ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ

Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ


 

 

Πληροφορίες για τον Ιωάννη Κονδυλάκη βιογραφίες

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ

IΩANNOY ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ

Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ

1916

ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ Γ. Η. ΚΑΛΕΡΓΗ & ΣΑΣ

Εις τον φίλον και συμπολίτην

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΝ ΜΟΑΤΣΟΝ

 

Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ: Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ, Η, Θ

Α’.

Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιού του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου τον Σαϊτονικολή, γιο που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνει ακόμη όσο ν’ αντροπατήσει! Πού ‘τον αυτό το παιδί, κι έτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος;

Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακριά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οι φιλόψογοι ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθησαν τον θαυμασμόν. Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήσει καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τα 'χανε κι έκανε σαν αγριότραγος που κοιτάζει από πού να φύγει.

Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα και διά τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν εστραβοπατούσες, να σου βγάλει τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάνα μου! Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτά της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το εξής αυτοσχέδιον επίγραμμα:

 

Καλώς τόνε που πρόβαλε με τση μακρές χερούκλες,

Με τα μεγάλα μάγουλα και με τση ποδαρούκλες.

 

Το δίστιχον τούτο, με το οποίον η Σπυριδολενιά εχάραξεν, ως διά μονοκονδυλιάς, την γελοιογραφίαν του νέου, μεταδοθέν από ακοής εις ακοήν, μετά μικρών σκιρτηματικών γελώτων, παρήγαγε πλήμμυραν φαιδρότητος εις τον όμιλον των γυναικών, αίτινες καθήμεναι υπό τον μεγάλον πλάτανον με τα κυριακάτικά των, παρετήρουν τους διερχομένους από το δισταύρι. Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς:

— Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!

Όσον δε παρετήρουν τον νέον απομακρυνόμενον με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα οποία είχε μεταδοθεί το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν, όστις από την παραζάλην της ανθρωποφοβίας εβάδιζεν ως στραβός, προσκόπτων εις τους λίθους, η κωμική του επιγράμματος εικών εφαίνετο περισσότερον ταιριαστή και οι γέλωτες δεν έπαυον.

Μετά τινας ώρας το δίστιχον έκαμε τον γύρον του χωριού, συνοδευόμενον και υπό εμπαικτικού επιθέτου. Διά να συμπληρώσει το έργον της η Σπυριδολενιά, τον επονόμασε Πατούχαν, εμπνευσθείσα από τους πλατείς του πόδας, το καταπληκτικότερον χαρακτηριστικόν του καταπληκτικού εκείνον εφήβου.

Ο Μανόλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα διά να τον παραδώσει εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα. Ο καλόγηρος εδίδασκε τα κοινά ή εκκλησιαστικά λεγόμενα γράμματα και κατήρτιζεν αναγνώστας, δυναμένους να ψάλλουν εις την εκκλησίαν και φέροντας εις την ζώνην, ως έμβλημα της αξίας των, το μακρόν ορειχάλκινον καλαμάρι. Αλλ’ εις διάστημα δεκαπέντε ημερών ο Μανόλης δεν κατόρθωσε να μάθει τίποτε περισσότερον από την φράσιν «Σταυρέ βοήθει», την οποίαν προέτασσον τότε του αλφαβήτου. Ο δε διδάσκαλος, αφού εις μάτην εξήντλησεν εναντίον του όλας τας δευτερευούσας τιμωρίας και έσπασεν εις την ράχην του δεκάδας ράβδων, εδοκίμασε και τον περιβόητον φάλαγγα. Ο Μανόλης, όστις είχε φοβεράν ιδέαν περί του διδασκαλικού τούτου κολαστηρίου, αντέταξεν απελπιστικήν αντίστασιν· αλλ’ ο καλόγηρος, βοηθούμενος υπό των πρωτοσκόλων, κατόρθωσε να συλλάβει τας γυμνάς του κνήμας εις τον φάλαγγα και να του μετρήσει εις τα πέλματα παρά μίαν τεσσαράκοντα.

Το παιδίον, αιμάσσον τους πόδας, ορκίσθη να μη επανέλθει πλέον εις την κόλασιν εκείνην. Αλλά και ο πατήρ του είχεν ορκισθεί «να τον κάμει άνθρωπον»· δεν ήθελε να μείνει το παιδί του, όπως αυτός, ξύλον απελέκητον· και την επιούσαν τον οδήγησε διά της βίας εις το σχολείον, κλαίοντα και ικετεύοντα, και έδωκε προς τον διδάσκαλον την φοβεράν παραγγελίαν: «Μόνο τα κόκαλα γερά, δάσκαλε». Ο δάσκαλος ηκολούθησεν ευσυνειδήτως την πατρικήν εντολήν, αλλ’ ο Μανόλης, ο αμεσότερον ενδιαφερόμενος, δεν συνεμερίζετο την γνώμην του πατρός του· και μίαν ημέραν εκσφενδονίσας κατά του διδασκάλου την επί καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ετράπη εις φυγήν. Αντί δε να μεταβεί εις την πατρικήν οικίαν, οπόθεν θα οδηγείτο πάλιν την επιούσαν προς τον φοβερόν καλόγηρον, ετράπη την προς τα όρη άγουσαν και μετά τινας ώρας ευρίσκετο εις την μάνδραν του πατρός του.

Όταν έφθασεν εκεί επάνω, εν μέσω των γνωρίμων βουνών, των γνωρίμων δένδρων και των γνωρίμων ζώων, των μόνων του αληθινών γνωρίμων και φίλων, τον κατέλαβεν η συγκίνησις και η χαρά του ανθρώπου του επιστρέφοντος εις την πατρίδα του, την οποίαν δεν ήλπιζε να επανίδει. Και θα εχοροπήδα ως τρελός, αν δεν εμετρίαζε την χαράν του ο φόβος ότι ο πατήρ του θα ήρχετο διά να τον επαναφέρει εις το σχολείον. Η επιμονή αύτη του εφαίνετο τελείως αδικαιολόγητος. Τι τα ήθελε τα γράμματα, αφού έτσι ήτο τόσον καλά, τόσον ευχαριστημένος; Αυτός ό,τι επεθύμει διά να είναι ευτυχής, το είχε· ήθελε να είναι βοσκός και ήτο βοσκός. Διατί τον απέσπασαν από την ευτυχίαν του και τον κατεδίκασαν να κάθεται επί ώρας ακίνητος, υπό την απειλήν των βλοσυρών βλεμμάτων ενός κακού ανθρώπου, μεταξύ τεσσάρων τοίχων; Διά να μάθει γράμματα; Τι να τα κάμει τα γράμματα; Αυτός πάντοτε θα εγίνετο βοσκός και κανείς από τους βοσκούς που εγνώριζε δεν ήτο γραμματισμένος. Είχεν άλλως σχηματίσει πεποίθησιν ότι ήτο αδύνατον να μάθει γράμματα. Τα είχε πάρει από φόβον. Έπειτα ο τρόμος, τον οποίον του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, του έφερε τοιαύτην ταραχήν, ώστε παρέλυεν η μνήμη και γλώσσα του ομού. Διά να συνηθίσει να μη λέγει το Α άφλα έφαγεν αμέτρητα χαστούκια· άμα δ’ εμάνθανεν εν των γραμμάτων του αλφαβήτου, ελησμόνει το προηγούμενον· και άμα ήρχετο πλησίον του ο δάσκαλος, τα ελησμόνει όλα ή ελεγεν άλλ’ αντ’ άλλων.

Και όμως αυτός, όστις δεν κατόρθωνε να μάθει τα είκοσι τέσσερα γράμματα, εγνώριζεν όλα των τα γιδοπρόβατα ένα ένα· και δεν είχαν λίγα. Πώς συνέβαινεν, ως βοσκόπουλον να είναι ξεφτέρι, και εις το σχολείον ν’ αποσβολωθεί έτσι, ώστε να μη διαφέρει από το σκαμνί εις το οποίον εκάθητο; Ημπορούσαν τ’ άλλα παιδιά να σφυρίξουν σαν αυτόν και να ρίξουν την πέτρα μακρύτερα «αποβοσκιστή»; Ήξερε κανείς σαν αυτόν τα σημάδια των γιδοπροβάτων; Αυτός και τώρα, αν τον άφηναν, ήτο ικανός ν’ αρμέξει και να τυροκομήσει ακόμη.

Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλόν του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του.

Επαναβλέπων τους γονείς και τους αδελφούς του, ποτέ δεν ησθάνθη την χαράν, την οποίαν ησθάνετο επαναβλέπων τώρα τα γνώριμα μέρη, τα πρόβατα και τας αίγας, αίτινες τον προσέβλεπαν με μίαν ενατένισιν ευχαρίστου εκπλήξεως, ως να του έλεγον: «Καλώς τονε! τι μας έγινες τόσον καιρόν;» Και με γενικόν κωδωνισμόν εφαίνοντο ως να εόρταζαν την επάνοδόν του. Η αληθινή του οικογένεια ήσαν τα άκακα εκείνα ζώα και τ’ ακόμη αγαθότερα δένδρα, και οι βράχοι, και τ’ αγριολούλουδα που του απηύθυνον, έλεγες, φιλικόν χαιρετισμόν, όπως εσείοντο εις τους κρημνούς. Όλα, ζωντανά και άψυχα, του εγελούσαν με στοργήν, την οποίαν μόνον εις το μητρικόν ίσως πρόσωπον έβλεπε. Και αυτοί οι κόρακες, οίτινες διήρχοντο κρώζοντες υψηλά εις τον αέρα, του εφαίνοντο φίλοι.

Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του τρελοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανόλης εκυλίσθη μετ’ αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι:

— Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, ε; Κι εγώ το φοβήθηκα. Ε, μωρέ παιδιά, κακά που ‘ναι στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό! Κατέχετε ιντά 'ναι το σκολειό: Ένα σπίτι που πάνε κάθε μέρα τα κοπέλια κι εκ’ είν’ ένας καλόγερος, που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει.

Από ευνόητον λεπτότητα ο υιός του Σαϊτονικολή απέφυγε να διηγηθεί προς τους φίλους του το ταπεινωτικόν επεισόδιον του φάλαγγα. Εξέφρασε μόνον προς αυτούς την εναντίον του καλογήρου αγανάκτησίν του και είπεν ότι βέβαια, αν τον συνήντων καμίαν ημέραν, θα του τον εσυγύριζαν καλά με τα δόντια των.

Ως προέβλεπεν ο Μανόλης, ο πατήρ του μετέβη εις την στάνην με σκοπόν να τον επαναφέρει διά της πειθούς ή και διά της βίας εις το σχολείον. Μετέβη πολλάκις, αλλ’ εις μάτην εκοπίασεν. Άμα τον έβλεπεν ο Μανόλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων:

— Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω!

Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθεί εις την παρακειμένην χαράδραν.

Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθεί βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του. Επιτέλους δε απελπισθείς, τον αφήκε στην οργήν του Θεού. Θέλω, παιδί μου, να ‘χεις χίλια πρόβατα, μα σα δε θες εσύ, ουρά μην αποτάξεις. Και θα δούμε ποιος θα το μετανιώσει.

Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδίων, ο Μανόλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθεί τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου. Ο φόβος, που του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, μετεβλήθη εις γενικήν ανθρωποφοβίαν. Εφοβείτο με το δέος του αγρίου ζώου και, όπως τούτο, άμα έβλεπεν άνθρωπον, ήτο έτοιμος να τραπεί εις φυγήν και να κρυβεί. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους δεν εφοβείτο ήσαν οι σύντροφοί του, ποιμένες και τυροκόμοι, ημιάγριοι, ως αυτός. Αλλ’ ενώ ούτοι κατέβαιναν από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, διά να εκκλησιάζονται και μεταλαμβάνουν, ο Μανόλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν. Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη», αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ’ η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας. Όταν ήστραπτε κι εβρόντα, εσταυροκοπείτο έμφοβος, ψιθυρίζων: «Μήστητί μου, Κύριε, μήστητί μου, Κύριε!» Διότι την βροντήν εθεώρει ως την απειλήν της θείας αγανακτήσεως, όπως εις την χαρμονήν της ανθισμένης και φωτολουσμένης φύσεως έβλεπε το μειδίαμα της θείας αγαθότητος. Ο Θεός του ήτο γέρων πελώριος με βαθύν λευκόν πώγωνα και δασείας οφρύς, κατοικών εις τον ευρύν ουρανόν, οπόθεν το οργισμένον του βλέμμα διέχυνε την φρικαλέαν αστραπήν μεταξύ των νεφών.

Δεν ελύπησε τόσον τους γονείς του η εγκατάλειψις των μαθημάτων, όσον τους ανησύχει η λήθη των θρησκευτικών του καθηκόντων. Έτος και πλέον είχε παρέλθει από της αποδράσεώς του και κατά το διάστημα τούτο ούτε εκοινώνησεν, ούτε ελειτουργήθη εις εκκλησίαν. Και έφτυσεν αίμα ο πατέρας του διά να τον πείσει να μεταβεί εις το χωριό, απλώς και μόνον διά να μεταλάβει. Του έδωκεν υποσχέσεις, τον εφοβέρισεν ότι θα εκολάζετο, του είπεν ότι η μητέρα του έκλαιεν επιθυμούσα να τον ίδει, αλλ’ έμεινεν αμετάπειστος· μόνον δε όταν του είπεν ότι, επιμένων να μη πηγαίνει εις την εκκλησίαν και να μη μεταλαβαίνει, θα εγίνετο Τούρκος, διότι και οι Τούρκοι ούτε εις την εκκλησίαν πηγαίνουν, ούτε μεταλαβαίνουν, ήρχισε να σκέπτεται και επιτέλους συγκατένευσεν.

Εις το χωριό κατέβη νύκτα και το πρωί μεταβάς εις την εκκλησίαν, ελούφαξεν εις μίαν γωνίαν, ως λαγός, όστις αισθάνεται τον γύπα περιιπτάμενον, αφού δ’ εκοινώνησεν, ανεχώρησεν αμέσως εις τα όρη. Βαθμηδόν όμως ανεθάρρησε και κατέβαινε δύο και τρεις φορές το έτος, διά να πηγαίνει εις την εκκλησίαν. Διετήρει όμως πάντοτε την νευρικήν ανησυχίαν και το σπινθηροβόλημα των οφθαλμών θηρίου ατελώς δαμασθέντος.

Εις την βαθμιαίαν ταύτην εξημέρωσιν συνετέλεσαν προ πάντων αι προσπάθειαι της μητρός του, ήτις συνοδεύουσα αυτόν εις την εκκλησίαν, τον εδίδασκε πώς να φέρεται. Μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, έπρεπε να μένει επ’ ολίγον εις την αυλήν της εκκλησίας και να χαιρετά τους χωριανούς, θέτων το χέρι επί του στήθους και υποκλίνων την κεφαλήν: «Καλή μέρα τσ’ αφεντιάς σας». Έπειτα ν’ ακροάται τους χωριανούς συζητούντας και λύοντας τας διαφοράς των ενώπιον των προεστών, «για να παίρνει πράξη». Εις το τέλος δε, όταν θα εξήρχετο ο παπάς, να πλησιάζει να του φιλεί το χέρι και να φεύγει. Ο Μανόλης ηκολούθει τας συμβουλάς της μητρός του επί τινα καιρόν και ήρχιζε μάλιστα να του αρέσει η εκκλησία, προ πάντων όταν εμοίραζαν κόλυβα ή άρτον.

Αλλά δεν ηδύνατο ακόμη να εξοικειωθεί με τους ανθρώπους, τινές δε ήρχισαν να μαντεύουν την ανθρωποφοβίαν του, διότι τοιαύτα φαινόμενα δεν ήσαν τότε και δεν είναι ίσως ακόμη σπάνια εις τινα χωριά της Κρήτης. Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι’ όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανόλης, εκταραχθείς ως αίλουρος, ανεπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων:

— Ου, μωρέ, πιάσ’ τονε!

Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε διά να μεταλάβει, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ’ αμέσως ανεχώρει.

Εις την ερημίαν η φαντασία του είχε προσωποποιήσει τα πάντα και σχηματίσει κόσμον χιμαιρικόν, εις τον οποίον δεν ησθάνετο την μόνωσιν. Εις τον κόσμον εκείνον μάλιστα ευρίσκοντο και τινες των χωριανών του. Εις τα σχήματα και τας γραμμάς των βράχων εύρισκεν ομοιότητας προς τας φυσιογνωμίας αυτών. Ούτω επί μεγάλης πλάκας, ήτις εστέκετο απέναντι της μάνδρας, έβλεπε την μορφήν μιας γειτόνισσάς των, της Πετρογιάνναινας. Άλλος βράχος υψηλότερα, μαύρος, του εφαίνετο απαράλλακτος ο Τζαμπότζας ο αράπης, που εγύριζεν από πόρτα σε πόρτα κι εδιακόνευε. Και ήτο μία από τας διασκεδάσεις του να τον πετροβολά. Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ’ άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κι εγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά... Να και ο παπα-Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά. Διά τούτο τον εμίσει και αυτός και οσάκις διέβαινεν από κοντά του, δεν παρέλειπε να του ρίξει μερικές πέτρες.

Αυτός ήτον ο εχθρός του. Τον εμίσει περισσότερον και από τον δάσκαλον. Όλοι οι άλλοι, βράχοι, δένδρα, άνθη, που χαμογελούσαν επάνω στις ψηλές πέτρες ή βρυσούλες που μουρμούριζαν μες στα κλαδιά και τα καθάρια χαλίκια, ήσαν φίλοι του. Αλλ’ ο καλύτερός του φίλος ήτον ο Θοδωρής. Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον· δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κι ό,τι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κορόιδευε. Ε! της έλεγες· ε! σ’ απηλογιέτο μονομιάς. Κι αυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, που ‘χε την κακή συνήθεια να κλέφτει γιδοπρόβατα. Διά τούτο και απελιθώθη εκεί στο λαγκάδι και είχε κατάρα να επαναλαμβάνει κάθε φωνή.

Οι γεροντότεροι βοσκοί διηγούντο εις τους νεοτέρους αυτήν την ιστορίαν, διά να τους εμποδίζουν από την ζωοκλοπήν· αλλά τόσον ολίγον την επίστευον οι ίδιοι, ώστε δεν τους απέτρεπε να κλέπτουν περισσότερον από τον Θοδωρή.

Ο Μανόλης διερχόμενος, εκαλημέριζε πάντοτε τον απολιθωμένον βοσκόν· «Καλημέρα, Θοδωρή, — Καλημέρα Θοδωρή, απήντα και η φωνή. Και ο Μανόλης εγέλα με την ανοησίαν ή την δυστυχίαν του ζωοκλέπτου. «Όχι, μωρέ κουζουλέ!» του εφώναζε.— Όχι μωρέ κουζουλέ, εφώναζε και ο πάντοτε αδιόρθωτος Θοδωρής.

Και ούτω δεν ησθάνετό ποτέ μόνωσιν ο Μανόλης και ήτο πάντοτε ευχαριστημένος με την ζωήν του.

Αλλ’ έπειτα συνέβη μία μεταβολή. Πρώτον ο Μανόλης εμεγάλωσεν. Εις τούτο του έδωκε κατ’ αρχάς αφορμήν να προσέξει ο πατέρας του, όστις μεταβάς κάποτε εις την μάνδραν ανεφώνησεν όταν τον είδε:

—Μώρ’ αυτό το κοπέλι εμεγάλωσε, αφτάρμιστά του!

Εμεγάλωσε λέει; Τότε και ο Μανόλης ενθυμήθη ότι από τινος ηναγκάζετο να σκύφτει, όπως οι μεγάλοι βοσκοί, διά να μη κουτουλά εις το ξύλινον ανώφλιον του μιτάτου. Η αλήθεια είναι ότι η πόρτα του μιτάτου δεν είχε κανένα δικαίωμα να ονομασθεί μεγαλοπρεπής· αλλά προ ολίγου καιρού ακόμη ήτο υψηλή διά το ανάστημα του Μανόλη. Του εδόθη ούτω αφορμή να κάμει και άλλας συγκρίσεις και δεν του έμεινεν αμφιβολία ότι δεν ήτο πλέον παιδί. Η ιδέα δε ότι ήτο μεγάλος του έδιδε μίαν υπερηφάνειαν, την οποίαν δεν ήξευρε πώς να εκδηλώσει, διότι δεν ηδύνατο και να φαντασθεί όλας τας συνεπείας αυτής της μεταβολής. Οπωσδήποτε η ιδέα ότι επλησίαζε να γίνει άνδρας και δυνατός, με μουστάκια και γένια, του έδωκεν ισχυράς και βαθείας συγκινήσεις, από τας οποίας ό,τι προέκυπτε συγκεκριμένον ήτο ότι θα εγίνετο πλέον ελεύθερος και κύριος εαυτού.

Όταν επέρασε από του Θοδωρή το λαγκάδι, του ανήγγειλε το σπουδαίον γεγονός:

— Θοδωρή! κατές το πως εμεγάλωσα!

Αλλ’ ο ανόητος Θοδωρής, αντί να τον συγχραρεί, επανέλαβεν, όπως πάντοτε, απαράλλακτα την φράσιν.

Ηδύνατο ο Μανόλης να παρατηρήσει και κάτι τι άλλο χαρακτηριστικόν της μεταβολής, αλλ’ ίσως τον διέφυγε τούτο. Η φωνή του είχε γίνει βαρεία και υπόβραχνος, ως η φωνή των πετειναρίων, τα οποία αρχίζουν να κοκορεύονται.

Αλλ’ αφού παρήλθεν η πρώτη χαρά και συνήθισεν εις την ανακάλυψιν, ήρχισε να χάνει την μέχρι τούδε γαλήνην του βίου του. Μία αόριστος ανησυχία τον κατελάμβανεν, ως να του έλειπε κάτι τι, το οποίον δεν εγνώριζε και το οποίον δεν ηδύνατο να μαντεύσει. Και κατά τας στιγμάς εκείνας του συνέβαινε να μένει ως απολιθωμένος εις αφαίρεσιν, με το βλέμμα προσηλωμένον εις το κενόν, χωρίς να βλέπει και χωρίς ν’ ακούει. Και εις την ψυχήν του έσταζε μελαγχολία, παραπλησία προς την νοσταλγίαν, με την διαφοράν ότι η νοσταλγία του νεαρού βοσκού δεν είχεν ορισμένην διεύθυνσιν. Επόθει το άγνωστον· δεν είχε μάλιστα συνείδησιν ότι επόθι τι.

Άλλοτε, εξ εναντίας, του ήρχετο μία υπερβολική ευθυμία, ως παροξυσμός τρέλας· και κρατούμενος από κλάδον εχοροπήδα, προσπαθών να μιμηθεί με το στόμα τον ήχον της λύρας, ή κατεδίωκεν άνευ λόγου τους τράγους και τας αίγας, από ανάγκην ακάθεκτον να τρέχει και να πηδά, να δαμάσει μίαν ορμήν λάβρον, ένα αναβρασμόν χυμού νέας ζωής, όστις εκυκλοφόρει εις τας φλέβας του και ανέδιδεν ατμούς μέθης εις την κεφαλήν του. Πολλάκις τα λαγκάδια αντελάλουν από τας φωνάς του, εις τας οποίας επροσπάθει να δώσει ρυθμόν άσματος. Αλλ’ από τα τραγούδια τα οποία είχεν ακούσει μόνον ένα στίχον διετήρει η μνήμη του και αυτόν επανελάμβανε με το στερεότυπον προανάκρουσμα: Ε! αμάν, αμάν!»

 

Δυο μπάλες συρμαλίδικες θα βάλω στο τουφέκι...

 

Αλλά και άλλη μεταβολή επήλθεν εις την ψυχήν του. Ορισμένως δεν ήτο πλέον ευχαριστημένος με την ζωήν, εις την οποίαν προ τινων ετών είχεν επανέλθει με τόσην χαράν. Ο χιμαιρικός κόσμος, εις τον οποίον έζη μέχρι τούδε μίαν ζωήν πλήρη, ήρχιζε να του φαίνεται κενός και ψεύτικος. Και ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας ο λογισμός του εφέρετο με πόθον προς κόσμον άλλον, φανταστικόν και αυτόν, αλλ’ όστις είχε χαρακτηριστικά τινα κοινά με το χωριό. Είχε λόγου χάριν μίαν βρύσιν, ότου βράδυ βράδυ εμαζεύοντο οι κοπελιές με τα σταμνιά των, βιαστικές, διότι τας εκάλουν εις τον εσπερινόν μία καμπάνα και δυο ή τρία σήμαντρα. Η καμπάνα εκείνη ήτο βέβαια του Αγίου Γεωργίου, που την είχαν κρεμασμένη σ’ ένα ξύλο, στην πόρτα δίπλα. Τώρα που εμεγάλωσε θα έφθανε κι αυτός να σημάνει. Πώς εθαύμαζε και πώς εζήλευεν, όταν ήτο στο χωριό, εκείνους που ‘φθαναν κι έπαιζαν την καμπάνα! Κάποτε τον εσήκωσε κι αυτόν ο πατέρας του και τον εβοήθησε να κτυπήσει το σείστρο. Τι χαρά που πήρε και τι φόβο συγχρόνως, όταν ήκουσε τον ήχο που έκαμε με το χέρι του! Ήτο τότε πολύ μικρός· επειδή δε κάθε φόροι εζήτει να τον σηκώνουν για να παίζει την καμπάνα, τον εφοβέρισαν· του είπαν ότι μέσα στην καμπάνα ήτο μια γριά που την εφοβείτο, κι αυτός το πίστεψε.

Ο κόσμος εκείνος των πόθων του έγινε ωραίον όνειρον, το οποίον έβλεπε ξυπνητός μέσα εις την αποθέωσιν μιας δύσεως, εις την γαλήνην της οποίας έσβηνεν η απήχησις της καμπάνας. Εις την συμφωνίαν δ’ εκείνην των χρωμάτων και των παλμών του ήχου εντός ροδίνης αχλύος, διεφαίνοντο κινούμεναι σκιαί αόριστοι, βαθμηδόν εξερχόμεναι εκ της ονειρώδους ασαφείας, έως ου εις την έκστασιν του εφήβου παρουσιάζοντο, κατά συμπλέγματα παιγνιώδη, μορφαί ροδαλαί παρθένων, των οποίων τα βλέμματα και τα μειδιάματα ήσαν πλήρη γλυκερών υποσχέσεων.

Καθήμενος επί πέτρας υψηλής, προ της οποίας έβοσκον διεσπαρμένα τα πρόβατά του, ο Μανόλης έμενεν επί μακρόν βυθισμένος εις την μαγείαν του ονείρου του, έως ου τραχύ βέλασμα τράγου, παρατεινόμενον εις τον αντίλαλον των χαραδρών, τον επανέφερεν εις την πραγματικότητα, και τα ωραία φαντάσματα έφευγον και εξηφανίζοντο, ως στρουθία πτοηθέντα. Ο μικρός ποιμήν εστέναζε· και στρεφόμενος έβλεπε τον τράγον σείοντα το μεφιστοφέλιον υπογένειόν του επί της οφρύος υψηλού κρημνού και εκπέμποντα νέαν κραυγήν θριάμβου, μπέεε! Από του τράγου δε το βλέμμα του κατέβαινεν εις τας αίγας, αίτινες με προσπάθειαν τινα ερωτοτροπίας ανέτεινον προς τον σουλτάνον εκείνον τους ηλιθίους οφθαλμούς των. Και νέος στεναγμός συνόδευε την σκέψιν του νέου. Διατί να μη είναι και αυτός τράγος;

Β’.

Δύνασθε να φαντασθείτε την έκπληξιν των γονέων του, όταν τον είδαν μίαν εσπέραν να φθάσει, χωρίς να προηγηθούν προσκλήσεις και παρακλήσεις εκ μέρους των. H μητέρα του έκαμε τον σταυρόν της, δοξάζουσα τον Θεόν που τον εφώτισε. Βέβαια θαύμα ήτο αυτό το ανέλπιστο. Ο Σαϊτονικολής όμως εφοβήθη ότι συνέβη τίποτε κακόν, ότι ζωοκλέπται ίσως επέδραμον εις την μάνδραν, και τον ηρώτησε με ανησυχίαν πως ήτονε κι εκατέβηκε.

— Ήρθα να σας δω, απήντησεν απλώς ο Μανόλης.

Αλλ’ αφού εκάθισεν εις την σκοτεινοτέραν γωνίαν του σπιτιού, ως συνήθιζεν, είπε κάτι τι καταπληκτικόν:

— Θα κάτσω κι εγώ στο χωριό δυο τρεις μέρες. Όλο στα βουνά θα ζω, σαν αγρίμι;

Και το είπε με τοιούτον πείσμα εις την φωνήν, ως να του είχαν απαγορεύσει οι γονείς του την επάνοδον εις το χωριό.

Ο Σαϊτονικολής αντήλλαξε με την γυναίκα του βλέμμα εκπλήξεως και χαράς.

— Να κάτσεις, παιδί μου, όσο θέλεις, είπεν η μητέρα του. Και πάντα να θέλεις να μείνεις, καλύτερα· μεγάλη μας χαρά. Κι εμείς αυτό θέμε, κανακάρη μου.

— Εμείς δε σε θέλαμε να γενείς βοσκός, μοναχός σου γίνηκες, είπε και ο Σαϊτονικολής. Κι α θες εσύ ένα να ‘σαι κοντά μας, εμείς το θέμε χίλια, παιδί μου.

Η οικογένεια ολόκληρος εόρτασε την εσπέραν εκείνην. Όλοι οι συγγενείς, θείοι και θείαι, και η μεγάλη αδελφή του Μανόλη μετά του συζύγου της, ήλθαν να χαιρετίσουν τον επανελθόντα αποστάτην· και εις όλων τα πρόσωπα έλαμπεν η χαρά, ως εάν ο πρωτότοκος του Σαϊτονικολή ήτο νεκρός και ανέστη. Απέφυγαν όμως τας συνήθεις θωπείας, διότι εγνώριζαν ότι τα φιλήματα τον εξηγρίωναν σχεδόν όπως οι ραβδισμοί. Ο Μανόλης όμως ήτο σιωπηλός και μόνον με τον μικρόν του αδελφόν αντήλλαξεν ολίγας φράσεις. Ο μικρός ούτος εφοίτα εις το σχολείον και ο Σαϊτονικολής είχε μεγάλην ιδέαν περί της επιδόσεώς του εις τα γράμματα, αλλά με τον τρόπον με τον οποίον το παιδίον παρετήρει την ποιμενικήν ενδυμασίαν του αδελφού του και εκ των ερωτήσεων τας οποίας του απηύθυνεν εφαίνετο ότι ευχαρίστως θ’ αντήλλασσεν όλην την σοφίαν με τον ελεύθερον βίον του Μανόλη.

Ο δε Σαϊτονικολής, όστις διά γενναίων σπονδών εόρτασεν εις την τράπεζαν το ευχάριστον γεγονός του οίκου του, ομίλησεν ευθύμως, θέλων να ενθαρρύνει τας ημέρους διαθέσεις του ημιαγρίου υιού του, και έκρινεν επιεικώς την μέχρι τούδε απείθειάν του. Δεν ήτο τίποτε· όλα τα παιδιά τέτοια είναι, μα σα μεγαλώσουν, συμμορφόνουνται κι ακούνε τους γονείς των. Δεν μπορούν να γίνουν κι όλοι γραμματισμένοι.

Έπειτα διηγήθη το ανέκδοτον ενός βοσκού, ο οποίος δεν ήθελε και αυτός κατ’ ουδένα λόγον να πλησιάσει άλλους ανθρώπους. Ούτε για να μεταλάβει δεν έστεργε να κατεβεί στο χωριό. Μια μέρα που τον είδε από μακριά ο παπάς, του φώναξε ότι έπρεπε να κατεβεί να κοινωνήσει, αλλιώτικα θα πήγαινε η ψυχή του στα τάρταρα. Αλλά κι ο βοσκός του φώναξε: «Βάλε μου το στ’ αραγούλι, πέψε μου το στου Μαγούλη», κι έφυγε. «Καλά, είπε κι ο παπάς, θα σου δείξω ‘γω, ζωντόβολο!» Και την άλλη μέρα γεμίζει έναν αραγό ξίδι και του τον στέλλει. Και ο βοσκός, νομίζοντας ότι το τουλουμάκι είχε κρασί, το γύρισε κι άρχισε να πίνει, να πίνει, σαν καταβόθρα, όσο που ένιωσε το ξίδι να του θερίζει μέσα τα σωθικά.

Ο Μανόλης, όστις εξηκολούθει να σιωπά, κάτω νεύων, εγέλασε με το πάθημα του συναδέλφου του και εξεθαρρεύθη ολίγον με τον πατέρα του, από τον οποίον τον εχώριζεν αίσθημα ψυχρότητος και φόβου.

Το μικρόν δ’ εκείνο ξεθάρρευμα επωφελήθη ο Σαϊτονικολής διά να του παραστήσει ότι ήτο καιρός πλέον ν’ αφήσει τα πρόβατα, διά να έμβει κι αυτός εις την τάξιν των ανθρώπων. Διά τα πρόβατα είχον τους βοσκούς των· διά την επίβλεψιν όμως και την καλλιέργειαν των κτημάτων δεν ήρκει μόνος ο γέρος· θα πεις ότι δεν ήτο γέρος ακόμη, αλλά δεν ήτο και νέος και τα γεράματα επλησίαζαν. Έπειτα ο Μανόλης έπρεπε να φροντίσει και για δικό του σπίτι. Ήτο άνδρας πια. Και τι άνδρας! Αν όλοι οι νέοι σαν κι αυτόν έπαιρναν τ’ ανάπλαγα να ζουν σαν αγριόγιδα, τι θα εγίνοντο οι κοπελιές; καλόγριες; Κι είχε τώρα τώρα κάτι κορίτσια το χωριό, κάτι νέα βλαστάρια, που δεν ήξερε κανείς να διαλέξει.

— Ε, μωρέ παιδί, ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής ευθύμως, να μην έχω 'γώ τη νιότη σου!

— Έφαες το κουλούρι σου κάτω τη μούρη σου! του είπε γελώσα η σύζυγός του, ήτις ισταμένη πλησίον του υιού της, τον περιέβαλε με ακτινοβολίαν στοργής και εγίνετο διερμηνεύς της σιωπής του. Εδά ν’ άλλου αράδα.

Επειδή δε ίσως οι υπαινιγμοί του πατρός ήσαν σκοτεινοί διά τον τραγίσιον εγκέφαλον του υιού της, έσκυψε και του εψιθύρισε:

— Η αράδα του Μανόλη μου, που θα τόνε παντρέψομε με μια όμορφη κοπελιά.

Ο Μανόλης είχεν ήδη εννοήσει αρκετά, ως εφανέρωσε το ερύθημα του προσώπου του, αλλ’ όταν ήκουσε και την τελευταίαν εξήγησιν, εις τοιαύτην αμηχανίαν τον έφερεν η χαρά και η εντροπη, ώστε απώθησε την μητέρα του λέγων:

— Δε θέλω παντριγιές κι άφησέ με, ναι!

Αλλ’ ενώ ήθελε να φανεί θυμωμένος, προδότης γέλως έλαμπεν εις το πρόσωπόν του.

— Δε θέλεις λέει; ανεφώνηοε γελών ο Σαϊτονικολής. Για ξαναπέ το, κατεργάρη!

Ο Μανόλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά:

— Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω!

— Καλά, μη θες. Άφησε να δεις τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι.

Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανόλης, και να τον έδιωχναν, δεν θα ‘φευγε πλέον από το χωριό. Και από τον ενθουσιασμόν του εφώναξε την νοικοκυράν του να φέρει κρασί, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι καλόν είχαν στα πιθάρια. Επειδή δε ήτο θησαυρός ανεκδότων, ενίοτε παρατόλμων, διηγήθη και το αρμόζον εις την προκειμένην περίστασιν. Κάποιος μια φορά, διά να σώσει τον γιο του από κακές συναναστροφές, αποφάσισε να τον αναθρέψει μακράν από τους ανθρώπους σ’ ένα έρημο πύργο. Ο νέος εμεγάλωσε, έγινε άνδρας, χωρίς να δει ποτέ γυναίκες. Τότε τον επήρε ο πατέρας του κι επήγαν στην πολιτεία και τον εγύρισε δεξιά κι αριστερά. Ο νέος, σα μικρό παιδί ακάτεχο, ερωτούσε τον πατέρα του για κάθε πράμα που ‘βλεπε τι ‘ναι τούτο και τι ‘ναι κείνο. Όταν είδε και τις γυναίκες, εξεστάθηκε κι αρώτησε τον πατέρα του τι ήσαν. «Αυτοί, παιδί μου, είν’ οι δαιμόνοι», του ‘πε ο πατέρας του, για να τον φοβίσει, γιατ’ είδε πως του ‘καμαν μεγάλην εντύπωσιν. Όταν εγύρισαν πίσω στον πύργον των, ο πατέρας του είπε: «Απ’ όλα τα πράματα που είδες στην πολιτεία, γιε μου, ποια σου άρεσαν καλύτερα, για να σου τα φέρω;» —«Οι δαιμόνοι», αποκρίθηκε ο νέος αμέσως.

Όλοι εγέλασαν με το ανέκδοτον, διέφυγε δε μία έκρηξις γέλωτος και εκ του στόματος του Μανόλη· και επειδή όλων τα βλέμματα είχον στραφεί προς αυτόν, η αμηχανία του εκορυφώθη και συνεστρέφετο επί της καθέκλας, ως θέλων να τρυπήσει την γην, διά να κρυβεί μετά της εντροπής του. Τούτο όμως δεν ημπόδιζε ν’ αναγνωρίζει ενδομύχως ότι είχε πολύ δίκαιον ο νέος εκείνος. Μήπως και αυτός δεν θα επροτίμα ένα δαίμονα από όλα τα αγαθά του κόσμου; Και όμως αυτός και το θάρρος δεν είχε να το ομολογήσει και, όταν οι άλλοι τον ενθάρρυναν, έχανεν έτι μάλλον το θάρρος του.

— Το ίδιο κι ο Μανολιός, συνεπέρανεν ο Σαϊτονικολής. Μας επεθύμησε λέει κι ήρθε να μας ε δει. Μην τον ακούτε. Ήρθε να βρει τον δαίμονά του. Θέλει κι αυτός ένα δαίμονα.

Ε! αυτό πλέον ήτο πάρα πολύ. Ο Μανόλης, όταν ήκουσε το συμπέρασμα και τους γέλωτας οίτινες το επεδοκίμασαν, υπό τοιούτου πανικού εντροπής κατελήφθη, ώστε ανατιναχθείς όρμησεν, ως εκπτοηθείς τράγος, εις το «μέσα σπίτι», συναντήσας δε την μητέρα του επανερχομένην με το κρασί, την ανέτρεψε και προχωρήσας ετρύπωσεν εις το βάθος μεταξύ των πίθων.

Επί μίαν στιγμήν όλοι έμειναν κατάπληκτοι διά την αιφνιδίαν εκείνην φυγήν. Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάσει όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κι εφώναξε προς τον Μανόλην:

— Εδαιμονίστηκες, μωρέ;

— Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.

Ο δε Μανόλης, όστις εις την φωνήν του πατρός του διέκρινεν απειλήν, απήντησεν εκ της κρύπτης του με παράπονον, ως να ήτο έτοιμος να κλαύσει:

— Δε θέλω να μου λες τέτοια πράματα, αλλιώς...

Αλλά δεν συνεπλήρωσε την απειλήν, μη τολμών πλέον ούτε να διανοηθεί ότι θα επανήρχετο εις τα βουνά διά να εξακολουθήσει τον πρότερον βίον.

Ο Σαϊτονικολής του υπεσχέθη ότι δεν θα του έλεγε πλέον τίποτε περί δαιμόνων· του ορκίσθη μάλιστα εις τα κόκαλα του σκύλου, με τα οποία, χάριν ευφημισμού, είχεν αντικαταστήσει εις τους όρκους του τα «κόκαλα του κυρού του».

Ενώ δε η Σαϊτονικολίνα επέπληττε χαμηλοφώνως τον άνδρα της, διότι το παράκαμε κι αυτός με τους χωρατάδες του κι αγρίεψε το κοπέλι, ο Μανόλης εξήλθε με ήθος διστακτικόν και φοβισμένον κι εκάθισεν εις μίαν άκραν καταγής, όπως ήτο συνηθισμένος. Κι εκείνη η καθέκλα είχε πολύ συντελέσει εις την αμηχανίαν του· επ’ αυτής η εντροπή του ήτο περισσότερον εκτεθειμένη εις τα βλέμματα.

— Καλά που δεν εκάθουντονε προς την όξω πόρτα, εψιθύρισεν εκ νέου η Σαϊτονικολίνα προς τον σύζυγόν της, αλλιώς θα ‘παιρνε πάλι τα όρη κι ύστερα τρέχε να τόνε κυνηγάς.

Ο Σαϊτονικολης εμειδία με την απλότητα της γυναικός του. Μωρέ, δε φεύγει· δεν ήρθ’ αυτός για να φύγει. Το πράμα που τον είχε τραβήξει αυτή τη φορά στο χωριό ήτονε πολύ δυνατό, παντοδύναμο. Και άλλο ανέκδοτο ανέβαινεν εις τα χείλη του· η ιστορία άλλου αφελούς βοσκού, όστις κατέφυγεν εις ιατρόν διά να του θεραπεύσει παράδοξον και οχληρόν νόσημα. Και αν δεν τον ημπόδιζεν η παρουσία της θυγατρός του, θα το έλεγεν, αδιαφορών αν θα κατελαμβάνετο υπό νέου πανικού ο υιός του. Τόσον το επίκαιρον της ιστορίας τον εγαργάλιζεν.

Αλλά μη δυνάμενος να ικανοποίησει την επιθυμίαν του, ήρχισε να διαγράφει κατά διάνοιαν το σχέδιον του εξανθρωπισμού του υιού του, ενώ ο Μανόλης, αναθαρρήσας ολίγον, ομίλει προς τον αδελφόν του και μεταξύ άλλων τον ηρώτα αν ο δάσκαλος τον είχε βάλει κι αυτόν στον φάλαγγα. Ο Σαϊτονικολής εμελέτα σειράν όλην εξημερωτικών μέσων, εκ των οποίων το πρώτον ήτο να τον αντικαταστήσει ο Μανόλης, ως ανάδοχος, εις εν βάπτισμα, δια το οποίον είχε δώσει υπόσχεσιν.

 

Το πρωί της επιούσης, μετά την λειτουργίαν, δεν εχρειάσθησαν πολλαί προσπάθειαι διά να πεισθεί ο Μανόλης να κάμει μετά του πατρός του ένα γύρον εις το χωριό μέχρι της αγοράς. Ο νέος είχεν αποβάλει την μαλλίνην ποιμενικήν ενδυμασίαν· διά να τον καλοπιάσει δε η μητέρα του τον ενέδυσε με τα καλύτερα ενδύματα του πατρός του, τα οποία όμως του ήρχοντο ολίγον στενόχωρα, καίτοι ο Σαϊτονικολής ήτο υψηλός και εύρωστος.

Ούτω έκαμε την επίσημον εμφάνισίν του εις το χωριό. Και είδαμεν οποία υπήρξεν η πρώτη εντύπωσις και πώς από του θαυμασμού η Σπυριδολενιά την έτρεψεν εις χλεύην. Τότε εκείνοι οίτινες προ μικρού είδον μόνον τον πλήρη ζωής έφηβον, εις τον οποίον τα βουνά είχον δώσει το ψήλωμα και τον αέρα της ελάτης, διέκριναν παντοία κωμικά ελαττώματα. Ήτο παρά πολύ ψηλός, τόσον πολύ, ώστε να ενθυμίζει τους Σαρακηνούς, κάτι φαντάσματα φοβερά των ερειπίων. Και εις το ύψος εκείνο ενόμιζες ότι η κεφαλή του εζαλίζετο και δεν εστέκετο καλά. Αλλά και εις την φωνήν δεν είχε, καλέ, κάτι τι από το βέλασμα του τράγου; Έπειτα ήτο κακοζωσμένος, ασυστύλωτος και δεν ήξευρε να περιπατήσει στο ίσωμα, αλλά συνεκρούοντο τα σφυρά του και οι πόδες του παρέσυραν και κατεκύλιον τους λίθους της οδού, και εγίνετο χαλασμός κόσμου. Τι πατούχας! Μέχρι της εσπέρας, τον εγνώριζον όλοι σχεδόν οι χωριανοί με το όνομα τούτο και όσοι τον είχον ίδει κατά την ημέραν ομολόγησαν γελώντες την επιτυχίαν. Ε, τη διαολολενιά, πού τα βρίσκει! Όπως των μεγάλων καλλιτεχνών τα έργα, και της Σπυριδολενιάς τα έργα ευκόλως ανεγνωρίζοντο.

Ο Μανόλης πράγματι, ως να εμάντευσε την εντύπωσιν την οποίαν έκαμεν εις τας γυναίκας τας καθημένας υπό την μεγάλην πλάτανον, ήτο κατασαστισμένος και εφαίνετο προσπαθών να σμικρύνει το πελώριον ανάστημά του και να κρυφθεί εις τον πατέρα του δίπλα. Πρώτην φοράν εξετίθετο εις τόσα βλέμματα, διότι, ένεκα της εορτής και του ωραίου εαρινού καιρού, όλοι οι χωριανοί ευρίσκοντο έξω, εις τα πρόθυρα και επί των δωμάτων, και εφαίνοντο ως να είχον παραταχθεί εκατέρωθεν της οδού επίτηδες δι’ αυτόν. Τωόντι δε η εμφάνισίς του επροκάλει κίνησιν περιεργείας και όσαι γυναίκες ευρίσκοντο εντός των οικιών προσέτρεχον και αυταί να τον ίδουν. Τα βλέμματα δε προ πάντων των γυναικών εστενοχώρουν τον Μανόλην, διότι εις αυτάς κυρίως επεθύμει να κάμει καλήν εντύπωσιν, και είχεν ελπίσει τοιούτον θρίαμβον, όταν το πρωί είδε τον εαυτόν του στολισμένον με το τσόχινο μεϊτανογέλεκον και την κόκκινην ζώνην· τώρα όμως ενόμιζεν εξ εναντίας ότι έκανεν αθλίαν εντύπωσιν και ότι όλα τα βλέμματα τα οποία προσηλούντο επάνω του τον έσκωπτον· ο φόβος δε ούτος, αντί να εντείνει τας προσπαθείας του δια να φανεί ευπρόσωπος, τουναντίον τας παρέλυεν.

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί.

— Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναζαν προς τον πατέραν του άνδρες και γυναίκες.

Απηύθυναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα:

— Ίντα κάνεις Μανολιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε το ‘συρες τοσονά μπόι;

Περισσότερον από τον Μανόλην σαστισμένος ήτο ο σκύλος του, όστις ηκολούθει από κοντά, με την ουράν εις τα σκέλη, περιδεής προβλέπων τους σκύλους του χωριού, οίτινες προσέτρεχον πανταχόθεν, όχι δια να χαιρετίσουν, αλλά δια να επιτεθούν και του αυθάδους ξένου, όστις εισήλθεν εις το κράτος των, χωρίς να ζητήσει την άδειά των. Και τόσον αι λυσσώδεις επιθέσεις των εστενοχώρησαν το ταλαίπωρον ζώον, ώστε αναγκασθέν έξαφνα να ζητήσει σωτηρίαν μεταξύ των κνημών του κυρίου του, παρολίγον να τον ανατρέψει. Ο Σαϊτονικολής τους απεδίωκε δια λίθων, αναγκαζόμενος να διακόπτει τας ομιλίας τας οποίας συνήπτε με τους συναντωμένους· αλλά μετ’ ολίγον ενεφανίζοντο εξ άλλων παρόδων, από τας θύρας και τα δώματα, αενάως πληθαινόμενοι δια νέων επικουριών. Ούτω δε την πορείαν πατρός και υιού δια του χωρίου συνόδευεν η βοή εκείνη των αγρίων υλακών και επηύξανε την σύγχυσιν του Μανόλη, όστις αρπάσας πέτραν μεγάλην, την έριψεν ως οργισμένος Τιτάν κατά των σκύλων. Τ’ αποθαμένα σας! να μας φάτε θέτε; Αλλά αντί των σκύλων, ολίγον έλειψε να φονεύσει ένα γέροντα θερμαίνοντα εις τον ήλιον τους ρευματισμούς του.

Τον δρόμον διέκοπτε, μεταξύ δύο θορυβωδών νερομύλων, υψηλόν μυλαύλακον, του οποίου τους τοίχους εκάλυπτον βρύα και θάμνοι, μεταξύ των οποίων το νερόν κατέρρεε με κελαρυσμόν απειρόφωνον. Ο Σαϊτονικολής, ακολουθούμενος υπό του υιού του, διήλθε τρέχων υπό την βροχήν της αψίδος του μυλαυλάκου. Όταν δ’ επέρασαν, είδαν ότι πέντε ή εξ χανούμισες, που έπλυναν σκυμμέναι πλησίον του μύλου, είχον σταθεί και τους παρετήρουν, όπως ήσαν εις το νερόν, με τας εσθήτας ανασυρμένας άνω των γυμνών κνημών, με τους λευκούς πέπλους ριμένους επί των νώτων και κρατουμένους εις την οσφύν. Μία μόνον είχε σύρει το γιασμάκι προς το πρόσωπον διά να καλυφθεί τάχα.

Μία δε άλλη, μεσόκοπη με γιασμάκι δαμασκωτόν, ευρίσκετο πέραν, εις το «πηγάδι», απλώνουσα τα πλυμένα της κατά σειράν επί των θάμνων του μυλαυλάκου· και εκείθεν εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν κάτω:

— Καλώς τα δέχτηκες, γείτονα; Γιος σου δεν είναι ο ντεληκανής;

— Γιος μου, Αϊσέ χανούμη, απήντησεν ο Σαϊτονικολής.

— Να τόνε χαίρεσαι.

— Και του λόγου σου να χαίρεσαι τα δικά σου.

Ο Μανόλης όμως ολίγον επρόσεξεν εις την φιλόφρονα, αλλ' ηλικιωμένην χανούμισαν. Τα βλέμματά του, εις τα οποία έδιδε θάρρος η απόστασις, εστρέφοντο κατά προτίμησιν προς το άλλο μέρος του μυλαυλάκου, όπου διέκρινε νεαρά και ευειδή πρόσωπα και όπου αι ανασυρμέναι εσθήτες ήσαν αποκαλυπτικότεραι διά την περιέργειάν του. Ετόλμησε μάλιστα, ενώ απεμακρύνοντο να στραφεί και να παρατηρήσει εκ νέου. Δι’ αυτόν άλλως αι γυναίκες εκείναι δεν ήσαν όπως αι άλλαι, διότι ήσαν τούρκισσες.

Αλλά και τα λαθραία βλέμματα τα οποία έριπτε προς τας ομοθρήσκους του γυναίκας δεν ήσαν ολιγότερον φλογερά και αχόρταγα. Και μία χήρα ώριμος, ήτις εδέχθη κατάστηθα ένα τοιούτον πιστολισμόν, ανετινάχθη:

— Πώς ξανοίγει! φωτιές βγάνουνε τα μάτια του!

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικολής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχει και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλύτερους κι από τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανόλην, υπομειδιών.

Ενώ δε απεμακρύνοντο, επληροφόρει τον υιόν του ότι ήτο η χήρα η Ζερβούδαινα, μια ολίγον ελαφρόμυαλη, «παρακούζουλη» όπως την έλεγε, της οποίας η κόρη ευρίσκετο από τινος καιρού εις το Κάστρο, πλησίον μιας θείας της. Ο Σαϊτονικολής ηγάπα να την πειράζει, και, αν την συνήντα εις τον δρόμον, θα ‘λεγε του Μανόλη να της φιλήσει το χέρι, ως σεβασμίας τάχα γραίας, διότι φοβερά επειράζετο όταν έβλεπεν αμφισβητουμένην την άλλως λίαν αμφισβητήσιμον νεότητά της.

Μετά τινας ακόμη εφόδους των σκύλων, εις τας οποίας ο Μανόλης έχασε μέρος της βράκας του αποσχισθέν, ο δε σκύλος του μέρος του αυτιού του, έφθασαν εις το Τσαρσί, την αγοράν του χωριού, μικράν οδόν λιθόστρωτον, εις το κέντρον της τουρκικής συνοικίας, με μαγαζιά εκατέρωθεν, τα οποία σχεδόν όλα ήσαν κυριολεκτικώς παντοπωλεία, δηλαδή καφενεία, καπηλεία, μαγειρεία, μπακάλικα και υφασματοπωλεία εν ταυτώ.

Η κίνησις εδώ ήτο τόσον ζωηρά και τόσος ο θόρυβος, ώστε τα έχασεν εντελώς ο Μανόλης, ούτινος αι γεωγραφικαί γνώσεις ήσαν τόσον περιορισμέναι, ώστε δεν εγνώριζε πολλά μέρη του χωριού και μεταξύ αυτών το Τσαρσί, αλλ’ είχε μίαν αόριστον ιδέαν ότι εκεί ήσαν τα θαυμάσια του αγνώστου πολιτισμού, τον οποίον περιελάμβανε μία άλλη ιδέα, ακόμη περισσότερον αόριστος και περισσότερον θαυμασία, η «χώρα». Τόσον δε ήτο παρασκευασμένος υπό της φαντασίας του να ίδει καταπληκτικά πράγματα, ώστε όλα του εφαίνοντο μεγάλα και θαυμάσια· και οι εκατόν ή το πολύ διακόσιοι άνθρωποι, οίτινες εκινούντο εις τον χώρον εκείνον, του έκαμαν εντύπωσιν χιλιάδων. Εις τούτο δε συνετέλει και η ποικιλία ην έδιδεν εις το θέαμα η ανάμιξις των Τούρκων, γερόντων με σαρίκια μεγάλα, τσιμπούκια και παπούτσια κόκκινα ή μαύρα, αφήνοντα γυμνάς τας κνήμας, και νεοτέρων με φέσια τυνησιακά, τα οποία κατά το πλείστον περιέβαλε λεπτόν στρόφιον, συγκρατούν την ογκώδη κυανήν φούνταν. Οι πλείστοι εκ των τελευταίων είχον την αυτήν με τους χριστιανούς υπόδυσιν, στιβάνια άπλα ή τσαρδίνια σχιστά, σφιγγόμενα δι’ ιμάντων, ώστε να προσαρμόζονται τελείως εις την κνήμην. Τα διακρίνοντα κυρίως τους Τούρκους από τους Χριστιανούς ήσαν τα ζωηρά και ανοικτά χρώματα του ιματισμού. Και εκ των Χριστιανών πολλοί περιέβαλλον το φέσι με μανδήλι, αλλά σκοτεινού μάλλον χρωματισμού. Εκ των γερόντων όμως ικανοί εφόρουν επί της κεφαλής «πετσέταν» λευκήν, ήτις μόνον κατά το δέσιμον διέφερεν από το σαρίκι. Ο Μανόλης μάλιστα ενθυμείτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, την οποίαν είχε παρατηρήσει εις την εκκλησίαν. Κάμποσοι εκ των γεροντοτέρων τούτων είχον, όπως και εκ των Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην την κεφαλήν, αφήνοντες εις την κορυφήν μικρόν θύσανον. Και φαίνεται ότι εις παλαιοτέρους χρόνους ήτο πολύ γενικοτέρα η κόμμωσις αύτη.

Αλλ’ εκτός της διακρίσεως του ιματισμού, υπήρχε και άλλη διαφορά μεταξύ Χριστιανών και Τούρκων, βαθυτέρα αύτη, συνισταμένη εις το ήθος, το οποίον έδιδεν εις τους Τούρκους το συναίσθημα ότι ήσαν οι κύριοι, όχι μεν απόλυτοι και αχαλίνωτοι, όπως προ του ‘21, αλλά πάντοτε διατηρούντες την υπεροχήν ην έδιδεν εις αυτούς η εξουσία και την υπερηφάνειαν ην είχον εκ παραδόσεως.

Οι Χριστιανοί δεν ήσαν μεν οι προ του ‘21 ραγιάδες, είχον όμως ακόμη οπωσδήποτε το συναίσθημα του θέσει υποδεεστέρου, και του συναισθήματος τούτου η αντανάκλασις εφαίνετο εις την φυσιογνωμίαν αυτών όσον και αν ήθελον να την κρύψουν. Εκ της γενεάς, ήτις είχε γνωρίσει τους «μαύρους χρόνους της σκλαβιάς», έζων ακόμη τόσον πολλοί, ώστε να μεταδίδουν και εις την φυσιογνωμίαν της νεοτέρας γενεάς κάτι τι από την κατήφειαν και την συστολήν της εποχής εκείνης, μολονότι αυτοί πάλιν ήσαν οι πρώτοι τολμήσαντες να εξεγερθώσι κατά του φοβεροί δεσπότου και παρασκευάσωσιν εις τους νεοτέρους την σχετικήν άνεσιν την οποίαν είχον. Χάρις εις το θάρρος των ραγιάδων εκείνων, οι νεότεροι εγνώρισαν ότι οι Τούρκοι δεν ήσαν αήττητοι, όπως εξ άλλου, χάρις εις την αυταπάρνησιν και τον ηρωισμόν αυτών, ο Τούρκος έμαθε να λαμβάνει υπ’ όψιν και να φοβείται τον Ραγιάν. Και όμως δύο ή τρεις εκ της γενεάς εκείνης εξηκολούθουν ακόμη με παράδοξον επιμονήν να φορούν την μαύρην πετσέταν, την οποίαν οι χριστιανοί ήσαν υποχρεωμένοι προ του ‘21 να φέρουν επί της κεφαλής των εις ένδειξιν δουλικής υποταγής και ταπεινώσεως. Ίσως όμως ήθελον ούτω να δίδουν εις τους νεοτέρους ζωηροτέραν την εικόνα της εποχής των, ίνα και το μίσος κατά των Τούρκων μεταδίδωσιν εις αυτούς ασπονδότερον και, όπως ήτο εις την ιδικήν των ψυχήν, ακοίμητον.

Πράγματι δε ο Σαϊτονικολής, δείξας εις τον υιόν του ένα εκ των γερόντων εκείνων, όστις διήρχετο στηριζόμενος επί βακτηρίας, του εψιθύρισε με φωνήν σοβαράν, εις την οποίαν επάλλετο η εκδίκησις:

— Θωρείς πώς ήσανε ντυμένοι στα μαύρα οι Χριστιανοί τον καιρό της γιανιτσαριάς, για να μη τση σκοτώνουν οι Τούρκοι;

Ο Μανόλης, αν εγνώριζεν από την θρησκείαν ελάχιστα πράγματα, από την ιστορίαν όμως εγνώριζεν αρκετά, ώστε να εννοεί αυτά τα αισθήματα, τα οποία άλλως ήσαν εις το αίμα του, όπως ήσαν εις το αίμα όλων των Κρητών. Με το γάλα της μητρός του είχε θηλάσει το μίσος και την εκδίκησιν κατά των Τούρκων. Αλλά τόση ήτο η συγκίνησις και η εκθάμβωσίς του, ώστε δεν ήκουε. Την στιγμήν εκείνην άλλως προσείλκυσε την προσοχήν αυτού και των άλλων η εμφάνισις ενός Τούρκου, όστις πρωί πρωί είχε παραβεί την εντολήν του Μωάμεθ, και κλονούμενος διήρχετο την αγοράν, προσπαθών εκ διαλειμμάτων να λάβει στάσιν ηρωικήν. Εις εκάστην δε τοιαύτην απόπειραν, ανεφώνει με υποτραυλίζουσαν φωνήν:

— Είμαι άντρας εγώ, μωρέ!... παλικάρι!... Μα το νούρι του Μουχαμέτη, είμαι και φαίνομαι.

— Πράμα που φαίνεται, κολαούζη1 δε θέλει. Είσαι ο καλύτερος άντρας του χωριού, Δερβίς αγά, του έλεγον εκατέρωθεν γελώντες οι χωριανοί, οίτινες ήσαν συνηθισμένοι να τον βλέπουν σχεδόν καθ’ εκάστην εις αυτήν την κατάστασιν, εγνώριζον δε ότι ήτο ο αβλαβέστερος των μεθύσων.

—Ένα χωριό το μαρτυρά, Ρωμιοί και Τούρκοι... πως είμαι παλικάρι, είπεν ο Δερβίς αγάς· και ενθουσιασθείς επροχώρησε, προσπαθών να τραγουδήσει:

 

Η μπόρμπερη2 κι ο κουμπαράς να φάει τον περτσέ3 μου,

Αν ίσως και σ’ απαρνηστώ, σγουρέ βασιλικέ μου.

 

Έσυρε δε προς τον ώμον την πλατείαν χειρίδα του υποκαμίσου του και απεκάλυπτε τον βραχίονά του, διά να φαίνεται αρειμανιότερος.

Εις το κάτω μέρος της αγοράς εσχηματίζετο μικρά πλατεία, όπου ήσαν τα ιδιαίτερα καφενεία των Τούρκων, το τζαμί με μιναρέν ημιτελή, και απέναντι αυτού κρήνη μεγάλη με τουρκικήν επιγραφήν και καυκία4 σιδηρά, κρεμάμενα δι’ αλυσίδων, διά να πίνουν οι διαβάται. Αλλ’ οι Χριστιανοί απέφευγον να πίνουν με τα τάσια εκείνα των Τούρκων, «για να μη μαγαρίσουν».

Ο Σαϊτονικολής επληροφόρησε χαμηλοφώνως τον υιόν του ότι το τζαμί ήτον άλλοτε ναός του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, τον οποίον, όπως και πολλάς άλλας εκκλησίας, κατέλαβον διά της βίας οι Τούρκοι, όταν εκυρίευσαν την Κρήτην. Έπειτα του έδειξε τον Μουδίρην, όστις συνεκέντρωνεν εις εαυτόν όλην την εξουσίαν διοικητικήν και δικαστικήν της επαρχίας και δι’ ολίγων ζαπτιέδων5 ή γραμμένων, μωαμεθανών και χριστιανών, ετήρει την τάξιν. Ο Μουδίρης ήτο Τουρκαλβανός εκ των απομεινάντων εν Κρήτη από της αιγυπτιακής κυριαρχίας και διά των οποίων η σιδηρά διοίκησις του Μουσταφά πασά κατόρθωσε τότε να δαμάσει τους Τουρκοκρητικούς και αποκαταστήσει την τάξιν εν Κρήτη. Και κατ’ αρχάς μεν ήτο δίκαιος άνθρωπος· υπό την τουρκικήν κυβέρνησιν όμως και εκ του συγχρωτισμού του μετά των Τούρκων της Κρήτης έγινε φανατικός και διώκτης των Χριστιανών. Αλλ’ εις τούτο εφαίνετο ακολουθών και την πολιτικήν της κυβερνήσεώς του, ήτις, αφού ηναγκάσθη να δώσει εις τους Χριστιανούς προνόμια κατά το 1858, εφρόντιζε τώρα να τα εκμηδενίσει.

Ο Μουδίρης εκάθητο εις την μικράν υπόστεγον αυλήν του τζαμιού μετά του Ιμάμη κι εκάπνιζον τα μακρά των τσιμπούκια, ομιλούντες εις γλώσσαν ελληνικήν, την οποίαν εκαρύκευον με τουρκικάς λέξεις.

Από της θέσεως εκείνης ο Μουδίρης ηδύνατο να περιλάβει δι’ ενός βλέμματος σχεδόν ολόκληρον το χωριό, το οποίον εκείθεν αρχόμενον και απλούμενον εις το επίπεδον της αγοράς και της τουρκικής συνοικίας, εξετείνετο έπειτα αμφιθεατρικώς επί των κλιτύων του βουνού, ευρύ και φαιδρόν, ως γελαστόν πρόσωπον, εν μέσω πλαισίου εξ ελαιώνων και δασών καταρρύτων. Σειρά δένδρων υψηλών, τα οποία εφαίνοντο ως αναβαίνοντα προς τα όρη, ηκολούθει τον μαίανδρον τον οποίον διέγραφε καταρρέων διά του χωρίου ο «ποταμός», ρύαξ αστείρευτος, δίδων την κίνησιν εις πέντε νερομύλους. Επί των δωμάτων εφαίνοντο όμιλοι ανδρών και γυναικών, φαιδροί εις το ιλαρόν φεγγοβόλημα του εαρινού ηλίου, περιάγοντες το βλέμμα εις την ευδαίμονα κοιλάδα την ανοιγομένην κάτω προ του χωριού, όπου τους συσκίους κήπους και τους βαθείς ελαιώνας διεδέχετο σμαραγδίνη θάλασσα σπαρτών, σχηματιζομένη εις άβακα θαυμάσιον υπό των διασταυρουμένων διωρύγων, δι’ ων έφευγον, ως άργυροι όφεις διολισθαίνοντες εις την πρασινάδα, τα ύδατα των ρυάκων και των αμετρήτων πηγών. Εκείθεν δε το βλέμμα, ακολουθούν σειράν διαδοχικήν λόφων και κοιλάδων ορεινών, έφθανε κάτω μακράν, όπου παραπέτασμα βουνών υψηλότερον εσχίζετο, σχηματίζον το Φαράγγι, εις το στόμα του οποίου διεγέλα μία ιδέα θαλάσσης, μία λεπτοτάτη ταινία του Λυβικού πελάγους. Προς δυσμάς, εις το όπισθεν των βουνών κενόν, το όμμα εμάντευε την ευρείαν πεδιάδα της Μεσαράς, από την οποίαν μεμονωμένος ανυψούτο εις την αοριστίαν ελαφράς ομίχλης ο Κοφινάς, βουνόν μονοκόρυφον, όπου, κατά τινα προφητείαν αποδιδομένην εις κάποιον «γέροντα-Δανιήλ», έμελε να κολυμβήσει μοσχάρι στο αίμα, κατά την απελευθέρωσιν της Κρήτης.

Από την κοιλάδα και από το χωριό, από όλον εκείνον τον περίκλειστον, ως καλιάν, χώρον ανεδίδετο εις την φωτοπλήμμυραν του ηλίου και εις την αρμονίαν του βόμβου των υδάτων και των εντόμων μία χαρά ζωής, με τον θόρυβον των ανθρώπων συνδιαλεγομένων από δώματος εις δώμα, με τας φωνάς των γυναικών αίτινες εκάλουν τα τέκνα των από τα ύψη του χωριού, με τα άσματα, με τους μυκηθμούς των βοών και των δραγατών το βυκάνισμα, με τους συριγμούς των κοσσύφων και των αηδόνων το κελάδημα. Αδύνατον να φαντασθεί άνθρωπος ότι εις το ειδύλλιον εκείνο ενήδρευε μίσος θανάσιμον μεταξύ δύο λαών, τους οποίους εχώριζεν η θρησκεία, αλλ’ όχι και η καταγωγή, και οίτινες ευκαιρίαν εζήτουν ν’ αλληλοφαγωθούν.

Αφού ούτω περιήγαγεν εις την αγοράν τον υιόν του ο Σαϊτονικολής, κατέληξαν εις την καφεταρίαν του Σμυρνιού. Η καφεταρία μόνον κατά το μεγαλοπρεπές όνομα διέφερεν από τ’ άλλα μαγαζιά του Τσαρσιού. Ήτο μικρόν ισόγειον, με σανιδένιους καναπέδες γύρω, με ράφια υψηλότερα, επί των οποίων ήσαν εκτεθειμένα διάφορα εμπορεύματα, με καθέκλες χωρίς ερεισίνωτον, «κοντούλες», με τεζάκι, επί του οποίου ήσαν παρατεταγμένοι ναργιλέδες και φιάλαι και η μακρά τενεκεδένια αντλία, διά της οποίας ήντλει τα ποτά εκ των βαρελίων ο κάπηλος δι’ εισπνοής. Είχεν η καφεταρία όμως και άλλο διαμέρισμα, συνεχόμενον, διά τα άλλα είδη του εμπορίου, και ανώγειον, το οποίον εχρησίμευεν ως ξενών και όπου κατέφευγον οι Τούρκοι διά να πίνουν κρυφίως.

Ο καφεπώλης, νέος βραχύσωμος, με πρόσωπον αγχίνουν, ζωηρός και αεικίνητος, είχε ζήσει επί τινα έτη εις Σμύρνην, διό και ονομάσθη Σμυρνιός. Επανελθών εκείθεν με ολίγα χρήματα και με πολλήν νοημοσύνην, επεδόθη εις το πολυποίκιλον εμπόριόν του. Γνωρίζων δε να εκμεταλλεύεται την φιλοποσίαν και την ματαιοδοξίαν των Τούρκων, έπνιγεν, ως κώνωπας εις τον οίνον, τα κτήματά των. Τόσον υποχρεωτικός ήτο, ώστε όταν οι πελάται του αγάδες δεν είχον πλέον χρήματα να του δίδουν, τους εδάνειζε με τόκον διά να εξακολουθούν να δαπανούν και ν’ αποκτηνούνται διά της μέθης. Δεν εφοβείτο δε να χάσει τα δανειζόμενα, διότι είχεν υπέρ αυτού την σχεδόν απεριόριστον εξουσίαν του Μουδίρη. Πράγματι ο σκαιός εκείνος Αλβανός είχε γοητευθεί υπό των περιποιήσεων και της πανούργου γλώσσης του Σμυρνιού, ίσως δε, ως εψιθυρίζετο, και υπό των ευκολιών τας οποίας μόνος αυτός εγνώριζε να παρέχει εις ένα Μουδίρην, όστις ηγάπα τον οίνον, αλλά και δεν ήθελε να εκτεθεί εις την κατάκρισιν των φανατικών ομοθρήσκων του. Αλλά και οι άλλοι Τούρκοι είχον σαγηνευθεί υπό των κολακευτικών και υποχρεωτικών τρόπων του Σμυρνιού. Δι’ αυτόν όλοι ήσαν αγάδες και μπέηδες, ακόμη και ο Μεβλούτης ο σαγματοποιός.

Διά να διευκολύνει τας εργασίας του ο Σμυρνιός, επληρώνετο και εις είδη, ανταλλάσσων τον οίνον και την ρακήν με έλαιον, τα υφάσματα με σίτον, τας ρέγγας και τον βακαλαίον με τυρόν, τας βελόνας με αυγά, τα οποία έψηνεν εις τους ξένους του, οσάκις παρουσιάζετο ανάγκη να κάμει και τον ξενοδόχον.

Αλλ’ η δραστηριότης του δεν περιορίζετο μόνον εις τας εμπορικάς ασχολίας. Κατά τας καθημερινάς οι Χριστιανοί, ασχολούμενοι εις τας εργασίας των, δεν μετέβαινον εις την αγοράν. Εκ των Τούρκων είναι αληθές ότι πολλοί ήγον διηνεκή αργίαν και διήρχοντο την μεν ημέραν παίζοντες δάμαν και τάβλι, την δ’ εσπέραν καθήμενοι σταυροπόδι επί των σανιδένιων καναπέδων των καφενείων, καπνίζοντες και διηγούμενοι συμβάντα του πολέμου ή από τα «καλά ζαμάνια», ως απεκάλουν την προ του ‘21 εποχήν, τερπόμενοι με αισχρά πολλάκις ανέκδοτα ή τερατώδη μυθολογήματα, οποία η ιστορία του ιατρού Λουκμάν, Φάουστ μωαμεθανού, όστις δεν εθεράπευε μόνον, αλλά και κατεσκεύαζεν ανθρώπους. Οι Τούρκοι είχον ιδιαίτερα καφενεία και εις τα Χριστιανικά μετέβαινον μόνον διά να εύρουν ό,τι δεν εύρισκαν εις τα δικά των, τον οίνον. Τας καθημερινάς λοιπόν ο Σμυρνιός ήνοιγεν επί τινας ώρας την καφεταρίαν, όσον ήρκει διά να ποτίσει τους πελάτας του, κατά δε τας άλλας ώρας επότιζε τα δένδρα του και εκαλλιέργει τους αγρούς του. Ενώ δε ειργάζετο, εσκέπτετο πολλάκις ότι δεν εγίνοντο επαναστάσεις μόνον με τα τουφέκια, αλλά και τας δικέλλας και τα κλαδευτήρια, με τον πήχυν και με την οκάν. Και η φιλοπονία των Χριστιανών της Κρήτης, καθ’ ον χρόνον οι πλείστοι εκ των Τούρκων εσήποντο εις την αργίαν και την αβελτηρίαν, ήτο επανάστασις, χρονία μάλιστα επανάστασις, υπονομεύουσα την τουρκοκρατίαν, βραδέως μεν, αλλ’ αδιακόπως και ασφαλώς. Τρανήν δε τούτου απόδειξιν είχε προ των οφθαλμών του. Προ της επαναστάσεως του ‘21 τα καλύτερα και τα πλείστα των κτημάτων του χωριού ανήκον εις Τούρκους, αυθαιρέτως κατά το πλείστον αποκτηθέντα. Έπειτα όμως, όταν έπαυσε το δίκαιον της βίας και οι Χριστιανοί εξησφάλισαν μικράν τινα δικαιοσύνην εκ μέρους της κυβερνήσεως, κατόρθωσαν διά της εργασίας ν’ ανακτήσωσι μέγα μέρος της γης, εκτοπίζοντες βαθμηδόν τους Τούρκους, εκ των οποίων τινές, μη έχοντες πλέον περιουσίαν και μη δυνάμενοι να ζώσιν, όπως άλλοτε, εκ των κόπων των ραγιάδων, είχον αρχίσει να μεταναστεύουν εις την πόλιν. Ούτω δε, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός ολιγόστευε και εξηυτελίζετο βαθμηδόν, ο χριστιανικός τουναντίον ηύξανε κατ’ αριθμόν και δύναμιν. Ο Σμυρνιός προέβλεπεν ότι πολύ ταχέως θ’ ανεστρέφοντο οι όροι, και οι Τούρκοι, εις τα κτήματα των οποίων ειργάζοντο μέχρι τούδε οι Χριστιανοί, ως εργάται ή ως συμμισατόροι, θα ευρίσκοντο εις την ανάγκην ν’ αποδώσουν τα ίσα, γινόμενοι εργάται και υπόμισθοι των πρώην εργατών και των πρώην δούλων.

Επειδή δ’ εκτός του μεγάλου πόθου να ίδει την πατρίδα του ελευθέραν, είχε και τον πόθον να ίδει το χωριό του χωρίς Τούρκους, εφαντάζετο ότι έκαστον κτύπημα της δικέλλης του ήτο κτύπημα επί των νώτων των απερχομένων.

Ένεκα των ιδεών του τούτων, έτρεφεν εξαιρετικήν υπόληψιν προς τον Σαϊτονικολήν, όστις διά της μεγάλης του φιλοπονίας είχε δεκαπλασιάσει την περιουσίαν του και, όταν επανήλθεν εκ Σμύρνης, τον εύρε μεταξύ των πρώτων νοικοκύρηδων του χωριού. Τον εχαιρέτησε με φιλικήν φαιδρότητα, απηύθυνε δε φιλοφρονήματά τινα και προς τον Μανόλην, όστις εις απάνησιν τού ανέτρεψεν ένα ναργιλέν, περιπλακέντων των ποδών του εις το μαρκούτσι. Δεν εννόει άλλως και καλά καλά τι του έλεγεν αυτός ο άνθρωπος, όστις μετεχειρίζετο λέξεις μη συνηθιζομένας εις την Κρήτην. Ο Σμυρνιός έσκυψε ν’ ανεγείρει τον ναργιλέν, μειδιών και επαναλαμβάνων ότι δεν ήτο τίποτε· μετά δυσκολίας δ’ εκράτησαν τον γέλωτα και οι άλλοι. Αλλά τον Μανόλην επροστάτευεν η παρουσία του πατρός του, όστις δεν ήτο εκ των ανεχομένων περιπαίγματα.

Τους ευρισκομένους εις το καφενείον άλλως εκράτει εις συγκίνησιν μία μεγάλη είδησις. Επιστολή εξ Ηρακλείου προς τον Σμυρνιόν είχεν αναγγείλει ότι ανεκηρύχθη νέος βασιλεύς της Ελλάδος ο πρίγκηψ της Δανιμαρκίας Γεώργιος. Εις το απόκεντρον εκείνο χωρίον της Κρήτης πολύ ολίγα πράγματα εγνώριζον και πολύ ολιγότερα ενόησαν από τα γενόμενα εις τας Αθήνας κατά το φθινόπωρον του 1861. Είχαν μάθει ότι οι ελεύθεροι Έλληνες επανεστάτησαν και απέπεμψαν τον βασιλέα Όθωνα, αλλά τοιαύτη επανάστασις ήτο δι’ αυτούς ακατανόητος. Εφαντάσθησαν λοιπόν ότι η έξωσις του Όθωνος ήτο αρχή καταλύσεως του βασιλείου, προελθούσα από τας διχονοίας και την φιλαρχίαν των ελευθέρων Ελλήνων· και την λύπην αυτών συνόδευσε σφοδρά αγανάκτησις. Πώς! ο Ελληνισμός όλος υπέφερε τόσα διά να κάμει αυτό το βασίλειον και αυτοί εκεί πάνω θα το κατέστρεφαν, διά τα πάθει και τας αντιζηλίας των; Εις την διάνοιαν των απλοϊκών χωρικών βασίλειον και βασιλεύς εταυτίζοντο εις εν αδιαίρετον και ιερόν. Βραδύτερον άλλαι πληροφορίαι τους επαρηγόρησαν. Ο Όθων απεπέμφθη διότι δεν ήτο ορθόδοξος και εις τον ελληνικόν θρόνον θα τον διεδέχετο άλλος βασιλεύς, από μεγάλον βασιλικόν οίκον της Ευρώπης, τον οποίον αι Δυνάμεις θα υπεστήριζαν ν’ ανακτήσει την Πόλιν και ν’ αναστυλώσει τον σταυρόν επί της Αγίας Σοφίας. Αι ελπίδες δε αύται εφαίνοντο τοσούτο μάλλον πιθαναί, καθ’ όσον τας επεβεβαίωνε και ο Τακτικός, εξηγητής των αγαθαγγελικών προφητειών. Και οι δικοί του υπολογισμοί παρουσίαζον πλησιάζοντα τον καιρόν, κατά τον οποίον οι Τούρκοι θα ηναγκάζοντο να φύγουν στην Κόκκινη Μηλιά. Εις τα βιβλία του εύρισκεν ότι η απελευθέρωσις της Κρήτης θα συνέβαινε κατά το έτος 1867· και επειδή, κατά τινα άλλην πρόρρησιν, η Κρήτη θ’ απελευθερούτο μόνον μετά της Κωνσταντινουπόλεως την ανάκτησιν — «παρμός τση Πόλης, λευτερωμός τση Κρήτης»—, άρα η φυγή των Τούρκων εις την Κόκκινη Μηλιά θα συνέβαινεν εντός τριών ή τεσσάρων ετών.

Η είδησις λοιπόν της εκλογής νέου βασιλέως της Ελλάδος ήτο διττώς χαρμόσυνος· και διότι κατέπαυε τας ανησυχίας τας οποίας είχε γεννήσει η εκθρόνισις του Όθωνος και διότι ήτο προμήνυμα της εκπληρώσεως των μεγάλων εθνικών πόθων. Αλλά περί των πραγμάτων τούτων δεν ομίλουν βέβαια εις τα καφενεία, ούτε τ’ ανεκοίνουν προς τον τυχόντα, όσοι εγνώριζον τας παρεχομένας υπό των προφητειών μεγάλας ελπίδας. Μόνον περί της νέας ειδήσεως ομίλησαν ταπεινοφώνως, διότι όλοι οι ευρισκόμενοι εις την καφεταρίαν ήσαν χριστιανοί και είχον προς αλλήλους εμπιστοσύνην. Κατά τον αυτόν δε τρόπον την ανακοίνωσε και προς τον Σαϊτονικολήν ο δημογέρων Παπαδοσήφης, πλησίον του οποίου είχε καθίσει.

— Δοξάζω σε, Θε μου, είπεν ο Σαϊτονικολής και εκοκκίνησεν εκ συγκινήσεως.

— Καλά χαμπέρια, ε, μπαρμπα-Νικολή; του είπε και ο Σμυρνιός πλησιάσας.

— Θα τα βγάλει και θα το δεις.

— Μα δε μου λες, σύντεκνε Σήφη, ηρώτησεν έπειτα ο Σαϊτονικολής τον παρακαθήμενον δημογέροντα, ίντα βασίλειο είν’ αυτή η... πώς την είπες;

— Η Δανιμαρκία;

— Ναίσκε, η Δανιμαρκία.

— Κι εγώ πρώτη φορά τ’ ακούω.

Δεν εγνώριζε δε και κανείς άλλος τι και πού ήτο η πατρίς του νέου βασιλέως. Και αυτός ο Σμυρνιός, ο μόνος εκ των χωριανών όστις είχε ξενιτευθεί, ευρέθη εις απορίαν. Είχεν όμως πεποίθησιν ότι θα ήτο μεγάλο βασίλειο και ότι ο νέος βασιλιάς θα ήτο συγγενής του εφτακράτορα της Ρουσσίας.

Αλλ’ η ομιλία έπαυσε διά μιας, επί τη εμφανίσει εις την θύραν της καφεταρίας ενός γέροντος υψηλοσώμου και ευτραφούς, με γένια ανώμαλα και φρύδια προέχοντα, τα οποία του έδιδον μορφήν γηραιού ληστού. Εισήλθε βήχων και εις τον χαιρετισμόν του απήντησαν οι εντός του καφενείου:

— Καλώς τον σιορ Γιωργάκη.

Κατ’ αντίθεσιν προς το επιβλητικόν του εξωτερικόν, ο Γιωργάκης Μπερέτης, ο επιλεγόμενος Μπαρμπαρέζρς, ήτο ταπεινός και κολακευτικός προς τους Τούρκους, επιδιώκων την φιλίαν αυτών και συχνάζων εις τα καφενεία των, μεταχειριζόμενος δε τας τουρκικάς λέξεις, τας οποίας αυτοί ανεμίγνυον εις τα ελληνικά, και έστιν ότε χαιρετών αυτούς διά του «μέρχαμπα». Διά τούτο οι χριστιανοί τον εβδελύσσοντο, επειδή δε δικαίως ή αδίκως υπήρχεν η ιδέα ότι εχρησίμευεν ως καταδότης εις τους Τούρκους, ήσαν επιφυλακτικοί ενώπιόν του και εκ φόβου τον επεριποιούντο.

Ο Μπαμπαρέζος έζη ως Τούρκος, σπανίως εργαζόμενος και εξυπνών αργά. Ήτο εκ των ολιγίστων Χριστιανών οίτινες εκάπνιζον, φέρων πάντοτε την καπνοσακκούλαν ανηρτημένην εις την ζώνην. Εις την εκκλησίαν δεν μετέβαινε τακτικά και κατέλυε τας νηστείας, πράγμα το οποίον εκίνει φρίκην άμετρον και βδελυγμίαν. Από τους Τούρκους επίσης είχε πάρει την αναιδή έξιν να κάθεται απρόσκλητος εις ξένας τραπέζας.

Ενώ ο Μπαρμπαρέζος εγκαθιδρύετο εις τον καναπέν, ο Σμυρνιός παρουσίαζε δύο καφέδες προς τον Σαϊτονικολήν και τον υιόν του. Δεν συνέβη όμως ό,τι επερίμενε, δηλαδή να πίει διά μιας ο Μανόλης τον καφέ και να μείνει «ολοχάσκωτος», διότι το αυτό προβλέπων και ο Σαϊτονικολής του εψιθύρισεν εγκαίρως:

— Ρουφιά και ρουφιά να τόνε πιεις γιατί καίει. Ακούς;

Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανόλην και συνεχάρη

τον πατέρα του.

— Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι τον γιο. Διπλός άντρας κατασταίνεται.

— Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γιος, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών.

— Εφταΐδιος ο ραμετλής6 ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή. Θαρρώ πως τόνε θωρώ... Και πε μου δα, παιδί μου, είπε προς τον Μανόλην με το περιποιητικότερόν του μειδίαμα, ίντα καλά μας ήφερες από τη μάντρα; Μυζήθρες, αθόγαλο;

— Δεν ήφερα πράμα, απήντησεν ο Μανόλης, αποσπασθείς από την έκστασιν με την οποίαν παρετήρει τα μικρά κάτοπτρα, που ήσαν ανηρτημένα κατά σειράν εις το ράφι της καφεταρίας και σειόμενα εσχημάτιζον διάφορα παιγνίδια φωτός.

— Εσείς οι βοσκοί, είπε πάλιν ο Μπαρμπαρέζος σχεδόν με παράπονον, δεν τ’ αγαπάτε τα γαλατερά, γιατί τα ‘χετε κάθε μέρα και θαρρείτε πως δεν τ’ αγαπούμε κι εμείς.

Και αφήσας τα γαλατερά, επανήλθεν εις την ανάμνησιν του πάππου του Μανόλη, όστις είχε φονευθεί κατά την μεγάλην επανάστασιν. Του έπλεξε δε υπερβολικόν εγκώμιον, παρασκευάζων διά πλαγίας κολακείας επιδρομήν εις τον πλούσιον οίκον του Σαϊτονικολή. Αυτός κι ο Σήφακας ήσαν οι πλιό μεγαλόσωμοι πολεμισταί του ‘21. Κι είχε μια φωνή, που όταν τον ήκουαν οι Τούρκοι να φωνάζει «σταθείτε μπουρμάδες7!» τους έπιανε τρομάρα. Στη Γεράπετρο ανέβηκε στο μπεντένι8 με τον Ζερβονικόλα, κι αν τους ακολουθούσαν κι αλλοι και δεν εδείλιαζαν, θα παίρνανε το φρούριον. Στη μεγάλη μάχη της Κριτσάς εσκότωσε με το χέρι του πέντε Μισιρλίδες. Και πού δεν επολέμησε; Ως και στον Μωριά επήγε μ’ άλλους Κρητικούς.

— Και του λόγου σου, σιορ Γιωργάκη, επολέμησες τότε; τον ηρώτησε με λεπτόν μειδίαμα ο Σαϊτονικολής.

— Ήκαμα κι εγώ ό,τι 'μπόρουνα, απήντησε μετριοφρόνως ο Μπαρμπσρέζος. Απατός σου δε με θυμάσαι γιατ’ ήσουνε μιτσός ακόμη, μα δε ρωτάς τον Καπετάνιο;

Ο Καπετάνιος, γέρων σοβαρός και ολιγόλογος, όστις εκάθητο απέναντι και εφαίνετο προσέχων περισσότερον εις τον κρότον του κομβολογίου του παρά εις τους λόγους του Μπαρμπαρέζου, είχε τον τίτλον τούτον μάλλον από της αιγυπτιακής κυριαρχίας, ότε εχρημάτισεν έπαρχος, παρ’ από την επανάστασιν. Αλλ’είχε πολεμήσει κατά το ‘21 και ηδύνατο να χρησιμεύσει ως μάρτυς.

— Θυμούμαι ‘γώ εδά και τόσους χρόνους ίντα ‘κανε ο πάσα εις; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθεί.

— Εγώ νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα ‘21 ήσουνε μικρός.

— Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι9· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε;

— Είκοσι τέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ;

— Σωστά.

Η ανάμνησις του «μεγάλου σκοτιδιού» εφάνη ως να ηλέκτρισε τον Καπετάνιον.

— Εγώ το θυμούμαι το μεγάλο σκοτίδι, είπε. Θα ‘μουνε οκτώ χρονώ.

Όλοι εστράφησαν με προσοχήν και περιέργειαν μεγάλην προς τον γέροντα, ο δε Σμυρνιός διέκοψε και αυτός την εργασίαν του διά ν’ ακούσει.

— Ήμουνε κάτω στα λιβάδια, διηγήθη ο Καπετάνιος, και μιαν κοπανιά μέρα μεσημέρι αρχίζει κι εσκοτείνιαζε ο κόσμος, κι εγίνηκε σκότος, σαν να νύχτιασε. Ξανοίγω τον ήλιο και θωρώ μια μαύρη βούλα, και γύρου γύρου άστρα. Σαν τη νύχτα δε σάςε λέω; Κι αρχίζουν και τα βούγια να μουγκαλιούνται, κι οι σκύλοι να κλαίνε. Ήμουνε με τη μάνα μου τη μακαρίτισσα και μου λέει: «Κάμε, παιδί μου, τον σταυρό σου, κάμε, παιδί μου, τον σταυρό σου». Ήκανε κι η γίδια τον σταυρό τση κι επαρακαλούσε τον Θεό και την Παναγία. Στα λιβάδια ήσαν κι άλλοι χωριανοί, χριστιανοί και τούρκοι· κι ήκουες ένα σύθρηνο μαζί με τση φωνές των ωζώ. Όλοι εθαρρούσανε πως εχάλα ο κόσμος.

— Θα είχε πιαστεί ο ήλιος· δεν είν’ έτσι, καπετάν Δημήτρη; είπεν ο Σμυρνιός.

— Πρέπει. Κατέχω κι εγώ; απήντησεν ο Καπετάνιος.

Εντεύθεν λαβόντες αφορμήν, ομίλησαν και περί άλλων τοιούτων φυσικών φαινομένων και του μεγάλου σεισμού, όστις προ ολίγων ετών είχε κατερειπώσει το Ηράκλειον. Ο δε Νικολάκης ο Στιβακτής, τον οποίον επανόμαζον ειρωνικώς Αστρονόμον, διότι είχε περιέργειαν φυσικού και φιλοδοξίαν μετεωρολόγου, προμαντεύοντος τον καιρόν και τας εσοδείας, εξέφρασε την γνώμην ότι οι σεισμοί προήρχοντο από το «μέταλλο της γης», χωρίς και να δύναται σαφώς να εξηγήσει τι ήτον αυτό το μέταλλο. Αλλ’ ο Σαϊτονικολής του παρετήρησεν ότι δεν έπρεπε να τα ξαναπεί αυτά τα πράματα, τα οποία ήσαν σωστές ανοησίες, και με συμπάθειο. Και εξήφθη, διότι επί τέλους τέτοια λόγια ήσαν και αμαρτία. Οι σεισμοί είναι θεϊκή όργητα από τις αμαρτίες των ανθρώπων. Τούτο εβεβαίωσε και ο Αναγνώστης ο Ξυνιάς, επικαλεσθείς την μαρτυρίαν του Δαυίδ. «Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν». Ο δε Αστρονόμος, όστις δεν είχε την αυταπάρνησιν του Γαλιλαίου, εθεώρησε φρόνιμον ν’ αναβάλει εις ευθετοτέρους καιρούς την διάδοδιν των νεοτεριστικών ιδεών του.

Την διακοπήν δε ταύτην ανέμενεν ανυπομόνως ο Σκιζομιχελής, αγροίκος με ποιμενικά ενδύματα, όστις εφαίνετο απορών πώς άνθρωποι φρόνμοι έδιδαν προσοχήν εις τα λόγια αυτού του «κουζούλακα» του Αστρονόμου. Το σπουδαίον ζήτημα δι’ αυτόν ήτο η απώλεια μιας «στειρώγας». Και ηρώτησε τον Μανόλην μήπως τυχόν την είδε. Τα σημάδια της ήσαν «ρουσόματη, μαύρη, ζωνή και κοκάρι».

Και ενώ έλεγε ταύτα, παρετήρει τον Μανόλην, ως να υπόπτευεν ότι η εξαφάνισις της αίγας ήτο δουλειά του. Διατί τάχα όχι; Όλοι οι βοσκοί δεν κλέβουν; Σου κλέβουν δέκα πρόβατα· κλέβεις και συ άλλα δέκα ενός άλλου, και αυτός πάλιν άλλα, κι έτσι διατηρείται μία ισορροπία.

Επειδή επρόκειτο περί πραγμάτων εις τα οποία ήτο και ο Μανόλης ειδικός, απήντησε με θάρρος, ότι δεν είδε την αίγα, ότι είχε καιρό να δει φευγαρά αίγα. Μαντεύσας δε, φαίνεται, την υποψίαν του Σκιζομιχελή, ενίσχυσε τους λόγους του δι’ όρκου:

— Θεάψυχά μου!

 

Μετά μεσημβρίαν ο Σαϊτονικολής περιήγαγε τον υιόν του εις τα εγγύς του χωρίου κτήματά των. Όταν δε περί την δείλην επέστρεφον, εύρον πάλιν καθ’ οδόν τον δημογέροντα Παπαδοσήφην και εξηκολούθησαν την περί των γενικών πραγμάτων ομιλίαν, την οποίαν είχε διακόψει εις την καφεταρίαν η άφιξις του Μπαρμπαρέζου.

— Θαρρώ, του είπεν ο Παπαδοσήφης, πως θα ‘χομε και πολύ γλήγορ’ ανελώματα10. Το γράμμα του Σμυρνιού λέει πως στα Χανιά δεν περνούνε καλά με τον Ισμαήλ πασά· είναι κι αυτός χριστιανομάχος σαν τον Χουσνή.

— Ε! θα φύγει κι αυτός σαν τον Χουσνή, είπεν ο Σαϊτονικολής. Θα τόνε στείλουν οι Κρητικοί στον γέρο τον διάολο, ως εστείλανε και τον Βελή πασά.

— Ναι, μ’ αν ο Σουλτάνος δε στέρξει να τον αλλάξει, ίντα θα γένει;

— Πόλεμος, απήντησεν ο Σαϊτονικολής. Δεν το λένε τα χαρτιά του Τακτικού;

— Κατέχω κι εγώ; είπε ξύων τον κρόταφόν του ο Παπαδοσήφης.

— Άκουσ’ αυτό που σου λέω εγώ, σύντεκνε! Το τέλος τση Τουρκιάς εσίμωσε και να μου το θυμάσαι.

— Να δώσει ο Θεός! Μα κατέχω κι εγώ; Και στα ‘41 το ‘χαμε για σίγουρο. Ας είναι.

Ο Παπαδοσήφης ανέφερεν έπειτα ότι ο Ισμαήλ πασάς, όπως ο προκάτοχός του, εφαίνετο προσπαθών να εκμηδενίσει τα προνόμια τα οποία είχαν αποκτήσει οι Κρητικοί διά της επαναστάσεως του ‘58, και ιδίως το δικαίωμα να έχουν όπλα. Αυτά δε και η βαρεία φορολογία εδημιούργουν εις τα Χανιώτικα μέγαν ερεθισμόν.

— Άκου κτύπους στα Χανιά, άκου τση κι επά κοντά, είπεν ο Σαϊτονικολής, επαναλαμβάνων μίαν παροιμιώδη φράσιν.

Όταν έφθασαν εις το χωριό, είχεν ήδη δύσει ο ήλιος και εμφανισθεί η νέα σελήνη· αι δε γυναίκες ατενίζουσαι προς αυτήν, εσταυροκοπούντο και έλεγον:

 

— Προσκυνώ σε νιο φεγγάρι

Κι απού σ’ έπεμπεν ομάδι.

 

Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις εν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα:

— Καλησπέρα, Πηγιό.

— Καλή σου σπέρα, μπαρμπα-Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο.

— Όμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής. Δε μάςε ρίχτεις ένα κλαδί;

— Μετά χαράς, απήντησεν η κόρη, και μετ’ ολίγον εξέτεινε μεταξύ των γαστρών το ηλιοκαυμένον χέρι της, εις το οποίον εκράτει δέσμην βασιλικών και γαρυφάλων.

— Όρισε, μπαρμπα-Νικολή.

— Τα λουλούδια 'ναι για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανόλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του.

Εις το σπίτι ο Μανόλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης. Ποτέ διατρέχων τα βουνά δεν είχε κουρασθεί όπως εκ των συγκινήσεων της ημέρας εκείνης και της συρροής και διαδοχής των εντυπώσεων. Ο θόρυβος του χωριού και της αγοράς εβόμβει ακόμη εις την ακοήν του και αι δριμείαι οσμαί των εμπορευμάτων και των ναργιλέδων του Σμυρνιού τον παρηκολούθουν. Ήτο ως μεθυσμένος. Αλλ’ εις την ζάλην εκείνην ήκουε τους ψιθυρισμούς των γλυκυτέρων και ωραιοτέρων υποσχέσεων. Τα θελκτικά φαντάσματα, τα οποία έβλεπεν εις τους ρεμβασμούς της μονώσεώς του, ανεφαίνοντο πραγματικότερα εις την μέθην εκείνην· και η ψυχή του επλημμύρει από χαράν πεινούσαν να ξεχειλίσει, να εκχυθεί εις άσματα, εις τρελά ξεφωνητά, εις ομολογίας.

Αλλά μόνον προς τον σκύλον του απετόλμησε να ομολογήσει μέρος της ευτυχίας και των ελπίδων του. Διά ν’ αποφύγουν τας πρωινάς σκηνάς, δεν τον είχον παραλάβει εις τον απογευματινόν περίπατον. Όταν δε ο Μανόλης τον επανείδε, τον ενηγκαλίσθη με διάχυσιν και του είπε:

— Δεν ξαναπάμε μπλιό στα όρη, ε, Τριαμάτη; Στο χωριό 'ναι καλά... έχει και κοπελιές όμορφες. Είδες εσύ το Πηγιό, που ‘χει τσι βασιλικούς και τα μαύρα μάτια;... Δεν ξαναπάμε στα ωζά, ε, Τριαμάτη;

Ο Τριαμάτης όμως δεν εφαίνετο συμμεριζόμενος την ιδέαν του. Αυτός δεν ηδύνατο να είναι ευχαριστημένος εις τόπον όπου εύρε μόνον εχθρούς.

Και τας θωπείας του κυρίου του εδέχθη μάλλον με κατήφειαν. Ούτω τουλάχιστον ενόμισεν ο Μανόλης, όστις του είπε:

— Πώς! δε σ’ αρέσει το χωριό;

Και αφού τον παρετήρησεν επί τινας στιγμάς, ως να διέκρινε τώρα πρώτην φοράν ότι ο Τριαμάτης δεν ήτο άνθρωπος, του είπε πάλιν:

—Αν ήσουνε και συ Μανώλης, θα σ’ άρεσε· μα είσαι μόνο σκύλος, κακομοίρη! Ίντα να σου κάμω 'γώ;

Γ'.

Μετά δεκαπέντε ημέρας ετελέσθη το βάπτισμα του θυγατρίου του Μουστοβασίλη, νέου και ευπόρου χωριανού, του οποίου ανάδοχος έγινε, κατά το σχέδιον του πατρός του, ο Μανόλης.

Από ημερών αι συγγενείς του γυναίκες συνεζήτουν ποίον όνομα να δώσει εις την βαπτιστικήν του· και επί τέλους συνεφώνησαν να την ονομάσει Αγλαΐαν· τόσον δε ήρεσεν εις όλους το όνομα τούτο, ώστε και αυτή η Σαϊτονικολίνα παρητήθη του δικαιώματος το οποίον είχεν, ως μήτηρ του αναδόχου, να προτιμηθεί το δυσπρόφερτον όνομά της «Ργινιά». Όταν μια θεία του Μανόλη επρότεινε το όνομα εκείνο, εφάνη παράξενον· αλλ’ όταν επληροφόρησεν ότι το είχε δώσει ο Σμυρνιός προ τινων ημερών εις μίαν βαπτιστικήν του, ο αρχόμενος μορφασμός μετεβλήθη εις μειδίαμα επιδοκιμασίας και εις όλας εφάνη τότε «αρχοντικό» και ωραίον. Το είχε φέρει ο Σμυρνιός από «πάνω», δηλαδή, ως θα ελέγαμεν σήμερον, «από την Ευρώπην». Ούτω με μίαν λέξιν οι ουδέποτε ξενιτευθέντες εκείνοι χωρικοί ονόμαζον τον πολιτισμένον κόσμον, τον κόσμον τον οποίον δεν εγνώριζον και τον οποίον απλώς εφαντάζοντο θαυμάσιον. Ο δε Σνυρνιός, όστις είχε ξενιτευθεί, εθεωρείτο ως αντιπρόσωπος του πολιτισμού εκείνου μεταξύ αυτών και επομένως άνθρωπος υπερέχων, του οποίου η προτίμησις και η εκλογή ηδύνατο να χρησιμεύσει ως κανών ασφαλής φιλοκαλίας και ευθυκρισίας. Αλλά το γόητρον του ανθρώπου εκείνου οφείλετο και εις τας πραγματικάς του αρετάς. Εάν ήτο κανείς ακαμάτης ή ξιπασμένος, τα «ελλενικά» του θα επροκάλουν το μειδίαμα, όπως αι θεωρίαι του Αστρονόμου, και το κοντόν και σχιστόν εις την ράχην γελέκι του θα εφαίνετο ένδυμα γελωτοποιού.

Όσον επανελάμβανον λοιπόν αι γυναίκες το καινοφανές όνομα, τόσον ανεκάλυπτον χάριν και ευγένειαν εις τον απαλόν του ήχον και την στιλπνότητά του.

Μόνον ο Σαϊτονικολής, όταν το ήκουσεν, είπε προς την γυναίκα του με μορφασμόν περιφρονητικόν:

— Ίντα όνομά 'ναι, αλλάϊσ’, αυτονά;

Αλλά δεν επέμεινε, μη δίδων προσοχήν εις τόσο μικρά πράγματα.

Το βράδυ λοιπόν εκείνο εις την οικίαν του Μουστοβασίλη επεκράτει μεγάλη κίνησις. Όλαι αι συγγενείς του γυναίκες ήσαν εκεί, πηγαινοερχόμεναι ασχολοφανείς, ετοιμάζουσαι το γεύμα του βαπτίσματος. Εκεί ήτο και η γνωστή μας Πηγιώ, πρωτεξαδέλφη της οικοδεσποίνης, κόρη δεκαοκτώ ετών, υψηλή και θαλερά, με αθωότητα παιδίου εις το βλέμμα, την φωνήν και τον γέλωτα. Το πρόσωπόν της ήτο περιπόρφυρον εκ της θερμότητος της χαμηλής εστίας, προ της οποίας συγκάμπτουσα το υψηλόν της ανάστημα ετηγάνιζε μυζιθρόπιτες, αίτινες επλήρουν την οικίαν ευχαρίστου κνίσσης. Πέντε ή εξ παιδία, με στοιχειώδη ιματισμόν και ανυπόδητα, όρθια ή καθήμενα γύρω, και μία μαύρη γάτα παρετήρουν λαιμάργως τους ροδοκοκκίνους πλακούντας, οίτινες εσχημάτιζον πυραμίδας εις πινάκια μεγάλα. Και ενώ ανέστρεφε τους πλακούντας εις το τηγάνι και έριπτε νέους εις το θορυβωδώς αναβράζον έλαιον, η Πηγιώ επετήρει και την γάταν και εκ διαλειμμάτων την απεμάκρυνε με την πυράγραν11. Εις τα παιδία είχε δώσει από μίαν πίταν, γελώσα με την βουλιμίαν αυτών και τους κωμικούς μορφασμούς με τους οποίους κατέπινον το καίον ζυμαρικόν. Αλλ’ έπειτα βλέπουσα ότι δεν εύρισκε τέλος με την παιδικήν απληστίαν, είπε:

— Παιδιά, ο σύντεκνος είπε πως όποιος φάει παραπάνω από μια μυζιθρόπιτα, πριχού να ‘ρθει από την εκκλησά, δε θα πάρει μαρτυρίκια.

Αφού δε υπεδαύλισε την πυράν, ηρώτησε με πονηρόν μειδίαμα, αν ήθελε κανέν από τα παιδιά και άλλην πίταν και τα παιδιά, μη έχοντα την δύναμιν να καταστείλωσι την όρεξίν των, αλλά και φοβούμενα μη χάσωσι τα μαρτυρίκια, περιορίσθησαν εις μίαν αμφίβολον άρνησιν διά μακρού πλαταγισμού της γλώσσης εις τον ουρανίσκον.

Η οικία παρουσίαζε κάποιαν φιλόκαλον φροντίδα νεαράς οικοδεσποίνης, την οποίαν δεν είχαν πνίξει ακόμη τα βιοτικά βάσανα. Οικία και έπιπλα αρκούντως καινουργή, εμαρτύρουν ότι το νοικοκυριό του Μουστοβασίλη ήτο μόλις τριών ή τεσσάρων ετών. Η οικία απετελείτο εκ δύο μεγάλων ισογείων διαμερισμάτων, εξ ων το εσώτερον εχρησίμευε μάλλον ως αποθήκη· είχε δε και ανώγειον, αλλ’ η ζωή της μικράς οικογενείας περιορίζετο εις το προς την οδόν διαμέρισμα, το οποίον ήτο αρκετά ευρύ ώστε να είναι και αίθουσα και κοιτών και μαγειρείον. Την μίαν των προς το βάθος γωνιών κατείχε μεγάλη και υψηλή παστάς, την οποίαν εστόλιζον εν είδει παραπετασμάτων χρωματιστά κλινοσκεπάσματα. Έπειτα καθ’ όλον σχεδόν το μήκος του ενός τοίχου εξετείνετο η «καντάδα», ξύλον κρεμάμενον εκατέρωθεν εκ των δοκίδων της οροφής, εις το οποίον ήσαν ανηρτημένα κατά σειράν διάφορα άλλα κιλίμια και ενδύματα. Τον ανέναντι δε τοίχον εστόλιζον, ανακείμενα με επιδεικτικήν παράταξιν εις το ράφι, πινάκια και αγγεία με διαφόρους παραστάσεις και κοσμήματα έγχρωμα, κονίστρα και καλαθίσκοι αχυρόπλεκτοι, νεανικά κομψοτεχνήματα της οικοδεσποίνης· και υπό το ράφι, εκατέρωθεν των δύο παραθύρων, τα όπλα του Μουστοβασίλη και σειρά μάκτρων12 λευκών, επιδεικνυόντων τας ποικιλμένας παρυφάς των.

Την εσωτερικήν φυσιογνωμίαν του οικήματος συνεπλήρουν η ευρεία εστία με την αψίδα, τας θυρίδας και τα ράφια της διά τα μαγειρικά σκεύη, μικρόν σκευοφυλάκιον και ο σταμνοστάτης, παρά την θύραν εις το βάθος του τοίχου, οπόθεν εξείχον, ως πυροβόλα, τα στόμια των σταμνίων και των λαγηνών, φραγμένα με «σταμναγκάθι».Τα χυνόμενα δε και στάζοντα νερά εκ του σταμνοστάτου είχαν αρχίσει να σχηματίζουν λάκκους υγρούς εις το χώμα του δαπέδου.

Την στέγην υπεβάσταζον χονδρά μεσοδόκια, διασταυρούμενα με δοκίδας και δοκάρια από ξύλα κέδρων και κυπαρίσσων, τα οποία, όπως ήσαν ακατέργαστα και μόλις αποφλοιωμένα, διετήρουν ακόμη και διέχυνον το άρωμά των. Από τα ξύλα εκείνα της οροφής εκρέμοντο διάφορα σχοινία, εις τα οποία κατά το φθινόπωρον ανηρτώντο, ως πολυέλαιοι, οι ορμαθοί των οπωρικών των διατηρουμένων διά τον χειμώνα· αλλά τώρα μόνον τυριά και αθότυροι εφαίνοντο μετέωρα εκεί επί δύο σανίδων, των οποίων τα σχοινιά ήσαν οχυρωμένα με άκανθας, διά να εμποδίζουν την εκ της οροφής επιδρομήν των ποντικών.

Η προς τον δρόμον θύρα, παρά την οποίαν εκρέμετο μικρός καθρέπτης, ήτο κλειστή, αλλ’ ήτο ανοικτόν το «απανωπόρτι», παράθυρον επί του θυροφύλλου, διά του οποίου εισήρχετο ο θόρυβος της οδού, ποδοβολητός των επιστρεφόντων εκ των αγρών χωρικών με τα κτήνη των, φωναί των βουκόλων και βλασφημίαι προς τους συμπλεκομένους ή ασχημονούντας εν μέση οδώ ταύρους· «Να βούι, να! διάλε τ’ς αποθαμένους σου!» και υλακαί βαθμηδόν απομακρυνόμεναι μετά του άλλου θορύβου.

Εν τω μεταξύ ο χοίρος, τον οποίον δεν άφηνε να κοιμηθεί η εκ της οικίας αναδιδομένη ποικίλη και γαργαλιστική κνίσσα, επολιόρκει την θύραν, διασείων αυτήν με το ρύγχος του, ως διά πολιορκητικού κριού, και γρυλίζων με επιτεινομένην αγανάκτησιν, ως να έλεγε:

— Ανοίξετε λοιπόν επιτέλους!

Αλλ’ ουδείς έδιδε προσοχήν εις αυτόν· αι γυναίκες ήσαν τόσον απησχολημέναι εις τας ετοιμασίας των, ώστε ούτε ήκουον τα οχληρά εκείνα γρυλίσματα, εις τα οποία άλλως ήσαν συνηθισμέναι. Τα έπιπλα και τα σκεύη του σπιτιού ήσαν ανεπαρκή διά την έκτακτον εκείνην περίστασιν και είχαν δανεισθεί από την γειτονιάν καθέκλες και τραπέζια, τα οποία επροσπάθουν να συναρμόσουν διά να σχηματίσουν μεγάλην τράπεζαν επαρκή διά τους προσκεκλημένους. Τα πολύτιμα πινάκια είχαν κατεβασθεί και τα μάκτρα τα «ξομπλιαστά» εξεκρεμώντο από το ράφι, διά να τεθούν εις την τράπεζαν. Και όλα ταύτα εγίνοντο με πυρετόν και σύγχυσιν θορυβώδη, διότι από στιγμής εις στιγμήν επεριμένοντο να επιστρέψουν από την εκκλησίαν οι μεταβάντες διά το βάπτισμα. Την τελευταίαν στιγμήν παρετήρησαν ότι οι τρεις ελαιόλυχνοι δεν ήσαν αρκετοί και μία εκ των συγγενών γυναικών, εξελθούσα διά να φέρει και τέταρτον, συνεκρότησε μάχην προς τον χοίρον, επιχειρήσαντα να εισορμήσει.

Η Πηγή, περατώσασα την εργασίαν της, εκάθητο ακόμη προ της εστίας, της οποίας η ανταύγεια περιέβαλλε την μορφήν της με αίγλην ροδίνην. Εκ της θερμότητος είχεν εις τα μέλη μίαν ραθυμίαν, μίαν απαλήν έκλυσιν των νεύρων, ήτις ημιέκλειε τα βλέφαρά της. Λεπτότατοι θρόμβοι εφιδρώσεως έστιλβον, ως αδαμαντίνη κόνις, εις τον ελαφρότατον χνουν, όστις μόλις διεκρίνετο, ως σκιά διαφανής, επί του άνω χείλους αυτής και όστις, αντί να την ασχημίζει, της έδιδε τουναντίον ιδιαίτερον θέλγητρον. Ούτω μαθημένη με τους βραχίονας αδρανείς επί των γονάτων, κρατούσα ακόμη το πηρούνι με το οποίον ανέστρεφε τους πλακούντας, εφαίνετο ως να εμειδία προς ωραίον όνειρον, το οποίον οι ημίκλειστοι οφθαλμοί της έβλεπον εις το βάθος της πυράς, εις τον χορόν και τα παιγνίδια των φλογών.

Τα παιδία, καθήμενα περί αυτήν κατά γης, εφαίνοντο αποκαρωθέντα και αυτά εις την προσδοκίαν. Αλλ’ όμως επετήρουν ζηλοτύπως τας υπόπτους κινήσεις της γάτας, ήτις αφού έστρεψε τα πράσινα μάτια της προς ένα ποντικόν τρέχοντα θορυβωδώς διά μέσου των δοκίδων της οροφής, εξεστράτευσε πάλιν προς τας πυραμίδας των πλακούντων, νομίζουσα ότι οι φύλακες είχον αποκοιμηθεί. Καθ’ ην δε στιγμήν επεχείρει την έφοδον, πέντε ταυτόχρονα «ψιτ» την έτρεψαν εις φυγήν.

Τότε η Πηγή εσηκώθη και είπε προς την νεαράν οικοδέσποιναν:

— Αργεί να ‘ρθει κιανείς, Γαρεφαλιό, να μάςε πει πώς το βγάλανε.

Οι Σαϊτανοί είχον κρατήσει μυστικόν, όπως εσυνηθίζετο, το όνομα το οποίον θα έδιδεν ο Μανόλης εις την βαπτιστικήν του, και αι γυναίκες, ενώ κατεγίνοντο εις την παρασκευήν της τραπέζης, επροσπάθουν να μαντεύσουν το μυστικόν.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βιαστικά βήματα ανυποδήτων παιδίων και εις το πανωπόρτι παρουσιάσθη καταπόρφυρον πρόσωπον κορασίδος, ήτις αποσύρασα μετά δυσκολίας τον μάνδαλον, ήνοιξε την θύραν και εισόρμησε με σμήνος άλλων παιδίων.

— Αχλαδία το βγάλανε, θεια-Γαρεφαλιό, ανεφώνησαν όλα διά μιας, ως ν’ ανήγγελλον την νίκην του Μαραθώνος.

Το Γαρεφαλιό παρετήρησε τα παιδία μετά δυσπιστίας. Δεν θα ήκουσαν καλά. Τα παιδία όμως επέμενον. Τότε μία θεία του Μουστοβασίλη εμόρφασε με δυσαρέσκειαν. Δεν το νοματίζανε καλύτερα κερασιά ή ροδακινιά; Χαρά στ’ όνομα! Αλλά το Γαρεφαλιό, διά ν’ αναχαιτίσει την γλώσσαν της γραίας, είπεν ότι βέβαια τα παιδιά θα παράκουσαν αλλά και αν ήτο αυτό το όνομα, να της ζήσει αυτής το παιδί, της και δεν επείραζεν όπως κι αν το ‘λεγαν.

— Καλέ, Αγλαΐα θα το ‘βγαλε και θα το δείτε, είπεν η Πηγή, η οποία εγνώριζε το νέον όνομα, που είχε φέρει από πάνω ο Σμυρνιός.

Αλλά την συζήτησιν διέκοψε φοβερόν μούγκρισμα θριάμβου. Ο χοίρος ευρών επί τέλους ευκαιρίαν είχεν εισορμήσει, και με την χοιρινήν του αναισθησίαν επροχώρει προς την τράπεζαν. Όλαι αι γυναίκες ανεφώνησαν μετά φρίκης «ουτς!», η δε Πηγή, αρπάσασα ράβδον, τον κατεδίωξε με αλύπητα κτυπήματα και επανέκλεισε την θύραν αναφωνούσα:

— Άδικο να σου λάχει, μαγαρισμένε!

Άλλος αγγελιαφόρος μετ’ ολίγον εβεβαίωσε το άγγελμα των παιδιών.

— Να σάςε ζήσει η νεοφώτιστη, είπε προκύψασα από το πανωπόρτι μία γραία γειτόνισσα, ήτις ευρισκομένη εις την εκκλησίαν ήκουσε και αυτή ότι το παιδί τ’ ονόμασαν Αχλαδία.

Πράγματι δε κάτι τοιούτον είχε συμβεί. Επειδή ο Μανόλης εδυσκολεύετο να συγκρατήσει εις την μνήμην του το ασυνήθιστον όνομα, η αδελφή του, μετά πολλά μάταια πειράματα, του είπε να ‘χει στον νου του την «αχλαδιά», διά να το θυμηθεί. Αλλ’ όταν έφθασεν η στιγμή να το είπει εις τον ιερέα, εις την μνήμην του εύρε μόνον την αχλαδιάν ολίγον παρηλλαγμένην. Ο δε παπάς, εις τον οποίον επίσης ήτο γνωριμοτέρα η αχλαδιά, ήρχισε να επαναλαμβάνει εις τας ευχάς του το όνομα, όπως του το είπεν ο Μανόλης. Διατί άλλως να του φανεί παράξενον, αφού είχεν ακούσει ονόματα βαπτιστικά Μηλιά και Τριανταφυλλιά; Εις την έρρινον δε ψαλμωδίαν του και την ηχώ του θόλου δεν διεκρίνετο η στρέβλωσις και ολίγον αργά την αντελήφθησαν η αδελφή και η μητέρα του αναδόχου.

Είχε γείνει η πρώτη εις την κολυμβήθραν κατάδυσις, και ο παπάς εβάπτιζε «την δούλην του Θεού Αχλαδίαν», ότε η Σαϊτονικολίνα επλησίασε και με φωνήν διστακτικήν του είπεν: — Αγλαΐα είναι τ’ όνομα, αφέντη παπά, Αγλαΐα. Ο ιερεύς διακόψας το βάπτισμα και κρατών μετέωρον το νήπιον, το οποίον εκραύγαζεν, απήντησεν:

— Αγλαΐα, Αχλαδία το ίδιο είναι. Κατέχω κι εγώ με τα ονόματα που πάτε και βγάνετε;

Και εκινήθη διά να βυθίσει εκ νέου το παιδίον, αλλ’ η Σαϊτονικολίνα επέμενε, παρά την γνώμην του συζύγου της, όστις δυσφορών είπεν εις τον ιερέα:

— Κάνε, βλοημένε, τη δουλειά σου και μην αφουκράσαι.

Ο Μανόλης ενόμιζε και αυτός ότι το όνομα ήτο Αγλαΐα. Δεν ερωτούσαν και την αδελφή του, που εκάτεχε καλύτερα; Αυτός την στιγμήν εκείνην είχεν άλλην σοβαροτέραν ασχολίαν· παρετήρει αγνώστους ανατομικάς λεπτομερείας επί του νηπίου, το οποίον εσφάδαζεν εις τας χείρας του ιερέως.

Ο δε Μουστοβασίλης, εξοργισθείς επί τέλους, εφώναξε να τ’ ονομάσουν όπως θέλουν, αλλά να μη το σκάσουν το παιδί του.

Τότε ο ιερεύς απεφάσισε και έκαμε και τας δύο άλλας καταδύσεις, βαπτίζων «την δούλην του Θεού Αγλαΐαν».

O Μπαρμπαρέζος, όστις δεν έλειπεν από την εκκλησίαν, οσάκις την ιεροτελεστίαν επηκολούθει γεύμα, εστέκετο πλησίον του Μουστοβασίλη και επεδοκίμασε τους λόγους του. Με αυτήν την φιλονικίαν εκινδύνευε να κρυώσει το παιδί… Ίσως δε και το φαΐ. Δεν εχαλούσε κι ο κόσμος για τ΄όνομα. Αλλ’ ο Αναγνώστης ο Ξυνιάς, ο επιλεγόμενος Τερερές, εδείκνυε με μορφασμούς, ενώ έψαλεν, ότι εθεώρει το λάθος που έγινε πολύ σοβαρόν.

Εν τω μεταξύ διάφοροι χωριανοί, βλέποντες φως εις την εκκλησίαν, εισήρχοντο και εστέκοντο με τα φέσια υπό μάλης. Και αν ο Μανόλης δεν απησχολείτο εις τα καθήκοντα του αναδόχου, θα έβλεπε μεταξύ των τελευταίων εισελθόντων ένα παλαιόν γνώριμόν του.

Ο ναός ήτο νεόδμητος και εσωτερικώς ημιτελής. Στασίδια δεν είχε, και εις προσωρινόν τέμπλον εξ απλών ξύλων ήσαν προσηρμοσμέναι εικόνες παλαιαί, φέρουσαι τα ίχνη της καταστροφής και της βεβηλώσεως, ην είχε πάθει παρά των Τούρκων ο παλαιός ναός κατά την μεγάλην επανάστασιν. Από του θόλου εμόρφαζον απειλητικώς δύο κεφαλαί εκ λευκού λίθου, με μακρά μαύρα μουστάκια, κρατούσαι εκάστη εις το στόμα κρίκον, από τον οποίον έμελλε να κρεμασθεί πολυέλαιος. Εις τα ξόανα εκείνα είχον προσθέσει, ως σκούφους, τας φωλεάς των αι χελιδόνες, εισερχόμεναι διά των ανοικτών φεγγιτών. Αφυπνισθέντα δε τα πτηνά υπό της ψαλμωδίας, είχον αρχίσει να πετούν εντός του ναού με μικράς κραυγάς εκπλήξεως.

Έληγεν ήδη η τέλεσις του βαπτίσματος και ο Αστρονόμος, όστις εξετέλει κατά την εσπέραν εκείνην χρέη νεωκόρου, απεμάκρυνε την κολυμβήθραν· ο δε Μανόλης, όστις είχε παραδώσει την βαπτιστικήν του προς την μαίαν, παρετήρει μετά περιεργείας την στίλβουσαν κεφαλήν του Μπαρμπαρέζου, όστις ήτο ο μόνος μεταξύ των χωριανών φαλακρός. Έπειτα αναβλέψας προς τον θόλον παρετήρησεν ότι η φαλάκρα του Μπαρμπαρέζου ευρίσκετο ακριβώς υπό την φωλεάν των χελιδόνων. Και φαντασθείς κατιτί λίαν ενδεχόμενον, κάτι το οποίον να πέσει με πλατάγισμα σταγόνος βαρείας επί του λείου εκείνου κρανίου, ήρχισε να γελά.

Έξαφνα όμως η ευθυμία του έπαυσε, τα μάτια του επλατύνθησαν και οπισθοδρόμησεν εν βήμα, ως να έβλεπε φάντασμα φρικτόν. Ενώπιόν του ευρίσκετο ο δάσκαλος, ο φοβερός καλόγηρος, αμετάβλητος, με την διαφοράν ότι τώρα προσήρχετο μειδιών να τον χαιρετήσει. Ο Μανόλης, τον οποίον μία ορμή αλόγιστος ώθει εις φυγήν, ανεφώνησεν ασθμαίνων, ως να είχε διατρέξει λεύγας:

— Φύγε! μη μου σιμώνεις!

Αρπάσας δε από το παρακείμενον παράθυρον βαρύ εκκλησιαστικόν βιβλίον, το ύψωσεν απειλητικώς, και του ιερού θόλου ο αντίλαλος επανέλαβε μετά φρίκης μίαν βλασφημίαν.

— Διάλε τσ’ αποθαμένους σου!

Αλλ’ οι παριστάμενοι είχον ήδη παρέμβει, κατάπληκτοι προ πάντων διά την βλασφημίαν εκείνην εντός του ναού. Ο δε Σαϊτονικολής, αφοπλίσας τον υιόν του, του εψιθύρισε με τρέμουσαν εξ οργής φωνήν:

— Μωρέ σκύλε, ίντα ν’ αυτό που ‘καμες;

Είπε δε και προς τον δάσκαλον να πάει κι αυτός στην καλή ώρα. Θωρεί τα 'δα ιντά 'καμε με το ξύλο και με τον φάλαγγα. Αυτός τα ‘φταιγε.

Συγχρόνως είχε πλησιάσει και η Σαϊτονικολίνα και με ήμερον γλώσσαν παρέστησεν εις τον υιόν της ότι έκαμε μέγα αμάρτημα:

— Πώς δεν έριξ' ο Θεός φωτιά να μάςε κάψει, παιδί μου! Ο Μανόλης την ήκουε, κάτω νεύων, έτοιμος να κλαύσει. Δεν ήξερε κι αυτός πως το ‘παθε.

— Μάνα μου, ντροπή! του έλεγε ταπεινοφώνως η μητέρα του. Ακούς να φοβηθεί και να τα χάσει πως είδε τον δάσκαλο! Σα να ήτονε θεριό ο δάσκαλος να τρώει ανθρώπους. Κι εγώ που το ‘χω χαρά μεγάλη πως θα γενείς καλός άντρας, σαν τον κύρη σου, και θα ‘σαι πρώτος στον πόλεμο, σαν τον παππού σου! Η ντροπή, να πούνε πως είσαι φοβητσάρης, γιε μου!

Όλοι είχαν ταραχθεί εκ του επεισοδίου εκείνου, υπέρ πάντας δε ο Μουστοβασίλης. Δεν ήσαν καλά σημάδια αυτά και πολύ εφοβείτο διά το παιδί του και το σπίτι του εν γένει. Τους φόβους δε και την ταραχήν του ενίσχυσεν ο Τερερές, όστις επέμενεν ότι το βάπτισμα δεν είχε τελεσθεί κανονικώς και διά τούτο συνέβη έπειτα και το ασεβές επεισόδιον.

Ο παπάς είχε θυμώσει φοβερά. Πού θαρρούσε πως ήτονε; Αλλ’ ο Σαϊτονικολής ταπεινοφώνως τον παρεκάλεσε να μη τον μαλώσει κι αγριέψει πάλιν. Όταν δε, κατά συμβουλήν της μητρός του, ο Μανόλης επλησίασε και του εζήτησε συγχώρησιν, ασπασθείς το χέρι του, ο παπάς τον ενουθέτησε μετά πραότητος. Μόνον ο Μπαρμπαρέζος δεν απέδιδε σπουδαιότητα εις το γεγονός και ενεθάρρυνε τον Μανόλην. Έλα δα και δεν εχάλασε ο κόσμος. Ο Θεός δεν είν’ Αρβανίτης. Καρδιά καθαρά κι αυτό φτάνει.

Ο δάσκαλος εν τω μεταξύ είχε γίνει άφαντος. Οι δε άλλοι επέστρεψαν εις το σπίτι, όπου τα συγχαρητήρια και το θέαμα της πλουαίας τραπέζης διεσκέδασαν την ψυχρότητα του δυσαρέστου επεισοδίου.

Ο Μπαρμπαρέζος, χωρίς να χρονοτριβεί εις πολλά φιλοφρονήματα, εκάθισε και προ του παπά ακόμη εις την τράπεζαν· εκάλει δε και τους άλλους, ως οικοδεσπότης, να χαμηλώσουν. Διά τας γυναίκας είχε στρωθεί ιδιαιτέρα τράπεζα εις το «μέσα σπίτι». Θα έμεναν μόνον δύο ή τρεις διά να υπηρετούν τους άνδρας· μεταξύ δε τούτων ήτο και η Πηγή.

Ο ιερεύς ηυλόγησε την «βρώσιν και την πόσιν», και το φαγοπότι ήρχισεν. Αλλ’ ο οικοδεσπότης, καίτοι επροσπάθει να φαίνεται χαρούμενος, εβασανίζετο υπό της ιδέας ότι το βάπτισμα του παιδιού του δεν είχε γίνει κανονικά. Επί τέλους δεν εκρατήθη και ηρώτησε τον ιερέα. Ο παπάς εθύμωσε. Βάπτισμα το οποίον ετέλεσεν αυτός δεν ήτο κανονικόν; Ποιος τα λέει αυτά; είπε, ρίψας βλέμμα λοξόν προς τον Τερερέν, διότι εγνώριζεν ότι ούτος τον επολέμει κρυφά και φανερά, εποφθαλμιών την μίαν εκ των δύο ενοριών του, διά να γίνει και αυτός ιερεύς.

Πράγματι ο Τερερές υπεστήριξε φανερά πλέον ότι, αφού το παιδί εβαπτίσθη με δύο ονόματα, το βάπτισμα δεν έγινε σύμφωνα με τους τύπους της Εκκλησίας μας. Ήτο σαν φράγκικο. Η Εκκλησία μας ορίζει καταδύσεις τρεις εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· αλλά διά το πραγματικόν όνομα του παιδιού έγιναν δύο μόνον καταδύσεις. Η πρώτη έγινε διά το ανύπαρκτον όνομα Αχλαδία, άρα ήτο ως να μη έγινε και το βρέφος δεν εβαπτίσθη επομένως εις το όνομα του Πατρός. Αφού δε ούτω ο Τερερές έδειξε την θεολογικήν υπεροχήν του και την αμάθειαν του ιερέως, εξέφρασε και τον φόβον ότι, όταν ο δεσπότης θα εμάνθανε τα γενόμενα, το πράγμα θα είχε διά τον παπά συνεπείας.

Ο ιερεύς εν συνειδήσει δεν έθεώρει σοβαρόν το γενόμενον σφάλμα· αλλά το σοφιστικόν κατηγορητήριον του αντιπάλου του τον έφερεν εις δύσκολον θέσιν. Ενώ όμως ήτο έτοιμος να θυμώσει και να είπει παστρικά εις τον Τερερέν, ότι όλα αυτά τα έλεγε διότι ήθελε να του πάρει την ενορίαν, αλλ’ ότι έπρεπε να το βγάλει από τον νου του, διότι ο δεσπότης δεν εχειροτόνει άνθρωπον ο οποίος εδιάβαζε την Σολομωνικήν, του επήλθε μία λαμπρά ιδέα και διά της σοφιστικής απεστόμωσε τον σοφιστήν:

— Δεν πας να ξεις προβιές; του είπε.

Το βάπτισμα ήτο κανονικώτατον, αφού τα δύο ονόματα παρουσίαζαν ελαχίστην διαφοράν. Αγλαΐα και Αχλαδία το ίδιο ήτο. Έτσι και η Παναγία ονομάζετο πότε Μαριάμ και πότε Μαρία και ο Μωυσής ελέγετο και Μωσής.

Και θριαμβεύων ο παπάς ανεφώνησε:

— Δε μας λες πως κι η Παναγία —Θε μου, συχώρεσέ μου— κι ο Μωυσής ήσανε κακοβαφτισμένοι, για να φανείς σωστός φαρμασώνης;

Εις το επιχείρημα τούτο δεν εύρε τίποτε ν’ αντιτάξει ο Τερερές, όστις εσιώπησε, φοβηθείς από την τελευταίαν λέξιν του παπά ότι ούτος, εξερεθιζόμενος, θα έφθανεν εις πράγματα δυσάρεστα.

Ο Τερερές πράγματι δεν είχε καλήν φήμην. Επειδή ήτο υιός μάγου, εις ον απεδίδετο ότι εκοινώνει προς τα πονηρά πνεύματα, υπήρχεν η ιδέα ότι μετά των αποκρύφων βιβλίων του πατρός του είχε κληρονομήσει και τας σχέσεις του με τον Διάβολον. Ένεκα δε της φήμης ταύτης, ήτις επαρουσίαζεν απαισίαν την ισχνήν του ασχημίαν, δεν είχε δυνηθεί να εύρει σύζυγον και άγαμος επλησίαζεν εις το τεσσαρακοστόν έτος, καίτοι ήτο εκ των ευποροτέρων χωριανών. Διά τούτο και ο επίσκοπος ηρνείτο να τον χειροτονήσει, αν και κατά τ’ άλλα δεν ήτο ακατάλληλος, διότι και γράμματα εγνώριζεν, όσα εθεωρούντο αρκετά, και έψαλλε· περί της ψαλτικής του μάλιστα είχεν ο ίδιος μεγάλην ιδέαν, την οποίαν όμως δεν συνεμερίζοντο και οι άλλοι, και διά τους πολλούς και γελοίους τερετισμούς του τον είχον επονομάσει Τερερέν. Όταν είδε λοιπόν ότι ο παπάς ήτο έτοιμος να του ρίψει κατά πρόσωπον και την περί μαγείας κατηγορίαν, διά να τον αποτελειώσει, έσπευσε να υποχωρήσει. Διότι, αν και δι’ υπερβολικού θρησκευτικού ζήλου επροσπάθει να διαψεύσει την κατηγορίαν, εξ άλλου ενίσχυε τας υποψίας επιμένων εκ φιλαργυρίας να εξασκεί το θεραπευτικόν μέρος της πατρικής τέχνης. Έγραφε δηλαδή περίαπτα διά τους πάσχοντας από νευρικά νοσήματα και έδιδε «ρετσέτες», τας οποίας οι ασθενείς ανήρτων εις τον τράχηλον αυτών διά ν’ απαλλαγώσιν από πυρετούς ή τας διέλυον εις το νερόν και τας έπινον διά να θεραπεύσουν άλλα νοσήματα. Και είναι μεν αληθές ότι η θεραπευτική αύτη ήτο κοινή και άλλοι ομοίως έγραφον ρετσέτες, εθεράπευον τας παρωτίδας γράφοντες πεντάλφες επί των οιδημάτων και ανεγίνωσκον τον Άγιον Κυπριανόν επί των αρρώστων· αλλ’ ουδείς άλλος είχε τας υπόπτους πατρικάς παραδόσεις του Τερερέ.

Ο Μουστοβασίλης, αναθαρρήσας από την έκβασιν της συζητήσεως, έπιεν εις υγείαν του συντέκνου:

— Καλώς να σ’ εύρω, σύντεκνε Μανολιό.

— Καλώς να ορίσεις, σύντεκνε, απήντησεν ο Μανόλης, όστις με την βοήθειαν του οίνου είχεν ήδη λησμονήσει το φοβερόν βλέμμα, το οποίον εις την εκκλησίαν ενόμιοεν ότι του εξηκόντισεν ο Χριστός εκ του τέμπλου.

Ο δε ιερεύς έκλεισε την συζήτησιν με χριστιανικήν μακροθυμίαν, αρχίσας να ψάλει «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε». Το τροπάριον επανέλαβαν και οι άλλοι, ενδώσας δε και ο Μανόλης εις την γενικήν παρακίνησιν το έψαλε, καθ’ υπαγόρευσιν του παπά, με στρεβλώσεις τόσον κωμικάς και με τοιαύτην φωνάραν, ώστε τα επί της παστάδος κοιμώμενα παιδία εξύπνησαν έντρομα και ήρχισαν να κλαίουν, οι δε ομοτράπεζοι μετά δυσκολίας εκράτησαν τον γέλωτα. Ο Αστρονόμος έσκυψε προς τον παρακαθήμενον και του εψιθύρισε:

— Δεν έχει τη φωνή του τράου;

Ο μόνος όστις δεν εφρόντισε πολύ να κρύψει το μειδίαμά του ήτο ο Τερερές. Αλλ’ εις το πείσμα του ο παπάς είπεν ότι ο Μανόλης είχε πολύ καλήν φωνήν και, αν ήξευρε γράμματα, θα εγίνετο λαμπρός ψάλτης. Ο δε Μπαρμπαρέζος, υπερθεματίζων εκ κολακείας, ορκίσθη ότι μια στιγμή εξιπάσθηκε· ενόμισεν ότι ήκουε τον Δρακάκην τον πρωτοψάλτην του Κάστρου! Ο παπάς δεν έφθανε μέχρι τοιαύτης υπερβολής, αλλ’ επιτέλους δεν εθεώρει και απαραίτητα τα γράμματα διά να γίνει ψάλτης ο Μανόλης, ήρκει να πάρει τ’ αυτί του τους ήχους. Ο Συκολόγος ο κτίστης, αν και τελείως αγράμματος, έψαλλεν αρκετά καλά, όταν του εκαλαναρχούσαν.

Ο Τερερές ανεγέλασεν. Ου! τόσον καλά έψαλεν, ώστε έκανε σαλάτα τους ήχους και έλεγεν άλλ’ αντ’ άλλων πολλάκις, όταν δεν ήκουε καλά τον καλανάρχον. Κάποτε ο καλανάρχος έλεγε «την αράν του κόσμου», και αυτός έψαλλε «την ουράν του κόσμου» σαν να ήτο γάιδαρος ο κόσμος. Αυτός αν ήτο παπάς θ’ απηγόρευεν εις τον κτίστην εκείνον να ψάλει, διότι επιτέλους ήτο εμπαιγμός των θείων.

— Οντέ να γενείς η γιαφεντιά σου παπάς, να τον εμποδίσεις, είπεν ο παπάς, πεισμωμένος πάλιν. Εγώ θωρώ πως ψάλλει καλά και σωστά, καλύτερα κι από μερδικούς απού κάνουνε πως αυτοί είναι κι άλλος δεν είναι.

Αλλά την νέαν έριδα διέκοψεν ο Μανόλης, όστις διά να δείξει ότι δεν ήτο δα όσον τον ενόμιζον αστοιχείωτος, ήρχισεν έξαφνα να ψάλει το «Χριστός Ανέστη», εντείνας την φωνήν του εις την διαπασών. Και αν είχαν υελοπίνακας τα παράθυρα της οικίας, εξάπαντος θα συνετρίβοντο υπό των δονήσεων της στεντορείας εκείνης φωνής.

Ο Μανόλης, ενθουσιασθείς, έπιεν εις υγείαν της συντέκνισσας και συνέκρουσε μετ’ αυτής το ποτήριον.

— Να τα χιλιάσεις, σύντεκνε! απήντησεν η Γαρεφαλιώ.

Τοιαύται προπόσεις διεσταυρούντο ακατάπαυστα:

— Να ζήσ’ η νεοφώτιστη!

— Απού 'βαλε το λάδι να βάλει και το κλήμα!

— Στσι χαρές των απάντρευτω!

Και ο οίνος εντός ολίγου εκορύφωσε την ευθυμίαν.

Μόνον ο Τερερές ήτο σιωπηλός και κατηφής, όχι τόσον διά την ήτταν την οποίαν είχε πάθει, όσον διά μίαν άλλην ήτταν την οποίαν προέβλεπε. Διότι μετά της ενορίας εποφθαλμία και την Πηγήν, διά να γίνει αυτός μεν παπάς, εκείνη δε «πρεσβυτέρα»· αλλ’ εκ των λαθραίων βλεμμάτων τα οποία ο Μανόλης απετόξευε προς την Πηγήν, οσάκις του ηύχοντο στις χαρές του, και από το ερύθημα με το οποίον υπεδέχετο η Πηγή τα βλέμματα εκείνα, ήρχισε να φοβείται ότι τα σχέδιά του εκινδύνευον καθ’ όλην την γραμμήν. Τους φόβους του δ’ ενίσχυεν η επιμονή με την οποίαν τον απέφευγε το βλέμμα της νέας, ενώ επανειλημμένως το είδε διευθυνόμενον προς τον Μανόλην.

Τα πηρούνια είχον κατατεθεί και τα ποτήρια εκυκλοφόρουν και συνεκρούοντο μετά μεγάλης ζωηρότητος· επειδή δε οι πίνοντες εθεώρουν απαραίτητον να συνοδεύουν έκαστον ποτήριον με μίαν ευχήν, τώρα ηύχοντο υπέρ όλων, από των νεκρών προγόνων μέχρι των τελευταίων βλαστών των δύο οικογενειών, τας οποίας συνέδεσε το βάπτισμα. Και ούτω του πότου αι προφάσεις ήσαν ανεξάντλητοι. Από καιρού εις καιρόν απετείνοντο και προς την Πηγήν:

— Στσι χαρές σου, Πηγιό!

— Χαρές να ‘χετε! απήντα χωρίς ψευδαιδημοσύνην η κόρη. Μετ’ ολίγον επήλθεν η χαρακτηριστική της αρχομένης μέθης σύγχυσις. Ενώ ο παπάς έψαλεν, εις το άλλο άκρον της τραπέζης κάποιος γέρων, όστις είχε μεταβεί κατά την επανάστασιν εις την Κάρπαθον, εμιμείτο την προφοράν των Κορπαθιωτών και οι παρακαθήμενοι εξεκαρδίζοντο. Ο Αστρονόμος εις το άλλο μέρος διηγείτο πως ένα πλοίον φράγκικο είχε προσεγγίσει προ ημερών εις την παραλίαν και παρέλαβε διάφορα μάρμαρα από τα ερείπια της εκεί αρχαίας πόλεως. Εδόθη δε ούτω αφορμή να συζητήσουν τι άραγε να ήθελαν οι Φράγκοι τα είδωλα και τα άλλα αρχαία μάρμαρα, τα οποία, περιοδεύοντες εις την νήσον, ανεζήτουν. Και άλλοι μεν υπόπτευον ότι αυτοί οι περιηγηταί ήσαν ίσως και ολίγον ειδωλολάτραι, άλλοι δε ότι εντός των ειδώλων υπήρχε χρυσός, τον οποίον οι Φράγκοι εγνώριζον να εξάγουν. Απόδειξις ότι κάποιος είχεν εύρει αγαλμάτιον ολόχρυσον. Όσον δε διά τα ενεπίγραφα μάρμαρα, ο Αστρονόμος είχε την πεποίθησιν ότι από τα γράμματά των οδηγούντο οι ξένοι, προς ανακάλυψιν θησαυρών. Μίαν τοιαύτην πλάκα ενεπίγραφον είχεν ανακαλύψει και αυτός προ καιρού, αλλ’ έκαμε την ανοησίαν να την δείξει εις ένα κοκκινογένη Φράγκον, διερχόμενον από το χωριό.

Τούτων λεγομένων ήνοιξεν η θύρα και εισήλθεν ένας χωριανός, συγγενής του οικοδεσπότου, όστις προ ολίγων στιγμών είχεν επανέλθει εξ Ηρακλείου· και όλοι εστράφησαν προς αυτόν διά να μάθουν τα εκ της πόλεως νέα. Πράγματι δε ο χωρικός εκείνος διηγήθη κάτι τι καταπληκτικόν, το οποίον συνεκίνει κατ’ εκείνας τας ημέρας το Ηράκλειον. Πρό τινων ημερών, όλοι οι Μωαμεθανοί κάτοικοι ενός χωρίου της Πεδιάδος εισήλθαν εις την πόλιν, ακολούθουντες ένα καλόγηρον Αγιορείτην και ψάλλοντες το «Χριστός Ανέστη». Ούτω μετέβησαν εις την Μητρόπολιν και παρουσιασθέντες προς τον Μητροπολίτην του εδήλωσαν ότι απεφάσισαν να επιστρέψουν εις την χριστιανικήν θρησκείαν, ήτις ήτο των πατέρων αυτών η πίστις. Οι Τούρκοι της πόλεως ιδόντες τα γενόμενα εξεμάνησαν και ο πασάς διέταξε την σύλληψιν και φυλάκισιν των χωρικών και του καλογήρου.

Αλλά και οι χριστιανοί εζήτησαν και επέτυχαν την επέμβασιν των προξένων, επικαλούμενοι την θρησκευτικήν ελευθερίαν, ήτις είχε προκηρυχθεί διά του Χάτι-χουμαγιούν. Ο δε πασάς, αφού εις μάτην επροσπάθησε δι’ απειλών, βασανιστηρίων και υποσχέσεων να μεταπείσει τους χωρικούς, ηναγκάσθη να τους αφήσει ελευθέρους, τον καλόγηρον όμως εξόρισε, μολονότι και ούτος ήτο Κρητικός. Ονομάζετο Μαριδάκης και κατήγετο από τα μέρη του Ρεθύμνου. Επειδή δε προ ετών είχε φονεύσει ακουσίως ένα χριστιανόν, είχε μεταβεί εις το Άγιον Όρος και έγινεν ασκητής· εκείθεν επανελθών προ ολίγου καιρού είχεν αρχίσει να διδάσκει, προσπαθών να επαναγάγει τους Μωαμεθανούς της Κρήτης εις την θρησκείαν, εξ ης οι προγονοί των είχαν αποσκιρτήσει.

Αι γυναίκες, αίτινες είχαν πλησιάσει και ηκροώντο τα λεγόμενα, εσταυροκοπήθησαν ψιθυρίζουσαι:

— Δόξα να ‘χεις, Θε μου!

Αλλά και των ανδρών η συγκίνησις δεν ήτο μικροτέρα. Η μέθη, ήτις προ ολίγων στιγμών εθορύβει, εφάνη ως να διελύθη διά μιας. Και τότε υψώθη, ως νικητήριος παιάν, η φωνή του ιερέως, ψάλλοντος: «Εις Θεός μέγας, ο Θεός ημών». Αφού δ’ ετελείωσε το τροπάριον, ο Αστρονόμος, υψώσας το ποτήρι του με κίνημα ανθρώπου ετοιμαζομένου να πυροβολήσει από ενθουσιασμόν, ανεφώνησε με φωνήν παλλομένην:

— Εις υγείαν τση Ρωμιοσύνης!

— Εβίβα! απήντησαν οι άλλοι ομοφώνως.

— Και του χρόνου· χωρίς κοιλιά! επρόσθεσεν ο Μουστοβασίλης, εκφέρων διά λογοπαιγνίου την ευχήν «χωρίς σκυλιά», δηλαδή χωρίς Τούρκους.

— Αμήν!

— Θωρείς τα δα τα λόγια του Τακτικού πώς αρχίσανε να βγαίνουνε; είπεν ο Σαϊτονικολής προς τον παπάν.

Και χωρίς να λογαριάζει πλέον την παρουσίαν του Μπαρμπαρέζου, προέπιεν υπέρ εκείνου όστις προορίζετο να πραγματοποιήσει τας μεγάλας ελπίδας του έθνους:

— Να χαρούμε τον νέο Βασιλιά!

Αλλά και ο Μπαρμπαρέζος —επί τέλους χριστιανός ήτο κι αυτός— δεν έμεινεν ασυγκίνητος. Τόσον πολύ μάλιστα εσυγκινήθη, συντελούσης και της κρασοκατανύξεως, ώστε ήρχισε να κλαίει, ενθυμηθείς ένα μικρότερόν του αδελφόν, όστις είχεν αιχμαλωτισθεί κατά την επανάστασιν και έκτοτε δεν τον επανείδεν. Αλλ’ ο Σαϊτονικολής του εφώναζεν ότι ήτο ώρα για χαρές, όχι για θρηνολογήματα. Στραφείς δε προς την Πηγήν, της είπε φαιδρώς:

— Έτσα δεν είναι, Πηγιό;

Έπειτα ήρχισε να τραγουδεί:

 

Το μήλον, όπου κρέμεται εις την γλυκομηλίτσα,

ψύγεται, γή μαραίνεται, γή τρων το oι διαβάτες.

Έτσα 'ναι δα κιη κοπελιά σαν έρθει του καιρού τση...

 

Και ετελείωσε με μίαν επιφώνησιν:

— Ε, μωρέ νιότη, και πού ‘σαι!

Ο Σαϊτονικολής ήτο ενθουσιασμένος και διότι εβλεπεν επιτυγχάνον το σχέδιον περί εξημερώσεως του υιού του. Ο οίνος είχε λύσει τελείως τον γλωσσοδέτην του Μανόλη, όστις ηδύνατο να είπει, ως ο Σάτυρος της αρχαίας κωμωδίας:

 

Πόθεν ποτ’ άλυπον τόδε

εύρον άκος αισχύνης!

 

Είχε μάλιστα τόσον αποθρασυνθεί, ώστε τα επίμονα βλέμματά του περιήγον εις αμηχανίαν την Πηγήν. Το βέβαιον είναι ότι η αθωότης αυτής δεν έβλεπεν εις τον Μανόλην τίποτε εκ των ελαττωμάτων τα οποία η κακεντρέχεια των άλλων είχε παρατηρήσει. Έβλεπε μόνον τον υιόν χρηστών γονέων και τον νέον τον άλκιμον τον δυνάμενον με μίαν γροθιάν να συντρίψει τον καχεκτικόν Τερερέν, όστις την ενοστιμεύετο.

Εν τω μεταξύ ο Αστρονόμος, όστις εγνώριζεν ή εμάντευε το αίσθημα του παρακαθημένου Τερερέ, διεσκέδαζε παροξύνων την ζηλοτυπίαν του:

— Μωρέ δε θωρείς; του εψιθύρισεν· ο Πατούχας, απού τον είχαμε για ζωντόβολο, τα ταίριασε με το Πηγιό.

— Θαρρώ πως εμέθυσες και θωρείς άλλα των άλλων, είπεν ο Τερερές, προσποιούμενος αδιαφορίαν.

— Εκείνο που σου λέω. Για ξάνοιγε τσι και θα δεις πώς παίζουνε τα μάτια των σαν άστρα... Να, είδες τηνε πώς του χαμογέλασε;

Ο Τερερές από κίτρινος έγινε πράσινος.

— Ε! κι ίντα με γνοιάζει μένα σ’ όλο το ύστερο; είπεν. Αδερφή μου δεν είναι.

— Έλα δα που δε σε γνοιάζει... Και συ απάντρευτος είσαι και το Πηγιό είναι καλή κι όμορφη νύφη. Για δε τηνε· όλα του Μάη τα ρόδα ανθούνε στα μάγουλά τση. Και γυναίκα σωστή, φεργάδα!

Ο Τερερές δεν ηδυνήθη να πνίξει ένα στεναγμόν.

— Μα λες, αλήθεια, κι αυτή τα θέλει ή ανεμπαίζει τονε; είπε μετά τινας στιγμάς.

— Μα δεν έχεις μάτια να θωρες; Κύριε ελέησο!

— Κι ίντα του ρέχτηκε του βουϊδαρά;

— Ίντα του ρέχτηκε; Τη νιότη του· θες άλλο; Ο νιος με τη νια κι οι γέροι καλή ψυχή.

Την στιγμήν εκείνην ο Μανόλης, ως να κατελήφθη υπό αιφνιδίας φρενίτιδος, συνέκρουσε το ποτήρι του με τόσην ορμήν, ώστε το συνέτριψε και έξαλλος ανεφώνησεν:

— Απού 'βαλε το λάδι να βάλει και το ξίδι!

— Να γενεί λαδόξυδο! συνεπλήρωσεν ο Αστρονόμος, όλων επιγελώντων θορυβωδώς.

Έπειτα ο ανάδοχος ηγέρθη και με βήμα ολίγον ασταθές περιήλθε την τράπεζαν δίδων τα «μαρτυρίκια». Όταν δε έφθασεν εις το μέρος όπου εστέκετο η Πηγή, της εψιθύρισεν, ενώ της έδιδεν όσα περισσότερα εικοσαριά περιέλαβεν η χερούκλα του από το βαλάντιον το οποίον εκράτει:

— Χαρώ τον θεό σου, Πηγιό!

Η κόρη συνεταράχθη και με σβημένην φωνήν του είπε:

— Να τα χιλιάσεις!

Μετ’ ολίγον ο ιερεύς εσηκώθη και όλοι τον εμιμήθησαν. Ήτο καιρός ν’ απέλθουν. Η Πηγή είχεν ήδη ετοιμάσει «πάπυρον», τυλίξασα ύφασμα εις ξύλον και εμβαπτίσασα αυτό εις το έλαιον και αφού τον ήναψε τον προσέφερεν εις τον Σαϊτονικολήν, όστις ούτω προηγήθη φωτίζων τον δρόμον εις τους οικείους του. Ο Μανόλης ηκολούθει κλονούμενος και παραληρών εκ της μέθης. Όταν δ’ επλησίαζαν εις την οικίαν των, έσκυψε προς την μητέρα του και της είπε, προσπαθών να χαμηλώσει την φωνήν του:

— Ε, μα να το κατέχεις... εγώ θα πάρω το Πηγιό.

Δ’.

— Δε σου τα 'λεγα 'γώ; είπε γελών ο Σαϊτονικολής, όταν την επιούσαν έμαθε παρά της συζύγου του την εκμυστήρευσιν του Μανόλη. Αυτός ήρθε για να βρει τον δαίμονά του, μα 'ναι τυχερός κι ευρήκε άγγελο.

Αν και πρόωρος η εκλογή του υιού του, του ήρεσεν. Ίσως μάλιστα και περιελαμβάνετο εις τα περί του μέλλοντος σχέδιά του. Προς την Πηγήν έτρεφεν ιδιαιτέραν συμπάθειαν και εκτίμησιν, ίσως διότι του ενθύμιζε την γυναίκα του, όπως ήτο η Ρηγινιώ όταν την ηγάπησεν. Η Πηγή ήτο δι’ αυτόν το ιδεώδες της γυναικός, καλή νοικοκυρά εις το σπίτι και καλή δουλεύτρα εις τα χωράφια. Αφ’ ότου προ ενός έτους είχεν αποθάνει η μάνα της, κατόρθωσε να την αναπληρώνει εις τας φροντίδας του σπιτιού και να βοηθεί τον πατέρα και τον αδελφόν της εις τας γεωργικάς των εργασίας. Ο Σαϊτονικολής μέχρι τοιούτου βαθμού ηγάπα και εθαύμαζε την εργασίαν, ώστε να νομίζει ότι και τας γυναίκας εξηυγένιζεν η σκαπάνη· και ενθουσιάζετο όταν την έβλεπε να βωλοκοπά, ως άνδρας, κατόπιν του αρότρου του αδελφού της.

Εις δε το θέρισμα υπερέβαινε και τους άνδρας κατά την ταχύτητα και την αντοχήν. Ροδοκόκκινη υπό την πλατείαν μπολίδα, ήτις της επροφύλαττε το πρόσωπον από τον ήλιον, εθέριζε μια σπορά εις διάστημα κατά το οποίον οι άλλοι δεν εθέριζον τέταρτον σποράς. Και εις τας επιπονοτάτας δε εργασίας διετήρει, την φυσικήν της ευθυμίαν και τον γέλωτά της, όστις ενθύμιζε εις τον Σαϊτονικολήν ένα τραγούδι της νεότητός του:

 

Οντέ μιλείς πέφτουν ανθοί κι οντέ γελάσεις ρόδα.

Φως μου, το ζαριφλίκι13 σου σ’ άλλη κιαμιά δεν το ‘δα.

 

Την εκτίμησιν, αν όχι τον ενθουσιασμόν του, διά την Πηγήν συνεμερίζετο και η σύζυγός του. Φτωχοπούλα ήτο, αλλά μήπως και αυτοί ήσαν πλούσιοι όταν επάρθηκαν; Φτωχός φτωχήν αγάπησε κι ο Θεός τσ’ ευλόγησε. Καλή καρδιά να ‘ναι κι όλα έρχονται δεξιά. Ας έχουν τα χιλιόκαλα· τι το όφελος αν έχουν γρίνιες και μαλιές; Ο πειρασμός θα παίρνει το ψωμί από το στόμα των και τη χαρά από την καρδιά των. Έπειτα, δόξα τον Θεό, αυτοί είχαν.

— Θα κάμει και ταιριαστό αντρόυνο η Πηγή με τον Μανόλη μας, είπεν η Ρηγινιώ, έτσα που ‘ναι μεγαλόφυλοι κι οι δυο.

— Σ' όλο το ύστερο είναι και κρίμα να τήνε πάρει ο Τερερές ο σακάτης μια τέτοια κοπελιά.

— Ναι, ήκουσα κι εγώ πως την εζήτηξε.

— Κι ο κύρης τση πρέπει πως θέλει να του τη δώσει. Φτωχός άνθρωπος· ίντα να κάμει;

— Καλά το λες, κρίμα είναι.

Ο Σαϊτονικολής εσκέφθη επί μικρόν, έπειτα είπε:

— Λένε πως το καλύτερο αχλάδι το τρώει ο χοίρος· μα δε θα τον αφήσω 'γώ το χοιροτερερέ να το φάει. Το κακό μόνο είναι πως ο Μανόλης δεν είν’ ακόμη για παντριγιά. Ίντα λες του λόγου σου;

— Ας γενεί μια λογόστεση κι ας περάσει ύστερα κι ένας χρόνος και δυο, ώστε να γενεί ο γάμος.

— Άφησε και κατέχω 'γώ πώς θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις.

Εκινήθη δε να εξέλθει, αλλ’ η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε.

— Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμα.

Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έριξε παραπετρές για τον Μανόλη. Της είπε του κόσμου τους επαίνους. «Ίντα όμορφος απού 'ν’ ο γιος σου, Ρηγινιό. Δύο τρεις φορές απού τον έχω θωρώντα απομείνανε τα μάτια μου απάνω του. Σα θα ‘ναι οι νιοι έτσα να ‘ναι! Μα κι εμένα η θυγατέρα μου εγίνηκε μια κοπέλα, που ‘ν’ ένα τ’ όνομα τση στη χώρα!... Και πόσοι δεν τηνε ζητούνε! Μα 'γώ θέλω να τήνε παντρέψω στο χωριό να την έχω κοντά μου. Ένα παιδί το ‘χω...»

Ο Σαϊτονικολής παρηκολούθει την διήγησιν της συζύγου του με σημεία αδημονίας, αλλά και η Ρηγινιώ προλαμβάνουσα την άρνησίν του έσπευσε να είπει ότι απλώς του ανέφερε την ομιλία που γίνηκε, για να ξέρει... και διότι επί τέλους η μητρική της φιλαυτία εκολακεύετο υπό της ιδέας ότι ο υιός της ήτο περιζήτητος. Αλλά βέβαια ο γιος της δεν ήτο για τη θυγατέρα της Ζερβούδαινας, ούτε η Ζερβουδοπούλα για τον Μανόλη.

— Δεν την αφήνεις την κουζουλή! είπεν ο Σαϊτονικολής. Το δαχτυλάκι τση Πηγής δε δίδω να πάρω δέκα από τέτοιο χουζουλόσογο. Μήγαρις είναι και γυναίκα; Ένα λιολιό, ένα πράμα άψητο, απού όποιος τήνε πάρει πρέπει να την αφήνει μέσα στο σπίτι, για να μη τηνε δει ο ήλιος κι αρρωστήσει. Δε μάςε χρειάζεται.

— Αυτή 'ναι και στη χώρα μαθημένη κι εμάς το παιδί μας είναι βοσκός, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ.

— Και πότε θα ‘ρθει, λέει, αυτή η σουρλάντα14 απού τη χώρα;

— Σ’ ένα δυο μήνες, λέει.

— Ας είναι, ο Μανόλης θα πάρει το Πηγιό. Τελειωμένη δουλειά, είπεν ο Σαϊτονικολής.

Η συγκατάθεσις του Θωμά, του πατρός της Πηγής, ηδύνατο να θεωρηθεί εκ των προτέρων βεβαία. Ήτο πτωχός άνθρωπος και ο Μανόλης θα ήτο δι’ αυτόν ανέλπιστος γαμβρός, πάντως δε προτιμότερος από τον Τερερέν. Η μόνη δυσχέρεια ήτο ότι ο Μανόλης δεν ήτο ακόμη εις θέσιν να παντρευθεί. Η ηλικία του καθ’ εαυτήν δεν ήτο εμπόδιον· ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος ήτο που ενυμφεύετο εις τοιαύτην ηλικίαν. Αλλ’ ήτο άπραγος κι έπρεπε να περάσει ένα χρόνο τουλάχιστον στο χωριό για ν’ ανοίξουν τα μάτια του, να μπορεί να καταστέσει σπίτι... Εξάλλου ο Σαϊτονικολής δεν ήτο υπέρ των αρραβώνων που έχουν μακράν διάρκειαν. Δύσκολα τελειώνουν καλά. Παρομοίαν δε γνώμην θα είχεν εξάπαντος και ο Θωμάς, όπως ήτο μέχρις ιδιοτροπίας αυστηρός άνθρωπος. Το καλύτερον ήτο να δώσουν ένα λόγον και έπειτα ηδύναντο να περιμένουν ένα και δυο χρόνους. Εν τω μεταξύ δε ο μεν Μανόλης ν’ αποκτήσει πείραν του κόσμου και να κτίσει σπίτι, η δε Πηγή να ετοιμάσει την προίκα της. Και ούτω θα ήσαν αρραβωνισμένοι, χωρίς να έχουν την επικίνδυνον οικειότητα των μνηστευμένων.

 

Μετά δύο ημέρας, περί την δύσιν του ηλίου, ο Σαϊτονικολής επέστρεφε μετά του Μανόλη από τα λιβάδια. Και οι δύο εκράτουν επ’ ώμου σκαπάνην ο δε Σαϊτονικολής, δεικνύων προς τον υιόν του τα εκατέρωθεν της οδού λιόφυτα και περιβόλια, του έλεγεν εις ποίους ανήκον και ποίαν αξίαν είχον.

Του έδειξε μεταξύ των άλλων εκτεταμένον ελαιώνα και με θλίψιν του διηγήθη ότι το κτήμα εκείνο ανήκεν εις ένα θείον του προ του ‘21, αλλά σήμερον ήτο τουρκικόν. Κάποιος γιανίτσαρος είχε φονεύσει τον θείον και κατέλαβε το λιόφυτον. Διά τούτο ο Σαϊτονικολής «το ‘χε στο μάτι», ελπίζων να το ανακτήσει μίαν ημέραν. Προς τον σκοπόν δε τούτον είχεν ήδη αγοράσει τον παρακείμενον αγρόν, διά ν’ αποκτήσει σεφιλίκι, ήτοι δικαίωμα γειτνιάσεως, και προτιμηθεί ως αγοραστής.

— Κι αν αποθάνω 'γώ ωστόσο, είπε, να τ’ αγοράσεις εσύ... Μα θα μου δώσει ο Θεός ζωή να το ξαγοράσω μοναχός μου, έτσα που ξαγόρασα κι άλλα.

Περαιτέρω εξέτεινον επί της οδού τους κλώνους των ελαιόδενδρα γιγάντια με κορμούς χονδρούς, κουφωμένους υπό του γήρατος.

— Τούτεσες είναι φράγκικες ελιές. Είναι φυτεμένες απού τον καιρό που ‘χαν οι Βενετσάνοι την Κρήτη, εδά και διακόσους χρόνους.

— Ίντα 'σαν οι Βενετσάνοι; ηρώτησεν ο Μανόλης.

— Φράγκοι.

Αλλ’ ούτε τι ήσαν οι Φράγκοι εγνώριζεν ο Μανόλης, ούτε εις τον πατέρα του ήτο εύκολον να του δώσει να εννοήσει, διότι και αυτός δεν εγνώριζε πολύ περισσότερα. Να, Φράγκοι είναι αυτοί που κατοικούν στη Φραγκιά και φορούν καπέλο και στενά. Απ’ αυτούς ήσαν κι οι Βενετσάνοι. Τα ερείπια τα οποία διετηρούντο ακόμη εις την άκραν του χωριού ήσαν μέγαρα Βενετσάνων αρχόντων.

Εκείνο που εγνώριζεν ασφαλώς ο Σαϊτονικολής ήτο ότι η Κρήτη, πριν να την πάρουν οι Φράγκοι και οι Τούρκοι από τους Φράγκους, ανήκεν εις τους Χριστιανούς και οι Χριστιανοί πάλι θα την έπαιρναν. Και τούτο δεν θα εβράδυνε να γίνει.

Από στιγμής εις στιγμήν ηναγκάζοντο να παραμερίζουν διά να διέρχονται χωρικοί έφιπποι, οίτινες παρήρχοντο μ’ ένα χαιρετισμόν ή με μίαν φράσιν. Άλλοτε τους κατέφθανον αγέλαι βοών και κτηνών άλλων, διερεθιζομένων υπό του βουκέντρου βιαστικού βουκόλου ή αλληλοκαταδιωκομένων· και ο Μανόλης προέτασσε την δικέλλαν διά να προφυλάσσεται από τα κέρατα των θυμοειδών ταύρων. Εις τας μεταξύ των ελαιώνων κοίλας οδούς εκυλίοντο κύματα ποδοβολητού και βοής ζώων και ανθρώπων επανερχομένων εκ των αγρών· τινές των νέων, επιβαίνοντες ημιόνων ανεπισάκτων και κρατούντες προ αυτών δέμα χόρτων, ανέβαινον προς το χωριό άδοντες.

Μετ’ ολίγον μεταξύ των υψηλών μυρσινών, αίτινες εσχημάτιζον φράκτας εκατέρωθεν μιας πλαγίας οδού, εφάνη πλησιάζον με χορευτικήν κίνησιν φέσι τουρλωτόν και μετά μίαν στιγμήν ενεφανίσθη ο Θωμάς, εξηκοντούτης γέρων με ψαρόν μύστακα, όστις έδιδεν έκφρασιν αιλούρου θυμωμένου εις την μορφήν του. Εκάθητο επί του όνου του, πεζή δε ηκολούθει η κόρη του Πηγή.

— Καλησπέρα, σύντεκνε Θωμά, του εφώναξεν ο Σαϊτονικολής σταματήσας να τον περιμένει. Ίσα ίσα που σε 'θελα να μιλήσομε.

Ο Θωμάς, άλλοτε εύπορος, είχε χάσει όλην σχεδόν την περιουσίαν του εις ατυχείς μισθώσεις μουκατάδων, ως ελέγοντο αι φορολογικαί περιφέρειαι εις τας οποίας ήτο διηρημένη η νήσος. Η ατυχία δε μετά της ηλικίας είχαν εντείνει την φυσικήν του τραχύτητα μέχρι μισανθρωπίας. Το στόμα του ήτο πάντοτε έτοιμον εις μορφασμόν ανίας και οργής, ο γέλως του δε ήτο από τα σπανιότερα φαινόμενα. Το μόνον ον προς το οποίον εδείκνυε τρυφερότητα τινα ήτο η Πηγή. Αλλ’ όταν προ τίνων ημερών της ομίλησε περί του Τερερέ ως καλού γαμβρού και η Πηγή ετόλμησε να του είπει καθαρά ότι δεν τον ήθελεν ούτε ζωγραφιστόν, ο γέρων εθύμωσεν. Α! τι ενόμισεν; ότι της εζήτησαν τη γνώμη της; Αν αυτός το απεφάσιζε, θα ήτο τελειωμένη δουλειά. Δεν ηδύνατο να φαντασθεί ότι η κόρη του είχε κάμει μόνη την εκλογήν της. Ο έρως ήτο δι’ αυτόν ελαφρότης και κακοήθεα, την οποίαν δεν θα επέτρεπε ποτέ εις την θυγατέρα του. Θα ηγάπα μόνον τον άνδρα της και τον άνδρα της θα τον εξέλεγεν αυτός.

Την τραχύτητα του πατρός είχε κληρονομήσει και ο υιός του Στρατής, νέος εικοσιπέντε ετών, υψηλός και καλοκαμωμένος, αλλά στρυφνός το ήθος και δύστροπος τον χαρακτήρα. Αλλ’ η Πηγή με την ανεξάντλητον αγάπην και την καλοκάγαθον εγκαρτέρησίν της κατόρθωνε ν’ αφοπλίζει την δυστροπίαν του. Ο τύραννος τότε εμειδία χωρίς να το θέλει και εσκέπτειο ότι δεν μπορούσε κανείς να κακιώσει μ’ αυτό το θηλυκό.

Ο Σαϊτονικολής είπεν εις τον Θωμάν ότι επεθύμει να του ομιλήσει ιδιαιτέρως και επροχώρησαν, αφήσαντες ολίγα βήματα οπίσω τον Μανόλην και την Πηγήν.

Όταν ούτω ο Μανόλης έμεινε μόνος με την Πηγήν, ευρέθη εις την θέσιν ανθρώπου όστις εγκαταλείπεται αβοήθητος ενώπιον απροόπτου κινδύνου. Η φράσις την οποίαν είχεν απευθύνει κατά την εσπέραν του βαπτίσματος προς την Πηγήν του εφαίνετο τώρα τόσον μεγάλη, τόσον παράτολμος, ώοτε δεν ηδύνατο να εννοήσει πού εύρε το θάρρος να την εκστομίσει· και τόσην εντροπήν επροξένει η ανάμνησίς της, ώστε δεν ετόλμα ν’ ατενίσει την Πηγήν.

Αλλά και η Πηγή την ενθυμείτο την φράσιν εκείνην και το μεν εκ φόβου μήπως επαναληφθεί, το δ’ επιθυμούσα να την ακούσει πάλιν, εβάδιζε κάτω νεύουσα, ενώ το πρόσωπόν της εφλέγετο υπό ερυθήματος. Και την συγκίνησίν της ενέτεινεν έτι μάλλον η ιδέα ότι ο Σαϊτονικολής ομίλει περί αυτής προς τον πατέρα της. Το εμάντευσε και από το βλέμμα το οποίον της έρριψεν ο πατήρ του Μανόλη όταν είπε προς τον πατέρα της ότι ήθελε να του ομιλήσει.

Ο Μανόλης δεν εμάντευε τίποτε· τόσον ήτο μάλιστα παραζαλισμένος, ώστε καλά καλά δεν έβλεπε. Και με τόσην ορμήν εσκόνταψεν εις μίαν πέτραν, ώστε ηναγκάσθη να κάμει διάφορα άλματα, ανάρμοστα εις την σοβαρότητα της στιγμής, διά ν’ ανακτήσει την ισορροπίαν.

— Παναγία μου! ανεφώνησεν η Πηγή.

Ο δε Σαϊτονικολής, ακούσας τον θόρυβον, εστράφη και του εφώναξε:

— Ξάνοιγε, μωρέ, ομπρός σου, να μη βγάλεις τα μάτια σου!

Και έτρεξε διά να φθάσει τον Θωμάν, του οποίου ο όνος, εκταραχθείς από τον θόρυβον, ετάχυνε το βήμα.

Η άτοπος φράσις του Σαϊτονικολή επηύξησε την ταραχήν του Μανόλη. Αλλ’ η Πηγή εύρεν αφορμήν να διακόψει την στενόχωρον σιωπήν:

— Εβάρηκες; τον ηρώτησεν.

Ο Μανόλης απήντησεν αρνητικώς πλαταγίσας την γλώσσαν. Και τότε πρώτην φοράν συνηντήθησαν επί μίαν στιγμήν τα βλέμματά των.

Έπειτα επήλθεν εκ νέου σιωπή. Αλλ’ η Πηγή εύρε πάλιν κάτι να είπει:

— Και πού ‘χεις καλύτερα, Μανολιό, στο χωριό γή στα ωζά;

— Καλιά 'ναι στο χωριό, απήντησε.

Θελήσας δε να πει και αυτός κατιτί, απηύθυνε μίαν ανόητον έρώτησιν:

— Και του λόγου σου καλιά 'χεις στο χωριό;

Αλλ’ η Πηγή τώρα επρόσεχεν εις τους προπορευομένους γονείς των, προσπαθούσα να βεβαιωθεί αν ορθώς είχε μαντεύσει το αντικείμενον της ομιλίας των. Ο Σαϊτονικολής εφαίνετο φαιδρός, ο δε Θωμάς ολιγότερον του συνήθους σκυθρωπός. Μία δε φράσις εκ της ομιλίας των, ήτις έφθασεν εις την ακοήν της Πηγής, την εχαροποίησε και αυτήν. Ο πατέρας της έλεγε: «Δεν είπα πως είναι καλύτερος ο Τερερές...» Δεν ήκουσε περισσότερον, αλλ’ ό,τι ήκουσε ήτον αρκετόν διά να ενισχυθώσι τα προαισθήματά της, ότι ο Σαϊτονικολής την στιγμήν εκείνην την έσωζεν από τον κίνδυνον να γίνει σύζυγος του Τερερέ.

Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανόλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε:

— Θες, Μανολιό, κουκιά!

Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανόλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.

Ο Μανόλης εξέτεινε την χερούκλαν του εις το καλάθι, αλλ’ ενώ έκλινε προς την κόρην και ήλθε το πρόσωπόν του εγγύτατα εις την παρειάν της, μέθη ως εκείνη του οίνου τον κατέλαβε διά μιας και παρ’ ολίγον η χερούκλα να αλλάξει διεύθυνσιν. Η Πηγή ανετινάχθη ελαφρά προς τα οπίσω, αισθανθείσα φλογεράν, ως λαύραν ηφαιστείου, την πνοήν του εις το πρόσωπόν της. Αλλ’ ο Μανόλης συνήλθεν αμέσως, ιδών το τουρλωτόν φέσι του Θωμά, το οποίον εις μικράν απόστασιν εσείετο δεξιά και αριστερά, ως απειλή.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη κατόπιν αυτών βιαστικός ποδοβολητός και ηναγκάσθησαν να παραμερίσουν διά να διέλθει όνος φορτωμένος χαμόκλαδα, υπό τον όγκον των οποίων το ζώον εχάνετο εντελώς, μεταμορφωνόμενον εις τεράστιον ακανθόχοιρον. Το κινούμενον εκείνο δάσος, το οποίον μόλις εχώρει εις τον στενόν δρόμον, τους συνεπίεσε διερχόμενον και επροχώρησε με θρουν και θόρυβον των πετρών τας οποίας παρέσυρεν εκ των εκατέρωθεν ξηροτοίχων. Κατόπιν του όνου ήρχετο με σπουδήν ο Αστρονόμος, καταφέρων την ράβδον του επί των οπισθίων του ζώου και αναφωνών:

— Σέεε!

Όταν είδε τον Μανόλην και την Πηγήν συμβαδίζοντας εμειδίασεν υπό τον παχύν μύστακά του και τους εκαλησπέρισε χωρίς να σταματήσει. Μόνον δε αφού επροσπέρασε και τους δύο γέροντας, εσταμάτησεν επί μίαν στιγμήν και παρατηρήσας διά του αραιώματος των δένδρων τον προς δυσμάς ορίζοντα εφώναξε προς αυτούς:

— Αέρα θα ‘χομε. Αυτά τα κόκκινα νεφαλάκια είναι άσφαλτα σημάδια.

Η διάβασις του κινουμένου δάσους έγινεν αφορμή ευθυμίας παιδικής εις τους δύο νέους. Όταν τους απώθησαν εις τον τοίχον και τους έκρυψαν διά μίαν στιγμήν τα κλαδιά, εγέλασαν ως παιδία παίζοντα το κρυφτό· και η ευθυμία εκείνη τους εθάρρυνεν εις οικειότητα.

— Κι ίντα δουλειές έκανες σήμερα, Μανολιό; ηρώτησεν η Πηγή, διευθετούσα επί της κεφαλής το τσεμπέρι της, το οποίον είχαν αναρπάσει τα κλαδιά.

— Ήσκαφτα, απήντησεν ο Μανόλης. Δε θωρείς πως εγενήκανε τα χέρια μου απού το σκαπέτι;

Έδειξε δε τα χέρια του, τα οποία είχον φλύκταινας εκ της πιέσεως της σκαπάνης.

— Και πονώ, μα πονώ!

Η Πηγή τον επαρηγόρησεν. Ήτον ασυνήθιστος και γι’ αυτό πονούσαν τα χέρια του· αλλά με τον καιρόν θα έπαυαν να πονούν όσο κι αν έσκαβε· θα ‘καναν πέταλα. Περιττόν να είπωμεν ότι εις την φράσιν της δεν υπήρχε καμία πρόθεσις λογοπαιγνίου. Έδειξεν άλλως και εις τας ιδικάς της παλάμας τα «πέταλα» της σκληραγωγίας.

Η Πηγή διηγήθη έπειτα με υπερηφάνειαν ότι τον παρελθόντα χειμώνα πολλάκις, όταν ο αδελφός της απουσίαζεν εις το κυνήγι, όργωνε κι έσπερνε, διά να ξεκουράζει τον γέροντα πατέρα της. Αι διηγήσεις όμως αύται δεν εφαίνοντο αρεσταί εις τον Μανόλην, όστις ήθελε να λάβει ολιγότερον σοβαράν τροπήν η ομιλία των. Αλλ’ αυτός δεν ήξευρε πώς να της δώσει την τοιαύτην τροπήν. Να μη του πει τίποτε η Πηγή διά την φράσιν που της απηύθυνε καθ’ ην στιγμήν της έδιδε τα μαρτυρίκια; τούτο το εφοβείτο κατ’ αρχάς· αλλ’ όσον έβλεπε την Πηγήν να του ομιλεί περί άλλων πραγμάτων, ήρχιζε να το εύχεται. Αυτός δεν είχε την τόλμην να της ενθυμίσει το μέγα εκείνο γεγονός. Επί τέλους απελπισθείς ήρχισε να σχεδιάζει μίαν φράσιν αλλ’ άμα ήνοιγε τα χείλη του, η γλώσσα του παρέλυεν. Ευκολότερα θα εξέφραζε με τα χέρια και με τα χείλη του ό,τι ήθελε να είπει. Αι κινήσεις του πράγματι δεν εδεσμεύοντο υπό εντροπής· και μίαν στιγμήν, καθ’ ην διήρχοντο υπό θόλον δένδρων, εκτεινόντων φυλλώματα πυκνά επί της οδού, οι δε εκατέρωθεν βάτοι τους ηνάγκασαν να περάσουν κοντά κοντά, οι ώμοι του έκαμαν μίαν κίνησιν ορνέου ετοιμαζομένου να πετάξει. Αλλά την ορμήν του ανεχαίτισε και εματαίωσε το τόλμημα η φωνή του Σαϊτονικολή, όστις τους εκάλει να επισπεύσουν το βήμα διά να τους φθάσουν. Οι γονείς των είχον, φαίνεται, τελειώσει τας ιδιαιτέρας των ομιλίας και σταματήσαντες τους ανέμενον, ο δε Μανόλης ηναγκάσθη να καταπίει την φράσιν του, ως θα κατέπινε βώλον κινίνου.

Ο Θωμάς ήτο τώρα σχεδόν φαιδρός και παρά το σύνηθες ομιλητικός. Απηύθυνε δε προς τον Μανόλην λέξεις τινάς, αλλ’ ενώ ελάλει, το τουρλωτόν του φέσι ανηρπάγη υπό κλάδου και έμεινε κρεμάμενον, ως κώδων, επί της οδού. Το θέαμα εφάνη πολύ αστείον εις τον Μανόλην, όστις ήρχισε να γελά. Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώσει εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήσει εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή.

Μετ’ ολίγον αγέλη κτηνών επελθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε:

— Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό. Έμαθα πως παντρεύγεσαι... με τον Ανεγνώστη τον Τερερέ.

Η Πηγή ανέκοψε το βήμα και ωχροτάτη τον ητένισεν· αλλά το μειδίαμα το οποίον είδεν εις το πρόσωπον του Σαϊτονικολή επανέφερε διά μιας το χρώμα της ζωής εις την μορφήν της. Δεν είπε τίποτε, αλλ’ εις τα μεγάλα της μάτια ανέβλυσαν δάκρυα. Ο δε Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε να παρατείνει την αγωνίαν της.

— Για πε μου δεν τονε θες τον Ανεγνώστη;

— Όι, μπαρμπα-Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικότερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι αδερφός μου, ίντα να κάμω η μαυρομοίρα;... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήσει, απού δεν έχω μάνα;

Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυά της έτρεξαν.

— Μην κλαις, παιδί μου, μην κλαις, της είπε στοργικώς, και σα δεν τονε θες τον Τερερέ, δε θα σε βάλουνε να τόνε πάρεις στανικώς. Κι ο κύρης σου ήλλαξε γνώμη.

— Αλήθεια; ανεφώνησεν η Πηγή, μη τολμώσα να το πιστεύσει.

— Αλήθεια κι αμέ ψώματα; Τόση ώρα που μιλούσαμε αυτό πολέμουνα, να του γυρίσω την κεφαλή του την αγύριστη. Μη φοβάσαι μπλιο να σου ξαναμιλήσει για τον Τερερέ. Αγαπάς τον εδά τον μπαρμπα-Νικολή;

— Εγώ πάντα μου σ’ αγάπουνα σαν και τον κύρη μου, μπαρμπα-Νικολή, είπεν η Πηγή και εκινήθη να του φιλήσει το χέρι· αλλ’ ο Σαϊτονικολής την ημπόδισεν. Έπειτα αλλάξας τόνον, της είπε:

— Και για πε μου, Πηγιό, παιδί μου, ο Μανόλης μου πώς σου φαίνεται;

— Πώς να μου φαίνεται; απήντησε κοκκινίζουσα και χαμηλώνουσα το βλέμμα. Καλός.

— Δεν είναι καλύτερος απού τον Ανεγνώστη;

— Χίλιες χιλιάδες βολές, είπε με ζωηρότητα η Πηγή, της οποίας η καρδία είχεν αρχίσει να κτυπά ως κώδων εορτής.

— Ε, μάθε πως τα συφωνήσαμε με τον αφέντη σου... Σε λέω παιδί μου και θα γενείς αληθινό παιδί μου... Σ’ άφηνα 'γώ να σε πάρει ο Τερερές ο σακάτης; Ο άντρας απού θα πάρεις θα ‘ναι νιος και γερός σαν εσένα και καλόγνωμος σαν και σένα.

Αλλ’ ήδη εισήρχοντο εις το χωριό και ο Θωμάς εστράφη κι εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν:

— Ακούς, σύντεκνε Νικολή, ίντα διαλαλιούνε;

Ο Σαϊτονικολής επρόσεξε και ήκουσε την φωνάραν του Παπαδομάρκου, όστις από υψηλόν δώμα διεκήρυττε τα εξής:

«Μωρέ παιδιά! όλοι Τούρκοι και Ρωμιοί να το κατέχετε πως το Σαββάτο θα καθαριστούνε τα χαντάκια απού το Μαυρικό ως στην Ποταμίσσα κι όποιος δεν πάει γή δεν πέψει αργάτη θα πλερώνει πρόστιμο!»

Κατ’ έτος ή κατά διετίαν ο Μουδίρης, συνεννοούμενος με τους προεστούς, διέτασσε κι εκαθαρίζοντο δι’ αγγαρείας των παροχθίων ιδιοκτητών οι χάνδακες των λιβαδιών, διά να μη αναπτύσσονται ελώδη μιάσματα από την συσσώρευσιν της λάσπης, ήτις εδυσκόλευε την ροήν των υδάτων.

Ο Θωμάς είχε σταματήσει προ του τελευταίου νερομύλου κι επότιζε τον όνον του, ενώ ο Παπαδομάρκος επανελάμβανε τρίτην και τελευταίαν φοράν το διαλάλημα. Εκεί είχον σταματήσει και άλλοι χωρικοί και ομίλουν περί της διαταγής, εντείνοντες την φωνήν διά να μη χάνεται εις την βοήν του μύλου. Όλοι οι υπόχρεοι εις την αγγαρείαν εγόγγυζον, διότι ο μεν ένας είχε το Σάββατον εργασίαν μη επιδεχομένην αναβολήν, ο δε άλλος έκρινεν άδικον να έχουν όλοι ίσην υποχρέωσιν, ενώ αι ιδιοκτησίαι ήσαν άνισοι· υπόχρεως ήτο και ο Σαϊτονικολής, διό και είπεν:

— Εγώ λέω να στείλω τον Μανόλη.

Αλλ’ η Πηγή παρενέβη υπέρ του Μανόλη.

—Ασυνήθιστος είναι και θ’ αρρωστήσει. Μη τονε πέψεις.

Και ο Σαϊτονικολής μειδιών έσκυψε και την έκαμε κατακκόκινη με μίαν φράσιν:

— Από 'δά ήρχισες να τονε πονείς;

Έπειτα είπε μεγαλοφώνως, ώστε ν’ ακούσει και ο Μανόλης:

— Ας είναι, για ένα χατίρι ακριβό θα βάλω αργάτη. Ας πλερώσω και πέντε ριάλια μαγάρι.

Ήτο τόσον εύθυμος ο Σαϊτονικολής, ώστε παραπάνω, αφού διέβησαν την αψίδα του μυλαυλάκου, εσταμάτησε και ομίλησε προς τον Καρτσή Νικολήν, ένα περίεργον τρελόν, όστις καθ’ όλην την ημέραν κατεγίνετο να κομίζει με παλιοκάνατο από τον ποταμόν νερόν, το οποίον έχυνεν επί των γυμνών του ποδών, μονολογών αδιαλείπτως.

—Καλησπέρα, Νικολάκη, του είπε. Δε μας λες πώς λένε τουρκικά τον πλάτανο;

Ο Καρτσής διέκοψε την ψυχρολουσίαν, την οποίαν έκαμνε προ της θύρας του όρθιος, και απήντησε:

— Κουβάρ-αγατζή.

— Και το βάτο;

— Μπερδελέτο.

Ο Σαϊτονικολής εγέλασε, καίτοι δεν ήκουε πρώτην φοράν τα αυτοσχέδια τουρκικά του Καρτσή, ούτε το κωμικόν τραγούδι, το οποίον απήγγειλε μετά το τουρκικόν λεξιλόγιον:

 

Άης Βέργας κατεβαίνει

Κι έχει και ρακή πιωμένη...

 

Ο Θωμάς όμως επροχώρησε σοβαρός, χωρίς να δώσει προσοχήν καμίαν. Εκατό φορές τις είχε ακούσει αυτές τις κουζουλάδες. Η δε Πηγή διηγήθη προς τον Μανόλην φοβερά πράγματα περί του Καρτσή. Ελέγετο ότι οι νεράιδες του ‘χανε πάρει τον νου του· γι’ αυτό πολλές φορές τα μεσάνυκτα τον είχαν δει ολόγυμνο εις το ζουριό του μύλου, εκεί που σκορπά το νερό αφρισμένο η φτερωτή, και εχόρευε με τις νεράιδες.

— Δεν τον είδες πως παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί.

— Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανόλης.

— Λένε πως εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώσει, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση.

Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κι εφίλησε το χέρι του.

— Άκουσε, Μανόλη, είπε μετά το δείπνον ο Σαϊτονικολής προς τον υιόν του· απόψε μίλησα με τον Θωμά στη στράτα, κι εσυβάσθηκε να σου δώσει το Πηγιό. Για πε μου θες και συ να σε παντρέψομε;

Ο Μανόλης όχι μόνον δεν απήντησεν, αλλά και έσκυψε την κεφαλήν τόσον, ώστε να μη φανεί η χαρά, ήτις εξήστραψεν εις τα μάτια του.

— Δε μιλείς; του είπεν εκ νέου ο Σαϊτονικολής. Ο Μανόλης έσκυψεν ακόμα περισσότερον.

Ο Σαϊτονικολής μειδιών αντήλλαξε βλέμμα με τη γυναίκα του.

— Πρέπει πως δε θέλει παντριγιά, είπε...Καλά, παιδί μου, δε θα σε βάλω με το ζόρε. Σα δε θες, κι εγώ δε θέλω· εσύ θα παντρευτείς, δε θα παντρευτώ 'γώ. Η μάνα σου μου ‘πε πως προθές, λέει, τση 'πες ορθά κοφτά πως σ’ αρέσει το Πηγιό του Θωμά· μα πρέπει πως θα το ‘δε όνειρο. Εγέρασε κιόλας η καλορίζικη κι είναι συμπαθισμένη. Εγώ τελειωτικό λόγο δεν ήδωκα με τον Θωμά· και σα δε θες την κοπελιά, να του πω να τη δώσει του Τερερέ απού τήνε θέλει και την εζήτηξε κιόλας.

Ο Μανόλης εταράχθη, αλλ’ εξηκολούθησε να σιωπά.

— Να του πω του Θωμά πως δεν τη θες την Πηγή και να τήνε δώσει του Τερερέ; ηρώτησε και πάλιν ο Σαϊτονικολής εντονότερα.

Ιδρώς αγωνίας εφάνη εις του Μανόλη το μέτωπον, μέχρι του οποίου είχε φθάσει το ερύθημα. Αλλ’ η μητέρα του παρενέβη.

— Καλέ, θέλει τηνε μα ντρέπεται να το πει. Δε μου το 'πες εμένα, γιε μου;

Ο Μανόλης κατέβαλεν υπεράνθρωπον προσπάθειαν διά να επιβεβαιώσει τους λόγους της μητρός του με μικρόν αναπάφλασμα γέλωτος.

— Κατεργάρη! κατεργάρη! είπε γελών ο Σαϊτονικολής.

Ε'.

Αλλ’ ας αφήσομεν τον Μανόλην, όστις την νύκτα εκείνην επανέλαβεν εις τα όνειρά του χιλιάκις το περίφημον ερωτολόγημά του προς το Πηγιό. Εις το αντίθετον άκρον του χωριού μάς περιμένουν άλλαι γνωριμίαι και γεγονότα, τα οποία μεγάλην θα έχουν ροπήν εις την περαιτέρω εκτύλιξιν της παρούσης ιστορίας.

Η Καλλιώ η Ζερβούδαινα, η επιλεγόμενη σκωπτικώς Αλογόμυγια διά το μικρόσωμον και την νευρικήν της ζωηρότητα, διετηρείτο ακόμη καλά εις την ηλικίαν κατά την οποίαν συνήθως αι χωρικαί έχουν τελείως γηράσει, συντριβόμεναι υπό των επιμόχθων εργασιών και των πόνων της μητρότητος.

Χηρεύσασα πολύ ενωρίς, έδειξε διαθέσεις να επανορθώσει της μοίρας το αδίκημα. Δι’ ένα όμως ή δι’ άλλον λόγον υπερέβη το τεσσαρακοστόν και έφθανεν εις τα σαράντα πέντε, χωρίς να πραγματοποιήσει τον πόθον της, αλλά και χωρίς ν’ αποβάλει την ελπίδα. Τούτο τουλάχιστον συνεπέρανον οι χωριανοί από την φιλάρεσκον επιμέλειαν την οποίαν εδείκνυεν εις τον ιματισμόν της πάντοτε, μάλιστα δε όσον επροχώρει η ηλικία της, από την τάσιν την οποίαν εδείκνυε να κρύπτει την πραγματικήν της ηλικίαν και από την νεανικήν ζωηρότητα την οποίαν είχεν εις τας κινήσεις. Ουδέποτε την είδε κανείς ανυπόδυτην έξω, όπως άλλας γυναίκας, νέας μάλιστα και ανυπάνδρους, αίτινες εφαίνοντο θεωρούσαι περιττήν πολυτέλειαν την υπόδυσιν.

Ήσαν αρκετά ταύτα διά να την παραλάβει το κοινόν σκώμμα και η κακολογία, ήτις όμως όσον και αν το επεδίωκε, δεν κατόρθωσε ποτέ να εύρει εις την διαγωγήν της τίποτε περισσότερον από την ελαφρότητα την οποίαν της απέδιδεν.

Ο σύζυγός της αποθανών, της αφήκε μετά των θλίψεων της προώρου χηρείας, περιουσίαν ικανήν και μίαν θυγατέρα. Το Μαρούλι, ως ονομάζετο, είχε γίνει νέα λεπτοκαμωμένη, ψυχρά και, κατ’ αντίθεσιν προς την μητέρα της, ολιγόλογος, συσφίγγουσα τα χείλη με αξιοπρέπειαν αρχοντοπούλας μη στάξει και μη βρέξει. Είχε δε τωόντι ανατραφεί ως αρχοντοπούλα του χωριού, «χωρίς να την δει ήλιος», ως έλεγεν η μητέρα της. Δεν είχε γνωρίσει αυτή την σκληραγωγίαν της βουκολικής ζωής, εις ην διήρχοντο τα μέχρι της ήβης έτη, πολλάκις δε και υπέρ την ήβην, αι πλείσται των κορασίδων, μόνον εκ του ενδύματος διακρινόμενοι από τ’ αγόρια με τα οποία διημέρευον· ούτ’ εξύπνησε ποτέ κατά τας χειμερινάς νύκτας «την ώραν που βγαίνουν οι πήχες» διά να παχνίσει τα βόδια· δεν έσκαψε ποτέ, ουτ’ εβωλοκόπησε και δεν εψήθη υπό του φλογερού ηλίου εις το αλώνισμα και το λίχνισμα. Μόλις εγνώριζε το θέρισμα και το λιομάζωμα και τούτο μετά μεγάλων προφυλάξεων της αβράς λευκότητας του προσώπου και των χειρών της. Το περισσότερον του καιρού της διήρχετο εις την σκιάν, ράπτουσα και υφαίνουσα, και ήτον υφάντρια μοναδική, τα δ’ εργόχειρά της ήσαν εξακουστά.

Αι ομήλικοι εθαύμαζον την «αρχοντιά και την καλοπιχεράδα της» και όταν επήγαινε προς συλλογήν χόρτων, συνοδεύετο υπό αυλής όλης θαυμαστριών, και επλανώντο επί ώρας εις τους αγρούς, άδουσαι και γελώσαι, διαμοίβουσαι αυτοσχέδια δίστιχα, ψεγαδιάζουσαι τους νέους ή τας αντιζήλους των, ερωτώσαι τα λευκάνθεμα αν θα πήγαιναν εις την κόλαση ή στον παράδεισον: «Πάω στην πίσα, πάω στην παράδεισο», και ζητούσαι αισθηματικούς οιωνούς εις την πτήσιν των μικρών εντόμων, τα οποία απέλυον εις τον αέρα.

 

Πε μου πού θα παντρευτώ!

Πε μου πού θα παντρευτώ!

 

Αι φιλενάδες της εκείναι, ψημέναι αυτόχρημα υπό του ηλίου και ξυλιασμέναι υπό της σκληραγωγίας, ελάμβανον πολλάκις τα αβρά της χεράκια εις τα δικά των και τα παρετήρουν ως θαυμάσια καλλιτεχνήματα:

— Θε μου, η ασπριγιά σου, Μαρούλι!

Τινές όμως εξ αυτών ενδυμύχως δεν την εχώνευον, το μεν ζηλοτυπούσαι, το δε και μη υποφέρουσαι την έπαρσίν της.

Η κόρη της χήρας τωόντι είχε πολύ ψηλά την μύτην, νομίζουσα ότι αυτή ήτο κι άλλη δεν ήτο, κατά την έκφρασιν των άλλων. Την οίησιν δε ταύτην είχεν υποθρέψει η μητρική κουφότης διά των υπερβολικών της επαίνων. Η «κολόνα» της είχεν όλα τα χαρίσματα· δεν αφήκε καμιά χάριν δι’ άλλην. Τα προικιά της, οι τρόποι της, οι στολισμοί της, το περπάτημά της, τ’ ανάβλεμμά της, όλα της ήσαν μοναδικά και αφορμαί υπερηφανείας και φλυαρίας ανεξαντλήτου διά την Ζερβούδαιναν.

Η Ζερβούδαινα την ηγάπα με την ελαφρότητα και την υπερβολήν που είχεν εις όλα, οι δε υπερβολικοί έπαινοι και αι θωπείαι τας οποίας επεδαψίλευεν εις την «κολόνα» της συνετέλεσαν μεγάλως εις το να ψηλώσει τόσον η μύτη της. Εν τοσούτω από τινος οι κακόγλωσσοι διετείνοντο ότι η προβαίνουσα ηλικία της θυγατρός είχεν αρχίσει να ενοχλεί την μητέρα· και από δύο ήδη ετών το Μαρούλι είχε σταματήσει εις τα δεκαοκτώ, διά να δύναται και η χήρα να λέγει ότι δεν είχε πατήσει ακόμη τα σαράντα.

Μετά διαμονήν μηνών τινων εις την πόλιν πλησίον ενός θείου της, επανήλθε με νέα δικαιώματα να υπερηφανεύεται και να περιφρονεί χωριάτισσες και χωριάτες, από τους οποίους δεν την εχώριζον τώρα μόνον φυσικά, αλλά και επίκτητα χαρίσματα. Από την χώραν το Μαρούλι επέστρεψε με νέα ενδύματα, νέους τρόπους, νέαν γλώσσαν, νέον όνομα και νέαν μύτην.

Αι αφελείς γειτόνισσαι, αίτινες δεν είχαν ποτέ απομακρυνθεί από το χωριό, ήκουσαν με απορίαν τη Ζερβούδαιναν να φωνάζει τη θυγατέρα της «Μαργή». Η δε χήρα εξήγησεν ότι στη χώρα δε λένε Μαρούλι, αλλά Μαργή· και ότι η κόρη της δεν ήθελε πλέον να της λένε αυτό το χωριάτικο όνομα. Αλήθεια όμως το νέον όνομα δεν είχε περισσοτέραν αρχοντιά; Η χήρα το επανελάμβανεν επισύρουσα την φωνήν, διά να δείξει όλην του την μουσικήν και την ευγένειαν.

Έπειτα σείουσα την κεφαλήν έλεγεν:

— Ίντα λέμε κι εμείς πως ζούμε στον κόσμο και κάνομε! Να την ακούσετε να σάςε δηγάται τση χώρας τα καλά και τς αρχοντιές και να στουπίρει ο νους σας!

Αλλ’ όσα θαυμάσια δεν διηγείτο η ίδια τα διηγούντο οι στολισμοί, με τους οποίους ήλθεν από την πόλιν· η μεταξωτή γάζα η αστροποίκιλτη, που περιέβαλλε την ξανθήν της κόμην, ο χρυσούς σταυρός, όστις έπαιζε κι εμάρμαιρεν εις τα χιόνια του λαιμού της, το χρυσοποίκιλτον κοντόχι ή κοντογούνι, το οποίον, ανοικτόν εκ των έμπροσθεν, άφηνε να μαντεύονται υπό το αραχνοΰφαντον προστήθιον τα θέλγητρα του παρθενικού στήθους· και έπειτα το φόρεμα το πολύπτυχον με τους φαρμπαλάδες, και αι περικνημίδες και τα υποδήμητα με τα υψηλά τακούνια.

Αλλά την μεγαλυτέραν έκπληξιν επεφύλαττεν εις τους χωριανούς η Μαργή διά την επομένην Κυριακήν, ότε μετέβη εις την εκκλησίαν με κρινολίνον ή, όπως κοινότερον το έλεγον τότε, «μαλακό». Η κόρη της χήρας εισήλθεν εις τον ναόν με βήμα βασιλίσσης, ακολουθουμένη υπό της μητρός της, ήτις τόσο πολύ εφούσκωνεν από υπερηφάνειαν, ώστε ηδύνατο να υποτεθεί ότι και αυτή εφόρει κρινολίνον· θροούσα δε, ως μηχανή, επέρασε διά μέσου μικρών επιφωνημάτων εκπλήξεως και θαυμασμού και εστάθη εμπρός-εμπρός, όχι πλέον ως «κολόνα», αλλ’ ως αληθινός πύργος Μαλακώφ.

Μεταξύ των γυναικών έγινε κίνησις μεγάλη και τόσος ψίθυρος, ώστε τινές των ανδρών εστράφησαν αδημονούντες. Αλλ’ αι γυναίκες η μία μετά την άλλην επλησίαζον διά να ίδουν το θαύμα εκείνο και δειλώς εξέτεινον τα χέρια και το επέψαυον ακροθιγώς, απευθύνουσαι διαφόρους ερωτήσεις προς την κόρην, εις τας οποίας έσπευδε ν’ απαντά η μητέρα.

Μία μόνον μόλις κατεδέχθη να στρέψει την κεφαλήν προς τον θόρυβον και τον όγκον του κρινολίνου· μία υψηλή και ωραία μελαχροινή, ήτις εστέκετο μετά της παπαδιάς εις την τιμητικήν θέσιν, ενώπιον του προσκυνηταρίου. Η ακατάδεκτη αύτη ήτο η κόρη του Καπετάνιου, η μόνη που ανεγνώριζεν ως αντίζηλον η Μαργή. Ούτω δε συνέβη ν’ αντιληφθώσι μητέρα και κόρη ότι η Αγγελική «εκιτρίνισ’ απού τη ζηλειά τση», ενώ εκείνη απλώς εμειδίασε. Διότι αληθώς μόνον ευθυμίαν ηδύνατο να κινήσει η ελαφρότης της ξιπασμένης εκείνης εις τον αρρενωπόν χαρακτήρα της θυγατρός του Καπετάνιου, ήτις ανατραφείσα μεταξύ εξ αδελφών, των ανδρειοτέρων νέων του χωριού, είχε πολύ ολίγας εκ των γυναικείων αδυναμιών. Ως η παρθένος του δημοτικού άσματος,

 

Οπού ‘χε δώδεκ’ αδερφούς και δεκοχτώ ξαδέρφους,

 

η Αγγελική υπερηφανεύετο διά τους «ανδρειωμένους» αδελφούς της και πολλάκις συνηγωνίζετο εις τας ασκήσεις των, εντεύθεν δε το κάλλος της είχε λάβει την σεμνήν και υπερήφανον πλαστικότητα Αρτέμιδος.

Αι άλλαι γυναίκες εξηκολούθουν ν’ αποθαυμάζουν τον πολιτισμόν της Ζερβουδοπούλας· η δε χήρα μεθύουσα εκ της εντυπώσεως ταύτης ελησμόνησε πού ευρίσκετο και αφήκεν αχαλίνωτον την πολυλογίαν της. Κατ’ επανάληψιν ήλθον από το μέρος των ανδρών θυμωμένα «σσσ!», αλλ’ η χήρα, επί μικρόν διακόπτουσα την φλυαρίαν της, επανήρχιζεν ορμητικοτέρα, ενώ η κόρη της, συσφίγγουσα τα λεπτά της χείλη, επεδεικνύετο στυλωμένη εις το μέσον της εκκλησίας, ως επιτάφιος.

Εις τους άνδρας το κρινολίνον έκαμεν απλώς αστείαν εντύπωσιν. Και όταν, κατά την απόλυσιν της λειτουργίας, το Μαρούλι διήρχετο μεταξύ αυτών εις την αυλήν του ναού, την υπεδέχθησαν μικραί εκρήξεις γέλωτος. Φουστάνι ήτον αυτό ή κοφινίδα; Να το βάλει κανείς στον κήπο του, δεν ήθελε καλύτερο σκιάχτρο για τα πουλιά. Την εύθυμον δ’ εντύπωσιν ενέτεινεν η παρατήρησις του Αστρονόμου, ότι ήθελε μια σπορά τόπο για να περάσει.

H Καλλιώ είχε βραδύνει ολίγον εις την εκκλησίαν, σκοπίμως ίσως διά να λάβει αφορμήν να διατυμπανίσει το όνομα, το οποίον, μετά του κρινολίνου, είχε φέρει από την πόλιν η κόρη της. Και όταν εξήλθε, κατακόκκινη και ακτινοβολούσα από υπερηφάνειαν, ανεζήτησε μεταξύ του πλήθους διά του βλέμματος την προπορευομένην θυγατέρα της κι εφώναξεν εις τρόπον ώστε να την ακούσουν όλοι:

— Μαργή, ε Μαργή! ανήμενέ με, παιδί μου.

Διερχομένη δε μεταξύ των χωρικών οίτινες εψιθύριζον μειδιώντες ότι η κακομοίρα η Αλογόμυγια εσωκουζουλάθηκε, επληροφόρει δεξιά και αριστερά ότι «στη χώρα δε λένε Μαρούλι, μόνο Μαργή».

Εις την γωνίαν της εκκλησίας, η Μαργή, χωριζομένη από τας γυναίκας που την συνόδευον, τας εξέπληξεν εκ νέου με πρωτάκουστον χαιρετισμόν, τον οποίον συνόδευσεν ηγεμονική κλίσις της κεφαλής:

— Αντίο σας!... Έλα, μητέρα...

Ο γέλως δε των χωρικών εξέσπασε παταγώδης, όταν η Μαργή έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και απεμακρύνθη μετά της μητρός της, ο δε Αστρονόμος, μιμούμενος τας κινήσεις και την φωνήν της, επανέλαβεν:

«Αντίο σας!... Έλα μητέρα...»

Και είπεν έπειτα με την αυτήν επίσυρτην φωνήν:

— Τι δεντρό κάνει το στάρι;

Από του ύψους της μύτης αυτής επόμενον ήτο να βλέπει τα πάντα εις το χωριό μικρά και ευτελή, από των οικιών μέχρι των κατοίκων. Κανένα δεν εθεώρει άξιον της τιμής να γίνει σύζυγός της. Μόνον ο Σμυρνιός εξείχεν εις την κρίσιν της. Ήτο αυτός ο πρώτος μεταξύ των γαμβρών, όπως αυτή ήτο η πρώτη μεταξύ των νυμφών. Με την ιδέαν δε ότι και οι δύο ήσαν κοσμογυρισμένοι έτρεφε δι’ αυτόν αίσθημά τι συναδελφότητος, το οποίον έτεινε να μεταβληθεί εις έρωτα. Αλλά την προτίμησιν ταύτην έκρυπτε τόσον βαθιά εις την μικράν της καρδίαν, ώστε ούδ’ αυτή η μητέρα της εμάντευε τίποτε.

Και μετά την εκ της πόλεως επάνοδον, εξηκολούθει να πηγαίνει το βράδυ εις την βρύσιν, όπου εμάνθανε τα γυναικεία νέα της ημέρας, τι είπεν η μία και τι έκαμεν η άλλη, τι ύφαινεν η μεν και τι εξύφαινεν η δε. Εκεί, αποθέτουσαι τα σταμνιά επί του γεισώματος της κρήνης και περιμένουσαι σειράν, νέαι και ηλικιωμέναι γυναίκες εφλυάρουν επί τινα ώραν και έπειτα μία μία απήρχοντο με το σταμνί επ’ ώμου.

Αλλά, κατά την παροιμίαν, πολλές φορές πηγαίνει το σταμνί στη βρύση, μα έρχεται και φορά που δεν γυρίζει. Τούτο συνέβη και εις το σταμνί της Μαργής. Μίαν ημέραν επήγεν εις την βρύσιν, αλλά δεν εγύρισε. Μόνον η Μαργή επέστρεψεν, αλλ’ εις αξιοθρήνητον κατάστασιν, διάβροχος από κεφαλής μέχρι ποδών, ως ναυαγός, κρατούσα μόνον το πλουμιστόν «προσώμι».

— Ιντά 'παθες; την ηρώτησεν η Καλλιώ, ταραχθείσα. Έπεσες;

— Ο Πατούχας,... ο Πατούχας ο αναθεματισμένος... εψέλισεν η κόρη, μη κατορθώνουσα από τους λυγμούς να τελειώσει την φράσιν.

Και τα δάκρυά της επέτεινον το θέαμα της υγρασίας, ως διά να παραστήσουν τραγικότερον το γεγονός.

— Ίντα σου ‘καμ’ ο Πατούχας;

— Μια πέτρα μου ‘ριξε....και μου ‘σπασε το σταμνί στον ώμο μου, κατόρθωσεν επιτέλους να είπει η Μαργή.

— Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπεν η Καλλιώ απορούσα.

— Κατέω και 'γώ ίντα του ‘ρθε του νεραϊδή;

Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. H Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που νόμιζες πως ήθελε να την καταπιεί. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν. Φαίνεται ότι απεπειράτο να της εκδηλώσει έρωτα· και την εσπέραν εκείνην θελήσας να μιμηθεί τους άλλους νέους, οίτινες παραμονεύοντες περί την εσπέραν την διάβασιν των επιστρεφουσών από την βρύσιν νεανίδων, τας επείραζον ρίπτοντες ελαφρά λιθάρια κατά των σταμνιών, της έσπασε το σταμνί ο αδέξιος.

— Μα δεν είπανε πως ελογόστεσε την Πηγή του Θωμά;

— Από την ημέρα που με 'δε με το μαλακό, του 'δωκαν οι δαιμόνοι! είπεν η Μαργή, σπογγίζουσα τα δάκρυα με το άκρον της ποδιάς της.

Παλλομένη δε σύσσωμος από αγανάκτησιν επρόφερε φοβεράν απειλήν:

— Ας μου ξαναμιλήσει, κι α δε πιάσω πέτρα να του σπάσω την κεφαλή του, να μη με πούνε Μαρία παρά Φατουμέ! Καλό.

— Έγνοια σου, θυγατέρα μου, έγνοια σου, Μαργή μου, της είπε πραϋντικώς η χήρα, κι εγώ θα μιλήσω του κυρού του. Ακούς τον κουζούλακα πράματα που τα κάνει!

Αφού δ’ εσκέφθη ολίγον είπε πάλιν ως να εμονολόγει:

— Μα εχαλάσαν τα με τσι Θωμαδιανούς;... Παράξενο πράμα! Να σου πω, μωρή παιδί μου, καλός νέος είναι, κι αν είναι αλήθεια και τα χάλασε με τη Θωμαδοπούλα...

— Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σ’ ακούω!..

— Είναι ο καλύτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα.

— Είναι το καλύτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσεις πολεμάς;

— Εκείνο που σου λέω 'γω, είπεν η Καλλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν’ ο καλός και ποιος ο κακός; Κι όμορφος είναι, και νοικοκυρόπουλο 'ναι...

— Άφησέ με, αν αγαπάς τον Θεό, ανεφώνησεν αδημονούσα η Μαργή, απού βάνεις με τσ' όμορφους αυτό τον ανοστόπλαστο, τον Σαρακηνό!

— Κατέχει ο μπουρμάς ιντά ‘ν’ ο χουρμάς; είπεν η χήρα με την γλώσσαν της πείρας. Ο άντρας έτσα πρέπει να ‘ναι· γερός κι ανρειωμένος....

— Ου! αντρειωμένος! αντείπε μορφάζουσα η Μαργή. Αντρειωμένος σαν τον γάιδαρό μας.

— Κι αν δεν είν’ αντρειωμένος θα γενεί. Κοπέλι ‘ν’ ακόμη. Να λέμε την αλήθεια, εσύ 'σαι μεγαλύτερη. Είν’ άπραγος, γιατ’ ήτον ως οψές βοσκός, μα θα ξυπνήσει. Δεν ακούω 'γώ ίντα λένε 'κείνες που δεν τσι θέλει μουδέ για φαμέγιες15. Έχει και καλούς εδικούς. Και να σου πω, θυγατέρα μου, εμένα η βουλή μου είναι...

— Να τόνε πάρω;

— Αν είναι και τα χαλάσανε με τον Θωμά...

— Καλιά να τόνε πάρουνε οι δαιμόνοι! Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ!... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες;

— Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρεις καλύτερο.

Η Μαργή ητένισε τη μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν:

— Αν είν’ αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

— Συλλογίσου τα λόγια μου και θα δεις πως έχω δίκιο.

— Καλά το 'πα 'γώ πως εβάρθηκες να με σκάσεις απόψε, είπεν η Μαργή και με θυελλώδη ορμήν ερίφθη εις μίαν γωνίαν, όπου, λαβούσα στάσιν Νιόβης, ήρχισεν εκ νέου να κλαίει.

Η μητρική καρδία της χήρας συνεκινήθη.

— Μα, θυγατέρα μου, δε σου 'πα δα και άρον άρον να τόνε πάρεις!

Και πλησιάσασα της ομίλησε στοργικώς και την εθώπευσεν, ενώ η Μαργή την απώθει με κινήσεις οργισμένου παιδίου.

— 'Ντά θέλω 'γώ το κακό σου, παιδί μου; Ένα λόγο σου 'πα. Δε θες; Δε θέλω κι εγώ. Δεν εχάλασ’ ο κόσμος.

— Μα, για όνομα του Θεού, είναι για μένα τέτοιος άντρας; Τόσο παραριμένη 'μαι 'γώ να πάρω αυτό τ’ ανεμπαίγνιδο του κόσμου; Από τούρκικη μπάλα να πάει καλύτερα, γη και ουρανέ μου!

Η Ζερβούδαινα δεν αντέλεξε πλέον, μολονότι ενδομύχως επέμενεν εις την ιδέαν της.

Και ενώ η Μαργή επανελάμβανε την απειλήν της ότι θα συνέτριβε την κεφαλήν του Μανόλη, αν εξηκολούθει να την ενοχλεί, η χήρα έλεγε κι επανέλεγε καθ’ εαυτήν:

— Μα πώς πάει αυτό το πράμα; Εχαλάσαν τα με τσι Θωμαδιανούς;

ΣΤ’.

Τωόντι ο Μανόλης δεν ήχο ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως τα είχε κανονίσει ο πατέρας του. Τα έθιμα και οι λόγοι, δι’ ων ο Σαϊτονικολής εδικαιολόγει την αναβολήν του γάμου δι’ εν έτος και ίσως περισσότερον, δεν είχον, κατά την κρίσιν αυτού, καμίαν πραγματικήν άξίαν. Ήτο τάχα ανάγκη να έχει κατοικίαν ιδιαιτέραν, αφού μ’ εκείνην που ηγάπα ηδύνατο να ζήσει και εις σπήλαιον και εις το ύπαιθρον ακόμη ευτυχής; Με το Πηγιό και αχυρώνας θα του εφαίνετο παλάτι. Η ευτυχία του ήτο πολύ καλόβολη. Εκείνο όμως που δεν ηδύνατο παντάπασι να εννοήσει ήτο ότι τον εθεώρουν ακατάλληλον ακόμη προς γάμον. Και έλεγαν ότι δεν ήτο καιρός του, χωρίς να τον ερωτούν και αυτόν, χωρίς να ερωτήσουν και τον νοικοκύρην, όστις, κατά την παροιμίαν, ξέρει όσα δεν ξέρει ο κόσμος όλος.

Και δεν είπε μεν τίποτε, αλλ’ έδειξε την δυσαρέσκειάν του με την κατηφή απροθυμίαν με την οποίαν εξετέλει την εργασίαν που του ανέθηκεν ο Σαϊτονικολής, να συγκομίζει πέτρας και άλλα υλικά διά την οικοδομήν της μελλούσης κατοικίας του. Η δυσαρέσκειά του δ’ εξεθύμαινεν εις την ράχην του ημιόνου, με τον οποίον μετεκόμιζε τας πέτρας εκ του λατομείου. Τόσον εκακομεταχειρίζετο το ταλαίπωρον ζώον, ώστε, ενώ έως τότε ήτο πράον και ευάγωγον, έγινε δύστροπον και απέκτησε την έξιν να λακτίζει, προς μεγάλην απορίαν του Σαϊτονικολή.

Σπανίως όταν, καθήμενος επί του ημιόνου, ο Μανόλης επέστρεφεν εις το λατομείον διά να παραλάβει νέον φορτίον, κατελαμβάνετο υπό τρυφερών διαλογισμών και επεχείρει να τραγουδήσει. Απετελείτο δε το άσμα του από φράσεις και λέξεις, αίτινες δεν είχον πολλάκις σχέσιν μεταξύ των, αλλ’ απλώς εχρησίμευον διά να πληρούν τον ρυθμόν και υποβαστάζουν τον ήχον. Αλλ’ εάν κανείς επρόσεχε, θα ηδύνατο να διακρίνει εις τον κυκεώνα εκείνον των ασυναρτήτων φράσεων εν όνομα πολλάκις επαναλαμβανόμενον, το όνομα της θυγατρός του Θωμά, οτέ μεν υπόκωφον και οιονεί μασημένον εις φίλημα, οτέ δε διάτορον, ως μύδρος εκσφενδονιζόμενος από το ηφαίστειον του στήθους του.

Εκτός του ψάλτου, το αρχέγονον εκείνο άσμα έτερπε και κάποιον άλλον, τον ημίονον, διότι μόνον κατά τας στιγμάς εκείνας ο Μανόλης ελησμόνει να τον βασανίζει. Αλλά τα βάσανα του ταλαιπώρου ζώου έπαυσαν μόνον όταν ήρχισεν η οικοδομή και ο Σαϊτονικολής επεφόρτισε τον υιόν του να «πουργεύει», να βοηθεί δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην.

Εις την νέαν ταύτην εργασίαν εμετριάσθη και του Μανόλη η δυσθυμία. Ο Καρπάθιος ο πρωτομάστορας του έδιδεν ανά πάσαν στιγμήν αφορμάς ευθυμίας με την αστείαν διάλεκτόν του. Όταν εθύμωνε με τας απροσεξίας του, τον εφώναζε «παλλαρόν». Ο δε Μανόλης τόσον εξεθαρρεύθη, ώστε ήρχισε να τον σκώπτει, μιμούμενος την προφοράν του. Όταν ο Καρπάθιος του εφώναζε: «Μανόλη! ω Μανόλη!», του απήντα επισύρων, ως εκείνος, την φωνήν:

— Τι-α-θέλεις, μάστορη; Λάσπην ή πέτρες;

Εγέλα δε και όταν ακόμη ο Καρπάθιος, αδημονών, του ετίνασσε το μυστρί κατά πρόσωπον και τον επασάλειβε με πηλόν. Τούτο άλλως τε του έδιδε την ευχάριστον πρόφασιν να τρέχει εις τον ποταμόν διά να νιφθεί και να βλέπει τας γυναίκας που έπλυναν με τα φορέματα ανασυρμένα. Ο μάστορας, άνθρωπος εύθυμος, ετραγουδούσε πολλάκις, ενώ έκτιζε, κωμικά άσματα της πατρίδος του· διεσκέδαζε δε ιδίως να σκανδαλίζει τον Μανόλην διά του άσματος εις το οποίον νεαρός ανεψιός χαριεντίζεται με την θείαν του:

 

Πέρα πήαινα στη ρύμη

με τη θεια μου την Ερήνη.

Σκούντα 'γιώ και σκούντα κείνη,

κάνει ο Θιός και πέφτει κείνη.

Έδε τόπος και λιβάδι,

Αχ! θεια μου να 'σουν άλλη!...

 

Ο Συκολόγος όμως, ο δεύτερος κτίστης, δεν κατεδέχετο ν’ αστειεύεται με τον Μανόλην, ένα ζωντόβολο εκεί, που δεν ήξερε να μοιράσει δυο γαϊδάρων άχυρα. Ο Συκολόγος είχε μεγάλην ιδέαν περί του εαυτού του, διότι αν και αγράμματος, εγνώριζεν όλους τους ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής και έψαλλεν εις την εκκλησίαν με την βοήθειαν του κανονάρχου. Συνήθιζε δε να λέγει: «Εγώ αν εκάτεχα γράμματα..., όπως περίπου θα έλεγεν ο Μποναπάρτης: «Εγώ αν ενικούσα στο Βατερλώ!...» Έψαλλε δε και ενώ έκτιζε και ο εύθυμος Καρπάθιος έλεγεν ενίοτε ιδιαιτέρως προς τον Μανόλην όταν τον επαραζάλιζεν η ψαλμωδία:

—Άιντε μωρέ, κι αν δεν τρελαθούμε, σίγουρα θ’ αγιάσομε.

Τον Μανόλη παρηγόρει η ιδέα ότι τώρα τουλάχιστον θα κατόρθωνε να βλέπει την Πηγήν, ήτις παρέμενεν εις το σπίτι εργαζομένη προς συμπλήρωσιν των προικιών της. Αλλ’ ελογάριαζε χωρίς τον γέροντα με το τουρλωτό φέσι.

Μιαν ημέραν, υποκλέψας ολίγας στιγμάς εκ της εργασίας του, ετρεξεν εις την οικίαν του Θωμά, όπου εύρε την Πηγήν υφαίνουσαν. Η κόρη εστράφη και τον υπεδέχθη με ακτινοβόλημα χαράς.

— Χαμήλωσε, του είπε, αφήνουσα την σαΐταν. Αλλ’ ο Μανόλης έμεινεν όρθιος πλησίον του «αργαστηριού».

— Δεν μπορώ, είπε με θλίψιν, γιατί αν αργήσω, θ’ αρχίξει τσι φωνές ο Καρπάθιος κι ύστερα θα το πει και του κυρού μου.

Και με την τελευταίαν λέξιν έφυγεν εκ του στήθους του στεναγμός. Δεν ήτο ζωή αυτή να δουλεύει του Θεού την ημέρα στον ήλιο, χωρίς μιας στιγμής ευκαιρίαν... να την βλέπει.

Τον μέγαν τούτον λόγον επρόφερεν ο Μανόλης, ακουμβημένος εις την κορωνίδα του τελάρου· και όπως εκάλυψε το πρόσωπόν του με την πλατειάν του παλάμην, διά να κρύψει την εντροπήν του, εφαίνετο ως να έκρυπτε δάκρυα.

Η Πηγή τον ητένισε με ανησυχίαν και είπε, πνιγομένη υπό

συγκινήσεως:

— Και μαλώνει σ’ αφέντης σου;

— Να, αν του πει ο μάστορας πως έφυγ’ από το χτίρι, θα χαλάσει τον κόσμο ...

— Μα γιάιντα, γιάιντα;... είπεν η κόρη, ως ν’ απηυθύνετο με παράπονον προς τον μέλλοντα πενθερόν της. Δεν το θωρεί πως θ’ αρρωστήσεις;

— Κι η μάνα μου του το 'πε, μα δεν ακούει, απήντησεν ο Μανόλης με τόνον σχεδόν θρηνητικόν. Θέλει, λέει, να ψηθώ στη δουλειά. Α δε ξετελεσθεί, λέει, το σπίτι...

Η Πηγή εφάνη σκεπτομένη· έπειτα δε με μικρόν δισταγμόν είπε:

— Να του μιλήσω κι εγώ; Ντρέπομαι, μα θα του το πω ...

Ο Μανόλης ανετινάχθη, με λαμποκόπημα χαράς εις τα μάτια.

— Ναι, να του πεις πως δε μας εγνοιάζει μας κι αν δεν είναι τελειωμένο το σπίτι...

Η Πηγή τον προσέβλεψεν απορούσα.

— Ώστε να τελειώσει το σπίτι, ας κατοικήσομε στον οντά μας, εξηκολούθησεν ο Μανόλης.

Η Πηγή ήρχισε να εννοεί την μεταξύ των παρεξήγησιν και έγινε κατακόκκινη.

— Ας παντρευτούμε 'μείς, έλεγεν ο Μανόλης με ζωηρότητα απροσδόκητον, κι ας τελειώσει το σπίτι ύστερ’ από ένα χρόνο... ας μη τελειώσει και ποτέ.

— Μα δεν μπορώ 'γώ να πω τ’ αφέντη σου τέτοια πράματα, είπεν η Πηγή κάτω νεύουσα.

—Κι αμ’ ίντα θα του πεις;

— Να μη σε στενοχωρά στη δουλειά, μόνο να βάλει έναν αργάτη να σε βοηθά.

Ο Μανόλης έκαμε μορφασμόν δυσαρεσκείας.

— Χμ! αυτό μόνο θα του πεις;… Ε, να μη του πεις πράμα, είπε με τόνον χολιασμένου παιδίου. Δε θέλω να του πεις πράμα. Εθάρρεψες πως εμένα με κουράζει η δουλειά; Χαρά στη δουλειά; τ’ αφτί μου δε ‘δρώνει!

Και εκινήθη διά να φύγει θυμωμένος.

— Μα δεν μπορώ .... πώς μπορώ να του πω τέτοια λόγια; είπεν η Πηγή με θλίψιν.

— Εγώ δεν μπορώ να του τα 'πω, γιατί 'ναι κύρης μου και ντρέπομαι. Μα εσύ γιάιντα δεν του τα λες;

Η Πηγή εσιώπησεν, ετοίμη να δακρύσει, διότι δεν ηδύνατο να δικαιολογηθεί. Ο δε Μανόλης, όστις όσον έβλεπε την Πηγήν συστελλομένην εγίνετο τολμηρότερος, είπε:

— Δε μου λες πως δε θες να παντρευτούμε, μόνο…

— Εγώ δε θέλω;

— Αν ήθελες, θα ‘λεγες του κυρού μου πως εμάς δε μας εγνοιάζει για το σπίτι, μόνο θέμε να παντρευτούμε. Σα γενεί ο γάμος, ας με βάλει να δουλέψω να χτίσει δέκα σπίτια μαγάρι.

Η Πηγή εξηκολούθει να σιωπά.

— Να του το πεις θες; ηρώτησεν ο Μανόλης, αφού επί τινας στιγμάς επερίμενε την απάντησίν της.

— Μα δεν μπορώ, σου 'πα, δεν μπορώ, απήντησεν η Πηγή και τα δάκρυά της ήρχισαν να τρέχουν.

Ο Μανόλης ήθελε να κάμει τον θυμωμένον και να φύγει· αλλά δεν είχε τόσην δύναμιν θελήσεως και αντί ν’ απομακρυνθεί επλησίασε και σιγάσιγά εκάθισεν εις το «σανίδι» του τελάρου. Ήθελε να της είπει, κλαίων και αυτός, ότι θ’ αρρώσταινεν, όχι από τους κόπους, αλλ’ από την ανυπομονησίαν της αγάπης του, ότι δεν μπορούσε πλέον να ζει ούτε στιγμήν χωρίς να τη βλέπει, ότι η ζωή του χωρίς αυτήν ήτο μαρτύριον και τα τοιαύτα. Αλλ’ όταν ευρέθη πλησίον της και ησθάνθη την θερμότητα του σώματός της, αι σκέψεις του συνεταράχθησαν και όλα όσα είχε να είπει εξεφράσθησαν δι’ ενός παραφόρου, αγρίου εναγκαλισμού.

Η κόρη αντέστη, αλλ’ ήτο δύσκολον ν’ απαλλαγεί από τον σιδηρούν κύκλον των βραχιόνων του.

— Μα άφησε, του έλεγε... άφησε, σου λέω... Είναι κακό αυτό που κάνεις... Θα ‘ρθει αφέντης μου και θα με σκοτώσει... Μανόλη, να χαρείς τη μάνα σου.

Τον απώθει με τους δυνατούς της βραχίονας και εκ της σφοδρότητος της πάλης εσείετο και έτριζε το τελάρον, κινδυνεύον να εξαρθρωθεί.

— Μανόλη, θα σπάσει τ’ αργαστήρι... να, θα κοπούνε τα στιμόνια... Μανολιό, να χαρείς!...

Ο Μανόλης όμως, κωφεύων εις τας παρακλήσεις της, μεθύων και αποθηριωμένος εκ της επαφής και του θερμού αρώματος της γυναικείας σαρκός, την περιόρισεν ανίσχυρον πλέον εις την αγκάλην του και με αδηφάγον φίλημα έπνιξε τας ικεσίας εις το στόμα της. Αλλ’ υπό το φίλημα εκείνο η αιδημοσύνη της κόρης εξανέστη με τοιαύτην ορμήν, ώστε κατόρθωσε να εξολισθήσει εκ της περιπτύξεως του μαινομένου εφήβου και με κίνημα ταχύ ερίφθη έξω του τελάρου· πνευστιώσα δε και τρέμουσα του είπε:

—Μανόλη, καταλάγιασε, γιατί θα φύγω να σ’ αφήσω μοναχό στο σπίτι.

Και απεσύρετο προς την θύραν, διά να εξασφαλίσει την υποχώρησιν εν περιπτώσει νέας εφόδου, οπότε ηκούσθη θόρυβος βημάτων.

— Ο κύρης μου! εψιθύρισε και διευθετούσα τα ενδύματα και την κόμην της έτρεξε προς το τελάρον.

Ο δε Μανόλης κατακόκκινος, παρετήρει γύρω, ως να εζήτει μέρος διά να φύγει.

Βήξιμον γέροντος ήλθεν από τα πρόθυρα της οικίας, έπειτα εφάνη εισερχόμενον διά της θύρας μακρόν ξύλον και μετά μίαν στιγμήν ενεφανίσθη και η φέσα του Θωμά, ήτις είχε χάσει ολίγον την ακαμψίαν της εκ της προστριβής εις το ξύλον. Συγχρόνως ηκούσθη η φωνή του γέροντος καλούντος την θυγατέρα του:

— Μωρή Πηγιό, έλα να μου βουηθήξεις.

Η Πηγή ετρεξεν, αλλ’ επρόλαβεν ο Μανόλης κι εκατέβασεν εκ του ώμου του γέροντος το ξύλον.

Ο Θωμάς απήντησεν εις την προθυμίαν του Μανόλη με βλέμμα σκυθρωπής εκπλήξεως, το οποίον εστράφη ερωτηματικόν προς την θυγατέρα του, ως να της έλεγε· τι θέλει αυτός εδώ; Εκάθισεν έπειτα με στεναγμόν κοπώσεως εις μίαν καθέκλαν, απέβαλε το φέσι και με τον λιχανόν16 απεστλέγγισε17 τον ιδρώτα του μετώπου του. Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε:

— Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανολιό;

— Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανόλης.

— Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος

πουργεύει;

Ο Μανόλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών.

— Μα δεν είναι και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή.

— Εσύ να κάνεις τη δουλειά σου και να μη φυτρώνεις όπου δεν σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν. Να κάτσεις στ’ αργαστήρι σου!

Η Πηγή εκάθισεν ευπειθώς εις το τελάρον, ο δε Θωμάς εξηκολούθησεν απευθυνόμενος προς τον Μανόλην:

— Άκουσε, Μανολιό παιδί μου, η δουλειά σου δεν είν’ επαέ, κι άλλη βολά να μην έρχεσαι. Δεν ταιργιάζει να μπαίνεις σ’ ένα σπίτι που 'ναι μια κοπελιά μοναχή... Ε, μια σκόλη, που να 'μαι κι εγώ γή ο γιος μου επαδά... καλώς να ‘ρθεις· μα την καθημερνή να ξανοίγεις τη δουλειά σου. Ακούς ίντα σου λέω;

Ο Μανόλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, όπου, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος:

— Κι ο κύρης σου, άνε μάθει πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανεί.

Ενώ δε διήρχετο υπό το παράθυρον, τον ήκουσε να λέγει προς την Πηγήν.

— Άνε σε πιάσω και σέν’ απού την πλεξούδα!...

Ο ημίονος του Σαϊτονικολή ήτο τυχερός, διότι είχε λήξει η συνεργασία του με τον Μανόλην, άλλως την ημέραν εκείνην θα διήρχετο τας πλέον δυσαρέστους στιγμάς της ζωής του. Ώστε δεν ήτο αρκετόν ότι χωρίς κανένα σοβαρόν λόγον τον κατεδίκαζον να περιμένει επί εν έτος και ίσως περισσότερον, αλλά του απηγόρευον και να βλέπει εκείνην που θα εγίνετο γυναίκα του; Αυτά του εφαίνοντο τόσον άδικα και τόσον παράλογα, ώστε ενόμιζεν ότι εγίνοντο μόνον και μόνον διά να τον βασανίζουν· και ηγανάκτει τόσον κατά του πατρός του όσον και κατά του Θωμά.

Προς στιγμήν του επήλθεν η ιδέα να φασκελώσει κτίστας και κτίριον και να πάρει τα βουνά· αλλ’ η ανάμνησις της σκηνής του τελάρου τον ανεχαίτισεν. Ημπορούσε πλέον να ζήσει μακράν της Πηγής; O Τερερές άλλως ήτο εκεί, καιροφυλακτών να του αρπάσει την ευτυχίαν του. Είχε μάθει μάλιστα ότι ο άνθρωπος εκείνος τον εκακολόγει και ότι ο Στρατής, ο αδελφός της Πηγής, επροτίμα ως γαμβρόν τον Τερερέν, όστις ήλπιζε, φαίνεται, ακόμη.

Όταν επανήλθεν εις την εργασίαν του, εύρε τον Καρπάθιον πρωτομάστορα εξοργισμένον και απειλούντα ότι θα ‘κανε παράπονα προς τον Σαϊτονικολήν. Επί τέλους δεν μπορούσαν αυτοί να κτίζουν και να πουργεύουν. Αλλά και ο Μανόλης, όπως ήτο φουρκισμένος, του εφώναξε να κάμη ό,τι θέλει· να το πει μαγάρι και του Θεού!

Και τόσον εκοκκίνισεν από το κακό του, ώστε εφάνη μαύρος.

— Μωρ’αυτός έχει αράπικο μπουρί σήμερο. Ιντά 'παθε; είπεν ο Καρπάθιος προς τον Συκολόγον.

Επί ώρας ηργάσθη, χωρίς να εκστομίσει λέξιν. Μόνον το βράδυ-βράδυ, όταν διήλθεν η Πηγή μεταβαίνουσα εις την βρύσιν, η δυσθυμία του εφάνη διαλυθείσα· το μειδίαμα με το οποίον εκείνη συνόδευσε το καλησπέρα της εφώτισε το σκυθρωπόν πρόσωπόν του.

Η Πηγή διήρχετο καθ’ εκάστην εκείθεν, λοξοδρομούσα επίτηδες, οσάκις μετέβαινεν εις την βρύσιν. Από της ημέρας εκείνης μάλιστα διήρχετο πολλάκις. Η στάμνα της είχε μεταβληθή εις πίθον των Δαναΐδων.

— Δε μας ερωτάς, Πηγιό, για το χτίρι πώς πάει; της εφώναζον οι κτίσται φαιδρώς.

— Μάτια 'χω και θωρώ το, απεκρίνετο η Πηγή μειδιώσα.

— Θωρείς το, μα θέλει το ο Θεός να δουλεύγομε για μια ψυχή και να μη μάςε λέει μουδ’ ένα καλημέρα;

Ο δε Μανόλης, ενθουσιαζόμενος υπό των εμφανίσεων εκείνων της Πηγής, έκαμνεν επιδείξεις ρώμης, σηκώνων, ως Τιτάν, βαρύτατα αγκωνάρια διά να τα δίδει εις τους κτίστας, προς θαυμασμόν του Καρπαθιώτου.

— Μωρέ, της μάνας τον υιόν, αυτός είναι Διενής!

Και έκτοτε τον έλεγε παλλαρόν με ολιγότερα λ και με περισσοτέραν επιφύλαξιν.

Ο θαυμασμός του πρωτομάστορα έδωκεν εις τον Μανόλην το θάρρος να επιχειρήσει άλλον διαφορετικόν άθλον. Mιαv ημέραν ιδών τον Τερερέν διερχόμενον είπε προς τον Καρπάθιον:

— Μάστορα, να σου πιάσω τον Τερερέ να τόνε ρίξω στον ποταμό, σαν ποντικό;

Ο Καρπάθιος τον απέτρεψεν, αλλ’ ο Συκολόγος τον ενεθάρρυνε διά νευμάτων.

Ο Μανόλης όμως δεν ήθελε παρακίνησιν. Του είχεν επέλθει μία θαυμασία ιδέα, διά να τιμωρήσει τον Τερερέν και τον εξευτελίσει συγχρόνως ενώπιον της Πηγής. Ο ποταμός απείχεν ολίγας δεκάδας βημάτων, εγνώριζε δε ο Μανόλης ότι την ώραν εκείνην έπλυνεν εις τον ποταμόν η Πηγή.

Το πράγμα του εφαίνετο ευκολότατον. Ο ισχνός αντεραστής του δεν θα ήτο βαρύτερος από τας γρανιτικάς πέτρας τας οποίας εσήκωνε με τόσην ευκολίαν. Αλλ’ όταν ο Τερερές επλησίασε και ο Μανόλης έτρεξε προς αυτόν απειλητικώς, παρουσιάσθη μία απρόοπτος δυσκολία. Ο Τερερές σταματήσας εξείλκυσεν από την ζώνην του ένα πασαλήν18 και υποτρέμων του είπεν:

— Ίντα θες, μωρέ; Να σε σκοτώσω;

Η γενναία ορμή του Μανόλη ανεκόπη, οπισθοδρόμησε μάλιστα ολίγον. Αλλ’ ο Τερερές, άνθρωπος φρόνιμος, περιορίσθη εις άμυναν, η δε υποχώρησις του Μανόλη έδωκεν εις τους κτίστας καιρόν να παρέμβωσι.

— Καλά, είπε τότε ο Μανόλης, άλλη βολά θα σου δείξω γω

πώς με λένε.

— Όντε θες, μωρέ, απήντησεν ο Τερερές. Έπειτα δε είπε με χλεύην, σείων την κεφαλήν:

— Γιάε, μωρέ, άντρας και φοβερίζει κιόλα! Άδικο να σου λάχει, βούιδαρε!

Ο Μανόλης τότε έκαμε να ορμήσει, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν:

— Άϊντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανόλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν:

 

Όντε θωρεί κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει,

Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει.

 

Και έπειτα απεμακρύνθη. Αλλ’ εν τω μεταξύ και ο Μανόλης είχε δυνηθεί να ανασυντάξει το θάρρος του· και έξαφνα, καθ’ ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν’ αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του.

— Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλεις το μαχαίρι!

Ο Τερερές όμως, προλαβών, εισήλθεν εις την οικίαν του και έκλεισε την θύραν, ήτις εδέχθη το φοβερόν κτύπημα το οποίον του κατέφερεν ο Μανόλης.

— Ίντα μανταλώθηκες, μωρέ σπασμένε, φοβιτσάρη; του εφώναζεν ούτος λακτίζων μανιωδώς την θύραν. Θαρρείς πως δεν μπορώ να τη σπάσω την πόρτα;

— Θα πας στο διάολο, μωρέ Πατούχα, γή να σε πέψω; Τότε ο Μανόλης εστράφη και είδε κάτι τι, το οποίον διά μιας εψύχρανε το πολεμικόν του μένος. Από μικρόν παράθυρον είχε προβάλει η κάνη καριοφιλιού διευθυνομένη κατ’ επάνω του. Και ηναγκάσθη να υποχωρήσει, ενώ ο Τερερές του εφώναζεν από το παράθυρον:

— Πού πας, μωρέ; Δε θα τη σπάσεις την πόρτα; Φχιού, Πατούχα, φχιού!

Μόνον αφού εξησφαλίσθη εις μίαν γωνίαν ο Μανόλης εστράφη και του απήντησεν:

— Σα σ’ ακούει, Τερερέ, έλα όξω χωρίς τουφέκι!

— Φχιού! ήτον η απάντησις του Τερερέ.

— Καλιά, θα σε βρω και χωρίς τουφέκι.

— Φχιού σου, Πατούχα, φχιού σου!

Και η ύβρις αύτη, παρατεινομένη ως συριγμός όφεως, ηκολούθει τον νέον απομακρυνόμενον.

Ο Μανόλης υπεχώρησεν από την δευτέραν έφοδον με δύο αντίθετα αισθήματα· με υπερηφάνειαν εφήβου όστις πρώτην φοράν ανεκάλυπτεν εις το θάρρος του τον άνδρα, και με ταπείνωσιν ανδρός όστις ήκουε να τον υβρίζουν και να τον προκαλούν, χωρίς να δύναται να κλείσει το στόμα του υβριστού. Πρώτην φοράν ήκουε και το χλευαστικόν επώνυμον, το οποίον του είχαν κολλήσει· και δεν ενόει μεν καλά-καλά την σημασίαν του, αλλ’ ακριβώς διά τούτο του εφάνη πλέον ή όσον ήτο έξευτελιστικόν.

Ο θόρυβος της έριδος είχε προσελκύσει τινάς των γειτόνων και των διαβατών· ευτυχώς όμως, χάρις εις την βοήν του νερού και τον θόρυβον του πλησίον μύλου, αι γυναίκες, που ήσαν εις τον ποταμόν, δεν είχαν ακούσει, άλλως θα προσέτρεχαν και αυταί. Με την ιδέαν δε ότι η Πηγή δεν ήκουσε τας ύβρεις του Τερερέ, ο Μαλόλης ηδυνήθη να σκεφθεί ψυχρότερον και να ενθυμηθεί τον Μουδίρην, τους χωροφύλακας και την φυλακήν. Ούτω δ’ εγκατέλιπε την ιδέαν ήτις του επήλθε, να τρέξει να πάρει το τουφέκι του πατρός του και να στήσει πολιορκίαν τακτικήν προ της οικίας του Τερερέ. Αλλά το κάτω-κάτω δεν ηδύνατο να θεωρηθεί ηττημένος, αφού ηνάγκασε τον εχθρόν να κλεισθεί εις το φρούριον.

Όταν μετ’ ολίγον μετέβη εις τον ποταμόν αντί της Πηγής εύρεν εκεί την Ζερβούδαιναν, ήτις ήρχισε να τον ερωτά αν είδε την θυγατέρα της, αν την είδε μάλιστα με το κρινολίνον. Είχεν άλλη στο χωριό την ομορφιά και την αρχοντιά της;

Ο Μανόλης, όστις εν τω μεταξύ ανεκάλυψεν εις το απέναντι δώμα την Πηγήν απλώνουσαν εις τον ήλιον το ύφασμα, το οποίον είχε «λευκάνει» εις τον ποταμόν, μόλις ήκουε την φλυαρίαν της χήρας. Αλλ’ αυτή κύπτουσα επί της «πλύστρας» και εξακολουθούσα να πλύνει, εξηκολούθει και να του ομιλεί περί της θυγατρός της.

Ήτον μετανοημένη που δεν την αφήκε στη χώρα. Τώρα στο χωριό ποιον να πάρει; Κανείς δεν της εταίριαζε καλά-καλά, ενώ στη χώραν την εζητούσαν αρχοντόπουλα.

Συγχρόνως η χήρα κατεσκόπευε με λαθραία βλέμματα την Πηγήν, ήτις έχουσα τ’ ογκώδες έλιγμα του υφάσματος επί της κεφαλής και οπισθοβατούσα, το εξεδίπλωνεν ολίγον κατ’ ολίγον προ αυτής και το ήπλωνεν επί του δώματος, διά να στεγνώσει.

— Δε μου λες, Μανολιό, του είπεν αποτόμως η χήρα, αλήθεια είν’ αυτό π’ ακούστηκε πως σε λογοστέσανε με το Πηγιό;

— Κατέω κι εγώ; απήντησεν ο Μανόλης.

— Κι αμέ ποιος κατέει; Κρυφό πρέπει το 'χετε... Δε λέω, καλή κοπελιά 'ναι η Πηγή, μα δεν μπορώ να καταλάβω γιάιντα βιάστηκ’ έτσα αφέντης σου να δώσει λόγο.

— Κι αμέ να την αφήσει να την πάρει ο Τερερές; είπεν αφελώς ο Μανόλης.

— Ε, κι αν την έπαιρνε άλλος, δεν είχες φόβο να μη βρεις άλλη. Εγώ σου λέω πως εμπόριες να βρεις καλύτερη. Στην ίδια σειρά με τον Τερερέ βάνεις τον απατό σου; του λόγου σου, Μανολιό, είσαι ο καλύτερος νέος του χωριού και σου ‘πρεπε να πάρεις την καλύτερη κοπελιά. Θαρρείς πως αν εζήτας τη δική μου θα σου 'λεγα όχι; Μα ίντα να σου λέω που ο προκομμένος ο κύρης σου εβιάστηκε. Ένας λόγος λέει πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλει, μα σα σφάλει καλά σφαίνει.

Ο Μανόλης θα είχε την υπομονήν να ακούει επί ώρας την φλυαρίαν της Αλογόμυγιας, μόνον διά να βλέπει ούτω την Πηγήν απέναντι να του χαμογελά εις την υποσκίασιν του εκτυλισσομένου υφάσματος. Αλλ’ ο Καρπάθιος τον ανεκάλεσεν εις το ανιαρόν καθήκον.

Εις παρομοίας στιγμάς εσκέπτετο ότι οι αίτιοι της δυστυχίας του ήσαν οι κτίσται. Εάν δεν υπήρχον κτίσται, ο πατέρας του δεν θα του έκτιζε σπίτι· και αφού δεν θα του έκτιζε σπίτι, δεν θα υπήρχε λόγος ν’ αναβληθεί ο γάμος του.

Το μειδίαμα το οποίον μακρόθεν του έπεμπεν η Πηγή, διερχομένη ή πλύνουσα εις τον ποταμόν, ήτο ισχνή τροφή διά την γενναίαν όρεξιν του Μανόλη. Εις το σπίτι σπανίως η Πηγή έμενε μόνη· ο εις εκ των δύο δράκων συνέβαινε να είναι πάντοτε σχεδόν εκεί· ή ο γέρων με την τουρλωτήν φέσαν ή ο νέος με την κατηφή μορφήν. Ο Μανόλης δεν ετόλμα πλέον να εισέλθει χωρίς να είναι βέβαιος ότι η Πηγή ήτο μόνη. Οσάκις δε παρεμόνευσεν υπό το παράθυρον, πάντοτε συνέπεσε ν’ ακούσει την φωνήν του Θωμά ή του Στρατή και απήρχετο περίλυπος ή βλασφημών.

Διά να διασκεδάζει δε την θλίψιν του εύρισκεν αφορμάς να μεταβαίνει εικοσάκις της ημέρας εις τον ποταμόν, όπου ήτο βέβαιος πάντοτε ότι θα έβλεπε γυναίκας να πλύνουν, με τα ενδύματα υψηλά ανασυρμένα. Τον ειδοποίει άλλως ο κτύπος των κοπάνων. Όταν ήκουε το κτύπημα εκείνο, ανεσκίρτα ως ο πολεμικός ίππος εις το άκουσμα σαλπίσματος.

Η προτίμησίς του διά την Πηγήν δεν ήτον ακόμα τόσον απόλυτος και οριστική, ώστε ν’ αποκλείει πάσαν άλλην γυναίκα από την καρδίαν του.

Η Πηγή ήτο το θηλυκόν το ανώνυμον. Την επροτίμησε διότι την εύρε προχειροτέραν. Αγαπών αυτήν ηγάπα την γυναίκα και την έβλεπεν εις το πρόσωπον όλων των νέων και ευειδών γυναικών. Εις τας φλέβας του εκυκλοφόρει το μαγικόν ποτόν, το οποίον εδόθη εις τον Φάουστ και το οποίον ως αποτέλεσμα είχε «κάθε γυναίκα να του φαίνεται ωραία, ως η Ελένη».

Τας απιστίας ταύτας του Μανόλη υπεβοήθησε, χωρίς να το φαντάζεται, η Πηγή, διότι έπεισε τον Σαϊτονικολήν να του δώσει βοηθόν ένα εργάτην. Έχων δε ούτω καιρόν ο Μανόλης, εξέτεινεν την ακτίνα της ενεργείας του. Έκαμε γνωριμίας μεταξύ των νέων του χωριού, ενεφανίζετο εις τα δώματα περί το δειλινόν, όταν τα κορίτσια μετέβαινον εις την βρύσιν ή επέστρεφον από τα λιβάδια, κάπου-κάπου δε έριπτε και κανένα λόγον, μιμούμενος τους άλλους νέους.

Τόσον ήτο ευχαριστημένος από αυτήν την νέαν φάσιν της ζωής του, ώστε σχεδόν ελησμόνησε τον Τερερέν. Εις τούτο δε και ούτος τον εβοήθησεν, αποφεύγων την συνάντησίν του.

Αλλά μίαν Κυριακην τον συνήντησε καθ’ οδόν ο Αστρονόμος, και μειδιών του είπε:

— Για 'πε αλεύρι, Μανολιό!

— Αλεύρι.

— Ο Τερερές σε γυρεύγει. Ο Μανόλης εκοκκίνισε.

— Κι εγώ τόνε γυρεύγω, είπε, μα φοβάται και χώνεται.

— Να σου πω, είπε προσποιούμενος σοβαρότητα ο Αστρονόμος, μην το παίρνεις αψήφιστα το πράμα. Ο Τερερές είναι κακός...

— Δεν τονε φοβούμαι.

— Στα χέρια δεν τονε φοβάσαι, μ’ αυτός είναι μάγος· κατές το;

— Ε, και πως είναι μάγος ίντα μπορεί να μου κάμει;

Ο Αστρονόμος εχαμήλωσε την φωνήν και είπε με τρόπον μυστηριώδη:

— Να σε δέσει!

Ο Μανόλης ητένισεν απορών τον Αστρονόμον:

— Να με δέσει!

— Ναι, να σε δέσει. Ο Μανόλης εγέλασε.

— Κι εγώ τα χέρια μου πού θα τά ‘χω;

Ο πονηρός Αστρονόμος απέφυγε να σαφηνίσει το πράγμα· είπε μόνον:

— Δεν αφήνει αυτός το Πηγιό έτσα εύκολα να του το πάρει άλλος. Ό,τι μπορεί θα το κάμει.

Ο Μανόλης ενόησε τότε διατί ο πατέρας του και οι άλλοι έλεγαν τον Αστρονόμον «κουζουλόν». Μόνον τρελός ηδύνατο να πιστεύσει ότι ήτο ικανός ο σπασμένος ο Τερερές να δέσει τον Μανόλην. Αν τον εύρισκε κοιμισμένον, μπορεί.

Με αυτάς τας σκέψεις έφθασεν εις το σπίτι και ήτον έτοιμος να επαναλάβει προς τον πατέρα του τους λόγους του Αστρονόμου διά να γελάσει, ότε ήλθεν απ’ έξω η μητέρα του και εφάνη ανήσυχος και στενοχωρημένη.

— Ιντά 'χεις; την ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής.

— Δεν ακούς, είπεν η Ρηγινιώ, ο νεραϊδής ο Τερερές φοβερίζει και λέει πως ανέν πάρει, λέει, ο Μανόλης το Πηγιό...

— Ίντα θα κάμη; Η Ρηγινιώ εδίσταζε.

— Κατέω κι εγώ;... Θα τονε δέσει, λέει.

— Τα ίδια μου 'λεε κι ο κουζούλακας ο Αστρονόμος, είπε γελών ο Μανόλης,

— Κι η Ζερβούδαινα μ’ ευρήκε στη στράτα και μου 'λεε πως το 'κουσε κι αυτή, επρόσθεσεν η Ρηγινιώ.

— Τον κακό τση τον καιρό! ανεφώνησε με θυμόν ο Σαϊτονικολής. Όλα τ’ ακούει και σε όλα είναι μέσα η Αλογόμυγια I

— Γιάιντα την ατιμάζεις την κακομοίρα; είπεν η Ρηγινιώ.

— Γιατί ‘ναι ψώμ’ αυτό που σου 'πε.

— Δε μου το 'π’ αυτή μόνο...

— Όσοι κι αν το 'πανε ψώμα 'ναι, επέμεινεν ο Σαϊτονικολής, κι άφησέ την αυτή την κουβέντα... Σ’ όλο το ύστερο κι αν το 'πε ο Τερερές, ας το 'πε. Για να δούμε, μπορεί και να το κάμει;

— Αρνί ‘μ’ εγώ να με μπουζιάσει; παρετήρησεν ο Μανόλης.

— Σώπα συ! του είπεν αυστηρώς ο Σαϊτονικολής. Εσύ τα φταις, απού τον αφήκες κι επήρε μούρη, κρίμα στο μπόι σου!

Ο Μανόλης έζάρωσε.

— Μα ίντα κάθεσαι και μου λες, είπεν η Ρηγινιώ, πως δεν μπορεί να το κάμει; Ντ’ αυτή ‘ν’ η τέχνη του. Μάγος δεν είναι;

— Ό,τι διάολο θέλει ας είναι· μ’ εμένα δεν μπορεί να τα βάλει, γιατί κατέει ποιος είμαι. Εκατάλαβες; Και τέτοιες κουβέντες δε θέλω να τσι ξανακούσω.

Η Ρηγινιώ εσιώπησεν, αλλ’ οι φόβοι της δεν κατέπαυσαν εντελώς. Την είχε φοβίσει καθ’ υπερβολήν η Ζερβούδαινα. Καθ’ α είχεν ακούσει η χήρα, ο Τερερές εφοβέριζεν ότι όχι μόνον θα έδενε τον Μανόλην, αν επραγματοποιείτο το συνοικέσιον με το Πηγιό, αλλά και θα ‘βανε τα δεσίματα στο τουφέκι και θα επυροβόλει, διά να μείνει επί ζωής του άλυτος ο αντίζηλος.

Αλλά και ο Μανόλης ήρχιζε ν’ ανησυχεί, όταν μάλιστα είδεν ότι οι γονείς του απέφευγον να δώσουν σαφή εξήγησιν εις τας ερωτήσεις του. Ναι μεν δεν ηδύνατο να φαντασθεί δέσιμον χωρίς σχοινί, είχε δε πεποίθησιν ικανήν εις τας δυνάμεις του ώστε να μη φοβείται τοιούτον εξευτελισμόν, αλλ’ η ανάμιξις της μαγείας περιέβαλλε την απειλήν του Τερερέ με δύναμιν μυστηριώδη. Ως μάγος ο Τερερές δεν ήτο πλέον μόνος, αλλά συντροφευμένος υπό των δαιμόνων.

Αφού εσιώπησεν επ’ ολίγον ο Σαϊτονικολής είπε με νέαν έξαψιν, απευθυνόμενος προς τον υιόν του:

— Δε φταίει ο Τερερές· φταις εσύ, μπουντάλακα απού τον αφήκες να πάρει θάρρος οντέν εμαλώσετε. Θαρρείς πως δεν το ‘μαθα; εσύ του ‘δωκες το θάρρος να μας φοβερίζει κιόλας. Ίντα σου τσ’ έδωκε ο Θεός αυτεσές τσι χερούκλες να τσι κάνεις;

— Ντα δεν εστάθηκε, μόνο πήε κι εκλειδώθηκε στο σπίτι του, είπεν ο Μανόλης κατακόκκινος.

— Πριχού να κλειδωθεί, όντεν εφοβέριζε, έπρεπε να του σπάσεις την κεφαλή. Δεν έδιαξες ως έπρεπε. Μα άιντε, σου το συμπαθώ για πρώτη φορά... Μα θέλω να πω πως από τότεσα επήρε μούρη ο Τερερές κι άρχισε να μάςε φοβερίζει κι από πάνω.

O Μανόλης είχε σηκωθεί και αρπάσας το σπαθοράβδι του όρμησεν έξω. H μητέρα του έδραμεν εις την θύραν ανήσυχος.

— Μανολιό, πού πας, παιδί μου; Για τον Θεό μην κάνεις κιαμιά κουζουλάδα.

— Δεν πάω ποθές, είπεν ο Μανόλης χωρίς να στρέψει την κεφαλήν και απεμακρύνθη με σπουδήν, κατακυλίων τους λίθους του δρόμου με τους πόδας του.

— Άφης τόνε, είπεν ο Σαϊτονικολής απωθών την σύζυγόν του εκ της θύρας.

Και προκύψας εφώναξε προς τον απομακρυνόμενον υιόν του:

— Ανέν τονε βρεις, δώσ’ του και μη φοβάσαι.

Επειδή δε η σύζυγός του εμουρμούριζε και σχεδόν έκλαιεν εξ ανησυχίας, της είπε να κοιτάζει τη ρόκα της και δεν ήτο δική της δουλειά, τι ήθελε; ν’ αφήσει τον Τερερέ να τον καβαλικέψει; Ήξευρε αυτός τι έκαμνε και δεν είχεν ανάγκη από τη γνώμη της.

Έπειτα ερίφθη εις μίαν καθέκλαν και εφαίνετο κατάκοπος, ως να είχε σκάψει επί ώρας.

Ο Μανόλης απομακρυνόμενος εσχεδίαζε φοβερά πράγματα, εκ των οποίων το μικρότερον ήτο να σκοτώσει τον Τερερέν. Να τον σχίσει εις δύο, να τον κομματιάσει. Παρατηρών δε το από ξύλον πρίνου σπαθοράβδι του εμουρμούριζε:

— Μια μ’ αυτό στην κεφαλή τόνε φτάνει να μην πει μουδέ ω! Αλλ’ ολίγον κατ’ ολίγον οι σκέψεις του ήρχισαν να ψυχραίνονται και η οργή του να κατέρχεται ως ο υδράργυρος του θερμομέτρου. Τον Τερερέν τον άνθρωπον ακριβώς ειπείν δεν εφοβείτο· τον ανησύχει όμως ο Τερερές ο μάγος. Ναι μεν δεν είχεν ακριβή ιδέαν της κακοποιού δυνάμεως ενός μάγου, αλλ’ ακριβώς αυτή η αοριστία εμεγέθυνε περισσότερον την ιδέαν την οποίαν είχε περί της υπερφυσικής επικουρίας του αντιπάλου του και αναλόγως ηύξανε τας ανησυχίας του. Διά τούτο μετ’ολίγον από την κεφαλήν κατέβη εις τον λαιμόν. Και εσκέπτετο:

— Καλύτερα να τόνε πιάσω απού τον λαιμό να τόνε πνίξω σαν κλωσσοπούλι. Δε μου ‘πε κι αφέντης μου ίντα τα θέλω τα χέρια και τα ‘χω;

Έπειτα κατέβη εις την ράχιν:

— Καλύτερα να τόνε δείρω σα γάιδαρο.

Συγχρόνως δεν έπαυε να περιστρέφεται εις το πνεύμα του το σκοτεινόν πρόβλημα· τι να ήτο το δέσιμο με το οποίον τον εφοβέριζεν ο Τερερές; Ο δρόμος τον έφερε προ της οικίας του Θωμά. Όταν δε αναβλέψας είδε τους βασιλικούς και τα γαρύφαλα εις το παράθυρον ελησμόνησε και τον Τερερέν και τας τραγικάς του αποφάσεις και αντί να προχωρήσει εις αναζήτησιν του εχθρού, διηυθύνθη προς την θύραν την οποίαν είχεν ενώπιόν του. Αλλ’ η απόφασίς του αυτή δεν ήτο και εντελώς άσχετος με την υπόθεσιν διά την οποίαν με τόσην ορμήν είχεν εξέλθη προ ολίγου.

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη.

Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν’ ανάψει φωτιάν.

Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανόλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως. Μολονότι δε ο Θωμάς του είχεν είπει ότι ηδύνατο κατά τας εορτάς να πηγαίνει να τους βλέπει, εθεώρησεν αναγκαίον να δικαιολογήσει την επίσκεψίν του και είπεν ότι μετέβη να ζητήσει την μητέρα του, την οποίαν ενόμιζεν ότι θα εύρει εκεί.

— Δεν είν’ επαδά η μάνα μου; ηρώτησεν.

— Όι, δεν εφάνηκε από 'παδά, είπεν ο Στρατής, χωρίς σχεδόν να στραφεί προς τον επισκέπτην.

Έπειτα εμάσησε μίαν λέξιν: «Κόπιασε». Και δεν διέκοψε την εργασίαν του, αλλ’ αναστρέψας την κάνην έχυσεν εις τον νεροχύτην το μαύρο απόπλυμα. Αλλ’ η Πηγή είχεν εγερθεί και προσέφερε κάθισμα εις τον Μανόλην:

— Κόπιασε, Μανολιό... χαμήλωσε.

— Μα λέω να πάω παρακάτω... είπεν ο Μανόλης, αλλ’ αντί να πάει παρακάτω εισήλθε παραμέσα και με επίπλαστον απροθυμίαν εκάθισεν.

Η Πηγή εστράφη πάλιν προς την εστίαν και εξηκολούθησε να φυσά διά ν’ ανάψει το πυρ. O δε Στρατής, εξακολουθών να πλύνει το τουφέκι, έλεγε προς τον Μανόλην ότι είχεν ανακαλύψει τα ίχνη ενός λαγού και θα μετέβαινεν το βράδυ να τον παραφυλάξει εις το φως της σελήνης. Μόνον όταν ομίλει περί κυνηγίου, το οποίον ήτο το πάθος του, ο δύστροπος εκείνος και ολιγόλογος νέος εγίνετο ομιλητικός και η τραχύτης του εμαλάσσετο. Ούτω δε και τώρα, ενώ διηγείτο διάφορα κυνηγετικά του επεισόδια, εφάνη ότι ελησμόνησε την προς τον υιόν του Σαϊτονικολή αντιπάθειάν του και το πρόσωπόν του προσέλαβε σχεδόν ευμενή έκφρασιν.

Εν τω μεταξύ ηκούετο ο θόρυβος παιδίων τα οποία έτρεχον εις το δώμα φωνάζοντα: «Γύρου γύρου τ’ αλωνιού! Γύρου γύρου τ’ αλωνιού!» Ο δε Μανόλης, ο οποίος εκάθητο ακριβώς υπό τον ανηφοράν, ήτοι φεγγίτην της οροφής, εστρέφετο εκ διαλειμμάτων προς τα επάνω και παρετήρει με ανησυχίαν, διότι ήτο ενδεχόμενον τα διαβολόπαιδα εκείνα να του ρίψουν καμίαν πέτραν κατά κεφαλής.

Τα ξύλα της εστίας αντί φλογών ανέδιδον μάλλον καπνόν, η δε Πηγή πνιγομένη ηναγκάζετο εκ διαλειμμάτων ν’ αποσύρεται με τους οφθαλμούς υποδακρύοντας. Αλλ’ εν τω μεταξύ έριπτε και κανέν λαθραίον μειδίαμα προς τον Μανόλην.

Ο Στρατής, ιδών τον Μανόλην να παρατηρεί προς τον φεγγίτην της στέγης, έλαβεν αφορμήν να είπει ότι εις το Λασήθι τοποθετούν επί του ανηφορά μισόν κορμόν δένδρου κοίλον το οποίον ονομάζουν βορρόσκι· ούτω δε εμποδίζεται ο άνεμος και αφίνεται ελεύθερος ο καπνός να εξέρχεται. O Στρατής ήτο κοσμογυρισμένος· είχε ταξιδεύσει έως εις το Λασήθι και με κάποιαν αυταρέσκειαν επεδείκνυεν αυτήν του την υπεροχήν. Και διηγήθη διάφορα περίεργα περί της ορεινής εκείνης επαρχίας, διατρίψας ιδίως εις τα κυνηγετικά. Οι Λασηθιώται, έλεγε, σπανίως κυνηγούν κατά τον χειμώνα με τουφέκια τους λαγούς. Τους συλλαμβάνουν εις το χιόνι, όπου τα ευδιάκριτα ίχνη των οδηγούν τον κυνηγόν κατ’ ευθείαν εις την κρύπτην των. Αλλά πρέπει να είναι πρόσφατον το χιόνι διά να έχουν αποτυπωθεί τα ίχνη και να μη έχουν σκεπασθεί. Ο λαγός φροντίζει, είναι αληθές, ν’ αποπλανήσει τους διώκτας του και όταν φθάσει εις το μέρος οπού θέλει να κρυφθεί διακόπτει τα ίχνη του διά μεγάλου πηδήματος και κρύπτεται υπό ένα θάμνον, όπου το χιόνι τον σκεπάζει σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν. Αλλ’ αν κρύπτει το σώμα του, δεν κατορθώνει όμως να κρύψει και την πνοήν του, η οποία αναδίδεται από το χιόνι ως αλαφρός καπνός. Από αυτό δε οδηγούμενος ο κυνηγός πλησιάζει και τον σκοτώνει με ρόπαλον. Αλλά τι τα θες; κυνήγι χωρίς τουφέκι δεν έχει κανένα γούστο. Είναι σαν να μαζεύεις χόρτα.

Πολύ ολίγα πράγματα όμως ήκουσεν ο Μανόλης από τας διηγήσεις του Στρατή. Διότι του απέσπων την προσοχήν αφ’ ενός μεν τα παιδία τα οποία εθορύβουν εις το δώμα, εξ άλλου δε η άποψις η οποία παρουσιάζετο εκ του απέναντι παραθύρου. Το βουνόν της Καβαλαράς υψούτο κάθετον και όχι εις μακράν απόστασιν και επί της κορυφής του διεκρίνετο το μικρόν σπίτι του Ντέρνε, ενός Τούρκου ο οποίος του είχε κάμει ιδιαιτέραν εντύπωσιν διά το κωνοειδές καβούκι το οποίον έφερεν επί κεφαλής, επειδή είχε κάποιον θρησκευτικόν αξίωμα, σχετικόν με την περιτομήν. Κάτω δε χαμηλά εις την βάσιν του βουνού ενας Τούρκος εφαίνετο κόπτων πλάτανον και ο Μανόλης έβλεπε καταφερομένην την αξίνην και μετά πάροδον δευτερολέπτων ήκουε τον υπόκωφον κτύπον. Έπειτα επανήλθεν εις την μνήμην του ο Τερερές και το σκοτεινόν πρόβλημα ήρχισε πάλιν να περιστρέφεται εις το πνεύμα του: Μα τι δέσιμο να είναι αυτό;

Αλλά μία σκιά η οποία έπεσεν επάνω του ομού με μικράν πέτραν διέκοψε την σειράν των σκέψεων του και τον ηνάγκασε να στραφεί προς τον ανηφοράν, εις το άνοιγμα του οποίου είδε πονηράν μορφήν παιδίου, το οποίον εψιθύριζε:

— Πατούχα... Πατούχα!

Ο Μανόλης κατεταράχθη και έκαμε νεύμα λαθραίον και απειλητικόν προς το παιδίον, το οποίον απεσύρθη, αλλ’ ανεφάνη εκ νέου και πάλιν έριψε διά του ανηφορά το αυτό ψιθύρισμα προς τον Μανόλην:

— Πατούχα...Πατούχα!

Ευτυχώς οι δυσάρεστοι εκείνοι ψιθυρισμοί εχάθησαν εις τον κρότον ενός πυροβολισμού, διότι ο Στρατής περατώσας το πλύσιμον «έκαψε» το τουφέκι του.

Ο Μανόλης όμως εφοβήθη ότι αν όχι ο Στρατής ίσως, η Πηγή θα ήκουσε τίποτε και όταν πάλιν εφάνη η μορφή του παιδίου εις τον ανηφοράν εδάγκασε τον λιχανόν του και εξετόξευσε προς τα επάνω με το βλέμμα τοιαύτην απειλήν, ώστε το παιδίον δεν ετόλμησε να επαναλάβει τους χλευασμούς. Συγχρόνως ο Μανόλης εψιθύρισεν ανατείνων την κεφαλήν με την προσπάθειαν να τον ακούσει μεν ο μικρός αυθάδης, να μη τον ακούσουν δε ο Στρατής και η Πηγή:

— Του γέρου διαόλου θα σε δώσω, τσίλαρο!

Διά να φέρει δε ένα αντιπερισπασμόν εις την ταραχήν του είπε προς τον Στρατήν:

— Είχα μια μάνικα όντεν ήρθα, απού δεν ήφεγγα να σάςε 'δω.

— Γιάιντα; ηρώτησεν ο Στρατής, όστις την στιγμήν εκείνην ετοποθέτει το τουφέκι του εις τον τοίχον.

Συγχρόνως εστράφη και η Πηγή εκ της εστίας.

— Τον μπελά μου βρήκα με τον Τερερέ...

Εις το άκουσμα του ονόματος του Τερερέ, διά μιας η μορφή του Στρατή επανήλθεν εις την προτέραν τραχύτητα.

Η δε Πηγή εσηκώθη και έχουσα τας χείρας επί των λαγόνων εφαίνετο ότι προσείχεν εις την χύτραν, αλλ’ η προσοχή της όλη εστρέφετο προ τον Μανόλην.

— Κατέχετε ίντα γυρίζει και λέει; εξηκολούθησεν ο Μανόλης. Πως θα με δέσει λέει... ανέν πάρω το Πηγιό...

Η Πηγή εκάθισεν εκ νέου και ήρχισε να συδαυλίζει την φωτιάν με πυρετώδη ενεργητικότητα. Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανόλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν:

— Εκουζουλάθηκες, μωρέ;

— Μα ίντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμει δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανόλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό;

Αλλ’ ο Στρατής ανεπήδησεν.

— Ίντα λόγια ‘ν’ αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλείς να μη μιλείς!

— Ιντά 'πα! είπεν ο Μανόλης κατάπληκτος. Ψέματα θαρρείς πως σου το λέω; Σα δε μου πιστεύγεις να ρωτήξεις και τη μάνα μου...Ο Τερερές φοβερίζει πως θα με δέσει.

— Σώπα, λέω, διάολε, σώπα! ανεφώνησεν ο Στρατής με παραφοράν. Ομπρός σε γυναίκες δε λένε τέτοια πράματα.

Το βλέμμα του Μανόλη εστρέφετο από του Στρατή εις την Πηγήν με απελπιστικήν απορίαν.

Κάτι επεχείρησε και πάλιν να είπει, αλλ’ ο Στρατής δεν του έδωκε καιρόν. Τον είλκυσεν από τον βραχίονα και του είπε:

— Έλα να βγούμε όξω να σου πω....

Ο Μανόλης τον ηκολούθησεν ευπειθώς, τόση δε ήτο η ταραχή του, ώστε ούδ’ εστράφη προς την Πηγήν, ήτις τους παρετήρει απορούσα και αυτή, αλλά και ανησυχούσα περισσότερον. Ανεξήγητος εφαίνετο και εις αυτήν η οργή του αδελφού της και την απέδιδε μάλλον εις την προτίμησίν του διά τον Τερερέν και την απέχθειάν του προς τον Μανόλην.

— Για να σου πω, Μανόλη, είπεν ο Στρατής προς τον μέλλοντα γαμβρόν του με τόνον πολύ ολίγον συγγενικόν, όταν απεμακρύνθησαν ολίγα βήματα της οικίας, ήθελα να σου πω να μην ανακατώνεις τ’ όνομα τσ’ αδερφής μου στσι καυγάδες και στα σάλια σου. Μα εδά, σαν και μου ‘δωκες αφορμή, σου το λέω μια για πάντα· να μην ξαναβγεί απού το στόμα σου τ’ όνομα τσ’ αδερφής μου και να μην ξαναπατήσεις σπίτι μας.

— Έλα δα, μα δε θα τη φάω την αδερφή σου! είπεν ο Μανόλης με κίνημα αγανακτήσεως.

— Εκείνο που σου λέω 'γώ! είπεν ο Στρατής τρέμων εξ οργής. Σα σου τη δώσει ο κύρης μου να την πάρεις και να την λουστείς. Μα πριχού την πάρεις να μη μπαίνεις στο σπίτι μας... γιατί μα τον Θεό...

Δεν ετελείωσε την απειλήν, αλλά δεν ήτο δύσκολον να την μαντεύσει ο Μανόλης και με χειρονομίαν αδιαφορίας μεγαλοπρεπή απήντησε:

— Δεν θα βάψω μαύρα.

Και απεμακρύνθη.

— Να σε μάθουν ομπρός εκείνοι που σ’ έχουνε να μιλείς κι ύστερα να μπαίνεις στων ανθρώπων τα σπίτια, είπεν ο Στρατής. Μα δε φταίτε σεις παρά ο κουζούλακας ο κύρης μου.

— Άνε με ξαναδείς στο σπίτι σας να μου φτύξεις! εστράφη και είπε μεγαλοφώνως ο Μανόλης. Ακούς; να μου φτύξεις!

Και προχώρησε βαδίζων ασκόπως, αλλά με σπουδήν. Δεν ηδύνατο να εννοήσει τίποτε εξ όλων των γενομένων. Δεν ηδύνατο προ πάντων να εννοήσει τι άνθρωποι ήσαν αυτοί, υιός και πατέρας. Ακατανόητοι και δαιμονισμένοι άνθρωποι. Ήθελαν να τον κάμουν γαμβρόν και έπειτα τον μετεχειρίζοντο ως εχθρόν. Τον εκάλουν εις το σπίτι των και έπειτα τον απέπεμπον. Ο πατέρας τον ήθελεν, ο υιός τον εμίσει. Και ενώπιον της αδελφής του τον εξεδίωκε με τον πλέον βάρβαρον τρόπον. Επήγε να του ομιλήσει διά τον Τερερέν και αυτός επήρε το μέρος του Τερερέ και εθύμωσεν εναντίον του... Α! δεν ήθελε να πηγαίνει στο σπίτι των; πολύ καλά, δεν θα πήγαινε ποτέ πλέον. Δεν ήθελε να μιλεί της αδελφής του; Δεν θα της μιλούσε. Ας την βράσουν! Δόξα σοι ο θεός ήσαν κι άλλες κοπελιές στο χωριό και καλύτερες.

Η ιδέα της εκδικήσεως τον καθησύχασεν ολίγον. Τώρα δε ανεκάλυπτεν ότι η Πηγή ήτο η αφορμή όλων του των δυστυχιών. Εξ αιτίας αυτής είχε μπλέξει με τον Τερερέν· εξ αιτίας αυτής του είχαν βγάλει παρανόμια και τον εφώναζαν Πατούχα και τα παιδιά ακόμη... Απεφάσισε να μην επανίδει την Πηγήν και ετήρησε την απόφασίν του. Έπαυσε να διέρχεται προ της οικίας του Θωμά. Αντί δε, όπως πριν, να παραφυλάττει διά να ίδει την Πηγήν μεταβαίνουσαν εις την βρύσιν, ενεφανίζετο βράδυ-βράδυ εις τα δώματα με μαντήλι χρωματιστόν εις τον ώμον και με άλλους νέους παρετήρει τα κορίτσια τα οποία επέστρεφον από τας αγροτικάς εργασίας.

Κατά τας στιγμάς εκείνας οι οφθαλμοί του Μανόλη έλαμπαν ως θρυαλλίδες βόμβας ετοίμης να εκραγεί εις ανοησίας. Αλλά την έκρηξιν ανεχαίτιζεν ο φόβος και σπανίως απετόλμα ν’ απευθύνει καμίαν ερωτότροπον λέξιν προς τας διερχομένας. Βαθμηδόν όμως η νεανική του ορμή υπερίσχυε και τον παρέσυρεν εις τολμήματα· εις μίαν δε τοιαύτην στιγμήν συνέβη να επιστρέψει η κόρη της χήρας με την στάμναν σπασμένην.

Ο Σαϊτονικολής έβλεπε κατ’ αρχάς μ’ ευαρέσκειαν το ξεθάρρεμα του υιού του και η καρδιά του εγίνετο περιβόλι, ως έλεγεν, όταν κατά τας εορτάς τον έβλεπε να συνδιαλέγεται με οικειότητα ή να διαπληκτίζεται παίζων με άλλους νέους εις τα δώματα. Αλλ’ όταν ήρχισαν να καταφθάνουν αλλεπάλληλοι αι καταγγελίαι διαφόρων χωριανών, ότι του ενός επείραξε την θυγατέρα εις την βρύσιν, ότι της άλλης απηύθυνεν ερωτολογήματα εις τα λιβάδια και ήρχισαν οι αδελφοί και οι πατέρες ν’ απειλούν ότι θα τον κάμουν και θα τον δείξουν, η χαρά μετετράπη εις ανησυχίαν. Όταν δε κατόπιν έμαθε τα μεταξύ του Στρατή και του Μανόλη γενόμενα, εννόησε τα αίτια της εκτροχιάσεως του υιού του. Και απετάθη προς τον Θωμάν παραπονούμενος διά την διαγωγήν του Στρατή, όστις έπρεπε να μη λησμονεί την απειρίαν του Μανόλη και, αντί να παίρνει φωτιά από το κάτω πάτημα, να τον οδηγεί και να τον συμβουλεύει. Αλλ’ ο Θωμάς δεν ηθέλησε ν’ ακούσει τίποτε, εξ εναντίας επεδοκίμασε τον υιόν του.

— Καλά του τα ‘πε... Κι εγώ να ‘μουνε το ίδιο θα του ‘λεγα.... Να σου πω, κουμπάρε Νικολή· εγώ το ‘χω τιμή και χαρά μου να συμπεθερέψομε· ο Θεός το κατέχει πόσο το χάρηκα όντε μου ‘πες να κάμομε συγγένεια. Γιατί η αλήθεια είναι πως καλύτερους εδικούς από του λόγου σου και τη γενιά σου δε θα βρω. Μα θέλω παστρικά και ταχτικά πράματα. Φτωχός είμαι, μα την τιμή και την υπόληψή μου την έχω ψηλότερα από κάθε άλλον και δε θέλω να με ψεγαδιάσει κιανείς. Θες να πάρει τη θυγατέρα μου ο γιος σου; Το θες ένα, το θέλω χίλια. Εδώκαμε λόγο· θα σ’ ανιμένω να κάμεις την ευκολία σου. Μα στο ανεμεταξύ δε θέλω να μπαίνει στο σπίτι μου ο γιος σου, για να μη βγει τση θυγατέρας μου τ’ όνομα κι έχω καλύτερα ν’ αποθάνω. Μια λογόστεση γίνεται και ξεγίνεται... Κι απατό σου, κουμπάρε Νικολή, αν ήσουνε στη θέση μου και κάθε άλλος τιμημένος άνθρωπος το ίδιο θα ‘κανε. Αν εματάγνωσες πάλι, καλά. Παίρνεις τον λόγο σου πίσω και η φιλιά μας φιλιά.

Ο Σαϊτονικολής ανεγνώριζεν ότι ο Θωμάς είχε κατά μέγα μέρος δίκαιον και έβλεπεν ότι η μόνη σωτηρία ήτο να γίνει το ταχύτερον ο γάμος. Αλλά το σπίτι δεν είχε τελειώσει και ο χειμών ο οποίος επλησίαζε θα επεβράδυνεν ακόμη την οικοδομήν. Το σπουδαιότερον όμως ήτο ότι ο Μανόλης δεν ήτο ακόμη κατάλληλος διά τον γάμον.

Δεν έκρινεν όμως και με υπερβολικήν αυστηρότητα τας παρεκτροπάς του υιού του. Νεότης χωρίς ζωηρότητα δεν εννοείται, δεν είναι νεότης. Νέος ήτο κι έβραζε το αίμα του· και αν δεν κάνουν οι νέοι τρέλες, ποιοι θα τις κάνουν, οι γέροι; Και το κάτω-κάτω μήπως αυτές οι τρέλες της νεότητος δεν ήσαν το ωραιότερον μέρος της ζωής; Διά τούτο είχε και ένα άλλον δισταγμόν. Δεν ήθελε να βάλει τον Μανόλην τόσον γλήγορα στα βάσανα της ζωής χωρίς να τον αφήσει να χαρεί και αυτός την νεότητά του ένα ή δυο έτη. Το κακόν μόνον ήτο ότι ο Μανόλης με την απειρίαν και την υπερβολικήν του ζέσιν εφαίνετο ότι θα παρεσύρετο πέραν του δέοντος εις της νεότητος την τρέλλαν.

Εις αυτήν την αμηχανίαν ευρίσκετο ο Σαϊτονικολής, ότε η Ζερβούδαινα του ανήγγειλε με όλα της γλώσσης τα τραγικά επιφωνήματα το επεισόδιον της στάμνας. O Σαΐτονικολής εγέλασε, χωρίς να το θέλει, τούτο δε εξήψεν έτι μάλλον την χήραν και του είπε να συμμαζέψει τον γιο του, διότι και αν αυτή δεν είχε άνδρα, ήτο και μόνη ικανή να του τον στείλει καμιά μέρα με σπασμένη την κεφαλή. Αφού είχαν δώσει λόγο να πάρει την κόρη του Θωμά, τι ήθελε με τη θυγατέρα της; Εκτός αν τα χάλασαν, ότε... το πράγμα ήτο διαφορετικόν.

Με την τελευταίαν φράσιν επραΰνθη ολίγον η έξαψίς της και με ηρεμότερον τρόπον εξηκολούθησεν:

— Εμένα μ’ αρέσει το Μανολιό, σου το ‘πα κι άλλη φορά, και χαρά μου θα το ‘χα να τόνε κάμω γαμπρό. Στην ιδέα μου είναι ο καλύτερος νέος του χωριού κι ας λένε ό,τι θένε οι ζηλιάρηδες· είναι μια ολιά άπραγος, μα με τον καιρό θα πάρει πράξη και θα ζήσει με τη γυναίκα του ευτυχισμένα, ως έζησες κι απατός σου με το Ργινιό. Κατά μάνα κατά κύρη, δε λένε; μα του λόγου σου, σαν να χάθηκε ο καιρός, εβιάστηκες και πήες κι έπιασες χέρα με τον Θωμά... Καλά το λένε πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλει, μα σα σφάλει καλά σφαίνει. Καλέ, εχαθήκανε οι κοπελιές απού το χωριό;

Και θα έκανε πολύ δυσαρέστους διά την Πηγήν συγκρίσεις αν δεν την ανεχαίτιζεν οργίλη συνοφρύωσις του Σαϊτονικολή. Περιορίσθη λοιπόν να είπει:

— Η Πηγή είναι καλή κοπελιά· δε λέω όχι· μα το χωριό έχει άλλες εκατό φορές καλύτερες.

— Καλή κακή αυτή θα πάρει, είπεν ο Σαϊτονικολής εντόνως. Εγώ τον λόγο μου δεν τόνε δίδω δυο φορές. Η Πηγή μ’ αρέσει μένα και τ’ αρεσκούμενο τ’ αθρώπου το καλύτερο του κόσμου.

— Μα να δούμε ίντα λέει κι ο Μανόλης. Σ’ αρέσει του λόγου σου, μα τ’ αρέσει κι αυτουνού που θα τήνε πάρει;

— Τ’ αρέσει δεν τ’ αρέσει θα τήνε πάρει! είπεν ο Σαϊτονικολής εξαπτόμενος. Ποιος κάνει κουμάντα, αυτός γή εγώ; Κι απόι ποιος σου ‘πε πως δεν τ’ αρέσει; τ’ αρέσει και του καλαρέσει.

— Και σαν τ’ αρέσει, γιάιντα σαλιαρίζει και πειράζει των άλλων ανθρώπω τσι θυγατέρες; είπε και η Καλλιώ εξαπτομένη επίσης.

— Εγώ σου λέω πως θα πάρει εκείνη που θέλω εγώ και λίγα τα λόγια.

— Κι εγώ δε σου λέω να μην τήνε πάρει. Ίντα με γνοιάζει μένα; Ας πάρει όποια θέλει, με γεια του με χαρά του, μα τη θυγατέρα μου να μην τήνε πειράζει.

— Δε θα τηνε ξαναπειράξει. Και μένα δε μ’ αρέσουνε αυτές οι κουζουλάδες και θα του μαζώξω τα χαλινάρια.

— Καλά θα κάμεις, γιατί δε θα του βγει σε καλό.

Την εσπέραν ο Σαΐτονικολής μετέβη εις το σπίτι του με την απόφασιν να επιπλήξει πολύ αυστηρώς τον Μανόλην. Έως τώρα τα είχε καλά με όλους τους χωριανούς· τον εσέβοντο και τον υπολήπτοντο όλοι· και τώρα με τας ανοησίας του μορφονιού του θα εσηκώνετο όλο το χωριό εναντίον του. Αυτός εννοούσε να διασκεδάσει ως νέος και ο Μανόλης, να παίξει και να γελάσει με τους άλλους νέους και ν’ αγαπά μια κοπελιά σε καλό και σε τιμή, μα όχι να χάσκει όπου δει κουτάλι και να πειράζει πότε τη μια, πότε την άλλη. Επιτέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώσει να πάει άδικα.

Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέσει το δείπνον·

— Δεν ήρθ’ ακόμη ο λεγάμενος;

— Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ.

— Ο Μανολιός.

— Και γιάιντα τόνε λες ετσά;

— Είναι να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμει κακό με όλο τον κόσμο. Δεν είδες ιντά ‘καμε πάλι οψές; Από μέρες και πειράζει το Μαρούλι τση Ζερβουδαινας κι οψές αργά όντεν εγύριζε απού τη βρύση η κοπελιά τσ’ ήριξε μια πέτρα και τσ’ ήσπασε το σταμνί. Ακούς του λόγου σου δουλειές απού τσι κάνει ο κουζούλακας; Και δεν είναι μόνον η ντροπή ένας νιος λογοστεμένος να πειράζει άλλες, αλλά θα βρει και τον μπελά του· κάποιος θα βρεθεί να τόνε σκοτώσει, γιατί κιανείς δε δέχεται να του πειράζουν την αδερφή γή τη θυγατέρα του.

— Ο Χριστός με το παιδί μου!... είπεν η Σαϊτονικολίνα.

Την διέκοψε δε η είσοδος του Μανόλη, ο οποίος είχε το χρωματιστό μαντήλι εις τον ώμον και κλωνίσκον βασιλικού εις τ’ αυτί. Αλλ’ άμα είδε τον πατέρα του, έσπευσε ν’ αφαιρέσει από τ’ αυτί του τον βασιλικόν, εσοβαρεύθη και εκάθισεν εις ημιφωτισμένον μέρος, κατά την παλαιάν του συνήθειαν.

— Πού γύριζες, μωρέ, τέτοια ώρα; του είπεν ο Σαϊτονικολής.

— Πού με 'δες κι εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανόλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε· ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κι απού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι.

— Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσεις αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ. Δε μου λες πού τονε βρήκες τον βασιλικό απού ‘χες στ’ αυτί σου; στον ποταμό τον ήκοψες γή στο πηλοφόρι εφύτρωσε; Έλα δα να δειπνήσομε κι ύστερα θα σου δείξω 'γώ πόσ’ απίδια βάνει ο σάκος.

Αλλ’ η οργή του εξητμίσθη ολίγον κατ’ ολίγον και εσβέσθη κατά μέγα μέρος εις τον οίνον με τον οποίον κατέβρεξε το δείπνον του. Όταν δε εσήκωσαν το τραπέζι και εστράφη προς τον υιόν του διά να τον επιπλήξει, το πρόσωπον διέψευδε την αυστηρότητα της φωνής του.

— Δε μου λες, μωρέ μεσημερά, ιντά 'ναι τα πράματα που κάνεις; εσύ, πρέπει να κάμεις όλες τσι κουζουλάδες του κόσμου;

— Ίντα κουζουλάδες ήκαμα; απήντησεν ο Μανόλης με απροσδόκητον αταραξίαν.

— Έχεις και μούρη και ρωτάς; οντέν εβάφτισες του συντέκνου του Μουστοβασίλη το θυγατέρι δεν είπες τση μάνας σου πως ήθελες την Πηγή;...Δε σου το ‘πε, Ργινιό;

— Κι αμέ δε μου το ‘πε; απήντησε με μειδίαμα η Σαϊτονικολίνα.

— Ύστερα σ’ ερώτηξα κι ‘γώ και δε μου ‘πες όχι και με το να μ’ αρέσει κι εμένα η Πηγή, ήδωκα λόγο του Θωμά. Δε μου λες εδά ίντα σου κτύπησε κι αφήκες την Πηγή και κυνηγάς άλλες και πότε τη μια ξανοίγεις, πότε την άλλη;

— Κι άμ’ ίντα θες, να σφαλίζω τα μάτια μου να μην τσι ξανοίγω; είπεν ο Μανόλης με μειδίαμα, αλλά χωρίς να υψώσει το βλέμμα.

Το μειδίαμα εκείνο έκαμεν εις τον Σαϊτονικολήν εντύπωσιν αυθαδείας.

— Οντέ σου μιλώ εγώ, ανεφώνησε, να μη γελάς· ορίστε τον γάιδαρο! Να τα σφαλίζεις μαθές, να τα σφαλίζεις τα μάτια σου. Ο τιμημένος άντρας αγαπά μια γυναίκα, δεν αγαπά χίλιες.

Η έξαψις του Σαϊτονικολή δε θα περιορίζετο ίσως έως εδώ, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα θα ετελείωνεν εις τα μούτρα του Μανόλη, αν δεν ήρχετο ως αντιπερισπασμός κατευναστικός η ανάμνησις ενός εκ των προσφιλών του ανεκδότων, τα οποία κατέπαυον την οργήν του, όπως η Αθηνά κατέπαυσε την οργήν του Αχιλλέως ετοίμου να ξιφουλκήσει.

— Ίντα τ’ αλλοτινού θα μοιάσεις, είπε σχεδόν γελαστός, απού του ‘λεγε ο κύρης του να τόνε παντρέψει κι αυτός δεν ήθελε μια, αλλά καλά και σώνει δέκα γυναίκες; Μωρέ, κάμε καλά, μωρ’ έλα στον νου σου. Τον σκοπό του αυτός. Δέκα θέλω, δέκα θέλω. Σαν είδε κι απόδε πως δεν εμπόργε να τόνε φέρει σε λογαριασμό, έκαμε πως εδέχτηκε. Καλά, δέκα γυναίκες θες; Να τσι πάρεις, παιδί μου, εγώ δε θέλω να σε κακοκαρδίσω. Μόνο με το να μη δίδει ο νόμος να παίρνουν οι χριστιανοί πολλές γυναίκες μονομιάς, πάρε τη μια εδά, κι ύστερα από δέκα δεκαπέντε μέρες την άλλη κι ετσά σ’ ένα χρόνο μέσα θα τσι πάρεις όλες. Ο γυιος εσυβάστηκε κι εστεφανώθηκε τη μια. Και σαν επεράσανε δεκαπέντε είκοσι μέρες πάει ο κύρης του και τόνε βρίσκει. Εκαθούντονε στον ήλιο με τ’ αυτιά πεσμένα, σα γάιδαρος κουρασμένος. «Ε! ίντα κάνεις; του λέει· καιρός είναι να σου πάρω και την άλλη γυναίκα. —Δε θέλω άλλη. — Γιάιντα; —Ετούτη που πήρα με φτάνει και μου περισεύγει. —Μα συ ήθελες δέκα...—Όι, όι, δε θέλω άλλη».

Ο Μανόλης εγέλασεν, αλλ’ εγέλασε μάλλον δια την μωρίαν εκείνου του νέου, ο οποίος δεν επέμενε να πάρει και τας άλλας εννέα γυναίκας.

— Τέτοια κουζουλάδα, πρέπει, σε κρατεί και σένα, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, και θαρρείς πως δε σε φτάνει μια παρά ρίχτεις τον νου σου σ’ όποια δεις. Έχε, καλορίζικε, μια ολιά 'πομονή να κτίσεις το σπίτι σου και να πήξει ο μυαλός σου κι ύστερα σαν πάρεις την Πηγή, θα ‘ρθεις να μου πεις και συ πως σε φτάνει και υπερυψούται.

Ο Σαϊτονικολής εγέλα, αλλ’ ο Μανόλης είχε γίνει πολύ σοβαρός. Και με φωνήν ήρεμον και αποφασιστικήν εξεσφενδόνισε προς τον πατέρα του την εξής σοβαράν φράσιν:

— Δεν τήνε παίρνω 'γώ την Πηγή!

Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα, το οποίον εσήμανε: «Δε σου τα ‘λεγα;»

— Δεν τήνε παίρνεις; είπεν ο Σαϊτονικολής με φωνήν ημιπνιγμένην.

Ο Μανόλης είχε σκύψει και απέξυε την επικαθημένην εις το υπόδημά του λάσπην.

—Και γιάιντα, να ‘χομε καλό ‘ρώτημα;

— Γιατί δεν είν’ αθρώποι αυτοί οι Θωμαδιανοί, απήντησεν ο Μανόλης με ανατίναγμα αγανακτήσεως. Ένα καλό λόγο δεν έχω ακουσμένο απού το στόμα τως και σα με δούνε να μπω στο σπίτι τως διαολίζουνται.Τσι προημερνές επήα να πω του Στρατή για τον Τερερέ πως φοβερίζει να με δέσει κι ώστε να μ’ ακούσει παίρνει φωτιά κι αρχινά τσι φωνές κι έκανε σα λυσσασμένος· να φύγεις απού το σπίτι μας, να μη ξαναμπείς στο σπίτι μας και να σε μάθουνε κείνοι που σ’ έχουνε να μιλείς. Είπα του κι εγώ πως δεν ξαναμπαίνω στο σπίτι τως ποτέ στον αιώνα μου κι ήφυγα. Κι αμέ ίντα; του χοίρου τη μούρη πρέπει να ‘χω για να τώςε ξαναμιλήσω. Ας τη λουστούνε τη θυγατέρα τως. Και την άλλη φορά ο γέρος μου ‘κανε μια προσβολή απού δεν ήφεγγα να πορίσω απού την πόρτα... Δε θέλω μπλιο να τσι γνωρίζω και την Πηγή τως ας τη χαρούνε. Και να μου τη χρουσώσουνε δεν τήνε θέλω.

Η αγόρευσις του Μανόλη συνεκίνησε τον πατέρα του και αν ήτο εκ των ανθρώπων που ανακαλούν εύκολα τον λόγον των και αν δεν ήξευρεν ότι η Πηγή ήτο αθώα τόσον διά την εχθρικήν σκαιότητα του αδελφού της, όσον και διά την υπερβολικήν αυστηρότητα του πατρός της, θα του έλεγεν ίσως· «Καλά, παιδί μου, έχεις δίκιο· και εγώ είμαι σύμφωνος να μη γίνει αυτός ο γάμος». Αλλ’ εθεώρει την υποχρέωσίν του τοσούτο μάλλον απαραβίαστον καθ’ όσον είχε γίνει αφορμή ν’ απορριφθούν αι προτάσεις άλλου διά την Πηγήν, ανεγνώριζε δε ότι και οι Θωμαδιανοί είχαν υπό τινας επόψεις δίκαιον.

— Έχεις δίκιο, παιδί μου, μα έχουνε κι αυτοί, είπε με πραότητα. Εσύ μπαίνεις στο σπίτι τως σε καλό και σε τιμή· μα ο κόσμος είναι κακός και βγάνει λόγια. Κι α ‘ναι τύχη και χαλάσει η λογόστεση αυτή, η κοπελιά χάνεται. Γι’ αυτό και ο Θωμάς σου ‘πε να μην μπαίνεις στο σπίτι του όντεν είναι η Πηγή μοναχή. Μα ο Στρατής δεν ήκαμε καλά να μανίσει και να σε προσβάλει γιατί ‘πες ένα πράμα απού δεν εκάτεχες πως ήτονε κακό.

—Δεν του ‘πα πράμα κακό, θεόψυχά μου! είπε με ζωηρότητα ο Μανόλης.

— Είπες του πως ο Τερερές φοβερίζει να σε δέσει και τον ερώτας ίντα δέσιμο θα σου κάμει. Αυτά τα πράματα δεν τα λένε μπροστά σε κοπελιές. Μα ας είναι, δεν εχάλασε δα κι ο κόσμος. Εμπόργε να σου μιλήσει με το γλυκύ, σαν άθρωπος. Μα κατέχεις τονε πως είναι μανισάρης κι ανάποδος.

—Και δε λες και τ’ άλλο; είπεν η Σαϊτονικολίνα. Ο Στρατής, παιδί μου, ήθελε να κάμουνε γαμπρό τον Τερερέ και για τούτο τα κάνει.

—Όμοιος τον όμοιον αγαπά, συνεπλήρωσεν ο Σαϊτονικολής. Μα ο κακομοίρης ο Θωμάς έχει καλή ψυχή. Μη θωρείς πως είναι στυφής και γρινιάρης. Τα βάσανα τον έχουν ετσά καμωμένο. Μα σ’ όλο το ύστερο εσύ μούδε τον Θωμά, μούδε τον Στρατή θα στεφανωθείς. Εσύ την Πηγή θα πάρεις, απού ‘ν’ ένα κομμάτι μάλαμα η καημένη και θα πας να κάτσεις στο σπιτάκι σου και μούδ’ οχλούς, μούδ’ ανακατώματα.

— Να πούμε και τ’ άλλο· το χατίρι του θα του κάμεις εσύ, παιδί μου, είπεν η Ρηγινιώ, να παραιτήσεις την Πηγή, για να τήνε δώσει του Τερερέ; Στο πείσμα του και συ πρέπει να μη σύρεις χέρα, να σκάσει!

Το επιχείρημα τούτο είχεν εις το πνεύμα του Μανόλη αποτέλεσμα μεγαλύτερον από όλην την μακράν νουθεσίαν του Σαϊτονικολή, ως έδειξεν η λάμψις την οποίαν οι οφθαλμοί του εξέπεμψαν. Εν τω μεταξύ όμως δεν έπαυε να βασανίζει την σκέψιν του η απορία διά την σημασίαν της απειλής του Τερερέ. Τι δέσιμον ήτο αυτό τέλος πάντων και διατί απέφευγαν να του δώσουν σαφείς εξηγήσεις και του έλεγαν ότι έκαμεν άσχημα να το αναφέρει παρουσία της Πηγής; Ήρχιζε να καταλαμβάνεται υπό μυστηριώδους ανησυχίας· και εφαντάζετο τον Τερερέν μηχανευόμενον καταχθονίους επιβουλάς εναντίον του.

Αλλ’ επειδή τέλος πάντων εφαντάζετο το δέσιμον ως πραγματικόν και μόνον διά τον τρόπον καθ’ ον θα εγίνετο είχεν απορίας, εσκέπτετο συγχρόνως περί αναλόγου αντεκδικήσεως. Το βέβαιον όμως είναι ότι ο Τερερές είχεν αρχίσει ήδη να του εμπνέει ένα φόβον παράδοξον και ανεξήγητον, ενώ είχε πεποίθησιν ότι δι’ ενός γρόνθου ηδύνατο να συντρίψει τον καχεκτικόν εκείνον άνθρωπον. Επανειλημμένως μετά την ηρωικήν εκστρατείαν του, η οποία κατέληξεν εις την οικίαν του Θωμά και εις την λογομαχίαν του με τον Στρατήν, συνηντήθη με τον Τερερέν, αλλά δεν απετόλμησε να εκτέλεσει τας αποφάσεις του. Το βλέμμα του μάγου του έφερεν ακατανόητον ατολμίαν.

— Κι απόι, εξηκολούθησεν η Σαϊτονικολίνα, δεν τήνε λυπάσαι την κακομοίρα την Πηγή; σ’ αυτήν εξεθύμανεν εκείνη την ημέρα ο βάρβαρος ο Στρατής· κι από τότε κλαίει απαρηγόρητα η δύστυχη για την προσβολή που σου ‘καμ’ αδερφός τση. Εγώ πάω κάθα μέρα και τήνε θωρώ κι όλο με τα δάκρυα στα μάτια τήνε βρίσκω· κι όλο μου λέει πως αν σου ‘φταιξ' αδερφός τση, αυτή ίντα σου ‘κανε και δεν περνάς μπλιο απ’ όξω απ’ το σπίτι τως ν’ ακούει σκιάς τον ζάλο σου και να σε θωρεί απ’ αλάργο. Μιαδυο φορές μόνο λέει έτυχε να σε δει, όντε πάει στη βρύση γή στην εκκλησά, μα κάνεις πως δεν τήνε θωρείς και ραΐζει η καρδιά τση. Ο Θεός μόνο κατέχει τον καημό απού πήρε, μα ίντα μπορεί να κάμει; ίντα μπορεί να πει; Αυτή το θέλει, λέει, να πηαίνεις στο σπίτι τως και δε φοβάται πράμα, γιατί καθάριος ορανός αστραπές δε φοβάται. Μα μπορεί να πάει κι ανεβουλής του κυρού τση και τ’ αδερφού τση;

Οι λόγοι της μητρός του επροξένησαν εις τον Μανόλην αίσθημα σύμμικτον από συμπάθειαν και εγωιστικήν χαράν· ελυπείτο και υπερηφανεύετο φανταζόμενος τα ωραία εκείνα μάτια να κλαίουν χάριν αυτού. Ο δε Σαϊτονικολής, μαντεύων το αποτέλεσμα των λόγων της συζύγου του, τους ενίσχυσε με ένα δίστιχον:

 

Θωρείς τα, κουζουλό πουλί, τα πράματα που κάνεις,

Ν’ αφήνεις τον βασιλικό κι ατσουμαλιές να πιάνεις;

 

— Ν’ αφήνεις την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα τον Θεό που ‘ν’ από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Ίντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δεις πως τσι διαλέγουν τσι κοπελιές. Ε, Ργινιώ;... Μα να ‘χομε και τον νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάσει ζήλεια.

— Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή. Εις τόσην δε ευθυμίαν είχε φθάσει ο Σαϊτονικολής, ώστε ήρχισε να σιγοτραγουδεί ένα παλαιόν τραγούδι:

 

Να ‘μουνε νιος κι απάντρευτος και πλούσιος κι αντρειωμένος...

 

Ο Μανόλης εκάμπτετο, χωρίς να το θέλει, και εις την αμηχανίαν του ήρχισε να πελεκά με το μαχαίρι του την καθέκλαν επί της οποίας εκάθητο.

— Ας είναι, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, καταλαβαίνω 'γώ πως ό,τι κακό κι άνε πεις για την Πηγή τ’ αχείλι σου το λέει μα η καρδιά σου δεν το λέει.

— Δεν τήνε θέλω, δεν τήνε θέλω, λέω! είπεν ο Μανόλης συγκεντρών εις τελευταίαν αντίστασιν το ηττώμενον πείσμα του. Ρωμαίικα σου το λένε.

— Για πε το χωρίς να φανούνε τα δόντια σου;

— Να μ’ αφήσεις θες; είπεν ο Μανόλης υποκρινόμενος θυμόν και δυσφορίαν διά να μη γελάσει.

—Όι, να το πεις χωρίς να γελάσεις! επανέλαβεν ο Σαϊτονικολής.

Τότε πλέον ο Μανόλης δεν ηδυνήθη να κρατηθεί, αλλ’ αμέσως πάλιν έτρεψε τον γέλωτά του εις αγανάκτησιν.

— Αγαπητική που δε μ’ αφήνουνε να τήνε δω, ίντα τήνε θέλω;

— Μα άφησε, μωρέ παιδί, την καθέγλα! ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής, ιδών ότι το πείσμα του Μανόλη εξέσπα εις αυτήν. Δε σου φταίει αυτή.

Έπειτα εξηκολούθησεν:

— Ο ερίφης ήθελε να τον αφήνουνε να μεροξημερώνεται στο σπίτι του Θωμά· και με το να μη γενεί το θέλημά του ερεμπέλεψε κι ήρχιξε να γυρίζει στα δώματα και στσι ρούγες σαν κουζουλός, να ρίχτει πέτρες και λόγια και να σπα σταμνιά. Κι εγώ, μωρέ, είχα αγάπη με τη μάνα σου πριχού να παρθούμε και δεν εμπήκα καλά καλά στο σπίτι τως, παρά μόνο όντε τση πήα σημάδι. Μάτια δεν εσήκωνα να τήνε δω σ’ άλλους ομπροστά. Αλήθεια δε λέω, Ργινιώ;

— Αλήθεια κι αμέ ψώματα;

— Μόνο στον χορό τσ’ έλεγα κιαμιάν ανεγυριστική μαντινάδα και μ’ απηλογούντονε και κείνη πλια ανεγυριστικά. Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη... Δεν το λέει και το τραγούδι; έτσα διάχνουνε, Μανόλη, οι τιμημένοι άντρες.

Η Ρηγινιώ ανεστέναξε και το ρεμβόν της βλέμμα εβυθίζετο εις την μακρινήν εποχήν από την οποίαν της ήρχετο εξησθενημένη η απήχησις ενός διστίχου του χορού:

 

Να τα χαρώ τα μάτια σου

όντε τα κλίνεις κάτω...

 

Αλλ’ ο Σαϊτονικολής διέκοψε τον ρεμβασμόν της· ενθουσιασείς από τας αναμνήσεις του, της εφώναξε να φέρει «μια σταλιά κρασί». Εις το τέλος δε και ο Μανόλης υπεσχέθη ότι θα έπαυε τας παρεκτροπάς και η Ρηγινιώ εξήλθε και έστρωσεν εις το δώμα, όπου εκοιμώντο αφ’ ότου είχεν άρχίσει να ζεσταίνεται ο καιρός. Την επιούσαν ο Μανόλης εξήλθε με αξιεπαίνους διαθέσεις. Αλλ’ όταν μετ’ ολίγον συνήντησε την Πηγήν, επιστρέφουσαν από τον ποταμόν, παραδόξως το πείσμα του εξηγέρθη εκ νέου και, αποστρέψας το πρόσωπον, επροχώρησε χωρίς να την χαιρετήσει.

— Τόσο μεγάλο κακό σου ‘καμα; είπεν η Πηγή σταματήσασα.

— Δε θέλω να μου μιλείς! απήντησε με τραχύτητα ο Μανόλης χωρίς να στραφεί, και έφυγεν επισπεύσας το βήμα του, ως να τον κατεδίωκαν. Ενώ δε απεμακρύνετο, εμονολόγει: «Δε θέλω να μου μιλείς... Διάολε, με το ζόρε αγάπη; Να πάρεις τον Τερερέ να γενεί το κέφι τ’ αδερφού σου. Δε σε θέλω, τζάνε μου· πώς το λένε;... Έχει κι άλλες κοπελιές το χωριό δέκα βολές καλύτερες. Καλύτερη 'σαι συ απού το Μαρούλι;»

Ούτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβει. Αίφνης ήκουσε γυναικείαν φωνήν γνωστήν, η οποία τον εχαιρέτα εξ αποστάσεως και στραφείς είδε την Ζερβούδαιναν πορευομένην προς την αυτήν διεύθυνσιν. Η χήρα είχε καλάθι περασμένον εις τον βραχίονα και εβάδιζε με το σύνηθες γοργόν της βήμα. Ήτο δύσκολον να περάσει ημέρα χωρίς να την ίδει μίαν φοράν τουλάχιστον και άλλος προσεκτικότερος του Μανόλη θα έφθανεν εκ τούτου εις το συμπέρασμα ότι η χήρα επεδίωκε την συνάντησίν του. Αλλ’ ενώ κατά τας άλλας ημέρας η συνάντησις εκείνη δεν δυσηρέστει τον Μανόλην, την ημέραν εκείνην τον ανησύχησε.

Παραδόξως όμως η Καλλιώ δεν εφαίνετο θυμωμένη.

— Ως πού, Μανολιό; τον ηρώτησεν.

— Ίσα με το Μαβρικό θα πάω να μεταδέσω το μουλάρι.

— Κ εγώ στο Μαβρικό θα πάω να μαζόξω κολοκυθαθούς για ντολμάδες· μόνο στάσου να πηαίνομε μαζί, να σου πω κιόλας.

Ο Μανόλης την επερίμενε.

— Κατέχεις το πως θα μαλώσωμε, Μανολιό; είπεν η χήρα όταν τον έφθασε.

Και με τόνον μητρικής μάλλον επιπλήξεως του είπε να μη ξανακάμει αυτό που έκαμε. Αυτή τον αγαπούσε σαν παιδί της, μα δεν μπορούσε και να μη θυμώσει για τη διαγωγή του με την κόρη της. Αφού επρόκειτο να πάρει την Πηγή και την είχε λογοστέσει, τι ήθελε με τη θυγατέρα της;... Έφαγε το κουλούρι του κάτω τη μούρη του... Αλλ’ ας είναι, για πρώτη φορά του το συμπαθούσε· αν όμως άλλη φορά ξαναπείραζε την κόρη της, θα περνούσαν άσχημα. Αλλά και η ίδια η Μαργή δε θα εδέχετο να την ενοχλήσει εκ νέου και ήτον καλή να του σπάσει την κεφαλή με πέτρα.

—Δεν πειράζει, είπεν ο Μανόλης μειδιών και κοκκινίζων συγχρόνως. Εγώ θέλω να μου τη σπάσει. Οι πέτρες τση θα ‘ναι απαλές σαν και τα χεράκια τση.

— Έλα στον νου σου, Μανόλη, του είπεν η Καλλιώ προσπαθούσα να φανεί αυστηρά, ενώ ενδομύχως δεν την δυσηρέστησεν η τόλμη του Μανόλη. Αυτά 'ν’ άσκημα πράματα κι άπρεπα και να τα παραιτήσεις. Μια γυναίκα θα πάρεις, δε θα πάρεις δυο. Κι ο προκομμένος ο κύρης σου την εδιάλεξε αυτή που θα πάρεις. Σ' αυτήν να τα λες αυτά τα λόγια και να μην πειράζεις άλλες κοπελιές, γιατί θα βρεις τον μπελά σου... Α! αν δεν ήσουνε δεμένος με τσι Θωμαδιανούς γή αν τα χαλάτε, τότε με όλη μου την καρδιά θα ‘βανα τη βουλή μου να πάρεις τη Μαργή...

— Χαλώ τα 'γώ, μα δεν τα χαλά ο κύρης μου.

Και με πάσαν αφέλειαν διηγήθη όσα συνέβησαν μεταξύ αυτού και των Θωμαδιανών, ως και όσα είχαν λεχθεί μετά των γονέων του κατά την παρελθούσαν εσπέραν.

Η Καλλιώ εδικαίωσε τον Μανόλην και τον ενίσχυσε με τους συμπαθητικούς της λόγους εις την ιδέαν του ότι ήτο θύμα. Τους ήξευρε αυτή τους Θωμαδιανούς τι βιλάνοι19 και χοντροκέφαλοι ήσαν. Σε καλό σόι τον έριξε ο κύρης του. Για την Πηγή ελέγανε πως ήτονε καλόγνωμη, μα —ο Θεός να με συχωρέσει— δεν μπορούσε παρά να μοιάζει λιγάκι με τον πατέρα και τον αδελφόν της. Από τούτο το κηπούλι είν’ και τούτο το μαρούλι. Δεν έκαμε φρόνιμα ο Σαϊτονικολής να πάει να ρίξει το παιδί του σε μια τέτοια χοιρογενιά. Μήγαρις ο Μανόλης δεν ήτονε παρακαλετός να πάρει και καλή κοπελιά και περιουσία; τι των εζήλεψε των Θωμαδιανών; τα πλούτη των ή την ανθρωπιά των; Λένε πως το παιδί δεν πρέπει να κάνει τίποτε χωρίς τη βουλή των γονέων του, μα σαν οι γονέοι δεν θωρούν το σωστό και πάνε να κάψουν το παιδί των, και το παιδί πρέπει να κάνει της κεφαλής του, μου φαίνεται.

— Έτσα θαρρώ πως θα το κάνω κι εγώ, είπεν ο Μανόλης σκεπτικός.

Και μετά σιωπήν ολίγων στιγμών ηρώτησε με φωνήν διστακτικήν:

— Μα... να μου δώσεις θες το Μαρούλι;

Η Καλλιώ τον ητένισε με βαθύ εξεταστικόν βλέμμα.

— Να ξεμπλέξεις πρώτα απού τσι Θωμαδιανούς... Εγώ σου ‘πα πως το θέλω με όλη μου την καρδιά.

— Και το Μαρούλι, θεια-Καλλιώ, θέλει; είπεν ο Μανόλης με φωνήν παλλομένην από συγκίνησιν.

Αλλ’ αν ηδύνατο να φαντασθεί ο ταλαίπωρος νέος εις ποίον λάθος υπέπεσε με την λέξιν την οποίαν μετεχειρίσθη διά να εκφράσει τον σεβασμόν του προς την χήραν, η συγκίνησίς του θα μετεβάλλετο εις απελπισίαν.

Η Καλλιώ δεν ηδυνήθη να κρύψει την δυσαρέσκειάν της. Η λέξις «θεια» της εκτύπησε κατά πρόσωπον ως ράπισμα. Παρ’ ολίγον να του είπει ότι ήτο ζωντόβολο και να την ξεφορτωθεί ο μπουντάλακας, που ήθελε και παντρειά, ενώ δεν μπορούσε να διακρίνει μια νέα γυναίκα από τις γριές και την έλεγεν αυτήν, τριάντα οκτώ χρονών γυναίκα, θεια, σαν να ήταν εξηντάρα. Αλλ’ η αγανάκτησίς της υπεχώρησε σχεδόν αμέσως εις την γοητείαν την οποίαν εξήσκει εις την ψυχήν της η θαλερά νεότης του Μανόλη. Εάν η γλώσσα του νέου έσφαλλεν, η νεότης του όμως και η κορμοστασιά του, η οποία υψούτο ενώπιόν της πλήρης ζωής και δυνάμεως, ήσαν ικανά να του συγχωρήσουν κάθε σφάλμα εις τα μάτια μιας γυναίκας, η οποία γνωρίζει τον άνδρα. Δι’ αυτήν ο Μανόλης, με όλα τα σφάλματα της απειρίας και της απροσεξίας του, ήτο το ιδεώδες του ανδρός.

— Ίντα να σου πω κι εγώ απού την αγρίεψες με το φέρσιμό σου, είπεν η Καλλιώ με φωνήν εις την οποίαν διεκρίνετο ακόμη η δυσαρέσκεια. Μα άφησε δα να ξεμπλέξεις πρώτ’ απού τσι Θωμαδιανούς.

Εκεί έπρεπε να χωρισθούν και η Καλλιώ διηυθύνθη εις τον κήπον της. Ήτο φαιδρά θερινή πρωία, αλλ’ η χήρα εβάδιζε βαρύθυμος εις την χαράν εκείνην της φύσεως. Αντί να την ευχαριστήσει, εφάνη μάλλον ότι την δυσηρέστησεν η προθυμία του Μανόλη να ενδώσει εις τας προσπαθείας της. Αλλ’ ούτε η ιδία δεν ηδύνατο να εξηγήσει την ψυχικήν της εκείνην κατάστασιν. Ενώ διέτρεχε τον λαχανόκηπον, κόπτουσα τους κιτρίνους ανθούς και παρακολουθουμένη υπό του θρου των αδρών και υγρών εκ της δρόσου φύλλων, ησθάνετο μίαν πίεσιν εις το στήθος, ήτις την ηνάγκαζε ν’ αναστενάζει. «Παράξενο πράμα! έλεγε με τον εαυτόν της. Ίντα 'παθα; Ίντα κατασκέπαση 'ν’ αυτή που μ’ έπιασε;» Και διακόπτουσα την ανθοσυλλογήν, εστέκετο ακίνητος επί αρκετήν ώραν και παρετήρει κάτω εις την ανοικτήν έκτασιν των λιβαδιών, χωρίς να βλέπει τίποτε, αφηρημένη, με το βλέμμα κενόν. Αόριστος ανησυχία περιέσφιγγε την καρδίαν της. Συγχρόνως δε ήρχοντο και επανήρχοντο εις την σκέψιν της με επιμονήν παραληρήματος οι πρώτοι στίχοι παλαιού τραγουδιού, το οποίον είχεν ακούσει κατά τα παιδικά της έτη και έκτοτε έμενε θαμμένον εις τα βάθη της μνήμης της:

 

Μια κόρη ανθούς εμάζωνε

κι ανθούς εκορφολόγα...

 

Το κάτω μέρος της κοιλάδας εκάλυπτεν ακόμη λευκός πέπλος πρωινής ομίχλης, την οποίαν ηραίωνε και διέλυεν ολίγον κατ’ολίγον ο ήλιος. Ο θερισμός είχεν αρχίσει και εφαίνοντο αγροί ημιθερισμένοι και ξανθοί λόφοι θεμωνιών. Οι θερισταί και αι θερίστριαι είχαν ήδη από της αυγής αρχίσει την εργασίαν των· οι δε βουκόλοι είχαν οδηγήσει και αυτοί λίαν πρωί τα ζώα των διά να βοσκήσουν εις τις καλαμιές και τους αρμούς των λιβαδιών. Αφ’ ότου ηκούσθη η φωνή του κούκου, είχαν αρχίσει να μυγιάζονται όταν επροχώρει η ημέρα και εδυνάμωνεν η ζέστη. Διά τούτο έσπευδαν να τα βοσκήσουν και να τα κλείσουν κατά τας θερμάς ώρας εις τις βουκολιές, είδος μεγάλων μανδρών σκιαζομένων υπό πλατάνων.

Ο Αστρονόμος εθέριζεν εις εν από τα λιβάδια· διακόψας δε την εργασίαν του και παρατηρών την ομίχλην, εφώναξε προς τον Μπαρμπαρέζον, ευρισκόμενον εις γειτονικόν αγρόν:

— Βλάβος θα πέσει. Αρρώστια και για τσ’ ανθρώπους και για τα κηπικά.

— Πώς το καταλαβαίνεις; ηρώτησεν ο Μπαρμπαρέζος ενώ κατεγίνετο να στρίψει τσιγάρον.

— Δε θωρείς την κατσιφάρα; είπεν ο Αστρονόμος εκτείνων τον βραχίονά του προς την ομίχλην.

— Ε! θωρώ τηνε.

— Όλο βλάβος είναι και καλά θα κάμομε ν’ απυριάσομε20 τσι φασουλιές.

—Δεν κάνει ν’ απυριαστούμε κι οι ίδιοι για να μη μάςε πιάσει το βλάβος; είπεν ο Μπαρμπαρέζος εξάγων τα «πυροβολικά του» διά ν’ ανάψει το πελώριον τσιγάρον το οποίον είχε κατασκευάσει. Εγώ αυτό θα κάμω με τον καπνό. Δεν τσ’ αφήνεις, μωρέ άθρωπε, αυτές τσ’ ανεμοκουβέντες; Κάθα καλοκαίρι την ταχυνή πέφτει αυτή η καταχνιά.

— Ντα ξυπνάς ποτέ σου την ταχυνή για να δεις ίντα γίνεται; απήντησεν ο Αστρονόμος πειραχθείς. Και σήμερο κιαμιά γρα θα ψοφήσει απού σ’ ευρήκε ο ήλιος ξυπνητό.

O Μπαρμπαρέζος έστρεψε τα νώτα περιφρονητικώς, χωρίς να δώσει απάντησιν και καθίσας επί της απαλής χλόης του αρμού εξηκολούθησε να καπνίζει. Άλλος όμως εκ παρακειμένου αγρού, διά να εξερεθίσει τα πράγματα, είπεν ότι είχε δίκιο ο Μπαρμπαρέζος. Η ομίχλη δεν ήτο τίποτε άλλο παρά η εξάτμισις της δροσιάς που έπεφτε την νύκτα και τακτικά κάθε καλοκαίρι αυτό γίνεται.

— Κι εγώ από 'παδά 'μαι, δε μ’ έφεραν απού τα Παρίσια· μ’ αυτή η κατσιφάρα δεν είναι σαν τσ’ άλλες· σύρνει μιαν κιτρινάδα σαν τον βούρκο

— Δε θωρώ 'γώ κιαμιάν κιτρινάδα, είπεν ο άλλος και θαρρώ πως 'νειρεύγεσαι, Νικολή.

Και δεν έδωκε πλέον προσοχήν εις τον ανόητον Αστρονόμον που άφηνε τη δουλειά του για να κάθεται να μελετά το χρώμα της πρωινής ομίχλης ή την κίνησιν των νεφών. Οι πρακτικοί άνθρωποι τον έθεταν εις την αυτήν μοίραν με τον οκνηρόν Μπαρμπαρέζον, που κατέβηκε και αυτός μια μέρα για να δουλέψει, λέει, κι όλη η δουλειά που είχε κάμει ήτο να τυλίσει τσιγάρα και να καπνίζει.

Αλλά μετ’ ολίγον μία αναφώνησις τους έκαμεν όλους να στραφούν και να ίδουν εις απόστασιν τον Μανόλην καταδιώκοντα ημίονον, όστις έφευγεν εγείρων νέφη κονιορτού και λακτίζων. Από την εποχήν καθ’ ην μετέφερε πέτρας διά την οικοδομήν, ο ημίονος τον είχε πάρει τόσον από φόβον, ώστε άμα τον είδε πλησιάζοντα διά να τον μεταδέσει εις την νομήν, απέσπασε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεμένος και έφυγεν έντρομος. Ο Μανόλης τον κατεδίωξε βλασφημών και ρίπτων κατ’ αυτού μεγάλους βώλους χώματος, διότι λίθοι δεν υπήρχον εις το λιβάδι. Και επί τέλους κατόρθωσε να συλλάβει τον πάσσαλον, τον οποίον ο ημίονος έσυρεν εις το άκρον του σχοινιού, και με ισχυράν έλξιν ηδυνήθη να σταματήσει το ζώον.

— Δεν είναι παράξενο; είπεν ο Αστρονόμος. Αν ήτον ο Τερερές, απού ‘ναι μιας μπάτσας άθρωπος, θα τον εφοβούντονε· και το μουλάρι, απού μπορεί με μια τσινιά να τόνε ξεβγάλει, δεν το φοβάται.

Και ο σοφός έδιδε την εξής εξήγησιν εις το πράγμα. Επειδή είχε ζήσει έως τώρα με τα ζώα, δεν τα εφοβείτο· τους ανθρώπους όμως εφοβείτο διότι δεν τους εγνώριζεν.

Όταν ο Μανόλης επέστρεφεν, ο ήλιος είχεν υψωθεί πολύ και το καύμα της ημέρας είχεν αρχίσει. Εις το επάνω μέρος των Λιβαδιών εκίνησε την περιέργειάν του και τον εσταμάτησε μια βουκολική σκηνή. Κάμποσοι μικροί βουκόλοι είχον περιστοιχίσει εξ αποστάσεως ένα ταύρον κι επροσπάθουν να τον «μυγιάσουν». Και προς τούτο εξεφώνουν εν χορώ τα εξής:

 

Έβγα, μύγια, απού τον βώλο

κι έμπα στου βουγιού τον κώλο.

Δώσ’ του να πυροβολήσει

και τα όρη να γυρίσει,

Κούκου! κούκου! κούκου!

 

Ο βουκόλος, εις τον οποίον ανήκεν ο ταύρος, επροσπάθει να τους εμποδίσει, ικετεύων, βλασφημών, καταδιώκων, πότε τον ένα, πότε τον άλλον, και επιτέλους ήρχισε να κλαίει, ενώ οι άλλοι εξηκολούθουν ν’ απαγγέλλουν την επωδόν της μυίγας. Μία κορασίς ιδίως, ανυπόδητος, ως ήσαν και οι περισσότεροι αρσενικοί, και μαύρη εκ φύσεως και από το ηλιόκαυμα, δεν έπαυεν, αλλά χοροπηδώσα ως τρελή, επανελάμβανεν:

 

Έβγα, μύγια, απού τον βώλο

κι έμπα στου βουγιού τον κώλο...

Κούκου! κούκου! κούκου!

 

— Κατερινιά! εφώναζεν ο βουκόλος και όρμα εναντίον της. Αλλ’αυτή διέφευγε τρέχουσα μ’ ελιγμούς μεταξύ των βοσκόντων ζώων και κρυπτομένη όπισθεν πότε του ενός και πότε του άλλου βουκόλου. Αλλά και αν αυτή έπαυε προς στιγμήν, εξηκολούθουν οι άλλοι, μετ’ ολίγον δε ηκούετο εκ νέου η φωνή της.

Ο Μανόλης σταματήσας παρηκολούθει μ’ ενδιαφέρον την σκηνήν και εγέλα μετέχων εξ αποστάσεως εις την ευθυμίαν των βουκόλων. Αν δεν τον ημπόδιζε μάλιστα πλατύς χάνδαξ, πιθανότατα θα επλησίαζε και θα ελάμβανε μέρος εις τον βουκολικόν χορόν.

Ο ταύρος εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να δεικνύει σημεία ανησυχίας και εκίνει ζωηρώς την ουράν του και ανοιγόκλειε τους ρώθωνάς του. Έπειτα εξαγριωθείς ύψωσε την ουράν ως σημαίαν και έφυγε τρέχων με όλην του την ορμήν. Ο βουκόλος έτρεξε κατόπιν του φωνάζων: «Να! να!», αλλά ταχέως είδεν ότι εματαιοπόνει και σταματήσας παρετήρει τον οιστρηλατούμενον ταύρον απομακρυνόμενον, υπερπηδώντα τα χανδάκια, εισδύοντα εις τα σπαρτά και πάλιν αναφαινόμενον με την ουράν πάντοτε υψωμένην. Ολίγοι εκ των θεριστών, πλησίον των οποίων διήρχετο, επεχείρουν επισείοντες τα δρέπανα να τον σταματήσουν ή να τον στρέψουν προς τα οπίσω· οι περισσότεροι εξ αυτών τον εξηρέθιζον έτι μάλλον φωνάζοντες: «Κούκου! κούκου!»

Μετ’ ολίγον η Κατερινιά επανέλαβε το παιγνίδι περί άλλο βόδι και οι αρσενικοί την εμιμήθησαν. Ο δε Μανόλης, μη δυνάμενος να υπερβεί το χαντάκι, έλαβε μέρος εξ αποστάσεως και ήρχισε να φωνάζει και αυτός μετά των βουκόλων: «Κούκου! Κούκου!»

Αλλ’ο βουκόλος, εις ον ανήκεν ο εξερεθιζόμενος ταύρος, ακούσας την φωνήν του Μανόλη, έστρεψε κατ’ αυτού την οργήν του και του εφώναξε:

— Άμε στο διάολο και συ, Πατούχα!

Ο Μανόλης εξηγριώθη, και όρμησε κατά του βουκόλου, αλλά το χαντάκι ανέκοψε την ορμήν του. Ήτο τόσον το πλάτος του, ώστε αν επεχείρει να το υπερπηδήσει θα έπιπτε εις το νερόν, το οποίον είχεν ικανόν βάθος. Παρετήρησε γύρω, αλλά λίθον δεν είδε και μη έχων πέτραν να ρίψει κατά του αυθάδους βουκόλου, του εξετόξευσε μίαν απειλήν:

— Καλά, μωρέ, θα σε πιάσω άλλη ώρα να σε μάθω 'γώ ποιος είν’ ο Πατούχας!

Αλλ’ εις μίαν γωνίαν του λιβαδιού, όπου ευρίσκοντο οι βουκόλοι, υπήρχε σωρός χαλίκων· και όταν είδαν ότι ο Μανόλης δεν ηδύνατο ή δεν ετόλμα να πηδήσει το χανδάκι, όρμησαν εις τα χαλίκια και ήρχισαν να τον πετροβολούν. Ζωηρόν δε μέρος εις τον πετροπόλεμον εκείνον έλαβε και η μελαμψή Κατερίνα. Ο δε Μανόλης, αφού εδέχθη κάμποσα χαλίκια κατάστηθα, ηναγκάσθη να υποχωρήσει και απεμακρύνθη επαναλαμβάνων την απειλήν του, ενώ οι βουκόλοι εκραύγαζαν κατόπιν του:

— Κούκου! Κούκου, Πατούχα!

Το χλευαστικόν «παρανόμι» ανέμνησεν εις τον Μανόλην τον Τερερέν, και όλη η αγανάκτησίς του εστράφη κατά του μάγου, εις τον οποίον απέδιδε την εύρεσιν και την διάδοσιν του χλευασμού, τον οποίον συνήντα τώρα παντού, εις το χωριό και εις τα Λιβάδια ακόμη. Ενώ δε εσκέπτετο πώς να εκδικηθεί, ανεμνήσθη τους λόγους της μητρός του, ότι αν απηρνείτο την Πηγήν θα ‘κανε ό,τι επεθύμει ο Τερερές. Αλλ’ ακριβώς διά να σκάσει τον Τερερέν, έπρεπε να την πάρει. Λοιπόν θα τον έσκαζε τον ασχημάνθρωπον τον Τερερέν. Θα επέμενε να πάρει την Πηγήν, μαγάρι κι αν επρόκειτο να περιμένει δέκα έτη. Το βέβαιον είναι ότι από την προηγουμένην εσπέραν είχον εκ νέου στραφεί τα αισθήματά του προς την κόρην του Θωμά. Αλλ’ όταν το πρωί την επανείδε τον κατέλαβεν αιφνίδιον πείσμα παιδίου, το οποίον συντρίβει όταν του δίδουν το αντικείμενον το οποίον εζήτει επιμόνως. Εις αυτήν δε την ψυχικήν διάθεσιν τον εύρε μετ' ολίγον η χήρα και δεν εδυσκολεύθη να τον φέρει εις τα νερά της. Αλλ’ η μεταβολή δεν ήτο πραγματική. Εις το βάθος της καρδίας του παρέμενεν η Πηγή, τόσον δειλή όμως και συνεσταλμένη, ώστε να μη αισθάνεται την παρουσίαν της ο πεισμωμένος και επιπόλαιος Μανόλης. Είναι αληθές ότι αφ’ ότου επρόσεξεν εις την κόρην της χήρας, τα λευκά και αβρά θέλγητρα της Μαργής εξήσκουν άλλου είδους γοητείαν εις την ψυχήν του ημιαγρίου εφήβου και όταν την έβλεπε τον ώθει αγρία ορμή να την περιβάλει με τους ρωμαλέους βραχίονάς του και να λιώσει εις την λαύραν των πόθων του την μικροκαμωμένην και γαλακτώδη εκείνην ξανθήν. Αλλ’ είναι βέβαιον ότι χωρίς τας αυστηρότητας των Θωμαδιανών, η προσοχή του δεν θα εστρέφετο ίσως ποτέ προς την Ζερβουδοπούλαν και μεθ’ όλας τας επιμόνους προσπαθείας της χήρας.

Η πραγματική του προτίμησις ήτον η Πηγή και αυτή κατείχε τους διαλογισμούς του και όταν ακόμη το πείσμα τον ώθει προς την άλλην ή προς άλλας. Την ημέραν δ’ εκείνην επ’ ολίγον έμεινεν η Μαργή εις την φαντασίαν του. Μόλις εχωρίσθη από την Ζερβούδαιναν, ενεφάνη η Πηγή και την εξετόπισεν. Αντί της ψυχράς και ξιπασμένης Μαργής, η κόρη του Θωμά ενεφανίσθη εις τους διαλογισμούς του ταπεινή, λυπημένη και ικετευτική. Και του έλεγε με σιγανήν και φοβισμένην φωνήν: «Τι σου ‘φταιξα, Μανολιό, και δε μου μιλείς, και δε στρέφεσαι να με δεις; Τι σου φταίω εγώ αν ο αδερφός μου είναι κακός κι ανάποδος; μήπως εμένα δεν με βασανίζει; να ‘ξερες τι τραβώ κι εγώ!... Μ’ αν ο Στρατής είναι κακός, μπορείς να πεις κακό για μένα; κατέχεις το πόσο σ’ αγαπώ· μα ίντα μπορώ να κάμω; Θ’ αφήσεις να με δώσουνε του Τερερέ, να με κακομοιριάσουνε; δε με λυπάσαι;»

Τοιαύτα φανταζόμενος ο Μανόλης συνεκινείτο μέχρι δακρύων και έλεγε:

— Μα ίντα φταίει κιόλας αυτή η μαυρομοίρα;...Όι, Τερερέ, δε θα σ’ αφήσω 'γώ να τήνε πάρεις· καλύτερα να σε πάρει ο διάολος.

Επιστρέψας δε εις το χωριό, αντί ν’ αποφύγει διά λοξοδρομίας, ως από τινος συνήθιζε, τον δρόμον του Θωμά, εβάδισε κατ’ ευθείαν.

— Σ' όλο το ύστερο, εξηκολούθει να λέγει καθ’ εαυτόν, δεν θα πάρω τον Στρατή, ετσά που το λέει κι η μάνα μου. Σαν τήνε πάρω και πάμε στο σπίτι μας, ας κοτήσει να ‘ρθει. Όξω, όξω, φαρμακίτη. Η Πηγή ως οψές ήτον αδερφή σου· από σήμερο είναι γυναίκα μου.

Η ανάμνησις όμως του σπιτιού έπεσεν ως αποθάρρυνσις εις τας γενναίας του αποφάσεις. Εάν ετελείωνεν αυτό το σπίτι, θα είχαν τελειώσει και τα βάσανά του. Αλλά δεν είχε τελειωμό. Το κατώγειον επλησίαζε να τελειώσει, αλλ’ ο Σαϊτονικολής επέμενε να του κτίσει και ανώγειον κι έτσι θα ήρχετο και ο άλλος χειμώνας· και αν αι βροχαί διέκοπτον την εργασίαν, θα ήρχετο και η άνοιξις και... ζήσε, Μάη μου. Είχεν αποτολμήσει προ ημερών να είπει προς τον πατέρα του ότι ήτον αρκετόν το κατώγι, αλλ’ ο Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε ν’ ακούσει τίποτε. Ήξευρε αυτός τι έκανε. Μια δουλειά που θα γίνει, γιατί να μη γίνει σωστή; Μια φορά που θα πάντρευε τον γιο του, ήθελε να του κάμει ένα σπίτι σωστό· όχι καλύβα σαν να ‘τονε κανενός διακονιάρη παιδί. Και με αυτάς τας δικαιολογίας, των οποίων την σπουδαιότητα δεν εννόει ο Μανόλης, αλλ’ ούτε και ηδύνατο να τας αντικρούσει, διαιωνίζετο η οικοδομή και μετ’ αυτής δεν ετελείωναν και τα βάσανά του.

Όταν έφθασε προ της οικίας του Θωμά, ο κρότος του αργαλειού διέκοψε τας μελαγχολικάς του σκέψεις. Σταματήσας υπό το παράθυρον εξερόβηξεν· αλλ’ ήδη η Πηγή, αναγνωρίσασα το βήμα του, είχεν ανατιναχθεί από τον αργαλειόν και το πρόσωπόν της εφάνη μεταξύ των ανθέων του παραθύρου. Από την ταχείαν εμφάνισιν της κόρης, ο Μανόλης ενόησεν ότι ήτο μόνη· αλλά διά παν ενδεχόμενον την ηρώτησεν αν ήτο εκεί ο πατέρας ή ο αδελφός της. Ήθελε τάχα να τους ειδοποιήσει ότι εις τα Λιβάδια, όπου ήτο, είδεν ότι είχαν κάμει ζημίας εις τα σπαρτά των τα ζώα και έπρεπε να πάνε να «στιμάρουν» τας ζημίας διά να ζητήσουν αποζημίωσιν.

— Όι, λείπουνε κι οι δυο. Κι αν δε μ’ οχτρεύγεσαι ακόμη, είπε με μειδίαμα η Πηγή, κόπιασ’ από μέσα.

Ο Μανόλης εισήλθε κατακόκκινος από εντροπήν και χαράν.

— Καλώς τονε τον μανισμένο! είπεν η Πηγή, ακτινοβολούσα. Και αφού του προσέφερε καθέκλαν, εκάθισε και αυτή απέναντι εις το «σανίδι» του αργαλειού.

— Εγώ 'λεγα πως δε θα μου ξαναμίλιες μπλιο... εξηκολούθησε. Και την ταχυνή, οντέν επέρασες από κοντά μου και δεν εγύρισες να με ξανοίξεις... Μα δεν ήκουσες απού σου μίλησα;

Ο Μανόλης εχαμήλωσε τα μάτια του και δεν απήντησε.

— Θα μ’ άκουσες, μα ήθελες να με σκάσεις κι εγώ μόνο κατέω τον καημό που πήρα!

— Ετσά το ‘καμα, στα ψώματα, είπεν ο Μανόλης γελών και αισχυνόμενος συγχρόνως.

— Α! στα ψώματα!... πεισματικά μου ‘κανες!... είπεν η Πηγή σείουσα τον λιχανόν. Καλά, πονηρέ!

— Μα ιντά 'θελες; να μη μανίσω ύστερ’ από τα όσα μου π’ αδερφός σου; ανεφώνησεν ο Μανόλης με αιφνιδίαν έξαψιν.

— Όι, εγώ δεν είπα πως δεν είχες δίκιο. Μα το φταίξιμο ‘τονε τ’ αδερφού μου, δεν ήτονε δικό μου· κι ίντα μπορώ να πω ‘γώ που ‘ν’ αδερφός μου;

— Κι εγώ ίντα θες να κάνω σα μου λέει να μη ξαναρθώ στο σπίτι σας και να μη σου ξαναμιλήσω;

— Να μη του συνορίζεσαι, γιατί 'ναι αψόθυμος, μα κακός δεν είναι. Και στο ύστερο ίντα σε γνοιάζει;… Δε σε φτάνει... που σ’ αγαπώ εγώ; είπεν η Πηγή με φωνήν μόλις ακουσθείσαν.

Τα μάτια του Μανόλη εξήστραψαν.

— Κι εγώ σ’ αγαπώ, είπε, μα θωρείς πως δε μας αφήνουνε.

— Και θα περνάς πάλι απού τη στράτα μας να σε θωρώ;

— Ντα μπορώ να μην περνώ; είπεν ο Μανόλης και το πρόσωπόν του εκοκκίνιζεν, ως μύδρος.

— Και δε θα μου ξανακάμεις πεισματικά, ναι;

— Ναι, απήντησεν ο Μανόλης και η λέξις εξήλθεν από το στήθος του ως εκπνοή κοχλάζοντος λέβητος.

Κάτι δε τωόντι έβραζε και εκόχλαζεν εντός του και επί τέλους τον ετίναξεν από την καθέκλαν. Ηγέρθη και πλησιάσας εστήριξε τον βραχίονά του εις την κορωνίδα του αργαλειού. Αλλ’ η προσέγγισίς του επέτεινε και την συγκίνησιν της Πηγής· εις δε την ταραχήν της εστράφη και αφού επέρασε τα πόδια της εις τις πατητήρες έπιασε την σαΐταν. Αλλά τα χέρια της έτρεμαν. Ο Μανόλης είχε σκύψει επ’ αυτής και ησθάνθη θερμήν την πνοήν του επί του τραχήλου της.

— Ψυχή μου, Πηγιό, όμορφη που ‘σαι! εψιθύρισεν η φωνή του εγγύτατα εις την παρειάν της.

Η κόρη απεσύρθη ολίγον εις το σανίδι και στραφείσα τον ηνένισε με πονηρόν μειδίαμα:

— Πλια όμορφη κι απού τη Ζερβουδοπούλα; του είπε.

— Όι, όι, είπεν ο Μανόλης κρύπτων το πρόσωπον με τα χέρια του.

— Δεν τσ’ είπες κι αυτηνής τα ίδια;

— Δεν το ξανακάνω...θεόψυχά μου, δεν το ξανακάνω.

— Και δεν την αγαπάς καθόλου, καθόλου;

— Καθόλου.

— Παίρνεις όρκο;

— Θεόψυχά μου δε σου ‘πα;

Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανόλην του είπε:

— Φίλησ’ εκέ!

Ο Μανόλης έσκυψεν, αλλ’ από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήσει, αλλ’ ο Μανόλης ήτο πλέον ακράτητος.

— Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν’ αγαπώ κι όχι άλλη.

Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.

— Άφησε, Μανόλη… έλεγεν η Πηγή προσπαθούσα να διαφύγει. Μπορεί να ‘ρθει κιανείς... Άφησέ με, σου λέω. Άνε μ’ αγαπάς...

Επιτέλους, εξολισθήσασα από τον εναγκαλισμόν, έπεσεν εις τον «πατητηρόλακκον», δηλαδή εντός του αργαλειού. Αλλ’ ο ερωτικός παροξυσμός του Μανόλη θα την παρηκολούθει και εκεί. Εννοείται δε ότι διέτρεχεν ο αργαλειός τον κίνδυνον να εξαρθρωθεί και το υφάδι να κατακοπεί. Αλλ’ όλας αυτάς τας συμφοράς επρόλαβε μία γνωστή φωνή:

— Επαδά 'σαι, παιδί μου Πηγιό;

— Η μάνα μου!... είπεν ο Μανόλης, απομακρυνόμενος από τον αργαλειόν.

— Ή ντροπή! εψιθύρισε και η Πηγή εξερχομένη από τον πατητηρόλακκον κατασκονισμένη, με τα ενδύματα και την κόμην εις αταξίαν.

Η Ρηγινιώ εισήλθε νήθουσα, εννοήσασα δε ότι έφθανεν εις πολύ ακατάλληλον στιγμήν, περιήλθε και αυτή εις αμηχανίαν, εκοκκίνισε μάλιστα και δεν ήξευρε τι να είπει. Ο Μανόλης, ιστάμενος παρά τον ξύλινον στύλον, όστις υπεβάσταζε την στέγην, την παρετήρει ως να την έβλεπε πρώτην φοράν· η δε Πηγή τόσον είχε σαστίσει, ώστε επηγαινοήρχετο ζητούσα διά την μέλλουσαν πενθεράν της καθέκλαν, ενώ ήσαν δύο προ αυτής.

— Άδικο θα ‘χε δα, Μανόλη, ο Στρατής αν έρχονταν αυτή την ώρα; είπεν η Σαϊτονικολίνα.

— Ας ερχόντανε, απήντησε με προκλητικόν πείσμα ο Μανόλης. Κι αν ερχόντανε ίντα θα ‘κανε;

Η Πηγή ήναπτε κι έσβηνεν από την εντροπήν της, η δε Ρηγινιώ, διά να της δώσει καιρόν να συνέλθει και να διευθετήσει τα ενδύματα και τα μαλλιά της, επλησίασεν εις το παράθυρον και εστάθη αποθαυμάζουσα τα άνθη των γλαστρών· θωπεύουσα δε ένα βασιλικόν και οσφραινομένη το άρωμά του, έλεγε:

— Χαρώ τονε πως μυρίζει τούτοσές ο σγουρός βασιλικός!

Έπειτα στραφείσα πέραν προς την Πλάκαν, όπου ήσαν των Τούρκων οι τάφοι εκατέρωθεν της οδού, είπε:

— Καλέ, ποιος σκύλος εψόφησε;

— Ο Λαδομπραΐμης, επληροφόρησεν ο Μανόλης, πλησιάσας και αυτός εις το παράθυρον. Οντέν επέρνουν απού το τζαμί, του διαβάζανε.

Επλησίασε και η Πηγή μετ’ ολίγον και οι τρεις παρετήρουν την τουρκικήν κηδείαν. Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, διεκρίνετο δε και το «νταβούτι» ακόμη εις το οποίον ήτο κλεισμένος ο νεκρός. Ο ιμάμης επροπορεύετο κοντός κοντός με την σαρίκα του. Διά την Σαϊτονικολίναν ήτο διττώς ευχάριστον το θέαμα εκείνο και διότι ολιγόστευαν οι Τούρκοι κατά ένα και διότι ο Λαδομπραΐμης ήτο και προσωπικός εχθρός του ανδρός της. Επειδή εγειτνίαζαν τα κτήματά των, είχαν συχνάς διενέξεις και έριδας και μίαν φοράν ο Σαϊτονικολής κατεδικάσθη εις πολύμηνον φυλάκισιν, διότι τον έδειρεν. Αλλά τον έκαμε και τον εγύριζαν με το σεντόνι, έλεγεν η Ρηγινιώ.

Ενώ δε αυτή επιχαίρουσα παρετήρει την κηδείαν του εχθρού, οι δυο νέοι ιστάμενοι εκατέρωθεν αυτής αντήλλασσαν λαθραία βλέμματα. Και ο Μανόλης έδακνε τον δάκτυλόν του εκ πείσματος τάχα διότι του διέφυγεν η Πηγή και διότι η επίσκεψις της μάνας του ήλθεν εις στιγμήν τόσον ακατάλληλον.

— Καλό καταβόδιο, Μραΐμ αγά! έλεγεν η Σαϊτονικολίνα, μη αποσπώσα το βλέμμα από τα τουρκικά μνήματα. Εδά τόνε κατεβάζουνε στο μνήμα. Πάει, πάει στον δαίμονα ο πισσοκόκαλος. Θωρείτε; Θωρείς, Μανόλη;

— Εθάψαν τονε, είπεν ο Μανόλης, ο οποίος όμως θα επροτίμα ίσως να εθάπτετο, αντί του Λαδομπραΐμη, ο Στρατής, του οποίου η ανάμνησις είχεν αρχίσει να τον ανηνυχεί και οσάκις ήκουε βήματα εις την οδόν ανεταράσσετο.

— Να πάρεις κι άλλους πολλούς αγάδες μαζί σου, Μπραΐμ αγά, είπεν η Σαϊτονικολίνα, να σου κάνουνε συντροφιά!... Να, εσκεπάσαν τονε και φεύγουνε.

— Κι εκείνος απού 'πόμεινε μοναχός ποιος είναι; ο ιμάμης; ηρώτησεν η Πηγή.

— Ναι, του διαβάζει· κι ύστερα θα του φωνιάξει: «Μη σάσιρμα, ογλούμ, να πάρεις του γκιαούρη τη στράτα!»

Και εξήγησεν η Ρηγινιώ ότι, κατά τας ιδέας των Τούρκων, εις τον αναχωρούντα διά τον άλλον κόσμον παρουσιάζεται την τελευταίαν στιγμήν ο Ισδραέλης, ο δε ιμάμης τον ειδοποιεί και τον ενθαρρύνει διά να μη ταραχθεί και κάμει το λάθος να πάρει τον δρόμον των απίστων, ο οποίος φυσικά θα τον οδηγήσει εις την κόλασιν.

— Κι ιντά ‘ναι, μα, ο Ισδραέλης; ηρώτησεν ο Μανόλης, ο οποίος ήρχιζε να τον φαντάζεται κάπως όμοιον με τον Θωμάν.

— Ο άγγελος των Τουρκώ, απού παίρνει τσι ψυχές. Για 'δέτε, για 'δέτε πώς φεύγει ο ιμάμης τρεχαπετάμενος. Κι ουδέ γυρίζει να δει οπίσω απού τον φόβο του.

Ο Μανόλης παρετήρει προς τον τάφον, περιμένων να ίδει τον φοβερόν Ισδραέλην κατερχόμενον. Έπειτα είπε:

— Μούδε Ισδραέλη θωρώ 'γώ, μούδε διάολο. Θωρείς τονε συ, Πηγιό;

— Μόν’ ο ιμάμης τόνε θωρεί, εξήγησεν η Ρηγινιώ.

Αλλ’ ενώ ο Μανόλης επερίμενε να ίδει τον ψυχοβγάλτην των Τούρκων, είδε κάποιον άλλον ουχ’ ήττον επίφοβον. Από το απέναντι βουνόν της Καβαλαράς κατέβαινεν ο Θωμάς φορτωμένος με κλώνους λυγαριάς, με τους οποίους πλέκουν τα καλάθια και τα κοφίνια. Και ο Μανόλης έκρινε φρόνιμον ν’ απέλθει μεθ’ όσης σπουδής απεμακρύνθη από τον τάφον ο ιμάμης.

Αλλ’ η ελπίς του ότι θα ηδύνατο να συνεχίσει το διακοπέν παιγνίδι δεν διήρκεσεν επί πολύ. Όταν την επιούσαν διήλθε προ της οικίας του Θωμά, εύρε τον γέροντα εγκαθιδρυμένον υπό την συκαμινέαν, ήτις εσκίαζε τα πρόθυρα, και πλέκοντα καλάθια. Την επιούσαν ο Θωμάς ευρίσκετο εις την αυτήν θέσιν και εξηκολούθει, να πλέκει. Αι ημέραι παρήρχοντο και έγιναν εβδομάδες, το δε τουρλωτόν φέσι του επιφόβου γέροντος εφαίνετο καρφωμένον εκεί, όπως τα φόβητρα τα οποία απομακρύνουν από τους λαχανοκήπους τα πτηνά και τα ζώα. Και την Πηγήν σπανίως και μακρόθεν έβλεπεν, εις το παράθυρον και όταν μετέβαινεν εις την βρύσιν ή τον εσπερινόν. Άλλως τε τώρα και αυτή βοηθούσα τον Στρατήν εις το θέρισμα και το αλώνισμα ολίγον έμενεν εις το χωριό. Πλησίον δε του Στρατή ήτο περισσότερον απροσπέλαστος παρά πλησίον του πατρός της. Απελπισία και αγανάκτησις αγρία κατελάμβανε διαδοχικώς τον Μανόλην. Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώσει, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο να ‘χεις!» Και αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώσει αυτό το ατελεύητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.

Μίαν εσπέραν κατόρθωσε να ομιλήσει καθ’ οδόν με την Πηγήν, επιστρέφουσαν από την βρύσιν.

— Δεν είναι ζωή τουτηνέ, της είπε. Θα πλέκει ακόμη πολύν καιρόν αφέντης σου; Ίντα τα θέλει τοσανά κοφινοκάλαθα;

— Θέλει να πάει στη Μεσαρά να τα πουλήσει.

— Τότε ζήσε, Μάη μου... Έπειτα μετά στιγμιαίαν σκέψιν:

— Για να σου 'πω, Πηγιό, της είπεν. Έρχεσαι να φύγομε... να σε κλέψω;

— Και πού θα πάμε;

— Στα όρη· εκειά που ‘χομε τα ωζά μας. Όπου κι άνε πάμε θα ‘μεστα καλά, σα θα ‘μεστα μαζί.

— Δεν μπορώ να κάμω ανεβουλής του κυρού μου και τ’ αδερφού μου. Μα γιάιντα δεν έχεις απομονή;

Ο Μανόλης ανετινάχθη όταν ήκουσε την λέξιν υπομονή, μίαν λέξιν την οποίαν δεν εννόει και την οποίαν εις την περίπτωσίν του εθεώρει αδύνατον.

— Δεν κατέω 'γώ απομονή και ξαπομονή, μόν’ αυτό που σου λέω. Θα ‘ρθεις να φύγομε;

— Δε μπορώ, απήντησεν η Πηγή και ακούσασα βήματα απεμακρύνθη.

— Καλά, θα το μετανιώσεις, είπεν ο Μανόλης τρεπόμενος προς αντίθετον διεύθυνσιν.

Αλλά το έλεγε χωρίς πεποίθησιν, διότι εννόει ότι μάλλον αυτός θα μετενόει. Η ιδέα ν’ απαρνηθεί την Πηγήν του εφαίνετο τώρα αδύνατος. Αλλά και αν του επήρχετο τοιαύτη ιδέα, εν βλέμμα της Πηγής ήτο αρκετόν διά να τον επαναφέρει εις την αγάπην της. Εκείνα τα μαύρα μάτια εξήσκουν πλέον πανίσχυρον γοητείαν εις την ψυχήν του. Του εφαίνετο ότι τα μάτια εκείνα είχαν κατιτί το οποίον δεν είχαν άλλα μάτια. Το πρόσωπον, το ανάστημα, τας κινήσεις και την φωνήν της Πηγής τα εύρισκε και εις άλλας γυναίκας, τα μάτια της όμως όχι. Απεφάσιζε να πέσει εις τα πόδια του πατέρα του και να τον ικετεύσει να επισπεύσει την ένωσίν του με την Πηγήν, να του είπει καθαρά ότι του δεν ήτο πλέον δυνατή η ζωή χωρίς αυτήν, ότι θα ετρελαίνετο. Αλλ’ άμα έβλεπε τον πατέρα του έχανε το θάρρος του. Και την νύκτα, ενώ οι άλλοι εκοιμόντο, αυτός έκλαιε και διηγείτο την θλίψιν του προς τα άστρα, εις την ακτινοβολίαν των οποίων έβλεπε το γλυκύτατον φεγγοβόλημα των βλεμμάτων και των μειδιαμάτων της Πηγής.

Εν τω μεταξύ το φέσι του Θωμά εξηκολούθει να μένει καρφωμένον εις την αυτήν θέσιν. Ενίοτε ο γέρων, βλέπων αυτόν διερχόμενον, τον εκάλει, αλλά του ομίλει πάντοτε περί πραγμάτων ανιαρών, περί γεωργίας περί καλαθοπλεκτικής, περί πετρών και ξύλων, σπανίως δε του έλεγε να καθίσει. Αλλ’ ενώ ο Θωμάς του έδιδε μαθήματα περί λιπασμάτων και εμβολιασμού των αγρίων δένδρων, ο Μανόλης παρετήρει μίαν μεγάλην πέτραν εις το άκρον του υπερκειμένου τοίχου και ακριβώς υπεράνω του τουρλωτού φεσιού και εσκέπτετο πόσον θεάρεστον έργον θα ήτο αν έπιπτεν έξαφνα η πέτρα εκείνη.

Το κόκκινον εκείνο φέσι, το οποίον εβάπτετο ημέραν μεθ’ ημέραν ερυθρότερον υπό των πιπτόντων μούρων, τον ηρέθιζεν όπως τους ταύρους το κόκκινον ύφασμα το οποίον επισείουν οι ταυρομάχοι. Και άμα το έβλεπεν ανέβαινε το αίμα εις την κεφαλήν του και ορμή, εις την οποίαν με δυσκολίαν ανθίστατο, τον κατελάμβανε να του τινάξει μίαν πέτραν. Όταν δε ο γέρων τον εκάλει διά να του δίδει γεωργικάς συμβουλάς, ανεχώρει κατεχόμενος υπό τοιούτου ερεθισμού, ώστε δεν έβλεπε· και επροχώρει βλασφημών και ξεθυμαίνων κατά των ζώων τα οποία συνήντα καθ’ οδόν.

Εις στιγμήν τοιαύτης εξάψεως συνήντησε μίαν ημέραν έξω του χωρίου τον Τερερέν και χωρίς κανένα πρόλογον τον συνέλαβεν από τον λαιμόν και τόσο δυνατά τον έσφιγξεν, ώστε η χειρ του ταλαίπωρου Αναγνώστου παρέλυσε και έπεσεν η αξίνη την οποίαν εκράτει.

— Εσύ 'σαι, μωρέ, απού καφκάσαι πως θα με δέσεις; ανεφώνησεν υψών αυτόν εις τον αέρα.

— Για όνομα του Θεού! ετραύλισεν ο Τερερές με φωνήν ημίπνικτον.

Αλλ’ ο Μανόλης έλαβε σχοινίον από το σάγμα του ημιόνου του Τερερέ με την ιδέαν κατ’ αρχάς να τον δέσει εις την ουράν του ημιόνου και να μαστίσει έπειτα το ζώον διά να φύγει σύρον όπισθεν τούτον μάγον. Την ιδέαν αυτής της εκδικήσεως του έδωκε μία ανάμνησις από παραμύθι, το οποίον είχεν ακούσει κατά την μικράν του ηλικίαν. Αλλ’ ο ημίονος, ως να εμάντευσε το φοβερόν του σχέδιον, ετίναξε διπλούν λάχτισμα εις τον αέρα και έφυγε τρέχων. Τότε ο Μανόλης ήλλαξε σχέδιον και δεσμεύσας τον Αναγνώστην εκ των ποδών και των χειρών, ως τράγον, τον εκρέμασεν εις υπερκείμενον κλάδον ελαίας.

— Να σε μάθω 'γώ να δένεις!... του είπε.

Και εξηκολούθησε τον δρόμον του προς τα Λιβάδια τρέχων ορμητικώς και ασκόπως, ως οιστραλατούμενος ταύρος.

Η τιμωρία του Τερερέ ήρεσεν εις τον Σαϊτονικολήν, αλλά του εφάνη ανεπαρκής και εφρόντισε να την συμπληρώσει την επιούσαν, γρονθοκοπήσας τον μάγον όταν τον ήκουσεν ν’ απειλεί εκ νέου ότι θα κάμει και θα δείξει, εις κύκλον χωριανών, εις τους οποίους εδείκνυε τα μαύρα ίχνη, τα οποία είχεν αφήσει εις τας χείρας και τους πόδας του το σχοινίον, και να διηγείται πώς εσώθη εκ της κρεμάλας υπό του κατά τύχην διελθόντος μετ’ ολίγον Αστρονόμου.

Ο Μανόλης, μετά το ανδραγάθημά του εκείνο, ενόμισε την περίστασιν κατάλληλον διά να ομιλήσει προς τον πατέρα του. Και εις την πρώτην ευκαιρίαν του είπε χωρίς πρόλογον και χωρίς περιστροφάς:

— Αφέντη, εγώ θέλω να με παντρέψεις... δε βαστώ μπλιο να μη μπορώ μουδέ να δω την Πηγή. Α δε την μπάρω τουτονέ τον μήνα, θα φύγει ο νους απού την κεφαλή μου.

Ο Σαϊτονικολής τον παρετήρησεν άναυδος επί τινας στιγμάς, μεθ’ ο του είπεν αυστηρώς:

— Ίντα λόγια 'ναι, μωρέ, αυτανά που λες; Εξανακούστηκε να λέει το παιδί στον κύρη του πως θέλει παντριγιά γιατί δεν βαστά μπλιο;

Και έπειτα εξαφθείς:

— Να χαθείς από μπρος μου, γάιδαρε, να μη σε θωρώ! του είπεν. Εγώ ‘χα στον νου μου να σε παντρέψω την ερχόμενη Λαμπρή, μα 'δα, μούδε την ερχόμενη, μούδε την αποπάνω.

Ο Μανόλης απεσύρθη συνεσταλμένος, όπως ο σκύλος, ο οποίος φοβείται λάκτισμα.

— Καλά, εψιθύρισεν· ό,τι να κάμω πάλι κιαμιά κουζουλάδα θα φωνιάζεις...

Αλλ’ όμως ενεκαρτέρησεν ο ταλαίπωρος· και αντί να παρεκτραπή απετάθη προς την μητέρα του, με την βεβαιότητα ότι αυτή τουλάχιστον δεν θα του ομίλει με σκληρότητα ως ο «αφέντης» και ότι ίσως θα κατόρθωνε να μετριάσει την δυστυχίαν του. Ποτέ έως τότε δεν τον είχεν ίδει η μητέρα του τόσον θαρρετόν, αλλά και τόσον λυπημένον. Εκάθισε πλησίον της και της αφηγήθη τας στενοχωρίας και τας θλίψεις του, και πως ο Θωμάς είχε θρονιασθεί προ της θύρας και του ήτο αδύνατον πλέον και να βλέπει απλώς την Πηγήν. Και προστριβόμενος εις το φόρεμά της, ως παιδίον, έκλαιε και την ικέτευε να μεσιτεύσει προς τον πατέρα του να γίνει ο γάμος, το ταχύτερον εκείνον τον μήνα. Η μητέρα του τον εθώπευσε κι επροσπάθησε να τον παρηγορήσει, αλλά συγχρόνως του παρέστησεν ότι δεν ήτο δυνατόν να γίνει ο γάμος τόσον ταχέως, διότι και η Πηγή δεν είχεν έτοιμα τα προικιά της.

— Δε θέλω ‘γώ προυκιά! είπε ζωηρώς ο Μανόλης. Ίντα θα τα κάμω τα προυκιά;

— Μα δεν κάνει, παιδί μου...Ίντα Ατσιγγάνοι είμεστα; Δεν μπορεί η κοπελιά να παντρεφτεί χωρίς να ‘χει όλα τση τα χρειαζούμενα, γιατί θα την ανεμπαίξει το χωριό.

Κατόρθωσεν όμως να πραΰνει κάπως την απελπισίαν του Μανόλη, υποσχεθείσα ότι θα εμεσίτευε να γίνει ο γάμος όσον το δυνατόν ταχύτερον, μετά δύο ή τρεις το πολύ μήνας. Αλλ’ ο Σαϊτονικολής έμενεν άκαμπτος. Ή την προσεχή Λαμπρήν ή ποτέ· και πάλιν κατά το Πάσχα δε θα ετελείτο ο γάμος, αλλ’ ο επίσημος αρραβών, τον οποίον θα επηκολούθει ο γάμος μετά δύο μήνας.

Τότε πάλιν εσκέφθη ο Μανόλης να φύγει εις τα βουνά και να κόψει πάσαν σχέσιν με τους ανθρώπους. Αλλά δεν εβράδυνε να εννοήσει ότι του ήτο αδύνατον πλέον ν’ απομακρυνθεί από το χωριό. Ήτο δεσμώτης. Αι ακτίνες δύο μαύρων οφθαλμών τον εκράτουν εκεί, ως χρυσαί αλύσεις, δεσμευμένον και σκλάβον. Αντί να τραπεί προς τα βουνά εξήλθε και επλανάτο εις τους δρόμους του χωριού σύννους και περίλυπος. Και τα βήματά του αυτομάτως τον έφεραν προ της οικίας του Θωμά, όπου πρώτην φοράν δεν είδε το φέσι, το οποίον τον έφερεν εις απελπισίαν. Αντί τούτου είδε την Πηγήν ισταμένην εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθήν εις σμήνος ορνίθων, των οποίων τα ραμφίσματα απετέλουν εις το ξηρόν έδαφος κρότον πιπτούσης βροχής. Ποτέ η Πηγή δεν του είχε φανεί τόσον θελκτική, όσον την στιγμήν εκείνην, όπως την περιέβαλλεν η ροδίνη ανταύγεια του δύοντος ηλίου. Αλλά καθ’ ην στιγμήν εκινείτο ο Μανόλης διά να πλησιάσει, ήκουσε θόρυβον εις το παράθυρον και στραφείς είδε να προκύπτει μεταξύ των βασιλικών η φέσα του Θωμά και ήκουσε την γογγυστικήν φωνήν του γέροντος να λέγει:

— Ένα χρόνο θα τσι ταΐζεις τα’ όρνιθες; Έλα μέσα που σε

θέλω.

Ο Μανόλης εμαρμάρωσεν· η δε Πηγή, αφού έριψε προς μεν τας όρνιθας την υπολειπομένην εις την ποδιάν της κριθήν, προς δε τον Μανόλην το μελαγχολικότερόν της βλέμμα, ηξηφανίσθη. Ο Θωμάς εχαιρέτησε τον Μανόλην με μειδίαμα λύκου και ίσως δεν θα παρέλειπε και την ευκαιρίαν εκείνην διά να του δώσει εν από τα συνήθη του μαθήματα, αν ο Μανόλης δεν έσπευδε ν’ απομακρυνθεί. Έφυγε βλασφημών και εξεθύμανε κατά δυστυχούς σκύλου, τον οποίον εξετίναξε διά λακτίσματος εις απόστασιν δύο μέτρων.

Μετ’ ολίγον συνήντησε την Ζερβούδαιναν.

— Στενοχωρημένο σε θωρώ, Μανολιό, του είπε.

— Άφησέ με, είπεν ο Μανόλης με χειρονομίαν μεγάλης οργής.

— Κιαμιά προσβολή πάλι θα σου 'κάμαν’ οι Θωμαδιανοί, είπεν η χήρα. Καλά να τα παθαίνεις με τσι βαρβάρους που 'πήες κι ήμπλεξες. Μα ίντα φταις εσύ, κακορίζικο παιδί; Ο κύρης σου ο προκομμένος τα φταίει.

— Ναι, ο κύρης μου, ο κύρης μου, Καλλιώ...είπεν ο Μανόλης, έτοιμος να κλαύσει ή να εκστομίσει ασεβείς λόγους κατά του πατρός του. Διά ν’ αποφύγει δε και το μεν και το δε, εκινήθη να φύγει, αλλ’ η χήρα τον εκράτησε και επέμεινε να μάθει τα αίτια της θλίψεώς του.

— Να, είπεν επιτέλους ο Μανόλης, δε μ’ αφήνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ.

— Ε! κι εχάθηκαν οι κοπελιές; είπεν η χήρα. Τσι Θωμαδιανούς τσι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλείς εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξεις; Δε σε θέλουν ένα, μη τσι θες δέκα.

Ο Μανόλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε:

— Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.

Η χήρα έκαμε μορφασμόν αποστροφής:

— Μα ίντα τση ρέγεσαι; Δε μου λες;

— Αυτή ‘ναι καλή. Μούδε τ’ αδελφού τση, μούδε του κυρού τση μοιάζει.

— Κατές ίντα λέει ένας παλιός λόγος; Από τούτο το κηπούλι είν’ και τούτο το μαρούλι. Καλή φαίνετ’ εδά, μα σαν τήνε κουκλωθείς θα δεις πως είναι θυγατέρα του Θωμά κι αδερφή του Στρατή του φαρμακίτη. Καλή, λέει; Μα δε μου λες τση καλωσύνες τση γή τσ’ ομορφιές και τσι νοικοκυροσύνες τση; Απ’ αυτά πράμα δεν έχει. Με τα βούγια ανεθράφηκε και βούι 'ναι. Άνε τήνε θες να τη ζέφνεις στ’ αλέτρι, καλή θα ‘ναι· μα για γυναίκα... Ένα παιδί σαν κάμει θα σιχαίνεσαι να πάρεις χρυσό μήλο από τα χέρια τση. Εγώ για το καλό σου, γιατί σ’ αγαπώ, σου λέω να σύρεις χέρι, μια που σου δώκανε και την αφορμή.

— Μα ο κύρης μου;

— Του κυρού σου να μην τ’ ακούς, γιατί πρέπει πως εγέρασε κι εφιρομυάλισε.

— Μα δε μπορώ, Καλλιώ, είπεν ο Μανόλης, εις την ψυχήν του οποίου εγίνετο προφανώς πάλη. Εγώ τήνε θέλω την Πηγή... αγαπώ τηνε.

— Αγαπάς τηνε!.. Μα πε μου, μωρέ παιδί, ίντα σ’ αρέσει απ’ αυτή τη μουσκάρα; Τα μουστάκια τση; Δεν τηνε θωρείς πως έχει μουστάκια σαν άντρας;

Ο Μανόλης δεν είχε προσέξει έως τότε εις τον ελαφρότατον χνουν ο οποόος επήνθει εις το επάνω χείλος της Πηγής. Τουλάχιστον δεν του είχε κάμει την εντύπωσιν ελαττώματος· μάλλον χάριν και θέλγητρον έβλεπεν εις αυτό. Και όταν εις το χνούδι εκείνο εμάρμαιρον λεπτοί αδάμαντες ιδρώτος, τον κατελάμβανε τρελός πόθος να ροφήσει μ’ εν φίλημα την δρόσον εκείνην του κάλλους της. Αλλά τώρα ότε η Ζερβούδαινα του παρέστησε το πράγμα ως ελάττωμα και ασχημίαν, ήρχισε να σκέπτεται και να ενδοιάζει. Μήπως τωόντι ήτο ελάττωμα; Αλλ’ αφού εις αυτόν εφαίνετο ωραίον;

— Εμένα μ’ αρέσει, επέμεινεν ο Μανόλης.

— Ε, να τήνε πάρεις, παιδί μου, να τήνε χαίρεσαι, είπε με συγκρατούμενον πείσμα η Καλλιώ. Να χαίρεσαι τα μουστάκια τση και τη μαυρική τση. Ίντα να σου λέω εγώ σαν έχεις μάτια και δε βλέπεις; Εγώ δε θα το μετανοήσω. Σου μίλησα για το καλό σου· δεν ακούς; εσύ θα κτυπάς την κεφαλή σου. Να τήνε πάρεις, παιδί μου, και να τήνε χαίρεσαι τη μουστακάτη.

Η χήρα τον αφήκεν εις μεγάλην βαρυθυμίαν, ψυχικώς άρρωστον. Από τινος ενήργουν επ’ αυτού οι λόγοι της ως δηλητήριον. Εις την προσπάθειάν της να συντρίψει την αγάπην του, συνέθλιβε και επλήγωνε την καρδίαν εις την οποίαν η αγάπη εκείνη είχεν ήδη ρίψει ρίζας. Αλλ’ όσον και αν επροσπάθει η Ζερβούδαινα ν’ αμαυρώσει την εικόνα της Πηγής, ο Μανόλης δεν έπαυε να διακρίνει, υπό τον βόρβορον τον οποίον έριπτον οι λόγοι της χήρας, το κάλλος και την ευγένειαν της εικόνος. Μόνον όσα του είπε διά το μουστάκι αφήκαν μίαν επίμονον κηλίδα. Οι λόγοι της επανήρχοντο επιμόνως εις το πνεύμα του· και, ψηλαφών τον μόλις φυόμενον μύστακά του, εσκέπτετο ότι ίσως τωόντι ήτο αταίριαστον εις μίαν γυναίκα να έχει τοιούτον τρίχωμα, έστω και τόσον αδιόρατον, επί του χείλους της. Αλλ’ η σκέψις αύτη διήγειρεν εις την ψυχήν του μάλλον αγανάκτησιν κατά της χήρας. Του εφαίνετο ως να εβλεπεν ευχάριστον όνειρον και αυτή τον εξύπνησε διά να του αναγγείλει κάτι λυπηρόν και απαίσιον.

Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη ύπνον ανήσυχον· η δε πλησίον κοιμωμένη μητέρα του τον ήκουσε να λέγει καθ’ ύπνον:

— Δε θέλω να μου λες κακά λόγια για την Πηγή, σου ‘πα.

Ο Μανόλης όμως, μεθ’ όλας τας δυσκολίας τας οποίας συνήντα η ανυπομονησία του, δεν απηλπίσθη εντελώς, αλλά κατέφυγεν εις τον γαμβρόν του, εις τους θείους του και τας θείας του, ικετεύων αυτούς να πείσουν τον πατέρα του να επισπεύσει τον γάμον. Και προς όλους έλεγεν ότι θα ετρελαίνετο αν δεν εγίνετο ταχέως ο γάμος. Αλλά και όλοι του απήντων ότι ήτο εντροπή να λέγει τοιαύτα πράγματα και ότι έπρεπε να προσέχει να μη τον ακούσουν ξένοι και θα εγίνετο ο περίγελως του χωριού.

Το άτοπον όμως τούτο δεν ηδύνατο να εννοήσει ο Μανόλης, και επανελάμβανε:

— Μα γιάιντα θα με πάρουνε στ’ ανεμπαίγνιδο; Είναι ντροπή πως θέλω να παντρευτώ, σαν απού παντρεύονται όλοι;

Μίαν ελπίδα είχεν ακόμη· να πείσει την Πηγήν να φύγουν, να την κλέψει. Αλλά πώς να της ομιλήσει; Την έβλεπε πολύ σπανίως καθ’ οδόν και τότε μόλις κατόρθωναν ν’ ανταλλάξουν ολίγας λέξεις. Άλλως τε, ενώ πριν την συνάντηση είχεν έτοιμα πολλά πράγματα πειστικότατα να της είπει και να της παραστήσει πόσον ευχάριστος θα ήτον ο βίος των εις τα βουνά, να έχουν όλον τον κόσμον υπό τους πόδας των και να ζουν μόνοι μακράν των ενοχλήσεων και της κακίας των ανθρώπων, εντελώς δε ελεύθεροι εις τον έρωτά των να διέρχονται τας ημέρας των εις δροσερά λαγκάδια και ν’ ακούουν μόνον τα κελαδήματα των πουλιών και τα βελάσματα των προβάτων, και ν’ αναβαίνουν εις υψηλάς κορυφάς, από τας οποίας φαίνεται η χώρα και η θάλασσα, ο πλατύς θάμπος της Μεσαράς, ο Κοφινάς και ο Ψηλορείτης, όταν την έβλεπε τα ελησμόνει όλα και μόνον της έλεγε:

— Έλα να φύγομε, Πηγιό. Μα γιάιντα δεν έρχεσαι; Ο δε Θωμάς εξηκολούθει το ατελείωτον, το απελπιστικόν έργον του και δεν απεμακρύνετο από την θέσιν του σχεδόν παρά μόνον διά να μεταφέρει εις τον ποταμόν τα καλάθια και τα κοφίνια του διά να τα βρέχει. Και ως διά να απελπίσει τελείως τον Μανόλην, του ανεκοίνωσε μίαν ημέραν το σχέδιόν του να ιδρύσει προ της οικίας του αποσταλακτήριον, διά να κατασκευάζει ρακήν από μούρα. Ώστε εις την βιομηχανίαν των καλάθων επροστίθετο άλλη βιομηχανία, τον δε χειμώνα ίσως ο απαίσιος γέρων θα ίδρυε και ελαιοτριβείον διά να μη απομακρύνεται από το σπίτι.

Τότε η ιδέα της απαγωγής έγινε σταθερά και επίμονος εις το πνεύμα του νέου. Και ήρχισε να καιροφυλακτεί την έξοδον της Πηγής και να την παρακολουθεί παντού, διά να εύρει ευκαιρίαν να της ομιλήσει και να την πείσει. Εις μάτην ο Καρπάθιος εξοργίζετο διά τας απουσίας του και ο Συκολόγος, μεταξύ δύο κεκραγαρίων21, έλεγεν ότι δεν ήτο κατάστασις αυτή να κτίζουν και να πουργεύουν οι ίδιοι και εφοβέριζεν ότι θ’ αφήσει την εργασίαν στη μέση και ας κάμει καλά με τον προκομένον του ο Σαϊτονικολής. Αλλ’ ο Μανόλης ούτε εις συμβουλάς, ούτε εις απειλάς έδιδε πλέον προσοχήν.

Και όταν ο πατέρας του έμαθεν από τους κτίστας τας απουσίας του και τον επέπληξε, δεν έγινεν επιμελέστερος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής, αντί να επιμείνει, του έστειλε και πάλιν βοηθόν και περιορίσθη να λέγει ότι όλοι οι βοσκοί είναι τέτοιοι βαρεσάρηδες, και άμα τους βγάλεις από την βοσκικήν δεν είναι καλοί για τίποτε.

Ενώ μίαν ημέραν ο Μανόλης κατόπτευεν από υψηλόν δώμα διέκρινε την Πηγήν μόνην να διευθύνεται προς τα κάτω με το καλάθι εις τον αγκώνα. Την ηκολούθησεν εξ αποστάσεως, όταν δε εξήλθαν από το χωριό, ευρέθη έξαφνα προ αυτής, ικετευτικός το βλέμμα και ταπεινός το ήθος, ως σκύλαξ φοβούμενος μήπως τον δείρουν.

— Πού γυρίζεις επαδά κάτω; του είπεν η νέα μειδιώσα. Επαά 'ναι το κτίρι;

— Δεν μπορώ να δουλεύγω σα δε σε θωρώ, είπεν ο Μανόλης. Ο νους μου δεν είναι στην κεφαλή μου.

— Κι αμέ πού; είπεν η Πηγή με προκλητικήν φιλαρέσκειαν.

— Κοντά σου, απήντησε με στεναγμόν ο Μανόλης.

— Ε, για τούτο να βάλεις όλα σου τα δυνατά να τελειώσει γλήγορα το σπίτι...να τελειώσω κι εγώ τα προυκιά μου.

— Μα δεν μπορώ, σου λένε, δε μπορώ, θεόψυχά μου. Δε με πιστεύγεις;

Και μάλλον από την αγωνίαν, παρά από τον καύσωνα, ο ιδρώς του κατέρρεεν εις μεγάλους θρόμβους από του μετώπου και των κροτάφων εις τον ταύρειον λαιμόν του.

— Πάω να πιάσω δουλειά και πέφτω στη συλλογή και ξεχνώ τη δουλειά κι όλο σένα συλλογούμαι και θέλω να σε δω, ν’ ακούσω τη φωνή σου γή σκιάς τον χτύπο του πετάλου τ’ αργαστηριού σου. Και τότε τα παραιτώ όλα και φεύγω και γυρίζω στα σοκάκια και τα δώματα σαν κουζουλός... Δε μπορώ μπλιο, Πηγιό, δε μπορώ... Μα ως πότε ν’ ανιμένω; Ο κύρης μου λέει πως θα γενεί η στεφάνωσή μας δυο μήνες ύστερ’ απού τη Λαμπρή. Μπορώ 'γώ ν’ ανιμένω ως τότε και να κάθεται κι ο κύρης σου όλο στην πόρτα και να μη μπορώ να ‘ρθώ να σε 'δω; Θα σκάσω, θα κουζουλαθώ.

— Κι αμ’ ίντα να κάμομε; είπεν η Πηγή περίλυπος και αυτή. Σα δε μπορούμε να κάμομ’ αλλιώς πρέπει να κάμομ’ απομονή.

— Δεν κατέω 'γώ απομονές, μόνο να ‘ρθεις να φύγομε, ετσά που σου ‘πα να πάμε στα όρη και σα θες να κάτσομε εκειά παντοτεινά.

— Μα με τα σωστά σου το λες να πάμε να κάτσομε παντοτινά στσι μαδάρες; Ντα αγρίμια 'μεστα;

— Με τα σωστά μου το λέω. Θαρρείς πως δεν είναι χίλιες βολές καλύτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια;

— Όι, δεν είδα.

— Ε, καλύτερα 'ναι τ’ αγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν...

Παρ’ ολίγον να προσθέσει «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου».

— Τ’ αγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ’ ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Την στιγμήν εκείνην το άνω χείλος της Πηγής ήτο όπως ηγάπα να το βλέπει. Και ενθυμηθείς τους λόγους της χήρας, ήλθεν εις την ακμήν να είπει ότι εις την μοναξιάν των βουνών δεν θα υπήρχαν και κακόγλωσσοι οι οποίοι να την λέγουν «μουστακάτην», όπως αυτόν τον έλεγαν Πατούχαν. Αλλά σκεφθείς ότι θα την ελύπει, όπως ελυπείτο και αυτός όταν ήκουε το παρανόμι που του είχαν κολλήσει, απεσιώπησε την σκέψιν του.

— Και ποιος παπάς θα μας ευλοήσει; ηρώτησεν η Πηγή.

— Ποιος παπάς θα μας ευλοήσει; επανέλαβεν ο Μανόλης ξύων τον κρόταφόν του.

Αλλ’ η αμηχανία του δεν διήρκεσεν επί πολύ.

— Κιανείς, είπε. Σαν παρθούμε 'μείς ίντα μας γνοιάζει; Το πρόσωπον όμως της Πηγής εξέφρασε φρίκην.

— Ιντά ‘ν’ αυτά που λες, Μανολιό; ντα Τούρκοι 'μεστα ‘μείς να παντρευτούμε χωρίς παπά;

— Ας μας αφήσουνε να παρθούμε και τότες ας έρθουν και δέκα παπάδες μαγάρι να μας ευλοήσουνε. Μα σα δε μας αφήνουνε; Άλλη σωτηρία δεν έχει παρά να ‘ρθεις να σε κλέψω· και σα θες παπά, ένα αρνί και δυο τρία κομμάτια τυρί σαν πέψω του παπα-Γιώργη, θα ‘ρθει τρεχαπετάμενος να μας ευλοήσει στο κλεισιδάκι τ’ Ομαλού.

— Και κουμπάρος;

— Ένας βοσκός. Τόσοι βοσκοί 'ναι στον Ομαλό. Κι ύστερα σα θες κατεβαίνουμε στο χωριό που θα ‘ναι κι έτοιμο το σπίτι. Μα 'γώ, άνε μ’ ερωτάς, έχω καλύτερα να κάτσομε παντοτινά στα όρη και τον χειμώνα να κατεβαίνουμε με τα ωζά μας στη γιαλιά να ξαχειμωνιάζομε. Εσένα δε σ’ αρέσει αυτή η ζωή;

— Ό,τι σ’ αρέσει σένα μ’ αρέσει και μένα.

—Τότε έλα να φύγομε.

Η Πηγή εσκέπτετο. Έπειτα είπε:

— Δε μπορεί να γενεί αυτό, Μανολιό, μόνο να κάμεις απομονή, ετσά που κάνω κι εγώ. Δεν είναι καλό να πάμε ανεβουλής τω γονέω μας, γιατί θα μάςε καταραστούνε και δε θα δούμε χαέρι και προκοπή.

Η νέα αντίρρησις της Πηγής έφερεν εις στιγμιαίαν αμηχανίαν την ρητορικήν του Μανόλη. Αλλ’ έπειτα είπε:

— Δε θα μάςε καταραστούνε γιατί μας αγαπούνε. Εμένα ο κύρης μου μανίζει πότε λίγο και φωνάζει, μα δεν είναι κακός. Ο δικός σου δεν κατέω...

Πυροβολισμός αντηχήσας από μικράς αποστάσεως τον διέκοψε. Δύο τρυγόνια επέρασαν κατεπτοημένα και εκ των πτερύγων του ενός έφευγον πτίλα.

— Θα ‘ν’ αδερφός μου, είπεν η Πηγή με ταραχήν. Οντέν ίφυγε πήρε το τουφέκι του και θα ‘ν’ επαδά κάτω και κυνηγά. Μόνο να μη πηαίνομ’ ομάδι, γιατί άνε μάςε δει θα μάςε σκοτώσει.

Ο Μανόλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγότερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του.

— Ο Καουκάκης είναι, είπεν αναθαρρήσας.

Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλεί να φύγουν.

— Θες να κουζουλαθώ; της έλεγεν. Αυτό θες; Δε μ’ αγαπάς· άνε μ’ αγάπας δε θα μ’ εβασάνιζες ετσά.

— Εγώ δε σ’ αγαπώ; έλεγεν η Πηγή, έτοιμη να δακρύσει. Μα ίντα να σου κάμω;

Ο Μανόλης επείσμωνε και ήρχισε να σκέπτεται σοβαρώς να την απαγάγει διά της βίας. Η ρωμαλέα κατασκευή της Πηγής δεν ήτο ενθαρρυντική διά τοιαύτην επιχείρησιν. Οι βραχίονες της ηδύναντο ν’ αντιτάξουν πολύ μεγάλην αντίστασιν. Αλλά και άλλη διέξοδος δεν υπήρχεν. Η δε απελπισία και το πείσμα ηδύναντο να δεκαπλασιάσουν τας δυνάμεις του Μανόλη. Και ενώ εξηκολούθει να την ικετεύει, ενισχύων την πειθώ της γλώσσης με την μελαγχολικήν περιπάθειαν των βλεμμάτων, ανεμέτρα και τας πιθανότητας της επιτυχίας εις μίαν βιαίαν απόπειραν.

Η οδός ήτο έρημος, εκατέρωθεν δ’ εξετείνοντο ελαιώνες, τους οποίους απέφρασσαν εκ του μέρους της οδού ξηρότοιχοι και σειραί αγριαμυγδαλών, μυρσινών και βάτων. Από τους ελαιώνας αντήχησε δεύτερος πυροβολισμός και μετ’ ολίγον άλλος τόσον πλησίον, ώστε ήκουσαν τον θόρυβον των σκαγιών εις το φύλλωμα μιας ελαίας. Και η Πηγή είπε με ταραχήν:

— Φύγε, Μανόλη, για όνομα του Θεού. Φύγε άνε μ’ αγαπάς, μην έρθ’ ο Στρατής…

— Δεν είν’ ο Στρατής και μη φοβάσαι, είπεν ο Μανόλης, αφού παρετήρησεν εκ νέου υπέρ τον φράκτην. Μα δε σου λέω; Έλα να φύγομε κι ετσά γλιτώνομε κι απού τον Στρατή. Ακούς;

Φωνή εφήβου άδοντος έλεγεν:

 

Ανάθεμα που βρει καιρό κι άλλο καιρό ανημένει,

Γιατί ο καιρός τα πράματα ανάποδα τα φέρνει.

 

— Ακούς, είπεν ο Μανόλης, πως το λέει και το τραγούδι; ... Έλα, γιατί μα τον Θεό... δεν κατέω κι εγώ ίντα μπορώ να κάμω.

— Δεν έρχομαι, Μανόλη, μόνο φύγε, να μην έρθει ο Στρατής γή να μη μάςε δει κιανείς άλλος ομάδι, είπεν η Πηγή με αγωνίαν.

Ο Μανόλης εκοκκίνισεν από πείσμα.

— Δε φεύγω αν δε φύγομε μαζί, μόνο βγάλε το απού τον νου σου, είπεν. Ομάδι θα φύγομε· ακούς το;

Την ηκολούθησε μέχρι του κήπου όπου μετέβαινεν. Όταν δε η Πηγή απέσυρε το «πορόκλαδον», το οποίον απέφρασσε την είσοδον του λαχανοκήπου, το χέρι της έτρεμε. Τόσον την εφόβιζεν η αποφασιστικότης η οποία ήστραπτεν εις τα μάτια του Μανόλη και τόσον την ανησύχει ο κίνδυνος της εμφανίσεως του Στρατή, ώστε της ήρχετο ορμή να τραπεί εις φυγήν. Δεν εφοβείτο δε ολίγον να την ίδει και ξένος μόνην μετά του Μανόλη εις τον περίφρακτον κήπον.

— Να χαρείς ό,τι αγαπάς και καμαρώνεις, Μανόλη, του είπε σταυρώσασα τα χέρια επί του στήθους της, να χαρείς τσι γονέους σου και τ’ αδέρφια σου, άφησέ με και φύγε!... φύγε!...

Αλλ’ ήτο τόσον ωραία εις την ικετευτικήν εκείνην στάσιν και τόσον γοητευτικά ήσαν τα βουρκωμένα μαύρα της μάτια, ώστε ο Μανόλης, αντί να υποχωρήσει, έγινε τολμηρότερος. Τόση δε ήτο η παραφορά του, ώστε ελησμόνησε και κατεφρόνησε πάντα κίνδυνον.

— Πηγιό μου, Πηγιό μου, Πηγιό μου! ανεφώνησε και τα τρία «μου» ήχησαν ως τρία φλογερά φιλήματα.

Συγχρόνως ορμήσας την ενηγκαλίσθη και το στόμα του ανεζήτει τα χείλη της, ψιθυρίζων λόγους αγρίου ερωτικού παροξυσμού. Η κόρη τον απώθει και επροσπάθει να τον αποφύγει ανακλίνουσα την κεφαλήν. Αλλά ποία δύναμις ήτο ικανή να λύσει τους βραχίονας οίτινες την περιέσφιγγαν; Η δύναμις αυτή ευρέθη εις εν όνομα, το οποίον βλέπουσα το μάταιον της αντιστάσεώς της η Πηγή, επρόφερε:

— Ο Στρατής! ο Στρατής!

Η περίπτυξις του Μανόλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγει ετράπη εις φυγήν. Αλλ’ ο Μανόλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν.

— Άφησέ με, Μανόλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.

Αλλ’ ο Μανόλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον. Δεν ήθελε με το καλό; Τότε θα την έπαιρνε με το στανιό. Την ήρπασεν από την οσφύν και την ανύψωσεν ως παιδίον. Και ήτο έτοιμος να την θέσει ως δοκόν εις τον ώμον του και να διευθυνθεί προς τα βουνά, αλλά την τιτανικήν του απόφασιν ανέκοψε δυσάρεστος εξαφνισμός.

— Μωρέ άτιμε Πατούχα!... εβρυχήθη από τον φράκτην φωνή γνωστή.

Ήτο ο Στρατής, πραγματικός τώρα και φοβερός με το τουφέκι το οποίον εκράτει και διηύθυνε κατά του Μανόλη. Αλλ’ η Πηγή, την οποίαν είχαν αφήσει παραλύσαντες οι βραχίονες του Μανόλη, εστάθη προ αυτού. Προς στιγμήν ο Στρατής εταλαντεύθη αν έπρεπε να τους πυροβολήσει και τους δύο. Έπειτα εφώναξε προς την αδελφήν του:

— Φύγε, μωρή, να μη σε σκοτώσω και σένα!

Η Πηγή όμως δεν απεμακρύνθη, ο δε Μανόλης ενώπιον του αιφνιδίου κινδύνου έχασε πάσαν ανδρικήν αξιοπρέπειαν και συνεστάλη όπισθεν της κόρης, χαμηλώσας την κεφαλήν ως κορυδαλλός ο οποίος βλέπει πέτραν καταφερομένην εναντίον του.

Τότε ο Στρατής υπερβάς τον φράκτην επήδησεν εις τον κήπον. Αλλ’ η Πηγή έδραμε προς αυτόν αναφωνούσα:

— Αδερφέ μου, αδερφέ μου, εμένα σκότωσε!

Και περιβαλούσα αυτόν με τους βραχίονάς της τον ημπόδιζε να κάμει χρήσιν του όπλου του. Στραφείσα δε συγχρόνως προς τον Μανόλην του εφώναξε:

— Φύγε, φύγε!

Ο Μανόλης, όστις εστέκετο ως απολιθωμένος και παρετήρει ηλιθίως τον φρυάττοντα Στρατήν, απεμακρύνθη με βαθμηδόν αυξάνουσαν ταχύτητα. Εξελθών δε του κήπου και οχυρωθείς όπισθεν χονδρού κορμού ελαίας εφώναξε προς τον Στρατήν, όστις εξηκολούθει να παλαίει προς την αδελφήν του:

— Μόνο 'γεια, μωρέ, και να σε βρω θέλω 'γώ και χωρίς τουφέκι!

Η Πηγή ανέπτυξεν υπερανθρώπους δυνάμεις διά να συγκρατήσει τον αδελφόν της και να δώσει καιρόν εις τον Μανόλην ν’ απομακρυνθεί. Την απώθει και την εκτύπα ο Στρατής, λυσσών εξ οργής, αλλ’ αυτή δι’ απελπιστικών προσπαθειών προσεκολλάτο επάνω του και τον ημπόδιζε να καταδιώξει τον Μανόλην. Όταν όμως ήκουσε τους προκλητικούς του λόγους, ο Στρατής της έδωκε βιαιότατον τίναγμα και την έστειλε να σωριασθεί εις απόστασιν. Έπειτα έτρεξεν εις το άκρον του κήπου και διευθύνας το όπλον του κατά του Μανόλη, όστις απεμακρύνετο την στιγμήν εκείνην από το οχύρωμά του, είλκυσε την σκανδάλην. Αλλ’ αντί πυροβολισμού, ηκούσθη ο κωμικός κρότος της αποτυχίας, εις τον οποίον απήντησεν ο Μανόλης εκτείνας την παλάμην ανοικτήν προς τον Στρατήν. Ετάχυνεν όμως διά παν ενδεχόμενον το βήμα του, αλλά μετά μίαν στιγμήν τον έκαμε ν’ ανατιναχθεί βροντερός πυροβολισμός. Ησθάνθη δε κνισμόν εις τα οπίσθια, όστις ενήργησεν επ’ αυτού ως νέφτι και επτέρωσε τους πόδας του, ενώ το χέρι του έτριβε το τραυματισθέν μέρος. Μόνον δε όταν έφθασεν εις απόστασιν εκ της οποίας ηδύνατο να περιφρονήσει και σφαίραν, εστράφη και είδε τον Στρατήν να γρονθοκοπεί και να λακτίζει την αδελφήν του εντός του κήπου. Το θέαμα τον ελύπησεν, αλλ’ η ανάμνησις των επιμόνων αρνήσεων της Πηγής εις τας προτάσεις του εδωκεν εις την ανανδρίαν του μίαν δικαιολογίαν· και ανακινήσας τους ώμους είπε:

—Καλά τα παθαίνει... ας φαωθούνε.

Έπειτα τον κτηνώδη φόβον του διεδέχθη αθυμία και βαρύ παράπονον διά την παντελή διάλυσιν των ελπίδων και των ονείρων του. Όλος ο γύρω κόσμος του εφαίνετο ως θλιβερόν ερείπιον, εις το οποίον μόνον αυτός έμεινε διά να θρηνεί. Και του ήρχετο να πέσει πρηνής επί των χόρτων και να κλαίει, να κλαίει. Διατί λοιπόν συνέβαιναν εις αυτόν όλα αυτά τα αλλεπάλληλα αδικήματα; Διατί τον κατέτρεχαν ούτω οι άνθρωποι, ενώ αυτός δεν εμίσει και δεν επείραζε κανένα; Τι κακόν είχε κάμει εις τον Θωμάν, τι κακόν είχε κάμει ιδίως εις τον Στρατήν και τον κατεδίωκε με τόσην μανίαν; Τι κακόν είχε κάμει εις εκείνους οι οποίοι του εκόλλησαν ένα γελοίον «παρανόμι»; Δύο τραύματα είχε λάβει την ημέραν εκείνην, το μεν διά σφαιριδίων, το δε με το παρανόμι το οποίον του έριψε κατά πρόσωπον ενώπιον της Πηγής ο Στρατής. Και το μεν πρώτον ησθάνετο τώρα ότι ήτο ασήμαντον· ολίγα σκάγια τού είχαν μόλις διατρυπήσει το δέρμα· το δεύτερον όμως τον είχε πληγώσει βαθύτατα. Και εις τον αποσβολωμόν τον οποίον του επροξένησεν οφείλετο κατά μέγα μέρος και η κτηνώδης δειλία την οποίαν έδειξε και διά την οποίαν τώρα του εφαίνετο ότι είχεν εκμηδενισθεί. Ίσως χωρίς την αποσβόλωσιν εκείνην θα είχε την ετοιμότητα και το θάρρος ν’ αντιμετωπίσει και το όπλον του Στρατή. Τάχα ήτο αδύνατον να του επιτεθεί και να τον αφοπλίσει; Τόση ήτο η αθυμία και η απελπισία του ώστε σχεδόν αμφεβαλλεν αν ήτο ζωντανός, αν δεν ήτο σκιά. Εβάδιζεν ως φάντασμα και αι δυνάμεις του είχαν εξαντληθεί εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εν φύσημα ηδύνατο να τον ανατρέψει. Εφαντάζετο τον εαυτόν του ως μόνον εις τον κόσμον, περικυκλωμένον από γενικήν εχθρότητα και κακοβουλίαν. Όλοι συνέτρεχον εις το κακόν του, και αυτοί οι γονείς του και αυτή η Πηγή. Αφ' ότου κατέβη εις το χωριό, δεν επέρασεν ημέρα χωρίς να λάβει αφορμάς πικρίας. Ό,τι και αν έκανεν, ό,τι και αν έλεγεν αυτός ήτο στραβόν και οι άλλοι είχαν πάντοτε δίκιο.

Αι σκέψεις του ολίγον κατ’ ολίγον κατεστάλαξαν εις το συμπέρασμα ότι, αν η Πηγή συνεμερίζετο εγκαίρως τας περί απαγωγής ιδέας του, δεν θα συνέβαιναν όσα συνέβησαν. Επομένως η κυριοτέρα αιτία της δυστυχίας του προήρχετο απ’ αυτήν. Και αφού έφθασεν εις το συμπέρασμα τούτο, η σκέψις του επροχώρησε και εις μίαν υπόνοιαν, ενοχοποιούσαν ακόμη περισσότερον την Πηγήν. Μήπως αυτή είχεν ομολογήσει προς τον αδελφόν της τας προτάσεις του και ούτω ο απαίσιος εκείνος, καλώς πληροφορημένος, τους παρηκολούθει και ενεφανίσθη εις τον κήπον την στιγμήν ακριβώς κατά την οποίαν απεφάσισε να εκτελέσει την απόφασίν του; Η σκέψις αύτη δεν εβράδυνε να μεταβληθεί εις πεποίθησιν εις τον απλοϊκόν και εξημμένον εγκέφαλόν του και όλην του την αγανάκτησιν και την εκδίκησιν έστρεψε και κατά των δύο αδελφών αδιακρίτως. Και αυτός, όστις προ ολίγων στιγμών μόλις είχε την δύναμιν να βαδίζει, τώρα εξηγριώθη και έτριζε τα δόντια και έσφιγγε τους γρόνθους του εναντίον του Στρατή και της αδελφής του. Καλά το έλεγεν η Ζερβούδαινα ότι δεν ήτο δυνατόν παρά να μοιάζουν. Α τη μουστακάτη!

Και ελησμόνει την αυταπάρνησιν, με την οποίαν αυτή που τώρα απεκάλει μουστακάτην, ερίφθη προ του κινδύνου διά να τον σώσει, και την σκληρότητα με την οποίαν εφέρθη προς αυτήν ο αδελφός της εξ αιτίας του.

Επί αρκετήν ώραν επλανάτο εις τα Λιβάδια, χωρίς να βλέπει τίποτε εκ των γύρω του συμβαινόντων και χωρίς ν’ ακούει· και εβάδιζεν οτέ μεν σιγά οτέ δε βιαστικά, αναλόγως της σφοδρότητος των αισθημάτων και των διαλογισμών του· αυτομάτως δε έφθασεν εις το αλώνι όπου την ώραν εκείνην «ελίχνιζεν» ο Σαϊτονικολής. Εκεί ήτο και η μητέρα του, νήθουσα υπό την ιτέαν, εις την σκιάν της οποίας ανεπαύοντο οι αλωνίζοντες. Η απροσδόκητος άφιξις του Μανόλη, αλλά προπάντων η ταραχή η οποία εφαίνετο εις το πρόσωπόν του, ανησύχησαν τους γονείς του. Η Ρηγινιώ διέκοψε την εργασίαν της, ο δε Σαϊτονικολής, αφήσας και αυτός το «θρινάκι», επλησίασε.

— Ιντά ‘ναι, Μανόλη; Ίντα γυρεύγεις επαδά κάτω;

— Ήρθα να σάςε πω πως δε θέλω μπλιο παντριγές, μουδέ πράμα, απήντησεν ο Μανόλης με τόνον μεγάλης αγανακτήσεως.

— Να τα!... Και πως σου ‘ρθε πάλι τουτονά το ξαφνικό; Mηv 'πά και μάλωσες πάλι με τον Στρατή;

— Δεν εμάλωσα με κιανένα… μα δε θέλω να ξανακούσω τ’ όνομα του μουδ’ αυτουνού μουδέ τσ’ αδερφής του, μουδέ κιανενούς απού τη χοιρογενειά τως! Δε θέλω μπλιο να τσι κατέχω.

Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα απορίας.

— Μα πώς σου ‘ρθε πάλι αυτό; ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής.

— Ετσά θέλω, απήντησε με πείσμα ο Μανόλης.

— Μα θα ‘χεις μια αφορμή. Δε μας τη λες;

— Δεν έχω πράμα, μόνο δε θέλω να τσι κατέω μπλιο τσι Θωμαδιανούς. Αυτό ‘ναι.

— Τσι Θωμαδιανούς και την Πηγή μαζί;

— Μούδε την Πηγή θέλω, μούδε κιαμιά.

— Κιαμιά! Κι αμέ καλόγερος θα γενείς; είπεν ο Σαϊτονικολής προσπαθών να γελάσει. Δεν το πολυπιστεύγω, μωρέ παιδί; Καλόγερος θα πα γενώ να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάολος απούχω στο βρακί μου. Κατές το το τραγούδι;

— Δεν κατέω πράμα! είπεν ο Μανόλης αποστρέφων το πρόσωπον και εντείνων το πείσμα του διά να μη γελάσει. Εγώ την Πηγή δε θα τήνε πάρω κι αν ‘ναι γυρίσει ορανός κάτω κι η γης απάνω. Μόνο να πας να το πεις του Θωμά, να μη πάω 'γώ και του σπάσω όλα του τα κοφινοκάλαθα στη φεσάρα πάνω.

— Μα δεν μπορεί ετσά στα καλά καθούμενα να γύρισε η κεφαλή σου. Θα ‘χεις μια αφορμή. Πόσες μέρες είναι απού μας έτρωες τ’ αυτιά μας να σε παντρέψομε, γιατί θα κουζουλαθείς, γιατί θα πάρεις τα βουνά;...

— Ε, μα εδά δε θέλω.

— Μα γιάιντα δε θες;

— Γιατί δε θέλω, απήντησεν ο νέος κτυπών τον πόδα εις το έδαφος. Δε μ’ αρέσει. Θες άλλο;

Μετά μίαν δε στιγμήν είπε:

— Δεν τήνε θέλω, γιατί 'χει μουστάκια. Ίντα, κι οι δυο θα ‘χομε μουστάκια, να μη ξεχωρίζει ποιος είναι ο άντρας και ποιά ‘ν’ η γυναίκα;

Έπειτα έφυγε μη θέλων ν’ ακούσει πλέον τίποτε.

— Κατέει ο μπουρμάς ίντα 'ν’ ο χουρμάς; είπεν ο Σαϊτονικολής σείων την κεφαλήν, ενώ παρετήρει τον υιόν του απομακρυνόμενον.

Έπειτα στραφείς προς την ανησυχούσαν σύζυγόν του, της είπεν:

— Έγνοια σου και να του περάσει θέλει.

Ζ’.

«Σα μεθυσμένος φαίνεται, μεθυσμένος δεν είναι· σαν βούι πάει, βούι δεν είναι. Ίντα ‘ναι;» έλεγεν ο Αστρονόμος μετά τινας μήνας εις μίαν εύθυμον αποσπερίδα, εις την οποίαν επροτείνοντο αινίγματα. Και κανείς δεν ηδύνατο να λύσει το πρωτάκουστον αίνιγμα, ο δε Αστρονόμος επέμενε να ερωτά.

— Ανέν το βρείτε ιντά ‘ναι,

Επιτέλους η Σπυριδολενιά ανεφώνησεν:

— Εγώ το βρήκα.... Ο Πατούχας!

— Μπράβο, Λενιώ, της είπεν ο Αστρονόμος.

Όλοι εγέλασαν διά την επιτυχή γελοιογραφίαν και έλεγαν ότι επόμενον ήτο πρώτη η Σπυριδολενιά ν’ αναγνωρίσει τον βαφτιστικόν της, όπως τον παρουσίασεν ο Αστρονόμος. Αφήσαντες δε τα αινίγματα ήρχισαν να ομιλούν περί του Μανόλη, ο οποίος από τίνος καιρού παρείχε πολλήν ύλην εις ομιλίας. Τω όντι ο Πατούχας —όπως τον απεκάλουν πλέον όλοι— εφαίνετο διηνεκώς ως μεθυσμένος, ενώ πολύ σπανίως έπινεν. Αλλά δεν είχεν ανάγκην οίνου διά να μεθύσει. Τον εμέθυεν ο χυμός, ο πλούσιος χυμός της ζωής, ο οποίος εκυκλοφόρει και έβραζεν εις τας φλέβας του, η κουζουλάδα, ως την απεκάλει ο πατέρας του και εις την οποίαν ακόμη φευ! δεν είχε δοθεί το κατάλληλον φάρμακον. Η τρέλα αύτη εφαίνετο ηρεμοτέρα και υπολανθάνουσα κατά τας εργασίμους ημέρας, διότι δεν της έδιδαν καιρόν να εκδηλωθεί και την κατεδάμαζαν αι κοπιώδεις εργασίαι εις τας οποίας ο Σαϊτονικολής είχεν αρχίσει πάλιν να τον παραλαμβάνει· αλλά τας Κυριακάς και τας άλλας εορτάς ανεφαίνετο ως ορμή ίππου θυμοειδούς απολυομένου μετά πολυήμερον περιορισμόν.

Το πρωί, μικρόν μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ηκούετο έξαφνα μία άναρθρος φωνάρα, φωνή μάλλον τράγου ά ανθρώπου, αναφωνούντος:

— Ε, ε, ε!

Και ο Μανόλης ενεφανίζετο ή μάλλον εισόρμα εις τα δώματα και τα σταυροδρόμια, όπου ήσαν συνηθροισμένοι οι χωριανοί, φορών τα κυριακάτικά του, όλα καινούργια από κυανήν τσόχαν, και υποδήματα σχιστά εκ του πλαγίου, τα λεγόμενα σαρδίνια. Είχε δε και πασαλήν μακρόν εις την οσφύν. Και άμα συνέβαινε να ίδει την Ζερβουδοπούλαν, έστω και εξ αποστάσεως μακράς, κατελαμβάνετο υπό αληθινής μανίας. Εκπέμπων στεναγμόν ομοιάζοντα με μυκηθμόν, επήδα από δώματος εις δώμα ή όρμα εις τους δρόμους, ως τυφών, παρασύρων διά των ποδών και των χειρών του πάσαν προστυγχάνουσαν πέτραν και λακτίζων ή γρονθοκοπών τα συναντώμενα κτήνη. Και εις την διαβασίν του η οδός εγίνετο ανάστατος, τα ζώα ετρέποντο εις φυγήν, αι όρνιθες επτερύγιζαν κατεπτοημέναι και τα παιδία εκραύγαζαν περιδεή και έφευγαν. Όταν ο έφθανε πλησίον της Μαργής, εξείλκυε τον πασαλήν και τον εκάρφωνεν εις τους τοίχους και τα δένδρα και ανεφώνει με αγρίαν περιπάθειαν:

— Ως πότε!... ως πότε!...

Δεν έλεγε τίποτε άλλο όταν την έβλεπε με άλλας γυναίκας, αλλ’ ο στεναγμός, όστις συνόδευε την αναφώνησίν του και ηδύνατο να κινήσει ανεμόμυλον, και τα βλέμματα τα οποία απηύθυνε προς την θυγατέρα της χήρας, ήσαν αρκετά διά να εκφράσουν την τρικυμίαν της ψυχής του.

Όλοι εγνώριζαν τώρα ότι ο Πατούχας είχε διαρρήξει πάσαν σχέσιν μετά των Θωμαδιανών και ότι ηγάπα με μανίαν την Μαργήν, της οποίας η μητέρα εφαίνετο ευδιάθετος να τον κάμει γαμβρόν. Αλλ’ ο Σαϊτονικολής έλεγεν αταράχως, οσάκις ήκουε να γίνεται λόγος περί του νέου αισθήματος του υιού του:

— Εγώ σάςε λέω πως αγαπά την Πηγή και την Πηγή θα πάρει. Τούτα που θωρείτε και κάνει είναι κουζουλάδα που θα του περάσει.

Όταν μετά το επεισόδιον του κήπου ο Μανόλης συνήντησε την Ζερβούδαιναν της είπεν:

—Ε, εχαλάσαμέν τα με τσι Θωμαδιανούς και τα χαλάσαμε για πάντα.

—Δόξα σοι ο Θεός, είπεν η χήρα μη δυναμένη να κρύψει την χαράν της.

Ο Μανόλης της διηγήθη λεπτομερώς τα γενόμενα μεταξύ αυτού και της Πηγής και την κατόπιν επέμβασιν του Στρατή και τα επακολουθήσαντα. Ετροποποίησεν όμως αυτήν την φοράν την αλήθειαν, ειπών ότι δεν τον επλήγωσεν ο Στρατής, αλλ’ ότι από τρίχα εγλίτωσεν. Αισχυνόμενος δε διά την δειλίαν την οποίαν έδειξεν, εδημιούργησε ψευδές ανδραγάθημα διά να το διηγηθεί προς την χήραν. Αφού τον επυροβόλησεν ο Στρατής, ετράβηξε και αυτός τον πασαλή του και όρμησε κατ’ επάνω του. Θα τον έσφαζε δε ως τράγον, αν δεν παρενέβαινεν η Πηγή, με την βοήθειαν της οποίας εύρε καιρόν ο αδελφός της να σωθεί διά της φυγής. Ο Μανόλης δεν παρέλειψε ν’ αναφέρει και τας υποψίας του ότι η Πηγή ήτο συνεννοημένη με τον αδελφόν της. Αλλ’ εν πάση περιπτώσει αυτή με την επίμονον άρνησίν της εις τας περί απαγωγής προτάσεις του έγινεν αφορμή του κινδύνου τον οποίον διέτρεξε.

—Θωρείς τα δα τα λόγια μου πως βγαίνουν ένα ένα, σαν του καλού γραμματικού απού βαστά την πένα; είπεν η χήρα θριαμβευτικά.

Και ανομολογήσασα το δίκαιον του Μανόλη —και πότε δεν είχεν αυτός δίκιο,— ενίσχυσε τας υποψίας και την άδικον και παράλογον αγανάκτησίν του κατά της Πηγής.

— Και να μου το δώσεις θες εδά το Μαρούλι, είπεν ο Μανόλης, να κάμομε και τσι Θωμαδιανούς να σκάσουνε;

— Μια που τα χαλάσετε μ’ αυτούς τσι βιλάνους, το πράμα είναι εύκολο. H Μαργή λέει πως δε θέλει· μα όλες οι κοπελιές στην αρχή λένε όχι κι ύστερ αγάλια αγάλια λένε το ναι. Με τον καιρό θε να γενεί η αγουρίδα μέλι.

Ο Μανόλης έπαυσε πάλιν να περνά από τον δρόμο του Θωμά και απέφευγεν επιμελώς πάσαν συνάντησιν με την Πηγήν. Εξ εναντίας επεδίωκε πάσαν ευκαιρίαν διά να βλέπει την θυγατέρα της χήρας. Αλλ’ η πρώτη των συνάντησις απέδειξεν ότι η «αγουρίδα» ήτο καθ’ υπερβολήν ξινή. Η Μαργή επέστρεφεν από την εκκλησίαν, όπου είχε μεταβεί διά να εξομολογηθεί, όπισθεν δε του ναού εις μέρος έρημον και εις τα άκρον του χωριού ευρέθη ενώπιον του Πατούχα. Ερύθημα ήτο χυμένον εις το συνήθως λευκόν και ψυχρόν πρόσωπόν της, ίσως διότι είχεν εξομολογηθεί εις τον πνευματικόν την κρυφίαν συγκίνησιν, την οποίαν έδιδεν εις την καρδίαν της ο Σμυρνιός· το ερύθημα δ’ εκείνο την εκάλλυνε περισσότερον από το κρινολίνον και το χρυσοποίκιλτον κοντογούνι. Την ημέραν εκείνην ήτο ενδυμένη με απλότητα, αλλά και τας καθημερινάς ο ιματισμός της είχεν επιμέλειαν, η οποία την διέκρινεν από τας άλλας. Όταν είδε τον Μανόλην ύψωσε μέχρις ουρανού την μύτην της και απεφάσισε να περάσει χωρίς να τον αξιώσει βλέμματος· αλλ’ ο Μανόλης είχε φράξει την δίοδον και μ’ ερωτότροπον παράπονον της είπεν:

— Μουδέ «ώρα καλή» δε μου λες, Μαρούλι;

— Φύγε απ’ ομπρός μου! είπεν η Μαργή ωχριάσασα και οπισθοδρομούσα.

— Πε μου «ώρα καλή» να σ’ αφήσω να περάσεις.

— Φύγε, λέω, να μη με κριματίσεις κι έρχομαι απού το ξαγόρεμμα, επανέλαβεν η κόρη με ταραχήν μεγαλυτέραν.

Ο Πατούχας έσκυψεν εις τρόπον ώστε η φλογερά πνοή του ερίπισε το πρόσωπον της κόρης.

— Κι είπες το του παπά πως σ’ αγαπώ; εψιθύρισε.

Η Μαργή εστράφη προς τα οπίσω διά να φύγει, αλλ’ ο βραχίων του Μανόλη εξετάθη προ αυτής ως φράκτης ανυπέρβατος.

— Δε μ’ αγαπάς λίγο-λίγο; ε Μαρούλι, δε μ’ αγαπάς μια σταλιά;

Τότε πλέον η Μαργή έγινεν έξω φρενών και ελησμόνησε και την εξομολόγησιν και την μετάληψιν και την κόλασιν.. Και αποσυρθείσα προς τον παρακείμενον ξηρότοιχον, ήρπασε μεγάλην πέτραν και την ανύψωσεν απειλητικώς:

— Δε σου 'πανε, μωρέ ασκημάνθρωπε, να μη μου ξαναμιλήσεις; Γκρεμίσου απ’ ομπρός μου να μη σου κάμω την κεφαλή σου ρόκα!

Αλλ’ ο Μανόλης, αντί ν’ απομακρυνθεί, έκλινε την κεφαλήν και είπε με πραότητα:

— Δώσ’ μου, Μαρούλι. Εγώ, και να με σκοτώσουνε τα χεράκια σου τ’ άσπρα, δε θα πονέσω.

Η Μαργή εξετέλεσε την απειλήν της. Αλλά το λευκόν της χεράκι δεν είχε δύναμιν και από την οργήν και την ταραχήν έτρεμε· ούτω δε η πέτρα, μόλις ήγγισε τον ώμον του Μανόλη, όστις εδέχθη το κτύπημα ως θωπείαν με επιφώνημα ευφροσύνης «ώωω!».

Η Μαργή εξηκολούθησε να τον λιθοβολεί με λύσσαν, αλλά τα πλείστα των βλημάτων της ήσαν άστοχα ή δεν έφθαναν μέχρι του εχθρού, ο οποίος μεθ’ έκαστον κτύπημα επαναλάμβανε το ηδονικόν επιφώνημά του:

— Ωωω! να χαρώ τα χεράκια σου, Μαρούλι! Εδρόσισες την καρδιά μου.

Βλέπουσα δε η Μαργή ότι τα κύματα της οργής της εθραύοντο ανίσχυρα επί του βράχου εκείνου, ήτον ετοίμη να δακρύσει εκ πείσματος.

— Άφησέ με σου λέω να περάσω, ανοστόπλαστε, ανεφώνησε ρίπτουσα κατ’ αυτού τελευταίον λίθον.

Έπειτα ορμήσασα με όλην την σφοδρότητα της αγανακτήσεώς της διέσπασε τον αποκλεισμόν.

Ο Μανόλης δεν επεχείρησε να την καταδιώξει, αλλ’ ενώ την παρετήρει απομακρυνομένην της είτε:

— Αγάλι 'γάλι θα γενεί η αγουρίδα μέλι, να σκάσουνε κι οι Θωμαδιανοί.

Αλλ’ η Μαργή εις απάντησιν εξέτεινε προς αυτόν το άσπρο της χεράκι με ανοικτούς δακτύλους και είπε:

— Να στα φεγγιά σου!

Με όλα τα επιφωνήματα της ευχαριστήσεως, με τα οποία υπεδέχετο τον λιθοβολισμόν ο Μανόλης, δεν έμεινε και πολύ ευχαριστημένος εκ της σκηνής εκείνης. Όσον ασθενώς και αν ερίπτοντο οι λίθοι υπό της αβράς χειρός της Μαργής, είχον αφήσει επί των ώμων και του στήθους του αλγεινά ίχνη· αλλά πολύ περισσότερον τον είχε πληγώσει το αδυσώπητον μίσος, το οποίον εξέφραζαν τα βλέμματα και οι λόγοι, οι εκτοξευόμενοι ομού με τους λίθους. Τον παρηγόρει όμως και τον ενεθάρρυνεν η ανάμνησις των λόγων της χήρας. Η αγουρίδα θα εγλύκαινε μίαν ημέραν. Ηδύνατο δε και να περιμένει αφού η Μαργή δεν εφρουρείτο, όπως η Πηγή, από δράκους με τουρλωτά φέσια και τουφέκια. Και θα ηδύνατο να την βλέπει και να της ομιλεί. Ησθάνετο δε απόλυτον την ανάγκην να δίδει διέξοδον εις την πλημύραν της καρδίας του, έστω και με λόγους. Είχεν άλλως τε και σπουδαίαν ιδέαν περί της πειθούς των λόγων του, διότι ενόμιζεν ότι μετέδιδεν εις τα σκαιά ερωτολογήματά του όλην την ζέσιν, η οποία εκόχλαζεν εντός του. Και επίστευεν ότι εις την θερμότητα των βλεμμάτων και των λόγων του δεν θα ηδύνατο να αντιστεί επί πολύ η αντιπάθεια της Μαργής.

Ίσως όμως θα απηλπίζετο αν εμάνθανεν όσα συνέβησαν εις την οικίαν της χήρας μετ’ ολίγον. Η Μαργή επανελθούσα αφήκεν ελευθέραν διέξοδον εις την αγανάκτησιν, την λύσσαν και τα δάκρυά της. Ηγανάκτει διότι ο βάναυσος εκείνος επέμενε να την αποκαλεί Μαρούλι, εφρύαττε διότι ένας Πατούχας άξεστος ετόλμα να ανατείνει το βλέμμα του μέχρι του ύψους της μύτης της και έκλαιε επί τη ιδέα ότι εκριματίσθη ολίγα λεπτά μετά την εξομολόγησίν της και η εκδίκησίς της ήτο εντελώς ανίσχυρος εναντίον του παχυδέρμου εκείνου. Αυτή η σκέψις μετέβαλλε την αγανάκτησίν της εις απελπισίαν. Αλλά και τι θα έλεγεν ο Γιαννάκος ο Σμυρνιός αν αμάνθανε τα γενόμενα; Καθόλου παράδοξον να υπέθετεν ότι και αυτή τα ήθελε και τα επροκάλει. Το βέβαιον είναι ότι ο Σμυρνιός εξηκολούθει να πλύνει τους ναργιλέδες του και να καταγίνεται εις τας πολλάς του ασχολίας με πλήρη ηρεμίαν συνειδήσεως και καρδίας, χωρίς καθόλου να υποπτεύεται ότι μία τρυφερά καρδία εφλέγετο χάριν αυτού και ότι εις μίαν μικράν κεφαλήν επλέκοντο όνειρα, τα οποία τον απέβλεπον. Η Μαργή όμως εφαντάζετο ότι όχι μόνον εγνώριζεν, αλλά και συνεμερίζετο τον έρωτά της και από ημέρας εις ημέραν επερίμενε να της στείλει προξενιάν. Ποίαν άλλην εκτός αυτής ηδύνατο να εκλέξει; Αλλ’ αν εμάνθανε την σκηνήν η οποία συνέβη όπισθεν της εκκλησίας και την άλλην την προηγουμένην όταν ο Μανόλης της έσπασε το σταμνί, δεν ήτο φόβος να ψυχρανθεί η αγάπη του και να μετανοήσει διά την εκλογήν του;

Η χήρα ούτε εγνώριζεν ούτε εμάντενε τον έρωτα, τον οποίον η Μαργή έκρυπτεν εις τα βάθη της μικράς της καρδίας. Και διά τούτο δεν ηδύνατο να εννοήσει την επίμονον άρνησιν την οποίαν αντέτασσεν η κόρη της οσάκις την συνεβούλευε να μη δεικνύει τόσην εχθρότητα προς τον Μανόλην και τον εξεθείαζε προς αυτήν ως τον καλύτερον γαμβρόν. Αλλά και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της επροτίμα τον Σμυρνιόν, η απορία της δεν θα ήτον μικροτέρα, διότι εις την γνώμην της δεν ηδύνατο να υπάρξει σύγκρισις μεταξύ του Μανόλη και του Σμυρνιού. Τι ήτο συγκρινόμενος προς τον Μανόλην ο τριαντάρης Σμυρνιός, ο κοντός και σχεδόν καχεκτικός;

Η Καλλιώ επωφελήθη και την ημέραν εκείνην την ευκαιρίαν διά να συνηγορήσει υπέρ του Μανόλη. Μωρή, έλα στον νου σου, και στοχάσου πως όποια θα τόνε πάρει τον Μανόλη τής κλώθει η μοίρα της με το χρυσό σφεντύλι. Καλύτερο δεν θα βρεις σ’ ό,τι κι άνε πεις. Η καλή γνώμη στον άντρα είναι το καλύτερο πράμα. Ποτέ δε θα σου χαλάσει το χατίρι σου. Και θα ‘χεις άντρα να τόνε χαίρεσαι, να γεμίζει το σπίτι όντε θα μπαίνει και να τρέμει η γης στο πάτημά του. Άντρας που θα τόνε χαρείς, γιατί δεν είναι κιανείς λειψανάβατος και ζομπονιάρης ν’ αποθάνει να σ’ αφήσει χήρα τσι πέντε στράτες.

Τότε η Μαργή εβρόντησε και ήστραψε και είπεν ότι μα τα κόκαλα του κυρού της θα ‘πινε φαρμάκι και μόνον αν της ανέφερε το όνομα του Μανόλη η μητέρα της. Και έκλαιεν απαρηγόρητα. Μα επί τέλους γιατί η μάνα της ήθελε καλά και σώνει να την κακομοιριάσει; Τι μάνα ήτον αυτή που ήθελε το κακό της κόρης της και το επεδίωκε με τόσην επιμονήν; Εταίριαζε, δι’ όνομα του Θεού, εις αυτήν ένας τέτοιος χωριάτακας, ένα βόδι! Γι’ αυτό την ανέθρεψεν η μάνα της με τόσα χάδια και την εφύλασσε να μη την βλέπει ο ήλιος, γι’ αυτό την έστειλε στη χώρα, για να τήνε δώσει σ’ ένα αγριάνθρωπο;

Αλλ’ η Καλλιώ έμενεν ακλόνητος εις την ιδέαν της και έλεγεν ως ο Σαϊτονικολής

— Κατέχει ο μπουρμάς ίντά ‘ν’ ο χουρμάς;

Έπειτα βυθιζομένη εις σκέψεις ανεστέναζε. Διά την ακρισίαν άραγε της θυγατρός της ή δι’ άλλο τι; Το βέβαιον είναι ότι άπαξ ανήλθε μετά του στεναγμού της μέχρι των χειλέων της μία φράσις, αλλ’ αμέσως απεσύρθη εις τα βάθη της καρδίας της και μόνον εις την διάνοιάν της διετυπώθη: «Ε, και να!...»

Εν τοσούτω ο Μανόλης εξηκολούθησε με πολύν ζήλον τας προσπαθείας του διά να ωριμάσει την αγουρίδα. Όπου και αν επήγαινεν η Μαργή, κατά τας εορτάς ιδίως, τον συνήντα ενώπιόν της, όπου και αν εστρέφετο αντίκριζε τους οφθαλμούς του, σπινθηροβολούντας, αλλά και ικετευτικούς.

Ο Μανόλης την ηγάπα όσον εμίσει τον Στρατήν, τον Θωμάν και την Πηγήν. Το προς εκείνους σφοδρόν μίσος του μετετράπη εις σφοδρόν έρωτα προς την κόρην της χήρας. Την ηγάπα, διότι, εμίσει την Πηγήν. Η δυσφορία των ανυπομόνων ορμών της νεότητός του, τας οποίας παρ’ ολίγον να εξυψώσει εις αληθινόν έρωτα το γλυκύτατον ακτινοβόλημα των οφθαλμών της Πηγής, εχάλκευεν εις την διάνοιάν του παντοίας αιτιάσεις κατ’ αυτής. Αλλά μη δεν ήτο αρκετός λόγος διά να την μισήσει ότι ήτο αδελφή του Στρατή και θυγάτηρ του Θωμά; Ηγάπα λοιπόν ή ήθελε ν’ αγαπά την θυγατέρα της χήρας, διά να σκάσουν οι Θωμαδιανοί, ως έλεγεν· αλλά και του ήρεσε διότι ήτο μικροκαμωμένη, λευκή, αβρά, ξανθή και γαλανή, δηλαδή όλως ανόμοια προς αυτόν, τον γίγαντα, τον ηλιοψημένον και μελανόφθαλμον. Τον είλκε προς αυτήν η ανομοιότης, όπως τον είλκε προς την Πηγήν η ομοιότης. Δι’ αυτόν η Μαργή είχεν, εκτός του θελγήτρου της γυναικός, την γοητείαν κομψοτεχνήματος. Εις τα χέρια του θα ήτο παιγνιδάκι. Η εντύπωσις δε αύτη του έδιδεν, οσάκις την έβλεπε, μίαν τρελήν επιθυμίαν να την υψώσει εις τα χέρια του, να την περιβάλει όλην εις την αγκάλην του και να την φιλεί, να την φιλεί επ’ άπειρον, να την λιώσει εις τας φλόγας των πόθων του. Όταν δε εφαντάζετο την πραγματοποίησιν μιας τοιαύτης ευτυχίας, την αβράν ξανθούλαν σπαίρουσαν εις την αγκάλην του και φρίττουσαν υπό τα φλογερά του φιλήματα, τον κατελάμβανεν αληθινός παροξυσμός μανίας. Και του ήρχετο η ορμή να τρέχει, να φωνάζει, να χρεμετίζει, ν’ ανατρέψει τα πάντα. Δεν τον ημπόδιζε δε πλέον καμιά συστολή να λέγει και να διακηρύττει ότι ετρελαίνετο διά την κόρην της χήρας.

Η Μαργή όμως όχι μόνον δεν τον ηγάπα, αλλ’ ούτε να τον βλέπει υπέφερε και δεν παρέλειπε να του το δεικνύει εις πάσαν περίστασιν. Ένα δειλινόν, ενώ επότιζε τα άνθη της, επέρασεν ο Μανόλης και της εζήτησε βασιλικόν· αλλ’ αυτή αντί βασιλικού του έριψε κατά κεφαλής το πήλινον αγγείον με το οποίον επότιζε. Και απέφυγε μεν το πήλινον αγγείον ο Μανόλης, αλλά δεν κατόρθωσε ν’ αποφύγει και το περιεχόμενόν του, το οποίον τον κατέβρεξε.

— Μια σου και μια μου, Μαρούλι, είπε γελών με αγαθότητα.

Την είχε καταβρέξει αυτός όταν της έσπασε το σταμνί· τώρα του το απέδωκεν αυτή και ήσαν εξοφλημένοι.

Θα διεστέλλοντο δε ίσως υπό μειδιάματος και τα λεπτά χείλη της Μαργής, αν ο αδιόρθωτος Μανόλης δεν υπέπιπτε και πάλιν εις το φοβερόν λάθος να την ονομάσει Μαρούλι. Εις μάτην η χήρα του είχε συστήσει επανειλημμένως να ονομάζει την θυγατέρα της με το όνομα το οποίον είχε φέρει μετά του κρινολίνου από την πόλιν. Εκτός του ότι ήτο δυσπρόφερτον αυτό το όνομα, δεν του ήρχετο ποτέ εγκαίρως εις την μνήμην.

Ο Μανόλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον ερωτά του:

 

Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι

Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλιο δε σβήνει.

 

Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανόλη κατόρθωσαν να την κάμουν να γελάσει. Η Μαργή είχεν εξέλθει και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπιτιού των. Ο δε Μανόλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπείται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν:

— Ε, να ‘μουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε.

— Ντα δεν είσαι; του είπε.

— Χαρώ το το γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανόλης. Και ενθουσιασθείς, διότι πρώτην φοράν έβλεπε γελαστόν το ωραίον εκείνο προσωπάκι, όρμησε και με τεράστιον άλμα ανέβη εις το υψηλόν πεζούλι επί του οποίου εστέκετο η Μαργή. Αλλ’ αυτή προλαβούσα, εισήλθε και του έκλεισε κατάμουτρα την θύραν.

Ο Σαϊτανικολής εμάνθανε τους άθλους του υιού του, άλλ’ εδείκνυεν αδιαφορίαν και επανελάμβανε:

— Να του περάσει θέλει.

Προς την σύζυγόν του δε ιδιαιτέρως έλεγεν ότι έτσι θα περνούσε ο καιρός μέχρι της Λαμπρής και τότε μ’ ένα λόγο θα γινόταν αρνί ο Μανολιός. Έπειτα τι μπορούσαν και να του κάμουν; Να τον δέσουν; Δεν ήτο βόδι ή άλογο.

— Αυτός δε δένεται. Και μ’ αλυσίδες να τόνε δέσεις θα τσι σπάσει. Ας τον αφήσομε να ξεθυμάνει η κουζουλάδα του. Ας δείρει κι ας τόνε δείρουνε. Πρέπει να ξεθαρρέψει, γιατί ‘ναι μια ολιά φοβιτσάρης ακόμη κι είναι ντροπή τέτοιος νιος να φοβάται. Μα δεν κάνει δα και μεγάλα πράματα ο φουκαράς. Ο Στρατής πάλι θα του ‘καμε κιαμμιά αναποδιά και τον αγρίγεψε. Μα σαν του πω εγώ ένα λόγο, ένα μόνο λόγο, σαν έρθει ο καιρός, θα γενεί αρνάκι.

Οι γονείς του Μανόλη δεν εγνώρίζαν τα μεταξύ αυτού και του Στρατή διατρέξαντα εις τον κήπον, διότι και ο Μανόλης και η Πηγή τ’ απεσιώπησαν, ο μεν αισχυνόμενος, η δε μη θέλουσα να κατακρίνει τον αδελφόν της και φοβουμένη ότι το πράγμα θα ελάμβανε διαστάσεις και ότι θα έφθανεν εις ρήξιν ανεπανόρθωτον. Ο δε σκυθρωπός Στρατής ήτο τόσον ολιγόλογος, ώστε δεν υπήρχε φόβος να είπει τίποτε, το οποίον άλλως θα εξέθετε την αδελφήν του. Η χήρα μόνον εγνώριζε μίαν έκδοσιν παραμορφωμένην των γενομένων, από την οποίαν έλειπε το σοβαρότερον σημείον, τα σφαιρίδια τα οποία έλαβεν ο Μανόλης εις το ευστραφέστερον μέρος του σώματός του. Αλλά και η Καλλιώ δεν είχε συμφέρον να γνωσθεί ότι ο Μανόλης εστράφη προς την κόρην της μόνον αφού οι Θωμαδιανοί του έδειξαν και μάλιστα κατά τοιούτον τρόπον ότι δεν τον ήθελαν.

Ο δε Σαϊτονικολής εσκέπτετο ότι η διακοπή εκείνη ήτο επί τέλους και ένας τρόπος διά να παύσουν τα επεισόδια με τον Στρατήν και με τον Θωμάν και ούτω θα παρήρχετο ο μέχρι του γάμου καιρός ήσυχα και ατάραχα. Και όταν θα ήτο καιρός, δεν θα ήτο δύσκολον να επανέλθει ο Μανόλης εις την τάξιν και πειθαρχίαν. Δεν έχανε μάλιστα πλέον λόγια διά να τον νουθετεί. Όταν τον ήκουσεν εκ νέου να λέγει ότι δεν ήθελε την Πηγήν, ούτε ανησύχησεν, ούτε εθύμωσε, μολονότι εις το ήθος και τους λόγους του υιού του υπήρχεν εξαιρετικόν πείσμα και αποφασιστικότης. Ούτε καν ηθέλησε να μάθει τα αίτια της νέας του επαναστάσεως. Προς τι; Θα ήκουε τα ίδια και τα ίδια, θα εθύμωνε και Κύριος οίδε πού ηδύνατο να τον φέρει ο θυμός. Και πάλιν μετ’ ολίγας ημέρας θα είχαν τα ίδια, ένεκα της αυστηρότητος του Θωμά ή της δυστροπίας του Στρατή, διότι δεν ήτο δυνατόν να ζητήσει από τους ανθρώπους να του αφήσουν την ελευθερίαν την οποίαν ήθελε. Περιορίσθη λοιπόν να του είπει:

— Δεν τήνε θες, μα 'γώ τήνε θέλω· και σαν έρθει η γιώρα θα γενεί ό,τι θέλω 'γώ. Ωστόσο κάνε ό,τι θές, μα να μη ξεχνάς πως είναι κι άλλος μεγαλύτερος από σένα επαέ.

Τον εστενοχώρει μόνον η θλίψις της Πηγής· και όταν την έβλεπεν ωχράν, αδυνατισμένην και μελαγχολικήν, αυτήν την άλλοτε τόσο γελαστήν, ζωηράν και ανοικτόκαρδην, εράγιζεν η καρδιά του. Η Πηγή επροσπάθει να κρύψει την οδύνην της και να φανεί φαιδρά, όπως εις το παρελθόν. Αλλά το μειδίαμά της τώρα ήτο πικρόν και εις την πικρίαν του ο Σαϊτονικολής διέκρινε τον πόνον της ζηλοτυπίας, ήτις είχεν αρχίσει να κατατρώγει την αθώαν εκείνην καρδίαν. Ενόμιζεν όμως ότι ήτο αρκετή να την παρηγορήσει η διαβεβαίωσίς του ότι ο Μανόλης δεν ηδύνατο να πάρει παρά μόνον εκείνην την οποίαν αυτός ήθελε και η Πηγή εγνώριζε καλά ποίαν ήθελεν ο μπαρμπα-Νικολής· ότι και ο Μανόλης αυτήν ηγάπα, αι δε παρεκτροπαί του ήσαν μόνον πείσματα διά τα εμπόδια που εύρισκεν η αγάπη του. Αλλ’ όταν θα εξέλειπαν τα εμπόδια, θα έπαυαν διά μιας και τα πείσματα. Και θα έπαυαν διά παντός. Εις πάσαν περίπτωσιν τα χαλινάρια τα εκράτει αυτός και δεν τ’ άφηνε να του τα πάρει. Και άμα έβλεπεν ότι το παράκανε, θα του τα μά ζευε τα χαλινάρια. Αλλά και η ελευθερία την οποίαν του άφηνεν ήτον αναγκαία διά να παύσουν αι αφορμαί των δυσαρεσκειών του με τον Στρατήν, αι οποίαι, παροξυνόμεναι βαθμηδόν, ηδύναντο να φθάσουν εις ανεπανόρθωτα πράγματα.

Εις κάθε συνάντησίν των η Πηγή επεχείρει να του είπει κάτι περί της Μαργής, αλλ’ ακατανίκητος συστολή την ημπόδιζεν. Επί τέλους μίαν ημέραν ηδυνήθη να εκστομίσει το όνομα της Ζερβουδοπούλας.

— Όλος ο κόσμος, μπαρμπα-Νικολή, λέει πως αγαπά τη Ζερβουδοπούλα...

Ο Σαϊτονικολής εγέλασεν:

— Αυτή τη σουρλάντα! Αυτή κι αυτός ν’ απομείνουνε στον κόσμο δεν τήνε παίρνει. Άκουσε, παιδί μου Πηγή, ίντα σου λέω ‘γώ. Νύφη του Σαϊτονικολή δε μπορεί να γενεί η θυγατέρα τσ’ Αλογόμυγιας. Να θυμάσαι τα λόγια μου και να μη σε γνοιάζει.

Αλλ’ οι μήνες παρήρχοντο χωρίς η κουζουλάδα να παρέρχεται· μάλιστα εδυνάμωνεν.Ο Σαϊτονικολής υπεκρίνετο ότι δεν εγνώριζε τας παρεκτροπάς του Μανόλη. Αλλά και ούτος απέφευγεν όσον ηδύνατο τας ομιλίας με τον πατέρα του. Πολλάκις μετά το δείπνον εξήρχετο προς συνάντησιν των ομηλίκων και φίλων του εις τα δώματα ή εις αποσπερίδες, όπου ανεγινώσκετο ο «Ερωτόκριτος» και επροτείνοντο αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Άλλοτε δε εδείπνει και εκοιμάτο εις της αδελφής του, όταν εφοβείτο δυσαρέστους εξηγήσεις με τον πατέρα του.

Αλλ’ όταν επλησίαζεν η εποχή την οποίαν είχεν ορίσει διά τον γάμον ο Σαϊτονικολής εσκέφθη ότι ήτο καιρός να του μαζεύσει τα χαλινάρια, ως έλεγε. Το πράγμα όμως δεν ήτον όσον το εφαντάζετο εύκολον. Διά να βολιδοσκοπήσει τας διαθέσεις του, του ανήγγειλε μίαν ημέραν ότι επλησίαζε να συμπληρώσει τον αριθμόν των φλωριών τα οποία θα προσέφερε κατά τον αρραβώνα εις την Πηγήν, η οποία εξ άλλου είχε σχεδόν έτοιμα τα προικιά της. Αλλ’ ο Μανόλης δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε πλέον περί αυτού του συνοικεσίου.

— Εγώ να ξαναμπώ στο σπίτι τω Θιομαδιανώ και να ξαναμιλήσω του Στρατή; Αυτό δε γίνεται και να το βγάλεις απού τον νου σου, είπεν ορθά κοφτά.

— Καλά, είπε και ο Σαϊτονικολής, ας έρθει ο καιρός που πρέπει και τα ξαναλέμε. Να μη ξεχνάς μόνο πως εγώ την Πηγή θέλω να κάμω νύφη.

Εν τω μεταξύ ο Τερερές ανεθάρρησε διά να υποβάλει εκ νέου τας προτάσεις του εις τον Θωμάν. Η δε Πηγή ανεκοίνωσε με απελπισίαν εις την Σαϊτονικολίναν ότι ο αδελφός της την επίεζε να δεχθεί. Και επειδή αυτή εδήλωσεν ότι ή τον Μανόλην θα υπανδρεύετο ή κανένα, ο Στρατής της επετέθη και με δυσκολίαν την έσωσεν ο Θωμάς από την οργήν του.

Η Ρηγινιώ εσκέφθη να διερεθίσει πάλιν και να εκμεταλλευθεί το μίσος του υιού της κατά του Τερερέ και του Στρατή και, δια να τον συγκινήσει υπέρ της Πηγής, του διηγήθη όσα υπέφερεν η δυστυχής κόρη χάριν αυτού. Τωόντι δε οι λόγοι της Σαϊτονικολίνας δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μανόλης έγινε σύννους και εψιθύρισε λόγους απειλητικούς κατά του Τερερέ και του Στρατή. Αλλ’ έπειτα έκαμε βίαιον κίνημα, ως ν’ απετίναξεν οχληρόν εμπόδιον και είπεν:

— Ας τήνε πάρει ο Τερερές κι ο διάολος μαγάρι τη μουστακάτη! Αυτή τα φταίει όλα. Δεν είναι καλύτερη αυτή απού τον αδερφό τση. Από τούτο το κηπούλι είν’ και τούτο το μαρούλι.

Και κατά την συνήθειαν, την οποίαν είχεν αποκτήσει επ’ εσχάτων, έκοψε την ομιλίαν αποτόμως και εξήλθε μη θέλων ν’ ακούσει πλέον τίποτε.

Ο Σαϊτονικολής ήρχισε να φοβείται ότι πολύ του είχε χαλαρώσει τα χαλινάρια και τώρα θα ήτο δύσκολον να τα μαζεύσει.

Οι γαϊδάροι, έλεγε, δεν θέλουν πολύ θάρρος, γιατί τους περνά η ιδέα πως είν’ αυτοί οι καβαλάρηδες. Αλλ’ ήκουσε και πάλιν την σύζυγόν του, η οποία συνεβούλευε μετριοπάθειαν και έλεγεν ότι περισσότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι παρά με το ξίδι. Εις επικουρίαν της μητρός ήλθαν όλοι οι συγγενείς και ενουθέτουν τον Μανόλην. Αλλ’ όλον εκείνο το μέλι κατηναλώθη εις μάτην. Ο Μανόλης επροτίμα την ξινήν αγουρίδα και έμενεν αμετάπειστος. Αλλ’ εσκέφθη και να επωφεληθεί την ενδοτικότητα του πατρός του και εζήτησε μίαν χάριν, ο δε Σαϊτονικολής εδέχθη ελπίζων ότι και τούτο θα συνετέλει διά να επαναφέρει τον αποστάτην εις την τάξιν.

Η Μαργή, φαίνεται, εννοήσασα επί τέλους ότι ο Σμυρνιός δεν ήτο όσον τον υπέθετε διορατικός εις τον έρωτα, απεφάσισε να εξαγάγει από τα βάθη της καρδίας της το μυστικόν της. Εξομολογήθη λοιπόν εις τας φίλας της το αίσθημά της διά τον ιδιοκτήτην της Καφεταρίας. Το πράγιια ούτω διεκοινώθη, έφθασε δε και μέχρι του Μανόλη, όστις έκαμε την αφελή σκέψιν ότι η Μαργή επροτίμησε τον Σμυρνιόν διά το επάγγελμά του. Διά να εξουδετερώσει λοιπόν το πλεονέκτημα του αντιζήλου και να εξυψωθεί εις την εκτίμησιν της Ζερβουδοπούλας, έπρεπε ν’ ανοίξει και αυτός μαγαζί. Εις την επιθυμίαν του δε συνήνεσεν ο Σαϊτονικολής, με την ελπίδα δα η νέα ασχολία θα συνετέλει εις τον σωφρονισμόν του και δεν θα του άφηνε καιρόν εις παρεκτροπάς. Το υπόγειον του σπιτιού του ήτο ήδη έτοιμον και αυτό διετέθη προσωρινώς διά την εμπορικήν επιχείρησιν. Αλλ’ ο Μανόλης, λαμβάνων κατοχήν του σπιτιού, είχε και απωτέρας βλέψεις, διότι προέβλεπεν ότι η μακροθυμία και η ενδοτικότης του πατρός του δεν θα διήρκουν επί μακρόν. Και ο Σαϊτονικολής όμως έδωκε την συγκατάθεσίν του υπό ένα όρον, αποβλέποντα εις τον σκοπόν του· ότι μόνον κατά τας εορτάς θα ήτο ανοικτόν το καφενείον, κατά δε τας άλλας ημέρας ο Μανόλης θα τον εβοήθει εις τας γεωργικάς εργασίας.

Οι πρώτοι πελάται του Μανόλη ήταν ο Αστρονόμος, όστις προσηνέχθη να τον οδηγεί και τον βοηθεί εις την εργασίαν, και ο Μπαρμπαρέζος, όστις προσηνέχθη με όχι ολιγοτέραν προθυμίαν να τον βοηθεί εις την κατανάλωσιν· να πίνει καφέδες και να καπνίζει ναργιλέδες, χωρίς να πληρώνει. Από την πρώτην δε ημέραν ο καταστηματάρχης έπαθε μίαν σπουδαίαν ζημίαν. Θελήσας να μιμηθεί την παιγνιώδη ευστροφίαν και την ταχύτητα με την οποίαν ο Σμυρνιός έπλυνε τους ναργιλέδες, έσπασε δύο εκ των πέντε τους οποίους είχε το κατάστημα. Αλλ’ ο Μπαρμπαρέζος, προλαμβάνων πάσαν τυχόν δυσοίωνον εξήγησιν, εφώναξε «γούρι!» και εζήτηοε νέον καφέν.

Από τας πρώτας φροντίδας του Μανόλη ήτο να κάμει γνωστήν εις την θυγατέρα της χήρας την μεταβολήν της καταστάσεως του, αφού χάριν αυτής είχε γίνει καφετζής. Ζωσμένος λοιπόν ως ποδιάν μαντήλι χρωματιστόν, επέρασε προ της οικίας της Ζερβούδαινας, όταν δε είδε την Μαργήν, της εφώναξεν:

— Ε ιντά 'χεις εδά να πεις, Μαρούλι; Δεν είναι μόν’ ο Σμυρνιός καφετζής· είναι κι άλλος.

— Μωρέ μούτρα και μπαίνουν με τσ’ ανθρώπους! Ου! να μου χαθείς!

Και με ταχείαν κίνησιν του έστρεψε τα νώτα και εκλείσθη εις το σπίτι, ο δε Μανόλης έμεινεν αποσβολωμένος εις τον δρόμον. Τόσον βεβαίας ελπίδας είχεν εις την εντύπωσιν της ποδιάς, ώστε η αγανάκτησίς του υπήρξε μεγάλη. Θ’ απηλπίζετο δε εντελώς, αν δεν ενεθάρρυνε την επιμονήν του με τους πειστικούς και διερεθιστικούς της λόγους η χήρα. Τι; ένας νέος θεριό σαν κι αυτόν, θ’ αφηνε τον Σμυρνιό, μιαν πιθαμή άνθρωπο, να του πάρει την κοπελιά;

Ούτω ο Μανόλης ήρχισε να σκέπτεται ότι το μόνον εμπόδιον εις τον πόθον του ήτο ο Γιαννάκος και το πείσμα του εστράφη κατ’ αυτού, εντός ολίγου δε μετεβλήθη εις θανάσιμον μίσος. Όταν δε εις τους παροξυσμούς της τρέλας του εκάρφωνε τον πασαλήν εις τα δένδρα εφώναζε προς την κόρην της χήρας:

— Ετσέ θα καρφώσω και τον σκύλο το Σμυρνιό!

Και μίαν νύκτα, ενώ ο Γιαννάκος μετέβαινε να κοιμηθεί, διέκρινεν εις το σκότος άνθρωπον ενεδρεύοντα εις μίαν γωνίαν. Και ο άνθρωπος εκείνος, αιφνιδίως ανατιναχθείς, παρουσίασε γιγάντιον ανάστημα, και όρμησεν εναντίον του αναφωνών:

— Ακόμη, μωρέ, θα σ’ έχω να ζεις!

Ο Σμυρνιός ανεγνώρισε τον Πατούχαν· προλαβών δε με αστραπιαίαν κίνησιν του έριψε κατά πρόσωπον το καπότο του· και επωφεληθείς την στιγμιαίαν σύγχυσίν του, του έδωκε λάκτισμα εις τας κνήμας το οποίον τον ανέτρεψεν. Εντός ολίγων δευτερολέπτων ο Μανόλης κατεβλήθη, αφοπλίσθη και ησθάνθη επί του στήθους του το γόνυ του Σμυρνιού και την κόψιν του πασαλή του εις τον λαιμόν του.

— Να σε μάιθω 'γώ εδά πώς σκοτώνουνε; του έλεγεν ασθμαίνων ο Γιαννάκος.

— Ό,τι θες κάμε, απήντησεν ο Μανόλης με πλήρη αποκαρτέρησιν.

— Εγώ δε σκοτώνω χριστιανούς, είπεν ο Σμυρνιός σχεδόν με γλυκύτητα κι ίσα ίσα εσένα που ‘σαι γιος του καλύτερου μου φίλου. Μόνο θέλω να μου πεις ιντά 'χεις μ’ εμένα.

— Πράμα δεν έχω, μόνο αγαπάς τη Ζερβουδοπούλα και δε με θέλει μένα, είπεν ο Μανόλης με παιδικόν παράπονον. Ήμουνε και μια ολιά μεθυσμένος.

Ο Γιαννάκος εγέλασε και τον αφήκε να σηκωθεί.

— Και ποιος σου ‘πε πως την αγαπώ;

— Αυτή το λέει.

— Δεν είν’ αλήθεια, Μανόλη. Εγώ σου τήνε χαρίζω, φίλε μου, και να τήνε χαίρεσαι.

— Αλήθεια; είπεν ο Μανόλης με παιδικήν χαράν.

— Αλήθεια κι άλλη φορά να μην πιστεύγεις ό,τι σου λένε. Παραδώσας δε εις τον Μανόλην τον πασαλήν, τον εκαλονύκτισε και απεμακρύνθη αταράχως, ως να μη είχε συμβεί τίποτε.

— Πότε διάολο μ’ έβαλε κάτω κι επήρε μου και το μαχαίρι! εσκέπτετο θαυμάζων ο Μανόλης. Και δύναμη που ‘χει στα χέρια! σα σίδερα μ’ εσφίγγανε!

Από το επεισόδιον εκείνο εξήλθεν ο Μανόλης μάλλον ευχαριστημένος. Τι επεδίωκε; Ν' απαλλαγεί από ένα αντίζηλον. Επέτυχε δε ό,τι ήθελε χωρίς δυσαρέστους περιπλοκάς με τον Μουδίρην και τους χωροφύλακας, τους οποίους ο οίνος τον είχε κάμει να περιφρονήσει. Αφού δε του είπεν ο Σμυρνιός ότι του χαρίζει την Ζερβοδοπούλαν, επίστευσεν δα του την εχάριζε πραγματικώς. Όσον διά την εντροπήν του αυτήν την εκάλυψε το σκότος της νυκτός. Το σπουδαίον ήτο ότι τώρα το Μαρούλι ήτο δικό του. Με την πεποίθησιν δε αυτήν εμονολόγει:

— Κι εδά πού θα μου πας; πού θα μου πας, Μαρούλι; Συντελούσης δε και της μέθης, ήτις δεν είχεν εντελώς εξατμισθεί, η σκέψις του έφθασεν εις τοιούτον ενθουσιασμόν, ώστε μετ’ ολίγον ήρχισε να σιγοτραγουδεί:

 

Κι εδά, Μαρούλι μου, πού θα μου πας;

Θες και δε θες, θα μ’ αγαπάς.

 

Αλλά και αι νέαι του ελπίδες διελύθησαν εις την πρώτην συνάντησίν του με την θυγατέρα της χήρας. Την είδεν εις το παράθυρον και, αφού και πάλιν εδέχθη εις απάντησιν των ερωτολογημάτων του τα φάσκελά της, της είπεν:

— Ό,τι κι άνε κάνεις, στα χέρια μου θα πέσεις· δική μου θα σε κάμω. Ο Σμυρνιός δε σε θέλει, μόνο βγάλε τ’ απού τον νου σου.

Η Μαργή από κόκκινη έγινε κάτωχρος. Ο δε Μανόλης είπεν ακόμη:

— Ο ίδιος μου το ‘πε οψές τη νύχτα.

Αλλ’ αντί να την ιδεί να προσπέσει, ως εφαντάζετο, είδε μίαν γάστραν να πίπτει κατ’ επάνω του.

Ομού δε με την γάστραν, του ήλθε από το παράθυρον κύμα ύβρεων:

— Καλιά να βγουν τα μάτια σου, ανοστόπλαστε! Εσύ κι εγώ μόνο ν’ απομείνομε στον κόσμο δε σε θέλω.

Ο Μανόλης, εγκαίρως τιναχθείς προς τα οπίσω, έδωκεν αταράχως μίαν ωραίαν απάντησιν:

— Μα 'γώ και σε χίλιες μέσα εσένα θα διαλέξω.

Και έπειτα:

_ — Βλαστήμα με, ατίμαζέ με, σφακέλωνέ με, ρίχτε μου γάστρες, δείρε με, σκότωσέ με, εγώ δε μανίζω.

Νέον είδος πείσματος αυτό να μη θυμώνει. Αλλά και οσάκις εκινδύνευε να εξαντληθεί η υπομονή του, παρουσιάζετο η χήρα και τον έπειθε να εξακολουθήσει τας προσπαθείας του διά την ωρίμανσιν της αγουρίδας και ενίσχυε τας εξασθενούσας ελπίδας του. Αι συγγενείς του γυναίκες ήρχιζαν να υποπτεύουν ότι η Ζερβούδαινα του είχε κάμει μάγια, ότι κάτι τον είχε ποτίσει και τον ετρέλανεν. Αλλά και τι να της ειπούν; Η χήρα ηδύνατο να στρέψει εναντίον των τας αιτιάσεις των, αφού η κόρη της δεν τον ήθελε και αυτός επέμενε να την παρενοχλεί και να την καταδιώκει. Εγνώριζαν όμως εξ άλλου ότι η Καλλιώ σχεδόν καθ’ εκάστην εύρισκε τον Μανόλην και του επιπίλιζε το μυαλό.

Και αυτός ο Σαϊτονικολής, καίτοι θέλων να φαίνεται ότι δεν απέδιδε σημασίαν εις τον έρωτα του υιού του προς την Ζερβουδοπούλαν, ανησύχει σοβαρώς, μάλιστα όταν επλησίασεν ο καιρός ο ορισμένος διά τον αρραβώνα και τον γάμον του με την Πηγήν, αυτός δ’ εξηκολούθει να δεικνύει παντελή αδιαφορίαν. Και μίαν ημέραν είπε:

— Μα ίντα διάολο, μέλι έχει αυτή η σουρσουράδα τση χήρας και δεν μπορεί να τήνε παραιτήσει με τόσες προσβολές απού του κάνει; Η Πηγή η κακορίζικη δεν του ‘καμε κιανένα κακό και τον αγαπά που χάνεται κι αυτός δεν έχει μάτια να τήνε δει. Ίντα άνθρωπος είν’ αυτός δε μπορώ να καταλάβω.

Απεφάσισε δε να δώσει τέλος εις αυτήν την κατάστασιν.

— Μανόλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θ’ αρραβωνιαστείς την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτείς. Όλοι οι ντεληκανήδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσεις τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ’ από δυο χωριά.

Ο Μανόλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν.

— Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε. Πόσες βολές θέλεις να σου το πω πως δεν τήνε θέλω την Πηγή και χρουσή να μου τήνε κάμουνε; Εγώ τη Ζερβουδοπούλα θέλω και τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω.

O Σαϊτονικολής έμεινε κατάπληκτος, διότι δεν επερίμενε τόσην αυθάδειαν.

— Για ξαναπέ το, μωρέ, ξαναπέ το αυτονά που ‘πες! είπεν ημιανεγερθείς και τρέμων εξ οργής συγκρατουμένης.

— Το λέω και το ξαναλέω. Εγώ τη Ζερβουδοπούλα...

Αλλ’ ο Σαϊτονικολής δεν τον αφήκε να τελειώσει την φράσιν. Ανεπήδησεν εκμανής. Και αρπάσας χονδρόν ξύλον, όρμησε κατ’ αυτού. Αλλ’ η Ρηγινιώ επρόλαβε και ετέθη ολοφυρομένη μεταξύ αυτών· ριφθείσα δε εις τον τράχηλον του συζύγου, τον εξόρκιζε να μη του συνερίζεται.

Ο δε Μανόλης, όστις είχεν εγερθεί και προχωρήσει προς την θύραν, είπε:

— Δεν την παίρνω 'γώ τη μουστακάτη κι ό,τι θες κάνε.

— Όξω! όξ' από το σπίτι μου, μαγαρισμένε! εβρυχήθη ο Σαϊτονικολής έξω φρενών.

Και προσπαθών να διαφύγει από τους βραχίονας της συζύγου του, της οποίας τας δυνάμεις εδεκαπλασίαζεν η στοργή, εξηκολούθει:

— Όξω! να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου! Δε θέλω να σε κατέχω!

Ο Μανόλης εκτύπησε τους γρόνθους του.

— Τη Ζερβουδοπούλα, τη Ζερβουδοπούλα, τη Ζερβουδοπούλα θα πάρω!

Και εκινήθη διά να φύγει. Αλλ’ ο Σαϊτονικολής, απωθήσας την σύζυγόν του, τον επρόφθασε, πριν να διασκελίσει το κατώφλιον, και του κατέφερε δυνατόν κτύπημα. Αλλ’ η Ρηγινιώ επρόλαβε πάλιν και τον εκράτησεν αναφωνούσα: «Για όνομα του Θεού, Νικολιό, το παιδί σου θα σκοτώσεις!» Και ούτω έδωκε καιρόν εις τον Μανόλην να σωθεί από την πατρικήν οργήν.

O Μανόλης κατέφυγεν εις το καφενείον του, διά να κοιμηθεί εκεί. Εις το σπίτι δεν είχε πλέον θέσιν. Έπρεπε να το πάρει απόφασιν.

Την επιούσαν συναντά την χήραν και της διηγείται τα γενόμενα. Αλλ’ ενώ επερίμενε παρηγορίαν και ελπίδα, η Καλλιώ ήλλαξε γλώσσαν. Και τι να γίνει τώρα που η Μαργή ήτον αμετάπειστη; Έως τότε ήλπιζε και αυτή ότι θα της γύριζε το κεφάλι αλλ’ επί τέλους ενόησεν ότι ήτο αδύνατον, εντελώς αδύνατον.

— Δε θέλει, δε θέλει, δε θέλει. Πνίγεται, σκοτώνεται, δε σε θέλει. Κι ίντα να τση κάμω; Ό,τι 'μπόρουνα το ‘καμα,

— Κι αμ’ η αγουρίδα που μου ‘λεγες;

— Εθάρρουνα κι εγώ, μα σαν έχει αράπικο ινάτι ίντα θες να κάμω;

Ο Μανόλης εστέναξε,

— Κι αμ’ εδά; είπε περίλυπος.

Η χήρα εφάνη διστάζουσα· έπειτα είπε μασώσα τους λόγους της:

— Εγώ λέω να τσι παραιτήσεις και τσι δυο· και τη Μαργή και την Πηγή... Αυτές είναι κουζουλοκοπελιές, άμυαλες ακόμη...

Και να κάμεις την απόφαση... να πάρεις μια φρόνιμη γυναίκα... μια γνωστική... Τέτοια γυναίκα σου πρέπει τ’ απατού σου.

Αλλά το μόνον το οποίον εννόησεν εκ των λόγων της χήρας ήτο ότι τον εσυμβούλευε να παραιτηθεί από την θυγατέρα της. Και με πείσμα είπεν:

— Εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει!

Η’.

Η στενοχώρια του Μανόλη διά την αποπομπήν του δεν διήρκεσε πολύ. Άμα παρήλθεν η πρώτη εντύπωσις και ηδυνήθη να σκεφθεί ψυχρότερα, μόνος εις το σπίτι του, το οποίον ήτο ήδη έτοιμον καθ’ όλα και μόνον την νοικοκυράν επερίμενεν, ησθάνθη την ανακούφισιν του δούλου όστις αποκτά την ελευθερίαν του. Δεν είχε πλέον κανένα επάνω εις το κεφάλι του και ηδύνατο να ζήσει όπως ήθελε και να πανδρευθεί όταν και όπως ήθελεν. Ούτω απηλλάσσετο και από τας επιπόνους εργασίας εις τας οποίας τον υπέβαλλεν ο πατέρας του και έμενεν ελεύθερος εις τας παρορμήσεις της τρέλας ήτις εκυκλοφόρει, με το υπέρθερμον αίμα, εις τας φλέβας του. Η χαρά δε την οποίαν ησθάνετο φανταζόμενος τον ελεύθερον εκείνον και αχαλίνωτον βίον εμετρίασε και την πικρίαν την οποίαν αφήκαν εις την ψυχήν του οι απελπιστικοί λόγοι της χήρας. Άλλως τε την τελευταίαν στιγμήν είχεν εύρει μίαν διέξοδον εις την αμηχανίαν του.

— Δε θέλει με το καλό; εσκέφθη, θα την πάρω με το κακό· θα την κλέψω.

Και η ιδέα της απαγωγής εκαρφώθη από της στιγμής εκείνης εις τον εγκέφαλόν του. Το πράγμα άλλως δεν ήτο και δύσκολον. Η Ζερβουδοπούλα δεν ήτο ανδρογυναίκα σαν την Πηγήν να φοβείται την αντίστασίν της. Όπως ήτο μικροκαμωμένη, θα την εσήκωνε σαν παιδάκι και με δυο πηδήματα θα έφθανεν εις το σπίτι του. Κι ύστερα ας φωνάζει ο Σαϊτονικολής να πάρει την Πηγήν. Τόσον εύκολον του εφαίνετο το πράγμα, ώστε, ενώ το εσκέπτετο, το εφαντάζετο ως τετελεσμένον και την αβράν κόρην της χήρας ασπαίρουσαν εις την αγκάλην του. Και τόσον ζωηρόν ήτο το φανταστικόν του αίσθημα, ώστε διέχυνε φρικιάσεις ηδονικάς εις τα νεύρά του.

Αλλά την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του ανέβαλλε το πείσμα το οποίον εξήγειρεν εις την ψυχήν του η επίμονος και ακατανίκητος αντιπάθεια της Μαργής. Τον επείσμωνεν η ιδέα ότι μετά τόσας προσπαθείας δεν είχε κατορθώσει ν’ ακούσει ένα ήμερον λόγον από τα χείλη της. Η ανδρική του υπερηφάνεια εξανίστατο. Ήτο τόσον άσχημος και ανόητος αυτός, ώστε με τόσας προσπαθείας να μη δυνηθεί να καταφέρει ένα κορίτσι; Και επειδή το αξίωμα της χήρας περί της αγουρίδας είχεν εγκατασταθεί εις τον εγκέφαλόν του ως απόλυτος αλήθεια, επείσμωνεν έτι μάλλον βλέπων ότι δι’ αυτόν διεψεύδετο και η αγουρίδα, αντί να γλυκάνει με τον καιρόν, εγίνετο ξινοτέρα. Ήτο τάχα τόσον αποκρουστικός και τόσον ανίκανος να εμπνεύσει αγάπην εις γυναίκα; Αλλ’ η χήρα είχε την εναντίαν ιδέαν. Έπειτα πώς τον είχεν αγαπήσει η Πηγή; Δεν ήτο λοιπόν αδύνατον ν’ αγαπηθεί και υπό της Ζερβουδοπούλας και η φιλοτιμία του επέβαλε να επιμείνει διά ν’ αποστομώσει και εκείνους οι οποίοι ήρχιζαν να τον εμπαίζουν διά τας αποτυχίας του και να ψιθυρίζουν εις την διάβασίν του «Δεν σε θέλει». Αν δε και πάλιν απετύγχανεν, ήξευρε πλέον τι θα έκανε.

Επανέλαβε την ερωτικήν του πολιορκίαν με ζέσιν και ορμήν μεγαλυτέραν. Αλλά και της Μαργής η αντίστασις και αντιπάθεια ηύξανεν αναλόγως. Από της ημέρας μάλιστα καθ’ ην της ειπεν ότι ο Σμυρνιός δεν την ηγάπα, το μίσος της, αντί να μετριασθεί, εξεδηλούτο αγριότερον και πλέον αδυσώπητον. Η πεποίθησις ότι μόνον αυτήν ηδύνατο ν’ αγαπήσει και να εκλέξει σύζυγον ο Σμυρνιός ήτο τόσον στερεά ριζωμένη εις την ψυχήν της, ώστε και αν αυτός ο Γιαννάκος της έλεγεν ότι δεν την ηγάπα, δεν θα το επίστευε. Το πολύ πολύ να υποθέσει ότι τα καμώματα του Πατούχα εψύχραναν τον κρύφιον έρωτα του Σμυρνιού. Αλλά τούτο ήτο ένας επί πλέον λόγος διά να τον μισεί περισσότερον και να του φανερώνει σφοδροτέραν την απέχθειάν της. Εις την επίμονον δε αποστροφήν της εύρε και μίαν απροσδόκητον ενθάρρυνσιν.

Η μητέρα της ανεγνώριζε τώρα ότι δεν της εταίριαζεν ο Μανόλης, τον οποίον και αυτή ήρχισε να ονομάζει Πατούχαν.

— Καλά λες, παιδί μου. Δεν είναι για σένα τέτοιος άντρας. Έχεις δίκιο εσύ κι εγώ 'χα το άδικο.

Ομοίως εις πάσαν συνάντησίν της με τον Μανόλην κατεγίνετο συστηματικώς πλέον να τον πείσει ότι δεν έπρεπε να επιμένει εις τας προσπαθείας του διά την θυγατέρα της.

— Και να τηνε πάρεις ίντα να τήνε κάμεις σα δε θέλει; Όλη σας τη ζωή θα περάσετε με γρίνιες και μαλώματα. Κι εγώ ήλεα να τήνε πάρεις και χίλιες φορές τση μίλησα και τήνε συργούλεψα. Μα σα δε θέλει, δεν μπορώ και να τση βάλω το σκοινί στον λαιμό. Μα και δε σου ταιριάζει του λόγου σου μια γυναίκα σαν τη Μαργή γή σαν την Πηγή. Αυτές είναι μικροκοπελιές ακόμη και δεν μπορούνε να ξεδιακρίνουνε το κακό απού το καλό. Μουδέ ν’ αγαπήσουνε και να λατρέψουνε τον άντρα που θα πάρουνε δεν κατέχουνε. Ο νους τως είναι άπηχτος ακόμη. Και το καλύτερο ‘ναι να τσ’ αφήσεις να κουρεύγουνται και να ξανοίξεις να πάρεις μια φρόνιμη γυναίκα... μια γυναίκα που να σ’ αγαπά και να την αγαπάς. Σ’ όλο το ύστερο δε σου στέκει του λόγου σου να παρακαλείς. Πρέπει να σε παρακαλούνε.

Και εκάστοτε εφαίνετο ότι κάτι είχεν ακόμη να είπει, αλλ’ εδυσκολεύετο και εδίσταζε να το εκστομίσει. Ο Μανόλης δεν έβλεπε τίποτε το παράχορδον εις αυτήν την μεταβολήν της χήρας. Του εφαίνετο αποτέλεσμα της επιμόνου αντιστάσεως της θυγατρός της. Αι δε συμβουλαί της ήσαν ικανώς αόριστοι, ώστε να του διαφεύγει η πραγματική των σημασία. Άλλως τε είχεν ήδη λάβει την απόφασίν του και το εθεώρει ζήτημα φιλοτιμίας να φθάσει εις εν αποτέλεσμα. Με το καλό ή με το κακό η Μαργή θα εγίνετο δική του.

Επέρασε το Πάσχα, επέρασαν μήνες επί μηνών και ο Μανόλης έμενεν αδιόρθωτος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής έμενεν ακλόνητος εις την απόφασίν του. Και τώρα έλεγεν ότι θα τον απεκήρυττε και θα τον απεκλήρωνεν, αν έπαιρνεν άλλην παρά την Πηγήν.

Εμένα, έλεγεν, είναι παιδί μου η Πηγή. Αν τήνε πάρει, θα ‘ναι κι αυτός παιδί μου· α δεν τήνε πάρει, παιδί μου θα ‘ναι μόνο η Πηγή κι αυτή θα πάρει ό,τι του στέκει από την κατάστασή μου…

Τούτο επανέλαβε και προς τον Θωμάν, ο οποίος είχεν αρχίσει να δυσανασχετεί.

— Μην τόνε λογαριάζεις, καθόλου, κουμπάρε, το λεγάμενο. Εγώ σου ‘δωκα λόγο κι εγώ θα βγω στον λόγο μου. Σου ‘πα πως θα γενεί παιδί μου η Πηγή; Θα γενεί. Αν τήνε πάρει ο Μανόλης θα ‘ναι και οι δυο παιδιά μου. Αν πάρει άλλη, θα κάμω παιδί μου την Πηγή κι αυτόν αποπαίδι.

— Εμείς ελεημοσύνη δε θέμε, εμουρμούρισεν ο Θωμάς, μόνο προσπάθηξε να τον ανεμαζώξεις τον προκομμένο σου, γιατί δεν τρώεται μπλιο.

— Ίντα να του κάμω; Να τόνε σκοτώσω; Ό,τι μπόρουνα το ‘καμα κι εδά τον αφήκα στον Θεό κι αυτός ας τόνε φωτίσει.

Άφηνεν όμως και την σύζυγόν του να φροντίζει διά τον αποστάτην και επροσποιείτο ότι δεν εγνώριζε και δεν εξήταζε πώς ετρέφετο και πώς ενεδύετο ο Μανόλης. Η Ρηγινιώ δεν έπαυε να νουθετεί τον Μανόλην και προσπαθεί να τον συγκινήσει διά την Πηγήν. Αλλ’ έχανε τα λόγια της.

— Αν έρχεσαι να μου μιλείς για τη μουστακάτη, έλεγε με θυμόν ο Μανόλης, να μην έρχεσαι.

— Μα, μωρέ παιδί μου, δεν τήνε λυπάσαι που 'γίνηκε η άμοιρη πετσί και κόκαλο από την αγάπη που σου ‘χει;

— Δε λυπούμαι κιανένα!

Όταν όμως μετά τινας ημέρας την είδε τυχαίως εις την βρύσιν, δεν ηδυνήθη να μείνει ανάλγητος και κάτι τι ως τύψις συνετάραξε την ψυχήν του. Η καημένη η Πηγή ήτο τωόντι αξιολύπητος. Από την άλλοτε δροσεράν, εύθυμον και πλήρη ζωής κόρην έμεινε μόνον μία μελαγχολική σκιά. Αλλ’ εις την καρδίαν ενός μεθυσμένου, όπως ήτο ο Μανόλης, τοιαύτα αισθήματα δεν ηδύναντο να παραμείνουν επί πολύ. Μετ’ ολίγον δε τούτο μόνον έμενεν εκ της εντυπώσεώς του, ότι από την ισχνότητα ο επί του χείλους της Πηγής χνους ήτο καταφανέστερος τώρα, αληθινό μουστάκι. Και απεδίωξε την ανάμνησιν της βρύσης με κίνημα οργής.

— Ας στον διάολο, μουστακάτη!

Αφού δε εξήντλησεν όλα τα άλλα του μέσα διά να εξευμενίσει την κόρην της χήρας, εσκέφθη να δοκιμάσει και τας επιδείξεις της ρώμης και της ανδρείας. Άμα δε την έβλεπεν, ανέσυρε την πλατείαν χειρίδα του μεταξωτού υποκαμίσου του διά να επιδεικνύει τον ηράκλειον βραχίονά του. Και εισορμών εις τα δώματα ανεφώνει:

— Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά!

Και εγείρων πελωρίας πέτρας τας μετέφερε και τας ετοποθέτει ενώπιον της Ζερβουδοπούλας, ως φόρον της δυνάμεως προς το κάλλος. Τότε κατεδέχετο η Μαργή να μειδιά εμπαικτικώς. Αλλ’ ο Μανόλης εκλαμβάνων τα μειδιάματα εκείνα ως ακτίνας ανατέλλοντος έρωτος, ενεθαρρύνετο εις παραβολοτέρους άθλους αυτού του είδους. Μίαν ημέραν δε ιδών την Ζερβουδοπούλαν επιστρέφουσαν από την πανήγυριν της Αγίας Μονής, εσκέφθη να την σηκώσει ομού με τον όνον επί του οποίου εκάθητο και να την μεταφέρει ούτω μέχρι της θύρας της. Έδραμε δε παρευθύς και επεχείρησε να εκτελέσει την ιδέαν του, η Μαργή όμως προλαβούσα επήδησεν εκ του όνου έντρομος. Αλλ’ ο Μανόλης, ο οποίος είχεν ήδη τεθεί υπό τον όνον, εσήκωσε μόνον αυτόν και τον μετέφερε θριαμβευτικώς μέχρι της οικίας της χήρας.

Οι άθλοι ούτοι, εκτός του ότι δεν είχον διάφορον των προηγουμένων του προσπαθειών αποτέλεσμα, ήρχισαν να διεγείρουν και γενικήν κατακραυγήν εναντίον του. Το σκάνδαλον υπερέβαινε τα όρια. Ποτέ δεν είχαν συμβεί παρόμοια πράγματα εις το χωριό. Και αφού η Ζερβουδοπούλα δεν είχε πατέρα ή αδελφόν, ούτε συγγενείς άλλους ικανούς, να την υπερασπίσουν, οι χωριανοί ενόμιζαν ότι είχαν καθήκον να την προστατεύσουν διά να προστατεύσουν συγχρόνως και την ευπρέπειαν των ηθών. Και την Κυριακήν, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, έγινε ζωηροτάτη περί τούτου συζήτησις έξω της Αγίας Αικατερίνης, παρόντος και του Σαϊτονικολή, όστις ήκουε περίλυπος και σιωπών και εφαίνετο πολύ καταβεβλημένος. Επιτέλους είπεν:

— Εγώ ήκαμα ό,τι μπόρεσα. Η γλώσσα μου 'βγαλε μαλλιά να του μιλώ· και σαν είδα πως δεν ήκουε, τον απόβγαλα κι απού το σπίτι μου και πάει να γενεί χρόνος από τότε. Κι εδά μπλιο, με τη βαροκάρδιση απού του ‘χω, αν κάνω πως του μιλώ και μ’ αντιλοήσει, θα τόνε σκοτώσω και δε θέλω να κάμω τέτοιο μεγάλο κρίμα. Μόνο να κάμετε του λόγου σας, χωριανοί, ό,τι θέλετε. Πιάστε τονε οι φρονιμότεροι και μιλήσετε του, φοβερίσετέ τονε και με τον Μουντίρη· και σα δεν ακούσει, δε με γνοιάζει και να τόνε σκοτώσετε. Έχετε όλα τα δίκια, γιατί αληθινά τέτοια πράματα δεν εξαναγενήκανε στο χωριό μας.

Αν ο Σαϊτονικολής δεν απελάμβανε γενικήν την υπόληψιν και την αγάπην των ομοχωρίων του, η εξέγερσις εκείνη θα είχε συμβεί προ πολλού. Αλλά και τώρα οι λόγοι του εμετρίασαν την αγανάκτησιν των συνηγμένων προ της εκκλησίας και ελύπησαν εκείνους οίτινες ευρέθησαν εις την ανάγκην να τον πικράνουν και να τον στενοχωρήσουν περισσότερον. Δεν παρέλειψαν εν τοσούτω οι προεστοί να ομιλήσουν με πολλήν αυστηρότητα προς τον Μανόλην και να τον απειλήσουν ότι, αν δεν εσωφρονίζετο, θα εζήτουν την επέμβασιν του Μουδίρη και των χωροφυλάκων εναντίον του.

Αλλά και η Ζερβούδαινα είχε κάμει παράπονα εις τους προεστούς. Τα τελευταία καμώματα του Μανόλη την είχαν θυμώσει υπερβολικά. Τα δάκρυα της θυγατρός της, μετά το επεισόδιον του όνου, κατετάραξαν την φιλοστοργίαν της. Αλλά και αυτή ήτο τιμία γυναίκα και δεν εννόει τίποτε έξω από του θεού τη στράτα. Αυτά δε τα ανόητα καμώματα εξέθεταν την θυγατέρα της και εγίνοντο αφορμή να γελά ο κόσμος εις βάρος των. Απεφάσισε να εύρει και η ιδία τον Μανόλην και να του μιλήσει έξω από τα δόντια. Αφού του το ‘παν και του το ξανάπαν πως δεν τον ήθελαν, έπρεπε να ντραπεί και ν’ αφήσει ήσυχη την θυγατέρα της, εκτός αν είχε του χοίρου την αδιαντροπιά και την αναισθησία. Όταν όμως αντίκρισε τον Μανόλην η οργή της κατέπεσεν. Ούτω συνέβαινε πάντοτε. Δεν ηδύνατο να θυμώσει με αυτόν τον άνθρωπον. Και αντί να τον επιπλήξει, κατά την απόφασίν της, και να τον απειλήσει ότι θα πήγαινε στου Δεσπότη και στου Μουδίρη να σχίσει τα ρούχα της, του ομίλησε με πραότητα και με παράπονον μητρικόν. Βαθμηδόν δε κατέληξεν εις τας στερεοτύπους συμβουλάς της ότι έπρεπε να πάρει μια φρόνιμη γυναίκα. Αλλ’ όταν έφθασεν εκεί, η γλώσσα της εδέθη πάλιν. Και επανελάμβανε τα αυτά και περιέπεσεν εις σύγχυσιν. Έβλεπεν ότι ο Μανόλης δεν την εννόει και ήθελε να είπει και κάτι άλλο, αλλά το κάτι τούτο ήτο πολύ βαρύ και πελώριον και η γλώσσα της, μεθ’ όλην την ευστροφίαν της, δεν ηδύνατο να το κυλίσει έξω των χειλέων. Και η αγωνία της ήτο μεγάλη. O δε Μανόλης, εξακολουθών να μη εννοεί ό,τι η χήρα επερίμενε να εννοηθεί χωρίς να το εκστομίσει, είπεν:

— Η φρονιμότερη του κόσμου είναι το Μαρούλι κι εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει.

Η χήρα ανεστέναζεν. Έπασχε φοβερά. Και η αγωνιώδης πάλη, η οποία εγίνετο εις την καρδίαν της, διεσάλευε το λογικόν της. Και επεχείρει εκ νέου, αλλά πάλιν η γλώσσα της επρόσκοπτεν εις τον ανυπέρβλητον σκόπελον. Τότε δε έλεγεν άλλ’ άντ’ άλλων, ως ζαλισμένη, και τα μάτια της οτέ μεν έσβηναν, οτέ δε εξέπεμπαν λάμψεις πυρετού. Αλλ’ ο Μανόλης ούτε εμάντευεν, ούτε έβλεπε τίποτε από την μεγάλην εκείνην τρικυμίαν. Είχεν άλλως τε και αυτός την ιδικήν του τρικυμίαν. Ήτο απηλπισμένος πλέον από τας ερωτικάς επιχειρήσεις, εντελώς απηλπισμένος. Και ενώπιόν του παρουσιάζετο ως ωναπόφευκτον πλέον το δεύτερον μέρος της αποφάσεώς του· η απαγωγή. Αφού δε επ’ ολίγον εσκέφθη, είπε προς την χήραν:

— Να πεις της θυγατέρας σου πως θα τήνε κλέψω. Εβαρέθηκα μπλιο.

Η χήρα εστέναξε και πάλιν· έμεινε δε και τον παρετήρει απομακρυνόμενον, έως ότου έπαυσε να φαίνεται.

Ο Μανόλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα:

— Δε σε θέλει, Μανόλη.

Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ’ ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφεί με οργήν μεγαλυτέραν.

— Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει!

Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή:

— Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Ο Μανόλης περιέφερε θηριώδη βλέμματα, αλλά τα παιδιά είχαν κρυβεί ή τραπεί εις φυγήν και δεν είδε κανένα. Το παρανόμι πλέον ολίγον τον επείραζε· το είχε συνηθίσει όπως συνηθίζει κανείς χρόνιον νόσημα. Άλλως τε τόσοι άλλοι εις το χωριό είχαν κοντά εις το αληθινόν και ένα χλευαστικόν όνομα. Δεν ήτο μόνος. Αλλ’ η φράσις εκείνη του έκαμνεν εντύπωσιν ραπίσματος. Δεν ήτο αρκετόν ότι του το έλεγεν η Ζερβουδοπούλα δεκάκις της ημέρας, αλλ’ έπρεπε να του το επαναλαμβάνουν και οι άλλοι, ακόμη δε και τα παιδιά από τα δώματα;

Επρόφερε μίαν βλασφημίαν και απεμακρύνθη, αλλ’ η φωνή των παιδιών τον κατεδίωκε:

— Δε σε θέλει! δε σε θέλει!

— Δε με θέλει, εμουρμούρισεν ο Μανόλης λυσσών. Κατέχω το πως δε με θέλει· μα εγώ θα τήνε κάμω να με θέλει. Μόνο γεια!

Τόσον εταράχθη, ώστε χωρίς να το εννοήσει εισήλθεν εις την οδόν η οποία διήρχετο προ της οικίας του Θωμά. Έτος ολόκληρον είχε να περάσει από τον δρόμον εκείνον. Εγνώριζεν όμως ότι προ πολλού ο κτύπος του αργαλειού, ο οποίος άλλοτε τόσον τον συνεκίνει, είχε σιγήσει και τα άνθη του παραθύρου είχαν παραμεληθεί, πέπλος δε κατηφείας εσκέπαζε το σπίτι εκείνο, το οποίον τόσον εφαίδρυνεν άλλοτε η εύχαρις μορφή της Πηγής. Ενόμιζες ότι η απαισία φεσάρα του βλοσυρού γέροντος είχεν εκταθεί εφ’ όλου εκείνου του οικήματος και αποπνίξει πάσαν χαράν. Η Πηγή άλλως τε σπανίως εφαίνετο πλέον εκεί. Συνόδευε και εβοήθει τον αδελφόν της εις τας αγροτικάς εργασίας όπου εψήνετο καθ’ όλην την ημέραν υπό του ηλίου και εμαστίζετο υπό της βροχής, ενίοτε δε και υπό του Στρατή.

Όταν ενόησε το λάθος του ο Μανόλης ήτο πλέον αργά. Ευρίσκετο πλησιέστατα της οικίας του Θωμά και διά μέσου των κλώνων της συκαμινέας διέκρινε την Πηγήν, όπως την είδεν άλλοτε ορθίαν εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθάς εις τας όρνιθας. Ήτο δε και η αυτή ώρα. Αλλά τώρα το ρόδινον φως του δειλινού περιέβαλλε θλιβεροτάτην εικόνα. Πόσον είχε μεταβληθεί η κακομοίρα! Ήτον αγνώριστη. Αλλ’ όταν τον διέκρινε και έστρεψε προς αυτόν το βλέμμα της, ο Μανόλης ησθάνθη κάτι από την συγκίνησιν την οποίαν του έδιδαν άλλοτε τα γλυκύτατα εκείνα μαύρα μάτια.Αμέσως όμως απετίναξε το αίσθημα εκείνο και απέστρεψε το βλέμμα με κίνημα θυμού:

— Ας στο διάολο, μουστακάτη!

Και διήλθε χωρίς να ίδει τον Θωμάν, όστις καθήμενος παρά την θύραν, ανυπόδητος τον ένα πόδα, κατεγίνετο να εμβαλώσει το υπόδημά του.

— Ο προκομένος, εγρύλλισεν όταν είδε τον Μανόλην. Μετά τας απειλητικάς νουθεσίας των προεστών, ο Μανόλης επί τινα καιρόν εφάνη ως σωφρονισθείς, όχι όμως τόσον εκ φόβου, όσον εξ ανάγκης. Διότι δεν εφοβείτο πλέον. O Αστρονόμος είχεν είπει περί αυτού, ότι αν ήξερε το βόδι την δύναμίν του θα χαλούσε τον κόσμον. Λοιπόν τώρα το βόδι είχε γνωρίσει την δύναμίν του· και ναι μεν δεν εχαλούσε τον κόσμον, αλλά και δεν τον εφοβείτο.

Εφαίνετο φρόνιμος, διότι η δυστυχής Ζερβουδοπούλα, μανθάνουσα τας απειλάς του, είχε παύσει να εξέρχεται. Εάν όμως δεν έβλεπε την κόρην, έβλεπε καθ’ εκάστην την μητέρα. Και καθ’ έκάστην η χήρα υπέφερε το μαρτύριον να θέλει και να μη δύναται να εκστομίσει το μυστικόν το οποίον κατέκαιε την καρδίαν της. Ενίοτε μόνον απετόλμα, ενώ του ομίλει, να προστρίβεται, ως γαλή, εις τα ενδύματά του, αλλ’ αμέσως απεσύρετο με ταραχήν, ως να ήγγιζε φλόγα. Το λίγωμα των οφθαλμών της, το πρόσωπόν της που πότε ωχρία και πότε εκοκκίνιζε, τα υποτρέμοντα χείλη της και η αγωνιώδης ανάπαλσις του στήθους της εξέφραζαν και της γλώσσης ευγλωτότερα ό,τι η φωνή της δεν ετόλμα να εκστομίσει. Αλλ’ ο Μανόλης δεν εμάντευε τίποτε. Πέτρα ήρχετο και πέτρα έφευγε. Πώς όμως να υποθέσει πράγμα τα οποίον δεν ηδύνατο καν να φαντασθεί; Αλλ’ ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας και η χήρα έτρεμε μήπως ο Μανόλης μαντεύσει εκείνο το οποίον έκρυπτεν εις την καρδίαν της. Μεταξύ δε των δύο αντιθέτων ροπών έπασχεν η ταλαίπωρος όσον δεν είχεν υποφέρει ποτέ κατά την μακράν της χηρείαν. Λευκαί τρίχες παρουσιάσθησαν εις τα μαλλιά της και ρυτίδες ήρχισαν ν’ αυλακώνουν το μέτωπόν της. Οι πρόδρομοι δε ούτοι του γήρατος επηύξαναν την ταραχήν της και προσέθεταν μίαν νευρικήν και πυρετώδη σπουδήν εις την ανάγκην να εννοηθεί υπό του Μανόλη. Αλλά πάλιν εις την πίεσιν εκείνην άλλαι σκέψεις αντέτασσον ανυπέρβλητα εμπόδια: «Δεν ντρέπεσαι, της έλεγε μία φωνή αυστηρά, που έχεις κόρη της πανδρειάς; Αυτόν, ως εχθές τον ήθελες για γαμπρόν, και τώρα!... Δεν ντρέπεσαι; Τι θα πει το χωριό;» Έπιπτε τότε εις πικροτάτην αθυμίαν και στενάζουσα έλεγε:

— Θε μου, και πάρε με να γλιτώσω... να μη φύγει ο νους απού την κεφαλή μου!

Τωόντι δε ο νους της, ο οποίος δεν ευρίσκετο ποτέ εις μεγάλην ισορροπίαν, είχε πάθει σοβαρόν κλονισμόν. Ενίοτε, ενώ ομίλει, διεκόπτετο εις το μέσον της ομιλίας και κατελαμβάνετο υπό αφαιρέσεως και ελησμόνει την συνέχειαν ή επαναλάμβανεν όσα είχεν είπει. Καθ’ οδόν εμονολόγει και τόση ήτο η αφηρημάδα της, ώστε πολλάκις της συνέβαινε ν’ ακολουθεί οδόν η οποία την απεμάκρυνεν από το μέρος εις το οποίον μετέβαινε. Συχνά δ’ εξοργίζετο, χωρίς σπουδαίον λόγον ή και χωρίς προφανή αφορμήν, κατά της θυγατρός της. Αλλ’ ευθύς σχεδόν έπαυεν η οργή της και εγίνετο καθ’ υπερβολήν στοργική και θωπευτική. Ενίοτε δε, κατά τας στιγμάς εκείνας της μεταμελείας, έκλαιε και εμέμφετο εαυτήν ως άδικον και δύστροπον μητέρα.

Αλλά και εις την ταραχήν εκείνην του λογικού της δεν ελησμόνει και δεν παρέλειπε τας προφυλάξεις της· η πονηρία της διετηρείτο αμείωτος. Φοβουμένη τας υπονοίας και την κακολογίαν την οποίαν ήτο ενδεχόμενον να κινήσουν αι συχναί της συναντήσεις και τα κρυφομιλήματα με τον Μανόλην, έλεγε δυσανασχετούσα τάχα, οσάκις την έβλεπαν να χωρίζεται απ’ αυτόν:

— Δεν ακούει, δεν ακούει... Απελπισία είναι μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Εμάλιασ’ η γλώσσα μου να του λέω πως του κάκου πολεμά, μ’ αυτός τον χαβά του. Ίντα να γενώ μ’ αυτό τον μπελά δεν κατέω. Μα να μην τον ανεμαζώνουνε και κείνοι που τον έχουνε;

Ούτω απεστόμωνε και τον Σαϊτονικολήν, όστις πολλάκις υπόπτευσε τας συχνάς συναντήσεις αυτής της «παρακουζουλής» με τον «κουζούλακά» του. Οσάκις επεχείρησε να της κάμει παρατηρήσεις, η χήρα αντεπεξήλθε με αγανάκτησιν. Ορίστε! δεν έφτανε που είχαν βρει τον μπελά των αυτή και η κόρη της από τον γιο, αλλ’ είχαν από πάνω και τα λόγια του πατέρα. Όχι έπρεπε ν’ αφήσει τον αδιάντροπο τον γιο του να κάνει τη θυγατέρα της σκουπίδι και να μη του μιλεί. Μωρέ αθρωπιά!

Αλλά τωόντι δεν την εστενοχώρει ολίγον η θέσις εις την οποίαν περιήγαγε την κόρην της ο φόβος του Πατούχα. Η Μαργή ούτε εις την εκκλησίαν ετόλμα πλέον να μεταβεί. Αλλ’ έως πότε ηδύνατο να διαρκέσει αυτή η κατάστασις; Η Μαργή έκλαιε νυχθημερόν. Η απελπισία της δε εκορυφώθη όταν την εκάλεσαν εις ενα χορόν και δεν ετόλμησε να μεταβεί, ενώ ηγάπα τον χορόν, εχόρευε δε κι ετραγουδούσε εξαίρετα.

Αλλ’ εις τον χορόν εκείνον συνέβη κάτι τι το οποίον έμελλε να διακόψει την κατάστασιν της πολιορκίας εις την οποίαν έζει. Ο χορός έγινε μίαν εσπέραν εορτής, εις το επάνω μέρος του χωριού, και συνεκέντρωσε τους περισσοτέρους νέους και τα κορίτσια του χωριού εις εν από τα ευρυχωρότερα σπίτια. Εκτός της Μαργής έλειψε και η Πηγή. Τι ήθελεν αυτή η πολυπικραμένη μέσα εις τοιαύτην χαράν;

Ο κύκλος των χορευόντων ήτο ευρύτατος· πολλοί δε άλλοι καθήμενοι και ιστάμενοι γύρω ανέμεναν σειράν. Αλλ’ ελάμβαναν μέρος εις τα τραγούδια, επαναλαμβάνοντες μετά των χορευόντων την «μαντινάδα», την οποίαν έλεγεν ο ηγούμενος του χορού, ή απαντώντες εις αυτήν δι’ άλλου διστίχου.

Ο τυφλός λυράρης Αλεξανδρής, καθήμενος εις το μέσον του χορού, εφαίνετο γοητευόμενος υπό της μουσικής του. Εκίνει την κεφαλήν δεξιά και αριστερά, ως ν’ απεδίωκε μυίας και εμειδία το ψυχρόν και μισόν μειδίαμα του τυφλού, από το οποίον λείπει των οφθαλμών η ακτινοβολία. Υπό την κίνησιν του δοξαριού του έφευγον γοργόπτεροι του «πηδηκτού» οι ήχοι. Και όλος ο κύκλος των χορευτών εκινείτο διά μιας ως εις άνθρωπος· και των ποδών ο κρότος αντήχει ταυτοχρόνως και τόσον δυνατά, ώστε εσείετο, ενόμιζες, το έδαφος. Ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας η λύρα εγαύγιζε, κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, ο δε χορός εμαίνετο. Τότε δε οι χορευταί εφαίνοντο ως μεγεθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν. Οι πασαλήδες ανεταράσσοντο εις τας ζώνας των νέων και τα στήθη των χορευτριών έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά «στηθούρια».

Εις το μεταξύ τα δίστιχα διεσταυρούντο ως βέλη με τον γοργόν του χορού ρυθμόν· και άλλοτε μεν απετέλουν ερωτικόν ή πειρακτικόν διάλογον, άλλοτε τα ήρχιζεν ο ηγούμενος του χορού ή άλλος εκ των χορευτών και των έξω του χορού ευρισκομένων και τα επανελάμβανεν ολόκληρος ο χορός. Τα διαμειβόμενα δε πειρακτικά δίστιχα ήσαν κατά το πλείστον αυτοσχέδια. Άλλοι επεδείκνυον τους ποιητικούς θησαυρούς της μνήμης των· και διά ν’ απαντούν, ήρχιζαν με την λέξιν εις την οποίαν ετελείωνεν ο προηγούμενος. Την στιχομυθίαν έπειτα ηκολούθουν και διεποίκιλλον περιπαθείς περικοπαί του «Ερωτοκρίτου», μάλιστα δε ο αποχαιρετισμός της Αρετούσας.

Ο Μανόλης ήτο εκεί. Ακουμβημένος εις εν παράθυρον, εφαίνετο σύννους και μελαγχολικός. Η Ζερβουδοπούλα δεν είχεν έλθει εις τον χορόν, προφανώς διά ν’ αποφύγει την συνάντησίν του. Τούτο του έδιδε μίαν επί πλέον αφορμήν να σκέπτεται ότι η αντίστασίς της ήτο αδύνατον να κατανικηθεί άλλως ή διά της βίας, διά της απαγωγής. Αλλά τώρα, ότε είχεν αρχίσει να μη εξέρχεται, η απαγωγή εφαίνετο δύσκολος. Άλλως τε δε, και αν και επεχείρει να την αρπάσει από τον δρόμον, ήτο φόβος να προφθάσουν οι χωριανοί και την αποσπάσουν από τα χέρια του. Το ασφαλέστερον ήτο να την κλέψει μίαν νύκτα από το σπίτι· ν’ ανοίξει ή να σπάσει την θύραν και να την αρπάσει.

Τον πηδηκτόν διεδέχθη ο ήρεμος, κυματώδης και αναπαυτικός «σιγανός», του οποίου ο βραδύς και χαλαρός ρυθμός επιτρέπει εις τους χορευτάς να τραγουδούν και άσματα με ρυθμούς πλατείς και βραδείς. Νεαρά και νόστιμη παντρεμένη, η οποία εκράτει εις τον κάβον, ήρχισεν εν από τα συνηθέστερα τραγούδια του σιγανού:

 

Μια κόρη συναπόβγανε τον άντρα τση στα ξένα.

Βαστά κερί και φέγγει του, ποτήρι και κερνά τον

Κι όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει·

«Μισεύγεις, Κωνσταντίνε μου, κι ίντα μου παραγγέρνεις...»

 

Και έκαστον ημίστιχον επαναλαμβάνετο υπό ολοκλήρου του χορού. Αφού δ’ ετραγούδησαν και άλλα τινά τραγούδια εις συγχρόνους σκοπούς, ο χορός διεκόπη, διά να ξεκουρασθούν οι χορευταί και να εύρει καιρόν ο λυράρης να κουρδίσει την λύραν του και να τρίψει με ρητίνην τας χορδάς διά νέον πηδηκτόν.

Κατ’ επανάληψιν διάφοροι είχαν καλέσει τον Μανόλην να χορεύσει· αλλ’ αυτός δεν εδέχθη, λέγων ότι δεν είχε διάθεσιν. Το βεβαιότερον είναι ότι δεν είχε πεποίθησιν εις την ορχηστικήν του δεξιότητα. Μολονότι είχε καταβάλει πολλάς προσπαθείας διά να μάθει, είχεν ακόμη τοιαύτην σκαιότητα και δυσκαμψίαν εις τας κινήσεις, ώστε ελέγετο ότι εχόρευεν «ως να εσάκκιαζεν άχερα». Του εφαίνετο δε ότι τα βλέμματα εστρέφοντο σκωπτικά προς τα πόδια του και τούτο έφερεν εις σύγχυσιν τα κάτω του άκρα, ως εάν οι ποδαρούκλες είχαν ιδίαν αίσθησιν και φιλοτιμίαν. Αλλ’ όταν επαναληφθέντος του πηδηκτού, είδε τον Τερερέν ιστάμενον παρά την εστίαν και απαντώντα εις τα δίστιχα του νέου όστις εχόρευεν εις τον «κάβον», ενόμισεν ότι έπρεπε να χορεύσει διά να εξουδετερώσει την επίδειξιν του εχθρού δι’ άλλης επιδείξεως. Αυτός δεν ήξευρε να τραγουδεί, αλλά και ο Τερερές δεν ήξευρε να χορεύει. Μετά τινας λοιπόν στροφάς του πηδηκτού ανέσυρε την πλατείαν χειρίδα του εις τον ώμον, ως έπραττεν οσάκις εκεντάτο υπό του οίστρου της κουζουλάδας, και έπιασεν εις τον κάβον.

Όλα σχεδόν τα πρόσωπα εφαίδρυνεν η εμφάνισίς του εις την κορυφήν του χορού· ο δε Αστρονόμος, ευρισκόμενος μεταξύ των θεατών, εφώναξε προς τον τυφλόν λυράρην:

— Τσι δυνατότερες σου δοξαριές, Αλεξαντρή! Γιατί κατές ποιος ήπιασε στον κάβο;

Το πρόσωπον του τυφλού έγινεν ιλαρότερον, ενώ η κεφαλή του ένευεν ότι εμάντευσεν. Είχεν ήδη ακούσει ένα κτύπον ποδός, όστις ετράνταξε το έδαφος, και μόνον τούτο ήτο αρκετόν διά να εννοήσει ότι έσυρε τον χορόν ο Μανόλης.

— Να σε χαρούμε, λιοντάρι του χωριού μας! εφώναξε και αυτός προς τον Μανόλην και το δοξάρι του έγινε ζωηρότερον.

Αλλά και όσοι είχαν την μεγαλυτέραν διάθεσιν να γελάσουν με τον Μανόλην, ηναγκάζοντο ν’ αναγνωρίσουν ότι παρουσίαζε το εξωτερικόν σπανίας σωματικής δυνάμεως και ευρωστίας. Και τι θα εγίνετο ακόμη! Χωρίς δε την αγροικίαν του θα ηδύνατο να καταλεχθεί και μεταξύ των ωραιοτέρων νέων του χωριού.

— Όρτσες! εφώναξε μετ’ ολίγον προς τον λυράρην ο Μανόλης, αρχίσας να ενθουσιάζεται.

Ενώ δε η λύρα έκρουε τας γοργοροτέρας στροφάς του πηδηκτού, ο Μανόλης ανεπήδα εις ύψος μέγα. Και ενώ ήτο μετέωρος, εκτύπα με την παλάμην, οτέ μεν την μίαν, οτέ δε την άλλην του κνήμην. Έπειτα ελύγιζε προς τα οπίσω το σώμα ή κάμπτων τα γόνατα και χαμηλώνων μέχρι του εδάφους ανεπήδα έπειτα με θαυμαστην ελαστικότητα. Και άλλοτε μεν εξέπεμπε στεναγμούς, άλλοτε δε ουρλιαστικάς επιφωνήσεις ενθουσιασμού. Ο δε Αλεξανδρής εφαίνετο αγωνιζόμενος να τον κουράσει και έπαιζε συνεχώς σχεδόν όρτσες. Ο Μανόλης όμως όχι μόνον δεν εκουράζετο, αλλά και περισσότερον ενθουσιάζετο· ήρχισε δε μετ’ ολίγον να τονίζει τον ρυθμόν με συριγμούς τόσον οξείς και δυνατούς, ώστε αι γυναίκες έφραζαν τ’ αυτιά των.

Επάνω εις τον ενθουσιασμόν του διέκρινε τον Τερερέν και διερχόμενος του έριπτε κρύφια βλέμματα, έτοιμος, ως εφαίνετο, να του δώσει και λάκτισμα, κατά τον ρυθμόν του πηδηκτού. Ίσως δε και εξαιτίας του Τερερέ απεφάσισε, μετά τας άλλας επιδείξεις, να επιδείξει και την φωνήν του. Αλλ’ ο αριθμός των διστίχων, τα οποία εγνώριζεν, ήτο πολύ περιορισμένος και ηναγκάζετο να τα επαναλαμβάνει. Ο δε Τερερές, του οποίου η μοχθηρία ήτο τόση, ώστε να υπερνικά και τον φόβον του, επωφελήθη την ευκαιρίαν διά να τον πειράξει. Και ηκούσθη η φωνή του να απευθύνει κατά του Μανόλη σκωπτικόν βέλος:

 

Τη μαντινάδα δυο βολές δεν πρέπει να τη λέεις,

Γιατί θαρρούν οι κοπελιές πως άλλη δεν κατέεις.

 

Οι ρώθωνες του Μανόλη διεστάλησαν από πνοήν οργής και το βλέμμα του εστράφη άγριον προς την εστίαν όπου εστέκετο ο εχθρός. Προς στιγμήν εσκέφθη ν’ αφήσει τον χορόν και να τον αρπάσει από τον λαιμόν. Αλλ’ έπειτα του εφάνη απαραίτητον να δώσει μίαν διά στίχου απάντησιν, διά να δείξει ότι δεν ήτο ζώον, ως ήθελε να τον παραστήσει ο Τερερές. Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατόρθωσε ν’ αυτοσχεδιάσει μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον:

 

Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα-σίμα,

Να μη σε δέσω πέρα 'κε να στέκεις σαν το χτήμα22.

 

Διά να κατασκευάσει το δίστιχόν του ο Μανόλης, ηναγκάσθη να κατασκευάσει και μίαν νέαν λέξιν, το επίρρημα «σίμα-σίμα». Και έκαμε μίαν αρχήν, η οποία έμελλε να λάβει τας διαστάσεις τας οποίας γνωρίζομεν εις την ποίησιν και την πεζογραφίαν.

Γέλωτες υπεδέχθησαν την απάντησιν, διότι ήτο πασίγνωστον το δέσιμον και το κρέμασμα του Τερερέ, όπως ήσαν γνωσταί και αι απειλαί του τελευταίου, αι οποίαι επροκάλεσαν την εκδίκησιν εκείνην. Η εντύπωσις δε την οποίαν έκαμε το δίστιχον ικανοποίησε τον Μανόλην. Η οργή του έπαυσεν, εγέλα δε και αυτός μετά των άλλων. Μόνον όταν διήρχετο χορεύων πλησίον του Τερερέ, εστράφη προς αυτόν και έκαμε κίνημα απειλητικόν, και επιφώνημα, όπως φοβερίζουν τα παιδιά:

— Ούου!

Νέους γέλωτας θορυβωδεστέρους εκίνησε το παιγνίδι του Μανόλη και το ανατίναγμα του Τερερέ, ο οποίος έγινε πελιδνός.

— Φταίει δα ο φονιάς; εψιθύρισεν ούτος σκύψας προς τον εκεί πλησίον καθήμενον Αστρονόμον.

— Μωρέ, άφης τα λόγια, του είπεν ο Νικολάκης, γιατί αν σ' ακούσει και σου χυθεί, όλοι δεν θα μπορέσομε να σε γλιτώσομ’ απού τα χέρια του. Αυτός είναι, μωρέ, θεριό· δεν τόνε θωρείς;

Ο Μανόλης ενθαρρυνθείς από την πρώτην επιτυχίαν, κατεγίνετο, ενώ εξηκολούθει να χορεύει, εις νέον αυτοσχεδίασμα. Και ο ποιητικός αγών θα ετελείωνε, φαίνεται, κατά τρόπον πολύ δυσάρεστον διά τον μάγον, αν μία εμφάνισις δεν έστρεφεν αλλού την προσοχήν του Μανόλη και των άλλων.

Πέντε Τούρκοι, γνωστά πρωτοπαλίκαρα, επιζητούντα συχνά έριδας με Χριστιανούς, είχαν εισέλθει προ μικρού. Ένεκα του θορύβου και του συνωστισμού γύρω εις τον χορόν, ελάχιστοι τους είχαν ίδει κατά τας πρώτας στιγμάς. Οι Τούρκοι είχαν σταθεί πλησίον της εισόδου και εφαίνοντο περιμένοντες την προσφοράν καθεκλών διά να καθίσουν. Αλλ’ όταν τους διέκριναν οι χορεύοντες και οι περί τον χορόν ιστάμενοι, όλα τα πρόσωπα συνοφρυώθησαν. Κρυφομιλήιιατα ήρχισαν, οι δε νεότεροι απηύθυναν προς τους Τούρκους βλέμματα απορίας και οργής. Οι Τούρκοι όμως ετήρουν αυθάδη απάθειαν και ως να μη έδιδαν προσοχήν εις τας εχθρικάς εκδηλώσεις, τας οποίας έβλεπαν γύρω των, εδείκνυαν και διαθέσεις να λάβουν μέρος εις τον χορόν.

Μετ’ ολίγον όμως τους επλησίασεν ο προεστός Αέρας, ο οποίος, αφού τους εκαλησπέρισεν, είπε:

— Δε μου λέτε, αγαδάκια, ιντά 'ρθετε επαέ να κάμετε;

— Ήρθαμε να χορέψομε, απήντησεν εις εκ των Τούρκων.

— Δεν το πιστεύγω πως ήρθετε για να χορέψετε. Επά ‘ν’ όλο Χριστιανοί με τσι γυναίκες και τσ’ αδερφίδες τως κι αν ήρθετε για να χορέψετε, έπρεπε να φέρετε κι απατοί σας τσ’ αδερφίδες και τσι γυναίκες σας.

— Εμείς θα φέρομε τσι γυναίκες μας να χορέψουνε με τσι Ρωμιούς; είπεν ο Τούρκος πλησιάζων απειλητικώς τον Αέρα.

Ο πηδηκτός αυτομάτως είχε μεταβληθεί εις σιγανόν και το δοξάρι του τυφλού μόλις έθιγε τας χορδάς. Σιγή ομοία προς την νηνεμίαν ήτις προηγείται της καταιγίδος έγινεν επί τινας στιγμάς· και όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα εις τους Τούρκους και τον προεστόν, ο οποίος είπε:

— Σα δεν κάνει να χορέψουν οι γυναίκες σας με Ρωμιούς, πώς θα χορέψουν οι δικές μας με Τούρκους;

— Αφής τ’ αυτά, είπεν άλλος εκ των Τούρκων, κι εμείς, μια που ‘ρθαμε, θα χορέψομε.

Και έκαμε ν’ απωθήσει τον Αέραν και να προχωρήσει εις τον κύκλον του χορού. Αλλ’ο προεστός τον ήρπασεν από τον βραχίονα με χέρι στιβαρόν και είπεν εντόνως:

— Η γιανιτσαριά, μωρέ, πέρασε. Κι όποιος θέλει να κάμει τον γιανίτσαρο τρώει ξυλιές.

— Όι, δεν επέρασε, μωρέ ταυλόπιστε, η γιανιτσαριά και θα το δεις, είπεν ο Τούρκος απωθήσας με σφοδρότητα τον προεστόν.

Οι Τούρκοι έβαλαν τα χέρια εις τους πασαλήδες· αλλ’ εις την στιγμήν όρμησαν κατ’ αυτών διάφοροι νέοι.

— Ο χορός να μη σκολάσει! εφώναξε και ο Πατούχας και υψώσας ως ρόπαλον βαρείαν καθέκλαν ερίφθη εις την συμπλοκήν.

Η αντίστασις των Τούρκων διήρκεσε πολύ ολίγον. Ο θρασύτερος εξ αυτών, ο λεγόμενος Σαμπρής, έπεσεν εις τα πρόθυρα με την κεφαλήν σπασμένην από κτύπημα του Πατούχα. Υπό τα κτυπήματα δε των ράβδων και των καθεκλών οι πασαλήδες εξέφυγαν από τα χέρια των άλλων, οίτινες εζήτησαν σωτηρίαν εις την φυγήν. Ο Μανόλης και οι άλλοι νέοι τους κατεδίωξαν μέχρι της Τουρκικής συνοικίας, όπου και άλλοι Τούρκοι προστρέξαντες εις βοήθειάν των, έπαθαν τα αυτά και χειρότερα, διά να μάθουν ότι ο γιανιτσαρισμός είχε περάσει...

Όταν την επιούσαν εξύπνησεν ο Μανόλης εις της αδελφής, του, όπου είχε κοιμηθεί, έμαθε δύο ευχάριστα πράγματα ότι η διαγωγή του κατά την συμπλοκήν με τους Τούρκους είχεν ενθουσιάσει τους χωριανούς και ότι ο Σμυρνιός είχεν αρραβωνιάσει την θυγατέρα του Συμβούλου. Τι θα έλεγε τώρα η Ζερβουδοπούλα; Θα επέμενεν ακόμη εις την άρνησίν της τώρα ότε από μεν τον Σμυρνιόν δεν είχε πλέον ελπίδα, αυτόν δε είχε περιβάλει ηρωική αίγλη;

Μετ’ ολίγον διηυθύνετο προς την οικίαν της Ζερβούδαινας, χαρούμενος και σιγοτραγουδών. Αλλά καθ’ οδόν ακούσας να τον φωνάζουν, εστράφη και είδε την Σπυριδολενιάν. Το πρόσωπον της ψεγαδιάστρας δεν είχε την ημέραν εκείνην την συνήθη σκωπτικήν έκφρασιν.

— Μανολιό, του είπε, θέλω να φιλήσω τη χέρα που ‘σπασε οψές την κεφαλή του Σαμπρή. Μα να φύγεις, παιδί μου, να φύγεις, γιατ’ ήμαθα πως σε γυρεύγουν οι ζαπτιέδες. Να φύγεις γλήγορα!

Ο Μανόλης εταράχθη, αλλ’ έπειτα είπε με πείσμα:

— Ας με ζυγώνουνε. Δεν πάω ποθές.

Και εξηκολούθησε τον δρόμον του. Δεν είχε δε απομακρυνθεί πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγει προς τα οπίσω, αλλ’ είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε:

— Στάσου, ωρέ Πατούχα!

Ο Μανόλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας.

— Ίντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανόλης.

— Θα το μαθαίνεις κάτω. Να μπαίνεις στο χάπσι23 και το μαθαίνεις.

— Στο χάπσι θα με βάλετε; είπεν ο Μανόλης, όστις τότε ήρχισε να εννοεί όλην την σοβαρότητα της καταστάσεως.

Περί της φυλακής είχε την φοβεροτέραν ιδέαν διότι είχεν ακούσει ότι οι φυλακιζόμενοι εδεσμεύοντο χειροπόδαρα με βαρείας αλύσεις και εμαστιγώνοντο σχεδόν καθημερινώς. Και άλλοι μεν απέθνησκαν εις την φυλακήν, άλλοι δε εξήρχοντο με υγείαν διά παντός κατεστραμμένην. Αλλά και μόνον η ιδέα ότι θα έχανε την ελευθερίαν του και μετ’ αυτής την Ζερβουδοπούλαν, τώρα ότε ήτο σχεδόν βέβαιος περί της συναινέσεώς της, τον έφερεν εις απελπισίαν. Η ιδέα τοιούτου κινδύνου του έδωκε την δύναμιν ν’ αποτινάξει τους χωροφύλακας και διά δύο λακτισμάτων να τους κυλήσει καταγής αμφοτέρους. Έπειτα ετράπη εις φυγήν. Αλλ’ όταν έφθασεν εις την γωνίαν του δρόμου, εστράφη μίαν στιγμήν προς τους Αλβανούς και συγκάμψας τον βραχίονα, εφώναξε προς αυτούς, προσπαθών να μιμηθεί την προφορά των:

— Να, ωρέ κασίδηδες24!

Πού να τον φθάσουν πλέον οι Αλβανοί; Έτρεχε με ταχύτητα αιγάγρου. Εν τοσούτω δεν παρέλειψε να περάσει από τον δρόμον της Ζερβούδαινας. Εκεί εβράδυνε το βήμα του. Η χήρα εστέκετο εις την θύραν· μέσα δ’ εκάθητο η Μαργή και είχε τα μάτια κόκκινα από δάκρυα.

— Φεύγω, γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς την μητέρα ο Μανόλης. Μόνο να μ’ ανιμένει το Μαρούλι. Ύστερ’ απ’ ολίγον καιρό θα ‘ρθώ να την επάρω.

Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν’ ακούσει την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή:

— Καλλιά να βγουν τα μάτια σου!

Θ’.

Ήτον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων και από τας χριστιανικάς συνοικίας του χωριού ανεπέμπετο θόρυβος γενικής ευθυμίας. Εις διάφορα σπίτια εχόρευαν και εις τας αυλάς των εκκλησιών και τα σταυροδρόμια νέοι και παιδιά έπαιζαν αμάδες και διάφορα γυμναστικά παιγνίδια. Μόνον η θορυβώδης ζωηρότης του Πατούχα έλειπεν από τους νεανικούς εκείνους ομίλους, διότι ο Μανόλης και άλλοι τινές εκ των νέων εφυγοδίκουν ακόμη, καταδιωκόμενοι διά την συμπλοκήν του χορού. Τρεις δε άλλοι νέοι, μη προφθάσαντες ν’ αποδράσουν, είχαν συλληφθεί και οδηγηθεί εις τας φυλακάς του Κάστρου. Οι δύο φυγόδικοι, συναντηθέντες, περιεφέροντο ομού, φιλοξενούμενοι υπό των ποιμένων, οίτινες παρείχαν εις αυτούς πάσαν ευκολίαν και τους ειδοποίουν ή τους απέκρυπταν οσάκις οι χωροφύλακες εξήρχοντο προς καταδίωξίν των.

Αλλ’ από τινων ημερών διεδίδετο ότι ο Μουδίρης, ενδίδων εις τας ενεργείας του Σμυρνιού και εις τα δώρα του Σαϊτονικολή, υπεσχέθη να παύσει την καταδίωξιν. Οι Τούρκοι όμως τον επίεζαν λέγοντες ότι διά την ησυχίαν του χωριού έπρεπεν όχι να φυλακισθεί προσωρινώς, αλλά να εξορισθεί εις την Μπαρμπαριάν ο Πατούχας.

Τόσον είχε χαροποιήσει τον Σαϊτονικολήν το ανδραγάθημα του Μανόλη, ώστε τον εσυγχώρησεν.

— Ας έχει την ευκή μου, έλεγε. Με μιας ήβγαλ’ απού την καρδιά μου όλη τη βαροκάρδιση απού του ‘χα.

— Θωρείς τα δα, 'που ‘λεες πως είναι φοβιτσάρης; του έλεγεν η Ρηγινιώ.

— Ήτονε δα μια ολιά, μα το ‘χε κι απού την απραγιά. Ήτονε και κοπέλι, να πούμε το σωστό. Δεν πειράζει· σαν είν’ τα ύστερα καλά, όλα καλά. Μα ήκουσες πως τσ’ αλευροκύλισε τσ’ Αρναούτες κι ήφυγε απού τα χέρια τως; Η Σπυριδολενιά βρέθηκ’ εκειά και τα δηγάται. Εγώ 'χα όρκο να τση βγάλω τη γλώσσα με το ρασόπανο25, γιατ’ ήμαθα πως αυτή του ‘βγαλε το παρανόμι, μα σαν ήκουσα τα παινέματα που του ‘κανε, τση συμπάθησα. Οι Τούρκοι είναι να πιούνε φαρμάκι κι ο Σαμπρής λέει και μαρτυρά πως δεν είδ’ ακόμη τόσο χεροδύναμο άντρα.

— Κι ο Μουντίρης;... είπεν η Ρηγινιώ με ανησυχίαν.

— Ο Μουντίρης φοβερίζει, μα ίντα θα κάμει; Τον Μανόλη δε θα τόνε πιάσουν εύκολα οι Αρναούτες του κι εκατό μαζί να τόνε κυνηγήσουνε. Εγώ θα του πέψω το τουφέκι και θα του παραγγείλω φωτιά στη φωτιά. Καλλιά ‘ν’ η μάνα του φονιά παρά του σκοτωμένου.

— Κι αμέ να δεις το Πηγιό το κακορίζικο χαρές, απού ‘καμε! είπεν η Σαϊτονικολίνα μετά βραχείαν σιωπήν. Είχα καιρόν να τήνε δω να γελάσει.

— Κι ο Θωμάς δε λες; ... Καταχαρούμενος ο συμπέθερος. Ακόμη κι ο Στρατής. Επίστευγες του λόγου σου πως ο Στρατής θα ‘λεε ποτέ του το καλό του Μανόλη;

Ο Μανόλης κατέβαινεν ενίοτε κρυφίως εις το χωριό, αλλ’ ουδέποτε μετέβη εις το πατρικόν του σπίτι. Ο Σαϊτονικολής του είχε μηνύσει ότι τον εσυγχώρει διά το παρελθόν, αλλ’ υπό τον όρον πάντοτε να νυμφευθεί την Πηγήν. Αλλά και ο Μανόλης απήντησεν ότι γυναίκα του θα εγίνετο μόνον η Ζερβουδοπούλα. Και οσάκις κατέβαινεν εις το χωριό δεν παρέλειπε να περνά από της Ζερβούδαινας. Η Μαργή όμως εξηκολούθει να τον αποφεύγει με αμείωτον αποστροφήν. Ούτε η δόξα του, ούτε ο αρραβών του Σμυρνιού μετέβαλαν την κατάστασιν. Εξ εναντίας η Μαργή, αποδίδουσα εις αυτόν τα αίτια διά τα οποία ο Γιαννάκος την απηρνήθη και επροτίμησεν άλλην, τον εμίσει περισσότερον. Φοβουμένη δε πάντοτε, αφού έβλεπεν ότι και ως φυγόδικος ο Πατούχας ετόλμα να έρχεται εις το χωριό, διενυκτέρευε πολλάκις εις συγγενικά σπίτια.

Αλλά και της χήρας τα βάσανα εξηκολούθουν, επιδεινούμενα μάλιστα ημέραν με την ημέραν. Η απουσία του Μανόλη την έριψεν εις μελαγχολίαν, και αυτή η τόσον λάλος έμενεν επί ημέρας άφωνος. Μόνον στεναγμοί εξήρχοντο από το στήθος της. Έπειτα την μελαγχολίαν της διεδέχοντο εξάψεις νευρικαί, θυμοί αδικαιολόγητοι, δάκρυα, αναμνήσεις του μακαρίτου του συζύγου της, παιδαριώδη καμώματα, συχναί επισκέψεις εις τον μικρόν καθρέπτην προ του οποίου εκαλλωπίζετο η Μαργή, ενίοτε δε γέλωτες αδικαιολόγητοι.

Επέρασαν περί τους τρεις μήνες και έφθασαν αι εορταί των Απόκρεων. Όταν δε η Ζερβούδαινα έμαθεν ότι έπαυσεν η καταδίωξις του Μανόλη και ότι εκείνας τας ημέρας επεριμένετο, κατελήφθη υπό τοιαύτης ανυπομονησίας, ώστε δεν ηδύνατο να εύρει στιγμής ησυχίαν. Εκάθητο, εσηκώνετο, παρετήρει από το παράθυρον, έτρεχεν εις την θύραν, οσάκις ήκουεν ανδρικά βήματα ή φωνήν ομοιάζουσαν προς την φωνήν του Μανόλη, εξήρχετο, επέστρεφε και πάλιν μετ’ ολίγον έτρεχεν έξω. Αλλά δεν ετόλμα να ερωτήσει. Διέβαινε μόνον προ του καφενείου, του οποίου την εργασίαν είχεν αναλάβει ο Αστρονόμος, και έριπτε λαθραία βλέμματα μέσα. Την ημέραν εκείνην θα την είδεν ο Νικολάκης να περάσει πλέον ή δεκάκις· και έλεγε:

—Μωρέ σα μυγιασμένη κάνει σήμερο η Αλογόμυγια. Ίντα διάολο ‘χει: Παρακούζουλή 'τονε πάντα τση, μα 'δα καμπόσο καιρό θαρρώ πως τα’ ήστρηψε ολότελα η βίδα.

Η Μαργή κατελήφθη υπό ανησυχίας άλλης φύσεως. Τώρα πλέον, ότε ο Πατούχας θα ήτο ελεύθερος, ούτε να ξεπορτίσει πάλιν θα ετόλμα, αλλ’ ούτε και εις το σπίτι θα ήτο ασφαλής. Και με την ιδέαν ότι η διαμονή της εις το χωριό ήτο πλέον αδύνατος, απεφάσισε να μεταβεί πάλιν εις την πόλιν και να μείνει εκεί διά παντός. Όταν δε η χήρα ήκουσε την απόφασίν της:

—Κάμε ό,τι θες, της είπεν. Ίντα να σου πω κι εγώ, ίντα να σου πω;

—Κι απόψε θα πάω να ξωμείνω στης θειας μου στο Πετρούνι.

— Να κάμεις ότι θες και να πάψεις να με ζαλίζεις, είπεν η χήρα με αιφνιδίαν τραχύτητα. Ω διάολε!...

Έπειτα, ως μετανοήσασα διά την άδικον παραφοράν της, ανεστέναξε και εφαίνετο ετοίμη ν’ αρχίσει να κλαίει.

Τα παιδιά, τα οποία κατά το απόγευμα έπαιζαν εις τον δρόμον, ανεφώνησαν μετ’ ολίγον: «Ο Πατούχας! ο Πατούχας!» Και η χήρα ανασκιρτήσασα, έτρεξεν εις την θύραν και με συγκίνησιν, ήτις την έκαμε να τρέμει σύσσωμος, είδε τον Μανόλην ερχόμενον. Ήτο λερωμένος και παρηλλαγμένος, αλλ’ ανδρωδέστερος. Τα μαλλιά του είχαν παραμεγαλώσει και η αταξία των έδιδεν εις την μορφήν των κάτι τι το θηριώδες. Διά να μη είναι εντελώς ασκεπής, είχε δέσει περί την κεφαλήν του μαύρον μανδήλι, από το οποίον εξέφευγε προς τα επάνω θύσανος τριχών, ορθούμενος ως λοφίον αγρίου. Ίουλοι26 είχον πλαισιώσει το ηλιοψημένον πρόσωπόν του και εις το επάνω χείλος του εμαύριζεν ο αυξηθείς μύσταξ. Αλλ’ εις την χήραν εφάνη ούτω ωραιότερος, διότι ήτο ανδρωδέστερος και η δασύτης ενέτεινε την ρωμαλέαν εντύπωσιν, ήτις κυρίως την συνεκίνει και την έθελγε.

— Ίντα κάνει το Μαρούλι; εφώναξεν ο Μανόλης άμα την είδε. Πού ‘ναι;

Αλλά το Μαρούλι είχεν ήδη απέλθει εις της θείας της.

— Κι ίντα λέει; επανέλαβεν ο Μανόλης. Δε με θέλει ακόμη;

— Τα ίδια. Πνίγεται, σκοτώνεται, δε θέλει.

— Θέλει δε θέλει εγώ θα τήνε πάρω, θα τήνε κλέψω κι ίδια απόψε, θαρρώ.

Η χήρα έκαμε χειρονομίαν αιφνιδίας αποφάσεως και είπε:

— Κλέψε τηνε... Ίντα να σου πω κι εγώ; Και τα χείλη της έτρεμον.

— Θα ‘ρθει απόψε ή θα ξωμείνει στο Πετρούνι;

— Όι, θα ‘ρθει, είπεν η χήρα μετά στιγμιαίον δισταγμόν. Ο Μανόλης επροχώρησεν εις το χωριό σιγοτραγουδών:

 

Διάλε τσ’ αποθαμένους μου οφέτος κι αν αφήσω,

Παρά να βρω να παντρευτώ να μην παραλοΐσω.

 

Πανταχόθεν του απηυθύνοντο χαιρετισμοί από άνδρας και γυναίκας: «Καλώς όρισες, Μανολιό!» Τινά δ’ εκ των παιδίων, τα οποία τον είδαν, προέτρεξαν να δώσουν την καλήν είδησιν εις την μητέρα του. Αλλ’ ο Μανόλης, αντί να μεταβεί εις το πατρικόν ή άλλο συγγενικόν σπίτι, ενεφανίσθη εις την πλατείαν της Αγίας Αικατερίνης, όπου οι νέοι έπαιζαν τον ποταμόν, ενώ τα παιδία έκρουαν μανιωδώς και αδιακόπως σήμαντρον κρεμάμενον εις τον κορμόν γηραιάς νερατζιάς. O ποταμός έκανε τον γύρον της εκκλησίας, ότε έξαφνα ηκούσθη η φωνάρα του Μανόλη:

— Άντρες τα 'ρίζουν τα Σφακιά κι άντρες τα πολεμούνε!

Κι ορμήσας υπερεπήδα τον ένα μετά τον άλλον όλους τους παίζοντας, έπειτα δε έσκυψε και στηρίξας τας χείρας επί των γονάτων του, ετάχθη εις το άκρον της γραμμής. Εκείθεν στρέψας την κεφαλήν, χωρίς ν’ ανασηκωθεί, εφώναξε προς τους ηλικιώτας και φίλους .

— Ίντα κάνετε, μωρέ κοπέλια; Καλά 'στε;

Εις τον ενθουσιασμόν του παιγνιδιού εις εκ των νέων επρότεινε να διατρέξουν με τον ποταμόν το χωριό. Η πρότασίς του έγινε δεκτή και ο ποταμός ηκολούθησε τας ανωμάλους και ανωφερικάς οδούς του χωριού. Βαθμηδόν δε επροστίθεντο και άλλοι και η γραμμή του ποταμού έγινεν εκτενεστάτη.

Είχεν αρχίσει να σκοτινιάζει όταν έφθασαν εις το άκρον του χωριού, όπου το σπίτι της Ζερβούδαινας. Ο δε Πατούχας υπερεπήδα ανά δύο τους συμπαίζοντας με κραυγάς ενθουσιασμού, διά να τον ίδει η Μαργή. Αλλ’ η Μαργή δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το Πετρούνι. Μόνον η χήρα ενεφανίσθη και εύρε τρόπον ν’ ανταλλάξει ολίγας λέξεις ταπεινοφώνως με τον Μανόλην.

Η Σαϊτονικολίνα είχεν εξέλθει προς αναζήτησίν του και μετ’ ολίγον τον συνήντησε καθ’ οδόν αλλ’ εις μάτην επροσπάθησε να τον παραλάβει εις το σπίτι, όπου θα συνηθροίζετο όλη η οικογένεια. Ο Μανόλης εδείπνησεν εις του Αστρονόμου. Λαβών δε έπειτα το κλειδί του σπιτιού του διά να κοιμηθεί εκεί την νύκτα, εξήλθε και επανεύρε διαφόρους φίλους του και ήρχισαν να περιέρχονται τα σπίτια. Παντού εύρισκαν πλουσίας τραπέζας, τραγούδια και χορούς. O Μανόλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν μεταμφιεσθεί προχείρως. Εις εξ αυτών λ.χ. είχε περάσει τας χειρίδας καπότου εις τα πόδια του διά να φαίνεται τάχα ότι φορεί φράγκικα και υπεκρίνετο τον ιατρόν.

Άλλος είχε κατασκευάσει τεράστιον σαρίκι περί την κεφαλήν του, τρίτος δε είχε φορέσει φουστάνια υποκρινόμενος την Ντελή Μαρίαν, μίαν μισότρελην. Επεχείρησε και ο Μανόλης να μιμηθεί τον γιατρόν και να φορέσει «τσιτωτά», αλλά το αποτέλεσμα ήτο να σχίσει τας χειρίδας ενός καπότου. Πού να περάσουν οι ποδαρούκλες; Παραιτηθείς λοιπόν της φιλοδοξίας να μεταμορφωθεί εις Ευρωπαίον, ήρχισε να κάνει τον τράγον. Και εισήρχετο εις τα σπίτια βαδίζων με τα τέσσερα και βελάζων. Οι άνδρες εξεκαρδίζοντο, αι δε γυναίκες, μεταξύ των οποίων εισόρμα κατά προτίμησιν, απεσύροντο με ανησυχίαν προ του ανθρωποειδούς τετραπόδου και εγέλων ως γαργαλιζόμεναι όταν ο Σάτυρος επλησίαζεν.

Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα όταν εχωρίσθη από τους φίλους του. Το χωριό είχεν ήδη κοιμηθεί και επεκράτει σιγή, την οποίαν μόνον κραυγαί των αλεκτόρων ή γαυγίσματα διέκοπτον από καιρού εις καιρόν. Ο Μανόλης μεθυσμένος και παραπατών διηυθύνθη προς το σπίτι του. Αλλά καθ’ οδόν τον εσταμάτησεν αιφνιδία ανάμνησις. «Πού, πας μωρέ; εμουρμούρισεν απευθυνόμενος προς τον εαυτόν του. Πού πας, μωρέ;» Εστάθη κι εσκέπτετο επί τινας στιγμάς, έπειτα εστράφη προς τα οπίσω. Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε:

— Στο χέρι σου θαρρείς πως είναι να μη θες; θες και δε θες... Πεισματικά μου κάνεις, ε; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ’ εγώ;... Εγώ τα ‘βαλα με τσ’ Αρναούτες και τον Μουντίρη... Δε φοβούμαι κιανένα... Πεισματικά μου κάνεις, ε; Απόψε τελειώνουνε τα πεισματικά.

Τοιαύτα μονολογών έφθασεν εις το σπίτι της Ζερβούδαινας, το οποίον ήτο κατάκλειστον και κατασκότεινον, όπως και όλα τα γειτονικά, όπως όλο το χωριό. Ο Μανόλης εστάθη και εφαίνετο σκεπτόμενος· αλλά το βέβαιον είναι ότι δεν εσκέπτετο τίποτε. Μάλλον εκοιμάτο όρθιος. Έπειτα επλησίασε προς την θύραν και με κάποιαν δυσκολίαν ανέβη τα ολίγα σκαλοπάτια του προθύρου. Έμεινε και εκεί ακίνητος επί τινα λεπτά, μεθ’ ο εξείλκυσε τον πασαλήν και εισαγαγών την αιχμήν μεταξύ της παραστάδος και του θυροφύλλου ήρχισε προσπαθών ν’ αποσύρει τον ξύλινον μάνδαλον. Αι προσπάθειαί του διήρκεσαν κάμποσον, όχι τόσον διά την δυσκολίαν της επιχειρήσεως, όσον διά την εκ της μέθης αδεξιότητά του. Είχε δε αρχίσει να υποχωρεί ο μάνδαλος, ότε εξέφυγεν από το χέρι του ο πασαλής και έπεσε με θόρυβον. Ο Μανόλης, και όπως ήτο μεθυσμένος, εφοβήθη. Επ’ ολίγον δε έμεινεν ακίνητος και ηκροάσθη. Αλλά εις το εσωτερικόν του σπιτιού εξηκολούθει να επικρατεί ησυχία και σιγή. Έσκυψε τότε διά να πάρει τον πασαλήν· εκινδύνευσε δε να πέσει και ο ίδιος και να κυλισθεί κάτω από το πεζούλι. Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες.

Ο Μανόλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήσει. Το εσωτερικόν του σπιτιού ήτο κατασκότεινον· αλλ’ ο Μανόλης εγνώριζε τον υψηλόν σοφάν επί του οποίου εκοιμάτο η κόρη και επροχώρησε προς το μέρος εκείνο, προσπαθών να μη κάμει θόρυβον. Ψηλαφητί εύρε την μικράν κλίμακα του σοφά και ανέβη τας δύο ή τρεις βαθμίδας. Εσταμάτησε πάλιν. Από την ενώπιόν του κλίνην ανεδίδετο η αναπνοή ανθρώπου κοιμωμένου. Ο Μανόλης εξέτεινε προς αναγνώρισιν τα χέρια του· έπειτα περιβαλών με τους βραχίονάς του την κοιμωμένην, την εσήκωσεν ομού με τα σκεπάσματα, κατέβη τας βαθμίδας του σοφά και διηυθύνθη προς την θύραν. Μετ’ ολίγας στιγμάς ευρίσκετο εις τον δρόμον και έφυγε με το φορτίον του και με την μεγαλυτέραν δυνατήν ταχύτητα των παραπαιόντων ποδών του. Αλλ’ όσον και αν ήτο μεθυσμένος του έκαμεν εντύπωσιν το παράδοξον ότι η απαγομένη ούτε κραυγήν έβαλεν, ούτε επεχείρησε ν’ αντισταθεί, ούτε απλώς εταράχθη και εσφάδαξεν. Αλλ’ ήτο τόσον μεθυσμένος, ώστε η σκέψις του δεν ηδύνατο να προχωρήσει πέραν αυτής της παρατηρήσεως. Η δε πορεία του εις το ψηλαφητόν εκείνο σκότος ήτο τόσον τρικυμιώδης, ώστε συνετάρασσεν έτι μάλλον και εθόλωνε την διάνοιάν του. Ό,τι μόνον έμενε σαφές εις την ομίχλην του εγκεφάλου του ήτο η ανάγκη να σπεύσει. Και έτρεχεν όσον ηδύνατο, με κίνδυνον να προσκόψει και να ξαπλωθεί κάτω μετά της απαγομένης.

Έφθασεν εις το σπίτι του και η ακινησία της απαγομένης εξηκολούθει. Τότε ο Μανόλης, ενώ κατεγίνετο ν’ ανοίξει την θύραν του μαγαζιού του, ηδυνήθη να εύρει μίαν εξήγησιν εις αυτήν την παράδοξον ακινησίαν. Εσκέφθη ότι το Μαρούλι υπετάγη εις την υπερτέραν βίαν βλέπουσα το αδύνατον της αντιστάσεως.

Εισελθών εις το μαγαζί, απέθηκε το φορτίον του εις τον ξύλινον καναπέν και ήναψε τον λύχνον. Αλλ’ όταν εστράφη με το φως έμεινε κατάπληκτος και μέγα μέρος των ατμών της μέθης του διελύθη διά μιας. Αντί της κόρης, είδεν ενώπιον του την μητέρα. Η χήρα ήτο ενδυμένη και εφαίνετο ότι δεν είχε κοιμηθεί. Έτρεμε δε σύσσωμος και έβλεπε κάτω εις στάσιν καταδίκου.

Ο Μανόλης οπισθοδρόμησεν ολίγον και την παρετήρησε με μάτια διαπλατυσμένα, ως να έβλεπε φάντασμα και είπε με φωνήν πνιγμένην:

—Εσύ 'σαι, μωρή!... Εσύ, διάλε τσ’ αποθαμένους σου;

Η χήρα ύψωσε προς αυτόν μάτια παράφρονος και με φωνήν ικετευτικήν και κλαυθμηράν του είπε:

— Ντα δε σ’ αρέσω 'γώ, Μανολιό;

Αυτή ήτον η μεγάλη, η πελωρία φράσις, η οποία επί τόσον καιρόν επίεζε τα στήθη της, χωρίς να δύναται να την εκστομίσει. Ο Μανόλης ανεσκίρτησεν. Η φράσις εκείνη εφώτισεν εντελώς την σκοτισμένην διάνοιάν του. Και τώρα εννόει το αλλόκοτον ήθος το οποίον είχεν η χήρα κατά τους τελευταίους καιρούς και τα μασημένα λόγια τα οποία του έλεγε.

— Και το Μαρούλι πού ‘ναι; της είπε.

— Κατέω κι εγώ; κατέω κι εγώ; απήντησεν η χήρα με ήθος ανθρώπου σαστισμένου. Στση θειας τση στο Πετρούνι εξώμεινε. Μα ίντα τη θες αυτή που δε σε θέλει και θα φύγει, λέει, να πάει πάλι στη χώρα; Ίντα τη θες;

Πλησιάζουσα δε τov νέον με ταπεινήν ικεσίαν σκύλου επανέλαβε:

— Ντα δε σ’ αρέσω 'γώ, Μανολιό;

Και σπασμός λυγμού διέκοψε την φωνήν της.

— Δε σ’ αρέσω 'γώ... που σ’ αγαπώ τόσον καιρό η δύστυχη; Ο Μανόλης την παρετήρει από κεφαλής μέχρι ποδών, ως να ήρχιζαν να τον σκανδαλίζουν οι λόγοι της. Έπειτα κύμα οργής ανέβη εις το πρόσωπόν του και εξήστραψεν εις τα μάτια του.

— Όξω! όξω! ανεφώνησε με τρομεράν φωνήν. Άμε στον διάολο να μη σε δει κιανείς, κουζουλογυναίκα!

Η χήρα ύψωσε προς αυτόν ικετευτικά και βουρκωμένα μάτια, ενώ τα χείλη της έτρεμαν.

— Δε με λυπάσαι; του είπε.

Αλλ’ εις απάντησιν ο Πατούχας ύψωσε τον φοβερόν του πόδα, έτοιμος να την εκδιώξει με λάκτισμα:

— Φύγε σου λέω, διάλε τσ’ απεθαμένους σου να μη σε σκοτώσω! Η χήρα αφού τον ητένισε με παρατεταμένον βλέμμα, εις το οποίον έτρεμε μία τελευταία ελπίς, εστέναξε και ο αναστεναγμός εξήλθεν από τα στήθη της ως οιμωγή. Έπειτα επροχώρησε προς την θύραν και εξήλθεν. Ο δε Μανόλης την ήκουεν επί τινας στιγμάς ν’ απομακρύνεται και να ολολύζει εις το σκότος.

— Μωρέ μασκαραλίκι! μωρέ, μασκαραλίκι! είπε κρατών το μέτωπόν του.

Η μέθη του είχε σχεδόν εντελώς εξατμισθεί. Εξήλθεν εις τα πρόθυρα και καθίσας εις το πεξούλι εστήριξε την κεφαλήν του εις το χέρι του και έμεινεν εκεί σκεπτόμενος. Η νυξ ήτο ψυχρά, αλλ’ ο Μανόλης δεν ησθάνετο το ψύχος. Εκεί τον εύρεν η αυγή, εκεί και η ημέρα. Κατά το διάστημα τούτο εστέναξε πολλάκις και με τους στεναγμούς εκείνους φαίνεται εξητμίζετο η κουζουλάδα του και τον αφήκε ν’ αντικρίσει με ψυχραιμίαν την κατάστασιν. Αλλά τι συνέβη ακριβώς εις την κουζουλήν εκείνην κεφαλήν δεν δυνάμεθα να γνωρίζομεν. Τούτο μόνον είναι γνωστόν, ότι κατά το μεσημέρι, ενώ ο Σαϊτονικολής εγευμάτιζεν, είδεν εισερχόμενον τον αποστάτην, ταπεινόν και συνεσταλμένον.

— Επέρασέ σου; του είπε μειδιών. Καλά το ‘λεγα 'γώ.

— Συμπάθησέ μ’ αφέντη, είπεν ο Μανόλης με ήθος οσίου και σκύψας ησπάσθη το πατρικόν χέρι. Όποια θες θα πάρω.

— Εκείνη που θέλω εγώ τήνε κατέχεις. Τήνε λένε Πηγή. Έλα, κάτσε... Και για να μη σε ξαναπιάσει η κουζουλάδα, για καλό και για κακό, θα σας αρραβωνιάσομε ευτύς απόψε και τη Λαμπρή θα σας στεφανώσομε.

Τωόντι το βράδυ ο Σαϊτονικολής, συνοδευόμενος υπό του Μανόλη, της συζύγου του και διαφόρων συγγενών, μετέβη εις του Θωμά. Η Πηγή τους υπεδέχθη ακτινοβολούσα και πλησιάσασα τον Μανόλην του εψιθύρισε:

— Ετελειώσανε τα βάσανά μας· ε, Μανολιό;

Ο Μανόλης έγινε κατακόκκινος και ησθάνθη να τον κυριεύει πάλιν το θέλγητρον των γλυκυτάτων εκείνων οφθαλμών. Το τουρλωτόν φέσι του εφάνη την εσπέραν εκείνην ήμερον, ως νυκτικός σκούφος, και εις το τραπέζι συνέκρουσε το ποτήρι με τον Στρατήν, ο οποίος τον ηυχήθη:

— Στσι χαρές σου, κουνιάδο!

Μετ’ ολίγον ήλθε μία γυναίκα εκ του συγγενολογίου, η οποία ανήγγειλεν ότι η χήρα η Ζερβούδαινα είχε παραφρονήσει και καθ’ όλην την ημέραν επανελάμβανε μίαν φράσιν: «Ντα δε σ’ αρέσω 'γώ;»

— Μπρε την κακομοίρα! είπεν ο Σαϊτονικολής. Μα το ‘χε κι από πρώτα μια ολιά.

O Μανόλης εταράχθη, το μεν εκ λύπης, διότι συνησθάνετο ότι είχε συντελέσει εις την συμφοράν εκείνην, το δ’ εκ φόβου. Αλλά τον φόβον του καθησύχασεν η σκέψις ότι το σκότος της νυκτός και το σκότος της παραφροσύνης ασφαλώς εκάλυψαν την τελευταίαν του τρέλαν και την εντροπήν της.

 

Την Κυριακήν της Διακαινισίμου έγινεν ο γάμος. Μετά δύο δε ή τρεις ημέρας ο Μανόλης συνήντησε τον Τερερέν και άμα τον είδεν εξ αποστάσεως ανέκαμψε τον βραχίονα προς το στήθος του και γελάσας θορυβωδώς του εφώναξε:

— Να σου και σένα και στα μάγια σου!

 

ΤΕΛΟΣ

 

Λεξιλόγιο

 

1. κολαούζης· αυτός που δείχνει τον δρόμο, μτφ. το αυτονόητο, το πασιφανές

2. μπόρμπερη· η σκόνη της πυρίτιδας βλ. έκφρ. «στάχτη και μπούρμπερη»

3. περτσές· οι τούφες των ανδρικών μαλλιών που πέφτουν στο μέτωπο

4. καυκίο· κούπα, τάσι

5. ζαπτιές· ο αστυνομικός

6. από το ραχμέτι (φιλοξενία, έλεος, οίκτος του θεού προς τον άνθρωπο μετά τον θάνατο)· μακαρίτης

7. μπουρμάς· 1. ο εξωμότης· βρισιά των Χριστιανών Κρητών κατά των Τουρκοκρητικών 2. άνθρωπος χαμηλής νοημοσύνης.

8. η έπαλξη του κάστρου

9. ολική έκλειψη ηλίου· γίνεται εκτενής παρουσίαση στη συνέχεια του κειμένου

10. ταραχές, φασαρίες

11. η τσιμπίδα για τα κάρβουνα, η μασιά

12. μάκτρο· προσόψι, πετσέτα

13. ζαριφλίκι· κομψότητα, λεπτότητα

14. σουρλάντα· αναιδής και ξεμυαλισμένη γυναίκα

15. φαμέγιος· ο οικότροφος υπηρέτης

16. λιχανός· το δεύτερο δάκτυλο του χεριού, ο δείκτης

17. απεστλέγγισε του ρ. αποστλεγγίζω· σκούπισε

18. πασαλής· μαχαίρι

19. βιλάνος· φτωχός άνθρωπος του λαού, παρακατιανός

20. απυριάσομε· θειαφίσουμε (μτφρ. του συγγραφέα)

21. κεκραγάρια· ονομασία τροπαρίων που ψάλλονται στην αρχή της ακολουθίας του εσπερινού με πρώτο στίχο το «Κύριε εκέκραξα.

22. χτήμα· κτήνος (μτφρ. του συγγραφέα)

23. χάπσι, χάψι· η φυλακή

24. κασίδης· φαλακρός

25. ρασόπανο· τραχύ μάλλινο ύφασμα

26. ίουλος· το πρώτο χνούδι στα μάγουλα των νέων