ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ


 

Οι ΦΥΛΛΑΔΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ εκδόθηκαν το 1897

Πληροφορίες για τον Αργύρη Εφταλιώτη εδώ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥ

 

Ταξίδευα, τώρα και τρία χρόνια, στ’ Άγιο Όρος, και για διασκέδαση, και για να κοι­τάξω κάτι χερόγραφα. Και σκαλίζοντας μια μέρα στη Βιβλιοθήκη, πήρε το μάτι μου δε­μάτι χαρτιά τυλιγμένα σε κεντημένο μαντίλι, με σταυρό απ’ έξω, κι από κάτω μεγάλα γράμ­ματα, «Φυλλάδες του Γεροδήμου».

— Τι χαρτιά είν' αυτά; ρωτώ τον Καλό­γερο που με συνόδευε.

— Και γω δεν καλοξέρω, αποκρίνεται ο Κα­λόγερος. Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ’ αφήκε. Δεν ήθελε να πει μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Ήταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος πε­ραστικός επιθυμεί ας τα διαβάσει, κι όποιος τα διαβάσει από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρει μαζί του.

— Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα;

— Κανένας. Τα ’ριξε ο Ηγούμενος μια μα­τιά, και μας είπε πως είναι γραμμένα σε βάρ­βαρη γλώσσα. Τα κοίταξε κι ένας καθηγητής που ταξίδευε στα μέρη μας τις προάλλες, και σούφρωσε τα φρύδια του και τα χείλη του σαν το χορτάτο που βλέπει ξερό ψωμί.

— Είμαι περίεργος να τα δω και γω, είπα του Καλόγερου.

Και κάθισα, κι άρχισα να διαβάζω. Και βλέποντας ο Καλόγερος πως δε μ’ έπιανε αναγούλα και μένα, μόνο διάβαζα κι όλο διάβαζα, με καλονύχτισε (ήτανε βράδυ), και μου είπε, σαν αποτελειώσω, να κλειδώσω και να φέρω το κλειδί στο κελί του.

Πρέπει να κοντεύανε χαράματα σαν ξανά­δεσα τα χαρτιά στο πανί. Τα πήρα στην αμασκάλη μου, έσβησα το καντήλι, βγήκα και κλείδωσα την πόρτα. Τρέχω στο κελί και ξυπνώ τον Καλόγερο και του δίνω το κλειδί.

— Τα διάβασα όλα, του είπα, κι είναι δικά μου. Ορίστε αυτό το τάλαρο για την καλοσύνη σου. Πηγαίνω τώρα στον αγωγιάτη μου, να ξεκινήσω με τη δροσιά. Έχε γεια, και προσκυνήματα στον Ηγούμενο.

Κι έφυγα με τα χαρτιά του Γεροδήμου μαζί μου. Ήτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κα­νένας να μου τα πάρει. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, αν ίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρ­τιά. Καβαλίκευα λοιπόν τ’ άλογο, κι έφυγα.

Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιά­βασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό. Μηγαρή δεν είχα και του Γεροδήμου την άδεια; Ορίστε τι έγραφε επάνω στο ξώφυλλο:

«Αυτό το χερόγραφο δεν είναι μήτε αληθι­νές ιστορίες, μήτε παραμύθια. Είναι και τα δυο. Όποιος το πρωτοδιαβάσει ως το τέλος, είναι ο κληρονόμος μου. Ας το κάμει ό,τι θέ­λει. Όποιος το μισοδιαβάσει και πει πως δε βρίσκει μερικές αλήθειες μέσα σ’ αυτό το παραμυθολόγι, και πως μερικά παραμύθια δεν είναι κι από αληθινές ιστορίες αληθινότερα, ας έχει το ανάθεμα, αμήν».

Α. Ε.

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΔΗΜΟΥ

 

Πρι διαβάσεις τις φυλλάδες μου, Χριστιανέ που με πήρες στα χέρια σου, ίσως θέλεις να ξέρεις ποιος ήταν ο Γεροδήμος. Ας σου δηγηθώ λοιπό με λίγα λόγια τα πρώτα μου χρόνια, πριν καταπιαστώ τις άλλες φυλλάδες. Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπο­ρείς και να τα μαντέψεις ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξει τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλ­λαζε τα καύκαλα ο καιρός.

 


 

Α'

ΜΑΝΑΣ ΓΙΟΣ

 

Γεννήθηκα στο σπίτι της μάνας μου, σε νησί της Τουρκιάς. Ήταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου ήταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη. Άκουσα πως σα με φάσκιωσε και με κρατούσε στα χέρια της η μαμή, έβλεπα το λυχνάρι, και στύλωνα τα μάτια μου κατά το φως. Αυτό δε μου φαίνεται και παράξενο. Το παράξενο είναι που σα μεγαλώσουμε δεν έχουμε τόση γνώση. Χρόνια και χρόνια μπορεί να μένει λαός στο σκοτάδι, και σπίθα να δει, σφαλνά τα μάτια του. Κι αλί στον που τίναξε τη σπίθα στη μέση!

Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ… Ήμουνα λοιπόν της μάνας μου γιος, και μ’ εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια.

Και τ’ αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντιά σου, αγνώ­ριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρεις ποιος είναι που σου αφήνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβεις. Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως με ξανατυλίξεις και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρό­νια και δω γυρεύουνε χερόγραφα ν’ αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.

Εκείνο που ίσως πρέπει να ξέρεις είναι τι λογής γυναίκα ήταν η μάνα μου, και με τι λογής μάτια μ’ έμαθε να βλέπω τον κόσμο. Και τότες με καλό αρχίζουμε τη δουλειά μας.

Πρώτη φορά που φύλαξα την εικόνα της μάνας στο νου μου μέσα, ήτανε σα μ’ ένιβε μια Κεριακή πρωί και με συγύριζε να με πάει στην Εκκλησιά. Πρέπει να ήμουν ως τεσσάρω χρονώ. Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ’ ένιψε η μάνα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω. Το πολύ να πω πως δεν υπόφερε το σπίτι μας από μεγάλο κακό, δεν ήρθε κανένας σεισμός να το πλακώσει, κανένας δανει­στής να βουλώσει τις πόρτες του, δεν ήρθε πια κι ο χάρος να το ρημάξει. Τι θέλαμε άλλο; Τώρα που ήτανε χήρα, τύλιξε η δύστυχη η μάνα μου το κεφάλι της με τη μαύρη τη μαγουλίκα, δούλευε στον αργαλειό, κι έτσι ζούσαμε. Η αδερφή μου η Αννούλα, έξι χρόνια μεγαλύτερη μου, κοίταζε τις μικροδουλειές του σπιτιού, μου έκανε και την παραμάνα. Βλέπεις τώρα πως είχα κι αδερφή. Τη ζωγραφιά της θα τήνε δεις κατόπι. Τη φυλάγω σε ξεχωριστή γωνιά της καρδιάς μου, με καντηλάκι αναμμένο μπροστά της, που δε σβήνει ποτές. Πήγαμε λοιπό στην εκκλησιά εκείνη την Κεριακή.

Εκεί, μέσα στο γυναικίτη, μπροστά το καφάσι, καθώς που έκανε το σταυρό της, εκεί ανασήκωσα το πρόσωπό μου και την καλοείδα πρώτη φορά τη μάνα μου, με μάτια που αφήνουν εικόνες μέσα στο νου. Ήτανε μαύρα ντυμένη. Τα μάγουλα της κατάχλωμα. Από τη χαμηλωμένη ματιά της έσταζε τέτοια λύπη, που κοίταζες τα χείλη να δεις τι τρέχει, και κει έβρι­σκες την πίκρα ζωγραφισμένη. Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τα ’κρυβα στην καρδιά μου, να τ’ ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γε­ράματα. Αν είσαι και συ εξηντάρης, αγνώριστε πα­τριώτη, πες μου, αν μπορείς, πως δε βγάζεις και συ τέτοιες εικόνες από το θυμητικό σου, όταν καθίζεις στον ίσκιο των χρόνων σου αδυνατισμένος κι αποστα­μένος, να ξεκουραστείς και να δυναμώσεις. Πες μου α δε βρίσκεις παρηγοριά στα γλυκά τους τα χρώματα, μα ας είσαι και φονιάς, κι αβοκάτος, και—δάσκαλος! Πες μου α δε φωνάζει τότες κρυφή φωνή μέσα σου «Μάνα μου», κι ας έμαθες να κλίνεις το «μήτηρ», με το δυικό του μαζί!

Τι παράξενο όμως, τίποτις άλλο να μη θυμούμαι σ’ εκείνη τη λειτουργία! Μήτε τον παπά, μήτε τους ψαλτάδες, μήτε πολυελαίους, μήτε μανάλια! Τίποτις άλλο, παρά τη μάνα μονάχα! Τη μαυροφόρα τη μάνα, και σύννεφα ολοτρόγυρα! Ξεχάστηκαν όλα τ’ άλλα, για την καλή σου την τύχη…

ΣΗΜ. Εδώ αφήνουμε μερικά, που δεν φαίνουνται χρειαζούμενα για το σκοπό του βιβλίου.

…Όσες μανάδες μπορούνε να φανταστούν τι ση­μάδια μας αφήνουν τα λόγια και τα καμώματα τους, τι φυλαχτήρια καταθέτουνε στην καρδιά μας, έπρεπε κι από βασίλισσες να γίνουνται πιο περήφανες. Να ξέ­ρουνε μόνο πως σαν αναπαύουνται στο μνήμα θα σπαρταράει ζωντανή μια τους πράξη, ένα τους χάδεμα στο νου του παιδιού τους,— τι άλλο θέλουν! Ποιος μεγά­λος του κόσμου τεχνίτης αφήνει τέτοια σημάδια αθά­νατα! Ποιος ποιητής, η φιλόσοφος, η και — δάσκαλος!

Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακίσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι.

ΣΗΜ. Κι εδώ αφήνουμε μερικές σελίδες.

 

Β'

ΠΡΩΤΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΟΝΟΙ

 

Περνούσαν ωστόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου. Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύει άνθρωπος για να ζήσει, πως γι’ αυτό δούλευε η μάνα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κι εγώ. Δηλαδή το ’ξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το γιατί τους δεν το απείκαζα· το γιατί γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακίσια τα χρό­νια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα. Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτις άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πει και πως δε νοιώθουμε κόσμο. Παιδί δεν είναι που δε σκαρώνει ένα μικρόκοσμο γύρω του, με τους φίλους του, με τους εχτρούς του, άλλους να του ζητούνε δανεικά, άλλους να τόνε ζουλεύουν, άλλους να τον κατατρέχουν, κι άλλους να τόνε διαφεντεύουν. Παιδί δεν είναι που δεν έχει τις συλλογές του, τις πίκρες, τις στενοχώριες. Ποιος δε θυμάται σπάσιμο παιχνιδιού, φταίξιμο που δεν κρύβεται, ποιος δεν ένοιωσε κοφτερό μαχαιράκι στην καρδιά του σαν έφευγε κανένας αγαπημένος από το σπίτι, η κι από τη γειτονιά; Εγώ τόνε θυμούμαι ακόμη το φίλο μου το Ζανούλη σαν ταξίδευε για την Ίμπρο με τον πατέρα του. Ράγιζε η καρδιά μου. Ήτανε βράδυ όταν με πλάκωσε η θλίψη αυτή. Η Αν­νούλα συγύριζε το τραπέζι και τραγουδούσε το καινού­ριο το τραγούδι της Λενιώς του Καλαφάτη. Κι η μάνα, για να με κάμει να λησμονήσω τον πόνο μου, άρ­χισε να μου δηγάται την ιστορία του τραγουδιού. Μου παράστηνε κάτι Τούρκους που έρχουνται από την Ανα­τολή και φέρνουνε χαλασμό. Πατούνε σπίτια και πύρ­γους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκεύουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κε­φάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα. Γιατί τους αφήνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψει; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κι η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιότεροι από μας, πως είναι αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώσει μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.

Με θεράπεψε η προφητεία αυτή. Ο Θεός θα μας γλυτώσει. Ένα φύσημα, και θα τους πετάξει όλους στη θάλασσα. Εμείς θα καθούμαστε στα μιντέρια, κι αυτοί θα πετούν και θα φεύγουν.

— Ωστόσο τι την έκαμαν τη Λενιώ; ρωτώ άξαφνα.

Εκείνη την ώρα, να και μπαίνει ο γερο-Βασίλης. Ο γερο-Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπο­ρούσε να πηδήξει σε πηγάδι για να γλυτώσει σκυλί, μα ήταν καλός και να ξαντερώσει κλέφτη, αν τον έπιανε στ’ αμπέλι. Κατοικούσε στο χτήμα, στο ίδιο μέσα το καλύβι που γράφουνται αυτές οι φυλλάδες, χτισμένο σε χρόνους που δεν τους έφταξε μήτε κείνος. Και τώρα που ήτανε χειμώνας, ανέβαινε στο χωριό. Έτρωγε, κουβέντιαζε, κι ύστερα πλάγιαζε· και το πρωί, πρι να φέξει, ήτανε φευγάτος με το ζεμπίλι του.

Έμπαινε λοιπόν ο Βασίλης εκείνη τη βραδιά, κι από το συνηθισμένο του πιο γελαζούμενος. Ήταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε.

— Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάνα.

— Τήνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρ­ρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πα στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τήνε γλύτωσε από τα κατα­ραμένα τους νύχια. Δέκα μέρες βασανιζότανε στου Καρά Μεχμέτη την κούλα, που τήνε φύλαγαν κρυμμένη ώσπου να γιάνει, μα πήγαινε από το κακό στο χερότερο. Έτρεμε μερονυχτίς σα να ήτανε μαγεμένη. Μα εγώ θαρρώ πως είχε την Παναγιά μέσα της και τήνε βοηθούσε. Είπανε να την ξεκάνουνε, μα το είχαν προσταγή από τον αφέντη τους να μην την αγγίξουν ώσπου να ’ρθει στο δικό του χαρέμι. Φωνάζουνε λοιπόν τον άγιο τους τον Ντεντέ να τη διαβάσει και να τη γιατρέψει. Τη βλέπει ο Ντεντές και λέει πως αυτή γιατρεμό δεν έχει, γιατί κρατάει Τίμιο Ξύλο απάνω της, που θα τη φυλάει μισοζώντανη ώσπου να γυρίσει σπίτι της. Αυτός δεν τολμούσε να τ’ αγγίξει το Τίμιο Ξύλο, κι είπε και τους άλλους να μην τ’ αγγίξουνε, γιατί θα γίνουνε σκόνη εκεί που στέκουν. Την παίρ­νουνε λοιπόν τη Λενιώ βράδυ βράδυ και τη βγάζουν όξω, και την αφήνουν ίσια ίσια κοντά στ’ αμπέλι μας, στην ακρογιαλιά. Εγώ τότες ακούγω κλάματα, και πάω να δω τι τρέχει. Χώνουμαι ανάμεσ’ από τις καλαμιές, σκύβω, και τι να δω! Τη Λενιώ του Κα­λαφάτη! Την ανέβασ’ από τον τοίχο κρυφά κρυφά. Δεν ήξερ’ ακόμα τι έτρεχε. Θάρρεψα πως τους ξέφυγε η μικρή. Την πήρα στο καλύβι, και ρωτώντας την έμαθ’ αυτά που σας είπα. Μου τα ’λεγε κλαίγοντας. Δεν το καλοπίστευα πως έβλεπα τη Λενιώ. Και σα συλλογιούμουν από τι Κόλαση γλύτωσε, ανέβαινε με­γάλος κόμπος εδώ στο λαιμό μου, και μ’ έπνιγε. Ωστόσο σκοτείνιασε, κι ήταν ώρα να τήνε φέρω και στο χωριό. Τράβηξα αγάλι’ αγάλια, με τη Λενιώ στον ώμο, δώδεκα χρονώ μαραμένο λουλούδι. Ακόμα έτρεμε, μα όχι πολύ. Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν’ ακούστε.

Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γερο-Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθίσαμε πάλι μέσα. Η μάνα μου ήταν κατάχλωμη. Η Αννούλα αναρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρ­ρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμένοι, και πέθαναν οι ζων­τανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ’ από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της βρα­διάς εκείνης παρά πως με σήκωσαν και με βάλανε στο κρεβάτι.

 

Γ'

ΠΡΩΤΗ ΛΑΧΤΑΡΑ

 

Είπαμε πως ήτανε χειμώνας, και χειμώνας βαρύς. Ξύπνησα την αυγή και τουρτούριζα. Έτσι θα ’τρεμε κι η Λενιώ, είπα στο νου μου. Σφύριζε ο βοριάς στα παράθυρα. Ήταν ακόμα σκοτάδι, μα η καντήλα μισόφεγγε μπροστά στα κονίσματα. Ακούγοντας θόρυβο κάτω, σηκώθηκα και κατέβηκα. Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώσει την τρομερή την ιστορία, μα ήτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάνα να μου το δηγηθεί το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθίσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήσει.

— Α μου το τάξεις πως δε θα φοβηθείς πάλι, σου τα λέω, μου κάνει. Ήρθαν τις προάλλες μια βαρκιά ζεϊμπέκια από πέρα σ’ ένα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μια βραδιά γύρω στο μασαλά. Πήγαν όλοι να τους δουν, πήγε κι ο Καλαφάτης με την κόρη του. Το είδαν οι ζεϊμπέκοι το κορίτσι, και βαλθήκανε να το κλέψουν και να το πάρουνε στην Ανατολή. Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ’ ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τ’ άλλα τ’ άκουσες από το γερο-Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανίτες σου.

Πού όμως τηγανίτες, που τους έβλεπα τους Τούρ­κους να βάζουν τη Λενιώ στο σακούλι τους και να φεύγουν!

Ξημέρωσε ωστόσο, και ’τοιμάστηκε η μάνα μου να πάει να δει και κείνη την Καλαφάταινα. Του κάκου την παρακάλεσα να με πάρει και μένα. Μ’ άφησε κλαμένο κι απαρηγόρητο, που δεν μπορούσα, να τη δω τη Λενιώ.

 

ΣΗΜ. Εδώ δηγάται κι άλλα ο Γεροδήμος, που δε φαίνουνται και πολύ σπουδαία, ώστε τ’ αφήνουμε.

 

— Θαρρώ πως πιότερο θες να δεις τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ν’ αρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίσει ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ’ αύριο. Να ο φύλακάς σου.

Κι ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύ­λακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.

 

Δ'

ΣΧΟΛΕΙΟ

 

Κι από τώρα αρχινάει το Βασανιστήριο που μια και για πάντα στρεβλώνει κάθε ρωμιόπουλο, η κόλαση που στεγνώνει και ζαρώνει το νου του ώσπου γίνεται μούμια, μούμια που βγαίνει κατόπι στον κόσμο φα­σκιωμένη με τον πάπυρο του Δασκαλισμού, και στο­λισμένη με τα κουδούνια κορακίστικης γλώσσας, που πρι να πατήσει μέσα σε Σκολειό δεν την ήξερε, που τέλεια ποτές δεν τη μαθαίνει, επειδή κανένας δεν ξέρει πούθε αρχινάει και πού τελειώνει αυτή η γλώσσα· αγκαλά κι αν μπορούσε να τη μάθει, δε θα του χρη­σίμευε και πολύ, αφού τίποτις δικό του δεν έχει να πει και να γράψει, δε διδάχτηκε να συλλογιέται απα­τός του, μόνο πηγαίνει κατά τα γραμμένα τα βιβλία.

Κι έτσι βγαίνει το παλικάρι στον κόσμο, κι από την πολλή την «παιδεία» σκοντάβει στο παραμικρό πετραδάκι που βρεθεί απάνω στο δρόμο του. Δε νοιώθει καλά πού πατά,—τη γεωλογία την ξέρει μοναχά από το λεξικό πως υπάρχει. Δεν πολυαξίζει το ψωμί που τρώει, — τη γεωργία την έχει για πρόστυχη τέχνη. Μια σφυρίχτρα δεν είναι άξιος να φυσήξει. Μια κου­κουβάγια δεν ξέρει να ζωγραφίσει. Μια γροθιά δεν μπορεί να δώσει. Ένα πράμα έμαθε μοναχά, πως «Αρχή Σοφίας φόβος Κυρίου». Δηλαδή ξέρει πως εδώ υπονοείται το «εστί». Αυτό ξέρει, κι αυτό όχι πάντα.

Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά τα λυπητερά για την ώρα, κι ας γυρίσουμε πάλι στην ιστορία μας.

Ήτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούν­ταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βο­ριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλε­πες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κι εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού.

ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κι έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμπτο το κεφάλαιο. Δεν είναι μεγάλη ανάγκη να ξαναγρα­φούν αυτές οι σελίδες, και τις αφήνουμε.

 

 

ΣΤ’

ΚΑΡΑ ΚΟΛ, ΧΑΖΙΡ ΟΛ!

 

Ωστόσο δεν αργήσανε να ’ρθουν τα Χριστούγεννα. Τα φορέματα, που μου ’τοίμαζε τώρα και δυο βδομά­δες η αδερφή μου ήτανε βαλμένα κοντά στο προσκέ­φαλό μου, να τα βρω την αυγή σα με ξυπνήσουνε να με πάρουνε στην εκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεις ώρες πρι να ξημερώσει. Το «κόλι» ακόμα φώναζε από το κάστρο, και τ’ άγρια λόγια του αντιλαλούσανε στον αέρα: «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μούγκριζε το κόλι σα θεριό που ξυπνάει τη νύχτα για να τρομάζει τον κόσμο· μουγκρητό κι από του λιονταριού τρομερότερο.

Μα όχι, δεν είναι το Κόλι θεριό. Είναι αναστημέ­νος προφήτης που βγαίνει από το μνημούρι του, κι ανεβαίνει στην Τάμπια, και φωνάζει πως εδώ, εδώ είναι η Κόλαση η αληθινή, κι όχι στον κάτω τον κόσμο. «Καρά Κολ, Χαζίρ ολ!» Μην τους χαρίζετε τίποτις αυτούς τους σκλαβωμένους αμαρτωλούς, λέει η άγρια η φωνή του Προφήτη. Τους πρέπουνε μεγάλα και φριχτά βάσανα. Στον άλλον τον κόσμο τόση πίσσα δε βράζει. Εκεί βασανίζουνται οι ψυχές για μικρά κρίματα. Εδώ είναι που πλερώνουνται οι μεγάλες οι αμαρτίες. Στα χέρια σας, ω πιστοί, είναι δοσμένη η φοβερή η αγγαρεία, να τους τυραννείτε τους κολασμέ­νους. Μην κοιμάστε, κι ας είναι και νύχτα. Όπου κρυφοστενάζουν οι κολασμένοι, εσείς, «Χαζίρ ολ!»

Αυτά κι άλλα τέτοια μου είπε το Κόλι πολλές φορές. Τώρα άκουγα μονάχα το μουγκρητό, κι ανατρίχιαζα. Η μάνα μου μ’ έντυνε, κι εγώ άκουγα τ’ αγριεμένο το Κόλι.

Άξαφνα, — Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλ­λος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο παπα-Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυ­νήσουμε το Χριστό που γεννιέται.

Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμ­πρή ξαστεριά κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ. Περνού­σαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κι ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού οι αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώ­ριζα. Μου φαινότανε σαν κάποιος φίλος που μου ’λεγε, —Κοντά σου είμαι, και μην τρομάζεις.

Ακόμα λίγο, και φτάξαμε. Ανεβήκαμε το νάρ­θηκα, και μπήκαμε μέσα. Είμαστε από τους πρώτους.

 

Ζ’

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Ο παπα-Νικόδημος γύριζε ακόμα, δω και κει κι έδινε προσταγές του Καντηλανάφτη. Δεν ανεβή­καμε στο γυναικίτη. Σταθήκαμε στη γωνία των γριών. Σιγά σιγά μαζεύτηκε κι ο άλλος ο κόσμος. Ήρθε κι ο δάσκαλος, κι έπιασε το στασίδι του δεξιού του ψάλτη. Κι ο δεξής ο ψάλτης, που έψαλλε μοναχός του τις Κεριακές, πήγε τώρα από τ’ αριστερά. Κι άρ­χισε ο αξημέρωτος ο «όρθρος». Τα τροπάρια περνού­σαν από το δεξί παγκάρι στ’ αριστερό, και σαν τέ­λειωναν, τα ξανάρχιζαν πάλι, να μαζευτεί όλος ο κόσμος. Καλά τα ’ψαλναν, και χαιρούσουνα να τ’ ακούς. Το τι όμως έλεγαν, αυτό δεν ήτανε κανενός δουλειά.

Ένα πράμα νοιώθαμε τότες, κι αυτό ήταν η μου­σική, ο θησαυρός μας αυτός ο καταφρονεμένος, ίσως επειδή δεν είναι φερμένος απ’ έξω, μήτε ξεχωσμένος από τη γη, μόνο ζει και βασιλεύει με χίλια τραγού­δια, μοιρολόγια και ψαλμωδίες. Αν είναι τα «ιδιόμελα» κατεβασμένα από χρόνους παλιούς, δεν πάει να πει πως είναι και πεθαμένα. Κοίταξε όμως γνώση: Τη νεκρή τη γλώσσα, πολεμούμε να τη ζωντανέψουμε, και τη ζωντανή τη μουσική, να την πνίξουμε μες στη φράγκικη! Για να πολιτισθούμε, όλα μας πρέπει ν’ αλλάξουν. Η Μουσική μας πρέπει να ’ρθει από την Ευρώπη, κι η γλώσσα μας από την Αρχαιότητα. Σιγά σιγά θα μας φέρνουν και τις χαρές μας από τον Παράδεισο, και τους πόνους μας από την Κόλαση, και σα δεν έχουμε πια τίποτις δικό μας, θα ψάλλουμε στον πλάγιο του τετάρτου, —το μόνον ήχο που ξέρουνε στην Ευρώπη, — «Ευοί Ευάν» με τους αγγέλους, και «Ιώ, ιώ» με τους δαιμόνους. Και τότες θα δοξα­στούμε, και θα δει η Εσπερία τι μεγάλο έθνος γε­νήκαμε, και θα μας δώσει την Πόλη.

Ωστόσο άρχισε να γλυκοχαράζει ο ουρανός, άρχισε να λάμπει κι η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τήνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός. Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κι ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πί­στη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάνας.

Και καθώς κοίταζα τη λειτουργιά, κι άκουγα τους ψαλτάδες και τα παιδιά που τραβούσαν τον ίσιο (στραβά οι πιότεροι), σκύβ’ η μάνα μου και μου λέει στ’ αυτί.

— Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τήνε δεις στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα.

Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.

Ένα κοριτσάκι κάτι αψηλότερο από μένα, ξανθούτσικο, χαμηλόβλεπο, γελαζούμενο, νόστιμα ντυ­μένο, και μ’ άσπρο μαντιλάκι στο χέρι. Η μάνα της, μαγουλικωμένη και μαυροφόρα, ακολουθούσε. Ήρ­θαν και στάθηκαν πλάγι μας. Α ζωντάνευε της Πα­ναγιάς η εικόνα, κι έρχουνταν έτσι να σταθεί κοντά μου, δε θα με γλυκοτρόμαζε πιότερο. Τι να ήταν το μυστήριο που κρυφοχύθηκε και μου την έκαμε βλα­στάρι τρυφερό την καρδιά μου! Αγάπη δεν μπορούσε να είναι, πρέπει να ήταν ο ανθός της αγάπης, μοσκοβότανο φυτρωμένο στο μίσος του άγριου του Τούρ­κου. Είχα ηρωίδα μπροστά μου, μια ψυχή που τη διάλεξε ο Θεός να την αγιάσει από δέκα χρονώ, και να τη γλυτώσει με παράξενο θάμα. Και πώς να μην τη λατρεύω, που έβλεπα πως όλα ήταν αλήθεια, όλα. Και της Αννούλας το τραγούδι, και τα λόγια του γερο-Βασίλη, και της μάνας οι ιστορίες. Δεν ήταν η Λενιώ από κείνες τις αθώρητες τις Νεράιδες ή τις Βασι­λοπούλες που μας μαγεύουνε στου χειμώνα τα παραμύ­θια. Τα ’βλεπα ολοζώντανα τα γαλανά της τα μάτια, το λαμπερό μέτωπο της, τα ξανθουλά της μαλλιά.

Δεν άργησε η απόλυση. Δεν το πίστευα πως μοίραζε τ’ αντίδωρο ο πάτερ Νικόδημος, και πως γύριζε ο κόσμος στα σπίτια του. Άλλη ήταν η γειτονιά της. Πήρα τό­τες το δρόμο μας με βαριά και με λυπημένη καρδιά.

 

Η'

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 

Δε σας αφήνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θ’ αραδιάζω… Ένα ένα θα τα ξε­τυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήρια μου… Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου τ’ αφήνεις έξω αυτά. Κάλλιο να μπαίνεις στο περιβόλι, να κοιτάζεις το δέν­τρο, και να κόβεις από τα κλωνιά του το πωρικό, παρά να τρέχεις να τα χαρείς κομμένο στο πιάτο. Δε μ’ ένοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύ­λια στ’ αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτ­σουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν’ αρχίζει να πρασινίζει, να βγάζει τα χνουδωτά σημάδια της νιό­της, να πετάει βλαστάρια και να κλαδώνει, κατόπι ν’ ανθίζει και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταν­τούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι. Έχε λοιπόν υπομονή, και κατέβαινε τώρα στ’ αμπέλι που πρασινίζει, ίσως δώσει ο θεός και μαζέψεις καρπό κατόπι.

Πώς να μην τη θυμηθώ την πρωτοχρονιά εκείνου του χρόνου, που φυσούσε η νοτιά σα δαιμονισμένη, η θάλασσα φούσκωνε σα να ήθελε να μας καταπιεί, τα κεραμίδια πέφτανε σα χαλάζι, σφύριζαν τα παράθυρα, και το σφύριγμά τους ανεβοκατέβαινε σαν τσιριχτό γυναίκας που την έπιασαν πόνοι… Τη θυμούμαι, κι ωστόσο το νοιώθω πως φοβάσαι να μη σου τα ιστορήσω τα τραγούδια που τραγουδήσαμε, τα ρόδια που σπάσαμε, τις μερίδες που κόψαμε, τα λιόφυλλα που ρίξαμε στη φωτιά να πηδήξουν και να μας πουν την καλή μας τη μοίρα. Θα σου την κάμω λοιπόν τη χάρη, και δε θα τα πω. Να ’ρθεις όμως μαζί μου να πάμε κάτω κατά το δρόμο της σκάλας, εκεί, κοντά στον γκρεμνό, που πήγα μαζί με το γερο-Βασίλη εκείνο τ’ απομεσήμερο, να δω το κακό που γινότανε μέσα στη φουρτουνιασμένη τη θάλασσα. Όλο το χωριό ήταν εκεί μαζεμένο, και κοίταζε.

Τι να κοίταζε! Τ’ αγριεμένα τα κύματα; Τα θολω­μένα τα βουνά αντίκρυ; Τις μπόρες που αρμενίζανε μακριά κι έδεναν τη θάλασσα με τον ουρανό; Τίποτις απ’ αυτά δεν κοίταζαν. Τα μάτια τους ήτανε στυλωμένα σε δυο κατάρτια που στεκότανε μισογερμένα απάνω στα κύματα, μ’ ανοιγμένα πανιά. Η γολέτα, η άγκουρά της, τ’ αμπάρια της, όλα στο βάθος! Τα είχε καταπιωμένα η αχόρταγ’ η θάλασσα. Ήταν κι ο Καπετάν Μουσταφάς εκεί κάτω. Κι οι ναύτες τους, κι οι βλαστημιές τους, όλα πνιγμένα! Μόνο που ήτανε ρηχά τα νερά, κι έμειναν τα κατάρτια απ’ έξω, και τα ’δερνε ο άνεμος και τους σάλευε το μνημούρι τους. Ως και νεκρούς δεν τους άφηνε η φουρτούνα!

Σα μεγάλωσα, και το συλλογιούμουν εκείνο το περιστατικό, έλεγα, ίσως κάτι ήθελε να μας πει ο Άη-Βασίλης εκείνη τη μέρα. Πως έτσι θα φουρτουνιάσει μια μέρα κι η Ρωμιοσύνη, και θα τους καταπιεί όλους τους. Και περίμενα την προφητεία να βγει!

Μα σα γέρασα, κι είδα πως η Ρωμιοσύνη από τέ­τοιες φουρτούνες δεν παίρνει, είπα, Κρίμα στον καη­μένο τον Καπετάν Μουσταφά! Δεν ήτανε σημάδι του Άη-Βασίλη, ήταν η κακή του η τύχη και πνίγηκε. Ένας Τούρκος παραπάνω, ένας παρακάτω, τι σημαί­νει! Κρίμα στον Καπετάν Μουσταφά!

 

Θ'

ΠΡΟΚΟΠΗ

 

Μπήκα πια τώρα στ’ αληθινά τα βάσανα. Παν τα παιχνίδια, παν τα χρόνια που λάμπουνε στο πρόσωπό μας σαν το γλυκοχάραγμα της αυγής, κι αρχίζει δου­λειά φοβερή μέσα στον ήλιο που τόνε λένε ζωή· ήλιο που μας φέγγει να δούμε τι μεγάλο καλό είχαμε και το χάσαμε. Όχι πως δεν ξανάρχεται η χαρά. Έρχε­ται σαν ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας ύστερ’ από μα­κρινή ξενιτιά, σαν πρωτοφιλήσουμε την καλή μας, σαν τη βλέπουμε και βυζάνει το πρώτο της, σα χο­ρεύουμε πρώτο εγγόνι στα γόνατά μας, έρχεται τότες η χαρά και μας βαλσαμώνει. Μα είναι βαλσάμωμα, γιατρειά πόνου, κι όχι παντοτινή γιατρειά. Η κα­θαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακίσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται.

Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν το ’θελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο... Κι έτσι άρχισα να προκόβω.

Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα. Το ’να της συντροφιάς των παιδιών, τ’ άλλο, της καμαρωμέ­νης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μου βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμά­ρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι. Κι έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε γράμματα. Τα ’λεγε γράμματα, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν ήτανε γλώσσα της, δε θα ήταν γράμματα. Λες το μούστο γλεύκος, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι κεκολημένον, και μυρίζει κνίσσαν, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός. Και με το βάσανο να βρεις τη λέξη, ο Θεός να σε βοηθήσει να βρεις και το τι θα πεις. Α θελήσεις να γράψεις τίποτις που το συλλογίστηκες απατός σου, κι όχι κάποιος αρχαίος ή φράγκος,—ένα παραμυθάκι ας πούμε,—δε βρίσκεις λέξες για το μισό, γράφεις λοιπόν τ’ άλλο το μισό. Και κείνος πάλι που σε δια­βάζει, αν τύχει κι είναι αρχάριος, δεν καλοχωνεύει τα μισά που διαβάζει, κι έτσι του μένει το τέταρτο. Ο άλλος ο κόσμος κερδίζει από τα βιβλία του εκατό τα εκατό, εμείς είκοσι πέντε τα εκατό. Τ’ άλλα τα εί­κοσι πέντε είναι δοτικές κι αναδιπλασιασμοί, και τα πενήντα μήτε γράφηκαν! Κι έτσι βγαίνει το ρωμιόπουλο στης ζωής την παλαίστρα αρματωμένο κορακίστικες λέξες και φράσες.

Τις αραδιάζει, και γίνεται η δουλειά του. Οι σο­λοικισμοί κι οι βαρβαρισμοί είναι ψύλλοι στ’ άχυρα. Τώρα πρέπει να βγει το ψωμί όπως όπως. Θα πεις, και τι να σου κάμει λαός που φορτώνεται πεθαμένη γραμ­ματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθεις! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ’ έξι νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο… Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ’ έξι; Σπολλάτη! Ας σφαλίξουμε λοιπόν τ’ αργαστήρια μας, ας στουπώσουμε τ’ αυτιά μας, ας δέ­σουμε τα χέρια μας, κι ας μελετούμε την αρχαία ώσπου να φτιάξουμε μια καλή κορακίστικη. Να πούμε όμως και του αλλουνού του κόσμου να μην πολυβιάζεται με τον πολιτισμό, να τον προφτάξουμε και μεις. Να μας απαντέξουνε κι οι Βούλγαροι, γιατί σπουδά­ζουμε την αρχαία τη γραμματική· και κατόπι, μετριούμαστε και με δαύτους.

Αυτό ήτανε το ’να το ρέμα, το τεχνητό. Είχαμε όμως και τ’ άλλο, το φυσικό. Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγει τις χίλιες μωρολογιές, νο­στιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυ­λούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να καταριέται στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φίδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα, του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξει ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσεις, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλίσιου του του ποδός;

Αν τα λόγια της αγάπης είναι της μάνας, τα πιότερα τα λόγια του πόνου και της ζωής είναι των πρώτων συντρόφων μας. Ή της μάνας είναι ή των συντρόφων, κάθε χαρά ή λύπη, κάθε λαχτάρα ή απελ­πισία, κάθε μίσος, κάθε τρόμος ή θυμός που κλονίζει το νου μας, κάθε σταλαματιά που γυρίζει στις φλέ­βες μας είναι ζυμωμένα με την καταφρονεμένη τη γλώσσα που ντρεπόμαστε να την πούμε δική μας. Είναι χτήμα της καρδιά μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρει άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και να ’θελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνήσει απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πά­θημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίσει μια πεθαμένη γραμματική! Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήσει τον πόνο της, την κοφτερή να δείξει το πάθος της. Πού ακούστηκε τέτοιο κακό! Πού ακούστηκε Αχιλ­λέας ή Αμλέτος να πασαλείβει το πάθος του με τέ­τοιους σουβάδες; Σε ποιο βιβλίο γράφηκε πως οι με­γάλοι οι τεχνίτες του κόσμου πήραν από δασκάλους τη γλώσσα τους! Του κάκου, όλη η ιστορία σας κατα­τρέχει, καλοί μου σοφοί. Όλος ο κόσμος θρούβαλα τις κάνει τις θεωρίες σας. Εμείς μόνο τα ρωμιόπουλα σας αφήσαμε και μας πήρατε στο λαιμό σας, και μας τρα­βήξετε από τη γελαστή μας ακρογιαλιά σε βάθια μαύρα και σκοτεινά, και πάτε να μας πνίξετε τώρα μαζί σας.

 

Ι'

ΣΗΜ. Εδώ δηγάται ο Γεροδήμος μερικές περι­πέτειες του Σκολειού του, και τις αντάμωσές του με τη Λενιώ. Δεν πολυχρειάζουνται για τον καθαυτό σκοπό του βιβλίου, ώστε το παραλείπουμε κι αυτό το κεφάλαιο.

 

ΙΑ'

ΣΚΟΥΛΑΡΙΚΙ ΝΑ ΤΟ ΚΡΕΜΑΣΟΥΝ!

 

Δεν ξέρω πόσα χρόνια και πόσοι μήνες πέρασαν από τότες που με πρωτοπήρε η μάνα μου στο Σκολειό. Πρέπει να ήμουνα στα δώδεκα τώρα. Πρέπει να κόν­τευε χρόνος που δεν ήρχουνταν πια μήτε η Ελένη μήτε η Αννούλα. Δεν την έβλεπα πια τώρα κάθε μέρα την Ελένη. Δεν την άκουγα την τρεμουλιαστή τη φωνή της καθώς τότες που διάβαζε στην τάξη των κοριτσιών. Δεν την είχα πια αντίκρυ μου να με περεχά με το φως της. Ήταν κλεισμένη πια τώρα στο σπίτι της, και δεν τη συχνόβλεπε μήτε η Αννούλα.

Όχι· την έβλεπα μες στο νου μου, και την είχα πάντα μες στην καρδιά μου. Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ’ έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλύτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κι έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξει, να με πάρει μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα. Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τ’ άκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως.

Ήταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε τ’ αψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θά­λασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλο­καίρι. Τα πουλιά κελαηδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλωναν ποιο να πρωτοπάρει το καλύτερο το κλωνί για κρεβάτι του. Οι λυγερές οι φωνές και τα γέλια της γειτονιάς αντιλαλούσανε στον αέρα σαν πανηγύρι, οι ναύτες τραγουδούσανε στο λιμάνι, όλος ο κόσμος χαιρότανε.

Είπα της μακαρίτισσας, ας πάρουμε την Αννούλα κι ας πάμε όξω και μεις. Να δούμε τη θάλασσα να ρίξουμε δυο πέτρες μες στο γιαλό. Να κοιτάξουμε τα βουνά, να πάρουμε καθάρια αναπνοή. Έβαλε λοιπόν το σάλι της και βγήκαμε. Στο δρόμο, ανταμώνουμε το γερο-Βασίλη. Και καλά να γυρίσουμε πίσω· να μη βγούμε· σπίτι να πάμε· κάτι κρυφομίλησε της μάνας μου, και γυρίσαμε. Κάτι μισοάκουσα για μια καινούρια βαρκιά που μας ήρθε πάλι.

— Ε, στην υγειά σου, μου κάνει ο γέρος πίνον­τας τη μαστίχα του, και να ’χουμε την ευκή της Λε­νιώς. Δεν τα μάθετε; την τάξανε την Ελένη τους. Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω».

Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ’ αυτό τ’ όνειρο έχει να κάνει. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθει ο άγιος και της κάμει της Καλαφάταινας κανένα κακό.

Μ’ αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε. Έπεφτα σ’ ατέλειωτο βάθος. Γύριζαν οι τοίχοι, γύριζε όλος ο κόσμος. Πού να βασταχτεί πια ο κόσμος δίχως εκείνη! Θα χαλάσει ο κό­σμος, κόλαση θα γίνει το χωριό, θα ρημάξει το σπίτι μας, θα μπει ο μαύρος ο πόνος μες στην καρδιά μου και θα την κάμει για πάντα δική του! Φεύγει πια η παρηγοριά μου, φεύγει η δύναμη που με διαφέντευε μέσα στον κόσμο, που με γέμιζε θάρρος κι ελπίδα. Ποιος αθώρητος άγγελος θα ’ρχεται τώρα κοντά μου να με γλυτώνει από αμέτρητους πειρασμούς! Κανένας, κανένας πια τώρα παρά η μάνα μου, και κείνη δεν τα ξέρει πια όλα τα μυστικά βάσανά μου. Την έκαμε ξένη τη μάνα μου το Σκολειό!

Πού να το φανταστεί ο γέρος πως άνοιξε μπροστά μου τέτοιον γκρεμνό! Χωράτευε με την παιδιακίσια μου την αγάπη, και δεν το ’ξερε πως με σπάραζε. Μήτ’ άλλος κανένας δεν το ’ξερε. Όλοι για παιχνίδι την έπαιρναν τη βαθιά και την τρυφερή εκείνη την αγάπη!

Έκαμαν το σταυρό τους σαν άκουσαν την είδηση, κι η μάνα μου, κι η Αννούλα. Έκαμαν το σταυρό τους, και σύχασαν. Άμα ήταν άγιος στη μέση, λό­γος δεν έπεφτε κανενός.

…Σιγά σιγά ξανάρχισαν πάλι την ομιλία. Μι­λούσαν κι οι τρεις τους σαν αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια.

Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κι έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ’ έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι. Κάθισα στο πλάγι του μισογκρεμισμένου του μύλου, και κοίταζα την ατέλειωτη θάλασσα. Άκουα τα κύ­ματα που χτυπούσανε μέσα στις σπηλιές από κάτω, και θαρρούσα πως αναστέναζαν. Έβλεπα τους βρά­χους τριγύρω και μου φαίνουνταν παράξενο πώς δε μι­λούσαν, πώς δε ράγιζαν, που έφευγε η Ελένη για πάντα. Περνούσαν οι βάρκες να πάνε στο πυροφάνι, κι ο νους μου δεν το χωρούσε πώς γίνεται ο έρημος ο ψαράς να συλλογιέται για ψάρεμα, τώρα που φεύγ’ η Ελένη! Πώς δεν έπεφτε κι ο ήλιος μια και καλή μες στη θάλασσα, να πνιγεί και ν’ αφανιστεί, μόνο βασίλευε σιγανά σιγανά, σα να μην έφευγε η Ελένη!

Άξαφν’ ακούγω βαρύ κρότο, σα να πήδηξε κά­ποιος από ψηλά. Γυρίζω, και βλέπω Τούρκο στρωμένο. Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με τα μάτια του άγρια χαρά. Τρο­μερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ’ αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μο­ναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Ήμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας. Φωνή δεν είχα σαν μπήκα. Ανέβηκα ίσια απάνω, και πολεμούσα να συνεφέρω. Τον έβλεπ’ ακόμα το φίλο με τ’ άγρια τα μάτια.

Δεν ξέρω πόση ώρα κείτουμουν έτσι μήτε τι συλλογιούμουν. Ένα πράμα θυμούμαι, που αποφάσισα να μην τους πω τίποτε κάτω. Θα τρομάξουν, είπα, κι ίσως με τάξουν και μένα Καλόγερο! Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο από μέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν.

 

ΙΒ'

ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ

 

… Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ’ εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ωστόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα. Κόκκινο σύννεφο μου τα σκέ­παζε όλα. Πλανιούμουν από δω κι από κει σαν τυ­φλός. Άξαφνα έρχεται άγγελος πλάγι μου! Ναι, άγγελος με φτερά. Με παίρνει από το χέρι, και δίχως λέξη να πει, με φέρνει σ’ ένα στασίδι. Ήταν το στα­σίδι του Ψάλτη. Ότι στάθηκα κει, με τον άγγελο πλάγι, με ξύπνησε η φωνή της Αννούλας.

— Εδώ μαθές είσαι τόσην ώρα και δε μιλάς; Τι έπαθες; Μια ώρα σε γυρεύουμε τώρα. Ήρθε κι η Καλαφάταινα με την κόρη της να σε πει έχε γεια, και πουθενά δε σε βρίσκαμε. Να δα που σ’ αγαπάει η μικρή κιόλας, και σου άφησε το κεντημένο αυτό μαν­τίλι. Τα μοίρασε όλα της τα προικιά. Και για σένα, λέει, έφερε το καλύτερό της μαντίλι, να τη θυμάσαι...

Αυτό είναι το μαντίλι που βρήκες δεμένα αυτά τα χαρτιά, κληρονόμε μου. Είναι μαυρισμένα τα ξόμπλια του, και κίτρινο το πανί του…

Ήτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ’ έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη!

Και μήτε την ξαναείδα… Δεν ξέρω πώς τα βά­σταξε τα βάσανα του μοναστηριού. Ξέρω μονάχα πως εκεί πια δεν είναι κλεισμένη, μόνο τώρα πετάει αψηλά, και κατεβαίνει κάποτες και με παίρνει από το χέρι σα χάνουμαι στου κόσμου την καταχνιά, και με φέρ­νει σε στασίδι που δεν το αξίζω.

 

ΙΓ'

ΟΞΩ

 

Ας σταθούμε δω πέρα λιγάκι. Ας απλώσουμε το χαλί μας, κι ας κάμουμε το ναμάζι μας. Χαμογελάς, αψηλόθρονό μου θεριό, που όνομα δε σου βρίσκω; Τι τάχα; Οι καλαμαράδες σου μονάχα θα σε θεμιάζουνε, μην τύχει και τους δώσεις τρεμούλα μ’ ένα σου βή­ξιμο; Εγώ τουρκεύω κιόλας για το χατίρι σου. Θέ­λεις και δώρα; να κι ένα δώρο· είναι σκούρο και στρογ­γυλό, έχει και μικρό τσιμπιδάκι. Τρέμεις; Έννοια σου, δεν είναι τέτοια η μπόμπα μου, μη φοβάσαι. Δυνα­μίτη δεν έχει μέσα της. Τεχνίτης δεν την έχει φτιασμένη. Την έφτιαξα εγώ ο ταπεινότατος δούλος σου, απατός μου. Πενήντα χρόνια τη δούλευα. Από κείνη την αξέχαστη τη βραδιά είναι που βάλθηκα να σου το ’τοιμάσω αυτό το δώρο, κι έρχουμαι τώρα να σου το προσφέρω· δέξου το. Είναι ζυμωμένο με της καρ­διάς μου το αίμα. Αυτό το αίμα δεν πρόφταξε να χυθεί στο μεγάλο το ποτάμι που πλημμύρισε το Βασίλειό σου. Δεν το ήπιαν οι πιστοί σου αυτό το αίμα, κι απόμεινε κρυμμένο μέσα σε μια καταφρονεμένη καρδιά, ύστερα πέρασε σε άλληνα, ώσπου καταστάλαξε στη δική μου, έγινε άλλο τόσο, και πάλι άλλο τόσο, και στο λαιμό μου ανέβαινε, μ’ έπνιγε. Τι να το κάμω, είπα. Χτήμα σου είναι. Στάλα στάλα το ’ριχτα πάνω σ’ αυτά τα χαρτιά. Και τώρα τα καταθέτω μπροστά στο θρόνο σου! Μην τ’ αγγίζεις, θα κάψεις τα χέρια σου! Έχει φαρμάκι αυτό το αίμα, και σε καί­γει καθώς τ’ αγγίζεις. Μα φοβούμαι μήπως εκείνο σ’ αγγίξει, και σε λυπούμαι, γιατί πρέπει μέσα σου να ’χεις ρωμαίικο αίμα και συ. Τι σου φταίγω ωστόσο! Δικό σου είναι το αίμα μου, και σου το ’στειλα. Πες τώρα κανενός να τα πετάξει αυτά τα χαρτιά στη θάλασσα. Ναι, έτσι, με τη μασιά να τα πιάσουνε. Τι; τους καίνε πάλι; Μην απελπίζεσαι. Πρόσταζε φωτιά να τους βάλουν. Φωτιά σ’ όλο τ’ αρχοντικό σου, και φεύγα. Μην κάθεσαι και τα βλέπεις. Θα περάσει το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμει κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλει φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου το ’λεγα! μην αργήσεις. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις. Πήγαινε και ξαπλώσου σε κανένα μιντέρι. Και σεις όλοι γύρω, σας έπιασε και σας το κακό. Κοράκοι γενείτε, κι ανοίξτε τα φτερούγια σας. Όξω!

Δεν έχετε τώρα να πείτε, σας γλύτωσα. Έπιασαν τα μάγια. Βασανιστήκατε λιγάκι, μα τη λευτεριά που την έχετε τώρα! Ο ουρανός θα γεμίσει κοράκους κι όρνια. Όξω! τρέχετε στα ψοφίμια!

Τόσα χρόνια να διψούν αίμα, και να μην το ’χουνε θάλασσα τα καημένα να κολυμπούν! Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρείτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τριγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρου­φλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψο­φίμια, όξω, όξω!

 

ΙΔ'

ΣΤΟ ΜΕΣΟΒΟΥΝΙ

 

Ήταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κι ήρθαμε να τις περάσουμε σ’ αυτό το κα­λύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.

Κάθε χρόνο την είχαμε την καλοπέραση τούτη.… Σηκωθήκαμε πρωί πρωί, ’τοιμαστήκαμε, μανταλώσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε τις πόρτες, και τρα­βήξαμε κατά τον κάμπο, με το γαδουράκι του γέρου φορτωμένο δισάκκια, ζεμπίλια, και στρωσίδια.

Ήρθαμε και τα βρήκαμε όλα σε τάξη. Το καλύβι σκουπισμένο, ο σιτοβολώνας απάνω χωρισμένος σε δυο καμαράκια, οι τοίχοι ασβεστωμένοι, τ’ αργαλειά κρε­μασμένα τριγύρω, το τουφέκι, ο πεζόβολας, τα παρα­γάδια, τ’ αγκίστρια, όλα στον τόπο τους.… καθετίς εδώ ήτανε γλέντι, ως κι η δουλειά μας.… Αυτό το μικρό χωραφάκι με τις συκιές του, με τις κληματα­ριές του, και μ’ ένα περιβολάκι κοντά στη βρύση, ήταν η σερμαγιά μας. Δε μας έτρεφε το ξενοδούλι πια τώρα. Το κατώγι μας ήτανε γεμάτο, τα κουκού­λια μας έβγαζαν το μετάξι τους, ως και βαμπάκι δε μας έλειπε. Ως και σουσάμι είχαμε για τις πίτες μας.

Μα μένα με κρυφόδερνε μια στέρηση και μια λύπη που δεν έσωνε μήτε μετάξι μήτε σουσάμι να μου τη διώξει. Σαν έμπαινα στο καλύβι κι ανιστορούσα πως εκεί, κοντά στη γωνιά, κάθισε η αγιασμένη μου η Ελένη τότες που τήνε γλύτωσε ο γερο-Βασίλης, και πως δεν ξαναμπήκε σ’ αυτό το καλύβι, δεν ήρθε να μου πει πως την αγαπάει εκείνη την κώχη που της ξανάφερε τη ζωή, μ’ έπαιρναν τα δάκρυα κάποτες, και κατέβαινα στο γιαλό να ξεσκάσω κοντά στα κύματα. Κι αυτόν το δίσεχτο χρόνο, που έφυγε η Ελένη, και πήρε τον αγύριστο δρόμο της αγιοσύνης, που δεν μπορούσα πια να την ξαναϊδώ μήτε στο χω­ριό, ήτανε δίστομο μαχαίρι η λύπη μου και μου τρυ­πούσε ως πέρα τα σπλάχνα, κρυφά και δίχως να το ξέρει κανένας. Ώρα πολλή δεν μπορούσα να μείνω κοντά στην κώχη εκείνη, χωρίς το γέρο ή τη μάνα μαζί μου. Ως και τώρα ακόμα τη βλέπω την πέτρα που κάθισε ο γέρος και πήρε στα γόνατα του το τρομασμένο μου τ’ αγγελούδι, και θαρρώ πως τάφο κοιτάζω. Τη βλέπω καλά την πέτρα, και το θαμάζω που δεν είναι ραγισμένη, δεν άλλαξε καθώς άλλαξαν όσοι κά­θισαν εκεί απάνω, μήτε σηκώθηκε να φύγει καθώς εκείνοι. Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε,— και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της!

Είναι τ’ άγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δεις εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά ....

Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχεις υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει. Εδώ είναι που σ’ έχω και σου μιλώ… Δυο λόγια μοναχά για το Μεσο­βούνι, μια μέρα της αθάνατης εκείνης της ζωής, κι έχεις όλη την ιστορία.

Μεσοβούνι είναι το βουνό που μας χωρίζει από τον κάμπο του χωριού, είναι κι η εξοχή μας. Ένα μικρό, παράμερο, ξεχασμένο κομμάτι του Παραδείσου, που βρέθηκε δω ανάμεσα στα βουνά. Η μια πλευρά του ορθάνοιχτη, και βλέπει τη θάλασσα. Μια και μπεις σ’ αυτή τη φωλιά, και σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου. Άφησε πια που σε μεθάει το θυμάρι κι η λυγα­ριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, που σε γλυκοκοιμίζουν οι βρύσες με τ’ ακοίμητά τους νερά. Μα κείνο που σου δίνει καινού­ρια ζωή, που σε κάνει κι ανεσαίνεις πιο εύκολα, είναι που Τούρκος δεν έχει χωράφι τριγύρω… Έχει ρω­μαίικη ψυχή μέσα του το μικρό το Μεσοβούνι. Ζούσανε μάλιστα τα χρόνια εκείνα και δυο τρεις Μεσοβουνιώτες που μύρισαν κι αυτοί μπαρούτι στα νιάτα τους! Ο γερο-Βασίλης ήταν ένας. Ο μακαρίτης ο Αγγελάκος, στο πλάγι μας, άλλος ένας. Ήταν κι ο γερο-Καπλάνης, που ήταν κι αυτός κατιτίς μια φορά. Όλοι τους Ξωμερίτες, απείραχτοι όμως τώρα, και δεν τους κακόβλεπε κανένας αγάς. Παντρεύτηκαν και στον τόπο, εξόν ο Βασίλης, που όρεξη για καινούριες αγάπες δεν είχε.

Αυτό ήταν το Μεσοβούνι· ορίστε τώρα κι η ζωή μας εκείνα τα χρόνια.

Πρι να φέξει, ο γέρος με κατέβαζε στο γιαλό και τραβούσαμε τις αποτονιές. Τα μουγκριά δεν απαντέχουν ώσπου να φέξει. Βγαίνουν από τα θαλάμια τους την αυγή, τριγυρίζουν τον κάβο να βρούνε φαΐ, χάφ­τουν το δόλωμα, πιάνουνται, κι ύστερ’ αρχίζουν και στρεφογυρίζουνε σαν αδράχτια ώσπου ζαρώνει και κου­βαριάζεται το σκοινί, κι ανασηκώνεται τ’ αγκίστρι και ξεμπλέκεται από τα σβάραχνά τους, και τότες ξετι­νάζονται και φεύγουν. Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτεί το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε.

Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της μέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ’ ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνει ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά. Κι ώσπου να χρυσώσει και τα δικά μας τα βουνά, γυρίζαμε στο κα­λύβι με το καλάθι γεμάτο σύκα.… Κατόπι άρχιζε η δουλειά.… Ύστερα έπαιρναν οι γυναίκες τ’ αργόχειρά τους και κάμνανε συντροφιά του τζίτζικα κάτω από τη μεγάλη τη συκαμηνιά. Ήρχουνταν κι η Αγγελάκαινα με τη ρόκα της, ήρχουνταν κι η Καπλάναινα με το βρακί του αντρού της, και κάμνανε με τις δικές μας χωριό. Εγώ τότες έπαιρνα τ’ αποκαλαμίδι, και σαν έριχτα μια ματιά στις αποτονιές, τραβούσα κατά τον κάβο, έμπαινα στο νερό ως τα γόνατα, και ψάρευα. Και σαν έπιανα σωστή τηγα­νιά, γύριζα πίσω, ώρα που έπρεπε να τηγανιστούν.

Τ’ απόγεμα ο ύπνος δεν μπορούσε να λείψει. Ύστερα πάλι λίγη δουλειά, κι ώσπου να γυρίσεις να δεις βρά­διαζε. Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ’ ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγου­δούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες τ’ αγόρια στη θά­λασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

... Γλέντιζα και γω με τ’ άλλα παιδιά. Παρά­βγαινα και γω μαζί τους στην πέτρα, στο τρέξιμο. Τους πουλούσα και λίγη σοφία, τους ξηγούσα τι λογής τόποι είναι πίσω από της Ανατολής τα βουνά....

... Τέτοια μια βραδιά ήτανε σα μας πρωτοείπε ο γερο-Βασίλης την ιστορία του. Κανένας δεν την καλοήξερε εξόν η μακαρίτισσα, και κείνη ποτές δε μας τη δηγήθηκε. Δε θυμούμαι τι τον έκαμε το γέρο να μας ξεμυστηρευτεί τη βραδιά εκείνη. Ίσως τον ερέθισε ο Καπλάνης, που όλο τις παλικαριές του μας έβγαζε στη μέση, όλο Τούρκους μάς σκότωνε. Γιατί θυμούμαι τον Αγγελάκο που γύρισε κι είπε της μάνας μου, «Δε μας έμεινε πάλι Τούρκος. Σαν πράσα πάλι μας τους πελέκησε ο Καπλάνης!»

Δεν την ξέχασα, την ιστορία του γέρο Βασίλη, και δεν πρέπει να την αφήσω αγνώριστη.

 

ΙΕ'

ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΜΝΟ

 

— Να σας τα πω λοιπόν, παιδιά μου, μια και καλή (άρχισε ο γέρος)· στον τόπο μου οι δικοί μας σηκώθηκαν και δε σηκώθηκαν. Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές ήταν που μας αφάνισαν τότες.

Ήμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κι η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ’ αμπέλι. Σερμαγιά μας ήταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθεί η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν. Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κι έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέ­παμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέτα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέτες εκείνες, το ξέρω. Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα.

Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Ήτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τα ’ξεραν. Κι έτσι γλύτω­σαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα. Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίει το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! Βύζαξέ το, της φωνάζω. Του κάκου, δε σώ­παινε το μωρό! —Φράξε το στόμα του, σφίξ’ το στην αγκαλιά σου, για τ’ όνομα του Θεού, και χαθήκαμε! Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε.

— Ε, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάει, ή όλοι μας. Κάμε το σταυρό σου, και πέτα το στον γκρεμνό! Γλή­γορα, γιατί πλάκωσαν! Να, γύρισε να τους δεις εκεί κάτω. Σφίξε τα δόντια σου, και στον γκρεμνό. Πέτα το, σου λέω, πέτα το, στον γκρεμνό, στον γκρεμνό, γλήγορα κι έρχουνται, να τους!

Αυτή, που ως τώρα μισογόγγυζε καθώς έτρεχε, άξαφνα βγάζει μια φωνή που αντιλάλησε το βουνό. Δε βάσταξε πολύ η φωνή. Γυρίζω να δω, κι άλλο δε βλέπω παρά τον γκρεμνό! Τι έκαμα τότες, δεν ξέρω· πρέπει να ’πεσα κάτω ξερός· Πρέπει να ’μεινα εκεί πολλήν ώρα στα σκοτεινά. Σαν ήρθα στο νου μου, τρομερή ησυχία σ’ εκείνο το μέρος! Το μεγάλο το κακό ήταν τώρα κατά το χωριό. Από κει έβγαιναν οι φλό­γες, από κει ήρχουνταν τα μουγκρητά των θεριών. Κάθισα να συλλογιστώ αν ήταν αλήθεια, αν ονειρευούμουν, αν ήμουν τρελός. Φώναξα τη Χριστίνα, την ξαναφώναξα. Του κάκου, ήταν αλήθεια! Γκρε­μίστηκε η Χριστίνα με το μωρό. Να τος ο γκρεμνός! Να το το βάραθρο! Τι να κάμω τώρα! Ίσως ζει η Χριστίνα, ίσως δεν έπαθε τίποτις, ίσως λογοθύμησε· ας κάμω πως κατεβαίνω, να δω, να την εύρω, να ζήσω ή να πεθάνω μαζί της.

Και κει που έκαμνα να κατέβω,— μπαμ! και σφυ­ρίζει ένα βόλι στ’ αυτί μου. Αυτό το βόλι μ’ έκαμε όξω φρενώ· γένηκα στ’ αλήθεια τρελός. Είχα μαζί μου μια πιστόλα κι ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πι­στόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ωστόσο οι τουφεκιές πρέπει να ’φεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κου­βέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω. Σκάλωσα λοιπό σε μιαν αχλαδιά, και κρύφτηκα. Πώς να φύγω μονάχος μου, χωρίς τη Χριστίνα! Πρέπει να τη βρω, έλεγα, και θα τη βρω. Κάπου θα κείτεται λιγοθυμημένη. Μια να γλυκοφέξει, και θα τη βρω.

Τρομερή κι ατέλειωτη νύχτα! Κάθουμουν ανάμεσα στ’ αχλαδόκλαδα, και τους έβλεπα και περνούσανε δυο δυο και τρεις, τρεις, πότε Τούρκοι, πότε δικοί μας. Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντα­σμα θαρρούσα πως ήμουνα. Δεν το πίστευα πως ήμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις.

Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τρι­γύρω. Μήτ’ από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαηδούσαν τα που­λιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρε­μνό. Σαν το γίδι κατέβηκα. Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θα ’πεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ’ έν’ αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματω­μένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκο­τεινή. Δεν το πίστευα πως ήταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της. Α δεν ήταν από τα ρούχα της, α δεν ήταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος ήταν — η γυναικούλα μου!

Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μοιρολόγια. Πέ­τρα μ’ έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυ­πήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τόνε με­γάλωσα μ’ ό,τι κούτσουρα βρήκα. Και σαν τα ’θαψα τ’ ακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετρά­δια, και κατρακύλησα απάνω απάνω κι ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ’ ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμένα μάτια, μου κι έφυγα κατά τα βουνά. Παρα­καλούσα ν’ ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσω.

Εδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρυα. Δεν μπόρεσε να πάει εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν’ ακούμε. Αμίλητοι όλοι μας, σα να κειτότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου… Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γερο-Βασίλης ήτανε τέτοιος ήρωας… Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλι­καριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κι έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του… Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δεις. Ας σου πω μονάχα πως ήρθε μετά χρόνια πολλά στον τόπο μας καραβοτσακισμένος ο γερο-Βασίλης. Κι από τότες δεν ξαναγύρισε στη πατρίδα του παρά μια φορά, που πήγε και ξέχωσε τα κόκαλά της γυναίκας και του παιδιού του, και τα ’βαλε στο κοιμητήριο, και τους έκαμε μνημόσυνο, και γύρισε πάλι πίσω, γιατί δικό του δεν μπόρεσε να ξανάβρει κανένανε.

ΣΗΜ. Από τα τέσσερα τα κεφάλαια που ακολουθούνε θα πάρουμε μονάχα μερικά αποσπάσματα. Τα μέρη που αφήνουμε, όσο κι αν είναι ορεχτικά, δε φαίνουνται πολύ χρειαζούμενα.

 

ΙΣΤ’

ΠΙΑΣΤΗΚΕ!

 

Κι εκεί που καθούμαστε όλοι μας χολοσκασμένοι,

—Ε, φωνάζει ο Αγγελάκος. Τρέχα, γερο-Βα­σίλη, και πιάστηκε!

Όλοι γυρίζουμε αμέσως κατά την αποτονιά, μερικά βήματα μακριά μας. Το σημάδι στα χαλίκια ήτανε πεσμένο, το σκοινί τεντωμένο. Και στην άλλη την άκρη, ως είκοσι οργιές μες στο νερό, ξετινάζουνταν κάθε λίγο μεγάλη ουρά και χτυπούσε τα κύματα.

Ξεχνούμε τις πίκρες των σεφεριών, και σηκωνούμαστε στο ποδάρι… Πρώτος ο γέρος έτρεξε και πήρε το σπάγκο στα χέρια. Κι αρχινάει και τραβάει κι αφήνει πάλι καλούμα, σαν τεχνίτης θαλασσινός. Οι άλ­λοι κοίταζαν και δίνανε γνώμες και συβουλές, πότε από δω να τραβάει, πότε από κει, να μην το φευγατίσει το ψάρι. Σιγά σιγά άρχισε και φαινότανε στο γιαλό μέσα. Άστραφτε σαν τ’ ασήμι, και χυνότανε σα σαΐτα από τη μια κι από την άλλη, καθώς τρα­βούσε ο γέρος. Δεν άργησε να βγει έξω. Ήξερε καλά την τέχνη του ο γέρος και το μισοψόφησε με την κα­λούμα. Κι έτσι σαν ήρθε στα ρηχά, δεν είχε πια δύ­ναμη το δύστυχο να ξετιναχτεί και να ξεκόψει. Ήτανε μια χαρά να τη βλέπεις σπαρταριστή στα χαλίκια απάνω τη συναγρίδα εκείνη.

Έπρεπε να χάσει τη ζωή του αυτό το ψάρι, να μας τη δώσει εμάς. Έλεγες και γυρίζαμε από γιου­ρούσι σαν ανεβαίναμε....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!… Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!… Πήγε να βασιλέψει η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλες, αγόρια, κι αντρόγυνα. Ως κι ο καημένος ο γερο-Βασίλης, σα να μην ήταν εκείνος που μας διηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στ’ άσπρο του κα­τσαρό. Ως κι η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάει δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.

Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου… Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.

 

ΙΖ'

ΛΑΧΤΑΡΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

 

Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργιά, οι αχτίδες έπαι­ζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψα­ρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φού­σκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε. Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ’ έχει και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ν’ αφήσει το μοναστήρι και να ’ρθει μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρει κανένας, σε κάποιο ρημονήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια.

… Όλα όμορφα και γλυκά ήτανε γύρω. Όμορφες ήταν κι οι καλαμιές καθώς λυγίζανε με του μπάτη το φύσημα. Γλυκό ήταν και το κελάηδημα του κορυδαλλού, πιο γλυκό ακόμα το κύμα που μουρμούριζε πλάγι μου και φιλούσε την αμμουδιά.

… Ήθελα να πέσω στα κρουσταλένια τα νερά, και να σβήσω τη φλόγα μου...

... Μερικές μέρες κατόπι, αρχίζει κι ο τρυγη­τός. Δε χωράτευε του τρυγητού η δουλειά. Κάθε τζί­τζικας γίνουνταν τώρα μερμήγκι και μάζευε, μάζευε για το χειμώνα. Απ’ έξω στέκουνταν ο χειμώνας και περίμενε να μπει. Πλάκωναν τα πρωτοβρόχια, τάραζαν τη θάλασσα τα μελτέμια, μια στιγμή να χάσουμε δεν είχαμε. Άμε κι έλα γλήγορα γλήγορα με το καλάθι στον ώμο, να μη χάσουμε τα μαξούλια. Κι έτσι, γλύ­τωσαν τα μαξούλια.

 

ΙΗ'

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

 

Ήτανε βράδυ βράδυ σαν ξαναμπαίναμε στο χωριό ύστερ’ από ενάμιση μήνα εξοχή. Άγριο και κρύο φαίνουνταν το χωριό. Και το σπίτι ακόμα πιο άγριο. Τα φύλλα της κυδωνιάς σκορπισμένα μες στην αυλή, οι βασιλικοί και τα λούλουδα ξεσποριασμένα στις γλά­στρες, στις οροφές να ξεφωνίζουν οι κάργιες, κι ο Ιμάμης να ψάλλει «αξαμναμάζι» στο μιναρέ.

Σαν άρχισε να γλυκοφέγγ’ η φωτιά στη γωνιά, σαν άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίν’ η Αννούλα και ν’ ανοίγει παράθυρα, να κουβεντιάζει με τις γειτόνισσες, να τρέχει από δω κι από κει και να συγυρίζει, άρχισε να χάνει και το σπίτι την αγριάδα του.

Καθίσαμε στο δείπνο οι τρεις μας, δίχως το, γέρο. Ο γέρος είχε δουλειές ακόμα να κάμει στην έξοχη. Φάγαμε ήσυχα και δίχως λόγια πολλά. Σα σηκωθή­καμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, ν’ ακούσω τίποτις που να με ζωντανέψει. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάθρακα!…

… Φέτος, που πατούσα τα δεκατρία, που άρχισε να χτυπάει η καρδιά και να ταξιδεύει ο νους, ο άνεμος σα να βόιζε πιο θυμωμένα ανάμεσ’ από τα μισόγυμνα κλωνιά του περιβολιού, οι σκύλοι γαύγιζαν πιο λυσσα­σμένα στους δρόμους, ο Ιμάμης έψαλλε το «γιατσί» του πιο θλιβερά, το κόλι μούγκριζε με πιότερο πείσμα, τα γουρλωμένα μάτια του Ταξιάρχη με κοίταξαν πιο αχόρταγα σαν πλάγιασα στη συνηθισμένη γωνιά μου να κοιμηθώ, κι έβλεπα τα κονίσματα αντίκρυ με τη μισοαναμμένη τους την καντήλα.

Γύριζε από το ’να πλευρό, ξαναγύριζε από τ’ άλλο, και διώξε, αν μπορείς, τα χίλια φαντάσματα που τρι­γυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψει τον ύπνο.

Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μι­κρούς μου τους πόνους. Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάνα μπροστά μου, και μου έλεγε πως ήταν ώρα για το Σκολειό.

 

ΙΘ'

ΠΟΥ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ!

 

Δάσκαλέ μου, δε θ’ αρχίσω την ιστορία, της δασκα­λικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις μι δεν έχουμε τόπο. Κι ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε. Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κό­σμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους.

Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ’ ανώμαλα ρήματα!

Ποιος να σ’ ακούσει, κι αν τους το πεις, πως για να ’χει, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλεί και να γράφει. Πως την έχειτη δική του τη γλώσσα, κι είναι πιο ελληνική από την καμαρωμένη την κορακίστικη! πως για να σταλάξουμε ανθρωπισμό στη ρωμαίικη την καρδιά, πρέπει να διδάσκουμε, να παρασταίνουμε, και να τρα­γουδούμε στη γλώσσα της, κι όχι σε γλώσσα που δεν ακούστηκε ποτές αλάκερη σ’ ένα σπιτικό, παρά μέρος πρι να φανεί ο Χριστός, μέρος σα φάνηκε ο Μωάμεθ, και μέρος θα μιληθεί σαν ξαναφανεί ο Μεσσίας!

Η γλώσσα γεννιέται και μεγαλώνει στα σπιτικά, σαν κι εμάς που τη μιλούμε. Έρχεται κατόπι η φι­λολογία, τη σιάζει, τη γυαλίζει, πετάει βαρβαρισμούς κι ιδιώματα, φτιάνει καινούρια στολίδια, και στρώνει εθνική γλώσσα που γίνεται όμορφη, είναι και ζωντανή. Τους τύπους της όμως ποια φιλολογία να τους αλλάξει, και γιατί; Οι Αθηναίοι σαν άκουγαν τους ρητόρους τους και μιλούσανε με τη σπιτίσια γραμμα­τική τους, δεν τους παραξενεύουνταν. Εμείς τάχα γιατί τόση ακαταδεξιά!

Ποιος κάθισε να συλλογιστεί τ’ απέραντο το χασομέρι, τ’ απέραντο το κρίμα, που αναγκάζεται το ρωμιόπουλο να ξεμάθει μια γραμματική και να μάθει μιαν άλλη, άφησε που μήτε τη μια δεν μπορεί να ξεμάθει, μήτε την άλλη δεν καλομαθαίνει; Ποιος άνοιξε κορακίστικο βιβλίο, και να το κλείσει μάνι μάνι, και να πάει στους δασκάλους να πει. Φτάνει σας πια, το παραξη­λώσετε· πήρετε την πόρτα στον ώμο σας. Σας ορίσαμε δασκάλους, και μας βγαίνετε ιστορικοί, ρητόροι, δαιμόνοι. Ως κι εφημερίδες μας γράφετε! Πού ακούστηκε τέτοιο πράμα! Ύστερ’ από τους παλαιούς τους Αιγυ­πτίους παπάδες, σε ποιο έθνος έγινε μονοπώλι η γλώσσα κι η σοφία; Αμέτε στο καλό. Αφήστε τη φιλολογία στα χέρια των παιδιών του λαού, να μάθει κι ο λαός κατιτίς. Διδάξτε το έθνος ν’ αγαπάει και να σέβεται την καταφρονεμένη του τη γλώσσα, να πάρει λιγάκι απάνω του, και να μας το δείξει πως ζει.

Ποιος πήγε, μα και ποιος έμεινε να τα πει αυτά στους δασκάλους! που μας έχει όλους από τη μηχανή του βγαλμένους, άλλον κουτσό, άλλον τυφλό, κι άλ­λον αλλήθωρο! Σύγκριση δεν έχει ο Τούρκικος ο ζυγός με τη δύναμη του δασκαλισμού μας! Όλοι μας μαζί του πηγαίνουμε τώρα, γιατί όλοι μας φορούμε τα γυα­λιά που μας έβαλε. Και το νόστιμο, εκείνοι που γρά­φουνε σήμερα τα χερότερα κορακίστικα είναι κι οι πιο φανατικοί οπαδοί τους. Άμα κανένας δεν ξέρει να καλοκλίνει το κύων, σκυλί γίνεται αν του προσβάλεις την κορακίστικη. Ρωμαίικο κι αυτό. Κι αυτό με το λόγο του. Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνια, τ’ αγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιοσύνης.

Χαρείτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίσει το έθνος.

 

Κ’

ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΣ

 

Έτυχε ποτέ σου να δεις φάντασμα, από μέσα κιβούρι, κι απ’ έξω άσπρο, καθάριο σεντόνι; Να τρομάζεις, και να πολεμάς να το ξεφύγεις, κι όλο να τ’ ακολουθάεις το στοιχειό; Να τρέμουν τα σκέλια σου, και να μην πέφτεις χάμω, μόνο να πηγαίνεις κατόπι του ώσπου να σε φέρνει στο Κοιμητήριο, να σου δείχνει τα μνήματα ένα ένα, να σε κάνει να διαβάζεις τις πλάκες τους, να γονατίζεις εμπρός τους, ύστερα να σε προστάζει να ξαπλώνεσαι και να θαρρείς πως είσαι και συ θαμμένος μέσα στο Κοιμητήριο; Να το ξέρεις πως μπορείς να σηκωθείς, να τρέξεις και να φύγεις έξω στο ζωντανό τον κόσμο, και πάλι να μην μπορείς, γιατί δεν το θέλει το φάντασμα; Κι έτσι να γίνεται η θέ­λησή του δική σου, και να μένεις εκεί ξαπλωμένος και μισαποθαμένος, και να φαντάζεσαι πως σ’ έχουνε σκεπασμένο και με μνημείο μαρμάρινο, με γράμματα χρυσωμένα απάνω του, μ’ άλλα λόγια πως πέθανες, δοξάστηκες, αποθεώθηκες;

Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελ­ληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλω­μένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα! Άλλα δεκα­τέσσερα, κι άλλα είκοσι τέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθιο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν ήμουνα πεθαμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξανάβρω πια τώρα!

Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα! Το ’βλεπα θεοφάνερα πως σε λιγάκι θα γράφω και γω σαν το δάσκαλο. Μα και σαν τον Όμηρο, φίλε μου!… .

... Μ’ άκουγε ο γερο-Βασίλης στην Ξέταση, σαν πέρασε κείνος ο χρόνος, και δάκρυζαν τα μάτια του από τη συγκίνηση. Κι η γριά η καημένη με κοίταζε και δε χόρταινε. Θα προκόψει αυτό το παιδί, έλεγαν όλοι!

 

ΚΑ’

ΧΑΛΑΣΜΟΣ ΚΟΣΜΟΥ

 

Παράξενο το βράδυ εκείνης της Κεριακής που ξετάστηκα. Η θάλασσα φαινότανε σα λιγοθυμημένη. Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν’ ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τόνε βοηθούσε και παραγιός, τόνε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Ήταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω. Η Αν­νούλα δεν είχε πια την ανάγκη μου. Η προίκα της ήταν έτοιμη· και χάρη στο γέρο, δεν έλειπε μήτ’ ο γαμπρός. Ο γιος του Καπλάνη μελετούσε να γυρίσει από την ξενιτιά σε κανένα χρόνο. Τα βόλεψε όλα ο γέρος με την Καπλάναινα. Ο σκοπός του ήτανε να στεριώσει τη νύφη στο χτήμα μαζί με το γαμπρό, και να κλείσει τα μάτια του αναπαμένος. Έλεγε λοι­πόν, κι η μακαρίτισσα συφωνούσε, να μάθω εγώ καλά τα γράμματα, να βγω ύστερα πραματευτής, και σα γυρίσω, ν’ αγοράσω άλλα δυο χτήματα που ήτανε φόβος να περάσουνε σε τούρκικα χέρια. Κι έτσι να ριζώσω και γω στο Μεσοβούνι, να καμαρώνει κι η γριά τα δυο της παιδιά νοικοκυρεμένα.

Όλη αυτή την ώρα η Αννούλα πότιζε γλάστρες, και τραγουδούσε. Εκεί απάνω, ακούμε μεγάλο βοητό. Δεν μπορούσε να είναι βροντή, γιατί σύννεφο δεν είχε στον ουρανό. Δεν προφτάξαμε να ρωτήξουμε ένας τον άλλον τι είναι. Βλεπιούμαστε αμίλητοι και χλωμοί. Ό,τι σάλεψε τα χείλη του ο γέρος να μας πει κάτι, κι άρχισε να τραντάζει όλο το σπίτι, αρχίσανε να τρί­ζουν όλοι οι τοίχοι.

— Σεισμός! κρυφοφώναξαν οι γυναίκες.

Σαν τρελοί σηκωθήκαμε και τρέξαμε κατά τη θύρα του ηλιακού. Ο γερο-Βασίλης τότε φωνάζει και μας λέει να σταθούμε. Σταθήκαμε μια στιγμή. Στα­μάτησε ο σεισμός. Κάμαμε το σταυρό μας.

— Τώρα τρέχατε, κι ίσια στο περιβόλι, μας λέει ο γέρος τρομασμένα και βιαστικά.

Μπαίνουμε στο σπίτι, κατεβαίνουμε τη σκάλα, ερχούμαστε στην πισώπορτα, και βγαίνουμ’ έξω. Τι φωνές, τι τσιριχτά σ’ όλη τη γειτονιά!

— Δόξα να ’χει ο Θεός που δε βάσταξε πιότερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που το ’λεγε, ξα­νάρχεται μεγαλύτερο βοητό από τα βάθια της γης, κι ύστερ’ από το βοητό μεγαλύτερο τράντασμα. Ακού­γαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυ­τός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας. Πέτρες, πέτρες, κι ένα σύννεφο σκόνη.

Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βρα­διάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ’ αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κι έ­κλαιγαν. Μου φαινότανε σα να ήμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομ­μάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου ήτανε χωρι­σμένος. Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σι­γανά, τη σκόνη που μ’ έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζει όλους με βραχνιασμένη φωνή, προσέξτ’ από δω, παιδιά, τραβάτ’ από κει. Ύστερα ένοιωσα πως δεν ήμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν. Κα­τόπι βρέθηκα στρωμένος σε μέρος που με το φως ενός φαναριού με κοιτάζανε, με ψάχνανε, μ έδεναν, κι ύ­στερα ύστερα βυθίστηκα, και πια δεν έβλεπα τίποτις, δεν άκουγα τίποτις.

 

ΚΒ'

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΑΚΟΜΑ

 

Πρέπει ακόμα δυο λόγια να πω, πρι να κλείσω την ιστορία μου.

Άσπρισαν τα μαλλιά μου, κι ακόμα τρέμω σαν την ανιστορήσω την καταστροφή εκείνη του σπιτιού, του χωριού, της μάνας μου και της αδερφούλας, σα συλλογιούμαι πως την ώρα που με σήκωναν από το χάλασμα και με βάζανε στην τέντα με το σπασμένο το πόδι, κείτουνταν κι οι δυο τους άψυχες κάτω από τις μαύρες τις πέτρες.

Μια φορά μοναχά μου τα είπε ο γέρος. Πρέπει να ήταν ως τρία χρόνια πρι να ξενιτευτώ έρημος κι ορφα­νός, έξι μήνες πρι να πάγει και κείνος να τις βρει τις δυο μου ψυχούλες.

Δεν αξίζει να σου τα ξαναλέγω. Τι να τη χαλνώ την καρδιά σου; Τι να τα γυρεύω τα δάκρυά σου; Σώνουνε τα δικά μου· ζωής αλάκερης δάκρυα. Φτά­νουνε, δεν το θέλει η μακαρίτισσα να βασανίζουνται κι οι άλλοι για κείνηνα, μήτε η Αννούλα μου δεν το θέλει. Μήτε ο γέρος. Ο καημένος ο γέρος! Τέσσερα χρόνια με γιάτρευε, με παρηγορούσε, με καθοδήγευε, και με μάθαινε να δουλεύω, να δουλεύω και να ξεχνώ...

... Και δούλευα, και δούλευα και ξεχνούσα. Σαράντα χρόνια δούλευα και ξεχνούσα...

… Κλειστό βιβλίο τα σαράντα εκείνα χρόνια…

... Ήρθα, τώρα κι ένας χρόνος, από τα ξένα, στο ίδιο το χωράφι, στο ίδιο τ’ αμπέλι που ξέ­ρεις. Τα βρήκα όλα ξερά, ρημασμένα. Ένας μακρι­νός συγγενής μου το κρατούσε το χτήμα. Κανένας δεν το πίστευε, σαν ξανάρθα, πως ήμουν ο μικρός εκείνος ο Δήμος εγώ. Έτυχε καλός ο Καντής, και τον πί­στεψε το χριστιανό που μαρτύρησε πως με γνωρίζει από το κουτσό μου το πόδι, που το ’σπασα στο με­γάλο το σεισμό.

Κι έτσι το πήρα το χτήμα. Το ξαναφύτεψα τ’ αμ­πέλι. Το διόρθωσα το καλύβι. Όλα τα ίδια φαίνουνται σαν και τότες. Ως κι η άγια εκείνη η πέτρα στον τόπο της μένει.

Και το χωριό; Και το σπίτι; Θα τα ξαναδούμε και κείνα, σαν αρχίσουμε τα παραμύθια μας, τα τα­ξίδια μας.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΥΛΛΑΔΑΣ

 

 

αρχή

 



 

Α'

ΣΤΗΝ «ΑΚΡΟΠΟΛΗ» ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

 

Κάθε βράδυ τώρα κι εμπρός, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε, θα την έχω την καλή σου τη συντρο­φιά. Θα ταξιδεύουμε κάθε βράδυ. Ταξίδια της φαν­τασίας ήσυχα και κρυφά. Θα βλέπουμε και θ’ ακούμε. Αχ, τι θα δούμε, και τι θ’ ακούσουμε! Μια ρωμιο­σύνη αλάκερη!

Δε θα είναι μακρινό το πρώτο ταξίδι μας. Απάνω στην «Ακρόπολη» του σκλαβωμένου χωριού μας θ’ ανέβουμε.

Είναι φεγγάρι, και Μάης μήνας. Η φύση κοιμά­ται με μαγευτικό χαμόγελο στη χαριτωμένη της όψη.

Μισής ώρας δρόμος από το καλύβι που κάθουμαι και σου γράφω. Να πάμε με το νου μας γιαλό γιαλό. Δυο κάβους περνούμε, και τον τρίτο τον κάβο τόνε στε­φανώνει η φτωχοπερήφανή μας Ακρόπολη.

Ας σταθούμε μια στιγμή στο μισό το δρόμο. Εκεί, κοντά στο λάλο το κύμα, που σιγανά κατρακυλάει και ξεσπάνει κι αφρίζει, και μαργαριταρώνει την αμμουδιά.

Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είναι αυτή η ομορφιά σου. Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθεί, να καταλάβει την αιώνια σου χάρη! να γεράσει στα ξένα, και να ξανάρθει στην αγκαλιά σου, να ξανανιώσει. Πατρίδα, χρυσή αγαπητικιά μου! καμιά χώρα δεν έχει τα κάλλη σου, την αγήρατη νιότη σου! Σε πλημμύρισε το αίμα, σε ρήμαξαν αμέτρητες συφορές, και συ ωστόσο ακόμα χαμογελάς, καθώς όταν ένας Πραξιτέλης σε κοίταζε, και χάραζε όλη σου τη ζωή και τη χάρη απάνω στα ψυχρά σου τα μάρμαρα. Βασίλεια στήθηκαν και γκρεμίστηκαν, πίστες άλλαξαν, αμέτρητα θεριά πέρασαν από τις βασιλικές σου τις θύρες, με χαλάσματα σε σκέπασαν και με κόκαλα σ’ έσπειραν, και συ ωστόσο τέτοιαν ώρα δέχεσαι την Αφροδίτη στην αγκαλιά σου, και γλυκοπαίζεις μαζί της μέσα στην ασημένια λάμψη του φεγγαριού σου.

Τι παράξενος όμως Παράδεισος! Με τι αγγέλους, που θα τους αρνιόταν η μαύρη η Κόλαση!

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτιάνεις. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ωστόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κι η βλαστημιά του η ίδια.

Αφού δεν άνοιξες τα σπλάχνα σου να τα καταπιείς τ’ άγρια τα ψυχοπαίδια σου, πώς δεν τα ημέρεψες, πώς δεν τα ’καμες ένα μαζί σου; πώς δεν τ’ ανάθρεψες να σ’ αγαπούν και να σε τιμούν, τη γλώσσα σου να μι­λούνε, να λατρεύουνε το Σταυρό σου, καμάρι να σ’ έχουν, και την καταγωγή τους να ντρέπουνται; Εσύ η Βασιλοπούλα, που έναν Ηρώδη μια φορά μάγευες και δικό σου τον έκαμνες, πώς να μην τ’ αλλάξεις με τη θαματουργή σου τη χάρη το σκυλολόγι που θρέφεις;

Ξέρω, ξέρω τι έπαθες, Πατρίδα τρελή και ξεμυα­λισμένη! Είναι χρόνια και χρόνια που ξελαγιάστηκες! Σ’ ατίμασαν αμέτρητα έθνη! Έμεινε η ομορφιά σου, μα η καρδιά σου δεν είναι η πρώτη καρδιά· και κάθε­σαι τώρα και τα παχαίνεις αυτά τα θεριά. Το ξέρεις πως θρέμματά σου δεν είναι, πως κόλλησαν απάνω σου καθώς ψώρα. Μα δύναμη πια δεν έχεις τέτοιες ψώρες να ξετινάζεις από τα στήθια σου· και μήτε σε πειράζουν πια τώρα, αναίσθητη ρωμιοσύνη!

Τίποτε, τίποτε πια δε νοιώθεις, μήτε την ομορφιά σου δεν τήνε νοιώθεις!

Άψυχο μάρμαρο έγινες, άγαλμα κουτσουρεμένο, δίχως ψυχή!

Πάμε παρέκει. Να τηνε η Ακρόπολη· όχι η Γε­νοβέζικη. Εκείνη είναι από την άλλη τη μεριά, κατά την τούρκικη τη γειτονιά. Τούτη είναι η δική μας η Ακρόπολη· χάλασμα, ρημασμένο, μα χάλασμα που σε βλέπει και σου μιλάει. Εκεί άλλος δε μιλάει παρά το Κόλι τη νύχτα. Εδώ πέτρες, χώματα, βράχοι, όλα μιλούν. Κοίταξε· μένουν ακόμα τοίχοι γεροί κι ακρέμνιστοι, κολλημένοι στους βράχους. Σεισμοί, φουρ­τούνες, Φράγκοι, Τούρκοι! Όλοι το χέρι τους έβαλαν! Κι ωστόσο μένουν ακόμα οι τοίχοι! τα χέρια που τους έχτισαν είχανε μέσα τους την αθανασία. Ας ανεβούμε ακόμα. Εδώ, εδώ είναι η Ακρόπολη της αρχαίας της χώρας. Η χώρα έγινε χωράφι, και το σπέρνουνε Τούρκοι. Μα η Ακρόπολη μένει απάνω σε βράχο ριζωμένο στα βάθια της γης. Από δω κοιτάζανε νύχτα και μέρα κατά το πέλαγο, μην τύχει και προβάλει εχτρός. Και τι εχτρός! Με την ίδια τη γλώσσα, την ίδια θρησκεία, την ίδια ομορφιά και παλικαριά, μόνο από άλλο νησί! Καλότυχο έθνος, που είχε τέτοιους εχτρούς!

Ας καθίσουμε σ’ αυτό το λιθάρι. Κοίταξε γύρω· κοίταξε πως τα λούζει το φεγγάρι τα κοιμισμένα εκείνα βουνά. Είναι της Ασίας βουνά. Λες και πασκίζει το φεγγάρι να τα ξυπνήσει, να τ’ αναστήσει, να τα χρυσώσει, σύννεφα να τα κάμει, να τ’ ανεβάσει στον ουρανό. Λες και τ’ άγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτά­ζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπού­λες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ.

Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα. Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κι η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυ­σταγμένα κι αυτά, ξένοιαστα και βαριά. Μήτ’ ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους!

Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευ­τικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κι ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα. Σαν πόσες χιλιάδες των χιλιάδων χρόνια να ’φεγγες έτσι στον κόσμο, άγνωστο, αθώρητο, αθάμαστο!

Άφηνε τις στεριές να κοιμούνται. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! άφηνέ το το χωριό από πίσω· γλυκοκοιμούνται οι καλοί πατριώτες του. Κι αν κανένας τους αγρυπνάει, από την πολλή τη συλλογή δεν είναι. Να τρελαθεί από συλλογές σκοπό το χωριό μας δεν έχει. Έχει το νου του αναπαμένο. Σαν που τ’ αφήκα παιδί, το ξαναβρήκα και γέρος. Τη θάλασσα, τη θάλασσα κοίτα! Η θάλασσα είναι λεύτερη, αλυσίδα δεν τήνε δένει τη θάλασσα.

Η θάλασσα χάφτει καράβι καθώς άνθρωπος χάφτει σπυρί άνηθο. Αρμάδες αλάκερες καταπίνει. Να, εκεί, κατά τ’ αριστερά, έκαμε μια φορά η φωτιά συντροφιά με το κύμα, και μοιράστηκαν ένα καράβι ανάμεσά τους. Ένας Παπανικολής την έφερε τη φωτιά. Από το βλογημένο βυζί της Ψαριανής μάνας του τη βύ­ζαξε, μέσα στην καρδιά του την έκρυβε, και σαν ήρθαν οι είκοσι εφτά ενός Μάη, την άναψε, και την κόλλησε σε Τούρκικο δίκροτο. Ήτανε νύχτα, κι έφεγγε σα λαμ­πάδα το δίκροτο. Ως κι από δω το θωρούσαν οι πατριώ­τες από τις τρύπες των μανταλωμένων σπιτιών τους. Έτρεμαν, και τρέμουν ακόμα όσοι το θυμούνται και το δηγούνται. Ψαριανοί δεν είναι· γιατί να μην τρέμουν!

Απανωτά ξάναβαν και πετούσανε στον αέρα του Μαχμούτη τα καμαρωμένα καράβια, ύστερ’ από το βλογητό του Παπανικολή. Εκεί, εκεί έκαμε τον αγιασμότου ο Παπανικολής. Και σαν έφαγε η φω­τιά το μερτικό της, κατάπιε τ’ απομεινάρια η αχόρταγ’ η θάλασσα. Τι όψη να την έχουνε σήμερα τα εβδομήντα τέσσαρα εκείνα κανόνια! Αγνώριστα θα ’γιναν τα βουβά στόματά τους. Μια φορά κελαηδούσαν κι αυτά. Τώρα κελαηδεί τ’ αθάνατο κύμ’ από πάνω τους.

Άκου, άκου! Τι να μας λέει το κύμα εκεί κάτου, στην έρμη την ακρογιαλιά; Τραγουδάει το τραγούδι της θάλασσας, της λεύτερης θάλασσας. Γλυκοφιλάει τη γης με λαχτάρα που λες και ζητάει να της πει τη χαρά του. Έπειτα πάλι θαρρείς πως την πονεί, τη χαδεύει, ξεπλύνει τις ματωμένες πληγές της, κι ολοένα πολεμάει να την αναστήσει, να τη ζωντανέψει, και να την κάμει πάλι χαρούμενη, καθώς ήτανε μια φορά.

Μεγάλη δουλειά καταπιάνεται το καημένο το κύμα! Του τραγουδιού του τη γλώσσα δεν τη νοιώθουμε πια! Σε χαρτί απάνω δε γράφτηκε, να τη μάθουμε. Είναι γραμμένη στον ουρανό. Κι εμείς που σκύβουμε, κι όλο σκύβουμε, πού ν’ ανασηκώσουμε κεφάλι και να δούμε τον ουρανό! Τα παιδιά μας θα σκύβουν ακόμα πιότερο, τα εγγόνια μας άλλο τόσο, τα ξέγγονά μας θ’ αγγίζουνε και τη γης με τα κρεμαστά τους τα χέρια, ώσπου πόδια να καταντήσουν, αυτά τα χέρια που μια φορά στεφάνια κρατούσανε και σε περήφανα κεφάλια τα θέτανε!

Σώνει, Σώνει! Είναι γλυκό το τραγούδι της θά­λασσας, μα πικρός ο πόνος που φέρνει. Πάμε παρακείθε λιγάκι. Εκεί, κατά το χάλασμα του Μπραΐμη. Εκεί, στην άλλη την άκρη της Τάμπιας είναι του Μπραΐμη το χάλασμα.

Μα εσύ, σε φαντάζουμαι και κοιτάζεις ακόμ’ αλλού, όχι κατά τη θάλασσα πια, μόνο στα σπαρμέν’ αυτά τα χωράφια που απλώνουνται μπρος μας, με βώλους τρανούς σα βράχους στημένους εδώ και κει, ως κοντά στ’ ακρογιάλι. Κοιτάζεις, σα να το θαμάζεσαι τι να είναι αυτοί οι βώλοι. Να με συμπαθήσεις, που πλάκωσε το νου μου ο βαρύς ο καημός, και παρά λίγο να το λησμονήσω πως Ακρόπολη δίχως πολιτεία δε γίνεται, και πως εκείνη είναι η έρμη η πολιτεία της πιο έρμης Ακρόπολής μας. Είναι η αρχαία η χώρα που βλέπεις, κι απομεινάρια της οι ασβεστοκόλλητες πέτρες. Τίποτις άλλο παρ’ αυτές δεν της έμεινε! Αν ήτανε μέρα και κατεβαίναμε, ίσως βρίσκαμε και μερικά λυ­χνάρια κομματιασμένα, που τι είδαν από τη στιγμή που βγήκαν από του τεχνίτη το χέρι, με πεισματάρικη σιωπή κρυφό το φυλάγουν! Το βλέπεις, το βλέ­πεις το λυχνάρι, το ρωτάς με λαχτάρα, σε τι ομορφιές έχυσε φως, σε τι αρετές, σε τι αλήθειες, σε τι μεγα­λεία και δόξες, και στόμα δεν ανοίγει να σου μιλήσει το βουβό το κεραμιδοκόμματο! Όλα, όλα να τα φανταστείς εκεί πρέπει. Αγορές, στοές, γυμνάσια, χορούς, θέατρα, πανηγύρια. Η θρησκεία της ομορφιάς, της χαράς και της ηδονής θα μεθύσει το νου σου, και θα ξαναγεννήσει την ύπαρξή σου. Θ’ ακούσεις τότες τον Τέρπαντρο να δοκιμάζει την έβδομη χόρδα του, τον Αρίωνα να μαθαίνει από τ’ αηδόνια του κάμπου το θείο το μυστήριο που μάγεψε τα δελφίνια. Θε να δεις μαρμαροτράχηλες παρθένες να κατεβαίνουνε στο Ναό της Αγάπης, και να καταθέτουν πολύτιμα στην Αφρο­δίτη ταξίματα, αγγελοκάμωτα παλικάρια στεφανω­μένα ν’ ακολουθούν την ιερή συνοδεία με λαχτάρα και περηφάνια. Θε να δεις άντρες συναγμένους σε στοές μαρμάρινες και σε περιστύλια, και βυθισμένους στη μελέτη εκείνη που τήνε λέγανε — «τη πόλει συμφέρον» —το συμφέρον εκείνο που κολοβώθηκε κι αυτό σήμερα καθώς το λυχνάρι, κι άλλο τώρα δεν σημαίνει παρά το ιδιαίτερο μας καλό, την αχόρταγη την όρεξη του εγώ. Θε να δεις καράβια και καράβια, άλλα να σκαρώνουνται σιμά στο λιμένα, άλλα πάλι αραγμένα ή και στην αμμουδιάτραβηγμένα, κι άλλα να σηκώνουνται γεμάτα σιδερόχερους κωπηλάτες, που ξεκινούνε να διαφεντέψουν την καλότυχή τους πατρίδα. Θε να δεις ξένα πλοία να μπαίνουνε με πραμάτειες από Φοι­νίκη, από Βυζάντιο, κι από Ρόδο· άλλα να βγαίνουνε φορτωμένα κρασί που μήτ’ ένας Αριστοτέλης δεν τ’ αλησμόνησε στην αθανασία να το διαλαλήσει. Θε να δεις της τέχνης έργα, που του κάκου σήμερα ένας Φράγκος πολεμάει να τα ξαναπλάσει. Θε να βρεις την άγια την τέχνη μέσα στη ζωή, μέσα στη ψυχή των μακαρισμένων κατοίκων αυτής της χώρας. Θε να βρεις αγάπη, αρετή, χαρά, πλούτο, δόξα,— τι δε θα βρεις!

Κι ωστόσο τ’ ανοίγεις τα μάτια που η φαντασία τα ’χει μαγεμένα τόση ώρα, κι άλλο δε βλέπεις παρά χωράφια, χωράφια και βώλους ασβεστοκόλλητους! Μήτε πέτρα πάνω στην πέτρα δε σώζεται! Μήτ’ ένα φάντασμα θλιμμένο τη νύχτα δεν έρχεται να καθίσει και να θρηνήσει το μεγάλο, τον τέλειο το χαλασμό!

Αδύνατο να φανταστείς, και να μη σε πάρει σαν άνεμος απέραντη θλίψη! Να ξέρεις το τι ήτανε κάθε λιθάρι σ’ αυτά τα χωράφια, είναι μα το ναι βάσανο κι από του γκρεμισμένου αγγέλου φριχτότερα. Καλό­τυχος ο ζευγάς,—κι ας είναι και Τούρκος,—που ήσυχα και ξένοιαστα οργώνει το ιερό αυτό χώμα, δίχως καν να τ’ ονειρευτεί πώς γίνεται να υπάρξει κι ιεροσυλία στον κόσμο!

Του κάκου, γύρισε να δούμε και του Μπραΐμη το χάλασμα. Στην άλλη την άκρη της Τάμπιας. Τέσσερις τοίχοι, κουκουβάγιες γεμάτοι. Ήταν όμως μια φορά σπίτι, κι όσο για τον Μπραΐμη, ήταν κι αυτός Ρωμιός μια φορά! Πρέπει να τη μάθεις την ιστορία του. Να σου τη δηγηθώ στο δρόμο, τώρα που θα κατέβουμε, να γυρίσουμε πίσω, στο μοναχικό το καλύβι.

 

Β’

Ο ΜΠΡΑΪΜΗΣ

 

Οι πιότεροι που αλλαξοπιστήσανε στους σκοτεινούς μας καιρούς, το ’καμαν από φόβο να μη χάσουν το είναι τους, να μη ψηθούνε στη σούβλα! Άφησε τα παιδιά. Εκείνα δεν έφταιγαν, αν άρχιζαν τη ζωή τους φοβιτσιάρικα λαγουδάκια και την τελειώνανε Γενίτσαροι φοβεροί, έφταιγαν οι γονιοί τους, που δεν ήξεραν από ποιαν άκρη πιάνεται το σπαθί. Μην τ’ ακούς αυτά που μας τσαμπουνίζουν οι δάσκαλοι για τη μαύρη τη Μοίρα που βύθισε το Έθνος σε μύρια βάσανα και μαρτύρια. Αυτά όμως τα λέμε άλλη φορά. Ας έρθουμε στον Μπραΐμη.

Ήτανε Ρωμιός ο Μπραΐμης, μα με τη βία αυτός δεν τούρκεψε. Και μήτε παιδομαζεμένος δεν ήταν. Ηλία τον έλεγαν. Ο χαδεμένος ο γιος ενός Προε­στού. Πλούσιος ο πατέρας του. Ως κι οι Τούρκοι τόνε φοβούνταν. Από κείνους τους Προεστούς που μιλούσαν τούρκικα, έτρωγαν και γλέντιζαν τούρκικα, μα φυλάγανε μερικά συστήματα καθάρια ρωμαίικα.

Καλό μας έκαμαν αυτοί οι Προεστοί. Ήρχουνταν ώρες που ανασηκώνανε λίγο το βάρος των αδερφιών τους, γλυτώνανε μερικούς από φάλαγγα, από φυλακή, ή κι από χερότερα. Αγαπούσαν και να λογομαχούνε με τους αγάδες, πότε με το ’να «προνόμιό» τους, πότε με τ’ άλλο. Κι έτσι διαφεντεύοντας και λογομαχώντας, καταντούσανε σωστοί πατριώτες στα γερατειά τους.

Πήγε μια φορά ο Προεστός μας στον πύργο ενός Χασάν Αγά, πήρε μαζί και τ’ αγόρι του. Πρώτη φορά δεν ήταν που τον έβλεπε ο Αγάς τον Ηλία, μα φαίνεται πως ποτές δεν τόνε καλομάτιασε καθώς αυτή τη φορά, γιατί κι αρνί τους έσφαξε, και να τραγουδήσει τον έβαλε τον Ηλία. Και τους τραγούδησε ο Ηλίας. Πήγε να τρελαθεί ο Αγάς. Μόνο ρωμιόπουλο μπορεί να βγει τόσο πρόσχαρο και ξυπνό, γύ­ρισε κι έλεγε του πατέρα του.

Τους προβόδισε ο αγάς ως τη θύρα του πύργου σαν έφευγαν.

Γυρίζοντας ο μικρός ν’ αποχαιρετήσει την αφεντιά του καθώς ξεκινούσαν, κακή του μοίρα, κι έπεσαν τα μάτια του στο καφάσι του χαρεμιού. Δε σκέπαζε όλο το παράθυρο το καφάσι. Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ’ αυτό τ’ άνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή.

Ήταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά.

Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίσει δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν το ’ξερε μήτ’ αυτός. Τους τοίχους του πύργου να τρυπήσει, στο χαρέμι να κρυφογλιστρήσει δίχως μήτε σκλάβος να τόνε δει, στης Μελέκης τα γόνατα να πέσει και να ζητήσει βοήθεια και σωτεριά, —ήταν όνειρα γλυκά κι ησυχαστικά, μα όνειρα ανωφέλητα της αγάπης.

Είχε ωστόσο κι ο Αγάς τον καημό του. Τον έτρωγε και κείνονα κρυφή συλλογή. Πώς αϊτός να γίνει, να πετάξει και να φέρει τ’ αγόρι στον Όλυμπο! Θα καταν­τούσε το ρωμιόπουλο μεγάλος Αγάς μιαν ημέρα. Για τον Αγά αυτά δύσκολα πράματα δεν ήτανε. Μα ο Προεστός είχε δόντια, κι η δουλειά χρειάζουνταν κολάι. Σοφίστηκε το λοιπόν ο Αγάς να ζητήσει τ’ αγόρι να ’ρχεται και να τόνε μαθαίνει ρωμαίικα. Ήθελε να τα μάθει τα ρωμαίικα, γιατί τους αγαπούσε τους Ρωμιούς. Το καλό τους ήθελε, κι έπρεπε να καταλαβαίνει ο Αγάς τα παράπονά τους.

Δέκα χρόνια γεροντότερος κινούσε κατά το σπίτι του ο Προεστός σαν τ’ άκουσ’ αυτά. Τα δηγήθηκε της γριάς του. Κλαίγοντας η γριά τα ξανάειπε του γιου της. Μα εκείνος μόλις τ’ άκουσε, και δίχως μήτε λέξη να ξεστομίσει, σέρνει κατά τον πύργο και γυρεύει να δει τον Αγά.

Έλειπε ο Αγάς στο Μεζλίσι εκείνη την ώρα. Περίμενε λοιπό στην αυλή ο Ηλίας. Και περιμένον­τας στην αυλή, ψιλοτραγουδούσε κι έβλεπε κατά το μαγεμένο καφάσι. Δεν άργησε να ξαναπροβάλει ο λαμ­περός ο ήλιος από τη μεγαλούτσικη χαραμάδα. Ρίχτει μερικές ματιές γύρω του ο Ηλίας. Ένας και μοναχός ζαπτιές στην αυλή, κι αυτός ροχάλιζε στην πεζούλα. Ψυχή αλλού πουθενά.

Δεν είχε ώρα να χάνει. Έπρεπε να της το πει πως τον έχασε το νου του μαζί της, πως έτοιμος είναι και τη ζωή του να δώσει. Να της το μιλήσει, Θεός φυλάξει! Να της το γράψει, το πρόλαβε κι αυτό ο Προ­φήτης, που δεν αφήνει Τουρκοπούλα μήτε χαρτί μήτε καλέμι να πιάσει. Άλλο από τραγούδι δεν έμενε. Τραγούδησε λοιπόν τούρκικα ο Ηλίας, με σιγανή και καθάρια φωνή. Να πως τέλειωνε το τραγούδι:

 

«Σαν κατεβαίν’ η Πούλια προς το βουνό, ας πετάξει το Ουρί της Αυγούλας ανάμεσα στις Ιτιές, κι ας ράνει με τη δροσιά του τα φτερά του αηδονιού που το λαχταρεί».

 

Ιτιές εκεί άλλες δεν είχε παρά μερικές κοντά στο ποτάμι, λίγα βήματ’ από τον πύργο.

Στάθηκε μια στιγμή ο Ηλίας σιωπηλός, να δει αν ήτανε θάνατος ή ζωή. Ήτανε ζωή.

— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης».

Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε.

— Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει.

— Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθεις. Εγώ τα Τούρκικα τα ’μαθα μιλώντας με το Λατίφη το γείτονά μας. Κι ο Λατίφης πάλι τα ’μαθε τα ρωμαίικα τραγουδώντας μαζί μου. Με την αφεντιά σου να τραγουδώ, δεν ται­ριάζει. Μπορούμε όμως να συντυχαίνουμε τ’ απομεσήμερο σα γυρίζεις περπατώντας από το μεζλίσι. Έτσι θα τα μάθεις μια μορφιά τα ρωμαίικα.

— Καλά, λέει ο Αγάς χαδεύοντας τα γένια του. Κι έτσι γίνεται. Κι ύστερα θα ’ρχεσαι μέσα να πίνεις ένα σερμπέτι.

— Έφεντημ, θα μ’ αβανιάζουν τότες πως τούρ­κεψα. Έμενα δεν με μέλει κι αν τουρκέψω για το χατίρι σου. Μα η γριά μου—ως τον τάφο καημό της θα το ’χει.

— Όχι, παιδί μου, του λέει ο Αγάς; εγώ ποτές μου δικό μας δε θα σε κάνω, δίχως να θέλεις. Ένα πράμα όμως σου λέω: Αν ίσως και τ’ αποφασίσεις ποτέ σου, ψυχή να μη φοβηθείς, σώνει να αναπνέει ακόμα ο Χασάν Αγάς.

Τον κοιτάζει ο Ηλίας με σοβαρή και συγκινημένη ματιά, και του κάνει βαθύ τεμενά.

Ο πονηρός ο Αγάς το ’νοιωσε με τι λογής αγόρι είχε να κάνει.—Αυτός είναι του πατέρα του γιος, είπε. Εδώ χρειάζεται υπομονή και καιρός.

— Καλά, Ογλούμ, του λέει, απ’ αύριο αρχινούμε.

Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάνα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ’ ο ήλιος και σκορπίστηκαν τ’ αστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε. Σαν τρέλα το θάρρειε να περιμένει τέτοιες ώρες Αγαδοπούλα να τον ανταμώσει σ’ εκείνα τα βαθιά τα σκότη.

Και κει που τα συλλογιούνταν αυτά, ακούσει σιγανή περπατηξιά μέσα στα πεσμένα τα φύλλα. Ανατρί­χιασε, τουρτούριζε από τη λαχτάρα, από την κρυφή τη χαρά. Το «πέκι εή» λοιπόν της Μελέκης παραμύθι δεν ήταν. Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικίσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήσει, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρει στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξει κοντά της. Έχει μή­νυμα να του πει. Είναι η πιστή η σκλάβα της πανώ­ριας Μελέκης, και το μήνυμα είναι πως η πανώρια η Μελέκη δε λαχταρεί μιας νυχτιάς, μόνο ζωής αλάκερης αγάπη· πως στα χέρια του είναι η μοίρα της, κι άλλον τρόπο δεν έχει παρά να τουρκέψει και να την κάμει δική του.

Έφυγε η γυναίκα, κι έμεινε ο Ηλίας αμίλητος.

Έμεινε ως τη χαραυγή. Σαν τ’ αποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάνας του, γύριζε πίσω με τους παραγιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε.

Μα η μάνα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού ήταν όλη τη νύχτα.

— Πήγα ν’ ανταμώσω την ομορφότερη του χωριού, και την πλουσιότερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε. Πηγαίνω τώρα να βρω τον πατέρα της, και να του τη ζητήσω. Προξενητάδες ο γιος σου δε θέλει. Άφησέ τον, και παιδί δεν είναι.

Η μάνα, που να ήταν άλλη φορά, τα ρούχα της θα ’σκιζε, τώρα δεν είπε τίποτις, μόνο έκαμε το σταυρό της, που δεν είχε τον τόπο του ο μεγάλος ο φόβος της. Και πρι να προφτάξει να τόνε ρωτήσει ποια ήταν η μάγισσα που τον αποτρέλανε, χάθηκε ο Ηλίας από μπροστά της.

Ίσια στον πύργο πήγε. Ο Αγάς, ό,τι έκαμε το ναμάζι του, κι έπινε τον καφέ του. Μήτε τον καλοκοίταξε στην αρχή. Τέλος του είπε να καθίσει, και του πρόσταξε και καφέ.

— Έφεντημ, αρχίζει αμέσως τ’ αγόρι, παράξενο θα σου φάνηκε να με βλέπεις τέτοιαν ώρα. Μ’ απ’ αυτό να καταλάβεις πως μεγάλη δουλειά μ’ έφερε ως εδώ. Η ζωή μου είναι εις τα χέρια σου.

— Τι έπαθες, τζάνου μου, ρωτάει ο Αγάς.

— Θυμάσαι το τι μου έταξες χτες; πως άμα τ’ αποφασίσω, να σου το πω.

Σουφρώνει τα φρύδια του ο Αγάς.

— Κι αμ’ η μάνα σου; του λέει· ποιος θα την πάρει στο λαιμό του τη μάνα σου; Κι ο πατέρας σου;

— Αφεντέσημ Έφεντημ, τίποτις δεν είναι αυτά. Ο πατέρας μου είναι μισός μουσουλμάνος. Η γριά πάλι, θα φωνάξει, θα κλάψει, κι ύστερα θα μερώσει. Τι θα ’κανε αν ήτανε θάνατος; Εδώ έχει ή Προφήτη, ή θάνατο.

Κοντοστέκεται ο Αγάς, και τον καλοβλέπει στα μάτια.

— Και ποιος θα σου πάρει τη ζωή α δεν αλλαξοπιστήσεις;

— Η αγάπη. Έμπαινα χτες στου πύργου σου την αυλή. Στο γωνιακό του παράθυρο ήταν έν’ άσπρο γατάκι κι έπαιζε με του γιασουμιού τα κλωνιά. Γλιστράει έξαφνα το γατάκι και πέφτει μες στην αυλή. Προβάλλει αμέσως ένα πρόσωπο, σκύβει, σέρνει μια φωνή, και χάνεται πάλι μέσα στον πύργο.

Πετάχτηκε τότες ο Χασάνης αγριεμένος κι έτρεξε κατά το χαρέμι.

— Αμάν, Έφεντημ, στάσου! Αν είναι να παιδευτεί κανένας, εγώ πρέπει να παιδευτώ, που είχα μάτια κι είδα ένα πλάσμα που ήλιος δεν τ’ άγγιξ’ ακόμα. Μπήξε το μέσα μου το χαντσάρι σου, να μη λες πως ζει εκεί­νος που την είδε την κόρη σου.

Στέκεται ο Αγάς κι αγριοβλέπει.

— Δεν έχεις χαντσάρι μαζί σου; Να το δικό μου. Χώσ’ το ίσια μες στην καρδιά μου. Θυμήσου όμως το χτεσινό τάξιμό σου. Στοχάσου το τι θα είμαι σα γίνω παιδί σου. Στοχάσου πως αγόρι δικό σου δεν έχεις. Στοχάσου τι τρομερός πολεμιστής του Προφήτη γίνεται το ρωμιόπουλο, και σε τι λογής χέρια θ’ αφήσεις τη δύναμή σου όταν ο Αλλάχ σε κράξει κοντά του.

Δεν άργησε να μαλακώσει ο Χασάνης. Ξανακάθισε στο μιντέρι του. Ο Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά.

— Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάνα σου, την κατάρα της μάνας σου. Τι καλό θα δεις ύστερ’ από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμει, και σένα και μας.

— Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γίνω. Εκείνος είναι που το γκρέμισε το γατί.

Σ’ αυτό πια δεν είπε τίποτις ο Αγάς. Σηκώθηκε, τον αγκάλιασε, και πρόσταξε να φέρουν τα νταβούλια.

Ύστερ’ από λίγη ώρα, ξεκούφαιναν το χωριό ντα­βούλια και πιστολιές. Ήταν το σουννέτι του Μπραΐμη.

Το τι έγινε στο έρμο το σπιτικό του Ηλία σαν έμαθαν οι γονιοί του πως τούρκεψε το παιδί τους, και παίρνει του Χασάνη την κόρη, είναι άλλη λυπητερή και μακρινή ιστορία.

Μέρες και μέρες βάσταξαν οι γάμοι του Μπραΐμη και της Μελέκης. Άλλες τόσες μέρες μπαινόβγαιναν οι γιατροί από το σπίτι του μαύρου του Προεστού. Τέτοιο αστροπελέκι απάνω στ’ άσπρο κεφάλι του, δεν μπόρεσε ο καημένος να το βαστάξει. Η γριά έζησε μερικούς μήνες ακόμα, για να δώσει, ως φαίνεται, καλά την κατάρα της.

Τι τα θέλεις, πρέπει κάποτε να τις πιστεύεις αυτές τις κατάρες. Ειδεμή, γιατί πέθανε η Μελέκη στον τρίτο το μήνα της; Γιατί τρελάθηκε ο Αγάς, και τόνε δέσανε χεροπόδαρα, και τον έδερναν αλύπητα να τόνε γιατρέψουν, κι αυτός θεραπεία πια δεν είδε; Γιατί τα μισόχασε κι ο Μπραΐμης, και πούλησε πύργους, και ξέκαμε χτήματα, και πήγε κι έχτισε την πετροφωλιά εκείνη απάνω στην Τάμπια, και ζούσε ολομό­ναχος, και μήτε Τούρκο να δει δεν ήθελε μήτε Χρι­στιανό, ώσπου απέθανε χρόνια κατόπι, και χάρη να ’χει τη διαθήκη του, που έλεγε να φέρουνε με τη σερμαγιά του νερό στο χωριό, και τώρα βλογούν τη ψυχή του Παπάδες κι Ιμάμηδες.

Τι άλλο ήταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά!

 

Γ'

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΠΡΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΟΥΜΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

 

Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χω­ριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Εδώ, κοντά στου καλυβιού μου το λυ­χνάρι εγώ, ύστερ’ απ’ αλάκερης μέρας σκάψιμο κι ίδρο και μέσα στο νου μου εσύ, πατριώτη, που κατα­δέχτηκες ν’ αφήσεις τόσες και τόσες εφημερίδες μυριόγλωσσες και μυριόλαλες, τόσα και τόσα διαλαλημένα ρομάντσα, που σ’ Ανατολή και Δύση σκορπάνε ζαχαροσκέπαστες στάλες φαρμάκι, (ας ήτανε τουλάχιστο θανάτου φαρμάκι! ), τ’ αφήνεις όλ’ αυτά του πολιτισμού τα ξακουστά χαρτολούλουδα, κι έρχεσαι να κοιτάξεις λουλούδι στεγνό και μισόψυχο του βουνού, ν’ ακούσεις παράξενα λόγια γέρου περιβολάρη, να κρυφοπετάξεις μαζί του στα θλιβερά του ταξίδια.

Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλύτερα ο νους σου να σε φέρνει εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες! Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά από κάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλει να περπατήξει δίχως να σκύβει, είναι αδύνατο!

Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες. Μακάρι να μην πήγαινα στ’ αγαπημένο μου το χωριό, μακάρι να ’ρχουμουν ίσια στο Μεσοβούνι! Θα μένανε στο νου μου γλυκές και καθά­ριες της νιότης οι θύμησες, που τις φύλαγα χρόνια και χρόνια μέσα στο νου μου στα ξένα, σαν ιερό φυλαχτήρι, σαν κλωνί δεντρολίβανο. Πήγαινα να λιγοθυμήσω, και το μύριζα, κι ανασταίνουμουν. Θ’ απέθνησκα δίχως εκείνο.

Σαν πρωτογύρισα, ήμουνα σαν τρελός. Πετούσ’ από τη χαρά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε.

Ίσια στο σπίτι μας τράβηξα. Βρήκα μεγάλο κοκκινοβαμμένο αρχοντόσπιτο στον τόπο του! Δεν το βρήκα το περιβόλι μας. Απέραντη αυλή αντίς περι­βόλι, και μέσα της ζαπτιέδες! Κονάκι το ’καμαν τ’ αγαπημένο το σπίτι μας!

Πώς έπεσε στα χέρια των έξ’ απ’ εδώ αφού ξενι­τεύτηκα, μη ρωτάς. Σώνει να ξέρεις πως σα γύρισα πίσω, και το ’νοιωσαν πως ήταν κληρονομιά μου, μου ’δωσαν τ’ αμπελοχώραφό μας αυτό, να σωπάσω. Πήρα το χτήμα, και ’σύχασα.

Ξεκίνησα μια μέρα και πήγα στου χωριού το Ξωκ­λήσι, που ήταν και κοιμητήριο, ίσως και βρω τα μνήματα που σκέπαζαν τους σκοτωμένους μου και τους πεθαμένους. Ήμουνα μόνος στο Κοιμητήριο. Μήτε πλάκα, μήτε σημάδι! Χόρτα κι αγριολούλουδα πέρα πέρα! Μα ήξερα σε ποια γωνιά ήταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβει και να μου πει πως το ξέρουν πως γύρισα, πως ήμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντύτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρό­νια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξεις τα κόκαλά σου με τα δικά μας!»

— «Όχι, όχι», κράζει άξαφνα άλλη βαθύτερη φωνή παραπέρα, «όχι ακόμα! ακόμα να μην κατέβεις! Πή­γαινε στο χωράφι, πάρε το σκαλιστήρι, και σκάλιζε, σκάλιζε! Δεν ήσουν εσύ γεννημένος για ξενιτιές· μήτε για τουφέκι δεν ήσουν. Το δικό σου το μπαρούτι είναι μες στην καρδιά σου, και το βόλι στην άκρη της πέννας σου. Πήγαινε, κι άφηνε μας εμάς μοναχούς ακόμα λιγάκι. Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάσει ο χάρος και σένα!»

Κι έσυρα κι ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ’ αίμα καινούριο. Σα να ’νοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πε­θάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιοσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιοσύνη περ­νάει τ’ αντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της.

 

Δ'

ΣΤΟΥ ΜΠΕΗ

 

Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κι έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώσει τις λάσπες του. Μεγάλα όμως τα σπίτια του, αρχοντάδικα. Μεγάλες κι οι αυλές τους, κι αερικές. Ως και δέντρα έχουνε μέσα. Ας κρυφοσκύψουμε, να κοιτάξουμε. Μια και μας δούνε, καπνός γινόμαστε, και χανούμαστε· έλα, ρίξε κρύ­φια ματιά από την κλειδότρυπα της θεόρατης αυτής θύρας· έχει και σιντριβάνι καταμεσή στην αυλή. Αγάδικο σπίτι. Μπέης κατοικεί εδώ μέσα. Πρέπει να λείπει τώρα στην Αγορά. Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται να ’μπω αθώρητος, και θα κάμεις καλά να με συνοδέψεις.

Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέ­λεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαριά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρει στα φτερά του και να πετάξει δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περι­στέρια στον ηλιακό. Ωστόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ν’ αστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλύτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέικο το χαγιάτι.

Παράξενο σπίτι! Ο ήλιος το ’χει βασίλειό του, κι ο μπάτης φωλιά του. Το χαίρουνται αναμεταξύ τους. Δε γίνεται όμως να μην το χαίρεται κι άλλος αυτή την ώρα. Ας περάσουμε από το έρημο το χαγιάτι· ας τη σκουντήξουμε αυτή την πόρτα την καμαροσκέπαστη, την πλουμισμένη, την τορνευτή. Έλα, σκύψε μέσα, και να τις δεις! Δε σου το ’λεγα; Κοιμούνται όλες τους ύπνο βαθύ. Τις μέθυσε ο μπάτης κι ο ήλιος· άφησαν ορθάνοιχτα τα παράθυρά τους, έβαλαν τα πιο ψιλά και διάφανά τους σαλβάρια, κι έπιασε καθεμιά τους απ’ ένα σελτέ. Τι ανάγκη την έχουνε! Ζουν κι ανθοβολούν απαράλλαχτα σαν τα λουλούδια που σεριανίζαμε στην αυλή.

Το τέφι στον τοίχο, χάμω στην κώχη η χρυσο­πλούμιστη η ταρμπούκα, ξένοιαστη και βουβή. Σκόρ­πια στις ψάθες και στα χαλιά πωρικά, μισοφαγωμένα κι αλάκερα. Ως μήτε το σερμπέτι δε σώθηκε. Σκαλώνει το γιασουμί από κρεβατές κι από κάγκελα, που λες και πασκίζει να τους καλοδεί τους γλυκοπλαγιασμένους αυτούς κρίνους, και να μάθει αν είναι αλήθεια όλα τα καμάρια που ψάλλουν τα τραγούδια για την ομορ­φιά τους.

Μπορείς άφοβα να χωθείς παραμέσα. Να ξυπνήσουν τέτοιαν ώρα οι καλές μας, αδύνατο. Όλη νύχτα τον κόσμο χαλούσαν.

Κοίταξε, κοίταξε τα μαύρα εκείνα ματόκλαδα! Κι από μάτια γλυκύτερα σου μιλούν. Σου λεν πως καθετίς που μισοσκεπάζει ομορφιά, είναι κι από την ομορφιά που σκεπάζει μαγευτικότερο. Κρυφογλίστρησε χαδευτικά τη ματιά σου, και σταμάτα την κατά τα μισα­νοιγμένα τα χείλη. Το ίδιο το μάγιο, το ίδιο μυστή­ριο. Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκιά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στ’ άλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμ­πουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι. Δες έπειτα τα ψιλοκάμωτα χέρια, τα πόδια της τα χυτά, δες τ’ άλικο το σαλβάρι που κυματίζει απάνω της,—και σαν τα δεις όλ’ αυτά, ξανανέβασε τη μυ­στική σου ματιά, και μ’ αυτήν ξαναχάδεψε το γελαζούμενο πρόσωπο, πάρε γύρω το τορνευτό το σαγόνι, κοίταξε τ’ αυτάκι το διάφανο με το διαμαντοκόλλητο σκουλαρίκι.

Τι να πρωτοϊστορήσουμε, και τι να πρωτοπούμε! που όλα είναι κάλλος και λάμψη και γλύκα! Πρόσεξ’ ένα πράμα όμως: Όλες φαίνουνται σα να χύθηκαν από το ίδιο καλούπι, όλες, σα να τις τόρνεψε ένας μάστορης. Όμορφες, γλυκόχαρες, μα τίποτις άλλο! Περιβόλια με τα ίδια τα δέντρα, τα ίδια βοτάνια, ρόδα και γιασουμιά. Στον έξω τον κόσμο, στην ολο­φάνερη ρωμιοσύνη, αν είναι η μια περιβόλι, η άλλ’ είναι κάμπος, λόγγος ή πύργος η άλλη. Μέσα όμως στ’ αφανέρωτο το χαρέμι όλες, όλες είναι περιβολάκια συμμαζεμένα και γλυκοπότιστα.

Μα βλέπω και μας μεθάει η μάγισσα η ομορφιά! Σα να το ξεχνούμε τι λογής μαξούλι μας φέρνουν αυτά τα περιβολάκια! Το λησμονήσαμε πως εδώ είναι που βγαίνει το βοτάνι που το τρώμε και μας κάνει και σκύβουμε όλη μας τη ζωή, πως εδώ γεννιέται και μεγαλώνει το φοβερό το θεριό που το λεν Τουρκιά!

Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας.

Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δώσ’ μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα:

Δε φταίν’ οι Χανούμισσες. Φυσικό τους είναι να τα γεννούν τα θεριά. Άλλες μανάδες είναι που τους γεν­νούν εκείνους που φταίνε.

Σα να κουνάεις το κεφάλι σου λέγοντας πως τ’ αδικώ το πολυπαθιασμένο το «Γένος». Με συμπάθιο· το ξέχασα πως ένα σκοπό μάθαμε και μεις να τσαμπουνίζουμε στον κόσμο, —τα πάθια και τα βάσανά μας.

Το τραγουδούμε κι αυτό χωρίς να το καλονοιώθουμε. Οι πιότεροί μας, μήτε μας περνάει από το νου μας πως έχουμε πάθια. Φυσικότατο. Τη βρήκαμε την ψώρα στον τόπο που γεννηθήκαμε. Ίσως μερικοί θα παραξενεύουνται που δεν την έχει κι όλος ο κόσμος. Δάσος χωρίς θεριά και φίδια, πέτρες δίχως σκορπιούς,— πού ακούστηκε! Και καταντάει να δο­ξάζουμε το θεό που είναι απλή σκλαβιά, και δεν έχουμε και χερότερα.

 

Ε'

ΣΤΗΝ ΑΠΑΝΩ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

 

Μας έκλεψαν ώρα πολλή του Μπέη οι Χανούμισσες. Απομεσήμερο έγινε. Ώρα που μαζεύεται ο κό­σμος στην Αγορά. Ώρα που πιάνει ο καθένας τη θέση που κληρονόμησε από γονιό και παππού, και καθίζει να δει τριγύρω του τα ίδια τα πρόσωπα, να στυλώσει τα μάτια του στους ίδιους τους τοίχους, τα ίδια λόγια να πει, τις ίδιες ξυπνάδες ν’ ακούσει να πιει τον καφέ του από το ίδιο φελτζάνι, και το ίδιο το μαρκούτσι να πάρει στο χέρι. Ώρα που ο νους του ξυπνάει από ύπνο βαθύ, βλέπει τι βαρετό και τι μάταιο πράμα είναι η ζωή, και ξανανυστάζει.

Να περάσουμε πρώτα από την απάνω την Αγορά. Βλέποντας και πηγαίνοντας θα βρεθούμε στην κάτω. Απάνω Αγορά, κάτω Αγορά: Τουρκιά, Ρωμιοσύνη.

Βλέπε τους άφοβα, κατάματα βλέπε τους. Δε θα μας βλέπουν αυτοί. Εμείς ταξιδεύουμε με το νου, κι από νου δεν παίρνουν τα χαδεμένα παιδιά του Προφήτη.

Κοίταξε, πως με τον καιρό γίνουνται, κι ωστόσο παρατηρούνται, τα θάματα που μέσα σε παραμύθι της Χαλιμάς ένα τελώνιο όταν τα κρυφοπλέκει, απί­στευτα, φαίνουνται, και λέμε πως αλήθεια να ήταν, σε παράξενο κόσμο θα ζούσαμε! Τι μεγαλύτερο θάμ’ από τούτο, μόνο που πήρ’ αιώνες να σκαρωθεί, κι όχι μια στιγμή. Φαντασία δε θέλει πολλή ν’ ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θ’ ακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ’ αυτό το χώμ’ απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλει πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Τ’ απέραντο φως, και τ’ απέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.

Τη βλέπεις, την ακούς, τη μυρίζεις παντού την Ασία· ως και τα μοσκοκάρυδα του μπακάλη, και του Εφέντη ο μόσκος, σου την παρασταίνουν αλάκερη, την κατασταλάζουνε στης ψυχής σου τα βάθια τη θεοσκότεινη, τη ψυχοφαρμακεύτρα, τη Στρίγλα της αν­θρωπότητας, τη γήινη Κόλαση, την καταχθόνια την Ασία, που αν ένα καλό μας έκαμε, και μας έδωσε μια φορά το χλωμιασμένο της φως, ήρθε κατόπι να σβήσει μια και για πάντα το δικό μας τ’ άγιο το φως, και να μας σφίξει στη βαθιά και σκοτεινή αγκαλιά της, ώσπου μήτε σημάδι να μη μας μένει άλλο παρά μια γλώσσα, μια πίστη!

Στη ψυχή μας μέσα καταστάλαξε ο Ασιατισμός, και γι’ αυτό οι πιότεροί μας μήτε τι πράμα είναι δεν το νοιώθουμε. Δικός μας έγινε, αίμα μας είναι. Ας τους αφήσουμε όμως τους δύστυχους πατριώτες· θα τους ανταμώσουμε παρακάτου. Ας δούμε τώρα τους αφεν­τάδες αυτούς που μας έφεραν τ’ αθάνατα σκότη από την Ανατολή εκείνη, που Δύση να την έλεγαν, πάλι αλήθεια δεν θα ήτανε!

Κοίταξέ τον με τι παμπόνηρη περηφάνια κρύβει τη γύμνια του! Λες, άλλη μια σκέψη, και λύθηκε το μεγάλο το πρόβλημα.

Ας του μιλήσουμε από μακριά.

— Μερ χαμπάρ, Εφέντημ! Το κέφι στον τόπο του; Βρέθηκαν τίποτις δανεικά σήμερα; Άραγες από το πρωί αναπαύεσαι αυτού διπλοπόδι; Αν από το πρωί, καλά την έχεις. Το κέφι πρέπει να είναι λαμ­πρά σκαρωμένο. Να ’ρθουμε να καθίσουμε κοντά σου, δεν ταιριάζει. Ορίστε ένα ταπεινότατο τεμενά. Για να μην ξεσυνηθίσω, τον κάμνω κάθε πρωί του Μπέη που γυρίζει το ροδάνι του πηγαδιού μου. Έτσι μου φαίνεται πως είναι και κείνος σοβαρός και μεγαλόπρε­πος σαν την Αφεντιά σου. Μόνο που δουλεύει εκείνος. Εσύ έχεις μοναχά τις βασιλικές του τις χάρες. Αυτός έχει και την υπομονή, και την ουρά, και τ’ αυτιά.

Με συμπάθιο, σ’ αδίκησα δεν είσαι συ από κείνους μήτε λύκος δεν είσαι, μα μήτε όρνιο, μήτε και διά­βολος. Ταίρι δεν έχεις εσύ. Εσύ, όταν ο Πλάστης κατέβασε στη γης τ’ ανθρώπινο γένος, μαζί του δεν ήρθες. Αν κατοικούσες εδώ από τότες, ρουθούνι δε θα μας έμενε! Αιώνες κι αιώνες κατόπι μας ήρθες εσύ, Κύριος οίδε από τι αμαρτίες μας! Κι από την ώρα εκείνη, τρέχει και τρέχει το αίμα, κι ακόμα, πού να χορτάσεις!

Κιοπόγλου, τ’ αυτί σου δε δρώνει! Τράβα το τσιμ­πούκι σου, κι έννοια σου! Τι έχεις να σκοτιστείς; τι να φοβηθείς; Τα πρόβατά σου βοσκούνε μοναχά τους. Ως και το γάλα τους μοναχά τους το φέρνουν. Και το μαλλί τους χαζίρικο το ’χεις. Ανάμεσα τους κουρεύουνται και σου το κουβαλούν. Γνωστικά πρόβατα, μα και συ, θαρρώ, γνωστικότερος.

Ας ρίξουμε και παραμέσα στον καφενέ μια ματιά. Κοίταξε τους· κάθουνται σα χορτασμένοι κροκόδειλοι στον άμμο του ποταμού. Τσιμουδιά λέξη, κι ανοιχτό στόμα. Λες και φωτιά να πάρει το χτίριο, δε θα σαλέψουνε. Να μη γελαστεί όμως κεφάλι και σκύψει μπροστά τους! Χαπ,—και το χάφτουνε. Βυθίζουνται κατόπι μέσα στα θολωμένα νερά τους, και το κατα­πίνουν. Τρέχα συ τότες γύρευε δίκιο, θα χαμογελά­σουν οι άλλοι, και θα σου πούνε να περάσεις κι από τη δική τους τη γειτονιά. Όσο για τον Αγά, αυτός θα σου δώσει να καταλάβεις κατά πού πέφτει το μαξι­λαράκι του μιντεριού του. Και συ τότες, εκεί που του συντυχαίνεις, ανασηκώνεις το μαξιλάρι, και κρύβεις από κάτω ένα πουγκί. Κατά το βάρος του μαγεμένου πουγκιού θα είναι και το δίκιο σου. Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορεί μια Συνείδηση να το σηκώσει, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήσει το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του. Το παίρνεις εσύ τότες τ’ απομεινάρι του έχει σου και πηγαίνεις, λέγοντας πως το βρήκες τέλος πάντων το δίκιο σου.

Έχει, βλέπεις, κι ο Τούρκος δικαιοσύνη, μα δεν είναι καθώς η βροχή του Θεού. Πέφτει χαλάζι στον εαυτό του, και ψιχαλίδες στους άλλους. Δεν τους σώνει τάχα τους άλλους που τους αφήνει και ζουν;

Τέτοιοι είναι κι οι νόμοι του, κι οι τέχνες του, κι οι επιστήμες του. Έλα μαζί μου, να το πιστέψεις. Το βλέπεις εκείνο το μπαρμπεριό; Είναι ο καλός ο Χαφίσης εκεί μέσα. Ο Θεός να με συχωρέσει, ρωμαίικο αίμα πρέπει να ’χει μέσα του ο Χαφίσης. Πρώτο, που δουλεύει κι αυτός. Δουλεύει με το ξουράφι του. Δεύ­τερο, που φαίνεται ήμερος κι άβλαβος. Όλοι του χω­ριού στου Χαφίση ξουρίζονται. Τι του κόστιζε να σφάξει κανέναν με το ξουράφι του! Κανέναν δεν έσφαξε, μήτε από τούρκικο λάθος. Να δεις που είναι και της επιστήμης παιδί ο Χαφίσης. Σε πιάνει δοντόπονος. Τρέχεις στου Χαφίση και του το λες. Σε καθίζει σ’ αυτό εκεί το σκαμνί, φέρνει τη μια και μοναχή του δοντάγρα, του δείχνεις το μέρος που σου πονεί, κι αρχινάει η δουλειά· δηλαδή την πιάνει από την αρχή τη δου­λειά. Τραβάει ένα τετράριζο δόντι, και δείχνοντάς το κάτασπρο με τις ματωμένες τις ρίζες, σε ρωτάει αν αυτό είναι. Του είπες όχι; Ξεριζώνει και το πλαγινό, κατόπι τ’ άλλο, ώσπου να βρεθεί το κούφιο το δόντι. Και πλερώνεις για ένα δόντι. Βλέπεις λοιπόν πως είναι κι ο Χαφίσης Τούρκος στο βάθος. Έφταιξε ένας χω­ριανός; Σκότωσε Τούρκο και κρύφτηκε ύστερα; Αμέ­σως πελεκίδι πέντ’ έξι, ίσως τύχει να είναι μ’ αυτούς κι ο φονιάς.

Σα να μην το πιστεύεις αυτό. Σα να μου λες πως πέρασαν των σεφεριών οι τρομάρες. Πως χύθηκε του Πολιτισμού το ήμερο γάλα και στις Τούρκικες φλέβες. Πως η λευτεριά της Χίος και των Ψαρών μπορεί να ξανάρθει, οι σφαγές τους όμως ποτές.

Φίλε μου και πατριώτη μου, όποιος κι αν είσαι, τη γνώμη σου τήνε σέβουμαι, πάρε όμως παράδειγμα του Χαφίση το δόντι, πάρε και το Χαφίση τον ίδιο και με προσοχή ψυχολόγησέ τον. Το φυσικό του δεν άλλαξε. Οι ίδιες οι περίστασες τα ίδια βάσανα θα γεννήσουν.

Ας κάνουμε όμως τώρα τόπο, επειδή Άγιος περ­νάει. Ξέρεις πως οι τρελοί αγιάζουν κατά τον Τούρκο. Όλοι τους τον προσκυνούν τον απείραχτο εκείνο τρελό, και τόνε λατρεύουνε. Μήτε τρύπιο βρακί του λεί­πει, μήτ’ αποφάγι. Κάθε μέρα περνάει από δω ο Ντελή Μεχμέτης, κινάει κατά το Τζαμί, και μ’ όλη τη δύναμη του κρατάει το Μιναρέ, να μην πέσει! Είναι η τρέλα του αυτή, πως θα πέσει ο Μιναρές.

Ρωμαίικο αίμα πρέπει να ’χει κι αυτός. Αν ήταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλα του θα ’παιρνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θα ’λεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσεις, ας γίνει του Προφήτη το θέλημα». Μα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, πού θα πέσει ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τόνε γλυτώσει. Όλο πάει να πέσει, κι όλο τόνε γλυ­τώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου! Δεν πολε­μάει να γλυτώσει τίποτις που βγαίνει από το χέρι του, κι ας μη χρειάζεται και γλυτωμό· αλάκερο Μιναρέ πολεμάει να γλυτώσει!

Απαράλλαχτοι και μεις, φίλε. Σε μιναρέδες ακουμπούμε, να μην γκρεμιστούνε· με μια διαφορά, που μας κάνει και φαινούμαστε κι από το Μεχμέτη τρελότεροι. Οι δικοί μας οι μιναρέδες είναι γκρεμνισμένοι χρόνια κι αιώνες, κι ωστόσο τρέχουμε ακόμα στα χαλασμένα θεμέλια τους κι ακουμπούμε, μην τύχει και πέσουν! Να το δούμε πως έπεσαν, να μαζέψουμε τα σκόρπια λιθάρια και να τους ξαναστήσουμε, από το νου μας δεν περνάει.

θα με ρωτήξεις, τι πάνε να πουν όλ’ αυτά· θα μου πεις πως δεν τα καλονοιώθεις, και να σου ξηγήσω το νόημα. Καιρός δεν είναι για τέτοια εξήγηση. Μέσα στην Καταμεσινή την Ασία όποια ιστορία κι αν αρ­χίσω, μοσκοκάρυδα θα μυρίζει. Ας καθίσουμε κάλλιο σ’ αυτή την πεζούλα, κι ας ακούσουμε το τι λέγει ο ασπρογένης εκείνος με το παχύ το σαρίκι, που κάτι περίεργο δηγάται στους πλαγινούς του. Αξίζει να τον ακούσουμε. Είναι ο Χουσεήν Αγάς, ο τρόμος αυτών των μερών μια φορά. Πέρασε τη νιότη του στο αίμα και στη φωτιά, τώρα πουλεί χαλβαδόπιτες και ζαχαρικά, επειδή στο αίμα και στη σφαγή έχουνε για την ώρα κισάτια. Έλα, ν’ ακούσουμε τι τους λέει ο τρομερός Χουσεήνης.

 

ΣΤ’

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΣΕΗΝΗ

 

«Καλές ψυχές μου, τζάνου μου! Ας τα πούμε τώρα που κανένας δεν είναι κοντά μας να μας ακούσει. Τι τόνε θέλουμε μεις τον Παράδεισο, μ’ όλα του τα πιλά­φια, μ’ όλο το μέλι, μ’ όλους τους θησαυρούς του; Τι θα βρούμε κει που δεν τ’ απολαβαίνουμε και στη γης; Και να σας πω, παιδιά μου, έχουμε κάτι πιο ακριβότερο εδώ κάτου. Στον Παράδεισο δε θα βρούμε Γκιαούρηδες να δουλεύουνε για τα μας. Σας λέγω πως τέτοια τύχη χρυσή έθνος άλλο στον κόσμο δεν την αξιώ­θηκε. Διάβασα τα κιουτάπια, και το είδα κει μέσα. Όπου ήρθε ξένη φυλή, κι έβαλε από κάτω της άλλη φυλή, θα πει πως η φυλή που ήρθε ήταν αξιότερη, ξυπνότερη, δυνατότερη. Ειδεμή, πού να βασταχτεί, να ριζώσει, να πνίξει την ντόπια φυλή! αργά γλήγορα ή καταπονιέται και χωνεύεται μαζί με τους ντόπιους, ή μαζεύει τα καλαμπαλίκια της, και φεύγει. Εμείς όταν ήρθαμε στο Βασίλειο της Ρωμιοσύνης, τι αξιότητα είχαμε! Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κι έτσι­ ριζώσαμε, και με το αίμα τους τους κρατούμε. Θα μου πείτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο.

Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγινε φυσικό τους να σκύβουν. Όσοι πρόφταξαν και σήκωσαν κεφάλι πρι να τους σακατέψει ολότελα η σκλαβιά, αυτοί καψογλύτωσαν. Καλό και γι’ αυτούς, μα για μας ακόμα καλύτερο που στήσανε κατά τα Κάτω τα Μέρη το καινούριο Βασίλειό τους. Γιατί τώρα όποιος Γκιαούρης βαρεθεί τη σκλαβιά, αντίς να κάθεται και να μας κρυφαγκυλώνει, παίρνει τη φαμε­λιά του και τραβάει στην καμαρωμένη του την Ελ­λάδα. Κάνει το κέφι του, μάς αφήνει και μας στο ραχάτι μας. Μα δεν είναι δα και πολλοί που μας φεύ­γουν. Πόσοι φύγανε από το χωριό μας; το πολύ δύο τρεις· έγιναν αβοκάτοι, κι έμειναν εκεί, ν’ ακονίζουν τη γλώσσα τους. Ένας τους, που έγινε γιατρός και γύρισε πίσω, μου τα είπε όλα πως εκεί τα λόγια παίρνουν και δίνουν. Πως με τα λόγια κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ μας πολεμούνε, μας σφάζουν, και μέσα στην Αγιά Σοφιά τα Νικητήρια τους ψάλλουν! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη! Στον κόσμο ρεζίλι γέ­νηκαν, που δυο τρεις βράχους να κυβερνήσουνε δε γροικούν, και καράβια σιδερένια, λέει, κάμανε, να μας καταχτήσουνε! Βάη, βάη, Ντελή Ορούμ, βάη!

Μην τους ακούτε τους Μουλάδες που προφητεύουν κάθε λίγο πως θα γκρεμνιστεί μια μέρα του Οσμάνη το Κράτος. Εγώ σας λέγω πως να γκρεμνιστεί, θα πάρει μαζί του και τους Ρωμιούς. Μια μορφιά θα μας χάψουν όλους μας οι Χαχόλοι που θα πέσουν απάνω μας όταν σημάνει η κακή μας ώρα. Κι ωστόσο οι Ρωμιοί, σαν κάθουνται και κουβεντιάζουν το βράδυ κοντά στη μαστίχα τους, ονειρεύονται Φράγκους και Ρούσους που τοιμάζουνται να κατεβούν και να τους ξαναδώσουν τη λευτεριά. Τέτοια όνειρα να μας βλέπεις, Ρωμιέ μου, για να βλέπουμε άσπρη μέρα και μεις.

Και θα βλέπει τέτοια όνειρα ο Ρωμιός. Ανοίξτε τα κιουτάπια, να το δείτε κι αυτό. Πριν ακόμα να ’ρθουμε μεις, τη περίμενε τη Φράγκικη τη βοήθεια. Βλέπεις, με το να δουλεύει αυτός για τα μας, πόλεμο να μάθει δεν έχει καιρό. Θα κατεβούνε λοιπόν οι Φράγ­κοι, που πιστεύουν κι αυτοί Χριστό, και θα μας κόψουνε, ν’ ανθρωπέψει ο τόπος του. Γεια σας, ρωμιόπουλά μου! Μπρος στη γνώση σας η σοφία του Κορα­νίου σκοτάδι γίνεται μοναχό!»

Όμορφα τα είπες, χρυσόστομε Χουσεήνη! Πικρούτσικες αλήθειες, η καθεμιά τυλιγμένη σε χαλβαδόπιτα. Τέτοιο χαλβά σ’ έχω χάρη να μας πουλείς και μας. Τι τα λες τους δικούς σου; Αυτοί το πολύ θα γελάσουνε. Εμάς, εμάς λέγε τα και ξανάλεγέ τα, και σου τάζω πως θα βρεθεί ρωμαίικη ψυχή μια μέρα να στολίσει με μαρμάρινο σαρίκι την κολόνα του μνημοριού σου.

Πού να πιαστείς ωστόσο εσύ, Χουσεήνη μου, με τέτοια ταξίματα! Είσαι καλός πατριώτης εσύ, είσαι και διπλωμάτης. Τώρα που δεν κόβει πια το μαχαίρι σου, που σκούριασε η πιστόλα σου, βρίσκεις καιρό να συλλογιστείς, κι εκεί που χτυπάεις το χαλβά σου, ο νους σου κατεβάζει αλήθειες που ο πιο ξακουσμένος Σοφτάς της Ρωμιοσύνης δεν τις ονειρεύεται! Άφερημ, άφερημ! Τι Θα ήταν η Ρωμιοσύνη αν ίσως κι είχαμε και μεις μερικούς χαλβατζήδες! Εμείς μήτε χαλβατζήδες δεν έχουμε!

Περνάει η ώρα ωστόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες! Μπο­ρούσαμε και στην προσευχή τους να πάμε, να δούμε τι λογής Θεός είναι που τους ακούει και δεν τους πλα­κώνει με μύριους σεισμούς. Μα φίλε μου, δεν είναι αυτή η δουλειά μας. Με την άδειά σου λοιπόν, την αφήνουμε την Καταμεσινή την Ασία και περνούμε κατά τα δικά μας τα κατατόπια. Καλή η διασκέ­δαση απάνω εδώ, μα κι ο καθάριος αέρας καλύτερος. Πάγω να σκάσω. Η βόχα με τάραξε. Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος.

 

Ζ'

ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

 

Να μας συμπαθήσεις, κερά Σκλαβιά, που συνήθειο μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσεις, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγινες, πως πάει να σπάσει η ράχη σου εξαίτιας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει. Βριζούμαστε ανάμεσά μας, κλέ­βουμε ο ένας τον άλλον, τυραννούμε τις γυναίκες μας, τα παιδιά μας; Έρχεται πάλι η γριά Σκλαβιά και μας παίρνει το βάρος. Ως και στη γλώσσα μας, η Σκλαβιά φταίει που έχασε τόσα και τόσα αρσενικά και θηλυκά. Ο Ζυγός κι Η Αλυσίδα μένουνε, μένει κι Η μαύρη μας η Μοίρα μαζί με ΤΟ γέρο το Θά­νατο. Μα ΤΑ κεφάλια μας, ΤΑ μυαλά μας, ΤΑ λόγια μας, μήτε ξέρουν το τι θα πει να είσαι αρσενι­κός και τι θηλυκός. Μήτε αρσενοθήλυκα δεν είναι· εί­ναι ουδέτερα· μήτε σπέρνουνε μήτε γεννούν.

Εσύ μοναχή φταις για όλη αυτή την ταπείνωση! Μα ποιος σε κάλεσε να ’ρθεις και να ριζοβολήσεις σ’ αυτή μας τη χώρα, και με τέτοια δώρα να μας φιλεύεις, αυτό το μελετούν, το μαθαίνουν, και κατόπι το παραδίδουνε στους νέους μονάχα μερικοί που σπουδάζουν την Ιστορία. Όσοι δεν τους ακούν, ή δεν τους απεικάζουν, πηγαίνουν και λένε στον κόσμο πως να μη μας συνορίζεται και πολύ, γιατί η Σκλαβιά δε χωρατεύει, μπορεί και στα τέσσερα να σε κάμει να περπατείς.

Άκου τα, Σκλαβιά μου, και κλαίγε τη μοίρα σου, που δεν καθούσουνα στην αγαπημένη σου την Ασία, μόνο ορέχτηκες τον τόπο μας τον αχάριστο!

Έννοια σου, και τέτοιες προφάσεις και πονηριές δε θα βρεις εδώ μέσα. Εγώ δε θα το πω μήτε της Ευ­ρώπης, μήτε της φιλενάδας σου της πατρίδος μου, πως εσύ φταις που βρίσκεται τώρα στη βαθιά αυτή την ταπείνωση! Θα σε λυπηθώ, και θα της πω την αλή­θεια Ρωμαίικα, ίσως και το χωρέσει ο νους της, και το χαρείς και συ που βρέθηκ’ ένας να σε διαφεντέψει της προκοπής, ύστερ’ από τόσων αιώνων συκοφαντία.

Εσύ είσαι δέντρο που φυσικό του είναι στη σαπίλα να φυτρώνει και να θεριεύει. Άμα το μυρίστη­κες πως μας έπιασε η σαπίλα, ήρθες και ριζοβόλησες μέσα μας. Στ’ όνειρό σου δεν το ’βλεπες τέτοιο μεγάλο καλό, τόσον πλούτο, τόση θροφή. Ξαπλώθηκαν, ξα­πλώθηκαν τα βαθόισκια κλωνιά σου, ώσπου τη σκέ­πασαν όλη τη Ρωμιοσύνη. Είναι αλήθεια πως έπεσ’ έν’ αξίνι από το δυτικό σου πλευρό, και σου κομμάτιασ’ ένα κλαδί. Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ’ αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάει, ίσως όμως και μείνει σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέ­τρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου. Βγάζουν και παραβγάζουν τα φύλλα σου το μαγικό τους τ’ αφιόνι, και μια χαρά μας κοιμίζουνε μέσα στον παχύ σου τον ίσκιο. Μέσ’ από τα φυλλοκάρδια μας βυζάνουν οι ρί­ζες σου το φαρμάκι, και μέσα στην καρδιά μας το ξαναχύνει η κρύφια σου η αναπνοή. Τι φταις εσύ, κακορίζικο δέντρο! Ποιος κατηγόρησε τα σκουλήκια που μαζεύουνται στο ψοφίμι! Σκουλήκια της Ρωμιοσύνης, μη μας ακούτε! Πνιγούμαστε, κι από τα μαλλιά μας πιαστήκαμε, να σωθούμε. Έχουμε και φιλότιμο, και πρέπει δίχως άλλο να βρεθεί ο φταιξιάρης. Ειδεμή, πώς να καταπείσουμε τον κόσμο πως είναι ελληνική η φυλή μας! Λυπήσου μας, Σκλαβιά, και μη μας συνορίζεσαι μήτε συ. Να που σ’ αφήνουμε και μεγαλώ­νεις, και θεριεύεις απάνω μας! Άφηνέ μας λοιπό να λέμε πως φταις, και κάνε πως δεν ακούς. Ας σου πω κιένα άλλο: Σου συφέρει να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπί­ζουμε. Κι η σαπίλα μας είναι ζωή σου.

Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσεις λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυ­τός αέρας το ’φερε. Άρχισα να τόνε μυρίζω πάλι. Άρ­χισα να τα βλέπω πάλι τα ταπεινά γνωρίσματα της Σκλαβιάς, το αιώνιο, το χαμηλόβλεπο σκύψιμο, τις μαριόλικες τις ματιές, τα χέρια τα κρεμασμένα, μα όχι και πάντα ήσυχα, όχι πάντα ακαμάτικα, γιατί κι από δουλειά ξέρουν, και της γλώσσας τη δουλειά κάμνουν, όταν αυτή όρεξη ή και θάρρος δεν έχει λέξη να ξεστομίσει. Άρχισα να τις βλέπω πάλι τις κρύφιες χειρονομίες, τα κρυφότερα τα γνεψίματα, την ακοί­μητη τη σβελτάδα, που κέντρο της αν ήταν ένα κοινό καλό, μύριες αυτοκρατορίες μπορούσε να ’χει αναποδογυρισμένες ως τώρα! Κέντρο της όμως είναι το συνηθισμένο το ρωμαίικο το κέντρο, τ’ αθάνατο το εγώ!

Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τόνε βαραίν’ η σκλαβιά· όσο μάλιστα τόνε βα­ραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος, χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη. Το ζήτημα είναι, όχι γιατί ν’ ασκημίζει τη γειτονιά του ένας Χαφούσης, και να του κάνει και τον Αφέντη, μόνο πώς να τόνε χαντακώσει στο χρέος αυτόν, τον Αφέντη, και να μαζεύει κατόπι τους τόκους. Και τόκους,—ένα αλάκερο χωράφι τα εκατό! Αμέτρητα τέτοια χωρά­φια του έχει αρπαγμένα. Όλα με φουντωτές και καρ­ποφόρες ελιές τα ’χει στολισμένα. Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι ήτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους είδαμε στην απάνω την Αγορά.

Ωστόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικο­κυρεύεται. Θησαυρίζει, καλοζεί, χτίζει σπίτια και πύρ­γους, προικίζει κόρες, ως κι επίτροπος γίνεται! Όπου πατήσει, φυτρώνει μυρσίνη· τι λέγω μυρσίνη! Κλή­ματα φυτρώνουνε φορτωμένα σταφύλι, μηλιές φυτρώ­νουν και πορτοκαλιές, ζωή κι ομορφιά φυτρώνει όπου πατεί. Κι ως τόσο να καλοκοιτάξεις, θε να βρεις πως μέσα σ’ όλες εκείνες τις ελιές, τις μηλιές και τις πορ­τοκαλιές, μέσα σ’ όλα τ’ αμπέλια εκείνου του κάμ­που, μήτε μια ιδέα δεν είναι φυτρωμένη!

Καλά που δε μας ακούει εκείνος ο νοικοκύρης ο πα­τριώτης, που από τ’ αργαστήρι του κατεβαίνει ν’ ανταμώσει τους συναδέλφους του, και να μάθει τα νέα. Θα μας έπαιρνε για τρελούς, που μέσα στο ήσυχό του χω­ριό ζητούμε φυτρωμένες ιδέες! Αν είχε ποτές πατήσει το πόδι του σε τόπους λεύτερους, θα ’βρισκε δάση αλάκερα, ιδέες γεμάτα. Εδώ ανδριάντα, εκεί τάφο, παρέκει Στρατώνα, παρακάτω Βουλές, μουσεία, βι­βλιοθήκες, θέατρα,—ατέλειωτα δάση από ιδέες, που ως τα ουράνια πηγαίνουνε τα κλωνιά τους, κι ως τα σπλάχνα της γης οι ρίζες τους!

Ας τον αφήσουμε, πρι μας ακούσει και μας περιγελάσει με κανένα μαριόλικο γνέψιμο. Γιατρειά δεν έχει ο φίλος. Το πάθος του είναι πολύχρονο και βαθύρ­ριζο, το λένε φρονιμάδα στη γλώσσα, του, κι αλί στον που είναι σκλάβος, κι υποφέρει ο νους του από τη ρωμαίικη τη φρονιμάδα!

Ας τον αφήσουμε. Είναι φρόνιμος αυτός, και κάνει τις δουλειές του με τάξη. Αυτός κοιτάζει το σπιτικό του, το έχει του. Κάθε τι άλλο έξω από το έχει του, πλερώνει δασκάλους και του το φροντίζουν. Μήγαρ αυτό δεν κάνει όλη η Ρωμιοσύνη, και σκλαβωμένη και λεύτερη; Γιατί όχι κι ο πατριώτης; Ό,τι δεν είναι πάρε και δώσε, είναι δασκαλίσιο πράμα· πράμα να πηγαίνεις και να τ’ ακούς μια φορά το χρόνο, όταν ο δάσκαλος τα λέγει με λόγια που φόβο δεν έχει να τα καταλάβει κανένας Τούρκος, μα μήτε και Ρωμιός. «Πατρίς, Μούσαι, Ελικών, καθειργασάτην».—Κι έτσι γίνεται η δουλειά της πατρίδας!

Να μην το ξεχάσεις αυτό που σου είπα· «στο ρω­μαίικο ό,τι δεν είναι πάρε και δώσε, είναι δασκαλίσιο πράμα». Πού είδες Ρωμιό ν’ αφιερώνει όχι ζωή, μόνο στάλα ζωής σε κοινό καλό! Μην πετιέσαι απάνω σα να θυμώνεις! Το ξέρω τι θα μου πεις· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζει ζεβζέκηδες!

Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν. Έτσι ο Ρωμιός παχαίνει, κι ας λιγνεύει ο τόπος του. Στην Αθήνα σαν πάμε, χίλιες φορές θα τ’ ακούσεις: «Ο τόπος πρόδεψε θαυμάσια, ας είναι καλά «αι ατομικαί επιχειρή­σεις». Εκείνο μόνο που μας χαλνάει, θα σου προσθέ­σουν, είναι η πολιτική διαφθορά. Δηλαδή: Ο Ρω­μιός κοιτάζει την τσέπη του, και τίποτις άλλο. Όλα τ’ άλλα, νόμους, τέχνες, επιστήμες, γράμματα, τα φροντίζουν οι δάσκαλοί του κι οι γραμματικοί του. Πάμε να καθίσουμε εκεί στου πλατάνου τον ίσκιο, να ξεκουραστούμε λιγάκι, να μη χάνουμε και τα λό­για μας, μόνο ν’ ακούσουμε τι είναι που λέει ο γελαστός εκείνος ο Παπάς που συντυχαίνει ενός Κοσμικού. Τον έχουν εδώ για τρελό τον παπα-Χαραλάμπη. Τρελό, γιατί αποκότησε να βγάλει στη μέση ιδέες κι αυτός! Θαρρώ πως για τη μεγάλη του την ιδέα κουβεντιάζει τώρα, κι αξίζει να τον ακούσουμε. Είχε το θάρρος ο παπα-Χαραλάμπης να κάμει δική του Κόλαση, και δικό του Παράδεισο! Πήγε να του κόψει τα γένια ο Δεσπότης σαν το πρωτάκουσε! Μα έτρεξαν οι χωρια­νοί στου Δεσπότη και του είπαν πως τρελός εί­ναι, και να μην τόνε συνοριστεί. Κι έτσι γλύτωσε. Άκουγέ τον:

 

Η'

ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

 

— Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελί μου μέρα και νύκτα, θα μ’ έπαιρνε και μένα στα νύχια της η ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπα-Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε,—στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν ήσουνα τότες εδώ να τα μάθεις.

Θυμάσαι τι ήταν πρι να βάλει τα ράσα. Λεφτουργός ήτανε. Ακουμπούσε το τρυπάνι στο ξύλο, το γύριζε μερικές φορές, κι άξαφνα σταματούσε, κάθιζε, έσκυβε το κεφάλι του, κι αποκοιμούνταν. Τις Κεριακές πάλι και τις σκόλες, όλο ξεφάντωμα. Έλεγε λοιπόν κάθε Δευτέρα και κάθε αποσκόλη ο κάλφας του, αγρύ­πνησε πάλι ο Μαστρο-Νικόλας, και κλαδοκόβεται από τη νύστα. Την άλλη μέρα όμως μήτ’ αυτή την πρό­φαση δεν την είχε· θύμωνε ο κάλφας του, και τον έδιωχνε. Μα θα μου πεις, πώς ζούσε ο Μαστρο-Νικό­λας. Ζούσε με το γλέντι και με τις νοστιμιές. Πλέ­ρωνε ο κόσμος το κρασί του, ν’ ακούγει τα χωρατά του.

Έγινε ο Νικόλας ως τριάντα χρονών. Οι φίλοι του άρχισαν τότες να τον βαριούνται, γιατί βγήκε άλλος νοστιμότερος στη μέση. Ξεθύμανε πια ο Μαστρο-Νικόλας. Μα ήξερε μερικά γράμματα, τον άκουγε κι η φωνή του. Είχε και γένια καλά. Ήταν κι όμορφος. Ήταν κι ανύπαντρος. Συλλογιέται λοιπό, συλλογιέ­ται, κι ίσια στου Δεσπότη. Και λέει του Δεσπότη πως θέλει να παπαδέψει. Τον χειροτονάει ο Δεσπότης παπα-Νικηφόρο, και τόνε στέλνει στην Αγιά Παρα­σκευή της πίσω της Ενοριάς.

Θα μου πεις πως τα ξέρεις αυτά. Τα παρακάτω όμως, θαρρώ δεν τα καλοξέρεις.

Σα συνήθισε στην παπαδική, άρχισε και να στολί­ζεται ο παπα-Νικηφόρος. Πλουμιστά φελόνια στην παραμικρή αφορμή. Ως και τα γένια του γυάλιζαν. Και σαν έβγαινε να δώσει τ’ αντίδωρο, άπλωνε το μα­λακό του χέρι κι έδινε ξεχωριστό κομμάτι—θα μου πεις σε ποιόνα; στον επίτροπο; όχι· στην επιτρόπισσα!

Σαν τέλειωνε η λειτουργιά, άρχιζε το ζιαφέτι στου κυρ-Θωμά, του επιτρόπου. Σκόλη δεν περνούσε, που να μην τον έχει καλεσμένο ο κυρ-Θωμάς. Στα γερά­ματα κι αυτός σηκώθηκε και μου γύρευε παντρειές. Κι αντίς να διαλέξει καμιά μεσόκοπη σαν και λόγου του, παίρνει ένα θεριωμένο αγριολούλουδο από τον Ψηλότοπο, δίχως μάνα και δίχως αδερφή, ένα γέρο πα­τέρα μοναχά, που αποκότησε και την έστειλε του γερο-Θωμά, να σκαρώσει σπιτικό στο χωριό μας. Βλέ­πεις, ο Θωμάς δε ζητούσε και προίκα· μα είχε και καλή καρδιά ο Θωμάς. Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε.

Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γερο-Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσ­καλούσε λοιπόν τον παπα-Νικηφόρο, κι ύστερ’ από το φαγί τον έβαζε κι έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέ­ρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.

Είχαν τότες στου κυρ-Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.

Με τον καιρό η κερα-Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθεί πως ο μακαρίτης ο πεθερός της ήτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της ήτανε να πηγαίνει να τόνε θεμιάζει τα σαββατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ’ εκεί ύστερ’ από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κι έμπαινε και στο κελί του παπα-Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάσει ο κόσμος. Μια Ψηλοτοπίτισσα να ’ρθει και ν’ αδιαντροπιάζει μες στο χωριό τους! Να φυλάγουν και τέτοιον παπά! Και καλά να τους πιάσουν αμέσως, και να τους ρεζιλέψουν. Και δίχως λέξη να πουν του γερο-Θωμά, βαλθήκανε στη δουλειά. Πήγανε μερικοί με μαγκούρες και τρι­γύριζαν το κελί ένα σαββατόβραδο. Χτυπούν την πόρτα,—σιωπή. Σπάνουν την πόρτα και μπαίνουν. Η πιτρόπισσα λιγοθυμισμένη, ο παπάς σαστισμένος. Μερικές ραβδιές, και συνέφερε ο παπάς. Σαν τρελός φώναζε ο δύστυχος. Ώσπου άρχισε να καταριέται, και φοβήθηκαν τις κατάρες του, και τον άφησαν κι έφυγε, και μήτε ξαναφάνηκε μήτε ξανακούστηκε πια. Ζητούν ύστερα να ξελιγοθυμήσουν την κερα-Πιπίνα, μα πού να ξελιγοθυμήσει! «Να φωνάξουμε τον Επί­τροπο», φωνάζει ένας, και ξυπνάει αμέσως η πιτρό­πισσα! Άρχισε να κάμνει την τρελή. Τρελή ξετρελή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πως του φά­νηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε.

Τι απόγινε η κερα-Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύει ελιές. Το συγγενολόγι του κυρ-Θωμά μήτε να την ακούσουνε δεν ήθελαν.

Μέσα στα ρομάνια εκείνου του κάμπου την έπιασαν τη δύστηνη οι πόνοι μια μέρα! Ήταν οι πόνοι της άνομης της αγάπης. Καλά που δεν πρόφταξε να γεννηθεί το κακόμοιρο το παιδί. Το πήρε μαζί της η μάνα, και πήγανε στον άλλον τον κόσμο.

Θα με ρωτήξεις τώρα, γιατί σου τα είπα όλ’ αυτά; Σου τα λέω, κυρ-Λεφτέρη, για να μάθεις από πού πηγαίνουνε στην Κόλαση· και ποια είναι η Κόλαση.

Αυτός είναι ο ίσιος ο δρόμος· η ακαμωσιά και το πάθος. Και τέλος του,—η ντροπή, το ρεζιλίκι, η συφορά.

Τώρα, εμείς οι παπάδες μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Είναι αλήθεια πως τις πιότερες τις φορές ιστορούμε την αμαρτία με τις ασκημιές της, την τιμωρία με τις τρομάρες της. Μικρό πράμα δεν είναι, να στέκεσαι απάνω στον άμπωνα και να φοβερίζεις τον κόσμο. Καθώς σου είπα όμως, μιλούμε κάποτες και για τον Παράδεισο. Μα φίλε μου, είναι Παράδεισος που πρέπει τα ποδήματά σου να βγάλεις και να μπεις, και να είσαι και καλά καλά βασανισμένος στον κάτω τον κόσμο. Ποια ήταν η Κόλαση του παπα-Νικηφό­ρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερα-Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τόνε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κά­μουν! Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα.

Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και ν’ ακούσω τον Έξ’ από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου.

Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος,—η δουλειά. Δούλεψε, και θα μπεις μέσα, δίχως να το νοιώσεις πως ήμπες. Όπου σ’ έβαλε ο Θεός να δουλεύεις, δούλευε. Σου γυρεύει κανένας ψωμί; δίνε του δουλειά κι αυτουνού. Αυτό θα πει ψυχικό. Τ’ άλλα τα ψυχικά είναι για τους σακάτηδες. Οι πιότεροι στον κόσμο είναι γεροί, και θέλουνε δουλειά, να μην τους σύρει η ακαμωσιά στον κατήφορο, και τότες τρέχα γύρευε τους, Λεφτέρη μου.

 

Θ’

ΛΙΓΕΣ ΜΑΤΙΕΣ

 

Σηκώθηκε ο πάτερ Άγιος, που ν’ αγιάσει το στόμα του. Πάει, φαίνεται, να χτυπήσει το σήμαντρο του Σπερνού. Ας ξεκινήσουμε παρακάτω, μ’ έναν κρυφό στεναγμό που δεν έχουμε κι άλλους τέτοιους τρελούς παπάδες.

Παρατήρησε ένα πράμα· που κανένας εδώ δεν κοι­μάται. Όλοι σαλεύουν εδώ. Από τη μια πετιέται κοπέλι με τη μασιά. Από την άλλη ξεκαρδίζεται γέρος με του πλαγινού του τις νοστιμιές. Παρακείθε παίζει τα δάχτυλά του στο τραπεζάκι ένας συλλογι­σμένος. Μέσα στο διπλανό το μαγαζί ανεβοκατεβάζει άλλος την πήχη σαν τυλιγάδι, και μετράει το χασέ. Αντίκρυ, στο ψωμάδικο, μπαινοβγαίνει το φτυάρι με τα ψωμιά. Παρέκει ζυγιάζει ο μπακάλης τις παινεμέ­νες σαρδέλες του. Πού το χουζούρι και το ραχάτι της απάνω της Αγοράς! Εκεί ύπνος και χώνεψη, εδώ δουλειά και γλέντι. Αχ, και τι γλέντι! Ρίξε μια ματιά σ’ εκείνην την ταβέρνα, να καταλάβεις!

Αν τύχαινε να σ’ ανταμώσω στα ξένα τα παλιά τα χρόνια, και με ρωτούσες τι λογής γλεντίζουνε στον τόπο μας, θα σου παράσταινα τα ξεφαντώματα του χωριού με τόση λαχτάρα και δίψα, που θα ’λεγες: — «Εκεί είναι η αληθινή η ζωή». Τέτοια είναι τα μαύρα τα ξένα! Ως και τα ψεγάδια του τόπου σου σε κά­μνουν και τ’ αγαπάς και τα ζωγραφίζεις με μύριες λαμ­πρές θωριές. Τώρα όμως που τα βλέπουμε και τ’ ακούμε, τι χρώματα να τους δώσουμε! Τι να της ψάλουμε της βρόμικης, της σκοτεινής, της μουχλιασμένης ταβέρ­νας, που κρατάει φυλακισμένους και μασκαρεύει τους αξιότερους δουλευτάδες μας! Τι τραγούδι να του πούμε του ταβερνιάρη που παρακαλεί μες στην καρδιά του να μασήσουνε τα ποτήρια του!

Άκουγέ τον, το βραχνιασμένο τον τραγουδιστή της ταβέρνας! Ο αμανές του είναι αχαμνός και ξεκρεμα­σμένος σαν το βρακί του. Άλλα δυο τρία ποτήρια, και θα ξεψυχήσει κι ο αμανές. Θα κωλοσυρθεί τότες το παλικάρι στο σπίτι του, θα βρίσει αντίς να καλησπερίσει, θα ξεράσει αντίς να φάει, και θ’ αποκοιμηθεί αντίς να συλλογιστεί πως τέτοια χέρια που τα ’φτιαξε η φύ­σις για να πιάνουν τουφέκι, κι αλυσίδες να σπάνουν, είναι κρίμα, μεγάλο κρίμα να δουλεύουν ολημερίς για κομμάτι μαύρο ψωμί και για μερικά ποτήρια φαρμάκι.

Μη μου λες πως τα μεγαλώνω. Αχ, δεν τα με­γαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κι οι πραματευτάδες, κι οι αρχόντοι, κι οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες.

Από τον Παράδεισο του παπα-Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ-Διαμαντή την ταβέρνα. Κι έτσι περνάει και ξε­χνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κι η ζωή. Έτσι το καταφέρνουνε να μην πέφτουνε στο γιαλό να πνιγούν από την ντροπή κι από την απελπισιά. Τα είπαμε θαρρώ, κι άλλοτες. Δεν τα ξέρουν τα χάλια τους, δεν το φαντάζουνται πως γίνεται να ζήσουν κι αλλιώς. Αν έρθεις μάλιστα παρακάτω, στο καφενεδάκι που μαζεύουνται τα μεγαλοσάνιδα, να μη γελαστείς και τους ξεστομίσεις λέξη για τους τόσους άντρες που ανεμοσκορπίζουν πολύτιμη δύναμη και παλικαριά σ’ αμα­νέδες και σε πιοτά. Να μην τύχει και τους δείξεις τι πιδέξια μπορούσανε να παίζουνε μπόμπες στα σβέλτα τους χέρια. Να μην τύχει, γιατί θα σε δέσουν αμέσως. Πρώτο, που πέρασε από το νου σου πως μπορεί να βρεθεί παλικάρι ν’ αψηφάει τη χαριτωμένη ζωή του! Δεύτερο, που βάζεις και τους νοικοκυρέους στα αίματα, γυρεύον­τας τους και ζωή και παράδες! — «Τι τρέλες είναι αυτές, παιδί μου; Πήγαινε κει που λαχταρούνε λεφτεριά, και καλοπλερώνουνε για να τη χαρούν. Εμείς τέτοια αλισβερίσια δεν τα κατέχουμε. Και πρόσεχε να μη σ’ ακούσουν, καημένε, γιατί αφανιστήκαμε. Πήγαινε, πήγαινε στην Κρήτη, στην Αρμενιά, στην Αραπιά πήγαινε, όπου θες. Εμάς όμως άφησε μας να μιλούμε για τα μαξούλια μας, για τα Σκολειά και τις Εκκλησίες μας, άφησέ μας να την τελειώσουμε αυτή την αναφορά που γράφουμε του Μουφτή, να μαςκάμει τη χάρη να μην τον γκρεμνήσει του μπαρμπα-Θανάση τον τοίχο, που σκοτεινιάζει τα παραθύρια του. Αρκετά βάσανα έχουμε με τα καθημερινά μας μαλώματα, μη γυρεύεις να μας ανάψεις και τέτοιες φω­τιές. Πήγαινε στο καλό, και μεις δεν αποτρελαθήκαμε ακόμη».

Αυτά θα σου πουν οι προεστοί, και χίλια τέτοια. Και θα χαμογελάσουν ανάμεσά τους, και θα μισοκλείσουνε το ’να μάτι, και θα ρουφήξουν το ναργκιλέ τους, κι ύστερα θα πουν του δασκάλου να γράψει την αναφορά για τον τοίχο του μπαρμπα-Θανάση, κι ο δάσκαλος θ’ αρχίσει να γράφει, και σα γράψει κι απογράψει, και βάλουν οι προεστοί τις υπογραφές τους, θ’ αρχίσουνε να γλυκοφιλούν το ποτήρι, ώσπου να ’βγει ο Ιμάμης να φωνάξει «Γιατσί», και τότες τραβούν ένας ένας κατά τα σπίτια τους.

Τι να καθίσουμε να τους δούμε! Τι θα καταλάβεις, και να την ακούσεις τη μονόχορδη την κουβέντα τους! Εκείνο που θέμε δε θα το πουν ποτές στη ζωή τους. Θα χωρατέψουνε, θα ψεγαδιάσουν, ίσως και θα μαλώσουν. Κανένας τους όμως, μήτ’ ο γέρος ο άρχον­τας, μήτ’ ο επίτροπος δίπλα του, μήτ’ ο γιατρός παραπέρα, μήτ’ ο πραματευτής παρακείθε, αχ, μήτε ο φωτισμένος ο δάσκαλος, δε θα ξεστομίσουν τη λέξη την τρομερή που κρύβει μέσα της καταστροφή και κατακλυσμό για την ώρα, ειρήνη κι ανθρωπισμό για κατόπι.

Ας την αφήσουμε και τη ρωμαίικη την Αγορά. Την είδαμε και τη Ρωμιοσύνη. Αλλιώτικη μη θαρρείς πως θα τήνε βρούμε στις μεγάλες τις χώρες. Το χωριό, φίλε μου, είναι η μάνα της χώρας. Το νερό από δω αναβρύζει. Γίνεται ρεματάκι, βρίσκει κι άλλα ρεματάκια στο δρόμο, φουσκώνει, μεγαλώνει, γίνεται ποταμός.

Ωστόσο, αν και την είδαμε τη μάνα του ρωμαίι­κου νερού, της μάνας όμως τη μάνα δεν την είδαμ’ ακόμα. Και σε καλύτερη ώρα να τήνε δούμε δε θα μπορούσαμε. Αρχίζει και βασιλεύει ο ήλιος. Από­λυσε ο Σπερνός. Γυρισμένες θα είναι στα σπίτια τους όλες οι Ρωμιοπούλες. Αυτές είναι που τους γέννησαν τους πατριώτες που βλέπαμε. Αυτές είναι που θα τους αποδεχτούν απόψε στις αγκαλιές τους. Αυτές εί­ναι που κρατούν τα κλειδιά του παινεμένου μας αυ­τού θησαυρού, που πάει να σκουριάσει μέσα σε σιδερόφραχτη κάσσα κρυμμένος. Θησαυρός μας είναι πάντα, ό,τι κι αν πούμε. Αίμα μας είναι οι πατριώτες, ας είναι και νερουλιασμένο αυτό το αίμα. Ποιος ξέρει α δεν το ξαναζωντανέψουνε μια μέρα και το δυναμώ­σουν εκείνες οι μαυρομάτες, οι γλυκοπρόσωπες, οι μά­γισσες οι χωριατοπούλες, που πάμε να τις χαιρετή­σουμε τώρα.

 

Ι’

ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΕΣ

 

Ελάτε, ρωμιοπούλες μου, ελάτε! Ελάτε να κά­μουμε μαζί σας χωριό. Τους αφήσαμε κάτω στην Αγορά τους λεγάμενους. Όλη αυτή η ανοιχτόκαρδη γειτονιά δική σας είναι τώρα. Κάθε πόρτα ορθάνοιχτη, κάθε κατώφλι πιασμένο. Από κοντά σας περνώ, και μυρίζετε σα βασιλικός, σαν αξεδίπλωτο μαντιλάκι, ότι βγήκε από μοσκομυρισμένο σεντούκι. Αν και γέρος, μα η δροσάτη αυτή ευωδιά σας φέρνει στην καρδιά μου αλλόκοτη τρεμούλα, κρυφό σπαρτάρισμα, κάτι που με κάνει και θαρρώ πως ξανάνιωσα, και θέλω κοντά σας να μένω, να σας κρυφομιλώ, να σας λατρεύω, να σας λέγω πως είστε σεις κι όχι άλλες, πως τέτοια μάτια και τέτοια χείλη στον κόσμο δεν τα είδα, και πως κρίμα, μεγάλο ήτανε κρίμα να μ’ αφήσετε να μισέψω στα ξένα μικρό αγόρι και να σας στερηθώ, εγώ που μπορούσα να τρελαθώ για την αγάπη σας, μέρα και νύχτα να σας τραγουδώ και να μη χορταίνω.

Ακόμα δεν ήρθα κοντά σας, Νεράιδες μου, και σας ακούγω και συντυχαίνετε, και γελάτε, και τα σκορ­πάτε στον αέρα τραγουδιστά τα γέλια σας και τα λόγια σας βαλμένα σε σκοπό που οι πολιτισμένοι της χώρας τόνε λένε χωριάτικη προφορά! Κάθε τόνος του τραγουδιού σας από τα φυλλοκάρδια σας βγαίνει. Τρο­μάζετε, κι ο τρόμος σας ξεχύνεται με ψιλό τσιριχτό που του κάκου αγωνίζουνται μεγάλες τεχνίτρες να τόνε μιμηθούνε, και τα γέλια σας αντιλαλούν στον αέρα σαν κελαηδήματα. Θυμώνετε, κι η οργισμένη φωνή σας ανεβοκατεβαίνει σαν το φύσημα του ανέμου. Λυπάστε, και το μοιρολόγι σας πέτρες ραγίζει. Λέξη δε βγαίνει από το χαριτωμένο σας στόμα που να μην ιστορεί την καρδιά σας. Τα λόγια σας είναι καθρέφτης που παρασταίνει τις χίλιες της αλλαγές. Στη χώρα οι πολιτισμένες οι αδερφάδες σας δεν τον έχουν αυτόν τον καθρέφτη. Εκείνες ξέρουνε λόγια που κρύβουνε τις λαχτάρες, τους καημούς, τις χαρές. Η μουσική της καρδιάς τους είναι τονισμένη απάνω σε ξένο σκοπό. Ως κι η μιλιά τους από τα ξένα είναι φερμένη. Ψεύ­τικο λουλούδι βαμμένο με δανεισμένες θωριές, όχι σαν το βότανο που φυτρώνει στα φυλλοκάρδια σας κι ανθίζει στα χείλη σας, που μοσκομυρίζει και με γλυκομεθάει αυτή την ώρα.

Δε λέγω πως δεν τα ’χετε και σεις τ’ αγκαθάκια που βγαίνουνε γύρω στα τριαντάφυλλα. Γυναίκες δε θα είσαστε δίχως αυτά. Μα η φύση σας τόσο τέλεια, τόσο τρανά καθρεφτίζεται σε κάθε σας λόγο, σε κάθε σας κάμωμα, που σας βλέπει άνθρωπος και λέει,— «Αυτή είναι η γυναίκα· μη διαβάζεις βιβλία να τήνε νοιώσεις. Μην προσμένεις να της φύγει λόγος ή στε­ναγμός, ν’ απεικάσεις το τι συλλογιέται· λαχταρεί; αγαπάει; μισεί; ζουλεύει; κακιώνει; Σώνει κοντά της να κάθεσαι, σώνει τα μάτια της να κοιτάζεις, τη μιλιά της ν’ ακούς, και θα το μάθεις.»

Εδώ είναι το χωριό, η μάνα της χώρας. Εδώ βλαστίζουν κι ανθοβολούν όλα τ’ ανθρώπινα πάθη, έξω, στον αέρα, στον ήλιο, ζωντανά και δροσάτα λουλού­δια, όχι στραγγισμένα μυρωδικά, και σε χρυσές μποτιλίτσες κρυμμένα.

Μπορείς, φίλε μου, ν’ ακούσεις και μερικές ανοιχτούτσικες κουβέντες εδώ. Τίποτις δεν το ’χει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερα-Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν το ’χει ν’ αρχίσει να δηγάται στην πρώτη συνομήλικη που ανταμώσει, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δει την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο. Τέτοια μπορείς ν’ ακούσεις εδώ πέρα πολλά. Κάμε όμως πως τη σιμώνεις αυτήν την τρελή που τα ξέρει όλα, κάμε πως της ζητάς ένα κρυφό φιλί, κάμε πως την αγγίζεις, ας είναι και με το μικρό σου το δαχτυλάκι, και σου γίνεται άξαφνα πύργος που στέκει και διαφεντεύει την τιμή της, και σου καρφώνει τέτοια ματιά, που καταριέσαι την ώρα που γεννήθηκες απ’ ένα κορίτσι πιο άναντρος.

Και δε θα τήνε βρεις μοναχά στο κορίτσι αυτή την ακαταπόνετη δύναμη της τιμής. Αυτό το βλέπουμε και στις χώρες, δηλαδή στις ρωμαίικες τις χώρες. Εκείνο που είναι ν’ απορήσεις, είναι που βλέπεις τόσες και τόσες λυγερές μαυροφόρες και περνούν τ’ αγύριστα χρόνια της νιότης στην άχαρη μοναξιά της χηρείας, δίχως άλλη ελπίδα παρά να μεγαλώσει τ’ αγόρι τους και να πιάσει τον τόπο του μακαρίτη! Τέτοιος ηρωισμός, φίλε μου, μπορεί να μας γεννήσει κι άλλους ηρωισμούς. Γυναίκα που μπορεί να πνίξει στα στήθια της τη μεγαλύτερη τη λαχτάρα, που κληρονόμησε από την Εύα, μπορεί κι άλλες θυσίες να κάμει. Μπο­ρεί να διδάξει του παιδιού της και την αγάπη που δεν ξέρει ντροπή, την τιμή που δε μαραίνεται, τον ηρωι­σμό που δοξάζει πατρίδες. Μπορεί να τόνε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη.

Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μανάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρό­νια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους. Αυτό υπομονή· μα το νόστιμο είναι που κι αυτή ξελαγιάστηκε. Τους πρώτους πέντ’ έξι μήνες έκαμε κάτι.

Έμαθε τα μικρά να διαβάζουν, και να λεν πως υπάρ­χει εκεί κάτω και μια ρωμιοσύνη δίχως αγάδες. Το πρωί όλ’ αυτά. Τ’ απομεσήμερο είχε κέντημα και ρά­ψιμο. Οι μεγαλύτερες δίδασκαν τις μικρότερες, κι η δασκάλισσα πήγαινε στην κάμαρά της να ξεκουραστεί. Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πως έπαθε κι η δασκάλα το πάθημα του πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάνα και την πάντρεψε με το γιο της.

Κι έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κι έμαθαν τα κορί­τσια να γράφουν και να διαβάζουνε. Μη θαρρείς λοι­πόν πως είναι αγράμματα τα κορίτσια που παίζουν τώρα τριγύρω μας. Δεν προφταίνουνε να το διαβάζουν και να το γράφουν πως είναι σκλαβοπούλες, πως τ’ αδέρφια τους είναι καταφρονεμένα, η ζωή τους ντρο­πιασμένη και ταπεινή. Σα να χαμογελάς, θαρρώ. Σα να με ρωτάς σε τι βιβλίο και σε τι γλώσσα τις διαβάζουν αυτές τις τρέλες. Ποιος πήγε και τα ξεμυά­λισε τα κορίτσια. Οι δασκάλισσες τάχα;—Μη φοβά­σαι οι δασκάλισσες τα μάθανε να διαβάζουν· το τι θα διαβάζουνε, δεν είναι δική τους δουλειά. Είναι δουλειά της έρμης της τύχης. Κι επειδή η τύχη δεν τα ’φερ’ ακόμα ως εδώ τα φράγκικα τα παραμύθια, οι χωριατοπούλες μας, σα μάθουν τα γράμματα και νοικοκυρευτούν, τα βάζουνε στο ράφι μαζί με τ’ άλλα προικιά τους.

Τι κακό ωστόσο γίνεται μέσα σε κείνο το περιβόλι! Ιστορικό περιβόλι. Τη βλέπεις εκείνη τη Τζιτζιφιά; Στον καιρό μου οι κοπέλες κρέμαζαν εκεί κούνιες και κουνιούνταν, και τραγουδούσαν τα πονεμένα τους λιανοτράγουδα. Η φωνή τους ήταν καθώς και τώρα· ψιλή ψιλή και χαμηλή, σα να μην τολμούσε να βγει έξω μ’ όλη τη δύναμή της. Ίσως έχει κι αυτό το λόγο του. Γιατί μαθές οι Τουρκοπούλες να τραγουδούνε μεγαλόφωνα σαν τ’ αηδόνια, κι οι δικές μας χαμηλά χαμηλά και συμμαζεμένα σαν τις τρουξαλλίδες; Θαρρώ πως το μάντεψες, και πως με πίκρα μου το ξηγάς, πως της ρωμαίικης της ψυχής η χαρά προβάλ­λει στον κόσμο με προφύλαξη και με πάτημα μετρη­μένο, μην τύχει και την αρπάξει, και την πνίξει κανέ­νας. Η χαρά πρέπει να βγει, το κορίτσι πρέπει να τραγουδήσει, κι ας γίνει ό,τι γίνει. Βγαίνει λοιπόν σιγανά και με προσοχή.

Έτσι τραγουδούσαν και τότες, μα τραγουδούσαν τραγούδια της προκοπής, όχι τα νερόβραστα που τους φέρνουν τώρα τα ξενιτεμένα τ’ αδέρφια τους.

Έλα στο περιβόλι, να το δεις πως δεν είναι πια εκείνα τα χρόνια. Πρώτο, που καθεμιά γλυκόχαρη μαυρομάτα δεν είναι καθώς τότες ντυμένη. Θα μου πεις απλή και καθάρια πάντα, μα είναι κι αυτή σαν την απλότητα της καθαρεύουσας. Μήτε ρωμαίικα, μήτε αρχαία, μήτε και φράγκικα. Φουστάνι κομμένο για να φοριέται με κορσέ, και κορσέ δε φορεί η χωρια­τοπούλα. Τραχηλιά ανοιχτή και μπιμπιλωμένη, σω­στής χωριανής τραχηλιά. Τακούνια αψηλά αψηλά σωστά Παρισιάνικα τακούνια. Αν τα δει αυτά κανέ­νας ολότελα ξένος, θα πει πως ή τρελάθηκε το κο­ρίτσι, ή ρούχα δεν είχε να βάλει, κι έβαλε ό,τι βρέ­θηκε. Εμείς τότες θα του πούμε πως μήτε το ’να είναι μήτε τ’ άλλο. Την κοπέλα την πήρε το ρέμα της μό­δας. Η μόδα αλλού αλλάζει με τη μέρα, αλλού με το μήνα, κι αλλού με το χρόνο. Καπότες από την κορφή ως τα νύχια, και κάποτες χτυπάει από δω κι από κει. Τι να σου κάμει το κορίτσι! Το παραζάλισαν οι δασκάλισσες κι οι αρραβωνιαστικοί. Το κορίτσι, φυσικό του είναι να θέλει ν’ αρέσει. Ταξιδεύει ο γαμπρός ως την Πόλη, φέρνει μαζί του όσα βιεννέζικα στολιδάκια μπορεί. Το κορίτσι τα βάζει, και μασκαρεύε­ται για ν’ αρέσει.

Ό,τι κι αν κοιτάξεις μέσα στη Ρωμιοσύνη, μα σε χωριό είσαι, σε χώρα, κορίτσι βλέπεις, αγόρι, ένα πράμα παρατηρείς. Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά τ’ αποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε τ’ αγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δεις. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ’ αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί. Μας μένει και κάποιο φιλότιμο, κι αυτό δα είναι που μας χαντακώνει βαθύτερα. Ρωμαίικο φιλότιμο πάει να πει, να κάνεις ό,τι δεν σου ταιριάζει. Να μη φυλάγεις τίποτις καθάριο ρωμαίικο· τίποτις άλλο, παρά τα μαύρα εκείνα τα μάτια, τα φεγγαρωτά τα πρόσωπα, και τα βεργολύγιστα τα κορμιά. Πάμε, πάμε κοντά τους.

Αν μας βλέπανε, θα πετούσαν και θα κρυβούντανε σαν τις πέρδικες. Πού να το φανταστεί η μικρούλα εκείνη που στέκεται ανάμεσα στις πορτοκαλιές, να πειράξει τις άλλες που τη γυρεύουν, πού να το φαν­ταστεί πως κρυφοκοιτάζουμε το ροδακινί της το χνούδι, που το ’χει αναμμένο το τρέξιμο και το γέλιο! Κοί­ταζε, σερπετάδα! Χαρά στον που θα την κάμει βα­σίλισσά του! Φωνάζουν οι άλλες, γελούν, και πηδούνε γύρω, να ξετρυπώσουν την κρυμμένη τη Νεραϊδοπούλα. Σωπαίνει αυτή. Κοιτάζει από τα φύλλ’ ανάμεσα, και σκάνει στο γέλιο. Την προδίνει το γέλιο, τρέ­χουν οι άλλες, και γεμίζει ο κόσμος τσιριχτά και φω­νές. Γελάτε, γελάτε, μικρούλες μου! Χαίρεστε τώρα, γιατί μπορεί μια μέρα να το νοιώσετε πως θα μας γεννάτε σκλαβόπουλα.

Αρχοντικού σπιτιού περιβόλι. Λείπει θα πεις το σιντριβάνι, δε σε λιγοθυμούν εδώ τα μοσκοβότανα του Εφέντη, μα βασιλεύει χάρη, που τ’ άλλο δεν την είχε το περιβόλι. Ίσως επειδή εκεί έπεφτε η αντηλιά του μεσημεριού, κι εδώ σκορπιέται η δροσιά της βραδιάς. Ίσως επειδή εκεί μουρμούριζαν περιστέρια, κι εδώ παίζουν οι λωλές αυτές πέρδικες· εκεί πάτημα γάτας δεν άκουγες, και δω όλο τρέξιμο και φωνές. Εκεί πνίγουνταν κάθε κώχη στο γιασουμί, εδώ κάθε λου­λούδι τον τόπο του, κάθε τόπος το βότανό του. Εκεί ραχάτι, εδώ ζωή και τάξη. Την έχει ο Ρωμιός την τάξη στο σπιτικό του, κι ας τήνε στερείται το έθνος του. Λες και το ’καμε όρκο, κι είπε του Τούρκου: «Μου πήρες τον Τόπο μου; Χάρισμά σου. Να σου δείξω εγώ όμως τώρα πως μπορώ και δίχως πατρίδα να ζήσω· πως μπορώ να δουλεύω, να νοικοκερεύω, να παστρεύω, να μαζεύω, να πλουτίζω, να στολίζω. Κάμε και συ, αν μπορείς, ένα τέτοιο περιβολάκι. Κάμε τέτοια κορίτσια να παίζουνε μέσα. Του κάκου, δε θα μπορέσεις. Τέτοιο γούστο εσύ δεν το ’χεις. Ρωμαίικο είναι αυτό το γούστο. Μου άρπαξες την πατρίδα μου; Κράταγέ την την πα­τρίδα μου. Χάρισμά σου. Να σου κάμω εγώ τώρα ένα περιβολάκι, ένα σπιτάκι, να δεις τι θα πει Ρωμιός.»

Έτσι μου φαίνεται, σα να παίζουμε με περιβολάκια και με σπιτάκια μέσα στον κόσμο. Σαν τους φυλακι­σμένους, που για να σκοτώσουν τις μαύρες τους ώρες, ζωγραφίζουν εικόνες απάνω στους τοίχους της φυλακής.

Μ’ ας μην το φαρμακώνουμε το γλυκό μας τ’ αγέρι με λόγια πικρά. Παίζετε, λυγερές μου, παίζετε. Πρέπει να παίζετε σεις. Αφήστε τα κλάματα για τους δόλιους που θα γεννήσετε.

Έλα μέσα στο σπίτι. Ας ρίξουμε μια ματιά στ’ αρχοντικό του μεγαλύτερου προεστού μας πριν έρθει από την Αγορά και πατήσει τις φωνές και κάμει τον κόσμο άνω κάτω. Δεν είναι, λέει, κακός, μόνο που θυμώνει. Θυμώνει, λέει, με τη γυναίκα του, σαν αργεί το φαΐ. Να θυμώσει με τους προπατορικούς του εχθρούς, δεν ταιριάζει. Να πιάσει Τούρκο και το ζουμί του να βγάλει, βάρβαρο πράμα! Ξεθυμαίνει λοιπόν με τα λόγια στην κακόμοιρη τη γριά του. Τις γόβες του βλέπω εκεί στην κώχη, και τρόμος με πιάνει.

Αγερικό σπίτι, κι η πάστρα φέγγει πέρα και πέρα. Μαρμαρόστρωτη αυλή στη μέση, το σαλόνι από τη μια, από την άλλη η τραπεζαρία, και στο βάθος οι σκάλες. Παντού χάρη, καλοπάθια και βιος. Παντού τάξη και πάστρα. Έλα να σου δείξω το μαγερειό, να το καμαρώσεις. Αρχίσανε ν’ ανάβουν τα φώτα. Αστράφτει το μαγερειό με τα καθάρια τα πιατικά, με τα γανωμένα χαλκώματα. Οι κάτασπρες οι φουβούδες μήτε κουκί στάχτη ή κάρβουνο δεν έχουνε γύρω τους. Εδώ είναι τ’ αργαστήρι που δουλεύεται το καλό το φαΐ, μην τύχει και πεθάνει ο Δημογέροντας από την πείνα, και χάσει τ’ αντιστύλι του ο Τό­πος. Δεν τη βλέπω την κερά μας απόψε στο μαγερειό. Δυο και μοναχές παραστέκουνται στις φουβούδες, η γριά η παρακόρη και τα δεύτερό τους κορίτσι. Το με­γαλύτερο το κορίτσι τους θα το βρούμε απάνω, στ’ αγαπητό της παράθυρο.

Η γριά η παρακόρη που βλέπεις, είναι τώρα χρό­νια, που ήρθε σ’ αυτό τα σπίτι από αντικρινό χωριουδάκι. Πρέπει να είδε κι έπαθε πολλά στον καιρό της. Κοίταξε μάτια μεγάλα και θαμπωμένα, φρύδια πυκνά και μαύρα σα βδέλλες, στόμα συμμαζεμένο κι απο­φασιστικό, πρόσωπο χλωμό που δεν το πιάνει μήτε η αναλαμπή της φωτιάς. Σα μάγισσα φαίνεται, με τη μαγουλίκα της και με την κίτρινη την ποδιά. Καβουρ­ντίζει τα κρεατοκόμματα με μια πίκρα στην όψη της, που λες και μαγερεύει φαρμάκι. Κοίταζε τι διαφορά η κοπέλα που κόβει τα κυδώνια στο πλάγι της. Είναι η αγαπημένη του προεστού, γιατί, λέει, του μοιάζει. Έχει τα σταχτερά του τα μάτια και το στρογγυλό του σαγόνι. Μα ο άρχοντας, θαρρώ, δεν μπορεί να ’χει και τόση χάρη. Αυτός, σαν ανασηκώνει τα μανίκια του να του χύσει η χαδεμένη του να πλυθεί, δε θα φεγγο­βολούνε δυο τέτοια μπράτσα από πάνω από την αση­μένια λεκάνη. Έχει, λέει, η μικρή και την καλοσύνη της μάνας της. Άγια καλοσύνη! Εσύ μονάχα σώ­νεις να στολίσεις κοπέλας πρόσωπο! Αγαπά, λέει, πολύ και τη θεια-Γιαννούλα, την παρακόρη. Οι άλ­λες παίζουν και τραγουδούν, κι αυτή τρέχει στο μαγε­ρειό και βοηθά της Γιαννούλας. Κι η γριά την αφήνει, για να τ’ ακούγει ύστερα ο αφέντης και να το χαίρεται, που η χαδεμένη του το ’καμε πάλι το κυδωνάτο.

Την έστησαν τώρα την κατσαρόλα. Τώρα το φαΐ βράζει. Καθίζει στο μαξιλάρι της η γριά, παίρνει τ’ αδράχτι της, κι η μικρούλα πάντα κοντά της. Κάτι έχει να της πει η γριά, και πρέπει να την ακούσουμε:

 

ΙΑ'

Η ΘΕΙΑ-ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ

 

«Δεν είναι μια δεν είναι δυο που με σταυρώνεις να σου τα πω· είσαι μικρούλα, και γιατί να σε κακο­καρδίζω! Μα εσύ και καλά να τ’ ακούσεις. Λοιπόν άκου τα, φτάνει να μην τα ξεστομίσεις κανενού, καη­μένη, γιατί η κατάρα μου θα σε φάει. Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε.

Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ’ από τό­τες! Το καλυβάκι μας δεν ήτανε μες στο χωριό, ήταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω ήταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ αυτός δα με προίκισε και με πάν­τρεψε. Εγώ ήμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου. Τα προικιά μου ήταν το καλύβι, ένα χωραφάκι, και τα μισά τα γίδια του μπάρμπα. Τον είχαμε και κείνονα μαζί μας. Μόνο που δε μας χάρισε ο Θεός και παιδιά. Όλα τ’ άλλα τα εί­χαμε. Κάτι ήξερε ο Μεγαλοδύναμος, τη χάρη του να ’χουμε!

Ανέβηκε μια βραδιά ο γέρος στη μάντρα,—ήταν άνοιξη σαν και τώρα—να δει αν είχε την έννοια του κοπαδιού ο Γιωργής, που ερχότανε δυνατή μπόρα. Εγώ, δεν ήτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μο­ναχή μου. Μαγείρευα το φαΐ, κι έκλωθα, σαν καλη­ώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πα στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κι η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες! Ακόμα τους βλέπω μπροστά μου, και τρέλα με πιάνει. Τ’ άγριό τους το γέλιο, σα μ’ είδανε μοναχή στο καλύβι, ήταν κι από την όψη τους κι από τ’ άρματά τους πιο τρομερότερο. Στην αρχή θάρρεψα δα πως ήρθαν ώσπου να περάσ’ η βροχή. Μα αυτοί είχαν άλλα στο νου τους. Εκείνη την ώρα το συλλογιστήκανε, σχεδιασμένο το είχανε, Θεός το ξέρει. Πρώτο πράμα που έκαμαν ήτανε να μανταλώσουν την πόρτα. Εγώ σαν το είδ’ αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κι έ­πεσα πίσω με τ’ αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα ήμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέ­πει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε. Θα φοβήθηκαν, καθώς φαίνεται, να μην πλακώσει κανένας και τους χαλάσει τη δουλειά, και συλλογιστήκανε να με πάρουν και να τραβήξουνε σε κανένα πιο μοναχικό μέρος. Δεν έβρεχε και πολύ τώρα. Το πρώτο που μισοθυμούμαι είναι που με σή­κωνε ο ένας, κι ο άλλος ξανάνοιγε την πόρτα. Σαν άνοιξαν την πόρτα και μ’ έσερναν έτσι από το κατώ­φλι, ακούγω απ’ έξω μια πιστολιά. Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ’, Γιαννούλα μ’», που άκουσα ύστερ’ από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει να ’τρεξε κι ήρθε στο καλύβι δίχως ν’ ανταμώσει το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπεί.

Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ’ αστροπε­λέκι. Κι όχι να πεις πως άρχισα το μοιρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να ήμουν άν­τρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ κατα­πάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετι­ναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λι­γάκι. Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών’ η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μι­λήσω, να τόνε ρωτήξω πού τόνε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ’ ένα να κάμω! Μ’ αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα. Συλλογίστηκα να πατήσω τις φωνές, ίσως έρθει κανένας και με γλυτώσει, μα φοβήθηκα μην τύχει κι ήταν κοντά και τρέξει ο γέρος και τον σκοτώσουν και κείνον. Άλλος κανένας στη γειτονιά δεν κατοικούσε τέτοια ’ποχή. Ύστερα φοβήθηκα να μη δέσουν και το στόμα μου. Είδα λοιπόν πως εδώ χρειάζεται πονηριά.

— Πού θα με πάτε τώρα, τους λέω, με τέτοιο κατακλυσμό; Μείνετε μέσα ώσπου να καλοσυνέψει, κι ύστερα ό,τι θέλετε κάμετε. Ο άντρας μου κείτεται λαβωμένος, ποιόνα φοβάστε;

Τι τα θες, παιδί μου, με ξαναφέρανε μέσα. Και σαν τους λύκους πέσανε στο φαΐ που μαγείρευα. Τους αφήνω και τρων οι έρημοι, και με δαδί στο χέρι πη­γαίνω κατά την πόρτα να ρίξω μια ματιά του Γιωρ­γάκη μου. Ήταν ασάλευτος, και τα στήθια του μα­τωμένα. Ήταν πεθαμένος ο ακριβός μου! Και καθώς που στέκουμουν και τον έβλεπα, ξερή σαν την πέτρα, έρχουνται πάλι και με τραβούνε μέσα οι σκύλοι. Φοβηθήκανε μην τους ξεφύγω.

Εμένα τώρα με βασανίζανε δυο στοχασμοί. Ο ένας να γλυτώσω το γέρο, ο άλλος, να σκοτώσω τους φο­νιάδες του Γιώργη μου.

Αυτοί οι Τούρκοι ήταν ξένοι. Δε μας ήξεραν. Πρέ­πει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κι έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο κα­λύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανέ γίδι.

Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθείτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί. Η πλόσκα μας δεν ήταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κι έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψει γλήγορα, πρι να ’ρθει ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθει και χτυπήσει πρι να μεθύσουνε. Δεν αργήσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος το ’ριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα. Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ’ αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να ήμουνα χασάπης. Πέτρα ήταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ’ ένα ρα­χάτι σα να μ’ έκαμαν από χήρα βασίλισσα. Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα να ’βλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελαθεί ο δόλιος, σαν του τα είπα.

— Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε.

— Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν’ αφήσουμε το Γιωργάκη μου!

Βγήκαμε και τόνε φέραμε μέσα. Αχ, και πως να το ξεχάσω το πικρό του χαμόγελο! Πρέπει να ’μειν’ έτσι το πρόσωπό του από τη στιγμή που έπεσα πάνω του και τον πασπάτευα να δω α ζούσε ακόμα.

Πού να την ιστορήσω την ανιστόρητη εκείνη τη νύχτα, παιδί μου! Αποφασίσαμε να μείνουμε, και να μη φύγουμε. Βγαίνουμ’ έξω και κατεβαίνουμε στην πιο μακρινή τη γωνιά του μικρού χωραφιού μας, κοντά σε μια μεγάλη συκαμινιά. Σκοτάδι, πίσσα. Τύχη μας που δεν είχε μήτε φεγγάρι. Ώρες κι ώρες έσκαβε ο γέρος, και ξεφτυάριζα εγώ χώμα. Κι ένας φόβος! Φύλλο, έπεφτε και τρομάζαμε. Σαν έγινε ο λάκκος βαθύς ως τη μέση μου, γυρίσαμε στο καλύβι. Τους σηκώσαμε κατά πώς ήτανε, με τ’ άρματά τους, μ’ όλα τους. Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκο­τωμένα θεριά ήτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές.

Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τόνε σαβανώ­σαμε, όλα τα κάμαμε.

Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέ­ρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματω­μένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν’ ο ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ’ από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες.

Τι να σου τα λέω τ’ άλλα, παιδί μου! Όπου να είναι, έρχεται κι ο αφεντικός. Κανένας δεν τα πήρε χαμπάρι τα που γένηκαν. Αστροπελέκι έπεσε, και τόνε σκότωσε το Γιωργή μου. Τόνε θάψαμε τ’ απο­μεσήμερο. Σα γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα πια να μείνω μέσα τη νύχτα. Όλα τα φαντάσματα τα ’βλεπα γύρω μου. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Με φοβήθηκε τότες ο γέρος, έριξε στον ώμο του το δισάκι, και με πήρε μαζί του. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε. Μ’ έφερε ίσια δω. Τον ήξερε τον αφεν­τικό. Ο γέρος γύρισε πίσω. Αυτός δεν πολυφοβούνταν τα φαντάσματα, κι έμεινε στο καλύβι ως πρόπερσι, που συχωρέθηκε. Εγώ μήτε ξαναπήγα, μήτε ξαναπηγαίνω πια τώρα. Εδώ θα πεθάνω, κοντά, σας! Μην κλαις, παιδί μου, και μην τρομάζεις. Εγώ η καταραμένη φταίγω που το τρόμαξα το πουλάκι μου.»

 

ΙΒ'

Η ΝΟΙΚΟΚΕΡΑ

 

Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαρο­καμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρυσμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζει αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιαννούλα! Ή τάχα πρέπει να τ’ α­κούν κι οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τ’ άκουσαν, τι ωφελήθηκαν! Το πολύ χαίρουνται που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους.

... Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξει το φόβο της. Πρέπει να βλέπει κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάει την καημένη. Άμποτε να της σταθεί σε καλό της αυτός ο φόβος!

Ας κρυφοτρέξουμε τώρα ως απάνω, να καμαρώ­σουμε και τη μάνα της. Ανεσαίνει άνθρωπος εδώ πέρα. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Μπαινοβγαίνει ο δροσάτος ο μπάτης, και τους φέρνει την υγειά, τη ζωή και τη δύναμη. Χρειαζούμενος είναι κι αυτός για τα βλαστάρια, που θα μας δώσεις μια μέρα, λυγερή μου κοπέλα ! Είναι η μεγαλύτερη η κόρη τούτη, που ακουμπάει εκεί στο παράθυρο, και λογιάζει τη θάλασσα. Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρει, και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες να ’χεις τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίει εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα.

Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω δυο κερές εδώ μέσα. Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεότερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδείς τ’ αγαθότατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει να ’ρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα. Αυτή την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοι­κοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κι οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλα­χνικές τους γειτόνισσες. Ποιος, ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμ­παθεί μ’ έναν πόνο, που λες κι είναι αυταδέρφη της. Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς θ’ ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ’ ακούγαμε πως η μαυροφόρα έχει πέντε χρόνια, να δει τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήσει τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κι η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνει το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και ’τοιμάζεται, κι όλο ’τοιμάζεται να φύγει, κι όλο κρυφομιλεί. Κοίταξε μάτια γλυκά και δακρυοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατά­μαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ’ όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς κι η πίκρα του πό­νου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι. Άλλο μυστήριο τούτο. Όχι της αγάπης που μας φέρνει στον κόσμο, μόνο της άλλης, που μας ανεβάζει στον ουρανό. Που μας κάνει και χύνουμε κόμπο δάκρυο, κι απλώνουμε χέρι σ’ ένα μισοπνιμένο.

Σωστή χριστιανή, η αρχόντισσα. Ο άντρας της, το δεξί της χέρι, ποτές δε θα το μάθει τι έδωσε της γει­τόνισσας με τ’ άλλο το χέρι της.

Τέτοιες βιολέτες λουλουδίζουν εδώ πέρα πολλές. Θαρρώ δεν πολυπροκόβουνε στις χώρες αυτά τα βουνίσια τα λούλουδα. Εκεί βλέπεις άλλα. Εκεί είναι, πολιτισμός. Εκεί μόλις και νοιώσει ο καλός ο νοικοκύρης πως σιμώνει το τέλος του, δίνει το μισό το είναι του σ’ ένα σπιτάλιο και τελειώνει.

Έτσι αδειάζει κι η κοκόνα του να πάει στο θέατρο, την ώρα που κάθεται η νοικοκερά μας κι ακούγει γειτόνισσες. Η κοκόνα της χώρας τα θέλει τα δάκρυά της να τα χύσει στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρί­σκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί. Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι, ξένοιαστες κι οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα, θα ’βρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη.

... Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας. Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο.

 

ΙΓ'

ΦΤΑΝΕΙ ΜΑΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

 

Α δεν ήτανε Σαββάτο βράδυ και ξημέρωμα Κε­ριακή, θα σ’ έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτω­χικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά. Άλλη με τη ρόκα της, άλλη με το μάγκανο, κι άλλη με το βελόνι· γριές, μεσόκοπες, παντρεμένες, κοπέλες· να δου­λεύουνε με τα χέρια τους, με τις γλώσσες τους, με τ’ αυτιά τους. Να βλέπεις, ν’ ακούς, και να μη χορταίνεις· φτάνει να νοστιμεύεσαι παραμύθια, τρα­γούδια και νιώσματα.

Καλά όμως που έτυχε Σαββατόβραδο, και θα λεί­ψουμε από τον πειρασμό. Γιατί δεν είναι σαν το χα­ρέμι εκεί, να βλέπεις κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ’ αφήνω πια το χωριό.»

Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά. Ήρθαμε στην πηγή για να πιούμε, όχι να γίνουμε πλάτανοι και να ριζώσουμε δίπλα της.

Τώρα πρέπει να κατέβουμε το ρέμα, να μπούμε στον ποταμό, να πάμε στο πέλαγο. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πεις, χίλιες φο­ρές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκο­πός είναι με κλειστά μάτια να τήνε δούμε, με το νου μας να τήνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε. Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τήνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψει δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ’ρημιά.

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΤΗΣ ΦΥΛΛΑΔΑΣ

 

 

αρχή

 



 

Α’

ΣΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ

 

Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνει σο­βαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκο­πός του μυστικού αυτού ταξιδιού. Ίσως, από την πολλή τη λαχτάρα να δουλέψουμε τίμια και προσε­χτικά, σκοντάψουμε και μείνουμε με τη λαχτάρα μας μοναχή. Ίσως, αντίς να ξυπνήσουμε μερικούς, τους κοιμίσουμε ακόμα πιο βαθύτερα. Ίσως, αντίς να μας πονέσουν, που είμαστε και μεις αίμα τους, θυμώσουν και μας ρίξουνε στη φωτιά. Αυτά όλα μπορεί να γί­νουνε μα δεν πρέπει και να μας παίρνουν το θάρρος.

Φίλε μου, συφωνάς πως πρέπει ο καθένας μας να κάμει ό,τι μπορεί για τον τόπο του; Α συφωνάς, κόπιασε. Ας μη χάνουμε τον καιρό μας, ας αφήνουμε τους δασκάλους κι ας μας γράφουν προοίμια.

Ίσια στην Πόλη θα πάμε. Σαν το Φρίξο και σαν την Έλλη θα πετάξουμε, και θα βρεθούμε πα στο γιοφύρι. Ας μη σταθούμε στο δρόμο, από κάτω μας ας μη δούμε. Θα ζαλιστούμε, και θα πέσουμε μες στη θάλασσα. Ας περάσουμε πεταχτά τις χίλιες ακρο­γιαλιές που έχουν κατιτίς να ψιθυρίξουν η καθεμιά τους. Ποια να πρωτακούσουμε, και σε ποια να καθί­σουμε να θυμηθούμε τις παλιές τις δόξες, τα παλιά τα πάθια! Το ίδιο σα να ζητάμε να μετρήσουμε τα χαλίκια της. Δύσκολη, δύσκολη δουλειά! Τρέμω που τα συλλογιούμαι μονάχα. Ακόμα δε γεννήθηκε το πουλί που θα μας την τραγουδήσει την ιστορία μας. Πολλοί μας την τσαμπούνισαν, άλλοι την ψάλανε σα χερουβικό! Μα κανένας ακόμα δε μας την κελάηδησε σαν τ’ αηδόνι.

Ήρθαμε κι από τον τηλέγραφο γληγορότερα. Τίποτις δεν τον ξεπερνάει στη γληγοράδα το νου, σώνει μονάχα να θέλει να τρέξει ο νους. Λεν πως και το φως πολύ γλήγορα τρέχει. Αυτό δεν το πολυπιστεύω. Δυο χιλιάδες χρόνια έκαμε να τρέξει από την Ανατολή στη Δύση, και θεός το ξέρει πόσα θα περάσουν ώσπου να ξαναγυρίσει το φως στην Ανατολή!

Πες μου αν το είδες ποτέ σου τέτοιο κακό! Εκεί που γλεντίζαμε βράδυ βράδυ με τις χωριατοπούλες, να βρεθούμε μέρα μεσημέρι πάνω σ’ αυτό το δαιμονογέφυρο, που λες και πηγαινοφέρνει κολασμένους από τον απάνω κόσμο στον κάτω, μόνο που εδώ είναι κάτω κόσμος κι από τις δυο τις μεριές! Τι φωνές και τι θόρυβος! Όλες οι γλώσσες που μίλησε μάνα σε παιδί από τις τέσσερεις άκρες της Ανατολής βουίζουνε γύρω μας.

Ας προσέχουμε όμως. Τίποτις δεν το ’χουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κι ένας Αρμένηδες αυτοί που κοι­τάζεις. Αν έχεις καπέλο, βγάλ’ το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρόμικα πόδια τους. Πάρ’ ένα κουρέλι από τα παλιόρουχά τους, και κράτα το φυλαχτό, γιατί είναι από φυλή που άρχισε να φουσκώνει η καρδιά της. Να ξεσκάσει γυρεύει· τα κόκαλά του ’τοιμάζεται να σπείρει στα έρμα του τα βουνά, τα κόκαλα, που αυτά μονάχα βγάζουν και θρέφουν τ’ άγιο το δέντρο.

 

ΣΗΜ. Αυτές οι φυλλάδες πρέπει να γράφηκαν κατά τα 1889/90. Έξι χρόνια κατόπι σπάρθηκαν τα κόκαλα που λέει ο Γεροδήμος. Αλλά θα φυτρώσει άραγες απάνω τους τ’ άγιο το δέντρο;

 

Β'

ΕΘΝΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

 

Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μινα­ρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλο, να σου πω ένα παραμυθάκι.

Ήτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς. Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους  βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάσει το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξα­κουσμένη την εκκλησιά της Αγιά Σοφιάς.

Είναι, φίλε μου, να τη βλέπεις αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ’ η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στά­θηκε απ’ αυτή πιο τρομερότερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφρο­δίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ’ αγαπούσανε και τα τρία και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση. Οι Βυζαντινοί μας οι προγόνοι, που απ’ όλα πιότερο αγαπήσανε την ανοησία, μήτε μισή κολόνα δεν της έστησαν, μόνο πηγαίνουν και στήνουν αυτό το θεόρατο το μνημείο της «Θείας Σοφίας!», κι η «Θεία Σοφία» τους παίδεψε αλύπητα για τη μεγάλη αυτή τους την ταρτουφιά! Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλει γνώση μόνο πήγε στον Κίσαβο, στη Μάνη, και σ’ άλλα βουνά, κι έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβει στους κάμπους και να βλογήσει τη Ρωμιοσύνη.

Σαν περάσανε χρόνια και χρόνια, και γκρεμίστηκε ο μαρμαρένιος ο θρόνος που κάθιζε και καμαρώνουνταν η «Ανοησία», σαν πλάκωσε το μεγάλο το κακό που μαζεύονταν απ’ έξω σαν πλημμύρα που τίποτις δεν τη σταματούσε, έτρεξαν τότες όσοι πιστοί στην Αγιά Σοφιά να γλυτώσουν! Το θαρρούσαν ακόμα πως ήταν η «Σοφία» κρυμμένη κάτω από κείνους τους θόλους! Ποιος να μη δακρύσει, να συλλογιστεί μονάχα την πίστη του βασανισμένου εκείνου λαού! Ποιος να μην απορέσει που δεν έκαμε αληθινά ο Παντοδύναμος θάμα να γλυτώσει τις χιλιάδες των χιλιάδων που δεν έφται­γαν οι κακότυχοι, γιατί τους πλάνευαν αρχοντάδες και δάσκαλοι κι αυτούς, από χίλια χρόνια και δώθι! Σαν τ’ αρνιά στο μαντρί τους βρήκε ο λύκος. Δράμα, που να λιώνεις στο μοιρολόγι!

Τι είναι που μας κάνει και τη βλέπουμε την Αγιά Σοφιά κι ονειρευούμαστε μεγάλες ιδέες, ακόμα δεν το χώρεσ’ ο νους μου. Στόμα να είχε να μας μιλήσει ο τρούλος εκείνος, που όλα τα είδε, τι θα μας έλεγε! Τι κατάρες δε θα ξεφώνιζε στα φαντάσματα που γυ­ρίζουν εκεί απάνω! Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ’ αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κι έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές.

— Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πεις.

… Όχι, δε θα μου το πεις εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει. Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάς—το εγώ σου.

Το εγώ στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέ­πεις κείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξεις ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι από ’να εγώ. Αυτό το εγώ τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του. Πώς να την καλοθρέφει, και πώς να τη φυλάγει από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μί­λησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δώσ’ του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ’ ανακατευτεί στο τάδε το ζήτημα,—και ραχατεύει η πέτσα. Έχει, βλέπεις, και τα πολιτικά της η πέτσα. Είναι κι αυτά βυζαν­τινή μας κληρονομιά. Αιώνες πρι να φανεί ο δεύτερος ο Μωχαμέτης, γύριζαν οι μακαρίτηδες τα μάτια τους κατά τη Δύση, και τη ζητούσανε σαν ψωμί τη βοή­θεια. Όλο ήρχουνταν η βοήθεια, κι όλο δεν έφτανε. Κάποτες την έχαναν την υπομονή τους, και φωνάζανε, «μα που είναι αυτή η βοήθεια;» Η Δύση πάλι, δεν έλεγε όχι, τους έλεγε όμως, «δώσετε μου πίστη και σας δίνω πατρίδα». Πολύ σωστά. Εμείς γυρεύαμε ψυ­χικό αυτοί έλεγαν, όχι, να το κάμουμε αλίσι βερίσι.

Θα μου πεις πως κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ’ η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοή­θεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ’ αλή­θεια τον ανθρωπισμό. Ήτανε μεγαλύτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πα­τριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πει λησμονιά του εγώ. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσα­ρούχια και με κάπες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο. Μα οι πέτσες που φορούσαν τις γούνες, ένα πράμα μυρίστηκαν, πως έρχεται κάποτες και ξένη βοήθεια.

Αν με καλορωτήσεις, θα σου πω πως αυτός ο Φιλελληνισμός, χωρίς να το θέλει, μας έκαμε μεγάλο κακό· μας έκαμε να προσμένουμε απ’ αλλουνούς τη δουλειά μας. Πες του του πατριώτη που περνάει από μπρος σου, να μην κατέβει στο τσαρσί αύριο, μόνο να σ’ αφήσει εσένα να του πουλήσεις τα τσίτια του, και θ’ ανατριχιάσει η πέτσα του. Τις δουλειές του τόπου του όμως πρέπει να τις βολέψει ο ξένος. Πώς γίνεται να κινδυνέψει, όχι πια τη ζωή του, μόνο και το έχει του για τον τόπο του! Και τι κατάλαβε να καλοπερνάει λέει, ο τόπος, κι αυτός να στερείται! Τι καινούριες θεωρίες είναι πάλι αυτές! Βοήθεια, βοή­θεια, φίλε μου. Ευρώπη, διπλωματία, πρεσβείες. Το κάτω κάτω δε γυρεύουν πια και την πίστη μας. Γυ­ρεύουν ίσως κατιτίς πιο χεροπιαστό, μα υπομονή· αγο­ράζεις από τώρα ένα σπιτότοπο, και παρηγοριέσαι με τα κέρδη που θα μαζέψεις όταν έρθουν και θρονιαστούν εδώ πέρα.

Και τούτη λοιπόν η εθνική μας ιδέα καταντάει ύστερα ύστερα στο Εγώ. Εκεί καταντούν όλα μας. Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα, γιατί μας θανάτωσε και την αρετή, — δεν λέγω τη χριστιανική την αρετή που μας ανεβάζει στον Παρά­δεισο, μόνο κείνη που μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτεί η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώσει ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας.

 

Γ'

Η ΚΑΛΗ ΜΑΣ Η ΜΑΝΑ

 

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας στα­θούμε πάνω σ’ αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μα­ζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφηνε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορείς μην απορέσεις, πώς γίνεται να ’χει τέτοια Κόλαση τόση μορφιά! Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος»; Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακοριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της — αυτό τ’ αγέρι που μας χαδεύει — έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη να ’χει τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχει εδώ!

Φίλε μου, πολύ απλό πράμα· Η Πόλη, καθώς και πολλές άλλες χώρες, έχει μια μάνα που την αγαπάει και τη νοιάζεται και τη στολίζει μέρα και νύχτα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ· τέτοιες αχάριστες κόρες έχει πολλές εδώ στην Ανατολή αυτή η μεγαλόκαρδη η μάνα—η αθάνατη η Φύση. Πού να την αγγίξει αυτή Τούρκος! Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξει, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέσει μέσα και να πνιγεί, μα κι αν πέσει, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο. Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη ως και τα κυ­παρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει.

Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νε­ράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κι εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους! Τέτοια μάνα δεν τα ξεχνάει εύκολα τα παιδιά της. Το φυλάγει το αίμα τους. Θα μας εύρεις όλους κι εδώ Ρωμιούς. Γλώσσα, γούστα, ξυπνάδα, ρωμαίικα όλα. Όπου μπορούσε να βάλει τ’ άγιο της χέρι, μας βά­σταξε και μας γλύτωσε. Εκεί όμως που βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε και μας έκαμε κατοικία του, μέσα στα μυστικά τα βάθια της καρδιάς που θησαυρίζει ο άνθρωπος την εθνική την περηφάνια και τη «λησμονιά του εγώ», μέσα σε κείνα τα βάθια μήτε φύση μήτε πίστη δεν μπόρεσε να μπει και να διώξει τη βυζαντινή την αδιαφορία και την ταπείνωση· κι έτσι πηγαίνουν οι Πολίτες το μαύρο τους το δρόμο, από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σ’ αιώνα. Χαλνάει ο κόσμος τριγύρω τους, η όψη της γης αλλάζει, — και κείνοι μένουν ακλόνιστοι· μήτε τρίχα τους δεν αλλάζει.

 

Δ'

ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

 

Έπρεπε, φίλε μου, να πιάσουμε από την αρχή τη δουλειά. Όχι από τον Πατριάρχη· στην Αγιοσύνη του πηγαίνουμε και κατόπι.

Αρχή της δουλειάς μας έπρεπε να είναι τα Γράμ­ματα. Αυτά είναι που κρατούν τις λαμπάδες και δεί­χτουνε στο Γένος το μεγάλο του δρόμο. Αυτά έπρεπε πρώτα να πάμε να προσκυνήσουμε, κι ύστερα να σεριανίσουμε και την Πόλη. Θα μου πεις πως τα Σκολειά τα βαρέθηκες. Μα δεν είχα τ’ άλφα βήτα στο νου μου. Γράμματα τώρα πάει να πει Εθνικό Μεγαλείο, Ελληνισμός. Δεν είναι ανάγκη να γυρεύουμε δασκάλους που διδάσκουν την άλφα βήτα, πρέπει να βρούμε τους μεγάλους τους δασκάλους «του Γένους», που κρατούν την τύχη της Ρωμιοσύνης με τα παρέμφατα, και πασκίζουνε να διώξουν τα χάλια της με τις δοτικές.

Αφήνουμε λοιπόν το βαποράκι να πάει στην Πρίγκηπο, και πηγαίνουμε στο μέρος που μαζεύονται αυτοί που σου λέγω.

Μια σάλα, μια έδρα στο βάθος, και στη μέση αρά­δες άδεια καθίσματα. Για την κακή μας την τύχη δε μαζευτήκανε σήμερα. Κρίμας που δε θ’ ακούσουμε κατιτίς από κανέναν που ξέρει τι λέει, κι έχουνε με­ρικούς τέτοιους εδώ. Κι ακόμα μεγαλύτερο κρίμα που δε θ’ ακούσουμε την καθάρια τη Βυζαντινή κορακί­στικη, με τις πιο καινούριες αντίκες που βγήκαν από τα σπλάχνα της αρχαιότητας. Στην Αθήνα δεν την ακούς την κορακίστικη τόσο καθάρια. Εκεί ξεχνούν κάποτες οι Καθηγητάδες και σου πετούν και καμιά ρωμαίικη λέξη. Εδώ τέτοιες αταξίες δεν έχει. Κάθε λέξη ζυγιασμένη, κάθε φράση αραδιασμένη με τάξη, που λες και σε Μουσείο τις βλέπεις.

Έτυχε να παραβρεθώ σε τέτοια Πολίτικη Συνεδρίαση μια φορά. Τα καθίσματα ήταν πέρα πέρα γεμάτα· ήτανε Χημεία το μάθημα. Καλά την ήξερε τη Χημεία ο Καθηγητής, και τους άρεσε πολύ των Πολίτιδων η Χημεία. Μιάμιση ώρα κάθουνταν εδώ και τον άκουγαν.

Βλέπεις; από την ουρά έπιασε τη δουλειά κι ο Πολίτης. Αρχίζει την εθνική προκοπή από κει που την τελειώνουν οι άλλοι. Εμείς, που τη μύτη μας δε ξέρουμε να διαφεντέψουμε α μας φοβερίξει με το γρόθο του ξένος, που δεν μπορούμε μήτε να παινευ­τούμε πως μας θάφτουνε μέσα σε χώμα δικό μας, καθίζουμε σ’ αυτά τα θρανιά με ραχάτι κι ακούμε της Χημείας τα θάματα. Καλά που δεν είναι κοντά μας κανένας τους. Θα μας έβγαζε λόγο για τον ιερό το σκοπό της Παιδείας. Θα μας έλεγε πως αυτή η έδρα που βλέπουμε, κι οι άλλες που δεν πήγαμε να τις δούμε, είναι «Βωμοί Μουσών», είναι «άγκυραι εθνικής σωτηρίας», είναι «η δύναμις…» Με το συμπάθιο, καθηγητή μου, όμορφα πράματα λες, εμείς όμως συλλογιούμαστε κι έν’ άλλο, πως κάποια απε­λέκητα ξύλα από την Ύδρα κι από το Σούλι διδάξανε μια φορά το έθνος Χημεία πιο χρήσιμη απ’ αυτήνα που άκουσα δω μέσα. Κι όσο για τη δύναμη που μας ψάλλεις, ήθελα να ξέρω πόση τέτοια δύναμη είχανε μαζεμένη μέσα στις κάπες τους εκείνοι που κατέβηκαν από τα βουνά και μας έφτιαξαν κατιτίς. Και για ν’ αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώ­τες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπεί­ρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τ’ ακαμάτικο αυτό το έθνος μ’ ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστο­ρίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μο­νάχο του θα τις θυμηθεί τις περασμένες τις δόξες. Μονάχα τους θα ’ρθουν τα γράμματα κι οι Χημείες. Ας μάθει πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία του — τη Χημεία του ας ανεβαίνει στο βουνό κι ας τη μαθαίνει. Κι η λογιότη σου, που ξέ­ρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύ­ριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.

 

Ε'

Η ΞΑΝΘΟΜΑΛΛΟΥ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΙΔΕΡΟΣ

 

Περπατούμε βαρύκαρδοι και συλλογισμένοι μέσα στο μεγάλο το δρόμο που πηγαινόρχουνται χιλιάδες και χιλιάδες. Ο δρόμος είναι γεμάτος, κι ωστόσο θαρρείς πως βρίσκεσαι σ’ ερημιά.

Κοίταξέ την αυτή την ξανθομαλλού με το φαντα­χτερό το καπέλο. Σταματά τ’ αμαξάκι της κοντά στην καρότσα του μαυριδερού αυτουνού τσελεμπή, που τη βλέπει και πάει να τα χάσει. Κοντά κοντά τα δυο τ’ αμάξια, κι αυτός ακουμπάει στη θυρίδα και γλυκομιλά, και γλυκομιλά μόνο που δε σκύβει να τη φιλήσει. Γαλλικά θαρρώ της μιλάει. Ποιος ξέρει τι δου­λειές σκαρώνουνε μεταξύ τους, τι καρυδιάς καρύδια είναι κι οι δυο τους!

Έλα μια στιγμή να τους καλοδούμε. Τους γνωρίζω και τους δυο τώρα. Χίλιες φορές τους είδα. Εγώ γέ­ρασα, κι αυτοί λουλουδίζουν ακόμη. Ποτές αυτοί δε γερνούν. Το ίδιο σαν τα βοτάνια· κόβεις ένα βλαστάρι, το χώνεις στη γης, ξαναβλασταίνει, κι έτσι ζει πάντα.

Την ξανθομαλλού σου τη φιλενάδα, τσελεμπή μου εσύ με το φέσι, σου τη χαρίζω. Δέκα πατρίδες έχει αλλαγμένες, κι είν’ έτοιμη τώρα να πάρει και τη δική σου πατρίδα, αν έχεις τέτοιο πράμα και συ. Μπο­ρεί και να τουρκέψει για σένα. Η αγάπη της είναι ποτάμι που δε στερεύει, παρά σα στερέψει η τσέπη σου. Το χαμογέλιο της είναι λουλούδι που χρειάζε­ται μαλαματένια βροχή για ν’ ανθίσει. Σα να μου κάνεις το διπλωμάτη, μα θαρρώ πως βρήκες το δά­σκαλο σου. Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογε­λάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δει την Πόλη,—πώς τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγεις τ’ όνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πει­ράζει να του κολνάς και μια μπέικη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρ­δούλα; Πες μας, να χαρείς τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλά­τια, κι οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φίδι να σε τρώει από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσεις, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι. Εσείς το ’χετε καμάρι, κι όχι ταπείνωση. Την ταπείνωση την έχουν εκείνοι που το νοιώθουν πως εί­ναι σκλαβόπουλα. Εσείς αυτό το ψεγάδι το ’χετε στο­λίδι στο μέτωπό σας.

Καημένο μου ανθρωπάκι, τρέχα στην κούκλα σου, τη ξανθομαλλού την τραγουδίστρα. Πήγαινε να της μιλήσεις φραντσέζικα. Σήμερα την έχεις, κι αύριο δεν την έχεις. Τρέχα κατόπι της. Θα την εύρεις εκεί που σου είπε. Στο πρώτο το πάτωμα. Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κι η αφεντιά της κι η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικίσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ’ έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ’ ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της!

 

ΣΤ’

ΕΝΑ ΣΑΛΕΠΙ

 

Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε! Πρέπει να σαστίσαμε κει πάνω στο μεγάλο το δρόμο, και πήραμε αυτό το σοκάκι χωρίς να το νοιώσουμε. Αστέγνωτη λάσπη, και σκύλοι αμέτρητοι! Λάσπη, μα όχι και δίχως μαργαριτάρια. Θα ’βρεις ένα σόγι μέσα σ’ αυτά τα σοκάκια, που και να μην το πεις μαργα­ριταρένιο, είναι θησαυρός που μ’ όλους τους δικούς μας τους τσελεμπήδες δεν τον αλλάζεις. Ωστόσο θησαυ­ρός μονάχα για λόγου του. Σου το λέγω αυτό, να μην τύχει και φωνάξεις και πεις, «ορίστε που βρίσκεται παρηγοριά και στην Πόλη». Το θησαυρό τον κρατάει ο Στόικος βαθιά στην καρδιά του. Δεν τόνε μαγερεύει σαν το σαλέπι του να τον πουλήσει κάθε πρωί στους Πολίτες.

Ο Στόικος, φίλε μου, το καταφρόνιο του κόσμου, ο χοντροκέφαλος ο Στόικος, που αναθράφηκε με γουρουνάκια στον τόπο του, που θράφηκε με τη λέρα στην Πόλη, που δεν το λογαριάζεις για τίποτις το μισοξουρισμένο κεφάλι του, που συνήθισες από μικρός να τον περιφρονάς, αυτό το στρείδι μέσα στη λάσπη, είναι στρείδι που φυλάγει στα σπλάχνα του το μαργαριτάρι της τύχης, της τύχης που τόνε συγγένεψε με το μεγαλαδύναμο το Ξανθό Γένος, που το καμαρώνουμε για δικό μας, μα ο Στόικος το ’ξερε πως το είχε μαζί του, και πως γραμμένο ήτανε να κατέβει μια μέρα και να το στεφανώσει με δάφνες, για να το χωρέσει και μας ο νους μας πως αυτός είναι ο διαλεχτός ο λαός του, κι όχι εμείς, τα έρημα τα ψυχοπαίδια της τύχης. Εμάς δεν μας έρχεται να το καταλάβουμε πως δεν έχουμε τέτοιες κληρονομιές, εμάς μας θάμπωσε η ’ξυπνάδα, και δεν το καλοβλέπουμε πως άλλον τρόπο δεν έχει παρά μονάχοι μας να συγυρίσουμε το νοικοκεριό μας. Εμάς ακόμα μας νανούριζ’ η ελπίδα πως θα μας έρθει βοήθεια από Βοριά κι από Δύση, για χατίρι του μεγάλου σογιού μας. Ο Στόικος προγόνους δεν είχε. Στην αρχή, ίσως με σκοπό να μας κοροϊδέψει, μας έκλεψε κάμποσους προγόνους, έβαλε και τον Αλέξαντρο μέσα. Μα ύστερα, σαν κατέβηκε ο άλλος ο ζων­τανές ο Αλέξαντρος, και με μια γερή σκουντιά τόνε ξύπνησε, έβαλε ο Στόικος στο ράφι τα παραμύθια, κι άρχισε τη δουλειά του. Ξυπνήσαμε και μεις τότες, και στείλαμε μερικούς δασκάλους στη Ρούμελη, να μας σπείρουν τ’ ανώμαλα ρήματα και να φυτρώσει Ελληνισμός. Ο Στόικος όμως όλο δούλευε. Δούλευε με την καρδιά του, με τα χέρια του, με τη θέλησή του, με την υπακοή του. Με το κεφάλι, καθόλου. Του κεφαλιού τη δουλειά την έκαναν οι αρχοντάδες της Σόφιας. Εκείνοι πρόσταζαν, ο λαός δούλευε. Ως και το Σύνταγμα του τέτοιο ήταν. Αρχοντάδικο και Χαχόλικο. Κι έτσι η χώρα του έγινε χώρα μεγάλη, κι αυτός ήρωας. Και σαν καθένας που προκόβει, δεν άργησε κι ο Στόικος να κάμει φίλους και τέτοιους φίλους, που έχει κάποτες και κουράγιο ν’ αψηφάει το Πρωτόξανθο Γένος και να χορεύει κατά το δικό του σκοπό.

Όλες αυτές τις χαρές και τις χάρες τις φυλάγει ο Στόικος κρυφά κρυφά μέσα του. Δεν είναι από κείνους που διαλαλούνε στα κεραμίδια παλικαριές και ξυπνάδες. Ο Στόικος είναι Βούλγαρος, όχι Ρωμιός. Βαρύς σαν το χώμα, μα και γόνιμος σαν το χώμα. Χοντροκέφαλος, όσο θέλεις. Η χοντροκεφαλιά του όμως, μια και χαμογέλασε η τύχη στην πόρτα του, στάθηκε σωτηρία και δόξα του. Δεν είχε τόπο να πάρει αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τόνε βάλανε να δουλέψει, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάσει και τα δικά μας, όσα μας μένουν.

Ας του πούμε να μας φέρει ένα σαλέπι, να κατέβει η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.

 

Ζ'

ΕΝ’ ΑΝΕΛΠΙΣΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Κατεβήκαμε στου Φαναριού τα νερά και δεν το νοιώσαμε. Αν το είχαμε σκοπό να σεριανίζουμε και να κοιτάζουμε καθετίς, να μπαινοβγαίνουμε από παρά­θυρα και να σκαλίζουμε σπιτικά και νοικοκεριά καθώς κάναμε στο χωριό, τι δε θα βλέπαμε! Χαρτί δε θα μας απόμενε να τα στρώσουμε. Μα ο σκοπός μας τώρα δεν είναι αυτός. Αυτά γίνουνται στα χωριά, εκεί που θρέφεται η ρίζα του τόπου. Εκεί παίρνεις το σκαλιστήρι, σκαλίζεις, και βρίσκεις τι λογής χώμα είναι αυτό που θρέφει το έθνος. Εδώ είναι άλλη η δουλειά μας. Εδώ να δούμε σαν τι καρπό μας βγάζει αυτό το δέντρο. Πόση θροφή έχει μέσα του, και πόση σαπίλα. Ως την ώρα θαρρώ δεν την αξιωθήκαμε τη θροφή. Ο Θεός να μας φέρει και στα κλωνιά που καρποφο­ρούν, και να μας γλυτώσει από την πείνα.

Άφησε τους μπεγιαντέδες και τα καΐκια και τις άλλες τις Πολίτικες ομορφιές, πήδα σβέλτα στη σκάλα, κι έλα κατά τους δρόμους που τους έχει πλημμυρισμέ­νους η Εβραΐλα, σα να της αρέσει το μαλακό κι από­λεμό τους αγέρι. Πού είδες κοιμισμένοι νερά, και δε σ’ έφαγαν οι μύγες και τα κουνούπια!

Έχει ωστόσο και πεταλούδες. Κοίταξε τις· Όχι στον αέρα· εκεί, εκεί, στα παράθυρα. Σε μαγεύουνε με τα μάτια τους. Η ίδια η ομορφιά και δω καθώς κι αντίκρυ, και στο χωριό. Μα εδώ σα να ’χει κατιτίς πιο μαλακό, πιο ξανοιχτό η ρωμαίικη η ομορφιά. Το νερό, φίλε μου, το νερό της Πόλης το ’χει. Θαρρώ πως και μια Μπουμπουλίνα να την κλείσεις εδώ, θ’ αρχίσει να σου μισοσφαλνάει τα ματάκια της, να μισοδαγκάνει τα παχουλούτσικα χείλη της, και να σου πετάει ρα­βασάκια.

Και τώρα που τις ξαναβλέπω τις μαριόλες τις Πολίτισσες, έρχεται στο νου μου μια νόστιμη ιστορία. Σα να τη γουστάρεις φοβούμαι. Μα είναι λιγάκι ντρο­πής ν’ αρχίσουμε το πολιτικό το σεριάνι μας με μια διδαχή, και να καταντούμε σε παραμύθια. Θα σου το πω γλήγορα γλήγορα και με μια συφωνία: Να μη μου γυρέψεις άλλο παραμύθι στην Πόλη. Ζήτα μου κλά­ψες όσες θέλεις· παραμύθια όχι.

Πάμε να καθίσουμε απ’ έξω από τη «Λέσχη». Μη βλέπεις μέσα τους χαριτωμένους τους μπιλιαρδόρους, μήτε τους παρακείθε που διαβάζουν εφημερίδες αντίς να παίρνουν αφιόνι, μήτε τους παραμέσα που κουβεντιάζουν, ίσως για τα πολίτικά των πολιτικά, για σαρίκια και καλιμάφκια. Κοίταξε κατά τ’ αργυρωμένα τα κύματα, κι άκουγε.

Πρέπει να ήμουν ως δεκαφτά χρονών. Κατοικούσα κάπου εδώ, σ’ έν’ απ’ αυτά τ’ αψηλά τα σπίτια. Αψηλά όχι τόσο από την πολλή την αρχοντιά τους, όσο από τη φτώχεια τους. Χτίζουνε μια κάμαρα, απάνω της χτίζουνε άλλη κάμαρα, έπειτα άλλη κι απάνω απάνω είναι ο ηλιακός. Εκεί καθίζεις το βράδυ, και βλέπεις τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, και την Πόλη με τους μιναρέδες. Εκεί πήγαινα και κάθιζα συχνά σάνε νύχτωνε και πλάγια­ζαν όλοι του σπιτιού, ο νοικοκύρης από το μεθύσι, η γυναίκα του από τη χολόσκαση, και το μικρό μικρό τους από τη σκανταλιά.

Ο νοικοκύρης δούλευε ολημερίς στο «τσαρσί». Που­λούσε κι αγόραζε κάμπιο. Το βράδυ καταστάλαζε σε κάποια ταβέρνα εδώ κοντά, και σε καμιάν ώρα έμπαινε σπίτι καλά κουρντισμένος. Φαντάζεσαι το τι γίνουνταν. Κανένα φαγί δεν του άρεζε. Σα να μισοθύμωνε και μαζί μου, που του έδειχτα το ενάντιο με την όρεξή μου.

Ήταν και πατριώτης ο Σιορ Θοδωράκης. Μια φορά, —του Βαγγελισμού,—μου ήρθε να σηκώσω το ποτήρι στο τραπέζι μουρμουρίζοντας ένα στίχο της αθάνατής μας ωδής. Πήγε να χαλάσει ο κόσμος! Να μη μας άκουσε κανένας απ’ έξω! «Ο καημένος ο Μετζίτης, ο Θεός να τον πολυχρονάει, καλός είναι, κι όλους μας αγαπάει· παιδιά του είμαστε. Γιατί να τον κακοκαρ­δίζουμε έτσι;» Τ’ άκουσα αυτά με τ’ αυτιά μου, από το Σιορ Θοδωράκη. Άνω κάτω έγιναν όλοι τους. Σηκωθήκανε μισοφαγωμένοι, και πήγανε στα κρεβάτια τους.

Ανέβηκα στον ηλιακό, και κάθισα μοναχός μου. Έλαμπε το φεγγάρι, και θωρώντας την ομορφιά εκείνη ολόγυρά μου, συλλογιούμουν αν ήταν αλήθεια αυτό που έτρεξε κάτω στο τραπέζι, α γίνεται να ζει στον κόσμο Ρωμιός που να λέει τέτοια λόγια με την καρδιά του. Ήμουνα σαστισμένος. Στο χωριό, που σκύβουν κι όλο σκύβουν οι χωριανοί, να μην αποκοτάει ο πιο σκυμμένος να ξεστομίσει ευκή του Μετζίτη, και στην «Επτάλοφο» Πόλη, μέσα στα φυλλοκάρδια του Βυ­ζαντίου, δυο πηδήματα μακριά από τη «Μεγάλη του Γένους Σχολή», να βρίσκεται νοικοκύρης με γυναίκα και με παιδιά να θυμώνει που έθεσα μικρό λουλούδι στον τάφο της λευτεριάς του! Αυτό δε γίνεται. Αυτός πρέπει να γεννήθηκε σε χαρέμι. Δεν έχει αυτός δι­καίωμα να βγάζει ψωμί από χριστιανούς. Να τόνε μηνύσουμε, να τόνε μάθει ο κόσμος, να πεθάνει της πείνας, να ζει χωρισμένος από τους ομόφυλους του, ν’ αφοριστεί, να βουρκολακιάσει!

Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μου ’λεγε πως δεν ήταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει. Εδώ πνίγεται άνθρωπος· σκάνει και πάει. Να φύγω, να φύγω, δεν είναι για μένα η Πόλη!

Και κει που τα μισομουρμούριζα όλ’ αυτά, κοιτά­ζοντας τον ασημένιο γιαλό, ακούγω περπατηξιές από πίσω μου. Ήταν η Μαριγώ, η μοναχοκόρη του Θο­δωράκη. Με συμπάθιο, που δε σου τήνε σύστησα, τότες που τρώγαμε κάτω. Πρέπει να ήταν και κείνη ως δεκαφτά. Λιγάκι κοντουλή, μα δροσερή, μαυρι­δερή, και χαμηλοβλεπούσα. Συγύριζε την κάμαρά μου σαν έλειπα την ημέρα, και την έβρισκα σαν καθρέφτη το βράδυ. Της δάνειζα κάποτες και βιβλία. Μα μου διάβαζε, θαρρώ, μερικά και δίχως να τα δανείζω.

Η Μαριγώ ήταν η πρώτη που σηκώθηκε από το τραπέζι σαν έπεσαν απάνω μου και Θοδωράκης και Θοδωράκαινα. Θάρρεψα λοιπόν πως ήταν κι η πρώτη που θύμωσε, και τώρα που την έβλεπα σιμά μου σα να φοβήθηκα πως θα με μαλώσει κι αυτή. Κάτι πρέ­πει ν’ άκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ωστόσο.

Ήρθε κοντά μου, κι ακούμπησε στο κάγκελο.

— Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κά­νεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τόνε συνοριστείς. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψεις αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω. Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Θέλω να με μάθεις και το σκοπό, να το τραγουδώ, κι ας είναι και μοναχή μου.

Την έκοψαν την αναπνοή μου αυτά τα λόγια. Τι μπόσικος, είπα, και δεν το ’ξερα πως είχα τέτοιο ηρωικό κορίτσι μέσα στο σπίτι! Της άρχισα λοιπόν το τρα­γούδι. Πρέπει να της τραγουδούσα ως μισήν ώρα.

— Κι άλλο, κι άλλο, μου κάνει σαν τέλειωσα· κανένα πιο ταιριαστό σε τέτοια βραδιά.

Και με κοιτάζει με φλογισμένες ματιές.

Ήμουν ακόμα πιο μπόσικος απ’ ό,τι θάρρεψα! Ολό­τελα σάστισα τώρα. Την έβλεπα, και δεν ήξερα τι να της πω.

— Πιστεύεις τις Ατσιγγάνες; με ρωτάει πρι να της μιλήσω. Ήρθε μια στην πόρτα μας σήμερα, και την έβαλα να μου πει τη μοίρα μου. Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν’ αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και τ’ αγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελαθώ.

Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κι έπρεπε ή να μας κάψει και τους δυο, ή να τη σβήσω.

Ίσως μου πεις πως ήμουν ακόμα πιο μπόσικος απ’ ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά. Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κι έφυγα.

 

Η'

ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΙ ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝ

 

Τέτοια σπίτια θα βρεις εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρείς όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους τούρκικους τους μαχαλάδες. Ο νοικοκύρης του έρχουνταν από την καρδιά της Ανατολής. Τούρκικα μιλούσε ο Ανα­στάσης, μα τέτοια τούρκικα καλά θα ήτανε να τα μιλούσε όλο το «Γένος». Μεγάλο μάθημα τους δίδα­σκε τους πολίτες ο Αναστάσης, μα ποιος τον άκουγε! Έδειχτε πως και τη βάρβαρη γλώσσα την κάνεις ρω­μαίικη, σώνει να είναι «ρωμαίικα» εκείνα που λες.

Ήτανε θησαυρός χωσμένος μέσα στη Πόλη ο Αναστάσης. Πονούσε σαν τη μάνα για το παιδί της, όταν έβλεπε πληγή στην πατρίδα του. Τούρκο έβλεπε και φουρκίζουνταν, αυτός που γεννήθηκε στα βάθια της τουρκομίλητης Ρωμιοσύνης. Α δεν ήτανε φαμελίτης στην Πόλη, δίχως άλλο θα τον είχε τότες η Κρήτη, που την πλημμύριζε η φωτιά και το αίμα. Θα πεις, γιατί δεν πήγε, κι ας ήταν και φαμελίτης; Ίσια ίσια γιατί δεν πήγες μήτε του λόγου σου μήτε γω, κι ας μην είχαμε και παιδιά. Ο Ρωμιός πρέπει να είναι του σκοινιού και του παλουκιού, να ’χει σκοτωμένο τουλάχιστο ένα γονιό του, για ν’ αποφασίσει να πάει στον πόλεμο. Ο πόλεμος για τα μας δεν είναι παιχνίδι και γλέντι, καθώς ήταν ως προχτές σε με­ρικά μας βουνά, καθώς είναι και σήμερα σε τόπους πολιτισμένους, — ο πόλεμος για τα μας είναι φοβερό πράμα, μπαμπούλος, δαίμονας, που άλλο δεν κάνει παρά να θερίζει ζωές.

Κοίταξε τώρα κι από την άλλη τη μεριά, κατά τη θάλασσα. Αυτού που στέκετ’ έν’ αρχοντάδικο σπίτι. Αυτού ήταν τότες ένας Βολιώτης. Ο Βόλος ήταν ακόμα Τουρκιά. Μα ο Χαραλαμπίδης, μ’ ένα χαρτάκι και μερικές βούλες απάνω, το κατάφερε από ραγιάς να βαφτιστεί Έλλην! Πήγαν καλά κι οι δουλειές του,—κι ήρθε και ρίζωσε μέσα στην Πόλη. Έστησε αυτό το Κάστρο που βλέπεις, κι έφερε μέσα τη λευτεριά μ’ όλα της τα καλά. Μήτε του πουλιού το γάλα δεν του έλειπε του Χαραλαμπίδη. Ως και τη μαγείρισσα του από τη λεύτερη Άντρο την είχε φερμένη.

Πήγαινε κάθε βράδυ στη «Λέσχη» και διάβαζε τις εφημερίδες ώσπου να ψηθεί το φαΐ. Κι έτσι μάζευε μέσα του εθνισμό.

Τέτοιους «Έλληνας» θα ξέρεις πολλούς. Άλλους από φιλότιμο, κι άλλους από συφέρο. Έβαλαν κι αυτοί τη λιονταρίσια τους την προβιά. Η προβιά τους έχει, θα πεις μερικές τρύπες, — παλιάς ψώρας σημά­δια. Μα ό,τι κι αν πεις, λιονταρίσια προβιά είναι. Στην ανάγκη, την πετούν κι από πάνω τους.

Μελετημένα και λογαριασμένα πράματα. Όχι τρέλες.

 

Θ’

ΣΤ’ ΑΗ ΓΡΗΓΟΡΗ

 

Ώρα μας είναι να σηκωθούμε και να πάμε να προσκυνήσουμε το μεγάλο τον άγιο της Ρωμιοσύνης, τον Άη Γρηγόρη. Μεγάλοι άγιοι κι ο Γερμανός, κι ο Διάκος, κι ο Παπαφλέσσας. Μα ο Άης Γρηγόρης ήτανε στ’ αλήθεια Παναγιότατος. Μήτε σπαθί μήτε τουφέκι δεν πήρε στο χέρι του. Μα έπιασε μπόμπα με το φιτίλι της αναμμένο. Ξέσπασε η μπόμπα παρά­καιρα, κι ανέβηκε ο άγιος ο πατέρας στον ουρανό, δίχως να στείλει και τους Έξ’ από δω στην πα­τρίδα τους.

Τα ξέρεις όλα. Δε χρειαζότανε δα και πολλή σφαγή να τους ησυχάσουν τους Πολίτες οι Τούρκοι! Νισάφι δεν το ’καμαν οι Τούρκοι το αίμα τους. Αλύπητα το ’χυσαν. Κι έγινε η Πόλη τόσο ήμερη και καλή, που τώρα είναι πιο εύκολο να καταπιεί Πατριάρχης την πατερίτσα του, παρά να ξαναρχίσει Πολίτης τέτοιο παράνομο τόλμημα.

Ας περάσουμε από την ταπεινή αυτή θύρα, κι ας μπούμε στο ταπεινό μας το χτίριο με το μεγάλο τ’ όνομα. Αν ξανακατέβαινε ο Χριστός στον κόσμο, ίσια δω πέρα θα ’ρχουνταν, κι ας του έστελν’ ο Πάπας τον πιο πονηρό Καρδινάλη του να τόνε φέρει στον Άγιο Πέτρο. Ο Χριστός, που ανέβασε την ταπεινοσύνη ως στον ουρανό, που κατέβασε τον ουρανό σε μια φάτνη, που ζητούσε παθιασμένους κι αμαρτωλούς να πονέσει μαζί τους, πού άλλου μπορούσε να βρει τόση ταπεινοσύνη, τόση φτώχεια, τόση αμαρτία, και τόσα πάθια!

Εδώ που περνούμε τώρα, μαρτύρησε το πιο πιστό του παιδί, ο Άης Γρηγόρης. Σκύψε και φίλησε το αυτό το χώμα. Πάρε μαζί σου για φυλαχτήρι, και ρίχτε από ’να σπυρί όπου βρίσκεις δυο τρεις και κρυφομιλούνε.

Μην παραξενεύεσαι που δε βλέπεις καλιμάφκια και ράσα τριγύρω. Όλοι τους είναι στην εκκλησιά, μαζί με τους δώδεκ’ αποστόλους του Πατριάρχη. Η Αγιοσύνη του όμως είναι γέρος, είναι και λιγάκι ανήμπορος, κι έμειν’ απάνω. Ώρα να του κάμουμε βίζιτα. Είναι καλό γεροντάκι. Σύστημα δεν το ’χουμε να φανερωνούμαστε κει που πηγαίνουμε, μα στην Αγιοσύνη του πρέπει, θαρρώ, να φανερωθούμε. Πρώτο, που είναι ο εθνικός μας ο πατέρας. Δεύτερο, που έχουμε κάτι να του πούμε. Μόνο που πρέπει να του μιλήσουμε στη δική του τη γλώσσα!

Κάθεται ολομόναχος στη γωνιά και διαβάζει.

 

Ι'

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ

 

«Παναγιότατε Δέσποτα, Είη Σου η χάρις άπλε­τος εφ’ ημάς, και η ευχή διάπυρος υπέρ της σωτηρίας ημών, των πειθηνίων της Σης Παναγιότητος θερα­πόντων. Σωτηρίαν δε λέγω, ου μόνην την της ψυχής, ην απάντων συλλήβδην των Αγίων η μεσιτεία μόλις αν της του Επικαταράτου παγίδος εξαγάγειε· αλλά μην και την σωτηρίαν του απ’ αιώνων εν σάλω κυλινδουμένου και κύμασι δεινοίς συμφυρομένου εθνικού σκάφους.»

Χαμογελάς, Άγιε μου γέροντα και πατέρα! Καλό σημάδι· θα πει πως ή εγώ δεν καλοξέρω τα δεσποτάδικα, ή η Αγιοσύνη Σου έτυχε να είσαι ρωμιός. Ας πούμε πως είναι και τα δυο, επειδή για να κάμουμε χωριό, και τα δυο μας χρειάζουνται. Ο Κύριος από δω είναι φίλος μου, και τον έφερα μαζί μου να δει την Πόλη. Δεν το ξέρω τ’ όνομά του, μα είναι δικός μας, και μη φοβάσαι. Έχω να πω της Αγιοσύνης Σου μερικά, και καλύτερη ώρα δεν μπορούσαμε να δια­λέξουμε. Οι άγιοι Συνοδικοί Σου ψάλλουνε Σπερινό. Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ’ έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχει και κανένας ενάρετος, μπο­ρεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη-Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάει κι από χερότερα. Να που πολεμήσανε μερικοί τους για τα καμαρωμένα μας τα «Προνόμια».

Και τώρα, Δεσπότη μου και πατέρα, να Σου πω κι έν’ άλλο: Το ποίμνιό σου είναι καλά πρόβατα, μα πρόβατα που χρειάζουνται μερικά μαντρόσκυλα από σόγι, να τους φέρνουνε στον ίσιο το δρόμο, να φυλάγουνε μακριά και τους λύκους. Με συμπάθιο, εσείς λογομαχούσατε τις προάλλες με τον αρχιλύκο για τα «Προνόμια», και μου φάνηκε σα να παίζετε. Τι θα ’λεγε άραγες η Αγιοσύνη Σου να ’βλεπες Τσομπάνη να λογομαχάει μ’ ένα λύκο! Που ακούστηκε λύ­κος να παίρνει από λόγια! Άλλα μέτρα θέλει ο λύκος.

Σα να ξέρω τι θα μου πεις. Πως είσαι πνεματικός πατέρας του Γένους και τίποτις άλλο. Μα γι’ αυτό και μεις λέμε, να βρούμε λίγα μαντρόσκυλα. Σώνει η Αγιοσύνη Σου να τους δίνης την ευκή σου σαν τον Άη μας το Γρηγόρη, και σαν τον Άη Γνάτη που βλογούσε την κλεφτουριά στον καιρό του Αλή Πασά. Χλωμιάζεις; Μη φοβάσαι. Σήμερα κλεφτουριά πια δεν έχουμε. Ο κλεφτοπόλεμος έσβησε, πάει. Σήμερα έχουμε άλλα τερτίπια. Σήμερα έχουμε Μπόμπες. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας! Αν δεν πολυδούλεψε και πολύ ως την ώρα, ο λόγος είναι που δεν έμεινε πια στ’ άλλα μέρη του κόσμου και πολλή σκλαβιά. Ως κι οι Αράπηδες της Αμερικής ανθρώπεψαν. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας, κι ωστόσο η επιστήμη της δύσκολη. Χρειάζεται Κανάρικη απόφαση, αστραπής γληγοράδα, και τάφου αμιλησιά.

Μα θα μου πεις, Σεβάσμιέ μου Πατέρα, και τι θα καταλάβουμε με τέτοια τερτίπια! Θ’ αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτά­δες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν’ αγριέψει δε θα προφτάξει. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιά­σουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιοσύνη Σου, το πολύ να πειράξουν—πόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιά­δες. Για την Αγιοσύνη Σου δεν έχουμε τίποτις άλλο να πούμε, παρά πως χρέος Σου είναι. Πρώτη φορά δε θα είναι που θ’ αγιάσει έτσι καλόγερος. Όσο για τους άλλους, τους αθώους, αυτό είναι μυστήριο που μήτε η Αγιοσύνη Σου μήτε η αφεντιά του από δω, μήτε κανένας σοφός δεν μπορεί να το ξηγήσει, γιατί άραγες αυτή η θυσία! Κι άλλο δεν μπορούμε ν’ αποκριθούμε παρά πως είναι πάντα γραμμένο ν’ ανεβαίνουνε στον ουρανό μερικές ψυχές για ν’ ανοίγουνε μάτι και να βλέπουνε φως εκείνες που μένουνε στη γης. Έτσι έγινε ως τώρα στον κόσμο. Α βρει τρόπο η Αγιο­σύνη Σου να το φυτεύει τ’ αθάνατο δέντρο χωρίς αιματοπότισμα, μα το άγιο αυτό κομπολόγι, θα γίνει μεγαλύτερος κι από τον Προμηθέα που μας κατέβασε τη φωτιά.

Μα να σου πω και κάτι άλλο, αν και πρέπει να το ξέρει ένας ιερωμένος. Ο Θεός το βλογάει εκείνο το χώμα που χύνεται τέτοιο αίμα, κι απάνω σε τέ­τοια κόκαλα φυτρώνει Παράδεισος.

Και το μεγαλύτερο το καλό, που δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω, μήτε να μείνει εκεί που είναι ο λαός, μια κι ανάψει. Θ’ ακουστούν τα ξεφωνητά και τα μοιρολόγια, όχι από τους Φράγκους! Μακριά από Φράγ­κους! Θ’ ακουστούν από χιλιάδες χιλιάδων ταπεινωμένα σκλαβόπουλα, που θα γίνει η ταπεινοσύνη τους περηφάνια, κι ο φόβος τους θάρρος, και θα τρέξουν από τα λησμονημένα τα νησιά τους ν’ αποσώσουν της Μπόμπας το θάμα.

Άγιε μου Πατέρα, Σου είπα την ταπεινή μου τη γνώμη, το τι μπορεί ν’ ακολουθήσει αν λυσσάξουν οι λύκοι. Η Αγιοσύνη Σου ας κρίνει το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξει τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δώσε μου και Συ την ευκή Σου.»

 

ΙΑ'

ΣΤΟ ΤΑΞΙΜI

 

Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πει μήνες μες στο καλύβι μας, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπο­ρούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα. Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζει,—θα τρώγαμε ίσως κι ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν’ αργαστήρι που φτιάνουνε  γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν’ ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη. Κι άλλον τρόπο τώρα δεν έχει παρά ν’ αγοράσουμε την εφημερίδα του. Ανεβαίνουμε λοιπόν και καθίζουμε στο Ταξίμι, και παίρνοντας τη δροσιά της βρα­διάς, και γλεντίζοντας με τον κόσμο που σουλατσέρνει, ρίχτουμε δυο ματιές στην εφημερίδα, που την καταφρονέψαμε σαν έφεγγε ήλιος, και τη θυμηθήκαμε τώρα με τ’ ολοφέγγαρο. Κι από κει κατεβαίνουμε σ’ ενός φίλου που όνομα δεν του βρίσκω.

Το είπα, κι ωστόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδει­σος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλα χα­ριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ωστόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβά­σουμε, να ξεσκάσουμε.

Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούρα­στα. Δεν είναι να πεις πως δε φέγγει, φέγγει και παραφέγγει με τέτοιο φεγγάρι. Μα κάθε λέξη που κοιτάζω, θαρρώ πως μιλά και μου λέει: Στάσου, κοίταξέ με καλά. Με ξέρεις άραγες ποια είμαι γω; Εγώ, φίλε μου, είμαι μια γριά αρχόντισσα που με βρήκε μέσα στα λεξικά ο Σιορ Συντάχτης και μ’ έβγαλε, με πάστρεψε, με στόλισε, με κάθισε στο μιντέρι του. Όχι σαν αυτές τις πλύστρες του δρόμου που αραδιάζεις εσύ στις φυλλάδες σου. Ο Σιορ Συν­τάχτης αυτές τις έχει για το στόμα του μονάχα. Για το μιντέρι του, όχι. Στο μιντέρι καθίζουμε γω κι οι αμέτρητες οι αδελφάδες μου. Κοίταξέ μας πώς φέγ­γουμε στην πάστρα, από τη μιαν άκρη στην άλλη. Κοίταξε αυτή την αράδα:

«Ολίγου δειν εματαιούτο ο του μεγατόλμου ιεράρχου αγών.»

κι αυτό δεν είναι τίποτις. Διάβασε παρακάτω—

— Όχι, να με συμπαθήσεις κερά λεξίτσα μου, όχι· δεν μπορώ να διαβάσω. Εμείς ήρθαμε στο Ταξίμι να κάμουμε κέφι. Πήγαινε στους Πολίτες να σε διαβάσουν. Αυτοί ψοφούνε για ένα «ολίγου δειν». Αυτοί αν δεν πάρουνε μεζέ τους ένα «μεγάτολμο» δεν κάνουν όρεξη για φαΐ. Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναίικη εφη­μερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ’ αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφά­λια,—και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω. Το βλέ­πει κι ο Χαμίτης αυτό το «ου μην αλλά» και θαρρεί πως βλέπει το Θεμιστοκλή και τόνε φοβερίζει. Αν ήτανε «μα» ή τουλάχιστο «όμως», θα τόνε φοβέριζε κανένας Μπότσαρης. Μα μεις δεν είμαστε του Μπό­τσαρη και του Κολοκοτρώνη παιδιά. Είμαστε του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, «ου μην αλλά» και του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, και Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ουχί του εκ Δημητσάνης».

Και να ’ξερες τι ρωμαίικη καρδιά που την έχει αυτός ο Συντάχτης! Πούθε είναι δεν ξέρω, μα θα παραξενευθώ αν ίσως κι είναι Πολίτης. Στον καιρό του κυρ-Θοδωράκη, ήταν ο μόνος που πολεμούσε για την κατα­καημένη την Κρήτη με τη δασκαλίσια του πέννα. Κάθε λίγο τον παίδευαν, κι αυτός ξανάρχιζε πάλι. Μυστήριο, πως δεν τόνε βάλανε στα σίδερα τότες. Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντίς με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που ήταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας ήταν, κι ένας μας έμεινε.

Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω.

 

ΙΒ'

ΣΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟΥ ΒΡΙΣΚΩ

 

Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ’ αυτί του να του πούμε δυο λόγια. Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ’ αυτάκι του.

«Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κι έστρωσα το χαλί μου στ’ αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζει να μας παίρνεις για τρελούς πάντα.

Τώρα που είμαι σφίγγα, και βλέπω από κοντά τους πόρους του κιτρινιασμένου του πετσιού σου, μου έρχε­ται αληθινή τρέλα, μα την αλήθεια. Τώρα που εί­ναι πιο ψιλοκαμωμένη η μύτη μου, ίλιγγας μου έρχε­ται σα σε μυρίζω από κοντά. Τι κακό είναι τούτο! Τι απέραντο κοιμητήριο στραγγισμένο μέσα σ’ ένα κορμί! Για να γεννηθείς εσύ και να κάθεσαι μπροστά μου αυτή την ώρα, έπρεπε να το ’χουνε γεμισμένο κιβούρια εκείνο το κοιμητήριο! Αν μπορούσες να μυρίσεις το αίμα σου, θα σ’ έπνιγε η μυρουδιά του πρι να προφτάξεις να πεις κανενός να το χύσει. Μα η μύτη σου, να με συμπαθήσεις, τόσο μακριά δεν πηγαίνει. Έτσι κι η βρομόμυγα που ζει απάνω στην κοπριά, τη νοστιμεύεται αντίς να τη σιχαθεί. Πώς να τη σιχαθεί, που είναι αίμα της και ζωή της!

Αγάπη μου, δεν ήρθαμε δω πέρα να σε τρομά­ξουμε μ’ ανωφέλητα λόγια. Μη βάζεις το χουλιάρι σου κάτω. Δυο λόγια, και φεύγουμε.

Τ’ άκουσα πολλές φορές πως είσαι δυνατός διπλωμά­της. Τους παίζεις, λέει, τους Φράγκους στα δαχτυ­λάκια σου. Ένα πράμα μονάχα, που δε μαθαίνεις να παίζεις και μήλα στα χέρια σου. Μπορεί να σου χρησιμέψει αυτή η γύμναση. Μπορεί να βρεθεί μπροστά σου κανένα στρογγυλό παιχνιδάκι, και τότες προφταί­νεις και το πετάς στου Βεζίρη σου το κεφάλι.

Άκουσα και πως αγαπάς να κάνεις πολλές δουλειές απατός σου. Να κάμεις και μιαν άλλη δουλειά. Να πας και να βρεις τις καρδιές που στενάζουν,—όχι μέσα στην Πόλη, εκεί πολλές δε θα βρεις. Να σύρεις στα τέσσερα πέρατα του μεγάλου σου Κράτους, τελώνιο να γίνεις και να μπεις στα βαθύτερα φυλλοκάρδια τους, και να μαζέψεις τις ευκές που σου δίνουν κρυφά εκεί μέσα.

Ο κακός ο κόσμος θέλει να πει πως είσαι και φοβητσιάρης. Όσο φοβητσιάρης κι αν είσαι, τα σκλα­βόπουλα σε ξεπερνούν κι έννοια, σου. Εσύ α φοβάσαι την μπόμπα τους, αυτοί φοβούνται τον ίσκιο σου. Αν ίσως και φοβάσαι Αρμένηδες, δεν έχω να πω. Μα την τέχνη την ξέρεις. Τους Αρμένηδες τους δίνεις αύριο την Αρμενία και βρίσκεις χουζούρι. Πρώτη φορά δεν είναι που αναπαύεσαι έτσι. Μαυροβουνιώτες, Ρουμούνοι, Βουλγάροι, Σέρβοι: όλοι πήραν το δικό τους και σ’άφησαν ήσυχο. Σου πήραμε και μεις δυο τρεις πέ­τρες. Μα το πιότερο το Ρωμαίικο είναι μαζί σου.

Βλέπω και συνεφέρνεις. Πήρες πάλι το χουλιάρι στο χέρι σου. Μην ξεχνάς όμως πως έχουμε και μερι­κές μικρούτσικες σφίγγες. Αυτές θα βοΐζουν κάποτες γύρω στ’ αυτιά σου, και κανένας, μήτε ο μεγαλύτερός σου ο διαφεντευτής, δε θα μπορεί να τις πιάσει.

Αυτές οι σφίγγες είναι ψυχές. Την ψυχή δεν την πιάνεις, όσο ψιλά δίχτυα κι αν στήσεις. Ρώτηξέ τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που να ’χει πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέσει το νου, την ιδέα; Αν η ιδέα έχει μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστεί ο φίλος και να κόψει το κεφάλι που τις γεννάει. Μα πού να κόψει και την ιδέα! Αυτή ζει και μεγαλώνει και σκορπιέται σαν τον υδράργυρο, και πάλι μαζώνεται, και πάλι σκορπιέται, και τρέχει και χύνεται μέσα σε χίλιες τρύπες που το δαχτυλάκι του δεν μπορεί να χωρέσει.

Χίλιες φορές είχαν αφορμή να τη σπουδάζουν, κι οι παππούδες σου, κι οι πατέρες σου, κι η αφεντιά σου ακόμα, την τρομερή τη δύναμη αυτής της μικρούτσικης σφίγγας, κι ακόμα θαρρώ πως δεν την καλονοιώθει ο νους σου. Και για να την καλονοιώσει, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβεις κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι:

Σα σκορπιστεί αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβει και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη. Κι αλλοίμονο τότε στον τύραννο, στους παρατυράννους και στα τυραννόπουλα. Ένας ένας θα πέ­φτουνε σαν τσουρουφλιασμένες μύγες στη φωτιά και θα καίγουνται. Και σαν καγούνε, και ξεβρομίσει ο κόσμος, τότες πέφτει ουράνια βροχή από πάνω, και σβήνει η φωτιά, και φυτρώνει χορτάρι, και πρασινίζει ο κόσμος, και γίνεται χαρά Θεού, κι έρχουνται οι γραμματισμένοι και γράφουν ιστορίες, τι λογής πήγε μια φορά ένας Μεγάλος Τύραννος να σβήσει μια μεγάλη φωτιά, και τσουρουφλίστηκαν τα φτερά του, κι έπεσε μέσα, και χάθηκε από τον κόσμο μια για πάντα, και κείνος, κι οι παρατυράννοι, και τα μικρά τυραννόπουλα.»

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΦΥΛΛΑΔΑΣ

 

 

αρχή

 



 

Α'

ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

 

Πριν ξεκινήσουμε για τη χώρα που μπορούμε να την πούμε δική μας, πρέπει να συφωνήσουμε πως δε θα της τα ψεγαδιάζουμε όλα, δε θα χαλνούμε τον κό­σμο σε κάθε πήδημα ψύλλου. Ειδεμή, περιττό το τα­ξίδι. Ανοίγουμε τις εφημερίδες, και διαβάζουμε δίχως κόπο τις ατιμιές, τις κλεψιές, τις μαχαιριές, ή και τις γυναικοδουλειές που ολομερίς μας δηγούνται, και κάθε λίγο προσκαλούν την Κυβέρνηση να τους δώσει λόγο.

Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η δουλειά μας. Ότι σπάρθηκε το έρμο μας το χωράφι! Ο σπόρος που έπεσε μέσα στ’ άγιο του χώμα,—που το βλέπεις κιόλας απλω­μένο μπρος στα ψυχικά σου τα μάτια,—ήτανε σπό­ρος γερός. Μα του καιρού εκείνου οι δουλευτάδες δεν ένοιωθαν από ψιλά κοσκινίσματα. Τόνε σπείρανε λοιπόν καθώς βρέθηκε απάνω σ’ εκείνα τα δοξασμένα βουνά. Απόμεινε μέσα κι ο σπόρος των τούρκικων αγκαθιών. Έφεραν κι οι σπουργίτες σπόρο από τη Δύση, και τον απόθεσαν απάνω στο ίδιο το χώμα κι αυτόν. Και βλέπεις τώρα την πυκνή αυτή πρασινάδα, και τρομάρα σε πιάνει, μην τύχει και πληθύνουν, και θεριέψουν τα τουρκάγκαθα και τα φραγκοβότανα, και μας πνίξουν τ’ ακριβοαγορασμένα μας τα σπαρτά. Μα τρομάρες απλές κακό δε γιατρεύουν.

Σου τα λέγω αυτά, επειδή μπορεί και του λόγου σου να ’χεις τη ρωμαίικη την πετριά της απελπισίας. Μου φαίνεται σα να είναι κι αυτή σημάδι της εποχής.Όποιος, μας τύχει και μισονοιώσει τα χάλια μας, να τραβιέται σε μια γωνιά και να χύνει μπόλικα δάκρυα, αθώρητος, αλάλητος, κι ανάκουστος. Σπολλάτη σου, Πατριώτη, που άλλο δεν κάμνεις παρά να χαλνάς το συκώτι σου. Αν είχες κουράγιο να τρέξεις και να μας ξεριζώσεις μερικά γαδουράγκαθα, θα μας έδειχνες όχι μόνο πως ζεις, μα και πως ζώντας νοιάζεσαι και τη ζωή της πατρίδας σου.

Δουλειά, φίλε μου, και πάλι δουλειά. Ο κόσμος να χαλνάει, πάλι να δουλεύουμε πρέπει. Άλλον τρόπο δεν έχει.

Ωστόσο άξαφνα, και με τα φτερούγια της αστρα­πής που τη λένε Νου, από του Κωσταντίνου τη χώρα, την πεντάμορφη σκλάβα, βρεθήκαμε στου Κέκρωπα την ολόχαρη, την αθάνατη την Ακρόπολη. Είναι νύ­χτα βαθιά, μα το βάθος της λάμπει διάφανο, ξά­στερο, καθάριο, αμέτρητο. Λες κι όλου του Άπειρου οι Πλανήτες κι οι Ήλιοι φανερώνουνται και γλυκοφέγγουν εδώ. Αψηλά, πάντα αψηλά να κοιτάζουμε από τέτοιους τόπους. Η βαθογάλανη αυτή η αστρο­φεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθε­νώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα τ’ αστέρια της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ’ απομετρήσεις, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξα­σμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα,— από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύ­νησέ την αυτή τη σκόνη. Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαραίν’ η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβει ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά. Μην κοιτάζεις μοναχά του Παρθενώνα τα αιώνια τα κάλλη,—αυτά κι α δεν τα λατρέψεις όσο τους πρέπει, δεν πολυκολάζεται η ψυχή σου. Το πολύ θ’ απορέσει ο κόσμος που δε σε μάγεψε η θεία δύναμη της Ομορφιάς, δε σε μέθυσε ως εκεί η εθνική η περηφάνια. Τα κάλλη όμως που πρέπει να τ’ ανιστορεί ο νους και πάντα να τα λατρεύει εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της Αρετής, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη Τέχνη σ’ αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα.

Αρετή έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάει σ’ αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι. Από τη Μηκύνα στ’ Άργος, από τ’ Άργος στη Σπάρτη, από κει στην Αθήνα, στη Θήβα, στην Κόριθο, πετούσε και πή­γαινε η Αθάνατη Αρετή, ακολουθούσε κατάλαμπρη η θεία η Τέχνη και της έστηνε, όλο της έστηνε μνη­μεία κι αγάλματα. Κι όταν ήρθε η ώρα να ρημάξει ο τόπος, και πέτρα πάνω στην πέτρα να μην απομείνει, όταν ξεψύχησε κι ο στερνός ο ήρωας, και διώ­χτηκε η Αρετή από κάθε χώρα, κάθε κάμπο και κάθε καλύβι, πάλι δεν αποκότησε η Ελληνόκαρδη Θεά να την αφήσει ολότελα την αγαπημένη της γη, μόνο περίλυπη πήρε τα ψηλά τα βουνά, και πλανιούνταν εκεί πανέρημη, αγνώριστη, καταφρονεμένη. Πού λευ­τεριά τώρα να τη λαμπρύνει, πού Τέχνη να τη δοξάσει! Αμέτρητα ήταν τα χρόνια της ρήμαξης. Έπρεπε Θεά να είναι, για να ζήσει στα όρη δίχως δόξα τόσους αιώνες! Μα ήτανε Θεά, κι έζησε. Σα να το προφήτευε πως θα κατέβει πάλι μια μέρα στους πρώτους τους κάμπους. Ήρθε η μέρα, χτύπησε ο χρό­νος τ’ αναστάσιμο σήμαντρό του, αναγάλλιασε η ξεχασμένη Θεά, και μαζεύει γύρω της τα κλεφτόπουλα. Με τη θεία πνοή της τ’ αγιάζει τα μυριοβασάνιστα, τα μισαγριωμένα παιδιά της. Ήταν το δεύτερό της τ’ Ομηρικό πανηγύρι, με τα ίδια τα τραγούδια, την ίδια την απλότητα, μα με σκοπό από τη γης ως τα ου­ράνια πιο αψηλότερο. Δεν ήτανε για μιαν Ελένη ο αγώ­νας μας τώρα,—ήτανε για λεφτεριά και για πατρίδα.

Ηρωικό πανηγύρι στολισμένο με τη χάρη της νιότης και με τα μάγια της λεβεντιάς. Οι καρδιές του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου βρίσκουν τα ταίρια τους στη Τρωάδα, όχι στην Πλαταιά. Τα ταίρια του Μιλτιάδη θα μας φυτρώσουν αργότερα. Θα φυτρώσουν εκεί που τώρα βλέπεις αγκάθια, και σου έρχεται να μοιρολογάς. Άφηνέ τα της Αθήνας τα τωρινά παλι­κάρια να πηγαίνουνε στου μπαρμπέρη και να λαδώνουν τα γένια τους. Τ’ αυτί σου να μη δρώνει γι’ αυτό. Εί­δαμε και χερότερα στον καιρό μας. Είδαμε και Βλάχους σφουγγαριασμένους από την παραλυσία να γίνουνται λιοντάρια στον πόλεμο. Ένα έθνος δεν ξεψυχάει εύκολα, μια και να γεννηθεί. Το ρωμιόπουλο δεν μπορεί να βγει κι από ένα άλογο χερότερο. Τ’ άλογο που γεννήθηκε από σόγι, θα το δείξει μια μέρα το σόγι του, κι έχε το συ μέσα στ’ αχούρι δεμένο, καλοθρεμμένο, αγύμαστο.

Έννοια σου, και θα σαλέψουμε πάλι. Πάλι θα τα ξανακάμει τα μάγια της η αθάνατη η Αρετή, πάλι θα λάμψη κι η ουράνια η Τέχνη μαζί της. Η Δόξα το χώμα αυτό δεν τ’ αφήνει. Έθνος που ύστερ’ από τόσα βάσανα ζει, και που έχει μπρος του άπειρο στάδιο για ηρωισμό, τέτοιο έθνος να μην αγωνιστεί, να μην πολιτιστεί, και να μη δοξαστεί, δεν μπορεί.

Μην τ’ αλησμονείς το σόγι του αλόγου που είπαμε. Το αίμα του το ’χει να παίρνει δρόμο και να πηδάει γκρεμνούς και βράχους. Αν είναι τώρα δεμένο με δασκαλίσιες αλυσίδες και χαλινάρια, αν ταγίζεται με χορτάρι ξενοφερμένο, αν άλλο δεν κάμνει παρά να κλωτσάει και να χλιμιντράει μέσα στα σκοτάδια του σταύλου, θ’ ανατείλει η μέρα που σε ρωμαίικη απάνω πρασινάδα θα χαίρεται, θα γοργοπηδάει και θα τρέχει, και τότες, σώνει να το κρατάει γερά ο καλότυχος ο καβαλάρης του, και να δεις τι δοξασμένους δρόμους θα μας χαράζει με τα φτερωτά του καλπάσματα. Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβεί το μεγαλείο κι η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρε­μούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο μέρες στον άνθρωπο. Το έθνος είναι δεν είναι τρεις μέρες που τον έδειξε τον ηρωισμό του. Τι θα ’λεγες ενός καλού μπεχλιβάνη, αν ξεφάντωνε και δυο τρεις μέρες ύστερ’ από μια μεγάλη παλαίστρα!

Όχι, Ακρόπολή μου, εγώ δεν απελπίστηκα. Ας έρθουνε μερικά άλλα παιδιά σου κι ας σέρνουν τα μαλ­λιά τους απάνω στα δοξασμένα σου τα χαλάσματα. Εγώ με θάρρος και με περηφάνια θα το φωνάζω πως αντίκρυ στον αγήρατο τον Παρθενώνα σου θα στή­σουμε μια μέρα και μεις το Ναό μας—μπορεί να μην είναι αφιερωμένος στην Αθηνά, μπορεί και να μη λέγεται Φειδίας ο χτίστης του. Μέσα στα κατάλαμπρα βάθια του θα ψάλλουνται τραγούδια κι ύμνοι,— μπορεί να μην είναι στο ξάμετρο βαλμένοι, μπορεί να μην έχουν και νεκραναστημένες λέξες οι στίχοι τους. Ένα πράμα όμως σου το τάζω χωρίς δισταγμό, πως θα είναι ρωμαίικα τραγούδια, και ρωμαίικα πάει να πει της καρδιάς μας το αίμα.

Θα ’ρχουνται τότες οι Φράγκοι και θ’ απορούνε βλέ­ποντας τέτοιο μεγάλον Ελληνισμό δίχως απαρέμφατα, δίχως ξάμετρα, δίχως δοτικές, μα θα τους λέμε και μεις τότες πως άδικο μεγάλο μας κάμνουνε να μας παίρνουν κι εμάς γι’ αντίκες, πως αν καθετίς ζωντανό στον κόσμο πρέπει ν’ αλλάζει, κι αν η αλλαγή του σημαίνει πως ζει, καλύτερη απόδειξη δε χρειάζεται πως το έθνος αυτό που ήρθε να δει είναι τ’ αθάνατο το Ελληνικό το έθνος, κι ας το λέμε ρωμαίικο.

Και τώρα που τ’ αναπνέψαμε το ψιλό αυτό και το μυρωμένο τ’ αγέρι, που συνεφέραμε ύστερ’ από την τόση τούρκικη βόχα, τώρα που ξαναμπήκε ζωή στο ξεθυ­μασμένο το αίμα μας, και μας άνοιξε καρδιά και μά­τια, τώρα που ξεδιαλύσαμε το μυστήριο που θα μας δοξάσει πάλι το έθνος, ας κατεβούμε στη χώρα, κι ας αρχίσουμε τη δουλειά μας μ’ ανοιχτή κι αντρίκια καρ­διά, καθώς πρέπει να είναι πάσα καρδιά που τέτοιο αγέρι τη θρέφει.

 

Β'

ΣΤΟ ΠΑΛΑΤI

 

Εκεί με την άδεια του Βασιλικού νοικοκύρη, εκεί ας περάσουμε τη νυχτιά μουσαφίρηδες. Το πρωί σεριανίζουμε και στην άλλη τη χώρα.

Εδώ στην Αθήνα,—καθώς κάμαμε και στην Πό­λη,— τα χτίρια, τα μνημεία, τα σπίτια και τα πα­λάτια, τα χαραχτηριστικά τους και τους ρυθμούς τους, τις ομορφιές τους και τις ασκημιές, όλ ' αυτά, τ’ αφήνουμε σε μυλόρδους να τα ψιλολογούν και να τα ιστο­ρούν. Εμάς, η δουλειά μας αυτή δεν είναι. Μπαίνουμε λοιπόν και στο Παλάτι αυτό ξαφνικά, κι ίσια στο νοικοκύρη. Όχι όμως σα σφίγγες. Εδώ από κρύφια και μαγικά τερτίπια ανάγκη δεν έχουμε. Εδώ μπαί­νουμε σα δυο καλόγνωμοι πατριώτες, που ήρθανε να χαιρετήσουν το Βασιλιά τους.

Ας βγάλουμε τα παπούτσια μας στο κατώφλι, να του δείξουμε πως ερχούμαστε από τούρκικα μέρη, ίσως κι έτσι πιότερο μας πονέσει.

— Βασιλιά της μεγαλύτερης και της μικρότερης χώρας του κόσμου, αν είχες την υπομονή να διαβάσεις το τι κάμαμε, τι είπαμε, και τι είδαμε με το φίλο μας από δω, βέβαιο το ’χω πως θα το σφαλνούσες το βιβλίο εκείνο που διαβάζεις, να μας χαρίσεις και μας για μισήν ώρα τ’ αυτί σου. Και θαρρώ πως Σε βλέπω και το σφαλνάς.

Ένα πράμα μόνο να Σε ρωτήξω. Πώς τα επιθυ­μείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέει η Μεγαλειότη σου, καλύτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθεί δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις.

 

Γ'

ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΧΩΡΙΑΤΙΚΑ ΝΤΥΜΕΝΟΣ

 

Μεγαλειότατε, μια φορά ήταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα. Θεός ξέρει α δεν είχε και το παλάτι του στη­μένο στο ίδιο το μέρος που στήθηκε αυτό το παλάτι.

Μια μέρ’ αυτός ο Βασιλιάς πήγε να κυνηγήσει με μερικά παλικάρια του. Και κυνηγώντας πήγε, πήγε ως κοντά στη Κόριθο. Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως ’τοιμάζεται να ξεκινήσει κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψει τη χώρα. Οι σύντροφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τόνε ρωτήξουν τι πρέ­πει να κάμουν. Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κι έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθί­ζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε. Εκεί απάνω, να σου κι ανοίγει η πόρτα, του παλατιού, και μπαίνει μέσα κόσμος πολύς, και φωνά­ζουν πως πλάκωσε η Μωραϊτιά, και ριχτούνε σκάλες στους τοίχους τους, να σκαλώσουν και να πηδήξουνε μέσα στη χώρα! Τότες πετιούνται απάνω τα παλικά­ρια και γυρεύουν το Βασιλιά. Μα Βασιλιάς πουθενά! Φωνάζουν τη Βασίλισσα, λείπει κι η Βασίλισσα! Φεύγουν τότες και πηγαίνουνε στα σπίτια τους να βά­λουν τ’ άρματά τους, ακολουθάει κι ο λαός από πίσω, να παν κι αυτοί ν’ αρματωθούνε για τον πόλεμο.

Ωστόσο ο Βασιλιάς κι η Βασίλισσα κατέβηκαν, αν αγαπάς, στο κατώγι! Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζει τα βασιλικά του τα φορέματα, κι η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνει μια πρόστυχη φορεσιά παραγιού, και σε λιγάκι να βλέπει τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην ήταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!

Πήρε στα χέρια του ένα τσικούρι κι ένα κομμάτι σκοινί, στάθηκε μια στιγμή να δει τη Βασίλισσά του, την αγκάλιασε, και κείνη, με καρδιά που έτρεμε σαν το μισοζώντανο το ψάρι, σήκωσε το μαραμένο της χέρι, και του είπε να πάει στο καλό. Το είχαν από­φαση κι οι δυο τους να κάμουν το θέλημα του Θεού. Έτσι το είχε προφητευμένο η μεγάλη η Προφήτισσα στους Δελφούς· πως σαν πλακώσουν οι «Δωριείς» στην Αθήνα, απ’ όποιο μέρος σκοτωθεί ο Βασιλιάς, εκείνο το μέρος θα νικήσει. Συλλογίστηκε λοιπόν τότες ο Βασιλιάς, κι είπε της γυναίκας του.— Γυναίκα, εδώ άλλον τρόπο δεν έχει. Ή πρέπει να σκοτωθώ, ή θα μας κάψουν τη χώρα, θα μας σφάζουν τα παλικά­ρια, θα πάρουν τις κοπέλες μας σκλάβες, ίσως και σένα μαζί. Βάζω λοιπό χωριάτικα ρούχα, καθίζω δε­μάτι ξύλα στον ώμο μου, σιμώνω τους ξένους, και βρίσκω τρόπο να με σκοτώσουνε δίχως να με νοιώσουν ποιος είμαι. Σφίγγει τότες την καρδιά της, και λέει η Βασίλισσα· — Άντρα μου, ας γίνει το θέλημα του Θεού.

Κι έτσι την αφήνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πη­γαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ’ ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορ­τώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τ’ ασκέρι που ήταν τώρα σκορπισμένο μπροστά στα τειχίσματα.

— Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσεις.

Εναντιώνεται ο χωριάτης, ζητάει να περάσει, πιάνουνται στα λόγια, θυμώνει ο Μωραΐτης, του κατα­φέρνει μια του χωριάτη, και τον αφήνει στον τόπο.

Εκείνη την ώρα έβγαιναν και τα παλικάρια της Αθήνας αρματωμένα, να πολεμήσουνε με τους εχτρούς και να γλυτώσουν από τη σκλαβιά την πατρίδα τους. Ακόμα δεν παραταχτήκανε ν’ αρχίσουν τις σαϊτιές, και τι να δουν εκεί μπροστά τους, ξαπλωμένο στο χώμα! — Το Βασιλιά τους! Σηκώσανε μεγάλο κακό. Τόσο μεγάλο, που μαθεύτηκε αμέσως κι από τ’ άλλο το μέρος, πως σκοτώθηκε ο Βασιλιάς της Αθήνας, και βλέποντας οι εχτροί πως βγήκε εναντίο τους η προφητεία, το ρίξανε στο φευγιό, πρι να προφτάσουν οι Αθηναίοι να τους τινάξουνε μήτε σαϊτιά.

Κι έτσι γλύτωσε η Αθήνα από την τρομερή τη σκλαβιά, και ξαναμπήκανε στη χώρα τους οι Αθη­ναίοι, και σαν έκαμαν όλες τις συνηθισμένες τιμές στο Βασιλικό το λείψανο, μαζευτήκανε σε Συνέλεψη, κι αποφασίσανε να μην ξανακάμουν πια Βασιλιά στην Αθήνα, γιατί κανένανε δεν μπορούσανε να βρούνε μεγαλόκαρδο σαν εκείνον που έχασαν.

Εμένα μου φαίνεται πως είχανε λάθος οι Αθη­ναίοι, Μεγαλειότατε, να το νομίζουν αυτό. Η Αρετή που βρέθηκε μέσα στην ψυχή ενός Κόδρου, μπορούσε να ξανανθίσει και σ’ άλλων Κόδρων ψυχές. Μα αυτό τώρα δεν είναι το ζήτημα. Η δουλειά μας τώρα είναι να παρακαλούμε το Θεό και να λέμε,—Τέτοιο θάνατο να πεθαίνουν κι οι Βασιλιάδες της αναστημένης αυτής Ρωμιοσύνης. Τέτοια παιδιά να μας χαρίσ’ η Μεγα­λειότη Σου. Αυτός ο ηρωισμός θαρρώ δε θα χρειαστεί στη δική μας τη γενεά. Ένας Κόδρος δε φυτρώνει έτσι εύκολα μέσα σ’ ένα λαό που μισοκοιμάται από το πολύ το μεθύσι. Μα μπορεί να μας χρησιμέψει σαν ξυπνήσει το Έθνος, και γι’ αυτό Σε θερμοπαρακαλώ να μας φέρεις εδώ και το μεγαλύτερο Σου το γιό, ν’ ακούσει και κείνος το δεύτερό μας το παραμύθι.

— Σα να μας άκουγες κι απ’ έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τα ’μαθες όλ’ αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθή­ματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα. Ο Πατέρας σου, κι αν ήρθε στον τόπο μας απ’ άλλην πατρίδα, βάλθηκε όμως να γίνει Ρωμιός, και τόσο καλά το κατάφερε, που στο πείσμα χιλίων δασκάλων καταν­τάει να τα νοστιμεύεται τα ρωμαίικα μας παραμύθια. Η Υψηλότη Σου όμως, μήτε ξένος δεν είσαι. Είσαι ο πρωτογέννητος σ’ αυτό το παλάτι. Ως και τ’ όνομά σου τέτοια παραμύθια γυρεύει.

Σα σε βαφτίσανε, χρόνια τώρα, είπα, καλό σημάδι. Το Βυζάντιο είχε μια δοξασμένη αρχή κι ένα δοξα­σμένο τέλος. Με τέτοιο όνομα, ποιος το ξέρει α δε θα ξαναρχίσουμε καινούρια ζωή. Κι αυτά λέγοντας, θυ­μήθηκα την ιστορία του Παναγή Καλογιάννη. Αυτή την ιστορία έρχουμαι τώρα να σας δηγηθώ, με τον ορισμό σας.

 

Δ'

Ο ΠΑΝΑΓΗΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

 

Ο Παναγής Καλογιάννης ήταν καλός δουλευτής στον Αγώνα. Του κάκου ζήτησα τ’ όνομά του στην Ιστορία. Πουθενά δεν το διάβασα.

Ήταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ’ αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλύτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κι η μεγαλύτερη αρετή του. Η παραξενιά του ήταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ’ αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώσει πάλι ο Κωσταντίνος»· ώσπου κατάντησε να τόνε βλέπει ο κόσμος, και να του φωνάζει, «θα μας φυτρώσει ο Κωνσταντίνος».

Πρέπει να ήταν ως δώδεκα χρονών ορφανό ο Πανα­γής όταν τον πήρε ο θειος του στο μοναστήρι να τον προκόψει· Ο πάτερ Παΐσιος ήταν καθώς είπαμε Ηγού­μενος, μα ήξερε κι από κόσμο. Έκαμε στη Ρουσία σαν ήτανε νέος. Κατόπι ταξίδευε και σ’ άλλα μέρη και ψάρευε «Φίλους». Τώρα με την ποδάγρα του σύχαζε ο γέρος στο μοναστήρι, κι ό,τι έβγαινε από το χέρι του το ’καμνε, πότε με γραφές, πότε με τα λόγια. Και σαν καλοκάθιζε το βράδυ στο μιντεράκι του, έπαιρνε σιμά του τον Παναγή και του δηγούνταν την ιστορία μας. Δεν του άφηνε μήτε Πελοπίδα, μήτε Τιμολέοντα. Τ’ άκουγε ο μικρός όλ’ αυτά και τα ’καμνε πολύ χάζι. Από την αρχαιότητα ο Ηγούμενος ήρθε σιγά σιγά στο Βυζάντιο, και μια βραδιά του διηγήθηκε και το χαλασμό της Πόλης — την Άλωση. Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει:

 «Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλι­καριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πεις πιάναμε κανέν’ αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θα ’λεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα! Κι' άξαφνα, στα 1453, τις είκοσι εννιά του Μάη, μέρα τρίτη, πρωί πρωί, να σου πεταχθεί, λέει, στη μέση ένας ήρωας, και με σκουρια­σμένο σπαθί στο χέρι να σου στρώνει τους Γενιτσάρους καθώς χυνόντανε σα δράκοι από μια πόρτα μέσα στην κακομοιριασμένη την Πόλη! Κι ύστερα, λέει, να πέσει κι αυτός από πάνω τους, αποφασισμένος σαν το Λεω­νίδα, αγνώριστος σαν τον Κόδρο! Τι σου λέει αυτό το πράμα, παιδί μου! Και τι άλλο μπορεί να σου πει παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνει, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του. Κι αν ίσως κι ήτανε γραφτό μας να φανεί και να λάμψει τέτοιο αθάνατο χάρισμα μερικά χρόνια πρι να στήσει ο Ουρβανός το κανόνι του έξω από τους τοίχους της Πό­λης, δε θα πρόφταινε μήτε να ραγίσει το κανόνι εκείνο, μόνο θα γινότανε μια και καλή θρούβαλα μαζί με το κεφάλι του Μωχαμέτη. Μας ήρθε όμως αργά το μεγάλο το χάρισμα. Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κι έπεσε και χάθηκε μέσα στ’ απέραντο εκείνο το αίμα.

Και λέγοντας αυτά δάκρυζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε.

Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·

— Έννοια σου, θειε μου, και θα φυτρώσει πάλι ο Κωσταντίνος.

Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παρα­μυθιού. Και τώρα, αν είναι ορισμός σας, ερχούμαστε στο δεύτερο το κεφάλαιο.

Έξι χρόνι’ αργότερα, τον έβλεπες τον Παναγή παλικάρι και ταξίδευε από χωριό σε χωριό με μια γολετίτσα. Ο γέρο Παΐσιος, ένα χρόνο πριν αποθάνει, τον είχε κάμει σύντροφο με κάποιο Καπετάν Βάγλη, και φόρτωναν πραμάτεια στο ’να νησί έπειτα πηγαίνανε στ’ άλλο και την πουλούσανε. Μα ο νους του Παναγή όλο στην Πόλη ταξίδευε. Η χαρά του ήτανε να καθίζει με τους ναύτες και να τους δηγάται το τέλος του Κωνσταντίνου. Κι ύστερα ύστερα τους έλεγε και την προφητεία του, πως θα ξαναφυτρώσει ο Κωνσταντίνος.

Σ’ ένα απ’ αυτά τα ταξίδια έτυχε να είναι μαζί του κι ένας από τα Ψαρά,—Καραθανάση τον έλεγαν. Και δεν ήτανε ναύτης, ήταν ταξιδιώτης από τη Σάμο για τα Ψαρά. Ίσια ίσια ό,τι άρχιζε ν’ ανεβαίνει ο καπνός της εφτάχρονης εκείνης φωτιάς.

Σαν τον άκουσε λοιπόν κι ο Καραθανάσης τον Πα­ναγή, αντίς να γελάσει κι αυτός σαν τους άλλους, τον παίρνει σιμά του, και, —Μωρέ Παναγή, του λέει, έρ­χεσαι να κάμουμε μια δουλειά; Να χωρίσεις από τον Καπετάν Βάγλη, και να ’ρθεις μαζί μου. Και γω την ίδια τη δουλειά κάνω. Μα τώρα τη γολέτα μου την έχω ναυλωμένη στους ζευγάδες.

— Ποιους ζευγάδες; ρωτάει ο Παναγής σαστισμένος.

— Αυτούς που θα τόνε σπείρουν τον Κωσταντίνο σου, μωρέ κούκο! Έτσι μονάχα φυτρώνουνε Βασι­λόπουλα δίχως να σπείρεις αίμα;

Άνοιξε τότες ο ουρανός και του έδειξε την αλήθεια του Παναγή Καλογιάννη. Χρόνια το προφήτευε πως θα φυτρώσει ο Κωνσταντίνος, μα παρέκει ο νους του δεν πήγαινε.

— Καλά, έρχουμαι, του λέει.

Ήρθανε στα Ψαρά, χώρισε ο Παναγής από τον Καπετάν Βάγλη, και συντροφεύει με τον Καραθανάση.

Ο Καραθανάσης είχε δυο αγαπημένα πράματα στον κόσμο. Την πατρίδα του, και την κόρη του. Σκοπός του ήτανε ν’ αρραβωνιάσει τον Παναγή και με τις δυο, κι αυτό έκαμε.

Στην αρχή φαίνεται πως ο Παναγής από τις δυο τις αρραβωνιαστικιές πιότερο αγάπησε τη Μαριώ, νό­στιμη Ψαριανούλα. Και γύρευε κιόλας και παντρειά.

—Όχι ακόμα, του έλεγε ο γέρος. Να πάρουμε πρώτα τη γολέτα να τη δουλέψουμε απατοί μας, κι ύστερα με το καλό γυρίζουμε στα λεύτερα τα Ψαρά. Η λευτεριά δε θ’ αργήσει. Ξέχασες τι τους κάμαμε τις προάλλες στην Ερεσό;

Έμεινε λοιπόν η Μαριώ με τη γριά της, και σύρανε οι δυο οι καπιτανέοι με τη γολέτα στο πέλαγο.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, εδώ τελειώνει το δεύτερο, και τώρα μπαίνουμε στο τρίτο το κεφάλαιο του παραμυθιού. Ελπίζω πως δε βαρεθήκατε, γιατί, πού να ξανάρθουμε πια να τ’ αποτελειώσουμε! Μια και μας μυριστούν οι δάσκαλοι, τρύπα δε θα μας αφή­σουν ανοιχτή να ξαναμπούμε.

Δώδεκα μήνες δούλευε η γολέτα στο πέλαγο, και πηγαινοέρχουνταν, πότε με μπαρούτι, πότε με προβιζιά. Όπου αρμένιζε η αρμάδα, τριγύριζε κι η «Ψαριανή»—έτσι τη βάφτισαν. Και σαν άραζε και ξεφόρ­τωνε, αφορμή ζητούσε ο Παναγής ν’ ανέβει σε κανένα πολεμικό, να μαζεύει τα παλικάρια κοντά του, και να τους δηγάται τις ιστορίες του.

— «Τον έχουμε, τον έχουμε πια τώρα στο χέρι τον Κωσταντάκη» τους φώναζε μια μέρα κάπου κοντά στα Ψαρά, τότες που γύριζε ο Κανάρης από τη Χίο. «Αυτός ο Κωσταντάκης θα μας φέρει τον άλλονα.»

Κι οι ναύτες τόνε σηκώνανε στον ώμο τους από ­τη χαρά.

Αυτή την εποχή κατέβηκαν κι αράζανε στο δοξα­σμένο νησί τους, ύστερ' από δώδεκα μήνες δουλειά. Ο Παναγής τώρα το ’λπιζε πως θα τον αφήσει ο Καραθα­νάσης να παντρευτεί, και του φανέρωσε πάλι μια μέρα τη λαχτάρα του.

— Θα μου πεις πως τον έχουμε πια τώρα τον Κωσταντάκη, του λέει ο Καραθανάσης, μ’ ας κάμουμε άλλο ένα ταξίδι, και βλέπουμε.

Πηγαίνει τότες ο Παναγής στη γριά την πεθερά του, και της λέει·

— Κατάλαβα· ο γέρος θέλει να με ψήσει στη φω­τιά πρώτα. Φιλώ λοιπόν το χέρι σου, και μισεύω.

Ήθελε να πει δυο λόγια και της καλής του, μα πού ν’ αποκοτήσει! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά.

Αποβραδίς έγιναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξη­μέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι.

— Ώρα καλή; του κάνει.

— Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γο­λέτα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.

— Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσεις;

— Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ’ αφήνεις να την πάρω ακόμα, άφησε με να παν­τρευτώ τη φωτιά.

Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο.

Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, ήτανε λυσσασμέ­νος από τη χαρά του. Δε χόρταινε να το δηγάται το ξακουστό εκείνο τερτίπι· πως τους περίμενε μ’ ανοι­χτές αγκάλες ο Καπετάν Πάσας, θαρρώντας τους για δικούς του, πως τους κατάλαβε άμα πήρε φωτιά ένα δίκροτο και σε λιγάκι τινάχτηκε, και με πόση πρε­μούρα έκοβε τις αλυσίδες να φύγει κατά την Πόλη. Κι είχε δεν είχε, το γύριζε πάλι στον Κωσταντίνο.

Σαν το θεριό που μια κι απογευτεί ανθρώπινο αίμα, παίρνει τα βουνά και τα δάση να ξαναβρεί τέτοιο θύμα, έτσι γύριζε τώρα κι ο Παναγής μέσα στη θά­λασσα. Κανένας δεν τον ήξερε πού βρισκότανε. Παν­τού ξεφύτρωνε, παντού πολεμούσε. Δεκατέσσερις μή­νες τον είχανε για χαμένο, κι ο πεθερός του, κι όλο το σπιτικό.

Μια βραδιά,—ήταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του είκοσι τέσσαρα,—να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δε­μένο, το ’να του χέρι ακουμπισμένο σε θελιά κρεμα­σμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τόνε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμένο. Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τόνε θάψουνε, για την καλή του την τύχη.

— Τώρα πια που κατάντησα, τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι. Τρεις μέρες στη βάρκα, και το αίμα να τρέχει, κι όλο να τρέχει! Απέραντη αράδα σταλα­ματιές, από τα Μοσκοννήσια ως τα Ψαρά! Αχ, και να μπορούσε να τήνε δει αυτή την κόκκινη την αράδα ο Κωσταντίνος, όταν ταξιδεύει καμιά μέρα στο πέ­λαγό του!

Και πλάγιασε ο Παναγής Καλογιάννης, κι έπεσε σε μεγάλο βύθο, κι άρχισε να παραλαλεί. Όλη τη νύχτα ήτανε στο πόδι οι δικοί του. Ώρες ώρες ερχό­τανε στα συλλογικά του, και γύριζε κι έβλεπε μια τη Μαριώ και μια τον πατέρα της, σα να τόνε ρωτούσε αν έπρεπε να τη βλέπει με τέτοια χάλια.

Σαν ξημέρωσε, άρχισε ο Παναγής να συνεφέρνει λιγάκι. Στέλνει τότες ο Καραθανάσης και φωνάζει τον παπά. Έρχεται ο Παπάς, κοιτάζει τον άρρωστο, και ’τοιμάζει τη Μετάληψη.

— Απάνω στη Βλόγηση, παπά μου, κάνει ο γέ­ρος, του δίνεις και τη Μετάληψη. Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε.

Γυρίζει ο παπάς και τόνε βλέπει το γέρο ξερός.

— Πάντρευέ τους, σου λέω, παπά μου, και γλή­γορα γλήγορα.

Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο παπάς, και τους στεφανώνει.

Από κείνη την ώρα άρχισε και καλυτέρευε ο σα­κατεμένος ο Παναγής.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε.

Έξι μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρει απάνω του. Ήτανε μια καλοκαιρινή πρωινή, είκοσι μια του Θερι­στή, και μπόρεσε πρώτη φορά να βγει ως το κατώφλι με τη Μαριώ, και να καθίσει να δει τον ήλιο που έβγαινε. Ο γέρος έλειπε αποβραδίς στο Παλιόκαστρο, μαζί μ’ άλλους πολλούς. Η γριά συγύριζε μέσα, και το νιόπαντρο ζευγάρι έκαμνε κουβέντα με τους γειτόνους. Άξαφνα ακούγουνται απανωτές κανονιές από τη θάλασσα. Ήταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλη­μέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή.

Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκι­κες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιό. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς.

Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυ­τώσουν. Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κι η μάνα κατόπι. Του κάκου κοιτά­ζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που ήταν, δεν μπορούσε να βγει.

Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύ­τρωσαν τόσοι Γενίτσαροι. Ακόμα λίγη ώρα, και ζύ­γωναν, και τους έπιαναν όλους τους κακόμοιρους τους νησιώτες.

— Τράβα κατά το γιαλό, φωνάζει ο Παναγής. Ίσια στο γιαλό! Έτσι μπορεί να τσακώσουμε καμιά βάρκα.

Κατεβήκανε στο γιαλό. Πατείς με πατώ σε όπου τύχαινε βάρκα. Ανέβαιναν ως τα μεσούρανα οι φωνές.

— Μωρ’ αυτή η δουλειά δε θα βγει πέρα έτσι, λέει της Μαριώς ο Παναγής. Βάλε μένα κάτω, και τρέχα συ με τη μάνα, και μη φοβάσαι. Πρώτη φορά δεν είναι που εγώ βρέθηκα μες στα νύχια τους. Βάλε με κάτω, σου λέω· ακούς; Ή μ’ αφήνεις κάτω, ή σου σφίγγω το λαιμό και σε πνίγω.

— Πνίξε με, να γλυτώσεις· μουρμουρίζ’ η Μαριώ.

— Τρέχα λοιπόν, ίσια στη θάλασσα. Βάρκα δεν έμεινε, έφυγαν όλες και πάνε. Ίσια στο γιαλό, και μας πιάσανε. Σκλάβα θα σε πάρουν, καημένη, κι αλλοίμονό σου! Στο γιαλό, στο γιαλό, κι ο Θεός μαζί μας! Έτσι, γεια σου, στα βαθιά τα νερά. Στάσου μια στιγμή. Το Κωσταντινάτο σου! Πού είναι το Κωσταντινάτο σου; Στα χέρια μου, στα χέρια μου βάλ’ το. Όχι, φίλησε το πρώτα. Δώσ’ μου το τώρα και μένα να το φιλήσω. Η μάνα! Πού να είναι η μάνα! Αχ, την πρόφταξαν την ταλαίπωρη! Βλέπε βλέπε πίσωθέ της να βρει το γέρο, την έπιασαν τα σκυλιά! Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μανούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θα ’ρθει, θα ’ρθει η ώρα σου…

Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα.

Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήσει απ’ άλλο, πιο μαύρο δρόμο. Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ’ αψηλά, να βρει τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε.

Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερο. Μπορούσε να είναι και παρα­μύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπί­δες, πίκρες και βάσανα. Μπορούσε να ’χει ήρωα του όλη τη Ρωμιοσύνη, και σκηνή την απέραντη τη χώρα που αντιλάληξαν τέτοιες λαχτάρες και στεναγμοί.

Είναι γραμμένο αυτό το θλιβερό παραμύθι σε κάθε ρωμαίικη καρδιά μ’ αίμα και με φωτιά. Μα κανένας δεν μπόρεσε να μας το βάλει ακόμα σε λόγια, και να φανερώσει πόνους που κρύβουνται μέσα στα σωθικά μας.

Και τώρ’ ας προφητέψω και γω με τον Παναγή Καλογιάννη πως θα μας έρθει Εκείνος που θα το καταστρώσει το μεγάλο και το λαμπρό αυτό παρα­μύθι, απαράλλαχτα καθώς μας ήρθε κι ο Κωσταντίνος. Θα κατέβει αυτό τ’ ουράνιο το πουλί και θα μας κελαηδήσει, όταν έχει ο τόπος αγέρι, ήλιο και πρα­σινάδα.

Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θα ’ρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρει το Βασιλόπουλο μας; κανένας άλ­λος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ’ αυτά. Θα τα φέρει η Αρετή, η παλικαριά, η αθά­νατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη.

 

Ε'

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

 

Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ’ από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλό­πουλο. Ο ήλιος χρυσώνει τον Υμηττό. Καλά που δε μείναμε κι αργότερα. Θα γέμιζε το Παλάτι ουρές, και ξεκολλημό δε θα είχαμε. Μακριά από ουρές, φίλε μου. Στα κεφάλια να τρέχουμε. Από το κεφάλι καταλαβαίνεις και την ουρά. Και κει που το λέμε, ορίστ’ ένα κεφάλι· μεγάλο ή μικρό δεν πειράζει. Πη­γαίνει να διδάξει τη νεκραναστημένη τη γραμματική του. Του αξίζει μια καλημέρα. Πάμε κατόπι του. Τι; Το βαρέθηκες το γλωσσικό το ζήτημα; Σου το τάζω πως δε θ’ αρχίσω λογομαχίες μαζί του. Δυο λόγια μο­νάχα. Δεν ταιριάζει να μην του πούμε δυο λόγια. Αν το πάρει απάνω του, που τόνε βάζουμε ύστερ’ από το Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, δε θα ’χει άδικο και σ’ αυτό. Κοίταξέ τα όλ’ αυτά τα παλικάρια που κοπαδιαστά τρέχουνε και μαζεύουνται μέσα στο μεγαλονόματο το Σκολειό του. Όλα μαζί του είναι. Όλα στη σημαία του γύρω ν’ αποθάνουν είν’ έτοιμοι. Κι οι γονιοί τους, και το συγγενολόγι τους μαζί του θα ήταν, αν είχε τρόπο να τους βάλει και κείνους τα δυο πόδια, στ’ αττικό του παπούτσι.

«Χαίρε, ω πάντων Ελλήνων γραμματικώτατε, και επίτρεψόν μοι ίνα εις το καθημαξευμένον σοι λαλήσω ιδίωμα. Της πονηράς γάρ τυγχάνω σχολής ων».

Ήρθαμε μια στιγμή κοντά σου, όχι να σ' ακού­σουμε, γιατί βιάζεται ο φίλος μας απ’ εδώ, μόνο να σου πούμε δυο λόγια, εδώ στην πόρτα. Ας περιμέ­νουνε λιγάκι οι φοιτητάδες. Δυο τρεις δοτικές απάνω, δυο τρεις κάτω, τι πειράζει! Χιλιάδες τις έχουνε. Εμείς όμως οι δυο καθημέρα δε σ’ έχουμε. Κι είναι ανάγκη, θαρρώ, να σε δούμε και να τα πούμε, όχι και τόσο για χάρη της αγαπημένης σου της γραμμα­τικής, όσο για χάρη της αγαπημένες μας της πατρίδας.

Και πρώτο, σε θερμοπαρακαλούμε να πεις των παλικαριώ σου να μην τρέχουν κι έρχουνται δα σαν τρελοί στην αττική σου παράδοση πρι να κάμουνε κι ένα καλό αρχαίο αττικό λουτρό. Μήτε να βγαίνουν από τα σπίτια τους δίχως μανδύα· μόνο να τα μισοσκεπάζουν τα φράγκικά τους. Ας μην πολυτρώνε και κουλούρια και τρίγωνα, μόνο και κυάμους και σύκα. Έπειτα όταν έρχουνται και χύνουνται σα μελίσσια και μαζεύουν από τ’ ανθηρό σου το στόμα το μέλι της «Αττικής φωνής», ας ξεκινούν ίσια κατά την «Αγο­ρά» κι από κει στην «Ακαδημία». Και σα ρωτούν και μαθαίνουν αν «λέγεται τι καινόν» κι ακούσουν και τις μαριολιές κανενός «Σοφιστή», ας βγαίνουνε στο μεϊντάνι, ας ξεγυμνώνουνται, ας λαδώνουνται κι ας δοκιμάζουν τη δύναμή τους. Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας πλαγιάζουνε στα συμπόσιά τους, μ’ αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαΐ της «Θεού».

Κι ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσεις πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ’ αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού. Πες τους πως ο δρόμος που ανοίξανε με το σπαθί τους έβλεπε κατά τα μπρος, και όχι κατά πίσω. Στην αληθινή την πρόοδο, όχι στη ψεύτικη τη μίμηση. Πες τους, πως για να σιάξει αυ­τός ο δρόμος που είναι τώρα πέτρες κι αγκάθια σπαρ­μένος, χρειάζεται δουλειά και ζωή, όχι ψευτοπερηφάνιες κι ανώμαλα ρήματα. Πες τα όλα, καθηγητή μου, με το καλό, καθώς σου τα λέγω. Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέ­ρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικα­στήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου. Πως κι ο Όμηρος έτσι κλέφτικα τα τραγουδούσε· πως και τη ρωμαίικη τη γλώσσα, θα βρεθούνε μια μέρα Δάσκαλοι να τη σπουδάζουνε, γιατί θα μιλούμε τότες άλλη λο­γής Ελληνική γλώσσα· ναι, Ελληνική πάντα, μα άλλη λογής. Εξόν αν πλακώσουνε και μας φαν οι γειτόνοι μας. Πες τους πως τ’ αληθινό το γλωσσικό το ζήτημα είναι όχι ρωμαίικα ή αττικά, μόνο ρωμαίικα ή βουλγάρικα, τούρκικα, ή αρβανίτικα και πως μια και μοναχή γιατρειά έχει αυτό το γλωσσικό το ζή­τημα: Τη γιατρειά της αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του «Εγώ».

Ας τον αφήσουμε να τραβήξει μέσα τώρα. Μα θα τους τα πει άραγες;

 

ΣΤ’

ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΦΕ

 

Αν μπαίναμε μαζί του, θα πεθαίναμε από πείνα διπλή. Κι ίσως η ψυχική θα ήταν η μεγαλύτερη. Ας τα πούμε πάλι πίνοντας τον καφέ μας απ’ έξω απ’ αυτό τ’ Αττικό ζαχαράδικο.

… Είναι τώρα ως εκατό χρόνια που τραβάει ο δασκαλισμός από τη μια, κι η αλήθεια από την άλλη. Κι αν ήτανε μονάχα να διδάσκεται ο δασκαλισμός στα Σκολειά, το σκοινί θα ’σπανε τώρα και πολύν καιρό. Μα για την κακή του τη μοίρα το Έθνος, ό,τι έβαλε κάτω το καρυοφύλλι, δεν είχε χέρια για πέννα! Και μήτε διάθεση δεν είχε να σπάνει το κε­φάλι του με γραψίματα και διαβάσματα· μόνο από τη βιάση του να το ρίξει στην ακαμωσιά και στο γλέντι, αφήκε σε χέρια δασκάλων το ιερότερο πράμα ύστερ’ από τη θρησκεία,—τη φιλολογία του. Ποίημα έβλεπες; Δάσκαλος ή δασκαλοπαίδι το είχε γραμμένο. Κι αν δεν το ’γραφε δάσκαλος, εκείνος το ’κρινε, το στεφάνωνε ή τ’ αφόριζε. Ιστορία; Δάσκαλος, ή δασκάλου κοπέλι κι αυτή. Παραμύθι ή δράμα; Πάλι αυτός μας το σκάρωνε και το δράμα και το παραμύθι. Ένας τους μονάχα έτυχε να ’χει μέσα του ρωμιοσύνη και τέχνη αληθινή, και πήγανε να τόνε φάνε. Άρον μάρον τον ξορίσανε στο νησί του. Όλο το Έθνος στον ώμο τους το πήραν. Το πνίξανε μέσα στην καταχνιά τους ότι άρχισε ν’ ανεσαίνει. Ό,τι γεννοβολούσε η πέννα τους, μέσα στη γραμματική τους ήτανε βουτημένο, σαν μες στο κερί κομμάτι φιτίλι, κι αυτό δανεικό. Και τι μπορούσανε να ’χουνε δικό τους! Αφού άλλο δε συλλογιούνταν παρά το τι είπε το δείνα μεγάλο κεφάλι, και το τι έγραψε το τάδε, που καιρός να καθίσει και να ρωτήξει και το δικό του το κεφαλάκι ο δάσκαλος, ίσως μαθέ του πει κι αυτό κατιτίς!

Καθίσανε λοιπόν οι φίλοι στην Έδρα τους, και θέ­σπισαν: Πως το μέτρο πρέπει να είναι έτσι, η «λύσις» έτσι, η «κάθαρσις» έτσι. Φυσικά τους νόμους αυτούς τους έστρωναν για την Ποίηση. Γιατί το Έθνος ήτανε νέο, κι άρχιζε ποίηση να τους γυρεύει. Άξαφνα, εκεί που από τη μια την πλευρά της Ρωμιοσύνης ο δασκαλισμός μετάφραζε το Ρακίνα, ή έκλεβε το Βε­ρανζέρο, πετιέται από την άλλη ως τα μεσούρανα ένα μετέωρο και γεμίζει τον κόσμο ουράνιες φλόγες. Μια ψυχή θεία και λεύτερη, που με τον πρώτο της αθά­νατο στίχο γκρέμισε όλο τον πύργο που πολεμούσαν οι δύστυχοι εκείνοι μανιακοί να μας χτίσουν από μουχλια­σμένες περγαμηνές. Μια ψυχή, που ένοιωσε μονο­μιάς όλη την καρδιά της ταλαίπωρης Ρωμιοσύνης, και την τραγούδησε με τρόπο που έμεινε η Ρωμιοσύνη μαγεμένη κι εκστατική.

 

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

Περπατώντας η δόξα μονάχη,

Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

Και στην κόμη στεφάνι φορεί,

Γενομένο απ’ ολίγα χορτάρια

Που είχαν μείνει στην έρημη γη»,

 

Είπε η ψυχή εκείνη, κι ανατρίχιασε όλο το Έθνος από συγκίνηση. Πήγε να χαλάσει ο κόσμος. Φώναζαν οι δάσκαλοι, φώναζε ο φραγκοκλέφτης ο Σούτσος. Το Έθνος τη δουλειά του. Άλλο δεν τραγουδούσε παρά τα θεία λόγια του Σολωμού· γιατί την καρδιά του καθρέφτιζαν.

Πετιέται κατόπι άλλος, ύστερ’ άλλος. Ο λαός τους ανέβασε όλους στα ύψη του Παρνασσού, γιατί ο λαός, όσο αλυσοδεμένο κι αν τον κρατούσαν οι δεύτεροι τύραννοί του, αποθαμένος δεν ήταν, και γύρευε ποίηση ζωντανή. Από δω είχαν οι δάσκαλοι, από κει είχανε, βάλανε στο χέρι το Ζαλακώστα. Του δίνει ένας τρομερός Αρχιμιμητής το Ελληνικό το Λεξικό, τόνε χαδεύει στον ώμο, και του σφυρίζει στ’ αυτί πως αν κάμει το νερό ύδωρ και το μπαρούτι πυρίτιδα, αν πλουτίσει και τη φτώχεια και την κάμει κι αυτή πενίαν, θα καταντήσει άλλος Αισχύλος, θα κερδίζει και τα βραβεία του Βουτζινά. Ειδεμή, δεν έχει βραβεία. Κι έτσι τόνε μισοχάσαμε το Ζαλακώστα. Ζήτησαν και τ’ άλλο, το Φτανησιώτικο το καμάρι να το σκλα­βώσουν κι αυτό. Μα ο Βαλαωρίτης, πιστό και δυνατόγνωμο της Ρωμιοσύνης παιδί, τους λέει, όχι. Σας δίνω τους προλόγους μου, και τις νότες μου μα τα τραγούδια μου τα φυλάω για το Έθνος. «Βέβαια, βέβαια! φώναξαν τότες οι δασκάλοι. Η δημοτική είναι ιδιαζόντως γλώσσα ποιητική.»

Κι έτσι, μας παράδωσαν οι φίλοι το κάστρο χωρίς να το νοιώσουν. Η μόνη φιλολογία που έχουμε ως την ώρα, και που της αξίζει τ’ όνομα, είναι φιλολογία ποιη­τική. Άρχισε τώρα κι η σειρά της άλλης. Το Έθνος πεινάει, και γυρεύει τώρα φαΐ. Ζητάει να διαβάσει, και διαβάζοντας να γελάσει, να κλάψει, να μετανιώσει, να θυμώσει, ν’ αγριέψει, να πολεμήσει, αν είναι ανάγκη. Πιάνει λοιπόν από το λαιμό τους μαγεί­ρους που του νεροβράζανε μούμιες τόσα χρόνια, και τους φωνάζει·—Για όνομα του Θεού, φτάνουν οι μού­μιες! Ψήστε μου κι έν’ αρνί στη σούβλα να φάω Δώστε μου τη θροφή που ζητάει ο πεινασμένος μου νους! Χύστε αίμα καθάριο στις στεγνωμένες μου φλέ­βες! Ρωμιό μ’ έκαμε ο Θεός, ρωμαίικο χώμα πατώ, ρωμαίικο αέρα ανεσαίνω, — πώς θέλετε να τα χωνεύω τα ολόστεγνα ξεροπέτσια που μου ξεθάβετε! Με τη μασιά τα παίρνω και τα πετώ, και ή μου δίνετε όσα η καρδιά μου γυρεύει κι ο νους μου ονειρεύεται, ή πε­θαίνω από την ατροφία.

Τα λέγει αυτά ο λαός ο καημένος, όχι φυσικά με το στόμα του ή με την πέννα, που αν μπορούσε έτσι να τα φωνάζει θα τον άκουγαν κι οι δασκάλοι· μα τα λέει με την αδιαφορία του προς τα δασκαλίσια, με την ακαμωσιά του, με την αμάθειά του, με την αφιλοκαλία του, με χίλιους τρόπους που μιλούνε στο νου του καθενός παρατηρητή που τον αγαπάει, τον πονεί, τόνε νοιώθει. Οι δάσκαλοι όμως, κουκί απ’ αυτά δεν απεικάζουν. Αυτοί παραπονούνται μονάχα πως το έθνος δεν έχει όρεξη να διαβάζει. «Εν Ελλάδι δεν υπάρχουσιν αναγνώσται.» Δεν τις αγοράζει κανένας τις μούμιες. Ας του φτιάξουν όμως έργα που να καθρεφτίζεται η ψυχή του κι η γλώσσα του, και να δουν. Κοίταξε πώς τα χάφτει ο λαός τα λίγα ψί­χουλα που εδώ και κει του σκορπούνε. Κοίταξε πώς τα νοστιμεύεται, ως και τα κουτσά τα ρωμαίικα που του σερβίρουνε στα φραγκορομάντσα τους, οι επιφυλ­λίδες. Κοίταζε τις εφημερίδες τις ίδιες που τις διαβάζεις σήμερα και δε σε πιάνει ανέκατος από τις βα­ριές τις Ελληνικούρες· μόνο, όπου χρειάζεται δύναμη, ζωή, κίνηση, εκεί δανείζουνται από τη γλώσσα τη δυ­νατή, τη ζωντανή, την παντοκίνητη. Τη γλώσσα που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώσει το υλικό για τη φιλολογία την εθνική.

Να σου πω τώρα και κάτι στ’ αυτί πρι να σηκω­θούμε. Να είχαμε καιρό, και να μη φοβούμουν τα γε­ρατειά, θα σ’ έπαιρνα μαζί μου ως το Παρίσι. Εκεί θα σ’ ανέβαζα σ’ ένα σπίτι, στου Ταξιάρχη τη συνοικία. Θα μπαίναμε, και θα βλέπαμε τοίχους από βιβλία ολοτρόγυρα. Και στη μέση, λεβέντη, με πρόσχαρη όψη, και μ’ ολόξυπνα μάτια. Αυτός είναι που την πέταξε την πρώτη τη μπόμπα μέσα στη δασκαλίσια τη φάλαγγα. Ξαφνικό τους ήρθε σαν ξέσπασε. Κανένας τους δε βγήκε να τον ανταμώσει και να του ρίξει, ας είναι και μια τουφεκιά. Παιδιά βάζανε και του ’ριχταν πέτρες. Μα το «Ταξίδι» του ολονένα ταξιδεύει ανάμεσά τους, και τους σπέρνει φωτιά και καπνό.

Κι ήτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώσει κουράγιο. Όχι, στεκότανε μια κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπο­ρούσε να τους ρουφήξει τους φίλους μας εκεί μέσα. Επιστήμη την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πεις, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θα ’χει το Έθνος σαν ξεφορτωθεί το Δασκαλισμό.

 

Ζ'

Η ΜΙΑ ΜΕΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

 

Πού να πρωτοπάμε τώρα; Στον Πρωθυπουργό; Στη Βουλή; Στις εφημερίδες; Όχι· δεν ήρθαμε να πιάσουμε την αρρώστια του τόπου και να συζητούμε πολιτικά. Ήρθαμε να σεριανίσουμε την Αθήνα στα πεταχτά. Στο μυστικό μας αυτό ταξίδι ίσως αντα­μώσουμε και πολιτικούς. Ίσως μας το σερβίρουν και μας το δαιμονισμένο το πιοτό που το ’πιε το Έθνος και μέθυσε, και τώρα τι λέγει και τι κάμνει δεν ξέρει. Μα θα τ’ απογευτούμε με φρόνηση και με μέ­τρο· ειδεμή, άλλο μην περιμένεις παρ’ ανοησίες κι από ταμάς.

Αυτό το μεγάλο το εθνικό το μεθύσι δεν μπορεί, θαρρώ, και να βαστάξει πολύ. Θα δουλέψει φυσικά και δω ο νόμος ο φυσικός της ισορροπίας, δηλαδή θα πέσει θέλοντας και μη το Έθνος στη λάσπη, και θα κυ­λιέται ώσπου κάποιος περάσει και το σηκώσει. Μακάρι να είναι δικός μας αυτός ο κάποιος! Μακάρι να μη μας την κάμει ξένος αυτή τη χάρη!

Αλλού, αλλού ας κοιτάζουμε, άλλου ας κρυφοπε­τούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχον­τικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάει Σκολειό. Πρό­βαλε κι η μάνα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ’ η μια μήτ’ η άλλη. Μα έχουν τη μεγαλύτερη της ομορφιάς την αντίπαλη, τη ρωμαίικη τη χάρη και τη νοστιμάδα. Είναι και ντυμένες κατά τη μόδα. Η Κυρία μας πρέπει να την ξέρει τη μόδα νερό. Με τα πρωινά της είναι ακόμα. Τα κατάμαυρά της μαλλιά τα ’χει στρεφογυρισμένα με μιαν αταξία, που χρειάζεται χρόνια σπουδή να τη μάθεις. Τα χερουλάκια της γλυκοπαίζουν απάνω στον ώμο της κόρης της. Φεύγει το κορίτσι, ακολουθάει ο δούλος. Τι προτιμάς; Να συνοδέψουμε το κορίτσι, να δούμε που πάει, και τι θα μάθει; ή να μείνουμε και να κρυφοχωθούμε στο μεγάλο το σπιτικό;

Τρέμω μην τύχει και μου πεις στη μικρούλα να πάμε. Τρέμω, γιατί μια και δεις το τι διδάσκουνται οι μητέρες της γενεάς που από δαύτες προσμένει γλυτωμό και προκοπή η πατρίδα, θα φρίξεις, και θα μου πεις να γυρίσουμε στο καλύβι, και κει να μείνουμε, απελ­πισμένοι από πιο καλότυχα μέλλοντα!

Καλύτερα, φίλε, στο μεγάλο το σπιτικό· αφού μάλιστα κι η μητέρα της σε Σκολειό σπούδαξε κό­σμο. Βλέποντας εκεί τους καρπούς της θηλυκής μας σπουδής, θα ελπίζεις πως ίσως η κόρη θα σπουδάζει τώρα ανθρωπινότερα, φυσικότερα. Κι ελπίζοντας, πάντα κάτι βγαίνει.

Ξανανοίγει ωστόσο η θύρα. Δε βγαίνει άλλο παιδί. Πρέπει να είναι ο αφέντης εκείνος που βγαί­νει, επειδή δεν παραστέκεται η κυρία. Ξεκινάει για τη δουλειά του με το τσιγάρο στα χείλη. Σα γερονίκος μου φαίνεται, κι ωστόσο με τη μόδα πηγαίνει κι αυτός.

Έφυγε κι ο πατέρας, και τώρα δε βλέπουμε τίποτε. Καιρός μας να γίνουμε αέρας και να χωθούμε. Ίσια στης Κυρίας το Μπουντουάρ, εκεί που στέκεται ο παντοδύναμος θρόνος της, που τα ’χει όλα δικά της, που ψυχή δεν τολμάει να της αγγίξει βελόνι, μήτ’ ο ίδιος ο άντρας της. Μα τη Βασίλισσα δεν τη βλέπω στο θρόνο της. Πρέπει να έμεινε κάτω και να δίνει προσταγές στην κουζίνα. Θα πήγε να βάλει γνώση του μάγερα, να μην το παρακάμνει στο μέτρημα. Αρετές γυρεύει από το μάγερα, που μήτε σ’ αγαπητικό της δεν μπορεί να τις ανακάλυψε. Κι ίσως μήτε στον άν­τρα της, αν, καθώς υποψιάστηκα, εμπορεύεται κι αυ­τός στα πολιτικά.

Κοίταξε ωστόσο τι όμορφα τα ’χει συγυρισμένα τα έπιπλά της. Καναπές, πολυθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ’ αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά.

Ορίστε κι ένα γραμματάκι σ’ αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπει στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τ’ ανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τ’ άλλα; Όχι, δεν πρέπει. Έπειτα, εκεί κρύβουνται παλιές ιστορίες, κι εμείς γυρεύουμε ιστο­ρίες της ώρας. Και θα τις βρούμε, θαρρώ, γιατί εδώ μυρίζει βανίλια, κι όσο γέρος κι αν είμαι, πάει να με μεθύσει η αρχοντάδικη αυτή μυρουδιά.

Γιατί όμως να τ’ αφήσει έξω το γραμματάκι! Είναι, θα πεις, γραμμένο στην κορακίστικη, και φόβο δεν έχει να διαβαστεί από δούλο. Μα πάλι να μη φοβηθεί μην τύχει και το διαβάσει ο άντρας της! Δε σου το είπα; Ο άντρας της πόδι δεν πατάει εδώ μέσα. Ας διαβάσουμ’ εμείς το λοιπό. Βέβαιο πως έχουμε την άδεια του Αφέντη, αν όχι της λυγερής του.

«... Μοι εστάθη των αδυνάτων χθες. Μη δυσα­νασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον...»

Όμορφο ραβασάκι! Μήτ’ αρχή, μήτε τέλος, μήτ’ όνομα, μήτε χωριό. Κοπιάστε, Κύριοι, εσείς που κατα­γίνεστε στις Επιγραφές, και ξεδιαλύνετέ το. «Μη δυσα­νασχέτει. Έσο βεβαία περί της σήμερον.» Πως κάτι θα γίνει σήμερα, δε χρειάζεται δα και Οικονομίδης να μας το πει. Καταλάβαμε και πως πρέπει να πέρασε θυμωμένη νυχτιά. Μήτε στο κατώφλι δεν πήγε να προβοδίσει τον άντρα της.

Προσοχή, γιατί την ακούγω κι ανεβαίνει.

Δεν έρχεται μέσα ωστόσο. Στην άλλη την κάμαρα τρύπωσε. Σα να ξεδιπλώνουνται και να κρυφοτρίζουνε φορέματα. Φαίνεται πως στολίζεται η Κυρία· δηλαδή, περνάει τη γλυκύτερή της την ώρα. Κι ώσπου να στολιστεί, τι να κάμουμε! Να μπούμε και να την καμα­ρώσουμε, δεν ταιριάζει. Βγαίνουμε στην Πλατεία,, και σεριανίζουμε. Πάντα κάτι θα δούμε.

 

Η'

Η ΑΛΛΗ Η ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ

 

Δε μου φαίνεται να τσακίζει ο κόσμος τα κόκαλά του εδώ στη δουλειά. Οι ώρες στον τόπον τούτον είναι πάφτηνες, μπόλικες, και γεμάτες ζαχαρένιο νερό σαν καρπούζια. Δίχως θροφή και δίχως ουσία νερό. Να του πεις του Τραμπούκου που κάθετ’ έξω από το Καφενείο και κοιτάζει λεβέντικα την άκρη του παπουτσιού του, —να του πεις πως όσον καιρό χάνει μελετώντας τρό­πους να κρυφοαρπάζει φτωχικά ψιχουλάκια από το Κοινό, μπορούσε τίμια δουλεύοντας να μαλαματώσει την τρομερή του κουμπούρα, να μείνει κάτι και για τη χώρα που τον έθρεψε, και που αυτός ακόμα τήνε βυζάνει, αν του τα πεις αυτά, θα θαρρέψει πως θέλεις να γίνεις εσύ αντίς του λόγου του κλέφτης του τόπου, κι ίσως και σε σκοτώσει, φανερά ή κρυφά. Μα κάλλιο δες παραμέσα! Και πες μου, πώς θα βρίσκαμε τόπο να καθίσουμε, αν δεν μπορούσαμε και μύγες να γί­νουμε στην ανάγκη! Όσο για τις φωνές, καλά που δεν τις ακούμε με τα καθημερινά μας τ’ αυτιά! Κό­πιασε τώρα εσύ, που μου λιμπίζουσουν πολιτικά το πρωί, να τ’ ακούσεις και να τα χορτάσεις. Κόπιασε να το νοιώσεις πως πολιτικά πάει να πει ποιος να πρωταρπάξει. Αν είναι στ’ αλήθεια πολιτικός, ν’ αρπάξει ίσια από το Ταμείο. Αν όχι, από τ’ αυλάκια που τρέ­χουνε στο Ταμείο· μα τελωνεία είναι, φόροι είναι, ό,τι τύχει να είναι.

Άκου τον αβοκάτο, με τι πίκρα μοιρολογάει την πατρίδα του, τώρα που την κυβερνάει η σκληρόκαρδη η παρέα που τον έχει αφημένο απ’ έξω. Και τι τερ­τίπια σοφίζεται να την αναποδογυρίσει αυτήν την πα­ρέα. Ένα ωστόσο καλό μας κάμνει ο ψαλιδόγλωσσος ο αβοκάτος, κι αυτό χωρίς να το θέλει που με τα λό­για του μας ξηγάει το κλειδί της ρωμαίικης της πολιτικής. Ποιος να πρωτοκλέψει, δηλαδή ποιος να πρωτοζήσει δίχως δουλειά,—να το κλειδί. Όλα τ’ άλλα είναι παραμύθια. Παραμύθια είναι κι όσα του αποκρί­νεται ο πλαγινός του ο πατριώτης, που τυχαίνει, θαρρώ, να είναι σαν τιμιότερος, αν κι αυτός ακαμά­της. Γεμάτος ιδέες ο φίλος· όμορφες ιδέες και στοχαζούμενες. Γνωστικός πατριώτης, και νοικοκύρης καλός· διαβάζει και το «Ντεμπά». Μα φεύγουν και χάνουνται κι αυτουνού τα λόγια μαζί με τον καπνό που κα­πνίζει. Πες του να τα γράψει και να τα στείλει στον τύπο, και θα γελάσει με μιαν ακαταδεξιά που θα σε κάμει να ντραπείς που του μίλησες, θα σου πει πως οι ρωμαίικες οι εφημερίδες είναι για τα παιδιά που τις γράφουν, και για μερικούς που το κάμνουνε δουλειά τους. «Εμένα δεν είναι δουλειά μου», θα σου πει.

«Αυτά γίνουνται στην Ευρώπη», μπορεί να σου πει. Εκεί κάθε γνωστικός πολίτης δουλεύει, άλλος κρυφά κι άλλος φανερά, για τον τόπο του, μπορεί να σου πει.

Βλέπεις; Όλα τα ξέρει. Του πολιτισμού τον δρόμο τον ακολουθάει και τόνε σπουδάζει καθώς τ’ αστέρια ο αστρονόμος. Δεν είναι νόμος, δεν είναι σύστημα που δεν το ’χει μελετημένο. Τα ξέρει όμως όλα καθώς ξέρει την ιστορία· από το βιβλίο. Οι σοφίες που διάβασε δε ζωντανέψανε μέσα του. Του λέει λοιπόν, «Εμένα δεν είναι δουλειά μου, αυτά γίνουνται στην Ευρώπη».

Μα, φρόνιμε νοικοκύρη μου, μήτε του Άγγλου δεν είναι δουλειά του. Είναι χρέος του. Αμαρτία το ’χει αν δεν πάει το βράδυ σε μια Συνέλεψη να πολεμήσει, να δώσει και λόγο γιατί πολεμάει τους πολιτικούς του αντίπαλους. Όταν όμως σηκωθεί το πρωί, στη δουλειά του θα πάει. Εμείς είναι που τα κάμαμε δουλειά τα πολιτικά. Ντελιγιάννης εδώ πάει να πει ψωμί, Τρικούπης πείνα. Κι αν τύχει και δεν υπάρχει μήτε ψωμί μήτε πείνα στη μέση, τίποτις ιερό, τίποτις όσιο δεν υπάρχει, κι ορίστε γιατί μήτε γράφεις, μήτε μα­ζεύεις μερικούς σαν και λόγου σου, να τους χαρίσεις τη μάθησή σου, στο αίμα τους να τη χύσεις, με συνείδηση και με τιμή να τους αρματώσεις, πολίτες αληθινούς να τους κάμεις,—διαβασμένε μου πατριώτη.

Άλλος εκεί παρακάτω! Επαρχιώτης αυτός, και δηγάται του πλαγινού του πώς το κατάφερε, εκεί που έκλαιγε τη μοίρα του στη βρομερή φυλακή του χωριού του, τότες που μαχαίρωσε κάποιονα, να βρίσκε­ται τώρα στην Αθήνα, και να χαίρεται της ζωής τα καλά. Μεγάλη ιστορία, και τόσες φορές λεγμένη, που μήτ’ εδώ να ξαναϊστορηθεί δεν αξίζει. Σώνει να ξέρεις πως είναι κουμπάρος ενός βουλευτή. Ένα μήνυμα του βουλευτή, και μεταθέτεται ο δικαστής που μελετούσε να τον παιδέψει. Κι έρχεται άλλος δικαστής που για του βουλευτή το χατίρι και νεκρό ζωντάνευε, όχι, λέει, ζωντανό να κρεμάσει. Κι έτσι γλύτωσε ο κουμ­πάρος, το στήριγμα αυτό της πατρίδας, που μας στέλ­νει σοφούς βουλευτάδες στην πολυφώτιστη την Αθήνα.

Μα τι τούτος, τι εκείνος, και τι ο άλλος! Όλοι τους στο ίδιο το καζάνι μέσα βράζουν εδώ. Το ίδιο το φαρμάκι τους ποτίζει όλους. Ας σύρουμε παραμέσα, γιατί φτάνει μας τα πολιτικά. Είναι φριχτή η σαπίλα τους, και μπορεί ν’ αρρωστήσουμε.

Κοίταξε τους τρεις εκείνους καμαρωτούς σπαθοφόρους, στου καφενείου το βάθος. Εκεί να πάμε, και να καθίσουμε δίπλα τους. Μια χαρά να τους βλέπεις. Άλλο πράγμα όμως, να τους ακούς.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη να ’χετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς. Ειδεμή θα καθίζαμε τώρα αντίκρυ σας, και τα πύρινά μας θα κλαίγαμε που έμεινε η τύχη της Ρωμιοσύνης στ’ αφροδιτωμένα σας χέρια.»

Αν τις έπαιρνε τ’ αυτί σου τις ομιλίες τους, τον ίδιο χαιρετισμό θα τους έκαμνες. Πρόσεξε τώρα, να καταλάβεις τι λογής φωτιά είναι αυτή που τους περιχύνει.

Κοίταξε πρώτα τον καταμεσιανό τους, με τη χω­ρίστρα στη μέση, αυτόνα που σκύβει και κρυφομιλάει του αντικρινού του. Για κάτι στοίχημα του μιλάει. Το ’χασε, λέει, ο πλαγινός του το στοίχημα. Άμα της ρίχτηκε, λέει, της Κυρίας που ματιά δεν τους χάριζε στον περίπατο, την έμπλεξε μέσα στα δίχτυα του. Πέντε βίζιτες πήγε, λέει, και της έκαμε ως την ώρα. Κι η στερνή του, λέει, η βίζιτα ήταν παράδεισος μέσα σε κείνο το μπουντουάρ. Εχτές, λέει, είχε άλλο κυνήγι και δεν μπορούσε να πάει, και του ήρθε ένα γράμμα — όλο φωτιά και θυμός. Κι είναι έτοιμος, λέει, και να το δείξει το γράμμα του πλαγινού του, αν δεν το πιστεύει.

Κι ακούγοντάς τα αυτά ο τρίτος ο φίλος κουνάει γελαστός το κεφάλι του, σα να το περηφανεύεται που η τύχη του χάρισε τέτοιον ήρωα φίλο. Ωστόσο ο πλα­γινός, τσιμουδιά. Γοργοσαλεύει το πόδι, χτυπάει τα δάχτυλα στο τραπέζι, να σκάσει πάει που δεν κατα­πιάστηκε τέτοιον ηρωισμό απατός του, μόνο πλερώνει τώρα και τις δραχμές του.

Σηκώνεται ωστόσο ο καταμεσιανός ο Ήρωας και σέρνοντας το σπαθί ξεκινάει. Τον κράζει η σάλπιγγα της Αφροδίτης στο μπουντουάρ. Αν είχαμε πόλεμο, χώρες αλάκερες θα ρημάζανε. Τι θα χάσει η ειρήνη, αν μέσα στην αγκαλιά της ρημάξει ο ήρωάς μας ένα και μοναχό σπιτικό!

Ήτανε και μας ώρα μας να ξαναμπούμε στης Κυ­ρίας τ’ αρχοντικό. Βλέπαμε απάνω στο τραπεζάκι της τη μια μεριά του παραμυθιού και δεν την καλονοιώθαμε. Κι είπαμε, όταν στολιστεί, να ξαναπάμε και να μελετήσουμε τη σκοτεινή την επιγραφή. Δίχως να το θέλουμε όμως, η επιγραφή ξηγήθηκε μες στο Κα­φενείο! Το γράμμα που της έγραψε ο σπαθωμένος ο ήρωας ήταν απλούστατο. «Μη θυμώνεις που δεν μπό­ρεσα να σε καταστρέψω εχτές. Έρχουμαι σήμερα και σ’ αποτελειώνω. Με μια μου ατιμία, σε μαυρίζω και σένα, και τον άντρα σου, και το κορίτσι σου, και το μπουντουάρ σου.»

Αλλού, αλλού να τραβήξουμε. Η καρδιά εδώ σφίγ­γεται, ο νους θολώνει κι αποτρελαίνεται. Αλλού να σύρουμε, ίσως και βρούμε τους Άη Γιώργηδες, που θα μας τα πνίξουν αυτά τα στοιχειά.

 

Θ’

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

 

Δέντρα, αμάξια, πλάκες, κολόνες, αρχοντόσπιτα, μεγαλεία. Αυτά έρχεται και βλέπει τ’ αδέρφι μας από την Τουρκιά και χάνει το νου του. Έρχεται κι ο Ομο­γενής από την Ευρώπη και τρίβει τα μάτια του να καλοδεί μήπως κάμνει λάθος, και δε βρίσκεται στην Ευρώπη ακόμα. «Οι καρποί της Ελευθερίας», λέει ο ένας. «Εξευρωπαϊσμός», συλλογιέται ο άλλος. Και παίρνουν το σιδερόδρομο και κατεβαίνουνε στο Φάληρο, και κάμνοντας κέφι στης θάλασσας την αθάνατη, την αμόλυντη την πνοή, μακαρίζουν τους αμανίτες που φύτρωσαν και με λαμπρότατα χρώματα στολίζουνε την παχιά κοπριά που μας έστρωσαν τεσσάρων αιώνων κακομοιριές.

Θυμάσαι τι λέγαμε στο χωριό; Αυτό θα σου πει κάθε φρόνιμος πατριώτης και δω, αν του ανοίξεις ομι­λία για τους λαμπρούς αυτούς αμανίτες. «Ας είναι καλά, φίλε μου, αι ατομικαί επιχειρήσεις· ειδεμή η Κυβέρνησις ...» — Και τι την έχετε λοιπόν τέτοια Κυβέρνηση; πως δεν κάμνετε το λαό να σας διαλέγει πιο προκομμένη Κυβέρνηση; —«Χα, χα»! θα φωνάξει τότες ο πατριώτης. «Δε μας έμαθες, καθώς βλέπω, ακόμα· να μείνεις μαζί μας λιγάκι, να μας μάθεις καλύτερα.»

Και σαν τ’ αποφασίσεις και μείνεις έξι μήνες, ένα χρόνο, πέντε χρόνια, θα μάθεις αυτό που βλέπεις και τώρα. Ο ένας να τα φορτώνει του αλλουνού. Ο καθέ­νας να κυνηγάει τη δουλειά του, κι οι μεγαλύτερες οι δουλειές εδώ γίνουνται στα πολιτικά. Ο καθένας να ’βγάζει το ψωμί του, και το πιότερο το ψωμί βγαίνει από κει που έπρεπε να πηγαίνει. Στη μέση κείτεται η εθνική η μελόπιτα, και τριγύρω σωριάζουνται οι πεινασμένες οι σφίγγες και τη βυζάνουν. Καθένας και το κεντρί του, και το κεντρί αυτό είναι το Εγώ του Ρωμιού.

Ο λαός αυτός, που τόνε βλέπεις τώρα και θαρ­ρείς πως παράκμασε, και πως έχασε τον ηρωισμό του, μην το θαρρείς. Ο ίδιος είναι, και πάντα ο ίδιος. Πα­λικαριά όση θέλεις, εγωισμός άλλος τόσος. Η παλι­καριά με τα θάματα της τον έδιωξε τον Τούρκο απ’ αυτά τα βουνά· όταν όμως έμεινε η παλικαριά μοναχή με τον εγωισμό, από τα μαλλιά λες και πιάστηκε μαζί του, κι έπεσε μονομιάς κάτω λαβωμένη, αφανι­σμένη. Πήρε τότες απάνω του ο Εγωισμός, και καλοθρονιάστηκε μέσα στην καρδιά του Ρωμιού. Πού να βρεθεί λεβέντης να την ξανασηκώσει, να την ξαναδοξάσει την πεσμένη παλικαριά! Είχαμε μερικούς προ­στάτες, είχαμε δυο τρεις φίλους. Και σα να γύρευαν κι αυτοί το κακό μας, κάθε τρόπο κάμνανε να το θρέ­φουν το τέρας που καταπόνεσε τη μεγάλη μας αρετή, κάθε τρόπο να το θεριεύουν. Και για να μην τύχει και τα μέλλοντα μας σταθούν τυχερότερα, και ξαναβλαστήσει παλικαριά κι αρετή στη ψυχή μας, μας ρίξανε στη μέση τη μυριοκαμάρωτη αυτή τη μελόπιτα, που τη λένε «Σύνταγμα».

Και τώρα τη βρήκαμε θαρρώ, τη φύτρα της περί­φημης αυτής «πολιτικής διαφθοράς», που όλη μας τη ζωή την ακούμε. Ένα είδος δασκάλοι μας την έφτιαξαν και δω. Στη φιλολογία είχαμε τους δασκάλους της γραμματικής, εδώ της πολιτικής. Πήρανε μερικά βιβλία, μεταφράσανε νόμους, άρθρα, Συντάγματα, τα ’δωκαν της Βουλής, τα παίρνει η Βουλή και τα κε­νώνει στη χώρα, από Ρωμιοσύνη να γίνει Ευρώπη πολιτισμένη. Χάρη όμως να ’χουμε στον εγωισμό μας, που οι σοφοί μας οι δάσκαλοι τηλεσκόπι δεν είχανε να τον ανακαλύψουν, αντίς Ευρώπη καταντήσαμε θηριοτροφείο.

Τίποτις και καλά να μη μείνει δικό μας, εθνικό μας χτήμα, ως μήτ’ αυτό το Κοτζαπασιλήκι, που το κάτω κάτω μας γλύτωσε από αξέχαστα βάσανα! Όλα μας από την αρχαιότητα κι από την Ευρώπη φερμένα! Και τώρα ρωμαίικο άλλο δε μένει παρά το Εγώ, λεύτερο, απαιδαγώγητο, αχαλίνωτο. Με μόνη την ελπίδα πως ίσως κι η κοπριά που σήμερα μανιτάρια μονάχα μας θρέφει, βγάλει και θρέψει το μεγάλο, το βαθυόριζο, το μυριόκλωνο το δέντρο που θα μας σκεπάσει με τον καλορίζικό του τον ίσκιο. Το Λεβέντη, που θα προβάλει μια μέρα από το παλάτι εκείνο και θα μας πει:

«Το έθνος έκαμε λάθος θανάσιμο τότες που θάρρεψε πως τον αποτέλειωσε τον προορισμό του. Προορισμός και σκοπός του ήτανε να την καθαρίσει όλη τη χώρα από το μίασμα της σκλαβιάς, και να το ξαναστήσει το Κράτος που κι από αίμα κι από δικαίωμα του ανή­κει. Μόλις λευτερώθηκε όμως ένα παράμερο της Ρω­μιοσύνης λουρί, κι αμέσως το βαφτίζουν «Ελλάδα», και την άλλη τη χώρα την αφήνουν ενός Σουλτάνου βοσκή, να βγαίνει και να κυλιέται στο αίμα! Τους ξέχασαν τους αδελφούς τους τα παλικάρια που για δαύτους σηκώθηκαν, και τ’ ονειρεύτηκαν πως δίχως εκείνους έθνος θα γίνουν, εθνικό μεγαλείο και πλούτο θ’ αποχτήσουν, δόξα εθνική θα τους λαμπρύνει! Το ξέ­χασαν το ιερό το χρέος που οι προγόνοι τους δίδαξαν, και σα να ξημέρωσε η μέρα που τόσοι αιώνες ολοσκότεινοι λαχταρούσαν, άρχισαν κι έστηναν παλάτια μαρμάρινα, θέατρα και Πανεπιστήμια και Βουλές, σα να μην αναστέναζαν ακόμα μέσα στης σκλαβιάς την ταπείνωση χιλιάδες αμέτρητες!

»Έρχουμαι, (θα πει ο Λεβέντης), παλικάρια, να σας ξυπνήσω, και να σας φέρω στο μέγα το έργο που γραφτό σας είναι να κάμετε. Έρχουμαι να σας ξεμεθύσω από τη χαρά σας γι’ αυτό το λίγο που έγινε, γι’ αυτή την τρύπα, που λευτερώθηκε, μα που για έθνος μεγάλο δε σώνει, επειδή σε τέτοια τρύπα μέλλον εθνικό δεν μπορεί να χωρέσει. Αφήστε τα τα συντάγ­ματα, τα θέατρα, τις φιλολογίες και τις γραμματι­κές. Αυτά είναι λούσα που ένα έθνος τα συλλογιέται όταν έχει όλο το είναι του. Γυρίστε, παλικάρια μου, στο τσαρούχι, στην κάπα και στο μαύρο ψωμί. Γυμναστείτε πάλι στ’ αγαπημένα σας τ’ άρματα, και ’λάτε μαζί μου. Ή έθνος μεγάλο να γίνουμε, που κι η καρ­διά μας, κι ο νους μας μαζί του να μεγαλώσει, κι από ψεύτικα κι άτιμα κέρδη να γυρεύει λαμπρές κι αντρίκιες τιμές, ή να γυρίσουμε στη σκοτεινή τη σκλαβιά, που μ’ όλο το αίμα της και μ’ όλη της την ταπεί­νωση, είναι πιο καλότυχο πράμα από τις ατιμίες που μια φορά ένας Γεροδήμος πολεμούσε να τις βγάλει στον ήλιο, και μήτε μέρος δε μας ιστόρησε.»

Αυτά θα μας πει ο μεγάλος ο Λεβέντης, το καμάρι της Ρωμιοσύνης, και τότες ίσως την προλάβει το έθνος την καταστροφή που του ετοιμάζουμε εμείς από τη μια με το βαρύ το μεθύσι, κι από την άλλη ο αχόρ­ταγος ο Σλαβισμός, που για κακή μας τύχη δεν έχει μήτε Τούρκου ακαμωσιά.

 

Ι’

ΜΕΓΑΛΟΣ ΝΟΥΣ

 

Περπατώντας στο δρόμο, περπατούσαν κι οι στο­χασμοί, κι ίσως πήγαν πολύ μακριά, στ’ αφανέρωτα μέσα τα μέλλοντα! Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε,—όχι σ’ αυτήν εδώ την κοπέλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσεις έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν’ ακολουθήσει το βα­σιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πή­γαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ’ εκείνον με τον αψηλό τον κολάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι Μεγάλος νους.

Γεμάτη η Αθήνα τέτοια μεγάλα κεφάλια, που περπατώντας, τρώγοντας, ή και ρουχαλίζοντας, βρί­σκουν πως η Φύση τους έχει πλασμένους για ν’ αφή­σουν πάτημα μέσα στην ιστορία. Άλλος σε τούτο το στοιχείο της δόξας, άλλος σ’ εκείνο.

Η ζωή τους είναι μαρτύριο κι αυτή μεγάλο σαν το κεφάλι τους. Το ξέρουν, το λέει κατιτίς μέσα τους πως είναι γεννημένοι για να μιλούνε, να γράφουνε, να κυβερνούν, κι ωστόσο ο κόσμος να τους νοιώσει δε θέλει, δεν τους φυσάει ο καιρός. Περπατούν, περπατούνε με ξερό ραβδί στο χέρι, κι όλο γεννούνε μεγάλες ιδέες. Μα έρχεται ο κόσμος κατόπι, και παίρνοντας το δρόμο του τις πατάει και λάσπη τις κάνει. Αποκάμνουν τότες κι απελπίζουνται, πέφτουνε θύματα της μεγαλοσύνης τους, και πεθαίνουν της πείνας οι πιότεροι. Να δουλέψουνε, θα μου πεις. Μα πώς να δουλέψουν οι Καβούρηδες, που έπρεπε αυτοί χιλιάδες να ’χουν από κάτω τους και να τους προστάζουνε! Πώς να συλλο­γιούνται ψωμί οι Ντάντηδες, που μ’ ένα όνειρο θρέφουνται! Οι Βολταίροι, που έπρεπε να τους χαρίζει του πουλιού το γάλα ο Τόπος!

Είναι όμως σόγι που μονομιάς πάλι δεν απελπίζεται. Και γιατί ν’ απελπιστεί εύκολα, που, ας είναι καλά, η συνταγματική μας μελόπιτα, πολλών Καβούρηδων ήρθε η ώρα τους, και με το γάντζο σκαλώσανε στο καράβι και μπήκανε να κυβερνήσουν κι αυτοί. Ας είναι καλά ο δασκαλισμός, πολλοί Ντάντηδες ανέβηκαν τον Παρνασσό σαν τα γίδια, και πολλοί Βολταίροι τιναχτήκανε στον αέρα σα ροκέτες, κι έσβησαν πάλι, και πέσανε μαύρη στάχτη απάνω στο χώμα.

Πήγαινε, αν τολμάς, και ρώτηξε το φίλο, τι δου­λειά κάνει. Πάρε τον, αν τολμάς, για μεγάλο Βούλ­γαρο, Φράγκο, Κινέζο, όποιον άλλον ξέρεις πως δου­λεύει με το μεγάλο κεφάλι του. Θα σε λυπηθεί που τον πήρες για άνθρωπο, κι όχι μεγάλο νου. Δε θα καταδεχτεί να θυμώσει μαζί σου. Θα συλλογιστεί και θα πει, τι να προσμένει από έθνος με τέτοιους κουτούς σαν και λόγου σου, που φαντάζουνται πως πρέπει ένας Μεγάλος Νους να δουλεύει! Θ’ απορέσει που δεν έχεις τόση γνώση που να νοιώθεις πως το Μεγάλο το Κεφάλι ανάγκη να δουλεύει δεν έχει. Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέτα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθεί αφορμή στη μη­χανή να γυρίσει, κι έρχεται η Δόξα, η θεά που τρα­βάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπεις που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος. Έρχουνται τα όνειρα και τόνε χορταίνουνε με το ουράνιο το μάνα τους. Μη βλέπεις πως χάνει ο Τόπος δυο χέρια που μπορούσανε να του φυτέψουν ένα κρομμύδι. Μια τέτοια ζημία δεν είναι τίποτις μπρος τ’ αθάνατα τα δώρα που μας ετοιμάζει το Μεγάλο το Κεφάλι.

 

ΙΑ'

ΠΑΡΑΤΑΞΗ

 

Σκοπεύω να σε φέρω σε μια παράταξη τώρα· να τήνε δεις την Αθήνα σε μεγάλο πανόραμα. Είναι όμως κάμποσος περίπατος από δω, κι ώσπου να φτάσουμε, να σου ξηγήσω με λίγα λόγια το τι συλλογιούμαι.

Συλλογιούμαι πως όσοι από τα μας είπαμε και γρά­ψαμε πως δεν έχει βάθος ο ρωμαίικος ο χαραχτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ο ενθουσιασμός, το θρησκευ­τικό εκείνο το χρώμα που διακρίνει του Βορεινού του λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως γι’ αυτό και Τιμή τι πάει να πει δεν το καλονοιώθουμε, όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ’ αυτά, δεν τον αναλύσαμε τον εθνικό χαραχτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδι­κήσαμε. Δεν είναι πως δεν έχει τη δύναμη να τα νοιώσει και να τα λατρέψει τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος που τους χρειάζεται να ριζώσουνε μέσα του. Είναι που ο νους του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον εγωισμό. Κοίταξε το Μεγάλο εκείνο το Νου. Κοίταξε τι πίστη την έχει στον εαυτό του! Κοίταξε με τι ενθουσιασμό προσμένει τη δόξα! Με τι θρησκεία λατρεύει το με­γαλείο του! Πόση δύναμη ορισμένη για μεγαλύτερους κι αψηλότερους στοχασμούς δε σπαταλιέται στου τυφλού του εγωισμού τις παραξενιές! Τι δεν μπορούσε να κάμει ένας νους που είναι καλός τρεις μέρες να τυραννιέται γράφοντας δυσκολοχώνευτους στίχους, πλέκοντας ανωφέλητα εγκώμια, ή κυνηγώντας τιποτένια ρουσφέτια,—τι δεν μπορούσε να κάμει αν ξεχνούσε τον εαυτό του, και θυμούνταν το ταλαίπωρο το έθνος που τίμιους κι αυταπάρνητους εργάτες με το λυχνάρι γυ­ρεύει, κι έναν δε βρίσκει!

Όχι, το βάθος το ’χει, τον ενθουσιασμό τον έχει, τη θρησκεία κάθε αγάπης την έχει. Είναι τη λησμονησιά του εγώ που δεν έχει.

Να τις ωστόσο κι οι Κολόνες του Κοτζαμπάση του Ολύμπου, που μ’ αθάνατους Θεούς είχε να κάμνει, και πάλι Σύνταγμα δεν τους έδινε! Εδώ είναι που μπορείς να καθίσεις, και ζωντανή να την κάμεις με τα λόγια την αρχαιότητα. Εδώ είναι που θα βάλει το έθνος το πιο γλυκόφωνο του παιδί να λαλήσει και να του ξηγήσει τι λεν αυτά τα γαλάζια τα βουνά γύρω, αυτοί οι κάμποι, αυτές οι πέτρες! πού να τη βρούμε τώρα τέτοια δύναμη και φωνή! Από πού να φανερωθεί τέτοιος θείος Μεσσίας, κι αν φανερωθεί, σε τι γλώσσα να μας λαλήσει, και ποιο Θεό να λατρέψει!

Το βλέπεις το πλήθος εκείνο που ξεχύνεται από κάθε πλευρά και ξεκινάει καταδώ, και μαζεύεται γύρω στις αθάνατες τις Κολόνες; Μη νομίζεις πως να διαλέξει πηγαίνει κανέναν τέτοιο Μεσσία! Πη­γαίνει να γλεντίσει, και τίποτις άλλο.

Να τους κάμουμε, με τα κρυφά τα μάγια του νου, σε παράταξη να περάσουν ομπρός μας, και να τους δούμε. Όλης της Αθήνας την εικόνα με μιας να την πάρουμε. Να γλεντίζουν οι Αθηναίοι, και μεις αθώρητοι να τους ζωγραφούμε.

Κοίταξε που άρχισαν κιόλας! Περνάει το πρώτο το τάγμα, φάλαγγα πυκνή και με πέννες αρματω­μένη. Είναι οι Δασκάλοι οι γραμματικοί, οι πατέρες της κορακίστικης. Μέρα και νύχτα παιδεύουνται να φράξουν του λαού το στόμα που τους προδίνει, κι αυτό πάλι σκάνει αν δε μιλήσει!

Άλλοι δασκάλοι το δεύτερο το τάγμα. Δασκάλοι πολιτικοί, που διαβάζεις τα μεγάλα τα λόγια τους, και ξεχνάς τα μικρά τα καμώματά τους.

Μεγάλο τάγμα το τρίτο, κι ατέλειωτο. Υπάλληλοι ονομάζουνται στη γλώσσα την κορακίστικη· όνομα στη ρωμαίικη δεν έχουν, επειδή του κάκου τους φω­νάζει το κλαδευτήρι, τ’ αλέτρι και το σφυρί.

«Φοιτηταί» είναι το τάγμα που έρχεται τώρα. Έπρεπε ο καθένας τους να μένει «φυτευτής» στο χωριό του.

Μην το κακοβλέπεις το πέμτο το τάγμα. Είναι Τραμπούκοι. Καλοί πατριώτες, που έχασαν τα νερά τους. Τούρκους να πολεμήσουν αν είχαν, δαφνοστεφάνωτοι θα περνούσανε τώρα.

Πέρασέ το με μια ματιά το έχτο το τάγμα. Είναι Πραματευτάδες και παντός λογής δουλευτάδες, που τότε μόνο συλλογιούνται τα χάλια του τόπου, όταν ανεβαίνει το κάμπιο, ή πλερώνουνε φόρους.

Οι «Δημοσιογράφοι» διαβαίνουν τώρα. Τους παίρνει τους δύστυχους ο δασκαλισμός από τη μια, κι η Ρωμιοσύνη από την άλλη, κι όταν τους διαβάζεις, είναι να τους λυπάσαι.

Εύκολα το ξεχωρίζεις τ’ όγδοο το τάγμα από την πολεμική τους στολή· μόνο που μαζί με τις Αφροδίτες δεν κυνηγούνε και δόξα!

Το τάγμα που τώρα περνάει έπρεπε με τους Τραμπούκους να πάει. Είναι μαχαιροβγάλτες, παλικάρια που στάδιο δεν τους ανοίγ’ η πατρίδα να τρέξουν. Τρέ­χουνε στους δρόμους και μαχαιρώνουν, περνούν από τις δίπορτες φυλακές μας, και βγαίνοντας, ξαναμαχαιρώνουν.

Χαιρέτησε τώρα με σέβας. Είναι οι αβοκάτοι αυτοί που περνούν, οι αστυνόμοι, οι δικαστάδες, κι οι παρό­μοιοί τους. Είναι του νόμου οι κλειδοκράτορες, και της δικαιοσύνης οι δεσποτάδες. Οι νόμοι τους είναι σε βι­βλία κλεισμένοι, και μήτε τη Μεγάλη Παρασκευή, μαζί με τον Επιτάφιο δε βγαίνουνε.

Ακολουθάει και δωδέκατο τάγμα, που ίσως έπρεπε να ’ρχεται πρώτο. Ίσως για ν’ αληθέψει το ρητό, «οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι.»

Φίλε μου και Κληρονόμε, την είδαμε την «Ελλάδα» σ’ όλη της τη δόξα την τωρινή. Την είδαμε ολόγυμνη, μ’ όλα της τα ψεγάδια, κι όχι για να γελάσουμε, μόνο να δούμε αν αυτά τα ψεγάδια της έχουνε στρεβλωμένη την ομορφιά, ή να μην είναι της επιφάνειας ψεγάδια, ίσως της αλυσίδας σημάδια. Η ομορφιά του κορμιού της δε χάθηκε, όχι και μήτε θα λείψει, όσο αναπνέει και ζει. Όλοι αυτοί που τους είδες παρα­ταγμένους, όλοι τους είναι Ρωμιοί. Το αίμα της ηρωικής τους της εποχής σ’ εφτά δεκαριές χρόνια δεν μπο­ρούσε να ξεθυμάνει. Τέτοιο αίμα εύκολα δεν αφανίζεται μέσα σ’ ένα καφκί φράγκικο τσάι, μήτε σ’ ένα ποτήρι δασκαλίσιο νερό. Το έθνος έχει ακόμα μεγάλη δουλειά να κάμει, κι έχει τη δύναμη να την κάμει. Το νοιώθει μες στην καρδιά του πως του χρειάζεται γης και θά­λασσα να ξαπλώσει τη δύναμή του και τη ζωή του. Αυτά τα ψεγάδια που είδες, τα πιότερα είναι απόδειξη πως το έθνος ζει. Αγριομαθημένο από τα έρμα του τα βουνά, το κατεβάσανε σε Βασιλικό περιβόλι, και μήτε με κάγκελα δεν το τριγυρίζανε. Τι άλλο περί­μενες παρά γης Μαδιάμ μέσα σε κείνο το περιβόλι!

Όταν το έθνος δεν έχει όλη τη γη του κι όλη τη θάλασσα, χίλια συντάγματα και χίλιες γραμματικές να το βγάλουν δε σώνουν από την ηρωική του την εποχή. Το πολύ το κάμνουν και στη λαχτάρα του απάνω κυνηγάει τύχη και καλοπέραση, εκεί που δε βγαίνει παρά φτώχεια, ταπείνωση και κακομοιριά.

Κυνηγάτε ίσκιους, καλοί Αθηναίοι! Είναι κι αυτό κατιτίς. Εμείς οι Τουρκομερίτες μήτε ίσκιους δεν κυ­νηγούμε! Κυνηγάτε, και μην ξεχνάτε την τέχνη, και βρεθείτε ανετοίμαστοι όταν έρθει τ’ αληθινό το Μεγάλο το Κεφάλι, και σας βάλει και κυνηγάτε την αθάνατη τη Δόξα της Αρετής, της παλικαριάς, της λησμονησιάς του Εγώ.

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΦΥΛΛΑΔΑΣ

 

 

αρχή

 



 

Φίλτατε Κληρονόμε μου, σ’ έφερα πάλι στο μονα­χικό μου καλύβι, κι αφήσαμε το ταξίδι μας, ίσως από­τομα κι άξαφνα μα να σου πω το γιατί.

Αφού κάθισα εψές κι έγραψα το σεριάνι μας στις Κολόνες, έγειρα κι ακούμπησα το λευκότριχό μου κεφάλι σ’ αυτή την άγια την πέτρα που ξέρεις, ν’ αναπαυτώ. Και με πήρε ύπνος κι είδα παράξενο όνειρο. Είδα πως φάνηκε και στάθηκε στο κατώφλι ο γερο-Βασίλης, κρατώντας από το χέρι κάποιον άλλον που δε φαινότανε, γιατί στέκουνταν απ’ έξω. Και σα στά­θηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ’ έξω, κι είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθει.»

Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τ’ όνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει. Είχα πολλά κρυμμένα στο νου μου και στην καρδιά μου, και δε σου φανέρωσα μήτε τα μισά.

Δίχως άλλο αύριο φεύγω. Ίσια στ’ Άγιο Όρος θα ξεκινήσω. Εκεί θα τις βρεις αυτές τις Φυλλάδες, αυτό το αίμα που έσταξε από τις μισόστεγνες φλέβες μου. Ίσως, σαν τα διαβάσεις αυτά τα χαρτιά και τα κάμεις δικά σου, τα κρίνεις άξια να διαβαστούν κι από άλλους, με την ελπίδα να βρεθεί δυνατότερο χέρι και βάψει την πέννα του μέσα στο αίμα του Γεροδήμου, και γράψει τα λόγια που θα το ξυπνήσουν το Έθνος, και θα το φέρουνε στο μεγάλο το δρόμο.

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

αρχή