ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Η ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΟΥ «ΜΠΑΟΥΝΤΙ»


 

Πληροφορίες για τον Φώτη Κόντογλου εδώ.

 

Το «Μπάουντι» τ’ αρμάτωσε η εγγλέζικη κυβέρνηση στα 1787, για να κουβαλήσει κάμποσα δέντρα από κείνα που τα λένε ψωμόδεντρα από το νησί του Ταϊτί στις Αντίλλες, για να θρέφουνται οι σκλάβοι αραπάδες που δουλεύανε στους άσπρους. Ο καπετάνιος λεγότανε Μπλάι, θαλασσινός άξιος, που ‘χε ταξιδέψει με τον ξακουσμένον καπετάν Κουκ.

Σαν κάνανε πανιά, σηκωθήκανε ανάποδοι καιροί, που μποδίσανε το «Μπάουντι» να βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Τέλος, στις 23 Δεκεμβρίου βγήκανε στο πέλαγο. Μα τα σημάδια για το ταξίδι ήτανε άσκημα. Κατά πρώτο, τη μέρα που ανεβάσανε την άγκουρα, έπεσε από το μεγάλο άλμπουρο ένας ναύτης, και γλίτωσε παρά τρίχα, γιατί άρπαξε ένα σκοινί κι έπεσε στα μαλακά. Την ίδια νύχτα η θάλασσα φουρτούνιασε κι η φουρτούνα βάσταξε πολλές μέρες. Από τη μεγάλη μανία που είχε, έσπασε τις βάρκες κι άρπαξε κάμποσα τσουβάλια γαλέτα. Τέλος ο καιρός καλοσύνεψε λίγο και πιάσανε στην Τενερίφα κι εκεί ξεκουραστήκανε και βολέψανε τις αβαρίες, που είχανε πάθει. Ύστερ’ από πέντε μέρες κάνανε πανιά, μα τους πιάσανε οι μπουνάτσες και τους καρφώσανε στον τόπο.

Κατά το τέλος Φεβρουαρίου ετοιμαστήκανε, για να περάσουνε τον Κάβο Χορν, στη νοτινή άκρη της Αμερικής, που ήτανε, κι είναι ακόμα, ο φόβος των θαλασσινών. Βάλανε στις αντένες καινούρια πανιά κι οι ναύτες ντυθήκανε με ζεστά ρούχα.

Στις 23 Μαρτίου είδανε την παγωμένη Στεριά της Φωτιάς. Ο καπετάν Μπλάι ήξερε καλά με τι είχε να παλέψει. Ο Κάβο Χορν δεν αφήνει κανέναν να περάσει δίχως να κιντυνέψει, λες και φυλάγει το πέρασμα από τον έναν ωκεανό στον άλλον, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Ένας δαιμονισμένος άνεμος φυσούσε κάμποσες μέρες από γαρμπή (ΝΔ). Στις 2 Απριλίου η φουρτούνα ήτανε τόσο άγρια, που ο καπετάν Μπλάι έγραψε στο ημερολόγιό του πως δεν είχε ξαναδεί τέτοια θαλασσοταραχή. Ο καιρός πηδούσε από τη μια μεριά στην άλλη και σήκωνε κάτι κύματα που φτάνανε ίσαμε τις αντένες του καραβιού. Ωστόσο, το «Μπάουντι» αρμένιζε καλά, έχοντας ισαρισμένη μοναχά τη μαΐστρα και τον τρίγκο.

Έτσι παλεύανε μερόνυχτα ολάκερα. Με το κούνημα είχανε ανοίξει οι αρμοί του καραβιού. Ένας ναύτης σφεντονίστηκε κι έβγαλε την πλάτη του κι ο μάγερας έσπασε το ‘να το πλευρό του. Τον κανονιέρη τον πιάσανε ρευματισμοί και κειτότανε στην κουκέτα του. Η βάρδια βαστούσε αναμμένη τη φωτιά μέρα νύχτα.

Στις 20 Απριλίου έπεσε ο αγέρας κι ησυχάσανε για λίγο. Σφάξανε ένα γουρούνι και ξεφαντώσανε. Μα δεν προφτάξανε ν’ αποφάγουνε και πήρε ένας διαβολόκαιρος με χιόνι και με χαλάζι. Πίσσα ο ουρανός. Η θάλασσα είχε τέτοια όψη, που τρόμαζε το μάτι που την έβλεπε. Σήκωνε κάτι νερόβουνα μελανά και το καράβι χανότανε ανάμεσά τους. Τριάντα μέρες παλεύανε άδικα, δίχως να μπορέσουνε να πάνε μπροστά. Μάλιστα είχανε ξουριάσει κατά πίσω. Σκαμπανεβάζανε μέρα νύχτα και πότε τους ξεγελούσε η ελπίδα πότε τους παράλυνε η απελπισία.

Σαν είδε ο καπετάνιος πως δεν θα κατάφερνε να καβατζάρει τον καταραμένον Κάβο Χορν, το πήρε απόφαση και γύρισε την πλώρη κατά το μέρος απ’ όπου είχε έρθει. Οι ναύτες κάνανε μεγάλη χαρά, γιατί πολλοί απ’ αυτούς ήτανε άρρωστοι κι οι άλλοι ήτανε ξεθεωμένοι από τις μανούβρες.

Τώρα είχανε πρίμο τον αγέρα που τους μπόδιζε πρωτύτερα να περάσουνε στον Ειρηνικόν Ωκεανό και που τους έσπρωχνε κατά τον Κάβο της Καλής Ελπίδας, στη νοτινή άκρη της Αφρικής. Στις 22 Μαΐου είδανε τη λεγόμενη Τράπεζα από πάνω απ’ αυτόν τον κάβο, και σε λίγο πήγανε και ρίξανε άγκουρα κοντά στην πολιτεία του Καπ (Πόλη του Ακρωτηρίου).

Εκεί πέρα καθίσανε τριανταοχτώ μέρες, για να καλαφατίσουνε το καράβι και για να κάνουνε την κουμπάνια τους, επειδής οι ζωοθροφίες τους είχανε πολύ λιγοστέψει. Ύστερα σηκωθήκανε στα πανιά και βάλανε πλώρη στο νησί τ’ Άγιου Παύλου και φτάξανε κει στις 28 Ιουλίου, γιατί παλέψανε με κακοκαιριά. Η κακοκαιριά βάσταξε ώσπου φτάξανε στην Τασμάνια, κοντά στην Αυστράλια. Ο καπετάν Μπλάι γνώρισε το μπουγάζι το λεγόμενο «του Περιστατικού» από τον καιρό που ταξίδευε με τον καπετάν Κουκ, στα 1777.

Καθίσανε λίγες μέρες σ’ αυτό το μέρος και κάνανε ξύλα και νερό. Θελήσανε να πιάσουνε δοσοληψίες με τους αγριανθρώπους αλλά τ’ αντιμάμαλο της ακροθαλασσιάς ήτανε τόσο δυνατό, που δεν μπορέσανε να το περάσουνε οι βάρκες. Κάνανε πανιά και βάλανε πλώρη νοτινά από τη Νέα Ζελάντα, με την ελπίδα πως θα βρίσκανε καλόν αγέρα. Μα η κακοκαιριά βάσταξε και κόντεψε να τους ρίξει απάνω σε κάτι βραχόνησα. Ύστερα ο καιρός καλυτέρεψε και τραβήξανε κατά τον μαΐστρο-τραμουντάνα (ΒΔ), για να φτάξουνε στα Νησιά της Κοινωνίας και να πάρουνε τα ψωμόδεντρα. Περάσανε ανάμεσα σε κάτι νησιά που τα λένε Νησιά τους Μπας και σ’ ένα άλλο με τ’ όνομα Πίτκερν.

Στις 25 Οκτωβρίου φτάξανε στο Ταϊτί. Καβατζάροντας τον Κάβο της Αφροδίτης, την άλλη μέρα το ξημέρωμα, είδανε τριγυρισμένο το καράβι από ένα μελίσσι από μονόξυλα κι οι Ταϊτινοί φωνάζανε: «Είσαστε τίο;», δηλαδή, είσαστε φίλοι μας; Ακόμα ρωτούσανε αν το καράβι ερχότανε από την Αγγλία, «από την Πιριτάνια», όπως λέγανε, ή από τη Λίμα. Σαν ακούσανε πως ερχότανε από την Αγγλία, σκαρφαλώσανε στα ξάρτια κι ανεβήκανε στην κουβέρτα και τη γεμίσανε. Οι ναύτες, με τις μανούβρες που είχανε να κάνουνε, δεν μπορέσανε να τους διώξουνε. Στις εννιά η ώρα το πρωί, το «Μπάουντι» έριξε άγκουρα στο μπουγάζι του Ματαβάι. Το ταξίδι του είχε βαστάξει δέκα μήνες, όλο φουρτούνες, κρύο κι αρρώστιες.

Στο Ταϊτί βρήκανε καλόκαρδη φιλοξενία, μόλο που γινήκανε κάποιες παρεξηγήσεις με κάτι μικροπράγματα που κλέψανε οι αραπάδες. Ωστόσο, οι Εγγλέζοι περάσανε καλά. Ο καπετάνιος μοίρασε στους Ταϊτινούς κάτι μικρά δώρα και βγήκε στη στεριά, για να κάνει επίσκεψη στους αρχηγούς τους, στον Οταΐι, στον Οτόν, στον Ορίπια και στον Ποΐνο, που είχανε πάγει στο καράβι.

Οι Ταϊτινές ντύσανε τον καπετάν Μπλάι μ’ ένα έμορφο ρούχο, από κείνα που υφαίνανε στον αργαλειό και τον πήγανε με τιμή ως την ακροθαλασσιά. Απάνω στο καράβι ένας Ταϊτινός έδειξε στον καπετάνιο μια ζωγραφιά που παρίστανε τον καπετάν Κουκ, τον καπετάν «Τουτ», όπως τον λέγανε και τον παρακάλεσε να διορθώσει την κορνίζα που είχε σπάσει. Αυτή τη ζωγραφιά την είχανε καλά φυλαγμένη οι Ταϊτινοί, για να θυμούνται τον Κουκ και γιατί τους είχανε πει οι Εγγλέζοι πως έφτανε να τη δείχνανε, αν τύχαινε ν’ αράξει κανένα εγγλέζικο καράβι στο νησί τους, για να είναι σίγουροι για τη φιλία τους. Πολλές κοπέλες κοιμόντανε μέσα στο «Μπάουντι», γιατί όλοι οι ναύτες είχανε από μια φιληνάδα, μια «τίο».

Όσον καιρό χρειαστήκανε για να μαζέψουνε τα ψωμόδεντρα και να τα βάλουνε στο καράβι, μπαινοβγαίνανε στο «Μπάουντι» οι ντόπιοι κι οι Εγγλέζοι και περνούσανε ζωή χαρούμενη. Η μονάχη θλίψη που τους βρήκε, ήτανε ο θάνατος του γιατρού του καραβιού μα κι αυτόν δεν τον πολυλυπηθήκανε, γιατί ήτανε ένας μπεκρής που από την τεμπελιά του δεν περπάτηξε μήτε δέκα φορές απάνω στην κουβέρτα, όπως έγραψε ο καπετάνιος στο ημερολόγιό του.

Αλλά κι ο καπετάν Μπλάι, μόλο που ήτανε σπουδαίος ναυτικός, σταθερός σ’ ό,τι αποφάσιζε και γενναίος, ωστόσο ήτανε σκληρός κι ανυπόφορος, γεμάτος θυμό κι υποψία. Από τη μέρα που πιάσανε ν’ αρματώσουνε το καράβι, ολοένα επεισόδια έκανε. Ύστερα κατά το ταξίδι, πότε γινότανε σκύλος από τον θυμό του, πότε έλεγε πως οι αξιωματικοί κλέβανε τις μερίδες, μόλο που ο ίδιος τις λιγόστευε και παραπονιόντανε οι ναύτες βλέποντας πως τα καλύτερα κομμάτια πηγαίνανε στο τραπέζι του καπετάνιου, που έτρωγε μαζί με τον λοστρόμο και με τον μπεκρή τον γιατρό, που είπαμε πως πέθανε στο Ταϊτί. Το λοιπόν μέσα στο καράβι κανένας δεν τον χώνευε. Όλοι τον οχτρευόντανε.

Στις 3 Απριλίου το «Μπάουντι» ήτανε έτοιμο, για να κάνει πανιά. Τα ψωμόδεντρα και τ’ άλλα δέντρα ήτανε βαλμένα μέσα στο καράβι. Χίλια δεκαπέντε δέντρα και εφτακόσιες εβδομηντατέσσερις γλάστρες. Στις 4 Απριλίου, πήρανε απάνω την άγκουρα και πιάσανε το πέλαγο, ύστερ’ από εικοσιτρείς βδομάδες που περάσανε πολύ έμορφα σε κείνο το καλό το νησί.

Τραβήξανε κατά το βασίλεμα και φτάξανε στα νησιά Τόγκα-Ταμπού κι αράξανε στον κόρφο της Αναμούκας. Πολλοί αραπάδες ανεβήκανε στο καράβι κι ο καπετάνιος γνώρισε κάμποσους ντόπιους, που τον θυμότανε από τον καιρό που είχανε πάει με τον Κουκ στο νησί τους. Πήρανε κι άλλες ζωοθροφίες μαζί με κάποια βότανα, στον τόπο εκεινών που είχανε χαλάσει στο ταξίδι, και φύγανε.

Τη νύχτα, ενώ βρισκόντανε κοντά στο νησί Τόφο, κατά τη νοτιά, αποβραδίς φύλαγε την πρώτη βάρδια ο λοστρόμος Φράιερ. Κατά τα μεσάνυχτα, παράδωσε στον κανονιέρη και κείνος στον δεύτερο λοστρόμο Κρίστιαν, δίχως να παρουσιαστεί τίποτα που να ‘ναι ύποπτο.

Λίγο πριν να βγει ο ήλιος, μπήκανε στην κάμαρη του καπετάνιου μαζεμένοι κάμποσοι νοματαίοι και κείνος  ξύπνησε απότομα. Ανάμεσά τους είδε τον Κρίστιαν, τον οπλονόμο Τσόρτσιλ, τον δεύτερο κανονιέρη Μιλς και τον ναύτη Μπάρκιτ. Δεν είπανε τίποτα παρά πιάσανε τον καπετάνιο και δέσανε τα χέρια του πίσω από τη ράχη του, φοβερίζοντάς τον πως θα τον σκοτώνανε αν έβγαζε μιλιά. Ο Κρίστιαν βαστούσε ένα σπαθί κι οι άλλοι ήτανε αρματωμένοι με τουφέκια με τις μπαγιονέτες. Τον σύρανε από το κρεβάτι του και τον ανεβάσανε στην κουβέρτα, όπως ήτανε με το πουκάμισο. Θέλησε να φωνάξει βοήθεια, ρωτώντας τους για ποια αιτία τον δέσανε, μα εκείνοι του ξαναείπανε να σωπάσει, αν ήθελε τη ζωή του. Στην πόρτα είδε να φυλάγουνε τρεις ναύτες.

Στην κουβέρτα στεκότανε αρματωμένοι κι άλλοι ναύτες και κάποιοι απ’ αυτούς σαν να φυλάγανε τα καπάκια του αμπαριού, για να μη βγει κανένας. Μήτε ο Φράιερ μήτε ο Έλφινσον βρισκόντανε εκεί πέρα. Κατά τα φαινόμενα, οι περισσότεροι αξιωματικοί ήτανε πιασμένοι αιχμάλωτοι από τους συνωμότες, που είχανε για αρχηγό τον Κρίστιαν.

Ο καπετάν Μπλάι στάθηκε κοντά στο πρυμιό άλμπουρο κι έπιασε να φωνάζει και να δίνει διαταγές στους ναύτες, μα κανένας δεν έδωσε σημασία κι όλοι του λέγανε: «Πάψε, γιατί αλλιώς σε σκοτώνουμε!»

Απάνω σ’ αυτό ανεβάσανε στην κουβέρτα τον Φράιερ, τον λοστρόμο, και τον διατάξανε να ρίξει στη θάλασσα τη σκαμπαβία και κείνος έκανε ό,τι τον προστάξανε, με τη βοήθεια που του δώσανε τρεις τέσσερις ναύτες. Ύστερα τον κατεβάσανε στην κάμαρά του. Κατόπι προστάξανε να μπούνε στη βάρκα οι δόκιμοι Χόλιτ και Χάιουερτ, μαζί με τον γραμματικό του καπετάνιου, τον Σάμουελ. Ύστερ’ ανεβάσανε απάνω κάμποσους ναύτες και τους μπαρκάρανε κι αυτούς στη σκαμπαβία.

Τότε ο καπετάν Μπλάι κατάλαβε τι τον περίμενε, δηλαδή πως θα τον αφήνανε στον ωκεανό μαζί με τους πιστούς ναύτες του μέσα σε κείνη τη βάρκα. Ο Φλέτσερ Κρίστιαν στεκότανε κοντά του, αγριεμένος και καραμουντζωμένος, τραβώντας τον με το σκοινί που ήτανε δεμένος, κι έβαζε το σπαθί του στο στήθος του φωνάζοντας: «Μαμού!», που θα πει στην ταϊτινή γλώσσα: «Σκάσε!»

Βάλανε μέσα στη βάρκα λίγες ζωοθροφίες, ένα βαρέλι νερό, μια κάσα γαλέτα, λίγο ρούμι και λίγο κρασί, πεντ’ έξι όρνιθες, λίγο σπάγκο, λίγο καραβόπανο, πεντ’ έξι πετονιές και λίγα σκοινιά.

Κοντά στην κουπαστή μαζευτήκανε οι ναύτες και κοροϊδεύανε εκείνους τους δυστυχισμένους που ήτανε στριμωγμένοι μέσα στη βάρκα. Ο Σάμουελ ζήτησε να πάρει έναν τεταρτόκυκλο κι ένα κουμπάσο και του τα δώσανε, μα του είπανε να μην αγγίξει τις χάρτες και τ’ άλλα εργαλεία. Αλλά κι ο μαραγκός ζήτησε να πάρει κάποια εργαλεία της δουλειάς του κι ο Κρίστιαν του είπε να τα πάρει. Ο Φλέτσερ θέλησε μάλιστα να κρατήσει και τον μαραγκό στο καράβι, μα μετάνιωσε και κράτησε τα δυο τσιράκια του. Κράτησε και κάποιους άλλους άθελά τους και τρεις απ’ αυτούς το είπανε στον καπετάν Μπλάι και κείνος τους αποκρίθηκε πως θα το θυμηθεί κάποια μέρα, θέλοντας να πει πως αυτοί δεν θα λογαριαζόντανε με τους επαναστάτες.

Ως να τα βολέψουνε μέσα στη βάρκα, ο Κρίστιαν είπε να κεράσουνε από ένα ρούμι στους ναύτες που θ’ απομένανε μαζί του στο καράβι. Ο οπλονόμος ανάφερε πως η βάρκα ήτανε έτοιμη και πως μοναχά ο καπετάνιος δεν είχε μπαρκάρει ακόμα. Τότες ο Κρίστιαν φώναξε: «Μπρος, καπετάν Μπλάι, οι αξιωματικοί κι οι ναύτες σου βρίσκουνται μέσα στη βάρκα. Πρέπει να πας μαζί τους, αλλιώς, αν κάνεις πως αντιστέκεσαι, θα σκοτωθείς στη στιγμή!»

Την ώρα που τον σπρώχνανε προς τη σκάλα, ο καπετάνιος γύρισε κι είπε στον λοστρόμο για τελευταία φορά: «Αυτή είναι η ευγνωμοσύνη σου για όσα καλά σου έκανα;» Ο Κρίστιαν φάνηκε ταραγμένος κι είπε: «Ναι, καπετάν Μπλάι, είμαι κολασμένος, είμαι κολασμένος!»

Ύστερα σπρώξανε τον καπετάνιο μέσα στη βάρκα και τότε πια λύσανε τα χέρια του. Τραβήξανε τη βάρκα στην πρύμη του καραβιού. Οι επαναστάτες λέγανε ένα σωρό πειραχτικά λόγια σε κείνον που ήτανε πριν από λίγο ο αρχηγός τους καθώς και στους συντρόφους του. Σαν να θέλανε να τους βασανίσουνε περισσότερο, βαστούσανε τη βάρκα κάμποση ώρα λίγες οργιές μακριά από το καράβι. Σε μια στιγμή φάνηκε πως τους λυπηθήκανε και τους ρίξανε ένα κομμάτι πανί και λίγο χοιρινό παστωμένο. Ο καπετάνιος, την ώρα που βρισκότανε ακόμα στο καράβι, είχε ζητήσει να του δώσουνε κανένα τουφέκι, μα δεν του δώσανε. Μόνο την τελευταία στιγμή πασάρανε στους συντρόφους του τρία τέσσερα σπαθιά κι άλλα τόσα μαχαίρια, μα δεν τους δώσανε κανένα τουφέκι. Στο τέλος, αμολήσανε τη βάρκα και κείνη ξεμάκρυνε από το καράβι και σε λίγο φαινότανε σαν ένα μικρό μαυράδι μέσα στον ατέλειωτον ωκεανό. Το «Μπάουντι» τράβηξε για το Ταϊτί.

 

***

 

Οι σύντροφοι του καπετάν Μπλάι βάλανε τα κουπιά και τραβήξανε για το νησί Τόφο, που φαινότανε ως τριάντα μίλια μακριά. Μέσα στη βάρκα, που ‘χε μάκρος εφτά μέτρα, βρισκόντανε δεκαεννιά νοματαίοι. Ο καπετάν Μπλάι λογάριαζε να πιάσει πρώτα στο Τόφο κι αφού πάρει από κει νερό και τίποτα ζωοθροφίες, να πάγει στο Τόγκα-Ταμπού, που ήτανε ένα μεγάλο νησί κι είχε κι ένα βασιλιά που τον ήξερε ο καπετάνιος. Εκεί πέρα είχε σκοπό να βάλει στη βάρκα κουβέρτα, για να αγαντάρει στη θάλασσα και να μπορέσει να φτάξει σε κανένα λιμάνι ολλαντέζικο στην Ιντία, στο Τιμόρ, στο Μπαλί ή στη Γιάβα κι από τη Μπατάβια να μπαρκάρει σε κανένα καράβι και να φτάξει στην Αγγλία.

Κατά το βράδυ φύσηξε λίγο αγεράκι κι ισάρανε το πανί. Τη νύχτα φτάξανε στο Τόφο. Μα επειδής οι ακροθαλασσιές ήτανε απόγκρεμνες, ο καπετάνιος αποφάσισε να περιμένει να ξημερώσει, για να βγει στη στεριά. Μόλις γλυκοχάραξε, η βάρκα έπιασε να τραβά γιαλό γιαλό, ώσπου βρήκε ένα μικρό λιμάνι κι εκεί αράξανε. Βγήκανε όξω πέντ’ έξι νοματαίοι, σκαρφαλώνοντας απάνω στα βράχια, για να δούνε τι λογής ήτανε το νησί. Ο καπετάνιος με τους άλλους καθίσανε μέσα στη βάρκα και περιμένανε. Κατά το μεσημέρι, γυρίσανε οι αποσταλμένοι, δίχως να βρούνε τίποτα, εξόν από λίγο νερό που το μαζέψανε στις κουφάλες. Είπανε πως είδανε κάποια σημάδια, που δείχνανε πως υπάρχουνε ανθρώποι απάνω στο νησί. Ο Μπλάι παράγγειλε στους δικούς του να προσέξουνε, γιατί δεν γνωρίζανε τι ανθρώποι ήτανε κείνοι οι νησιώτες.

Ισάρανε το πανί και τραβήξανε. Σε λίγο σηκώθηκε ένας δυνατός αγέρας κι οι θάλασσες αφρίζανε απάνω στα γκρεμνά. Βγήκανε όξω τρεις τέσσερις ναύτες και γυρίσανε με λίγες αραποκαρύδες και τίποτ’ άλλο. Σαν είδανε κι αποείδανε, πήγανε και φουντάρανε πάλι στο ίδιο λιμάνι.

Την  άλλη μέρα, βγήκανε στη στεριά ο καπετάνιος και πέντ’ έξι ναύτες. Περπατήξανε κάμποσο παραμέσα στο νησί και φτάξανε κοντά σ’ ένα ηφαίστειο που άναβε. Όλη η στεριά που περάσανε ήτανε έρημη και ξερή. Πουθενά νερό. Γυρίσανε πίσω ξεθεωμένοι, φέρνοντας μονάχα λίγες μπανάνες και λίγες αραποκαρύδες. Τ’ απόγεμα βγήκανε πάλι όξω, μα δεν βρήκανε τίποτα και τούτη τη φορά. Κάποιοι ναύτες περάσανε τη νύχτα μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στη βάρκα κι επειδής ανάψανε μια φωτιά, σηκωνότανε κάθε τόσο, για να μην σβήσει κι έτσι εκείνοι που βρισκόντανε μέσα στη βάρκα μπορέσανε και κοιμηθήκανε με την ησυχία τους.

Την αυγή ξαναβγήκανε στο νησί. Τούτη τη φορά συναπαντήσανε τρεις αραπάδες που τους ακολουθήσανε. Ύστερα ήρτανε κι άλλοι και σε λίγο μαζευτήκανε κάμποσοι γύρω στο λιμάνι. Φαινόντανε σαν καλοί. Τους πήγανε φρούτα κι οι Εγγλέζοι τα πληρώσανε με χάντρες και με κουμπιά. Επειδής οι μαύροι απορούσανε, γιατί οι Εγγλέζοι δεν είχανε κανένα μεγάλο καράβι, ο καπετάνιος τους έδωσε να καταλάβουνε με γνεψίματα πως ήτανε καραβοτσακισμένοι. Οι αραπάδες δεν δείξανε μηδέ λύπη μηδέ χαρά. Ο καπετάνιος φχαριστήθηκε, γιατί οι δικοί του φάγανε μπανάνες, καρύδες και δεντρόψωμα κι έτσι δεν λιγοστέψανε οι ζωοθροφίες τους.

Την άλλη μέρα μαζευτήκανε πιο πολλοί αγριανθρώποι κι ανάμεσά τους ήτανε και κάποιοι αρχηγοί τους. Άξαφνα αρπάξανε τη μπαρούμα και θελήσανε να τραβήξουμε τη βάρκα όξω. Ο καπετάνιος τους φοβέριξε με το σπαθί, μα ένας από τους αρχηγούς δεν άφηνε τη βάρκα. Οι άλλοι αραπάδες βαστούσανε πέτρες. Ο καπετάνιος είπε στους δικούς του να κάνουνε τον αδιάφορο. Μα οι αραπάδες αρχίσανε τον πετροπόλεμο. Οι Εγγλέζοι προφτάξανε και μπήκανε στη βάρκα. Μονάχα ένας ναύτης θέλησε να ξεμπλέξει το σκοινί από ‘ναν βράχο και τον σκοτώσανε με τις πέτρες. Ο καπετάνιος γλήγορα έκοψε το σκοινί με το μαχαίρι. Μα ίσαμε να πάρουνε απάνω την άγκουρα, οι μαύροι τρέξανε στα μονόξυλά τους, που τα ‘χανε φορτωμένα πέτρες, και χυθήκανε απάνω στη βάρκα. Κείνη τη στιγμή σκέφτηκε ο καπετάνιος να πετάξει στη θάλασσα κάτι καραβόπανα. Το σκέδιο πέτυχε. Οι αραπάδες τσακωθήκανε ποιος ν’ αρπάξει τα καραβόπανα κι η βάρκα αλαργάρισε μέσα στο σκοτάδι, γιατί είχε νυχτώσει.

Οι κακόμοιροι, που είχανε απομείνει δεκαοχτώ πέσανε σε απελπισία. Άραγε τι τους περίμενε στο Τόγκα-Ταμπού; Κάνανε την προσευχή τους και νιώσανε πιο ήσυχο τον εαυτό τους.

Τη νύχτα σηκώθηκε ένας δαιμονισμένος αγέρας. Οι θάλασσες χιμήξανε να καταπιούνε τη βάρκα, που γέμιζε νερά, μόλο που τ’ αδειάζανε ακατάπαυστα.

Τη μέρα που ξημέρωσε βάσταξε ο ίδιος ο καιρός. Ο καπετάνιος πρόσταξε να πετάξουνε στη θάλασσα τα καραβόπανα, τα σκοινιά κι όσα άλλα πράγματα δεν τους χρειαζόντανε πολύ.

Στις 5 Μαΐου είδανε κάποια μικρόνησα, που ήτανε τόσα πολλά, που περνούσανε επί δυο μέρες ανάμεσά τους. Ήτανε τ’ αρχιπέλαγο Βίτι, όπως λογάριασε ο καπετάνιος. Από τον φόβο τους δεν πήγανε κοντά. Από μακριά είδανε κάτι μεγάλα μονόξυλα π’ αρμενίζανε με τα πανιά. Για μια στιγμή είδανε πως τρέξανε από πίσω από τη βάρκα κι οι δύστυχοι οι Εγγλέζοι τρομάξανε. Ωστόσο σε λίγη ώρα, τα μονόξυλα γυρίσανε πίσω.

Τη νύχτα έπιασε η βροχή κι ήπιανε όσο θέλανε. Μα γινήκανε μούσκεμα κι όπως ήτανε μαζεμένοι, πιαστήκανε τα ποδάρια τους.

Ο καπετάνιος τους μοίραζε τη γαλέτα και το νερό με το δράμι, τους έδινε καμιά φορά και καμιά μπουκιά χοιρινό και μια στάλα ρούμι. Είχε κάνει μια ζυγαριά με δυο φλούδες από αραποκαρύδες και για ζύγια έβαζε δυο τρεις μπάλες του τουφεκιού, που βρεθήκανε στη σεντίνα της βάρκας. Ύστερα από το φαγητό όποτε ήτανε καλός καιρός, ο καπετάνιος, για να τους διασκεδάζει, τους μιλούσε για τα νησιά που περνούσανε και για τον δρόμο που θα τραβούσε. Επειδής η θάλασσα ήτανε ήσυχη λίγες μέρες, μπορέσανε και καρφώσανε κάτι σανίδες στις μπάντες της βάρκας, για να ψηλώσει, βάλανε και τα καραβόπανα για μουσαμάδες.

Η βροχή ξανάπιασε κι ο αγέρας φρεσκάρισε. Ο καπετάνιος έγραφε στο ημερολόγιό του: «Ήμαστε βρεμένοι ως τα κόκαλα κι υποφέραμε από το κρύο όλη τη νύχτα. Το πρωί έδωσα σ’ όλους από μια κουταλιά ρούμι. Το κορμί μας ήτανε αναίσθητο από το μούδιασμα. Η θάλασσα περνούσε από πάνω από την πρύμνη μας κι αδειάζαμε τα νερά δίχως να πάψουμε. Το μεσημέρι φάνηκε ο ήλιος και πήραμε ελπίδα… Το βράδυ ξανάρχισε η βροχή. Περάσαμε μια νύχτα φοβερή. Τέλος, φάνηκε η μέρα κι είδα πως οι συντρόφοι μου ήτανε ένα κοπάδι μισοπεθαμένοι ανθρώποι κι εγώ δεν είχα τίποτα, για να τους ανακουφίσω…»

Για να μην καταλαβαίνουνε την παγωνιά που βγάζουνε τα βρεμένα ρούχα, ο καπετάνιος είπε να τα βουτήξουνε στη θάλασσα, επειδή το θαλασσινό νερό κόβει λιγάκι το κρύο που δίνει στο κορμί το γλυκό νερό.

Στις 14 Μαΐου, είδανε ένα άλλο κοπάδι νησιά που ήτανε δασωμένα. Εδώ κι εκεί βλέπανε ν’ ανεβαίνει καπνός. Ο καπετάνιος απόφυγε να πιάσει σε στεριά. Ήτανε οι Νέες Εβρίδες, που ζούνε απάνω τους οι πιο άγριοι ανθρωποφάγοι. Βαστάξανε πλώρη στον μπουνέντη, για να μπορέσουνε να πιάσουνε στην Αυστραλία, πιο κάτω από το μπουγάζι του Τόρρες.

Η θάλασσα ήτανε πάντα φουρτουνιασμένη. Μέσα στη βάρκα δεν βρισκόντανε πια ανθρώποι αλλά φαντάσματα. Γυρεύανε από τον καπετάνιο περισσότερο φαγητό, μα εκείνος δεν τους άκουγε.

Στις 20 Μαΐου έγραψε: «Τα ξημερώματα έριξα μια ματιά στη βάρκα. Πέντ’ έξι μου φανήκανε μισοπεθαμένοι. Τα μάτια τους ήτανε αγριεμένα από την πείνα. Κατά το μεσημέρι, φάνηκε ο ήλιος και ξαναγεννηθήκαμε.»

Ο καπετάνιος λογάριαζε πως είχανε γαλέτα, για να συντηρηθούνε κουτσά στραβά κανέναν μήνα, ώσπου να φτάξουνε στο Τιμόρ και στην ανάγκη στη Γιάβα, αν οι καιροί τους βοηθούσανε. Αν όμως βρίσκανε κόντρα τον αγέρα; Ο καπετάνιος αυτό φοβότανε κι είπε στους συντρόφους του να λιγοστέψουνε τη μερίδα τους, που ήτανε όλη όλη μια μπουκιά, για να βαστάξει η γαλέτα ίσαμε δέκα βδομάδες. Οι κακόμοιροι το παραδεχτήκανε, δίχως να μουρμουρίσουνε.

Μια μέρα πιάσανε ένα θαλασσινό όρνιο, σαν αγιούπα, και το μοιράσανε σε δεκαοχτώ μερίδια, μαζί με τα συκώτια και με τ’ άντερα. Την άλλη μέρα πιάσανε ακόμα ένα μεγάλο πουλί και καλοπεράσανε.

Τα πουλιά που πετούσανε γύρω από τη βάρκα φανερώνανε πως βρισκότανε κοντά η στεριά. Κι αληθινά στις 29 Μαΐου πριν να βγει ο ήλιος ακούσανε σαν να ‘σκαζε η θάλασσα απάνω σε κάποιες ξέρες. Ο καπετάν Μπλάι έβαλε πλώρη κατά κει, μα κατάλαβε πως τραβούσανε τη βάρκα τα ρέματα κατά το μέρος εκείνο και φοβήθηκε. Πρόσταξε να βάλουνε τα κουπιά, για να κόψουνε τον δρόμο της σκαμπαβίας. Μα εκείνα τα σκέλεθρα δεν είχανε κουράγιο να τα βαστάξουνε κι η βάρκα έτρεχε σαν σαγίτα να πάγει να τσακιστεί απάνω στις ξέρες. Άξαφνα ο καπετάνιος, μέσα στην απελπισία του, είδε μπροστά τους ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στα βράχια και τιμόνισε κατά κείνο το μπάσιμο, που τραβούσε και το ρέμα. Ως ν’ ανοιγοκλείσουνε τα μάτια τους, περάσανε τις ξέρες και βρεθήκανε μέσα σε νερά ήσυχα. Φχαριστήσανε τον Θεό που τους λυπήθηκε. Σε λίγο φάνηκε καθαρά η στεριά, τριγυρισμένη από κάτι ξερόνησα απόγκρεμνα και κατάγυμνα, ξέρες της απελπισίας. Το μονάχο πράγμα που βρήκανε απάνω σ’ αυτά ήτανε λίγα στρείδια. Είδανε και λίγη στάχτη ανάμεσα  στις πέτρες, απ’ όπου καταλάβανε πως θα πηγαίνανε στα ξερόβραχα τίποτα αραπάδες από τη στεριά. Καμιά δεκαριά από τους ναυαγισμένους βγήκανε στη στεριά και κοιμηθήκανε, μα δεν ανάψανε φωτιά από τον φόβο μην τους δούνε από τη μεγάλη στεριά.

Την άλλη μέρα ο καπετάνιος είπε ν’ ανάψουνε μια φωτιά από τη μεριά του ξερόνησου που κοίταζε κατά το πέλαγο. Ύστερα γείρανε τη βάρκα, για να δούνε τι ζημιές είχε πάθει. Είδανε λοιπόν πως ένα από τα βελόνια του τιμονιού είχε χαθεί και πως σαν από θαύμα στεκότανε το τιμόνι στον τόπο του. Αν τύχαινε και το έπαιρνε η θάλασσα, τον καιρό που ήτανε φουρτουνιασμένη, η βάρκα δίχως τιμόνι γρήγορα θα βούλιαζε. Κάνανε ένα καινούριο βελόνι από έναν γάντζο που βρέθηκε μέσα στη βάρκα.

Μαζέψανε κάμποσα μεγάλα στρείδια και λίγο νερό. Βράσανε μέσα σ’ ένα καζανάκι λίγο χοιρινό μαζί με γαλέτα και φάγανε καλά κι ύστερα ξαπλώσανε στον ήλιο, που ήτανε καυτερός και τους ζωογόνησε. Ο καπετάνιος είπε να φορτώσουνε όσα στρείδια μπορέσανε κι αφού κάνανε την προσευχή τους, αβαράρανε τη βάρκα για να φύγουνε.

Εκείνη την ώρα είδανε καμιά εικοσαριά αραπάδες που τρέχανε στην αντικρινή ακροθαλασσιά και που βγάζανε δυνατές φωνές, κουνώντας κάτι μεγάλα κοντάρια. Ο καπετάνιος πρόταξε να ισάρουνε γλήγορα το πανί, γιατί φοβήθηκε μην τους κυνηγήσουνε οι μαύροι με τα μονόξυλά τους. Κι έτσι πιάσανε το πέλαγο και γλιτώσανε.

Την άλλη μέρα η βάρκα πέρασε ανοιχτά από κάτι νησιά κι είδανε λιγοστούς αγριανθρώπους που τους κάνανε σινιάλα με κλαδιά από δέντρα.

Μια μέρα, ένας από τους ναύτες μίλησε απότομα στον καπετάνιο. Ο καπετάνιος πήρε δυο σπαθιά κι έδωσε το ένα σε κείνον τον ναύτη και του είπε να φυλαχτεί, γιατί θα τον χτυπήσει. Ο ναύτης μούλωξε σε μια γωνιά και δεν είπε μιλιά.

Στις 7 Ιουνίου σηκώθηκε μια δυνατή φουρτούνα. Την άλλη μέρα ο καιρός λασκάρισε λίγο και πιάσανε ένα δελφίνι και μ’ αυτό περάσανε δυο μέρες. Κατά το βράδυ, ο αγέρας φρεσκάρισε και φυσούσε φουρτουνιασμένος όλη τη νύχτα. Υποφέρανε πολύ από το κρύο, γιατί γινήκανε μούσκεμα από τις θάλασσες.

Το πρωί οι καραβοτσακισμένοι ήτανε σε ελεεινή κατάσταση και βογκούσανε. Ο καπετάνιος τους μοίρασε από λίγο κρασί. Μα αδιαφόρετα. Είχανε καταντήσει σαν βρουκολάκοι. Τα ποδάρια τους ήτανε πρησμένα, τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα κι ολοένα πέφτανε σε βύθος.

Στις 12 Ιουνίου είδανε μια στεριά δασωμένη. Ήτανε το Τιμόρ.

Οι μισοπεθαμένοι που ήτανε στοιβαγμένοι μέσα στη βάρκα δεν φανερώσανε καμιά χαρά, σαν είδανε τη στεριά. Μοναχά γυρίσανε βαριεστημένα τα μάτια τους και κοιτάξανε κατά το μέρος που φάνηκε κείνη η μαύρη λουρίδα μέσα στον απέραντον ωκεανό.

Είχανε περάσει με το σκαφίδι τους τρεις χιλιάδες εφτακόσια μίλια σε σαρανταένα μερόνυχτα!

Ο καπετάν Μπλάι φυλάχτηκε και δεν έπιασε στη στεριά από φόβο μην πάθουνε ό,τι είχανε στο Τόφο. Ήθελε ν’ αράξει σε κάποιο μέρος που συχνάζανε τα ευρωπαϊκά καράβια. Δυο μέρες αρμένιζε ανοιχτά από τη στεριά κι οι συντρόφοι του βλέπανε μια έμορφη χώρα καταπράσινη κι εδώ κι εκεί φαινότανε καλύβες μέσα στα δέντρα.

Στις 14 Ιουνίου, κατά το βράδυ, είδανε έναν μεγάλον κόρφο κι ο καπετάνιος έκρινε πως εκεί κοντά θα βρισκότανε η ολλαντέζικη σκάλα. Είπε να ρίξουνε την άγκουρα και να βγούνε στη στεριά δυο νοματαίοι. Γυρίσανε πίσω μαζί με κάμποσους αραπάδες με ήμερη και γελαστή όψη. Απ’ αυτούς μάθανε πως ο Ολλαντέζος γκουβερναδόρος καθότανε εκεί κοντά, σ’ ένα μέρος που το λέγανε Κουπάγκο. Οι ναύτες φάγανε καλά, γιατί οι μαύροι τους είχανε δώσει κρέας από χελώνα και καλαμπόκι, πήρανε απάνω την άγκουρα και τραβήξανε έχοντας για πιλότους τους αραπάδες.

Ξημερώνοντας την άλλη μέρα, βρεθήκανε μπροστά σ’ ένα μικρό κάστρο, που ήτανε χτισμένο από πάνω από μια πολιτεία. Κάτι καράβια ήτανε φουνταρισμένα μπροστά στα σπίτια και στεκόντανε σαν κοιμισμένα απάνω στα ήσυχα νερά. Αυτό ήτανε το Κουπάγκο.

Οι Εγγλέζοι βγήκανε στη στεριά με πολλά βάσανα, γιατί δεν μπορούσανε να περπατήξουνε. Ένας Εγγλέζος καπετάνιος, που είχε αραγμένο το καράβι του εκεί πέρα, τους έκανε τραπέζι κι αφού φάγανε, του είπανε τι μαρτύρια είχανε περάσει. Κόσμος πολύς μαζεύτηκε κι έβλεπε κείνους τους δυστυχισμένους, που ήτανε πετσί και κόκαλο, τυλιγμένοι με κάτι ελεεινά κουρέλια, που μαδούσανε από το βρέξιμο κι από το στύψιμο.

Ο Ολλαντέζος διοικητής ήτανε βαριά άρρωστος και δεν μπόρεσε να τους περιποιηθεί ο ίδιος, αλλά έδωσε διαταγή να τους δώσουνε ζωοθροφίες κι ένα σπίτι για να καθίσουνε. Ο καπετάν Μπλάι έγραψε στο βιβλίο του καραβιού: «Δοξασμένος ας είναι ο Θεός που μας βοήθησε και περάσαμε τόσα κίντυνα και φτάξαμε ζωντανοί σ’ ένα λιμάνι, όπου βρήκαμε καλούς και φιλόξενους ανθρώπους, για να μας δώσουνε κάθε βοήθεια και κάθε παρηγοριά.»

Οι καραβοτσακισμένοι γλήγορα δυναμώσανε με τις περιποιήσεις που τους κάνανε. Ο καπετάνιος αγόρασε μια μικρή γολέτα και της έδωσε το όνομα «Σωτηρία». Τα λεφτά για ν’ αγοράσει το καράβι του τα δάνεισε ο γκουβερναδόρος. Με τη «Σωτηρία» λογάριαζε να φτάξει στη Μπατάβια, πριν να κάνουνε πανιά τα καράβια που φεύγανε από κει κάθε χρόνο για την Ευρώπη.

Πριν φύγουνε από το Κουπάγκο, ο καπετάν Μπλάι πήγε ν’ αποχαιρετήσει και να φχαριστήσει τον διοικητή και του ‘δωσε μια έκθεση για το πώς έχασε το καράβι του κι εκεί μέσα έγραψε τα χαρακτηριστικά που είχε ο Κρίστιαν κι οι άλλοι επαναστάτες.

Μπαρκάρανε στη γολέτα ο καπετάν Μπλάι μαζί με δεκάξι μοναχά από τους συντρόφους του. Γιατί ένας απ’ αυτούς είχε πεθάνει λίγο υστερότερα από τη μέρα που φτάξανε στο Κουπάγκο.

Τους έκανε γλυκό καιρό κι αρμενίσανε καλά. Πιάσανε πρώτα στη Σουχαρία κι ύστερα στο Σαραμάγκο. Μονάχα που κοιμόντανε αρματωμένοι τη νύχτα, επειδή σε κείνες τις θάλασσες τριγυρίζανε κάμποσοι Γιοβανέζοι κουρσάροι.

Φτάξανε στη Μπατάβια την 1 Οκτωβρίου. Ο καπετάνιος πούλησε όσα όσα τη γολέτα. Πούλησε και την πολύπαθη βάρκα, που τους σήκωσε από τα νησιά της Φιλίας από το Τόγκα-Ταμπού ως το Τιμόρ και δάκρυσε σαν να αποχωρίστηκε κανέναν συγγενή του.

Ο καπετάνιος αρρώστησε και δεν μπαρκάρισε στο ίδιο καράβι που μπαρκάρανε οι άλλοι συντρόφοι του. Αυτός μπαρκάρισε σ’ ένα άλλο στις 16 Οκτωβρίου, μαζί με τον Σάμουελ, τον γραμματικό του και φτάξανε στην Αγγλία στις 14 Μαρτίου.

Από τους δεκαεννιά νοματαίους που βάλανε οι επαναστάτες μέσα στη βάρκα του «Μπάουντι» και τους αφήσανε στο έλεος του Θεού, μονάχα δώδεκα γυρίσανε στην πατρίδα τους. Τρεις πεθάνανε στη Μπατάβια από θέρμες κι ένας άλλος πέθανε μέσα στο καράβι που τους πήγαινε στην Αγγλία. Ο γιατρός του καραβιού δεν θέλησε να μπαρκάρει με τους άλλους κι απόμεινε στη Μπατάβια.

 

***

 

Σαν ξεμάκρυνε από το «Μπάουντι» η βάρκα που είχε μέσα τον καπετάν Μπλάι και τους συντρόφους του, απάνω στο καράβι ήτανε πια καπετάνιος ο επαναστάτης Κρίστιαν.

Όσο φαινότανε η βάρκα από το καράβι, ο Κρίστιαν είπε στον τιμονιέρη να βαστά απάνω στον μαΐστρο-τραμουντάνα, για να ξεγελάσει τον καπετάν Μπλάι πως τάχα πήγαινε αλλού και πως δεν γύρισε πίσω κατά τον λεβάντε.

Συλλογιζότανε τι να κάνει, πού να κρυφτεί. Γιατί ήξερε πως το «Μπάουντι» θα ψάχνανε να το βρούνε από το Εγγλέζικο Ναυαρχείο, είτε χανότανε ο καπετάν Μπλάι με τους δικούς του, είτε αντάμωνε κανένα καράβι και γλίτωνε.

Ήξερε πως στο Ταϊτί συχνάζανε πολλά καράβια κι ήτανε επικίντυνο να υποπτευτούνε οι Ταϊτινοί πως γίνηκε επανάσταση μέσα στο «Μπάουντι» και θα το υποπτευόντανε, σαν βλέπανε πως είχανε λιγοστέψει οι ναύτες του. Αποφάσισε λοιπόν να τραβήξει στο νησί Τουμπουάι, νοτινά του Ταϊτί. Το τσούρμο που είχε απομείνει απάνω στο «Μπάουντι» έφτανε για τις μανούβρες.

Η πρώτη δουλειά που κάνανε οι επαναστάτες, σαν απομείνανε αφεντικά του καραβιού, ήτανε να ρίξουνε στη θάλασσα τα περισσότερα δέντρα. Ύστερα μοιραστήκανε τα σπαθιά και τα τουφέκια.

Φτάξανε στο Τουμπουάι στις 15 Μαΐου. Μα κρύωσε η καρδιά τους, σαν είδανε μαζεμένους στην ακρογιαλιά κάμποσους αραπάδες, που τους φοβερίζανε με τα κοντάρια και με τα τοπούζια που κουνούσανε, βγάζοντας κάτι άγριες φωνές. Ωστόσο ο Κρίστιαν αποφάσισε να βγάλει στη στεριά κάποιους δικούς του. Είδε όμως πως οι αγριανθρώποι δεν το παραδεχόντανε. Τότε πρόσταξε να ρίξουνε με τα μουσκέτα κι οι αραπάδες σκορπίσανε, ουρλιάζοντας σαν τρελοί. Βγήκανε λοιπόν στη στεριά κάμποσοι Εγγλέζοι και πασκίσανε να τραβήξουνε τους μαύρους, δείχνοντάς τους κάποια φανταχτερά παιχνίδια, μα αυτοί δεν πηγαίνανε κοντά τους.

Ωστόσο ο Κρίστιαν ήτανε αποφασισμένος να καθίσει σε κείνο το νησί μαζί με τους συντρόφους του, γιατί ήτανε σίγουρος πως κανένας τους δεν θα γλίτωνε την κρεμάλα, αν τύχαινε να γυρίσει πίσω στην Αγγλία. Μα οι συντρόφοι του δεν ήτανε σύμφωνοι με τη γνώμη του, επειδή το Τουμπουάι δεν είχε πολλά από τα πράγματα που είχανε ανάγκη για να ζήσουνε. Για τούτο αποφασίσανε να πάνε στο Ταϊτί και βάλανε πλώρη γι’ αυτό το νησί και φτάξανε εκεί πέρα στις 6 Ιουνίου.

Οι Ταϊτινοί σαν είδανε το καράβι, κάνανε μεγάλες χαρές και σαν βγήκανε όξω οι Εγγλέζοι, τους αγκαλιάζανε και τους φιλούσανε. Κι επειδή βλέπανε πως λείπανε πολλοί ναύτες, ο Κρίστιαν σκάρωσε μια ψεύτικη ιστορία· πως σαν φύγανε από το Ταϊτί, βγήκανε σ’ ένα νησί που δεν το ξέρανε, λεγόμενο Αϊτουτακί και δίχως να το περιμένουμε, βρήκανε εκεί πέρα τον καπετάν Κουκ, που το είχε ανακαλύψει πριν από λίγον καιρό κι ήθελε να χτίσει σ’ αυτό το μέρος ένα χωριό και πως, σαν τους είπε ο Κουκ αυτό το πράγμα, ξεφορτωθήκανε τα ψωμόδεντρα κι ο καπετάν Μπλάι απόμεινε σε εκείνο το νησί, για να βοηθήσει τον Κουκ κι έστειλε το «Μπάουντι» στο Ταϊτί, για να πάρει από κει κάποια χρειαζούμενα πράγματα.

Οι Ταϊτινοί τα πιστέψανε όσα τους είπε ο Κρίστιαν και μάλιστα συγκινήθηκαν, σαν ακούσανε πως τους είχανε στείλει ο καπετάν Κουκ κι ο καπετάν Μπλάι και βιαστήκανε να φορτώσουνε γλήγορα το «Μπάουντι» με ζωοθροφίες. Μέσα σε λίγες μέρες κουβαλήσανε στο καράβι τρακόσα δώδεκα γουρούνια, καμιά σαρανταριά γίδες, ως εκατό όρνιθες και πάπιες κι ένα σωρό μπανάνες και ψωμιά από ψωμόδεντρα. Μαζί μ’ αυτά μπαρκάρανε στο καράβι κι οχτώ Ταϊτινοί, εννιά Ταϊτινές κι εφτά αγοράκια. Μ’ αυτά το φορτίο το «Μπάουντι» σηκώθηκε στα πανιά κι έφταξε στο Τουμπουάι στις 26 Ιουνίου. Εκεί πέρα διαλέξανε μιαν αμμουδιά και τραβήξανε όξω το καράβι και κοντά του πιάσανε να χτίζουνε ένα μικρό καστράκι.

Μα η δουλειά δεν πήγαινε καλά. Αρχίσανε να μαλώνουνε. Όπου φτώχια εκεί και γκρίνια. Πότε τους έλειπε το ‘να, πότε τ’ άλλο. Εκείνο το νησί που το είχανε κάνει με την φαντασία τους Παράδεισο, ήτανε ένα ξερόνησο καταραμένο. Οι ντόπιοι αραπάδες νιώθανε μεγάλη έχθρητα για τους άσπρους κι ήτανε ολοένα αρματωμένοι. Οι Ταϊτινοί πάλι ήτανε κακιωμένοι, γιατί τους μεταχειριζόντανε οι Εγγλέζοι σαν σκλάβους κι είδανε πως όσα τους είχε πει ο Κρίστιαν ήτανε ψέματα. Με λίγα λόγια, οι επαναστάτες δεν χωνεύανε τον Κρίστιαν που ήτανε σκληρόκαρδος άνθρωπος κι αναρωτιόντανε γιατί τάχα ξεσηκωθήκανε καταπάνω στον καπετάν Μπλάι, αφού τούτος ήτανε χειρότερος.

Είπαμε πως οι ντόπιοι αραπάδες οχτρευότανε τους άσπρους. Στην αρχή είχανε μαλακώσει λίγο, γιατί κουβεντιάζανε με τους Ταϊτινούς, που μιλούσανε την ίδια γλώσσα μ’ αυτούς. Μα σαν είδανε πως κι οι Ταϊτινοί ήτανε ξεγελασμένοι από τους άσπρους, γινήκανε καταπάνω στους επαναστάτες και πήρανε απόφαση να τους εξοντώσουνε. Χτυπηθήκανε δυο τρεις φορές και σκοτωθήκανε κάμποσοι ντόπιοι.

Βλέποντας οι επαναστάτες πως δεν ήτανε προκοπή κάνανε συμβούλιο κι αποφασίσανε να γυρίσουνε πίσω στο Ταϊτί και να βγάλουνε όξω εκείνους που θέλανε να φύγουνε από τη συντροφιά. Κι έτσι κάνανε.

Στις 20 Σεπτεμβρίου αράξανε στο μπουγάζι του Ματαβάι και βγάλανε στη στεριά δεκατέσσερες νοματαίους, που ζητήσανε ν’ απομείνουνε στο Ταϊτί. Άλλοι απ’ αυτούς είχανε σκοπό ν’ αποτραβηχτούνε σε κανένα έρημο μέρος και να ζήσουνε δίχως έγνοιες και δίχως να μαθαίνουνε τίποτα από τον κόσμο. Άλλοι πάλι, που λέγανε πως ήτανε αθώοι, λογαριάζανε να καθίσουνε στο Ταϊτί, περιμένοντας ν’ αράξει κανένα εγγλέζικο καράβι και να παραδοθούνε, για να γυρίσουνε στον τόπο τους. Αυτοί που ξεμπαρκάρανε, πήρανε και τα τουφέκια τους και τα σπαθιά τους.

Ο Κρίστιαν ήτανε βιαστικός, μην τύχει και φτάξει κανένα καράβι. Σε μια μέρα έγινε το πάρε δώσε με τη στεριά και την άλλη μέρα το πρωί πρωί ετοιμαστήκανε να σηκωθούνε στα πανιά. Ο Κρίστιαν είχε στον νου του να πάει να ζήσει αυτός κι οι σύντροφοί του σε κανένα ξεμοναχιασμένο νησί, που δεν το συχνάζανε τα καράβια κα για τούτο είπε πως θα κάνανε ένα γλέντι απάνω στο καράβι, για ν’ αποχαιρετήσουνε τις Ταϊτινές, που αγαπούνε να διασκεδάζουνε. Ανεβήκανε λοιπόν στο «Μπάουντι» κάμποσες γυναίκες και πριν να πάρουνε είδηση, ισάρανε τα πανιά και πιάσανε το πέλαγο. Οι γυναίκες που κλέψανε ήτανε δώδεκα.

Τα ψηλά βουνά του Ταϊτί φαινόντανε κάμποσες ώρες κι ύστερα σιγά σιγά σβήσανε μέσα στην άχνα της θάλασσας.

Οι επαναστάτες συλλογιζόντανε σε ποιο ρημονήσι να πάνε και συζητούσανε απάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Στην αρχή είπανε να πάνε σε κανένα από τα πολλά ρημόνησα που βρίσκουνται στο αρχιπέλαγο της Μαρκίζας. Μα αλλάξανε γνώμη, γιατί ο Κρίστιαν θυμήθηκε πως είχε ακούσει για ένα ρημονήσι ξεμοναχιασμένο, που βρισκότανε μακριά από τον δρόμο που βαστούσανε τα καράβια και που είχε απάνω ό,τι τους χρειαζότανε για να ζήσουνε. Αυτό το νησί το λέγανε Πίτκερν, σε μια απόσταση χίλια μίλια από το Ταϊτί, κατά τον σοροκολεβάντε (ΝΑ). Ο Κρίστιαν έψαξε και βρήκε στη βιβλιοθήκη του καραβιού κάποια βιβλία που γράφανε για το Πίτκερν, τι λογής ήτανε και κατά πού βρισκότανε. Αποφάσισε λοιπόν να πάγει να το βρει κι έβαλε πλώρη κατά τον σοροκολεβάντε.

Αρμενίσανε λίγες μέρες, ώσπου είδανε μια στεριά με ψηλά βουνά κι όχι πολύ μεγάλη. Όσο πηγαίνανε κοντύτερα, ξεχωρίζανε κάτι λαγκάδια δασωμένα. Οι ακροθαλασσιές του νησιού φαινόντανε απόγκρεμνες. Ήτανε σίγουροι πως αυτό ήτανε το Πίτκερν που το είχε βρει ο Κάρτρετ στα 1767.

Να τι έγραφε τότε στο βιβλίο του ο καπετάν Κάρτρετ: «Στις 2 Ιουλίου, μέρα Πέμπτη, είδαμε μια στεριά κατά τον βοριά. Την άλλη μέρα πήγαμε γιαλό και μας φάνηκε σαν ένας θεόρατος βράχος που βγήκε μεσ’ από το νερό. Δεν θα ‘χε περιφέρεια περισσότερη από πέντε μίλια και φαινότανε έρημη από άνθρωπο. Ήτανε όμως σκεπασμένη από δέντρα κι είδαμε ένα μικρό ποταμάκι να κατεβαίνει από τη μια πλαγιά του. Θελήσαμε να βγούμε όξω μα οι θάλασσες σκάζανε με μανία στα βράχια και σηκώνανε ένα τέτοιο αντιμάμαλο, που δεν θα μπορούσαμε να το περάσουμε. Ρίξαμε το σκαντάλι ένα μίλι ανοιχτά από τη στεριά και βρήκαμε τριανταέξι μέτρα νερό κι ο πάτος ήτανε άμμος και κοράλια. Είδαμε πολλά θαλασσοπούλια κι η θάλασσα φαινότανε πως είχε ψάρια. Το νησί το βγάλαμε Πίτκερν από το όνομα που είχε ένας νέος αξιωματικός που το είδε πρώτος.»

Το «Μπάουντι» πήγε γιαλό, κοιτάζοντας καλά μην ήτανε εκεί κοντά κανένα άλλο καράβι και φουντάρισε μέσα σ’ ένα μικρό μαντράκι.[1] Σε λίγο βγήκανε στη στεριά ο Κρίστιαν με έξι εφτά. Αφού είδανε καλά καλά την ακροθαλασσιά, προχωρήσανε παραμέσα.

Το νησί τους άρεσε, γιατί είχε όλα όσα θέλανε να ‘χει, μ’ άλλα λόγια είχε πολλά δέντρα, νερά τρεχούμενα, πλαγιές, για να καλλιεργήσουνε κι έμορφα μέρη, για να κάνουνε σπίτια, που δεν φαινόντανε από την ανοιχτή θάλασσα κι απάνω απ’ όλα δεν είδανε κανένα σημάδι που να φανερώνει άνθρωπο. Κάτι μυτεροί βράχοι στεκόντανε όρθιοι κι οι χαράδρες κατεβαίνανε κατακέφαλα κατά τη θάλασσα και μέσα σ’ αυτές θα μπορούσανε να κρυφτούνε και να χτυπήσουνε τον οχτρό, αν τύχαινε να ξεμπαρκάρουνε τίποτα ναύτες στην ακρογιαλιά. Είδανε και πολλές σπηλιές, που μπορούσανε να κρυφτούνε μέσα σ’ αυτές στην ανάγκη, ώσπου να περάσει ο κίντυνος.

Λοιπόν αποφασίσανε ν’ απομείνουνε στο Πίτκερν. Το καράβι το πήγανε μέσα σ’ έναν κόρφο στα βορινά του νησιού, κατά τον γρεγολεβάντε (ΒΑ), επειδής εκεί πέρα δεν έπιανε πολύ ο αγέρας, και κείνον τον κόρφο τον βαφτίσανε «Κόρφο Μπάουντι».

Κουβαλήσανε στη στεριά ό,τι είχε μέσα το καράβι, ζωοθροφίες, εργαλεία, άρματα, δέντρα, ζωντανά, καραβόπανα, σκοινιά, σιδερικά. Ο Κρίστιαν τους είπε να τραβήξουνε όξω το καράβι, για να το ξεπαρταλώσουνε και με τα σανίδια να κάνουνε τα σπίτια τους. Μα οι άλλοι βιαζότανε να το χαλάσουνε μιαν ώρα αρχύτερα, μην τύχει και τους φανερώσει.

Έτσι κι έγινε. Στις 23 Ιανουαρίου του 1790, ένας ναύτης έβαλε φωτιά στο κακόμοιρο το «Μπάουντι» και κάγηκε, πριν μάλιστα να το ξεφορτώσουνε ολότελα. Ύστερα κάψανε κι εξαφανίσανε όσα πράγματα δεν μπορέσανε να κουβαλήσουνε παραμέσα, για να μην αφήσουνε κανένα σημάδι. Κάτι στραβόξυλα, το σωτρόπι, την καρίνα και τα ποδοστάματα, που δεν καγήκανε, τα έλιωσε η θάλασσα απάνω στη θαλασσοβραχιά.

Αφού δεν απόμεινε τίποτα στην ακροθαλασσιά που να φανερώνει πως υπάρχανε άνθρωποι στο νησί, μια που εξαφανίστηκε το καράβι και κουβαλήσανε ό,τι είχανε οι επαναστάτες μακριά, στο παραμέσα μέρος του νησιού, ησυχάσανε κι επιδοθήκανε στη δουλειά τους.

Στην αρχή κάνανε ένα μικρό χωριό από τσαντίρια, κανωμένα με τα πανιά του καραβιού. Ύστερα χωρίσανε όλο το νησί σε κομμάτια και τα μοιραστήκανε μεταξύ τους. Ο καθένας στο μερίδιό του έκανε ό,τι ήθελε, μάζευε ό,τι καρπό είχανε τα δέντρα, έσπερνε, φύτευε. Η γης ήτανε καρπερή και τ’ άγρια δέντρα είχανε πωρικά νόστιμα. Λογαριάζανε πως με λίγη δουλειά θα μπορούσανε να περάσουνε τη ζωή τους δίχως να στερηθούνε.

Αλλά τη γης δεν τη μοιράσανε δίκαια. Γιατί πήρανε μερίδιο μοναχά οι εννιά Εγγλέζοι. Οι μαύροι δεν πήρανε τίποτα, μοναχά λογαριαστήκανε για σκλάβοι. Οι άσπροι πήρανε μια γυναίκα ο καθένας κι επειδή περισσέψανε μοναχά τρεις γυναίκες για τους έξι μαύρους, έπεφτε μια γυναίκα στους δυο άντρες.

Τις πρώτες μέρες οι επαναστάτες τρομοκρατηθήκανε από κάποια σημάδια που είδανε. Απάνω σε μια ψηλή και μυτερή ράχη είδανε έναν άνθρωπο σκαλισμένον στην πέτρα κι εκεί κοντά βρήκανε κόκαλα και κάποια αχνάρια από καλύβες, καθώς κι ένα μοράι σαν εκείνα που υπήρχανε στο Ταϊτί, δηλαδή κάτι μάντρες με πέτρες στημένες όρθιες σαν είδωλα, που είναι οι εκκλησιές τους. Αλλά δεν είδανε τίποτα που να μαρτυρά πως εζούσανε στο νησί άνθρωποι, τον καιρό που πήγανε οι επαναστάτες. Ωστόσο κάμποσο διάστημα ζήσανε με τον φόβο μήπως οι αραπάδες τους είχανε δει να βγαίνουνε από το καράβι κι αποτραβηχτήκανε παραμέσα και κρυφτήκανε. Μα σιγά σιγά ξεφοβηθήκανε, γιατί δεν είδανε πια τίποτα ύποπτο.

Δυο χρόνια περάσανε ήσυχη ζωή, δουλεύοντας τη γη. Φυτεύανε ταρό κι ιγκνάμια, που είναι κάτι γλυκοπατάτες και στις καλύβες που κάνανε αντίς τα τσαντίρια που είχανε πρώτα, μαζεύανε τις μπανάνες και τις αραποκαρύδες.

Όλοι οι Πιτκαιρνιανοί ήτανε εννιά Εγγλέζοι και δεκαοχτώ μαύροι. Από τους μαύρους μοναχά οι δυο ήτανε από το Τουμπουάι, οι άλλοι ήτανε από το Ταϊτί. Αρχηγός απάνω σ’ όλους ήτανε ο Φλέτσερ Κρίστιαν, άνθρωπος σπουδασμένος κι από καλό σπίτι. Ο αδερφός του ο Εντουάρτος ήτανε καθηγητής της Νομικής στο Καίμπριτζ.

Ζούσανε λοιπόν ήσυχα, ώσπου μια μέρα μαλώσανε για μια γυναίκα που γκρεμνίστηκε από τους βράχους και σκοτώθηκε, εκεί που μάζευε αυγά από τ’ αγριοπούλια. Ο ναύτης που την είχε, ένας Ουίλλιαμς, γύρεψε τότε να διαλέξει μιαν άλλη γυναίκα, ει δ’ αλλέως είπε πως θα ‘φευγε με τη βάρκα του καραβιού. Οι άλλοι Εγγλέζοι είπανε στους μαύρους να δώσουνε στον Ουίλιαμς μιαν από τις τρεις γυναίκες που είχανε. Οι αραπάδες θυμώσανε κι ορκιστήκανε κρυφά να σφάξουνε όλους τους Εγγλέζους. Μα προδοθήκανε από μια Ταϊτινή που είχε για άντρα έναν Εγγλέζο κι οι μαύροι τρυπώσανε στο δάσος κι εκεί μαλώσανε και σκοτωθήκανε μεταξύ τους κι απομείνανε τέσσερες από έξι.

Περάσανε άλλα δυο χρόνια ήσυχα. Όπου άξαφνα ξεσηκωθήκανε οι αραπάδες καταπάνω στους άσπρους, επειδή τους βασανίζανε και σχεδιάσανε να σκοτώσουνε τ’ αφεντικά τους. Οι μαύροι χωθήκανε στα δέντρα αρματωμένοι. Κάποιοι Εγγλέζοι τρέξανε από πίσω τους και για να μην τα πολυλογούμε, οι αραπάδες σκοτώσανε τον Ουίλλιαμς. Κείνη την ώρα ο Κρίστιαν δούλευε στο χωράφι του, όπου μια μπάλα τον χτύπησε και τον σκότωσε. Έτσι πέθανε εκείνος ο άνθρωπος που στάθηκε η αιτία να γίνουνε τόσα κακά.

Την ίδια μέρα, οι αραπάδες σκοτώσανε τον κανονιέρη Μιλς κι άλλους δυο άσπρους. Ένας άλλος Εγγλέζος, ο Αλέξανδρος Σμιθ, που πήρε πιο ύστερα τ’ όνομα Τζον Άνταμς, εκεί που δούλευε στο χωράφι του δίχως να ξέρει τι γινότανε, είδε να τρέχει τρομαγμένη κατά το μέρος του μια από τις Ταϊτινές και να τον ρωτά πώς δεν είχε πάρει είδηση τον σκοτωμό που γινότανε. Ο Σμιθ έτρεξε για να κρυφτεί στο δάσος. Ύστερ’ από λίγη ώρα, επειδή δεν άκουσε πια τίποτα, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο χωράφι του, για να πάρει λίγες γλυκοπατάτες μαζί του και να γυρίσει στην κρυψώνα του. Μα οι μαύροι τον παραφυλάγανε και του ρίξανε μια τουφεκιά. Η μπάλα μπήκε από την ωμοπλάτη και βγήκε από το λαιμό του. Οι αραπάδες πέσανε απάνω του και τον χτυπούσανε με τα κοντάκια, μα ο Σμιθ μπόρεσε και σηκώθηκε και πήρε δρόμο κατά το δάσος αφήνοντας πίσω τους μαύρους. Οι αραπάδες, σαν είδανε πως θα τους ξέφευγε, του φωνάξανε πως θα του χαρίζανε τη ζωή, αν παραδεχόταν τη συμφωνία που θα του κάνανε. Ο Σμιθ τους έδωσε το λόγο του πως παραδεχότανε και σε λίγο έπεσε χάμω μισοπεθαμένος. Τότες οι αραπάδες τον σηκώσανε και τον πήγανε στην καλύβα του Κρίστιαν κι εκεί τον περιποιηθήκανε και τον γλιτώσανε.

Ησυχάσανε για μια βδομάδα. Μα ύστερα έπιασε ξανά ο πόλεμος, ανάμεσα στους έξι Εγγλέζους που είχανε απομείνει ζωντανοί και στους μαύρους. Ο καβγάς ήτανε για τις γυναίκες που είχανε αφήσει οι σκοτωμένοι. Στο τέλος ανακατωθήκανε άσπροι και μαύροι και σκοτωθήκανε κι άλλοι δυο Εγγλέζοι. Απομείνανε μοναχά τέσσερες, ο Σμιθ, ο Γιαγκ, ο Μκόυ κι ο Κουίνταλ.

Οι γυναίκες συνεννοηθήκανε ν’ αντισταθούνε στους άντρες, όποτε θα γινότανε κανένας καινούριος καβγάς. Είχανε κλέψει τουφέκια και σπαθιά, που τα ‘χανε κρυμμένα σε μια κρυψώνα. Κάποιες απ’ αυτές φύγανε από το χωριό και ζούσανε μοναχές σε μια μεριά του νησιού που έπεφτε κατά το βασίλεμα του ήλιου.

Στα 1795 οι Πιτκαιρνιάνοι σκαρώσανε δυο βάρκες για να ψαρεύουνε. Στις 27 Δεκεμβρίου φάνηκε μακριά ένα καράβι κατά τον σοροκολεβάντε (ΝΑ). Οι κακόμοιροι επαναστάτες, σαν το είδανε, φοβηθήκανε. Μα η θάλασσα ήτανε φουρτουνιασμένη κι έβραζε γύρω στο νησί. Το καράβι χάθηκε ύστερ’ από λίγο κι οι Πιτκαιρνιάνοι ησυχάσανε.

Στο μεταξύ καταγινόντανε με διάφορες δουλειές, παρεκτός από τη γη, παστώνανε τα ψάρια και το κρέας που παίρνανε από το κυνήγι, κάνανε κι ένα πιοτό από ένα φυτό που το λέγανε τι. Σ’ αυτή τη δουλειά επιδινότανε ο Μακόι, που ήξερε από λαμπίκο. Μα το περισσότερο κρασί το έπινε ο ίδιος και γινότανε τάπα στο μεθύσι, ώσπου έσκασε και πήγε στον αγύριστο. Βλέποντας οι άλλοι τρεις άσπροι τον Μακόι πεθαμένον, πήρανε όρκο να μην βάλουνε πια πιοτό στο στόμα τους.

Στα 1799 πέθανε κι άλλος ένας Εγγλέζος, ο Κουίνταλ, κι αυτός πάλι απ’ αφορμή μιας γυναίκας. Τι άγριο θηρίο είναι ο άνθρωπος, σαν είναι παραδομένος στα πάθη του και δεν έχει τον φόβο του Θεού! Αυτός ο Κουίνταλ επήρε πολλές γυναίκες και καμιά δεν του άρεσε. Ήθελε σώνει και καλά τη γυναίκα ενός Ταϊτινού. Κι επειδής εκείνη δεν τον ήθελε, εκείνος ο μαυρόψυχος άσπρος έβαλε στον νου του να σκοτώνει τον άντρα και τη γυναίκα, για να εκδικηθεί. Ο Σμιθ κι ο Γιαγκ πασκίσανε να τον μποδίσουνε να βάλει σε πράξη σατανική απόφασή του, μα αδιαφόρετα. Τότε, για να προλάβουνε καινούριες συμφορές σπάσανε το κεφάλι του με μια ματσόλα, δηλαδή μ’ ένα ξυλένιο σφυρί του καραβομαραγκού. Έτσι απομείνανε μοναχά δυο Εγγλέζοι, ο Σμιθ κι ο Γιαγκ, οι καλύτεροι από τους άλλους.

Αυτοί οι δυο μόλο που είχανε διαφορετική ανατροφή, ταιριάζανε στις ιδέες και στα αισθήματα. Καταλαβαίνανε πως από τον λαιμό τους κρεμόντανε όλες εκείνες οι ψυχές που ζούσανε απάνω στο Πίτκερν. Στο μεταξύ είχανε γεννηθεί κάμποσα παιδιά κι έπρεπε να τα δασκαλέψουνε χριστιανικά, ώστε να μην κάνουνε ό,τι είχανε κάνει οι πατεράδες τους.

Ο Γιαγκ ένιωθε αυτό το χρέος που είχε για τη νέα γενεά. Μα πέθανε ο δυστυχής έναν χρόνο ύστερ’ από τον Κουίνταλ. Έτσι λοιπόν απόμεινε μοναχός ο Σμιθ. Στους γέρικους ώμους του φορτώθηκε ολάκερο το βάρος να κυβερνήσει εκείνη την κιβωτό, που τη δέρνανε οι σκληροί άνεμοι μέσα στον ατέλειωτον ωκεανό.

 

***

 

Τώρα ας φύγουμε για λίγο από το Πίτκερν κι ας πάμε στη Λόντρα.

Σαν φτάξανε σε κείνη την πολιτεία οι καραβοτσακισμένοι του «Μπάουντι» ο κόσμος ταράχτηκε κι αγανάχτησε καταπάνω στον Κρίστιαν και στους άλλους επαναστάτες. Όλοι θαυμάζανε τον καπετάν Μπλάι κι η κυβέρνηση, για να τον ανταμείψει για όσα είχε πάθει, τον ανέβασε σε ανώτερον βαθμό, τον διόρισε καπετάνιο σ’ ένα άλλο καράβι και τον έστειλε πάλι να κάνει την ίδια δουλειά με το «Μπάουντι», δηλαδή να κουβαλήσει ψωμόδεντρα στις Αντίλλες.

Το Ναυαρχείο έδωσε διαταγή και στη φρεγάδα «Πανδώρα», αρματωμένη με εικοσιτέσσερα κανόνια να πάγει στο Ταϊτί και να ψάξει τ’ αρχιπέλαγο της Κοινωνίας και της Φιλίας, για να ‘βρει τους επαναστάτες. Μα η «Πανδώρα» στάθηκε πιο κακότυχη κι από το «Μπάουντι».

Στο Ταϊτί έφταξε στις 23 Μαρτίου 1791. Μόλις άραξε, ανέβηκε στο καράβι ένας από τους επαναστάτες κι ύστερ’ άλλοι πέντε κι ο καπετάνιος πρόσταξε να τους βάλουνε στα σίδερα. Οι άλλοι επαναστάτες που είχανε απομείνει στο Ταϊτί, είχανε σκαρώσει μια σκούνα και φύγανε λίγη ώρα πριν φτάξει η «Πανδώρα». Πέσανε από πίσω τους για να τους πιάσουνε, μα δεν τους προφτάξανε. Ύστερ’ από λίγες μέρες, βρήκανε τη σκούνα παρατημένη σ’ έναν κάβο. Οι ναύτες χωθήκανε μέσα στα βουνά κι εκεί τους πιάσανε, οχτώ νοματαίους. Δυο από τους επαναστάτες είχανε πεθάνει λίγο πρωτύτερα.

Στην ανάκριση είπανε πως δεν γνωρίζανε πού είχανε πάγει ο Κρίστιαν κι οι άλλοι, μοναχά είπανε πως ο αρχιεπαναστάτης μιλούσε συχνά για ένα έρημο νησί δίχως λιμάνι.

Η «Πανδώρα» έφυγε από το Ταϊτί στις 8 Μαΐου 1791 κι από πίσω της έκανε πανιά κι η σκούνα. Ψάχνοντας για το «Μπάουντι», πιάσανε πρώτα στα Νησιά της Κοινωνίας, μα δεν βρήκανε τίποτα. Σ’ ένα νησί από τα λεγόμενα του Πάλμερστον, ένας αξιωματικός της «Πανδώρας» ανακάλυψε μιαν αντένα και κάτι σανίδια με τ’ όνομα «Μπάουντι». Ψάξανε και σ’ άλλα νησιά, μα άδικα. Στείλανε τη σκούνα να ψάξει στο νησί Ουπολού, μα έπιασε μια φουρτούνα κατακλυσμός κι η σκούνα χάθηκε σούμπιτη.

Από νησί σε νησί φτάξανε κοντά στη Νέα Γουινέα, ώσπου η «Πανδώρα» έπεσε απάνω σε κάτι ξέρες της Αυστραλίας και βούλιαξε. Οι καραβοτσακισμένοι ύστερ’ από πολλά βάσανα, μπήκανε σε τέσσερες βάρκες κι αρχίσανε γι’ αυτούς τα μαρτύρια που είχανε τραβήξει οι σύντροφοι του καπετάν Μπλάι. Τέλος, φτάξανε στο Τιμόρ στις 13 Σεπτεμβρίου και στις 15 αράξανε στο Κουπάγκο. Οι Ολλαντέζοι τους δώσανε μεγάλη φιλοξενία. Από κει φτάξανε στη Μπατάβια, στις 7 Νοεμβρίου κι εκεί ο καπετάνιος έβαλε τους ναύτες του σε τέσσερα μεγάλα καράβια της γραμμής και τους έστειλε στην Αγγλία. Ο ίδιος μπαρκάρισε σ’ ένα άλλο, μαζί με τους αιχμάλωτους κι έφταξε στην Αγγλία στις 19 Ιουνίου 1792. Οι επαναστάτες περάσανε από το πολεμικό συμβούλιο κι άλλοι καταδικαστήκανε, άλλοι αθωωθήκανε.

Ύστερ’ απ’ αυτό οι αντάρτες που δεν είχανε βρεθεί σιγά σιγά ξεχαστήκανε. Όπου, στα 1809, το Εγγλέζικο Ναυαρχείο επήρε ένα μήνυμα από το Ρίο Τζανέιρο, που έλεγε πως το αμερικάνικο καράβι «Τόπαζ» από το Μπόστον είχε βρει απάνω σ’ ένα νησί Πίτκερν σε 25 μοίρες Ν και 130 μοίρες Δ, έναν Εγγλέζο με τ’ όνομα Αλέξανδρο Σμιθ, που ήτανε ο τελευταίος που ζούσε από τους επαναστάτες του «Μπάουντι». Μα το Ναυαρχείο είχε κείνον τον καιρό πολλές σκοτούρες και δεν έδωσε πολλή σημασία. Έτσι το Πίτκερν λησμονήθηκε πάλι ολότελα.

Στα 1814, ένας ναύαρχος, ο Θωμάς Στάϊνις, που είχε στις διαταγές του τα καράβια «Μπρίτον» και «Ταγός», έπεσε κοντά στο Πίτκερν και μη γνωρίζοντας αν είχε απάνω ανθρώπους ή ήτανε έρημο πήγε γιαλό κι είδε κάποιες καλύβες που ξεχωρίζανε κρυμμένες μέσα στα δέντρα. Σε λίγο οι ναύτες είδανε τους ντόπιους να κατεβαίνουνε στη θάλασσα, σηκώνοντας τα μονόξυλά τους στον ώμο. Ένα απ’ αυτά τα μονόξυλα πέρασε τη φουσκοθαλασσιά που σηκωνότανε σαν τοίχος μπροστά στη στεριά και τράβηξε γλήγορα κατά το «Μπρίτον» Σαν έφταξε κοντά στο καράβι, οι Εγγλέζοι τα χάσανε ακούγοντας τους νησιώτες να τους ζητάνε σε καθαρή εγγλέζικη γλώσσα, σκοινί για να δέσουνε.

Σαν διπλάρωσε στο καράβι το μονόξυλο, είδανε να πηδά απ’ αυτό ένα σβέλτο παλικαράκι μ’ ένα πανί στη μέση του και φορώντας στο κεφάλι του ένα καπέλο ψάθινο, στολισμένο με πετεινόφτερα.

Το τριγυρίσανε οι ναύτες και το ρωτούσανε. Είπε πως λεγότανε Πέμπτη-Οχτώβρης Κρίστιαν, γιατί αυτή τη μέρα είχε γεννηθεί και πως ήτανε γιος του ναύτη Φλέτσερ Κρίστιαν και μιας Ταϊτινής και πως στάθηκε ο πρώτος που γεννήθηκε απάνω στο Πίτκερν.

Η φυσιογνωμία του και τα φερσίματά του αρέσανε στον καπετάνιο και στους ναύτες, γιατί φανερώνανε την αθωότητά του και την ειλικρίνειά του. Στα χαρακτηριστικά του έμοιαζε με Εγγλέζο, αλλά το χρώμα του ήτανε μελαχρινό και τα μαλλιά του μαύρα. Ο σύντροφός του λεγότανε Γιώργης Γιαγκ. Απ’ αυτούς έμαθε ο ναύαρχος όλη την ιστορία, από τη μέρα που οι επαναστάτες πήγανε στο Πίτκερν.

Ο ναύαρχος τους προσκάλεσε να φάνε κάτι. Οι Εγγλέζοι απορήσανε σαν είδανε πως εκείνα τα παλικαρόπουλα, πριν βάλουνε τίποτα στο στόμα τους, κάνανε την προσευχή τους.

Αφού φάγανε, τους σεργιανίσανε να δούνε το καράβι. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο μεγάλο ήτανε και θαυμάζανε τα κανόνια, τα όπλα, τα εργαλεία. Σαν είδανε μια γελάδα, τα χάσανε και ρωτήσανε μήπως ήτανε καμιά μεγάλη κατσίκα ή κανένα γουρούνι με κέρατα. Παραξενευτήκανε σαν είδανε έναν σκύλο μα ο Γιαγκ είπε πως είχε ακουστά από τους γεροντότερους γι’ αυτό το ζωντανό.

Οι δυο νέοι είπανε στον ναύαρχο να βγούνε στη στεριά και πως εκεί θα βρίσκανε έναν γέροντα που τον λέγανε Άνταμς και πως εκείνος θα τους έλεγε την ιστορία που είχανε περάσει οι ναύτες του «Μπάουντι» με όλα τα καθέκαστα.

Το λοιπόν ο ναύαρχος μαζί με τον καπετάν Πίπον, μπήκανε στο μονόξυλο και βγήκανε στη στεριά εύκολα μ’ όλη τη φουσκοθαλασσιά που έζωνε τη στεριά, επειδής οι νησιώτες ξέρανε να κυβερνήσουνε επιτήδεια. Μοναχά που βραχήκανε. Βγήκανε κι άλλοι αξιωματικοί και ναύτες.

Στην ακροθαλασσιά είδανε να τους περιμένουνε ένας γέρος μαζί με τη γυναίκα του. Ο άντρας φαινότανε πολύ ηλικιωμένος μ’ όλο που δεν ήτανε παραπάνω από εξήντα χρονών. Ήτανε ο Άνταμς.

Αφού χαιρετιστήκανε, ανηφορίσανε όλοι μαζί για το χωριό. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι ένιωθε κείνη την ώρα ο γερο-επαναστάτης, τριγυρισμένος από τους αξιωματικούς με τις στολές τους και μη γνωρίζοντας τι σκοπό είχανε.

Ο ναύαρχος του μίλησε με καλοσύνη και τον βεβαίωσε πως αποφάσισε να βγει στο νησί, δίχως να γνωρίζει πως βρισκόντανε άνθρωποι πάνω σ’ αυτό.

Εκεί που περπατούσανε, ο Άνταμς του είπε λίγα καθέκαστα για την επανάσταση και πως αυτός δεν είχε πάρει σπουδαίο μέρος σ’ αυτή, γιατί ήτανε άρρωστος και κειτότανε στην κουκέτα του. Και πως τώρα ήτανε έτοιμος να παραδοθεί στους αξιωματικούς, αν θέλανε να τον πάνε στην Αγγλία.

Κείνη τη στιγμή φτάξανε σε μια πλατεία τριγυρισμένη από καλύβες. Είχανε μαζευτεί πολλοί νησιώτες, όλο νέοι και γυναίκες. Σαν ακούσανε τα τελευταία λόγια που είπε ο Άνταμς στον ναύαρχο, σηκώθηκε ένας θρήνος από κείνα τα δυστυχισμένα πλάσματα, που κλαίγανε και βογγούσανε μην τους πάρουνε τον πατέρα τους. Μια έμορφη κοπέλα, η κόρη του Άνταμς κρεμάστηκε στον λαιμό του πατέρα της, ξορκίζοντάς τον να μην τους αφήσει έρημους.

Η καρδιά του ναύαρχου γέμισε θλίψη και βεβαίωσε τους νησιώτες πως ο Άνταμς δεν θα πάθει καμιά ενόχληση από μέρος του. Τότες οι κακόμοιροι Πιτκερνιώτες δεν ξέρανε με τι τρόπο να τον ευχαριστήσουνε.

Στους αξιωματικούς και στους ναύτες έκανε μεγάλη εντύπωση ο ήμερος χαρακτήρας που φανερώνανε οι νησιώτες, η σεμνότητα κι η τάξη που είχανε στα φερσίματά τους κι η μεγάλη αγάπη τους στον αρχηγό και πατέρα τους.

Η αποικία που κυβερνούσε ο Άνταμς είχε απάνω κάτω σαρανταπέντε ψυχές. Οι περισσότεροι νησιώτες ήτανε στην ηλικία του Πέμπτη-Οχτώβρη Κρίστιαν. Της τρίτης γενεάς, που ήτανε όλο μικρά παιδιά, ήτανε λιγοστές ψυχές. Όλα τα παλικαρόπουλα ήτανε έμορφα, ψηλόκορμα και καλοφτιασμένα. Οι κοπέλες ήτανε και κείνες έμορφες, γερές, με θαυμάσια δόντια και χαρούμενες. Ήτανε ντυμένες μ’ ένα πανί, που τις σκέπαζε από τη μέση ως τα γόνατα και μ’ ένα σάλι που το είχανε ριχμένο με χάρη στις πλάτες τους. Χάρη είχανε σε ό,τι κάνανε. «Θαύμαζε κανένας», γράφει ένας από τους αξιωματικούς «με τι χάρη και με πόση γρηγοράδα φτιάνανε από ένα πλατύ φύλλο ομπρελίτσα ή μια σκούφια για να φυλαχτούνε από τον ήλιο. Θα μπορούσανε να πάρουνε μαθήματα οι μοδίστρες κι οι καπελούδες της Λόντρας από τούτες τις κοπέλες που ζήσανε στη φύση.»

Η ψυχική εμορφιά τους ήτανε ακόμα πιο μεγάλη κι έκανε τους Εγγλέζους να τη θαυμάζουνε. Εκείνα τα έμορφα κορίτσια ήτανε στολισμένα με τη φρονιμάδα και με τη σεμνότητα. Ο γέρο Άνταμς τους είπε πως ποτέ δεν θυμότανε να είδε κάποιο πράγμα ανήθικο στη διαγωγή τους. Ο γερο-πατέρας τους τους συμβούλευε να μη βιάζουνται να παντρευτούνε, για να ‘χουνε να θρέψουνε την οικογένεια που θα κάνανε. Κι όλοι οι νέοι συμμορφωνόντανε, αφού ο Άνταμς είχε πει πως αυτό ήτανε το καλό και το συμφέρο τους.

Δουλεύανε όλοι, άντρες και γυναίκες, στη γη παρεκτός από τις λεχώνες και τις μωρομάνες. Έτσι εκείνοι οι λιγοστοί άνθρωποι που βρισκόντανε απάνω στο Πίτκερν ζούσανε ειρηνικά και χαρούμενα, σαν μια κοινωνία μοναδική στον κόσμο, όπως την δίδαξε ο Χριστός. Ένας από τους αξιωματικούς έγραφε: «Ο Τζον Άνταμς είχε τυπώσει στο πνεύμα του μικρού λαού του την κοσμιότητα και τον πόθο να ευχαριστά τον Κύριο για όσα καλά του χάρισε. Αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε και μόρφωσε μια μικρή κοινωνία, ένα πράγμα που δεν μπορέσανε να το κάνουνε κάποιοι σπουδαίοι ηθικολόγοι και σοφοί καθηγητάδες.»

Ο Τζον Άνταμς ήτανε γιος ενός βαρκάρη και δεν είχε πάγει στο σκολείο. Στο «Μπάουντι» μπαρκάρισε εικοσιδυό χρονών. Εικοσιτεσσάρων χρονών πήγε στο Πίτκερν κι από τότε κρεμαστήκανε στον λαιμό του όλες εκείνες οι ψυχές. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει στο Πίτκερν. Το μονάχο βιβλίο που είχε ήτανε μια Αγία Γραφή και μια φυλλάδα με προσευχές. Μ’ αυτά τα δυο βιβλία μπόρεσε να μορφώσει και ν’ αναθρέψει μια γενιά, καθώς και να βάλει λίγους αναγκεμένους νόμους σε μια μικρή κοινωνία.

Ο ναύαρχος Στάινις να τι έγραφε στην επίσημη έκθεση που έκανε: « Ένας σεβάσμιος πρεσβευτής είναι ο μόνος που επέζησε από εκείνους, οι οποίοι ανεχώρησαν από την Ταϊτήν με το «Μπάουντι». Η παραδειγματική διαγωγή του και αι φροντίδες του δια την μικράν αποικίαν, δεν είναι δυνατόν ειμή να επιβάλουν τον θαυμασμόν. Το πνεύμα της ευσεβείας με το οποίον ανετράφησαν όλοι όσοι εγεννήθησαν εις την νήσον, η ανεπίληπτος έννοια της θρησκείας, η οποία ενεφυτεύθη εις τας νεανικάς ψυχάς παρά του γέροντος τούτου, τω απέδωσαν την υπεροχήν επί όλων των άλλων και έκαμαν ώστε όλοι οι άποικοι να είναι μία οικογένεια, η οποία τον θεωρεί ως πατέρα της.» Και παρακάτω γράφει: «Δεν δύναμαι ειμή να εκφράσω την γνώμην μου ότι το Πίτκερν είναι άξιον πολλής προσοχής εκ μέρους των θρησκευτικών οργανώσεών μας και ιδιαιτέρως της Διαδόσεως του Χριστιανισμού, καθόσον όλοι οι κάτοικοί του ομιλούν την ταϊτινήν γλώσσαν, ως επίσης και την αγγλικήν.»

Τέλος οι Εγγλέζοι ναυτικοί αποχαιρετήσανε τον Άνταμς, αφού μοιράσανε μερικά εργαλεία που είχανε φέρει από το καράβι. Οι νησιώτες τους δώσανε ένα μεγάλο πανέρι γεμάτο γλυκοπατάτες. Το σήκωνε ένα κορίτσι, που πηδούσε σα ζαρκάδι από βράχο σε βράχο, ενώ τρομάζανε να τους κατεβούνε οι ναυτικοί.

 

***

 

Δώδεκα χρόνια περάσανε, δίχως να γίνει λόγος για το Πίτκερν. Όπου στα 1825, άραξε στο νησί ένα καράβι λεγόμενο «Μπλάσουμ» κι ανεβήκανε απάνω καμιά δεκαριά παλικάρια κι ένας γέρος, ο Άνταμς. Είπε στον καπετάνιο όλη την ιστορία του κι όποτε μιλούσε για τον Κρίστιαν έλεγε «ο κύριος Κρίστιαν», όπως θα ‘λεγε ένας Εγγλέζος ναύτης μιλώντας για τον αξιωματικό του. Το μόνο που δεν εξήγησε ποτέ ο Άνταμς, είναι γιατί άλλαξε τ’ όνομά του από Αλέξανδρο Σμιθ σε Τζον Άνταμς.

Ανάμεσα στ’ άλλα, είπε στους ξένους πως είχανε πάγει στο νησί άλλα τρία καράβια, από τα 1817 ως τα 1823. Από το ένα απ’ αυτά απόμεινε στο νησί κάποιος Μπάφφετ, γιατί του άρεσε κι έγινε ο παπάς κι ο δάσκαλος του νησιού.

Σαν άραξε λοιπόν το «Μπλάσουμ» στο Πίτκερν, ο καπετάνιος βγήκε μαζί με τον Άνταμς στη στεριά. Τους τριγυρίσανε οι νησιώτες και σαν τους είπε ο καπετάνιος να είναι σίγουροι για τον πατέρα τους, φανερώσανε μεγάλη χαρά. Παρακαλέσανε τους μουσαφίρηδες να μείνουνε κάμποσες μέρες στο νησί τους.

Σαν φτάξανε στο χωριό, όλοι τρέχανε, για να περιποιηθούνε τους ξένους. Είχανε σφαγμένα χοιρινά και τα ψήσανε με ζεματιστές πέτρες κατά τα ταϊτινά συνήθια. Το τραπέζι που θα τρώγανε οι αξιωματικοί κι οι ναύτες το είχανε στρωμένο στο σπίτι του Κρίστιαν, που είχε πιάτα και μαχαιροπήρουνα. Όλοι κάνανε την προσευχή τους, πριν ν’ αρχίσουνε να τρώνε. Μάλιστα ο Άνταμς ξεχάστηκε από την κουβέντα κι έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του πριν κάνει τον σταυρό του και σαν το κατάλαβε, την έβγαλε κι έκανε την προσευχή του.

Για λάμπες είχανε κάτι δαυλούς βουτηγμένους σ’ ένα μυρωδάτο ρετσίνι. Οι γυναίκες δεν καθίσανε στο τραπέζι, μόλο που τις είχανε σε μεγάλη τιμή σε όλα, κι αυτό κατά τα συνήθια που βαστούνε στα νησιά του ωκεανού. Καθότανε πίσω από τους προσκαλεσμένους, λέγανε αστεία μεταξύ τους και διώχνανε με λεπτότητα τις μύγες.

Αφού αποφάγανε, τους πήγανε να ξαπλώσουνε απάνω σε κάτι στρώματα από φύλλα που μοσκοβολούσανε. Στον ύπνο τους νανουρίζανε μ’ ένα βραδινό τραγούδι, που το τραγουδούσανε γλυκά οι γυναίκες. Το πρωί τους ξυπνήσανε μ’ ένα άλλο τραγούδι της ανατολής του ήλιου.

Ξυπνώντας είδανε τα γύρω τους στολισμένα με φρούτα και τα καπέλα τους κεντημένα με λουλούδια, που τα είχανε κομμένα την αυγή. Είδανε ακόμα πως αγόρια και κορίτσια είχανε τα κρεβάτια τους το ‘να δίπλα στ’ άλλο, χωρίς κανένα χώρισμα. Ω βλογημένη απλότητα! Καμιά πονηριά μεταξύ τους !

Το νησί έβγαζε πατάτες, γλυκοπατάτες, μπανάνες, ζαχαροκάλαμα, αραποκαρύδες, έθρεφε και ψωμόδεντρα. Είχανε ακόμα πεπόνια, ταρό και κάποια άλλα. Καπνό φυτέψανε υστερότερα. Από ζωντανά είχανε χοιρινά και πουλερικά. Μα δεν τρώγανε πολύ κρέας αλλά χορταρικά. Πίνανε μοναχά νερό.

Την Κυριακή κάθε δουλειά σταματούσε. Το πρωί όλοι πηγαίνανε στην εκκλησιά και κάνανε προσευχή με μεγάλη κατάνυξη. Το βράδυ κάνανε προσευχή κατά την ώρα που βασίλευε ο ήλιος.

Ποτέ δεν πείραξε ο ένας τον άλλον και ποτέ δεν λέγανε ψέματα.

 

***

 

Ύστερα από το «Μπλάσουμ» πήγανε στο Πίτκερν κάμποσα καράβια. Οι νησιώτες ζούσανε με τον απλό τρόπο που ξέρανε, μόλο που σιγά σιγά αλλάζανε. Στο μεταξύ ο Άνταμς είχε πεθάνει και τον θρηνήσανε απαρηγόρητα τα παιδιά του.

Οι δοσοληψίες με τον απ’ όξω κόσμο αρχίσανε να χαλάνε την απλότητα που είχανε σε όλα οι νησιώτες. Μέρα με τη μέρα πονηρεύανε, γιατί οι ξένοι τους μιλούσανε για τις μεγάλες πολιτείες του κόσμου, για πλούτη, για μια ζωή γεμάτη από ηδονές κι αμαρτωλές απόλαψες. Το νησί γέμισε από τυχοδιώχτες, που κουβαλήσανε μαζί τους όλα τα κακά του λεγόμενου πολιτισμού. Στο τέλος χάθηκε ολότελα η ειρήνη κι η ευλογία που βασίλευε απάνω του τα πρώτα χρόνια και κατάντησε όπως τα άλλα μέρη της σφαίρας. Το παραμυθένιο Πίτκερν έσβησε σαν ένα έμορφο και μακάριο όνειρο.

Αλίμονο! Τα έμορφα πράγματα δεν βαστάνε πολύ σε τούτον τον ψεύτη τον κόσμο.

 

***

 

Ο καπετάν Μπλάι πήρε πολλά αξιώματα και πολέμησε με παλικάρια καταπάνω στους Φραντσέζους και στους Ολλαντέζους. Στα 1805 διορίστηκε διοικητής στη Νέα Γαλλικία απάνω στην Αυστραλία, που τη λέγανε κείνον τον καιρό Νέα Ολλάντα. Σ’ αυτή τη χώρα στέλνανε από την Αγγλία τους βαρυποινίτες. Όπως φαίνεται, το είχε το ριζικό του καπετάν Μπλάι ν’ ανακατεύεται ολοένα με επαναστάτες και με κατάδικους. Αλλά στη θέση που τον βάλανε δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Έσφιξε τόσο πολύ τα λουριά στους κατάδικους, που ξεσηκωθήκανε καταπάνω του. Απαγόρεψε ολότελα τα πιοτά κι έκανε οχτρούς του τους αξιωματικούς και τους έμπορους που προμηθεύανε τα σπιρτόζα πιοτά στους φυλακισμένους. Τον κατηγορήσανε πως είχε γίνει ένα με τους κοντραμπατζήδες και πως μοιραζότανε τα τυχερά με δαύτους.

Παρεκτός απ’ αυτά έφερε μεγάλη αναστάτωση στην αποικία με κάτι δίκες που σήκωσε καταπάνω σε οχτώ Ιρλαντέζους που ήτανε πολιτικοί κατάδικοι. Στο τέλος οι κατάδικοι αθωωθήκανε και πήρε τη διοίκηση από τον Μπλάι ένας τίμιος αξιωματικός Τζόνσον. Ο καπετάνιος ρεζιλεύτηκε και πήρε διαταγή από την κυβέρνηση να μπαρκάρει σ’ ένα καράβι βασιλικό και να γυρίσει στην Αγγλία. Μα αυτός πήγε σ’ ένα άλλο μέρος της Αυστραλίας που το βαστούσανε οι Εγγλέζοι και θέλησε να τραβήξει τον φρούραρχο με το μέρος του, για να τον βοηθήσει να ξαναπάρει τη θέση του. Αλλά δεν έκανε τίποτα και πήγε στην Τασμάνια κι ύστερ’ από καιρό γύρισε στην πατρίδα του.

Εκεί τα κατάφερε κι ο Τζόνσον πέρασε από δίκη και καταδικάστηκε να χάσει τον βαθμό του. Γύρισε στην Αυστραλία κι εκεί έζησε αποτραβηγμένος, ενώ ο καπετάν Μπλάι γίνηκε αντιναύαρχος της Γαλάζιας Φλότας στα 1810 κι αντιναύαρχος της Άσπρης Φλότας στα 1812. Ωστόσο η υγεία του τον βίασε ν’ αποτραβηχτεί στο σπίτι του κι εκεί πέθανε στις 7 Δεκεμβρίου 1817. Γιο δεν άφησε παρά μοναχά κάμποσες θυγατέρες, που τον κλάψανε πολύ, γιατί, όσο σκληρός ήτανε στην υπηρεσία του, άλλο τόσο καλός ήτανε στους δικούς του. Οι κόρες διατηρήσανε για θύμηση του πατέρα της, κάμποσα κειμήλια από τα ταξίδια του κι από τις ναυμαχίες που έκανε, ολλαντέζικες σημαίες, μπάλες, ρόπαλα από αγριανθρώπους, καθώς και τη ζυγαριά που μοιράζανε τη θροφή τους μέσα στη βάρκα οι ναύτες, τον καιρό που τους διώξανε από το «Μπάουντι», κι ένα ποτήρι από κέρατο, που είχε γραμμένα απάνω: «Η μερίδα του νερού, τρεις φορές τη μέρα.»

Στο μνήμα του χαράξανε τα παρακάτω λόγια: «Εις μνήμην του Γουλιέλμου Μπλάι, αντιναυάρχου του Κυανού Στόλου, διασήμου θαλασσοπόρου, όστις πρώτος μετεφύτευσε το αρτόδεντρον εκ Ταϊτής εις τας Δυτικάς Ινδίας. Επολέμησε γενναίως υπέρ της χώρας του και απέθανεν αγαπώμενος, πενθούμενος και θρηνούμενος την 7 Δεκεμβρίου 1817, εις ηλικίαν 64 ετών.»