.

— Να σας πω, δεσποινίς Μίνα — είπε σε λίγο, μ’ ένα ύφος τάχα εμπιστευτικό. Μιλείτε σαν να ζηλεύετε για την εκτίμηση αυτή, που μου ’δειξε η Μαρία σας.

— Δεν έχετε άδικο! Το αγαπώ τόσο πολύ αυτό το περίεργο αγριολούλουδο, ώστε μου κάνει κακό να φαντάζομαι, ότι μου κάνει απιστίες, έστω και με το γιατρό μου. Σας παρακαλώ λοιπόν να προσέξετε, κύριε Άλκη! Κινδυνεύουμε να γίνουμε οι χειρότεροι εχθροί.

Γελάσανε κι οι δυο.

— Λοιπόν!... ακούστηκε από μακριά η φωνή του κυρίου Σταλίδη. Ετοιμασθείτε, γιατρέ μου, να δεχθείτε τη σουρπρίζ, που σας ετοίμασα.

Σε λίγο φανερώθηκε ο κύριος Σταλίδης, κρατώντας ένα θαυμάσιο, ξύλινο σπιτάκι, χαριτωμένη μικρογραφία ελβετικού σαλέ.

— Βλέπετε, είπε, ότι εννοούμε να καλοδεχόμαστε τους φίλους των φίλων μας.

Ο Άλκης, χωρίς να δείξει πως είχε την παραμικρή ιδέα, έμεινε εκστατικός μπροστά στο μικρό αριστούργημα της ξυλουργικής τέχνης του κυρίου Σταλίδη.

— Δεν ξέρω, είπε, αν πρέπει να σας συγχαρώ πρώτα για το έργο σας ή να σας ευχαριστήσω από μέρους μου και από μέρους του άφωνου φίλου μου για τη μοναδική σας ευγένεια.

Ο Γκραφ, με χαρούμενα σαλέματα της ουράς του, ένωνε την έκφραση της ευγνωμοσύνης του μαζί με τα ευχαριστήρια του κυρίου του.

— Θέλετε τώρα, γιατρέ, είπε ο κύριος Σταλίδης, στον Άλκη, να ιδείτε και το δωμάτιο το δικό σας; Γι’ αυτό δεν ανακατεύομαι. Γι’ αυτό φρόντισε η άρρωστή σας, και ελπίζω, πως με τα φτωχικά μέσα του σπιτιού μας, θα έκαμε το καθήκον της. Σε κάθε περίσταση εύχομαι να μη ζηλέψετε την εγκατάσταση του σκύλου σας.

Ο κ. Σταλίδης ήτανε πάντα περήφανος για τα έργα του.

— A la guerre comme a la guerre! είπε η Μίνα. Ο κ. Άλκης δεν πιστεύω να ζητήσει από το βουνό περισσότερα από ό,τι μπορεί να δώσει ένα βουνό.

Και, με μια εύθυμη παρωδία της παροιμίας, επρόσθεσε χαμογελώντας.

— Το ωραιότερο βουνό του κόσμου δεν μπορεί να δώσει παρά ό,τι έχει.

— Και το ωραιότερο κορίτσι επίσης!... είπε, καμαρώνοντας την κόρη του, που του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, για το αστείο του, ο κ. Σταλίδης.

Ο Άλκης, συγκινημένος από όλη αυτή την εγκάρδια φιλοξενία, δεν εύρισκε λόγια να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Από μέσα του όμως δεν ήτανε και πολύ ευχαριστημένος. Συλλογιζότανε, ότι όλη αυτή η αγάπη, που του έδειχναν οι φίλοι του, θα έκανε δυσκολότερη την αναχώρησή του, έτσι στα καλά καθούμενα, και χωρίς καμιά σπουδαία και πιστευτή πρόφαση. Πώς να τους πει μια μέρα ότι φεύγει, ότι αναγκάζεται να τους αφήσει, ενώ είχε φθάσει εκεί με τη συμφωνία να μείνει μαζί τους όλο το καλοκαίρι; Χωρίς άλλο θα έκανε την εντύπωση, πως είναι δυσαρεστημένος από τη διαμονή του στο δάσος, ότι η συντροφιά των φίλων του του ήτανε βαρετή και θα έδειχνε μιαν αγνωμοσύνη ή μια προστυχιά, που τον πείραζε και μόνο να τη συλλογίζεται; Και όμως η απόφαση του ήτανε πάντα να μη μείνει περισσότερο από λίγες μέρες στο δάσος, να ξαναγυρίσει στην Αθήνα το γρηγορότερο. Και μετανοούσε πάντα — όλη του η ζωή λοιπόν θα ήτανε μια μεταμέλεια; — πως δεν κράτησε την πρώτη απόφασή του να βγει στη Ζάκυνθο, να διακόψει το ταξίδι του και να μη πάει καθόλου στο βουνό.

Επήγαν να ιδούν «τα διαμερίσματα του γιατρού», όπως είπε ο κ. Σταλίδης. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο όπως όλα τα άλλα — τρία τέσσαρα όλα — δίπλα στο δωμάτιο του γέρου, και συγκοινωνούσε μ’ αυτό. Από το ανοιχτό του παράθυρο, που έβλεπε προς το δάσος, ένα πλούσιο, δροσερό φως χυνότανε μέσα, γεμίζοντας με χαρά το μικρό εκείνο άσυλο, που με τα λίγα του έπιπλα — ένα κρεβάτι εκστρατείας, ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με άσπρο ύφασμα, ένα μικρό ντιβανάκι μπροστά στο παράθυρο και δυο τρία καθίσματα — έδινε ωστόσο μια εντύπωση εξαιρετικά πλούσια και συμπαθητική, θα έλεγε κανείς μια εντύπωση πολυτελείας. Έλαμπαν όλα κατακάθαρα και ήτανε με τόσο γούστο βαλμένα τα λίγα πραματάκια του, ώστε να μαντεύει κανείς, πως ένα γυναικείο χέρι είχε περάσει από πάνω τους και τους είχε δώσει τον ευγενικό τους ρυθμό.

— Αυτό είναι το κελί σας, γιατρέ! είπε η Μίνα. Δεν θα μπορούσατε να το ονειρευθείτε χειρότερο.

Ο Άλκης προσπάθησε να πολλαπλασιάσει την έκφραση του θαυμασμού του και της ευγνωμοσύνης του. Και ήταν ειλικρινής. Σε άλλες περιστάσεις, ένα ποιητικό ερημητήριο σαν αυτό θα ήτανε το ιδανικό του.

Η Μίνα έβαλε τέλος, μ’ ένα χαριτωμένο τρόπο, στην ανταλλαγή των κουραστικών φιλοφρονημάτων.

— Να σας πω όμως, κύριε Άλκη! είπε μ’ ένα ύφος υπερήφανο τώρα. Αν το δωμάτιο του ύπνου σας δε σας ενθουσιάζει, υποθέτω πως δε θα ’χετε τίποτα να πείτε για τα σαλόνια σας, τα δωμάτια της εργασίας, τα καπνιστήριά σας, όλα τα βασιλικά διαμερίσματα, που βρίσκονται, από τη στιγμή αυτή, στη διάθεσή σας. Το δάσος ολόκληρο σας ανήκει!

— Θα είμαι ευτυχισμένος, είπε ο Άλκης, να με ξεναγήσετε με την ίδια καλοσύνη και στα άλλα διαμερίσματά μου. Δεν έχω αμφιβολία, πως θα μαντέψω κι εκεί το πέρασμα του χεριού σας.

— Το φτωχό μου το χέρι! αναστέναξε η Μίνα. Μου κάνετε λοιπόν άνοστα κομπλιμέντα, κύριε Άλκη; Τι θέλει το φτωχό μου το χέρι εκεί που πέρασε το χέρι ενός Θεού;

— Και όμως, είπε ο Άλκης, βλέπω ένα γυναικείο χέρι, που πέρασε από το δάσος.

Έδειξε απάνω στο μικρό τραπεζάκι, με το άσπρο κάλυμμα, ένα κρυστάλλινο βάζο, όπου λίγες νεόκοπες ανεμώνες σκόρπιζαν ολόγυρα ένα ντροπαλό τόνο αθωότητας και παρθενίας.

— Αυτά τα ωραία λουλούδια! είπε.

— Είναι το «καλώς όρισες» του δάσους στον ξένο του... είπε η Μίνα. Μην ξεχάσετε να το ευχαριστήσετε!

— Το δάσος, δεσποινίς;

— Όχι βέβαια έμενα. Αν θέλετε μπορείτε να ευχαριστήσετε και τη μικρή σας χθεσινή γνωριμία, όταν τύχει να την ξαναϊδείτε. Από τότε που είμαστε εδώ, η μικρούλα μου φιλενάδα έχει αναλάβει μόνη της την ωραία αυτή υπηρεσία. Κάθε πρωί λοιπόν θα ’χετε κι εσείς το μικρό σας δώρο. Και βέβαια δε θα ’χετε να ευχαριστήσετε την άρρωστή σας, που δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατή για να σκαρφαλώνει στους βράχους και να μαζεύει ανεμώνες. Αλήθεια, τ’ αγαπάτε τα συμπαθητικά αυτά λουλούδια; Δε σας ρώτησα.

— Αγαπώ όλα τα αγριολούλουδα! είπε ο Άλκης. Είναι τόσο αριστοκρατικότερα μπροστά στα λουλούδια της σέρας. Δε νομίζετε;

— Νομίζω, είπε με μια εύθυμη επέμβαση ο κ. Σταλίδης — ότι κάποιο λατινικό ρητό λέει: Primum vivere deinde philosophari. Τα είπα καλά, γιατρέ; Το τραπέζι μας περιμένει. Και είναι καιρός, νομίζω, να δείξουμε στο γιατρό και την τραπεζαρία μας.

Εβγήκαν έξω, όπου το τραπέζι ήτανε στρωμένο στο μικρό πλάτωμα, μπροστά στην είσοδο του σπιτιού, κάτω από τον ήσκιο του ίδιου έλατου, όπου είχαν δεχθεί τον Άλκη λίγο πρωτύτερα. Άλλες ανεμώνες ήσαν σκορπισμένες στο εύθυμο, εξοχικό τραπέζι, που τα κρύσταλλά του έλαμπαν πανηγυρικά, από τις κλέφτικες αχτίδες του ήλιου, που ξεγλιστρούσαν από τα πυκνά φύλλα του δέντρου, καθώς τ’ αργοσάλευεν η ανάλαφρη αύρα του δάσους.

 

IX

 

Κύριον Κώσταν Καλήν

Αθήνας           

Αγαπητέ μου φίλε,

 

Είναι πέντε μέρες τώρα, που βρίσκομαι στο δάσος. Και η θεία μου, αν την είδες στο μεταξύ, όπως πιστεύω, θα σου εξήγησε το λόγο της ξαφνικής μου φυγής. Και θα με δικαιολόγησες βέβαια, που έφυγα έτσι, χωρίς να μπορέσω να σ’ αποχαιρετίσω ούτ’ εσένα. Η παρουσία μου όμως εδώ, κοντά σε μια άρρωστη φίλη μας, που κινδύνευε, ήταν απαραίτητη και δεν έπρεπε να χάσω το πρώτο βαπόρι που έφευγε από τον Πειραιά.

Όλα αυτά θα σου τα εξήγησε καλύτερα η θεία μου. Και υποθέτω, ότι δεν είναι ανάγκη να σου δικαιολογήσω κι εγώ τώρα περισσότερο το φέρσιμό μου απέναντί σου και να ζητήσω τη συχώρεσή σου, που φαντάζομαι πως την έχω. Εσύ βέβαια που με ξέρεις καλά, δε θα με παρεξηγήσεις.

Όμως μια άλλη έγνοια με τρώει τώρα και δε μ’ αφήνει να χαρώ τη μαγευτική διαμονή μου στο ωραίο αυτό δάσος. Φεύγοντας δεν μπόρεσα να ιδώ ούτε τη Στέλλα, που όλη η σκέψη μου και όλη η ψυχή μου είναι τώρα μαζί της. Με τη βιαστική μου αναχώρηση δεν κατόρθωσα να την αποχαιρετίσω ούτε αυτή. Τρεις μέρες έμεινα στη βίλλα της θείας μου κι ένας πυρετός, που μ’ έπιασε άξαφνα εκεί, με κράτησε όλο το διάστημα στο κρεβάτι, ώστε να μη μπορέσω να το κουνήσω από το σπίτι. Ήθελα να της γράψω δυο λόγια. Αλλά πώς; Η θεία μου, καθώς ξέρεις, για λόγους που δεν μπορώ να μαντέψω, δεν πολυχωνεύει το δυστυχισμένο αυτό κορίτσι και δε βλέπει με καλό μάτι την ένωσή μου με τη Στέλλα. Με ποιο να στείλω το γράμμα;

Την υπηρεσία της θείας μου δεν μπορούσα να την εμπιστευθώ και δεν ήθελα ένα γράμμα προς τη Στέλλα, που δε θα μπορούσε να της κρατηθεί μυστικό, να γίνει αφορμή ν’ ακούσω πάλι τις συνηθισμένες φλυαρίες της Καίτης.

Για μια στιγμή σκέφθηκα να στείλω να σε καλέσω. Αλλά θα καταντούσε πάλι το ίδιο. Η Καίτη θα υποπτευότανε πάλι την ξαφνική εμφάνισή σου, γιατί, όπως ξέρεις, έχει πάντοτε την ιδέα ότι έχεις κι εσύ την ουρά σου, αθώε άνθρωπε, σ’ αυτή την υπόθεση, που της πειράζει τα νεύρα. Είχα αποφασίσει λοιπόν, φεύγοντας, να περάσω μια στιγμή κι από σένα κι από τη Στέλλα και να σας εξηγήσω, τι μου συμβαίνει. Ήρθαν όμως ανάποδα τα πράματα. Ο αδελφός της θείας μου, που είχε αναλάβει να φροντίσει για το βαπόρι, ήρθε άξαφνα, κάποιο απόγεμα, μ’ ένα αγοραίο αυτοκίνητο, και μας ειδοποίησε, ότι το βαπόρι, που είχε αναβάλει την αναχώρηση του ένεκα της απεργίας των ναυτοθερμαστών, θα ’φευγε σε λίγες ώρες, ύστερ’ από ένα συμβιβασμό των απεργών. Κι έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως. Με πήρε λοιπόν άρον άρον και είχε την ευγένεια, το θηρίο, να με συνοδέψει κι ως τον Πειραιά! Αδύνατο να του ξεφύγω.

Σκέφτηκα να σου τηλεγραφήσω από το πρώτο λιμάνι, που πιάσαμε. Αλλά πώς να σου τα εξηγήσω όλα αυτά μ’ ένα τηλεγράφημα; Μπορούσε να γίνει καμιά παρεξήγηση χειρότερη από τη Στέλλα, που είναι τόσο εύθικτη απέναντί μου. Κι έφθασα με την αγωνία αυτή ως την Κεφαλλονιά.

Να τώρα η μεγάλη εκδούλευση που ζητώ από τη φιλία σου. Μόλις λάβεις το γράμμα μου, να πας να συναντήσεις αμέσως — μα αμέσως, καημένε — τη Στέλλα, να της δώσεις, αν το κρίνεις αναγκαίο, να διαβάσει το γράμμα μου αυτό. Μπορείς να της πεις ακόμα, ότι θα ήμουν απαρηγόρητος για ό,τι έγινε, χωρίς τη θέλησή μου, αν δεν είχα μπροστά μου και την ανεξήγητη αδιαφορία τη δική της. Τέσσερες μέρες είχε να με ιδεί, εμένα που δεν πέρασε ημέρα, από τότε που τη γνώρισα, χωρίς να ζητήσω να τη συναντήσω, με κάθε τρόπο, στο σπίτι της ή αλλού. Και δε σκοτίσθηκε να μάθει, αν ζω ή πέθανα. Επί τέλους ήξερε, πως αν δεν είμαι στο σπίτι μου, θα είμαι η στο δικό σου ή στης θείας μου. Μπορούσε να στείλει να ρωτήσει απλώς για την υγεία μου. Αυτό θα μου ήτανε αρκετό. Έκτος αν διασκέδαζε αρκετά, όλες αυτές τις μέρες, ώστε να ξεχάσει, πως υπάρχει και κάποιος άνθρωπος, που την αγαπάει με όλη του την καρδιά και με όλη του τη σκέψη.

Όπως και να ’ναι, θα περιμένω ανυπόμονα την απάντησή σου, για να ξέρω, αν πρέπει να πετάξω στην Αθήνα, όσο μπορώ γρηγορότερα, ή να μείνω εδώ, θλιβερός αυτοεξόριστος, όλη μου τη ζωή.

Σε φιλώ

Άλκης

 

Χ

 

Με το γράμμα, που έστειλε ο Άλκης στο φίλο του, ένοιωθε κάποιο βάρος να σηκώνεται από το στήθος του.

Είχε δικαιολογήσει αρκετά πειστικά, αν όχι και με όλη την ειλικρίνεια που θα χρωστούσε σ’ έναν παιδικό του φίλο, που γνώριζε όλα του τα μυστικά, τη διαγωγή του και, προπάντων, έδινε να καταλάβει στη Στέλλα ότι δεν έπρεπε να παρεξηγήσει την εξαφάνισή του. Βέβαια θα είχε υποφέρει όλες αυτές τις ημέρες, το καημένο το κορίτσι, από ένα σωρό κακές υποψίες, που λίγο έλειψε ν’ αληθέψουν. Αλλά τώρα θα τα είχε ξεχάσει όλα θα τον συχωρούσε και θα ήτανε πάλι ευτυχισμένη. Έβλεπε με την φαντασία του τον Κώστα να παίρνει το γράμμα του, χωρίς να το καλοδιαβάσει ακόμα, και να τρέχει στο σπίτι της Στέλλας να της φέρει τη χαρά και την ευτυχία. Βέβαια δε θα είχε χάσει ούτε δευτερόλεπτο ο καλός Κώστας για την αγαθή αυτή πράξη. Και θα διάβαζαν μαζί με τη Στέλλα το γράμμα του, κι εκείνος που ήξερε την καρδιά του, θα της εξηγούσε προφορικά όσα δεν έγραφε μέσα στο γράμμα. Και θα το συμπλήρωνε με τα αισθηματικά του σχόλια.

— Δε σας το ’λεγα εγώ, δεσποινίς Στέλλα; Ο Άλκης θα ήταν ανίκανος για μια κακή πράξη απέναντί σας. Είχατε άδικο να βάλετε κακό στο νου σας.

Και η Στέλλα θα συμφωνούσε — γι’ αυτό ήτανε βέβαιος — θα μετανοούσε για τις κακές της υποψίες, θα ζητούσε από μακριά συχώρεση από το φίλο της, γιατί μπόρεσε μια στιγμή να φαντασθεί γι’ αυτόν ένα πράμα, που θα τον ατίμαζε. Και θα ’κλαιγε ίσως από χαρά τώρα. Με τη φαντασία του ο Άλκης, ξαπλωμένος στη ρίζα ενός ελάτου, μονάχος, ολομόναχος με τη σκέψη του, έκανε και ξανάκανε τη φανταστική αναπαράσταση της σκηνής αυτής, που τον παρηγορούσε και ανάπαυε τη συνείδησή του και του ’δινε θάρρος να χαρεί τις ομορφιές του δάσους, χωρίς τύψεις και νοσταλγίες.

Έπειτα συλλογίσθηκε τον τελευταίο παράγραφο της επιστολής του. Στην αρχή του φάνηκε σα μια κακία από μέρος του ο πικρός του εκείνος υπαινιγμός. Δεν ήτανε γενναίο, ένοχος ο ίδιος, να θέλει να ενοχοποιήσει τη γυναίκα, που είχε πληγώσει με τη διαγωγή του. Γιατί να της προξενήσει μια λύπη, χωρίς να είναι βέβαιος για τον κακό του υπαινιγμό; Και μετανοούσε τώρα, που είχε γράψει τις γραμμές εκείνες. Ύστερα όμως — με την επιθυμία που είχε να μείνει ήσυχος και ευχαριστημένος, ύστερ’ από την αγωνία τόσων ημερών — βρήκε τρόπο να παρηγορηθεί. Τα πικρά του αυτά λόγια — σκέφθηκε — δε θα μπορούσανε να προξενήσουν καμιά λύπη στη Στέλλα. Απεναντίας, θα της έδειχναν πως τη ζηλεύει πάντα και, για να τη ζηλεύει, πως εξακολουθεί να την αγαπά σαν και πρώτα. Ίσως θα θύμωνε στην αρχή, για την κακή του υποψία, για την έλλειψη εμπιστοσύνης που της έδειχνε, αλλά στο τέλος η υποψία του θα της έκανε καλό και θα της σκόρπιζε και την τελευταία αμφιβολία για την αγάπη του.

Έτσι, μ’ έναν ευχάριστο ψυχικό αναμηρυκασμό, ξανάφερε στη μνήμη του, δυο και τρεις φορές, ολόκληρο το γράμμα του. Και το βρήκε της τελείας αρεσκείας του. Η Στέλλα δεν μπορούσε, αυτή τη στιγμή, παρά να είναι ευχαριστημένη και χαρούμενη. Και καθώς την ένοιωθε ευχαριστημένη — δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, — έδινε και στον εαυτό του την άδεια να χαρεί για τις λίγες μέρες που θα ’μενε ακόμα στο δάσος.

Τινάχθηκε ζωηρός από τη χλόη, χτύπησε με χαρά τη ράχη του Γκραφ, που ήτανε ξαπλωμένος κοντά του, και του είπε:

— Έλα λοιπόν, τεμπέλη! Αρκετά τον πήρες! Πάμε να ιδούμε και τους φίλους μας.

Το πιστό και νοητικό ζώο κατάλαβε, πως ο κύριος του ήτανε στις καλές του. Κι έτρεξε μπροστά, στο σκιερό μονοπάτι, κουνώντας την ουρά του. Ύστερ’ από ενός τετάρτου δρόμο, στο σκιερό, ήσυχο μονοπάτι, φθάσανε στο φιλόξενο σπιτάκι, που τους είχε χάσει ώρες ολόκληρες.

Έξω από το λευκό σπιτάκι, στη συνηθισμένη της θέση, η Μίνα, ξαπλωμένη σε μια ψάθινη πολυθρόνα, ήτανε βυθισμένη στην ανάγνωση κάποιου συμπαθητικού της βιβλίου, που την έκανε να μην προσέξει αμέσως την εμφάνιση του γιατρού της. Ο Γκραφ, που δεν είχε αργήσει να πάρει θάρρος με τους νέους του φίλους, υψώθηκε μ’ ένα πήδημα, όχι και πολύ ιπποτικό, στα γόνατα της δεσποινίδος και της έκλεισε το βιβλίο, με περιφρόνηση αδικαιολόγητη για τον συγγραφέα.

Η Μίνα σήκωσε τα μάτια της, ξαφνιασμένη από την ανέλπιστη επέμβαση, και είδε τον Άλκη να προχωρεί απαρηγόρητος για τη διαγωγή του σκύλου του.

— Μην τον μαλώσετε, κύριε Άλκη! Αν η διαγωγή του δεν ήτανε πολύ κορέκτ, η κριτική του όμως είναι αλάνθαστη. Και συμφωνούμε απολύτως.

Πέταξε το βιβλίο της απάνω στο τραπεζάκι και πήρε ένα ύφος αυστηρό απέναντι του Άλκη.

— Γιατρέ μου — ο Άλκης από την ιδιαίτερη αυτή προσφώνηση ετοιμάσθηκε να περιμένει κάποια φιλική επίπληξη — είναι η σειρά μου τώρα να κάνω την κριτική της διαγωγής σας. Έχετε εγκαταλείψει την άρρωστή σας από το πρωί. Τι κατάσταση είναι αυτή; Για μια στιγμή είχα υποθέσει, ότι αποπλανηθήκατε μέσα στο δάσος.

— Ίσως δεν μαντέψατε άσχημα, δεσποινίς! είπε ο Άλκης, παίρνοντας ένα κάθισμα, για να καθίσει κοντά στην άρρωστή του. Είχα αποπλανηθεί πράγματι στο δάσος. Όχι όμως στα ωραίο σας αυτό δάσος, που σε λίγες μέρες έμαθα όλα του τα μονοπάτια. Έπειτα για το δάσος αυτό είχα οδηγό μου και τον κακομαθημένο αυτό σύντροφό μου, που νομίζει κανείς πως γεννήθηκε εδώ μέσα. Είχα αποπλανηθεί σ’ ένα δάσος, που συχνά χάνω τα μονοπάτια του και όπου ούτε ο καλός μου αυτός σύντροφος μπορεί να με βοηθήσει, για να βρω το δρόμο μου. Αν ξέρατε, δεσποινίς, τι δάσος! Ούτε τα παρθένα δάση της Αφρικής...

Μιλούσε με μελαγχολικά τόνο, αλλά με εύθυμη διάθεση.

Η Μίνα, που είχε μαντέψει τη σκοτεινή αλληγορία του φίλου της, του είπε με το προστατευτικό ύφος, που έπαιρνε κάποτε μαζί του:

— Ακούστε, γιατρέ! Γι’ αυτό το δάσος να κάνετε ό,τι κάνουν οι βοσκοί μας.

— Τι κάνουν οι βοσκοί; ρώτησε αφηρημένος ο Άλκης.

— Τι κάνουν οι βοσκοί; Αλλ’ από πού φτάνετε, κύριε Άλκη! Τα καίνε απλούστατα, φίλε μου, για να φυτρώσει χορτάρι στη θέση τους να βοσκήσουν τα πρόβατά τους.

— Λοιπόν;

— Να το κάψετε κι εσείς το δάσος σας. Έτσι θα φυτρώσει μέσα σας χαρούμενο χορταράκι και, αντίς από τα άγρια θηρία, θα βοσκούνε απάνω του μόνο τα ήμερα προβατάκια της σκέψης σας.

Ο Άλκης βρήκε την παρομοίωση θελκτική.

— Ακούστε! του είπε η Μίνα. Ας μιλήσουμε τώρα σοβαρά! Ελάτε πιο κοντά μου. Κανένας δε θα μας παρεξηγήσει. Θέλετε να ψηλαφήσετε το σφυγμό μου;

Ο Άλκης έσυρε σιμότερα το κάθισμά του.

— Μήπως θέλετε να ψηλαφήσετε εσείς το δικό μου;

— Απάνω κάτω! Ας μιλήσομε όμως σοβαρά. Από την ημέρα που βρίσκεσθε μαζί μας, καταλαβαίνω πως κάτι σοβαρό σας απασχολεί. Δεν είσαστε εντελώς στα καλά σας. Συχνά σας βλέπω αφηρημένο, στενοχωρημένο. Η σκέψη σας φαίνεται να πετά διαρκώς κάπου. Προσπαθείτε να διατηρήσετε την ψυχική παρουσία σας εδώ, μ’ ευγενικές προσπάθειες, οδυνηρές όμως για σας. Και σας βεβαιώνω, ότι κάποιες στιγμές αισθάνομαι τύψεις στη συνείδησή μου, που σας κρατούμε εδώ.

Ο Άλκης προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

— Μη με παρεξηγείτε, δεσποινίς Μίνα! Είμαι τόσο ευχαριστημένος εδώ. Μου είναι τόσο πολύτιμη η συντροφιά σας.

— Όχι, κύριε Άλκη, όχι! Μην προσπαθείτε να μου κρύψετε τη σκέψη σας!

Μιλούσε μ’ ένα τόσο θερμό ενδιαφέρον, ώστε ο Άλκης, μια στιγμή, αποφάσισε να εξομολογηθεί την κατάστασή του, να τα πει όλα.

— Βεβαιωθείτε — εξακολούθησε στον ίδιο θερμό και ανυπόκριτο τόνο η Μίνα — ότι δεν έχω καμιά περιέργεια να μάθω τα μυστικά σας. Δεν είμαι καθόλου γυναίκα αυτή τη στιγμή. Η κατάστασή μου, η αρρώστια μου, η ζωή που είμαι καταδικασμένη να κάνω όσο ζω, έχουν αλλάξει εντελώς την ψυχολογία μου. Ίσως δεν είμαι πια καθόλου γυναίκα. Ίσως δεν πρέπει να είμαι.

Μιλούσε με θάρρος τώρα και χωρίς σκιά παραπόνου, σαν να είχε πάρει, μια δυνατή απόφαση ζωής.

— Καλέ, τι ιδέες είναι αυτές, δεσποινίς Μίνα! είπε ο Άλκης με συμπάθεια.

— Μην προσπαθείτε να με παρηγορήσετε, κύριε Άλκη. Θα μου κάνατε κακό. Σας ορκίζομαι. Αν δεν είμαι πια γυναίκα, θα μπορούσα όμως να είμαι ένας καλός φίλος για τους ανθρώπους, που εκτιμώ και αγαπώ. Και θα το ήθελα, αυτή τη στιγμή, να γίνω ο καλύτερος φίλος σας. Δεν μ’ εμπιστεύεσθε;

Είχε στον τόνο της φωνής της η Μίνα έναν τόνο από εγκαρδιότητα, ειλικρίνεια και συμπάθεια μαζί, που έκαμε τον Άλκη να συγκινηθεί βαθιά. Ένας φίλος στην ερημιά! Ένας φίλος, που να μπορεί να του εμπιστευθεί τον πόνο του, τις ανησυχίες του, τα μικρά μυστικά του, να του ανοίξει την καρδιά του, να ζητήσει απ’ αυτόν μια συμβουλή και μια εγκαρδίωση, ήτανε γι’ αυτόν σαν ένα ανέλπιστο δώρο, που του ’στελνε κάποια σπλαχνική Πρόνοια μέσα στην αγαθή γαλήνη του δάσους.

— Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Μίνα, σας ευχαριστώ πολύ! είπε. Αν ξέρατε πόση ανάγκη έχω από τη φιλία, που μου προσφέρετε! Τη δέχομαι σαν το πολυτιμότερο δώρο, που θα μπορούσε άνθρωπος να μου χαρίσει, αυτή τη στιγμή.

Και, χωρίς δισταγμό, με την εμπιστοσύνη που του γεννούσε η καλοσύνη της άρρωστης κόρης, ο Άλκης διηγήθηκε την ιστορία του.

 

XI

 

— Πώς είναι ο γιατρός; ρώτησε ο κ. Σταλίδης την κόρη του, με σιγαλή φωνή, πλησιάζοντας με τις μύτες των ποδιών του το τραπεζάκι, όπου η Μίνα ετοίμαζε με σοφές φροντίδες μια λεμονάδα.

— Κοιμάται, ψιθύρισε η Μίνα. Ευτυχώς κοιμάται από το πρωί. Αυτό ελπίζω να του κάμει καλό...

— Ύστερ’ από την τρομερή νύχτα που πέρασε... είπε με την ίδια ψιθυριστή φωνή ο κ. Σταλίδης. Όλη τη νύχτα τον άκουγα από την κάμαρά μου να βηματίζει απάνω κάτω. Και δε σταματούσε παρά για να ξεσπάσει σε λυγμούς. Το καημένο το παιδί!

— Ήτανε φρικτό αυτό που συνέβη... είπε με αληθινό πόνο η Μίνα.

Ο κ. Σταλίδης έκαμε στην κόρη του ένα σημείο, πως φεύγει.

— Καλύτερα, πατέρα! Καλύτερα να μη δει κανέναν άλλον από μένα, όταν ξυπνήσει. Εσείς δεν πρέπει να ξέρετε τίποτε απ’ την ιστορία αυτή.

Η προσφορά της αδελφικής φιλίας της Μίνας προς τον Άλκη είχε γίνει σε μια κρίσιμη στιγμή και σαν από κάποιο θέλημα αγαθής Μοίρας.

Την άλλη μέρα ο Άλκης είχε δεχθεί κατάστηθα τον κεραυνό από τον πιο αίθριο ουρανό της ζωής του. Ευχαριστημένος από το γράμμα που είχε γράψει στον φίλο του, ευτυχισμένος από τη φιλία της Μίνας, που του είχε φανερωθεί με τόση καλοσύνη, ελαφρός από την εξομολόγηση της ερωτικής του περιπέτειας σε μια ψυχή τόσο διαφορετική από την ψυχή της θείας του, μια ψυχή που τον εννοούσε και τον είχε ενθαρρύνει για την τίμια απόφασή του, είχε πάρει τις εφημερίδες των Αθηνών, που είχαν φθάσει τη στιγμή εκείνη στο βουνό και πήγε στο δωμάτιό του να διαβάσει. Σε λίγο η Μίνα, που τακτοποιούσε κάτι στο διπλανό δωμάτιο του πατέρα της, άκουσε μια σπαρακτική κραυγή. Έτρεξε στο δωμάτιο του Άλκη και τον είδε πεσμένον στο κρεβάτι του, να κρύβει το πρόσωπο του στο μαξιλάρι του και ν’ ανατινάζεται από λυγμούς. Απάνω στο τραπεζάκι ήταν ανοιχτή μια εφημερίδα στο μέρος, που είχε διαβάσει ο Άλκης. Βέβαια κάτι τρομερό είχε διαβάσει. Η Μίνα έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην εφημερίδα και διάβασε το μικρό αυτό παραγραφάκι:

Σήμερον την πρωίαν, εις την επί της οδού Σίνα οικίαν της ευρέθη νεκρά η δεκαεπταέτις νεάνις Στέλλα Α. Εκ των διεξαχθεισών ανακρίσεων προκύπτει, ότι δεν πρόκειται περί εγκλήματος. Η ατυχής κόρη φαίνεται ότι υπέκυψεν εις ισχυράν δόσιν ναρκωτικού, το όποιον, ως εξηκριβώθη, είχε προμηθευθεί αφ' εσπέρας εκ του γειτονικού φαρμακείου. Οι λόγοι της αυτοκτονίας παραμένουν άγνωστοι. Επί της τραπέζης του δωματίου ευρέθη το εξής παράδοξον ιδιόγραφον σημείωμα της αυτόχειρος: «Δεν υπάρχει απάντησις». Ο αρμόδιος αστυνόμος επελήφθη κ.τ.λ..

Η Μίνα, που γνώριζε πια όλες τις λεπτομέρειες της ερωτικής ιστορίας του Άλκη, είδε μπροστά της όλη τη φρικτή τραγωδία, που ο θλιβερός της ήρως σπάραζε μπροστά της. Κι ένοιωθε βαθιά στην ψυχή της πως σ’ αυτήν είχε λάχει ο μοιραίος κλήρος να γίνει ο καλός και παρήγορος άγγελος του δυστυχισμένου φίλου της. Αλλά πώς; Ήτανε τόσο δύσκολη η θέση της. Χωρίς να σκεφθεί, τι έπρεπε να κάμει και πώς να φερθεί την τρομερή αυτή στιγμή, εμπιστεύθηκε στο γυναικείο της ένστικτο και άφησε την αγάπη της να την οδηγήσει.

Πλησίασε και κάθισε αθόρυβα, σα σκιά, σε μια καρέκλα, που βρισκότανε προς το μέρος της κεφαλής του κρεβατιού. Χωρίς να βγάλει λέξη, άπλωσε το χέρι της και το ακούμπησ’ ελαφρά στο κεφάλι του νέου. Εκείνος γύρισε σαν εκστατικός και κοίταξε με τα μάτια ανοιχτά από φρίκη, κατακόκκινα από τα δάκρυα. Σε λίγες στιγμές το πρόσωπό του είχε αλλοιωθεί, σαν ύστερα από μακριά αρρώστια. Της έκαμε τρόμο.

— Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! του είπε εκείνη περνώντας ελαφρά την παλάμη της απάνω στα μαλλιά του, με το γλυκό χάδι νέας μητέρας στο άρρωστο παιδάκι της.

Εκείνος ξανάπεσε απάνω στο μαξιλάρι, χωρίς να προφέρει λέξη. Φαινότανε σαν άνθρωπος που είχε χάσει την αίσθησή του, που δεν ένοιωθε τίποτε από ό,τι γινότανε τριγύρω του. Από καιρό σε καιρό, ένας σπασμός ανατίναζε το σώμα του. Η Μίνα τον άφησε να κλάψει, κρατώντας πάντα ελαφρά με το χέρι της το μέτωπό του, που έβγαζε φλόγες. Μια σιωπή νεκρική ήτανε χυμένη μέσα στο δωμάτιο, που την έκοβαν, πού και πού, οι λυγμοί του δυστυχισμένου του νέου. Ο Γκραφ, ακίνητος στα πόδια του κρεβατιού, με τα κεφάλι ανάμεσα στα δυο μπροστινά πόδια, με τα μάτια υψωμένα περίλυπα προς τη Μίνα, φαινότανε σα να την ευχαριστούσε για κάτι καλό, που ένοιωθε, με τη σύντομη σκέψη του, πως έκανε στον κύριό του αυτή τη στιγμή. Και σα να την παρακαλούσε να μείνει εκεί κοντά του, να μένει ακόμα, να βοηθήσει τον καλόν του κύριο, που αυτός, ένας σκύλος, ήθελε, μα δεν ήξερε, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.

Ο Άλκης σε λίγο, ανακουφισμένος από τα δάκρυα, που με το στοργικό της χάδι τα είχε ευκολύνει να χυθούν η καλή κόρη, ανασήκωσε μια στιγμή το κεφάλι του από το μαξιλάρι. Το βλέμμα του ήτανε πιο ήμερο τώρα και το πρόσωπό του, κουρασμένο πάντα, χωρίς τον άγριο εκείνο σπασμό, που είχε κάμει φρίκη λίγο πρωτύτερα στη Μίνα.

Άπλωσε τα χέρι του με κόπο κι έπιασε το χέρι της Μίνας και το κράτησε μ’ ευγνωμοσύνη στο δικό του.

— Τι καλή που είσαστε, δεσποινίς Μίνα, τι καλή που είσαστε σ’ εμένα... είπε. Χωρίς εσάς...

Και σε λίγο:

— Να πεθάνω, δεσποινίς Μίνα, θέλω να πεθάνω. Δεν μπορώ πια να ζήσω, το καταλαβαίνω, πως δεν μπορώ να ζήσω.

— Τα ξέρω όλα, δυστυχισμένε μου φίλε, τα ξέρω· του είπε με σταθερό τόνο φωνής η Μίνα, κρατώντας πάντα το χέρι του. Είδα αυτή την εφημερίδα. Γνωρίζω την ιστορία σας. Λοιπόν! Αν μπορούσατε με το θάνατό σας να διορθώσετε τίποτε, αν μπορούσατε τουλάχιστον να δώσετε μια ευχαρίστηση στην ψυχή αυτή, που βλέπει τώρα όλη την αλήθεια, που αντικρίζει από ψηλά τον πόνο σας και το σπαραγμό σας, θα σας έλεγα να πεθάνετε. Αλλά πώς μπορείτε να είσθε βέβαιος, ότι με αυτό που μελετάτε να κάμετε, δε θα δίνατε στη φτωχή αυτή ψυχούλα μια λύπη μεγαλύτερη από κείνη που της δώκατε στη ζωή, χωρίς να το θέλετε;

Ο τρόπος αυτός που είχε μεταχειρισθεί η Μίνα, η προσποιημένη τόσο τεχνικά ψυχρή λογική, που προσπαθούσε μ’ αυτήν να κερδίσει περισσότερο τη σκέψη του, που υπακούει ευκολότερα, παρά το τρικυμισμένο αίσθημά του, που καμιά αισθηματική παρηγοριά δεν θα μπορούσε να το γαληνέψει, είχε φέρει το ευεργετικό του αποτέλεσμα. Ο Άλκης, με το χέρι του πάντα μέσα στο δικό της, που το ένοιωθε δροσερό και παρήγορο στον πυρετό που τον έκαιγε, παρακολουθούσε τη λογική ανάπτυξη των επιχειρημάτων της Μίνας με μια συγκινημένη προσοχή, που της έδωκε το θάρρος να εξακολουθήσει.

— Ναι, δυστυχισμένε μου φίλε. Έχετε υποχρέωση να ζήσετε, θα ήτανε ανανδρία από μέρος σας, για να γλυτώσετε εσείς από μια τύψη, που δεν είναι επί τέλους δικαιολογημένη...

— Δεν είναι δικαιολογημένη είπατε, δεσποινίς Μίνα; Αλλοίμονο! Αλλά ποιος άλλος τη σκότωσε τη δυστυχισμένη μου, ποιος;...

Τον έπνιξαν πάλι οι λυγμοί.

— Όχι, μην το λέτε αυτό! Εσείς δεν μπορούσατε να φαντασθείτε, ποτέ, ότι μια μικρή σας απουσία...

— Αλλά δεν ξέρετε λοιπόν, δεσποινίς Μίνα;

Τράβηξε από το μαξιλάρι του ένα γράμμα του Καλή, που είχε βρει μέσα στην ίδια εφημερίδα, που του έφερε την τρομερή είδηση και το ’δωκε στη Μίνα να διαβάσει. Ο Κώστας, με λίγες βιαστικές γραμμές, τρομερά ταραγμένος, του έδινε την εξήγηση του σημειώματος, που είχε αφήσει η δυστυχισμένη Στέλλα στα τραπέζι της. «Δεν υπάρχει απάντηση». Και τα σκληρά αυτά λόγια, που είχε πει η θεία του, η κ. Κράλη, στον μικρόν υπηρέτη του ξενοδοχείου, από μέρος τάχα του Άλκη, γι’ απάντηση στο ικετευτικό εκείνο γράμμα της Στέλλας, τα σκληρά αυτά και ανάξια λόγια, που έγιναν αφορμή του θανάτου της Στέλλας, ο φίλος του πίστευε, ως κι εκείνος ακόμα, πως τα είχε προφέρει ο ίδιος ο Άλκης.

— Ποιος τα είπε τα λόγια αυτά; ρώτησε η Μίνα.

— Εγώ δεν έλαβα κανένα γράμμα, δεν έδωκα καμιά απάντηση. Ήμουν ανίκανος για τέτοια προστυχιά. Ποιος άλλος; Η θεία μου, η καλή αυτή γυναίκα, βέβαια! Και όμως το δυστυχισμένο το κορίτσι έφυγε από τον κόσμο με την ιδέα πως εγώ, σ’ ένα γράμμα, που, αν δεν μου το ’χανε κρύψει με μια τέτοια ατιμία, θα μ’ έκανε να τρέξω να πέσω στα πόδια της και να μείνω πάντα εκεί, είχα τη σκληρότητα, την προστυχιά να απαντήσω μ’ έναν υπηρέτη, πως «δεν υπάρχει απάντηση»! Α! είναι πολύ αυτό. Είναι αδύνατο να το υποφέρω!

Η φωνή του έτρεμε, από τα μάτια του έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.

Η Μίνα του είπε μ’ ένα ύφος κατηγορηματικό, γεμάτο πεποίθηση και μ’ έναν τόνο αποκαλυπτικό, που της έδινε μια έκφραση οραματιζομένης Σίβυλλας:

— Η Στέλλα ξέρει τώρα όλη την αλήθεια. Και είναι ευτυχισμένη. Η προσωρινή ευτυχία που ονειρευθήκατε να της δώσετε στον κόσμον αυτό, έγινε γι’ αυτήν η αιώνια ευτυχία, που κανένας πια δεν μπορεί να της αφαιρέσει. Η αγάπη σας της αποκαλύφθηκε μπροστά στο θρόνο του Θεού. Ποια αγάπη δε θα ζήλευε την άφθαστη αυτή τύχη;

Ο Άλκης έγειρε το κεφάλι του στο στήθος της κόρης, όπως γέρνει ένα παιδάκι το κεφάλι του στους κόλπους της μητέρας του. Κι εκείνη έπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, σαν καλή μανούλα. Ο πόνος είχε κάμει τον άνδρα βρέφος και την κόρη μητέρα. Και η σκιά μιας νεκρής ευλογούσε κι εξαγίαζε έναν εναγκαλισμό, που ενώ θα μπορούσε να είναι ερωτικός, δεν είχε από τον έρωτα παρά μόνο την άυλη ομορφιά του.

— Καλή μου αδερφούλα! ψιθύρισε ο Άλκης. Ποιος καλός Θεός σας έστειλε κοντά μου στη φριχτή αυτή στιγμή;

— Μ’ έστειλε εκείνη, που εξακολουθεί να σας αγαπά, όπως την αγαπάτε! είπε η Μίνα. Το αισθάνομαι πως μ’ έστειλ’ εκείνη.

Και δεν τον άφησε, παρά όταν της υποσχέθηκε, ότι θα ζήσει για την αγάπη της καλής του νεκρής.

Το άλλο πρωί τον είχε βρει κάπως ησυχότερο. Την νύχτα δεν είχε μπορέσει να κοιμηθεί. Και αισθανότανε τον εαυτό του πολύ κουρασμένο.

— Αισθάνομαι πως θ’ αρρωστήσω σοβαρά· είπε. Καλύτερα!

Η Μίνα πήγε να του φέρει το γάλα του. Όταν ξαναγύρισε τον βρήκε αποκοιμισμένο. Αλλά ο ύπνος του ήτανε ήσυχος και κανονικός. Έκλεισε σιγά την πόρτα και παράγγειλε να κάμουν ησυχία. Είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε και η Μίνα τώρα ετοίμαζε μια λεμονάδα για το άρρωστο παιδί της, μπροστά στο μικρό τραπεζάκι, που τη βρήκε ο πατέρας της.

 

ΧΙΙ

 

Οι νεκροί είναι αγαθοί. Δεν επεμβαίνουν συνήθως στη ζωή μας και μας βοηθούν να τους λησμονούμε. Ο Άλκης ύστερ’ από την τρομερή κρίση των νεύρων του, που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή ή το λογικό του, άρχισε να περνά στην ψυχική εκείνη ανάρρωση, που τόσο μοιάζει με τη φυσική. Μια γαλήνη ευεργετική είχε χυθεί μέσα του, όμοια με τη γαλήνη των τάφων που πρασινίζει απάνω τους η χλόη. Έτσι συχνά οι τάφοι χαρίζουν τη γαλήνη τους στους ανθρώπους, που πολύ έκλαψαν απάνω τους.

Η Στέλλα δεν τυραννούσε πια τη σκέψη του. Δεν του ζητούσε τίποτε, κι εκείνος δεν είχε τίποτε να της δώσει έκτος από μια ήσυχη κι ευλαβητική λατρεία. Και όταν, στις ώρες της μοναξιάς του, την καλούσε σιμά του, η αγαπημένη νεκρή ερχότανε πάντα σαν ένα φάντασμα αγαθό και γεμάτο καλοσύνη, που του έφερνε τα μυστικά δώρα του μακάριου κόσμου, όπου κατοικούσε, την παρηγοριά, την εγκαρτέρηση και την ελπίδα. Ακόμα και ελπίδα. Και όμοια με τον άνθρωπο, που ύστερ’ από μια βαριά αρρώστια, σαν να ’χει ξαναγεννηθεί, βρίσκει ωραιότερη τη ζωή και νοιώθει πιο βαθιά μέσα του την επιθυμία να ζήσει, ο Άλκης ένοιωθε μια νέα και δυνατή αγάπη να τον δένει με τον ωραίον κόσμο, που τον ευλογεί το φως του ήλιου. Και η αγάπη του αυτή ήτανε — το καταλάβαινε βαθιά μέσα του — σα μια νέα αγάπη ωραιότερη, απαλότερη, πιο ευγενική, πιο σύμφωνη με την αριστοκρατική φύση του ανθρώπου.

Ο Άλκης έκανε τώρα μακρινούς περιπάτους στο δάσος, πότε μόνος του με τον πιστό του σύντροφο, το Γκραφ, πότε συντροφεμένος από την καλή του αδερφή, τη Μίνα, που παρακολουθούσε με τις πιο γλυκές φροντίδες την ανάρρωσή του, βαθιά ικανοποιημένη για το ωραίο έργο της αγάπης της.

— Και να συλλογίζομαι, δεσποινίς Μίνα — της είπε κάποτε ο Άλκης — πως ήρθα εγώ να σας γιατρέψω. Και γίνατε εσείς ο γιατρός μου, ο γλυκύτερος γιατρός που γνώρισε ποτέ ένας άρρωστος στον κόσμο αυτό. Φαντάζομαι ότι μόνο ο καλός Ιησούς γιάτρευε τους ασθενείς, που του ’φερναν τα πλήθη, με το γλυκύτατο αυτό τρόπο. Γι’ αυτό η σωτηρία μου, δεσποινίς Μίνα, μου φαίνεται συχνά σαν ένα ωραίο θαύμα.

— Και όμως, γιατρεύοντάς σας, κύριε Άλκη — του είπε η Μίνα — ένοιωθα πως γιατρεύομαι η ίδια. Και βλέπετε πόσο καλύτερα είμαι. Δεν είναι τάχα αυτό το δεύτερο θαύμα;

Μια φιλία στενή, αδελφική, η σπάνια, αλλά γι’ αυτό και η πιο θαυμαστή φιλία, μεταξύ ανδρός και γυναικός, ένωνε τους δύο νέους. Ο Άλκης δεν είχε μυστικά για την καλή μου αδερφούλα κι εκείνη του είχε εξομολογηθεί όλα τα μελαγχολικά της μυστικά.

Ύστερ’ από τους περιπάτους και τους μικρούς των σταθμούς στα δροσερά άσυλα του δάσους, ξαναγύριζαν στο λευκό σπιτάκι. Η Μίνα έπαιρνε τη θέση της στην μακριά ψάθινη πολυθρόνα, τυλίγοντας γύρω από το εύθραυστο στήθος της ένα μαλακό μεταξωτό σαλάκι, λευκό σαν όλη τη φορεσιά της — το λευκό ήτανε το αγαπημένο της χρώμα, χειμώνα καλοκαίρι — ο Άλκης καθότανε κοντά της, ο Γκραφ ξαπλωνότανε πάντα μεταξύ στα πόδια και των δυο και ο κ. Σταλίδης, αεικίνητος, με όλα του τα γεράματα, πηγαινοερχότανε από το εργαστήρι του, όπου δεν του ’λειπε η δουλειά. Έτσι περνούσε με μια ευχάριστη μονοτονία η ζωή της οικογενείας — ο Άλκης και ο Γκραφ δεν ήσαν πια ξένοι — με τα εύθυμα διαλείμματα των γευμάτων, του απογευματινού τσαγιού και καμιά ξαφνική επίσκεψη κάποιου περαστικού χωρικού ή των χωροφυλάκων του δάσους, που είχαν να διηγηθούν πάντα τα άθλα τους με τους παράνομους υλοτόμους, που τους έστελναν αυτοί στη φυλακή και τους ξανάστελναν πίσω οι βουλευτές της επαρχίας.

Η Μαρία είχε καιρό να φανερωθεί στο δάσος. Σχεδόν από την ημέρα της τραγωδίας του Άλκη δεν είχε ξαναφανερωθεί καθόλου. Η Μίνα δεν είχε προσέξει την εξαφάνισή της. Τώρα όμως άρχισε να τη συλλογίζεται συχνά.

— Χωρίς άλλο, η μικρή μου φιλενάδα θα είναι άρρωστη... έλεγε συχνά. Έπρεπε να πάτε, γιατρέ, να τη δείτε! είπε μια ημέρα στον Άλκη.

— Πιστεύετε ακόμα στη γιατρική μου; της είπ’ εκείνος.

Ένας καλός άνθρωπος είναι πάντα ένας καλός γιατρός. Θα ’λεγα καλύτερα, ότι μόνο ένας καλός άνθρωπος μπορεί να είναι ένας καλός γιατρός.

Ο Άλκης είχε αποφασίσει να πάρει ένα ζώο και να πεταχθεί ως το χωριό, που απείχε ως μια ώρα από το δάσος. Την ίδια μέρα φανερώθηκε άξαφνα η Μαρία. Μα δεν ήτανε το εύθυμο και ξένοιαστο πλάσμα του βουνού, που είχε γνωρίσει ο Άλκης μπροστά στο θαυματουργό πηγάδι του Αγίου. Έσερνε με κόπο τα πόδια της, το πρόσωπό της ήτανε χλωμό και τα ωραία, μεγάλα μάτια της χωρίς λάμψη. Στη Μίνα έκανε εντύπωση η απίστευτη αυτή αλλαγή της μικρούλας.

— Τι έγινες, Μαρία; της φώναξε από μακριά. Άρρωστη ήσουνα, παιδί μου;

— Όχι, κυρία Μίνα! μουρμούρισε θλιβερά η Μαρία. Εγώ καλά είμαι. Η μάνα μου είναι άρρωστη βαριά.

— Και γιατί δεν ήρθες να ζητήσεις το γιατρό μας; Δεν τον γνωρίζεις το γιατρό; ρώτησε η Μίνα δείχνοντας τον Άλκη.

— Πώς δεν τον γνωρίζω; είπε η μικρούλα σηκώνοντας τα μάτια της, δακρυσμένα, μ’ ένα βλέμμα γλυκιάς ικεσίας προς τον Άλκη. Τον γνώρισα στο μοναστήρι.

Γύρισε ύστερα προς τον Γκραφ.

— Γκραφ, τι κάνεις, Γκραφ; Με θυμάσαι εμένα;

Ο Γκραφ κούνησε την ουρά του. Πώς μπορούσε να ξεχάσει την καλή του φιλενάδα, σε λίγες μέρες μέσα;

— Γι’ αυτό ήρθα! ξαναείπε η Μαρία. Αν ήθελε ο κύριος γιατρός να μας κάνει τη χάρη... Έφερα και το ζώο μαζί.

— Με μεγάλη μου ευχαρίστηση, παιδί μου! είπε ο Άλκης. Γιατί δεν ήρθες να μου το πεις από την πρώτη μέρα;

— Για να μη σου δώσουμε βάρος, κύριε γιατρέ! μουρμούρισε δειλά η Μαρία και ένα κύμα αίματος χύθηκε στο χλωμό πρόσωπό της. Μα τώρα βάρυνε η μάνα μου.

— Τι έχει η μάνα σου;

— Πουντιασμένη είναι.

— Έχει ζέστη;

— Έχει. Ψήνεται.

Σήκωσε πάλι τα μάτια στο γιατρό.

— Θα γίνει καλά, γιατρέ;

Η αθώα ερώτηση της μικρούλας, που περίμενε να μαντέψει από μακριά ο γιατρός την αρρώστια της μητέρας της και του ζητούσε μια παρήγορη λέξη, τον συγκίνησε βαθιά.

— Μη φοβάσαι παιδί μου! Θα γίνει καλά η μητέρα σου. Θα την κάνουμε καλά, πρώτα ο θεός!

Η Μαρία σήκωσε την ποδιά της και σκούπισε δυο δάκρυα στα ωραία της μάτια, που η θλίψη τα ’κανε ωραιότερα.

Σε λίγο ο Άλκης, αφού πήρε μαζί του τη σύριγγά του και λίγες αμπούλες, ακολούθησε τη Μαρία.

— Πού πάει ο γιατρός; ρώτησε ο Σταλίδης, που είχε φθάσει εκείνη τη στιγμή από τον περίπατό του.

— Πηγαίνει ως το χωριό να ιδεί τη μητέρα της Μαρίας· τον πληροφόρησε η Μίνα. Είναι, φαίνεται, βαριά άρρωστη, η καημένη.

— Ώστε αρχίζει να γίνεται και γιατρός του χωριού ο Άλκης;

— Τον παρακάλεσα κι εγώ. Όταν μπορεί να κάνει κανείς το καλό. Έπειτα φαντάζομαι ότι θα τον ωφελήσει μια ενασχόληση με την επιστήμη του. θα του αποσπάσει λιγάκι τη σκέψη του από τη θλιβερή περιπέτειά του.

Ο κ. Σταλίδης βρέθηκε εντελώς σύμφωνος με την κόρη του.

Κάθισε κοντά της, στη θέση ακριβώς που καθότανε πριν ο Άλκης. Και κοίταζαν τον Άλκη, που προχωρούσε μαζί με τη Μαρία προς το δάσος.

— Τι χαριτωμένη κοπέλα! είπε ο κ. Σταλίδης με τη βαρυσήμαντη κριτική της ηλικίας του.

— Φαντάζομαι, είπε η Μίνα, ότι οι συνομήλικοί σας της αρχαίας Σπάρτης θα σηκώνονταν στο πέρασμά της, όπως όταν πέρασε μπροστά τους η Ελένη του Μενελάου.

— Τα γερατειά είναι σοφά! είπε γελώντας ο κ. Σταλίδης. Η κομψή σιλουέτα της Μαρίας, μέσα στο απλό χωριάτικο

φόρεμά της, που θύμιζε αρχαίο χιτώνα, χανότανε μέσα στο σκιερό μονοπάτι, σαν ελληνική οπτασία. Καθώς περπατούσε στο πλάι του νέου, το ευλύγιστο κορμί της σάλευε με τον απαλό κυματισμό των κλαριών των ελάτων, που της άνοιγαν τόπο να περάσει, ενώ κάποιες αχτίδες, που ξεγλιστρούσαν από τα πυκνά φυλλώματα, φορούσαν, πότε πότε, ένα βασιλικό διάδημα στο ξανθό της κεφάλι. Ο Άλκης βάδιζε κοντά της, σκυφτός, με τα χέρια στις τσέπες, ακούοντας ίσως τις μικρές, συμπαθητικές ανησυχίες της κόρης για την άρρωστη μητέρα της.

— Εκείνο, που μου κάνει εντύπωση — ξαναείπε η Μίνα, όταν οι δυο νέοι είχαν χαθεί στη στροφή του μονοπατιού — είναι η ντιστενξιόν αυτουνού του κοριτσιού, θα ’λεγε κανείς πως είναι πριγκιποπούλα. Είναι κάποια περίεργα πράγματα...

— Καθόλου περίεργα! εξήγησε ο κ. Σταλίδης. Η ευγένεια είναι στο αίμα. Και μέσα στις φλέβες ενός χωριάτη μπορεί να κυκλοφορεί ένα αίμα βασιλικό, όπως στις φλέβες ενός βασιλιά μπορεί να κυκλοφορεί ένα αίμα βαστάζου. Δεν σου κάνουν εντύπωση οι τρόποι του αγράμματου αυτού κοριτσιού; Θα ’λεγε κανείς πως μεγάλωσε κοντά σε μια Αγγλίδα νάρσα και πως έκανε την ανατροφή του μέσα στο αριστοκρατικότερο λύκειο της Λόντρας. Φαντάζομαι, με τέτοια ομορφιά και τέτοια χάρη, τι εντύπωση θα ’κανε, ντυμένη από μια εκλεχτή μοδίστρα, στα σαλόνια των Αθηνών. Θα ήτανε το ζήτημα της ημέρας στους κοσμικούς κύκλους. Ορισμένως η Αθήνα δεν έχει να δείξει πολλά γυναικεία θαύματα σαν αυτό.

Ο ενθουσιασμός του κ. Σταλίδη — ένας ενθουσιασμός της ηλικίας του για τα μικρά τρυφερά πλάσματα — τον είχε παραφέρει σε κάποιες υπερβολές, που ήτανε ο φόρος, που πληρώνει και η πιο σοφή κριτική στον ένστικτο θαυμασμό.

— Μην το λέτε αυτό, πατέρα! είπε η Μίνα. Είμαι η πρώτη που έχει γοητευθεί από το μικρό αυτό ζωντανό θαύμα του δάσους. Δεν πρέπει όμως να κρίνουμε να πράγματα χωριστά από το περιβάλλον τους. Η θαυμαστή αυτή ευγένεια, που παρατηρούμε στο κορίτσι αυτό, όπως κάθε ευγένεια, δεν είναι παρά ένας τέλειος εναρμονισμός με το περιβάλλον. Και δεν ξέρω τι θα γίνει, αν βγάλει κανείς το μικρό αυτό χρυσό ψαράκι από τα νερά του. Θυμόσαστε το στίχο του ποιητή για τα ψαράκια, που όταν τα βγάλουν στη στεριά, σπαρταρούνε τραγικά μαζί και κωμικά.

Απάνω στην περίεργη αυτή συζήτηση φανερώθηκε ο υπενωμοτάρχης του δάσους. Εύθυμος και διαχυτικός σαν πάντα, χαιρέτισε τους ξένους του, που κοντά τους είχε γνωρίσει μια εξαιρετική καλοπέραση.

— Τώρα είδα και το γιατρό, με τη Μαρία· είπε.

Η Μίνα του εξήγησε ότι ο γιατρός πήγαινε να ιδεί τη μητέρα της Μαρίας.

— Φαίνεται πως είναι βαριά άρρωστη η καημένη...

— Γι’ αυτό λοιπόν — είπε ο υπενωμοτάρχης — την είχαμε χαμένη τόσες ημέρες τη Μαρία. Έλεγα κι εγώ!

Η Μαρία ήτανε το χαϊδεμένο παιδί του δάσους. Δεν περνούσε ημέρα χωρίς να την ιδούν οι χωροφύλακες και οι υλοτόμοι, πότε να μαζεύει «πετίνια», με άλλα κορίτσια, πότε να γυρεύει ανεμώνες για την αγαπημένη της κυρία του Σπιτιού της Κυβέρνησης, που ήτανε τ’ αγαπημένα της λουλούδια.

— Τι αγριοκόριτσο! ξαναείπε ο υπενωμοτάρχης.

— Δε φοβάται, αλήθεια, να τριγυρίζει κορίτσι μονάχο μέσα στα δάσος; ρώτησε η Μίνα, περισσότερο για ν’ ακούσει κανένα καινούργιο άθλο της προστατευμένης της, παρά γιατί είχε δισταγμούς για το ωραίο και αθώο της θάρρος.

— Αυτή να φοβηθεί! είπε ο υπενωμοτάρχης. Πού κοτάει άνθρωπος να της μιλήσει; Μια ημέρα κάτι πήγε να της πει ο Κώστας ο χωροφύλακας και ορκίσθηκε πως δε θα το ξανακάνει. Του κατέβασε όλα τα πετίνια, που ήτανε φορτωμένη, στο κεφάλι!

Και τα εγκώμια της μικρούλας χαϊδεμένης του δάσους εξακολουθήσανε, ως την ώρα που ξαναγύρισε ο Άλκης.

 

XIII

 

Ο Άλκης ξαναγύρισε ευχαριστημένος από τη γιατρική του εκστρατεία.

— Πώς είναι η άρρωστή σας; τον ρώτησε με ανησυχία η Μίνα, ανησυχία περισσότερο για τη μικρή της φιλενάδα, παρά για την άρρωστη μητέρα της, που δεν την είχε ιδεί ποτέ της.

— Ευτυχώς τη γλύτωσε! είπε ο Άλκης. Θα μου ήτανε πολύ δυσάρεστο ο πρώτος μου άρρωστος, που βλέπω στο χωριό, να μου φύγει από τα χέρια μου. Φαντασθείτε τι υπόληψη θα κέρδιζε ο περίφημος γιατρός, που φέρατε από την Αθήνα!

Εξήγησε ύστερα, ότι η άρρωστή του είχε πνευμονία, ότι τη βρήκε ακριβώς απάνω στην κρίση της αρρώστιας και ότι είχε όλες τις ελπίδες πως θα πάρει πια τον καλό δρόμο.

— Εννοείται — πρόσθεσε — ότι η γιατρική μου δεν έχει να παίξει πια σπουδαίο ρόλο. Η φύση, όπως πάντα, θα κάνει ό,τι πρέπει. Οπωσδήποτε, θα περάσω για καλοπόδαρος. Και αυτό για ένα γιατρό έχει κάποτε περισσότερη σημασία από την επιστήμη του.

Ο Άλκης μιλούσε μ’ ενδιαφέρον για τη γιατρική του και η Μίνα συλλογιζότανε, πόσο δίκιο είχε όταν έλεγε στον πατέρα της, ότι η ενασχόληση του φίλου του με την επιστήμη του θα τον ωφελούσε να ξεχάσει τις μαύρες του ιδέες.

— Το βέβαιο είναι, του είπε η Μίνα, ότι κοντά μου κινδυνέψατε να ξεχάσετε τη γιατρική σας. Από τότε που ήρθατε φρόντισα να μη σας δώσω αφορμή να ενασχοληθείτε με την αρρώστια μου.

Και πρόσθεσε μελαγχολική.

— Μια τόσο κοινή αρρώστια!

Εκείνος χωρίς να προσέξει στα τελευταία λόγια της Μίνας της απάντησε στα πρώτα.

— Σας έδωκα όμως αφορμή εγώ, είπε, να ενασχοληθείτε με τη δική μου την αρρώστια και να γίνετε ο γιατρός του γιατρού σας. Και αν κινδύνεψα να ξεχάσω τη γιατρική μου, έμαθα όμως πως υπάρχει μια άλλη γιατρική, ανώτερη από τη δική μου, που θεραπεύει με την αγάπη και την καλοσύνη.

— Τέλος πάντων, δεν μπορείτε να ’χετε παράπονα, γιατρέ — είπε εύθυμα ο κ. Σταλίδης — για το ταξίδι σας στο βουνό. Με την πρώτη επιτυχία σας στη μητέρα της Μαρίας, η φήμη σας θα φουντώσει στο χωριό. Δε θα προφθαίνετε να βλέπετε αρρώστους. Και έχετε όλες τις ελπίδες να γίνετε ένας θαυμάσιος γιατρός του χωριού, άξιος ν’ απαθανατισθεί από έναν Μπαλζάκ.

Σα να μετανοούσε όμως για το αστείο του, πρόσθεσε χαϊδεύοντας τον Άλκη στις πλάτες:

— Σας αστειεύομαι, καλέ μου φίλε, σας αστειεύομαι.

— Βεβαιωθείτε, κύριε Σταλίδη — είπε γελώντας ο Άλκης — ότι μου προφητέψατε ένα μέλλον που μ’ ενθουσιάζει. Δεν ξέρω τι θα έλεγε η θεία μου, που έχει τη φιλοδοξία να με κάνει καθηγητή του Πανεπιστημίου. Εγώ σας ορκίζομαι, ότι θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι ένας ειρηνικός γιατρός του χωριού και να σκορπίζω τα δώρα της επιστήμης μου στους καλούς αυτούς ανθρώπους, που η ζωή τους έχει τόσο μεγαλύτερη αξία από τη ζωή των ανθρώπων της πολιτείας.

— Βρίσκετε πως έχει μεγαλύτερη αξία; ρώτησε η Μίνα.

— Πώς να μην έχει, δεσποινίς Μίνα; Έχει την αξία της ομορφιάς. Είναι μια ζωή αφιερωμένη σε όλους τους αγαθούς σκοπούς της δημιουργίας. Δεν είσθε σύμφωνη;

— Αυτό ακριβώς ήθελα να μου πείτε! είπε η Μίνα. Και είμαι πολύ ευχαριστημένη, ότι ακόμα μια φορά βρεθήκαμε σύμφωνοι. Η ζωή ενός γεωργού αξίζει περισσότερο από τη ζωή ενός σοφού.

— Και μια όμορφη χωριατοπούλα — επρόσθεσε ο κ. Σταλίδης — περισσότερο από μια μεγάλη κυρία.

Κάθισαν στο τραπέζι, πλούσιο σαν πάντα, χάρη στο μάγειρο, που είχε φέρει μαζί του στο βουνό ο κ. Σταλίδης, μεγάλος φίλος του εκλεκτού φαγητού, της εκλεκτής συντροφιάς και όλων των εκλεκτών πραγμάτων του κόσμου τούτου. Και η συνομιλία εξακολούθησε, χωρίς ν’ αλλάξει, με τον εύθυμο τώρα τόνο, που δίνει και στη σοφότερη συζήτηση το πνεύμα του στομάχου.

— Ο πατέρας, ξέρετε, κύριε Άλκη — είπε η Μίνα — είναι ερωτευμένος με τη μικρή μου φιλενάδα. Είναι δυο ώρες τώρα που μας πλέκει το εγκώμιό της.

Ο κ. Σταλίδης δεν αρνήθηκε, ότι όλα τα ωραία πράματα εξακολουθούν να τον ενθουσιάζουν. Ο Άλκης βρέθηκε σύμφωνος, αλλά χωρίς να προσθέσει τη δική του γνώμη. Η ομιλία αυτή για τη Μαρία φαινότανε να τον στενοχωρεί κάπως. Και η Μίνα διέκρινε κάποιο ελαφρό κοκκινάδι στο χλωμό πρόσωπό του.

— Αλήθεια — είπε αδιάφορα — δεν μου είπατε τίποτε, γιατρέ, για τη Μαρία, θα είναι ενθουσιασμένη βέβαια για την καλυτέρεψη της μητέρας της.

— Φαντάζεσθε!... είπε με μια λέξη ο Άλκης.

— Πόση ευγνωμοσύνη θα σας έχει, γιατρέ!

— Η αλήθεια είναι, πως το καημένο το κορίτσι δεν ξέρει πως να δείξει τη χαρά του.

Προσπάθησε όμως ν’ αλλάξει θέμα ομιλίας.

— Πώς ζουν, αλήθεια, αυτοί οι χωρικοί! είπε. Η ζωή τους μοιάζει τόσο πολύ με τα παραμύθια. Ο φανταστικός κόσμος είναι τόσο στενά δεμένος στη ζωή τους με τον πραγματικό, ώστε να μη μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, πού τελειώνει ο ένας και πού αρχίζει ο άλλος.

— Ένας γιατρός — είπε η Μίνα — βρίσκεται περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να εκτιμήσει αυτή την ωραία κατάσταση που περιγράφετε, κύριε Άλκη. Η ζωή του αποκαλύπτεται σε όλα τα μυστικά της.

— Ίσως δεν έχετε άδικο, δεσποινίς Μίνα. Ακριβώς κοντά στην άρρωστη αυτή είχα την ευκαιρία να ιδώ μερικά πράματα τόσο συμπαθητικά. Ο φόβος του θανάτου φέρνει πλησιέστερα την απλή και αθώα ζωή προς το μυστήριο. Και ο γιατρός, που μπαίνει στο χωριάτικο σπίτι, που το τριγυρίζει ο θάνατος, βλέπει πόσους ανέλπιστους συνεργάτες έχει για το έργο του, το έργο της σωτηρίας. Να ένα πράμα που δεν το απαντά ο γιατρός στα δικά μας τα σπίτια! Σ’ αυτά ο γιατρός είναι ο μόνος κύριος της καταστάσεως. Σ’ αυτόν γυρίζουν όλα τα βλέμματα. Απ’ αυτόν περιμένουν όλοι, και πρώτα ο άρρωστος τη σωτηρία του. Στο χωριάτικο όμως σπίτι...

— Φαντάζομαι τι θέλετε να πείτε... τον διάκοψε η Μίνα, που παρακολουθούσε με συγκινημένη φωνή τα λόγια του.

— Στο χωριάτικο όμως σπίτι — εξακολούθησε ο Άλκης — ο ρόλος του γιατρού είναι δεύτερος και τρίτος ρόλος. Πρώτα είναι η εικόνα, τα ξεραμένα λουλούδια του Επιταφίου, ο παπάς, ο αντιπρόσωπος της θείας Χάριτος, το καλό όνειρο που είδε μια ανήσυχη ψυχή για τον αγαπημένο της άρρωστο — μήνυμα μυστικών στοιχείων για τη σωτηρία του — τόσα άλλα, τόσα άλλα! Και φαντασθείτε, ότι εγώ έφθασα στο κρεβάτι της άρρωστης μαζί με το θαυματουργό νερό... από το πηγάδι του Αγίου.

— Η Μαρία βέβαια θα έφερε το θαυματουργό νερό... τον διάκοψε πάλι η Μίνα.

Ο Άλκης βεβαίωσε το πράμα μ’ ένα στενοχωρημένο κίνημα. Φάνηκε όμως ευχαριστημένος που είχε μαντευθεί.

— Μεταξύ λοιπόν του θαυματουργού νερού — εξακολούθησε ο Άλκης — και της φτωχής μου γιατρικής, σε ποιο από τα δυο θέλετε ν’ αποδοθεί το θαύμα;

— Ένα μέρος του θαύματος θα το έχει πάντα η γιατρική σας, κύριε Άλκη.

— Ένα μικρό μέρος ακριβώς, δεσποινίς Μίνα. Αλλά μήπως, για να είμαστε ειλικρινείς, αξίζει και περισσότερο; Βεβαιωθείτε ότι η πίστη θεραπεύει καλύτερα και ασφαλέστερα από τα φάρμακα.

— Πώς το εξηγείτε αυτό, γιατρέ; ρώτησε ο κ. Σταλίδης, καθαρίζοντας το πορτοκάλι του.

— Γιατί η πίστη, κύριε Σταλίδη, βοηθεί τις φυσικές δυνάμεις να φανερωθούν και να ενεργήσουν απάνω στον άρρωστο.

Ο εύθυμος γέρος, που τον κούραζαν οι σοβαρές συζητήσεις, ένοιωσε την ανάγκη να δώσει στην ομιλία ευθυμότερο τόνο.

— Το συμπέρασμα είναι, κύριε Άλκη — είπε — ότι, όπως σας έλεγα και πρωτύτερα, είσθε πλασμένος για γιατρός του χωριού. Σας αρέσει να κάνετε συμβούλια στους άρρωστους σας με τους Αγίους και με τα ωραία προληπτικά κορίτσια. Αν αποφασίσετε καμιά φορά να γίνετε οριστικώς ο γιατρός του χωριού, θα σας παρακαλέσω να με πάρετε βοηθό σας.

Ο Άλκης ενοχλήθηκε λιγάκι από τον υπαινιγμό, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει.

— Πολύ ευχαρίστως, κύριε Σταλίδη! είπε γελώντας.

— Πρέπει όμως να σκεφθείτε, πατέρα, ότι δεν θα είναι πάντα άρρωστη η μητέρα της καημένης της Μαρίας και ότι δεν θα είναι πάντα η Μαρία που θα φέρνει το αγίασμα από το πηγάδι του Αγίου.

Γέλασαν όλοι.

— Τι να πεις, τέλος πάντων, να περάσει η ώρα! είπε ο κ. Σταλίδης κι άρχισε να ξεφλουδίζει δεύτερο πορτοκάλι.

 

XIV

 

Η μητέρα της Μαρίας έγινε καλά.

Ο Άλκης, που η φήμη του στο χωριό είχε φουντώσει, όπως του είχε προφητέψει ο κ. Σταλίδης, ήτανε εξαιρετικά ευχαριστημένος για την επιτυχία του, όσο κι αν αναγνώριζε μέσα του, πως η γιατρική του δεν είχε προσφέρει και μεγάλα πράματα στην άρρωστή του. Δεν ήταν όμως η φήμη του που τον ευχαριστούσε. Ήτανε το χαμόγελο εκείνο της ευγνωμοσύνης, που ανθούσε γι’ αυτόν στα χείλη της Μαρίας και που την έκανε ακόμα ωραιότερη στα μάτια του.

Εννοείται, ότι ο Άλκης δεν είχε διακόψει τις εκδρομές του στο χωριό. Είχε να παρακολουθήσει τη δύσκολη ανάρρωση της άρρωστής του. Και, για πολλές ημέρες, εξακολουθούσε τις τακτικές του επισκέψεις, για τις οποίες πληρωνότανε πλουσιοπάροχα από το γλυκό χαμόγελο της Μαρίας και τις ευχές του γέρου.

— Γιατρέ, να μην την αφήσεις έτσι — πάντα ο χαριτωμένος ενικός αριθμός — τη μάνα μου! του ’λεγε κάθε φορά που έφευγε από το προσκέφαλο της. Αν ξανακυλίσει, τι θα γίνουμε;

Και η λαχτάρα της κόρης για τη σωτηρία της μητέρας της άνοιγε τα μεγάλα της μάτια μ’ έναν τόσο εκφραστικό τρόπο, που ο Άλκης νόμιζε πως διακρίνει στα βάθη τους το λευκό φτεροσάλεμα της ανήσυχης ψυχούλας της.

— Έννοια σου, παιδί μου!... της έλεγε. Δε θα την αφήσω τη μανούλα σου... θα ξανάρθω. Και θα ξανάρχομαι όσο είναι ανάγκη.

Από μέσα του ρωτούσε τον εαυτό του: θα τελειώσει τάχα ποτέ η ανάγκη αυτή; Και ξαναπήγαινε.

Οι φίλοι του του δάσους τον έχαναν συχνά τώρα. Η μητέρα της Μαρίας είχε σηκωθεί από το στρώμα, ήτανε εντελώς καλά, δεν είχε πια την ανάγκη του. Αν δεν είχε όμως την ανάγκη του η μητέρα της Μαρίας, άλλοι χωριάτες τον ζητούσανε να ιδεί τους αρρώστους των. Είχε γίνει πια και στ’ αλήθεια ο γιατρός του χωριού. Και ποτέ δεν αρνήθηκε σε κανέναν την επιστήμη του. Πηγαίνοντας να κοιτάξει τους άλλους άρρωστους, περνούσε πάντα και από το συμπαθητικό σπιτάκι, που ήτανε πάντα καλοδεχούμενος. Η γριά του ’ψηνε καφέ, ο γέρος του ανιστορούσε τα βάσανα της ζωής του — αθώα, μικρά βάσανα — και, όταν έφευγε, η μοναχοκόρη τους τον ξεπροβόδιζε πάντα, αρκετή ώρα, στο δρόμο του χωριού, που του φαινότανε πάντα λίγη.

— Μαρία, σύρε να ξεβγάλεις το γιατρό μας! της έλεγε η μητέρα της.

Και η Μαρία δεν περίμενε την προσταγή της μητέρας της για να κάνει εκείνο, που την πρόσταζε πρώτα η καρδιά της.

Ο Γκραφ πήγαινε πάντα μπροστά με τη χαρά των πιστών ζώων, που μοιράζονται πάντα — γιατί τη μαντεύουν — τη χαρά των ανθρώπων που αγαπούν.

Σε κάποιο σημείο του δρόμου, που ήτανε κάθε φορά μακρινότερο, η Μαρία σταματούσε για να ξαναγυρίσει στο χωριό.

— Να πας, Μαρία! της έλεγε με καλοσύνη ο Άλκης. Σ’ ευχαριστώ για τη συντροφιά σου. Μάκρυνες όμως πολύ από το χωριό και είναι αργά...

— Θα ’ρθεις αύριο, γιατρέ; τον ρωτούσε η Μαρία.

— Θα ’ρθω, Μαρία. Μπορώ ν’ αφήσω έτσι τους αρρώστους μου;

— Καληνύχτα.

— Καληνύχτα.

Και χωρίζανε ευχαριστημένοι και οι δυο. Ο Άλκης γύριζε πίσω του συχνά και κοίταζε τη χαριτωμένη σιλουέτα της Μαρίας, που πήγαινε σκυφτή, στο μονοπάτι. Και συχνά την έβλεπε να γυρίζει κι αυτή δειλά πίσω της, ώσπου την έχανε στο γύρισμα του δρόμου.

Όταν δεν κατέβαινε ο Άλκης στο χωριό, ήξερε πως πάντα κάπου θα συναντήσει τη Μαρία. Και τα τυχαία αυτά συναπαντήματά τους, πότε στο δάσος και πότε στο σπιτάκι με το βαρύ όνομα όπου ερχότανε η Μαρία πότε πότε να χαιρετίσει την καλή της προστάτρια, είχαν γίνει συχνά, καθημερινά.

Ο Άλκης ένοιωθε ότι κάτι του έλειπε την ημέρα που περνούσε χωρίς το χαμόγελο της μικρής του φιλενάδας. Ήτανε γι’ αυτόν σα μια μέρα χωρίς ήλιο. Δεν ήθελε όμως, δεν προσπαθούσε να ιδεί τίποτε σοβαρότερο στη μικρή του αυτή αδυναμία. Του προξενούσε μάλιστα φόβο η ιδέα, ότι μπορούσε ν’ αγαπήσει τη μικρή χωριατοπούλα, που, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να φύγει μακριά της και να μην την ξαναϊδεί ποτέ πια. Θ’ άνοιγε λοιπόν με τα χέρια του μια νέα πληγή απάνω στην παλιά του, που μόλις είχε κλείσει, με τα σοφά βάλσαμα της φιλίας της Μίνας; Έπειτα και κάποια τύψη... Μια νέα αγάπη δεν θα ήτανε τάχα μια σκληρή απιστία στη μνήμη της αγαπημένης του νεκρής; Και μονάχα η σκέψη αυτή ήτανε αρκετή να τον τρομάξει. Και την έδιωχνε από το νου του με βία, για να συλλογισθεί τίποτε ξένο, αδιάφορο. Επιτέλους, όσο βρισκότανε στο δάσος, η Μαρία θα ήτανε γι’ αυτόν μία αθώα ακόμα χαρά του βουνού, μαζί με τους χαρούμενους ήσκιους, τα άγρια λουλουδάκια, που φύτρωναν στις ρίζες των ελάτων, και τα τρεχούμενα νερά, που τόσο τον μάγευε η γλυκιά μουσική τους.

Εύρισκε μάλιστα στη φωνή της Μαρίας κάτι τι που έμοιαζε με τη μυστική αυτή μουσική. Ένα δροσερό ρυάκι κι η μικρή του φιλενάδα, που πέρασε μια στιγμή μπροστά του — σκέφθηκε κάποτε — που του δρόσισε τα χείλη του και ακολούθησε το δρόμο του απάνω στη φωτεινή του κοίτη. Τίποτε περισσότερο.

Και άφηνε τις ημέρες να περνούν με τα ωραία τους δώρα.

Μια ημέρα, που δεν είχε ιδεί καθόλου τη Μαρία — και είχε περπατήσει τόσες ώρες με την ελπίδα αυτή στο δάσος — αισθάνθηκε μέσα του κάτι που τον ανησύχησε. Φοβήθηκε μήπως, χωρίς να το καταλάβει, είχε δώσει άλλη μια φορά την καρδιά του, και μήπως ήτανε αργά πια για να την πάρει πίσω. Έφυγε γρήγορα από το δάσος και πήρε το μονοπάτι του σπιτιού, για να βρει κάποιον να μιλήσει, να διώξει τους ανήσυχους αυτούς λογισμούς από το μυαλό του. Ήξερε πως θα βρει αυτή την ώρα στη θέση της, την ίδια πάντα θέση, τη Μίνα που είχε γίνει γι’ αυτόν η σοφή και ψυχρή Αθηνά στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.

Καθώς πήγαινε, θυμήθηκε με κάποια ντροπή την αδυναμία του, στις ημέρες της νευρικής του κρίσης, από το θάνατο της Στέλλας, που λίγο έλειψε ν’ αγαπήσει τη γλυκιά νοσοκόμα, που είχε γίνει στον πόνο του η Μίνα.

Η σκηνή της ημέρας εκείνης πέρασε μπροστά στα μάτια του. Η Μίνα έσκυβε απάνω του, σαν καλή μητερούλα και του χάιδευε το μέτωπό του, πυρωμένο από τον πυρετό. Τότε η ψυχή του, που είχε χάσει μιαν αγάπη και διψούσε για μιαν άλλη, στράφηκε ολόκληρη, σαν τα λουλούδια που ακολουθούν τον ήλιο, προς τη γλυκιά του παρηγορήτρα. Και χωρίς να το καταλάβει, το χέρι του πλέχθηκε γύρω από τη μέση της νέας κόρης και τα δάκρυα του χύθηκαν απάνω στα γόνατά της.

— Όχι, καλέ μου φίλε! του είχε πει εκείνη, μ’ έναν τόνο γλυκό και αυστηρό μαζί, που τον έκανε να συλλογισθεί αυτό που έκανε σε μια στιγμή παραφοράς. Αυτό που κάνετε δεν είναι ούτε σωστό ούτε φρόνιμο. Βλέπετε πως δε σας μαλώνω. Αλλά σκεφθείτε λιγάκι! Εγώ δεν μπορώ να σας αγαπήσω ποτέ πια στη ζωή μου. Κι εσείς δεν πρέπει ν’ αγαπήσετε μια γυναίκα, που γρήγορα θα σας δώσει έναν άλλο πόνο, φεύγοντας για πάντα από κοντά σας. Αφήστε να είμαι πάντα η καλή σας φιλενάδα. Θα ιδείτε πόσο καλύτερα είναι...

Η ψυχρή και συμπαθητική μαζί λογική της Μίνας είχε κάμει τον Άλκη να καταλάβει το λάθος του. Της είχε ζητήσει συχώρεση και η κρίσιμη αυτή στιγμή πέρασε χωρίς αποτέλεσμα. Από τότε η Μίνα έμεινε για τον Άλκη η καλή του πάντα φιλενάδα, που βιαζότανε και τώρα να αισθανθεί, στην ταραχή της ψυχής του, την απαλή, ειρηνική και παρήγορη επιρροή της φιλίας της.

Η Μίνα τον υποδέχθηκε, σαν πάντα, με το ύφος των ανθρώπων, που μας αγαπούν και μας περιμένουν

— Τι γινήκατε πάλι στο άλλο εκείνο δάσος;

Του έκανε κάποιον υπαινιγμό για τη μεταφορά, που είχε μεταχειρισθεί ο ίδιος, λίγες μέρες πριν, θέλοντας να παραστήσει τους αδιέξοδους λογισμούς του. Και όπως ήξερε καλά τον Άλκη και μάντευε πάντα από την έκφρασή του την ψυχική του κατάσταση, δεν είχε κάνει λάθος. Πράγματι, ο Άλκης είχε αποπλανηθεί πάλι στο βαθύ, το παρθένο δάσος των λογισμών του. Δε θέλησε όμως να πει τίποτε στη Μίνα.

— Φαίνεσθε μελαγχολικός, κύριε Άλκη... του είπε σε λίγο. Τι έχετε;

— Τίποτε, απολύτως τίποτε, δεσποινίς Μίνα. Ίσως είμαι λιγάκι κουρασμένος.

Ο Γκραφ σήκωσε τα μάτια προς τη Μίνα, σα να της έλεγε:

— Μην τον πιστεύετε, δεσποινίς Μίνα, μην τον πιστεύετε! Δεν είναι καθόλου κουρασμένος. Δεν περπατήσαμε καθόλου σήμερα. Κάτι άλλο έχει, κάτι άλλο. Τέλος πάντων, μονάχα εσείς κι εγώ τον καταλαβαίνομε, δεσποινίς Μίνα. Δεν είν’ έτσι;

Στην έκφραση του πιστού ζώου καθρεφτιζότανε τόσο πιστά πάντα η ψυχική διάθεση του κυρίου του, ώστε η Μίνα είχε αρχίσει να καταλαβαίνει την άφωνη γλώσσα του Γκραφ και να συνεννοείται μαζί του.

Του χάιδεψε το ωραίο, λεονταρίσιο κεφάλι, σαν να του ’λεγε:

— Έχεις δίκιο, καλέ μου Γκραφ, έχεις δίκιο. Κι εγώ το κατάλαβα.

Ο Άλκης έμεινε σιωπηλός, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

— Μαντεύω, φίλε μου, μαντεύω! του είπε μ’ έναν εύθυμο τόνο η Μίνα. Μη θέλετε να μου κρυφθείτε. Δεν είδατε, φαίνεται, σήμερα τη μικρή σας φιλενάδα.

— Με πειράζετε, δεσποινίς Μίνα; της είπε ο Άλκης.

— Γιατί σας πειράζω; Είναι τόσο φυσικό αυτό που σας συμβαίνει.

Ο Άλκης, χωρίς να θέλει να προκαλέσει μόνος του μια ομιλία για το αντικείμενο της μελαγχολίας του ένοιωθε μέσα του την ανάγκη να μην του μιλούν για τίποτε άλλο απ’ αυτό. Και άφησε με τη σιωπή του τη Μίνα να εξακολουθήσει.

— Προσοχή όμως, καλέ μου φίλε, προσοχή! εξακολούθησε η Μίνα. Αν ξανακυλήσετε, χωρίς να είμαι γιατρός, δεν σας εγγυούμαι τίποτε.

— Λέτε να είναι φόβος, δεσποινίς Μίνα; έκαμε αδιάφορα ο Άλκης.

— Ξέρω κι εγώ, φίλε μου; θυμόσαστε ένα φαινόμενο της επιστήμης σας, που μου εξηγήσατε κάποτε, με την ενέργεια κάποιων δηλητηρίων. Τα ίδια δηλητήρια, που σε μεγάλη δόση μπορούν να μη φέρουν δυσάρεστα αποτελέσματα, αν δοθούν κατόπι σε μικρή, σε ελάχιστη δόση, στο ίδιο άτομο, που τα ανέχθηκε την πρώτη φορά, μπορούν να φέρουν τρομερά αποτελέσματα. Πώς το είπατε το φαινόμενο αυτό;

— Αναφυλαξία... είπε ο Άλκης. Είναι δηλαδή το αντίθετο του μιθριδατισμού, δηλαδή της συνήθειας του οργανισμού σ’ ένα δηλητήριο, από τις μικρές δόσεις ως τις μεγαλύτερες.

— Δεν νομίζετε — ρώτησε μ’ ένα ύφος ακαδημαϊκό η Μίνα — ότι με το ερωτικό δηλητήριο, το θελκτικό αυτό δηλητήριο, το φαινόμενο της αναφυλαξίας είναι συχνότερο από το φαινόμενο του μιθριδατισμού;

— Πολύ φοβούμαι πως έτσι είναι... είπε σιγά, μ’ έναν μικρόν αναστεναγμό, ο Άλκης.

— Είπατε πως το φοβείσθε, κύριε Άλκη;

— Το φοβούμαι.

Η Μίνα τον κοίταξε στα μάτια.

— Λοιπόν;

Ο Άλκης έσκυψε απάνω της, της πήρε το χέρι μέσα στις δυο του παλάμες και ψιθύρισε δακρυσμένος:

— Αχ! δεσποινίς Μίνα! Γιατί να μου συμβαίνουν εμένα πάντα αυτά τα πράματα; Σας βεβαιώνω, πως είμαι δυστυχισμένος, πολύ δυστυχισμένος.

Η Μίνα έσυρε απαλά το ωχρό, το διάφανο από την αρρώστια χέρι της, απάνω στα μαλλιά του Άλκη.

— Καημένο παιδί! Καημένο ανόητο παιδί!

Άξαφνα η Μίνα, καθώς έριξε τα μάτια της προς το δάσος, νόμισε πως είχε διακρίνει, ανάμεσα στα πυκνά έλατα, τη σιλουέτα της Μαρίας.

— Η Μαρία! είπε.

Ο Άλκης σήκωσε το κεφάλι του.

— Παίζετε μαζί μου, δεσποινίς Μίνα;

Η Μίνα διαμαρτυρήθηκε.

— Μα για τι με παίρνετε; Τώρα την είδα, σας λέω, να περνά εκεί κάτω.

Έδειξε με το χέρι.

— Δε βλέπω τίποτε... είπε ο Άλκης. Φαντασία σας θα ήτανε, δεσποινίς Μίνα.

— Δεν πιστεύω να ονειρεύομαι ξύπνια. Σας λέω, την είδα.

Μου φάνηκε μάλιστα, πως μας είδε κι αυτή — είμαι βεβαία πως μας είδε — και πως ερχότανε προς τα εδώ. Άξαφνα την έχασα από τα μάτια μου. Μου φαίνεται πως έστριψε αριστερά.

— Περίεργο! είπε ο Άλκης.

— Για να βρεθεί προς τα μέρη αυτά, τόσο κοντά στο σπίτι, δεν μπορεί παρά να έρχεται εδώ — εξήγησε η Μίνα. Ίσως να λοξοδρόμησε κάπου. Πάντα όμως θα περάσει αποδώ. Δε γίνεται...

Στάθηκαν και οι δυο, με τα μάτια γυρισμένα προς το μονοπάτι.

— Δε θέλετε να πεταχθείτε μια στιγμή ως εκεί να ιδείτε; ρώτησε η Μίνα.

Ο Άλκης είχε όλη τη διάθεση να πεταχθεί, να τρέξει, να γυρίσει όλο το δάσος, για να βρει το μικρό αγρίμι. Κρατήθηκε όμως.

— Αν ήτανε αυτή — είπε με προσποιημένη αδιαφορία — δεν μπορεί παρά να παρουσιασθεί. Έκτος αν δεν είδατε καλά.

— Όπως σας βλέπω! Είμαι βέβαιη ακόμα, πως μας είδε. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν μια στιγμή. Τώρα θα ιδείτε!

Περίμεναν αρκετή ώρα, με τα μάτια καρφωμένα στο μονοπάτι, η Μαρία όμως δεν ξαναφάνηκε.

 

XV

 

Ούτε την άλλη μέρα φάνηκε πουθενά η Μαρία. Το άλλο πρωί ο Άλκης αποφάσισε να κατεβεί ως το χωριό. Με την πρόφαση, πως είχε να ιδεί κάποιο άρρωστο παιδάκι, ξεκίνησε πρωί πρωί και πήρε το δρόμο του χωριού, περπατώντας. Γιατί τάχα — συλλογιζόταν — η Μαρία, μια κι έφθασε ως το σπίτι του δάσους, ν’ αλλάξει άξαφνα δρόμο και να μη φανερωθεί καθόλου; Αυτό του φαινόταν εντελώς ανεξήγητο. Πολλές φορές, στις σχέσεις του με τις γυναίκες, βρέθηκε μπροστά σε τέτοια μικρά και τόσο βασανιστικά, άλυτα προβλήματα. Αλλά τότε είχε να κάνει με σοφά και περίπλοκα πλάσματα, γεμάτα μυστήρια και αντιφάσεις. Η Μαρία όμως; Ήτανε δυνατό ποτέ η απλή αυτή ψυχούλα να κρύβει μέσα της τις ψυχικές φιλαρέσκειες και τις σοφές μαγγανείες, που καλλιεργεί η ζωή των πόλεων και το διάβασμα των μυθιστορημάτων;

Τι έτρεχε λοιπόν; Προσπαθούσε να θυμηθεί, αν την τελευταία φορά, που είχε ιδεί τη Μαρία, την είχε δυσαρεστήσει ίσως με κάποιο λόγο του ή με άλλον τρόπο, χωρίς να το καταλάβει. Δε βρήκε τίποτε. Είχανε χωρισθεί σαν πάντα στο δρόμο του χωριού και, όταν γύρισε εκείνος μια στιγμή να την ακολουθήσει με το βλέμμα του, την είδε να κάνει το ίδιο, με δειλά και ντροπαλά γυρίσματα του κεφαλιού, και ν’ ακολουθεί έπειτα το δρόμο της, σα ντροπιασμένη για το πάθημά της.

Δεν ήτανε λοιπόν αυτή, που είδε η Μίνα στο μονοπάτι του δάσους; Αυτό του φάνηκε πιθανότερο. Μπορεί να ήτανε κανένα άλλο κορίτσι της ηλικίας της, που βρέθηκε τυχαία στα μέρος αυτό και τράβηξε το δρόμο του, χωρίς να σταματήσει. Αλλά πάλι, τι είχε γίνει δυο μέρες η Μαρία; Δεν είχε φανεί πουθενά στα μέρη, που τύχαινε να συναπαντιούνται. Μήπως ήταν άρρωστη; Αυτό τον ανησύχησε ακόμα περισσότερο κι εβίασε το βήμα του να φθάσει μια ώρα αρχύτερα στο χωριό.

Ήταν ακόμα πρωί και στην πόλη οι άρρωστοι δε δέχονται βέβαια τους γιατρούς των τέτοια ώρα. Αλλά στο χωριό είχανε μεσημέρι. Οι χωρικοί είχανε σκορπίσει πια στα χωράφια, και τα σπιτάκια των εργατικών ανθρώπων είχαν ανοιχτά πόρτες και παράθυρα. Στο δρόμο, οι λίγοι διαβάτες χαιρετούσαν εγκάρδια το γιατρό, που ήτανε γνωστός πια και στα μικρά παιδάκια, και από τα παράθυρα οι γυναικούλες τον καλημερίζανε, περίεργες να μάθουν, ποιος ήτανε πάλι άρρωστος στο χωριό, για να φανερωθεί πρωί πρωί ο καλός τους γιατρός. Ο Άλκης τις καθησύχαζε.

— Δεν είναι τίποτα! Είπα να ’ρθω με τη δροσιά να ιδώ το παιδάκι της παπαδιάς. Όχι και πως έχει πια ανάγκη, αλλά για καλό και για κακό, ένας γιατρός, βλέπετε...

Αισθανότανε την ανάγκη να δικαιολογηθεί για τη γιατρική του προθυμία, με την ανησυχία του ανθρώπου, που φαντάζεται πως οι άλλοι μαντεύουν τους πιο απόκρυφους διαλογισμούς του. Και ίσως ο τρόπος του αυτός ίσια ίσια να ’κανε τις πονηρές γυναικούλες, που δεν είχαν προσέξει τις συχνές επισκέψεις του στο σπίτι της Μαρίας, να βάλουν κακό στο νου τους.

Ο Άλκης πράγματι πήγε στο σπίτι της παπαδιάς, όπου το άρρωστο παιδάκι, σηκωμένο εδώ και τρεις μέρες από τα κρεβάτι, τον δέχτηκε παίζοντας όξω στο δρόμο.

— Μεγάλη σου καλοσύνη, γιατρέ, να μας θυμηθείς! του είπε η παπαδιά. Γεια στα χεράκια σου, το παιδί είναι καλά!

Και τον προσκάλεσε να περάσει μέσα να ξεκουρασθεί. Μολονότι όμως η παπαδιά του είχε μιλήσει με όλη της την καρδιά, ο Άλκης νόμισε πως είδε κάποιο πονηρό χαμόγελο να χαράζει στα χείλη της. Ο Άλκης μπήκε στο σπίτι, κάθισε λιγάκι, έδωκε μερικές παραγγελίες ακόμη για το παιδί, που έπρεπε να το φυλάξουν λίγες μέρες — είπε — από κρύο και από φαγί, ώσπου να δυναμώσει καλά, κι έφυγε αποφασισμένος να μη ξαναγυρίσει πια στο χωριό, αν δεν τον φωνάξουν σε άλλον άρρωστο. Επί τέλους τη Μαρία έπρεπε να βρει τρόπο να τη βλέπει συχνότερα κάπου αλλού, πριν αρχίσει να υποψιάζεται το χωριό τη γιατρική του και την καλοσύνη του.

Συλλογίσθηκε μια στιγμή να φύγει, να γυρίσει στο δάσος, χωρίς να περάσει από το σπίτι της. Αν ήτανε άρρωστη η Μαρία — όπως είχε φοβηθεί — θα τα είχε μάθει από την παπαδιά, που ήτανε γειτόνισσα με τη μητέρα της. Η Μαρία λοιπόν ήτανε καλά. Αλλά γιατί πάλι να μη φανερωθεί δυο μέρες τώρα; Ο Άλκης δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Και, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της. Η γριά, που έτυχε να τον δει από το παράθυρο, βγήκε στον δρόμο να τον δεχθεί.

— Πώς αυτό το καλό, γιατρέ μου; Πέρασε από μέσα!

— Ήρθα να ιδώ εκείνο το παιδάκι της παπαδιάς... μουρμούρισε ο Άλκης, σα να ντρεπότανε πάλι για την αστεία του φράση.

— Άδικα έλαβες τον κόπο, γιατρέ μου! του είπε η γριά. Αυτό το διαβολάκι πήρε τους δρόμους.

Ο Άλκης μπήκε μέσα στο σπίτι. Καθώς ήτανε θαμπωμένος από τον ήλιο, δεν είδε τη Μαρία. Δεν θέλησε όμως να ρωτήσει τη μητέρα της.

— Καλέ Μαρία, δεν τον είδες το γιατρό μας; είπε η μητέρα της.

Ο Άλκης γύρισε προς το μέρος, που είχε πει το λόγο της η γριά, και είδε τη Μαρία σκυμμένη απάνω σ’ ένα εργόχειρο, χλωμή και με τα μάτια χαμηλωμένα στη βελονιά της.

— Δεν τον κατάλαβα! είπε.

Και σε λίγο ψυχρά:

— Καλημέρα, κυρ-γιατρέ!

Κι έσκυψε πάλι στο εργόχειρό της.

— Τι έπαθες παιδί μου; της είπε η μητέρα της. Σήκω να ψήσεις καφέ του γιατρού μας.

— Δεν μπορώ, μητέρα! είπε. Με πονάει το κεφάλι μου...

— Ε! Στην ώρα απάνω που ήρθε κι ο γιατρός. Τυχερή ήσουνα! Να σου δώσει κανένα γιατρικό...

— Δε θέλω γιατρικά, θα μου περάσει έτσι! μουρμούρισε η Μαρία.

— Να πάω λοιπόν εγώ να του τον ψήσω... είπε η γριά. Ο Άλκης βιάσθηκε να πει, πως δεν είναι ανάγκη για

καφέ, πως θα ’φευγε σε λίγο και να μη πειράζονται, αλλά η γριά εννοούσε να περιποιηθεί το σωτήρα της.

— Τι λες, γιατρέ μου! Έτσι θα σ’ αφήσουμε να φύγεις;

Και βγήκε όξω να ψήσει τον καφέ.

Όταν έμεινε μονάχος του ο Άλκης με τη Μαρία, που είχε σκύψει περισσότερο στο κέντημά της, τη ρώτησε με μια ανησυχία, που είχε δώσει στη φωνή του ένα βαθύτατο, συμπαθητικό παλμό.

— Τι έχεις, Μαρία;

— Τίποτα! είπε ξερά εκείνη χωρίς να σηκώσει τα μάτια της.

— Είσαι άρρωστη;

— Κι αν είμαι, έχω τη μάνα μου να με κοιτάξει.

— Δε θέλεις λοιπόν να σε κοιτάξω εγώ;

Καμιά απάντηση.

— Δώσε μου να ιδώ το χέρι σου. Έχεις ζέστη;

Η Μαρία δεν κούνησε από τη θέση της.

— Θέλεις να φύγω, λοιπόν, Μαρία;

Καμιά απάντηση.

— Δε μιλάς, Μαρία;

Καμιά απάντηση πάλι.

Απάνω στην ώρα, μπήκε μέσα η γριά, φέρνοντας τον καφέ με γλυκό και με παξιμαδάκια.

— Ευχαριστώ! είπε ο Άλκης, θα πάρω μονάχα τον καφέ. Δεν έχω διάθεση για τίποτε άλλο.

Πήρε τον καφέ του, ενώ η γριά ήτανε απαρηγόρητη, που δεν είχε τιμήσει το γλυκό και τα παξιμαδάκια της, τον ρούφηξε βιαστικά και σηκώθηκε να φύγει.

— Τόσο βιαστικός, γιατρέ;

— Ναι! είπε. Βιάζομαι να γυρίσω στα σπίτι. Είναι λίγο κακοδιάθετη η κοπέλα που γιατρεύω.

Ήτανε μια πρόφαση που βρήκε την τελευταία στιγμή.

— Άκουσες, Μαρία; είπε η γριά. Η καλή σου η κυρία είναι ανήμπορη. Να πας να τήνε ιδείς!

Η Μαρία δεν είπε λέξη.

Ο Άλκης, αποχαιρετώντας να φύγει, έριξε μια λοξή ματιά στη Μαρία. Είχε πιστέψει πως η βιαστική του αναχώρηση θα της έκανε κάποια εντύπωση. Και περίμενε πως θα σηκωνόταν ίσως να του δείξει μ’ έναν καλό λόγο, πως δεν έπρεπε να φύγει τόσο γρήγορα. Εκείνη δεν είχε σηκώσει καθόλου το κεφάλι από τη δουλειά της, ούτε για να τον χαιρετίσει.

— Έλα, παιδί μου — της είπε η μητέρα της — σήκω να συνεβγάλεις λιγάκι το γιατρό μας. Πώς είσαι έτσι σήμερα; Σε καλό σου!

Η Μαρία έριξε ένα βλέμμα στη μητέρα της, που ήτανε σαν να της έλεγε να την αφήσει ήσυχη.

— Δεν μπορώ, σου είπα. Με πονάει το κεφάλι μου.

Ο Άλκης έσφιξε το χέρι της γριάς και βγήκε από την πόστα. Στο δρόμο του γύρισε δυο τρεις φορές να κοιτάξει πίσω του. Είχε πάντα την ιδέα, ότι η Μαρία, μετανοημένη για τον τρόπο της, θα πήγαινε να τον προφτάσει, να του πει να μη φύγει κακιωμένος, να τον συντροφέψει σαν πάντα λίγο δρόμο.

Η Μαρία δε φάνηκε καθόλου.

Οι μέρες περνούσαν και η Μαρία δε φαινότανε πουθενά. Ο Άλκης δεν μπορούσε να εξηγήσει την ξαφνική αυτή μεταβολή. Η πιθανότερη εξήγηση του φαινότανε αυτή: Στο χωριό είχαν αρχίσει να μιλούν ίσως για τις συχνές επισκέψεις του στο σπίτι της Μαρίας. Πολλοί χωριάτες έτυχε να τον ιδούν στο δάσος μαζί της. Και η χωριάτικη πονηρία δε θ’ άργησε να βγάλει το λογάκι της. Κάποιος ίσως θα πέταξε κανένα πειραχτικό λόγο στην κοπέλα. Κι εκείνη θ’ αποφάσισε να κόψει κάθε σχέση μαζί του, σα φρόνιμο κορίτσι, που δεν ήθελε να σέρνεται το όνομά της στα στόματα του ενός και του άλλου. Για μια στιγμή ο Άλκης σκέφθηκε, πως κι αυτό θα ήτανε μια λύση, επιτέλους. Ως πού μπορούσε να πάει αυτή η ιστορία του με τη Μαρία; Καλύτερα θα ήτανε να τελειώσει μιαν ώρα αρχύτερα. Αλλά, μολονότι εύρισκε τόσο αναγκαία τη λύση αυτή, άρχισε να καταλαβαίνει, πως δεν ήτανε πια άξιος να την υποφέρει. Οι μέρες που περνούσανε χωρίς τη Μαρία ήτανε γι’ αυτόν μαύρες και σκοτεινές. Οι ομορφιές του δάσους, οι μακρινοί του περίπατοι μέσα στον παράδεισο των ελάτων, η συντροφιά της Μίνας, που του είχε γίνει τόσο πολύτιμη τώρα τελευταία, τα βιβλία του, που περνούσε μ’ αυτά τις ήσυχες ώρες της μοναξιάς του, είχαν χάσει πια γι’ αυτόν κάθε ομορφιά. Όλα τον ενοχλούσαν. Ακόμα κι ο αγαπημένος του ο σκύλος του φαινότανε ένας σύντροφος ανυπόφορος. Και τότε άρχισε να καταλαβαίνει ότι, αν είχε ομορφιές το δάσος και χαρές το βουνό, ήταν η Μαρία που τους τις χάριζε. Και, φεύγοντας, τις είχε πάρει μαζί της. Το ολόδροσο δάσος είχε γίνει γι’ αυτόν μια ξερή Σαχάρα, όπου έβλεπε τον εαυτό του να προχωρεί κουρασμένος οδοιπόρος, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, ακολουθώντας το θλιβερό καραβάνι των λογισμών του.

Κάθε μέρα, στα πρωινά του ξυπνήματα — οι νύχτες του ήτανε γεμάτες από εφιάλτες — όταν έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλλει από την κορυφή του Μεγάλου Σωρού, τον χαιρετούσε με την ελπίδα πως δε θα βασιλέψει χωρίς να του ξαναφέρει τη μικρή του αγάπη. Και ο ήλιος έβγαινε και βασίλευε — τι θλιβερά που ήτανε τα βασιλέματά του — χωρίς να του φέρνει τίποτε, τίποτε...

Η Μίνα δεν είχε αργήσει να καταλάβει τη βαθιά μεταβολή, που είχε γίνει πάλι στη ζωή του φίλου της. Στην αρχή είχε υποθέσει, ότι ο ίδιος είχε βάλει ένα τραγικό, αλλ’ απαραίτητο τέλος στο ειδύλλιό του. Και δε θέλησε να του κάνει ποτέ λόγο, με την ιδέα, ότι θα ήτανε φρονιμότερο να τον αφήσει να αποτελειώσει μόνος του, με τα μέσα της ίδιας του ψυχής, τη θεραπεία, που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει και την εξαφάνιση της Μαρίας.

— Κύριε Άλκη — του είπε ένα δειλινό, ύστερ’ από κάποιο διάβασμα στίχων στο μικρό τους υπαίθριο σαλονάκι, κάτω από τον ήσκιο του μεγάλου έλατου — δε μου λέτε, τι έγινε αυτό το αγριοκόριτσο; Είναι τόσες ημέρες που δεν ήρθε να με ιδεί η Μαρία.

Ο Άλκης ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, χωρίς να μπορέσει να κρύψει μια πτυχή πόνου στο κάτω του χείλι.

— Αν δε μου είχατε πει, πως την είδατε την τελευταία φορά, που πήγατε στο χωριό, θα ’λεγα πως κάτι έπαθε. Δεν έτυχε, αλήθεια, να την ξαναϊδείτε από τότε;

— Όχι, δεσποινίς Μίνα, δεν έτυχε να την ξαναϊδώ· είπε, ξαναλέγοντας σχεδόν τα λόγια της Μίνας, ο Άλκης.

— Περίεργο!

— Σας λείπει λοιπόν τόσο πολύ, δεσποινίς Μίνα, η μικρή σας φιλενάδα;

Η Μίνα τον κοίταξε πονηρά.

— Εσάς;

— Ίσως... δεν ξέρω... Μπορεί...

— Μήπως της φερθήκατε άσχημα; θα ήτανε κρίμα!

— Μ’ έχετε άξιο, δεσποινίς Μίνα, για μια χοντροκοπιά;

— Και οι πιο ευγενικοί άνδρες είναι άξιοι για μια χοντροκοπιά, όταν αγαπούν. Πέστε μου ειλικρινώς. Μήπως της κακοφερθήκατε;

Ο Άλκης σκέφθηκε λιγάκι, αν έπρεπε να δώσει την απάντηση που του ήρθε στα χείλη και, επιτέλους, την έδωκε.

— Αφού θέλετε να είμαι ειλικρινής, δεσποινίς Μίνα, θα σας πω όλη την αλήθεια. Μου κακοφέρθηκε αυτή.

Η Μίνα έγινε άξαφνα σκεπτική.

— Πώς;

Ο Άλκης διηγήθηκε όλη τη σκηνή που έγινε στο σπίτι της Μαρίας.

— Και δεν μπορείτε να εξηγήσετε τη διαγωγή της βέβαια. Η Μίνα έκαμ’ ένα βιασμένο γέλιο.

— Τι άνδρας που είσαστε!

— Δηλαδή;

— Δεν καταλαβαίνετε απολύτως τίποτε από κάποια πράγματα.

Ο Άλκης την κοίταξε στα μάτια, σαν να περίμενε ένα χρησμό από τα χείλη της.

— Εσείς λοιπόν καταλαβαίνετε;

— Μα βεβαιότατα, φίλε μου. Είμαι γυναίκα. Προσπαθήστε λιγάκι και σεις και θα καταλάβετε.

— Αδύνατο, δεσποινίς Μίνα!

— Για θυμηθείτε κάτι...

— Τι;

— Χοντροκέφαλος μαθητής που είσαστε! Δεν θυμόσαστε λοιπόν το βράδυ, που πέρασε η Μαρία από το μονοπάτι;

— Την είχατε δει εσείς.

— Και είμαι βέβαιη πως μας είδε κι εκείνη. Θυμόσαστε τώρα τη στάση, που είχατε κοντά μου τη στιγμή εκείνη;

— Ποια στάση;

— Θα σας τη θυμίσω. Μου είχατε πιάσει το χέρι με τα δυο σας χέρια και είχατε σκύψει στα γόνατά μου. Είσαστε πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ και μοιάζατε σαν ερωτευμένος.

— Λοιπόν;

— Αυτή τη στιγμή ακριβώς πέρασε η Μαρία από το μονοπάτι. Στάθηκε μια στιγμή. Ύστερα άλλαξε δρόμο και δεν ξαναφάνηκε πια.

— θέλετε να πείτε λοιπόν, δεσποινίς Μίνα;...

Η Μίνα έσκυψε κάτω χωρίς ν’ απαντήσει.

...Ένα πρωί, εκεί που περπατούσε ξένοιαστος ο Άλκης στο δάσος, είδε να περνά μακριά του, ανάμεσα στα δέντρα μια γυναικεία σιλουέτα, που του θύμισε ζωηρά το απαλό κι ανάλαφρο γλίστρημα της Μαρίας. Ήτανε τάχα αυτή ή την είχε πλάσει ο λογισμός του, από την αδιάκοπη προσήλωση της ψυχής του στη γλυκιά της εικόνα; Πριν προφτάσει να καλοκοιτάξει όμως, η σιλουέτα είχε σβήσει ανάμεσα στις σκιές, σα φάντασμα, που φανερώνεται και σβήνει μπροστά στα μάτια του αλαφροΐσκιωτου ανθρώπου.

Ένας παράξενος φόβος πέρασε μέσα του. Νόμισε πως είχε χάσει τα λογικά του.

Ο Γκραφ όμως άρχισε να τρέχει, μυρίζοντας το χώμα, σα να φερμάριζε κάποιο αγρίμι προς το μέρος που είχε φανεί η σιλουέτα. Βλέπει λοιπόν φαντάσματα κι οΓκραφ; σκέφθηκε μια στιγμή ο Άλκης. Και τάχυνε το βήμα του, ακολουθώντας τα χνάρια του νοητικού ζώου.

Σε λίγο βρέθηκε μπροστά στη Μαρία, που προσπαθούσε να κρυφθεί, σα φοβισμένο ζαρκάδι, πίσω από τον κορμό ενός ελάτου. Ο Γκραφ όμως με μικρά, χαρούμεναγαυγίσματα, έτρεξε καταπάνω της κι άρχισε να πηδάει.

— Όξω!... ακούσθηκε θυμωμένη η φωνή της Μαρίας, που προσπαθούσε να τον διώξει από σιμά της, σαν να ήτανε ξένο σκυλί.

Ο Άλκης είχε πλησιάσει πια, και λίγα βήματα τον χώριζαν από τη Μαρία. Η πρώτη του σκέψη ήτανε να ορμήσει απάνω της, να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να μη χωρισθεί ποτέ πια απ’ αυτήν. Αλλά πώς; Ποτέ δεν της είχε πει ένα λόγο αγάπης, ποτέ δεν της είχε σφίξει το χέρι αλλιώτικα από έναν αθώο χαιρετισμό και όσο κι αν είχαν πάρει στα χείλη τους τα κοινά και ασήμαντα λόγια της καθημερινής ομιλίας το νόημα και τον παλμό της αγάπης — το καταλάβαιναν και οι δυο τους το νόημα αυτό — ένα τέτοιο απότομο κίνημα, που του είχε υπαγορέψει η ερωτικιά του ορμή, σκέφθηκε πως μπορούσε να είναι καταστρεπτικό. Η σωστή αυτή σκέψη, που τον κράτησε, πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό του. Και σταμάτησε στη θέση του.

— Μαρία! είπε.

Η φωνή του πνιγότανε στο λαιμό του. Το πρόσωπό της Μαρίας, το γλυκό εκείνο πρόσωπο, που το φώτιζε πάντα ένα άσβηστο χαμόγελο, ήτανε τώρα άγριο και σχεδόν τρομερό. Τα μάτια της, κουρασμένα και βαριά, σαν ύστερ’ από αρρώστια ή από μεγάλο κλάμα, κοίταζαν ασάλευτα, εκστατικά. Τα μαλλιά της έπεφταν στο λευκό, το πλατύ μέτωπό της και στα κατακόκκινα, πυρωμένα αυτιά, ανακατωμένα, άγρια, σαν να είχε μέρες να περάσει απάνω τους το χτένι ή σα να τα είχε μπερδέψει το άγριο πέρασμα ενός σίφουνα, τα χείλια, που θύμιζαν πάντα στον Άλκη την παλιά και ασύγκριτη παρομοίωση του σκασμένου ροδιού, κάτασπρα σαν το πανί, ήσαν σφιγμένα απάνω στα μαργαριτάρια των δοντιών της, με μια πτυχή πόνου μαζί και θυμού. Ακίνητη στεκότανε μπροστά του η Μαρία, σα να ήθελε να ξεφύγει και σα να μη μπορούσε να σαλέψει από τη θέση της, όπως το δειλό πουλάκι, το μαγνητισμένο από τη ματιά του φιδιού.

— Μαρία! ξαναείπε.

— Τι θέλεις; του είπε εκείνη με μια φωνή που έτρεμε παράξενα, άγρια και γλυκιά μαζί. Τι θέλεις από μένα πια;

— Πια!... ξαναείπε ο Άλκης. Γιατί πια;

Η Μαρία σήκωσε την ποδιά της και σκέπασε τα μάτια της. Έκλαιγε. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε με το ρυθμό του κύματος, που το φουσκώνει αλαφρά ο καλοκαιρινός μπάτης.

Το κλάμα της κόρης έδωκε το θάρρος στον Άλκη να πλησιάσει.

— Τι έχεις, Μαρία!

Ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο της.

— Πες μου τι έχεις; Γιατί δε θέλεις να μου το πεις; Η Μαρία έκαν’ ένα γέλιο πένθιμο.

— Τι είμαι εγώ για σένα; Τι σε μέλει για μένα;

Η φωνή της, ύστερ’ από το κλάμα, είχε πάρει έναν τόνο γλυκό και παραπονιάρικο.

— Αν δεν ήσουνα τίποτα για μένα — είπε ο Άλκης — δε θα γύριζα σαν τρελός, τόσες μέρες, μέσα στις ερημιές.

Η Μαρία σήκωσε τα μάτια της, μουσκεμένα από τα δάκρυα και τον κοίταξε παράξενα, σα να ήθελε να βεβαιωθεί για τα λόγια που της έλεγε.

— Ξέρετε και μιλάτε — είπε σε λίγο — εσείς που διαβάζετε τα βιβλία. Ξέρετε και τα λέτε τα ψέματα!

Μιλούσε για τα βιβλία μ’ έναν τόνο παράξενο, σα να μιλούσε για πράματα διαβολικά.

— Δε με πιστεύεις λοιπόν, Μαρία; ρώτησε ο Άλκης, σκύβοντας στο πρόσωπό της.

— Πώς να σε πιστέψω; του είπε.

Θέλησε να πει κάτι ακόμα, μα σταμάτησε. Ο Άλκης ήθελε να βεβαιωθεί, αν η υποψία της Μίνας ήτανε σωστή. Δεν ήθελε όμως να πει πρώτος τίποτε της Μαρίας για τη στάση του, εκείνο το βράδυ, κοντά στη Μίνα, με την ιδέα ακόμα πως μπορούσε να ήτανε άλλη η αφορμή, που είχε φέρει σ’ αυτή την κατάσταση τη Μαρία. Και τότε δε θα ήτανε φρόνιμο να της βάλει αυτός στο νου της ένα πράμα, που δεν το είχε φαντασθεί. Έβλεπε όμως πως η Μαρία απόφευγε να πει τίποτε ορισμένο. Και, ανυπόμονος να μάθει την αλήθεια, μολονότι τη μάντευε πια, από κάποια πείρα του στερεότυπου τρόπου, που φανερώνεται η ζήλεια των γυναικών — γιατί τάχα η γυναίκα του βουνού να διαφέρει από τη γυναίκα της πολιτείας; — αποφάσισε να τη βοηθήσει να μιλήσει χωρίς να πειραχθεί η περηφάνια της.

— Δε μου λες, Μαρία, είπε, γιατί εκείνο το βράδυ που ήρθες κοντά στο σπίτι και μας είδες με την κυρία Μίνα, σηκώθηκες κι έφυγες, χωρίς να μας καλησπερίσεις;

Η Μαρία κοκκίνισε σα να της έκλεβαν το μυστικό της.

— Γιατί να ’ρθω; είπε και η φωνή της έτρεμε. Μπορεί να μη με θέλατε...

— Γιατί να μη σε θέλουμε;

— Έτσι...

Ο Άλκης είχε βεβαιωθεί πια, ότι η Μίνα είχε μαντέψει σωστά. Κι αυτό τον ευχαρίστησε. Πρώτα, γιατί το μυστήριο, που τον τυραννούσε τόσες ημέρες, είχ’ εξηγηθεί και ύστερα, γιατί η ιδέα πως το αθώο εκείνο παιδί βασανιζότανε γι’ αυτόν του έδινε μια γλυκιά ικανοποίηση.

— Ζήλεψες, λοιπόν, Μαρία — της είπε γελώντας — γιατί με είδες σκυμμένο στα γόνατα της κυρίας Μίνας;

Η Μαρία έκανε ένα μικρό χαμόγελο.

— Γιατί να ζηλέψω; είπε. Τι είσαι εσύ για μένα; Δεν το καταλαβαίνω τάχα; Αυτή που θα την πάρεις, αυτή να σε ζηλέψει!

Βαστούσε με κόπο τα δάκρυα που την έπνιγαν και προσπαθούσε να φαίνεται γελαστή.

— Να πάρω την κυρία Μίνα, είπες, Μαρία; Τι λόγια είναι αυτά, παιδί μου; Μια άρρωστη κοπέλα, που μ’ έφερε εδώ για γιατρό της;

— Τώρα δεν είναι άρρωστη! είπε με καλοσύνη η Μαρία. Τώρα έγινε καλά. Ο Θεός να της δώσει την υγειά της. Εγώ το παρακαλώ κάθε βράδυ στα εικονίσματα. Γιατί είναι καλή η κυρία και την αγαπώ. Κι άμα την πάρεις, θα την αγαπώ ακόμα...

Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα καθώς μιλούσε.

— Εμένα δεν θα μ’ αγαπάς, Μαρία; της είπε ο Άλκης, κρατώντας την πάντα απαλά τον ώμο με το χέρι.

— Τι να την κάνεις τη δική μου την αγάπη; είπε με λυγμούς. Άσε με να φύγω, άσε με! Γιατί με κρατάς;

Και όρμησε να του ξεφύγει από τα χέρια του.

— Άκουσε να σου πω, Μαρία! της είπε. Ούτε εγώ θα την πάρω την κυρία Μίνα, ούτε κανένας άλλος. Η κυρία Μίνα δε θα παντρευτεί ποτέ. Με την αρρώστια που έχει, δεν κάνει να παντρευτεί, δεν το θέλει η ίδια. Κι αν εκείνο το βράδυ με είδες σκυμμένο στα γόνατα της, μάθε να το ξέρεις, πως για σένα έκλαιγα, για σένα, Μαρία. Κι εκείνη για σένα με παρηγορούσε, για σένα, Μαρία. Δεν το ’χεις καταλάβει λοιπόν, δεν το ’χεις καταλάβει τόσον καιρό;

Η Μαρία όσο μιλούσε ο Άλκης, άρχισε να χλωμαίνει, να τρέμει απάνω στα πόδια της και, με την τελευταία λέξη του, αποκαμωμένη από πόνο κι από χαρά, έγειρε το λυγερό κορμί της σαν καλαμιά που τη σαλεύει ο άνεμος, κι έπεσε λιγοθυμισμένη πάνω στο στήθος του. Ο Άλκης τη βοήθησε να καθίσει στον κορμό ενός ανεμοριμένου έλατου, κάθισε κι αυτός κοντά της και πήρε το κεφάλι της, με τα κλειστά ωραία μάτια, σαν να τα είχε σφραγίσει ένας ωραίος θάνατος, στην αγκαλιά του.

Έσκυψε τότε και τη φίλησε για πρώτη φορά στο στόμα.

 

XVI

 

Ο Άλκης δεν έκανε καθόλου λόγο στη Μίνα για τη συνάντησή του με τη μικρή του φιλενάδα του δάσους. Την άφηνε να υποθέσει πως το πράμα τραβούσε έτσι. Και η Μίνα πάλι απόφυγε να τον ρωτήσει. Φανταζότανε, ότι ο Άλκης το είχε πάρει πια απόφαση και ότι άρχισε να ξεχνά το μικρό ειδύλλιο, που δε μπορούσε βέβαια να εξακολουθήσει και πολύ. Στο μεταξύ αυτό ο Άλκης βλεπότανε τακτικά τώρα με τη Μαρία και το ειδύλλιό τους, ύστερ’ από το μικρό, το τραγικό και για τους δυο τους διάλειμμα, είχε γεμίσει με ευτυχίες το δάσος.

Σε λίγες μέρες, ένα γράμμα που ήρθε από την Αθήνα στον κύριο Σταλίδη, άλλαξε εντελώς την κατάσταση. Κάποια σπουδαία υπόθεση του τον προσκαλούσε στην πρωτεύουσα. Και η Μίνα, που τριών μηνών διαμονή μέσα στα έλατα την είχε ξαναγεννήσει, είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει τον πατέρα της. Όπως και να ήτανε, ύστερ’ από ένα μήνα θα έφευγε πάντα, γιατί ήτανε να περάσει τον χειμώνα της σε μια θεία της στο Κάιρο και δεν ήθελε να τη βρει το φθινόπωρο μέσα στο υγρό δάσος, θα έμενε λοιπόν λίγον καιρό στην Αθήνα — είχε αποθυμήσει λιγάκι και τον κόσμο της — και ύστερα θα έφευγε για την Αίγυπτο. Πατέρας και κόρη τα είπαν το βράδυ, συμφώνησαν και αποφάσισαν να φύγουν με το πρώτο βαπόρι, που θα περνούσε από το Αργοστόλι ύστερ’ από δυο ημέρες.

— Ο γιατρός; είπε ο κύριος Σταλίδης.

— Φαντάζομαι — είπε η Μίνα — πως θα ’ρθει μαζί μας. Τι θα κάνει μοναχός του εδώ στην ερημιά;

Το άλλο πρωί, στο τσάι, η Μίνα έκανε την ανακοίνωση του ξαφνικού σχεδίου στον Άλκη.

— Κύριε Άλκη, σε δυο μέρες τελειώνουν τα βάσανά σας.

— Δηλαδή;

— Φεύγουμε!

— Τόσο γρήγορα;

— Ο μπαμπάς είχε ένα γράμμα από την Αθήνα, που τον υποχρεώνει να βρεθεί το ταχύτερο εκεί, για μια σπουδαία του υπόθεση. Εγώ είμαι τόσο καλύτερα, ώστε φαντάζομαι πως μπορώ να διακόψω την κούρα μου. Έπειτα, έτσι η αλλιώς, ύστερ’ από ένα μήνα, θα ήμουν υποχρεωμένη να φύγω. Κι εσείς, καλέ μου γιατρέ, υποθέτω ότι αρκετά υποφέρατε για το χατίρι μου, εδώ στην ερημιά.

Ο Άλκης άκουγε σιωπηλός.

— Δεν μ’ ευχαριστείτε λοιπόν, που σας δίνω μια τόσο καλή είδηση;

— Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να σας ευχαριστήσω — είπε στενοχωρημένος ο Άλκης — και θα ήθελα πολύ να μπορούσα να ’ρθω μαζί σας...

— Δεν έρχεσθε λοιπόν μαζί μας; είπε, ανοίγοντας εκστατικά τα μάτια της η Μίνα, σαν να μην περίμενε ν’ ακούσει ό,τι άκουγε.

Μια ανήσυχη σκέψη πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό της.

— Φαίνεται πως ξεχνάτε, δεσποινίς Μίνα, — άρχισε να μιλεί σιγά ο Άλκης, σα να ζητούσε αυτή τη στιγμή να κατασκευάσει την απολογία του — μερικά πράματα, που έγιναν στη ζωή μου από τη στιγμή που βρίσκομαι μαζί σας. Ξεχνάτε την τραγωδία της δυστυχισμένης εκείνης κόρης και το ρόλο που έπαιξε η θεία μου στην τραγωδία αυτή.

— Δεν ξεχνώ καθόλου ούτε το ένα , ούτε το άλλο, είπε η Μίνα. Δε βλέπω όμως...

— Ακούστε με, δεσποινίς Μίνα! εξακολούθησε ο Άλκης. Εσείς μπορείτε να καταλάβετε κάποια πράματα, όπως καταλαβαίνετε και την ψυχή μου. Μου λέτε, να γυρίσω στην Αθήνα. Αλλά φαντασθήκατε ποτέ σας, τι είναι για μένα, αυτή τη στιγμή, η Αθήνα; Είναι ο τόπος που μια γυναίκα πέθανε για μένα και από μένα.

— Για σας, όχι από σας! τον διάκοψε η Μίνα.

— Και από μένα! Δεν είμαι εντελώς αθώος, δεσποινίς Μίνα. Ο τόπος λοιπόν αυτός είναι γεμάτος από τη δυστυχισμένη μου νεκρή. Σε κάθε βήμα, που θα κάνω στην πόλη και στην εξοχή, στα δρόμο και στο σπίτι, στα βουνό και στο περιγιάλι, παντού, παντού, παντού θα φανερώνεται μπροστά μου για να μου θυμίζει το έγκλημά μου. Πώς θέλετε πια να ζήσω στον τόπο αυτό; Κι έπειτα...

— Έπειτα;

— Έπειτα πως μπορώ ν’ αντικρίσω πια, κι από μακριά ακόμα, τη γυναίκα, που η περηφάνια της έγινε τόσο ολέθρια για την κόρη, που αγαπούσα και για μένα; Ξέρετε πολύ καλά πως ύστερ’ από την τρομερή εκείνη μέρα έκοψα κάθε σχέση, κάθε αλληλογραφία μαζί της. Σας είχα παρακαλέσει μάλιστα κι εσάς και τον πατέρα σας, αν τύχει και της γράφατε, να μην αναφέρετε ποτέ το όνομά μου, έκτος αν είναι για να της πείτε, ότι εγώ σας ζήτησα τη μεγάλη αυτή χάρη. Πώς θέλετε λοιπόν να ζήσω στον ίδιο τόπο μαζί της, να την αντικρίσω άξαφνα στο δρόμο μου, να την απαντήσω ίσως μέσα σ’ ένα ξένο σπίτι; Αδύνατο, δεσποινίς Μίνα, αδύνατο!

Μια νεκρική σιωπή ακολούθησε τα λόγια αυτά. Ο Άλκης είχε πει, ό,τι είχε να πει και η Μίνα δεν εύρισκε τα λόγια που της χρειάζονταν για να ντύσει την ταραγμένη σκέψη της.

— Και τι σκέπτεσθε να κάμετε, κύριε Άλκη; είπε σε λίγο.

— Πέστε μου εσείς τι σκέπτομαι! Μήπως ξέρω κι εγώ τι σκέπτομαι; Τα μόνο που σκέπτομαι αυτή τη στιγμή, είναι ότι δεν μπορώ να γυρίσω στην Αθήνα. Πέρα από τη σκέψη αυτή δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτε άλλο. Έπειτα δε μου δόθηκε και καιρός να σκεφθώ. Η απόφασή σας να φύγετε μου πέφτει σαν κεραυνός. Είχα πάντα την ιδέα, πως θα μείνετε ένα δυο μήνες ακόμα εδώ. Ύστερα θα σκεπτόμουν κι εγώ, τι πρέπει να κάνω. Σε κάθε περίσταση θα προετοίμαζα τα πράγματά μου, για να ξαναφύγω στην Ευρώπη, ίσως μακρύτερα ακόμα, στην Αμερική. Τώρα το μόνο που μου μένει να κάνω, είναι να μείνω μόνος μου εδώ στο δάσος, με τα βιβλία μου, το σκύλο μου και τον καλόν αυτόν χωροφύλακα και να θυμούμαι πόσο καλή είσαστε για μένα, δεσποινίς Μίνα! Πώς θα μπορέσω να σας πληρώσω ποτέ;...

Η Μίνα τον διάκοψε συγκινημένη.

— Καλέ, αφήστε τα τώρα αυτά.

Μολονότι σε όλη την απολογία του Άλκη μάντευε, πως κάτι άλλο ακόμα κρυβότανε πίσω από τους λόγους, που είχε επικαλεσθεί για να δικαιολογήσει την περίεργη απόφασή του, έβλεπε στην έκφραση και στον τόνο της φωνής του έναν πόνο αληθινό για το χωρισμό τους. Και του συγχωρούσε από μέσα της τις μικρές ανειλικρίνειες, που υποψιαζότανε στα λόγια του.

Τη στιγμή αυτή έφθασε, καθυστερημένος πάντα για το τσάι, σαν πάντα, ο κύριος Σταλίδης.

— Αυτή η πρωινή τουαλέτα σας, μπαμπά — του είπε η Μίνα, θέλοντας να δώσει έναν εύθυμο τόνο στις μελαγχολικές στιγμές των χωρισμών — σας τρώει, τέλος πάντων, τη μισή σας ημέρα. Ούτε η πιο φιλάρεσκη κυρία να είσαστε!

— Παιδί μου — τη διάκοψε ο πατέρας της — η κοκεταρία είναι υποχρέωση των γυναικών και των γέρων. Των γυναικών για να συμπληρώνουν τη φύση και των γέρων για να την αναπληρώνουν. Δεν ξέρω αν εξηγούμαι!

Χαιρέτισε τον Άλκη και κάθισε στο τραπέζι.

— Δεν ξέρετε τα νέα, μπαμπά, είπε η Μίνα.

— Ποια νέα; Αν είναι δυσάρεστα, σε παρακαλώ να μου τα πεις, αφού πάρω τα τσάι μου. Αν είναι ευχάριστα, τ’ ακούω αμέσως τώρα.

Η Μίνα έριξε μια ματιά στον Άλκη.

— Επειδή είναι και ευχάριστα και δυσάρεστα — είπε — ευχάριστα για τον κύριο και δυσάρεστα για μας, θα σας τα πω ενόσω θα παίρνετε το τσάι σας.

Και ενώ ο Άλκης προσπαθούσε ν’ αναιρέσει τη διατύπωση της Μίνας, εκείνη ετοίμαζε το τσάι του πατέρα της, που προσπαθούσε να μαντέψει, τι τάχα να τρέχει.

— Λοιπόν, μπαμπά, ο κύριος Άλκης δεν έρχεται μαζί μας.

— Μπορούσα να το πάρω όρκο! είπε φέρνοντας το φλιτζάνι στα χείλη του ο κ. Σταλίδης.

— Ξέρετε λοιπόν, μπαμπά, τίποτε περισσότερο από μένα;

— Βεβαιότατα ξέρω! Ο κύριος Άλκης αποφάσισε να γίνει ο γιατρός του χωριού. Δεν σας το είπα και άλλοτε;

— Αφήστε τ’ αστεία σας, μπαμπά. Ο κύριος Άλκης έχει πραγματικούς λόγους να μη μπορεί να γυρίσει αμέσως στην Αθήνα. Λυπηρό για μας βέβαια, αλλά...

— Αλλά ευχάριστο γι’ αυτόν. Αυτό δεν ήθελες να πεις;

Η Μίνα, βλέποντας τον Άλκη, στενοχωρημένο από την ανέλπιστη τροπή, που είχε πάρει η ομιλία, βιάσθηκε να μιλήσει στον πατέρα της.

— Όχι, μπαμπά! Θέλησα να πειράξω τον κύριο Άλκη. Είμαι βέβαιη, ότι για τον καλό μας φίλο δεν μπορεί ποτέ να είναι ευχάριστο να μας χάσει. Δεν είν’ έτσι, κύριε Άλκη;

— Σας ορκίζομαι, κύριε Σταλίδη, είπε ο Άλκης, ότι θα είμαι πολύ δυστυχισμένος χωρίς τη συντροφιά σας. Μια ανάγκη όμως μας χωρίζει. Για σας η ανάγκη να φύγετε, για μένα η ανάγκη να μείνω. Ας ελπίσουμε πως θα ξαναϊδωθούμε γρήγορα.

Σηκώθηκαν όλοι μαζί να κάνουν ένα γύρο στο δάσος, όπως συνήθιζαν κάθε πρωί. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά και από την κορυφή του Μεγάλου Σωρού μεγάλα, στρογγυλά σύννεφα ανέβαιναν προς τον ουρανό, σαν πυκνοί καπνοί από κρατήρα ηφαιστείου.

— Νομίζω πως θα ’χουμε βροχή... είπε ο Άλκης.

— Όλο το καλοκαίρι δεν έβρεξε καθόλου! είπε ο κύριος Σταλίδης. Μια βροχούλα τώρα είναι μάλαμα για τα σπαρτά.

— Ο Αίνος μας διώχνει, μπαμπά! είπε μελαγχολικά η Μίνα.

Προχωρήσανε προς το μονοπάτι, στο μέρος ακριβώς που είχε δει η Μίνα, εδώ και λίγες μέρες, τη Μαρία να περνά και να χάνεται.

— Θυμόσαστε; είπε η Μίνα στον Άλκη. Σ’ αυτή ακριβώς τη θέση...

— Δεν αφήνετε πια αυτή την ιστορία; είπε αδιάφορα τάχα ο Άλκης.

— Τι τρέχει παιδιά; ρώτησε ο κύριος Σταλίδης.

— Τίποτε, μπαμπά! Έλεγα στον κύριο Άλκη για τη Μαρία, που την είδαμε να περνάει ένα βράδυ...

— Αλήθεια! είπε ο κ. Σταλίδης, σα να θυμήθηκε κάτι. Και ήθελα να σας ρωτήσω, γιατρέ. Προχθές μου είπε ο Κώστας ο χωροφύλακας πως είδε τη Μαρία να σας μιλάει στο δάσος. Δεν τη ρωτήσατε γιατί μας έπιασε τέτοια κάκια; Έχει τόσες μέρες να φανεί από το σπίτι το αγριοκόριτσο!

Ο Άλκης μάσησε τα λόγια του.

— Πράγματι, δε συλλογίσθηκα να ρωτήσω. Την είδα μια στιγμή...

Και άλλαξε θέμα.

— Αυτοί οι χωριάτες, τέλος πάντων! είπε. Φαντασθείτε, κύριε Σταλίδη, ότι γκρεμίζουν ένα ωραίο έλατο και το αφήνουν στη θέση του, να περάσει για ανεμοριμένο και να πάρουν έπειτα την άδεια να ξυλευθούν. Για μια σκάφη κάποτε θυσιάζεται ένα θεόρατο δένδρο!

Είχ’ ελπίσει για μια στιγμή, ότι η Μίνα, που βάδιζε λίγα βήματα μπροστά, δεν είχε ακούσει την ομιλία του πατέρα της για τη Μαρία. Και, για να βεβαιωθεί, την πλησίασε να της δείξει το ανεμοριμένο δένδρο, που είχε μιλήσει γι’ αυτό στον πατέρα της.

— Βλέπετε, δεσποινίς Μίνα... άρχισε.

Η Μίνα δε γύρισε καθόλου να κοιτάξει.

— Ώστε την είδατε λοιπόν από τότε... του είπε, χωρίς να σταματήσει, σκαλίζοντας το βρύο με το μπαστουνάκι της.

— Θα σας πω, δεσποινίς Μίνα... μουρμούρισε ντροπιασμένος εκείνος.

Μετανοούσε πικρά για την ανειλικρίνεια του απέναντι της Μίνας και σιχαινότανε τον εαυτό του.

Abies Reginae Amaliae... είπε ο κ. Σταλίδης, πλησιάζοντας, σα να μονολογούσε.

— Λατινικά μιλάτε, μπαμπά; του είπε προσπαθώντας να φανεί εύθυμη η Μίνα. Πού τα βρήκατε;

— Τα βρήκα στο δρόμο, παιδί μου.

— Ίσως να τα ’χασε ο γιατρός! είπε μ’ ένα κακό γέλιο η Μίνα. Γιατρέ, μήπως «χάσατε τα λατινικά σας»;

Ο Άλκης, κατακίτρινος, έκαμε πως δεν πρόσεξε.

— Δεν αστειεύομαι! εξακολούθησε ο κ. Σταλίδης. Στην Αμπατζία κάποτε, περπατώντας μέσα στο δάσος, διάβασα σε μια άσπρη πινακίδα, καρφωμένη στο χώμα, κοντά στη ρίζα ένας έλατου τη λατινική αυτή επιγραφή: Ελάτη της Βασιλίσσης Αμαλίας.

Ο Χέλδραϊχ, που είχε περιγράψει πρώτος το θαυμάσιο κεφαλλονίτικο έλατο, αντί να του δώσει το όνομά του, σύμφωνα με τα βοτανικά νόμιμα, του ’δωσε το όνομα της πρώτης Βασίλισσας της Ελλάδος «Abies Reginae Amaliae». Έχω λοιπόν δίκιο να λέω, ότι τα μοναδικά αυτά λατινικά μου τα βρήκα στο δρόμο;

Και γέλασε μονάχος του, γιατί ούτε η Μίνα ούτε ο Άλκης μπόρεσαν να γελάσουν. Ήσαν κι οι δυο βαθιά πειραγμένοι από την ίδια αιτία, μα καθένας με διαφορετικό τρόπο.

Τα σύννεφα από την κορυφή του Μεγάλου Σωρού είχαν απλωθεί σ’ όλον τον ουρανό και τα μεγάλα, ευλύγιστα κλαδιά των ελάτων άρχισαν να εμψυχώνονται από το προαίσθημα της βροχής, σαν άπειρα ριπίδια που τα σαλεύουν μέσα σ’ ένα σαλόνι, φλογισμένο από το χορό, φιλάρεσκα γυναικεία χέρια. Μερικές χοντρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό. Εξωτικές μυρωδιές ανέβαιναν από το χώμα. Το δάσος είχε πλημμυρίσει από μυστήριο.

— Τα φρονιμότερο που έχουμε να κάνουμε, — είπε ο κ. Σταλίδης — είναι να γυρίσουμε στα σπιτάκι μας. Η Μίνα είχε δίκιο. Τα δάσος μας διώχνει...

— Άλλους διώχνει κι άλλους προσκαλεί... είπε η Μίνα. Κι έτρεξε μπροστά μαζί με το Γκραφ, τυλίγοντας το λευκό

της σαλάκι γύρω από το λαιμό της. Ο κ. Σταλίδης με τον Άλκη ακολουθούσαν από πίσω, μιλώντας για μικρά, αδιάφορα πράματα. Η Μίνα σε λίγο είχε χαθεί στη στροφή του μονοπατιού, που έφερνε στο πλάτωμα του σπιτιού.

Όταν φτάσανε στο πλάτωμα του σπιτιού, η καλοκαιρινή βροχούλα έπεφτε, τρελή, παιγνιδιάρα, με μικρές, αστείες φοβέρες αστραπών στον ουρανό. Η Μίνα είχε προφτάσει να χωθεί στο σπίτι. Ο κ. Σταλίδης και ο Άλκης δε γλυτώσανε το ράντισμά της. Χώθηκαν κι αυτοί μέσα, τινάζοντας τα ρούχα τους, μαζί με τον Γκραφ, που είχε δώσει πρώτος το παράδειγμα με τα νευρικά τινάγματα της προβιάς του.

Στάθηκαν έτσι κοντά στην πόρτα, κοιτάζοντας το δροσερό θέαμα, που δεν κράτησε και πολύ. Σε λίγο ο ήλιος φάνηκε δροσερός μέσ’ από τα εύθυμα σύννεφα, που έφευγαν βιαστικά προς τη δύση, σα να παίζανε κυνηγητό μεταξύ τους. Διαμάντια είχαν κρεμασθεί από τα κλαδιά των ελάτων. Και το χαρούμενο παιγνίδι τελείωσε μ’ ένα ξεθωριασμένο ουράνιο τόξο, που ήθελε να παραστήσει το άλλο εκείνο, το αληθινό, που έφερε στο Νώε το μήνυμα του Θεού για το τέλος του Κατακλυσμού.

Έβγαλαν πάλι τις καρέκλες τους και κάθισαν κοντά στην πεζούλα του σπιτιού.

— Αυτή ήτανε τιμητική παράσταση για την αναχώρησή μας! είπε ο κ. Σταλίδης.

— Το δάσος θέλησε να σας δείξει όλες τις ομορφιές του! είπε ο Άλκης.

— Δεν πιστεύω όλες! είπε η Μίνα. Ευτυχισμένοι όσοι θα μείνουν εδώ, για να ιδούν και τις άλλες. Φαντάζομαι ότι τα φθινόπωρο και ο χειμώνας ακόμα θα ’χουν μαγευτικές στιγμές εδώ απάνω.

Ο Άλκης, που κατάλαβε τον υπαινιγμό, δεν μπόρεσε να κρύψει την ταραχή του.

Σε λίγο ο κ. Σταλίδης σηκώθηκε να ρίξει μια ματιά στα υπαίθριο εργαστήρι του. Είχε συλλογισθεί τις πλάνες του και τα πριόνια του, που μπορούσαν να του σκουριάσουν, χωρίς την απαραίτητη περιποίηση ύστερ’ από το ανέλπιστο βρέξιμο.

— Είσαστε θυμωμένη μαζί μου, δεσποινίς Μίνα; ρώτησε ο Άλκης, όταν μείνανε μόνοι, θα ήμουν απαρηγόρητος αν δεν χωριζόμαστε καλοί φίλοι, σαν πάντα.

— Θυμωμένη, δηλαδή, όχι... είπε σοβαρά η Μίνα. Δεν πιστεύω να υποθέσετε, ότι θα μπορούσα να ζηλέψω, θα ήτανε τρομερό για σας, δυστυχισμένε μου φίλε, να σας ζηλεύουν δυο γυναίκες μαζί.

— Ποτέ δεν σκέφθηκα τέτοιο πράμα! διαμαρτυρήθηκε ο Άλκης. Σας ρώτησα απλώς αν είσαστε θυμωμένη μαζί μου.

— Θυμωμένη, σας ξαναλέω, όχι! Σας αγαπώ πάντα σαν ένα καλό μου φίλο. Αλλά δε σας εκτιμώ πια. Σταθήκατε λοιπόν άξιος να μου πείτε ένα ψέμα, χωρίς κανένα λόγο;

— Ομολογώ — είπε ο Άλκης — το λάθος μου. Βεβαιωθείτε, ότι δεν τα έκαμα από έλλειψη εμπιστοσύνης σε σας.

— Φοβηθήκατε λοιπόν καμιά δυσάρεστη συμβουλή μου;

— Ίσως, δεσποινίς Μίνα.

— Σας συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Τη συμβουλή μου όμως δε θα τη γλυτώσετε.

— Θα τη δεχθώ μ’ ευγνωμοσύνη από τη φιλία σας.

— Ξέρω πολύ καλά, τι αξίζει μια συμβουλή για έναν ερωτευμένο. Αλλά τίποτε δε σας εμποδίζει να την πετάξετε στα τρίστρατα του δάσους.

— Σας βεβαιώνω πως θα την τοποθετήσω στα πιο βαθιά της ψυχής μου, μαζί με τη φιλία σας.

— Μην υπόσχεσθε, γιατί θα ξαναπείτε άλλη μια φορά ψέματα! Ακούστε μόνο! Προσπαθήστε, καλέ μου φίλε, να μην κάνετε, χωρίς να το θέλετε, περισσότερο κακό στο φτωχό αυτό αθώο πλάσμα, απ’ όσο φοβάσθε να κάνετε στον εαυτό σας. Αυτό μονάχα!

Ο Άλκης βυθίσθηκε σε συλλογισμούς.

— Μιλάτε σα Σίβυλλα, δεσποινίς Μίνα! είπε.

Και δε μιλήσανε πια για το επικίνδυνο αυτό ζήτημα εκείνη τη μέρα.

 

XVII

 

Στην ορισμένη μέρα, ο κ. Σταλίδης με την κόρη του φύγανε από το βουνό. Ο Άλκης είχε απομείνει μοναχός του πια στο μικρό σπιτάκι του δάσους, μαζί με τον υπενωμοτάρχη και τον πιστό του σκύλο. Το σπίτι όμως δεν τον έβλεπε και πολύ.

Ελεύθερος τώρα και από την υποχρέωση να συντροφεύει τους καλούς του φίλους, περνούσε όλη του τη μέρα τριγυρίζοντας στο δάσος, που είχε μάθει όλα τα κατατόπια του σπιθαμή με σπιθαμή, και όπου τα συναπαντήματά του με τη μικρή του αγάπη είχανε γίνει τακτικά πια, συμφωνημένα, καθεμέρα πυκνότερα.

Πού θα πάει αυτή η ιστορία; ρωτούσε κάποτε ανήσυχος τον εαυτό του. Έβρισκε όμως πάντα μια αναπαυτική απάντηση να δώσει στην ψυχή του και να ησυχάσει. Άλλοτε πάλι, στις ώρες που έμενε μοναχός του, με τα μελαγχολικά ηλιοβασιλέματα, μέσα στη γαλήνη του δάσους, ένοιωθε κάποιο βάρος στη συνείδησή του. Τόσο γρήγορα λοιπόν είχε ξεχάσει την αγαπημένη του νεκρή και τόσο γρήγορα είχε ανοίξει την καρδιά του στις χαρές μιας καινούργιας αγάπης; Μια σκέψη όμως πάλι ερχότανε να τον παρηγορήσει. Θυμότανε την πρώτη εντύπωση, που του είχε κάνει η Μαρία, όταν τη πρωτογνώρισε στο μοναστήρι του Αγίου, κοντά στο θαυματουργό πηγάδι. Του είχε φανεί τότε, πως η μικρή χωριατοπούλα είχε μια καταπληκτική ομοιότητα με τη Στέλλα. Το πρόσωπό της, το σώμα της, η φωνή της ακόμα, του είχαν θυμίσει, μ’ έναν τρόπο περίεργο, την Στέλλα. Δυο αδερφάδες να ήσανε, δε θα μοιάζανε έτσι. Έπειτα, όταν τη γνώρισε καλύτερα, απορούσε με τον εαυτό του και δεν μπορούσε να καταλάβει, πως είχε απατηθεί σε τέτοιο βαθμό. Η Μαρία δεν είχε καμιά ομοιότητα με τη Στέλλα. Προσπαθούσε να βρει απάνω της, τι ήτανε εκείνο, που του είχε δώσει την ανεξήγητη αυτή εντύπωση, και δεν εύρισκε τίποτε πια, απολύτως τίποτε. Δεν άργησε όμως πάλι να εξηγήσει το πράμα, μ’ έναν τρόπο μεταφυσικό.

Η ψυχή της Στέλλας — έλεγε μέσα του — φεύγοντας από τον κόσμο αυτό, τη στιγμή ίσως που ανύποπτος αυτός πρωτόβλεπε τη μικρή χωριατοπούλα, είχε κατοικήσει περαστική μέσα στα στήθη της Μαρίας, για να τον ιδεί και να τον αποχαιρετίσει τελευταία φορά. Ήτανε τόσο καλή η Στέλλα — μήπως η έκφραση εκείνη της καλοσύνης, που ήτανε χυμένη στο γλυκό της πρόσωπο, δεν τον είχε κάνει να την αγαπήσει σε μια στιγμή που διψούσε καλοσύνη; — ήτανε τόσο καλή η φτωχή κοπέλα, ώστε και νεκρή ακόμα θα ήθελε να τον παρηγορήσει για το κακό που θα του ’φερνε ο θάνατός της. Και ίσως — ποιος ξέρει των νεκρών τα θελήματα; — για να ενσαρκωθεί μια στιγμή στην άγνωστη εκείνη χωριατοπούλα, που είχε βρεθεί στο δρόμο του, θα ήθελε να του δείξει πως, αγαπώντας το αθώο αυτό λουλούδι του αγρού, θα ήτανε σαν να εξακολουθούσε να την αγαπά την ίδια. Γιατί βέβαια η αγαπημένη του νεκρή, που την είχε θανατώσει η εγκληματική περηφάνια της θείας του, θα ένοιωθε μια τελευταία ικανοποίηση, βλέποντας ότι ο Άλκης, μια φορά που θυσιάστηκε εκείνη για την αγάπη του, προτίμησε να δώσει την καρδιά του σε μια κόρη του βουνού, παρά στην αριστοκράτισσα που ετοίμαζε να του δώσει η θεία του, πασχίζοντας με όλα τα μέσα να τον χωρίσει απ’ αυτήν.

Με τη μεταφυσική αυτή εξήγηση ενός τυχαίου περιστατικού και μιας στιγμιαίας πλάνης, που τους είχε δώσει τη σημασία ενός μικρού θαύματος — δεν του είχε μιλήσει και για το θαύμα του νερού, εκείνη τη μέρα, η μικρή Μαρία; — ο Άλκης είχε πείσει τον εαυτό του, πως η αγάπη, που του φλόγιζε τώρα τα στήθη του, όχι μονάχα δεν ήτανε βέβηλη απιστία στη μνήμη της Στέλλας, αλλά ήτανε και το θέλημα, το φανερό θέλημα της αγαπημένης του νεκρής. Και με τον τρόπο αυτό, διώχνοντας από την ψυχή του κάθε τύψη και κάθε δυσάρεστη ιδέα, είχε αφιερωθεί ολόκληρος στον καινούργιο του έρωτα.

Ένα βράδυ, καθισμένος με τον υπενωμοτάρχη στην πεζούλα του σπιτιού, όπου περνούσανε συνήθως τις ώρες τους, ώσπου να νυστάξουν, άκουγε σαν πάντα τα ηρωικά κατορθώματα του συντρόφου του με τους παρανόμους υλοτόμους, που είχανε ρημάξει το δάσος. Σε μια στιγμή ο υπενωμοτάρχης του είπε:

— Όσο έχουμε κι εσένα, γιατρέ, εδώ πέρα, λέμε και κανένα λόγο και περνάει η ώρα μας. Άμα μας φύγεις και του λόγου σου, βλαστήμα τα! Ο χειμώνας είναι απελπισία εδώ απάνω στο βουνό.

— Μα δε λογαριάζω να σας φύγω και πολύ γρήγορα! του είπε ο Άλκης. Είχα υποφέρει κι εγώ έναν καιρό πολύ από τα νεύρα μου. Εδώ απάνω με τον καθαρό αέραβρήκα την υγεία μου. Όσο μπορέσω θα μείνω!

Ο πονηρός υπενωμοτάρχης, που κάτι είχε μυρισθεί από τα μυστικά του δάσους — μήπως η δουλειά του ήτανε να κυνηγάει μονάχα τους παρανόμους υλοτόμους; — άρχισε να κάνει τα εγκώμια της ωραίας ζωής, που περνάει κανείς στο βουνό, περισσότερο για να ψαρέψει ακόμα το συνομιλητή του, παρά για να τον πείσει να πάρει μια απόφαση, που ήξερε καλά πως την είχε παρμένη.

— Εδώ, γιατρέ μου, — του είπε — βρισκόμαστε κοντά στο Θεό. Εγώ έχω τρία χρόνια εδώ πέρα. Μακάρι να ’μενα όλη τη ζωή μου, να παντρευόμουνα μια χωριάτισσα, να ζήσω όπως θέλει ο Θεός, με τη γυναικούλα μου και τα παιδάκια μου, μέσα στις πρασινάδες και στις δροσιές, και σαν έρθει η ώρα μου, ν’ αφήσω τα κόκαλά μου στ’ άγια τούτα χώματα.

Ο ποιητικός ενθουσιασμός, που σκέπαζε με τόση τέχνη την πονηρή σκέψη του ανθρώπου, είχε συγκινήσει τον Άλκη, σε βαθμό που δε θα είχε δυσκολία να του ανοίξει την καρδιά του και να τον αφήσει να ιδεί μέσα της όλα τα μυστικά του. Η Μίνα, που δεχότανε κάθε εκμυστήρευσή του — ανάγκη των ερωτευμένων ψυχών — ήτανε μακριά τώρα. Κι ο Άλκης άρχισε τώρα να αισθάνεται την έλλειψη ενός συντρόφου, που του ήτανε απαραίτητος — το καταλάβαινε πως του ήταν απαραίτητος — για την αδύνατη και φοβισμένη ψυχή του. Η ανάγκη να εξομολογηθεί είχε γεννηθεί μέσα του, όπως γεννιέται στις ψυχές των χριστιανών, όταν τις αδυνατίζει το δέος του αγνώστου και το σκοτάδι του μυστηρίου. Η αμαρτία τότε ανεβαίνει στα χείλη, όχι για να ζητήσει μιαν εξιλέωση, όπως πιστεύει, όσο για να βγει από τη φυλακή της, όπου την πνίγει η ασφυξία, ν’ αναπνεύσει πιο ελεύθερον αέρα και να αισθανθεί τη γλυκιά φιλοξενία μιας άλλης ψυχής.

— Εγώ, μην κοιτάς, γιατρέ μου! εξακολούθησε ο υπενωμοτάρχης. Εγώ είμαι πουλημένο κρέας. Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Η υπηρεσία μ’ αρπάζει αποδώ, δίχως να με ρωτήσει, και με πετάει στην άλλη άκρη του κόσμου. Εσύ όμως, γιατρέ μου, τι ανάγκη έχεις; Τον τρόπο σου, όπως μαθαίνω, τον έχεις. Κι ένας γιατρός, όπου και να βρεθεί, γιατρός είναι. Καθένας με το λογαριασμό του βέβαια! Εγώ μιλάω για τον εαυτό μου. Να είχα εγώ την επιστήμη σου — ας όψονται οι γονέοι μου που μ’ έκαναν χωροφύλακα! — θα το είχα χίλιες φορές καλύτερα να κάνω το γιατρό μέσα σ’ ένα ήσυχο χωριό, με τους καλούς ανθρώπους, παρά να τρώω τη ζωή μου μέσα στα σοκάκια της Αθήνας.

Ο Άλκης συλλογίσθηκε τα αστεία του κυρίου Σταλίδη, το γιατρό του χωριού, τον Μπαλζάκ, το ειρωνικό χαμόγελο της Μίνας και, για μια στιγμή, άρχισε ν’ αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια του χωροφύλακα. Ήσαν συνεννοημένοι λοιπόν όλοι να τον πειράζουν, μαντεύοντας ίσως το μυστικό του; Αυτό τον κράτησε κάπως ψυχρό, μπροστά στην ποίηση του απλοϊκού ανθρώπου, που την ένοιωθε βαθιά ο ίδιος μέσα στην καρδιά του.

— Ωραία τα λες, Αντώνη — του είπε — αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα, όσο φαίνονται. Τέλος πάντων, όσο μπορέσω να χαρώ την ωραία αυτή ζωή κι όσο έχω την καλή τη συντροφιά σου, θα μείνω μαζί σου. Έννοια σου!

Ο Αντώνης χαμογέλασε πονηρά.

— Τι να την κάνεις τη συντροφιά μου, κύριε Άλκη; Είναι και καλύτερες συντροφιές εδώ απάνω... μουρμούρισε. Ο Άλκης ταράχθηκε.

— Εγώ για την ώρα — είπε — έξω από τους καλούς μας φίλους, που μας φύγανε, κι έξω από σένα, καλέ μου Αντώνη, δε γνώρισα άλλες συντροφιές. Και, να σου πω, δε μου χρειάζονται. Εγώ ήρθα να ησυχάσω εδώ απάνω.

Ο υπενωμοτάρχης καταλάβαινε τώρα, πως ο υπαινιγμός του είχε στενοχωρήσει το γιατρό. Κι επειδή δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει γύρισε τα λόγια του.

— Έχεις δίκιο, γιατρέ μου. Εσένα η δουλειά σου είναι στην Αθήνα. Μην κοιτάς τι λέω εγώ! Αλλιώτικα βλέπει τον κόσμο ένας χωροφύλακας κι αλλιώτικα ένας γιατρός.

Η αλήθεια ήτανε πως ο χωροφύλακας κι ο γιατρός έβλεπαν τον κόσμο, αυτή τη στιγμή, με τον ίδιο τρόπο.

— Δε μου λες, Αντώνη — του είπε σε λίγο ο Άλκης, αφού μιλήσανε για άλλα, αδιάφορα πράματα — τι λένε για μένα εδώ απάνω οι χωριάτες;

Κάτι τον έτρωγε να ξαναφέρει την ομιλία στο θέμα, που κρατούσε όλους τους λογισμούς του.

— Τι να λένε; του είπε αδιάφορα ο υπενωμοτάρχης. Τους χωριάτες λογαριάζεις τώρα; Δεν πάνε να λένε!

Τα αμφίβολα λόγια του Αντώνη, που άφηναν τον Άλκη να καταλάβει, πως κάτι ήθελε να του κρύψει, είχαν γεννήσει μέσα του μια ζωηρή περιέργεια — και μιαν ανησυχία ίσως — να μάθει κάτι τι, που είχε αρχίσει να το φοβάται τώρα τελευταία.

— Όχι, Αντώνη! του είπε. Αν μ’ αγαπάς, πρέπει να μου πεις ό,τι ξέρεις. Εγώ είμαι ξένος εδώ, δεν ξέρω τις συνήθειες του τόπου, τις ιδέες των χωρικών, και μπορεί, χωρίς να το θέλω, να δώσω αφορμή να με παρεξηγήσουν. Το να μου κρύβεις λοιπόν ένα πράμα, που ξέρεις για μένα, είναι σα να θέλεις το κακό μου. Και δεν πιστεύω να το θέλεις, καλέ μου Αντώνη. Δεν είν’ έτσι;

Ο Αντώνης άναψε ένα σιγαρέτο, έβαλε κρασί στα ποτήρια — κουτσόπιναν πότε πότε τα βράδια με τα απομεινάρια της εκλεκτής κάβας του κ. Σταλίδη, που είχε αφήσει, φεύγοντας, μερικές μποτίλιες από εκλεκτά κρασιά της Αττικής στο γιατρό του — και, παίρνοντας ένα ύφος συγκινητικά εμπιστευτικό, αποφάσισε να μιλήσει καθαρότερα.

— Οι χωριάτες, ξέρεις, κύριε Άλκη, είναι πονηρούτσικοι. Μην τους παίρνεις για τόσο αθώους!

— Λοιπόν;

Ο Άλκης είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί με τα σωστά του.

— Λοιπόν, με το να σε πήρε το μάτι τους να μιλάς καμιά φορά στο δάσος μ’ εκείνο τα αγριοκόριτσο, δε θέλανε και περισσότερο να βάλουνε κακά στο νου τους.

— Τη Μαρία, καλέ!... είπε τάχα αδιάφορα και μ’ ένα γέλιο παράξενο ο Άλκης. Κύριε ελέησον! Μα στο σπίτι της Μαρίας πήγαινα δεκαπέντε μέρες ταχτικά για τη μητέρα της, που ήτανε άρρωστη. Το κορίτσι, όποτε με ιδεί στο δρόμο του, δεν ξέρει τι να μου κάνει, τα κακόμοιρο. Έχει την ιδέα πως εγώ έσωσα τη μάνα μου. Αυτά βρήκανε λοιπόν οι χωριάτες;

— Τι να τους κάνεις! είπε φιλοσοφικά ο υπενωμοτάρχης.

— Και τι λένε για μένα;

— Κακό δε λένε βέβαια! Για έναν άνθρωπο σαν την αφεντιά σου δεν μπορούν να πουν ό,τι θα λέγανε για το χωροφύλακά μου τον Κώστα, που ερωτοχτυπήθηκε κάποτε με τη Μαρία.

— Ώστε ο Κώστας λοιπόν;... είπε νευρικά ο Άλκης, που δεν του ερχότανε και πολύ καλά να ’χει αντίζηλο τον πιο πρόστυχο χωροφύλακα του αποσπάσματος.

— Άσ’ τον αυτόν! είπε γελώντας ο υπενωμοτάρχης. Ήτανε του λυπημού ο κακομοίρης. Μα από τότε, που ’φαγε όλο το φόρτωμα με τα κλαριά στο κεφάλι, το πήρε απόφαση και ησύχασε. Τώρα παντρολογιέται με μια χήρα στο άλλο το χωριό. Το ’χει το νερό, βλέπεις, του βουνού. Ας είναι! Λέγαμε λοιπόν, πως οι χωριάτες, όσο ζωντόβολα κι αν είναι, μπορούν να ξεχωρίσουν ένα χωροφύλακα από ένα γιατρό, σπουδασμένο μάλιστα στην Ευρώπη. Ένας γιατρός, τέλος πάντων, δεν μπορεί να πάρει στο λαιμό του ένα κορίτσι και να ντροπιάσει ένα σπίτι.

Με τις περιστροφές αυτές του υπενωμοτάρχη, που νόμιζες πως τις έκλωθε επίτηδες για να βασανίζει την περιέργεια του ανθρώπου, που κρατούσε το μυστικό του, ο Άλκης είχε χάσει πια την υπομονή του.

— Μα τι λένε, επιτέλους, για μένα; ρώτησε νευρικά. Ντρέπεσαι να μου το πεις;

— Για σένα, τι να πούνε; του αποκρίθηκε πάλι, με νέα περιστροφή ο υπενωμοτάρχης. Τα ’χουνε με τη μάνα της Μαρίας, που την αφήνει, λένε, και τριγυρίζει σαν το αγρίμι στα βουνά. Τι καλό μπορεί να περιμένει; Καλά όσο ήτανε μικρή η Μαρία! Γύριζε με τα άλλα τα κορίτσια και μαζεύανε πετίνια και ξύλα στο δάσος. Αυτή όμως, σ’ ένα χρόνο μέσα, ξεπετάχτηκε, ομόρφυνε, μέστωσε, έγινε κοπέλα της παντρειάς. Ο πατέρας της είναι γέρος και πιασμένος. Η μάνα της φιλάσθενη. Αδέρφια, ξαδέρφια, προστάτες δεν έχει. Αν τα φέρει ο διάβολος και τους έρθει το κακό, ποιος θα το προστατέψει το κορίτσι; Θα πάει χαμένο!

Οι άγνωστες αυτές για τον Άλκη λεπτομέρειες, η ιδέα πως αυτός μπορούσε να φέρει το κακό, που προμηνούσανε οι χωριάτες για τα φτωχό, απροστάτευτο κορίτσι, κρατούσανε τον Άλκη, όσο μιλούσε ο υπενωμοτάρχης, σε μια βαθιά συγκίνηση, που δεν είχε ξεφύγει την προσοχή του πονηρού χωροφύλακα.

— Μα καλά! είπε στο τέλος ο Άλκης. Τι μ’ ανακατεύουν εμένα σ’ αυτή την ιστορία;

— Δε σ’ ανακατεύουνε, δηλαδή — είπε πάλι, ξεγλιστρώντας πονηρά, ο υπενωμοτάρχης — λένε όμως πως ψηλοπιάστηκε η Μαρία. Αντί να γυρίσει να κοιτάξει κανένα καλό παιδί του χωριού, να το βάλει στο χέρι και να κουκουλωθεί όπως όπως, πριν πεθάνουν κι οι γονέοι της και μείνει στους πέντε δρόμους, με τη φτώχεια της και την αρφάνεια της, αυτή τα ’βαλε — λένε — με τον ξένο το γιατρό. Τι ελπίδα έχει απ’ αυτόν; Θ' αφήσει νύφες και νύφες στην Αθήνα να πάρει μια χωριάτισσα; Τι να την κάνει!... Αυτά λένε... Όχι πως είπανε ποτέ κακό λόγο για σένα. Εξ’ εναντίας μάλιστα. Αν ήτανε άλλος, λένε, και δεν ήτανε ο ευγενικός αυτός άνθρωπος, με τα τσαλίμια που του κάνει η Μαρία, θα της είχε φέρει την κοιλιά στο σαγόνι. Λένε δηλαδή αυτοί οι βρομοχωριάτες! Να πούμε όμως και τη μαύρη αλήθεια, όταν τρίβεται το προβατάκι στην γκλίτσα του τσοπάνη, τι γυρεύει;

Τα τελευταία αυτά βάναυσα λόγια είχανε πειράξει βαθιά τον Άλκη. Η ιδέα, πως το ωραίο του ειδύλλιο, που μονάχα η ιερή σιωπή του δάσους φανταζότανε πως κρατεί μ’ ευλάβεια τα μυστικά του, σερνότανε βέβηλα στα στόματα των χωριατών κι έτρεφε τη φλύαρη βωμολοχία τους, του γεννούσε μια αγανάκτηση μέσα στην ψυχή του κι ένα πόνο βαθύ για το εξαίσιο πλάσμα, που η τύχη του το ’χε ρίξει σ’ ένα τόσο ανάξιο περιβάλλον, όμοια μ’ ένα σπόρο ευγενικού λουλουδιού, που ο κακός άνεμος τον έριξε ν’ ανθίσει μέσα σε μια βρόμικη αυλή.

— Καλά οι χωριάτες! είπε με φωνή που έτρεμε από συγκρατημένο θυμό. Εσύ, Αντώνη, δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι για το κορίτσι αυτό.

Ο Αντώνης δεν ήθελε ν’ ακούσει και τίποτε περισσότερο, για να καταλάβει ό,τι του χρειαζότανε.

— Εγώ, κύριε Άλκη μου; διαμαρτυρήθηκε. Σου ορκίζομαι στα γαλόνια μου και να μην αξιωθώ να ιδώ προαγωγή, (αυτός ήτανε ο ιερότερος όρκος του, αλλά και ο πιο συνηθισμένος) αν δεν τους έχω βουλώσει εκατό φορές τα στόματα. Τι έχουνε να πούνε για το κορίτσι;

Ο Άλκης δεν είπε άλλη λέξη. Άναψε ένα σιγαρέτο και πρόσφερε άλλο ένα στον υπενωμοτάρχη.

— Τι λες γιατρέ; του είπε εκείνος. Δεν είναι ώρα για ύπνο; Με τις κουταμάρες των χωριατών, πέρασε η ώρα δίχως να το καταλάβουμε.

— Εγώ θα μείνω λιγάκι ακόμα, Αντώνη, του είπε ο Άλκης, φιλικά τώρα. Εμείς οι Αθηναίοι, βλέπεις, είμαστε λιγάκι ξενύχτηδες και φέρνουμε τις κακές μας συνήθειες ακόμα και μέσα στα ωραία δάση. Εσύ πήγαινε να πέσεις. Καληνύχτα σου!

Ο υπενωμοτάρχης καληνύχτισε και μπήκε στο σπίτι. Ο Άλκης ξαπλώθηκε στη μακριά του ψάθινη πολυθρόνα, δώρο της Μίνας στο γιατρό της, έβαλε τα πόδια του σε μιαν άλλη καρέκλα, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος κι έστειλε τους λογισμούς του να πλανηθούν μέσα στον κόσμο των άστρων, ψηλά από τον άσχημο αυτόν κόσμο, τους κακούς χωριάτες και τους πονηρούς χωροφύλακες. Το αεράκι του δάσους χάιδευε απαλά το μέτωπό του, σα γυναικείο χέρι, και ο γρύλος που τραγουδούσε επίμονα το μονότονο, μελαγχολικό του τραγούδι, του φάνηκε μια στιγμή πως είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή του.

Χωρίς να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος. Και οι κρυφοί λογισμοί του, ακολουθώντας το δρόμο των άστρων, χαθήκανε μακριά στο γαλάζιο χάος και πήγαν να βασιλέψουν πέρα από το δάσος, πίσω από έναν ωραίο λόφο, απάνω από ένα μικρό χωριουδάκι, στη στέγη ενός λευκού καλυβιού, μέσα στους κλώνους μιας χαρούμενης κληματαριάς, που την ποτίζανε τα χέρια μιας μελαγχολικής κοπέλας.

 

XVIII

 

Κοιμήθηκε και δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ο Άλκης, ξαπλωμένος στη μακριά του ψάθινη πολυθρόνα. Τα λόγια του υπενωμοτάρχου, φέρνοντας μπροστά του σε όλη του την τραγική πραγματικότητα το ωραίο ειδύλλιο, που ως τώρα έβλεπε μόνο την ποίησή του, χωρίς καμιά συσχέτιση με τη ζωή και την ανάγκη, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, χωρίς εχθές και χωρίς αύριο, τον είχαν βυθίσει σε δύσκολους και πικρούς στοχασμούς. Του είχαν έρθει στο νου και τα τελευταία σιβυλλικά λόγια, που του είχε πει φεύγοντας η Μίνα.

— Προσέξετε, κύριε Άλκη, μην κάμετε στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό απ’ όσο φοβάσθε να κάμετε στον εαυτό σας.

Αισθανότανε την ανάγκη τώρα να πάρει μια απόφαση μεγάλη και οριστική. Κι αφού λαγοκοιμήθηκε λιγάκι κατά τις πρωινές ώρες, τινάχθηκε, σκοτεινά ακόμα, από την καρέκλα που του είχε γίνει κλίνη εκείνο το βράδυ, με μια ανάγκη να περπατήσει, να πλανηθεί μακριά από τους ανθρώπους, μονάχος με τον εαυτό του.

Θυμήθηκε άξαφνα ένα σχέδιο που είχανε κάποτε με τη Μίνα, ένα σχέδιο, που έμεινε απραγματοποίητο. Ν’ ανεβούνε στην ψηλότερη κορυφή του Αίνου, στο Μεγάλο Σωρό, να ιδούνε αποκεί την ανατολή του ήλιου, που τη λέγανε μαγευτική. Το φαινόμενο του ήτανε αδιάφορο τώρα. Τον τραβούσε όμως το ύψος, η κορυφή, μια άλλη ανατολή, ένας άλλος ήλιος, που βγαίνοντας από την άβυσσο των λογισμών του, θα ’χυνε το αποκαλυπτικό του φως μέσα στα σκοτάδια της ψυχής του.

— Τι λες; είπε στον Γκραφ, που αγουροξυπνημένος τώρα κι αυτός μαζί του, του σάλευε χαρούμενα την ουρά, σα να τον καλημέριζε. Τι λες, Γκραφ; Ανεβαίνουμε στο βουνό;

Και σα να είχε λάβει τη συγκατάθεση του πιστού του συντρόφου, πήρε την απόφαση του.

— Εμπρός, Γκραφ! Πάμε!...

Δυο ώρες πριν φέξει, ξεκίνησαν για το ανέβασμα του βουνού, για την ψηλή κορφή, που από τα βαπόρι, φτάνοντας στην Κεφαλλονιά, την έβλεπε με μυστικούς πόθους να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Ο υπενωμοτάρχης και οι χωροφύλακες κοιμόντουσαν ακόμα τον ωραίο ύπνο των ξένοιαστων ανθρώπων κάτω από τα δέντρα. Κανένας δεν πήρε είδηση.

Ο Άλκης, που ήξερε απάνω κάτω το δρόμο — κάποτε είχε προχωρήσει ως κάποιο σημείο μαζί με τη Μαρία — αποφάσισε να καταπιαστεί, χωρίς οδηγό, την εκστρατεία.

Πήρε το μονοπάτι, που ανηφόριζε γλιστερό ανάμεσα από τα πυκνά έλατα. Η σελήνη, που σερνότανε αργά προς τη δύση της, σαν κουρασμένος οδοιπόρος, έχυνε ανάμεσα από τα κλαριά ένα λευκό, κρύο φως, που έδινε φανταστικές, άγριες μορφές στις σκιές των δέντρων. Μεγάλοι, πελώριοι κορμοί, κομμένοι άσπλαχνα από το σκεπάρνι του υλοτόμου, κείτονταν ξαπλωμένοι καταγής, σα σκοτωμένοι γίγαντες. Ένα αιωνόβιο έλατο, που είχαν περάσει από πάνω του καταιγίδες και κεραυνοί, χωρισμένο τώρα από τον κορμό του, έγερνε το γιγάντιο σώμα του, ακουμπισμένο με αγωνία, απάνω στους συντρόφους του, που άπλωναν, σα χέρια, τους χοντρούς των κλώνους για να συγκρατήσουν το πέσιμό του. Και ήτανε σαν ένα σιγαλό, καρτερικό ξεψύχισμα, μέσα στην ερημία του δάσους.

Ο Άλκης θυμήθηκε κάποια λόγια της Μαρίας.

— Πώς τα λυπάμαι τα πεσμένα δέντρα! του είχε πει μια μέρα σ’ έναν πρωινό περίπατό τους. Μου φαίνονται σαν άνθρωποι, που ξεψυχάνε...

Και του είχε μιλήσει ακόμα, με τον ίδιο αισθηματικό τόνο, το παράξενο εκείνο κορίτσι, για όλες τις άλλες τραγωδίες του δάσους, όταν ο άγριος χειμωνιάτικος άνεμος και η νεροποντή ροβολούν από τα ψηλά κάρηνα του βουνού και συνεπαίρνουν, με βουή και μανία, τις ζωές του λόγγου.

— Ποιος σ’ έμαθε και τα λες έτσι ωραία; της είχε πει κάποτε ο Άλκης, που δε μπορούσε να πιστέψει πως μια χωριατοπούλα μπορεί να μιλεί χωρίς τα την μάθει ποτέ, τη δύσκολη γλώσσα των ποιητών.

Η Μαρία είχε γελάσει με την καρδιά της.

— Ποιος να με μάθει; του είχε πει. Γράμματα είναι τα λόγια, να μου τα μάθει η δασκάλα;

Με τη γλυκιά ανάμνηση της αθώας παιδούλας, ο Άλκης ανέβαινε το μονοπάτι, στηρίζοντας το κορμί του απάνω σ’ ένα μακρύ ραβδί από κλώνο έλατου, που του το είχε χαρίσει ο υπενωμοτάρχης. Ήταν ένα ωραίο ραβδί από κείνα που έφκιανε, περνώντας την ώρα του ο Αντώνης. Στο απάνω μέρος ήταν πλεγμένα τα λεπτότερα κλαριά σε σχήμα λαβής ξίφους. Και δίπλα στη λαβή, ήταν χαραγμένο το όνομα του Άλκη και η ημερομηνία μ’ έναν τρόπο, που θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς ηλιογραφία. Γιατί ήταν ένα είδος πυρογραφίας, που είχε εφεύρει ο έξυπνος υπενωμοτάρχης, συγκεντρώνοντας μ’ ένα μικρό φακό τις αχτίδες του ήλιου απάνω στο ξύλο και περπατώντας ύστερα το φακό, για να σχηματίσει τα γράμματα και τις διακοσμητικές του γραμμές.

Μια αόριστη προαίσθηση ημέρας είχε χυθεί ολόγυρα στην ατμόσφαιρα, τη σκοτεινή, που δεν τη φώτιζε πια το λιγοθυμισμένο φως της σελήνης, που ’σβηνε σιγά σιγά πίσω από τα ψηλά δέντρα. Το ανέβασμα τώρα ήτανε κοπιαστικό στην απότομη, βραχόσπαρτη ανωφέρεια, που κάτω της έχασκαν άβυσσοι και παράστεκαν γκρεμοί. Ο πρωινός αέρας όμως έδινε δύναμη στα μέλη του και τα βάλσαμα, που σκόρπιζαν γύρω τα έλατα, ετόνωναν την αναπνοή του. Στάθηκε μια στιγμή κι έριξε το βλέμμα του κάτω κι ολόγυρα. Τα μακρινά νησιά και οι θάλασσες και τα χωράφια και οι ανθρώπινοι συνοικισμοί φαίνονταν σαν αγιοβασιλιάτικα παιγνίδια απλωμένα στο τραπεζάκι ενός ευτυχισμένου μικρού παιδιού.

Ανάμεσα από τα πυκνά έλατα, μέσα στο θαμποχάραμα, άρχισαν να ξεχωρίζουν, σα να κολυμπούσαν μέσα στη ρόδινη καταχνιά, τα βουνά της Ακαρνανίας και, σα συννεφάκι, ακουμπισμένο απάνω στη θάλασσα, το μυθικό νησί της Πηνελόπης, η Ιθάκη.

Ο Άλκης ξαναπήρε το δρόμο του με νέα δύναμη. Λίγο ακόμα και θα ’φτανε στη κορυφή. Εκεί θα σταματούσε ν’ ανασάνει με όλη τη δύναμη του στήθους του, το ζωογόνο αέρα, να τον ρουφήξει σα θείο ποτό. Τάχυνε το βήμα του και πάτησε την κορφή που λαχταρούσε. Και όμως δεν ήτανε ακόμα το ονειρευτό τέρμα της πορείας του. Από τα ύψη της άλλοι λόφοι, άλλες ανηφοριές, άλλες κορφές παρουσιάσθηκαν εμπρός του. Σταμάτησε και πάλι κατάκοπος. Ο Γκραφ πηγαινοερχότανε λαχανιασμένος, με τη γλώσσα κρεμασμένη, μα ευχαριστημένος, από την κούρασή του. Η θέα τώρα ήτανε ελεύθερη τριγύρω, αλλά το σκοτάδι ανακάτωνε ακόμα χαμηλά στεριές και θάλασσες, σ’ ένα σύμπλεγμα φανταστικών σκιών.

— Θάρρος, Γκραφ, και φτάσαμε! είπε στο σκύλο του, περισσότερο για να δώσει δύναμη στον εαυτό του, παρά στο ζώο.

Με καινούργια δύναμη, που του είχαν φυσήξει μέσα του οι ηρωικές πνοές της βουνοκορφής, σκαρφάλωσε τους τελευταίους λόφους, πέρασε τα τελευταία μονοπάτια και σε λίγο πατούσε το πόδι του επάνω στα γκρεμισμένα θεμέλια του λεηλατημένου σήματος, που είχε στήσει στην ψηλότερη κορφή των Επτά Νησιών η Γεωδαιτική Αποστολή. Πατούσε την κορφή του Μεγάλου Σωρού.

Ξαπλώθηκε στη ρίζα ενός έλατου, με την ευχαρίστηση του ανθρώπου, που φτάνει στο τέλος του δρόμου του, αδιάφορο αν ο δρόμος του δεν έχει κανένα σκοπό.

Η προσδοκία της ανατολής του ήλιου δεν τον συγκινούσε και πολύ. Σε λίγο από τα βάθη της θάλασσας είδε να προβάλει, μακριά, ένας θαμπός στην αρχή δίσκος, που όσο ανέβαινε στο στερέωμα έπαιρνε ένα βαθύ κίτρινο χρώμα, ώσπου να πάρει το χρώμα του χρυσαφιού και ύστερα της φωτιάς. Το θέαμα δεν του φάνηκε άξιο της φήμης του, ούτε αυτή τη φορά. Ο ήλιος στο βασίλεμά του, στεφανωμένος με χρυσά σύννεφα, ντυμένος βύσσο και πορφύρα, του ’κανε πάντα την εντύπωση, πως έφθανε στη μεγάλη του, την αληθινή του δόξα. Και είχε σκεφθεί, πολλές φορές, πόσο σωστά η αισθητική των απλών ανθρώπων ονόμασε βασίλεμα τη δύση του ήλιου και όχι την ανατολή του. Μονάχα την ώρα, που τελειώνοντας το μεγάλο του έργο αποχαιρετάει τον κόσμο, μονάχα τότε φορεί το βασιλικό του στέμμα. Ίσως για να δείξει στους ανθρώπους, ότι μονάχα η δόξα που κερδίζει κανείς με τα έργο της ζωής του είναι η αληθινή δόξα και η μεγάλη καθιέρωση. Γιατί κι ο ήλιος ακόμα την ώρα που γεννιέται, δεν ξέρει, αν δε σταματήσει στο μεγάλο του δρόμο κι αν το έργο του δε μείνει ατελείωτο. Ο Άλκης, ξαπλωμένος στη ρίζα του ελάτου, με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο του ωραίου θεού, που άφηνε να τον κοιτάζουν κατάματα, χωρίς να θέλει να θαμπώσει τα μάτια των θνητών με τη δόξα του, συλλογιζότανε πάλι τα ίδια αυτά πράματα, που είχε συλλογισθεί τόσες φορές, καλεσμένος στο θέαμα αυτό, που ξετρελαίνει τις μικρές δεσποινίδες και τους ανθρώπους, που ακολουθούν τυφλά τους συμβατικούς θαυμασμούς.

Αν δεν τον συγκινούσε όμως εξαιρετικά ο αμφίβολος αυτός δίσκος, που είχε ξεπεταχθεί μ’ έναν αστείο τρόπο από τη μακρινή θάλασσα, άχαρος όπως όλα τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα, τον συγκινούσε βαθιά η ανατολή του φωτός, χωρίς την άχαρη αυτή σφαίρα, του φωτός σα μιας ουράνιας χάρης απλωμένης ολόγυρα στη φύση, σε στεριές και θάλασσες, από μια άγνωστη, μυστηριακή πηγή.

Σα φανταστική αυλαία, απάνω στη μεγάλη φυσική σκηνή, άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά η καταχνιά, ξεσκεπάζοντας τη μαγική φαντασμαγορία. Το νησί ολόκληρο, σαν τεράστιο θαλάσσιο κήτος, κολυμπούσε απάνω στην ακύμαντη επιφάνεια των νερών. Ο κάμπος της Λιβαθώς, επίπεδος, ομαλός, ξεχώριζε πρώτα, σα μια σκιά απέραντη απλωμένη απάνω σε μια θάλασσα. Έπειτα ξεκαθάρισε καταπράσινος, σπαρμένος με άσπρα χωριουδάκια, όμοια με λευκά κοπάδια, που ροβολούσαν απ’ τους χλοερούς λόφους προς την αστραφτερή αμμουδιά και το σμαραγδένιο κύμα. Κι ολοτρίγυρα στην απόσταση, σα χαραγμένες επάνω σ’ έναν ανάγλυφο γεωγραφικό χάρτη, η Ιθάκη κι η Λευκάδα, τα Ηπειρωτικά βουνά, τα Ακροκεραύνια, ο Παρνασσός, η οροσειρά του Βοδιά κι ο Ρουμελιώτης Ερύμανθος.

Ένα φως, σαν από μυστική ανατολή, είχε χυθεί και στην ψυχή του Άλκη. Ένας κόσμος ολόκληρος, που δεν τον φανταζότανε τόσο μεγάλο, είχε ξυπνήσει μέσα του. Και είχε βυθισθεί τώρα στο εσωτερικό του δράμα, με τα βλέφαρα κατεβασμένα από την κούραση του δρόμου, σα σε έκσταση. Μικρές γωνίτσες της ψυχής του, που δεν τις είχε προσέξει ποτέ, είχαν φωτισθεί άξαφνα και του παρουσίαζαν τοπία άγνωστα και στον ίδιο τον εαυτό του, σχήματα λησμονημένα, μικρές χαριτωμένες λεπτομέρειες, που μόλις θυμότανε να τις είχε ξαναϊδεί κάποτε. Και βυθισμένος στο φωτεινό αυτό εσωτερικό του δράμα, ένοιωθε πως το φως, που είχε χυθεί μέσα του, κατέβαινε σαν ευλογία Θεού, από ένα μυστικόν ουρανό, τον ουρανό της αγάπης του.

Πού να ήτανε τάχα αυτή τη στιγμή η Μαρία; Την αναζητούσε με τη φαντασία του στα μονοπάτια του δάσους, μπροστά στο μικρό ερημοκλήσι, μέσα στις πράσινες κρυψώνες του λόγγου, στο μικρό λευκό χωριουδάκι. Και την εύρισκε παντού. Ακόμα στην απέραντη θάλασσα, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, στις μακρινές κορυφές των βουνών, στα αέρινα νησιά ολόγυρα, στη γη και στον ουρανό, μακριά του και μέσα του, παντού, παντού. Η Μαρία γέμιζε τον κόσμο ολόκληρο, κι ένοιωθε την ύπαρξή της, σε μια μεταφυσική έκσταση, και πέρα απ’ τον κόσμο ακόμα, σ’ εκτάσεις νοητές, έξω απ’ τον τόπο και το χρόνο. Του ήρθε στο νου του μια στιγμή ο ορισμός του Θεού: «Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Αλλά τι είναι κι ο Θεός; Σκέφθηκε. Μια αγάπη! Έτσι η αγάπη του είχε αρχίσει να παίρνει μια έκφραση θρησκευτική, όπως όλοι οι μεγάλοι υλικοί έρωτες, που μοιάζουν με θρησκευτικά παραληρήματα.

Τινάχθηκε απ’ τη θέση του. Η ερημιά, το χάος, η μοναξιά του, άρχισαν να του φέρνουν φόβο.

— Γκραφ! φώναξε. Εμπρός! Αρκετά ξεκουραστήκαμε!

Ο Γκραφ τον κοίταζε στα μάτια σα να ’λεγε:

— Ορισμένως ο αφέντης μου τρελάθηκε αυτή τη φορά.

Σταμάτησαν μια στιγμή σ’ ένα τρεχούμενο νεράκι, σβήσανε τη δίψα τους, δρόσισαν, το μέτωπό του, που έκαιγε, ο Άλκης, και τα πόδια του ο Γκραφ, και πήρανε πάλι τον κατήφορο.

Χωρίς να σκεφθεί καθόλου για το πρόβλημα που τον βασάνιζε, με σκοπό να πάρει μιαν απόφαση — η σκέψη του είχε πετάξει, σαν πεταλούδα, το φωτεινό εκείνο πρωί, απάνω σε όλα τα λουλούδια της ευτυχίας του, χωρίς να σταματήσει πουθενά — ένοιωθε τώρα, κατεβαίνοντας το μονοπάτι του βουνού, πως είχε πάρει την απόφασή του, χωρίς να το καταλάβει, σα να είχε σκεφθεί ώρες ολόκληρες και σα να είχε ξεδιαλύνει σε όλες τις λεπτομέρειες τη μεγάλη και αποφασιστική πράξη της ζωής του. Κι ευχαριστημένος για την απόφασή του, που προσπαθούσε να τη μαντεύσει περισσότερο, παρά να σταματήσει στα σοβαρά απάνω της, ίσως από φόβο μήπως η σκέψη του γκρεμίσει τον ωραίο πύργο, που είχε υψώσει η φαντασία του, κατέβαινε βιαστικά το γλιστερό μονοπάτι του βουνού, σαν ένα δρομαλάκι παραμυθιού, που τον έφερνε σε κάποια παραμυθένια ευτυχία.

Δεν είχε καταλάβει πως βρέθηκε πάλι μπροστά στο σπιτάκι του δάσους, τόσο γρήγορα, χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να προσέξει τα μέρη που είχε περάσει. Ο υπενωμοτάρχης τον περίμενε να φάνε.

— Τι έγινες, γιατρέ, σήμερα; του είπε. Σε χάσαμε από τα ξημερώματα του Θεού...

— Σηκώθηκα πρωί — είπε — κι αποφάσισα να πάω στο Μεγάλο Σωρό να προφτάσω την ανατολή. Και, να σου πω, δε μετάνιωσα καθόλου.

— Ωραίο πράμα! μουρμούρισε ο υπενωμοτάρχης. Κρίμα που δεν μου το είπες αποβραδίς να ερχόμουνα μαζί σου. Τόσα χρόνια έχω εδώ απάνω στο βουνό και ποτέ δεν το αποφάσισα να πάω κι εγώ μια φορά να ιδώ τον ήλιο. Αλλά πού σ’ αφήνει, αδερφέ, κι η υπηρεσία!

Η υπηρεσία του έφταιγε πάλι, που δεν είχε ιδεί στη ζωή του την ανατολή του ήλιου, ενώ η υπηρεσία θα ήταν ενθουσιασμένη, αν εύρισκε αυτός τον ήλιο στο βουνό, αντί να τον βρίσκει ο ήλιος να ροχαλίζει κάτω από τα έλατα.

Ο Άλκης τον παρηγόρησε, πως και στην Αθήνα βρίσκονται άνθρωποι, που δεν κατόρθωσαν ποτέ τους ν’ ανεβούνε στην Ακρόπολη.

Ένας μικρός Κερκυραίος που είχε αντικαταστήσει το μάγειρα του κυρίου Σταλίδη, τους είχε ετοιμάσει το φαγί. Καθίσανε στο τραπέζι κι ο Άλκης δε θυμήθηκε να είχε φάει ποτέ με τόση όρεξη, σαν το μεσημέρι αυτό. Ο Αντώνης δεν έκανε καθόλου λόγο για την ομιλία, που είχανε κάνει το άλλο βράδυ. Ήτανε σα να μην είχαν πει τίποτε. Και ο Άλκης έδειχνε κι αυτός πως τα είχε ξεχάσει όλα. Τους φέρανε και τον καφέ τους, τραβήξανε από ένα σιγαρέτο και ο Αντώνης έφυγε να πάρει, όπως πάντα, τον απογευματινό του ύπνο κάτω από κανένα έλατο. Ο Άλκης πήρε κι αυτός πάλι το μονοπάτι του δάσους.

— Πάω να βρω κι εγώ το έλατό μου! είπε στον Αντώνη. Ο Άλκης πήγαινε πράγματι να βρει το έλατό του. Όχι όμως το έλατο του ύπνου. Ήτανε ένα πελώριο δέντρο, που ξεχώριζε από τα άλλα, σα σημάδι μέσα στο λόγγο, και που στη ρίζα του ξαπλωμένος ο Άλκης, μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, προορισμένο να μη διαβαστεί ποτέ, περίμενε το πέρασμα της μικρής του φιλενάδας. Ύστερ' από ένα τέταρτο της ώρας δρόμο ο Άλκης είχε φτάσει στο έλατό του. Ξαπλώθηκε απάνω στο μαλακό βοστρυχωτό βρύο, που του άπλωνε μαλακά μαξιλάρια στη ρίζα του δέντρου και άνοιξε τα βιβλίο του χωρίς να διαβάζει.

Μία πλημμύρα ζωής και γονιμότητας είχε χυθεί γύρω του, το ζεστό εκείνο καλοκαιριάτικο απόγεμα. Έντομα μυριάδες, φτερωτά και άφτερα, πολύποδα και λιγόποδα, με χρώματα που αστράφτουν στο φως και με χρώματα θαμπά και ταπεινά. Άλλα, γέμιζαν τον αέρα, χαράζοντας, στους χορούς των, φανταστικά γεωμετρικά σχήματα, κύκλους και τόξα και τρίγωνα, ευθείες και καμπύλες, ανακατωμένα όλα μαζί σε κάποιο παράξενο αραβούργημα τρελό, ασύλληπτο. Και κάτω στη γη, απάνω στα ξερά φύλλα, άλλα πάλι, στρογγυλά σα μικροσκοπικές σφαίρες, που τρύπωναν στη χλόη, ξετρύπωναν από τα λιθαράκια, σκάλιζαν το χώμα για να χωθούν μέσα.

Πόσες μικρές, ανήσυχες ζωούλες! Άλλες ζωηρές, χαρούμενες και πολυθόρυβες, άλλες λυπημένες και ταπεινές, σαν τους φτωχούς ανθρώπους, άσχημες και όμορφες, μεθυσμένες όλες από το φως, έκαναν τους γρήγορους γάμους των, γάμους αέναους, χωρίς τέλος, και περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο μ’ έναν τρόπο θριαμβευτικό, σε μια διαδοχή γενεών αστραπιαία, ανυπόμονη.

Ο Άλκης ήτανε βυθισμένος εκστατικά στο δημιουργικό αυτό δράμα, που τον τριγύριζε. Μια στιγμή του φάνηκε πως ήτανε κι αυτός μια μικρή ζωούλα, που χόρευε, μαζί με τις άλλες, στον αέρα. Έγειρε κι ακούμπησε το κεφάλι του στην παλάμη, ενώ τα βλέφαρά του άρχισαν να κλείνουν γλυκά από τα άυλα χάδια της μυρωμένης αύρας. Και πέρα από τις πλαγιές του βουνού έφταναν στ’ αυτιά του τα μακρινά κουδουνίσματα των κοπαδιών, γλυκά σα φλοίσβισμα τρεχούμενου νερού και σα γλυκό νανούρισμα. Και γέρνοντας απάνω στα ανοιχτό βιβλίο του, αποκοιμήθηκε.

Ανοίγοντας μια στιγμή τα μάτια του, του φάνηκε πως είδε μακριά, μέσα στα δέντρα, τη σιλουέτα της Μαρίας. Ύστερα χάθηκε πάλι. Σε λίγο ξαναφάνηκε μακρύτερα. Βεβαιώθηκε πως ήταν αυτή.

— Μαρία!... φώναξε.

Η Μαρία γύρισε και τον είδε. Και πάλι ξαναχάθηκε.

— Μαρία!... ξαναείπε.

Και σηκώθηκε βιαστικά να προχωρήσει προς το μέρος, που του είχε φανεί η σιλουέτα. Ύστερ’ από λίγα βήματα βρέθηκε μπροστά της. Ένα δέντρο του την έκρυβε.

— Γιατί δεν ήρθες που σου φώναξα; τη ρώτησε. Και της έσφιξε τα δυο της χέρια.

— Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, του είπε.

Τα μάτια της ήσαν κατακόκκινα, σαν κλαμένα.

— Έκλαιγες; της είπε ανήσυχος.

— Όχι! Μια μυγίτσα μπήκε στο μάτι μου και το ’τριψα...

— Είχες πολλή ώρα εδώ;

— Όχι και πολλή.

— Και τι έκανες;

— Γύριζα εδώ ολόγυρα.

— Γιατί δεν ερχόσουν σιμά μου;

— Περίμενα να ξυπνήσεις.

— Κι αν δεν ξυπνούσα;

— Θα ξυπνούσες...

— Κι αν ήμουνα πεθαμένος;

— Σ’ έβλεπα που ανάσαινες...

— Κι αν αργούσα πολύ να ξυπνήσω;

— Θα τριγύριζα ώσπου να ξυπνήσεις.

Ο Άλκης την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα λόγια της, λόγια μικρού αθώου παιδιού, γέμιζαν με τρυφερότητα την ψυχή του.

— Πάμε να καθίσουμε; της είπε.

Την τράβηξε από το χέρι. Εκείνη τον ακολούθησε, σα να μην ήθελε να προχωρήσει και σα να μην είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί, όπως το μικρό προβατάκι, που το σέρνει ένα παιδάκι με μια κόκκινη κορδελίτσα από το λαιμό.

— Πού με πας; είπε δειλά.

— Στον βωμό μας. Δε θα κάτσεις λιγάκι μαζί μου να μου κάνεις συντροφιά;

— Θα κάτσω...

— Μα τι έχεις σήμερα; Είσαι κακιωμένη;

— Όχι.

— Πώς είσαι έτσι λοιπόν;

— Δεν ξέρω.

— Προχωρήσανε προς το μεγάλο έλατο, και στη ρίζα του, απάνω στο μαλακό βρύο, ο Άλκης την κάθισε κοντά του. Ο Γκραφ έτρεχε ολόγυρα, μυρίζοντας το χώμα, και ύστερα ξαναγύριζε, σάλευε την ουρά του και ξανάφευγε, σα να τους έλεγε:

— Έννοια σας! Εγώ σας φυλάω. Κανένας δε θα ζυγώσει εδώ.

— Η Μαρία, με τα μάτια σκυμμένα, σκάλιζε μηχανικά το χορτάρι μ’ ένα ξυλαράκι, δίχως να βγάλει λέξη.

— Πες μου, τι έχεις; της είπε ο Άλκης. Γιατί δε μου τα λες όλα;

Η φωνή του είχε την τρυφερότητα και την ειλικρίνεια μαζί, που γεννά στην ψυχή των αθώων πλασμάτων τη μεγάλη εμπιστοσύνη.

— Δεν έχω τίποτε! είπε πάλι η Μαρία.

Η φωνή της όμως έτρεμε. Δάγκασε το κάτω της χείλι για να κρατήσει ένα λυγμό, που την έπνιγε. Ύστερα μονομιάς σήκωσε την ποδιά της, την έφερε βιαστικά στα μάτια της κι άρχισε να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει. Το στήθος της, το άπλερο παρθενικό στήθος, που μόλις το μάντευε κανείς, σαν ωραίο, δροσερό μυστικό κάτω από το χοντρό, πλατύ φόρεμα, ανεβοκατέβαινε, φουσκώνοντας σαν κυματάκι στην ακρογιαλιά.

— Βλέπεις λοιπόν; της είπε ο Άλκης, σφίγγοντας τα δυο της χέρια. Βλέπεις πως κάτι έχεις και δεν το μαρτυράς;

Άξαφνα του πέρασε μια ιδέα. Θυμήθηκε τα χθεσινά λόγια του υπενωμοτάρχη.

— Μήπως σε μάλωσε η μητέρα σου; της είπε.

Η Μαρία δεν είπε όχι. Σκούπιζε τα δάκρυά της με μικρούς γρήγορους αναστεναγμούς,

— Μήπως σου είπανε να μην έρχεσαι πια μαζί μου;

Η Μαρία σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε γλυκά, παραπονετικά, σα να ζητούσε βοήθεια.

— Μου είπε η μητέρα μου — μουρμούρισε με λυγμούς — να μην τριγυρίζω πια στους δρόμους. Να κάθομαι στο σπίτι να τη βοηθάω. Είμαι μεγάλη πια, λέει, και κακομιλάει ο κόσμος...

— Κι εσύ τι είπες;

— Τι να της πω; Της είπα πως θα καθίσω. Τι μπορούσα να της πω; Μητέρα μου είναι.

— Δε θα σε ξαναϊδώ λοιπόν;

Ο Άλκης της μιλούσε με την τρυφερή απάθεια των μεγάλων, που, ακούοντας τους φόβους ενός μικρού παιδιού και κάνοντας τάχα πως τους πιστεύουν, ξέρουν από μέσα τους πόσο μάταιοι είναι και πόσο αστείοι. Όμως του άρεσε η παιδιάστικη εκείνη συγκίνηση. Και καθώς η Μαρία δεν του είχε απαντήσει στην τελευταία του ερώτηση, της ξαναείπε πάλι.

— Τέλειωσαν όλα λοιπόν, Μαρία; Δε θα σε ξαναϊδώ πια; Να σηκωθώ λοιπόν να φύγω αποδώ! Τι να κάνω πια μοναχός μου εδώ πέρα; Τι να κάνω;

Η Μαρία, σα να την είχε τινάξει ένα ξαφνικό, δυνατό ηλεκτρικό ρεύμα, πετάχτηκε απάνω του, αρπάχτηκε από το λαιμό του κι έπλεξε τα χέρια της γύρω του, σα να ήτανε αυτή η στιγμή, που θα τον έχανε για πάντα, και σα να ήθελε να τον κρατήσει δυνατά, να κρατηθεί η ίδια απάνω του, να μην της φύγει ποτέ, ποτέ, ποτέ. Ο Άλκης κοίταζε το εκστατικό πρόσωπό της, που ήτανε χυμένη απάνω του η αγριάδα του κινδύνου. Τα μάτια της ανοιχτά, φωτεινά, τινάζοντας αστραπές, ήσαν καρφωμένα απάνω του. Ένα κύμα από τριανταφυλλένιο αίμα είχε χυθεί στα μάγουλά της. Τα μικρά της αυτάκια έβγαζαν φωτιές. Ένοιωθε το σώμα της να τρέμει απάνω του, και απάνω στην καρδιά του άκουγε τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς της. Ποτέ δεν του είχε φανεί τόσο ωραία. Ήτανε σαν ένα λουλούδι, που είχε φτάσει στην ακμή του ανθίσματός του, την ακμή που κρατάει μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, — δόξα του ήλιου, που το γέννησε — και σβήνει για πάντα.

Ο Άλκης ένοιωσε το κεφάλι του να γυρίζει, σαν να είχε πιει όλο μαζί το κρασί της άνοιξης μέσα σε μια λουλουδένια κούπα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα χείλη του κολλήσανε στα χείλη της. Εκείνη είχε γύρει το κεφάλι της στην αγκαλιά του, με τα μάτια κλειστά, παραδομένη ολόκληρη, με την εμπιστοσύνη των μεγάλων στιγμών, στην αγάπη του, δική του, δική του στον αιώνα. Και, πίνοντας ο ένας στα χείλια του άλλου, το δυνατό, άλικο κρασί, που τους είχε μεθύσει, ονειρευτήκανε μαζί το ίδιο όνειρο.

... Είχε αρχίσει να βραδιάζει κι εκείνη δεν είχε ξυπνήσει ακόμα από το όνειρό της. Εκείνος, κρατώντας το ξανθό της κεφάλι στην αγκαλιά του, της χάιδευε απαλά τα μεταξένια μαλλιά, που πέφτανε ανακατωμένα, σα σκόρπιο χρυσάφι, απάνω στο μέτωπό της.

Άξαφνα εκείνη άνοιξε τα μάτια της φοβισμένα, σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται. Κοίταξε γύρω της, κοίταξε τον Άλκη, ανασήκωσε τα μαλλιά της, που της έπνιγαν τα μάτια, έμεινε εκστατική λίγα δευτερόλεπτα, σα να ήθελε να θυμηθεί κάτι, να καταλάβει, και ύστερα, χωρίς να πει τίποτε, έσκυψε το κεφάλι της απάνω στις δυο της παλάμες κι άρχισε να κλαίει σιγά, χωρίς λυγμούς, χωρίς αναφιλητά, το κλάμα της απελπισίας.

Ο Άλκης της τράβηξε τα χέρια από το πρόσωπο, της φίλησε τα μάτια, τα μουσκεμένα από δάκρυα, και θριαμβευτής, από το διπλό θρίαμβο της αγάπης του και της τιμής του, της είπε, με φωνή σταθερή και αποφασιστική, που ένωνε την γλύκα της Αγάπης με την αυστηρότητα του Νόμου.

— Γιατί κλαις, Μαρία; Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν πως από πει στιγμή αυτή είμαι ο άντρας σου;

 

XIX

 

Την άλλη Κυριακή, στην εκκλησιά του χωριού, έγιναν οι γάμοι του Άλκη με τη Μαρία.

Ο Άλκης είχε πάρει την απόφασή του από το πρωί εκείνο, που είχε βρεθεί μοναχός του με τον πιστό του σκύλο στην κορφή του Μεγάλου Σωρού. Ως να τον είχε σπρώξει εκεί απάνω μια μυστική δύναμη, σα σε κάποιο αρχαίο ναό, για να ζητήσει ένα χρησμό, στην παραζάλη του νου του, ο χρησμός μίλησε μέσα στα βάθη της ψυχής του με το ιερό θρόισμα των φύλλων, που χαιρετούσαν, στη μυσταγωγική εκείνη στιγμή, τη γέννηση του φωτός. Και ο Άλκης, με την ψυχή του γεμάτη φως, υποτάχθηκε στην προσταγή του χρησμού.

Δε βασάνισε πια καθόλου τη σκέψη του. Ένας θεός του φαινότανε τώρα πως οδηγεί τη ζωή του. Δεν ήθελε να ξέρει ποιο δρόμο θα πάρει η ζωή του. Πάντα ωραίοι είναι οι δρόμοι που μας δείχνει τα χέρι ενός θεού. Μήπως τάχα κυβερνούμε μόνοι μας τη ζωή μας; Φανταζόμαστε πως την κυβερνούμε. Καλύτερα να εμπιστευόμαστε στο θεό, που κατοικεί μέσα μας, παραδίνοντας του όλη μας την ύπαρξη, με την απόλυτη πίστη, που κανένας δισταγμός δεν την ταράζει.

Ένα πρωί ο Άλκης παρουσιάσθηκε ανέλπιστα στο σπίτι της Μαρίας και ζήτησε από τους γέρους την κόρη τους. Οι γέροι δε μπόρεσαν να πιστέψουν την ευτυχία που τους έστελνε ο Θεός. Με τα δάκρυα στα μάτια ευλόγησαν τα Όνομά του και λαμπάδες ανάφθηκαν στη χάρη της Μεγαλόχαρης. Ένα θαύμα είχε φανεί στα φτωχικό τους. Και όλο το χωριό, που η μεγάλη, η ανέλπιστη είδηση είχε χυθεί σαν αστραπή απ’ άκρη του σ’ άκρη, είχε πιστέψει στο θαύμα. Ως κι ο φθόνος ακόμα λούφαξε. Μπροστά στο θέλημα του Θεού, κανένα χείλι δεν πρόφερε βέβηλο λόγο. Άμποτε κάθε μάνας κόρη να ’βλεπε την τύχη της Μαρίας! Και μαζί με τη θρησκευτική κατάπληξη, που είχε σκορπίσει στο χωριό η μεγάλη είδηση, οι χωριάτες άρχισαν να βλέπουν και το πρακτικό μέρος του θαύματος. Ένας μεγάλος γιατρός από την Ευρώπη — ο Άλκης είχε πια κάμει τη φήμη του — ήτανε δικός τους πια, θα τον είχανε κοντά τους, για κάθε ανάγκη και κάθε κίνδυνο.

— Τι λέει ο γιατρός μας; ρωτούσαν οι γυναικούλες την ευτυχισμένη μητέρα, γυρίζοντας από την εκκλησία, όπου ο γάμος της Μαρίας είχε γίνει το μεγαλύτερο πανηγύρι, που είδε ποτέ το ταπεινό χωριουδάκι. — Τι λέει ο γιατρός μας; Θα μείνει στο χωριό ή θα μας φύγει;

— Δεν ξέρω η καημένη! τους απαντούσε, με τα δάκρυα στα μάτια, η ευτυχισμένη μητέρα, θα σας γελάσω... Αυτός ορίζει να κάνει ό,τι θέλει!

Σε λίγες μέρες μια μεγάλη είδηση πάλι, τόσο μεγάλη για τους χωριάτες, όσο κι ο ανέλπιστος γάμος της Μαρίας, έτρεχε από στόμα σε στόμα.

— Ο γιατρός θα μείνει στο χωριό μας.

Ο υπενωμοτάρχης, που ήτανε στα μέσα και στα όξω, μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, είχε φέρει το μεγάλο νέο. Ο γιατρός θα νοίκιαζε το καλύτερο σπίτι του χωριού, το σπίτι του παπά — ο παπάς κι η παπαδιά, άκληροι άνθρωποι, είχανε αποφασίσει να τραβηχθούν στο καλύβι, που είχανε στο κτήμα τους, απόξω από το χωριό — και θα καθότανε εκεί με τη γυναίκα του και τα πεθερικά του.

— Τι ανάγκη έχει αυτός; τους έλεγε ο πονηρός χωροφύλακας. Αυτός δεν περιμένει να ζήσει από την επιστήμη του. Έχει εκατομμύρια. Αλλά του άρεσε, βλέπεις, ο τόπος. Και, σαν αγάπησε και τη Μαρία, αποφάσισε να ζήσει μαζί μας. Εννοείς, πως έβαλα κι εγώ το λογάκι μου. Γιατί έμενα πρωτορώτησε. Κι αν του ’λεγα έναν ενάντιο λόγο, ούτε η Μαρία θα ’βρισκε την τύχη της, ούτε το χωριά τέτοιο γιατρό, που θα ’καναν πώς και τι να τον έχουνε στην Αθήνα.

Ο πονηρός υπενωμοτάρχης αγαπούσε να περνάει για μυστικοσύμβουλος του γιατρού. Και, καθώς μπαινόβγαινε σα δικός μέσα στο σπίτι του Άλκη, είχε καταφέρει να πείσει τους χωριάτες, πως τίποτε δεν έκανε ο γιατρός, χωρίς να τον ρωτήσει.

Ο Άλκης είχε πάρει πράγματι την απόφαση να μείνει στο χωριό. Του φαινότανε σαν το φυσικό πλαίσιο της ευτυχίας του. Έπειτα μάντευε, πως το ήθελε η Μαρία, όπως μάντευε τις πιο κρυφές της επιθυμίες. Και, μαζί με όλα αυτά, η ιδέα πως μπορούσε να ξαναγυρίσει — τόσο γρήγορα τουλάχιστον — στην Αθήνα, του ’κανε φόβο. Η ανάμνηση της τραγωδίας της Στέλλας, μολονότι στο γάμο του με τη Μαρία έβλεπε μια θέληση της αγαπημένης τους σκιάς, έδινε μιαν αγριάδα στους τόπους όπου είχανε ζήσει μαζί τις ερωτικές τους ημέρες, και που τώρα θα τους ξανάβλεπε με μιαν άλλη γυναίκα. Είχε και κάποιους μυστικούς φόβους, σε στιγμές δισταγμών και δεισιδαιμονιών, πως η άμοιρη πεθαμένη δε θα ’βλεπε με ευνοϊκό πνεύμα τόσο κοντά στον τάφο της τη νέα του ευτυχία. Μια γυναίκα, και πεθαμένη ακόμα, είναι πάντα γυναίκα. Οι τάφοι ζηλεύουν. Και έπρεπε να ευλαβηθεί τον τάφο της. Γιατί, ποιος ξέρει, ποιος μπορεί να είναι βέβαιος, ότι οι τάφοι δεν εκδικούνται;

— Θα μείνουμε μαζί σας! είχε πει στους γέρους, μια μέρα που ο μυστικός αυτός φόβος είχε κυριέψει την ψυχή του. Το θέλει κι η Μαρία κι εγώ. Δε θα σας αφήσουμε!

Οι γέροι πανηγυρίσανε την απόφαση του Άλκη.

— Ό,τι σας φωτίσει ο θεός, παιδί μου, να κάνετε, είπε η μητέρα της Μαρίας. Εμείς πόσο θα ζήσουμε ακόμα; Και ύστερα...

Ο Άλκης ήτανε ευχαριστημένος για την απόφαση που είχε πάρει, και τόσα πράματα ακόμα, που τα θυμότανε ένα ένα, του στερέωναν την απόφασή του. Η θεία του! Δεν ήτανε μονάχα ο φόβος να τη συναντήσει μια μέρα στο δρόμο του, την εγκληματική αυτή γυναίκα. Τώρα συλλογιζότανε και το κακό, το ειρωνικό χαμόγελο, που θ ανθούσε στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη. Γιατί βέβαια η περήφανη εκείνη Κράλαινα δε θα μπορούσε να συχωρέσει ποτέ στον ανιψιό της, σ’ έναν Κράλη, που είδε κι έπαθε να τον σώσει από μια καλοαναθρεμμένη, τέλος πάντων, μικροαστή, να δώσει τ’ όνομά του τώρα σε μια πρόστυχη χωριάτισσα. Και νόμιζε πως βλέπει μπροστά του τα λεπτά, τα φαρμακωμένα εκείνα χείλη, να στάζουνε πράσινο δηλητήριο.

Έπειτα οι αντιπαθητικοί εκείνοι κύκλοι της Αθήνας, οι περιέργειες του ενός και του άλλου, τα παράξενα βλέμματα, που θα ενέδρευαν παντού για να βρουν τροφή κακογλωσσιάς, η εντύπωση που θα ’κανε η εμφάνισή του στην Αθήνα, με τη Μαρία, ύστερ’ από τη φήμη του ειδυλλίου του, που θα είχε γίνει το ζήτημα της ημέρας στα σαλόνια και στους αριστοκρατικούς κύκλους, όλα αυτά τα ενοχλητικά μικροπράματα, που ήτανε βέβαιος ν’ απαντήσει μπροστά του, τον έκαναν ν’ αντικρίζει την ιδέα μιας επιστροφής στην Αθήνα με πραγματικό τρόμο.

Ο Άλκης το πρώτο πράμα που σκέφτηκε στην ευτυχία του, ήτανε να την ανακοινώσει αμέσως στην καλή του φίλη, τη Μίνα. Πόσο θα χαιρότανε η αγαθή κόρη, που του είχε σταθεί ο πιστότερος φίλος και ο ειλικρινέστερος σύμβουλος στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του για την απόφασή του! Μήπως, φεύγοντας, δεν του είχε πει να προσέξει μήπως κάνει στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό από κείνο, που θα φοβότανε να κάνει στον εαυτό του; Θυμότανε τώρα τα λόγια της αυτά, που τα είχε ονομάσει τότε σιβυλλικά, και θυμότανε ακόμα τον αυστηρό, χρησμοδοτικό τόνο της φωνής της, που νόμιζε να τον ακούει, σα να ήτανε αυτή η στιγμή, στα βάθη της ψυχής του. Λοιπόν, το κακό, που είχε φοβηθεί η Μίνα για τη μικρή της προστατευόμενη, δεν είχε γίνει. Της είχε χαρίσει την ευτυχία και ήταν ευτυχισμένος ο ίδιος για την τίμια και ωραία πράξη του. Η Μίνα δεν μπορούσε παρά να εκτιμήσει την απόφασή του και να χαρεί, να χαρεί με όλη της την καρδιά για την ευτυχία της μικρής της φιλενάδας και τη δική του.

Της έγραψε ένα μεγάλο γράμμα. Η Μαρία, σκυμμένη απάνω του όσο έγραφε, ήταν ευχαριστημένη, πως σε λίγες μέρες η καλή κυρία Μίνα, που την αγαπούσε τόσο πολύ, θα ήξερε την ευτυχία της.

Το γράμμα του Άλκη ήτανε μια εξομολόγηση όλων των ηθικών και αισθηματικών ελατηρίων, που τον κινήσανε να αποφασίσει το γάμο του με τη Μαρία. Της έγραφε ακόμα πως για πολύν καιρό ήταν αποφασισμένος να μείνει στο χωριό. «Πέστε στον κύριο πατέρα σας — της έλεγε κάπου — ότι η προφητεία του αλήθεψε. Έγινα επιτέλους ο γιατρός του χωριού». Αλλά βέβαια δε θα περνούσε όλη του τη ζωή στο χωριό, μολονότι τον τραβούσε τόσο πολύ η απλή και ειρηνική αυτή ζωή, που είχε γίνει το ωραιότερο πλαίσιο της ευτυχίας του. Με τον καιρό, όταν οι κακές γλώσσες θα έπαυαν να καταγίνονται με το επεισόδιό του και οι πονηρές περιέργειες των κυριών της Αθήνας θα είχανε κοπάσει, θ' αποφάσιζε να πάρει τη Μαρία και να ’ρθούνε ν’ αποκατασταθούν στην πρωτεύουσα.

«...Όσο για την εμφάνιση της Μαρίας — τελείωνε το γράμμα του — στο νέο της περιβάλλον, δεν έχω, σας βεβαιώ, καμία απολύτως ανησυχία. Η πριγκιποπούλα σας, όπως τη λέγατε, μπορεί άφοβα να ανθέξει σε κάθε σύγκριση. Έχει τόση φυσική ντιστενξιόν, που νομίζει κανείς πως γεννήθηκε μέσα σε παλάτια. Δεν ήτανε αυτή κι η δική σας ιδέα; Και έπειτα η ομορφιά της και η φυσική της χάρη δίνουν ακόμα και στις ασήμαντες, χωριάτικες αφέλειες της έναν τόσο θελκτικό, προσωπικό χαρακτήρα! Κάποιο στυλ, θα έλεγα. Εσείς, που την ξέρετε, μπορείτε να καταλάβετε τι λέω. Και δε θα πάρετε τα λόγια μου για αστεία παραληρήματα ενός τρελού ερωτευμένου. Έπειτα, στο μεταξύ αυτό, η Μαρία θα κάνει κοντά μου την κοσμική και την αισθητική της ανατροφή. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε, τι μοναδική μαθήτρια που είναι και πόση ευχαρίστηση βρίσκω να της κάνω τα μικρά αυτά κοσμικά μαθήματα, που τα μαντεύει περισσότερο με τη φυσική της διαίσθηση, παρά όσο τα αποστηθίζει.»

Και ακολουθούσε ύστερα ένα μικρό υστερόγραφο.

«Μη φαντασθείτε όμως, δεσποινίς Μίνα, ότι το έργο μου είναι και πολύ εύκολο. Όχι γιατί η μαθήτρια μου είναι χοντροκέφαλη ή τα μαθήματα είναι πολύ δύσκολα για την αντίληψή της. Κάθε άλλο! Φοβούμαι όμως μήπως με τη διδασκαλία μου της χαλάσω το ωραίο φυσικό της. Και θα ήτανε κρίμα! Βρίσκομαι λοιπόν στη θέση ενός δασκάλου ζωγράφου, μπροστά σ’ ένα μαθητή μ’ εξαιρετικό τάλαντο, που φοβάται μήπως, με την ακαδημαϊκή του διδασκαλία μαράνει το φυσικό τάλαντο του μαθητή του και του καταστρέψει ή του παραστρατήσει την προσωπικότητά του. Και δε θα ήθελα ποτέ να γίνω ο αίτιος μιας τέτοιας καταστροφής. Ελπίζω, όπως και να είναι, πως όταν ξανασυναντηθούμε στην Αθήνα ή αλλού, και όταν ξαναϊδείτε το αγριολούλουδό σας, μεταφυτεμένο στη σέρα, θα εκτιμήσετε τη μέθοδό μου και δε θα ντρέπεστε για τη μικρή σας φιλενάδα, που θέλω να ελπίζω, ότι θα της είσαστε ο ίδιος αγαθός άγγελος και στη νέα της ζωή, όπως και στο ωραίο αυτό δάσος, όπου τόσο μας λείπετε.»

— Μα τι είναι όλα αυτά που γράφεις; τον ερώτησε η Μαρία, που είχε καθίσει άξαφνα στα γόνατά του με μια πλαστική χάρη, που θα μπορούσε να εμπνεύσει σ’ ένα ζωγράφο γυναικών μια δύσκολη σύνθεση. Γράφεις μια ώρα τώρα.

— Γράφω πολλά κακά για σένα, ανόητο κορίτσι! της είπε βάζοντας την υπογραφή του.

Και καθώς ακουμπούσε απάνω του, με το χέρι της πλεγμένο γύρω από το λαιμό του, γύρισε και τη φίλησε στα μάτια.

— Θέλω να μου τα διαβάσεις! του είπ' εκείνη μ’ ένα ύφος χαριτωμένα αυστηρό.

— Μα αφού γράφω κακά για σένα;

— Ας γράφεις! Θέλω να μου τα διαβάσεις.

— Άκουσε λοιπόν να σου διαβάσω...

Άρχισε να διαβάζει. Εκείνη όμως του έσφιγγε το λαιμό με το λευκό της μπράτσο, τραβούσε το κεφάλι του επάνω της, το ’σφιγγε στο στήθος της νευρικά, επίμονα.

— Μα βλέπεις, πως δε μ’ αφήνεις να διαβάσω; Τι κατάσταση είναι αυτή; Άφησε με λοιπόν;

— Διάβασε! Ποιος σ’ εμποδίζει; του είπε αδιάφορα εκείνη. Ο Άλκης πέταξε το γράμμα απάνω στο τραπέζι, την

έσφιξε στην αγκαλιά του και κόλλησε τα χείλη του απάνω στο μικρό της στοματάκι, ενώ εκείνη σπαρτάριζε να του ξεφύγει, με πονηρά, πνιγμένα γέλια.

Και όπως οι ερωτευμένοι του Δάντε — ο Άλκης της είχε διηγηθεί κάποτε το επεισόδιο της Φραντσέσκας ντα Ρίμινι — το γράμμα εκείνο τους έγινε ο Γαλεότος τους. Και δε διαβάσανε πια εκείνο το βράδυ.

 

XX

 

Είχε φτάσει το φθινόπωρο. Οι περίπατοι στο δάσος του Άλκη με την ωραία του γυναικούλα είχαν γίνει σπανιότεροι. Και τις βροχερές ημέρες — το φθινόπωρο εκείνο ήταν εξαιρετικά βροχερό — το χωριάτικο σπιτάκι, που είχε κλείσει την ευτυχία τους, τους κρατούσε μέσα του τον περισσότερο καιρό. Κοίταζαν, καθισμένοι πλάι κοντά στο παράθυρο, τα μεγάλα σύννεφα, που έτρεχαν στον ουρανό μ’ ένα εύθυμο κυνηγητό, έβλεπαν τη βροχή που έπεφτε ήσυχη και στρωτή, σαν ευλογία Θεού, και άκουαν το χαρούμενο, χαρούμενο τραγούδι της απάνω στις στέγες και στα τζάμια του παραθύρου. Ήτανε τόση η χαρά της ψυχής τους, ώστε ν’ ανάβει μικρούς, χαρούμενους ήλιους μέσα στα μαύρα σύννεφα του ουρανού.

— Θυμάσαι — είπε μια μέρα ο Άλκης στη Μαρία — θυμάσαι κάποτε, που σου είχε πει η μητέρα σου να κλειστείς μέσα στο σπίτι και να μη ξαναβγείς όξω; Θυμάσαι που έκλαιγες απ’ το κακό σου; Γύριζες, σαν το αγρίμι, στο δάσος με όλους τους καιρούς κι έλεγες πως θα πεθάνεις, αν σε κλείσουνε μια μέρα στο σπίτι. Τώρα δε στενοχωριέσαι;

Η Μαρία κοκκίνισε.

— Δε σου είπα να μη μου ξαναλές αυτά που έλεγα; του είπε θυμωμένη.

Δεν ήθελε να της θυμίζουν τα παιδιάτικά της λόγια. Νόμιζε πως ο Άλκης περιγελούσε τις μικρές της ερωτικές αδυναμίες. Κι αυτό την πείραζε τρομερά. Το εύθυμο προσωπάκι της συννέφιαζε αμέσως σαν τον χινοπωριάτικο ουρανό και δε μιλούσε για ώρες ολόκληρες.

— Καλά! Δε σου τα ξαναλέω πια! της είπε ο Άλκης, που δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο που την έκανε να θυμώνει. Δε σου να ξαναλέω πια. Μη θυμώνεις!

Μα οι μικροί αυτοί θυμοί περνούσανε γρήγορα, σα συννεφάκια του φθινοπώρου, και ο ήλιος της χαράς τους έλαμπε πάλι στο μικρό τους σπιτικό.

Ο Άλκης, με τη λεπτή του καλαισθησία, είχε βαλμένο το σπιτάκι τους όσο μπορούσε καλύτερα, με τα λίγα έπιπλα, που του είχε φκιάξει ένας μαραγκός του χωριού, σύμφωνα με τις οδηγίες του, κι εκείνα που του είχε αφήσει φεύγοντας ο κύριος Σταλίδης. Είχε κάνει και το μικρό του γραφείο, με τη βιβλιοθηκούλα του, που είχε βάλει τα λίγα του βιβλία, το τραπεζάκι της εργασίας του, ένα ντιβανάκι κοντά στο παράθυρο, ό,τι του χρειαζότανε για να περνάει εκεί, με τη μικρή του μαθήτρια, τις ώρες της ευλογημένης μοναξιάς του. Μερικά παλιά χωριάτικα υφάσματα, που τα είχε διαλέξει με γούστο και με πολλές φροντίδες, συμπλήρωναν το διάκοσμο του μικρού γραφείου, ένα διάκοσμο αρμονικό και ταιριασμένο, που δεν του έλειπε κάποιο ευγενικό στυλ. Σιγά σιγά η Μαρία είχε μυηθεί στις λεπτές αυτές ευγένειες και τις συμπλήρωνε με την έμφυτη αντίληψη της ομορφιάς, που έχουν οι χωριάτικες ψυχές, πριν πνίξει μέσα τους ένας ψεύτικος πολιτισμός την προσωπική τους αισθητική, κληρονομιά ενός παλιού ντόπιου πολιτισμού.

— Τι λες, Μαρία; της έλεγε κάποτε ο Άλκης. Να βάλουμε αυτό το πραγματάκι σ’ αυτήν εδώ τη γωνίτσα;

Και ζητούσε σοβαρά τη γνώμη της, γιατί πολλές φορές την εύρισκε ανώτερη από τη δική του.

— Όχι, καημένε! του ’λεγε εκείνη. Δε θα είναι όμορφα έτσι!

Και ύστερα έβλεπε πράγματι κι εκείνος πως δε θα ήτανε όμορφα. Κι έτσι τελειοποιούσε τη δική του σοφή αισθητική, που την εύρισκε κάποτε βάρβαρη, με την πρωτόγονη, αλλά τόσο αρμενισμένη με το περιβάλλον αισθητική της Μαρίας.

Με την ωραία αυτή ζωή μπήκανε στο χειμώνα. Οι εκδρομές τους στο δάσος είχαν γίνει σπανιότερες ακόμη. Τον περισσότερο καιρό τους τον περνούσανε τώρα μέσα στο σπιτάκι τους. Ο Άλκης έβγαινε όξω, έκανε τις γιατρικές τους επισκέψεις και ξαναγύριζε πάλι βιαστικός κοντά στη γυναικούλα του. Η Μαρία, που είχε μάθει λίγα γράμματα στη δασκάλα του χωριού, είχε τρελή επιθυμία να συμπληρώσει την εκπαίδευσή της. Και ο Άλκης της είχε γίνει ο δάσκαλός της. Είχε εφεύρει ένα δικό του εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν ήξερε κι ο ίδιος αν εφαρμόζεται πουθενά αλλού. Το σύστημά του όμως έκανε θαύματα. Σε λίγο καιρό η Μαρία ήξερε όσα δεν ξέρουν στην Αθήνα πολλοί μαθητές του γυμνασίου. Και ο Άλκης, ενθουσιασμένος από τη μέθοδό του και τη μαθήτριά του, συλλογιζότανε συχνά, ότι και στα γράμματα ακόμα ο καλύτερος παιδαγωγός είναι η αγάπη.

Όταν τελείωναν το ακαδημαϊκό τους μάθημα — που δεν ήτανε και αυτό καθόλου σχολαστικό — περνούσαν τα βράδια τους διαβάζοντας ωραία βιβλία. Ο Άλκης πρόσεχε πολύ στην εκλογή των έργων, που ήσανε προορισμένα για την αισθητική ανατροφή της Μαρίας. Είχε την ιδέα πως μια απλή και παρθενική ψυχή, που ο κόσμος των βιβλίων είχε μείνει κλειστός ως τώρα γι’ αυτήν, έπρεπε να σχετισθεί κατευθείαν με την ανώτερη τέχνη.

— Εμείς, της έλεγε, για να φθάσουμε στα καλά βιβλία, περάσαμε από όλα τα άσχημα, που πέσανε στα χέρια μας. Πόσος καιρός χαμένος και πόση ζημιά για το γούστο μας; Δεν πρέπει να πάθεις κι εσύ το ίδιο, Μαρία!

Είχε φέρει από την Αθήνα μια σειρά εκλεκτών βιβλίων της εκλογής του. Και η Μαρία είχε αρχίσει ν’ αγαπά και να ξεχωρίζει τόσο εύκολα την καλή τέχνη από την πρόστυχη, ώστε κάποτε, που για δοκιμή της διάβαζε ο Άλκης κανένα παρακατινό κείμενο, η Μαρία δεν αργούσε να δείξει τη δυσαρέσκειά της.

— Δε μ’ αρέσει αυτό! του ’λεγε. Δεν είναι σαν τα άλλα...

Ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει, με τι τρόπο μια χωριατοπούλα μπόρεσε να μορφώσει τόσο γρήγορα ένα αισθητικό κριτήριο, που δεν το είχανε άνθρωποι, που φάγανε τη ζωή τους στα γράμματα. Έφθανε να παραδεχθεί κάποτε μια διαίσθηση στο εξαιρετικό αυτό πλάσμα. Έπειτα όμως εύρισκε το πράμα φυσικό. Αν υπήρχαν στον κόσμο, συλλογιζότανε, μόνο καλά βιβλία, το φαινόμενο της Μαρίας θα ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Γιατί θα υπήρχαν βέβαια πάντοτε οι άνθρωποι, που δεν τους λέει τίποτα η τέχνη, δε θα υπήρχαν όμως άνθρωποι που ν’ αγαπούν όλες τις προστυχιές, που παρουσιάζονται με το όνομα της τέχνης. Και θα μπορούσαν να τις ξεχωρίζουν, αν τύχαινε ποτέ να τις βρούνε μπροστά τους.

Η Μαρία αγαπούσε εξαιρετικά το Σολωμό και παρακαλούσε συχνά τον Άλκη να της διαβάζει, με την ωραία και έμψυχη απαγγελία του, κομμάτια, από τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους» και το «Όνειρο της Μαρίας», που είχε τ’ όνομά της.

— Σ’ αρέσουνε αυτά τα τραγούδια — της έλεγε — γιατί μ’ αρέσουνε κι έμενα. Το καταλαβαίνω, θέλεις να μ’ ευχαριστήσεις...

— Όχι! του απαντούσε εκείνη, με μια ειλικρίνεια, που ήτανε φανερή στον εγκάρδιο τόνο της φωνής της. Σου τ’ ορκίζομαι, πως θα μ’ αρέσανε κι αν δεν σ’ αρέσανε εσένα.

Η Μαρία είχε μάθει απόξω πολλούς στίχους. Μια βραδιά, ξαπλωμένη στη μακριά, ψάθινη πολυθρόνα, που από το δάσος είχε βρεθεί τώρα στο μικρό γραφείο του Άλκη, άρχισε να του λέει με τη μελωδική φωνή της, που έδινε μια καινούργια δροσεράδα στους στίχους, ένα κομμάτι από τον Πειρασμό.

 

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα

και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

ανάκουστος κελαϊδισμός και λιγοθυμισμένος.

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα

χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη

και παίρνουνε το μόσχο της κι αφήνουν τη δροσιά τους.

Κι όλα στον Ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξω αναβρύζει κι η ζωή σε γη, ουρανό και κύμα,

αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ’ναι κι άσπρο,

ακίνητο όπου κι αν ιδείς και κάτασπρο ως τον πάτο,

σε μικρόν ήσκιον άγνωρον έπαιξε η πεταλούδα,

που ’χ’ ευωδιάσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροΐσκιωτε, καλέ, για πες μου απόψε τ’ είδες;

Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

 

Και καθώς ο Άλκης την άκουγ’ εκστατικά, καθισμένος μπροστά στο γραφείο, εκείνη χύθηκε στην αγκαλιά του κι άρχισε να τον φιλεί γλυκά, σα να είχε στήσει μέσα στην ψυχή της, τη στιγμή αυτή, ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη.

— Σ’ αρέσει λοιπόν τόσο πολύ αυτό το τραγούδι; της είπε ο Άλκης, σφίγγοντάς την στα στήθη του και φιλώντας τα μάτια της, δακρυσμένα από τη συγκίνηση των ωραίων στίχων.

— Αν ήξερες! του είπ’ εκείνη. Το τραγουδάω και μέσα στον ύπνο μου ακόμα.

Ο απλοϊκός αυτός θαυμασμός της Μαρίας, που ζωντάνευε μέσα στα όνειρά της τα πλάσματα του ποιητή, είχε συγκινήσει βαθιά τον Άλκη. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να θυμηθεί πως ήτανε κι ο δάσκαλος της μικρούλας του αγαπημένης.

— Μπορείς να μου πεις — τη ρώτησε — γιατί σου αρέσει; Η Μαρία τον κοίταξε παράξενα.

— Ξέρω γω γιατί μ’ αρέσει; του είπε αδιάφορα.

Και γέρνοντας στην αγκαλιά του, αποκαμωμένη, του ξαναείπε κοιτάζοντάς τον πονηρά στα μάτια.

— Εσύ ξέρεις γιατί σου αρέσω;

Και μέσα στα φιλιά τους ξεχάσανε πάλι τη φιλολογία, όπως την ξεχνούσανε συχνά, σε κάποιες ωραίες στιγμές.

Όταν δε διαβάζανε ωραία βιβλία, κλεισμένοι από τη βαρυχειμωνιά στο σπιτάκι τους — το σπιτάκι της ευτυχίας, όπως το είχε βαφτίσει ο Άλκης — έβλεπαν ωραίες εικόνες. Μια συλλογή από εικονογραφημένες μονογραφίες των μεγάλων ζωγράφων της Αναγεννήσεως και των πιο ξακουστών της εποχής μας, που είχε παραγγείλει ο Άλκης στη Γερμανία και που είχαν φτάσει σε κατάλληλη στιγμή, είχε συμπληρώσει τη βιβλιοθηκούλα τους. Δεν έλειπε από τη συλλογή αυτή κι ο τόμος του Γκύζη. Κι ο Άλκης προσπαθούσε, με σοφές προσπάθειες, ν’ αποκαλύψει στην ψυχή της Μαρίας, τόσο ανοιχτή πάντα σε κάθε ομορφιά, τα τόσο εύκολα και τόσο δύσκολα μαζί μυστικά της μεγάλης τέχνης. Η παιδιάστικη ψυχή της Μαρίας πανηγύριζε μέσα στον ωραίον αυτό ψεύτικο κόσμο, που τον ζωντάνευε με τη φαντασία της. Και είχε τους έρωτές της μέσα σ’ αυτόν. Αγαπούσε ξεχωριστά τις γλυκές Παναγίες και τους μικρούς Χριστούς του Ραφαέλου κι έμεν' εκστατική μπροστά στις αιθέριες άγιες γυναίκες του Μποτιτσέλι. Ο Γκύζης όμως μιλούσε περισσότερο στην ψυχή της με τα έργα της πρώτης του εποχής, που καθρέφτιζαν τις γνώριμες ομορφιές και τις γραφικότητες του ελληνικού χωριού. Η ευλαβητική ψυχή της αγαπούσε παθητικά το «Τάμα», με τη χλωμή μαυροφόρα παρθένα, που, κουρασμένη από το δρόμο, είχε ακουμπήσει, με τη λαμπάδα στο χέρι, απάνω στον έρημο βράχο της ανηφοριάς, καρφώνοντας τα μάτια της στο μακρινό εκκλησιδάκι, που ξεχώριζε, σα λιμάνι των τρικυμισμένων ψυχών, στην κορυφή του βουνού. Με αναμμένη τη λαμπάδα της ψυχής της, κι εκείνη ακολουθούσε, σα σε όνειρο, τη φανταστική παρθένα στο προσκύνημά της κι έφερνε τη λαμπάδα της στη χάρη μιας μακρινής Παναγίας. Ο Άλκης την είχε ιδεί πολλές φορές να σκύβει εκστατική επάνω στην ωραία εικόνα. Το πρόσωπό της χλόμιαζε τότε σαν το πρόσωπο της παρθένας του ζωγράφου και τα μάτια της παίρνανε μια γλυκιά έκφραση αγιοσύνης. Στις στιγμές αυτές ποτέ δεν έσκυψε να τη φιλήσει ο Άλκης. Ένοιωθε πως άλλες αγάπες, μυστικές αγάπες, φλόγιζαν την ψυχή της. Πήγαινε και καθότανε κοντά της και βυθιζότανε μαζί της στο μυστικά δράμα. Κάποτε της είπε:

— Σ’ αρέσει πολύ αυτή η ζωγραφιά, Μαρία;

— Εσένα δε σ’ αρέσει; τον ρώτησ’ εκείνη, που ήθελε πάντα να μοιράζεται τις αγάπες της και τους θαυμασμούς της με τον Άλκη.

— Μ’ αρέσει πολύ! της είπε. Μ’ αρέσει όμως ακόμα περισσότερο γιατί η θλιμμένη αυτή κοπέλα σου μοιάζει σα να ήτανε αδερφή σου.

Πράγματι, εύρισκε μια καταπληκτική ομοιότητα της Μαρίας με το πλάσμα του ζωγράφου. Είχανε την ίδια λεπτή ευγένεια στα πρόσωπο και την ίδια χάρη της γραμμής στο λυγερό κορμί.

— Μακάρι να της έμοιαζα! του είπε η Μαρία. Αυτή είναι ωραία και πόσο θλιμμένη! Κι εγώ είμαι...

Κατέβασε τα μάτια της.

— Τι είσαι; της είπε ο Άλκης.

— Εγώ είμαι ένα τρελλοκόριτσο. Δε μου το είπες τόσες φορές; Από τότε που σε γνώρισα δεν πήγα ούτε μια φορά ν’ ανάψω μια λαμπάδα στον Άγιο. Θα μ’ αφήσεις να πάω την Κυριακή;

Ήτανε τόσο ικετευτικός ο τόνος της φωνής της, που ο Άλκης δεν μπόρεσε να της πει το όχι.

— Να πας, Μαρία! της είπε. Δε θέλω όμως να σε ιδώ ποτέ έτσι θλιμμένη, σαν τη φτωχούλα αυτή την ορφανή.

Η Μαρία τον κοίταξε στα μάτια.

— Και τη θλίψη ο Θεός τη στέλνει... ψιθύρισε. Στο χέρι μας είναι να είμαστε πάντα χαρούμενοι;

Σαν κάποιο ρίγος μυστικού φόβου πέρασε, την ίδια στιγμή, από τις ψυχές των δυο αγαπημένων. Μείνανε αρκετή ώρα σιωπηλοί κι οι δυο μπροστά στο ανοιχτό βιβλίο. Ο Άλκης, σα να ήθελε να τινάξει από πάνω του έναν εφιάλτη, σηκώθηκε απάνω, έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο και προσπάθησε ν’ αλλάξει ομιλία.

— Έλα να ιδείς — της είπε ζυγώνοντας στο παράθυρο — πώς καθάρισε ο ουρανός! Αύριο θα ’χουμε ωραία ημέρα. Και είναι τόσος καιρός, που δεν πήγαμε να κάνουμε επίσκεψη του Αντώνη στο δάσος.

Η Μαρία σηκώθηκε και πήγε σιμά του. Τα άστρα σπιθοβολούσαν χαρούμενα σ’ έναν κατακάθαρο ουρανό. Και καθίσανε, σαν πάντα, ο ένας πλάι στον άλλον, με τα μάτια υψωμένα στην ουράνια φωτοχυσία. Ο Άλκης όμως δεν τη φίλησε καθόλου εκείνο το βράδυ.

Έτσι περνούσανε, πότε με τις ωραίες χαρές του σπιτιού, πότε μ’ εκδρομές στο δάσος, που ήτανε σπαρμένο από τις αναμνήσεις της πρώτης τους αγάπης, οι χειμωνιάτικες ημέρες του ευτυχισμένου ζευγαριού.

Συχνά στις ομιλίες τους ερχότανε το όνομα της Μίνας, που την αγαπούσανε κι οι δυο, σαν καλό τους άγγελο. Η Μίνα, ύστερ’ από το γράμμα, που είχε γράψει στον Άλκη για να τον συγχαρεί για τους γάμους του, ένα γράμμα σύντομο και τυπικό, δεν είχε ξαναγράψει πια.

Θα έχει φύγει φαίνεται για την Αίγυπτο, όπως μας έγραφε — εξηγούσε ο Άλκης στη Μαρία τη σιωπή της καλής τους φιλενάδας — και δεν έλαβε ακόμα καιρό να μας ξαναγράψει. Φαντάζεσαι όμως, πόσο θα χαίρεται για την ευτυχία μας. Κι αν πάμε καμιά φορά στην Αθήνα, να είσαι βέβαιη πως το σπίτι του Σταλίδη θα είναι σα δικό μας σπίτι.

— Πότε θα πάμε στην Αθήνα; τον ρωτούσε η Μαρία. Ρωτούσε περισσότερο για να μαντέψει την επιθυμία του

Άλκη, παρά γιατί είχε ανυπομονησία να γνωρίσει την πρωτεύουσα. Η καρδιά της ήτανε δεμένη περισσότερο με το χωριό και με την ωραία, ήσυχη ζωή που περνούσανε εκεί. Και η ιδέα της Αθήνας της έκανε κάποιο μικρό φόβο, που δεν ξέφευγε την προσοχή του Άλκη.

— Δεν έχομε καμιά βία να πάμε στην Αθήνα! της έλεγ’ εκείνος. Πού θα βρούμε καλύτερα από δω; Λέω, σαν πάμε καμιά φορά...

Ο Άλκης της μιλούσε συχνά και για τον Κώστα, τον παιδικό του φίλο. Ο Κώστας του είχε γράψει ένα θερμό και εγκάρδιο γράμμα για τους γάμους του, χωρίς να του κάνει κανένα λόγο για την παλιά του ιστορία, που ευγενικά τη λησμονούσε. Από τότε είχανε ανταλλάξει δυο τρία γράμματα. Ο Κώστας που είχε αναλάβει με πολλή προθυμία όλες τις μικρές παραγγελίες του φίλου του για βιβλία και άλλα μικροπράματα, του ’γραφε, πως θα ’ρθει να περάσει λίγον καιρό μαζί τους το καλοκαίρι, για να λάβει την ευχαρίστηση να γνωρίσει και το χαριτωμένο αγριολούλουδο, που με τόσο θαυμασμό του είχε μιλήσει γι’ αυτό η δεσποινίς Σταλίδη.

— θα ιδείς, τι καλό παιδί που είναι, σαν τον γνωρίσεις! έλεγε της Μαρίας ο Άλκης. Φτάνει μονάχα να ’ρθει και να μη μας γελάσει.

— Αν είναι σαν κι εσένα, θα είναι καλός... του έλεγε η Μαρία. Κι αφού τον θέλεις τόσο πολύ...

Ο Άλκης πράγματι είχε αρχίσει να αισθάνεται την ανάγκη κάποιας πολιτισμένης συντροφιάς. Χορτασμένος από αγάπη, ένοιωθε κάποιες στιγμές κάτι άλλο να του λείπει, μέσα στους απλοϊκούς ανθρώπους του χωριού και τη μονοτονία της ζωής τους. Έπειτα ήθελε να ζητήσει και τη γνώμη του Κώστα για την επιστροφή του στην Αθήνα. Καταλάβαινε πια πως ήτανε καιρός ν’ αφήσει το χωριό. Είχε ανάγκη να τελειώσει και την επιστημονική του εκείνη εργασία που ετοίμαζε να υποβάλει στο Πανεπιστήμιο και που την είχε παραμελήσει κάμποσους μήνες. Τώρα τελευταία είχε ξαναρχίσει πάλι να εργάζεται. Άφηνε τη Μαρία να πάει να κοιμηθεί κι εκείνος έμενε αργά στο γραφείο του, μελετώντας και γράφοντας.

— Μα τι είναι όλα αυτά που γράφεις τώρα; τον ρωτούσε αθώα η Μαρία. Θ’ αρρωστήσεις να κάθεσαι να ξενυχτάς έτσι!

— Αυτά είναι πράματα της επιστήμης μου, της έλεγε εκείνος — που δεν τα καταλαβαίνεις. Άφησε με να δουλέψω!

— Πού το ξέρεις πως δεν τα καταλαβαίνω; του απαντούσε κακιωμένη. Όλα όσα μου λες εσύ τα καταλαβαίνω. Γιατί δε μου διαβάζεις κάποιο από τα γράμματα αυτά — του ’λεγε — να ιδείς;

Η αθώα αυτή πεποίθηση της Μαρίας, πως δεν βρισκότανε πράμα, που μπορούσε να της το πει εκείνος και να μην το καταλάβει, όσο δύσκολο και να ήτανε, μια πεποίθηση βγαλμένη από την αγάπη, που φαντάζεται πως μαντεύει κι όσα σε φτάνει ο νους, συγκινούσε βαθιά τον Άλκη.

— Καλά! — της έλεγε. Καμιά μέρα θα σου τα πω κι αυτά, αφού το θέλεις, θα σου τα πω!

Και σταματούσε τη δουλειά του για να τη σφίξει στην αγκαλιά του.

Έβλεπε όμως τώρα ο Άλκης, πως δεν μπορούσε να προχωρήσει στη δουλειά του. Τα λίγα βιβλία, που είχε φέρει μαζί του, κι εκείνα, που του είχε στείλει ο Κώστας, δεν του φτάνανε. Είχε πολλά κενά στην εργασία του. Και για να προχωρήσει είχε ανάγκη από πηγές, που μόνο στις βιβλιοθήκες μπορούσε να τις βρει. Έπειτα είχε ανάγκη ακόμα κι από κάποια πειράματα και κλινικές παρατηρήσεις, που χωρίς επιστημονικά εργαστήρια και νοσοκομεία ήτανε αδύνατο να γίνουν. Σε κάποια κόρη, που είχανε φέρει στη χάρη του Αγίου και που παρουσίαζε φαινόμενα «μεγάλης υστερίας», ο Άλκης μπόρεσε να εξακριβώσει μερικές αμφιβολίες του για την υστερία της μυθικής Κασσάνδρας. Αυτό όμως ήτανε το μοναδικό του εύρημα στο χωριό. Κι έβλεπε τώρα, πως, μένοντας ακόμα εκεί, θα ήτανε αναγκασμένος να σταματήσει μια εργασία τόσων ετών και τόσων κόπων και να την αφήσει στη μέση. Έπρεπε, με κάθε τρόπο, να γυρίσει στην Αθήνα. Και, τώρα τελευταία, είχε πάρει πια την απόφασή του και δεν περίμενε παρά τον ερχομό του φίλου του, για ν’ αποφασίσει οριστικά και την εποχή του ταξιδιού του.

Στη Μαρία ωστόσο δεν είχε πει τίποτε ορισμένο ακόμα. Κάποιες στιγμές όμως, που εκείνη τον έβλεπε αφηρημένο, μάντευε πως ο νους του πετούσε στην Αθήνα.

— Για πες μου, Άλκη μου! του ’λεγε. Όταν πάμε στην Αθήνα, θα μ’ αγαπάς, όπως μ’ αγαπάς κι εδώ;

Εκείνος τη μάλωνε:

— Σου είπα εκατό φορές να μη μου λες τέτοιες ανοησίες! Έπειτα, ποιος σου είπε πως θα πάμε στην Αθήνα; Ακόμη δεν είναι αποφασισμένο...

Εκείνη όμως μελαγχολούσε, σα να μην τον πίστευε.

 

XXI

 

Είχε περάσει ο κακός χειμώνας και είχ’ έρθει η άνοιξη. Το ομορφότερο λουλούδι της στα μάτια του Άλκη ήτανε η Μαρία. Μια χαρούμενη ανεμώνη κι η ωραία λυγερή κοπέλα μέσα στις άλλες αδερφές της, που είχανε γεμίσει τους κάμπους και τις πλαγιές του βουνού.

Είχε μεστώσει τώρα το άπλερο κορμί της, και ο ξεχωριστός τεχνίτης, που την είχε πλάσει, νόμιζες πως είχε περάσει το τελευταίο χέρι απάνω στο αριστούργημα του, είχε αρμονίσει το ρυθμό των γραμμών του, είχε στρογγυλέψει τα γλαφυρά σχήματα του έργου του, του είχε δώσει τελειωτικά το θείον αέρα της τέχνης του. Οι μυστικές δυνάμεις, που, δουλεύοντας όλο το χειμώνα, μέσα στα βάθη της γης και στην αόρατη ουσία του αέρα, είχαν αναστήσει το φυσικά θαύμα κάτω από τον καταγάλανο ουρανό, είχανε δώσει στις ανεμώνες του κάμπου τη γλυκιά τους αδερφή. Κι απάνω στο άλικο άνθισμα των χειλιών της, που ήτανε πάντοτε επαφρόδιτα υγρά, νόμιζες πως οι ανοιξιάτικες αυγούλες άφηναν κάθε πρωί τη δροσιά τους. Κι ο Άλκης, φιλώντάς της το στόμα, δεν ήξερε αν πίνει το μέλι του λουλουδιού ή τη δροσιά της αυγής..

Τώρα περνούσαν πάλι τις περισσότερες ώρες τους στ’ αγαπημένα τους μέρη, μέσα στα πυκνά έλατα, στις γελαστές ραχούλες, στις απόμερες ρεματιές, που τόσες φορές είχανε κρύψει φοβισμένα την αγάπη τους. Τώρα δεν είχανε φόβο πια από τους αδιάκριτους χωροφύλακες του δάσους και τους πονηρούς χωριάτες. Όμως ο Άλκης αγαπούσε να φοβίζει κάποτε τη μικρή του αγαπημένη.

— Μαρία! της έλεγε ξαφνικά. Κάποιο κλαρί έτριξε. Κάποιος περνάει...

Εκείνη ξαφνιζότανε μια στιγμή, κιτρίνιζε, κοκκίνιζε και ύστερα τον μάλωνε για τα αστεία του.

— Τι αστεία είναι αυτά, καημένε; Μου ’κοψες το αίμα μου πάλι!

— Είσαι κουτή! της έλεγε εκείνος. Καλά όμως! Αφού σου κόβεται το αίμα, δε σου το ξανακάνω.

Και της το ξανάκανε πάλι, γιατί του άρεσε να τη βλέπει έτσι χαριτωμένα τρομαγμένη και να ξαναζεί, σα σε όνειρο, τις πρώτες στιγμές της δειλής τους αγάπης.

Η Μαρία δεν ήτανε πια η παλιά χωριατοπούλα, με το απλό τσίτινο φορεματάκι και τις μεγάλες κοτσίδες, που έπεφταν στην πλάτη της, ξεφεύγοντας από το παλιό, κίτρινο μαντήλι του κεφαλιού της. Ήτανε ντυμένη τώρα σαν κυρία του κόσμου, με έναν τρόπο όμως απλό κι ευγενικό, που έδειχνε πως ο Άλκης είχε συνεργασθεί με τη μοδίστρα του Αργοστολίου, που είχε ντύσει τη νέα νυφούλα. Μα και μέσα στο κοσμικά φόρεμα η Μαρία δεν είχε χάσει τίποτε από την πρώτη της χάρη. Θα ’λεγε κανείς πως ήτανε πάντα μαθημένη να ντύνεται έτσι. Η κοντή φούστα, που συνηθιζότανε την εποχή εκείνη, μ’ ένα πλατύ, λευκό πουκαμισάκι κιμονό, και μια μεγάλη ψάθα στα κεφάλι, τριγυρισμένη μ’ ένα λευκό τούλι, της έδινε μια χαριτωμένη, απλή εμφάνιση, που έδειχνε περισσότερο ακόμα τη φυσική της ομορφιά. Και δε φαινότανε καθόλου στενοχωρημένη μέσα στο καινούργιο της ντύσιμο, όπως είχε φοβηθεί στην αρχή ο Άλκης. Φορούσε τη νέα της φορεσιά με την ίδια ελευθερία, που φορούσε και τα ταπεινά χωριάτικα της ρούχα. Και τα ωραία της ποδαράκια, μέσα στη λεπτή κάλτσα και τα κομψά γοβάκια της κυρίας, πατούσανε με την ίδια αλαφράδα τη χλόη, όπως όταν έδειχναν τη γυμνή τους ασπράδα στον ήλιο.

Αυτό ευχαριστούσε πολύ τον Άλκη, γιατί είχε πάντα στο νου του, τώρα τελευταία, την Αθήνα και την εμφάνιση της γυναίκας του μέσα στο δύσκολο και ειρωνικό κόσμο των σαλονιών. Δεν ήθελε να γίνει γελοία η Μαρία μπροστά στις κομψές κυρίες των Αθηνών. Και η ανησυχία του είχε και κάποιο κρυφό εγωισμό μέσα της. Ένοιωθε την ανάγκη να δικαιολογήσει στον κόσμο τον ανέλπιστο γάμο του — που, όπως του ’γραφε ο Κώστας, είχε κάνει την Αθήνα να βουίξει — και να τον δικαιολογήσει όχι μονάχα με την ομορφιά της γυναίκας, που του είχε πάρει τα μυαλά του, αλλά και με τη φυσική της ευγένεια και τη μόρφωση, που είχε φροντίσει σε τόσο λίγον καιρό να της δώσει. Και προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει απάνω στην καινούργια εμφάνιση της Μαρίας, αν θα μπορούσε να είναι εντελώς βέβαιος για το αποτέλεσμα που ζητούσε.

— Γιατί με κοιτάς έτσι παράξενα; του ’λεγε κάποτε η Μαρία, μαντεύοντας τις ανησυχίες του. Σου φαίνομαι παράξενη μέσα σ’ αυτά τα ρούχα;

Εκείνος την ησύχαζε.

— Τι λες, παιδί μου; Ίσια ίσια, που σε καμαρώνω. Ποτέ δεν ήσουνα τόσο όμορφη όσο τώρα.

— Δεν είμαι λοιπόν γελοία; Πες μου το! Ορκίσου μου πως δεν είμαι γελοία!

— Γελοία; της ξανάλεγε εκείνος. Πώς σου πέρασε τέτοια ιδέα; Μακάρι να ήσανε πολλές κυρίες στην Αθήνα σαν κι εσένα.

Η Αθήνα, πάντα η Αθήνα, τώρα τελευταία! Και η Μαρία χωρίς να το δείχνει, πειραζότανε βαθιά μέσα της!

— Εσύ όλο με την Αθήνα! του είπε πειραγμένη μια μέρα. Έμενα δε με μέλει για την Αθήνα και για τις κυρίες της Αθήνας. Εγώ, κι αν πάμε στην Αθήνα, δε θα με ιδεί κανένας. Εγώ μονάχα την κυρία Μίνα γνωρίζω. Δε θέλω να γνωρίσω καμιά άλλη. Κι ούτε με μέλει τι θα πούνε για μένα. Για σένα με μέλει. Δε θέλω να γελάς μαζί μου εσύ...

Και το κάτω της χείλι είχε κρεμαστεί παραπονεμένα, σαν τα παιδάκια που ετοιμάζονται να κλάψουν.

Ο Άλκης της έδωκε την απάντηση χωρίς λόγια, μ’ ένα φιλί, που της τα ’λεγε όλα και την έκανε να ξεχνάει το παράπονό της και να ξαναβρίσκει το χαρούμενο, φωτεινό της γέλιο.

Ένα πρωί — το καλοκαίρι είχε προχωρήσει πια — λάβανε τηλεγράφημα από την Αθήνα πως έρχεται ο Κώστας. Και, όπως γίνεται πάντα με τα τηλεγραφήματα, πριν το καλοδιαβάσουν ακόμα, ο Κώστας, οδηγημένος από κάποιο χωριάτη, χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού τους.

Ο Άλκης και η Μαρία δεχτήκανε το φίλο τους με τη μεγαλύτερη χαρά. Γιατί και για τη Μαρία, που τόσες φορές της είχε μιλήσει ο Άλκης για το φίλο του, ήτανε πια σαν ένας παλιός γνώριμος. Η ίδια του είχε ετοιμάσει την καμαρούλα του, μ’ εξαιρετικές φροντίδες, από τη μέρα, που τους είχε γράψει πως ήτανε αποφασισμένος να ’ρθει στο βουνό.

Κι ο Κώστας, από την στιγμή του ερχομού του ένοιωσε το ευχάριστο κι αναπαυτικό αίσθημα πως βρίσκεται με δικούς του, σα μέσα στο σπίτι του.

Εκείνος τους έφερε τα νέα της Αθήνας, όσα μπορούσαν να ενδιαφέρουν βέβαια τη Μαρία, οι φίλοι του του μιλήσανε για την ευτυχία τους και για την ήσυχη ζωή του χωριού και, ύστερ’ από το φαγί, έκαναν ένα περίπατο στο δάσος, που τόσα είχε ακούσει για τις ομορφιές του ο Κώστας και που ήταν ανυπόμονος να τις θαυμάσει και με τα μάτια του. Από την εκδρομή δεν έλειπε, όπως πάντα, κι ο Γκραφ, που είχε αναγνωρίσει το φίλο του κυρίου του και είχε ενώσει τη χαρά της ουράς του στη θερμή υποδοχή που του είχε γίνει.

— Τι ευτυχισμένοι που είσαστε εδώ απάνω! τους είπε ο Κώστας. Μακάρι να μπορούσα να περάσω κι εγώ εδώ όλη μου τη ζωή.

— Αποφάσισέ το λοιπόν! του είπε ο Άλκης. Δε γυρεύομε τίποτα, καλύτερο, παρά να σ’ έχουμε μαζί μας.

— Αν μου υπόσχεσαι να μου βρεις μια τόσο ωραία και τόσο καλή γυναικούλα σαν τη δική σου, το αποφασίζω αμέσως!

Η Μαρία, που δεν ήτανε συνηθισμένη ν’ ακούει φιλοφρονήσεις από τους κυρίους και ούτε προετοιμασμένη ν’ απαντήσει σ’ αυτές, κοκκίνισε, έκανε ένα κίνημα στενοχώριας και προσπάθησε ν’ αλλάξει ομιλία.

— Πέστε του λοιπόν του Άλκη, κύριε Κώστα, πως είναι ωραία εδώ! είπε δειλά. Γιατί τώρα τελευταία άρχισε να βαριέται. Όλο την Αθήνα έχει στο νου του.

— Εσείς δεν έχετε περιέργεια να ιδείτε την Αθήνα, κυρία Μαρία; ρώτησε ο Κώστας.

— Εγώ... σα θέλει ο Άλκης... Εκείνος ξέρει... μουρμούρισε.

— Άκουσε, παιδί μου, της είπε τρυφερά ο Άλκης. Εγώ δεν έχω καμιά βία, ν’ αφήσω την ωραία ζωή, που κάνουμ’ εδώ και που τόσο συνήθισα σ’ αυτή, και να ξαναγυρίσω στην Αθήνα. Ο Κώστας, από τα γράμματά μου, ξέρει καλά, πόσο είμαι ενθουσιασμένος από την καινούργια μου ζωή. Κάποτε όμως πρέπει να το πάρουμε απόφαση. Η δουλειά μου το θέλει. Κι έπειτα κι εσύ, Μαρία, πρέπει να γνωρίσεις κάποιον άλλον κόσμο, που αν δεν είναι ωραιότερος απ’ αυτόν, έχει όμως τις ομορφιές του. Γιατί, επιτέλους, δεν είσαι πια τώρα μια χωριατοπούλα σαν τις άλλες. Το καταλαβαίνεις και μονάχη σου. Και η θέση σου δεν είναι πια μέσα στους καλούς αυτούς χωριάτες, που δε σου λένε όμως τίποτε πια. Όσο για τους γονείς σου, αν δε θέλουν να ’ρθούνε μαζί μας, θα ’ρχόμαστε μεις κάθε καλοκαίρι να τους βλέπουμε.

Ο Άλκης είχε βρει την ευκαιρία να πει μαζεμένα όλα όσα τόσες φορές θέλησε να πει της Μαρίας, χωρίς να το αποφασίσει ποτέ. Η παρουσία του φίλου του του είχε δώσει το θάρρος, που παίρνουν πάντα όλοι οι διστακτικοί άνθρωποι κι από την απλή ακόμα παρουσία ενός τρίτου. Και ήταν ευχαριστημένος που πήρε την απόφαση, επιτέλους, να μιλήσει.;

— Γιατί μου τα λες όλα αυτά; του είπε πειραγμένη η Μαρία. Μήπως σου είπα ποτέ εγώ πως δε θέλω;...

— Τέλος πάντων — είπε κόβοντας τη συζήτηση ο Κώστας — έχουμε καιρό να τ’ αποφασίσουμε όλα αυτά. Εγώ ήρθα να μείνω λίγον καιρό μαζί σας. Και δε θα με πάρετε, ελπίζω, να με κουβαλήσετε μπρος πίσω στην περίφημη πρωτεύουσα.

Και κοιτάζοντας τη Μαρία.

— Δεν έχω δίκιο, κυρία Μαρία;

Η Μαρία χαμογέλασε ευχαριστημένη, χωρίς ν’ απαντήσει.

Σιγά σιγά γύρισαν πάλι στο χωριό. Ήτανε πια η ώρα του φαγητού, κι αφού φάγανε και μείνανε λιγάκι ακόμα στο τραπέζι, ο Κώστας, κουρασμένος από το ταξίδι και τον περίπατο, ζήτησε συχώρεση να πάει να πλαγιάσει. Ο Άλκης πήγε να τον συνοδεύσει ως την κάμαρή του, ενώ η Μαρία αποσύρθηκε κι εκείνη στη δική τους.

— Τώρα έφτασα, παιδί μου, κι εγώ... της είπε ο Άλκης.

Όταν βρέθηκαν μόνοι οι δυο φίλοι, κοιτάχθηκαν μια στιγμή, σα να ρωτούσαν ο ένας τον άλλον για ένα γνωστό θέμα.

— Κάθισε μια στιγμή να κάνουμε το αποβέγγερό μας! του είπε ο Κώστας, θα θυμηθούμε το φοιτητικό μας δωμάτιο.

— Πόσα πράματα άλλαξαν από τότε! του είπε αναστενάζοντας ο Άλκης.

Ο Κώστας κάθισε απάνω στο κρεβάτι του και ο Άλκης σε μια καρέκλα κοντά του.

— Λοιπόν, σε μακαρίζω με όλη μου την καρδιά! του είπε ο Κώστας.

— Πώς σου φάνηκε η Μαρία; Πες μου ειλικρινώς.

— Ορκίζομαι, πως δεν περίμενα αυτό που είδα.

— Να σε πιστέψω;

— Αλλά, φίλε μου, χωρίς καμιά υπερβολή, η γυναίκα σου δεν είναι η ωραία χωριατοπούλα, που περίμενα να ιδώ. Αυτή είναι μεγάλη κυρία. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορώ ακόμα να πιστέψω σε τέτοια μεταμόρφωση.

— Σου ορκίζομαι πως δεν κοπίασα πολύ για το αποτέλεσμα αυτό. Η φύση έκαμε το περισσότερο. Μερικά πλάσματα νομίζει κανείς πως έρχονται στον κόσμο με την ευγένεια και την ανατροφή μέσα στο αίμα τους.

— Αυτό ακριβώς, που μου ’λεγε για τη γυναίκα σου η δεσποινίς Σταλίδη.

Ο Άλκης στο όνομα της Μίνας σταμάτησε.

— Αλήθεια, την είδες τη Μίνα;

— Λίγες μέρες πριν φύγει για την Αίγυπτο.

Δεν ξέρεις, τι καλή που στάθηκε για μένα και για τη Μαρία. Σωστός άγγελος!

— Η γυναίκα σου είναι η μικρή της χαϊδεμένη.

Ο Άλκης ήτανε περίεργος να μάθει την εντύπωση της Μίνας από το πραξικόπημά του.

— Πες μου, αλήθεια... Πώς της φάνηκε ο γάμος μου; Έμενα, ξέρεις, δεν μου ’γραψε, παρά λίγα λόγια για να με συγχαρεί. Και σου ομολογώ πως περίμενα ένα θερμότερο κάπως γράμμα από μέρος της. Φαντάζομαι πως θα ήταν ενασχολημένη με τις φροντίδες του ταξιδιού της.

Ο Κώστας δεν αποκρίθηκε αμέσως.

— Ναι, βέβαια — είπε σε λίγο — η είδηση των γάμων σου της ήρθε στις παραμονές του ταξιδιού της. Εγώ την είχα συναντήσει μια μέρα στο Ζάππειο. Δεν ήτανε και τόσο καλά. Ένοιωθε τον εαυτό της λίγο κουρασμένο.

— Κι έφυγε τόσο καλά από το βουνό... είπε ο Άλκης ανήσυχος.

— Και εξακολουθεί να είναι μια χαρά. Έγινε αγνώριστη Αλλά είχε κουρασθεί κάπως από μερικές επισκέψεις αποχαιρετισμών και από τις προετοιμασίες του ταξιδιού.

— Εσένα τι σου είπε; Πες μου ειλικρινώς.

— Μα ξέρεις... η Μίνα έχει και τις ιδέες της.

— Δηλαδή; ρώτησε ανήσυχος ο Άλκης.

— Δεν θέλω να πω, πως δεν την ευχαρίστησε η ευτυχία σου. Φαντάζομαι όμως από τα λόγια της, ότι έχει κάποιους δισταγμούς για την ευτυχία της Μαρίας.

— Πώς το φαντάζεται αυτό;

— Ξέρω γω; Μια φράση της: «ξεριζωμένο λουλούδι», κάποια μισά λόγια...

Ο Άλκης γέλασε.

— Η Μίνα, ξέρεις, βλέπει όλα τα πράματα μ’ έναν ρομαντικό τρόπο, θα πεισθεί όμως γρήγορα, πως δεν υπάρχει κανένας λόγος ν’ ανησυχεί για τη μικρή της φιλενάδα. Είναι τόσο ευτυχισμένη. Και σου δίνω τον λόγο μου πως θα εξακολουθήσει να είναι.

— Όσο για μένα τουλάχιστον είμαι βέβαιος... είπε ο Κώστας.

— Εγώ είχα υποθέσει, ότι νόμισε ταπεινωτικό για μένα αυτό που έκαμα. Και ότι είχα ξεπέσει στην εκτίμησή της.

— Αυτή είναι η γνώμη της θείας σου...

Ο Άλκης τινάχθηκε από το κάθισμά του.

— Μη μου μιλάς, Κώστα, γι’ αυτή την ολέθρια γυναίκα. Μη μου θυμίζεις...

— Είδες, νομίζω, ότι δε σου έκαμα ως τώρα κανένα λόγο για την υπόθεση, που είναι τόσο θλιβερή και για τους δυο μας. Ας την ξεχάσουμε... Το όνομα της θείας σου...

— Δεν είναι θεία μου, δεν είναι τίποτε πια για μένα.

— Το όνομα, τέλος πάντων, αυτό έπεσε τυχαίως στη μέση. Είχα υποθέσει πως επιθυμούσες να μάθεις τη γνώμη της.

— Δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου.

— Τόσο το καλύτερο.

— Ας κλείσουμε λοιπόν την παρένθεση. Πες μου τώρα άλλη μια φορά: Φαντάζεσαι πως η Μαρία θα είναι presentable στην Αθήνα;

— Κάτι περισσότερο.

— Αυτό μου είναι εξαιρετικά ευχάριστο. Εγώ τη βλέπω με τα μάτια του ερωτευμένου. Ήθελα να ’χω τη γνώμη ενός αδιάφορου κριτικού.

— Την έχεις, χωρίς την παραμικρότερη επιφύλαξη.

Ο Άλκης έσφιξ’ ενθουσιασμένος το χέρι του φίλου του.

— Καληνύχτα τώρα. Το αποβέγγερό μας τράβηξε περισσότερο από ό,τι έπρεπε και η Μαρία θα υποψιασθεί πως κάτι βυσσοδομούμε.

— Δεν της έρχεται λοιπόν πολύ η ιδέα της Αθήνας;

— Δε βαριέσαι!... Δισταγμοί ενός χαριτωμένου αγριμιού. Βεβαιώσου ότι θα με ακολουθούσε και στην Κόλαση ακόμα και θα ήτανε κι εκεί ευτυχισμένη.

Έσφιξαν πάλι τα χέρια και ο Άλκης, κατευχαριστημένος από την εντύπωση του φίλου του, έτρεξε να πει στη μικρούλα του αγαπημένη το εγκώμιο, που της έπλεξε ένας αυστηρός και δύσκολος Αθηναίος.

 

XXII

 

Το καλοκαίρι είχε περάσει, χωρίς να το καταλάβουν, με την καλή συντροφιά του Κώστα. Και, με τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες, τα ταξίδι είχε αποφασισθεί. Ο Άλκης έπρεπε να βρεθεί στην Αθήνα, για να μπορέσει να τελειώσει την εργασία του, που είχε αφήσει στη μέση, και η Μαρία είχε συνηθίσει πια στην ιδέα του ταξιδιού. Έφτανε που ήτανε ευχαριστημένος ο Άλκης, για να είναι κι εκείνη ευχαριστημένη μαζί του. Τις παραμονές μάλιστα του ταξιδιού, η παιδιάτικη ψυχή της είχε μικρές, χαρούμενες περιέργειες για τον καινούργιο κόσμο, που ήτανε να γνωρίσει σε λίγες μέρες.

Ένα πρωί του Σεπτεμβρίου, δυο ώρες πριν φέξει, τρία μουλάρια, στρωμένα με μαξιλάρια και παχιά κιλίμια, είχανε σταματήσει μπροστά στην πόρτα του γιατρού. Τα βαπόρι θα περνούσε πολύ πρωί από τα Αργοστόλι κι έπρεπε να βρεθούν στην ώρα στο λιμάνι.

Χαρούμενοι κατέβηκαν από το σπίτι ο Άλκης, η Μαρία κι ο Κώστας. Οι γέροι είχανε κατεβεί στην πόρτα να τους προβοδίσουν. Η Μαρία, στην αγκαλιά της μητέρας της άφησε να στάξουν δυο δάκρυα. Η γριά δάκρυσε κι εκείνη φιλώντας τους. Ο γέρος όμως τους αγρίεψε.

— Όχι κλάματα στα προβοδίσματα... είπε. Δεν θέλω να βλέπω κλάματα. Τα παιδιά να είναι καλά και σε λίγους μήνες πάλι μαζί μας θα τα ’χουμε. Όχι κλάματα όμως...

Μα και τα μάτια τα δικά του είχανε βουρκώσει κι η φωνή του έτρεμε.

Καβαλίκεψαν με τις ευχές των γέρων. Σ’ ένα άλλο μουλάρι είχανε φορτώσει τις βαλίτσες τους κι η συνοδεία ξεκίνησε, κάτω από τα λαμπρά άστρα του φθινοπωρινού ουρανού, με τον Γκραφ μπροστά, που άνοιγε το δρόμο, με τα χαρούμενα γαυγίσματά του.

Σε λίγο η συνοδεία βρέθηκε μέσα στο δάσος. Τα ζώα είχανε πάρει το μονοπάτι, το ένα ακολουθώντας το άλλο, και οι αγωγιάτες πήγαιναν από πίσω, αφήνοντας τα νοητικά ζώα να βρούνε μοναχά τους το δρόμο, μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Μονάχα, πού και πού, ένα νυσταγμένο ντε!... έλεγες πως ήτανε περισσότερο για να ξυπνήσει τον ίδιο τον αγωγιάτη παρά το μουλάρι.

Σε λίγο τίποτα δεν έβλεπε κανείς γύρω του. Μια μαύρη πηχτή μάζα απλωνότανε ολόγυρα, που τη σχίζανε προχωρώντας με μικρά, φοβισμένα βήματα τα ζώα, ενώ οι καβαλάρηδες νοιώθανε από καιρό σε καιρό τα κλαριά των ελάτων να τους αγγίζουν το κεφάλι σαν αόρατα δάχτυλα φαντασμάτων.

— Κοντά μου είσαι, Άλκη; είπε μια στιγμή η Μαρία.

— Ναι, παιδί μου. Από πίσω σου έρχομαι. Ο Κώστας πάει μπροστά;

— Μπροστά είναι.

Ο Γκραφ, μόλις άκουσε τις γνώριμες φωνές, γαύγισε κι αυτός ένα συμπαθητικό γαύγισμα, σαν να τους έλεγε:

— Εδώ είμαι κι εγώ. Έννοια σας! Κανένας δε λείπει.

Ο Άλκης ένοιωθε να του πιάνεται η αναπνοή του. Το πηχτό σκοτάδι του έδινε την αίσθηση πως του ’λειπε ο αέρας. Μια στιγμή φοβήθηκε πως θα σκάσει, δεν είπε όμως τίποτε. Καταλάβαινε πως ήτανε μια νευρική δύσπνοια, που του σταματούσε την αναπνοή του, αλλά δε μπορούσε να διώξει τον κρυφό φόβο που τον κρατούσε. Δεν ήτανε παρά λίγα λεπτά, που είχανε ξεκινήσει από το χωριό, και του φαινότανε πως είχανε περάσει αιώνες, μέσα σε μιαν ατέλειωτη νύχτα, χωρίς ξημέρωμα. Κανένας δε μιλούσε. Έλεγες πως κρατούν όλοι την αναπνοή τους, προσμένοντας μιαν αυγή, που δε θα ’φτανε ποτέ. Και τη μεγάλη σιωπή την έκοβε μονάχα, από καιρό σε καιρό, τα σπαραχτικό παράπονο του γκιώνη και ο μονότονος και πνιγμένος ήχος των βημάτων των μουλαριών απάνω στο μαλακό χώμα.

Όταν σε λίγο βρέθηκαν όξω από το δάσος, κάτω από τη θαμπή αστροφεγγιά, και ο βραχνάς του σκοταδιού, που τους κρατούσε μουδιασμένους, σηκώθηκε από τα στήθη τους, οι τρεις οδοιπόροι, σα να ξαναβρήκαν τη φωνή τους, που είχανε χάσει, άρχισαν να μιλούν πάλι μεταξύ τους.

Μαζί με το αχνό φως των άστρων, ένα κύμα μελαγχολίας χύθηκε στην ψυχή του Άλκη. Οι έρημοι κάμποι ολόγυρα, οι άγριοι γκρεμοί, που ανοίγανε μεγάλα λαίμαργα στόματα αβύσσων στο πέρασμά τους, οι πυκνές τούφες των δέντρων, που μαυρολογούσαν εδώ κι εκεί σαν κακά στοιχειά, που κάνανε καρτέρι στους διαβάτες, και, μέσα στη νεκρική σιωπή της νύχτας, τα μακρινά γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων, που τα ’φερνε η ηχώ του δάσους από τις βαθιές χαράδρες, ξυπνούσανε στην ψυχή του Άλκη όλα τα φοβερά κι όλα τα μελαγχολικά πράματα της ζωής του, που είχανε χαθεί στα βάθη της μνήμης του και, στον ίδιο καιρό, του μηνούσανε όλα τα μελλούμενα που φοβάται να συλλογισθεί ο νους του ανθρώπου.

— Μαρία! είπε. Πώς τα πας; Καλά;

Ήθελε ν’ ακούσει μια αγαπημένη φωνή, για να δώσει θάρρος στον εαυτό του.

— Πολύ καλά, Άλκη! Έχω το καλύτερο μουλάρι της συντροφιάς! του αποκρίθηκε εύθυμα εκείνη.

Για το πλάσμα αυτό, το γεννημένο μέσα στη Φύση, δεν είχε φοβέρες και μελαγχολίες η νύχτα και η ερημιά. Η ψυχή της ήτανε σχετισμένη βαθιά με όλα τα φυσικά μυστικά και ο κόσμος του άγνωστου ήτανε γι’ αυτήν ένας κόσμος τόσο πραγματικός, όσο κι ο άλλος. Κι από τα φαντάσματα ακόμα και τους νεκρούς, που ξαναγυρίζουν στη γη, είχε φόβους φυσικούς μονάχα και δεν είχε γνωρίσει ποτέ τα μυστικά ρίγη του υπερφυσικού, που είναι τρομερότερα από τον κάθε φόβο των πραγματικών κινδύνων και που πάγωναν τώρα την καρδιά του Άλκη.

Το βραχνό κράξιμο της κουκουβάγιας ακούσθηκε από μακριά. Ο Άλκης ανατρίχιασε. Του φάνηκε σαν ένα μήνυμα δυστυχίας, που μιλούσε μονάχα γι’ αυτόν, αποκλειστικά γι’ αυτόν. Προσπάθησε να διώξει από την ψυχή του την ανόητη αυτή πρόληψη. Κι άρχισε να συλλογίζεται ψυχραιμότερα. Τι είναι τάχα οι μονότονοι, οι κανονικοί αυτοί κρωγμοί των νυχτοβίων πουλιών, που κρυμμένα, μοναχικά, ακοπάδιαστα, σαν παράξενοι μισάνθρωποι, διαλέγουν την ησυχία της νύχτας για να λαλήσουν, σα να ήθελαν κανένας άλλος ήχος να μη σκεπάσει τη φωνή τους, για να την ακούσουν όλα τ’ αυτιά των ανθρώπων και να καταλάβουν το νόημά της; Είναι τάχα φωνές χαράς ή φωνές πόνου; Φωνές έχθρας ή αγάπης; Παρακάλια ή τραγούδια θανάτου: Όλες οι άλλες φωνές των ζώων κάτι μας λένε, κάτι μας αφήνουνε να καταλάβουμε. Η φωνή της κουκουβάγιας και του γκιώνη είναι το μυστήριο των μυστηρίων, η γλώσσα του σκοταδιού. Μια στιγμή συλλογίσθηκε πως τα νυχτόβια πουλιά είναι κολασμένες ψυχές, καταδικασμένες να χύνουν τον άγριο πόνο τους στην ερημιά του φωτός και στην ερημιά της ζωής. Μήπως τάχα η άμοιρη Στέλλα;... Η ιδέα αυτή τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. Κέντησε το μουλάρι του, που, οκνότερο από τα άλλα, είχε απομείνει πίσω, και προχώρησε να συναντήσει τους συντρόφους του. Από πίσω του του φάνηκε πως άκουγε πνιγμένα παρακαλετά:

— Στάσου! Βοήθεια! Στάσου!...

Κέντησε το ζώο του να ξεφύγει τη φωνή της μυστικής ικεσίας. Αυτό του φάνηκε σαν ανανδρία και σα σκληρότητα, αλλά του ήτανε αδύνατο να κάμει διαφορετικά.

— Τι έγινες, Άλκη; του φώναξε Μαρία, όταν πλησίασε. Έμεινες ένα μίλι πίσω...

Η ζωντανή κι αγαπημένη φωνή χύθηκε σαν παρηγοριά μέσα του.

— Τι να σας κάνω, είπε, αφού δεν πάει τα μουλάρι μου; Ποιος σας είπε κι εσάς να τρέχετε μπροστά;

— Το διάλεξες, αλήθεια, το μουλάρι! είπε ο Κώστας, που δεν είχε μιλήσει ως τώρα, επηρεασμένος κι αυτός από το μυστήριο της νύχτας.

— Δεν έχει τίποτα το ζώο! εξήγησε ο αγωγιάτης του Άλκη. Το καλύτερο ζώο το ’χει ο αφέντης. Μα είναι λίγο υπνιάρικο. Κοιμάται στο δρόμο που πηγαίνει, θέλει να το τσινάς για να ξυπνάει!

Η ιδέα, πως προχωρούσε μέσα στη νύχτα, καβαλικεύοντας ένα κοιμισμένο μουλάρι, που τον έφερνε στη χώρα των ονείρων του ζώου, φάνηκε αστεία στον Άλκη.

Σε λίγο τα τοπίο ημέρεψε. Ανάρια νυσταγμένα φώτα ξεχώρισαν στο βάθος. Βραχνά γαυγίσματα σκύλων προμηνούσαν την παρήγορη παρουσία άλλων ανθρώπων μέσα στην άξενη ερημιά. Ζυγώνανε σε κάποιο χωριό. Οι εύθυμοι λαρυγγισμοί των φρύνων, μέσ’ από κάποιο βάλτο, όπου είχανε στήσει το πανηγύρι τους οι μικροί χαροκόποι, έδωκαν έναν χαρούμενο τόνο μέσα στην αγριάδα της βουνίσιας νύχτας. Σε λίγο περνούσανε μέσα τα ήσυχα, στενά δρομαλάκια του χωριού. Τα μικρά σπιτάκια κοιμόντουσαν βαθιά, πίσω από τα πυκνά δέντρα. Πού και πού ένα ανοιχτό παράθυρο έχυνε το μελιχρό φως του καντηλιού στο δρόμο το σκοτεινό και φαινότανε σα να λέει με τις τρεμουλιαστές του αχτίδες στο διαβάτη: «Εδώ απάνω, από το ψηλό εικονοστάσιο παραστέκω τον ειρηνικό ύπνο του χωριάτη, βλογάω τα σεμνά όνειρα της κόρης, αγρυπνώ στην κούνια του μικρού παιδιού. Πέρνα σιγαλά, διαβάτη, πέρνα σιγαλά!» Και κάθε σπιτάκι με τους μαυρισμένους του τοίχους, με τα σκεβρωμένα του παράθυρα, φαινότανε σα να ’χει τη δική του την ψυχή, τη δική του ιστορία.

Ο Άλκης, βαθιά συγκινημένος από το θέαμα, είπε στη Μαρία και τον Κώστα, μια στιγμή που είχανε σταματήσει τα μουλάρια, για να σφίξει ο αγωγιάτης του Κώστα τα λουριά του σαμαριού του, που είχανε χαλαρωθεί.

— Να συλλογίζεται κανείς πως άνθρωποι γεννήθηκαν εδώ, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, παιδοκόμησαν, πεθάνανε μέσα στους ίδιους τοίχους! Η ψυχή τους έμεινε μέσα στο σπιτάκι τους κι έγινε δική του ψυχή. Τι διαφορά με τα παλάτια της Αθήνας, όπου άγνωστοι διαδέχονται τους άγνωστους μέσα στο ίδιο σπίτι και περνούν και χάνονται, χωρίς ν’ αφήσουν τίποτε πίσω τους όπως περνούν οι στρατοκόποι από τα χάνι του μεγάλου δρόμου...

Η Μαρία αγαπούσε ν’ ακούει τον Άλκη, όταν έλεγε τέτοια λόγια, μα η απλή και φυσική ψυχή της δεν μπορούσε να μπει καθαρά στο νόημά του.

— Εσύ τι λες, Μαρία; είπε.

Η Μαρία δεν είπε τίποτε. Τα λόγια του Άλκη, όσο κι αν δεν μπορούσε να μπει μέσα στο βαθύτερο νόημά τους, την είχανε ρίξει σε συλλογισμούς. Το λυγερό της κορμί έγερνε, σαν κουρασμένο, απάνω στα ζώο και το κεφάλι της ήτανε λυπητερά σκυμμένο.

Συλλογιζότανε τα δικό της χωριό και τους γέρους της, που είχανε μείνει μονάχοι κι έρημοι στο άδειο το σπίτι. Και η ψυχή της έκλαιγε. Ο Άλκης, που δεν είχε μπει κι αυτός στο βαθύτερο νόημα της σιωπής της, μουρμούρισε, κοιτάζοντάς την με πόθο, τους στίχους του Παλαμά:

 

Σ’ αγαπώ σα λεβέντικο

τραγούδι της Ηπείρου.

Εσύ ποτέ δε μέθυσες

απ’ το κρασί του ονείρου.

 

— Καλύτερα! είπε ο Κώστας. Καλύτερα που δε μέθυσε από τα αμφίβολο αυτό κρασί.

Η Μαρία σκυμμένη απάνω στο ζώο της, ακολουθούσε τους θλιβερούς στοχασμούς της.

— Κουράστηκες, Μαρία; της είπε ο Άλκης.

— Δεν έχω τίποτε! είπ’ εκείνη.

Ο αγωγιάτης είχε τελειώσει τη δουλειά του και μ’ ένα ντέεε! μακρόσυρτο ξεκίνησαν πάλι τα τρία μουλάρια, το ένα πίσω από το άλλο.

Είχανε αφήσει πια πίσω τους το κοιμάμενο χωριό και κάτω, στη σκοτεινή πεδιάδα, ξεχώριζε μπροστά τους, με τα ιερά της φώτα, η μονή του Άγιου. Σε λίγο περάσανε μπροστά από τη μεγάλη, αψιδωτή πύλη του ειρηνικού κτιρίου. Κανένας ήχος φωνής ή ψαλμωδίας δεν έφτανε μέσα από τους ψηλούς του τοίχους.

Η Μαρία έσκυψε ευλαβητικά το κεφάλι της κι έκανε το σταυρό της. Ο Άλκης κι ο Κώστας τη μιμηθήκανε με ειλικρινή ευλάβεια, στη μυστική εκείνη ώρα, που δεν υπάρχουν άπιστες ψυχές.

— Θυμάσαι, Μαρία; είπε ο Άλκης. Εδώ σε πρωτογνώρισα...

— Ήτανε το θέλημα του Άγιου! ψιθύρισε με συγκίνηση η Μαρία. Ας είναι πάντα μαζί μας η χάρη του!

Κι έκαμε πάλι το σημείο του σταυρού.

Ο Άλκης έριξε μια ματιά στον ιερόν τόπο, αναζήτησε το ψηλό δέντρο, που είχε φυτέψει ο Άγιος με τα χέρια του, τα πηγάδι με τα θαυματουργά νάμα, όπου η μικρή χωριατοπούλα, που του είχε θυμίσει τόσο καταπληκτικά την άμοιρη Στέλλα, του είχε ανιστορήσει το θαύμα του νερού, για να του φανερώσει, χωρίς να το καταλάβει, την ίδια στιγμή, και το ωραίο θαύμα της αγάπης. Πίστευε τώρα κι αυτός, πως η αγάπη του για τη Μαρία ήτανε παιδί του θαύματος και ότι το θέλημα του Αγίου τον είχε ενώσει με την αγνή παρθένα.

Προχωρήσανε, σιωπηλοί όλοι από τη βαθιά εντύπωση του μυστηρίου. Ο Άλκης γύρισε πάλι μια στιγμή πίσω του κι έριξε μια ματιά στα ψηλά καμπαναριά, που ασπρολογούσαν ειρηνικά μέσα στη νύχτα, απάνω από το σκοτεινόν όγκο του μοναστηριού. Η ψυχή του, μυστικός κωδωνοκρούστης, σήμαινε τις καμπάνες του όρθρου, που ο ήχος τους έφτανε χαρούμενος ως τα βάθη του είναι του. Με τη φαντασία του μπήκε μέσα στα στενά κελιά, όπου οι μελαγχολικές νύφες του Χριστού, με τα μάτια σφαλιστά ακόμα, ήσανε βυθισμένες στο γλυκύτατο δράμα των ουρανίων γάμων. Ζωγραφιές ντροπαλής γύμνιας περάσανε μπροστά του. Κι απάνω από τα σκληρά ασκητικά κρεβάτια, έβλεπε να πλέκεται με χρώματα αέρινα η φαντασμαγορία των αειπαρθενικών ονείρων. Λευκά σώματα αγγέλων, που αγκάλιαζαν με τις μεγάλες τους φτερούγες γυμνά σώματα παρθένων, και ουράνιες μορφές παλικαριών με ιερά φωτοστέφανα, γύρω από τις ξανθές κόμες, που έσκυβαν απάνω στα χείλη αφίλητων κοριτσιών, με τη λαχτάρα του διψασμένου οδοιπόρου, που σκύβει απάνω στο γάργαρο νερό της κρυφής δροσοπηγής. Και ύστερα συμπλέγματα άπειρα, παράξενα, αέρινα, που περνούσαν κι έσβηναν με θαμπόφεγγα σωμάτων και φτερών, με αστραπές φωτοστέφανων, με γλυκιές αστροφεγγιές ματιών. Μια στιγμή φαντάστηκε τη Μαρία κλεισμένη μέσα σ’ ένα στενό κελί, απ’ αυτά με τα κάλλη του ωραίου κορμιού της μαραμένα από τα φλογερά φιλιά των αγγέλων.

— Θυμάσαι, Μαρία, της είπε, μια φορά μου είχες πει, πως ήθελες να γίνεις καλογριά.

— Αν δε σ’ έφερνε μπροστά μου ο Άγιος εκείνο το πρωί, θα γινόμουνα! — είπε η Μαρία, σα να ήτανε αυτή η στιγμή, που είχε πάρει μια μεγάλη και σταθερή απόφαση. Είχα ταχθεί στη χάρη του.

— Μετάνιωσες τώρα που δεν έγινες; τη ρώτησε ο Άλκης, για να τη δοκιμάσει.

— Αφού ήτανε το θέλημα του Θεού, γιατί να μετανιώσω; είπε.

Ήτανε τόσο αθώα χαριτωμένος ο παιδιάτικος τόνος της φωνής της, καθώς έβγαινε από μια ψυχή, που πίστευε όπως αγαπούμε κι αγαπούσε όπως πιστεύουμε στο Θεό, ώστε ο Άλκης ένοιωσε μια τρελή επιθυμία μέσα του να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να την κάνει να του ξαναπεί εκατό, χίλιες φορές τα ωραία αυτά λόγια, να του τα τραγουδήσει σαν τραγούδι.

Είχε αρχίσει να χαράζει.

Σε λίγη ώρα βρεθήκανε κάτω στο λιμάνι. Το βαπόρι ήτανε φτασμένο πριν από τη συνηθισμένη του ώρα και τα στρίγγλικα, αντιπαθητικά του σφυρίγματα σπαράζανε τον ήσυχον αέρα της ειρηνικής αυγής. Βιάσθηκαν να ξεπεζέψουν και να μπαρκάρουν και, σε λίγο, είχανε βρεθεί απάνω στο κατάστρωμα του βαποριού. Το βαπόρι δεν άργησε να σαλπάρει. Η Μαρία ήτανε συγκινημένη από την ιδέα του πρώτου της ταξιδιού. Δεν ήθελε όμως να το δείξει. Καθίσανε σε μια γωνιά, απάνω στη γέφυρα του πλοιάρχου, με τα μάτια γυρισμένα προς το ωραίο νησί, που αφήνανε πίσω τους. Η κορυφή του Αίνου, σκεπασμένη από σύννεφα, έσβηνε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια τους. Τα μεγάλα, βαριά σύννεφα άρχισαν σε λίγο να σκεπάζουν όλο τον ουρανό και μια μαύρη σκιά απλώθηκε απάνω στη θάλασσα. Η μπόρα έδερνε τώρα τα ψηλά βουνά της Ακαρνανίας. Τα μουγκρητά της βροντής έφταναν από μακριά, σα φοβέρα, και χοντρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν στο κατάστρωμα.

Μέσα στη ζοφερή αυτή ζωγραφιά ξεχώρισε άξαφνα, μέσα σε καταρράχτες από φως, η κορυφή του Αίνου, μονάχη, ξεχωριστή από τη φύση όλη, ασύγκριτη.

Με τα μάτια καρφωμένα στο φωτεινό όραμα, ο Άλκης κι η Μαρία αποχαιρετούσαν το βουνό των ελάτων, το βουνό της πρώτης τους αγάπης.

 

XXIII

 

Στην ερημική βίλα της κ. Κράλη — όπου η ευγενική κυρία περνούσε χειμώνα καλοκαίρι — η εξαιρετική συγκέντρωση της Κυριακής αυτής δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Το γεγονός της ημέρας στους κοσμικούς κύκλους των Αθηνών ήτανε το φθάσιμο του Άλκη μαζί με την ωραία του χωριατοπούλα. Το περίεργο ζευγαράκι δεν είχε παρουσιασθεί ακόμα σε κανένα κέντρο και τα τρομερότερα λαγωνικά της κοσμικής κακογλωσσιάς δεν είχαν κατορθώσει ως τώρα να το φερμάρουν. Όλοι έφταναν λοιπόν στο σαλόνι της κ. Κράλη, με την ελπίδα, ότι η θεία του Άλκη θα ήτανε περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να ικανοποιήσει την περιέργειά τους. Η ευγενική κυρία όμως σκόρπιζε διαρκώς γύρω της την απογοήτευση.

— Τι θέλετε να ξέρω εγώ; Από τη στιγμή που αυτός ο ανισόρροπος έκαμε το ανέλπιστο αυτό κου ντε τετ, έχω κόψει κάθε σχέση μαζί του. Ούτε ξέρω τι γίνεται, ούτε ενδιαφέρομαι να μάθω. Ένας άνθρωπος, που κύλισε το όνομα της οικογενείας μας στη λάσπη, δεν είναι πια τίποτε για μένα!

— Οι εφημερίδες στο μεταξύ χαλούν τον κόσμο... είπε μια ηλικιωμένη κυρία, με καταχθόνιο χαμόγελο. Ο ανιψιός σας μπορεί να καυχηθεί, πως έχει une bonne presse.

Η κ. Κράλη κοκκίνισε από θυμό, ως το ασπράδι των ματιών της. Τα λεπτά, σατανικά της χείλη έτρεμαν από αγανάκτηση.

— Αυτή είναι η τελευταία υπηρεσία, που προσφέρει αυτό το παλιόπαιδο στο όνομά μας! είπε. Σας ορκίζομαι, πως ντρέπομαι πια να λέγομαι Κράλαινα.

Η κ. Κράλη ρίχτηκε σε μια πολυθρόνα χωρίς να προσθέσει λέξη. Η συζήτηση όμως εξακολούθησε στο σαλόνι μ’ ένα τόνο φαρμακερά ειρωνικό. Ο κόσμος της ευγενικής κυρίας προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος στην πληγωμένη οικοδέσποινα.

— Καλέ, είδατε σήμερα την εικόνα της περίφημης νυφούλας στην «Αυγή»; Πως κατόρθωσαν και την πήραν οι δημοσιογράφοι;

— Μα φαντάζεσθε λοιπόν, δεσποινίς, πως είναι πραγματική η εικόνα αυτή;

— Και όμως γράφει από κάτω, ότι είναι στιγμιότυπο του ειδικού φωτογράφου της «Αυγής».

— Τι αφελής που είσθε, δεσποινίς! Αυτό είναι ένα παλαιό κλισέ από μια μ π ε ρ ζ έ ρ του Βαττώ. Δεν είδατε τι ευγένεια που έχει;

— Αλήθεια — είπε βάζοντας το λογάκι της η κ. Κράλη — χρειάζεται μεγάλη αφέλεια για να πιστέψει κανείς, ότι μια μ π ε ρ ζ έ ρ του Βαττώ μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με μια βρόμικη και ψειριασμένη χωριάτισσα, που δεν θα την ήθελα ούτε για δούλα στο σπίτι μου.

Η μικρή δεσποινίδα που είχε πέσει θύμα της δημοσιογραφικής εικονογραφίας, κοκκίνισε από τη ντροπή της.

— Έλεγα κι εγώ... είπε.

— Καλά η εικόνα! είπε τότε μια χοντρή κυρία, που φιλολογούσε στις χαμένες της ώρες. Αλλά το χρονογράφημα του Σύλβα; Πώς σας φάνηκε; Να καταδεχθεί ο Σύλβας, που είναι ένας τόσο λεπτός χρονογράφος, ν’ αφιερώσει μιάμιση στήλη σ’ ένα τόσο πρόστυχο θέμα! Σας βεβαιώ πως τον σιχάθηκα...

— Να σας πω — είπε πάλι η κ. Κράλη — εγώ ποτέ δεν είχα μεγάλη υπόληψη στον περίφημο αυτό χρονογράφο σας. Προσπαθεί να κάνει πάντα μια ποίηση μ α λ  π λ α σ έ. Και πέτυχε το θέμα!

— Και τι ανυπόφοροι λυρισμοί! Αν διαβάσετε...

— Δεν έχω καμιά όρεξη να διαβάσω! της έκοψε τη συνέχεια η κυρία Κράλη.

— Μα είναι βέβαια λοιπόν αυτά που λέει για τη λεζάντ του ειδυλλίου αυτού; ρώτησε ένας κύριος που είχε διαβάσει το χρονογράφημα.

— Δεν βαριέσθε! Φαντασίες! Η πραγματική λεζάντ δεν μπορεί παρά να είναι η συνηθισμένη λεζάντ σε όλες αυτές τις βρομοδουλειές. Ο έκφυλος αυτός θα τα ’μπλεξε βέβαια και με τη βρομοχωριάτισσα αυτή, όπως τα είχε μπλέξει και με την προκομμένη εκείνη στας Αθήνας. Οι χωριάτες όμως δε χωρατεύουν! Και Κύριος οίδε ποιοιμαχαιροβγάλτες αδελφοί και ξάδερφοι του βάλανε το μαχαίρι στο λαιμό και τον ανάγκασαν να κάνει αυτό που έκανε. Μυρίζει τόσο βρομοδουλειά αυτή η υπόθεση!

Απάνω στη συζήτηση έφθασε και ο γιατρός του σπιτιού, ο καλός φίλος και μυστικός σύμβουλος της κυρίας Κράλη, κρατώντας θριαμβευτικά στα χέρια του μια εσπερινή εφημερίδα.

— Σας έφερα τα τελευταία νέα.

— Τι είναι;

— Συνέντευξη του ειδικού κοσμικογράφου του «Λυκόφωτος» με την «Κόρη των Αγρών».

— Άρχισε λοιπόν να δίνει και συνεντεύξεις η μαρκησία αυτή της στάνης; Μη χειρότερα!

— Έτσι φαίνεται.

— Και τι λέει;

— Και τι δε λέει; Μιλεί ακόμα και για την τελευταία μουσική κίνηση της Ευρώπης.

— Αστειεύεσθε;

— Ορίστε! Διαβάσετε!

— Και ποιος υπογράφει;

— Ο Τάκης Χρυσάνθεμος.

Η φιλολογούσα χοντρή κυρία έσκασε στα γέλια.

— Τι σου είναι τέλος πάντων αυτός ο Χρυσάνθεμος! Το είπε και το ’κανε!

— Τι συμβαίνει;

— Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πως είναι μια αστεία φάρσα; Εγώ την περίμενα. Ο Χρυσάνθεμος είχε ξετρυπώσει χθες τη φωλιά του ερωτευμένου ζευγαριού εκεί κάτω από την Ακρόπολη. Και με το τουπέ που τον διακρίνει — μου τα ’λεγε ο ίδιος εχθές το απόγεμα — χτύπησε την πόρτα και ζήτησε να λάβει συνέντευξη με την «Κόρη των Αγρών». Εννοείται ότι τον έδιωξαν. Κι εκείνος ορκίσθηκε να εκδικηθεί. Καν μεμ, μου ’λεγε στο τσάι της Μεγάλης Βρετανίας που τον είδα κατόπι, η συνέντευξη θα δημοσιευθεί. Πάρτε αύριο το «Λυκόφως» να ιδείτε! Και κράτησε το λόγο του, το παλιόπαιδο.

Η συνέντευξη του Τάκη Χρυσάνθεμου, ειδικού κοσμικογράφου του «Λυκόφωτος», διαβάσθηκε δυνατά, μέσα σε ακράτητα γέλια.

— Μα, επιτέλους, δε μου λέτε; ρώτησε η μία από τις κυρίες. Ο κύριος αυτός σκέπτεται με τα σωστά του να παρουσιάσει τη γυναίκα του στον κόσμο;

— Δεν πιστεύω να ’χει αυτό το θάρρος! είπε η κυρία Κράλη. Υποθέτω τουλάχιστον ότι, αν έχασε κάθε αξιοπρέπεια, θα διατηρεί ακόμα το αίσθημα του γελοίου. Και δεν πιστεύω ένας άνθρωπος, που ποζάρει και για καθηγητής του Πανεπιστημίου, να αποφασίσει να γίνει καταγέλαστος.

— Και όμως λένε, είπε ο γιατρός, ότι το κορίτσι αυτό έχει μια ανεξήγητη φυσική ντιστενξιόν. Έπειτα ο Άλκης, στο διάστημα που είναι παντρεμένοι, φαίνεται πως φρόντισε πολύ για τη μόρφωσή της. Κανένας δε θα ’λεγε — έτσι βεβαιώνουν τουλάχιστον όσοι τη γνώρισαν — πως είναι ένα κορίτσι του βουνού

— Γιατρέ, τις πληροφορίες σας θα μου επιτρέψετε να τις βάλω σε κάθαρση! είπε πειραγμένη η κυρία Κράλη. Ξέρω από πού προέρχονται...

— Δεν το κρύβω! είπε ο γιατρός. Τις έχω από τη δεσποινίδα Σταλίδη και τον πατέρα της, που γνώρισαν το περίεργο αυτό κορίτσι στο βουνό.

— Μη μου μιλάτε, γιατρέ, γι’ αυτή τη μαϊμουδίτσα! φώναξε η κυρία Κράλη. Είναι μια στριμμένη γεροντοκόρη, που και οι θαυμασμοί της ακόμα είναι μια αντιλογία. Αφού δεν εχώνεψε ποτέ της ούτε μια κυρία των Αθηνών και δεν είπε ποτέ μια καλή λέξη για ένα κορίτσι του καλού κόσμου, βρέθηκε να θαυμάσει μια βρόμικη χωριάτισσα. Ίσως να σκέπτεται και να μας την επιβάλει, σαν κανένα σπάνιο φαινόμενο. Ποιος ξέρει! Μπορεί όμως να την έχει και να τη χαίρεται μόνη της, αν της αρέσει. Όσο για τον πατέρα της, δεν απορώ καθόλου. Είναι ένας γερο-ραμολί, που ακολουθεί στους δρόμους όλες τις μικρές μαθήτριες. Το περίφημο αυτό άνθος του αγρού δε θα δυσκολεύθηκε βέβαια να κάμει την κατάκτησή του.

— Έχετε επίσκεψη με τους Σταλίδηδες; ρώτησε η χοντρή κυρία, που φιλολογούσε στις χαμένες της ώρες.

— Είμεθα πολύ γνωστοί... είπε η κυρία Κράλη. Εγώ μάλιστα τους σύστησα το γιατρό. Φαίνεται όμως, ότι ο περίφημος ανιψιός μου τους κούρντισε με τέτοιο τρόπο εναντίον μου, ώστε μου κρατούν πόζες από τότε που φθάσανε από το βουνό. Τουλάχιστον από τον καιρό που γύρισαν από το Κάιρο, και είναι δυο μήνες τώρα, δεν τους είδα καθόλου. Αυτό, εννοείται, μου είναι ευχάριστο. Γιατί δε θα είχα βέβαια καμιά όρεξη να πάω καμιά ημέρα στο σπίτι τους και να βρεθώ μπροστά στην ανεπιθύμητη αυτή ανιψιά...

Η κυρία Κράλη μιλούσε με πραγματικό πάθος. Δεν μπορούσε να επιτρέψει ποτέ στον ανιψιό της την εξευτελιστική αυτή ένωση της με μια χωριατοπούλα, που ατίμαζε το γένος των Κράληδων.

— Αίσθημα είναι αυτό, κυρία μου! της είπε ο γιατρός. Τι θέλετε να γίνει; Εδώ βασιλόπουλα παντρεύτηκαν με βοσκοπούλες.

— Τα βασιλόπουλα των παραμυθιών. Ευχαριστώ!

— Και τα πραγματικά βασιλόπουλα, ακόμα χειρότερα! Μην ξεχνάτε ότι βασιλικοί πρίγκιπες και διάδοχοι θρόνων ερωτεύθηκαν γυναίκες του θεάτρου και κοινές κοκότες! Ο ανιψιός σας τουλάχιστον πήρε ένα τίμιο κορίτσι.

Η κυρία Κράλη ήτανε αμείλικτη.

— Ελεύθερος ήτανε, είπε, να κάμει την ανοησία που έκαμε και να καταστρέψει το μέλλον του. Μπορούσε όμως να μείνει για πάντα στο χωριό και να θαφτεί εκεί για πάντα. Δεν ήτανε καμιά ανάγκη να μας κουβαλήσει εδώ τη γυναίκα του και να παρουσιάζει στον κόσμο μια προστυχοδούλα, με το όνομα που δεν έχει κανένα δικαίωμα να ρίξει στη λάσπη. Α! αυτό είναι πάρα πολύ! Σας βεβαιώνω, ότι είμαι ικανή, αν τον συναντήσω, να τον μεταχειρισθώ μπροστά σε όλους τους ανθρώπους σαν έναν υπηρέτη.

Προσπάθησαν να την καθησυχάσουν. Αλλά όσο κι αν άλλαζαν τα θέματα ομιλίας, ως την ώρα που διαλύθηκε η συντροφιά, η ομιλία ξαναγύριζε μοιραία στο ζήτημα που τόσο ενοχλούσε την κυρία Κράλη.

— Ελπίζω — είπε αποχαιρετώντας τους φίλους της — ότι όσοι με αγαπούν και όσοι έρχονται στο σπίτι μου, δε θ’ αποφασίσουν ποτέ να σχετισθούν με τους ανθρώπους αυτούς. Δεν ξέρω αν είναι πολύ υπερβολική η απαίτησή μου, αλλά νομίζω πως έχω το δικαίωμα να ζητήσω αυτή τη χάρη από τους φίλους μου.

Όλοι βιάσθηκαν να τη βεβαιώσουν, ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να σχετισθούν με μια άγνωστη, που αν δεν ήτανε γυναίκα ενός γιατρού, μπορούσε αξιόλογα να είναι υπηρέτριά τους, για τις χοντροδουλειές του σπιτιού.

Όταν διαλύθηκε η συντροφιά, η κυρία Κράλη πήρε κατά μέρος το γιατρό και του είπε;

— Πέστε μου ειλικρινώς, γιατρέ, τι σας είπαν οι Σταλίδηδες;

— Αυτά που σας είπα, κυρία μου! Πατέρας και κόρη είναι ενθουσιασμένοι για τη νέα αυτή.

— Λένε πως είναι όμορφη;

— Πολύ όμορφη! Και κυρίως πολύ ν τ ι σ τ ε γ κ έ.

— Η Μίνα βρίσκει λοιπόν πως ήτανε μια τύχη για τον Άλκη;

— Για τον Άλκη, Ναι! Για την κόρη όμως όχι. Τη λυπάται πολύ.

— Τη λυπάται; Αυτό έλειπε!

— Έχει την ιδέα πως ένα λουλούδι του βουνού δεν μπορεί να ξεριζωθεί έτσι εύκολα, χωρίς φόβο να μαραθεί. Και βρίσκει ότι ο Άλκης έκαμε ένα έγκλημα, που θα μετανοήσει γι’ αυτό αργά ή γρήγορα και που θα του αφήσει τύψεις για όλη του τη ζωή.

Η ιδέα ότι ο Άλκης μπορούσε να πληρώσει ακριβά το πραξικόπημά του, είχε παρηγορήσει κάπως την κ. Κράλη.

— Εσείς — της είπε ο γιατρός — είσθε αποφασισμένη λοιπόν να μη συγχωρήσετε ποτέ στον ανιψιό σας τη νεανική του αυτή τρέλα;

Η κ. Κράλη άφησε να πλανηθεί στα λεπτά της χείλη ένα καταχθόνιο χαμόγελο.

— Δεν με ξέρετε καλά, γιατρέ. Δε με γνωρίσατε ακόμα...

Ο γιατρός, που ήταν άνθρωπος με αγαθή καρδιά και έτοιμος να συγχωρεί πάντα και να ξεχνά το κακό που του έκαμαν, είχε ενοχληθεί κατά βάθος από τη σκληρότητα της γυναίκας αυτής, που την ήξερε περήφανη, αλλά δεν μπορούσε να τη φαντασθεί και σε τέτοιο βαθμό κακιά. Καληνύχτισε κι έφυγε. Στο δρόμο του, πηγαίνοντας, είπε από μέσα του, μια στιγμή:

— Θα ’λεγε κανείς, πως η γυναίκα αυτή είναι ερωτευμένη με τον ανιψιό της. Μόνο η γυναικεία ζήλια μπορεί να εξηγήσει τέτοια κακία.

Αδιάφορος όμως, από ιδιοσυγκρασία, για τις ξένες έννοιες, δε θέλησε να σκεφθεί περισσότερο απάνω στην υποψία του αυτή.

— Ας κάνουν καλά με τα μυαλά τους... ξαναείπε πάλι από μέσα του και προχώρησε.

Πήρε το τραμ για να ξαναγυρίσει στην πόλη. Αφού έφαγε σ’ ένα ξενοδοχείο της οδού Σταδίου, επήγε να κάνει μια παρτίδα εκαρτέ στη λέσχη με τους φίλους του, που εύρισκε πάντα εκεί τέτοιαν ώρα. Η γενική ομιλία κι εκεί ήτανε το ειδύλλιο του Άλκη και το φθάσιμό του στην Αθήνα, με την ωραία χωριατοπούλα, που είχε πάρει γυναίκα του. Τα χρονογραφήματα στις εφημερίδες, οι εικόνες της παραμυθένιας νύφης, έστω και με τη συνεργασία του Βαττώ, τα μικρά κοσμικά χρονικά, που έλεγαν ένα σωρό φανταστικά πράματα για τη νεοφερμένη γόησσα και, σήμερα το απόγευμα ακόμα, η ανύπαρκτη συνέντευξη του ειδικού κοσμικού συνεργάτη του «Λυκόφωτος» με τη θρυλική Μαρία, είχαν ανάψει τη γενική περιέργεια. Και τα σχόλια για το ειδύλλιο δεν είχαν τέλος.

Οι άνδρες όμως ήσαν πολύ πιο επιεικείς από τις γυναίκες. Και οι περισσότεροι μακάριζαν το νέο γιατρό, που αψηφώντας τη γνώμη του κόσμου, είχε ακολουθήσει την καρδιά του και είχε ζητήσει την ευτυχία του σ’ έναν αγνό και ωραίον έρωτα.

 

XXIV

 

Το νιόπαντρο ζευγάρι, που ο ερχομός του είχε αναστατώσει τόσο ανέλπιστα την κοσμική Αθήνα, δεν είχε στήσει τη φωλιά του κάτω από την Ακρόπολη, στο μικρό, ρομαντικό σπιτάκι, που είχε φαντασθεί πως το ανεκάλυψε ο ρεπόρτερ του «Λυκόφωτος». Ο Άλκης με τη γυναίκα του είχαν εγκατασταθεί στα Πατήσια, στο πατρικό του σπίτι, που είχε μείνει κλειστό από τον καιρό του θανάτου της μητέρας του — ο Άλκης έλειπε τότε στη Γερμανία — και την αναχώρηση της παντρεμένης αδερφής του, που είχε ακολουθήσει τον άντρα της για να εγκατασταθεί σε μια πόλη της Ιταλίας. Στο σπίτι αυτό είχε μείνει λίγον καιρό ο Άλκης, όταν γύρισε από τη Γερμανία, και τώρα είχε εγκατασταθεί πάλι εκεί με τη γυναίκα του, που είχε βρει πλουσιοπάροχα στο νοικοκυρεμένο πατρικό σπίτι ό,τι χρειάζεται για ένα καινούργιο σπιτικό, χωρίς να είναι ανάγκη να φροντίσει για τίποτε. Έτσι το παλιό σπίτι, που είχε γνωρίσει ευτυχισμένες ημέρες και που το είχε κλείσει ο θάνατος κι ο ξενιτεμός, άνοιξε πάλι για να δεχθεί μια νέα ευτυχία.

Και μόνο η αγαπημένη σκιά της μητέρας του έλειπε τώρα για τον Άλκη, που δεν είχε άλλους συγγενείς στην Αθήνα — η θεία του δε λογαριαζότανε πια — για να είναι τέλεια η νέα του ευτυχία μέσα στο παλιό, ευλογημένο σπίτι.

Με μια μαγείρισσα και μια μικρή καμαριέρα, που πήρανε, μόλις έφθασαν στην Αθήνα, το καινούργιο σπιτικό είχε μπει πια κανονικά στο δρόμο του και η Μαρία είχε αναλάβει τις μικρές, ευχάριστες φροντίδες του σπιτιού της, μ’ έναν παιδιάτικο ενθουσιασμό, που έκανε χαριτωμένες, στα μάτια του Άλκη, και τις μικρές της ακόμα αδεξιότητες.

— Βλέπω, πως δεν έχεις καμιά περιέργεια να ιδείς την ωραία μας Αθήνα! της είπε ο Άλκης τη δεύτερη ημέρα του ερχομού των. Ετοιμάσου να κάνουμε ένα γύρο με το αμάξι.

— Έχουμε καιρό... του είπ’ εκείνη. Άφησε να συγυρισθούμε πρώτα.

Είχε μια δειλία παράξενη να παρουσιασθεί στον κόσμο. Και μόνο αργά, προς το βράδυ, αποφάσιζε ν’ ακολουθήσει τον Άλκη σε μικρούς περιπάτους προς τα περιβόλια των Πατησίων, βιαστικιά πάντα να ξαναγυρίσει στο σπίτι.

Κι ο Άλκης πάλι, που τον ενοχλούσε η ιδέα πως, βγαίνοντας έξω και ξαναβλέποντας γνωστά του πρόσωπα, θα είχε να αντικρίσει τις ενοχλητικές περιέργειες και τα αμφίβολα συγχαρητήρια του ενός και του άλλου, ύστερα μάλιστα από το θόρυβο που είχε γίνει γύρω από το ειδύλλιό του, προτιμούσε να κάθεται στα σπίτι ώσπου να περάσει η μπόρα, όπως έλεγε στον Κώστα, το μόνο για την ώρα επισκέπτη του σπιτιού του.

Ο Κώστας ερχότανε τακτικά, πολλές φορές την ημέρα μάλιστα, και σχεδόν μεσημέρι βράδυ τους συντρόφευε στο γεύμα.

— Καημένε Κώστα, να ’ρχεσαι τακτικά! του είπε μια μέρα ο φίλος του. Μη μας αφήνεις εδώ μονάχους σαν τους κούκους.

— Σαν τα περιστέρια δηλαδή θέλεις να πεις! του είπε ο Κώστας.

— Έστω! Σαν τα περιστέρια! Αλλά και τα πιο αγαπημένα περιστέρια έρχονται στιγμές που μοιάζουν με κούκους, χωρίς μια καλή συντροφιά. Δεν είν’ έτσι;

— Να ’ρχεσθε, κύριε Κώστα! είπε η Μαρία. Σας παρακαλώ κι εγώ. Ο καημένος ο Άλκης βαριέται μόνος του μαζί μου όλη την ημέρα. Να ξέρατε πως τον λυπάμαι!

— Τα βλέπεις τώρα, κύριε κούκε; είπε ο Κώστας στο φίλο του, θέλοντας να ρίξει το πράμα στ’ αστεία. Με αναγκάζεις τώρα να φύγω. Χαίρετε!

— Να φύγετε, κύριε Κώστα; Γιατί να φύγετε; του είπε η Μαρία. Τι είπαμε τώρα;

— Αλλά για να σας αφήσω, κυρία μου, να συμφιλιωθείτε! είπε πονηρά ο Κώστας. Χωρίς την παρουσία μου, θα συμφιλιωθείτε βέβαια γρηγορότερα.

Κι έκαμε πως σηκώνεται να φύγει. Τον κρατήσανε κι οι δυο από τα δυο του χέρια.

— Έννοια σας, κύριε Κώστα! θα συμφιλιωθούμε και μπροστά σας. Εγώ δε του κρατάω κακία του Άλκη για κάτι τέτοιο που συνηθίζει να λέει. Ειδεμή...

— Το βέβαιο είναι, είπε ο Άλκης, πως η Μαρία είναι καλό κορίτσι. Δε φαντάζεσαι, τι καλό κορίτσι που είναι!

Και της άρπαξε το χέρι να της το φιλήσει, ενώ εκείνη το τράβηξε κακιωμένη.

— Χωρίς τα αστεία, κύριε Κώστα — του είπε η Μαρία — να ξέρετε ότι το πιάτο σας είναι πάντα στο τραπέζι. Αν λείψετε καμιά φορά, θα μου κακοφανεί εμένα.

Έτσι ο Κώστας ήτανε τακτικός στο σπίτι των φίλων του. Τους έφερνε τα νέα και τις εφημερίδες, φροντίζοντας πάντα να κρύβει από τη Μαρία — ύστερ’ από μια συνεννόηση με το φίλο του — καθετί το σχετικά με το θόρυβο, που είχε γεννήσει το ειδύλλιό τους.

— Αν μάθει τίποτε η Μαρία — του είχε πει ο Άλκης — είναι άξια να μην πατήσει πια το πόδι της έξω από το σπίτι. Ξέρεις τι χαριτωμένο αγρίμι που είναι!

Το απόγεμα ακριβώς εκείνο, που ο γιατρός είχε φτάσει στο σαλόνι της κυρίας Κράλη, κρατώντας το «Λυκόφως» με την περίφημη φανταστική συνέντευξη του κοσμικού του ρεπόρτερ, ο Κώστας είχ’ έρθει στα σπίτι του φίλου του με την ίδια εφημερίδα στην τσέπη.

Μια στιγμή, που η Μαρία βγήκε από το δωμάτιο, έσυρε την εφημερίδα από την τσέπη του και την έδωκε στον Άλκη μ’ ένα μορφασμό αηδίας.

— Έχομε τίποτε άλλο πάλι; ρώτησε συγχυσμένος ο Άλκης.

Είχε διαβάσει πια τα χρονογράφημα του Σύλβα και τα άλλα μικρά χρονικά των εφημερίδων και είχε δει στην «Αυγή» την περίφημη εικόνα της γυναίκας του, ζωγραφισμένη από το Βαττώ. Δεν είχε κάνει όμως τον παραμικρό λόγο στη Μαρία και είχε φροντίσει να κρύψει όλες τις εφημερίδες στα βάθη ενός συρταριού.

— Διάβασε! του είπε ο Κώστας.

Ο Άλκης έριξε ένα γλήγορο βλέμμα στην εφημερίδα, με φόβο πάντα μήπως επιστρέψει η Μαρία. Είδε πρώτα τους μεγάλους δίστηλους χτυπητούς τίτλους:

Το αγριολούλουδο. — Πλήρες φως εις το ειδύλλιον του Αθηναίου ιατρού

με την ωραίαν χωρικήν του Αίνου. — Μεγάλη επιτυχία τον κοσμικού μας συντάκτου κυρίου

Τάκη Χρυσανθέμου. — Τι είπεν η κόρη των αγρών εις τον συντάκτην μας.

Ο Άλκης πέταξε μακριά του την εφημερίδα.

— Μα δε θα πάψουν τέλος πάντων αυτές οι ηλιθιότητες; είπε με αγανάκτηση.

— Ζητήματα κυκλοφορίας, φίλε μου! του είπε ο Κώστας. Τι θέλεις να γίνει;

Εννοείς όμως, ότι εγώ δεν μπορώ να επιτρέψω στον κάθε κακοήθη να εκθέτει έτσι τη γυναίκα μου. Καλά τα χρονογραφήματα επιτέλους, καλά οι εικόνες του Βαττώ, αλλά μια ανύπαρκτη συνέντευξη, που βάζει τη Μαρία να λέει ένα σωρό ανοησίες σ’ ένα ρεπορτεράκο, δεν είναι πράμα, που μπορώ να το αφήσω να περάσει έτσι! Θα του σπάσω τα μούτρα αυτουνού του αχρείου.

— Θα ήτανε ο μόνος τρόπος να διαιωνισθεί το ανάγνωσμα! του είπε ο Κώστας.

— Αλλά τι θέλεις να γίνει λοιπόν; Πρέπει να ιδούμε αύριο και καμιά νέα συνέντευξη, συνοδευμένη με σκίτσα του ειδικού σκιτσογράφου της «Συνταγματικής» ή της «Φωνής του Λαού»; Όχι βέβαια!

— Το μόνο πράμα που μπορεί να γίνει — πρότεινε ο Κώστας — είναι να δώσουμε μια δήλωση σε δυο τρεις σοβαρές εφημερίδες, λέγοντας ότι η συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο «Λυκόφως» είναι εντελώς φανταστική και ότι η σύζυγος του γιατρού κυρία Κράλη ούτε είδε κανένα συντάκτη εφημερίδος, ούτε συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις.

— Αναλαμβάνεις λοιπόν εσύ, Κώστα, — είπε σύμφωνος με την πρόταση του φίλου του ο Άλκης — να δώσεις τη δήλωση αυτή;

— Πολύ ευχαρίστως.

— Δε θα φαίνεται, βέβαια, ότι προέρχεται από μένα.

— Εννοώ πολύ καλά. θα γράψουμε απλώς: «Παρεκλήθημεν να δηλώσωμεν»...

Ακούσθηκαν βήματα στο διάδρομο. Ο Άλκης πήρε γρήγορα την εφημερίδα από το πάτωμα και την έχωσε στην τσέπη του. Η Μαρία μπήκε μέσα.

— Τι είχε πάλι ο Άλκης; ρώτησε τον Κώστα. Για μένα σας έλεγε;

— Τι ιδέα, κυρία μου! Συζητούσαμε... μουρμούρισε ο Κώστας.

— Αιωνίως βάζεις κακό στο νου σου! της είπε ο Άλκης. Δεν μπορώ να σου το κόψω αυτό το ελάττωμα.

— Γιατί πάντα μου κρύβεις κάτι! είπε παραπονετικά η Μαρία. Από την ημέρα που ήρθαμε εδώ, καταλαβαίνω πως κάτι μου κρύβεις.

Ο Κώστας μπήκε στη μέση.

— Με πιστεύετε έμενα, κυρία Μαρία;

— Εσάς σας πιστεύω.

— Λοιπόν σας βεβαιώνω, ότι ο Άλκης δε σας κρύβει τίποτε. Και ούτε έχει τίποτε να σας κρύψει. Αν θέλετε να ξέρετε την αλήθεια, είναι ενοχλημένος λιγάκι με το ζήτημα του Πανεπιστημίου. Του έλεγα ακριβώς, πριν που λείπατε, ότι κάποιος ηλίθιος συνάδελφός του καταγίνεται με τα μέσα του να πάρει μια θέση στο Πανεπιστήμιο, που ανήκει στον Άλκη. Εννοείται, αυτό δεν είναι ένα ευχάριστο πράμα για τον Άλκη, ύστερ' από τις σπουδές που έκανε και τις τόσες μελέτες του...

Η Μαρία άρχισε να πείθεται. Έξαφνα όμως πάλι μελαγχόλησε.

— Αν έμενε στην Αθήνα ο Άλκης, είπε, ίσως να ήσαν διαφορετικά τα πράματα. Εξ αίτιας μου αναγκάσθηκε ν’ αφήσει τη δουλειά του. Τόσους μήνες στο χωριό! Εγώ πάλι είμαι η αιτία... Το καταλαβαίνω.

Τα ωραία μεγάλα της μάτια ήσαν βουρκωμένα.

— Μα όχι, παιδί μου, μα όχι! της είπε σφίγγοντας την στην αγκαλιά του ο Άλκης. Πώς να σου το πω; Αυτά είναι πράματα που δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ στην Αθήνα. Εσύ δεν έχεις καμιά σχέση με όλα αυτά. Ίσια ίσια που η ήσυχη ζωή του χωριού και η αγάπη σου μου έδωκαν τη δύναμη να μελετήσω, να γίνω καλύτερος. Γιατί να βάζεις τέτοια πράματα στο νου σου; Αν πας έτσι όπως πας, αν στενοχωριέσαι έτσι, θ' αρρωστήσεις, παιδί μου!

Μιλούσε με τόση ειλικρίνεια και τόση αγάπη, που το φως της χαράς ξαναχύθηκε πάλι στο συννεφιασμένο πρόσωπό της Μαρίας.

— Μα βέβαια, μα βέβαια, κυρία μου! πρόσθεσε και ο Κώστας. Τα πράγματα είναι έτσι, όπως σας τα λέει ο Άλκης. Μη στενοχωριέσθε για κάθε ψύλλου πήδημα! Όλα θα διορθωθούν...

Η υπηρέτρια ήρθε να ειδοποιήσει ότι το γεύμα ήτανε έτοιμο.

— Ελάτε, κύριε Κώστα! είπε γλυκά η Μαρία. Και μη με ξεσυνερίζεσθε! Το καταλαβαίνω πως είμαι ανόητη κάποτε...

Και γυρίζοντας στον Άλκη:

— Εσύ μου είσαι θυμωμένος ακόμα; του είπε τρυφερά.

Ο Άλκης έσκυψε και της φίλησε τα πλούσια ξανθά μαλλιά.

Περάσανε στο γεύμα.

Μετά το φαγί η ομιλία ήρθε στους Σταλίδηδες. Η Μαρία ήτανε λυπημένη που δεν είχε μπορέσει ακόμα να ιδεί την καλή της φιλενάδα του δάσους. Ο Άλκης είχε αναγγείλει στον κ. Σταλίδη τον ερχομό τους, μ’ ένα γραμματάκι που του ’λεγε πως μόλις βολευθούν, η πρώτη τους επίσκεψη θα είναι στους καλούς των φίλους. Η Μίνα είχε απαντήσει αμέσως στο γραμματάκι αυτό για να τους ευχηθεί, με τα πιο εγκάρδια λόγια, το καλώς όρισες και να τους πει, ότι, χωρίς να περιμένει την επίσκεψή τους — καταλάβαινε πως η Μαρία θα ήτανε ενασχολημένη ακόμα με τις φροντίδες του σπιτιού — θα ερχόταν πρώτη να φιλήσει την μικρή της φιλενάδα και να σφίξει το χέρι του καλού της φίλου. Ήτανε κρυολογημένη όμως λιγάκι και δεν έβγαινε από το σπίτι, με τον ελεεινό καιρό των ημερών αυτών.

Πράγματι ο ουρανός της Αθήνας δεν είχε κάνει πολύ καλή υποδοχή στους νεόνυμφους. Ένα αδιάκοπο χιονόνερο έσταζε όλο, έσταζε και τώρα από τον ουρανό και το υγρό κρύο, που πότε νόμιζες πως κατέβαινε απ’ τα σύννεφα και πότε πως ανέβαινε απ’ τις λάσπες του δρόμου, περνούσε τα κόκαλα. Στη συμπαθητική όμως τραπεζαρία του παλιού αρχοντικού σπιτιού έκαιγαν με γλυκιά, σιγαλή φλόγα τα κούτσουρα της ελιάς στο μεγάλο, μαρμάρινο τζάκι και ο Άλκης με τη Μαρία και το φίλο του, καθισμένοι ολόγυρα, έπαιρναν τον καφέ τους με τα μάτια καρφωμένα στο λαμπρό ποίημα της φωτιάς, που το είχαν αντικρίσει, σε πόσες ευτυχισμένες στιγμές, τα αγαπημένα μάτια, που είχανε σβήσει κάτω απ’ την ευλογημένη αυτή στέγη.

— Πού να ξεμυτίσει κανείς μ’ αυτόν τον καιρό! είπε ο Άλκης. Και όμως έπρεπε να είχαμε πάει πια να ιδούμε τους φίλους μας. Δεν έχουμε και άλλους, για την ώρα, στην Αθήνα.

— Καλά εγώ! του είπε η Μαρία, θα με συχωρέσει η κυρία Μίνα. Ξέρει...

Δε θέλησε να πει τι ξέρει, εννοούσε όμως ότι η Μίνα μάντευε τη φυσική συστολή των πρώτων ημερών της στην Αθήνα.

— Εσύ όμως — εξακολούθησε — εσύ, Άλκη, έπρεπε να είχες πάει πια. Τι θα πουν οι άνθρωποι;

— Ωραία δουλειά! είπε ο Άλκης. Ν’ αρχίσω τώρα να κάνω επισκέψεις μοναχός μου, νιόπαντρος άνθρωπος. Αυτό έλειπε! Τέλος πάντων ο Κώστας, που θα πάει αύριο στους φίλους μας, θ’ αναλάβει να μας δικαιολογήσει. Η κυρία, επιτέλους, δεν έχει ετοιμάσει ακόμα τις τουαλέτες της, για τις επισκέψεις του γάμου.

— Σε παρακαλώ να μη με πειράζεις! του είπε κακιωμένη η Μαρία.

Ο Κώστας παρακολουθούσε εύθυμα τα μικρά αθώα καυγαδάκια των δύο αγαπημένων, που τελείωναν πάντα με τον ίδιο ευχάριστο τρόπο.

— Δεν σε πειράζω καθόλου! της είπε ο Άλκης. Αλλά δεν πιστεύω να έχεις σκοπό να κάνεις την εμφάνισή σου στην Αθήνα μ’ αυτό το δυστυχισμένο φορεματάκι, που έφερες από το βουνό, ούτε να περάσεις μ’ αυτό όλη σου τη ζωή. Αύριο θα πάρουμε χωρίς άλλο ένα αμαξάκι να πάμε στη μοδίστρα. Πρέπει να ντυθείς, επιτέλους!

— Βαριέμαι... Δεν πάω πουθενά!... είπε με μια χαριτωμένη ειλικρίνεια η Μαρία.

Ο Άλκης σήκωσε τους ώμους του στενοχωρημένος.

— Μπορώ να σας βεβαιώσω, κυρία Μαρία — είπε ο Κώστας — ότι τη στιγμή αυτή είσθε η μόνη γυναίκα στην Αθήνα, που δίνει στον άντρα της τέτοια απάντηση, για ένα τέτοιο ζήτημα. Να ξέρατε πόσοι άνδρες θα ήσαν ενθουσιασμένοι ν’ άκουαν από τις γυναίκες τους πως βαριούνται να πάνε στη μοδίστρα. Αλίμονο! Ούτε ένας δεν έχει την ευτυχία αυτή, ούτε μισός!

— Δεν ξέρω αν αυτό είναι ευτυχία η δυστυχία... είπε ο Άλκης. Ξέρω όμως ότι εγώ δεν εννοώ να παρουσιάζω τη γυναίκα μου στον κόσμο σαν κατσιβέλα.

— Ώστε φροντίζεις για τον εαυτό σου... τον διάκοψε η Μαρία.

— Δεν φροντίζω για τίποτε! Νομίζω όμως ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι και λιγάκι κοκέτα. Είναι καθήκον προς τον εαυτό της.

Ο Κώστας προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράματα.

— Αν ήμουν στη θέση της γυναίκας σου, Άλκη — είπε — θα σου απαντούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο. Γιατί είσαι αλήθεια ανυπόφορος! Θέλεις να πας τη γυναίκα σου στη μοδίστρα, όπως πηγαίνουν ένα παιδί στο σχολείο. Από το αυτί δηλαδή και στο δάσκαλο! Εννοείς όμως ότι το πράμα καταντά ενοχλητικό για μια γυναίκα, όπως και για ένα παιδί. Επί τέλους δε μας κυνηγούνε! Τι λέτε, κυρία Μαρία;

— Τον Άλκη τον κυνηγούν! είπε η Μαρία πεισμωμένη. Βιάζεται να με ντύσει, μην τύχει και με ιδεί κανένας και πει πως πήρε μια γυναίκα που δεν ξέρει να ντυθεί. Γι’ αυτό θυμώνω. Επιτέλους, αν είναι αυτός ο φόβος του, εγώ δεν έχω καμιά ανάγκη να βγω από το σπίτι. Ούτε θέλω να πάω πουθενά. Ας μ’ αφήσει ήσυχη!

— Άφησε τις ανοησίες, παιδί μου! της είπε γλυκά ο Άλκης. Αν ήρθαμε στην Αθήνα για να μαλώνουμε, καλύτερα θα κάναμε να μην ερχόμαστε καθόλου. Αν σου μίλησα εγώ όπως σου μίλησα, είναι γιατί ξέρω ίσια ίσια πως δεν είσαι από τις γυναίκες, που παραμελούν τον εαυτό τους. Μ’ ένα τσιτάκι απάνω στο βουνό μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι, με μια ανεμώνη στο στήθος, με το τίποτε, ήξερες να κάνεις από τον εαυτό σου ένα καινούργιο μικρό θαύμα κάθε μέρα. Μονάχη σου μέσα στα έλατα, μακριά απ’ τον κόσμο, είχες μια φυσική κοκεταρία, που μου ’κανε εντύπωση, σ’ εμένα, έναν Αθηναίο! Δεν πιστεύω ν’ άλλαξες σε λίγες μέρες μέσα...

— Ίσως άλλαξες εσύ που με βλέπεις! του είπε η Μαρία. Ίσως βλέπουν αλλιώς τα μάτια σου...

Ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει, ότι θέλοντας να ξυπνήσει τη φιλαρέσκεια της γυναίκας του, για τους λόγους που μάντευε η λεπτή, γυναικεία της διαίσθηση, την πλήγωνε ακριβώς στη φιλαρέσκειά της. Και την πείσμωνε χωρίς λόγο.

— Είσαι ανόητος να επιμένεις! του είπε ο Κώστας. Άφησε τη γυναίκα σου να κανονίσει μονάχη της τα ζητήματα αυτά. Τι ανακατεύεσαι; Επιτέλους, δεν πηγαίνει κανείς να ντυθεί, όπως πηγαίνει στον οδοντοϊατρό να βγάλει το δόντι του. Χρειάζεται να έχει και όρεξη. Η κυρία Μαρία είναι κουρασμένη ακόμα από το ταξίδι, από τις φροντίδες του σπιτιού, από την αλλαγή της ζωής. Όταν της έρθει το κέφι της...

Ο Άλκης κατάλαβε πως ήτανε καιρός πια να πάρει το ζήτημα στ’ αστεία.

— Καλά, αδερφέ! είπε. Το πήρες στα σοβαρά κι εσύ; Δεν καταλαβαίνεις πως ήθελα να πεισματώσω τη Μαρία;

Και χωρίς να γυρίσει καθόλου να την κοιτάξει, γιατί καταλάβαινε, ότι λίγο ακόμα αν επέμενε στο ίδιο ζήτημα, σοβαρά ή αστεία, ήτανε φόβος για μια κρίση δακρύων, φρόντισε να πηδήσει αμέσως σ’ ένα εντελώς αδιάφορο θέμα.

— Με τις ανοησίες, αλήθεια, που λέμε — είπε στον Κώστα — ξέχασα να σε ρωτήσω τα πιο ενδιαφέροντα. Τι γίνεται, επιτέλους, με το ζήτημα των νέων καθηγητών;

Και άρχισαν να μιλούν για το πανεπιστημιακό ζήτημα, σα να μην είχε γίνει καθόλου ομιλία για άλλο τίποτα. Όταν σε λίγο ο Άλκης έριξε ένα πλάγιο βλέμμα για να μαντέψει από το πρόσωπο της Μαρίας τη διάθεσή της, το συννεφάκι είχε περάσει πάνω από την αθώα και παραπονιάρικη εκείνη ψυχούλα.

 

XXV

 

Είχε περάσει ένας μήνας από το φτάσιμό τους στην Αθήνα. Πολλά πράματα όμως δεν είχανε αλλάξει στη ζωή του Άλκη και της Μαρίας. Ο βαρύς χειμώνας εκείνης της χρονιάς τους κρατούσε, τον περισσότερο καιρό, μέσα στο σπίτι. Η μόνη επίσκεψη που είχε πεισθεί να κάμει η Μαρία μαζί με τον άνδρα της ήτανε στους Σταλίδηδες. Η Μίνα είχε δεχτή τη μικρούλα της φιλενάδα του δάσους με τη θερμότερη αγάπη. Την είχε βρει πιο όμορφη ακόμα με τη φορεσιά της μικρής κυρίας, που της έστεκε τόσο ταιριασμένα. Και της είχαν κάνει εντύπωση — όπως είχε πει χωρίς καμιά επιφύλαξη στον Άλκη — οι καλοί της τρόποι και η ανέλπιστη μόρφωση, που είχε πάρει τόσο γρήγορα, κοντά στον άνδρα της. Κι ο κ. Σταλίδης δεν εύρισκε λόγια να εκφράσει τον ενθουσιασμό του. Τους είχανε κρατήσει στο γεύμα και τους είχαν παρακαλέσει με τον πιο εγκάρδιο τρόπο να θεωρούν το σπίτι τους σα δικό τους.

Στο μεταξύ η Μίνα, που ήτανε σχεδόν καλά τώρα, αδύνατη όμως πάντα, όσες φορές ο χειμωνιάτικος ήλιος της Αθήνας την ευνοούσε, ερχότανε συχνά στο σπίτι του Άλκη και περνούσε τα απογέματά της μαζί με τη μικρή της φιλενάδα. Και η καλή κόρη μ’ ένα λεπτότατο τρόπο και χωρίς να το δείχνει καθόλου, συμπλήρωνε, με τις μικρές της συμβουλές και με το παράδειγμα της ευγενικής της ανατροφής, το έργο του Άλκη. Έτσι σιγά σιγά προσπαθούσε να μυήσει τη Μαρία στη ζωή και τις συνήθειες του καλού κόσμου της Αθήνας και να της δώσει τα θάρρος που της έλειπε, για ν’ αντικρίσει τη δύσκολη και όχι πολύ καλοκάγαθη κοινωνία, που μέσα της θα ζούσε τώρα αποδώ κι εμπρός.

Η Μαρία όμως, σαν κάποια παράξενη διαίσθηση να της μηνούσε το εχθρικό περιβάλλον, που είχε δημιουργήσει γύρω της η κακία της θείας του Άλκη και ο γυναικείος φθόνος για την ομορφιά της, δεν ήθελε ν’ ακούσει για νέες σχέσεις και είχε κάνει το σπιτάκι της ένα μικρό φρούριο, που αγαπούσε να μένει οχυρωμένη μέσα του, μ’ έναν αόριστο φόβο κάποιου άγνωστου εχθρού.

— Είμαι τόσο καλά εδώ μέσα με τον άνδρα μου! είχε πει κάποτε στη Μίνα. Πού θέλετε να βρω καλύτερα, κυρία Μίνα;

Την έλεγε πάντα κυρία Μίνα, όπως είχε συνηθίσει, όταν την είχε πρωτογνωρίσει η μικρή χωριατοπούλα. Και της μιλούσε πάντα με τον πληθυντικό και μ’ ένα σεβασμό χαριτωμένο. Η Μίνα της έκανε την παρατήρηση μια μέρα για τη συμπαθητική αυτή επιμονή της.

— Ξέρεις, Μαρία, της είπε, ότι δεν πάει πια να μου μιλείς έτσι. Είσαι μια παντρεμένη κυρία κι εγώ είμαι ανύπαντρη. Έπειτα είμαστε φιλενάδες. Εγώ σου μιλώ με το εσύ και με το μικρό σου όνομα, χωρίς να σε λέω κυρία. Πρέπει να μου μιλείς κι εσύ με τον ίδιο τρόπο. Δεν ταιριάζει να μου μιλείς διαφορετικά.

Και πρόσθεσε χωρατεύοντας:

— Έκτος πια, αν σου φαίνομαι πολύ γριά και τότε...

— Καλέ τι λέτε, κυρία Μίνα; είπε κοκκινίζοντας η Μαρία. Της ήτανε αδύνατο να συνηθίσει να μιλεί διαφορετικά.

— Δεν πειράζει, της είπε χαϊδευτικά η Μίνα. Το καταλαβαίνω πως σου έχει γίνει μια συνήθεια να μου μιλείς έτσι. Σιγά σιγά όμως θα συνηθίσεις πάλι να μου μιλείς διαφορετικά. Εγώ τουλάχιστον, κάθε φορά που θα με λες κυρία θα σε διορθώνω και έτσι, με τον καιρό, θα πάρεις το θάρρος. Δεν είναι έτσι, Μαρία;

Η Μαρία υποσχέθηκε, και την πρώτη φορά που αποφάσισε να πάρει το τρομερό θάρρος να μιλήσει με το εσύ στη Μίνα, είχε κοκκινίσει σε τέτοιο βαθμό, που εκείνη δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Την πήρε στην αγκαλιά της και τη φίλησε στα δυο πυρωμένα της μάγουλα.

Με τη δίδυμη αυτή αγάπη της Μίνας και του Άλκη, η Μαρία αισθανότανε βαθιά στην ψυχή της πως δεν της έλειπε τίποτε άλλο για την ευτυχία της, παρά οι καλοί γέροι, που είχε αφήσει πίσω της στο χωριό και που η ψυχή της πετούσε πάντα με νοσταλγία σιμά τους.

Ο Άλκης είχε αρχίσει να βγαίνει συχνότερα τώρα μόνος του. Ο ανόητος θόρυβος των εφημερίδων είχε κοπάσει πια, ο κόσμος είχε αρχίσει να ξεχνάει κάπως το περίφημο ειδύλλιο και οι περιέργειες των διαφόρων γνωρίμων, που τον φοβίζανε, είχανε ατονήσει με τον καιρό. Ο Άλκης πήγαινε τώρα ελεύθερα στα κέντρα, έβλεπε μερικούς φίλους και συναδέλφους, που του ήσαν απαραίτητοι, και σύχναζε στις βιβλιοθήκες για την εργασία του. Βιαζότανε όμως πάντα να γυρίσει στο σπίτι του, όπου η Μαρία τον περίμενε ανυπόμονα, στενοχωρημένη από τη μοναξιά της, χωρίς να δείχνει όμως ποτέ τη στενοχώρια της, παρά σα μια ανησυχία μονάχα για τις αργοπορίες του.

— Δεν ξέρεις πόσο με στενοχωρεί αυτό το πράμα! — της είπε ένα βράδυ μέσα στο γραφείο του, κόβοντας άξαφνα την ανάγνωση κάποιου βιβλίου, που διαβάζανε μαζί — σύμφωνα με την παλιά, ωραία συνήθεια του χωριού. Να! Αυτό που σ’ αφήνω ώρες κλεισμένη μοναχή σου μέσα στο σπίτι.

— Αφού δε με μέλει εμένα; Μήπως σου παραπονέθηκα ποτέ μου; Εγώ ευχαριστιέμαι να κάθομαι και να σε περιμένω...

— Δε μου παραπονέθηκες ποτέ, χρυσό μου παιδί! είπε ο Άλκης. Είναι αλήθεια. Ένας άνδρας όμως δεν πρέπει να περιμένει να του παραπονεθεί η γυναίκα του, για να φερθεί όπως πρέπει μαζί της. Καταλαβαίνω πως στενοχωριέσαι. Δεν μπορεί παρά να στενοχωριέσαι. Αν δεν παραπονέθηκες ποτέ σου, κρύβεις μέσα σου ένα παράπονο. Κι αυτό με πειράζει ακόμα περισσότερο.

— Γιατί να παραπονεθώ; του είπε εκείνη, με μια καλοσύνη, που έμοιαζε περισσότερο με παράπονο. Μήπως μπορεί να γίνει κι αλλιώς; Εσύ είσαι άνδρας, έχεις τις δουλειές σου, που τις άφησες τόσον καιρό για μένα στο χωριό. Μπορείς ν’ αφήσεις τη δουλειά σου και να κάθεσαι πάντα κοντά μου; Πώς μπορώ να σου γυρέψω τέτοιο πράμα; θα ήμουν ανόητη.

Ο Άλκης βρήκε την κατάλληλη στιγμή για να φθάσει εκεί που ήθελε να φθάσει.

— Βέβαια, είπε, δεν μπορώ ν’ αφήσω τη δουλειά μου και να καταστραφώ. Αν το ’κανα δε θα σ’ αγαπούσα. Γιατί αν θέλω περισσότερο τώρα να γίνω κάτι στον κόσμο, είναι για σένα. Αλλά γι’ αυτό ίσια ίσια πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ. Να μου βγάλεις αυτή τη στενοχώρια, που δε μ’ αφήνει κεφάλι να εργασθώ.

— Τι μπορώ να σου κάνω εγώ; — του είπε η Μαρία, που δε μπορούσε να καταλάβει, πού ήθελε να φθάσει ο Άλκης. Τι θέλεις να κάνω;

— Εννοώ — της εξήγησε ο Άλκης — πως είναι καιρός ν’ αλλάξεις κι εσύ ζωή. Αν αποφάσιζες να πήγαινες, πότε πότε, στα τσάγια της Μίνας, που τόσες φορές σε παρακάλεσε να πας, θα είχες γνωρισθεί με τον καλύτερο κόσμο της Αθήνας, που πάει στους Σταλίδηδες, θα έπιανες σχέσεις, θα είχες κι εσύ τις φιλενάδες σου, θα μπορούσες να πηγαίνεις πότ’ εδώ, πότ’ εκεί, αντί να κάθεσαι κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Όλες οι κυρίες κάνουν τα ίδιο. Δεν τις συνοδεύουν οι άνδρες τους παντού, θα ήτανε κωμικό! Και έτσι κι εγώ θα είχα την ελευθερία μου, θα ήξερα πως περνάς κάπου την ώρα σου, δε θα σε συλλογιζόμουνα διαρκώς κλεισμένη στο σπίτι να με περιμένεις, με το αυτί σου καρφωμένο στην κλειδαρότρυπα της οξώπορτας, για ν’ ακούσεις πότε θα βάλω το κλειδί μου.

Ο Άλκης, διαλλακτικός περισσότερο παρά ρητορικός στις ομιλίες του, δε συνήθιζε να βγάζει λόγους όταν μιλούσε, και μάλιστα στη γυναίκα του. Κάποιες στιγμές όμως — ιδίως όταν κάτι τον στενοχωρούσε και ήθελε να ξεσπάσει — τον έπιανε τέτοια ρητορική μανία, που μπορούσε να μιλεί για ώρες, χωρίς να σταματήσει. Και η Μαρία — που τον ήξερε καλά τώρα — μάντευε πάντοτε, ότι η ρητορική του αυτή ήτανε η κακία του.

Τα μάτια της είχανε βουρκώσει.

— Μα πάλι εγώ σου φταίω; του είπε η Μαρία, και η φωνή της έτρεμε. Τι σου φταίω εγώ; Εγώ τίποτε δε σου γυρεύω, σε τίποτε δε σ’ εμποδίζω. Βλέπεις πόσο ευχαριστημένη είμαι να κάθομαι στο σπίτι μου. Πότε σου είπα να κάτσεις να μου κάνεις συντροφιά; Πότε σ’ εμπόδισα να κοιτάξεις τη δουλειά σου; Πότε σε παρακάλεσα να με πας πουθενά; Κι έναν περίπατο, που κάνομε μαζί, εσύ με βιάζεις. Τα ξέρεις καλά. Εγώ δε θέλω τίποτε για τον εαυτό μου. Κι αν στενοχωριέσαι και τις λίγες ώρες που μένεις μαζί μου στο σπίτι, αν θέλεις να πηγαίνεις στον κόσμο, να μένεις με τους φίλους σου, να κάνεις τη ζωή, που ήσουνα συνηθισμένος, ελεύθερος είσαι. Από μένα παράπονο δε θ’ ακούσεις. Καλύτερα το ’χω να στενοχωρεθώ εγώ, παρά να σε βλέπω έτσι κάθε μέρα. Γιατί λοιπόν; Τι με τρώγεσαι; Τι σου ’φταιξα εγώ; Σε τι σου ’φταιξα;

Την είχε πάρει το παράπονο κι από τα μάτια της κυλούσαν τα δάκρυα, βουβά, χωρίς κλάμα, χωρίς λυγμό, σα ν’ ανέβαιναν από μια μυστική ανάβρα. Ο Άλκης είχε καταλάβει πως ήτανε κακός, μετανοούσε για τα λόγια, που είχε πει. Του ήρθε μια στιγμή να σκύψει σαν πάντα στη μικρή του αγαπημένη και να στεγνώσει τα δάκρυα αυτά μ’ ένα θερμό φιλί. Σκέφθηκε όμως, πως προτιμότερη για τη στιγμή αυτή θα ήτανε η ψυχρή λογική, που θα ’κρυβε τη μεταμέλειά του και, μαζί μ αυτή, την ενοχή του. Η Μαρία έτσι θα καταλάβαινε, ότι τα λόγια που είχε πει, δεν του τα είχε υπαγορέψει ένα βαριέστισμα από τη νέα του ζωή και η ιδέα πως εκείνη του ήτανε εμπόδιο στο βίο του, αλλά μια ειλικρινή φροντίδα γι’ αυτήν την ίδια και για την ευτυχία της.

— Άκουσε να σου πω, παιδί μου! της είπε, χωρίς να σαλέψει καθόλου από τη θέση του και χωρίς να δείξει πως τον είχανε συγκινήσει τα δάκρυά της. Με το να κλαις και να σε παίρνει το παράπονο, κάθε φορά που πάω να σου πω δυο λόγια, θα με κάνεις να μην μπορώ πια να σου μιλήσω.

— Δε σ’ εμπόδισα να μιλήσεις! μουρμούρισ’ εκείνη, σκουπίζοντας τα δάκρυά της.

— Μα μ’ εμποδίζεις βέβαια! Γιατί, όταν σε βλέπω να παρεξηγείς κάθε λόγο μου και να φαντάζεσαι ένα σωρό ανοησίες, κάθε λίγο και λιγάκι, δεν μπορώ φυσικά να σου μιλήσω ελεύθερα, όπως μιλεί ένας άνδρας στη γυναίκα του. Τι θέλεις λοιπόν; Να σου κρύβω τι σκέπτομαι ή να σου λέω πράματα, που δεν αισθάνομαι; Δεν πιστεύω να σου αρέσει αυτό.

— Μα γι’ αυτό ίσια ίσια παραπονιέμαι! του είπ’ εκείνη. Γιατί καταλαβαίνω πως κάτι μου κρύβεις, γιατί νοιώθω στα λόγια σου πως δε μου λες ό,τι έχεις στην καρδιά σου. Όχι, Άλκη! Δεν είσαι όπως ήσουνα. Το βλέπω, το καταλαβαίνω. Κάτι έχεις, που δε μου το λες. Και καταλαβαίνω πως εγώ είμαι η αίτια, εγώ!

Δυο δάκρυα βουβά κυλίσανε πάλι στα μάγουλά της.

— Αυτά είναι ανοησίες! είπε, προσπαθώντας να δώσει ένα τόνο αδιάφορο στη φωνή του ο Άλκης. Πρέπει να κατάλαβες, ότι καθετί που σου λέω είναι για το καλό σου, για το καλό και των δυο μας. Αλλοίμονο αν πάρεις τη συνήθεια να κάνεις μια ζωή καλογριάς μέσα στην Αθήνα! Δε θα πάρεις ποτέ απόφαση να το κουνήσεις αποδώ μέσα. Κι ο κόσμος, με όλο του το δίκιο, θα νομίσει πως είσαι καμιά κουτή ή και καμιά σακάτισσα ακόμα, που ντρέπομαι να σε παρουσιάσω στους ανθρώπους.

— Έμενα δε με μέλει για τον κόσμο! είπε η Μαρία.

— Με μέλει όμως εμένα, που είμαι άνδρας σου. Γιατί εμένα, επιτέλους, θα κατηγορήσουν, θα με πάρουν για ένα βάναυσο άνθρωπο ή ένα γελοίο ζηλιάρη. Όλοι όσοι με γνωρίζουν, με ρωτούν για σένα, μου λένε την επιθυμία τους να σε γνωρίσουν, περιμένουν να σε ιδούν κάποτε μαζί μου. Αναγκάζομαι να βρίσκω ένα σωρό προφάσεις για να δικαιολογήσω την ανεξήγητη αυτή στάση σου. Ως πότε θα κρατήσει αυτό το πράμα; Καταλαβαίνεις πως είμαι γιατρός, πως θα ζήσω μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Πρέπει ν’ ανοίξομε κι εμείς κάποτε το σπίτι μας, να κάνουμε σχέσεις. Πολύ καλός είναι κι ο Κώστας, πολύ καλή και άξια και η Μίνα, που ’ρχονται οι άνθρωποι και μας κάνουν λίγη συντροφιά. Δεν μπορούμε όμως να περάσουμε όλη μας τη ζωή με δυο ανθρώπους. Στο τέλος θα μας βαρεθούνε κι αυτοί. Τι θα γίνει τότε; Και το κάτω κάτω της γραφής, δεν καταλαβαίνω, γιατί και καλά επιμένεις να κρύβεσαι από τον κόσμο; Μια γυναίκα σαν κι εσένα...

— Άφησε τα αυτά, Άλκη, άφησε τα να σε χαρώ! του είπε.

Εκείνος θέλησε, τελειώνοντας, να κολακέψει την αδυναμία της γυναίκας.

— Μια γυναίκα σαν κι εσένα, εξακολούθησε, όμορφη, χαριτωμένη, με τη φυσική ευγένεια που έχεις απάνω σου και που ξέρεις καλά, ότι οι Σταλίδηδες κι ο Κώστας έχουν να κάνουν γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισαν, δε βλέπω τι λόγο έχει να ντρέπεται τον κόσμο; Τι σου λείπει; Είσαι καλύτερη από την καθεμιά. Αν στενοχωριούμαι λοιπόν κι αν σου γκρινιάζω, νομίζω πως δεν έχω άδικο. Το πείσμα σου αυτό το ανεξήγητο πρέπει να καταλάβεις πως μου πειράζει τα νεύρα.

— Δεν είναι πείσμα, Άλκη! μουρμούρισε, με παράπονο, η Μαρία. Δεν είναι πείσμα!

— Αλλά τι είναι λοιπόν; Δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να είναι.

Μείνανε λίγη ώρα και οι δυο σιωπηλοί, μέσα στη νυχτερινή ησυχία του δωματίου, καθισμένοι ο ένας αντίκρυ στον άλλο, κοιτάζοντας κι οι δυο χαμηλά, σαν ν’ ακολουθούσαν, καθένας χωριστά, τη δική του σκέψη.

— Τι θέλεις, επιτέλους; είπε, κόβοντας τη σιωπή η Μαρία, σαν να πήρε μια ξαφνική απόφαση. Πες μου τι θέλεις, να το κάνω. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Δε θα σου πω πια όχι για τίποτε. Είσαι ευχαριστημένος τώρα;

Ο Άλκης σηκώθηκε από το γραφείο του, πήγε κοντά της και έκλεισε το μικρό της ξανθό κεφαλάκι στην αγκαλιά του.

— Βλέπεις λοιπόν, της είπε, πως όταν είσαι λογική, συνεννοούμεθα θαυμάσια; Θα ιδείς τώρα πως δεν είμαι γκρινιάρης, όπως με νομίζεις.

Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε γλυκά, ευχαριστημένη που τον είχε ευχαριστήσει.

— Έλα τώρα! της είπε. Πήγαινε να πλαγιάσεις. Τα ματάκια σου κάνουν πουλάκια απ’ τον ύπνο.

— Δε νυστάζω καθόλου! του είπ’ εκείνη. Είμαι κουρασμένη. Δεν ξέρω τι έχω... Εσύ θα μείνεις ακόμα;

— θα μείνω λιγάκι να εργασθώ. Δεν εργάσθηκα καθόλου σήμερα.

— Καληνύχτα λοιπόν.

— Καληνύχτα, μικρούλα μου.

Φιλήθηκαν στο στόμα. Ο Άλκης, ακουμπισμένος απάνω στο γραφείο του, την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς προχωρούσε ράθυμα προς τη θύρα του δωματίου. Και όταν έκλεισε πίσω της τη θύρα, μια σκέψη άρχισε να δουλεύει στο μυαλό του, που δεν είχε τολμήσει να σταματήσει σ’ αυτήν, όσο ήτανε ακόμα η Μαρία στα δωμάτιο. Του φάνηκε πως κάτι είχε αλλάξει απάνω της. Το βήμα της του είχε φανεί τώρα βαρύ, άχαρο. Δεν ήτανε το φτερωτά εκείνο περπάτημα του ζαρκαδιού, που έφερνε κοντά του τη μικρή του αγάπη μέσα στα έλατα. Την ξαναείδε στη θέση της, απέναντι στα γραφείο του, λίγο πρωτύτερα, την ώρα που μιλούσανε. Συμμαζεμένη μέσα στη βαθιά, πέτσινη πολυθρόνα καθότανε τόσο άβολα, σαν να τη στενοχωρούσε το θαυμάσιο, αναπαυτικά έπιπλο. Και όμως, πόσες φορές, βλέποντάς την καθισμένη απάνω σ’ ένα βράχο, σκεπασμένο από το βοστρυχωτό βρύο του δάσους, δεν την είχε ονειρευθεί σα μακρινή μαρκησία, σε μια βελουδένια πολυθρόνα, ν’ απλώνει το χέρι της στα χειροφιλήματα ωραίων ιπποτών, σκεπασμένων με νταντέλες; Έπειτα, την ώρα που άνοιξε τη θύρα να βγει, του φάνηκε πως έκανε ένα κίνημα πρόστυχο, που του θύμισε, κι αυτός δεν ήξερε πως, ένα κίνημα καμαριέρας, που βιάζεται να τρέξει στο κουδούνισμα της κυρίας της. Και όμως, στο βουνό απάνω, δεν της είχε ιδεί ένα κίνημα, ένα σάλεμα χεριού, που να μην ήτανε μια ευγενική αρμονία. Ύστερα θυμήθηκε μερικές άλλες λεπτομέρειες, κάποια μικροπράματα που του είχαν φανερωθεί στην Αθήνα. Είχε αλλάξει λοιπόν τόσο πολύ το θαυμαστό αυτό πλάσμα, ή ήτανε παραξενιά δική του; Κάτι ένοιωθε να κρυώνει μέσα του από τον πρώτο του, το φλογερό θαυμασμό. Κι αυτό του έκανε λύπη για τον εαυτό του και για το πλάσμα, που τόσο είχε αγαπήσει και που ήθελε να το λατρεύει πάντα με την ίδια, την παλιά του φλόγα.

Έπνιξε γρήγορα στο νου του τους παράξενους αυτούς στοχασμούς, σα να ήτανε λόγια ζωντανά, που έτρεμε μήπως φτάσουν στ’ αυτιά της Μαρίας. Και κάθισε στο γραφείο του, αποφασισμένος να εργασθεί ως τις πρωινές ώρες, ξεχνώντας πως στο διπλανό δωμάτιο αναπαυότανε, γυμνό, λαχταριστό από έρωτα, το ωραίο εκείνο σώμα, που είχε σταθεί ο μεγαλύτερος μαγνήτης της ζωής του, ο μαγνήτης που έσερνε άλλοτε όλα τα μόρια του είναι του, κάθε αίσθηση, κάθε σκέψη, κάθε λογισμό, κάθε επιθυμία, κάθε λαχτάρα, σα μια λεπτότατη σκόνη από ρινίσματα σιδήρου, τρελή να ενωθεί με το μαγικά μέταλλο.

 

XXVI

 

Η Μίνα στις φιλικές προσκλήσεις που είχε κάνει για το τσάι της Κυριακής εκείνης — ύστερα από ένα μήνα, που δεν είχε δεχτεί εξαιτίας το τελευταίο της κρυολόγημα — είχε προσθέσει και τα λίγα αυτά λόγια: «Θα είναι και το Αγριολούλουδο». Απαράλλαχτα, όπως θα ’γραφε: «Θα χορέψουν» ή «Θα παίξουν χαρτιά». Η παρουσία δηλαδή της νέας κ. Κράλη, που ήτανε γνωστή στους φιλικούς κύκλους της Μίνας με το ποιητικό αυτό όνομα, που της είχε δώσει η ίδια, είχε τονισθεί έτσι, σα μια εξαιρετική έλξη της απογευματινής.

Η Μίνα, όταν έμαθε από το φίλο της, πως η γυναίκα του ήταν αποφασισμένη να ’ρθει στο πρώτο τσάι, που θα ’δινε μετά την αρρώστια της, είχε ευχαριστηθεί εξαιρετικά. Ήτανε η πρώτη, που είχε συστήσει στον Άλκη να μην αφήσει τη Μαρία να πάρει τη συνήθεια της μοναξιάς, που δύσκολα θα μπορούσε να την ξεκολλήσει ύστερα από πάνω της.

— Το καταλαβαίνω — του είχε πει — ότι στην πρώτη της παρουσία στον κόσμο η Μαρία θα ’χει το τ ρ α κ που παθαίνουν και οι πιο προικισμένοι καλλιτέχνες στο πρώτο αντίκρισμα του Κοινού. Είναι τόσο φυσικό. Αλλά η μικρούλα σας είναι τόσο έξυπνη, έχει τόσο μπον σανς και μια τόσο έμφυτη δύναμη προσαρμογής, ώστε γρήγορα θα κατανικήσει την πρώτη της δειλία και θα βρεθεί στα νερά της, σαν να είχε πάντα ζήσει μέσα στον καινούργιο κόσμο που την φέρνετε.

— Επιτέλους πρέπει να πέσει κανείς στη θάλασσα — είχε προσθέσει εύθυμα ο Άλκης — για να μάθει να κολυμπά. Κάποτε πρέπει κι η Μαρία να πάρει το θάρρος αυτό. Και είναι ευτύχημα, που κατόρθωσα, με χίλια βάσανα, να της το δώσω.

— Πρέπει να λογαριάσετε και κάτι άλλο — είπε η Μίνα. Στο σπίτι το δικό μου δεν είναι, όπως θα ήτανε σε κάθε άλλο σπίτι. Πρώτα θα είμαι εγώ κοντά της. Και καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, σε μερικές δύσκολες στιγμές, που μπορούν να παρουσιασθούν για κάθε άνθρωπο, όταν βρεθεί μέσα σ’ έναν κύκλο, που δεν ξέρει τις συνήθειές του. Έπειτα πρέπει να ξέρετε, ότι πρόσεξα πολύ στους καλεσμένους μου αυτή τη φορά. Και μπορείτε να είσθε βέβαιος, ότι όσοι και όσες θα ’ρθουν στο σπίτι μου, έχουν ακούσει τόσα καλά από μένα για τη Μαρία, ώστε έρχονται να γνωρίσουν το Αγριολούλουδό μας με την πιο συμπαθητική διάθεση και χωρίς τις κακές περιέργειες, που θα μπορούσατε να φοβηθείτε. Σε κάθε περίσταση, ο κόσμος μου δε θα ’χει καμιά σχέση βέβαια με τον κόσμο που εξακολουθεί να δηλητηριάζει η περίφημη θεία σας.

Ο Άλκης, γεμάτος ευγνωμοσύνη για τις ευγενικές προσπάθειες της καλής του φίλης, δεν ήξερε πως να την ευχαριστήσει.

— Αν δεν ήσαστε εσείς, δεσποινίς Μίνα, στην Αθήνα — της είχε πει — βεβαιωθείτε πως δε θ’ αποφάσιζα ποτέ να φέρω τη Μαρία στην Αθήνα. Αν ξέρατε πόσο μας συγκινεί και τους δυο η αγάπη σας κι η καλοσύνη σας.

— Ελάτε, αφήστε τα αυτά! τον διάκοψε η Μίνα. Είναι ανάγκη τώρα να μανουβράρουμε κι οι δυο μας, γιατί από την πρώτη εντύπωση που θα λάβει η Μαρία στη νέα της ζωή, κρέμονται πολλά πράματα. Είναι φυσικά τόσο εύθικτη, όχι όπως θα ήτανε μια γυναίκα κατώτερης ανατροφής, έτοιμη να παρεξηγεί το καθετί. Ίσια ίσια αυτού του είδους οι γυναίκες — παρατηρήστε τις υπηρέτριές μας που φέρνουμε από τα χωριά! — δεν αργούν να πάρουν όλα τα θάρρη. Έχουν το τουπέ της αμάθειας και, με την παραμικρότερη ελευθερία, που θα τους δώσετε, νομίζουν πως είναι καλύτερες από την καθεμιά. Είδατε τι έχουν πάθει όλοι οι άνδρες που παρασύρθηκαν να παντρευτούν τέτοιες γυναίκες. Στο τέλος τους έγιναν τύραννοι, όπως δε θα τους γινότανε ποτέ μια κόρη με ανώτερη ανατροφή. Η Μαρία όμως είναι εύθικτη από μια ανώτερη ευαισθησία, που, όσο κι αν την έχει έμφυτη, δεν είναι λιγότερο αριστοκρατική. Κι αν φοβούμαι γι’ αυτήν, δε φοβούμαι μήπως εκείνη βρεθεί πρόστυχη μπροστά στις κυρίες του καλού κόσμου που θα συναντήσει, αλλά μήπως οι κυρίες του καλού κόσμου βρεθούν σε στιγμές προστυχιάς απέναντί της. Γι’ αυτό σας είπα ότι πρόσεξα πολύ τους καλεσμένους μου της Κυριακής.

Πράγματι η Μίνα είχε κάμει τις προσκλήσεις της με μια εξαιρετική προσοχή. Και είχε κάμει την εισαγωγή της Μαρίας στους φίλους της, όπως ένας καλόβουλος κριτικός κάνει την εισαγωγή σ’ ένα έργο, που το θαυμάζει κι αγαπά ο ίδιος και θέλει να κάνει και τους άλλους να το θαυμάσουν και να το αγαπήσουν. Εννοείται ότι στη Μαρία, που την είχε ιδεί πολλές φορές στο μεταξύ αυτό, δεν έκανε καθόλου λόγο για την απογευματινή της, και μόνο μια φορά της είπε, εντελώς αδιάφορα, αφού είχε βεβαιωθεί από τον Άλκη για την απόφασή της:

— Ελπίζω, Μαρία, πως δε θα μας λείψεις την Κυριακή, θα σε περιμένουμε χωρίς άλλο με τον άνδρα σου.

Και με τη λεπτή γνώση που είχε της γυναικείας ψυχολογίας, είχε συστήσει και στον Άλκη να μην πολυμιλεί για την πρόσκλησή της στη Μαρία και να μην την κάνει ζήτημα. Έτσι όλα είχαν προετοιμαθεί, με το σοφότερο τρόπο, για την πρώτη εμφάνιση της δροσερής κόρης του βουνού μέσα στον κουρασμένο και δύσκολο κόσμο των Αθηνών.

Ήτανε η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Η δεσποινίς Σταλίδη που αγαπούσε να μένει μακριά από τις πολυθόρυβες γιορτές των Αθηνών, περίμενε εκείνο το απόγευμα στο τσάι της λίγους καλεσμένους της, που θα ήθελαν ν’ απομονωθούν κι αυτοί από τ’ αποκριάτικα όργια. Στο ειρηνικό σαλόνι της δεσποινίδος Σταλίδη δεν έφθανε το κύμα της τρελής ζωής και η παρδαλή προστυχιά της μασκαράτας. Από τους πρώτους έφθασαν ο Άλκης με τη γυναίκα του. Ο Άλκης είχε σκεφθεί ότι σοφότερο θα ήτανε, για τη φυσική και δικαιολογημένη συστολή της Μαρίας, να μη βρεθούνε μέσα σ’ ένα γεμάτο σαλόνι, ηλεκτρισμένο από όλων των ειδών της περιέργειες για το Αγριολούλουδό του. Και είχε βιαστεί να φτάσει κάπως νωρίτερα ακόμα, από όσο έπρεπε, τόσο που αναγκάσθηκε να δικαιολογηθεί στην καλή του φίλη.

— Σας ήρθαμε λιγάκι νωρίς, δεσποινίς Μίνα... είπε. Εμείς οι επαρχιώτες όμως, βλέπετε, είμαστε πάντα βιαστικοί!

— Καλύτερα! Καλύτερα! είπε η Μίνα, αφού φίλησε αδελφικά τη μικρή της φιλενάδα. Έτσι θα μπορέσουμε να τα πούμε λιγάκι και μόνοι μας. Αυτό έλειπε, να πηγαίνουμε τώρα με το πρωτόκολλο μεταξύ μας.

Καθίσανε σε μια συμπαθητική γωνίτσα του σαλονιού.

— Και η Μαρία — πρόσθεσε μ’ έναν εγκάρδιο και ανυπόκριτο θαυμασμό η Μίνα — είναι σήμερα στις ομορφιές της. Ποτέ δεν την είδα ωραιότερη.

Η Μαρία κοκκίνισε, σαν πάντα, και χαμήλωσε τα μάτια της, χωρίς ν’ απαντήσει. Δεν ήτανε συνηθισμένη να βρίσκει εύκολα μιαν απάντηση σε μια κολακευτική φιλοφρόνηση. Αλλά και ποτέ δεν ριψοκινδύνευε μια άστοχη έκφραση. Είχε έμφυτη τη σοφή τέχνη της σιωπής, στις δύσκολες στιγμές, όπως δεν την έχουν πολλοί άνθρωποι του κόσμου. Και η σιωπή της, χρωματισμένη από το συμπαθητικό ρόδισμα μίας δροσερότατης παρθενικής ντροπής, έπαιρνε πάντα μια γοητευτική ευγλωττία κι έλεγε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσανε να πούνε τα χείλη της.

Ο Άλκης αποκρίθηκε αντί της γυναίκας του, στη θαυμαστική φιλοφρόνηση, μ’ ένα εύθυμο πνεύμα.

— Ξέρετε, δεσποινίς Μίνα, είπε, ότι μου χαλάτε τη γυναίκα μου μ’ αυτούς τους θαυμασμούς σας! Σιγά σιγά θα την κάνετε να το πιστέψει κι η ίδια πως είναι ωραία.

Η Μαρία πράγματι ποτέ δεν ήτανε τόσο ωραία όσο αυτή τη στιγμή. Η κάποια συγκίνησή της, από την ιδέα του καινούργιου κόσμου, που θα ’βλεπε σε λίγο, η αχνή φλόγα του αίματος, που είχε κάμει ν’ ανθίσουν δυο χλωμά τριαντάφυλλα στα μάγουλά της, τα μεγάλα γαλανά της μάτια, εξαιρετικά φωτεινά και υγρά, ανοιγμένα τώρα σαν από κάποια μυστική έκσταση, και οι δειλοί κυματισμοί του λυγερού κορμιού της, της έδιναν μια γοητεία, που θύμιζε και στον Άλκη ακόμα το πρώτο φανέρωμα της παρθένας, που είχε μαγέψει την ψυχή του μέσα στις ερωτικές σκιές του δάσους.

Μιλήσανε αρκετή ώρα για πράματα αδιάφορα. Η Μίνα προσπαθούσε να δώσει στη μικρή της φιλενάδα κάποιο θάρρος για την περίσταση, να την παρασύρει τεχνικά στη συνήθεια της ομιλίας και ίσως να μαντεύσει, ποια θέματα θα της ήσαν πιο ευχάριστα και πιο άνετα για μια γενικότερη κ ο ζ ε ρ ί κατόπιν, που να μπορούσε να μην αφήσει ξένη τη Μαρία. Μάντευε κανείς στις προσπάθειες αυτές της Μίνας τη στοργική επιθυμία της για μια επιτυχία της μικρής της φιλενάδας στο πρώτο της κοσμικό φανέρωμα, επιθυμία νέας μητέρας ή μεγαλύτερης αδελφής, που οδηγούν για πρώτη φορά στον κόσμο μια μικρή τους αγαπημένη.

— Και πού πήγατε αυτές τις ημέρες, Μαρία; ρώτησε. Ο άνδρας σου μου ’λεγε ότι με τις θαυμάσιες αυτές λιακάδες είχε σκοπό να σου δείξει λιγάκι την Αθήνα μας. Πιστεύω πως δε με γέλασε.

— Ναι, είπε η Μαρία. Πήγαμε σε πολλά μέρη. Προχθές είχαμε πάει ως την Ακρόπολη. Φαντασθείτε...

— Φαντάσου... τη διόρθωσε η Μίνα. Δεν είπαμε, κακό κορίτσι;

— Φαντάσου... εξακολούθησε η Μαρία, σα μικρή μαθήτρια, που τη διορθώνει η δασκάλα της — πως τόσον καιρό, που έχομε στας Αθήνας, δεν είχα καταφέρει ακόμα να ανεβώ στην Ακρόπολη. Και μου είχε τόσες φορές μιλήσει ο Άλκης στο χωριό...

— Αυτό μη σου κάνει εντύπωση... της είπε χαμογελώντας η Μίνα. Από τις κυρίες που θα ιδείς σε λιγάκι εδώ, είναι πολλές που έχουνε χρόνια κάτω από την Ακρόπολη και δεν αξιώθηκαν ακόμα να τη γνωρίσουν από κοντά.

— Εχθές πήγαμε στο Μουσείο... εξακολούθησε η Μαρία. Ο Άλκης μου εξήγησε τόσα ωραία πράματα...

Η Μίνα προσπαθούσε να ψαρέψει τις εντυπώσεις της αθώας χωριατοπούλας από τους αρχαιολογικούς της αυτούς περιπάτους και από το αντίκρισμα της νέας ζωής στους δρόμους και στα κέντρα της πρωτεύουσας. Η Μαρία απαντούσε μ’ έναν τρόπο πολύ ευπρόσωπο και με μια χαριτωμένη αντίληψη, που έκανε εντύπωση στη Μίνα. Δεν είχε πει μια λέξη, που να προδώσει κάποια αστεία παρεξήγηση ή ένα πρόστυχο γούστο. Χωρίς να θέλει να δείξει περισσότερα από ό,τι ήτανε φυσικό να ξέρει και να καταλαβαίνει, κρατούσε ένα σοφό μέτρο στην ομιλία της. Και η ομορφιά της και η χάρη της έδιναν κάποια ξεχωριστή συμπάθεια και στις μικρές της αφέλειες ακόμα.

Από τους πρώτους καλεσμένους που έφτασαν, ύστερ' από τον Άλκη με τη γυναίκα του, ήτανε η κυρία Δάφνη, χήρα στρατηγού, με την κόρη της, μια από τις κομψότερες και πιο μορφωμένες κόρες των Αθηνών. Η Μίνα έκανε την παρουσίαση της Μαρίας — ο Άλκης ήτανε γνωστός στην οικογένεια του στρατηγού, είχε γίνει μάλιστα κάποτε λόγος για κάποια παλιά του συμπάθεια προς την δεσποινίδα — και η ομιλία γύριζε στα γενικά και ανούσια λόγια των πρώτων γνωριμιών. Η κ. Δάφνη ρώτησε τη Μαρία, αν είχε ξαναέρθει στην Αθήνα, εκείνη αποκρίθηκε πως ήτανε η πρώτη φορά, η δεσποινίδα ζήτησε να μάθει την εντύπωσή της από την ωραία πρωτεύουσα, η Μαρία είπε λίγα λόγια τυπικού θαυμασμού και η Μίνα έπειτα γύρισε την ομιλία σ’ ένα οποιοδήποτε θέμα, για να ξεκουράσει τη μικρή της φιλενάδα, που φαινότανε κάπως κουρασμένη από την άκακη μα ενοχλητική πάντα ανάκριση της κυρίας και της δεσποινίδος Δάφνη.

Ένα βλέμμα όμως, που είχαν ρίξει μητέρα και κόρη στη Μίνα και τον Άλκη, έδειχνε πόσο η ομορφιά και η χάρη της νέας νυφούλας τις είχε ενθουσιάσει.

Σιγά σιγά ήρθαν και οι άλλοι, λίγοι, ακόμα, καλεσμένοι της Μίνας. Η παρουσίαση έγινε τυπικότερα τώρα, και σε λίγο σερβιρίσθηκε το τσάι. Η Μίνα είχε πάρει κοντά της τη Μαρία στο τραπέζι, ο γέρος Σταλίδης ήτανε αεικίνητος και εξαιρετικά φλύαρος, παίρνοντας το τσάι του στο πόδι, κατά τη νευρική του συνήθεια, και ο Άλκης είχε καθίσει κοντά στη δεσποινίδα Δάφνη, που του έκανε διάφορες εύθυμες ερωτήσεις, αν έκρινε κανείς από το γελαστό τόνο, που της απαντούσε εκείνος, και από τα μικρά, ζωηρά γέλια, που έκοβαν την ομιλία τους. Έπειτα γενικεύθηκε η ομιλία σε κάποιο κοινό θέμα της ημέρας και η συναναστροφή είχε πάρει τη συνηθισμένη ζωηρότητα σ’ αυτές τις στιγμές.

Η Μίνα όμως, που είχε δώσει το γενικόν αυτό τόνο στην ομιλία, με την ελπίδα να κινήσει το ενδιαφέρον της μικρής της φιλενάδας, και που της έκανε πότε πότε μικρές ερωτήσεις για να την παρασύρει στην απλή και εύθυμη εκείνη συζήτηση, φαινότανε στενοχωρημένη τώρα.

Η Μαρία, που είχε μιλήσει σχετικώς με πολύ θάρρος στην αρχή με τη δεσποινίδα Δάφνη, είχε χάσει διαμιάς όλο της το θάρρος. Δε μιλούσε σχεδόν καθόλου και απαντούσε δύσκολα στις ερωτήσεις της Μίνας, σχεδόν με μονοσύλλαβα. Η στενοχώρια της Μίνας σε λίγο είχε μεταδοθεί σε όλη τη συντροφιά. Είχαν αρχίσει να αισθάνονται όλοι, ότι κάποιος από τη συντροφιά έμενε ξένος μεταξύ τους, και όπως συμβαίνει σε τέτοιες στιγμές, κάποια δυσφορία είχε σκορπισθεί τριγύρω, που δεν ήτανε άσχετη με κάποια, συμπάθεια για το φτωχό ωραίο πλάσμα, που ένοιωθαν όλοι την αθώα του στενοχώρια μέσα στον κύκλο τους.

Ο Άλκης μονάχα φαινότανε πως δεν είχε πάρει είδηση από όλη αυτή την κατάσταση, αφοσιωμένος στην ομιλία του με τη θελκτική δεσποινίδα. Ίσως και να μην ήθελε να φαίνεται πολύ ερωτευμένος με τη γυναίκα του — είχε πάντα ένα υπερβολικό φόβο του γελοίου — ίσως να μην ήθελε να προσέξει πολύ τη Μαρία για να μην αυξήσει την ταραχή της, που την είχε μαντέψει από κάποιες λοξές ματιές, που της είχε ρίξει στο μεταξύ.

Η ταραχή της Μαρίας είχε αρχίσει πια να γίνεται φανερή. Αφού πήρανε το τσάι και σκορπίστηκαν στο σαλόνι — η δεσποινίδα Δάφνη επρόκειτο να παίξει στο πιάνο κάποιο κομμάτι που της είχε ζητήσει επίμονα η Μίνα, για να βάλει ένα μουσικό διάλειμμα στην ομιλία που είχε ατονήσει εξ αιτίας της Μαρίας — ο Άλκης πρόσεξε, ότι η καλή του προστάτρια είχε πάρει μαζί της τη γυναίκα του και είχανε καθίσει στο ντιβάνι της γωνίας, κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Η Μίνα κάτι έδειχνε, προς τη χλοερή απόσταση των κήπων, στη Μαρία, σα να προσπαθούσε ν’ αποσπάσει τη προσοχή της από τον κόσμο του σαλονιού. Έκαμ’ ένα κίνημα στενοχώριας, που έδειχνε ότι η κατάσταση αυτή τον ενοχλούσε και ίσως τον ντρόπιαζε. Ο φόβος του γελοίου, που τον είχε σε νοσηρό βαθμό μέσα του, φαινότανε πως τον τυραννούσε ζωηρότερα τώρα. Και βρήκε φρόνιμο και αξιοπρεπέστερο να μην πλησιάσει καθόλου προς το μέρος, όπου η καλή Μίνα ήταν ενασχολημένη με την ανέλπιστη ταραχή της μικρής της φιλενάδας.

Προχώρησε με νευρικά βήματα προς το πιάνο, όπου η δεσποινίδα Δάφνη είχε απλώσει, τη στιγμή αυτή, μ’ ένα κίνημα τελετουργίας, τα ωραία της, λεπτά δάχτυλα απάνω στα κόκαλα, στάθηκε σιμά της και άρχισε να γυρίζει, όσο έπαιζε, τα φύλλα του μουσικού τετραδίου. Η Μαρία από τη γωνίτσα του σαλονιού, όπου την είχε παρασύρει η ανήσυχη στοργή της Μίνας, τον ακολουθούσε με κλεφτά βλέμματα, που μοιάζανε με δειλά, παραπονεμένα, τόσο συμπαθητικά ερωτηματικά.

Όταν τελείωσε η δεσποινίδα Δάφνη, ευχαρίστησε μ’ ένα χαριτωμένο κίνημα του κεφαλιού τον Άλκη, ενώ εκείνος ένωνε με τα χειροκροτήματα των άλλων καλεσμένων τα συγχαρητήριά του για τη θαυμαστή πράγματι εκτέλεσή της εμψυχωμένη από ένα βαθύ αίσθημα.

— Δε δέχομαι τα κομπλιμέντα σας· του είπ’ εκείνη με κάποια τύψη.

— Δε σας καταλαβαίνω... έκαμε αδιάφορα ο Άλκης.

— Φαντάζομαι πως η γυναίκα σας ζηλεύει... είπε πονηρά η δεσποινίδα Δάφνη.

— Θα ήτανε πολύ ανόητη!

— Εγώ τουλάχιστον στη θέση της...

— Θα ζηλεύατε:

— Αν με είχατε παραμελήσει όλο το απόγεμα, όπως κάνετε με τη γυναίκα σας... Καλέ, εσείς δεν της είπατε μια λέξη από την ώρα που είμαστε εδώ! Θα ’λεγε κανείς πως έχετε δέκα χρόνια παντρεμένοι.

Ο Άλκης έκαμ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο.

— Μ’ επιπλήττετε δηλαδή, μαντμουαζέλ;

— Απάνω κάτω... Να ’χετε μια τόσο όμορφη γυναικούλα και τόσο καλή, όπως φαίνεται, και να της φέρνεσθε έτσι, είσθε ασυχώρετος! Ελάτε! Πηγαίνετε στη γυναίκα σας! Δε βλέπετε, πώς σας κοιτάζει η καημένη;

Ο Άλκης είχε γοητευθεί με τον χαριτωμένο τρόπο, που τον πείραζε η δεσποινίδα Δάφνη. Κι έκανε τώρα τη σύγκριση της κομψής κι έξυπνης κόρης των Αθηνών με τη Μαρία. Ίσως να ήταν ωραιότερη η Μαρία. Αλλά της έλειπε, χωρίς άλλο, η λεπτή εκείνη χάρη και η σοφή φιλαρέσκεια της Αθηναίας, που κάποια διπλή αστραπή από δυο υγρά, έξυπνα μάτια και από μια σειρά λευκών δοντιών, είχε φωτίσει, τη στιγμή αυτή, μ’ ένα επαφρόδιτο χαμόγελο το μελαχρινό πρόσωπό της.

— Θα υπακούσω στη διαταγή σας, αφού το θέλετε! είπε πειραγμένος λιγάκι.

Την ίδια στιγμή, καθώς γύρισε προς το μέρος του ντιβανιού, που ήτανε καθισμένη η Μίνα με τη γυναίκα του, η δεσποινίδα Σταλίδη του έγνεψε από μακριά. Εκείνος προχώρησε ανόρεχτα στην πρόσκληση.

— Ελάτ’ εδώ! Σας θέλω... του είπε η Μίνα, όταν πλησίασε.

Κοντά τους ήταν η κ. Δάφνη, η χήρα του στρατηγού, και ο κ. Σταλίδης, που προσπαθούσε να διασκεδάσει τη μικρή, παλιά του συμπάθεια του δάσους με τη φλυαρία του.

— Η γυναίκα σας, κύριε Άλκη — του είπε η Μίνα — δεν αισθάνεται τόσο καλά. Φοβούμαι μήπως έχει αρπάξει τίποτε θέρμες του τόπου. Μολονότι είσθε γιατρός, θα σας συμβούλευα να την προσέξετε.

— Δεν έχω τίποτε... είπε η Μαρία, θα μου περάσει. Ίσως είμαι λιγάκι κρυωμένη.

— Καλέ, πού θέρμες τέτοια εποχή; είπε ο Άλκης στη Μίνα.

Και γυρίζοντας προς τη γυναίκα του, τη ρώτησε ψυχρά.

— Αισθάνεσαι τίποτε, Μαρία; Αν δεν είσαι καλά, να πάμε στο σπίτι.

Μιλούσε πάντα με τον ίδιο φόβο, μήπως φανεί πολύ τρυφερός στη γυναίκα του.

— Όχι! του είπ’ εκείνη. Λιγάκι πονοκέφαλο έχω, αλλά δεν είναι τίποτε...

Είχε γίνει χλωμή άξαφνα και το κάτω της σαγόνι έτρεμε ελαφρά, σα να της περνούσε μια κρυάδα στο σώμα.

Είχανε πλησιάσει και οι άλλοι καλεσμένοι στον όμιλο. Η Μίνα επωφελήθηκε να μιλήσει σε όλους για την κακοδιαθεσία της Μαρίας, με το σκοπό να εξηγήσει έτσι το τρακ που είχε πάθει το φτωχό πλάσμα.

— Οι γιατροί, είπε, είναι αληθινός κίνδυνος για τους δικούς τους, με την κλασσική τους αδιαφορία. Είναι τόσο συνηθισμένοι να πληρώνονται για να κάνουν τη δουλειά τους, ώστε παύουν να είναι γιατροί μέσα στα σπίτια τους.

Γελάσανε όλοι, περιμένοντας να ιδούν, πού ήθελε να κατασταλάξει η δεσποινίδα Σταλίδη.

— Ορίστε ένας γιατρός — εξακολούθησε, δείχνοντας τον Άλκη — που χρειάσθηκε να τον βεβαιώσω εγώ, πως η γυναίκα του έχει πυρετό. Φαντασθείτε!

— Η κυρία είναι κακοδιάθετη; ρώτησαν μ’ έναν τρόπο, που προσπαθούσαν να τον κάνουν εγκάρδιο, μερικές κυρίες.

Η Μαρία προσπάθησε να χαμογελάσει.

— Δεν είναι τίποτε! ξαναείπε η Μίνα. Η κυρία Κράλη είναι τόσο καλή...

Άξαφνα ένας ασυνήθιστος θόρυβος ακούστηκε στην είσοδο, σαν από ανθρώπους, που τους απαγορεύανε την είσοδο και που επιμένανε να μπούνε μέσα.

— Σας είπα ότι δε δέχονται. Δεν μπορείτε ν’ ανεβείτε απάνω. Σας παρακαλώ... έφθανε θυμωμένη από το διάδρομο η φωνή του υπηρέτη,

— Είμαστε γνωστοί! Είμαστε γνωστοί!... απαντούσαν ψιλές, παραλλαγμένες φωνές.

— Μα τι κατάσταση είναι αυτή; φώναξε η Μίνα. Τρεχάτε, μπαμπά, σας παρακαλώ! Δώστε τους να καταλάβουν, όποιοι κι αν είναι, ότι δε δεχόμαστε μασκαράδες.

Οι άλλοι καλεσμένοι μιλούσανε ζωηρά για την αναίδεια των ανθρώπων των Αθηνών, όταν κρύψουν το πρόσωπό τους πίσω από μια μάσκα.

— Να είχανε τουλάχιστον κάποιο πνεύμα...

Ο κ. Σταλίδης πετάχθηκε στο διάδρομο, αποφασισμένος να κάνει το καθήκον του σαν τέλειος μπόξερ, που ήτανε, στα νιάτα του, στην Αγγλία. Πριν προφτάσει όμως να κάνει το καθήκον του, τρία ντόμινα ορμήσανε με γρυλλισμούς μέσα στο σαλόνι.

— Μην ανησυχείτε, δεσποινίς Σταλίδη! βγήκε μια παραμορφωμένη φωνή από τα έγκατα ενός ντόμινου. Όταν βγάλουμε τις μάσκες μας, θα ιδείτε πως είμαστε επίσημα πρόσωπα.

— Ησυχάστε, δεσποινίς, ησυχάστε! Μη μας κόβετε το αίμα μας με τις αγριοματιές σας!... γρύλλισε το δεύτερο ντόμινο.

Οι δυο φωνές φάνηκαν γυναικείες.

— Ω! τον κύριο Κράλη! γρύλλισε το τρίτο ντόμινο, με μια φωνή που προσπαθούσε να υψωθεί στις ψηλές νότες. Τι κάνετε, γιατρέ μου;

Οι καλεσμένοι της δεσποινίδας Σταλίδη προσπαθούσαν να μαντέψουν τους μασκαράδες, ευχαριστημένοι από μέσα τους για την εύθυμη αυτή παρένθεση, αλλά χωρίς να το δείχνουν, από λεπτότητα προς την οικοδέσποινα. Η Μίνα, όρθια στη μέση του σαλονιού, συγκρατούσε με κόπο την οργή της.

— Νομίζω, κύριοι — είπε τέλος — ότι μια μάσκα δεν απαλλάσσει έναν άνθρωπο από την υποχρέωση να είναι καλοαναθρεμμένος.

— Αφού μας διώχνετε — είπε η μάσκα με την αντρίκια φωνή — σας καληνυχτίζουμε. Μάθετε όμως πως είμαστε άνθρωποι πολύ πιο καθώς πρέπει από τις πρόστυχες χωριάτισσες, που δεχόσαστε στο σαλόνι σας.

Και τα τρία ντόμινα όρμησαν στην έξοδο και κατρακύλησαν στις σκάλες με νέους γρυλλισμούς.

Η συναναστροφή διαλύθηκε απότομα. Όταν ο Άλκης βρέθηκε στο σπίτι του με τη γυναίκα του, η Μαρία πήγε ολόισια στην κάμαρά της, χωρίς να βγάλει λέξη, όπως δεν είχε βγάλει λέξη σ’ όλο το δρόμο, μέσα στο αμάξι που τους πήρε από τους Σταλίδηδες. Ο Άλκης την ακολούθησε, αληθινά συγκινημένος αυτή τη φορά.

— Τι έχεις, παιδί μου; της είπε μια στιγμή με καλοσύνη. Γιατί δε μου μιλάς;

Εκείνη, πεσμένη απάνω στο κρεβάτι, είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Ο Άλκης καθότανε σκυμμένος από πάνω της, προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Μια στιγμή, εκείνη ύψωσε τα μάτια της πλημμυρισμένα από δάκρυα και μουρμούρισε με μια φωνή που έμοιαζε με θρήνο:

— Γιατί να με πάρεις, Άλκη, γιατί να με πάρεις;

 

XXVII

 

Από τη βραδιά εκείνη, μια βαθιά μεταβολή έγινε στην ψυχή της Μαρίας. Τα δυο πικρά λόγια που είχε πει στον Άλκη, μέσα στους λυγμούς της, γυρίζοντας από τους Σταλίδηδες, ήτανε το τελευταίο της παράπονο.

Δεν ξαναμίλησε πια, ούτε για το επεισόδιο των μασκαράδων, ούτε για τίποτε σχετικό. Και ούτε φανέρωσε κανένα αίσθημα ζήλειας για τη δεσποινίδα Δάφνη, όπως περίμενε ο Άλκης. Η αντίδραση της ψυχής της στον διπλόν αυτό κλονισμό ήτανε μια περίεργη απάθεια για όλα τα πράματα και μία επίμονη σιωπή, τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Δε μιλούσε, παρά στις αναγκαστικές μόνο στιγμές της καθημερινής ζωής και όταν είχε ν’ απαντήσει σε καμιά τυπική ερώτηση του Άλκη.

Είχε χάσει κάθε φροντίδα και για τα βιβλία ακόμη και για τα ωραία πράματα που συνήθιζε να της διηγιέται ο Άλκης, κάνοντάς την άλλοτε να κρέμεται από τα χείλη του. Καθισμένη κοντά στο παράθυρο, ώρες ολόκληρες, πότε έσκυβε απάνω σ’ ένα εργόχειρο, πότε πλανούσε τα μάτια της εκστατικά στο πανόραμα των πράσινων κάμπων, με τ’ ανάρια κυπαρίσσια, που υψώνανε τη θλιβερή προσευχή τους στον καταγάλανο ουρανό.

Και οι μικρές φροντίδες του σπιτικού, που την ξετρέλλαιναν άλλοτε — ολόχαρη μικρή νοικοκυρούλα — δεν την τραβούσαν πια. Τα είχε αφήσει όλα στα χέρια των υπηρετριών.

Ο Άλκης, που τον ανησυχούσε η κατάσταση αυτή, προσπάθησε πολλές φορές να δώσει ένα σωτήριο κλονισμό στα νεύρα της, ξαναθυμίζοντας της το δυσάρεστο εκείνο επεισόδιο του σαλονιού των Σταλίδηδων, και να της ερεθίσει την πληγή της γυναικείας ζήλειας, που τη φανταζότανε επουλωμένη. Νόμιζε, μ’ έναν ιατρικό συλλογισμό που είχε κάνει, ότι κάποιος τεχνητός παροξυσμός σε μια νοσηρή κατάσταση, που είχε χρονίσει, θα μπορούσε να τη θεραπεύσει.

— Η Μαρία — εξήγησε μια μέρα στη Μίνα, που ήτανε κι εκείνη πολύ ανήσυχη για την κατάστασή της — βρίσκεται σε κατάσταση μιας φοβερής depression, ύστερ’ από ένα ισχυρό σοκ. Έχω την ιδέα, πως ανανεώνοντας τον αρχικό ερεθισμό που γέννησε την κατάσταση της αυτή, θα μπορούσε κανείς να δώσει μια φυσική διέξοδο στο ψυχικό δηλητήριο, τη διέξοδο που ήτανε φυσικό να πάρει εξ αρχής και δεν την πήρε. Ένας θυμός, ένα κλάμα, ένα παράπονο θα ήτανε σωτήριο ψυχικό παροχετευτικό, όπως φαντάζομαι.

Πολλές φορές προσπαθούσε να εφαρμόσει τη μέθοδό του.

— Ξέρεις, Μαρία; της είπε μια μέρα. Έμαθα, επιτέλους, ποιοι ήσαν αυτοί οι κακοαναθρεμμένοι, που μας έκαμαν εκείνη την ανέλπιστη προστυχιά στο σπίτι των Σταλίδηδων.

Η Μαρία δεν έδειξε καμιά περιέργεια να μάθει τίποτε σχετικό.

— Ήσαν λοιπόν — εξακολούθησε — ένας γελοίος ρεπόρτερ ο Χρυσάνθεμος, και δυο αμφίβολες δεσποινίδες, φιλενάδες του. Ορισμένως ο Χρυσάνθεμος ήτανε βαλμένος από την περίφημη θεία μου. Να ήξερες πως μετανοώ τώρα, που σεβάσθηκα το σπίτι των Σταλίδηδων και δεν του άνοιξα το κεφάλι με καμιά καρέκλα. Δε φανταζόμουνα όμως, πως τα λόγια ενός παλιανθρώπου θα μπορούσανε να σου κάνουνε τόση εντύπωση.

Η Μαρία ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα, χωρίς ν’ απαντήσει.

Ο Άλκης δοκίμασε τότε να ξύσει και άλλη πληγή της Μαρίας, που είχε πάντα την υποψία πως δούλευε μυστικά.

— Δε σου είπα, αλήθεια — της είπε σα να είχε θυμηθεί άξαφνα κάτι τι — ότι σήμερα το πρωί απάντησα τη δεσποινίδα Δάφνη στην οδόν Έρμου. Τη συνόδεψα λιγάκι στα μαγαζιά και μου ’λεγε, πως θα ’ρθει καμιά μέρα να μας ιδεί. Ήτανε στις ομορφιές της πάλι σήμερα!

Η Μαρία τον είχε ακούσει με την ίδια πάλι αδιαφορία.

Όταν διηγήθηκε το πείραμά του στη Μίνα, που είχε πάει επίτηδες να τη βρει και να της πει, πόσο λυπημένος ήτανε για την αποτυχία της θεραπείας του, η Μίνα του είπε.

— Καλέ μου φίλε, η γιατρική σας δεν αξίζει μια πεντάρα! Μεταχειρίζεσθε όλα τα φάρμακα και δε μεταχειρισθήκατε ακόμα το ηρωικώτερο: την αγάπη. Η αγάπη μονάχα γιατρεύει τους πόνους των ψυχών. Δεν το γράφουν λοιπόν αυτό τα βιβλία σας:

— Βεβαιωθείτε — προσπάθησε να της δικαιολογηθεί ο Άλκης — ότι το δοκίμασα και το φάρμακο αυτό. Το δοκίμασα από τα πρώτα. Δυστυχώς και η αγάπη μου βρίσκει την ίδια υποδοχή, που βρίσκουν και τα άλλα μου φάρμακα. Δε φαντάζεσθε, δεσποινίς Μίνα, τι ψυχρή που έγινε τώρα τελευταία μαζί μου η Μαρία. Η θερμή αυτή πρωτόγονη φύση του βουνού, που είχε κάτι τι από τις ωραίες ορμές των αγριμιών, έγινε ένα κομμάτι πάγος, που όλη η φλόγα της αγάπης μου δεν είναι άξια να τον λιώσει. Δε μπορώ να σας πω μερικές λεπτομέρειες, που θα σας έπειθαν...

— Αφήστε τις λεπτομέρειες! του είχε πει η Μίνα. Οι λεπτομέρειες που υπονοείτε δεν έχουν καμιά σημασία, τουλάχιστον τη σημασία που συνηθίζετε να τους δίνετε εσείς οι άνδρες. Θέλω όμως να σας ρωτήσω: Είσθε βέβαιος ότι προσφέρατε την αγάπη σας στην αρρώστια της δυστυχισμένης αυτής μικρούλας και η αγάπη σας δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα;

Ο Άλκης ταράχτηκε.

— Αμφιβάλλετε λοιπόν για την ειλικρίνειά μου, δεσποινίς Μίνα;

— Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σας. Αμφιβάλλω για το πράμα που προσφέρατε στη Μαρία, σαν αγάπη. Εσείς βέβαια σαν αγάπη το προσφέρατε. Μάθετε όμως, καλέ μου φίλε, ότι οι γυναίκες γνωρίζουν πολύ καλά την αγάπη, ώστε να μαντεύουν και την παραμικρότερη αλλαγή στην ποιότητά της.

— Φαντάζεσθε λοιπόν, πως δεν αγαπώ πια τη Μαρία;

— Την αγαπάτε! Δεν την αγαπάτε όμως με τον τρόπο που την αγαπούσατε πριν. Είμαι βέβαιη, ότι αρχίζετε να μην τη βρίσκετε τόσο ιντερεσσάντ, όπως τις Αθηναίες που ξαναβλέπετε, ύστερ’ από ένα μακρινό χωρισμό, ίσως — ποιος ξέρει — να τη βρίσκετε τώρα και κι εσείς χωριάτισσα, όπως ο πρόστυχος μασκαράς της βραδιάς εκείνης.

Ο Άλκης προσπάθησε ν’ απολογηθεί.

— Όχι, φίλε μου! του είπε ζωηρά η Μίνα. Σας βεβαιώνω ότι η διάγνωση η δική μου είναι πιο σωστή από τη δική σας.

— Φαντάζεσθε λοιπόν — ρώτησε δειλά ο Άλκης — ότι η Μαρία πρόσεξε κάποια μεταβολή στην αγάπη μου;

— Είμαι βέβαιη! Μια γυναίκα των Αθηνών, απασχολημένη από τόσες άλλες αισθηματικές περιπλοκές, δε θα πρόσεχε ίσως τίποτε. Και το συζυγικό σας θερμόμετρο θα κατέβαινε σιγά σιγά από το βαθμό που βράζει το νερό ως το βαθμό που παγώνει, χωρίς να το πάρετε είδηση ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Η Μαρία όμως σας αγαπάει πολύ, ώστε να μην προσέξει και τη διαφορά λίγων γραμμών ακόμα στην αισθηματική σας στήλη. Αν την είχατε αγαπήσει όπως μια στιγμή πριν γίνει δική σας, η Μαρία θα ήταν όπως πρώτα. Αλλά δεν μπορείτε.

Ο Άλκης έσκυψε κάτω, χωρίς ν’ απαντήσει.

— Θυμόσαστε τι σας είπα μια ημέρα — του είπε ύστερ’ από μια μικρή, θλιβερή σιωπή η Μίνα — λίγες ημέρες πριν φύγω από το δάσος; Προσέχετε μην κάμετε στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό από το κακό που φοβάσθε να κάμετε στον εαυτό σας. Το θυμόσαστε αυτό;

— Δεν είχα μπορέσει τότε να καταλάβω το νόημα του χρησμού σας! είπε θλιβερά ο Άλκης.

Ο Άλκης, βαθιά επηρεασμένος από τα λόγια της Μίνας και την υπόμνηση των παλιών προφητικών της λόγων, που ένοιωθε τώρα όλη την τραγική τους σημασία, παρακάλεσε την καλή του φιλενάδα να μη στερήσει την πολύτιμη συντροφιά της από τη Μαρία.

— Καταλαβαίνω πως είναι πολύ αυτό που σας ζητώ! της είπε. Κάνατε όμως τόσα για μένα και τη Μαρία. Μην αφήσετε από κοντά σας το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα τη στιγμή που έχει περισσότερο ανάγκη από την καλοσύνη σας. Της κάνετε τόσο καλό και μόνο με την παρουσία σας...

Η Μίνα είχε υποσχεθεί, πως θα κάνει ό,τι μπορεί για τη μικρή της φιλενάδα. Και κράτησε την υπόσχεση της. Τις περισσότερες ώρες της τις περνούσε στο σπίτι του Άλκη, και όταν δεν μπορούσε να βγει, έστελνε το αμάξι της κι έπαιρνε τη Μαρία στο σπίτι της. Αυτό γινότανε σπανιότερα, γιατί εκείνη εύρισκε τις περισσότερες φορές κάποια πρόφαση για ν’ αρνηθεί την πρόσκληση της Μίνας.

Είχε πάθει ένα φόβο του κόσμου, μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε σαν «παραλήρημα καταδιώξεως». Μονάχα όταν βρισκότανε με τη Μίνα και τον άνδρα της — ο Κώστας, ομόνος τους φίλος, ερχότανε σπανιότερα τώρα, γιατί είχε λάβει μια θέση σε κάποιο υπουργείο — έπαιρνε κάποιο θάρρος. Τα λόγια της όμως ήταν μετρημένα, είχε χάσει εντελώς την ευθυμία της και συχνά έπεφτε σε μια εκστατική κατάσταση, σα να έχανε την αίστηση του πραγματικού κόσμου, που είχε γύρω της.

— Νομίζω — είπε μια ημέρα ο Άλκης στη Μίνα — ότι όλη αυτή η κατάσταση της Μαρίας είναι μια νοσταλγία, που μας την κρύβει. Ένα ταξιδάκι ως το χωριό, είμαι βέβαιος πως θα τη θεράπευ’ εντελώς. Και νομίζω ότι, χωρίς να περιμένουμε το καλοκαίρι, με τις πρώτες ανοιξιάτικες ημέρες πρέπει ν’ αποφασίσουμε το ταξίδι μας.

— Αυτή είναι κι η δική μου ιδέα... είπε η Μίνα, Ένα πράμα όμως μου κάνει εντύπωση. Πολλές φορές, για να τη δοκιμάσω, της μίλησα για το χωριό, για τους γονείς της, για ένα ταξιδάκι ως το όμορφο νησί που γεννήθηκε. Περίμενα να τη δω να λαχταρίσει από την ιδέα αυτή. Τα λόγια μου όμως δεν της έκαναν καμιά εντύπωση. Τα δέχθηκε με την ίδια αδιαφορία, που δέχεται το καθετί τώρα τελευταία.

— Αυτό μη σας κάνει εντύπωση! της εξήγησε ο Άλκης. Και σε μένα δεν έδειξε ποτέ καμιά επιθυμία να γυρίσει στο χωριό της. Αυτό όμως ίσια ίσια με πείθει ότι πρόκειται περί νοσταλγίας. Είναι παρατηρημένο από ένα ναυτικό υγιεινολόγο, ότι οι αληθινοί νοσταλγικοί, αντίθετα μ εκείνους που προσποιούνται, συνηθίζουν πάντα να κρύβουν τη νοσταλγία τους. Έπειτα είναι κι ένα άλλο. Η Μαρία ξέρει πως εργάζομαι τώρα στις βιβλιοθήκες και στα εργαστήρια. Και δε θέλει εξ αιτίας της ν’ αφήσω στη μέση τη δουλειά μου. Έχει σε κάτι πράματα μιαν αυταπάρνηση καταπληκτική.

Η Μίνα ζήτησε να μάθει, αν η Μαρία γράφει τακτικά στους γονείς της.

— Πολύ τακτικά! τη βεβαίωσε ο Άλκης. Εννοείται πως τα γράμματα της είναι πολύ σύντομα. Πάντα όμως είναι για να πει στους γονείς της, πόσο ευτυχισμένη είναι κοντά μου και πόσο καλά περνάει στην Αθήνα.

Η Μίνα σκούπισε δυο δάκρυα στα μάτια της, χωρίς να πει λέξη.

— Είναι το μόνο πράμα που μας μένει να κάνουμε! είπε σε λίγο. Και όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα!

Η ιδέα του ταξιδιού, που σ’ αυτό είχε στηριχθεί πια η θεραπεία της Μαρίας, είχε αναπαύσει το πνεύμα του Άλκη. Ήτανε μια λύση, επιτέλους, μέσα στην αβεβαιότητα και τις ανησυχίες, που τον τυραννούσαν. Και για να την κάνει ακόμη αναπαυτικότερη γι’ αυτόν, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, και τον είχε πείσει ότι το ταξίδι αυτό θα ήτανε, χωρίς άλλο, το ριζικό φάρμακο της Μαρίας.

Έτσι, με την ιδέα πως η κατάσταση της Μαρίας δεν άξιζε να τον ανησυχήσει και υπερβολικά, αφού κρατούσε στα χέρια του το αλάνθαστο, κατά τη γνώμη του, μέσο της θεραπείας, είχε αφοσιωθεί με περισσότερη άνεση στην εργασία του. Έλειπε ολόκληρες ώρες από το σπίτι του, τριγυρίζοντας στις βιβλιοθήκες και τα εργαστήρια, και κάποτε ξεχνιότανε με φίλους και συναδέλφους στα κέντρα, όσες φορές μάλιστα τύχαινε να βρίσκονται στη συντροφιά και κομψές Αθηναίες. Και, γυρίζοντας αργά στο σπίτι του, ύστερ’ από λίγα λόγια που άλλαζε με τη γυναίκα του, κλεινότανε πάλι στο γραφείο του, για να εξακολουθήσει την εργασία του.

Κάποτε, που ένοιωθε περαστικές τύψεις για την παραμέληση αυτή, που έκανε σε μια γυναίκα που την άρπαξε από την αγκαλιά των γονέων της και τον παράδεισο της, για να της χαρίσει μια μεγαλύτερη ευτυχία, την πλησίαζε για να της πει δυο γλυκά, υποχρεωτικά λόγια, που τελείωναν πάντα με την ίδια ερώτηση:

— Θέλεις, Μαρία, να μείνω μαζί σου να σου κάνω συντροφιά; Σε λυπάμαι που σ’ αφήνω μοναχή...

— Όχι, Άλκη! του απαντούσε στερεότυπα εκείνη. Εγώ είμαι πολύ καλά. Γιατί να μείνεις να χάνεις τη δουλειά σου; Αν μείνεις, θα με στενοχωρέσεις περισσότερο!

Κι έπαιρνε πάντα ένα κέντημα ή ένα βιβλίο, τάχα πως ήθελε να κεντήσει ή να διαβάσει, για να τα πετάξει αμέσως σε λίγο από τα χέρια της και να καθίσει στο παράθυρο ώρες ολόκληρες, βυθισμένη στο θέαμα των κάμπων και των βουνών ή ακολουθώντας, τη νύχτα, το μυστικό δρόμο των άστρων στον ουρανό. Εκείνος έπαιρνε με χαρά, που δεν μπορούσε να την κρύψει, την άδεια κι έφευγε πότε για να τρέξει στην πόλη, πότε για να κλεισθεί στο γραφείο του, με τα βιβλία του και τα χειρόγραφά του.

Οι υπηρέτριες, που είχαν ιδεί πολλές φορές την καλή μικρή τους κυρία να κλαίει μυστικά, τον κοίταζαν με μίσος, όπως κοιτάζει κανείς έναν κακόν άνθρωπο, που τυραννεί έναν αθώο. Και περνούσανε σιμά του αναστενάζοντας ή κουνώντας το κεφάλι. Και ο κ. Κράλης, κάθε βράδυ, είχε απάνω στη σοφίτα μια πολύ δυσάρεστη κριτική από το προσωπικό του σπιτιού του.

— Είναι αμαρτία αυτό που κάνει αυτός ο άνθρωπος με τη δυστυχισμένη αυτή γυναίκα. Τι ψυχή θα παραδώσει στο Θεό;

— Έπρεπε να ’χει καμιά Αθηναία αποδώ, να καταλάβει! Τι να του κάνεις όμως; Βρήκε αυτό το αθώο πλάσμα και το τυραννεί...

Και τα κακά επιγράμματα έπεφταν το ένα επάνω στο άλλο.

Τα καλά, πονετικά κορίτσια έκαναν όλα τα δυνατά τους να ευχαριστήσουν τη μικρή τους κυρία. Συχνά με τη μια πρόφαση ή την άλλη, χωρίς να δείχνουν πως παίρνουν θάρρος μαζί της, πήγαιναν κοντά της, όταν τη βλέπανε μοναχή της, και της κρατούσαν συντροφιά, προσπαθώντας με αστεία και ανοησίες να τη διασκεδάσουν. Κι εκείνη που καταλάβαινε από μέσα της τη συμπαθητική τους διάθεση, ένοιωθε μια βαθιά ευγνωμοσύνη για τα φτωχά αυτά κορίτσια του λαού και δεν ήξερε τι να βρει να τους χαρίσει, για να δείξει την υποχρέωσή της.

Μια μέρα η Μαγδαληνή, η καμαριέρα της, μπαίνοντας στο δωμάτιο της, την είδε να κλαίει σκυμμένη στο παράθυρο. Πήρε το θάρρος και πήγε σιγά σιγά κοντά της.

— Γιατί κλαίτε, καλή μου κυρία; Έχετε τίποτε;

Η Μαρία τινάχτηκε σαν παιδάκι, που το πιάνουν απάνω σε μια αταξία. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια της και είπε.

— Μαγδαληνή μου, σε ορκίζω σε ό,τι αγαπάς! Να μη μάθει τίποτε ο κύριος!

Το φτωχό κορίτσι, που είχε υπηρετήσει σε πολλά σπίτια και που πρώτη φορά μια κυρία την παρακαλούσε να κρατήσει τέτοιο μυστικό από τον άνδρα της — τα μυστικά που είχε φυλάξει η Μαγδαληνή ως τώρα ήτανε πολύ διαφορετικά — ένοιωσε μέσα της μια παράξενη και βαθιά λύπη για την αθώα δυστυχισμένη, μικρή της κυρία.

— Έννοια σας, κυρία μου! είπε. Δε θα πω τίποτε σε κανέναν.

Και όσο η Μαρία προσπαθούσε να κρύψει τον πόνο της χαμογελώντας, η πονετική υπηρέτρια προσπαθούσε να κρατήσει τα δικά της δάκρυα, που την έπνιγαν.

Μια μέρα η Μίνα, με την πρόφαση κάποιας κακοδιαθεσίας, μήνυσε στον Άλκη πως τον παρακαλεί, άμα ευκαιρήσει, να περάσει από το σπίτι της να την επισκεφθεί. Ο Άλκης έτρεξε αμέσως. Η Μίνα τον περίμενε ανυπόμονη. Μόλις έφθασε ο Άλκης, τον πήρε ιδιαιτέρως σ’ ένα μικρό σαλονάκι και τον παρακάλεσε να καθίσει σιμά της.

— Δε σας ζήτησα για γιατρό... του είπε. Έχομε να μιλήσομε για κάποιο σπουδαίο ζήτημα και ήθελα να σας δω μοναχό σας. Καθίστε εδώ κοντά μου.

Ήτανε πολύ ταραγμένη και η φωνή της έδειχνε κάποια συγκίνηση.

— Τι τρέχει, δεσποινίς Μίνα; ρώτησε ανήσυχος ο Άλκης.

— Την ερώτηση που μου κάνετε — του είπε αυστηρά η Μίνα — έπρεπε να σας την κάνω εγώ. Με ρωτάτε, τι τρέχει. Αλλά, δεν το βλέπετε μοναχός σας; Σας φαίνεται λοιπόν φυσική η κατάσταση της Μαρίας, όπως πηγαίνει; Και νομίζετε πως μπορεί να εξακολουθήσει;

Ο Άλκης αισθάνθηκε την ανάγκη ν’ απολογηθεί.

— Τι θέλετε να κάνω, δεσποινίς Μίνα; Κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά δυστυχώς, όπως είπαμε, φαίνεται πως δεν μας μένει άλλο μέσο από το ταξίδι, θα είναι η μόνη σωτηρία. Τι άλλο θέλετε να κάνω;

— Ακούστε να σας πω! του είπ’ εκείνη με τον ίδιον αυστηρό τόνο, έναν τόνο ασυνήθιστο στην ευγενική νέα, που είχε κάνει εντύπωση σήμερα στον Άλκη. Με συγχωρείτε που σας μιλώ έτσι. Σας μιλώ όμως με το αδελφικό ενδιαφέρον, που έχω για σας και για το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα, που κρατεί όλες τις σκέψεις μου από χθες που την είδα. Το ταξίδι! Μου ξαναλέτε αιωνίως αυτό το ταξίδι. Νομίζετε όμως πως μπορείτε να αναπαύεσθε αποκλειστικά σ’ αυτό το ταξίδι, για να βρίσκετε την ησυχία σας;

— Με παρεξηγείτε, δεσποινίς Μίνα... μουρμούρισε ταραγμένος ο Άλκης. Λυπούμαι να βλέπω πως έχετε για μένα μια ιδέα που δεν την αξίζω, βεβαιωθείτε. Με φαντάζεσθε λοιπόν εγωιστή σ’ έναν τέτοιο βαθμό;

Η Μίνα προσπάθησε να γλυκάνει την εντύπωση που είχαν κάνει τα λόγια της.

— Δε θέλω να πω αυτό! είπε. Εννοώ πως είστε ένας άνδρας, πως έχετε τις εργασίες σας, πως σας απασχολούν τόσα πράματα. Η επιστήμη σας απορροφά. Χωρίς να το καταλαβαίνετε ίσως, ζητείτε, με μια αδικαιολόγητη αισιοδοξία για την κατάσταση της Μαρίας, να δώσετε θάρρος στον εαυτό σας και να εξασφαλίσετε τη γαλήνη και την ησυχία που σας χρειάζεται. Γίνεσθε εγωιστής χωρίς να το θέλετε. Αλλά νομίζω πως αξίζει να ταραχθείτε λιγάκι, πως είναι καιρός ν’ ανησυχήσετε. Η Μαρία δεν είναι καλά. Βεβαιωθείτε, κύριε Άλκη, ότι δεν είναι καθόλου καλά...

Ο Άλκης, που η ράθυμη και ηδονιστική ιδιοσυγκρασία του είχε στιγμές ενός αθώου καλού παιδιού, ένοιωσε μέσα του μιαν ασυνήθιστη συγκίνηση από τα λόγια της Μίνας και ο πονετικός τόνος της φωνής της του είχε αγγίξει τις βαθύτερες χορδές του ανθρώπινου οίκτου. Είχε σταματήσει τώρα κι αυτός απάνω σε κάποια θλιβερή εικόνα, που, από εγωισμό ή ψυχική οκνηρία, προσπαθούσε πάντα να διώξει από τη φαντασία του. Αισθανότανε την απόφαση να σκεφθεί και ν’ ανησυχήσει. Και, με την απόφαση αυτή, η αγάπη του για το δυστυχισμένο πλάσμα, που με τόσο πάθος είχε αγαπήσει, άρχισε να ζωντανεύει μέσα του.

— Πέστε μου, δεσποινίς Μίνα — είπε με αληθινή συγκίνηση, που δεν είχε διαφύγει την προσοχή της Μίνας — ξέρετε ίσως τίποτε; Συμβαίνει τίποτε, που δεν το φαντάζομαι; Θεέ μου! Πέστε μου, δεσποινίς Μίνα!

— Δεν υπάρχει λόγος να ταραχθείτε τόσο πολύ... του είπε με συμπάθεια η Μίνα. Δεν συμβαίνει τίποτε τρομερό. Αλλ’ αυτό που συμβαίνει πρέπει να το μάθετε. Γιατί δε θα φαντάζεσθε, υποθέτω, πως η Μαρία στην απουσία σας κλαίει κρυφά όλη την ημέρα στην κάμαρά της.

— Κλαίει;

— Μάλιστα.

— Την είδατ’ εσείς;

— Όχι! Δε θα έκλαιγε ποτέ μπροστά μου, όπως και μπροστά σας.

— Ποιος σας το είπε;

— Θα μου δώσετε το λόγο σας, πως δε θα βγει λέξη από το στόμα σας. Θα ήτανε ολέθριο για τη Μαρία και θα ήτανε από μέρος μου μια παράβαση του λόγου μου, που έδωκα στο πρόσωπο που μου το είπε.

— Έχετε το λόγο μου. Ποιος σας το είπε;

— Η Μαγδαληνή, η υπηρέτρια σας.

— Την είδε η ίδια;

— Την είδε εντελώς τυχαία. Και η Μαρία την εξόρκισε να μην πει τίποτε σε κανέναν. Προ πάντων να μην το μάθετ’ εσείς!

— Είναι δυνατό;

— Δεν υπήρχε κανένας λόγος να με γελάσει το καλό αυτό κορίτσι.

Έμειναν για κάμποση ώρα σιωπηλοί και οι δυο.

— Τι υποθέτετε, δεσποινίς Μίνα; ρώτησε σε λίγο ανήσυχος ο Άλκης.

— Τι θέλετε να υποθέσω;

— Τέτοιος βαθμός λοιπόν νοσταλγίας;

Η Μίνα έκαμ’ ένα κίνημα δυσφορίας.

— Νοσταλγία! Αρπάζεσθε πάλι από το ίδιο σανίδι της σωτηρίας. Επιμένετε στη νοσταλγία. Καταντά αστείο. Αφήστε τη σκέψη σας να πάει λίγο μακρύτερα.

— Υποθέτετε λοιπόν, δεσποινίς Μίνα, ότι συμβαίνει τίποτε άλλο;

Η Μίνα χαμογέλασε πικρά.

— Γιατί επιμένετε, κύριε Άλκη, να γελάτε τον εαυτό σας; Νοσταλγία! Μακάρι να ήτανε! Ένα ταξιδάκι, το περίφημο ταξιδάκι σας, θα τα έλυε όλα.

— Αλλά τι μπορεί να είναι τότε;

— Το ξερίζωμα, φίλε μου! Τι είναι, θα μου πείτε, ένα ξερίζωμα; Και εγώ δε θα μπορούσα να σας πω τι είναι. Και όμως, το αισθάνομαι πως είναι αυτό. Βλέπω το λουλούδι, που ξεριζώθηκε από τη γη που γεννήθηκε, και μαραίνεται σιγά σιγά ξαναφυτεμένο σ’ ένα ξένο χώμα. Ποια είναι η αιτία του σιγαλού, του θλιβερού του θανάτου; Είναι το νέο χώμα που δέχτηκε τις ρίζες του; Είναι το νέο νερό που το ποτίζει; Είναι ο νέος ήλιος, που το φωτίζει; Είναι τα νέα πουλιά που κελαηδούν γύρω του; Είναι τα νέα άστρα που παραστέκουν στον ύπνο του: Τι είναι; Κανένας δεν ξέρει! Είναι το ξερίζωμα... Γιατί να το ξεριζώσετε, κύριε Άλκη, το ωραίο αυτό λουλούδι του βουνού, γιατί να το ξεριζώσετε;

Ο Άλκης βυθίστηκε σε σκοτεινούς στοχασμούς. Είχε γίνει χλωμός και ανάσαινε βαριά και δύσκολα.

— Γιατί με απελπίζετε, δεσποινίς Μίνα;

— Δε σας απελπίζω. Ζητώ τη βοήθειά σας για τη σωτηρία της δυστυχισμένης αυτής μικρούλας.

— Τι νομίζετε πως μπορεί να γίνει; θα ήμουνα έτοιμος να θυσιασθώ.

— Ας δοκιμάσουμε το ταξίδι. Ίσως θα ήτανε ένας τρόπος... Πότε μπορείτε να το κάνετε;

— Με τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες. Το γρηγορότερο!

— Σε κάθε περίσταση, δεν πρέπει ν’ αργήσετε. Η φυσική υγεία της Μαρίας είναι ένας λόγος παραπάνω να σας βιάσει. Την τελευταία φορά που την είδα η αλλαγή της μου έκαν’ εντύπωση. Τη βρήκα πολύ κουρασμένη.

— Είναι η αλήθεια. Το παρατηρήσατε λοιπόν κι εσείς, δεσποινίς Μίνα;

— Είναι τόσο φανερή και τόσο απότομη η αλλαγή της. Πού τα δροσερά της χρώματα; Τη βρήκα πολύ χλωμή και πολύ αδυνατισμένη. Τι λέτε σεις που είσθε γιατρός;

— Δε φαίνεται τουλάχιστον, ευτυχώς, τίποτε οργανικό... Ας ελπίσουμε ότι η αλλαγή θα τα διορθώσει όλα.

Ο Άλκης σηκώθηκε, ανυπόμονος να γυρίσει κοντά στη γυναίκα του. Ευχαρίστησε τη Μίνα, με αληθινή συγκίνηση και της υποσχέθηκε, ότι η μόνη του φροντίδα, από τη στιγμή αυτή, θα είναι η Μαρία. Τίποτε άλλο, τίποτε άλλο.

— Ακούστε, κύριε Άλκη! του είπε σφίγγοντας του το χέρι η Μίνα. Προπάντων, προσέχετε να μη δείξετε καμιά απότομη μεταβολή των τρόπων σας απέναντι στη Μαρία. Αν πηγαίνατε, με την εντύπωση αυτών που είπαμε, να πέσετε στην αγκαλιά της, να της δείξετε άξαφνα μιαν αγάπη και ένα ενδιαφέρον, που δεν το ’βλεπε τώρα τελευταία σε σας θα ήταν επικίνδυνο. Θα της έδινε υποψίες. Εξακολουθήστε να της φέρνεσθε, όπως πάντα τον τελευταίο καιρό. Και αφήστε την να μαντέψει μονή της τη μεταβολή, που φαντάζομαι και ελπίζω πως έγινε μέσα σας. Και να είσθε βέβαιος πως θα τη μαντέψει. Και να είσθε βέβαιος ότι θα έχει το αποτέλεσμά της, αν είναι ακόμα καιρός. Για όλα τα άλλα, μπορείτε να στηριχθείτε απάνω μου.

Του έσφιξε θερμά το χέρι και ο Άλκης έφυγε, με την ψυχή του γεμάτη ευγνωμοσύνη για την καλή του φιλενάδα, γεμάτη οίκτο για το φτωχό, αγαπημένο του πλάσμα, γεμάτη τύψεις για τον εαυτό του.

 

XXVIII

 

Οι κήποι των Πατησίων μοσχοβολούσαν, το ανοιξιάτικο εκείνο πρωί, από το άνθισμα των νέων ρόδων. Ο Άλκης. μονάχος στη βεράντα του μικρού εξοχικού του σπιτιού, ήτανε ξένος στη μεγάλη απριλιάτικη γιορτή, που οργίαζε γύρω του σε ουρανό, γη και αέρα. Συχνά γύριζε ανήσυχος προς τη θύρα που έφερνε στο σπίτι, σαν να περίμενε κάτι. Ένα ιατρικό συμβούλιο είχε γίνει την ώρα εκείνη για τη Μαρία, που η κατάστασή της είχε απότομα χειροτερέψει. Οι γιατροί, φίλοι και συνάδελφοι του Άλκη, αφού εξετάσανε την άρρωστη, είχαν αποσυρθεί σ’ ένα δωμάτιο να σκεφθούν.

— Δεν υπάρχει λόγος να μας αφήστε μόνους... είχαν πει στο συνάδελφο τους. Είσθε γιατρός και μπορείτε να λάβετε μέρος στο συμβούλιο και να μας πείτε τη γνώμη σας. Έπειτα δεν υπάρχει λόγος να σας κρύψουμε και τίποτε...

Ο Άλκης όμως είχε προτιμήσει να τους αφήσει μόνους. Η συγκίνησή του τον έπνιγε και η ιδέα πως θα βρισκότανε σ’ ένα κύκλο ανθρώπων, που θα συζητούσαν με τη μοιραία ψυχρότητα και την αδιαφορία της επιστήμης για το φτωχό, δυστυχισμένο πλάσμα, που η δυστυχία του πλάκωνε τη στιγμή αυτή σα μαύρο σύννεφο την ύπαρξή του, του έκανε κακό. Είχε το φόβο ακόμα, με όλες τις επιφυλάξεις που θα κρατούσαν βέβαια απέναντι του οι συνάδελφοί του, ότι θα μπορούσε να μάθει ή να μαντέψει κάτι απαίσιο, που έτρεμε και να το συλλογισθεί ακόμα. Προτιμούσε, σαν ένας απλός και ανίδεος συγγενής, να ακούσει τα τελευταία λόγια των ιατρών, προετοιμασμένα με κάποια ευσπλαχνία και με κάποια δόση παρηγοριάς και ελπίδας. Και περίμενε μοναχός του στη βεράντα, θλιβερός, αξιολύπητος, χωρίς να σκέπτεται τίποτε, χωρίς να θέλει να σκεφθεί τίποτε.

Ύστερ’ από λίγα λεπτά αγωνίας, η θύρα άνοιξε και παρουσιάσθηκαν οι γιατροί, με τη συνηθισμένη μάσκα της αισιοδοξίας και το στερεότυπο χαμόγελο της επαγγελματικής καλοσύνης. Ο Άλκης τους έβαλε να καθίσουν σιμά του, αφού φρόντισε να κλείσει πίσω τους τη θύρα.

— Λοιπόν; είπε με μια τραγική ανυπομονησία, που μάταια προσπαθούσε να την κρύψει. Λοιπόν;…

— Καλέ, μη ανησυχείτε τόσο πολύ, κύριε συνάδελφε! του είπε ο παθολόγος, που σα γεροντότερος και καθηγητής του Πανεπιστημίου είχε προεδρεύσει στο συμβούλιο. Η κατάσταση της κυρίας είναι σοβαρή, βέβαια, όχι όμως και απελπιστική. Εννοώ πολύ καλά, ότι είσθε γιατρός και ανησυχείτε υπερβολικά, όπως ανησυχούμε όλοι οι γιατροί, όταν πρόκειται για τους δικούς μας. Βεβαιωθείτε όμως, ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος, που να δικαιολογεί την ανησυχία σας. Η κυρία είναι νέα, είναι ένας γερός οργανισμός και μας δίνει όλες τις ελπίδες πως θ’ αντισταθεί στο κακό και θα νικήσει.

Και ο γηραλέος καθηγητής χάιδεψε με συμπάθεια τις πλάτες του Άλκη, ενώ οι δυο άλλοι, ο νευρολόγος και ο μικροβιολόγος, που είχε κάμει την αιματολογική εξέταση της άρρωστης, επιβεβαίωναν με καθησυχαστικά νεύματα τα ενθαρρυντικά λόγια του παθολόγου.

Ο Άλκης, σα γιατρός, ζήτησε να μάθει, τι βρήκαν, επιτέλους, οι συνάδελφοί του στην αγαπημένη του άρρωστη. Ο καθηγητής του διηγήθηκε τότε, με επιστημονικές λεπτομέρειες, το πόρισμα τους από την κλινική και την εργαστηριακή εξέταση. Τίποτε οργανικό δεν είχαν βρει. Όλα τα συστήματα της άρρωστης ήσαν εντάξει. Εκείνο που εύρισκαν, και που είχε βεβαιώσει και η μικροσκοπική εξέταση του αίματος, ήτανε μια έντονη αναιμία, που δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν την αιτιολογία της. Η μεγάλη εξάντληση της άρρωστης και όλα τα άλλα βαριά συμπτώματα που παρουσίαζε, η δύσπνοια, οι ζαλάδες, η ανορεξία, οι παλμοί, είχανε αφορμή τη μεγάλη αυτή αναιμία. Το μόνο που τους ανησυχούσε κάπως, ήτανε η απότομη εξέλιξη της αρρώστιας και η ραγδαία καταβολή των δυνάμεών της. Αλλά με μια κατάλληλη θεραπεία και δίαιτα, το κακό — είχαν την ελπίδα τουλάχιστον — θα υποχωρούσε.

Ο Άλκης είχε ακούσει την έκθεση της αρρώστιας με μια ανησυχία, που η καλοπροαίρετη αισιοδοξία των συναδέλφων του δεν είχε σταθεί ικανή να την καταπραΰνει. Προσπάθησε να σκεφθεί και μοναχός του, να βγάλει ένα δικό του συμπέρασμα, αλλά είχε χάσει τη γιατρική του. Του ήτανε αδύνατο να κάνει τον παραμικρότερο συλλογισμό.

— Τι νομίζετε πως πρέπει να γίνει; ρώτησε μ’ ένα ύφος αξιολύπητο.

— Θα γράψουμε ό,τι πρέπει... είπε ο καθηγητής. Προπάντων όμως απόλυτη ησυχία στο κρεβάτι. Η παραμικρότερη μετακίνηση θα ήτανε ολέθρια. Η βάση της θεραπείας θα είναι η ακινησία και ο καθαρός αέρας. Προπάντων η ακινησία!

— Ώστε νομίζετε ότι ένα ταξιδάκι θα ήταν επικίνδυνο... μουρμούρισε ο Άλκης.

Ο καθηγητής τινάχθηκε από τη θέση του.

— Για όνομα του Θεού! Ούτε από το ένα δωμάτιο στο άλλο δεν πρέπει να μετακινηθεί! Ταξίδια μου λέτε; Για όνομα του Θεού!

— Είχα τις ελπίδες μου — είπε σιγά ο Άλκης, σα να ήθελε ν’ απολογηθεί — στον αέρα του βουνού και στα βάλσαμα του δάσους. Έπειτα η γυναίκα μου θα ’βλεπε εκεί τους γονείς της και η ηθική αυτή ευχαρίστηση, νομίζω...

— Όχι, όχι! τον έκοψε νευρικά ο καθηγητής. Ούτε να το σκεφθείτε! Αργότερα έχουμε καιρό. Αργότερα βλέπουμε...

Ο Άλκης, που στήριζε στο ταξίδι αυτό όλες του τις ελπίδες, είχε χάσει και την τελευταία του ελπίδα.

Όταν έφυγαν οι γιατροί, ο Άλκης έκανε λίγα βήματα στη βεράντα, προσπαθώντας να τινάξει από πάνω του τους μαύρους του στοχασμούς. Ήθελε να μπει στο δωμάτιο της άρρωστης, μ’ ένα ύφος ήσυχο κι όσο του ήτανε βολετό πιο πρόσχαρο. Μια φράση, που του είχε πει λίγο πριν ο καθηγητής, με το φυσικότερο τρόπο, σχετικά με το ταξίδι που είχε προτείνει, του είχε δώσει κάποιο θάρρος. «Αργότερα το ταξίδι, αργότερα βλέπουμε...» Η φράση αυτή, που είχαν προφέρει τα χείλη του περίφημου παθολόγου, έδειχνε πως δεν ήταν εντελώς απελπισμένος για την κατάσταση της Μαρίας. Και ο Άλκης, με τη φυσική του αισιοδοξία άρχισε να συλλογίζεται πάλι το ταξίδι, που θα τα γιάτρευε όλα. Επιτέλους θ’ άφηνε κάθε άλλη φροντίδα για τη σωτηρία της Μαρίας, θα θυσίαζε όλες του τις φιλοδοξίες και θα ’μενε μαζί της στο χωριό, ώσπου να πάρει εντελώς απάνω της, θα ’μενε ίσως για πάντα εκεί. Και, ευχαριστημένος για τη γενναία απόφαση που είχε πάρει, ικανοποιημένος για το φτωχό, αγαπημένο του πλάσμα, καθρεφτίσθηκε, για μια στιγμή, μ’ έναν ηθικό ναρκισσισμό, μέσα στην ίδια του καλοσύνη. Έκαμε ακόμα δυο τρία γρήγορα βήματα απάνω κάτω στη βεράντα, για να διώξει από την ψυχή του και την τελευταία του μαύρη σκέψη, και παρηγορημένος, ήσυχος και γενναίος, μπήκε μέσα στο σπίτι.

Στο διάδρομο απάντησε τη Μαγδαληνή, που έβγαινε από το δωμάτιο της κυρίας της.

— Τι είπανε, κύριε, οι γιατροί τον ρώτησε ανήσυχα τα καλό κορίτσι, που από μέρες τώρα είχε αφήσει κάθε άλλη υπηρεσία του σπιτιού και είχε γίνει η πιστή και αφοσιωμένη νοσοκόμα της καλής της κυρίας.

— Ευτυχώς — είπε ο Άλκης, προσπαθώντας να μεταδώσει το θάρρος του και στην πιστή υπηρέτρια — οι γιατροί είπανε, πως δεν είναι σε κίνδυνο, θα γίνει καλά!

Το καλό κορίτσι δάκρυσε από τη χαρά του.

— Άμποτε, Παναγία μου! είπε κάνοντας το σημείο του σταυρού. Είναι κρίμα να χάνονται οι καλοί άνθρωποι... Ο θεός να λυπηθεί τα νιάτα της, να βάλει το χεράκι του!

Η αγάπη, που έδειχνε η φτωχή κοπέλα για την κυρία της, είχε συγκινήσει βαθιά τον Άλκη.

— Άκουσε, Μαγδαληνή, παιδί μου! της είπε. Τι κάνει τώρα η κυρία σου;

— Την πήρε λιγάκι ο ύπνος... είπε με τον ίδιο σιγαλό τόνο της φωνής η Μαγδαληνή. Κοιτάχτε να μην την ξυπνήσετε, κύριε... Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα...

Ο Άλκης προχώρησε, αλαφροπατώντας, προς το δωμάτιο της γυναίκας του, άνοιξε σιγαλά τη θύρα και μπήκε μέσα.

Η Μαρία κοιμότανε ήσυχα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος έμπαινε από τ’ ανοιχτά παράθυρα μέσα στο μεγάλο, ανατολίτικο δωμάτιο, γεμίζοντας με χαρά και ελπίδα την ήσυχη ατμόσφαιρα και απλώνοντας τα θερμά του χάδια, σαν ουράνια αγάπη, απάνω στο λευκό κρεβάτι, όπου ανάσαινε μ’ ένα γαλήνιο ρυθμό γλυκού ονείρου η άρρωστη νέα. Ο αέρας ήτανε πλημμυρισμένος από την θείαν αναπνοή των απριλιάτικων ρόδων. Η ζωή ολόγυρα έλεγες κι έκανε ένα μυστηριακό, ωραίον αγώνα, για να νικήσει το θάνατο, που παραμόνευε κρυμμένος μέσα στις σκιές του δωματίου.

Ο Άλκης προχώρησε, γλιστρώντας αλαφρά απάνω στο παρκέτο, γυμνό από κάθε περιττό χαλί, σύμφωνα με την συμβουλή των γιατρών, και κάθισε σιμά στο κρεβάτι της Μαρίας, παραστέκοντας με συγκίνηση τον ύπνο της.

Τα βλέμματά του είχαν αναπαυθεί απάνω στο κρεβάτι της άρρωστης με τα λευκά σκεπάσματα. Μια αχτίδα του ήλιου είχε ανάψει δυο κόκκινα τριαντάφυλλα απάνω στο χλωμά πρόσωπο της Μαρίας. Είχε καιρό να ιδεί τέτοιο άνθισμα στην όψη της αγαπημένης του ο Άλκης. Και, καθώς ένοιωθε ως τα βάθη της ψυχής του την εαρινή αναπνοή των κήπων, του φάνηκε, μια στιγμή, πως τα ρόδα που ευωδιάζανε, ήσανε τα δυο ωραία εκείνα ρόδα του αίματος.

Η Μαρία έκαν’ ένα κίνημα, σα να ξυπνούσε από το γλυκά φίλημα του ήλιου απάνω στα κλειστά βλέφαρά της. Ο Άλκης έσκυψε απάνω της. Εκείνη σάλεψε λίγο το κεφάλι της απάνω στα λευκά μαξιλάρια, σα να ήθελε να ξεφύγει το φιλί της αχτίδας, και ξανακοιμήθηκε πάλι.

Μέσα στη φωτεινή γαλήνη του δωματίου, που ένα σιωπηλά μυστήριο ζωής και θανάτου γέμιζε τη χλιαρή μοσχοβολισμένη του ατμόσφαιρα, ο Άλκης χάιδευε απαλά με τα βλέμματα του, μην τύχει και το ξυπνήσει, το ωραίο σώμα, που τόσο είχε αγαπήσει και που, κάτω από τα λευκά σεντόνια, έδειχνε τώρα σα σε Πραξιτέλειο ανάγλυφο τα θεία του σχήματα.

Όσο προχωρούσε η μέρα, οι ευωδιές των ρόδων ανέβαιναν πυκνότερες από τα περιβόλια και πλημμύριζαν τα δωμάτιο της Μαρίας. Κι ενώ η άρρωστη νέα, σα ναρκωμένη από το ανάσασμά τους, είχε βυθισθεί σ’ έναν ήσυχο γαλήνιο ύπνο που έμοιαζε με ωραίο θάνατο, μέσα στην ψυχή του Άλκη το δυνατό, αέρινο αλκοόλ ξυπνούσε όλους τους κοιμισμένους ίμερους της νέας του ζωής.

Τα βλέμματά του, σαν άυλα χάδια, περνούσαν απάνω από το θείο εκείνο γυναικείο σχήμα, σταματούσαν στις γλαφυρές του καμπύλες, γλιστρούσαν μυστικά απάνω στο βελούδο της θερμής επιδερμίδας, το αγκάλιαζαν ολόκληρο, μ’ ένα βέβηλο, απαγορευμένο πόθο. Μια στιγμή ο Άλκης νόμισε, πως ποτέ δεν είχε λάβει τόσο ακέραια τη συνείδηση της πλαστικής αυτής ομορφιάς όσο τώρα. Ακόμα και στα πρώτα του ερωτικά αντικρίσματα στο δάσος, του φαινότανε τώρα πως δεν του είχε αποκαλυφθεί το ωραίο αυτό θαύμα σε ολόκληρη την ταρακτική του σύνθεση. Το πάθος του του σκότιζε τότε την αντίληψη της ιδανικής αυτής ομορφιάς. Τώρα, στη γαλήνια αυτή στιγμή, που η θλίψη εξάγνιζε και καθάριζε την αίσθησή του, αισθανότανε την ανάγκη να ξαναγαπήσει άλλη μια φορά, εξαρχής, με καινούργια συνείδηση, καινούργιον θαυμασμό, καινούργιον έρωτα, το σώμ’ αυτό, που ένας άλλος εραστής, ο μοιραίος Νυμφίος, του το διεκδικούσε.

Το κεφάλι με τα πλούσια ξανθά μαλλιά, χυμένα σα χρυσό κύμα απάνω στα μαξιλάρια, αναγυρμένο λιγάκι προς τα πίσω, με το ένα χέρι ελαφρά υψωμένο στο στήθος, κάτω από τον κάτασπρο λαιμό, σα να ζητούσε να προστατέψει ασυναίσθητα κάποιο ντροπαλό θησαυρό, θύμισε μια στιγμή στον Άλκη το επιτύμβιο αριστούργημα της Κοιμάμενης του Χαλεπά. Έδιωξε γρήγορ’ από το νου του τη θλιβερή αυτή εικόνα. Τα βλέμματά του σταμάτησαν στο μισάνοιχτο ρόδινο στόμα, που, με το κάτω χείλι ελαφρά κρεμασμένο, έμοιαζε σα να πρόσμενε να δεχτεί, με μια μυστική λαχτάρα, τα άχραντα μυστήρια του πρώτου ερωτικού φιλιού. Ο Άλκης έκλιν’ ελαφρά επάνω της, χωρίς να το καταλάβει, τραβηγμένος από το μαγνήτη των επαφρόδιτων χειλιών...

Άξαφνα η Μαρία σάλεψε, σα να την είχε ταράξει μια κρυφή ανατριχίλα, και τα μάτια της μισάνοιξαν σα σε όνειρο. Ο Άλκης τραβήχθηκε τρομαγμένος, σαν παιδί, που θέλει να κρύψει μιαν αταξία από ένα ξαφνικό, αυστηρό βλέμμα.

— Εσύ είσαι, Άλκη; μουρμούρισε η Μαρία.

— Εγώ, παιδί μου... της είπ’ εκείνος, με φωνή μισοπνιγμένη από τη συγκίνηση, θέλεις τίποτε;

— Γιατί δεν πήγες σήμερα στη δουλειά σου; Δε θέλω να χάνεις τη δουλειά σου για μένα. Εγώ είμαι καλύτερα... μουρμούρισε πάλι.

Μιλούσε δύσκολα και με κομμένη αναπνοή.

— Δεν έχω καμιά δουλειά, παιδί μου, σήμερα... δικαιολογήθηκε ο Άλκης. Πες μου! θέλεις τίποτε;

— Όχι! Πού είναι η Μαγδαληνή; ρώτησ’ εκείνη.

— Θέλεις να της μιλήσω;

— Ναι! Γιατί έφυγε από κοντά μου;

Ο Άλκης σηκώθηκε και προχώρησε σιγά προς τη θύρα να φωνάξει τη Μαγδαληνή. Όταν γύρισε πίσω, η Μαρία είχε ξανακοιμηθεί. Τα μάτια της ήσαν κλειστά, με μια παραπονεμένη έκφραση, και ανάσαινε συχνά και δύσκολα.

Ο Άλκης ένοιωσε τα δάκρυα να τον πνίγουν. Και, μόλις μπήκε μέσα η Μαγδαληνή, βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, για να μην ξεσπάσει σε λυγμούς, και τράβηξε προς τη βεράντα. Έπεσε σαν πτώμα επάνω σε μια καρέκλα και, κρύβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες, άφησε τα δάκρυα του να χυθούν ελεύθερα, ανακουφιστικά. Ακουμπισμένος έπειτα στα κάγκελα της βεράντας, με το κεφάλι του στηριγμένο στα χέρι, απάνω από το απριλιάτικο πανηγύρι του κήπου, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, ξανάζησε, σε λίγες στιγμές, σα μέσα σ’ ένα ωραίο και θλιβερό όνειρο, όλη του τη ζωή των τελευταίων χρόνων. Η δυστυχισμένη η Στέλλα! Τι μακρινή οπτασία! Της είχε φέρει το θάνατο, γιατί δεν είχε τη δύναμη να νικήσει την τυραννία της θείας του και να της δώσει την ευτυχία που της είχε τάξει. Και ύστερα η φυγή του, το ταξίδι του, το δάσος με τα έλατα. Πόσες τύψεις, πόσες αγωνίες και πόσες χαρές! Η Μαρία ξαναζωντάνεψε μπροστά του, με τα τσίτινο χωριάτικο φορεματάκι, το κίτρινο μαντήλι στα πλούσια μαλλιά, τα λευκά, γυμνά ποδαράκια, που την έφερναν γοργά, σα δειλό ζαρκάδι, σιμά του. Μια δειλή ανεμώνη του βουνού. Γιατί να την ξεριζώσει; Γιατί να μη νικήσει το πάθος του, να δαμάσει τον εγωισμό του; Ένα αθώο θύμα. Και έπειτα ακόμα ένα άλλο... Αυτά ήτανε το φρικτότερο! Αντίκρισε τον ολέθριο έρωτά του με φρίκη. Ο εαυτός του του έκανε τρόμο. Ανασηκώθηκε, έκανε λίγα βήματα στη βεράντα και ξανάπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ένοιωθε την ανάγκη να βγει από τον ίδιο τον εαυτό του, να ελευθερωθεί από την ίδια του φρικτή ύπαρξη.

Η ψυχή του διψούσε μια εξιλέωση. Αποφάσισε να τρέξει στο δωμάτιο της Μαρίας, να πέσει γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι της, να της ζητήσει συχώρεση, έλεος. Ύστερα κρατήθηκε. Έλεος; Γιατί; Τι θα του χρησίμευε; Μια ανανδρία λοιπόν πάλι;

Τιμιότερο θα ήτανε να μείνει ασυχώρετος, με το έγκλημά του, με την τύψη του σε όλη του τη ζωή.

Ένοιωσε διαμιάς τον εαυτό του μέσα σε μια φρικτή ερημιά, μια απομόνωση τρομακτική. «Πού είναι η Μαγδαληνή; Γιατί έφυγε από κοντά μου;» Θυμήθηκε τα λόγια της Μαρίας.

Οι άνθρωποι, όταν αντικρίζουν το θάνατο, ελευθερωμένοι από κάθε υποκρισία, μας παρουσιάζουν γυμνή την ψυχή τους. Τι σήμαιναν λοιπόν τα λόγια αυτά της Μαρίας; Θυμήθηκε, από την πείρα του των νοσοκομείων, άνδρες που στις τελευταίες τους στιγμές δε θελήσανε κοντά τους τις γυναίκες τους, μητέρες που ζητήσανε να φύγει από το προσκέφαλο της αγωνίας τους ένα παιδί τους, παιδιά, που, ξεψυχώντας, γύρεψαν σιμά τους μια ξένη γυναίκα, παρά τη μητέρα τους. Η Μαρία λοιπόν δεν τον ήθελε κοντά της φεύγοντας από τον κόσμο; Προτιμούσε μια υπηρέτρια, ένα φτωχό ξένο κορίτσι; Αλλά και γιατί να μην είναι έτσι; Η κόρη αυτή δεν της είχε κάνει κανένα κακό στη ζωή της. Δεν την είχε αγαπήσει όπως την είχε αγαπήσει αυτός, αλλά η αγάπη της γλυκιά και ειρηνική, της στάθηκε παρηγοριά μιας αδερφής ψυχούλας. Ενώ αυτός με την αγάπη του και την περηφάνια του... Σταμάτησε στη φρικτή αυτή σκέψη.

Ο κόσμος σε μια στιγμή του φάνηκε τρομερά άδειος. Η μοναξιά του του έκανε τρόμο.

Ούτε η Μαρία λοιπόν, ούτε το πλάσμα που είχε αγαπήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο, δεν ήτανε πια γι’ αυτόν; Τον είχε αφήσει έρημο ζωντανή, πριν τον αφήσει για πάντα; Δε θα είχε λοιπόν το δικαίωμα να την ακολουθήσει ούτε με τη σκέψη του πέρα από τη ζωή; Απαράλλαχτα όπως κι εκείνη, την άλλη; Έρημος λοιπόν και στον κόσμο και πέρα από τον κόσμο, μόνος του μέσα στο άξενο χάος! Αν του ’μενε τουλάχιστον, τελευταία παρηγοριά, η αγαθή ψυχή που του είχε παρασταθεί σα φύλακας άγγελος, σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του; Η Μίνα! Αλλά κι αυτή ακόμα, κι αυτή άρρωστη, ύστερ’ από την τελευταία της αιμόπτυση, έτοιμη ίσως να τον αφήσει για πάντα, ακολουθώντας τη μικρή της φιλενάδα του δάσους στο μεγάλο ταξίδι. Η μοναξιά του του έκαμε τρόμο. Του ήρθε ίλιγγος, σα να είχε βρεθεί μετέωρος ανάμεσα ουρανού και γης. Και κλονίσθηκε να πέσει.

Η Μαγδαληνή βγήκε στη βεράντα να πάρει κάτι. Ο Άλκης πίστεψε σε κάποιο τελευταίο μήνυμα της Μαρίας, που ξεψυχούσε τόσο σιμά του και τόσο μακριά του.

— Μήπως με ζήτησε η κυρία σου; ρώτησε με λαχτάρα.

— Όχι, κύριε... είπε θλιβερά το καλό κορίτσι. Μου ζήτησε λίγο δροσερό νερό από το κανάτι.

Έμεινε πάλι μόνος. Ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε και του σάλεψε την ουρά, κοιτάζοντάς τον λυπητερά στα μάτια. Το αγαθό ζώο, όλον τον τελευταίο καιρό, ήτανε μελαγχολικό, σαν να καταλάβαινε πως κάποια λύπη πλάκωνε στο σπίτι.

Ο Άλκης του χάιδεψε το λιονταρίσιο κεφάλι.

— Φτωχέ μου Γκραφ, εσύ λοιπόν μου απόμεινες μονάχα στον κόσμο; Εσύ μονάχα;

Και, γέρνοντας απάνω στο κεφάλι του αγαθού ζώου, που καταλάβαινε πως ο κύριος του δεν ήτανε και τόσο κακός, όσο το είχε πιστέψει κι ο ίδιος, αναλύθηκε σε δάκρυα.

 

ΧΧΙΧ

 

Μια ξεψυχισμένη ευωδία, σαν από κρουσταλλένιο ανθογυάλι, που μαραίνονται μέσα του οι ανθοί μιας γιορτής που πέρασε, χυνότανε στον άτρεμον αέρα, το ανοιξιάτικο εκείνο βράδυ.

 

ΤΕΛΟΣ