ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ

ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ


 

 

Πληροφορίες για τον Δημήτριο Α. Κορομηλά στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ΕΘΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, έτος 7ο του έτους 1892.

Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.

 

ΤΟ ΥΔΩΡ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ

ΚΩΜΩΔIΑ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΝΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ

 

Η σκηνή εv Αθήναις εν έτει 1877.

 

Η σκηνή παριστά αίθουσαν γυμνήν επίπλων σχεδόν· τα παράθυρα αυτής άνευ παραπετασμάτων, ο καθρέπτης και αι εικόνες είναι προς τον τοίχον ανεστραμμέναι· τα μόνα της αιθούσης έπιπλα είναι μικρά τράπεζα, δυο τρία εδώλια και ανάκλιντρον. Θύρα εις το βάθος και έτεραι πλάγιαι.

 

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εισερχόμενος και κρατών ταξιδιωτικούς σάκους. — Α! δόξα σοι ο Θεός, το ηύρα επί τέλους... Ολ ράιτ!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ήτις διευθέτει τα εν αιθούση, στρεφομένη. — Σα να μου μίλησαν...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ κατερχόμενος δεξιά και μετά περιεργείας παρατηρών την αίθουσαν. — Μπα!... η θεια Καλομοίρα... Τι κάνεις, κερά Καλομοίρα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ θέτουσα την χείρα προ του μετώπου της. — Ποιος είσαι , παιδάτσι μου, δε σε λέπω... γιούρισ' από δω να ‘χεις την ευχή μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ στρεφόμενος προς αυτήν. — Δε με γνωρίζεις, κερά Καλομοίρα; καλέ, τον Νικολάκη σου δε θυμάσαι;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ έκπληκτος πλησιάζουσα αυτόν. — Βη, βη, παιδάτσι μου, αμή πού να σε γνωρίσω;... Φτου, φτου να μη βασκαθείς... (περιπτυσσομένη αυτόν) Έλα να σε φιλήσω, γιόκα μου... τι μου κάνεις, παιδί μου, καλά είσαι;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ μειδιών. — Καλά, καλά.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Πάντα καλά να δώνει ο Θεός.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Τι κάνει η ανεψιά μου;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ θλιβερώς. — Τι να κάνει η άμοιρη... όλο κλαίει...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ακόμη;... δεν της επέρασε λοιπόν η λύπη;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ στένουσα. — Αχ!... πού να της περάσει, ζάβαλη.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μπα!

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ζητούσα να πάρει τους σάκους του Νικολάου. — Άσ' τα τούνα, τι τα βαστάς στα χέρια σου;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ανερχόμενος δεξιά και τους σάκους αποθέτων. — Ευχαριστώ, κερά Καλομοίρα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ακολουθούσα αυτόν. — Εγώ έλεγα πως δε θα ‘ρθεις.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ κατερχόμενος αριστερά. — Δεν ημπορούσα να έλθω γρηγορότερα... αι, βλέπεις, η Αμερική είναι μακριά από 'δω.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Μακριά, αι;... Αμ' πόσο μακριά είναι πάλι; είναι ίσαμε τα Μέγαρα;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ίσαμε τα Μέγαρα; τι λες, κερά Καλομοίρα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Είναι ίσαμε το Μισίρι;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Καλέ είναι στον άλλον κόσμο.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ έκπληκτος. — Βη, βη, παιδάτσι μου... τσ' έρχεσ' από τον άλλον κόσμο;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Βέβαια.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Φτου, φτου, να μη βασκαθείς.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία δυσαρεστούμενος δια την πράξιν αυτής. — Εγκάδ!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ εν εκπλήξει. — Από τον άλλον κόσμο!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Για πες μου τώρα... δεν εσηκώθηκε ακόμη η Ελένη;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Όγιεσε

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Τι ώρα σηκώνεται;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Τόμου βαρήσουν οι οχτώ, οι εννιά, οι δέκα... κατά πώς της έρθει.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ καθήμενος. — Κάθισε λοιπόν, κερά Καλομοίρα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ανερχομένη. — Πάω να την ξυπνήσω καλύτερα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Όχι, να μην την ξυπνήσεις· άφησε να σηκωθεί στην ώρα της... Έπειτα έχω καιρό για να την ιδώ· θα μείνω εδώ πλέον.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ κατερχομένη. — Να μείνεις, Νικολάτση μου, έτσι να χαρείς το φως σου τσαι να σου ‘ρχονται ούλα δεξιά, γιατί είναι πολύ λυπημένη η άτσιερδη.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Πολύ λυπημένη, αι;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ στένουσα. — Αχ!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Για πες μου, δεν επαρηγορήθηκε ακόμη; πέρασ' ένας χρόνος αφότου πέθανε ο άνδρας της.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ σείουσα την κεφαλήν μελαγχολικώς. — Θα περάσουν τσαι δύο, θα περάσουν τσαι τρεις, θα περάσουν τσαι πέντε, τσαι δέκα, μα η Ελέγκω μου θα είναι πάντα η ίδια.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Α!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Τέτοιοι πόνοι δε λησμονιόντουνε, γιόκα μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Καλέ τι μου λες, κερά Καλομοίρα; τον αγαπούσε λοιπόν πολύ;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ καθημένη παρ’ αυτώ οικείως. — Τον αγαπούσε, λέει; τρελαινότανε για δαύτον... Α, τι ετράβηξα τις πρώτες μέρες που πέθανε... τι μαρτύρια ήτανε τσείνα, Θεέ μου. Ήθελε να σκοτωθεί, να φαρμακωθεί, τραβούσε τα μαλλιά της, φώναζε, έριαζε, χτυπιότανε... α, Νικολάτση μου, τέτοια λύπη ποτές μου δεν την είδα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Έτσι αι;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Να, από τότες δεν αλλάξαμε τίποτες εδώ μέσα… τα έντυσε ούλα μαύρα τσαι μηδ' έναν καθρέφτη δεν εγιουρίκαμε... Κάητσ' η καρδούλα της τσ' έβαψε μαύρα τα φρύδια της τσαι μαύρα τα μαλλιά της...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. —Τι λες;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Να σε χαρώ…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Με τα σωστά σου μιλάς, κερά Καλομοίρα; τα ωραία της τα μαλλιά τα κατάξανθα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Τα 'βαψε...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μα ετρελάθη:

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Έτσι είναι η λύπη η μεγάλη, παιδάτσι μου... Εγώ όντε έχασα τον αφέντη μου, γίνηκα καλόγρια.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μήπως το έχει σκοπό και η Ελένη;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Αμή;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Να γίνει καλόγρια;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Γιαντά όχι;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εγειρόμενος και μεταβαίνων δεξιά. — Κάμε δουλειά σου, κερά Καλομοίρα ... αυτό μας έλειπε...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ομοίως. — Δεν είναι για να ζήσει στον κόσμο πλια η τσυρά Ελέγκω.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ μεταβαίνων αριστερά. — Καλά, καλά… θα το ιδούμε. Πού θα μου ετοιμάσετε, γιατί θέλω να πλυθώ κομμάτι... (ανερχόμενος δεξιά). Αυτή θα είναι η κάμαρά μου...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ εμποδίζουσα αυτόν να προχωρήσει. — Μη, μη, παιδάτσι μου... αυτού είναι η εκκλησιά...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ οπισθοχωρών. — Τι είναι;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Η εκκλησιά που φυλάει την καρδούλα του.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ έκπληκτος. — Έχει την καρδιά του ανδρός της εδώ μέσα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Αμή;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ σταυροκοπούμενος. — Μη χειρότερα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. —Και κάθε πουρνό κάνει τη προσευχούλα της ν' αγιάσουν τα κοκαλάτσια του.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Δε μου λες, κερά Καλομοίρα, είναι στα καλά της η Ελένη ή μήπως της εγύρισεν η βίδα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Μη μας πικραίνεις, ζάβαλη, τσ' εσύ... Εμείς είμαστε λυπημένες τσαι ν' ακούμε τούνα τα λόγια από σένα;… Α, είναι κρίμα τσ' απ' το Θεό, παιδάτσι μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Χωρατεύεις, κερά Καλομοίρα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Όχι, να ‘χω καλή ψυχή, γιόκα μου. Μα ένα πράμα θα σε περικαλέσω τώρα που ‘ρθες.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. —Τι πράγμα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ μυστηριωδώς. — Να τον θάψουνε, παιδάτσι μου, τον μακαρίτη, γιατί...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εμβρόντητος. — Τι; δεν τον έθαψαν ακόμη;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ άπελπις. Αμ' δεν τον θάψανε τον άραχλο, τον μπαλσαμώσανε μονάχα, όντε του ‘βγαλαν την καρδιά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Και είναι τώρα μπαλσαμωμένος;...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Μπαλσαμωμένος στο νεκροταφείο...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μπαλσαμωμένος!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Είναι πράμα τούτο, Νικολάτση μου; ούτε ο Θεός το θέλει ούτε οι αθρώποι.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Και η Ελένη τι κάμνει; πάει και τον βλέπει;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Πάει, βέβαια.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ταχτικά;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Πρώτα πήγαινε κάθε μέρα και καθότανε μαζί του ώρες μα αφ’ όντε βάλαμε την καρδιά του στη μπουκάλα τσ' εκάναμε την κάμαρα του μακαρίτη εκκλησιά δεν πηγαίνει τσαι τόσο πολύ κατά πως πήγαινε πρώτα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ διατρέχων την αίθουσα. — Καλά, καλά, όλ' αυτά θα τα διορθώσω εγώ.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Αχ, ας τον έλεπα στο χώμα σα χριστιανό τσ' έδωνα τσαι τη μισή μου τη ζωή.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μου κάνεις έναν καφέ, κερά Καλομοίρα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Να σου κάνω, γιε μου, γλυκό τόνε θέλεις;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ναι, ναι.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ εξερχομένη. — Πάω τσ' όλας.

 

ΣΚΗΝΗ Β'

ΝΙΚΟΛΑΟΣ μόνος, διατρέχων την αίθουσαν.

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Πρέπει να είναι τρελή, τρελή, τρελή· χωρίς καμίαν αμφιβολίαν είναι τρελή!... Κρίμα, κρίμα... νέα γυναίκα είκοσι τριών χρόνων... βέβαια, δεν πρέπει να είναι παραπάνω... η αδελφή μου επανδρεύθηκε εις τα 1842 και είναι το πρώτο της παιδί... δεν είναι παραπάνω... (στρέφων την κεφαλήν δεξιά) και έχει την καρδιά του εδώ μέσα; εδώ, εδώ, εδώ;… Μη χειρότερα!... (βαίνει ακροποδητί προς την θύραν δεξιά, ανοίγει αυτή, αλλά αμέσως οπισθοχωρεί) Μπρρρρ εδώ μέσα είναι κόλασις… (εν αγανακτήσει) Και με παρακαλεί να έλθω να καθίσω μαζί της, όταν έχει αυτά τα δαιμόνια; (κατερχόμενος) Α, όχι, όχι... διότι δεν το έχει τίποτε να με πάγει και στο νεκροταφείον να ιδώ τον μπαλσαμωμένον, κι εγώ με αποθαμένους δεν κάνω συντροφιές... Τι μασκαραλίκια είν' αυτά; (η θύρα κλείεται υπό του ανέμου, ο δε Νικόλαος φοβηθείς αναπηδά κάτωχρος) Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου! (παρατηρών μετά δέους) Α, η πόρτα ήταν... (συνερχόμενος) Καλέ να αφήσω εγώ την Αμερικήν για να μείνω μαζί της και αυτή να μου φυλάγει την καρδιά του ανδρός της; (ποιών το σημείον του σταυρού) Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου! (παρατηρών κύκλω αυτού) Εδώ δεν είναι σπίτι, είναι τάφος!... Πώς δεν έβαψε μαύρους και τους τοίχους; (το παράθυρον κλείεται μετά πατάγου) Παναγία μου!... (ρίπτων κύκλω τα βλέμματα) Α, το παράθυρον ήταν... (συνερχόμενος) Καλ' εγώ άρχισα να φοβούμαι... μαύρα εδώ, μαύρα εκεί, εκκλησιά εκεί μέσα, μια καρδιά στη μπουκάλα σαν να ήταν τουρσί... (ετοιμαζόμενος να εξέλθει) Πάγω να εύρω ανθρώπους να ξανοίξουν κομμάτι το σπίτι, και τους νεκροθάπτας να σηκώσουν την καρδιά... (βαίνει προς το βάθος, αλλά βλέπει εισερχομένην αριστερόθεν την Ελένην) Ποια είναι αυτή;... η Ελένη;

 

ΣΚΗΝΗ Γ'

ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΕΛΕΝΗ

 

ΕΛΕΝΗ ήτις εισήλθε βάλλουσα κραυγή ως βλέπει τον Νικόλαον. — Α! (ζητεί να φύγει, αλλ’ αναγνωρίζουσα ευθύς αυτόν τρέχει πλησίον του) Θείε μου, συ είσαι;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εναγκαλιζόμενος αυτήν. — Ελένη μου.

ΕΛΕΝΗ ολοφυρομένη. — Α, θείε μου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ασπαζόμενος την κεφαλήν της. — Καημένο παιδί...

Ελένη. — Δυστυχισμένη εγώ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Αι, καλά... σώπαινε τώρα.

ΕΛΕΝΗ επιτείνουσα τας κραυγάς και το πρόσωπόν της εις τας αγκάλας του Νικολάου κρύπτουσα. — Θείε μου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μην κάμνεις έτσι, Ελένη μου, θα αρρωστήσεις... Εγώ έλεγα πως θα σ' εύρω παρηγορημένην.

ΕΛΕΝΗ βάλλουσα σπαραξικάρδιον κραυγήν. — Α τον έχασα!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Υπομονή, παιδί μου, υπομονή... δεν θα τον αναστήσουν τα δάκρυά σου...

ΕΛΕΝΗ άπελπις. — Δε θα τον αναστήσουν, όχι!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ οδηγών αυτήν προς το ανάκλιντρον όπου κάθονται αμφότεροι. — Έλα, κάτσε εδώ.

ΕΛΕΝΗ κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις την αγκάλην του Νικολάου. — Θείε μου!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ προσπαθών να εγείρει την κεφαλήν της. — Σήκωσε το κεφάλι σου, έχω τόσον καιρόν να σε ιδώ, Ελένη μου.

ΕΛΕΝΗ ρίπτουσα την κεφαλήν προς τα οπίσω. — Θα πεθάνω!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία. — Α, μα αυτό καταντά μαρτύριον... έτσι θα πάμε;

ΕΛΕΝΗ εκφεύγουσα των χειρών του και τρέχουσα προς το παράθυρον. — Θα σκοτωθώ!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ τρέχων κατόπιν αυτής. — Ελένη.

ΕΛΕΝΗ. — Άφησε με να πέσω από το παράθυρο...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ κρατών αυτήν από της εσθήτος. — Ετρελάθης, παιδί μου;

ΕΛΕΝΗ άπελπις. — Θα φαρμακευτώ.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ περιπτυσσόμενος και φέρων αυτήν εις το ανάκλιντρον. — Ελένη μου, τι καμώματα είν' αυτά;

ΕΛΕΝΗ ολοφυρομένη. — Αχ θεέ μοι, θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες; Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί;!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ επιδεικνύων λύπην. — Σαβαχθανί, μάτια μου...

ΕΛΕΝΗ. — Γιατί ν' αποθάνει;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ως άνω. — Ηλί...

ΕΛΕΝΗ. — Γιατί;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ως άνω. — Λαμά...

ΕΛΕΝΗ. — Δε μ' ελυπήθη ο Θεός που μ' άφησεν έρημον στον κόσμο;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ καθήμενος μετ’ αυτής. — Τι να γίνει, παιδί μου, υπομονή· αι, βλέπεις, αυτά έχει αυτός ο κόσμος... δι ουόρλδ!... Άλλος γεννιέται, άλλος πεθαίνει και οι περισσότεροι ζουν... εσύ έτυχες να είσαι με τους περισσοτέρους.

ΕΛΕΝΗ. — Τέτοια ζωή τι να την κάμω;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Άφησε τώρα τα κλάματα και έλα να ομιλήσομεν ολίγον.

ΕΛΕΝΗ κλαίουσα. — Αχ, και πώς να τ' αφήσω;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Θα μ' επερίμενες προ πολλού, αι;

ΕΛΕΝΗ φυσικώς ως να μην είχε καν δακρύσει. — Ήλπιζα ότι θα ήρχεσο άμα ελάμβανες το γράμμα μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ήτο αδύνατον, κόρη μου, διότι έπρεπε να τακτοποιήσω πρώτον όλας μου τας υποθέσεις και με το σήμερον και με το αύριον κατήντησε να γίνει χρόνος· αλλά τώρα ήλθα και θα καθίσω μαζί σου· γυναίκα δεν έχω, παιδιά δεν έχω, είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου μένεις, δεν πιστεύω να νυμφευθώ, διότι εγήρασα, και έτσι θα ζήσομε πλέον μαζί.

ΕΛΕΝΗ αναλαμβάνουσα το πρότερον κλαυθμηρόν ύφος. —Δι’ ολίγον καιρόν, θείε μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Πώς δι' ολίγον καιρόν;

ΕΛΕΝΗ. — Θα γίνω καλόγρια.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Δεν πιστεύω να έχασες τον νουν σου.

ΕΛΕΝΗ εγειρομένη. — Α, μη μου λέγεις τίποτε...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ομοίως. — Έλα εδώ.

ΕΛΕΝΗ. — Όχι, όχι…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μα δεν είναι δυνατόν.

ΕΛΕΝΗ βάλλουσα κραυγή απελπισίας και πίπτουσα λιπόθυμος. — Α!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ω!... Ελένη!... ελιποθύμησεν; Ελένη μου, Ελένη…

 

ΣΚΗΝΗ Δ'

Οι ανωτέρω, ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ

 

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ φέρουσα τον καφέν του Νικολάου και βλέπουσα την Ελένην λιπόθυμον — Αι!... τι έπαθε (πίπτει των χειρών αυτής ο δίσκος) Πού ήταν η κατσή η ώρα, παιδάτσι μου; βη! βη! βη!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Κερά Καλομοίρα, ολίγο νερό γρήγορα, ελιποθύμησε.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ανερχομένη. — Άλλο κακό που έπαθα!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Α, μια πολύ κατάκαρδα παίρνουν την κάθε λύπη τους οι Αθηναίες.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ φέρουσα ύδωρ. — Ελέγκω μου, Ελέγκω μου, άνοιξε τα ματάτσα σου, παιδάτσι μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Τρίψε της το μέτωπο, κερά Καλομοίρα, άντε γεια σου.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Να φέρουμε τον γιατρό, κυρ Νικολάτση;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Καλέ δεν βαρύνεσαι... δεν είναι τίποτε.

ΕΛΕΝΗ συνερχομένη. — Αχ!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Να, Βλέπεις;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Ελέγκω μου, σήκω, παιδάτσι μου, πιε μια γουλίτσα νερό.

ΕΛΕΝΗ. — Θα πεθάνω.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ περίτρομος. — Στιος τσαι Παναγιά!... δάκωσ' τη γλώσσα σου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Έλα σήκω, δεν έχεις τίποτε...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Να σου κάνω ένα τίλιο;

ΕΛΕΝΗ εξησθενημένη φωνή. — Όχι, κερά Καλομοίρα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Να σου κάνω ένα χαμομήλι;

ΕΛΕΝΗ. — Όχι, όχι, ευχαριστώ.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Κάμε τον καφέ μου, κερά Καλομοίρα, στον θεό σου.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ανερχομένη. — Τον καφέ; ορισμός σου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία. — Πώς; να κάμω διά να φέρω μίαν διόρθωσιν;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ αίρουσα τον δίσκον και κατερχομένη. — Τι λέεις; να στείλω για τον γιατρό;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ανυπομονών. — Ου κι εσύ... Μπόαρ!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ απερχομένη. Αι, καλά, καλά, καλά...

 

ΣΚΗΝΗ Ε'

ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΕΛΕΝΗ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Πώς είσαι;

ΕΛΕΝΗ. — Καλύτερα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ καθήμενος παρ’ αυτή. — Άκουσε να σου ειπώ, Ελένη μου· έλα να κάνομε ένα ταξιδάκι.

ΕΛΕΝΗ. — Τι πράγμα;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ένα μικρό ταξιδάκι έως εις την Ιταλίαν, να λησμονήσεις την λύπην σου, ν' αλλάξεις αέρα...

ΕΛΕΝΗ. — Όχι, θείε μου.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μα διατί;

ΕΛΕΝΗ τραγικώς. — Καθήκον ιερόν με δεσμεύει εδώ, ανήκω εις τον σύζυγόν μου και ο σύζυγος μου είναι...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία μεταβαίνων αριστερά. — Μπαλσαμωμένος!... πώς το ελησμόνησα;...

ΕΛΕΝΗ ακούουσα το ωρολόγιον να σημαίνει την ενάτην ώραν και βάλλουσα κραυγήν. — Α!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ αναπηδών έντρομος. — Ουότ ιζ ιτ;

ΕΛΕΝΗ μετρούσα τας ώρας. — Τρεις, τέσσαρες, πέντε, εξ, επτά, οκτώ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ μετρών συγχρόνως τας μεσαίας ώρας. — Φορ, φάιφ, σιξ…

ΕΛΕΝΗ. — Εννέα!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ομοίως. — Νάιν!...

ΕΛΕΝΗ. — Θείε μου, κάμε τον σταυρόν σου πηγαίνω να προσευχηθώ.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία σφίγγων τους γρόνθους αυτού. — Γκοδέμ!...

ΕΛΕΝΗ βάλλουσα κραυγήν και απερχομένη δεξιά. — Α!...

 

ΣΚΗΝΗ ΣΤ’

ΝΙΚΟΛΑΟΣ μόνος βλέπων ενεός προς την θύραν και είτα κατερχόμενος.

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Είδα πολλούς τρελούς σ’ αυτόν τον κόσμον, μα τέτοια τρέλα δεν την είδ’ ακόμη... (μιμούμενος το τραγικόν ύφος της Ελένης). Πηγαίνω να προσευχηθώ!... (διατρέχων την αίθουσαν). Ταξιδάκι θέλω να κάμω εγώ, και δεν την παίρνω να την πάγω στην Κέρκυρα; αυτή είναι για το φρενοκομείον! (δυσανασχετών) Εδώ και άλλες έχασαν τους άνδρας των, μα καμιά δεν άκουσα να τον μπαλσαμώσει... Ακούς εκεί να τον έχει μπαλσαμωμένο τον άνθρωπο σαν να ήτανε μούμια! Τίποτε, θα πάγω να εύρω νεκροθάπτας να τον θάψουν και ας κλάψει όσο θέλει η κυρία Ελένη (λαμβάνων τον πίλον και τη ράβδον του). Πρώτα όμως θα τους φέρω να πάρουν το τουρσί που είναι στη μπουκάλα!...

 

ΣΚΗΝΗ Ζ'

ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μελανείμων, κάτωχρος, ατημέλητον έχων την κόμην και την γενειάδα, το δε βλέμμα πυρώδες και άγριον. — Με συγχωρείτε, κύριε..

ΝΙΚΟΛΑΟΣ υποκλίνων. — Κύριε... (ιδία). Ποιος διάβολος είναι αυτός;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πεφοβισμένος. — Εξέρχεσθε;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Δηλαδή….

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μετά δισταγμού. — Ήθελα να σας παρακαλέσω να με δεχθείτε μίαν στιγμήν...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ κατερχόμενος αριστερά και δεικνύων το ανάκλιντρον. — Ορίσατε, παρακαλώ... καθίσατε.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ καθήμενος εν θλίψει. — Ευχαριστώ.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιστάμενος προ αυτού. — Προς ποίον έχω την τιμήν να ομιλώ;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υψών περίλυπον βλέμμα. — Ονομάζομαι Αλέξανδρος Βεντής.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ υποκλίνων και καθήμενος. — Χαίρω πολύ.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ηρέμα εν αρχή, κατόπιν μετά συγκινήσεως και τέλος τραγικώς — Προ εξ μηνών ενυμφεύθην, κύριε, και μετά εξάμηνον ευδαιμονίαν, μετά βίον εις φθόνον δυνάμενον να κινήσει και αυτούς του Παραδείσου τους αγγέλους, απώλεσα την σύζυγόν μου!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ έκπληκτος. — Α!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ απομάσσων τα δάκρυά του. — Την απώλεσα δια παντός!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ αφού εμόρφασε ιδιαιτέρως στρεφόμενος προς τον Αλέξανδρον. — Λυπούμαι κύριε, λυπούμαι πολύ.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ούτινος η συγκίνησις αυξάνει. — Ήτο άγγελος του ουρανού δραπέτης, ήτις μου εδόθη ίνα τον βίον μου καταστήσει άλυπον, ανώδυνον... ήτο πλάσμα θεσπέσιον, το οποίον θα κλαίω αιωνίως.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία. —Τι διάβολο έχω να κάμω εγώ με τους αποθαμένους;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ολοφυρόμενος. — Συγχωρήσατέ με, δεν δύναμαι να κρατήσω τα δάκρυά μου... Α, κύριέ μου, αν την εγνωρίζατε θα εκλαίατε μαζί μου βεβαίως· ήτο άγγελος!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία στένων. — Αμαρτίες είχες, Νικολή μου, σήμερα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Απέθανε και ο κόσμος όλος την ελυπήθη, ο κόσμος όλος την έκλαυσε, διότι είχε καρδίαν αγγέλου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Κύριέ μου... (ιδία) Μπα, σε καλό σου!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μετ’ απελπισμού. — Α, θεέ μου, διατί με ηδίκησας;... Διατί με εδίκησε, κύριε, ο θεός;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ αφελώς. — Τι να σας ειπώ;...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ηθέλησε να δοκιμάσει την καρδίαν του ανθρώπου και εξέλεξε την ιδικήν μου καρδίαν;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Καθώς φαίνεται...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγειρόμενος. — Εμένα ηύρεν; εμένα τον ταλαίπωρον και την εμήν επλήγωσε καρδίαν;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Αλλά, κύριε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αφελώς. — Της έκαμα ποίημα, το οποίον θα χαράξω επί του τάφου της.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Α!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εν αυτώ εκφράζω την λύπην μου, τον θαυμασμόν μου, την λατρείαν μου, τον πόνον μου, τας φροντίδας μου... όλα τέλος πάντων τα συναισθήματα τα οποία με κατέχουν, αφ' ης στιγμής μετέστη προς τον Κύριον.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ έκπληκτος. — Ποίον κύριον;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Προς τον Θεόν...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Α... ολ ράιτ!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ απαγγέλλων μετά πάθους:

 

Νυκτοβλέφαρος αιθρία,

ανουράνευτος σκιά,

η αιχμάλωτος καρδία

ποντοπόρος θρηνιά.

Ήσο συ ο άγγελός μου,

η ζωή μου, συ το παν,

σ' είχα πάντοτε εντός μου

και σου έκαμνα παν, παν.

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ έκπληκτος. — Τι πράγμα; παν, παν;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ναι, παν, παν,... με το χέρι μου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία βλέπων αυτόν υπόπτως. — Τρία πουλάκια κάθουνται...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εξακολουθών:

 

Μαύρη πλαξ θα σε σκεπάσει

ο αήρ θα σε φρουρεί

αλλ' εμέ θα μ' αναρπάσει

ο Σατάν και τα Ουρί.

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία. — Λερ μπαλέρ, ξιφίρ μαλέρ!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μετ’ απελπισμού:

 

Μία νυξ θα μας χωρίζει

των αστέρων, του παντός,

αργυρόπεπλος θα σχίζει

τα εντός και τα εκτός!...

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Αυτός βάζει κάτω και τον Εξαρχόπουλον!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Πώς σας φαίνεται;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Λαμπρόν, έξοχον!... το εκάματε μόνος σας;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Είναι να το ερωτάτε, όταν βλέπετε ότι είναι κραυγή οδύνης την οποίαν εκπέμπω εκ βάθους ψυχής;... διότι όπου και αν είμαι, όπου και αν πάγω την βλέπω εμπρός μου, φαιδράν, μειδιώσαν, να μου τείνει τας χείρας, να με προσκαλεί να μου προτείνει τα χείλη της... (τείνων τας χείρας) Α, συ είσαι, συ είσαι, Κόριννα, στάσου, μη φεύγεις... (διατρέχων την αίθουσαν τεταμένους έχων τους βραχίονας όπως συλλάβει τινα και βλέπων τον Νικόλαον απομακρυνόμενον αυτού) Μη φεύγεις…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ αποφεύγων αυτόν, ιδία. — Αυτός είναι δαιμονισμένος...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ τρέχων κατόπιν του Νικολάου.— Κόριννα, Κόριννα…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ διαφεύγων. — Εγώ τον φοβούμαι...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Κόριννα!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Πίσω μου είσαι, δαίμονα, κι εμπροστά μου κρέμεσαι...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κατορθών να συλλάβει αυτόν. — Κόριννα.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εξανιστάμενος. — Μα, κύριε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λιποθυμών εν τη αγκάλη του Νικολάου — Α!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εμβρόντητος. — Να τα μας!...

 

ΣΚΗΝΗ Η'

Οι ανωτέρω, ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ

 

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ κομίζουσα επί δίσκου τον καφέν. — Στιος τσαι Παναγιά!... (ο δίσκος πίπτει των χειρών της) Τ' είναι πάλι;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ καθίζων τον Αλέξανδρον επί εδωλίου. — Κερά Καλομοίρα, ολίγο νερό γρήγορα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ παρατηρούσα τον Αλέξανδρον. — Βη, βη, παιδάτσι μου πις είναι τούνος;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Φέρε το νερό σου λέγω...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ανερχομένη. — Πού βρέθηκ' επά;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μπρε άφησε τις κουβέντες τώρα και κάμε γρήγορα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ κατερχομένη. — Καλά ντε, δεν είπα τσαι τίποτες κακό.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Χύσε του όλο το κανάτι...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ραντίζουσα αυτόν. — Στα μαύρα ντυμένος είναι ο άραχλος... καημένη θα 'ναι η καρδούλα του.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ συνερχόμενος. — Α!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Πώς είσθε, κύριε;...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Καλά, σας ευχαριστώ... πού είμαι; τι έπαθα;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ τρίβουσα τας χείρας του. — Αραθυμιά ήτανε, παιδάτσι μου, πάει, πέρατσε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ συνερχόμενος εντελώς. — Ναι, ελιποθύμησα...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ εξακολουθούσα να τρίβει τας χείρας. — Θέλεις να σου κάνω ένα τίλιο;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Όχι, γερόντισσά μου, ευχαριστώ.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Θέλεις να σου κάνω ένα χαμομήλι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Όχι, όχι...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Θέλεις να σου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ανυπομονών. — Αφού σου λέγει ο άνθρωπος πως δε θέλει...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Καλά ντε, όπως ορίζεις...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ εν αγανακτήσει. — Χοτ ε μπόαρ γιου αρ!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ πλησιάζουσα αυτόν. — Να σου κάνω τον καφέ;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ οργίλως. — Να μη μου κάνεις τίποτε... Στιούπιδ!

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ. — Μην είσ' έτσι, παιδάτσι μου... δε φταίω η άμοιρη... τρέμουνε τα χέρια μου, τρέμουνε τα γόνατά μου, και σαν ιδώ ανήμπορο άνθρωπο ραΐζεται η καρδιά μου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Aι, καλά, πήγαινε τώρα, στιούπιδ φέλο!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ αίρουσα τον δίσκον και απερχομένη. — Α, μα τούτη τη βολά θα κάνω το σταυρό μου πρώτα...

 

ΣΚΗΝΗ Θ'

ΝΙΚΟΛΑΟΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κύριε, με συγχωρείτε... αλλ' η μεγάλη λύπη τόσον με κατέβαλεν ώστε και η ελαχίστη συγκίνησις μού φέρει αμέσως λιποθυμίαν... Συγχωρήσατέ με…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ διαμαρτυρόμενος. — Ω, σας παρακαλώ...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εάν εγνωρίσατε την λύπην θα συμπαθήσετε και θα με δικαιώσετε· την ηγάπησα πολύ και δε θα την λησμονήσω ποτέ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ απορών. — Αλλ’ εγώ εις τι δύναμαι να σας φανώ χρήσιμος;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ καθήμενος — Ιδού, κύριε μου, με δύο λόγια... Ήλθον επίτηδες από την Κωνσταντινούπολιν δια να της κάμω τάφον μεγαλοπρεπή.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ καθήμενος. — Ουέλ!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Έχω μεγάλην περιουσίαν, αλλά θα την εξοδεύσω όλην δια να της κάμω μαυσωλείον άξιον της ψυχής της.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ουέλ, ουέλ!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εις την Κωνσταντινούπολιν δεν έχομεν γλύπτας καλούς· εδώ εις τας Αθήνας είσθε τεχνίται άριστοι και απευθύνομαι εις υμάς, όστις έχετε κεκτημένην φήμην...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ έκπληκτος. — Εις εμέ;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Μάλιστα, κύριε, εις υμάς ... α, μη μου το αρνηθείτε...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Αλλά, κύριε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Γνωρίζω ότι έχετε απείρους εργασίας, γνωρίζω ότι ολίγιστος σας μένει καιρός, αλλά λάβετε υπ' όψιν σας την λύπην μου, λάβετε υπ' όψιν σας ότι θα εργασθείτε δια την αγγελικήν της συζύγου μου ψυχήν...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Εγώ;...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κύριε Κάσσιε, μη μου το αρνείσθε...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Κάσσιος!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Σας παρακαλώ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Λανθάνεσθε, κύριε, δεν ονομάζομαι Κάσσιος, δεν είμαι γλύπτης… εγώ είμαι έμπορος και ήλθα σήμερον από την Αμερικήν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έκπληκτος. — Έμπορος;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μάλιστα εμπορεύομαι εις την Νέαν Υόρκην... Σέρβιτσαλ εντ Κομπανί. Νιου Γιορκ, Ολδ Ρόαδ Κένσιγκτον....

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Πώς; ελανθάσθην; το όνομά σας...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Το όνομά μου το καθεαυτό είναι Νικόλαος Σερβιτσαλόπουλος, αλλ' εις την Αμερικήν οι άνθρωποι αφαιρούν ό,τι είναι περιττόν και έτσι έμεινα μόνον Σέρβιτσαλ...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Αληθώς δεν είσθε ο Κάσσιος;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Σας διαβεβαιώ... Μίστερ Σέρβιτσαλ...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγειρόμενος και περισκοπών την αίθουσαν — Πραγματικώς δεν είναι οίκος γλύπτου ο οίκος σας...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Λάθος θα εκάματε... θα σας έδειξαν άλλο σπίτι.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Μα εδώ μου είπαν εις το Βαρβάκειον πλησίον κολλητά εις μίαν μάνδραν, εις την γωνίαν όπου είναι και ένας φούρνος, άντικρυ σ' ένα χρωματοπωλείον, σ' ένα μεγάλο σπίτι που τα παράθυρα είναι πάντοτε κλειστά.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Κι εγώ τας αυτάς σχεδόν πληροφορίας έλαβον... Φαίνεται ότι εις τας Αθήνας δεν γνωρίζουν ούτε αριθμούς ούτε ονομασίας οδών... συνενοούνται ακόμη με τις μάντρες και με τους φούρνους.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λαμβάνων τον πίλον του. — Α, κύριε μου, λυπούμαι πολύ... με συγχωρείτε ότι σας ηνόχλησα... ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Τίποτε, τίποτε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υποκλίνων. — Σας προσκυνώ και σας ζητώ και πάλιν συγγνώμην...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ λαμβάνων τον πίλον του. — Τίποτε, σας λέγω... εξερχόμεθα μαζί... Γκο α χεδ!

 

ΣΚΗΝΗ Ι

Οι ανωτέρω, ΕΛΕΝΗ

 

ΕΛΕΝΗ.— Θείε μου…

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εμβρόντητος και το πρόσωπον αποστρέφων.— Μία γυναίκα!

ΕΛΕΝΗ ομοίως και ταυτοχρόνως. — Ένας άντρας!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Τι θέλεις, Ελένη;

ΕΛΕΝΗ έχουσα πάντοτε το πρόσωπον εστραμμένον και δια της χειρός κάμνουσα νεύματα να φύγει ο Αλέξανδρος ενώ και ούτος δια χειρονομιών την αποστροφήν του εκδηλεί. — Ποίος είναι αυτός; τι ζητεί εδώ; τις του έδωσε την άδειαν;.. να φύγει, να φύγει, να φύγει...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Μην ταράττεσαι, κατά λάθος εισήλθε...

ΕΛΕΝΗ. — Να φύγει... να φύγει...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ δεικνύων αυτώ την θύραν. — Με συγχωρείτε, κύριε... η ανεψιά μου... θα σας ειπώ καθ' οδόν... πάμε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ όστις ανήρχετο στρέφων δειλώς το πρόσωπον. — Κυρία μου... κατά λάθος...

ΕΛΕΝΗ ήτις έστρεψε και αυτή. — Κύριε… (βάλλουσα κραυγήν ως παρετήρησεν αυτόν.) Α!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ω!...

ΕΛΕΝΗ. — Αλέξανδρε!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ελένη!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ έκπληκτος.— Μπα, γνωρίζεσθε;

ΕΛΕΝΗ μετά δειλίας — Τον εγνώριζα… τον κύριον... όταν ήμουν ανύπανδρος...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τι κάμνεις, Ελένη;

ΕΛΕΝΗ σείουσα μελαγχολικώς την κεφαλήν. — Τι να κάμω; είμαι δυστυχής...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κι εσύ;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Αι, μα αφού γνωρίζεσθε, τι άλλο θέλετε; Ολ ράιτ!... και οι δύο λυπημένοι, και οι δύο έχοντες ανάγκην παρηγορίας, καθίσατε και ειπέτε τα δια να ιδείτε τίνος λύπη είναι μεγαλυτέρα... Εγώ πηγαίνω μίαν στιγμήν έξω κι επανέρχομαι.

ΕΛΕΝΗ. — Θείε μου...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Κάθισε, κάθισε...

ΕΛΕΝΗ. — Μην αργήσεις, δεν θέλω να μείνω πολλήν ώραν μόνη.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ χαιρετίζων τον Αλέξανδρον. — Κύριε μου, σας είμαι δούλος σας ταπεινότατος.

ΕΛΕΝΗ. — Ελπίζω ότι δεν θ' αργήσετε, διότι μόνος με μίαν κυρίαν...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Α, μπα, α, μπα!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Σας παρακαλώ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία ανερχόμενος. — Πάω να φέρω τους νεκροθάπτας να πάρουν την καρδιά. (χαιρετίζων αμφοτέρους από της θύρας). — Γκουτ μπάι!...

 

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΕΛΕΝΗ

 

ΕΛΕΝΗ διστάζουσα. — Καθίσατε, κύριε Αλέξανδρε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ — Ελένη, διατί φορείς πένθος;

ΕΛΕΝΗ καθημένη. — Έχασα τον σύζυγόν μου...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έκπληκτος.— Α!

ΕΛΕΝΗ. — Και σεις;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στένων. — Κλαίω την γυναίκα μου...

ΕΛΕΝΗ. — Ω!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κλαίων — Δυστυχισμένη Ελένη!

ΕΛΕΝΗ απομάσουσα τα δάκρυά της. — Ταλαίπωρε Αλέξανδρε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Α, δεν υπάρχει μεγαλυτέρα λύπη...

ΕΛΕΝΗ. — Όχι, όχι, δεν υπάρχει...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Δεν υπάρχει...

ΕΛΕΝΗ κλαίουσα. — Τον έχω μπαλ-σα-μω-μέ-νον... και ε-κεί μέ-σα έ-χω την καρ-διά του...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ολοφυρόμενος. — Ε-κεί μέ-σα;... Α, δι-α-τι μην την μπαλ-μπαλ-σα-μώ-μώ-μώ-σω κι ε-γώ-γώ-γώ...

ΕΛΕΝΗ στένουσα βαθέως. — Αχ!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ — Ωχ!...

ΕΛΕΝΗ λυρικώς. — Ήμεθα τόσον ευτυχείς!... με ηγάπα..

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αφελώς.— Έτσι αι;

ΕΛΕΝΗ. — Α, πώς με ηγάπα!... ήμουν η πρώτη του αγάπη, η πρώτη...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Ήτο νέος;

ΕΛΕΝΗ. — Νεότατος... πενήντα χρόνων!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Δηλαδή όχι και τόσον...

ΕΛΕΝΗ. — Αλλ’ ήτον ωραίος, γλυκύς, έξυπνος... Αχ!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Μην κλαίεις, Ελένη… αυτά έχει ο κόσμος... Μήπως υπάρχει δυστυχέστερος άνθρωπος από εμέ; ΕΛΕΝΗ. — Εγώ...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ποτέ!... ήτο άγγελος η Κόριννα.

ΕΛΕΝΗ αφελώς. — Πώς την έλεγαν;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κόρινναν

ΕΛΕΝΗ. —Τι περίεργον όνομα...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Σπάνιον προ πάντων... Και ήτο τόσον ωραία, α, τι πλάσμα ήτο!... ποτέ δεν μ' επίκρανε, ποτέ δεν μου είπε λόγον κακόν... με ηγάπα, Ελένη, μ' ελάτρευε... και έπειτα από έξι μήνας μ' άφησεν ήρημον, μόνον, απαρηγόρητον...

ΕΛΕΝΗ. — Εμένα έπειτα από ένα χρόνον.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ένα χρόνον; αι;

ΕΛΕΝΗ. — Α, τι σχέδια εκάμναμεν...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Αμ' εμείς;

ΕΛΕΝΗ. —Τώρα δεν μου μένει άλλο παρά να γίνω καλόγρια.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Αλήθεια;

ΕΛΕΝΗ. — Βέβαια.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Λαμπρά ιδέα... δεν το είχα σκεφθεί, θα γίνω καλόγηρος.

ΕΛΕΝΗ. — Τι είναι πλέον ο κόσμος δι' ημάς;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τίποτε.

ΕΛΕΝΗ. — Όλα τα βλέπω μαύρα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ — Όλα μου ενθυμίζουν την Κόρινναν, και λυπούμαι και καίεται η καρδιά μου...

ΕΛΕΝΗ κλαίουσα. — Έχεις δίκαιον.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κλαίων. — Α, μόνος μου τουλάχιστον εις τον Άθωνα δε θα βλέπω ό,τι έβλεπε, δε θ' ακούω ό,τι ήκουε... θα βλέπω αυτήν μόνην, αυτήν μόνον θ' ακούω...

ΕΛΕΝΗ στένουσα βαθέως. — Ωχ!..

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ομοίως. — Αχ! (στραγγίζων το μανδήλιόν του) Έχεις κανένα μαντήλι να μου δανείσεις;

ΕΛΕΝΗ εξάγουσα ορμαθόν κλειδίων. — Μανδήλι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λαμβάνων μάκτρον. — Άφησε ηύρα αυτήν την πετσέτα... όταν την βρέξω και αυτήν θα σου ζητήσω ένα τραπεζομάντηλον ...

ΕΛΕΝΗ. — Εχάθη ολίγη ευτυχία κι δι' ημάς τους δυστυχείς; Α, τι άδικος που είναι ο Θεός.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πίπτων επί εδωλίου. — Τι του εκάναμε και μας τυραννεί;

ΕΛΕΝΗ. — Μόνος ο θάνατος θα μας λυτρώσει από τα βάσανα...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τι ευτυχισμένοι που ήμεθα προ πέντε χρόνων!

ΕΛΕΝΗ. — Τις ήλπιζεν ότι θα ευρεθώμεν πάλιν και τόσον δυστυχείς!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λυρικώς. — Ενώ διεβλέπομεν προσμειδιώσαν την ευτυχίαν.

ΕΛΕΝΗ. — Πότε παρήλθον πέντε χρόνια!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Νομίζω ότι είναι χθες ακόμη εκείνος ο καιρός που διεσκεδάζαμεν.

ΕΛΕΝΗ. — Αλήθεια.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πλησιάζων το εδώλιόν του. — Ενθυμείσαι πόσον εχορεύσαμεν ένα βράδυ εις της κυρίας Σοφοκλείδου.

ΕΛΕΝΗ. — Όταν επέσαμεν;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πλησιάζων το εδώλιον του. — Τι πέσιμον ήτο κι εκείνο!...

ΕΛΕΝΗ. — Ακόμη το ενθυμούμαι

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πλησιάζων όλως διόλου προς αυτήν και περιπαθώς. — Α, τότε τας στιγμάς του βίου μου επλήρου η γλυκεία σου εικών.

ΕΛΕΝΗ πεφοβισμένη. — Σιώπαινε, σιώπα…

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Αλλά κατόπιν είδα τον άγγελον εκείνον.

ΕΛΕΝΗ μετά μομφής. — Και μ' ελησμόνησες...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ διαμαρτυρόμενος. — Όχι, όχι, δεν σ' ελησμόνησα ποτέ... ήτο δυνατόν να σε λησμονήσω;

ΕΛΕΝΗ. — Ναι, έτσι μου τα λέγεις τώρα...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Όχι, σε ορκίζομαι... Και αι δύο μαζί, η μία μακράν και η άλλη πλησίον, κατεστήσατε μέρος της ζωής μου ευτυχές.

ΕΛΕΝΗ. — Της είχες αναφέρει ποτέ τ’ όνομά μου;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κάτω νεύων. — Ποτέ... ήτο ζηλότυπος...

ΕΛΕΝΗ. — Αι, τη σιχαμένη!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δάκνων τα χείλη. — Ελένη!...

ΕΛΕΝΗ. — Τι κακόν πράγμα να είναι κανείς ζηλότυπος...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εσύ δεν είσαι;

ΕΛΕΝΗ. — Εγώ; διόλου μάλιστα ...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αρπάζων τη χείρα της. — Α, Ελένη μου...

ΕΛΕΝΗ αποσύρουσα τη χείρα της. — Αλέξανδρε, τι κάμνεις;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Δεν είμεθα φίλοι;

ΕΛΕΝΗ. — Φίλοι... βεβαίως...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λαμβάνων τη χείρα της. — Διατί δεν μου αφήνεις το χέρι σου τότε, Ελένη μου; Μήπως η φιλία δεν είναι αίσθημα το οποίον ημπορεί να διαρκέσει αιωνίως όπως και ο έρως;

ΕΛΕΝΗ. — Ίσως και περισσότερον του έρωτος.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ασπαζόμενος την χείρα της. — Λοιπόν;

ΕΛΕΝΗ αποσύρουσα αυτήν. — Αλέξανδρε!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Δεν θα είμεθα φίλοι;

ΕΛΕΝΗ. — Φίλοι;... πάντοτε...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγειρόμενος. — Α, δεν υπάρχει πλέον ευτυχία δι ημάς!... Ευτυχία... λέξις κενή!...

ΕΛΕΝΗ ανήσυχος.— Πού πηγαίνεις;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μετά μικράν σκέψιν. — Πουθενά!...

ΕΛΕΝΗ. — Έλα, κάθισε εδώ.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ καθήμενος επί του ανακλίντρου παρ’ αυτή. — Δι' ημάς τα δάκρυα και οι στεναγμοί, τα άνθη των τάφων και η ερημία!...

ΕΛΕΝΗ. — Αλήθεια...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ταλαίπωρος Ελένη, πώς σε λυπούμαι... να μην προφθάσεις να χαρείς τον κόσμο... διότι επί τέλους σ’ ένα χρόνον μέσα τι ημπόρεσες να ιδείς;

ΕΛΕΝΗ. — Και μήπως είδα τίποτε; ο άντρας μου δε μ' άφηνε να πηγαίνω παντού...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.— Αι, τον μασκαρά!...

ΕΛΕΝΗ δάκνουσα τα χείλη. — Αλέξανδρε!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Καταραμένη τύχη!... τι ωραία θα εζούσαμεν οι δύο μας καθώς είμεθα και τόσον αγαπημένοι...

ΕΛΕΝΗ. — Α, μη μου ενθυμίζεις εκείνην την εποχήν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ παρατηρών την χείραν της. — Τι άσπρο που είναι το χέρι σου...

ΕΛΕΝΗ φιλαρέσκως. — Είναι άσπρο;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ασπαζόμενος τη χείρα της. — Και πολύ μάλιστα

ΕΛΕΝΗ αισχυντηλή. — Αλέξανδρε!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Και η φιλία μας, Ελένη;

ΕΛΕΝΗ. — Η φιλία;... α, ναι ...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κοίταξε τι διαφοράν έχει από το ιδικόν μου...

ΕΛΕΝΗ. — Ευρίσκεις;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Δεν βλέπεις τι μαύρον που είναι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εσύ είσαι άνδρας...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Α, διατί να μην είμαι εύμορφος.

ΕΛΕΝΗ. — Τι έχεις; είσαι πολύ καλός... ως άνδρας είσαι όπως πρέπει να είσαι.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ περιπτυσσόμενος αυτήν. — Α, Ελένη μου...

ΕΛΕΝΗ προσπαθούσα να διαφύγει. — Αλέξανδρε!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Πώς σ' αγαπώ...

ΕΛΕΝΗ. — Αι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Φιλικώς... εσύ δεν μ' αγαπάς;

ΕΛΕΝΗ. — Βέβαια... φιλικώς... κι εγώ…

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ασπαζόμενος αυτήν επανειλημμένως. — Αν εζούσαμε προ της Επαναστάσεως θα είμεθα μέλη της Φιλικής Εταιρίας.

ΕΛΕΝΗ μετά μικράν σιγήν. — Ενθυμείσαι προ πέντε χρόνων;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Ήμην πλησίον σου και σου έλεγα πόσον σε αγαπούσα ... Συ τι μου έλεγες;

ΕΛΕΝΗ κάτω νεύουσα. — Πολλά πράγματα.

Αλέξανδρος. — Α, διατί, διατί να χωρισθώμεν;

ΕΛΕΝΗ. — Διατί;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τώρα τι θα κάμεις. Ελένη;

ΕΛΕΝΗ. — Τι να κάμω;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγειρόμενος. — Εγώ δεν αποφασίζω να γίνω καλόγηρος.

ΕΛΕΝΗ. — Α!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Θα αγοράσω ένα σπιτάκι εις καμίαν νήσον των Κυκλάδων, εις την Νάξον λόγου χάριν, και θ' αποσυρθώ διά να κλαίω την Κόρινναν ... Συ θα γίνεις καλόγρια;

ΕΛΕΝΗ. — Δεν ηξεύρω τι να κάμω.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Αγόρασε και συ ένα σπιτάκι εις καμίαν άλλην νήσον εκεί πλησίον, εις την Πάρον ή την Αντίπαρον, φέρ' ειπείν...

ΕΛΕΝΗ. — Είναι κοντά;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τρεις βουτιές... θα έχω κι ένα μικρό τρεχαντήρι να έρχομαι να σε βρίσκω.

ΕΛΕΝΗ αποτόμως. — Θα έρχεσαι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ φἐρων την χείρα επί του στήθους. — Σου το ορκίζομαι.

ΕΛΕΝΗ δειλή. — Φοβούμαι...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τι φοβείσαι;

ΕΛΕΝΗ. — Αν καμιά φορά σε πιάσει τρικυμία; διατί να κατοικήσεις αλλού;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Και δεν κατοικούμεν εις μίαν και την αυτήν νήσον; Εις την Φολέγανδρον παραδείγματος χάριν που είναι και έρημος.

ΕΛΕΝΗ. — Αυτό λέγω κι εγώ.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Δεν θα καθήμεθα μακράν.

ΕΛΕΝΗ. — Εσύ σ' ένα χωριό κι εγώ σε άλλο...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τρεις ώρες το πολύ.

ΕΛΕΝΗ. — Και δύο...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Δύο πεζή, επειδή όμως θα έρχομαι με το γαϊδουράκι θα το παίρνω σε μία ώρα.

ΕΛΕΝΗ. — Καβαλικεύεις καλά;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Να δα η ώρα!... χρειάζεται και τέχνη για τη γαϊδουροκαβαλαρία;

ΕΛΕΝΗ. — Πού ξεύρεις καμιά φορά;...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Έννοια σου· θα κάνω πέντ' έξι δοκιμάς...

ΕΛΕΝΗ. — Και αν το γαϊδούρι σου αγριέψει καμιά μέρα;... όχι, όχι. Φοβούμαι μην πάθεις τίποτε, να έλθεις στο ίδιο χωριό.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Έρχομαι.

ΕΛΕΝΗ. — Να καθίσεις αντίκρυ στο σπίτι μου.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κάθουμαι

ΕΛΕΝΗ. — Και να έρχεσαι συχνά.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Κάθε βράδυ.

ΕΛΕΝΗ μετά συστολής. — Κάθε βράδυ ημπορεί να σε ιδεί κανείς και να μας παρεξηγήσει.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μυστηριωδώς. — Αι, τότε να τι να κάνομεν...

ΕΛΕΝΗ περιέργως. — Τι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Να καθίσεις εσύ εις το επάνω πάτωμα κι εγώ εις το κάτω.

ΕΛΕΝΗ εξανισταμένη. — Εις ένα σπίτι;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εσύ από πάνω κι εγώ από κάτω, τι πειράζει;

ΕΛΕΝΗ μετά μικράν σκέψιν. — Δεν καθήμεθα μαζί λέγω εγώ;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τότε να στεφανωθούμε καλύτερα...

ΕΛΕΝΗ κρύπτουσα το πρόσωπόν της. — Α!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ σοβαρώς. — Με νεκρολούλουδα, Ελένη μου, δεν βάζομε άνθη λεμονιάς στα στέφανά μας, τα κάμνομ' από νεκρολούλουδα.

ΕΛΕΝΗ συνερχομένη. — Αλήθεια, έχεις δίκαιον.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ λυρικώς. — Και έτσι θα συνταυτήσομεν την τύχην μας... θα κλαίομεν αιωνίως, εσύ θα εμένα, κι εγώ εσένα ...

ΕΛΕΝΗ. — Ναι.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ διστάζων. — Και αυτή τι θα γίνει;

ΕΛΕΝΗ. — Ποια;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Η καρδιά;

ΕΛΕΝΗ. — Α ναι.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Τι θα την κάμομεν;

ΕΛΕΝΗ. —Τι να την κάμομεν;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εγώ λέγω να την θάψομεν.

ΕΛΕΝΗ. — Ας την θάψομεν...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Εδώ όμως ...

ΕΛΕΝΗ. — Βέβαια.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κλαίων. — Και κάθε χρόνον θα ερχόμεθα να στολίζομεν τον τάφον με άνθη.

ΕΛΕΝΗ ομοίως. — θα πηγαίνομεν και εις την Κωνσταντινούπολιν.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στραγγίζων το μάκτρον. — Βέβαια· δε θα την λησμονήσομεν την καημένην την Κόρινναν.

ΕΛΕΝΗ στραγγίζουσα το μανδήλιόν της. — Ποτέ!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ περιπτυσσόμενος αυτήν — Α, Ελένη μου, σ' ευχαριστώ.

ΕΛΕΝΗ. — Αλέξανδρε μου!... (μένουσιν ενηγκαλισμένοι).

 

ΣΚΗΝΗ IB'

Οι ανωτέρω, ΝΙΚΟΛΑΟΣ και είτα ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία εισερχόμενος. — Τώρα έρχονται οι νεκροθάπται. (βλέπων τον Αλέξανδρον και την Ελένην και μένων εμβρόντητος) Α! ε! ι! ε! ι! ο!

ΕΛΕΝΗ. — Μ' αγαπάς;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Σε λατρεύω...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία έκθαμβος. — Ολ ράιτ!...

ΕΛΕΝΗ. — Πότε θα φύγομεν;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. — Όποτε θέλεις;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ιδία. — Άι άι, άι, άι!... Αυτή ήτον όλη των η λύπη, οι λιποθυμιές, τα φαρμάκια!... και να μην αργήσω, και να έρθω γρήγορα... (ποιών το σημείον του σταυρού) Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου!

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ φέρουσα επί δίσκον τον καφέν. — Α! τούνη τη βολά κρατιούμαι καλά και καλά!... (βλέπουσα τον Αλέξανδρον και την Ελένη ενηγκαλισμένους βάλλει κραυγήν και αφήνει τον δίσκον να πέσει κάτω) Α!...

ΕΛΕΝΗ ανατινασσομένη. — Θεέ μου!...

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγειρόμενος. — Τι είναι;

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ έκπληκτος. — Βη, βη, βη, τι λέπουν τα μάτια.. (μένει άφωνος και ακίνητος).

ΝΙΚΟΛΑΟΣ γελών και κατερχόμενος. — Μπα, γιατί εσηκωθήκατε;

ΕΛΕΝΗ κάτω νεύουσα. — Θείε μου ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ τω Αλεξάνδρω. — Ηύρατε τέλος πάντων τον γλύπτην, ο οποίος θα κάμει το λαμπρόν εκείνο μαυσωλείον εις την γυναίκα σας;

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κάτω νεύων. — Κύριε..

ΝΙΚΟΛΑΟΣ τη Ελένη. — Έφερα τους νεκροθάπτας... αι, τι λέγεις; να δώσομε την καρδιά;

ΕΛΕΝΗ κλαίουσα. — Θείε μου, θείε μου, συγχώρησέ με.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ασπαζόμενος αυτήν. — Τι πράγμα; καλέ δεν κάμνεις τη δουλειά σου, κόρη μου; Αυτό που ήθελα έκαμες, Ελένη μου.

ΕΛΕΝΗ χαίρουσα. — Αλήθεια;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Ακούς εκεί!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μειδιών. — Να πιστεύσω ότι...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Βεβαίως να το πιστεύσεις, φίλε μου... κι εγώ να σας στεφανώσω μάλιστα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ προσκαλών παρ’ αυτώ την Ελένη κρυφίως. — Ελένη μου!...

ΕΛΕΝΗ τρέχουσα προς αυτόν κρυφίως. — Αλέξανδρέ μου!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ όστις κατήλθε. — Λαμπροί άνθρωποι!... το πρωί ήσαν και οι δύο αποφασισμένοι να σκοτωθούν, τώρα χοροπηδάν!... αυτό θα ειπεί κόσμος... Ολ ράιτ!...

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ενούσα τας χείρας ηλιθίως. — Βη, βη, τ' είναι τούνα;

ΝΙΚΟΛΑΟΣ κτυπών τον ώμον αυτής. — Κερά Καλομοίρα, πες στους νεκροθάπτας να ‘ρθουν μάνι μάνι... έλα γρήγορα.

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ απερχομένη και τους βραχίονας αναπάλλουσα. — Βη, βη, βη… χάλατσε ο κόσμος, γιόκα μου, χάλατσε ο κόσμος!...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ. — Και φτιάσε μου τον καφέ μου απ' αυτόν τον χαλασμό του κόσμου... Επί τέλους θα τον πιω με την ησυχία μου...

ΕΛΕΝΗ κρυφίως διαφεύγουσα τον εναγκαλισμόν του Αλεξάνδρου. — Έλα, ντροπή σου και λιγάκι ...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ περιπτυσσόμενος αυτούς. — Κι εσείς ελάτ' εδώ στην αγκαλιά μου να σας σφίξω και τους δύο σαν παιδιά μου...

ΕΛΕΝΗ κρυφίως επιπλήττουσα τον Αλέξανδρον όστις την τσιμπά. — Ησυχία, λοιπόν…

ΝΙΚΟΛΑΟΣ κατερχόμενος μετ’ αυτών. — Ω ανθρωπότης... πάντοτε η ίδια είσαι, και δεν θ' αλλάξεις ποτέ! Aχ, είχε δίκαιον ο Σούτσος όταν έλεγε :

 

Ο κόσμος έτσι εκτίσθη

και έτσι εσχηματίσθη

και δεν μπορεί ν' αλλάξει

την άτακτη του τάξη!

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ