ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


 

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ εκδόθηκε το 1915 και πρωτοδημοσιεύτηκε σε ψηφιακή μορφή στον ιστοχώρο του Ν. Σαραντάκου.

Πληροφορίες για τον Παύλο Νιρβάνα στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

 

 


 

Ο Παπα-Παρθένης, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήξερε περισσότερα πράματα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη βασιλεία των Ουρανών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε και να πολυξετάζει τα μυστήρια του Θεού. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος», έλεγε συχνά, όταν τον ενοχλούσαν οι πιστοί. Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαριά η καλογερική», έλεγε κάποτε στους δικούς του, «μα κι ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλει να ζήσει με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθεί σ’ αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν’ αυτός που ζει σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας. Όλοι μας, για «το πυρ το εξώτερον» είμαστε παπάδες και λαϊκοί, όλοι πέρα πέρα. Έτσι του είχε περάσει η ιδέα πως η σωτηρία του ανθρώπου ήτανε αδύνατη. Μα γι’ αυτό ίσα ίσα δεν του βαστούσε η καρδιά του να κακοκαρδίζει τους Χριστιανούς. Όταν έβλεπε τις γριούλες και τους γέρους στην εκκλησιά, από τον όρθρο, να σέρνουν τ’ αδύνατα κορμιά τους, να σπάζουν τα γέρικα γόνατά τους στις μετάνοιες, να λιώνουν στα πόδια για την αγάπη του Θεού και συλλογιζότανε, πως μ’ όλες τις κακοπάθειες, μ’ όλες τις νηστείες, μ’ όλα τα βάσανα, πάλι δε φύλαγαν τον νόμο του Θεού, όπως θέλουν τα Βιβλία, πάλι δύσκολα θα ’βρισκαν έλεος στη φοβερή ημέρα της Κρίσεως και οστά». Μπορεί άνθρωπος να ζήσει και να μη καταλαλήσει, να μη ζηλέψει, να μην αδικήσει τον πλησίον του, χωρίς να το θέλει καμιά φορά, να μη προδώσει, να μη βαρυγκωμήσει για την τύχη του, να μην «επιθυμήσει το πονηρόν» καμιά φορά σαν άνθρωπος, και μ’ όλα του τα γεράματα; Φοβερές αμαρτίες, συνέργειες του Σατανά, έργα του Πονηρού είναι όλη μας η ζωή. Τι να σου κάνουν οι νηστείες; «Ου τα εισερχόμενα, αλλά τα εξερχόμενα», λέει το χαρτί. Τι να σου κάνουν οι προσευχές; «Ουχί ο κράζων μοι: Κύριε! Κύριε! εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών», είπε ο Χριστός. Ο φτωχός ζηλοφθονεί το ξένο καλό. Πώς θέλεις να κρατήσει τον Δεκάλογο; Ουκ επιθυμήσεις...» Ο πλούσιος είναι πλούσιος. «Ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διελθείν δια τριμαλιάς βελόνης ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών». Όσο για τους νέους, αλλοίμονο και τρις αλλοίμονο! Ο Σατανάς τους έχει δεμένους χειροπόδαρα. «Σκεύη του Σατανά». Ασωτείες, παραλυσίες, μοιχείες, όλα τα κάνουν. Ύστερα έρχονται κι ανάβουν ένα κερί στην εκκλησιά. Καλύτερα να μην τ’ άναβαν κι αυτό. Κι αυτός ακόμα — μήπως ήθελε να κρυφθεί; — ήτανε άξιος να φέρνει το σχήμα;...

— Ήμουνα άξιος εγώ να παρουσιάζομαι στο Θυσιαστήριο του Θεού; Ας όψονται αυτοί που με παρακίνησαν, έλεγε στους δικούς του, στην παπαδιά, σε κάτι ανιψίδια του. Τι να κάνεις; «Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι το ’φερε η κατάρα». Να τρώμε τις προσφορές των χριστιανών και να ντροπιάζομε την ιεροσύνη.

— Πες μου τον καλύτερο! του είπε μια μέρα η παπαδιά. Όλο τον κατακλυσμό φέρνεις...

— Αυτά είναι τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα.

Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πως ο παπάς με τον κόσμο όλα τα ’βρισκε μέλι γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό.

— Σαν είναι σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξεις τα μάτια. Να τους βάλεις «κάνονα». Ποιος ήλθε να ξαγορευθεί σε σένα και δεν τον άφησες να κοινωνήσει; Το ’χει να το κάμει ο κόσμος. Άνθρωποι που δεν κοινώνησαν εδώ και δεκαπέντε χρόνια, περίμεναν να γίνεις παπάς εσύ για να κοινωνήσουν. Βαφτίζεις και μυρώνεις. Φόρα το πετραχήλι, την ευχή κι έχει ο Θεός. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες απ’ το κελί σου περνούνε. Ο κόσμος σου ψάλλει όσα σέρνει η σκούπα. Σύρε να τ’ ακούσεις!

— Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανιψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που το ’χε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνεις, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είναι μεγάλος. Κανένα δε θ’ αφήσει να χαθεί. Παιδιά του είμαστε όλοι. Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμεταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του Θεού πρέπει να τη λέμε. Κι ας θυμώνει η παπαδιά...

Ήτανε απάνω στο τραπέζι. Ο παπάς τραβούσε κι από μία. Του βαστούσε το ίσο και το ανιψίδι. Μόνο η παπαδιά δεν έπινε.

— Αν έπινες και καμιά, κυρά-παπαδιά, θα ’σουνε καλύτερη, είπε σε λίγο, κλείνοντας το μάτι στο ανιψίδι. Απ’ το νερό έγινες σα βατράχι. Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψει ο αστακός μέσα σου.

Ο παπάς είχε μαγειρέψει μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ’ όλο το νησί, κανένας δεν το ’φκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε».

— Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη:

— Να το πάρεις το κρασί σου στο κελί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνεις να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κιόλα.

Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα. Τα είχε ξεσκολίσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάσει. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψει στο μάγουλο...

Η παπαδιά έγινε κόκκινη σαν τον αστακό απ’ το θυμό της. Καθώς ήτανε παχιά κι αιματώδισσα, θαρρούσες πως θα σκάσει.

— Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε!

— Ο Θεός είναι μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είναι οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είναι κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ’ την άλλη μεριά.

— Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανιψίδι του. Μα κι εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα.

Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κι έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα:

— Τσιμουδιά, είπε στο ανιψίδι του. Μπόρα είναι και θα περάσει.

 

Με την ώρα άνοιξε κι η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχρινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδια τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι όταν τον άκουγε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά.

— Ξέρεις τι άνθρωπος είν’ αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Ο Θανάσης ο Μελαχρινός καλησπέρισε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, με το παντοτινό του χαμόγελο.

— Την ευχή σου, δέσποτα.

— Ευλογημένος να είσαι.

— Και πού είναι—καλή ώρα να ’χει—η κυρά παπαδιά; Δεν θα την ιδούμε απόψε;

Από μέσα του ήτανε ευχαριστημένος για την απουσία της παπαδιάς και κάποια ευχαρίστηση φαινότανε ζωγραφισμένη στο στεγνό πρόσωπο του, που θα ’μενε μόνος με το φίλο του. Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτηση, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξινό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι.

Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και ύστερα είπε σοβαρά:

— Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη. Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάσει...

Ο Θανάσης ο Μελαχρινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο:

— Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώσει ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά.

Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανιψίδι του ’βαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντάς του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού. Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τα ’φεραν στα χείλια μ’ ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ’ αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο. Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

— Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη:

— Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτηση. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μ’ άφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»...

— Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

— Έχεις λοιπόν την ιδέα, Πάτερ-Παρθένιε, πώς θα βρουν έλεος στην ημέρα της Κρίσεως, όσοι δεν έλαβαν το άγιον βάπτισμα της Ορθοδοξίας; Έμενα δεν το χωρεί το κεφάλι μου. Η προπατορική αμαρτία «αποπλύνεται διά του βαπτίσματος». Έτσι μας λένε τα χαρτιά.

Ο Παπα-Παρθένης αναστέναξε.

— Πώς το θέλεις, ευλογημένε; Είναι πάλι δίκιο να χαθούν τόσοι άνθρωποι, που δεν εγνώρισαν την Αλήθεια; Εκατομμύρια λαός. Να μη βρει έλεος κανένας; Τόσοι καλοί άνθρωποι, ενάρετοι, ελεήμονες, θρήσκοι, που δεν έβλαψαν τον πλησίον τους, πλάσματα του Θεού κι αυτά σαν κι εμάς; Εγώ γύρισα Φραγκιά και Ανατολή, γνώρισα λογής λογής ανθρώπους, Φράγκους, Λουθηρανούς, Σχισματικούς. Είδα χρυσούς ανθρώπους. Και Τούρκους ακόμα, Τούρκους μάλαμα, αγίους ανθρώπους, καλύτερους από μερικούς δικούς μας. Εκατομμύρια κόσμος.

— Λες λοιπόν, Πάτερ-Παρθένιε, να βρουν έλεος όλοι αυτοί;

— Τι να σου πω κι εγώ, ευλογημένε; Ο Θεός είναι μεγάλος, πολυεύσπλαχνος. Κοιτάζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το είπε και ο Απόστολος: «Ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, ελεύθερος ή δούλος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Ο Κυρ-Θανάσης είχε αρχίσει να πείθεται απ’ τη ρητορική και την καλοσύνη του παπά. Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλοσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεση ν’ ανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα.

— Ο Θεός είναι μεγάλος, είπαν κι οι δύο μ’ ένα στόμα.

— Δεν πίνεις και κανένα κρασάκι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Κα! «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.

— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν το ’χω πολλή διάθεση.

— Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξει. Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια.

— Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς.

— Ευχαριστώ. Να δώσει ο Θεός.

Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά.

Ο Παπα-ΓΙαρθένης άρχισε να λέει για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα.

— Να ιδείς, το αίμα, που λες, να τρέχει ποτάμι. Άντερα να χύνονται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπεις τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου!

— Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα.

Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων.

Άξαφνα, σαν να ’πεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ’ το διπλανό δωμάτιο:

— Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς!

— Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος.

Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξη. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε.

— Ώρα είναι, Πάτερ, να σ’ αφήσω ν’ αναπαυθείς. Είναι κι η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες. Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας.

— Καληνύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς.

Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζει. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρουδιά από λουλούδια και βρεμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλα του.

— Φουσκοδεντριές, παπά μου.

Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες.

 

Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κοιτάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθιά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβησμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ’ τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ’ το μακρινό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί. Γύρισε και κοίταξε το μαύρο του ράσο, τα μακριά του γένια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ’ έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια. Μια βαριά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθισε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στ’ άδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του. Κάποιους συλλογισμούς ήθελε να διώξει απ’ το κεφάλι του, κάτι ζητούσε, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος τι ζητά. Πέρασε τα γυαλιά απ’ τ’ αυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβηνε μ’ ένα άσχημο καπνό, κι άρχισε να διαβάζει στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου...» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι...» Δεν μπορούσε να προχωρήσει· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαριά, ανάριες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα. Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάει παρακάτω. Γύριζε και κοίταζε κάθε λίγο στο παράθυρο. Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφηνε να διαβάσει. «... Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται...» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κι έκλεισε τα μάτια του.

Πώς του ήρθε να γίνει παπάς; Ούτ’ αυτός δεν το καταλάβαινε. Ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος. Ναυτικός άνθρωπος, γεμιτζής τόσα χρόνια, μαθημένος στο πέλαγο, στην απλοχωριά, ψημένος στις φουρτούνες, στενόκαρδος πάντα στη στεριά και στα βάσανα του κόσμου, τι την ήθελε την ιεροσύνη; Να παλεύει με τη δυστυχία του κόσμου, να ζει με τα βάσανα της κακομοιριάς, να παραστέκεται στις συμφορές των ανθρώπων, να βλέπει την Κόλαση μπροστά του μέρα και νύχτα, στη ζωή και στο θάνατο. Και να ’χει και την κακολογιά του κόσμου, να ’χει και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρει ο ίδιος πώς να πιαστεί και πού να βρει άκρη. Να πάει με τον Κανόνα της εκκλησίας, να σφίξει την καρδιά του, να πει σε κληρικούς και λαϊκούς τη φοβερή αλήθεια, να τους πει πως δεν βρίσκουν έλεος και σωτηρία, να τους βάλει επιτίμια, νηστείες, μετάνοιες, να τους στερήσει την Αγία Μετάδοση, τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Μα η καρδιά του δε βαστούσε. Ποιος είναι αναμάρτητος; «Ουκ έστιν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει». Καλύτερα να ’παιρνε αυτός την αμαρτία «πάνω του... Ν’ ακολουθήσει πάλι το παράδειγμα του Χριστού, να συχωρέσει τους αμαρτωλούς, τις κακές γυναίκες, τους παραστρατημένους, τη σάρκα την αδύνατη; Αυτό έκανε. Αυτό του έλεγε η καρδιά του. Τι βγαίνει; Η καταλαλιά του κόσμου τον έπνιγε. Του ’λεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ιδία του η γυναίκα τον καταλαλούσε:

— Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνεις του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ’ Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλεις το πετραχήλι στο κεφάλι...

Ανάθεμα την αρρώστια, που τον έριξε στη στεριά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνει παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, που ’θελε από καπετάνισσα να γίνει παπαδιά, για να τον έχει στο φουστάνι της και να τρώει τις προσφορές του κόσμου.

Κι αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πει το όχι.

— Άκουσε, παιδί μου, του είπε ο Δεσπότης, στην περιοδεία, που τον είχε μουσαφίρη στο σπίτι. Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Οι γιατροί σου το είπανε. Είσαι νέος ακόμα, ξέρεις γράμματα,, έβγαλες το σχολαρχείο, είσαι ενάρετος άνθρωπος. Η ιεροσύνη ξέπεσε πολύ. Έχομε ανάγκη από καλούς ιερωμένους. Όλοι οι «εξώλεις και προώλεις» γινήκανε παπάδες, όλοι οι αγράμματοι, τα ξύλα τ’ απελέκητα. Ο Παπα-Δαυλής πάει να λειτουργήσει απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός...» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε... ρημάδι». Κι όταν φθάσει στην εκκλησιά βγάζει, τ’ Άγια και γελάει ο κόσμος μαζί του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό...

Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που του ’λεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα πέρα το νησί. Αγαπούσε και τ’ αστεία ο πανιερότατος και τα ’λεγε μια χαρά. «Ανάθεμα τον! Θεέ μου, συχώρεσε μου! »

— Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς. Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμει τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξει τα θεία, χωρίς να το καταλάβει. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι αρχίζει να λέει τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντίλι του, όπως συνήθιζε, κι άρχισε να σκουπίζει τα δάκρυά του. Οι Χριστιανοί, που ήταν απ’ το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλια, κρατούσαν τα σηκώτια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω. Ο προκομμένος ο αρχιμανδρίτης εκεί που με το ένα χέρι σκούπιζε τα δάκρυα του, με το άλλο είχε σηκώσει με τρόπο το ράσο του κι έδειχνε στους άλλους μισούς τα πισινά του. Ο θεομπαίχτης! Κι όταν τον έκραξα να τον επιτιμήσω, να τον φτύσω στα μούτρα, τι θαρρείς πως είπε, ο αθεόφοβος: «Αν έδειξα τα πισινά μου, τα ’δειξα στην πόρτα και στους κολασμένους, τους αγιογδύτες. Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπο μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Ν’ ακούσεις τα λόγια μου και να κάνεις αυτό το μυστήριο.

Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο.

Η γυναίκα του απ’ το άλλο μέρος τον έτρωγε:

— Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσεις. Τι θα κάνεις; Ψαράς θα γίνεις να μαζεύεις πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώει ο ήλιος κι ο χειμώνας; Να γίνεις παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος.

Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά.

Κι άφησε τη θάλασσα. Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι, του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστια, που τον έριξε στη στεριά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους. Τι είχε το κάτω κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ’ τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντέννα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του το ’λεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί, να πέσει απ’ το κατάρτι να σκοτωθεί απάνω στην κουβέρτα. Τους άκουσε και φοβήθηκε. Και να, τώρα· πάνε πέντε χρόνια κι είναι καλύτερα απ’ τον καθένα· τίποτε δεν τον πείραξε. Όλο το κακό ήτανε ν’ αφήσει τη θάλασσα, να μαραζώσει στη στεριά, να θάβει τον κόσμο, να γενεί παπάς — Θεέ μου, συχώρεσέ με. Αχ! και να ήτανε ένα πανάκι, να τον πάρει στο γιαλό, στο πέλαγο, να χορτάσει αέρα βάλσαμο, να πιει την αλμύρα με τη φούχτα του!

— Ας όψονται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.

Έσβησε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάσει. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήσει την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.

Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος.

— Τ’ είναι πάλι τέτοια ώρα;

Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ ντουπ, ολοένα δυνατότερα, ανυπόμονα.

— Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ! Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα.

— Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα.

Πήγε μόνος κι έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χίμηξε μέσα.

— Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβεις. Τελειώνει...

Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί. Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν του ’χε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν.

— Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω να ’ρθω, με τέτοιον καιρό;

— Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή ανθρώπου χάνεται. Πρόφτασε!

Ήξερε πως δε θα το ξεφύγει. Συλλογιζότανε την καταλαλιά του κόσμου, συλλογιζότανε και την παπαδιά, που θα του ’ψελνε τον αναβαλλόμενο. Μα κοντοστεκότανε λίγο· ήθελε να κερδίσει καιρό, να χασομερήσει.

— Ποιος ξέρει! Ώσπου να πάω, ίσως να τον βρω και πεθαμένο! έλεγε μέσα του.

Ο άνθρωπος όμως τον έβιαζε λαχανιασμένος· τον τραβούσε απ’ το ράσο.

— Καλά, ευλογημένε, έφτασα· μην κάνεις έτσι!

Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ’ ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντίλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ’ όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς.

Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάριες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα.

— Σύρε κι έφτασα. Να πάρω τ’ Άγια Μυστήρια. Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι.

Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμότανε πάντα.

— Και είμαι κι ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνεις όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε.

Μπήκανε στην εκκλησιά. Οι χλωμές μορφές των αγίων απάνω στο τέμπλο, με το φως των καντηλιών, αγρυπνούσαν μέσα στη σιγαλιά, με ορθάνοιχτα μάτια. Του φάνηκε πως τον κοίταζαν άγρια, με θυμό. Ένα σύγκρυο τον έπιασε. Χαμήλωσε τα μάτια του και προχώρησε. Όταν έφτασε μπροστά στο εικονοστάσι τ’ Αϊ-Νικόλα, σήκωσε τα μάτια του με θάρρος. Ο Άγιος με την άσπρη γενειάδα και το ηλιοκαμένο πρόσωπο, γλυκοθώρητος πάντα, του ’δωκε θάρρος. Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζί, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καημό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι ανασπάσθηκε. Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος του ’ριξε μία ματιά πονετική, σαν να του ’λεγε:

— Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ... Έκανε πάλι το Σταυρό του.

— Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του.

Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ’ απ’ τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε. Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς.

Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύσει. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαριά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη. Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθεί από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκαλιάρικα χέρια του να απλώνονται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ν’ αρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γριά τον έπιασε απ’ τις πλάτες, να του βάλει αντιστύλι. Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στριμμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρει μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά.

— Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει.

Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα. Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα.

Είχε τελειώσει.

Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγγια του. Του ’ρχότανε σα ζαλάδα, να πέσει κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ’ την πόρτα. Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ’ τη στεριά, του δρόσισε το βρεμένο κούτελό του, σα βάλσαμο· συνέφερε.

— Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ’ την πόρτα. Η όψη σου είναι σαν το αγιοκέρι.

— Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κι ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδίς. Σύγκρυο.

Ντρεπότανε να φανεί λιγόψυχος.

— Τι να κάνεις, παιδί μου, ξαναείπε. Βαριά η καλογερική.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ’ το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά. Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλιστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ’ το γυμνό κεφάλι τον παπά, σαν να τα ’φερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του.

Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγει με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια μου. Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελό του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χίμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ’ το κάσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα. Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ’ ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μες στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγότερος. Τι να κάνεις; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μανάδες, που τα ’χουν. Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν το ’νοιωσε ποτέ.

— Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνομε στη στεριά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κι ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά.

Προσπαθούσε να διώξει απ’ τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του. Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ’ το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλιστρώντας απάνω στ’ ανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέσει απ’ τα χέρια.

— Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!

Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ’ το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι. Χίμηξε από πίσω αγριεμένο κι άρχισε να γαυγίζει άγρια. Ύστερα, σαν να του σβήσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ’ τα σκέλια κι έφυγε μακριά. Τ’ Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ’ το κεφάλι του παπά, σαν να τα ’φερνε στα φτερά του ο αέρας.

Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλίστρησαν μέσα. Έπειτα βγήκε ο Παπα-Παρθένης μοναχός του, κοκουλωμένος από κεφαλής με το βαρύ του σάλι. Χονδρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν απ’ τον ουρανό, ένας αέρας ξαφνικός τίναζε δυνατά τα κλαδιά των δένδρων, η μπόρα ήτανε έτοιμη να ξεσπάσει. Ο Παπα-Παρθένης κατηφόρισε βιαστικά το δρόμο.

Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθεί περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσα — πολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ’ αυτούς κι ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχρινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεση· τα είχε κατεβασμένα κι από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθιά. Ο παπάς ήτανε κι αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από ελιοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχρινού, που έφθανε ως το πάτωμα.

Απ’ τη βραδιά που είχε πάει να κοινωνήσει τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε όλη τη νύχτα, είδε κι έπαθε να συνεφέρει.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφηναν. Όλοι οι γιατροί κι οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια· κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ν’ αλλάξει και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου· μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη. Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κι έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές φορές πεταγότανε να φύγει απ’ τα ρούχα του.

— Απ’ τον καιρό που πάτησα στη στεριά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

Ο γιατρός σαν είδε κι απόειδε, είπε μια ημέρα:

— Άλλη σωτηρία δε γίνεται. Να κάνει κανένα ταξίδι. Ν’ αλλάξει το αέρι.

Η παπαδιά στραβομούριασε. Δεν της άρεσε πολύ αυτή η Ιδέα. «Είδαμε και πάθαμε, είπε μέσα της, να τον βγάλομε απ’ τη θάλασσα. Και πάλι τα ίδια;» Γύρισε και κοίταξε το γιατρό.

— Με συμπαθάς, γιατρέ μου. Οι χτικιασμένοι ξέρω που πάνε και ταξιδεύουν. Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάει. Τι να του κάνει το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάει να κρυώσει να ’χομε τα χειρότερα;

Ο γιατρός επέμεινε.

— Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάει να ταξιδέψει· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλει τις θέρμες από πάνω του.

— Κι εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώσει. Είκοσι πέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου. Δε με σηκώνει η στεριά.

Με τα πολλά αποφασίστηκε το ταξίδι. Ήτανε να φύγει εκείνο τον καιρό και το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη. Συγγενής και χρυσός άνθρωπος ο καπετάν Βεκίλης, τι άλλο ήθελε. Τον παρακίνησε κι ο ίδιος.

— Η κάμαρη μου, δική σου είναι, παπά. Όλες σου τις αναπαύσεις θα τις έχεις. Απλοχώρια και πάστρα. Οι καιροί εφκιάξανε, άνοιξη, χαρά Θεού. Θα πάω στον Ποταμό να φορτώσω στάρι. Ύστερα θα γυρίσω στον Περαία. Από κει μπαίνεις στο βαπόρι και ξαναγυρίζεις. Ένα μήνα, ενάμιση βία.

— Ας το δοκιμάσομε κι αυτό, είπε η παπαδιά.

Το ταξίδι αποφασίσθηκε. Η παπαδιά ετοίμασε τον καλό της, του ’φκιαξε τα ρούχα του, του ζύμωσε και παξιμαδάκια με τη ζάχαρη για το ταξίδι, σαν το παλιό καιρό.

— Ποιος θα μου το ’λεγε; είπε. Ύστερα από τόσα χρόνια, να γυρίσω πάλι στα ίδια.

Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγει ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά.

Ένας μήνας είν’ αυτός. Ενάμιση βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ’ το χέρι του παπά.

— Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώσει πρώτα ο Θεός να καβατζάρομε την αρρώστια.

Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχρινός έβαλε το λόγο τον. Ήθελε να πειράξει τον παπά, «που ήσαν φίλοι κι αδελφοί», είπε— θυσία να γίνει ο ένας για τον άλλον—μα δεν συμφωνούσαν πάντα στις ιδέες τους.

— Εκεί στη Φραγκιά που θα πας, να μου χαιρετάς τους αβάφτιστους. Ό,τι και να μου πεις, το κεφάλι μου δεν αλλάζει. Άνθρωπος που δεν βαφτίστηκε με τους κανόνας της Ορθοδοξίας, δεν θα ’βρει έλεος, «εν ημέρα κρίσεως».

— Δεν τ’ αφήνεις αυτά, ευλογημένε, είπε ο παπάς. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Σαν ξαναγυρίσω τα ξαναλέμε.

Με την ώρα μπήκε κι ο καπετάν Βεκίλης. ψηλός, γεμάτος, ηλιοκαμένος με τα στιβάλια ως τα γόνατα.

— Παπά μου, ώρα να του δίνομε. Οι στεριές βγάλανε αέρα. Είμαστε απίκου, να σαλπάρομε.

Ύστερα γύρισε και καλησπέρισε τον κόσμο.

— Καλησπέρα σας και σας αφήνομε γεια.

— Κάτι βιαστικά, καπετάνιο;

— Ο καιρός ορίζει.

Σηκωθήκανε όλοι στο ποδάρι. Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ’ τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανιψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο.

— Να μην αργήσεις, παπά. Καλό κατευόδιο.

— Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωση.

Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της. Πήγε να πλαγιάσει, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος...

 

Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει.

Η καπετάνισσα τον καρτερεί.

Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανεί της παπαδιάς.

— Καιρός είναι, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν.

Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ’ τον Πειραιά. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ’ τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίσει με το βαπόρι. Απ’ τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ’ έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε. Σαν τον είχε κοντά της, του ’ψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, του ’κανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτεί. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθεί κι οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι ο Μελαχρινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανιψίδι είχε κατεβεί στο γιαλό να φέρει τα συχαρίκια.

Σε λίγο έφτασε το ανιψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα:

— Δεν ήρθε ο παπάς.

— Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδείς; είπε ο Μελαχρινός.

— Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μόλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε.

Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε.

— Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θα ’χουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθισε.

Σε λίγο ένα παλικάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες.

— Μπα εσύ ’σαι, Μαθιέ; Καλώς όρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε.

Ήτανε ο γιος του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια.

— Χαιρετίσματα απ’ τον παπά, κυρά παπαδιά.

Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο. Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν.

— Αμ’ τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είναι; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά.

Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήσει.

— Καλά και καλά, άλλος τόσος! Τον είδα στον Περαία.

— Καλότυχε. Αμ’ πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι;

— Θα σου γράψει, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνει ένα ταξιδάκι. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάει μαζί να ξεσκάσει. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες.

— Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχρινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να τ’ αρέσει καλύτερα η θάλασσα απ’ την καλογερική.

Τα λόγια του Μελαχρινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί που ’πρεπε.

— Αμ’ γι’ αυτό δεν ήθελα να τον αφήσω, η δυστυχισμένη. Παπάς άνθρωπος, τ’ ήθελε μες τα καράβια; Καπετάνιος με τα ράσα;

— Στα καράβια τ’ ήθελε; είπε γελώντας ο μούτσος. Μακάρι να του ’βγαιναν πολύ καπεταναίοι μπροστά. Ο καπετάν Βεκίλης τον έχει δεξί του χέρι. Αυτός του κουμαντάρει το μπάρκο, γι’ αυτό τον έφαγε να τον πάρει στην Αμβέρσα. Και πού να σας λέω και τ’ άλλα.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα που ’θελε να πει. Όλοι τον άκουγαν μ’ ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα.

— Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέτα του μπάρμπα μου. Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ’ ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε». Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας! Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, Κύριε!» Σαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμα;» ξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Αϊ-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνι!» Κάναμε το σταυρό μας. Τέτοιο θάμα δεν το ’χαμε ματαϊδεί. Ο λοστρόμος το ’χε ακουστά απ’ τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Αϊ-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης.

— Καλότυχο παιδί, πώς τα ’λες!

Κι άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες.

— Να με κάψει ο Θεός αν λέω ψέματα.

Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της.

— Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος! Αυτή ήτανε η αρρώστια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παλιά του.

Και την πήρανε τα κλάματα.

— Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είναι πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχρινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθει ο παπάς. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ’ τα χέρια του.

Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.

— Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά.

Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίσει, κάτι έκαμε να πει.

Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε.

Σαν εβγήκαν όλοι απ’ το σπίτι, αναστέναξε βαθιά.

— Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν να ’κλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδεί πια τον παπά.

— Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε...

Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κι έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμένα απ’ τα κλάματα.

Μια στιγμή έκανε να την πάρει ο ύπνος. Μόλις έκλεισε τα μάτια της της φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρει κι αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.

Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείσει το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα. Ένοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπό της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ’ αυτιά της από μακριά, όλο περισσότερα, όλο δυνατότερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξει. Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γιαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους.

— Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα!

Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμένη.

— Αϊ-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε.

Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ’ όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε.

Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.

 

 

αρχή

 



 

Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντάς του με το λυχνάρι, ανάμεσα στ’ ανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψει το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι.

— Αφήνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ’ το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε...

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σαν κορίτσι.

— Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά ξερά.

Ήθελε να του πει κατευόδιο, καλή αντάμωση, χίλια λόγια ήθελε να του πει.

— Καληνύχτα! ξαναείπε.

Στάθηκε και τον κοίταξε ώσπου έστριψε το σοκάκι. Τα βαριά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο. Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ’ από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι.

Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια.

Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε.

«Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών!» της το είχε ειπεί η μάνα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίστα. Ήταν παιδί της θάλασσας. Το σόι της ένα σόι μαρινάρων. Πες πως είχε αναστηθεί μες στη θάλασσα. Το σπίτι τους μύριζε κατράμι. Δεν ήταν σπίτι, ήταν καράβι· μόνο τ’ άρμενα που του ’λειπαν. Καθώς ήταν απάνω στο γιαλό, όταν έπαιρνε η σοροκάδα, σάλευε αλάκερο σαν να ταξίδευε καταμεσής του πελάγου. Τα κύματα που έσπαζαν στο μόλο, ξέπλεναν τα ντζάμια του και θαλάσσωναν το πάτωμα, σαν κουβέρτα καραβιού. Μόνο τ’ άρμενα που του ’λειπαν.

Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι.

— Δεν πας να γύρεις, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι;

— Σ’ αφήνει να κοιμηθείς κι αυτή η τρελονοτιά; Λες και θα γκρεμιστεί το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.

Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναικείους καημούς.

— Αμ’ σπίτι είναι αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα να ’χει ο Θεός.

Κι έστριβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κι έβγαιναν οργιές οργιές οι πετονιές. Είχε κουράγιο να ξημερωθεί στο νυχτέρι.

Η Ουρανίτσα κεντούσε μια ποδιά δίπλα του. Όλο κεντούσε και ξήλωνε. Ποτέ, δεν έκανε τόσες στραβοβελονιές.

— Αγάντα, Ουρανίτσα! Ζυγώσαμε στη Βενετιά. Φανήκανε τα καμπαναριά της. Σε λίγο θα φουντάρομε μες στα κανάλια. Πολιτεία μια φορά!

Η Ουρανίτσα τα ήξερε απόξω τα χωρατά του γέρου. Γύριζε και κοίταζε απάνω στον τοίχο, ψηλά ψηλά, κοντά στο ταβάνι, κρεμασμένα κάτι κάδρα της Βενετιάς, που τα είχε φέρει στα νιάτα του ο γέρος από τα ταξίδια του.

— Είναι ωραία η Βενετιά, πατέρα;

— Ωραία λέει; Ήτανε εκείνα τα χρόνια. Για κοίτα το λεοντάρι του Σαν Μάρκου! Πόσες φορές πέρασα από κάτω! Ωραία λέει; Ε! κι εμείς είμαστε ωραίοι τότε. Είκοσι χρονών παιδί, καλή ώρα σαν το Γιαννιό τον αρραβωνιαστικό σου. Πιο λεβέντης ακόμα. Τον καιρόν εκείνο είμαστε καλύτεροι από τους σημερινούς. Όσο πάει και ξεπέφτει η γενιά. Ας είναι... Ας είχα τα χρόνια του κι ας ήμουνα κι ο μισός απ’ αυτόν. Γελάς ε; ‘Έτσι γελούσε κι η μάνα σου σαν της μιλούσαν για μένα. Καλότυχη! Όμορφη και καλή ήτανε μα κι οι Βενετσάνες ήταν ομορφότερες. Κόντεψε να με χάσει εκείνο τον καιρό η μάνα σου. Δεν τη ρωτάς να σου πει;

Και σήκωνε ο καπετάν Λαλεχός τα μάτια του ψηλά στα κάδρα, στρίβοντας το άσπρο του μουστάκι με τα χονδρά του χέρια, σαν να ’στριβε τις αλογότριχες της πετονιάς.

— Ξενιτιά! Μαύρη και σκοτεινή, μα έχει και τα καλά της, ρε παιδί. Καλά και καλά. Η πλατέα του Σαν-Μάρκου σου λέει ο άλλος! Θαρρώ πως είναι αυτή η ώρα. Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα ήμερα, κι ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κι έλεγα κι εγώ ο καημένος: να ’μουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω! Μόνο που το συλλογιζόμουνα και τρέμαν τα φυλλοκάρδια μου. Και σα γύριζε καμιά και με γλυκοκοίταζε, ανάμεσα στα περιστέρια, μαρμάρωνα στα πόδια μου: Ανοίξανε τα ουράνια! καπετάν Λαλεχό! έλεγα μέσα μου... Χαμένες κουβέντες. Τι να πεις να περάσει η ώρα!...

Και άφηνε πάλι τις τρίχες του μουστακιού του ο καπετάν Λαλεχός κι άρχιζε να στρίβει τις αλογότριχες. Η Ουρανίτσα άκουγε και δεν άκουγε. Εκατό φορές τις είχε ακούσει τις ίδιες κουβέντες. «Σαν ξεκουτιάνει ο άνθρωπος όλο και τα παλιά του αναθυμάται». Είχε δίκιο η μάνα της που του το ’λεγε. Μα η Ουρανίτσα δεν πολυπρόσεχε κιόλα στα λόγια του. Ο νους της ταξίδευε.

Η νοτιά είχε δαιμονιστεί. Το σπίτι κουνιότανε συθέμελο.. Από καιρό σε καιρό καθώς έσπαζε το κύμα στο μόλο, τα νερά χτυπούσαν τα ντζάμια σα χαλάζι. Η γριά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γριά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογκούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ’ εμένα τα ’χει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάνα σου. Θαρρεί στον ύπνο της, πως μ’ έχει αρπάξει από τα γένια και με τινάζει, γιατί τις μιλάω για τα περιστέρια της Βενετιάς». Ο καπετάν Λαλεχός ταξίδευε κι αυτός, καθώς έστριβε τις αλογότριχες. Όλο και στα κανάλια της Βενετιάς βρισκότανε, όλο και την πλατέα του Σαν Μάρκου έβλεπε μπροστά του. Όλο και περιστέρια πετούσαν γύρω του και τα τάιζαν οι Βενετσάνες στα κάτασπρα χεράκια τους. Μα η Ουρανίτσα έκανε το χειρότερο ταξίδι από όλους. Ανάμεσα ουρανό και πέλαγο, κινδύνευε και θαλασσοπνιγότανε. Και το σπίτι ταξίδευε κι αυτό, ταξίδευε με το σορόκο, σάλευε ολάκερο, έκανε νερά. Ο καπετάν Λαλεχός σήκωσε τα μάτια του από την πετονιά σ’ ένα τρίξιμο δυνατό που έκαναν τα πορτοπαράθυρα.

— Πρίμα ταξιδεύουμε! είπε, δεν έχομε ανάγκη. Ας φυσάει ώσπου να σκάσει.

Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάνα της: «Ξεκούτιανε ολότελα».

— Είναι κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.

Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε.

— Καλός κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύαμε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθείς.

Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της. Δεν έβγαλε τσιμουδιά κάμποση ώρα. Μα δεν μπορούσε να βαστάξει.

— Κινδύνεψες καμιά φορά, πατέρα, στη θάλασσα; είπε ξερά ξερά.

Ο καπετάν Λαλεχός βαριότανε αυτές τις κουβέντες.

«Η θάλασσα αυτά έχει. Σαν είσαι θαλασσινός αυτά περιμένεις. Φουρτούνες και μπουνάτσες για τους θαλασσινούς είναι».

— Τι τα θέλεις αυτά, παιδί μου, είπε σε λίγο μ’ ένα πλατύ χασμουρητό. Άνθρωπος είσαι, κάθε στιγμή κινδυνεύεις. Στεριά και θάλασσα ένα πράμα είναι. Κι η στεριά χειρότερη απ’ τη θάλασσα.

Η Ουρανίτσα δεν ξαναμίλησε. Σηκώθηκε πεισματικά κι έφυγε χωρίς να πει καληνύχτα.

Ο γέρος ούτε πήρε χαμπάρι. Του φάνηκε πως τον καληνύχτισε.

— Καληνύχτα! Σύρε να ησυχάσεις. Εγώ κάθομαι και μοναχός μου. Μη σκοτίζεσαι για μένα.

 

Ο Γιαννιός δεν πνίγηκε και σ’ αυτό το ταξίδι.

— Έτσι πνίγονται οι ανθρώποι; έλεγε ο καπετάν Λαλεχός. Γατιά είναι μαθές να πνιγούν;

Ένα γράμμα ήρθε με καιρό:

«...Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω περί το αίσιον της υγείας σας και δεύτερον αν ερωτάτε και δι’ εμέ καλώς υγιαίνω».

Τίποτε για ταξίδια και για φουρτούνες. Καλό ταξίδι, κακό ταξίδι ένα πράγμα είναι για τους ναυτικούς. Άμα πατήσουν τη στεριά τα ξεχνάνε όλα.

— Τους τα λέω μα δεν καταλαβαίνουν, έλεγε θυμωμένος ο Καπετάν Λαλεχός. Γυναικεία μυαλά. Έλαβες γράμμα; Είναι καλά ο άνθρωπός σου; Τι κάθεσαι και σκοτίζεσαι; Εφημερίδα θα βγάλει να σου τα πει με το νι και με το σίγμα;

«... Εγώ μπαρκάρισα τώρα μ’ ένα βαπόρι Θιακό για τη Νέαν Υόρκη. Από κει θα σας γράψω πάλι σα θέλει ο Θεός. Να πείτε μόνο της Ουρανίτσας να μη στενοχωρεύεται. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί θα κάνουμε τούτη τη Λαμπρή».

Η Ουρανίτσα το είχε μάθει απόξω το γράμμα. Γράμματα δεν ήξερε, μα σα βρισκότανε μοναχή της, το ’βγαζε κρυφά κρυφά απ’ τον κόρφο της και το διάβαζε χωρίς να ξεχωρίζει τα γράμματα. Τι τα ήθελε τα γράμματα; Το διάβαζε με την καρδιά της. Η αγάπη της έβαζε μέσα και λόγια που δεν τα είχε το γράμμα. Μα από μέσα της ήξερε πως το αληθινό γράμμα ήταν αυτό που διάβαζε μοναχή της, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

«Από κει θα σας γράψω πάλι. Άμα πατήσω το πόδι μου στη στεριά θα σας γράψω αμέσως. Να πείτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήσει. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήσει...»

Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε. Ο γερο-Μαθιός ο γραμματοκομιστής, κάθε φορά που έπιανε το βαπόρι στο νησί, περνούσε απόξω απ’ το σπίτι με στοίβα τα γράμματα.

— Έχομε τίποτα, Μαθιό; ρωτούσε η Ουρανίτσα απ’ το παράθυρο.

Τον περίμεν’ εκεί από το ξημέρωμα του Θεού κάθε Παρασκευή.

— Τίποτα, μάτια μου. Άμποτε να είχατε να σας το φέρω τρέχοντας. Δεν έχει, παιδί μου.

Και φυλλομετρούσε τη στοίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί τάχα άλλη μια φορά.

— Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει ο Θεός.

Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο.

Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.

— Κοίτα την πως έγινε η γουστερίτσα! έλεγαν τ’ άλλα τα κορίτσια. Απ’ την κακία της κατάντησε έτσι. Θαρρεί πως αυτή είναι κι άλλη δεν είναι.

Εκείνη τη νύχτα είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Ένα κάτασπρο περιστέρι με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό — καλή ώρα σαν τα περιστέρια της Βενετιάς που έλεγε ο πατέρας της — ήρθε κι εκάθισε στο παράθυρό της. Και κάτι βαστούσε στη μυτίτσα του. Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθεί η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάνας της.

— Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρει γράμμα. Και κόκκινη κορδέλα. Το κόκκινο γρήγορο είναι. Θα ’χομε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει· σωθήκαν τα ψέματα.

Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ομορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα. Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγει εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάσει. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώσει.

— Δε γίνεται, σήμερα θα ’χομε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πει γρήγορο.

Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου.

— Ο καημένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια. Όλοι οι άλλοι με πλανάνε με τα λόγια.

Απ’ τον καιρό που έφυγε ο Γιαννιός, ο γερο-Λαλεμήτρος είχε βρει το μήνα που τρέφει τους ένδεκα. Όλο και στου Καπετάν Λαλεχού τριγύριζε. Και πάντα έφευγε με τον μπόγο γεμάτο. Ένας γεροφαφούτης, λογάς, ψεύτης, έκοβε κι έραβε η γλώσσα του απ’ την αυγή του Θεού ως τη νύχτα. Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», του ’λεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει τ’ αγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.

— Τη μάγεψες, Λαλεμήτρο, τη γουστερίτσα, του ’λεγαν τα κορίτσια της γειτονιάς. Θέλεις να σου κάνουμε τις προξενιές; Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια .

— Ε! τι να κάνομε, κορίτσια; έλεγε ο Λαλεμήτρος. Της λέω καμιά ιστορία να κάνει χάζι. Σκαλίζω και το περιβολάκι, ποτίζω και τα δενδράκια.

Η αλήθεια είναι πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνει κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν του ’βγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα που ’θελε.

— Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;

— Ακούς λέει; καρφωμένα είναι να μη γυρίσουν; Δε με ρωτάς να σου πω; Πέντε φορές κιντύνεψα να μπατάρω. Αργεί, νομίζεις; Ένα κύμα δυνατό, άλλο κύμα σε πλάγιασε. Κοιμήθηκε το καράβι. Σα δεν μπορέσει να σηκωθεί, άλλο κύμα το βρήκε, το μπατάρισε. Άργητα θέλει;

Και άρχιζε ατέλειωτες κουβέντες, παραμύθια με το καντάρι. Να μην ήταν αυτός στο τιμόνι, αλλοίμονο! Θα είχαν χαθεί όλα τα καράβια του κόσμου.

— Πού καπεταναίοι τώρα σαν και μας; έλεγε πάντα στο τέλος της κουβέντας αναστενάζοντας.

Και η Ουρανίτσα αναστέναζε μαζί του που χάθηκαν τώρα οι παλιοί καπεταναίοι σαν τον Λαλεμήτρο, να μην έχει κι ο Γιαννιός ένα σαν κι αυτόν, να ταξιδεύει στα σίγουρα.

— Και αν μπατάρει το καράβι, Καπετάν Λαλεμήτρο, πνίγονται οι άνθρωποι;

— Να ’ταν κι άλλοι, έλεγε ο Λαλεμήτρος. Ούτε κοκαλάκι δε βρίσκεται.

Και σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια. Η Ουρανίτσα κεντούσε απάνω στο πεζούλι της αλτάνας.

— Πες μου, Καπετάν Λαλεμήτρο, σα δεν αναποδογυρίζουν τα καράβια, έχουνε άλλο φόβο στη θάλασσα;

Ο Λαλεμήτρος έπαιρνε φωτιά.

— Έχουνε, λέει; Αμ’ δε βάζεις τους τράκους; Πού τους αφήνεις τους τράκους; Ο Θεός να φυλάει! Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ’ έκοψε στα δύο. Το ’χει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνει χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ’ έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν’ αυτός!

Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, ν’ ακούει κι άλλα. Όρεξη να είχε να λέει ο γερο-Λαλεμήτρος κι η όρεξη δεν του ’λειπε.

— Αμ’ οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο;

— Μην τα γυρεύεις, παιδί μου! Σαν ταξιδεύεις η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ν’ απαντήσεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις. Όσο κοιτάς να τις ξεφύγεις, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είναι αυτή. Τύφλα να ’χουν οι χάρτες και τα φανάρια! Εδώ σκοντάφτεις στο δρόμο που περπατάς μέρα μεσημέρι. Όχι στη θάλασσα, στα σκοτάδια και στις καταχνιές.

Κι άρχιζε πάλι ατέλειωτες ιστορίες. Τελειωμό δεν είχε.

Εκατό φορές τα είχε πει και ξαναπεί και πάλι άρχιζε ξαναρχής. Και τη Γοργόνα ακόμη και τη Γοργόνα την είχε δει.

— Ο Θεός με φώτισε, παιδί μου. Καθόμουνα απάνω στο κάσαρο. Ταξιδεύαμε πρίμα. Μια βραδιά χαρά Θεού. Άξαφνα ακούμε μια φωνή από μακριά σαν τρόμπα μαρίνα. Τι φωνή ήταν εκείνη; Ακόμα βουίζουν τ’ αυτιά μου. «Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;» Κερώσαμε όλοι. Άξαφνα σα φώτιση Θεού να μου ήρθε. Μια και δυο απάνου στο άλμπουρο. Παίρνω μια δυνατή ανάσα και φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Ζει και βασιλεύει!» Και πάλι τα ίδια. Τρεις φορές η Γοργόνα, τρεις κι εγώ. Και περάσαμε. Ειδεμή αλλοίμονο σε μας· θα μας είχε καταπιεί η θάλασσα.

Ο Λαλεμήτρος σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια και ο μπόγος γεμάτος κάθε βράδυ. Το μερδικό του δεν έλειπε απ’ όλα τα καλά. Μα τα λόγια του κατέβαιναν σα φαρμάκι στην καρδιά της Ουρανίτσας. Όλη τη νύχτα τράκους και ξέρες ονειρευότανε. Κι ο Γιαννιός της επάλευε με το χάρο, θαλασσοπνιγότανε. Και ζητούσε βοήθεια. Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τ’ όνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκα!» Πεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μόλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι.

...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κι ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο. Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθισε στο παράθυρό της ξαποσταμένο.

Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του Λαλεμήτρου βούιζαν στ’ αυτιά της.

— «Σαν ταξιδεύεις η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κι εγώ περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς;

Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι. Τι πρόσμενε και η ίδια δεν ήξερε.

 

Το βαπόρι ήρθε στην ώρα του. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος κάτω στο μόλο απόξω από τους καφενέδες. Δυο τρεις επιβάτες βγήκαν από τις βάρκες. Μαζί μ’ αυτούς κι ο Μιχαλιός ο Καλόγνωμος, χρόνια φευγάτος στην Αυστραλία. Τον τριγύριζαν με περιέργεια και αγάπη. Κι αυτός τους έλεγε, τους έσφιγγε τα χέρια, γελαστός και πρόσχαρος. Όλοι ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν. Μέσα στις ξεκομμένες, βιαστικές κουβέντες κάτι παράξενο νέο τους έφερνε. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι, άλλοι μουρμούριζαν κι έφευγαν. Κοντά σε όλους και ο Μαθιός με το φάκελο του ταχυδρομείου.

Είχαν χυθεί να του τον αρπάξουν από τα χέρια. Ο Μαθιός αντιστεκότανε.

— Δεν μπορώ, παιδιά. Θα πάω στο γραφείο. Δεν μπορώ ν’ ανοίξω το φάκελο. Ό,τι έχετε θα το λάβετε.

Πολλοί τον ακολούθησαν από πίσω.

Σε λίγο ο Μαθιός με τη στοίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάσει από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμει; Εκεί δίπλα είχε να δώσει γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακριά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρίψει το σοκάκι, μα ήταν αργά. Το πήρε απόφαση και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα.

— Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα ... Φέρε μας το γράμμα.

Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρει το γράμμα. Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος.

— Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είναι; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή.

— Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα το ’χω. Ψάξε να το βρεις.

Είχε γίνει χλωμή σαν τη ζαφορά.

— Θα σε γελάσω, παιδί μου; Δεν έχει σου λέω.

— Βαριέσαι να ψάξεις, Μαθιό. Τόσα γράμματα έχεις στα χέρια σου. Θα είναι μέσα και το δικό μας. Δε γίνεται...

Ο Μαθιός έκανε πως ψάχνει τάχα.

— Δεν ξέρω εγώ, παιδί μου, τι έχω; Να! ορίστε, όλα τα γράμματα. Δεν έχει, σου λέω. Σαν είχα σας έφερνα. Με το άλλο.

Η μάνα της Ουρανίτσας, που άκουσε τη λογομαχία, πρόβαλε στο παράθυρο. Πώς μπορούσε να μην έχει γράμμα; Το όνειρο ήταν καθαρό. Ποτέ δε λαθεύτηκε.

— Μαθιό, να ψάξεις να βρεις το γράμμα. Ο γαμπρός μας μας έγραψε. Να ψάξεις να το βρεις.

Ο Μαθιός δεν μπορούσε να εξηγήσει την επιμονή τους.

— Σα σας έγραψε θα το λάβετε. Τι να σας πω; Με το άλλο θα το λάβετε.

— Δεν έχει άλλο και ξεάλλο. Να ψάξεις να βρεις το γράμμα.

— Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν το ’φαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας το ’δινα.

Το αίμα του είχε ανεβεί στο κεφάλι. Έκαμε να φύγει.

— Πού πας; Να ψάξεις να μας βρεις το γράμμα. Σαν το ’χασες να πας να το βρεις.

— Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός. Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα.

— Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

— Δε χάθηκε στο δρόμο. Εσύ το ’χασες.

— Δε χάνω γράμματα. Ξεφορτωθείτε με. Ώρα καλή!

Η γριά πετάχτηκε η μισή από το παράθυρο.

— Να συμμαζέψεις τη γλώσσα σου, μπεκρούλιακα! Μεθάς και χάνεις τα γράμματα των χριστιανών. Έννοια σου και θα δεις ποια είμ’ εγώ.

Ο Μαθιός είχε γίνει κόκκινος σαν τον αστακό, από το θυμό μου.

— Πας να με ξεφορτώνεσαι, γριά στρίγγλα, μουρλή, ξεκουτιάρα; Πρωί πρωί.

Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτεί ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γριά ξεφώνιζε σαν τρελή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γριά άρχισε τα κλάματα, τ’ αναφιλητά.

— Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είναι τούτο το κακό;

Η γριά ξεφώνιζε:

— Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πει στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κι έκλαιγε σαν το μωρό παιδί.

— Σα δε συμμαζώνεις τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου.

Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ώσπου να καταλάβει τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.

— Δεν έκανε καλά. Να βρίσει νοικοκυρά γυναίκα. Πού ακούστηκε; Να την πει στρίγγλα!

Του Καπετάν Λαλεχού του ανέβηκαν τα αίματα στο κεφάλι. Αργούσε να τον πιάσει, μα σαν τον έπιανε το μπουρί ο Θεός φυλάξει.

— Εσύ βρε έβρισες τη γυναίκα μου; Και γούρλωσε τα μάτια του.

— Ας μη μ’ έβριζε κι αυτή! είπε ο Μαθιός κι έκαμε να φύγει.

— Πού πας, βρε χαμάλη, μπεκρούλιακα!...

Εσήκωσε τη μαγκούρα και του την κατάφερε κατακέφαλα.

Το κούτελο του γέμισε αίματα. Τον άρπαξε από το λαιμό. Σε λίγο οι δύο γέροι κυλιόντουσαν στο χώμα. Οι γυναίκες χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κλάματα, ξεφωνητά, στριγκλιές, μαλλιοτραβήγματα. Μπήκαν και τους χωρίσανε. Ο Μαθιός σηκώθηκε, σκουπίζοντας το κούτελό του. Τα παιδιά του μάζεψαν τα γράμματα, που είχανε σκορπίσει στα χώματα. Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κι έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης:

— Φταίω γω που σας λυπήθηκα παλιοθηλυκά και δε σας το ’λεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψει ... Παντρεύτηκε! Να ’ταν κι άλλος.

Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω.

Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα:

— Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!

Ο Μαθιός έβαλε μια δυνατότερη φωνή, καμπανίζοντας τα λόγια του ένα ένα, σταράτα, σαν ντελάλης:

— Εγώ ψεύτης! Σύρτε στο γιαλό να μάθετε τα μαντάτα. Ο Μιχαλιός ο Καλόγνωμος εδώ είναι. Ό,τι έφτασε από την Αουστράλια. Σύρτε να μάθετε τα μαντάτα.

Τα λόγια του Μαθιού έπεσαν σαν αστροπελέκι από τον ουρανό. Όλοι βουβάθηκαν. Και ύστερα τίποτε. Ένα παράθυρο μόνο έκλεισε δυνατά και ο κόσμος άρχισε να σκορπίζει, μουρμουρίζοντας.

Δύο κορίτσια πέρασαν μπροστά στο Μαθιό, που σκούπιζε το κούτελο του απ’ τα αίματα.

— Την είδες την γουστερίτσα πώς έγινε!

Και βαστούσαν τα γέλια με κουνήματα και σπρωξίματα.

 

Ξημέρωσε η Κυριακή, μαύρη Κυριακή!

— Να όψεται ο αίτιος, που πήρε το κορίτσι στο λαιμό του.

Έλεγε ο Παπα-Δημήτρης κάτω στον καφενέ. Όλοι με τα μάτια βουρκωμένα τον άκουγαν. Κάποιος γύρισε και κοίταξε τον Μαθιό στριμωγμένο σε μια γωνιά.

— Σαν την έβαλε ο Πειρασμός και πήγε και πνίγηκε, τι φταίω εγώ; είπε ο Μαθιός. Και ο Λαλεμήτρος, που τον έβγαλε ο Θεός στη μέση, ξημερώματα του Θεού, στραβομάρα είχε να τρέξει να την αρπάξει, να την πάει σπίτι της; Μόνο λέει τώρα πως δεν πήγε ο νους του πως ήταν η Ουρανίτσα. Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται.

Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό ν’ ακουστεί στο νησί.

— Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρεις τα μαντάτα, είπε ο παπάς. Να δίνεις τα γράμματά σου και να σωπαίνεις.

— Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κι εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ’ έσπρωξε. Τι να πω κι εγώ;

— Τι φταίει κι ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είναι πράματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο.

— Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάσει την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.

— Φταίει κι ο πατέρας της, ξαναείπε σε λίγο. Του κοριτσιού του ήρθε φρένα. Σημαδιακά λόγια τους έλεγε. «Εγώ θα πάω να τόνε βρω, δεν μπορώ να κάνω μοναχή μου. Θα πάω να τόνε βρω». Έλεγε και καλά πως ο Γιαννιός πνίγηκε. Δεν ήθελε να πιστέψει πως παντρεύτηκε. Έλεγε πως τη γελούνε. «Βρε παιδί μου, κάθεσαι και χάνεσαι για έναν άνθρωπο που σε παράτησε και πήγε και παντρεύτηκε στα ξένα; Δεν ήταν άνθρωπος για σένα. Γαμπροί άλλο τίποτε. Θα βρεις άλλον καλύτερο, όπως σου αξίζει». Αυτή τίποτε. «Ο Γιαννιός μου πνίγηκε. Τον πήρε η θάλασσα απ’ την κουβέρτα. Τα κοκαλάκια του στην αμμουδιά τα δέρνει η θάλασσα. Θα πάω να τόνε βρω». Σημαδιακά λόγια. Πού είχε τα μάτια του ο γερο-Λαλεχός;

Ο Μαθιός ήθελε να βγάλει ένα βάρος απ’ την ψυχή του. Μέσα του θαρρούσε πώς κάτι έφταιγε κι αυτός. Μα πάλι έλεγε με το νου του: «Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε. Της είπα πως παντρεύτηκε. Αν με πίστευε δε θα πνιγόταν κι αυτή. Μα βλέπεις ο Πειρασμός της έβαλε στο νου πως πνίγηκε. Και πήγε να τόνε βρει»·

— Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε! είπε σε λίγο δυνατά. Ποιος της είπε πως πνίγηκε; Εγώ της είπα πως παντρεύτηκε!... Άλλο πνιγμένος στη στεριά κι άλλο στη θάλασσα.

— Έχει δίκιο ο Μαθιός! είπε πάλι ο μπατζανάκης του. Μήπως της είπε πως πνίγηκε; Σα γύρισαν τα μυαλά της, τι φταίει ο Μαθιός;

Ο Μαθιός πήρε λίγο απάνω του. Άρχιζε να παρηγοριέται και μοναχός του και οι βρισιές της γριάς Λαλεχίνας του ήρθαν πάλι στο νου του.

— Τη γρουσούζεψε κι αυτή η μάνα της με τη γρίνια της, όπως έφαγε και τον άντρα της και τον ξεκούτιανε. Τώρα τα ’βαλε με κείνον. Όλα ο γέρος τα φταίει. Έτσι, λέει, ήταν κι αυτός ξελογιασμένος σαν το γαμπρό που διάλεξε. Προχτές σα γυρίσανε από το λείψανο την έπιασαν τα δαιμόνιά της. «Από σένα έχασα το κορίτσι μου, του έλεγε. Πήγες και διάλεξες το γαμπρό σαν τα μούτρα σου». Και καθώς την πιάνανε τα δαιμόνια άρπαζε κάτι κάδρα της Βενετιάς, που είχε φερμένα ο γέρος στα νιάτα του, και τα πέταε από το παράθυρο. Τι της έφταιγαν τα κάδρα;

— Γυναικεία μυαλά! είπε ο Κυρ-Φώτης ο Πάρεδρος· δεν βρίσκεις άκρη.

Έλεγε ο ένας το κοντό του κι ο άλλος το μακρύ του. Αλλοίμονο σ’ αυτήν που χάθηκε! Η θάλασσα όξω βούιζε. Τα κύματα έσπαζαν στο μόλο αγριεμένα. Μέσα στο βουητό της θάλασσας μια φωνή μεθυσμένου έσχιζε τον αέρα:

 

«Μες στον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται...

Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε».

 

Ο Μαθιός, που είχε τραβήξει δύο τρία ρόμια για να παρηγορηθεί, κούνησε το κεφάλι του.

— Να ένας χριστιανός που πήρε την απόφαση να πνιγεί στη στεριά, είπε. Το κακό είναι που, σαν πέσει κι αυτουνού η αγαπητικιά του να τόνε βρει στη θάλασσα, δε θ’ ανταμωθούν ποτέ...

Κανένας δεν του αποκρίθηκε. Μόνο η βοή της θάλασσας επάλευε με τη φωνή του μεθυσμένου:

 

«Παρακαλώ σας κύματα μη μου την εξυπνάτε».

 

 

αρχή

 



 

Ώσπου να γίνει το κρασί κρασάκι περάσανε πενήντα χρόνια. Κι άλλα τόσα ώσπου να γίνει ο Καπετάν Δημήτρης Μπαρμπα-Δημητρός. Νέος ακόμα ναύτης, λοστρόμος κι έπειτα καπετάνιος δεν το αγαπούσε το κρασί.

— Δεν το θέλω το κρασί. Δεν το κάνω χάζι. Με πειράζει.

Βία να πιει ένα εκατοσταράκι στο φαγί του. Κι αυτό με το νερό. «Βαπτισμένο», όπως έλεγε ο σύγγαμπρός του ο Παπα-Θανάσης. Ο Παπα-Θανάσης πάλι στο φαγί του δεν έπινε καθόλου, σταλιά.

Όταν έμπλεκε όμως με παρέες ο Παπα-Θανάσης κατέβαζε τον Ιορδάνη.

— Πού και πού χρειάζεται, έλεγε. Να ξυπνούν τα αίματα! Όταν άφησε τη θάλασσα ο Καπετάν Δημήτρης, καραβοτσακισμένος και θεόφτωχος, με δώδεκα δραχμές σύνταξη, ύστερ’ από πενήντα χρόνια δούλεψη — τα μισά του τα ’φαγαν οι καπεταναίοι και τα λιμεναρχεία — χωρίς να το καταλάβει έγινε Μπαρμπα-Δημητρός, επιστάτης για χρόνια στα σχολεία, με το βούρβουλα στα χέρια, και χωρίς να το καταλάβει πάλι πήρε τις συνήθειες του μακαρίτη του Παπα-Θανάση, του σύγγαμπρού του. Στο φαγί του έπινε νερό νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι.

— Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παλιόκοσμος! Το κρασάκι μας έμεινε!

Και με το δίκιο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δει στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν. Έχασε ό,τι είχε και δεν είχε· έχασε τα υπάρχοντά του· τη γριά του την πάντρεψε· τα παιδιά του τα ’στειλε αποκεί που ήρθαν· το φως του τ’ άφησε το μισό στο πέλαγο και μόνο τα πόδια του πληθύνανε. Από δυο γινήκανε τρία.

— Και με τη βοήθεια του Θεού θα τ’ αυγατίσω ακόμα, έλεγε. Να περπατώ με τέσσερα, να κυνηγάω τα μούλικα στα σοκάκια.

Η μόνη του παρηγοριά έμεινε το κρασάκι. Πιο πιστό κι απ’ τη γυναίκα κι απ’ τη θάλασσα, κι απ’ όλα τ’ αγαθά του κόσμου. Ας είναι καλά τ’ αμπέλια του Θεού. Οι βαρέλες δεν αδειάζουν ποτέ. Κι αν αδειάσουν, ξαναγεμίζουν...

 

— Αυτό, που λες, δε θα μ’ αρνηθεί ποτέ. Ποτέ δε θα μ’ αρνηθεί. Τύφλα να ’χουνε γυναίκες κι υποστατικά και πλεούμενα και παιδιά και σκυλιά. Όλα μ’ αρνηθήκανε και φύγανε. Πάνε. Αυτό δε θα μ’ αφήσει, αν δεν τ’ αφήσω. Η ψυχή μου θα βγαίνει κι ο παπάς θα με δροσίζει με το κουταλάκι... Αυτά είναι που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μ’ ακούς εμένα και να μ’ αγαπάς.

Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ’ το τεζάχι. Την είχε τη θέση χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτεί απ’ τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα του ’ρχότανε βολικά εκεί στ’ απόμερο. Πρώτα είχε τις βαρέλες δίπλα του, τις κοίταζε και τις καμάρωνε: το μοσχάτο, το μπρούσκο, το κοκκινέλι, το λιαστό... Κρασιά και κρασιά. Να πιει και να μεθύσει η Οικουμένη. «Άγια χώματα η πατρίδα. Ρουφάει το νεράκι του Θεού και σου δίνει εφτά λογιών κρασί». Έπειτα εύρισκε την ησυχία του εκεί στ’ απόμερο. Δεν έκανε χάζι τον κόσμο. Αυτά τα παιδιά, με τα πλατιά ζουνάρια και τα μουστάκια τα στριμμένα, του χαλούσανε το στομάχι. Ούτε τα φερσίματά τους, ούτε τα λόγια τους, ούτε τα τραγούδια τους ήθελε να τ’ ακούει. Όλο και σαχλαμάρες. Πολιτική, κουβέρνο, συνδυασμοί, κωλυσιεργίες, ένα σωρό αηδίες. Αυτές ήταν οι κουβέντες τους. Κι ύστερα φραγκοτράγουδα, γκαρίσματα, μπάσα και πρίμα, σωστές πριμαντόνες. Λίγο κρασί και πολλά φούμαρα. Γυναικοδουλειές, ερωτοδουλειές, ξεράσματα. Εκεί στη γωνιά του εύρισκε την ησυχία του. Κάλλια μονάχος. Μονάχος ως που να φανεί κανένας άνθρωπος σωστός, του παλαιού καιρού.

Από το σούρπωμα ήτανε εκεί ο Μπαρμπα-Δημητρός. Αυτό το βράδυ είχ’ αργήσει να φανεί η παρέα του. Δηλαδή, να πούμε, ο Καπετάν Βαγγέλης. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τράβηξε ωστόσο τα κρασάκια του, σιγά σιγά. Όλο και κοίταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάνα δυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα:

— Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου;

Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κοιτάξει. «Τι τις θέλεις τις κουβέντες;» έλεγε μέσα του. «Άσ’ τους να λένε».

Μπήκε άλλος.

— Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό.

Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.

— Είπαμε, καλημέρα! ξαναείπε ο νεόφερτος.

— Την κακή ψυχρή σου μέρα.

— Ευχαριστώ! είπε ο νεόφερτος. Δεν του κακοφάνηκε.

— Τίποτα, τίποτα! μουρμούρισε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

Τράβηξε άλλο ένα κρασάκι. «Έτσι θέλουν αυτοί για να ησυχάσουν», είπε μέσα του.

Είχε νυχτώσει. Ότε άναβε το παιδί το φανάρι φάνηκε ο Καπετάν Βαγγέλης στην πόρτα. Κοντοστάθηκε, έριξε μια ματιά ολόγυρα και τράβηξε ολόισα κατά το τεζάχι και κάθισε αντίκρυ στον φίλο του. Ούτε «καλησπέρα» ούτε «καλή σου σπέρα». Αγροικηθήκανε με τα μάτια.

— Μονομπράτσο το πήρε! είπε κάποιος από τη γειτονική παρέα. Ύστερα θα πάρει τις βόλτες.

— Ας τους να λένε! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

Ο Σπανός ξαναγέμισε το εκατοστάρι. Οι γέροι κουτσόπιναν. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά. Ωστόσο θα ’λεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κι οι δυο.

— Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη.

— Έτσι βέβαια. Αμ’ πώς;

Και τρακάριζαν τα ποτήρια.

Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες. Και πάντα σύμφωνοι.

— Έτσι που λες,

— Έτσι βέβαια. Αμ’ πώς;

Είχε νυχτώσει. Οι παρέες σιγά-σιγά αδειάσανε το μαγαζί. Πηγαίνανε και «παρακάτω», να δοκιμάσουνε κι άλλα κρασιά. «Οι νέοι μουδιάζουνε γλήγορα στον ίδιον τόπο. Θέλουνε κούνημα... Ο γέρος, άμα καθίσει, κάθισε», έλεγε ο Καπετάν Βαγγέλης. «Ώσπου να καθίσει, και να μη σηκωθεί», επρόσθετε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

— Έτσι δεν είναι; Πώς;

— Έτσι βέβαια, Αμ’ πώς;

Σαν έμειναν μόνοι οι δύο γέροι άρχισαν να μιλούν και φωναχτά.

— Σαν να πέρασε η ώρα! είπε ο Καπετάν Βαγγέλης.

— Ώρες κοιτάς τώρα! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός.

— Δεν τις κοιτάω εγώ. Τις κοιτάει η γερόντισσα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας ο Καπετάν Βαγγέλης. Εσύ την πάντρεψες και ησύχασες. Ποιος σ’ ερωτάει;

Ο Μπαρμπα-Δημητρός το γύρισε στο μεράκι.

— Τρομάρα μου. Όμορφος κατάντησα. Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γριούλα κι ας μου ’λειπαν τα καλά μου.

Τον είχε πάρει το παράπονο.

— Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιος δεν τα ’χει, τ’ απογυρεύει.

— Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός.

Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε.

— Το θυμάμαι, λέει; Σαν να ’ναι τούτη η ώρα.

— Θεός σχωρέσ’ την. Άγια γυναίκα.

— Κι ομορφούλα, παχουλή, σερπετή. Σου πήρε τα μυαλά.

— Ομορφούλα, λέει;

Η φωνή του Μπαρμπα-Δημητρού όλο και αντρείευε. Έστησε το κορμί του ολόρθο και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι Έστριψε και το μουστάκι με τα δυο δάχτυλα.

— Άιντε ντε!... Αμ’ αν δεν ήτανε τέτοια, δεν έτρωγα τα σίδερα να την πάρω. Πέντε χρόνια αγάπη.

— Πέντε, ε;

— Πέντε σωστά. Μ’ έφαγε στο νάζι και στα πεισματικά. Μωρέ το θυμάσαι το Μοσχαδώ;

— Ακούς, λέει!

— Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου. Βγήκε απ’ τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάνα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κοιτάξει; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράματα. Άξαφνα ακούω μια φωνή: — «Καλώς όρισες, καπετάνιο!» — «Καλώς σας βρήκαμε». Βρε τι ήτανε εκείνο; Με χτύπησε σαν μαχαίρι στην καρδιά. Έλα Κύριε! είπα μέσα μου. Τ’ είναι τούτο το κακό; Γυρίζω και βλέπω. Θαμπώσανε τα μάτια μου. Χαμογελούσε και κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, οι άλλες βαστούσανε τα γέλια τους. Κοντοστάθηκα. «Δε με γνωρίζεις, Καπετάν Δημήτρη;» μου λέει. Λιγώθηκα. Ανοίξανε τα επουράνια! «Πού να σε γνωρίσω;» της κάνω. Η φωνή μου έτρεμε. Κύριε ελέησον! Τέτοιο μασκαραλίκι δεν το είχα ματαπάθει. — «Δεν είμ’ εγώ το Μοσχαδώ της Σειραϊνώς, της παπαδιάς;» — «Εσύ είσαι;» Της δίνω το χέρι. Τα γόνατα μου λυγίσανε. Ύπαγε οπίσω μου Σατανά! Τέτοιο ρεζιλίκι δεν το ’χα ματαπάθει. «Αμ’ πού να σε γνωρίσω; Σ’ άφησα κοριτσόπουλο, και σε βρίσκω κοπέλα». Ο κόσμος μου ήρθε γύρω. Τράβηξα στο σπίτι, στη γριά. Μην τα ρωτάς ύστερα...

 

Πήρε ένα βαρύν αναστεναγμό. Ο σύντροφος του τον κοίταζε στα μάτια. Τα δυο γέρικα κεφάλια κόντευαν να τρακάρουν.

— Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, ξαναείπε.

— Γιατί δεν την έπαιρνες, Δημητρό, να τελειώσεις;

— Γιατί, λέει; Ούτε το διάβολο ν’ απαντήσεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις. «Το Μοσχαδώ σ’ αγαπάει. Το Μοσχαδώ τρελαίνεται για σένα», μου λέγανε η μια κι η άλλη. Κάτι καταλάβαινα και μοναχός μου. Πάμε μια Κυριακή με τη γριά να τους χαιρετίσομε. «Έλα, Μοσχαδώ, μέσα», της λέει η μάνα της. «Δεν μπορώ, μάνα. Με πονάει το κεφάλι μου».— «Έλα που σου λέω». — «Δεν έρχομαι». Κακανογελούσε μέσα με τ’ αδερφάκια της· τέτοιο πονοκέφαλο είχε. Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάνα, να φύγομε»,λέω στη γριά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. —«Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαι;» Μέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει.— «Να μη κακιώνεις άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της. Ύστερ’ αναστέναξε.— «Θα φύγεις;» μου είπε.—«Θα φύγω την Κυριακή».— «Γιατί βιάζεσαι τόσο;»

— «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλι!» της είπα.— «Καληνύχτα».

Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω.— «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάνα, να μου ετοιμάσεις τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γριά. Τίποτε γω. Μαύρη πέτρα πίσω μου κι έφυγα. Στη Μαρσίλια λαβαίνω γράμμα. «Το Μοσχαδώ αρρώστησε απ’ τον καημό της». Κύριε ελέησον. Να μην τα πολυλογούμε, γυρίζω,—τα ίδια πάλι. «Δεν πονηρεύομαι, είμαι μικρή ακόμα». Ξαναγυρίζω. Πέντε χρόνια κοντολογής. Στέγνωσα στα πόδια μου.

Ο Καπετάν Βαγγέλης άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Στο τέλος ξέσπασε.

— Μέγας είσαι, Κύριε, μ’ αυτά τα θηλυκά! Καθένα με το διάβολό του. Έμενα η γριά μου δε ήξερε τέτοια πράματα. Απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο. Καλή της ώρα!

— Έτσι που λες, γέρο. Ωστόσο έδωκε ο Θεός και ήρθε η ευλογημένη μέρα. Όταν έπεσε, που λες, στην αγκαλιά μου, έτριβα τα μάτια μου. «Εσύ ’σαι, μωρέ Δημητρό, που απόλαψες τέτοια δόξα;» Δεν πίστευα και μοναχός μου. Ανοίξανε τα επουράνια...

Ένας χτύπος δυνατός ετράνταξε την πόρτα. Οι γέροι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους έπιασαν σε καμιά ντροπή.

— Ποιος είναι!

Ξεροβήξανε και τραβήχτηκε ο ένας απ’ τον άλλον.

— Τον κακό σου τον καιρό, μπεκρούλιακα, παραλυμένε!...

Μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε απέξω.

— Να τσακιστείς να ’ρθεις στο σπίτι. Που σε μαζεύομε από τις ταβέρνες.

Ήτανε η γυναίκα του Καπετάν Βαγγέλη. Συνηθισμένη ιστορία στην ταβέρνα του Σπανού. Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμένη γάτα. Με κοντοβόλτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κι έδιναν. Από μακριά φτάνανε οι κατάρες και τ’ αναθεματίσματα.

 

Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος.

— Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσομε και μεις.

Το ήπιε.

Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι άρχισε τα κλάματα.

— Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ’ άφηκες.

— Άιντε να πέσεις, γέρο! Ώρα είναι. Άσε τώρα τα κλάματα.

Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια.

Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ’ τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομίδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Σηκώθηκε άξαφνα απάνω.

— Καληνύχτα σας!

Και τράβηξε κατά την πόρτα.

— Πού πας; Παλάβωσες, γέρο;

— Πού πάω; Στο σπίτι μου. Πού θες να πάω;

— Βρε πέσε, γέρο, ψοφολόγα.

— Καληνύχτα σας, είπα!

— Ώρα σου καλή. Να μη γυρίσεις μονάχα και χτυπάς την πόρτα. Ακούς;

— Καληνύχτα, καληνύχτα!

Βγήκε στο δρόμο. Ο Σπανός αμπάρωσε την πόρτα, μουρμουρίζοντας. Πού πάει τέτοια ώρα ο θεοσκοτωμένος! Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά) πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παλιά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του.

— Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ.

Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση.

Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.

— Δεν ακούς, Μοσχαδώ; Εγώ είμαι. Άνοιξε.

Τίποτε. Κανένας δεν αποκρίθηκε.

— Βρε, κουφαθήκανε σήμερα! Άνοιξε, σου λέω.

Ένα σκυλί ξαφνιασμένο μες στο σκοτάδι άρχισε να γαυγίζει από μέσα, ξύνοντας την πόρτα με τα νύχια του. Γαύγιζε αγριεμένο, έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ!

— Σκασμός, βρε Μπραήμη! Εγώ είμαι. Δε με κατάλαβες;

Το σκυλί, με το ξένο όνομα, λύσσαξε περισσότερο. Έβγαλε το λαρύγγι του.

— Μοσχαδώ, άνοιξε, σου λέω. Κακιωμένη είσαι πάλε. Άνοιξε.

Η φωνή του είχε γίνει τρυφερότερη, λιγωμένη:

— Άνοιξε, Μοσχαδώ.

Τίποτε. Το σκυλί μονάχα έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! Ο γέρος άρχισε τα κλάματα. Σε λίγο σωριάστηκε κάτω στο χώμα.

Πηδήματα βαριά ακούστηκαν από μακριά στο καλντερίμι. Ο Μπαρμπα-Δημητρός ανασήκωσε το κεφάλι και ξανάπεσε πάλι.

— Μοσχαδώ, Μοσχαδώ! βογκούσε με βραχνιασμένη φωνή.

Δυο άνθρωποι ζυγώσανε τρομαγμένοι.

— Μωρέ τ’ είν’ εδώ; Ποιος βογκάει;

— Κανένας λαβωμένος! είπε ο ένας στον άλλον.

Ο ένας άναψε ένα σπίρτο κι έσκυψε να δει. Σαν έφεξε και είδε, έβαλε τα γέλια. Σήκωσε το χέρι και φασκέλωσε:

- Εσύ ’σαι, Μπαρμπα-Δημητρό; Μπα, κακό χρόνο να ’χεις!

Και τραβήξανε το δρόμο τους.

 

 

αρχή

 



 

Πρωί πρωί πήγα να τον δω στη φυλακή. Όταν ακούστηκε πως ο Γιάννης ο Αγάλλος, το αρνάκι του Θεού, που δεν είχε σκοτώσει ούτε μυρμήγκι στη ζωή του, έκανε φονικό — και τι φονικό! — όλος ο κόσμος έκανε το σταυρό του με τα δυο του χέρια. «Τι τα θέλεις; μου είπε, στο δρόμο που με συνέτυχε ο Παπα-Σωφρόνης, ανοίγοντας τα μικρά του ματάκια, και σουφρώνοντας το μεγάλο του στόμα. Μεγάλο λόγο δεν πρέπει να πει άνθρωπος. Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ’ ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ’ ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο φρέσκο και πρόσχαρο. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια γεμάτα καλοσύνη σαν πάντα. Το ήσυχο χαμόγελο, που χάραζε πάντα γλυκά στο πρόσωπό του δεν του απόλειπε ούτε τώρα. Το σκοτεινό και βρόμικο κατώγι, έπαιρνε έτσι μια ημεράδα παράξενη, που έμοιαζε με καμαρούλα σπιτιού, που δουλεύουνε μέσα του πρόσχαρες γυναικούλες και χοροπηδούνε τρελά παιδάκια.

— Τ’ ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπετάν Γιάννη! του ’πα με καλοσύνη, δίνοντας του το χέρι. Όλο το νησί σταυροκοπιέται...

Γύρισε και με κοίταξε.

— Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό.

— Αμ’ γι’ αυτό ήρθα, του είπα. Να καθίσω.

— Κάτσε το λοιπόν! ξαναείπε.

Μας αφήκανε μοναχούς. «Λόγο δεν του παίρνει κανένας, μου είχε πει στην πόρτα ο αστυνόμος. Έφταιξε, λέει, και ας τον παιδέψει ο Νόμος. Τίποτ’ άλλο. Σα θέλεις κάτσε και μοναχός σου να τόνε ρωτήσεις». Ο αστυνόμος είχε την ιδέα πως τρελάθηκε. Αλλιώς δεν εξηγιέται το πράμα.

Σαν κάθισα σιμά του γύρισα και τον κοίταξα από πάνω ως κάτω. Είχα κι εγώ την ίδιαν ιδέα με τον αστυνόμο. Γυρεύεις; Σα σαλέψει το μυαλό του ανθρώπου και φονιάς γίνεται και κλέφτης κι ό,τι βάλεις με το νου σου. Ωστόσο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτε παράξενο απάνω του. Ούτε σε λόγια, ούτε σε κουνήματα. Ο άνθρωπος ήτανε στα συγκαλά του. Με κοίταζε μόνο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνος τώρα να μου βγάλει κάποιο μυστικό.

— Πώς τα πέρασες εδώ μέσα, σε τούτο το μπουντρούμι; τον ρώτησα. Θέλεις τίποτα να σου φέρω; Έχεις καμιά παραγγελιά για το σπίτι; Πες μου ό,τι θέλεις ελεύθερα.

— Να σου πω ένα πράμα; μου είπε χαμογελώντας. Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα τόσο ήσυχα στο σπίτι μου, όσο σε τούτο το έρημο το στρωσίδι. Το πιστεύεις;

Και μου ’δειξε μια παλιοκουβέρτα μαζεμένη σε μια γωνιά!

— Ο Θεός να με συχωρέσει! ξαναείπε. Ούτε στα πούπουλα μέσα δε θα ’κανα τέτοιον ύπνο.

Ο δυστυχισμένος! Μόνος του θέλει να δώσει παρηγοριά στον εαυτό του, έλεγα μέσα μου.

Με κοίταξε στα μάτια.

— Έ! πάλι καλά! του είπα. Ο Θεός είναι μεγάλος, πολυεύσπλαχνος, κανένα δεν αφήνει. Ήσουνα καλός άνθρωπος, Καπετάν Γιάννη, άνθρωπο ποτέ σου δεν έβλαψες, θα σε συχωρέσει ο Θεός. Έκανες το κακό στην κακή την ώρα, μετανόησες. Κι αν δεν βρεις το δίκιο σου από τους ανθρώπους, ο Θεός δε θα σ’ αφήσει να χαθείς...

Του είπα κι άλλα. Όσες παρηγοριές μπόρεσα του τις είπα:

— Σα μετανοήσει ο άνθρωπος όλα διορθώνονται. Κούνησε το κεφάλι του.

— Δε μετάνιωσα, συμπέθερε, μου είπε. Αυτό είναι. Δε μετάνιωσα. Δε θα μ’ έβλεπες έτσι σα μετάνιωνα. Η μετάνοια είναι μεγάλη πίκρα. Μεγάλος καημός.

Καθόμαστε και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον. Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού.

 

Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε:

— Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία…

— Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι ο φονιάς έχει καμιά φορά το δίκιο του. Κι οι ένορκοι άνθρωποι είναι σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσομε.

— Δε θέλω να γλυτώσω, είπε. Έφταιξα, ας με παιδέψει ο Νόμος. Τι να τήνε κάνω τη ζωή; Είδα τη γλύκα της. Κι αυτά που θα σου πω, πάρ’ τα σαν παραμύθι. Έτσι για να τα θυμάσαι. Τίποτ’ άλλο... Ένα παραμύθι.

Έδεσα τα χέρια μου και τον άκουγα. Είμαστε μοναχοί μας μέσα στο κατώγι. Από το χαμηλό παραθύρι περάσανε δυο στρατιώτες, κοιτάξανε μέσα μια ματιά και προσπέρασαν, σαν άνθρωποι συνηθισμένοι από τέτοια πράματα. Μια κάτασπρη γατούλα κοντοστάθηκε ύστερα στα κάγκελα και νιαούρισε. Ο Καπετάν Γιάννης της πέταξε ένα κομματάκι ψωμί. Φαινόντουσαν σαν παλιοί γνώριμοι. Η γατούλα, σαν να ήθελε να δείξει την ευχαρίστησή της, κουλουριάστηκε κοντά στα κάγκελα, να μας συντροφέψει κι αυτή. Κοίταζε προσεκτικά με τα γαλανά της ματάκια τον Καπετάν Γιάννη στο στόμα σαν ν’ άκουγε κι αυτή την ιστορία του. Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα.

— Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μου ’πες;

— Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού...

— Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια. Ανάθεμα την καλοσύνη!

Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

— Ανάθεμα την καλοσύνη . .. Μια γενιά καλοσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι ο Θεός με την καλοσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τόνε θυμάσαι; Τόνε θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τόνε λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους. Στη φτώχια, στη δυστυχία, στην ορφάνια, στην κατεργαριά. Ναι, στην κατεργαριά. Τα περισσότερα οι κατεργαρέοι του τα φάγανε. Σαν απόμεινε στην ψάθα χριστιανός δε γύρισε να τόνε δει. Ο Άγιος Γιάννης έγινε ο κουτο-Γιάννης με τ’ όνομα. Σαν είχε δάνειζε στη φτωχολογιά, δανεικά κι αγύριστα, δίχως αμανάτι, δίχως χαρτί, μ’ ένα λόγο ξερό, «ο λόγος είναι στον άνθρωπο!» έλεγε. Σαν έφτασε να μην έχει να φάει κανένας δεν του ’δινε. Έβαλε και το σουρτούκο του αμανάτι. Πέθανε στην ψάθα. Πέντε χριστιανοί πήγανε στο λείψανό του. Κάλλια να μην πηγαίνανε κι αυτοί. Ξέρεις ποια ήτανε η παρηγοριά τους. «Κι η μεγάλη καλοσύνη, θεια-Μαχώ, κουταμάρα είναι μαθές». Έτσι λέγανε στη μανού μου. Αυτό ήτανε το συχώριο τους. Τ’ ακούς, συμπέθερε;

Κούνησα το κεφάλι μου.

— Τ’ ακούω να λες! ξαναείπε.

Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τήνε κοίταξε προσεκτικά, πρόσχαρα.

— Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή του ’δωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είναι. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!

Συλλογίστηκε λιγάκι κι ύστερα ξανάρχισε:

— Τι ελέγαμε; Για τις καλοσύνες. Καλοσύνες, π’ ανάθεμα τες. Καλοσύνες. Μια γενιά καλοσύνες, μια γενιά φαρμάκια. Ήρθε ο πατέρας μου, θεός σχωρέσ’ τον. Ένα ορφανό έρημο, παραπεταμένο, κλωτσημένο απ’ τον κόσμο, απ’ τον κόσμο που ’φαγε ψωμί στο πατρικό του. Μοναχός του έγινε άνθρωπος. Με τα χέρια του, με τον ιδρώτα του, με τη δουλειά του. Πρώτος μάστορης στα καράβια. Δικό του ταρσανά, εργαλεία δικά του, κερεστέ βουνά, δουλευτάδες, κοπέλια. Φαμίλιες φάγανε ψωμί κοντά του. Καλφάδες καζαντίσανε. Καλός άνθρωπος με τ’ όνομα. Άγιος κι αυτός σαν τον πατέρα του. Ψυχικά όσα θέλεις. Το ψωμί να πάρει απ’ τα παιδιά του να το δώσει στους ξένους. Στις εκκλησιές χαρίσματα, στις ορφανές κοπέλες προικιά, στους σακάτηδες μισθό κομμένο. Πού θα πήγαινε η δουλειά; «Κράτα μαστρο-Χαράλαμπε και για τα στερνά σου. Τα παιδιά σου συλλογίσου». Του λέγανε οι γνωστικοί. «Έχει ο Θεός. Ο Θεός είναι μεγάλος», έλεγ’ εκείνος. «Το καλό το βλέπει ο Θεός και το πληρώνει». Όμορφα του το πλήρωσε. Με τον καιρό λιγοστέψανε οι δουλειές. Καράβια καινούργια τίποτε. Και τα λίγα που μένανε, δεμένα στο μόλο. Μπήκε στο χρέος. Ο Βαγγέλης ο κάλφας του, που τον είχε σαν παιδί του, αυτός μαθές που συχωρέθηκε ψες το βράδυ (δε θέλησε να πει τίποτε άλλο), βρέθηκε άρχοντας. Ο πατέρας μου φτωχός, κι αυτός άρχοντας! Μάλιστα. Ο παραγιός να δανείζει τον αφέντη και να του το ’χει και για δούλεψη. Πού τις βρήκε τις σφάντζικες ο κασίδης; Ένας Θεός το ξέρει! Ο κλέφτης καζαντίζει, βλέπεις· ο τίμιος πεινάει. Και δώσ’ του δανεικά ο πατέρας μου ν’ απαντήσει τα έξοδά του. Και δώσ’ του ενέχυρα. Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ’ απ’ το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά σιγά ο παραγιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγιός. «Το περίμενες ποτέ σου;» Του λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν’ ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι άλλος κατεβαίνει». Ώσπου κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τ’ ακούς;

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε.

— Τ’ ακούω να λες! ξαναείπε μ’ έναν αναστεναγμό.

 

Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κοίταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπο του κατακόκκινο:

— Θέλεις τώρα να μάθεις πως έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου. Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου το ’πες. Όμως δεν το ξέρω κι αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ’ αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κι εγώ δεν ξέρω αν το ’κανα από καλοσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο. Και για τους ανθρώπους —πως να σου το πω; —ποτέ μου δε γελάστηκα, είχα πάντα χειρότερην ιδέα από κείνο που είναι. «Ο τάδε σε βρίζει, Καπετάν Γιάννη», μου λέγανε. Και σα με βρίζει; έλεγα από μέσα μου, πάλι καλά. Μπορούσε να μου βγάλει και το μάτι. Σα δε μου το ’βγαλε, πάλι ευχαριστημένος να είμαι. «Ο τάδε σε κλέβει, Καπετάν Γιάννη, και δεν το καταλαβαίνεις»... Και σα με κλέβει, έλεγα ξανά από μέσα μου, πάλι καλά. Σα δε με σκότωσε, να του το χρωστάω και χάρη. Κι έτσι πάντα ό,τι και να πάθαινα το ’παιρνα για το μικρότερο που μπορούσε να μου κάνει ο κόσμος. Κι απομόνευα. Τι να κάνεις; Κι η απομονή μια παρηγοριά είναι. Όλα τα περίμενα απ’ τον κόσμο και τίποτε δε με ξάφνιζε. Μα είναι και μερικά πράματα που δεν τα περιμένεις.

Κοντοστάθηκε μια στιγμή, γέμισε το τσιμπούκι του και ξανάρχισε:

— Καλοσύνες! Καλοσύνες! Ανάθεμα την καλοσύνη. Με τα γεράματα παραξένεψα κι όλα. Η καλοσύνη μου καθότανε σα βραχνάς στα στήθια. Νύχτες ολάκερες δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ό,τι χώνεψα όλη μου τη ζωή, ζωντάνευε τώρα μέσα μου και μου στεκότανε μολύβι στο στομάχι. Ψαρεύοντας με τη φελούκα στ’ ακρογιάλια, ν’ απαντήσω το ψωμί μου—τι να σου κάνουνε δώδεκα δραχμές σύνταξη;—αυτά συλλογιζόμουνα ολημέρα. Δε μ’ έφτανε η κακομοιριά του κόσμου· είχα και την γκρίνια της γυναίκας μου. Μια ζωήν ολάκερη ζήσαμε αντάμα. Λόγο κακό δεν της είπα. Όσο της κουβαλούσαν καλή ήτανε κι αυτή. Μέλι γάλα. Την ώρα που μου χρειάστηκε η καλοσύνη της μ’ απόλειψε. Γυναίκες, βλέπεις. Κόσμος. Ξένοι. Όλοι ξένοι γίνονται σα δεν έχεις τον τρόπο σου. Πάλε καλά, είπα μέσα μου. Σα μου μαγερεύει, και τρώω, καλοσύνη της. Ας είναι. Τι λέγαμε; Καλοσύνες, καλοσύνες...

Κοντοστάθηκε πάλι μια στιγμή:

— Εψές, που λες, γύρισα μεσημέρι στο καλύβι μου. Κακοκαιρίες, αέρηδες, ούτε μαρίδα τσίμπησε τ’ αγκίστρι μου. Γύρισα με τ’ αδειανά τα χέρια. Με περίμενε στην πόρτα. «Τι θα φάμε, γυναίκα;» της λέω. Γλειφότανε. Πάντα κάτι κρυφότρωγε προσμένοντάς με. Λιχούδα γυναίκα, βλέπεις. Μ’ αγριοκοίταξε. «Τι έφερες να φάμε;» μου κάνει. Ντροπιάστηκα κι εγώ. «Δεν πειράζει, γυναίκα. Δόξα σοι ο Θεός», της είπα. «Αυτά ξέρεις του λόγου σου, μου λέει. Μα εγώ δουλεύω, δεν κάθομαι σαν κι εσένα, θέλω να φάω. Μ’ όλη μου την κούραση πήγα στο βουνό και σου μάζεψα λίγα ραδίκια. Με τι θα τα βράσω; Τα δάχτυλα μου ν’ ανάψω;» Και βλαστήμησε από μέσα της. «Δίκιο έχεις, γυναίκα, της λέω. Η τύχη μας το ’θελε. Στάσου να πάω ως κάτω τον ταρσανά να μαζέψω τίποτε ροκανίδια». Παίρνω το τσουβάλι στον ώμο και τραβάω νηστικός. Ο συχωρεμένος τριγύριζε απάνω κάτω, φουσκωμένος σα γαλί, κι απόπαιρνε τους μαστόρους. Ζύγωσα κι άρχισα να μαζεύω ροκανίδια. Καθώς ήμουνα σκυφτός, συλλογιζόμουνα μοναχός μου κι έκλαιγε η καρδιά μου. Πού κατάντησα, έλεγα. Στο κτήμα του πατέρα μου μαθές, στα καλά τα πατρογονικά μου μέσα, να μαζεύω ροκανίδια σαν το ζητιάνο. Βουρκώσανε και τα μάτια μου και τρέχανε. Άξαφνα νοιώθω μια κλωτσιά στον ώμο μου. Κυλίστηκα χάμω.

— Γιατί με κλωτσάς, μαστρο-Βαγγέλη; του λέω.

— Για τ’ αντί! μου λέει άγρια, Το κατάλαβες πως μας έγινες φόρτωμα;

Με πήρε το παράπονο

— Εγώ σας έγινα φόρτωμα; του κάνω. Εγώ;

— Εσύ μαθές. Που μπαίνεις εδώ μέσα, σαν να μπαίνεις στο ρημάδι σου, κι ούτε ρωτάς κανένα.

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

— Στο βιός μου μέσα μπαίνω. Στου πατέρα μου το βιός, του λέω. Και με κλωτσάς σαν το σκυλί; Εμένανε κλωτσάς;

Καθώς έκανα να σηκωθώ σηκώνει το πόδι του και με ματακλωτσάει· στο κεφάλι.

— Να μάθεις, παλιόγερε, να κλέβεις τα ξένα ροκανίδια. Έχασα τον κόσμο από μπροστά μου. Τινάχτηκα απάνω σαν το θηριό. Κι εγώ δεν ξέρω τι έγινε. Τραβάω το μαχαίρι και του το μπήγω στην καρδιά. Ένα μαχαίρι τόσο δα. Το ψωμάκι μου έκοβα με δαύτο μια ζωή. Το ψωμάκι. Του το ’μπηξα στην καρδιά. Σωριάστηκε χάμω το θηρίο. Με πιάσανε, με σύρανε στη φυλακή. Φονιάς. Φονιάς έγινα στα γεράματα.

— Με το δίκιο σου, Καπετάν Γιάννη, του είπα. Με το δίκιο σου.

— Δεν ξέρω δίκιο δίκιο. Ένα πράμα ξέρω. Ένα μολύβι σηκώθηκε απ’ τα στήθια μου. Ανάσανα. Ο Θεός να με συχωρέσει. Έβγαλα το άχτι της γενιάς μου. Μιας γενιάς άχτι.

Μια χαρά παράξενη ήταν ζωγραφισμένη τώρα στο πρόσωπό του.

— Άκουσε, του λέω, Καπετάν Γιάννη. Όλα τα δίκια δικά σου είναι. Μη φοβάσαι. Κι οι ένορκοι άνθρωποι είναι σαν και μας. Θα δούνε το δίκιο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ’ αφήσομε να χαθείς.

Χαμογέλασε.

— Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι’ αυτούς είναι ο κόσμος...

Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσαμε τον εαυτό του.

— Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε.

Και δεν ξαναείπε λέξη.

 

 

αρχή

 



 

Ο Στρατής το Στοιχειό—έτσι ακουγότανε τώρα σ’ όλο το νησί, χρόνια και χρόνια—δεν αγαπούσε τον κόσμο και ζούσε πάντ’ αλάργα απ’ τους ανθρώπους. Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ’ ακόμα που ’χε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κι έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ»—της μοναχοκόρης του τ’ όνομα —, δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τ’ όνομα.

Ωστόσ’ ο Στρατής δεν ήτανε και τόσο μονάχος, στη μοναξιά του. Είχε τους συντρόφους του. Κι αν δεν τους έβλεπε ο κόσμος, τι τάχα; Ο Στρατής γελούσε από μέσα του. «Τα μάτια του κόσμου, σα δεν είναι στραβά, αλληθωρίζουν», έλεγε κάποτε με τον εαυτό του. «Λίγα πράματα βλέπομε με τα μάτια μας. Κι όσα δε βλέπομε, είναι τα περισσότερα». Και σαν άκουγε το παρανόμι του έλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειό και με τα στοιχειά ζω...»

Ο Στρατής στη μοναξιά του είχε τους καλύτερους συντρόφους του κόσμου. Και πώς αλλιώς; Άνθρωπος δε στάθηκε που να μπορεί να ζήσει μοναχός του. Ούτε τα στοιχειά, τ’ αληθινά στοιχειά. Κι ο πιο έρημος ακόμα, και στου βουνού την κορφή και στη μέση του πελάγου να τον βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε αγρίμι στου λόγγου τα βαθιά, και το καψαλισμένο δέντρο καταμεσής του κάμπου, βρίσκει τον σύντροφό του. Πολλές φορές έκανε με το νου του τη συλλογή τούτη ο Στρατής το Στοιχειό, όταν άκουγε από πίσω του τα λόγια του κόσμου. Μα ο κόσμος είναι στραβός, έλεγε. Με ό,τι βλέπει μιλάει.

— Μοναχά μέσα στους ανθρώπους μπορεί να βρεθεί κανένας αληθινά έρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιά μπορεί να σου φέρει τρέλα! Μακριά απ’ τους ανθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τον σύντροφο του. Και τάχα μοναχά οι άνθρωποι είναι σύντροφοι μας; Ένα ζωντανό, ένα σκυλί, ένα γατί, ένα πετούμενο είναι κάποιες φορές καλύτεροι σύντροφοι απ’ τους ανθρώπους. Και μοναχά τούτα; Ένα δέντρο, ένας βράχος, ένα κούτσουρο ακόμα. Τους μιλάς και σου μιλούνε. Τ’ αγαπάς και σ’ αγαπούνε. Τύφλα να ’χουνε οι άνθρωποι και τα καλά τους.

Ωστόσ’ ο Στρατής το Στοιχειό μήτε τέτοιο σύντροφο δεν είχε κανένα, Ούτε σκυλί, ούτε γιατί, ούτε ζωντανό, ούτ’ ένα κούτσουρο ακόμα.

Το κορίτσι του, το Μαχώ, τη μονάκριβή του, την είχε από μικρή σε μια γερόντισσα, που την είχε αναθρέψει ορφανούλα. Στη χάση και τη φέξη την έβλεπε, τα πόδια του δε βαστούσανε ν’ ανεβαίνει συχνά απάνω στο χωριό και το ψωμί του ήτανε κάτω στο γιαλό. Μα η αγάπη κι η λαχτάρα της ήτανε πάντα μαζί του. Και μ’ αυτή βαστιότανε στον κόσμο.

— Κι η έγνοια κι η αγάπη συντρόφοι μας είναι, έλεγε μοναχός του. Κι οι καλύτεροί μας συντρόφοι. Αυτοί κι ο Στρατής. Τον ξέρω και με ξέρει. Του μιλώ και μου μιλεί. Μαλώνομε κι αγαπίζομε. Ώσπου να κλείσομε τα μάτια και να χωρίσομε για πάντα.

Έτσι κάθε βράδυ, σα μαγείρευε κανένα ψαράκι μες στη βάρκα του και τραβούσε και την τσότρα του, έβαζε κέφι ο Στρατής με τον Στρατή, και ξαπλωμένος απάνω στο πρυμνιό σκαμνί ανάσκελα, κοίταζε τ’ άστρα τ’ ουρανού κι άρχιζε την κουβέντα με τον εαυτό του και με τις έγνοιες του. Περνούσανε οι ώρες χωρίς να τις καταλαβαίνει. Κι όταν κατέβαινε γλυκά ο ύπνος από τ’ άστρα και του γλυκοσφαλούσε τα μάτια, έκανε το σταυρό του κι αποχαιρετούσε τον φίλο του: «Πολλά είπαμε, Στρατή. Ώρα για ύπνο, καληνύχτα». Έπαιρνε μια βαθιάν αναπνοή κι έχανε τον κόσμο. Τα κυματάκια τον νανουρίζανε με τα φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα....»

 

Ένα μαγιάτικο βράδυ, χαρά Θεού, που τ’ αστέρια είχανε πληθύνει στον ουρανό — μυριάδες άστρα είχανε προβάλλει εκείνο το βράδυ απ’ όλες τις μεριές και στριμώνονταν τρελά το ένα κοντά στο άλλο, να χαρούνε την όμορφη νύχτα — ο Στρατής είχε γλέντι σαν πάντα. Όλη η τσότρα έγινε θυσία εκείνο το βράδυ. «Τράβα, Στρατή, άλλη μιαν ακόμα να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Και τραβούσανε ο Στρατής με τον Στρατή. Σαν έστρωσε και ξαπλώθηκε και τράβηξε κι ένα τσιμπουκάκι, έδεσε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι κι άρχισε την κουβέντα:

— Καλά περάσαμε και σήμερα, Στρατή.

— Δόξα σοι ο Θεός!

— Για κοίτα τ’ αστέρια, Στρατή. Σμάρι τ’ αστέρια απόψε» Γεμίσανε τα ουράνια. Κι όλο φανερώνονται καινούργια. Όλο βγαίνουνε και τελειωμό δεν έχουνε.

— Λες κι έχει πανηγύρι στα ψηλά ο γερο-Θεός. Όλα του τ’ αστέρια τα ’βγαλε όξω, δεν άφησε κανένα απόψε.

— Καιρός γι’ αρμένισμα, Στρατή. Σαν έχεις τέτοια αστροφεγγιά, τι να το κάνεις το φεγγάρι; Άπιστο πράμα. Σου ρίχνει στάχτη στα μάτια. Σου μπερδεύει τις στεριές, σου ανακατεύει όλα τα πάντα. Λες και κάνει μάγια απάνω στις θάλασσες και μαγεύει τους μαρνέρους. Ανάθεμα το! Δυο φορές ναυαγήσαμε με το φεγγάρι, Στρατή, το θυμάσαι;

— Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μάς απόμεινε... Και δεν είναι που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου που ’ναι και τύφλα.

Και θα γελάει και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πως γελάει το φεγγάρι καμιά φορά;

— Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλει να γελάσει.

Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε. Μια ζωή απάνω στη θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Έφαγε το σαλάδο με το καντάρι, με το χουλιάρι ήπιε τη θάλασσα. Φουρτούνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ωκεανοί, πολιτείες, χαρές, λύπες, λαχτάρες, αποθυμιές, χαροπαλέματα και πανηγύρια. Ένα κουφάρι παλεύοντας σαράντα τόσα χρόνια ανάμεσα στεριά και θάλασσα, χωρίς αναπαμό, χωρίς ανάσα. Μια ζωή όρτσα και πότζα, Μια ζωή σάρπα και φούντο. Τώρα στην ανατολή και τώρα στη δύση. Να τα συλλογίζεσαι και να σου γυρίζει το κεφάλι ...

— Και τι απολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.

— Και ποιος απόλαψε τίποτε στον ψευτόκοσμο; Είτε και γυρίζεις σαν τον άνεμο, είτε και μένεις καρφωμένος στο χώμα, σαν το δεντρί, το ίδιο απόλαψες. Χαρές και λύπες μια στιγμή ένα γίνονται, Και δεν τις ξεχωρίζεις την μιαν από την άλλη...

— Σαν παραμύθι, Στρατή, σαν ξένο παραμύθι.

— Και σαν πάρει τέλος το παραμύθι, τι σου απόμεινε; Ένας καημός. Ένας καημός για τα καλά του κόσμου κι ένας καημός για τ’ αχαμνά του.

— Ώσπου να κλείσομε τα μάτια, Στρατή.

— Πες και πως τα ’χομε κλεισμένα. Τι βγαίνει; Ωστόσο, πριν τα κλείσω, κάτι καρτερώ να δω ακόμα. Δε μ’ αξίωσε ο Θεός να το δω. Σα μ’ αξιώσει, τότε θα πω κι εγώ: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα». Θα το πω με την καρδιά μου σαν το γερο-Συμεών, που λένε τα γράμματα.

— Ο Θεός να δώσει, Στρατή.

— Πάει να μαραθεί το καημένο το κορίτσι! Ένα μου τ’ άφησε η μάνα του, σαν έφυγε. Μαζί φύγαμε στο ταξίδι. Εγώ ξαναγύρισα κι εκείνη — Θεός σχωρέσ’ την! — δεν ξαναγύρισε πια. Βρήκε καλύτερα και μας άφησε. Τι να γένει; Είπα κι εγώ να μ’ αξιώσει ο Θεός να το παντρέψω, να το βλογήσω, να πιάσω παιδί απ’ τα χέρια του, να χαρεί κι εκείνη εκεί που βρίσκεται. Δεν ήτανε το θέλημα του Θεού. Όλα τα κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε την τύχη τους, ακουμπήσανε το κεφάλι τους. Του σχοινιού και του παλουκιού και βρήκανε τον δικό τους. Είχανε μανάδες αυτά. Τα ορφανά όμως; Αυτά τα φυλάει, λέει, ο Χριστός για τον εαυτό του. Ας είναι. Σαν τον κρίνο στη γλάστρα μαράθηκε το Μαχώ. Κι η έγνοια του μου δίνει ζωή εμένα.

— Έχει ο Θεός, Στρατή... Πού ξέρεις ακόμα; Καθένας με την τύχη του. Μην το βάζεις μαράζι. «Αργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» το λέει κι η παροιμία...

Ένας βήχας ξερός ακούστηκε μες στη σιγαλιά της νύχτας. Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κι έβηξε να το πετάξει. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε.

— Ποιος έβηξ’ έτσι; Χριστός και Παναγιά!

— Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή.

— Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ ν’ ακούω άνθρωπο να βήχει... Δεν μπορώ.

Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα. Τσιμουδιά δεν αγροικιότανε τριγύρω. Τ’ αστέρια λαμπυρίζανε βουβά στον ουρανό και τα κυματάκια που φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας αποκοιμήθηκαν κι αυτά. Λες κι ο γερο-Θεός, κουρασμένος απ’ την αγρύπνια, είχε κλείσει τα μάτια του μέσα στα ουράνια κι οι άγγελοι στάζαν’ αφιόνια πάνω σε στεριά και θάλασσα, καμιά φωνή να μην ξυπνήσει τον Κύριο.

Ο Στρατής σήκωσε τα μάτια του πονετικά.

— Η Πούλια έγειρε να βασιλέψει, είπε σιγά σιγά, κλείνοντας τα μάτια. Έγνοιες μου κοιμηθείτε, να ξυπνήσομε πάλι την αυγή...

— Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.

 

Όλη την ημέρα — ανήμερα του Χριστού— η «Μαχώ», η βάρκα του Στρατή, σάλευε μοναχή της, δεμένη στον ξύλινο μόλο. Ο Στρατής το Στοιχειό δεν είχε φανεί καθόλου στο γιαλό. Δεν ήτανε η μεγάλη σκόλη που τον κράτησε μακριά απ’ τη βάρκα του. Ούτε απόκρια, ούτε Λαμπρή, ούτε άλλη μεγάλη γιορτή τον ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα του Χάρου τα πανηγύρια τον ξελογιάζανε τον Στρατή. Κι ήτανε το τελευταίο τούτο, ανήμερα του Χριστού.

Βράδυ βράδυ κατά το σούρπωμα φάνηκε ο Στρατής το Στοιχειό κατεβαίνοντας στο γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, με το κομπολόγι κρεμασμένο πίσω απ’ τα δεμένα χέρια του, περπατούσε τρεκλίζοντας σα μεθυσμένος. Με τον κούκο κατεβασμένον ως κάτω στα μάτια, σαν να μην ήθελε να βλέπει τον κόσμιο, μ’ ένα μαύρο πουκάμισο που του ’πνιγε σα θηλιά το λαιμό, κατέβαινε παραπατώντας απάνω στα ξερολίθαρα. Ψυχή δεν ήτανε στην ακρογιαλιά. Ο ήλιος είχε βασιλέψει, αφήνοντας χρυσάφια πίσω του — ο Στρατής δεν έβλεπε άλλο απ’ το μουντό χώμα — και το φεγγάρι είχε ψηλώσει στον ουρανό, γεμίζοντάς τον ένα γαλάζιο φως. Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. Ο Στρατής, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ’ το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμμένος δίπλα σ’ ένα περιβόλι του ’φερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ’ τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκιά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέσει και να κοιμηθεί έναν αξύπνητον ύπνο.

Έφτασε σιγά σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της του ’ρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τ’ άσπρα μακριά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβησε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαριά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέσει να κοιμηθεί. Μα πάλι του ήρθε να σηκώσει την άγκυρα, να ζυγώσει στο μόλο και να βγει στη στεριά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά ένοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κι η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κι έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι. Καμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα σαν τις άλλες φορές στους στοχασμούς του. Οι έγνοιες του είχανε πεθάνει κι αυτές. Και του ήρθε φόβος. Ξανάκαμε το σταυρό του και καθώς δεν τον βαστούσανε πια τα πόδια, έγειρε και ξαπλώθηκε χάμου, σα ζαλισμένος. Τα γέρικα στήθια του ανεβοκατεβαίνανε, σαν να τα τάραζε φουρτούνα, το κεφάλι του σάλευε, το άσπρο κεφάλι, σ’ ένα μοιρολόγι παράξενο χωρίς δάκρυα.

— Στο καλό, Μαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Νυφούλα με τ’ άσπρα σε προβόδισα, Μαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλάρη. Στο καλό, Μαχώ, και στην καλή την ώρα. Αυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου...

Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ’ τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μες στην άψη της κουφόβρασης.

— Στο καλό, Μαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Το Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξεις δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείσει τώρα ο Θεός...

 

Έκλεισε τα μάτια του και δεν τ’ άνοιξε πια. Καμιά φωνή δεν τον καλονύχτισε τώρα. Κι οι συντρόφισσές του, οι αχώριστες οι έγνοιες κι οι λαχτάρες, τον αφήσανε κι αυτές και φύγανε μακριά. Τα κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στα πλευρά της βάρκας:

— Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...

 

 

αρχή

 



 

— Να τονε. Με τα σκυλιά πάλε θα τα βάλει! Να το δεις…

Είπε ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχρινός, δείχνοντας με το δάχτυλο κατά το μόλο και ρουφώντας τον ναργιλέ του. Ο Μιχαλιός ο Μακαράς κούνησε το κεφάλι του.

— Τρομάρα να του ’ρθει! Είναι και κουνιάδος μου. Δεν τον έπαιρνε καλύτερα ο Θεός να ησυχάσει! είπε σιγαλά μέσα στα δόντια του.

Κάτω στο μόλο, μέσα στο σούρουπο — είχε πάρει πια να βραδιάσει — φάνηκε ο Αγγελής, με το μακρύ του καπότο, τον κούκο κατεβασμένον ως τα μάτια, δρασκελίζοντας παράξενα το ίσωμα, σαν να πηδούσε λιθάρια.

— Άκου ν’ ακούσεις τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχρινός. Όπου να ’ναι θ’ αρχίσει η παράσταση. Δεν απολείπει κάθε μέρα.

— Αμ! τι ν’ ακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! του ’καμε ο Μιχαλιός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ν’ αναστέναζε μαζί. Τι ν’ ακούσω, Καπετάν Γιάννη μου; Μια και δυο τα ’χω ακουσμένα; Κάλλιο να τον έπαιρνε ο Θεός, σου το ’πα, να ησύχαζε κι αυτός, κι οι γονέοι του, κι οι ξένοι ανθρώποι.

Απάνω στην κουβέντα, γαβ-γαβ, λυσσάξανε τα σκυλιά στις πρίμες των καϊκιών. Δυο καΐκια ήτανε δεμένα στο μόλο. Γαβ-γαβ κι από τα δύο, πότε το ’να σκυλί, πότε το άλλο. Τρώγανε τα λυσσακά τους να χιμήξουν όξω απ’ το καΐκι, ροκανίζανε το παραπέτο με τα δόντια τους, όσο βλέπανε τον Αγγελή μπροστά τους. Εκείνος είχε σταματήσει απάνω στο μόλο και τα φοβέριζε με τα χέρια του, με το κεφάλι του, με τα πόδια, με όλο του το κορμί. Σηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι. Απ’ τον καφενέ πετάχτηκαν όλοι οι χαζοί και κάνανε γούστο. Τα παράθυρα της ακρογιαλιάς γεμίσανε γυναίκες και κοριτσόπουλα. Τα παιδιά τρέχανε με σάλτους και φωνές στο μόλο κι έσπρωχνε το ένα το άλλο να ζυγώσουνε, μα δεν κοτούσανε απ’ το φόβο τους.

— Άκου ν’ ακούσεις, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχρινός ρουφώντας τον ναργιλέ του. Εδώ σε θέλω να ιδείς τ’ είναι το μυαλό του ανθρώπου. Αυτός, μάτια μου, έμαθε και τη γλώσσα των σκυλιών. Γαβ-γαβ! Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται. Αυτό θα πει να χάσεις το νοικοκύρη...

 

Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκριση, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε. Χαλούσε ο κόσμος και ο Αγγελής το χαβά του.

— Δε σας το ’πα, μωρέ, χίλιες φορές; Γιατί δε μ’ αφήνετε ήσυχο; Γιατί δε λουφάζετε; Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς για τις ξένες έννοιες; Κουμάντο θα σας βάλω στο κεφάλι μου; Έ;

Τα σκυλιά λυσσάγανε απ’ τις κουπαστές. Γαβ-γαβ! Γρρ... γρρ... Τρώγανε το ξύλο με τα δόντια τους, από τη μάνητα.

— Εγώ, μωρέ, φοβήθηκα; Εγώ φοβήθηκα τη φουρτούνα; Απάνω στ’ άλμπουρο δε με είδατε, μωρέ; Δεν ανοίξατε τα στραβά σας να με ιδείτε; Τι σκούζετε το λοιπόν σα λυσσασμένα;

Πρώτος και καλύτερος δεν ήμουνα μαθές στην κουβέρτα, στο τιμόνι, στις σταύρωσες, απάνω; Εγώ φοβήθηκα; Πέντε φορές δε χίμηξε το κύμα το ζωντανό να με συνεπάρει απ’ την κουβέρτα και πάλεψα σαν παλικάρι; Τι σκούζετε το λοιπόν; Ποιος σας έβαλε και σκούζετε;

Σταμάτησε λιγάκι βραχνιασμένος. Τα σκυλιά ουρλιάζανε απ’ τις κουπαστές και του δείχνανε τα δόντια τους άγρια και κοροϊδευτικά. Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάρι.

— Φοβητσιάρης, ε; Εγώ φοβητσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβητσιάρη!

Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κι οι στριγκλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαλιός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μόλο να τόνε συμμαζέψει. Τόνε ζύγωσε και τον άδραξε απ’ το μανίκι.

— Δε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι απ’ αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ’ ακούει...

Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κοίταξε τον γαμπρό του.

— Εγώ να συμμαζευτώ; Τι σας έφταιξα μαθές; Σα με βρίζουνε τι να κάνω; Φοβητσιάρης, λέει, κι άφησα το καράβι και βγήκα στη στεριά και σεργιανώ στα καλντερίμια και τρώω χαράμι το ψωμί... Κάθε μέρα τα ίδια μου λένε τα κοπρόσκυλα. Δεν είναι πια ζωή ετούτη, Μιχαλιό μου.

— Έλα, σύρε στο σπίτι κι άφησε τις παλαβομάρες, να μη σ’ αναγελάει ο κόσμος. Έλα, το καλό που σου θέλω.

Ο Μιχαλιός τον έσερνε απ’ το μανίκι. Εκείνος αντιστεκότανε.

— Να συμμαζέψουν τα σκυλιά τους ο κόσμος, γιατί θα γίνει μεγάλο κακό. Αυτό σου λέω μονάχα! είπε σκουπίζοντας τα μάτια του απ’ το κακό του.

Ο Μιχαλιός, σαν είδε κι απόειδε πως δεν τον έκαμε ζάφτι, τον πήρε με το καλό.

— Έννοια σου! Αύριο θα πω των καπεταναίων να τα συμμαζέψουν. Άιντε να ησυχάσεις τώρα.

Ο Αγγελής δεν έπαιρνε από λόγια.

— Και των καπεταναίων και των αλλωνών. Όλα τα σκυλιά. Κι εδώ κι απάνω στους μαχαλάδες. Και τα μαντρόσκυλα και τα μικρά τα κατσαρομάλλικα, τα στρίγκλικα και τα κουτάβια. Όλα να τα συμμαζέψουνε. Να μη με βρίζουνε σαν πηγαίνω το δρόμο μου. Δεν κοτάω να περάσω από γειτονιά. Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ’ τις πόρτες κι απ’ τα παραθύρια. «Ο φοβητσιάρης, ο φοβητσιάρης!» Εγώ είμαι φοβητσιάρης, Μιχαλιό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ’ άφησα και βγήκα στη στεριά — εσύ το ξέρεις το γιατί — ας όψεται που με κατάντησε.

Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαλιός τόνε λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι. Από πίσω τα σκυλιά ουρλιάζανε ακόμα, τον κυνηγούσανε με τις φωνές τους, ώσπου χάθηκε απ’ τα μάτια τους.

 

Ο Μιχαλιός ο Μακαράς ξαναγύρισε στον καφενέ.

— Κακός μπελάς! είπε ξαναπαίρνοντας το σκαμνί του δίπλα στον Καπετάν Γιάννη τον Μελαχρινό. Κακός μπελάς. Από τότε που του ’στριψε — πέντε χρόνια πάνε τώρα — πες πως έχουνε λείψανο μες στο σπίτι του. Καθημερινό λείψανο.

— Δε σ’ αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είναι και στη δούλεψή σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά;

— Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαλιός. Πώς να το πω κι εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ’ το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε. Άκουσες να τρελαθεί άνθρωπος από αγάπη; Ακουστά το ’χα κι εγώ στα παραμύθια. Όλοι οι άνθρωποι, βλέπεις, ένα πράμα δεν είναι. Άλλος γεννιέται έτσι κι άλλος γεννιέται αλλιώς. Με το ζώδιο του καθένας. Ένας μερακλής και βερεμιάρης, κι άλλος γλεντζές και καρφί δεν του καίγεται...

— Σωστά τα λες! είπε ο Καπετάν Γιάννης ξερά ξερά, σκυμμένος απάνω στο μαρκούτσι του.

— Έτσι τα κόβει το ξερό μου. Αν είναι αλλιώς, συμπάθα με. Τον είχα πάρει, που λες με το μπρίκι μου. Πήγαμε να φορτώσομε πυρήνα στο Βόλο. Καλός γεμιτζής ο Αγγελής και γερό παλικάρι. Σε κείνο το ταξίδι ωστόσο έγινε άλλος άνθρωπος. Η δουλειά του δουλειά, δε σου λέω! Μα ούτε να φάει, ούτε να πιει, ούτε να κοιμηθεί μαθές. Ζαρωμένος στην πλώρη, κοντά στο τσιμπούκι, αγνάντευε το πέλαγο σα χαζός. Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κι έγινε σαν το θειαφοκέρι. «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθες;» Τίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γενάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την μάτα ’χα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βόλο, ένα πρωί τόνε χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα. Δυο μέρες τόνε γυρεύαμε. Πήγε κι ο νους μου σε κακό, μην τόνε σκοτώσανε μαθές, μη σκοτώθηκε μοναχός του. Ο λοστρόμος με λυπήθηκε. «Να ιδείς, μου λέει, καπετάνιε, πως μας το ’στριψε ο Αγγελής. Είναι γυρισμένος στην πατρίδα με το βαπόρι». Δεν έβαλα προσοχή στα λόγια του. Γιατί μαθές να γυρίσει στην πατρίδα; Μήπως τον κακοπήραμε; μήπως του κακομίλησε κανένας; Εμείς τον είχαμε μη στάξει και μη βρέξει. Ο λοστρόμος όμως το χαβά του. «Άκου με που σου μιλάω, καπετάνιο», μου λέει. «Το παιδί είναι βαρεμένο από αγάπη. Απ’ τη στιγμή που σαλπάραμε, τα μάτια του δεν ξεκολλήσανε απ’ το νησί, και σαν αφήσαμε το νησί πίσω μας, πάλε, με τη μπούσουλα τα μάτια του εκεί γυρνούσαν μες στο πέλαγο. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Το ξέρεις το μικρό σπιτάκι απάνω στην Ανάληψη, με την κληματαριά απόξω. Εκεί ταξίδευε η καρδούλα του». Έκανα το σταυρό μου. «Βρε του παπά την κόρη;» του κάνω. «Σωστά, μου λέει. Την παπαδοπούλα τη μικρή, το Μυγδαλιώ, με τις μακριές κοτσίδες. Και σα θες να μάθεις και περσότερα, οι κακές γλώσσες λένε πως απαντηθήκανε κρυφά πολλές φορές μες στις κουμαριές και πως και λόγο έδωκε μαθές της παπαδιάς για να την πάρει». Έκανα και πάλι το σταυρό μου. «Με γεια του, με χαρά του», λέω. «Μα ποιος τον κυνηγούσε και τόσο βιάστηκε; Με το καλό θα γυρίζαμε μια μέρα». «Λογαριάζεις», μου λέει, ο λοστρόμος, καλή του ώρα! «Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης Όπως το ’πε κι έγινε. Σα γυρίσαμε μ’ ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα.

Πήρε λίγο ανάσα ο Μιχαλιός ο Μακαράς, έστριψε κι ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ’ τα ρουθούνια του.

— Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά. Βρήκε και την ώρα που ’λειπε ο παπάς στον εσπερινό. Η παπαδιά, όπως είπαμε, ήτανε ένα με το κορίτσι και τον γουστάριζε μαθές για γαμπρό. Σαν τον είδανε ξαφνιστήκανε. «Με το καλό, πώς έτσι ξαφνικά;» του λέει η παπαδιά. Αυτόνε τόνε πήρανε τα κλάματα. «Θα την αφήσω τη θάλασσα, λέει, δε βαστάω πια. Δε βαστάω πια την ξενιτιά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλικάρια και παλικάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιός και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, τ’ αγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους. Κι ο παπάς μαθές στον καιρό του και τ’ αδέρφια μου και τα ξαδέρφια μου, όλο μας το σόι και το σόι το δικό σας γεμιτζήδες σταθήκανε. Και μεις μαθές, και γυναίκες και μανάδες κι αδερφάδες, τους απαντέχαμε στην ξενιτιά και με το καλό γυρίζανε πάλι και του κόσμου τα καλά μας φέρνανε. Εσύ πια θα σταθείς μονάχος σημαδιακός;» Του ’πε και του ’πε η παπαδιά, όσα κατέβαζε η γλώσσα της.

Ο Γιάννης ο Μελαχρινός έβαλε το λόγο του:

— Έτσι είναι οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμόνται μονάχα.

— Ας είναι, ξαναείπε ο Μιχαλιός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση, μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνεις μαθές εδώ στον τόπο μας;» του ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω! Περιβολάρης θα γενώ να σκαλίζω τα χώματα, βοσκός να βόσκω τα ζωντανά πάνω στα βουνά, πραματευτής να τριγυρνάω στις γειτονιές. Φτάνει μου να βλέπω την αγάπη μου, το Μυγδαλιώ, να χαίρονται τα μάτια μου, ως να πεθάνω». Το κορίτσι κοκκίνισε, που λες, μα δεν είπε λόγο. Μήτε κι η παπαδιά. Στραβομουριάσανε κι οι δυο τους. Έφυγε καμιά φορά να πάει να ιδεί τους γονιούς του· μα σαν ξαναγύρισε την άλλη την ημέρα, του κλείσανε την πόρτα. Άλλα περίμενε κι άλλα βρήκε. Τ’ ακούς;

— Κι η παπαδοπούλα μαθές τον απαρνήθηκε; ρώτησε ο Γιάννης ο Μελαχρινός ξερά ξερά.

— Πρώτα αυτή. Παράξενο σου φαίνεται; Γαμπρό δεν ήθελε μαθές πραματευτή, ούτε βοσκό στο λόγγο να γυρίζει, να τον τρώει η ψείρα και η κόνιδα. Παπαδοπούλα ήταν, καπετάνισσα να γένει λαχταρούσε... Παρακάτω μη ρωτάς και μη γυρεύεις. Σαν του κλείσανε την πόρτα τα πεθερικά, του ’βγαλε κι αβανιές ο κόσμος. Άλλος πως φοβήθηκε τη θάλασσα, άλλος πως ξερνοβολούσε σαν το γατί, άλλος πως ήτανε σημειωμένος και μην τα ρωτάς. Νύχτες ολάκερες τριγύριζε στις κουμαριές, γύρω απ’ την Ανάληψη, σαν το στοιχειό και σαν την άδικη κατάρα, καρτερώντας την κοπέλα του. Μυαλό είν’ αυτό. Δε θέλει και πολύ για να γυρίσει. Σαν του γύρισε, άφησε τους ανθρώπους και τα ’βαλε με τα σκυλιά. Πρώτα πρώτα τα ’βαλε με το σκυλί της παπαδιάς. Έλεγε — στοχάσου — πως τον αναγελούσε το σκυλί και του ’λεγε τα χίλια δυο αναμπαίγματα και πως το ’χε βαλμένο τάχα η παπαδιά κι η κόρη της και το ’χαν δασκαλέψει να του λέει μαθές λόγια σημαδιακά. Αποκεί πήρε δρόμο. Τα ’βαλε μ’ όλα τα σκυλιά της γειτονιάς, μ’ όλα των μαχαλάδων τα σκυλιά και με τα καραβόσκυλα ακόμα. Βρίσκεις άκρη; Σαν τον μυρίστηκαν κι εκείνα τον κυνηγάνε και τον αλυχτούν, όπου βρεθεί και — να μην τα πολυλογούμε, Καπετάν Γιάννη μου — είναι να τόνε κλαις.

Ο Καπετάν Γιάννης ο Μελαχρινός, που ’χε μετρημένα τα λόγια του, τύλιξε το μαρκούτσι γύρω από τον ναργιλέ και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Είχε πάντα τη γνώμη τη δική του, μα δεν την έλεγε, πάρεξ πότε και πού. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του:

— Πάμε να πάρομε καμιά μπουκιά; Ώρα είναι... είπε.

Σηκωθήκανε κι οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο.

 

Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κι οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλει τον ναργιλέ του κι ο Μιχαλιός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του. Ήτανε κι οι δυο σα ζαλισμένοι. Γύρω τους ήτανε κι άλλοι μαζεμένοι, περιμένοντας ορθοί να μάθουν τα μαντάτα.

— Ο Μιχαλιός θα μας πει, είπε κάποιος. Του λόγου του θα ξέρει...

Περιμένανε όλοι με ανοιχτά τα στόματα. Ο Μιχαλιός δε μιλούσε. Σε λίγο άνοιξε το στόμα του.

— Τι να σας πω κι εγώ! Τα ξέρετε καλύτερά μου. Για την ώρα δε βρέθηκε ακόμα, εξόν από τη βάρκα που την έριξε η θάλασσα απάνω στον κάβο. Ποιος ξέρει πού ταξιδεύει; Ταξίδι χωρίς μπούσουλα...

— Δεν είπε μαθές τίποτα στο σπίτι του, σαν έφυγε; Δεν το πήρατε χαμπάρι το τι μελετούσε; ρώτησε κάποιος απ’ την παρέα.

— Τι να πει; αποκρίθηκε βαριεστημένος ο Μιχαλιός. Τρελός άνθρωπος τι να πει;... Μοναχός μου τον πήγα ψες στο σπίτι, του, που πάλευε με τα σκυλιά των καϊκιών. Σαν νύχτωσε, σηκώθηκε στο πόδι. Πρώτη φορά ήτανε τάχατες που το ’κανε; Ποιος να τόνε βαστάξει τρελόν άνθρωπο; Έβαλε το σκούφο του και λέει της μάνας του: «Αφήνω γεια, μάνα. Στη θάλασσα ξαναγυρίζω. Πάλε γεμιτζής. Παλιά μας τέχνη κόσκινο». Κι έφυγε γελώντας. Πού να βάλει με το νου της κι η δυστυχισμένη η μάνα του το τι μελετούσε μέσα του...

— Να μην τόνε πάρει πάλε χαμπάρι κανένας σαν κατέβηκε στο γιαλό; είπε μες στα δόντια του ο Γιάννης ο Μελαχρινός. Τυχερό του ήτανε, βλέπεις.

Ο Μιχαλιός πήρε βαθιάν ανάσα. Ό,τι και να ’λεγε, μέσα του τον πονούσε η καρδιά του.

— Τόνε πήρε χαμπάρι ένας μούτσος από το καΐκι. Τι βγαίνει; Παιδί πράμα ο μούτσος, δεν πήγε ο νους του σε κακό. Ύστερα και του τρελού τα καμώματα τρελά τα λογαριάζει ο κόσμος και κανείς δε βάζει την ουρά του. Τον είδε ο μούτσος. Τον είχανε ξυπνήσει τα σκυλιά. Ανεβαίνει στην κουβέρτα και τόνε βλέπει που πολεμούσε να λύσει τη βάρκα του Μανόλη του Λεϊμονή, που ’τανε δεμένη στο μόλο. Σαν πήδησε μέσα κι έλυσε το πανί και πήρε στα χέρια του τη σκότα, άρχισε τις φωνές: «Αφήνω γεια, Μυγδαλιώ. Με το καλό ν’ ανταμωθούμε πάλι. Πάω να σου φέρω απ’ την Πόλη τα προικιά, τ’ ασημικά σου απ’ τη Μαρσίλια. Κι από της Βενετιάς τους χρυσικούς πάω να σου φέρω δαχτυλίδι...» Παλαβά λόγια!... Ορθός στεκότανε στην πρύμη με τη σκότα στα χέρια. Είχε φρεσκάρει. Οι στεριές βγάζανε αέρα. Λασκάδα το πανί, πρίμα κατάπρυμα τον έβγαλε ο αέρας κατά το πέλαγο. Τι απόγινε; Πες μου να σου πω.

Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του..

— Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, να ’ρθω να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώσει πίσω!...

Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ’ το μόλο φτάσανε βραχνά τ’ αλυχτήματα των καραβόσκυλων. Λες και περνούσε πάλι μπροστά τους, στην ώρα του απάνω, ο Αγγελής, στοιχειό ενός στοιχειού. Ο Μιχαλιός βλαστήμησε από μέσα του:

— Σκασμός βρομόσκυλα! Τώρα — που να μην έσωνα — θαρρώ πως καταλαβαίνω κι εγώ τη γλώσσα σας. Σκασμός!

 

 

αρχή

 



 

Είχε περάσει τα εξήντα η Ταρσίτσα και περίμενε ακόμα το γαμπρό. Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ’ ακόμα, στα βαθιά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέει το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφος της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είναι ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το τροπάρι θέλει να πει πως κάθε ώρα και στιγμή πρέπει να τον περιμένομε, γιατί εκεί που δεν το ’λπίζομε, μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα, μπορεί να φανερωθεί. Έτσι ’ξηγούσε ο παπάς το τροπάρι. Οι παπάδες όμως όλα τα ξηγάνε παπαδίστικα. Η Ταρσίτσα — Θεέ μου, συχώρεσέ με! — τα ’παιρνε ωστόσο αλλιώτικα τα λόγια του τροπαριού. Δεν είναι μονάχα η Εκκλησία—έλεγε από μέσα της—που περιμένει τον «Νυμφίο» της. Κάθε τίμια γυναίκα πρέπει να τον περιμένει και να τον απαντέχει μέρα και νύχτα, για να γίνει το θέλημα του Θεού· «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Τα λόγια ήτανε ωραία και τη μεθούσανε. Ανοίγανε μπροστά της ένα μακρινό δρόμο, και στ’ απόμακρα του δρόμου, σαν κάτασπρη φαντασία μέσα στο σκοτάδι, ερχότανε ψηλός και λυγιστός και λεβέντης ο Νυμφίος. Όλο ερχότανε και κοντοζύγωνε. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα απάνω στο ψηλό παραθυράκι, που τον περίμενε η Ταρσίτσα χρόνια και χρόνια. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται!...»

Ύστερα η φαντασία σβηνότανε απ’ τα μάτια της, τα δένδρα, τα σπίτια, τα λιακωτά, τριγυρίζανε πάλι και πνίγανε το μικρό σπιτάκι και κρύβανε τον μεγάλο, τον πλατύ δρόμο με τον ήσκιο του απονύχτερου διαβάτη. Μα η Ταρσίτσα δεν απόκανε να περιμένει. Ο γαμπρός δεν ήτανε αγέννητος, δεν ήτανε ονειροφαντασιά και ψέμα. Στο δρόμο βρίσκεται και περπατεί κι έρχεται ολοένα. Απ’ Ανατολή ή από Δύση, από κάπου θα φανεί. Απ’ την Αθήνα ή απ’ την Αμέρικα. Είναι τόποι μακρινοί, που τους χωρίζουνε βουνά και θάλασσες. Και είναι εμπόδια και αντισκόμματα στο δρόμο. Φουρτούνες, άνεμοι, νεροποντές, θηρία, αρρώστιες. Μήνες και χρόνια μπορεί να ταξιδεύει ο άνθρωπος. Όμως θα φτάσει μια μέρα εκεί που του το ’ταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ν’ απελπίζονται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ’ξηγήσει και τα λόγια τούτα. Χαρά σ’ εκείνονε — άντρα η γυναίκα — που θ’ αγρυπνάει και θα περιμένει· και πάλι, ντροπή σ’ εκείνονε, που θα τον πάρει ο ύπνος και θα κοιμηθεί στη μεγάλη την ώρα. Και η Ταρσίτσα αγρυπνούσε μήνες και χρόνια, γιατί της είχε καρφωθεί η ιδέα πως ο «Νυμφίος» θα ’ρχότανε νύχτα, όπως το λέει το τροπάρι. Και αν ερχότανε κι εύρισκε την πόρτα σφαλιστή και το λυχνάρι σβησμένο και την καλή του παραδομένη στον ύπνο κι έστεκε κουρασμένος στην οξώπορτα, χτυπώντας σαν τον ξένο και τον έρημο, τι θα ’λεγε από μέσα του; «Εμένα με φάγανε οι δρόμοι και τα κύματα, εγώ μήνες και χρόνια ταξιδεύω κι έρχομαι και μια ψυχή δε βρίσκεται να με προσμένει». Θα βαρυγκωμούσε ο ταξιδιάρης και θα ’παιρνε ξανά το δρόμο και θα τραβούσε κατά τα μάτια του.

Η έννοια αυτή την έτρωγε την Ταρσίτσα και της έκοβε τον ύπνο και την ανάπαψη.

 

Δεν ήτανε τρελή η Ταρσίτσα. Τον πόνο της δεν τον έλεγε στον κόσμο, σαν τους άλλους τους τρελούς. Και μέσα στο σπίτι ακόμα λίγοι ξέρανε το μυστικό της. «Αυτή την πετριά έχει η κακομοίρα, έλεγε η ψυχοκόρη της η Αννίτσα. Σ’ όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι’ αυτό κι η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της.

Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κι έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της;

Οπώχει κόρην ακριβή

του Μάρτη ο ήλιος μην τη δει,

μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλο της και στο δάχτυλο της Αννίτσας.

— Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι. Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου το ’χει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, τ’ αδέρφια σου ξενιτευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου. Το ψωροχτήμα που σ’ απόμεινε, μεγαλύτερη η λάτρα του και το έξοδο απ’ το καλό του. Φασκέλωσέ το κι έλα να φάμε μαζί ένα κομμάτι ψωμί που μας έδωκε ο Θεός. Τα παιδιά μεγαλώσανε. Ο Λεωνίδας έγινε παλικάρι, ένα σκανδαλιάρικο, που πέτρα δεν αφήνει απάνω στην πέτρα. Θα περνάς την ώρα σου μαζί τους, θα σ’ έχει και συντροφιά η παπαδιά». Τέτοια μου γράφει, που λες, και μου ξαναγράφει, ο παπάς. Και να σου πω, θαρρώ, πως έχει δίκιο. Να μαζέψομε τα σκουτιά μας και να τραβάμε, πρώτα ο Θεός. Τι καλό είδαμε σε τούτον τον τόπο;

Η αλήθεια είναι πως ο παπάς έγραφε και ξανάγραφε στην ξαδέρφισσά του και την παρακινούσε ολοένα να ’ρθει μ’ αυτά τα λόγια και με άλλα. Ο παπάς όμως είχε το λογαριασμό του. Η παπαδιά δεν τα κατάφερνε στη λάτρα του σπιτιού· είχε γεράσει και το σπίτι πες πως έμενε χωρίς νοικοκυρά. Να πάρει ψυχοπαίδα ο παπάς δεν το αποφάσιζε. Πρώτα οι δουλειές είχαν λιγοστέψει· οι άνθρωποι μέρα με τη μέρα μακρύνανε απ’ το δρόμο του Θεού, δεν ήτανε ευλαβητικοί σαν πρώτα. Οι λειτουργιές, οι αγιασμοί, τα πρόσφορα, όλα «τα ελέη του Θεού» είχανε λιγοστέψει. Πού και πού ένας γάμος, τίποτε βαφτίσια, κάνα λείψανο· κι αυτά στη χάση και στη φέξη. Αν ήτανε στο χέρι των χριστιανών — έλεγε κάποτε ο παπάς βαρυγκωμώντας — θα ’χανε το κουράγιο να παντρεύονται και να πεθαίνουν χωρίς παπά! Πού να βγούνε λοιπόν τα έξοδα της ψυχοπαίδας; Ύστερα, και το κάτω κάτω της γραφής, τ’ αγόρια είχανε μεγαλώσει. Γιατί να βάλει τον πειρασμό μες στο σπίτι του; «Ουαί τω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται». Αυτά κι αυτά τον κάνανε τον παπά ν’ αποζητάει την Ταρσίτσα. Ένα χέρι πάντα καλό θα ήτανε για τη λάτρα των παιδιών, για βοήθεια της παπαδιάς, για συντροφιά στο σπίτι. Ύστερα, κοντά στ’ άλλα, η Ταρσίτσα είχε και το κομπόδεμά της, έξι εφτά χιλιαδούλες. Καμιά μέρα μπορούσε να κλείσει τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμα άλλαζε. Θ’ αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήσει. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος. Ναι μεν ο θεός δε θέλει την απληστία και την προσήλωση στα εγκόσμια, αλλά μήπως πάλι το τροπάρι δε λέει: «Τα καλά και συμφέροντα... παρά του Κυρίου αιτησόμεθα»; Και δώσ’ του γράμματα απάνω σε γράμματα ο παπάς.

Η Αννίτσα ξαφνίστηκε στην αρχή. Πολλές φορές της είχε πει η ψυχομάνα της γι’ αυτό το ταξίδι, μα πρώτη φορά της μιλούσε τόσο αποφασιστικά.

— Να πάμε, παιδί μου, να πάμε. Και για την τύχη τη δική μου και για τη δική σου την τύχη. Τι καλό είδαμε τόσα χρόνια σε τούτον τον τόπο; Οι ανθρώποι εδώ απογίνανε, δεν είναι να ζήσει κανείς. Όλο και το συμφέρον, ο παράς κυβερνάει τον τόπο μας. Πρόστυχοι άνθρωποι, βλέπεις, χωρίς ανατροφή, χωρίς ευγένεια απάνω τους. Όλες οι κοπέλες μένουνε στο ράφι. Ποιος γυρίζει να τις κοιτάξει; Όλοι γυρεύουνε μετρητά, δεν ξετάζουνε τιμή και υπόληψη.

— Ούτε ομορφιά, ούτε νιάτα! είπε η Αννίτσα.

— Σα δεν κοιτάζουνε την τιμή και την υπόληψη, που ’ναι το πρώτο πράμα στη γυναίκα, ξαναείπε η Ταρσίτσα, τι γυρεύεις παρακάτω; Στην Αθήνα είναι άλλος κόσμος. Είναι τριάντα χρόνια τώρα που λείπω, μα θαρρώ πως είμ’ εκεί ακόμα. Άλλοι άντρες, παιδί μου. Όλο καρδιά! Και αν πεις κι από ευγένεια στις γυναίκες, άλλο τίποτε. Σε κοιτάνε στα μάτια. Έτσι τα ’φερε η τύχη και γύρισα σε τούτον τον καταραμένο τόπο— Θεός σχωρέσ’ τον πατέρα μου, που το ’θελε. Αν είχα μείνει στην Αθήνα, άλλη κι άλλη θα ’μουνα τώρα.

Τα λόγια αυτά μπήκανε στην καρδιά της Αννίτσας. Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε.

— Και πότε με το καλό θα φύγομε, ψυχομάνα;

— Το γρηγορότερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψομε σιγά σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψομε τις δουλειές μας και να ρίξομε πέτρα πίσω μας. Σύρε και τη μεγάλη κασέλα από κάτω απ’ το κρεβάτι να ρίξω μια ματιά στα ρούχα, να τα τινάξομε πριν φύγομε, ν’ αλλάξομε και τις λεβάντες για το σκόρο...

Η μεγάλη κασέλα είχε μέσα τα προικιά της Ταρσίτσας, πλούσια προικιά, μεταξωτά και νταντέλες και κεντήματα ξακουστά σ’ όλο το νησί, σαράντα χρόνια τώρα.

 

… Φύγανε κι ήρθανε στην Αθήνα.

Τρεις μήνες είχε πια η Ταρσίτσα στο σπίτι του παπά.

— Δεν είναι αυτή η Αθήνα που ’ξερα μια φορά! Έλεγε στην ψυχοκόρη της συχνά, την ώρα που πηγαίνανε να κοιμηθούνε. Όλα αλλάξανε. Και τόπος και ανθρώποι. Χάλασε ο κόσμος!

Κι αλήθεια είχε αλλάξει η Αθήνα. Κανένας δε γύριζε να κοιτάξει την Ταρσίτσα, ούτε στο σπίτι, απ’ τους φίλους που ερχόντουσαν τις χρονιάρες μέρες να χαιρετήσουνε τον παπά, ούτε στο παράθυρο, ούτε στο δρόμο. Όπου καμιά παρδαλή, όπου καμιά ξεμυαλισμένη, όπου καμιά φτιασιδού, εκεί πέφτανε τα μάτια των αντρών. Κανένας δε γύριζε να κοιτάξει τις κοπέλες. Η φρονιμάδα κι η νοικοκυροσύνη δεν είχανε πια πέραση, όπως στον παλιό καιρό.

Όμως η Ταρσίτσα είχε κι ένα παράπονο με τον παπά. Ποτές δε φρόντισε κι αυτός σαν καλός συγγενής για την αποκατάστασή της. Ποτές δεν κούνησε το χέρι του. Είναι άλλοι που σκοτώνονται ν’ αποκαταστήσουν τις ανιψάδες τους, τις κουνιάδες τους, τις ξαδέρφες τους, τις πιο μακρινές τους συγγενίδισσες. Αυτός, μ’ όλες του τις γνωριμίες, μ’ όλη την υπόληψη που είχε στην ενορία, με όλα τα μέσα του τίποτε δεν έκανε.

Ένα βράδυ, που καθόντουσαν μόνοι στο τραπέζι, ύστερ’ «από το φαγί — η παπαδιά και τα παιδιά είχανε πάει να κοιμηθούνε — η Ταρσίτσα δε βάσταξε πια. Άνοιξε το στόμα της.

— Αν ήθελες εσύ, παπά, θα ήμουνα αλλιώτικα σήμερα. Θα ήμουνα κι εγώ σπίτι μου ...

Ο παπάς ρούφηξε την τσιγάρα του, μια τσιγάρα χοντρή σαν το μεγάλο του δάχτυλο, έπαιξε το κομπολόγι του μια και δυο φορές στη φούχτα του και της είπε, χαμογελώντας:

— Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου; Ακόμα τη συλλογίζεσαι την παντρειά; Μπα! που να ’χεις την ευχή του Θεού.

Η Ταρσίτσα πειράχτηκε ως τα κατάβαθα της καρδιάς της.

— Και γιατί να τήνε βγάλω, παπά; Είναι καμιά αμαρτία, μαθές; Το χρέος κάθε τίμιας γυναίκας είναι να ’ρθει στον κόσμο, να κάνει το θέλημα του Θεού, ν’ αναστήσει παιδιά στη Χριστιανοσύνη με τη δόξα του Κυρίου.

— Καλά και άγια είναι όλ’ αυτά, Ταρσίτσα μου, είπε πάλι ο παπάς· μα κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, που λέει κι η παροιμία. Γεράσαμε, ξαδέρφισσα, δεν το κατάλαβες;

— Αυτά είναι λόγια, παπά μου, είπε κουνώντας το κεφάλι της η Ταρσίτσα. «Προφάσεις εν αμαρτίαις», που λέει το χαρτί. Εγώ δεν είπα μαθές πως είμαι καμιά κοπέλα, δεν είπα να πάρω κανένα παλικαρούδι. Όμως είναι κι άνθρωποι μισοκαιρίτες, που γυρεύουνε να βρούνε μια νοικοκυρά, με μεστωμένα, μυαλά, μια τίμια κι άξια γυναίκα, να ’χουνε σίγουρο το κεφάλι τους. Εδώ καν και καν παντρευτήκανε. Μα είχανε κι έναν προστάτη, θα πεις. Σα δεν έχει έναν προστάτη στον κόσμο η γυναίκα, το αδύνατο το μέρος, βλέπει — καλή ώρα! — τα καλά που είδε κι η Ταρσίτσα!

Τα χείλια της στάζανε φαρμάκι. Είχε γίνει χλωμή σα θειαφοκέρι απ’ το κακό της. Ο παπάς άρχισε να τη βαριέται και χασμουρήθηκε δυνατά, κάνοντας το σημείο του Σταυρού με το ένα δάχτυλο μπροστά στα δύο τρία δόντια που του ’χανε απομείνει.

— Και τι καλό είδαν, ευλογημένη, κι αυτές που παντρευτήκανε; Πίκρες και βάσανα. Το κάτω κάτω της γραφής, πού να τον βρούμε το γαμπρό; Να ξύσομε τον τοίχο να τον φκιάξομε; Εδώ είναι κοπέλες σαν το κρύο νερό, που δε γυρίζει κανένας να τις γυρέψει. Οι γαμπροί σήμερα θέλουνε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες …

— Τάζει ο κόσμος, παπά μου.

— Και σαν τάξομε, που θα βρούμε ύστερα να τις μετρήσομε;

Η Ταρσίτσα ζύγωσε την καρέκλα της στον παπά. Της φάνηκε πως ήτανε πιο ήμερος τώρα, πως ερχότανε στο κολάι.

— Σαν έμπει ο γαμπρός στο σπίτι, είπε, σαν τον πονέσει η καρδιά του, όλα διορθώνονται. Δεν κοιτάει πια τις χιλιάδες!

Ο παπάς έμπηξε τα γέλια, χαϊδεύοντας στον ίδιο καιρό την Ταρσίτσα στις πλάτες.

— Γελάς, παπά μου;

— Αμ’ τι να κάμω, ευλογημένη; Γελάω. Είναι να μη γελάσω; Κάλλια που γελάω εγώ, πάρα να γελάνε οι ξένοι. Καληνύχτα. Έχω και λειτουργία το πρωί και παρακαθίσαμε με τις κουβέντες. Καληνύχτα, ξαδέρφισσα, κι ο Θεός να σε φωτίσει να ’ρθεις στα λογικά σου.

Σηκώθηκε βιαστικά ο παπάς, ξεδιάλυνε τα γένια με τα δάχτυλα του και τράβηξε κατά την αντικρινή πόρτα.

Η Ταρσίτσα έμεινε στον τόπο σαν νεκρωμένη. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει έτσι ο παπάς. Εκείνο το γέλιο του, εκείνα τα λόγια του τα ξερά και ξεκομμένα, εκείνο το μούτρο που της έκανε, ήτανε σαν ένας κουβάς κρύο νερό, που της αδειάσανε στο κεφάλι. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως ο παπάς είχε δίκιο, πως τα λόγια του ήτανε σωστά, πως έπρεπε να βγάλει απ’ το νου της την παντρειά. Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβησμένη λάμπα, ακουμπισμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι. Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλα δεκάξι χρονών στο νησί, κι ο πατέρας της τσουγκρίζοντας τ’ αυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντο — μακαρίτες κι οι δυο — κάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κι έγινε πιο κόκκινη απ’ το αυγό. Κάποιο γαμπρό μελετούσανε οι δυο γερόντοι. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα του Μαρτιού, που ρίξανε το καινούργιο καράβι του πατέρα της στη θάλασσα. Το καράβι είχε τ’ όνομά της: «Ταρσίτσα» κι αυτό. Ποιος ξέρει πού να βρίσκονται τώρα τα μαδέρια του και τα στραβόξυλά του, χρόνια ναυαγισμένο στη Μαύρη θάλασσα! Εφτά χρονών ήτανε τότες η Ταρσίτσα, μα το θυμάται σαν και σήμερα. Θυμάται ακόμα και κάποια λόγια που λέγανε στο σπίτι. «Αυτό το καράβι θα φέρει τα προικιά της Ταρσίτσας». Δεν καταλάβαινε τότε τι θα πει προικιά, μα της έφτανε πως κάτι θα της έφερνε το καράβι και τ’ αγαπούσε και το καμάρωνε.

Έτσι ανάκατα και χωρίς τάξη, τα πρώτα υστερνά και τα υστερνά πρώτα, περνούσανε μπροστά στα μάτια της Ταρσίτσας οι μέρες της ζωής της. Ύστερα θυμήθηκε μια μέρα, ανήμερα των Ταξιαρχών — στην Αθήνα. Ο παπάς γιόρταζε και είχανε τραπέζι το βράδυ. Δεν ήτανε πια κοπέλα, ούτε νέα καλά καλά. Είχε πατήσει τα τριάντα. Αφού φάγανε και ήπιανε, αρχίσανε την ψαλτική, τα τροπάρια. Άλλο τραγούδι δεν ήθελε ο παπάς στο σπίτι... Πότε περάσανε τριάντα χρόνια! Θαρρεί πως είναι τούτη η ώρα που τσουγκρίζανε τα ποτήρια. «Στις χαρές σου», της είχε πει ο παπάς. «Ευχαριστώ, παπά μου, να ζήσει η παπαδιά», του είχε πει εκείνη. Τώρα όμως θυμάται πως ο παπάς την είχε ευχηθεί με μισή φωνή, χαμογελώντας κάτω από τα δασά του τα μουστάκια.

Αυτή ήτανε η τελευταία μέρα που θυμήθηκε. Ύστερα όλες οι μέρες — τριάντα χρόνια στην αράδα — περάσανε μπροστά της ανακατωμένες, όμοιες, σα μια μέρα μεγάλη, δίχως τέλος. Ένα πράμα μονάχα καταλάβαινε: πως η ζωή της είχε σταματήσει εκεί, δεν είχε κάνει ένα βήμα μπροστά. Όλος ο περασμένος καιρός ήτανε γι’ αυτήν σα μια ξένη ζωή. Γι’ αυτό, όταν ο παπάς της είπε: «γεράσαμε, Ταρσίτσα, δεν το κατάλαβες;» ξαφνίστηκε σαν να μάθαινε πρώτη φορά ένα πράμα που δεν το ’χε βάλει ο νους της. Είχε γεράσει το λοιπόν η Ταρσίτσα; Από πότε ως πότε; Η καρδιά της, η ψυχή της, το είναι της όλο δεν είχαν αλλάξει σε τίποτε. Ούτε άντρα είδε στο πλευρό της, ούτε σπιτικό ένοιωσε, ούτε παιδιά ανάστησε γύρω της, να της θυμίζουν πως πέρασαν τα χρόνια. Το κάτω κάτω της γραφής, ποτέ δε λογάριαζε τα χρόνια της. Κι αν έκανε καμιά φορά να τα λογαριάσει, γρήγορα παρατούσε τον λογαριασμόν αυτόν και τόνε ξέχανε. Δεν είχε χειμωνιάσει η ψυχή της ακόμα, έλεγε κάποτες ο παπάς. Ένας ήλιος καλοκαιρινός έφεγγε μέσα της και τήνε ζέσταινε. Μα τώρα εκείνο το γέλιο του παπά ήτανε σαν να την ξύπνησε από ένα όνειρο. Καθώς καθότανε σκυμμένη στο τραπέζι, τα χέρια της, πρώτη φορά, της φανήκανε ζαρωμένα, ματσιδιασμένα. Έκλεισε τα μάτια της να μην τα βλέπει. Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ’ τα μαλλιά της, που ’χανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλεύανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθεί. Πρώτη φορά ένοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.

 

Πηγαίνοντας στην κάμαρη της να κοιμηθεί, είδε φως στο μικρό καμαράκι που είχε το γιατάκι της η Αννίτσα.

— Δεν κοιμήθηκες ακόμα; της είπε.

— Ακόμα, ψυχομάνα, είπε η Αννίτσα με μουδιασμένη φωνή.

Η Ταρσίτσα έσκυψε στο τζάμι του παραθυριού, που άνοιγε στο στενό πέρασμα. Την είδε που ’πλεκε τα μαλλιά της μπροστά σ’ ένα μικρό στρογγυλό καθρεφτάκι, ακουμπισμένο απάνω στο καντηλιέρι.

— Χτενίζεσαι τέτοια ώρα; την ρώτησε.

— Λούστηκα αποβραδίς και συμμαζεύω τα μαλλιά μου, είπε πάλι με μουδιασμένη φωνή η Αννίτσα.

Η ψυχομάνα της την καλονύχτισε και πήγε να κοιμηθεί. Θαρρούσε πως άκουγε ακόμα μέσα στ’ αυτιά της το γέλιο του παπά. «Ακόμα δεν την έβγαλες, ευλογημένη, αυτή την ιδέα από το μυαλό σου;» Αλήθεια. Ήτανε καιρός πια να τη βγάλει. Και τράβηξε κατά την κάμαρη της, σαν άνθρωπος που πήρε μια μεγάλη, μα πικρή απόφαση.

 

Την άλλη μέρα το σπίτι του παπά ήτανε άνω κάτω. Η Αννίτσα είχε χαθεί από το σπίτι. Αργότερα τους φέρανε τα μαντάτα πως την είχε κλέψει ο αγαπητικός της, ένα όμορφο ξανθό παλικάρι που δούλευε στο αντικρινό γιαπί. Ζωγράφιζε τα νταβάνια και ζωγραφίζοντας στην ψηλή τη σκαλωσιά σφύριζε και τραγουδούσε τους καημούς της αγάπης. Και τραγουδώντας πήρε την καρδιά της Αννίτσας. Η Αννίτσα πάλι κεντούσε κάθε δειλινό στο παραθύρι και, κεντώντας και βελονιάζοντας, πήρε την καρδιά του Αλέκου με τα χαμηλωμένα μάτια της. Αποβραδίς λούστηκε και χτενίστηκε. Και νύχτα, βαθιά μεσάνυχτα, μπήκε κρυφά στο σπίτι ο καλός της και την άρπαξε.

Ο παπάς δεν πολυσκοτίστηκε και τόσο. «Νέοι είναι κι ας παντρεύονται», είπε. Η παπαδιά, ναι μεν της κακοφάνηκε που ’γινε η ντροπή στο σπίτι της, μα πάλι δεν έκανε και μεγάλο κακό. «Τυχερά πράματα», είπε.

Η Ταρσίτσα δε μίλησε όλην τη μέρα. Μιλιά δεν της βγήκε απ’ το στόμα. Σα σούρπωσε κι έπεσε η μέρα, την πήρε το παράπονο. «Να όψεσαι, παπά, που μ’ αποκοίμισες νύχτα, βαθιά μεσάνυχτα, ήρθ’ ο ταξιδιάρης να με πάρει. Κι εγώ που τον περίμενα χρόνια και χρόνια, με πλάκωσε ο βραχνάς στην ώρα τη γραμμένη και δεν τον απείκασα. Χαρά σ’ τήνε που αγαπούσε και περίμενε. Την πήρε κι έφυγε!»

Αναστέναξε βαθειά και σταύρωσε τα χέρια της μες στην ποδιά της.

— Τώρα καιρός είναι να σου σηκώσω το βάρος, παπά μου. Θα γυρίσω στο νησί! είπε.

— Τι να κάνεις στο νησί; τη ρώτησε φλομωμένος ο παπάς.

— Αυτό το ξέρω εγώ και η Μοίρα μου! είπε η Ταρσίτσα καταπίνοντας τα δάκρυά της. Είναι κι άλλες απελπισμένες, με τη μαύρη τη μανδήλα, στην Υπαπαντή.

Σηκώθηκε και τράβηξε στην κάμαρη της, κρατώντας τον τοίχο να μην πέσει. Ο μικρός ο Λεωνίδας, που ’χε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κοίταξε τον πατέρα του.

— Δε μου λες, πατέρα, τρελάθηκε η θεια η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του:

— Ή τώρα τρελάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου...

 

 

αρχή

 



 

«Μ’ έφαε το σκυλί!»

Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμο — ότι ήταν φτασμένο το βαπόρι — ένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κι έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς του την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάσει καλά καλά να τον καταλάβει.

Ούτε λογοφέρανε, ούτε τίποτε! Κανένας δεν είχε νοιώσει πώς έγινε το κακό. Σαστισμένοι όλοι γύρω, ντόπιοι και νεοφερμένοι, πριν προφτάσουν να ιδούν τον άνθρωπο που έπεφτε, και τον άνθρωπο που ’τρεχε σαν τρελός, σκίζοντας και τσαλαπατώντας τον κόσμο, αφήκανε το φονιά και χάθηκε. Όλοι μαζευτήκανε ύστερα γύρω από τον χτυπημένο, με πρόσωπα χλωμά και ξαφνιασμένα, με τις τρίχες σηκωμένες. Οι λιγοστές γυναίκες, παίρνοντας τα παιδιά τους απ’ τα χέρια, τρέχανε να σωθούνε μακριά απ’ το φονικό, τρέμοντας στη σάστισή τους περισσότερο τον χτυπημένο απ’ το φονιά, που βρισκότανε μίλια μακριά — ποιος ξέρει πού — αυτή τη στιγμή. Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παλιάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους.

— Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσομε τον άνθρωπο. Θα μας μείνει στα χέρια...

Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί.

— Δεν είναι τίποτα. Μην κάνετε έτσι... είπε ο χτυπημένος. Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι αδύνατη. Ο κόσμος παραμέρισε να κάνει τόπο στους δυο νέους, που με τα γερά τους μπράτσα σηκώνανε, στερεά και αναπαυτικά, το παραλυμένο κορμί. Δυνατά τα χέρια τους το δένανε, μα τα πόδια τρέμανε καθώς αργοπατούσαν και πρόβαιναν. Οι άλλοι ολόγυρα σκύβανε αλαλιασμένοι, να γνωρίσουνε τον χτυπημένο.

— Ο Γιώργης ο Πολυζώης δεν είναι;

— Ο Γιώργης ο καλαφάτης!

— Καλέ αυτός! Δεν τόνε βλέπεις;

Κάνανε το σταυρό τους.

— Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό;

 — Είχε τίποτα με κανένα; Μαλώσανε;

— Κύριε ελέησον! Ξέρω κι εγώ τι να πω;

— Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νιόπαντροι.

Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του.

— Δεν αφήνετε, ρε παιδιά, να περάσομε; Κάντε μας τη χάρη.

Κάνανε τόπο πάλι.

— Στη σπετσαρία! εμπρός!

— Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ’ τα παιδιά που τον κρατούσανε.

— Όχι, ρε Μήτσο, είπε ο άλλος. Να μην τον δει έτσι η γυναίκα του. Άσε να τόνε δέσουνε πρώτα οι γιατροί στη σπετσαρία.

— Στο σπίτι! Καλύτερα στο σπίτι! είπε ο χτυπημένος.. Δεν έχω τίποτα. Στο σπίτι να με πάτε!

Τα μάτια του σκορπίσανε μια παράξενη λάμψη.

— Στο σπίτι σας λέω! ξαναείπε.

— Μη συχύζεσαι, Γιώργη! είπε ο Μήτσος. Σα θέλεις στο σπίτι, στο σπίτι σε πάμε...

— Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλοσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα!

Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κι έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του.

Ξεκινήσανε. Ο κόσμος πίσω μαζεμένος τώρα, συντροφιές συντροφιές, μιλούσανε ζωηρά και λογοφέρνανε, άλλοι φεύγανε με τα κεφάλια σκυφτά, κι άλλοι τους σταματούσανε να μάθουνε το τι έγινε. Κανένας δεν ήξερε το πώς και τι.

— Άλλο πράμα πάλι τούτο! Έτσι, χωρίς λόγο κι αιτία!

 

Ο Μήτσος ο Προκίλης κι ο Βαγγέλης ο Ζωσιμάς, τα δυο παιδιά που συντροφεύανε τον χτυπημένο, ήτανε παλιοί του φίλοι και συντεχνίτες. Όταν έπεσε η πιστολιά, καθισμένοι παράμερα σ’ ένα καφενεδάκι, τρέξανε κι αυτοί με τους άλλους να δούνε τι έγινε. Σα γνωρίσανε τον Γιώργη τον Πολυζώη μείνανε ξεροί. Ο Γιώργης δεν ήτανε άνθρωπος για τέτοιες δουλειές. Ήσυχος και γλυκομίλητος, με κανένα δεν είχ’ έχθρητα, κι ούτε πείραξε ποτέ κανένα στη ζωή του. Πέσανε απάνω του και τον αγκαλιάσανε.

— Βρε Γιώργη; Τ’ είναι τούτο το κακό; του είπε ο Μήτσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια.

— Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης.

— Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε.

— Το βλέπω κι εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε -απ’ έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθεί.

— Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του.

Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος.

— Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είναι! είπ’ εκείνος.

Μες στη σάστισή τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τόνε χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε.

Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε:

— Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

— Τον είδα! είπε ξερά ο Γιώργης.

— Ποιος ήτανε; Μίλα, μωρέ!

— Αυτός!... ο ψιλικατζής!...

Δεν είπε τ’ όνομά του. Έκανε μοναχά ένα πικρό χαμόγελο.

— Του λόγου του! ξαναείπε. Ας είναι! Δίκιο είχε...

Δε μιλήσανε πλια. Σηκώσανε πιο γερά το φίλο τους και ανηφορήσανε στο καλντερίμι.

 

Ο ψιλικατζής! Ο Σταύρος ο Γιαννακός! Ποιος άλλος να ήτανε; Και να μη τους το ’λεγε, θα το καταλαβαίνανε. Θυμηθήκανε αμέσως τα χθεσινοβραδινά στην ταβέρνα του Σωφρόνη. Σκολάζοντας απ’ τη δουλειά τους ο Γιώργης και οι δυο τους, κάτσανε να πιούνε ένα κρασί για ορεχτικό. Ο Γιώργης μάλιστα δεν ήθελε να κάτσει. Ήτανε από μέρες συλλογισμένος κι ήθελε και τώρα να πάει στο σπίτι του.

— Καθίστ’ εσείς, ρε παιδιά! Εγώ θα πάω στο σπίτι. Δεν είμαι τόσο καλά, δεν είμαι στα συγκαλά μου τούτες τις μέρες.

Εκείνοι τον βιάσανε να κάτσει. Ίσια ίσια για να τ’ αλλάξουνε λιγάκι το κακό κέφι. Ήπιανε ένα κρασί στα βουβά. Ο Γιώργης δε μιλούσε καθόλου. Εκεί που στρίβανε από ένα τσιγάρο, τους ζύγωσε ο Σταύρος ο Γιαννακός.

— Γεια σας! »

— Γεια σου! του είπαν οι άλλοι δύο. Ο Γιώργης έσκυψε και σάλιωσε το τσιγάρο του δίχως να τον καλησπερίσει.

— Στο χωριό σου δεν καλησπερίζουνε; του είπε προκλητικά ο Σταύρος.

— Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξη για κουβέντες...

Ο Σταύρος τον κοίταξε λοξά, έστριψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ’ την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήσει κανένα.

— Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο.

— Τι να ’χομε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είναι αφέντης κανένας;

— Θέλει και ρώτημα;

— Θέλω να πω, στο σπίτι του μέσα δεν ορίζει κανείς ποιον να βάλει και ποιον να διώξει; Ε λοιπόν, δεν τον ήθελα στο σπίτι μου. Όχι πως μου ’κανε τίποτε ο άνθρωπος, μα δεν τον έκανα γούστο... Αυτό ήτανε!

— Τον έδιωξες; ρώτησε ο Βαγγέλης.

— Κι αν τον έδιωχνα δηλαδή, τι ήτανε; Δεν ορίζω;…

— Όχι! ρωτάω δηλαδή...

— Τον έδιωξα. Βέβαια τον έδιωξα. Σα δεν ήθελε να το καταλάβει μοναχός του. Δεν το ’βλεπε τάχα; Άμα γίνεσαι βάρος σ’ ένα σπίτι, δεν το καταλαβαίνεις; Του ’δωκα να καταλάβει πως οι συχνοβίζιτες δε μ’ αρέσουνε. Αυτός τίποτε. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, στο σπίτι μου. Επί τέλους ανθρώποι είμαστε, θέλει να πει κανείς κι ένα λόγο με τη γυναίκα του. Ο ξένος πάντα ξένος είναι. Μια μέρα τ’ αποφάσισα και του μίλησα. «Άκου, Σταύρο, του είπα...»

— Δε βαριέσαι! τον έκοψε ο Μήτσος. Λόγο θα δώσεις; Δεν τον ήθελες, τελείωσε...

— Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είναι στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είναι κακός. Το πολύ έμπα έβγα σ’ ένα σπίτι, καταλαβαίνεις …Πώς να στο πω; Οι γειτόνοι, ο κόσμος … Δεν είπα να κόψομε τις φιλίες, μα μια φορά και τόσο, όπως έρχονται κι οι άλλοι φίλοι, να ’ρχεσαι να μας βλέπεις. Μην το πάρεις αλλιώς … Με συμπαθάς μάλιστα…» Αυτά του είπα.

— Μωρέ, τέτοια γαϊδούρια σαν κι αυτόν, έκανε ο Μήτσος, με το γλυκό θέλουνε, ή να πάρεις το στειλιάρι του μποτζαργάτη!

— Και να τους γκρεμίσεις απ’ τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης.

— Δεν το ’κανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις…

— Αυτός τι σου ’πε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος.

— Τι να μου πει; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγει, δίχως να καλονυχτίσει. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μου ’πε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι. Μα, ας έχεις χάρη, που είναι μπροστά η γυναίκα σου». Και φεύγοντας μουρμούρισε: «… που δε σου ’πρεπε, κακομοίρη ...» Είπα να σηκωθώ να τον γκρεμίσω, μα βαστήχτηκα πάλι. Ας πάει στο διάολο, είπα μέσα μου, κι ας μείνω με τα λόγια του. Έφυγε.

— Κι είχε μούτρα να σε ζυγώσει σήμερα! είπε ο Βαγγέλης· χαρά στην αδιαντροπιά!

— Τον είδατε! Τι σας να πω …

— Άσ’ τον να κουρεύεται! είπε ο Μήτσος. Την κουβέντα του θα ’χομε τώρα; Πολύ του πάει.

Πρόσταξε ένα εκατοστάρι ακόμα. Το ήπιανε και σηκωθήκανε να φύγουν. Αυτό ήταν όλο! Σαν έγινε το κακό, οι δυο φίλοι θυμηθήκανε τα χθεσινά.

 

— Δε στο ’λεγα εγώ, Γιώργη μου; Καλύτερα να σε πηγαίναμε στη σπετσαρία. Τα βλέπεις τώρα;

Είπε ο Βαγγέλης, καθώς απιθώσανε, με τα πολλά τα βάσανα, τον χτυπημένο στο κρεβάτι, και κοίταζαν να τον συγυρίσουν. Ήθελε να πει ο Βαγγέλης για την Ασημίνα τη γυναίκα του, που λιγοθυμισμένη στο πάτωμα γυρεύανε να τη συνεφέρουνε οι γειτόνισσες. Καθώς είδε τον άντρα της να τον φέρνουνε στα χέρια, έμπηξε μια ψιλή φωνή και σωριάστηκε χάμω. Ανασηκώθηκε μια στιγμή, φώναξε, δάρθηκε, έκανε να πέσει απάνω του, μα πάλι ξανασωριάστηκε στο πάτωμα, με μικρά πνιγμένα βογκητά. Μέσα στη στενή καμαρούλα, γεμάτη από γυναίκες και παιδιά, με τον χτυπημένο απ’ τη μια μεριά, με τη λιγοθυμισμένη αποκεί, ένα σάστισμα είχε χυθεί ολόγυρα, με ξεφωνητά, τρεξίματα κι αντάρα.

— Δε στο ’λεγα εγώ, Γιώργη μου, ξαναείπε ο Βαγγέλης πασχίζοντας να ξεκουμπώσει τον χτυπημένο. Στη σπετσαρία έπρεπε να σε πάμε.

— Δεν πειράζει, έκανε ο Γιώργης, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη γυναίκα του, που κείτονταν κατάχαμα. Καλύτερα εδώ... Καλύτερα που με φέρατε εδώ…

Ένα χαμόγελο, σα χαρούμενο και κακό μαζί, χάραξε στα χείλια του και γύρεψε ένα ποτήρι νερό. Στην ώρα έφτασε κι ο γιατρός. Έσχισε τον κόσμο βιαστικός και πέρασε ως το κρεβάτι του λαβωμένου.

— Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου.

Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ’ τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένει και να καθαρίζει την πληγή.

— Αίμα σου ήρθε απ’ το στόμα; τον ρώτησε.

— Όχι! είπε ο Γιώργης.

Κάτι πήγε να πει ακόμα, μα ο γιατρός του ’γνεψε να σωπάσει.

— Εσύ να μη μιλάς. Ν’ ακούς μονάχα. Ό,τι θέλεις με τα νοήματα να το γυρεύεις.

— Γιατρέ μου, δεν κοιτάς αποδώ και τη γυναίκα; Θα μας μείνει στα χέρια! ξεφώνισε μια γυναικούλα.

— Δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες! έκανε ο γιατρός. Να κάνομε τη δουλειά μας πρώτα.

Κι έσκυψε πάλι απάνω στον χτυπημένο. Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κι ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες.

— Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλικάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσεις εδώ να τον προσέχεις και να κάνεις τα όσα θα σου πω.

Τον πήρε πάρα πέρα και τον ορμήνεψε.

— Τα κρύα πάντα ταχτικά θα του τ’ αλλάζεις, το γιατρικό στις ώρες του θα του δίνεις και θα ’χεις το νου σου να μην πατάει κανείς εδώ εξόν απ’ τη γυναίκα του. Και λίγα λόγια. Άκουσες, παιδί μου; Ο άνθρωπος είναι βαριά. Απ’ τη λάτρα που θα του κάνεις κρέμεται να τη γλυτώσει. Και πάλι ο Θεός ξέρει! Από στιγμή σε στιγμή τι μας παρουσιάζεται δεν το ξέρομε.

Στην ώρα είχε συνεφέρει κι η γυναίκα του. Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό.

— Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου... Κι έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλι.

— Ήσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας... Να μη μας χαλάς ό,τι φτιάνομε.

Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά:

— Πως τόνε βλέπεις, γιατρέ μου;

— Θα γίνει καλά! είπε μασημένα ο γιατρός. Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ.

Πήρε το καπέλο του και το μπαστούνι με το κοκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ν’ αδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι από πίσω τους ο γιατρός. Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν να ’θελε να κρατήσει τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεβάτι του αντρός της, κάθισε δίπλα του στο σκαμνί κι ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του, πιάνοντάς του το χέρι.

Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας τον άντρα της με μια σβησμένη ματιά, αναστέναξε.

— Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου;

— Τι να ’τανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάσει. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ’ ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του.

— Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ’ εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρει ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά.

Εκείνος έκλεισε τα μάτια του.

— Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;

— Καλά! είπ’ εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ’ την άλλη μεριά.

Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαξε τα βρεμένα πανιά. Η Ασημίνα έγειρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφιλητά. Άλλος δεν ήτανε γύρω απ’ τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Ελιά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας κι αυτή την ανάσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, που ’χε πλακώσει το σπίτι.

 

Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κι έφευγε κουνώντας το κεφάλι του. Ο Βαγγέλης απ’ τη μια μεριά του κρεβατιού, η γυναίκα του από την άλλη, πάντα οι ίδιοι, σκυφτοί κι αμίλητοι.

— Πέσε, κυρά Ασημίνα, να ξεκουραστείς λιγάκι κι εγώ τον παραστέκω. Θ’ αρρωστήσεις και συ. Πήγαινε, πέσε.

Ντυμένη έγερνε λιγάκι στον καναπέ η γυναίκα του. Σηκωνότανε, κι έπεφτε ο Βαγγέλης. Αυτό γινότανε τρεις μέρες τώρα.

— Θέλεις τίποτε, Γιώργη μου, λίγο νεράκι να βρέξεις τ’ αχείλι σου; Πες μου, Γιώργη μου.

— Τίποτα! Άσε με να ησυχάσω... Έκλεινε τα μάτια του κι έπεφτε σε βύθος.

Το στήθος του τότε ανεβοκατέβαινε σα φυσαρμόνικα, το κορμί του σπαραζότανε, τα χέρια του τινάζονταν όξω απ’ τα παπλώματα. Έπειτα τον έπιανε το παραμιλητό. Λόγια, ονόματα, φωνές χωρίς νόημα. Η Ασημίνα έσκυβε απάνω του, πασχίζοντας να βρει άκρη μέσα στ’ αταίριαστα λόγια. Κάτι την έτρωγε να καταλάβει τι γινότανε μέσα στο παραζαλισμένο κεφάλι του αντρός της. Είχε τάχα κανένα παράπονο μαζί της; Ήξερε τίποτε, που δεν της το ’χε πει στα καλά του; Γιατί πάντα τα λόγια του λίγα ήτανε σαν μπερδεμένα τώρα τελευταία και τα παράπονά του πάντα τα ’πνιγε μέσα του, περήφανος κι ακατάδεχτος στον πόνο του. Τρεις μέρες άρρωστος κι απ’ την πρώτη αρχή, που ήτανε καλύτερα ακόμα, δεν είχε βγάλει λέξη ούτε για το φονιά, ούτε για τα όσα τρέξανε τον τελευταίο καιρό στο σπίτι του, ούτε για τίποτε. Τάχα την είχε αποσιχαθεί τόσο πολύ, τάχα την εχθρευότανε από μέσα του, τάχα του ’χανε σφυρίξει τίποτε στ’ αυτιά; Μα πάλι, γιατί, όταν τον χτυπήσανε, γύρευε και καλά να τον φέρουν αμέσως, στη στιγμή, στο σπίτι του; Ήθελε τώρα η Ασημίνα την αγάπη του και της έκανε κακό να συλλογίζεται πως φεύγει απ’ τον κόσμο ο άντρας της μ’ ένα παράπονο και πως την καταριέται ίσως, χαροπαλεύοντας, ή ψυχή του. Η ιδέα τούτη την τρόμαζε κι ένοιωθε μέσα της τη λαχτάρα του φονιά κι ένα σύγκρυο της περνούσε τα κόκαλά της. Και γυρεύοντας να λυτρωθεί απ’ το σαράκι που την έτρωγε, παρακαλούσε από μέσα της να ησυχάσει μιαν ώραν αρχύτερα, να κλείσει τα μάτια του και να πάρει μαζί του αυτό που την τάραζε και την αγρίευε. Έτσι της φαινότανε πως εύρισκε το λυτρωμό της. Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κι η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ’ εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είναι κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα;... Αχ! Θεέ μου!

— Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος.

— Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου;

Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κοίταξε γύρο;» του εκείνος. Ύστερα τα ξανάκλεισε πάλι.

— Τίποτε. Δε σε φώναξα...

Η Ασημίνα ένοιωθε πως δεν μπορούσε να βαστάξει πια. Έχανε τον κόσμο. Σηκώθηκε σιγά σιγά, σκούντηξε τον Βαγγέλη να σηκωθεί κι έπεσε στον καναπέ. Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και τρίβοντας τα μάτια του πήγε κι έκατσε κοντά στον άρρωστο.

— Εσύ ’σαι, Βαγγέλη;

— Εγώ, Γιώργη.

— Να βρέξω το στόμα μου... λίγο νεράκι...

Πήγε και του ’φερε νερό, του ανασήκωσε το κεφάλι του κι εκείνος ρούφηξε με λαχτάρα σαν τη διψασμένη γη.

— Δεν κοιμήθηκες ακόμα, Βαγγέλη; Βασανίζεσαι, καημένε... Είπε αναστενάζοντας με καλοσύνη.

— Δεν έχω τίποτα. Κοιμήθηκα! Εσύ να γίνεις καλά! του αποκρίθηκε ο Βαγγέλης καταπίνοντας τα δάκρυά του.

Ένα χαμόγελο χάραξε μια στιγμή κι έσβησε γρήγορα στα χείλια του αρρώστου..

— Θα γίνω... είπε και ξανάκλεισε τα μάτια του.

 

Ο Βαγγέλης καθότανε και τον κοίταζε. Μια στιγμή δεν του φάνηκε διόλου καλά. «Αγγελοκρούζεται», είπε μέσα του. Σηκώθηκε και ζύγωσε στη γυναίκα με τρομάρα.

— Κυρά Ασημίνα... καλέ, κοιμάσαι, καλέ;

— Τι είναι; έκανε κείνη ξαφνιασμένη και τινάχτηκε απάνω.

— Δεν τόνε βλέπω καλά. Τον χάνομε. Κουράγιο τώρα. Να σύρω να μιλήσω στη γειτόνισσα...

Πήγε να μπήξει τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κι εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα.

— Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά!

Ζυγώσανε κι οι δυο στο κρεβάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται.

— Δε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!...

— Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!

Κάτι πήγε να πει ο άρρωστος, μα δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουνε τι έλεγε.

Η Ασημίνα έκανε να μπήξει πάλι τις φωνές. Την έσφιξε απ’ το χέρι ο Βαγγέλης. Ο άρρωστος άπλωσε άξαφνα τα χέρια του με δύναμη σαν ν’ αντρειεύτηκε, άρπαξε τον Βαγγέλη απ’ τον ώμο, τινάχτηκε απάνω κι ακούμπησε πάλι στα στήθια του φίλου του, του ’γνεψε πως θέλει αέρα, άνοιξε το στόμα του ν’ ανασάνει βαθιά, μα ο αέρας του ’λειπε, κι ανεβοκατέβαζε τα σαγόνια του με λαχτάρα.

Η Ασημίνα τον βαστούσε από τις πλάτες αλαφιασμένη, τα δόντια της χτυπούσανε από το σύγκρυο.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγειρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε.

— Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάσει! εδώ είμαστε! κι η Ασημίνα κι εγώ… Κουράγιο!…

Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον.

— Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα.

Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάσει.

— Τι θέλεις, Γιώργη μου;

Μα τα μάτια εκεινού ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κείτονταν κουλουριασμένη η Ελιά. Έκανε να παίξει τα χείλη του σαν να ’θελε να της φωνάξει. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη:

— Κανένα κόκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είναι μέρες νηστικό το κακόμ...

— Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα.

— Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης. Τινάχτηκε πάλι και άπλωσε τα χέρια του σα γάντζους.

Και μονομιάς έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του Βαγγέλη και τα χέρια του πέσανε ξερά απάνω στο στρώμα...

— Συχωρέθηκε! είπε ο Βαγγέλης, κι έβαλε τα δάχτυλα να του κλείσει τα μάτια.

Η Ασημίνα έμπηξε λεύτερα τώρα τα ξεφωνητά...

 

 

αρχή

 



 

— Σαν πάρει να σαπίζει το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.

Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!

— ...Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατότερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι όλο πεινάνε.

Του είχε ανεβεί το αίμα να τον πνίξει. Δεν μπορούσε να βαστάξει. Κάθε φορά που περνούσε ο γερο-Τρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλει το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκιο του...»

— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια ’πα στο ψοφίμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέματα λέω; Πού είναι τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέτες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παλιά τα χρόνια... Πού είναι τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν. Κι οι καπεταναίοι μας, πού είν’ οι καπεταναίοι μας με τις χρυσές καδένες και τα μεταξωτά μαντήλια; Κάθονται στον καφενέ κι αγναντεύουν το πέλαγο. Άλλοι γένηκαν μπακάληδες κι άλλοι μπαλωματήδες να βγάλουν το ψωμί τους. Ψωμί, ψωμάκι! Κι οι καπετάνισσες, πού ’ναι οι καπετάνισσες, με τα μεταξωτά και τα χρυσάφια; Φουστάνι δεν έχουνε να παν στην εκκλησιά. Πού ’ναι τα μπερικέτια τα παλιά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι όλο πεινάνε...

Ο γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ’ το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίσει να κοιτάξει από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ’ όλα τα καλοπιάσματα του ’ψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε. Από πίσω και το βασιλιά τόνε βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε.

— Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπαρμπα-Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτοι εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκιο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι. Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθεις να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένια του γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώσει ο γερο-Τρακοσάρης να φάμε... Αυτού καταντήσαμε...

Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά καλά τι ήθελε να πει ο Μπάρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελό. Γύρισε μια και κοίταξε ολοτρόγυρα τους άλλους. Καμιά δεκαριά νομάτοι απ’ έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν να ’λεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τα ’φερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκιο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος. Και κάθε φορά που τύχαινε κάποιος ξένος, νεοφερμένος, που δεν ήξερε τον τόπο, εύρισκε αφορμή να βγάλει το άχτι του, ξαναλέγοντας τα βάσανά του.

— Έτσι που λες, κύριε έφορα. Κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένια του Τρακοσάρη. Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθιο, απάνω του, καπεταναίοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κοιτάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένια του Τρακοσάρη.

Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει τι ήθελε να πει ο Μπαρμπα-Νικόλας. Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτύτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέσει ο νους του τι είχε να κάμει με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου.

— Θα με παίρνεις πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι. Και με το δίκιο σου. Πώς δεν παλάβωσα κι εγώ είμαι να το απορήσω. Μα σα μ’ ακούσεις θα πεις: «Δίκιο έχει ο Μπαρμπα-Νικόλας». Ο Μπαρμπα-Νικόλας, το λέει ο λόγος! Τι είναι ο Μπαρμπα-Νικόλας; Τίποτα! Ο Μπαρμπα-Νικόλας αύριο θα πεθάνει. Σήμερα είναι και αύριο δεν είναι. Μπαρμπα-Νικόλας θα πει εσύ, ο άλλος, ο παράλλος, όλο το νησί πέρα πέρα. Σα βασανίζομαι εγώ, βασανίζεσαι και συ. Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σου ’κανε πάλε ο Τρακοσάρης;» μου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λες;» μου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μου ’κανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν’ έτσι. Εγώ είμαι ο δείνας και ο τάδες, εγώ είμαι αυτός που κάθεται και ψωμοζητάει και φοβάται ν’ ανοίξει και το στόμα του να φωνάξει το δίκιο του· εγώ είμαι η χήρα που κλαίει και δέρνεται κλεισμένη μες στο σπίτι της... (ο Μπαρμπα-Νικόλας είχε σηκωθεί τώρα από το σκαμνί του σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβει, και η φωνή του έβγαινε βαριά και τρεμουλιαστή)· εγώ είμαι τ’ ορφανό, ο καραβοτσακισμένος, ο σακάτης, ο αρχοντοξεπεσμένος... (η φωνή του τώρα έτρεμε από κάποιο παράπονο, μα καμπάνιζε άγρια και βαριά σα φοβέρα)· εγώ είμαι ο... Τόπος. Κατακαημένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες!

Κι έπιασε τα γένια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά. Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβησμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σ’ ακούει!»

 

— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είναι ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είναι το ψοφίμι. Πάει, του ’φυγε η ψυχή, το πήρε η βρόμα και βγήκανε τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια! Όλο τρώνε κι όλο πεινάνε. Του λόγου του, καλή του ώρα, το καλό το γεροντάκι που πέρασε πολληώρα από το γιαλό, ο γερο-Τρακοσάρης. Τον ξέρεις, κύριε έφορα; Πού να τον ξέρεις! Να σου τον μάθω εγώ. Είχε όνομα και το ’χασε. Τρακοσάρη τον ξέρουν όλοι τώρα. Άρχισε από μπακάλης κι έγινε τοκιστής. Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε του ’μεινε τ’ όνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνει ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια· τι να γίνει; Ψωμί, ψωμάκι! Ύστερα να λογαριασμούς ο Τρακοσάρης! Πενήντα δραχμές, εκατό δραχμές, διακόσιες δραχμές. Πλέρωσε τώρα, καπετάνιο, τα διάφορα, πλέρωσε και τα ξύγκικα και καλώς όρισες στην πατρίδα! Πού να πλερώσει ο ναύτης ο άμοιρος! Να πουληθεί και πάλε. Θαλασσοπνίγεται για το καρβέλι. Ο Τρακοσάρης εδώ είναι. Δε βαριέσαι; Αυτό στενοχωρεύεσαι: Έχει ο Θεός! Αύριο θ’ αλλάξουν τα πράματα. Κανέν’ αμανάτι και ο Τρακοσάρης δεν αφήνει κανένα να χαθεί. Κανένα δαχτυλίδι, κανένα σκουλαρίκι, βραχιόλι, κάτι θα βρίσκεται στο σπίτι. Νησιώτικο σπίτι. Σα σωθούν και τα χρυσαφικά και τα πετράδια, ο Τρακοσάρης δε σου χαλάει το χατίρι. Κανένα ταψί, καμιά κατσαρόλα, κάθε γάνωμα με το ζύγι του. Ύστερα στο τέλος δεν έχεις να μαγερέψεις, να ντυθείς; Πάλε ο Τρακοσάρης. Μια υποθήκη να σου βάλει στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσεις όσα πρέπει. Σαν ευκολυθείς, πάλε με το κολάι δικά σου είναι. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρεις! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιός στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπεις, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καεί η καρδιά σου. Κατακαημένη πατρίδα, με τα καράβια τ’ αμέτρητα, ποιος να σου το ’λεγε! Να ρημάζεις εσύ να θεριεύει ο Τρακοσάρης!!

 

— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε σε λίγο ο Μπάρμπα-Νικόλας. Ίσως και να με παίρνεις για παλαβό, για αχμάκη, που κάθομαι εδώ και φωνάζω στους καφενέδες. Στους καφενέδες! Όλοι οι καπεταναίοι στους καφενέδες καταντήσαμε. Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ’ έφαγε. Μ’ έφαγε η στεριά και ο γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκο — τι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό του — είπα να ’ρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κι εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες ελιές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στεριά δε με σήκωσε. Από αρρώστια σε αρρώστια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ’ την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμιση χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κι εγώ στον γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι. Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κι εγώ. Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιός μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσεις και συ ένα αμανάτι. Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είναι σ’ αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρεις το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνεις τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνεις κάθε μέρα. Μια δεκάρα για τον καφέ, μια δεκάρα για τον καπνό. Στον καφετζή τον Μπαρμπα-Δημητρό να τα δίνεις, να πίνω τον καφέ στην υγειά σου». Ακούς, κύριε έφορα; Του πήγα το δαχτυλίδι της γυναίκας μου, μπριλαντένιο δαχτυλίδι, κι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρια. Πεντακόσιες δραχμές μες στο νερό! Τα κοιτάει και μου λέει: «Ας έχεις χάρη, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξι δραχμές το μήνα, εβδομήντα δυο δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά. Χρωστάω κι εγώ, θα με βάλουν φυλακή!» Βρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι όλα!» Είπε πως τα πούλησε, ο Θεός κι η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψουμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας. Τι ήτανε πάλε το κακό που σ’ ευρήκε, Νικόλα παιδί μου; Σε καίγετ’ η καρδιά μου!» Με πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήσει ο ένας τον άλλον, αλλοίμονο!» Είπα κι εγώ: ψυχοπονιάρης ο καημένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε. Μου ’κανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κι εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μου ’λεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσεις και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώσει;» Πάνε κι αυτά μαζί με τ’ άλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα· από αρρώστια σε αρρώστια κι εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου. Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαλιός. «Να φύγω, πατέρα, μου ’λεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαλιό, του ’λεγα, να μας φύγεις και συ, τι θα γίνομε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάνα σου θα πεθάνει από τον καημό της!... Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε. Να βρω το ναύλο μου και να φύγω...» Το ’μαθε ο γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφήνεις το παιδί να πάει στην Αμέρικα, να ιδείτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνεις εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μας;» Να τον στείλω μαθές, είπα κι εγώ. Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ’ ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλεις. Ας είναι καλά ο Μιχαλιός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κι εγώ, μα γιατί σ’ αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω...» Σήκωσα είκοσι λίρες κι έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μου ’μενε. Έφυγε ο Μιχαλιός με το καλό. Σε δυο μήνες λαβαίνω ένα γράμμα από το Κεϊπτάουν με τρεις λίρες. «Δουλειές δεν έχει, πατέρα, μου ’γραφε ο Μιχαλιός. Κάνω εδώ ένα κουτσοεμπόριο στο πόδι, όσο για το ψωμί. Ο Θεός ξέρει πώς οικονόμησα αυτές τις τρεις λίρες. Κάνετε υπομονή και πάλι εδώ είμαι». Πέρασαν μήνες· τίποτε, ούτε γράμμα, ούτε να μάθομε αν ζει για πέθανε ο Μιχαλιός. Έδωκ’ ο Θεός κι ήρθε ένας πατριώτης τις προάλλες από τα μέρη αυτά. «Καλά είναι ο Μιχαλιός, μας είπε. Στο Κεϊπτάουν δεν μπόρεσε να πιάσει δουλειά. Μπαρκάρησε θερμαστής μ’ ένα εγγλέζικο βαπόρι». Μας έδωκε και τη σύστασή του, να του γράψουμε σ’ ένα μπορτινχάους, σα γυρίσει να βρει το γράμμα. Τίποτε! Μήνες πέρασαν, γράμμα σε γράμμα του ’στειλα. Τίποτε! Έρχονται κι οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι άλλος πως παντρεύτηκε κι άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα. Η μάνα του πάει να τρελαθεί από το κακό της. «Να όψεσαι που το ’στειλες το παιδί στα ξένα». Έχομε και τη γκρίνια στο σπίτι. Εγώ να όψομαι για ο γερο-Τρακοσάρης; Τον πετυχαίνω τις προάλλες στο παζάρι. Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, που ’χασα το παιδί μου!» Γυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψομαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνει ο γιος σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώ;» Άνοιξε η γη να με καταπιεί. Μη πήρε το παράπονο κι άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει, τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει. Να μου φέρεις τους παράδες που μου ’φαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί…» Κι έφυγε. Μου ’ρθε ζάλη κι έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σου ’φαγα παράδες;...» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι… Την περασμένη Κυριακή μου ’βγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνομε...

Το παράπονο τον έπνιγε. Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του.

— Ο Θεός να μας λυπηθεί να μας αναπάψει.

 

Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κοίταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κοίταξε ολοτρόγυρα. Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μόλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Αϊ-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα. Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά.

— Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει!

Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά.

— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε.

Η φωνή του έτρεμε. Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθεί ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο.

— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!...

 

 

αρχή

 



 

— Αφέντη, σε γυρεύουν.

Σηκώθηκα και άνοιξα.

— Ποιος;

— Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδεί.

Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά. Η υπηρέτρια που μ’ άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά:

— Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είναι και πολύ κύριος...

Δε βρήκα ούτε τη δύναμη να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο.

Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ’ το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί πρωί, μπροστά στα μάτια μου.

— Εδώ είμαστε πάλι! Καλώς σας βρήκαμε...

— Να σε πάρει ο Διάβολος!

Δε βρήκα καλύτερη φιλοφρόνηση να δεχτώ το έκτακτο υποκείμενο, που με περίμενε στο γραφείο μου από τα ξημερώματα. Αυτό δεν είχε να κάμει τίποτε. Ο πρωινός μου μουσαφίρης, συνηθισμένος από παρόμοια δεξίματα, δέχτηκε τη φιλοφρόνησή μου με γέλια και χαρές.

Απαράλλακτος από τον καιρό που τον πρωτογνώρισα, κακογερασμένος, με το ίδιο ηλιοκαμένο πρόσωπο, τα λιγοστά ψαρά γένια του, κουρεμένος ως το πετσί πάντα, με τα μεγάλα κιτρινωπά και βρόμικα δόντια του, σα δόντια αλόγου, παρδαλοντυμένος, είχε όμως πάντα στο μέτωπο, και στα μικρά, ζωηρά του μάτια, έναν στοχαστικό και περιγελαστικό μαζί αέρα, πολύ παράξενο. Θα ’λεγες ένα κεφάλι σοφού! Όλ’ αυτά όμως δε με συγκινούσαν καθόλου. Όπως δε με συγκινούσαν και οι χειρονομίες του, και τα λόγια του και οι ελληνικούρες του, η ομιλία του η παράξενη, ένα ανακάτωμα από εκκλησιαστικά ρητά και καραβίσια λόγια, που θύμιζαν τον παλιό μούτσο και το παλιό καλογεροπαίδι του Αγίου Όρους. Τίποτε δε με συγκινούσε.

— Ποιος Διάβολος σ’ έφερε πάλι εδώ; Ποιος Πειρασμός σ’ έσπρωξε πάλι; Μεγάλη Βδομάδα σηκώθηκες κι έφυγες απ’ την πατρίδα;

Τινάχτηκε από την καρέκλα του, σα δαιμονισμένος.

— Πατρίδα, λέει; Ποια πατρίδα; Πατρίδα είν’ αυτή; Δε λες καλύτερα γουρουνοστάσι; Μπορεί άνθρωπος να ζήσει εκεί κάτω; Μ’ αυτούς τους κλέφτες, τους αγιογδύτες; Μαύρη πέτρα πίσω μου! Εκατό φορές το είπα, κι ο Διάβολος μ’ έσπρωξε, «Διαβόλου συνέργεια», πάλι να γυρίσω. Τις έμαθες αγκαλά τις κλεψιές του δημάρχου! Κι η γυναίκα του τα ’ψησε μ’ ένα στρατιωτικό κι έφυγε. «Απολωλός πρόβατο.». Κι ο βουλευτής, πιο παστρικός κι αυτός, πιάστηκε τις προάλλες με τον εργολάβο του μόλου και δαρθήκανε μέρα μεσημέρι, γιατί δε συμφώνησαν στη μοιρασιά. Άκου τα του λόγου σου! Αμ’ ο παπάς; Ο παπάς της Μεταμορφώσεως, ένας Άγιος Ονούφριος εκεί, τον πιάσανε που «κατέλυε» γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, γιατί του το είπαν, λέει, οι γιατροί. Μ’ όλη την κοιλιά! Δε βάσταξα πια. Τον βρήκα παραόξω, κατά την «πρύμη της Εκκλησίας» και του λέω: «Παπά μου, κατάλυσα τράγο σήμερα κι αύριο θα ’ρθω να κοινωνήσω». Με στραβοκοίταξε. Ήσαν κι άλλοι μπροστά. Τραβάω λίγο «αρόδου» και του λέω κι εγώ: Σαν καταλείς εσύ, παπά μου, γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, εγώ θα καταλύσω τράγο τη Μεγάλη Παρασκευή...» Σήκωσε το ραβδί του να με χτυπήσει, παπάς άνθρωπος. Να σου και περνούσε κι ο δήμαρχος. «Δεν ντρέπεσαι, μου λέει, Νικολάκη, να τα βάζεις με τον παπά; Τράβα στη δουλειά σου!» Μου ανέβηκαν τα αίματα. «Αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Γυρίζω και τον κοιτάζω: «Εγώ να ντραπώ; Να ντραπείς του λόγου σου και με τις κλεψιές σου και με τα καμώματα της γυναίκας σου». Μην τα ρωτάς τι έγινε. Πέσανε να με σκοτώσουν. Μπήκα κι εγώ στο βαπόρι κι άφησα δέκα φάσκελα πίσω μου. Πατρίδα μου λες! Είναι να ζήσει άνθρωπος εκεί κάτω; Εγώ γεννήθηκα σε ξέσκεπο καλύβι. Συνήθισα να λέω την αλήθεια. Δε με σηκώνει αυτός ο αέρας... «Επληθύνθησαν αι ανομίαι», παιδί μου.

Είχε σηκώσει τον κόσμο από τις φωνές. Οι άνθρωποι σταματούσαν και κοίταζαν στο χαμηλό παράθυρο.

— Έλα, φτάνει πια, Νικολάκη. Μαζεύτηκε ο κόσμος με τις φωνές σου, του είπα θυμωμένα. Τα ’χω ακούσει εκατό φορές αυτά...

Έπεσε λίγο η φόρα του, αναστέναζε μ’ ένα βαθύ νόημα και ξαναείπε σιγαλά τώρα:

— Και πώς τα καλοπερνάτε εδώ;

Τελείωσε από κει που έπρεπε ν’ αρχίσει. Είχε πάντα την πονηρία ν’ αρχίζει με φούριες για να σκεπάζει την παρουσία του, που ήξερε και μόνος του πως δεν ήταν ευχάριστη, και να τελειώνει με γλύκα και ταπεινοσύνη.

— Αν ρωτάς και για μένα, τα ξέρεις τα χάλια μου. Δεν μπορώ να κρυφτώ. Τα παπούτσια τούτα, που βλέπεις, είναι του προκομμένου του δημάρχου, «τα ελέη των πονηρών». Το βρακί του αφορεσμένου του παπά, η πατατούκα ενός λοστρόμου, που τα τίναξε τις προάλλες, ας μη τα λέμε από τι, και αυτό το ημίψηλο, που βλέπεις, του παστρικού μας του βουλευτή! Αυτοί κλέβουν και κάνουνε καινούργια. Εμείς παίρνομε τ’ αποφόρια τους...

Τον κοίταξα χωρίς να πω λέξι, όπως βλέπει κανείς όλα τα παράξενα πράματα στον κόσμο.

Η ευγνωμοσύνη ήταν ζωγραφισμένη ανάποδα στο μέτωπό του! Το ημίψηλο του βουλευτή με τη ναυτική πατατούκα, και το ιερατικό βρακί με τα δημαρχικά παπούτσια έκαναν μια παράξενη και αξιοθρήνητη αρμονία απάνω του. Και θυμήθηκα την υπηρέτριά μου:

— Μη βιάζεσαι, αφέντη· αυτός που σε περιμένει δεν είναι και τόσο κύριος...

 

Κύριος, ξεκύριος, ήταν ένας μεγάλος μπελάς και μια μεγάλη πληγή ο Νικολάκης ο Γλωσσώτης, ένας μπελάς κληρονομικός. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου, αφού τράβηξε για πολλά χρόνια το διάβολό του από τον καλό του πατριώτη, μου τον άφηκε κληρονομιά μαζί με μερικά χρέη και μερικές δίκες. Τα χρέη πληρώθηκαν, οι δίκες ξεμπέρδεψαν, μα ο Νικολάκης έμεινε και μένει. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου τον είχε τσιμπούρι. Όπου πήγαινε, από πίσω του. Στη Ρωσία ο πατέρας μου, πίσω του κι αυτός. Στην Περσία ο πατέρας μου, από κοντά κι αυτός. Πίσω στην Ελλάδα εκείνος, πίσω πάλι κι αυτός. Κι από κάθε τόπο που ’φευγε, μαύρη πέτρα πίσω του. Όλοι ήταν κλέφτες, άτιμοι, κάλπηδες. Άνθρωπος που ήταν συνηθισμένος να λέει την αλήθεια, σαν κι αυτόν, δεν μπορούσε να ζήσει.

Ο πατέρας μου δεν τον είχε σε πολλή υπόληψη. Συχνά μου έλεγε ο μακαρίτης πως ήταν τεμπέλης και γλωσσάς. Απ’ αυτά τα δύο ελαττώματα δεν μπορούσε να προκόψει. Τώρα η «αλήθεια» μαζί με την τεμπελιά και τη γλωσσιά, τι χωριό έκαναν μέσα του, αυτός το ξέρει μονάχα. Φαίνεται όμως πως δεν ταιριάζαν πολύ καλά.

Θυμούμαι κάποτε, που ζητούσε από τον πατέρα μου να τον βάλει σε καμιά επιστασία, ο πατέρας μου του είπε:

— Είχες τέχνη στα χέρια σου και την άφησες. Και τώρα ζητάς επιστασίες. Να κοιτάξεις να ξαναπιάσεις την τέχνη σου.

— Αυτό θέλω κι εγώ, είπε. Μα έχω ανάγκη από έξοδα κύριε Κωνσταντίνε. Να μου δώσεις πενήντα δραχμές να πάρω λίγα δέρματα, κλωνές, βελόνες, να στήσω κι ένα τραπεζάκι, σ’ ένα καντούνι, να κάνω τον τσαγκάρη, να βγάλω τον «επιούσιον».

— Πρώτα να περιορίσεις τη γλώσσα σου, του είπε ο πατέρας μου, θυμούμαι. Αυτή σ’ έφαγε...

Ύστερα μου διηγήθηκε ο πατέρας μου, πως στα νιάτα του, σαν άφησε το Άγιον Όρος και τα καράβια, έγινε τσαγκάρης, τω όντι. Και καλός τεχνίτης! Μα δεν εννοούσε να στρώσει ποτέ τον πισινό του. Άφηνε στη μέση πετσιά και σύνεργα, ανασήκωνε την ποδιά και δώσ’ του στον καφενέ. Να βάλει παντού το λόγο του· να διορθώνει την κοινωνία. Σα δεν πήγαινε στο καφενείο, κάθε λίγο και στο σπίτι του. Να ιδεί τι γίνεται. Φαίνεται πως ζήλευε λιγάκι και τη γυναίκα του. Πάντα η ίδια η ιστορία. Και όπου καυγάς, όπου λογομαχία, όπου πέντε άνθρωποι μαζεμένοι, κι αυτός στη μέση, να ιδεί τι τρέχει, να βάλει το λόγο του, να πει τη γνώμη του. Κι έτσι πάει το μαγαζί κι οι συρμαγιές μαζί. Στη Ρωσία τα ίδια, στην Περσία τα ίδια και χειρότερα. Από υπάλληλος ήθελε να γίνει αστυνόμος και ιεροκήρυκας. Ήθελε να διορθώσει κι εκεί τον κόσμο. Πέντε φορές επί τέλους αποφάσισε να ξαναπιάσει την τέχνη του. Και πέντε φορές έφαγε από πενήντα δραχμές του πατέρα μου, για ν’ αγοράσει τα υλικά. Έτρωγε τα χρήματα και πάλι τα ίδια.

Έτσι μου τον άφησε κληρονομιά ο πατέρας μου. Τελείωσαν τα βάσανα του μακαρίτη κι άρχισαν τα δικά μου.

— Καμιά επιστασία, μάτια μου, να συχωρεθεί ο γέρος, ο καλός άνθρωπος.

Αυτή ήταν η κουβέντα τον σε κάθε του επίσκεψη.

Φρόντισα κάποτε και τον έβαλα σ’ ένα εργοστάσιο. Θυρωρός! Δε μπορούσε να βρεθεί καλύτερη θέση γι’ αυτόν. Τεμπελιά και κουβέντα. Ένα πρωί πάλι τον βλέπω άξαφνα.

— Ε, πώς τα πάμε;

— Έφυγα. «Ου δύνασαι δυσί κυρίοις δουλεύειν». Με δυο καιρούς δεν μπορείς ν’ αρμενίσεις!

Το περίμενα. Δεν μπορούσα όμως ούτε να θυμώσω μαζί του. Το σακάκι του λοστρόμου με τα παπούτσια του βουλευτή που κλαίγανε μισοτριμμένα και ξεθωριασμένα απάνω του, μου φαινότανε πως μου ’λεγαν: «Μην τον ξεσυνερίζεσαι τον άνθρωπο ».

— Μα γιατί, χριστιανέ μου, αν αγαπάς το Χριστό, γιατί;

— Γιατί, λέει; φώναξε με μια ιερή αγανάκτηση. Αυτό δεν είναι εργοστάσιο, είναι, με συμπάθιο... (και είπε με όλη του τη δύναμη έναν άσχημο λόγο.) Άνδρες και γυναίκες ένα πράμα. Εργολαβίες και ξεντροπιάσματα. Στέλνει ο κόσμος τα κορίτσια του να βγάλουν το ψωμί τους και βγάζουν... τα μάτια τους. Τι είδανε τα μάτια μου εγώ το ξέρω. Με ξέρεις εμένα. Την αλήθεια θα λέω κι ας με κρεμάσουν. «Η αλήθεια σώσει υμάς». Το πρωί που ήρθε ο κύριος εργοστασιάρχης δε βάσταξα πια.

— «Τι νέα, κυρ Νικολάκη, μου λέει. Καλά είσαι;

— «Εγώ καλά είμαι, του λέω, μα το εργοστάσιό σου δεν είναι καλά. «Επληθύνθησαν αι ανομίαι». Δεν αρμενίζομε καλά.

— «Γιατί; μου κάνει πάλιν σαν απορημένος.

— «Γιατί αυτό δεν είναι εργοστάσιο, είναι... με συμπάθιο.»

Αντί να μου πει και σπολλάτη, θύμωσε... «Μωραίνει Κύριος...», βλέπεις.

— «Εσύ να κοιτάξεις τη δουλειά σου», μου λέει.

Με πήραν τα μπουρίνια.

— «Η δουλειά μου δεν είναι να βαστάω το φανάρι», του λέω. «Σα θέλεις να το βαστάς του λόγου σου, αλλάζει το πράμα.»

»Η αλήθεια είναι πικρή. Έφυγε μουρμουρίζοντας και μου ’στειλε την εξόφλησή μου να φύγω...

Τι να του πω; Δεν του είπα τίποτα.

— Έννοια σου, μου κάνει σε λίγο, μη στενοχωριέσαι. Δε θα σε φορτωθώ πια. Δεν είναι τόπος για δουλειά εδώ. Σόδομα, και Γόμορρα. Περιμένω να μου στείλει κανένα λεφτό ο προκομμένος ο γιος μου (ο προκομμένος ο γιος του έμοιαζε σαν τον πρώτο αριθμό του λαχείου, που πάντα τον περιμένομε και ποτέ δεν έρχεται) να γυρίσω στην πατρίδα, να ησυχάσω πια με τη γερόντισσα... «Χριστιανά τα τέλη...»

— Αμήν, να δώσει ο Θεός, του είπα.

Τα παπούτσια του βουλευτού γελούσαν μέσα από τα μεγάλα τους ανοίγματα. Εγέλασα κι εγώ. Δέκα φορές είχε ξαναγύρισε! στην πατρίδα να ησυχάσει και δέκα φορές ξαναήρθε πάλι.

 

Κάμποσον καιρό δεν τον ξαναείδα. Ένα πρωί — πάντα πρωί, ξημερώματα — να σου τον πάλι.

— Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη;

— Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφορεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ’ αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξει η γερόντισσα. Αν θέλεις όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ. Να μου δώσεις ένα γράμμα στο δήμαρχο να με βάλει στη θέσει του. Να φουντάρω για καλά.

Του ’δωκα με τα πολλά το γράμμα κι έπιασε τόπο. Την άλλη μέρα διορίστηκε. Για λίγο καιρό βρήκα την ησυχία μου. Ένα πρωί, που τον συλλογιζόμουν, μέσα μου, κι έλεγα πως ερίζωσε πια σ’ αυτή τη θέση, παίρνω την εφημερίδα να διαβάσω, στο κρεβάτι. Τινάχτηκα απάνω. «Παρ’ ολίγον πλημμύρα», διαβάζω με μεγάλα γράμματα. Και παρακάτω: «Εν μέσω μηνί Ιουνίω παρ’ ολίγον να μεταβληθή χθες η πόλις εις Βενετίαν και να θρηνήσωμεν σοβαρά δυστυχήματα. Υπαίτιος του κακού δεν ήτο ούτε ο θερινός ανέφελος ουρανός, ούτε οι απεξηραμένοι χείμαρροι της Αττικής, αλλ’ απλώς ο επιστάτης της δεξαμενής Νικόλαος Γλωσσότης, όστις, εγκαταλείψας την θέσιν του και παρακολουθών την χθεσινήν μικροδιαδήλωσιν κατά του Υπουργείου, ελησμόνησε να κλείση τας στρόφιγγας των μεγάλων τροφοδοτικών σωλήνων της δεξαμενής. Περί το μεσονύκτιον η δεξαμενή εξεχείλισε, χείμαρροι δε ύδατος κυλισθέντες από του λόφου της Καστέλλας εξύπνισαν εντρόμους τους κατοίκους, κατέκλυσαν χαμηλούς τινας οικίσκους και παρέσυραν κατοικίδια ζώα των περιοίκων. Ο περίφημος επιστάτης ζητηθείς ανευρέθη εις παρακείμενον οινοπολείον, αγορεύων κατά της Κυβερνήσεως. Ο κ. δήμαρχος απέλυσεν αμέσως σήμερον την πρωίαν τον ένοχον υπάλληλον...»

Η εφημερίδα δεν έλεγε άλλο τίποτε. Ξέχασε το σπουδαιότερο θύμα της πλημμύρας.

 

Το καλοκαίρι εκείνο αποφάσισα να πάω να περάσω κανένα μήνα στην πατρίδα. Από την εποχή της πλημμύρας δεν είχα ξαναϊδεί τον περίφημο πατριώτη μου. Ντρεπότανε, φαίνεται, κι ο ίδιος να με ιδεί. Σαν έμαθε πως είμαι για ταξίδι, ήλθε να μ’ ανταμώσει, ταπεινός αυτή τη φορά και συμμαζεμένος.

— Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Άλλα δε φταίω κι εγώ. Η τύχη με κατατρέχει. Να με σώσεις και τούτη τη φορά. Να με πάρεις μαζί σου, να ησυχάσω, στ’ άγια χώματα.

Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα...

— Να κοιτάξεις να ησυχάσεις τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλει αν κλέβει ο δήμαρχος κι αν μαλώνει ο βουλευτής με τον εργολάβο. Κι αν θέλει ο παπάς να φάει γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα και το τι κάνει η γυναίκα του ενός και τ’ αλλουνού, να μη σκοτίζεσαι. Κοίταζε τη δουλειά σου!

— Εγώ ν’ ανακατευθώ πια; Κομμάτια να γίνουν όλοι τους! είπε κουνώντας το κεφάλι του. Το καταλαβαίνω και μόνος μου: Η αλήθεια είναι πικρή. Απ’ το Θεό να το ’βρουν. «Ουαί τω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται».

Πέρασα ένα μήνα στο μοναστήρι. Πού και πού ερχότανε κι ο Κυρ-Νικολάκης.

— Ε! πώς τα πάμε, Κυρ-Νικολάκη, του λέω μια μέρα.

— Πώς να τα πάμε; Σαν τον κάβουρα. Κλεφτότοπος, παραλυσία. Χάλασαν κι οι γυναίκες στον τόπο μας. Όλο εργολαβία και ξετσιπωσιά. «Η ανομία επληνθύνθη».

Τον αγριοκοίταξα. Δεν άργησε να με καταλάβει.

— Έννοια σου, παιδί μου. Δεν ανακατεύομαι πια. Εδώ που τα λέμε, ο Θεός μονάχα μας ακούει και τα ψηλά πλατάνια. Δεν ανακατεύομαι πια.

Δόξα σοι, ο Θεός, είπα μέσα μου. Καιρός ήτανε πια να ησυχάσει κι αυτός κι εγώ.

Ήλθε η ώρα που ’τοιμάστηκα να φύγω. Κουβάλησα ένα μουλάρι, ένα πρωινό, φόρτωσα και τα πράματά μου και κατέβηκα στη χώρα να πάρω το εισιτήριό μου. Τον περίμενα να φανεί κάτω στο γιαλό, όπως μου είχε πει:

— Πρωί πρωί την Πέμπτη, θα σε περιμένω στο γιαλό, να σου δώσω ένα χέρι στο μπαρκάρισμα.

Πουθενά δε φάνηκε.

— Μην είδατε πουθενά τον Κυρ-Νικολάκη; ρωτώ. Οι βαρκάρηδες κι οι αγωγιάτες σκάσανε στα γέλια.

— Τον Κυρ-Νικολάκη! Τώρα κι άλλη μια φορά. Πάει δουλειά του...

— Πέθανε;

— Όχι ακόμα. Μα τον χάσαμε.

— Πού πάει;

— Λένε πως πάει στο Άγιο Όρος! μου λέει ένας βαρκάρης.

— Κατά διαβόλου, πες καλύτερα! πετάγεται και μου λέει ένας αγωγιάτης.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τι τρέχει. Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κοίταζα σα χαζός.

— Δεν τα ’μαθες, λοιπόν, αφεντικό;

Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι αυτό.

Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε κάποτε λένε πως άνοιγε κι η θύρα της σιγά σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας. Ο Κυρ-Νικολάκης δεν το χώνευε αυτό. Χήρα γυναίκα και ν’ ανοίγει την πόρτα της τα μεσάνυχτα! Δεν το θέλει ο Θεός! Ένα πρωί που έβγαινε από το σπίτι, την απάντησε στο κατώφλι. Του ήρθε να τη βάλει σε θεογνωσία:

— Δεν κάνεις, καλά, κυρά γειτόνισσα. Ο κόσμος σου σέρνει πολλά. Χήρα γυναίκα με παιδιά, θα δώσεις λόγο στο Θεό...

Η χήρα άναψε απ’ το θυμό της.

— Και τι σ’ έβαλα εγώ; του λέει. Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστείς γρήγορα να φύγεις, μη σου τσακίσω το ξερό σου.

Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάσει.

— Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Όν αγαπά Κύριος, παιδεύει...»

Και για να την καλοπιάσει τη χάιδεψε στο μάγουλο. Τότε ήταν που ήταν. Πονηρό θηλυκό κι αυτή, μπήζει τις φωνές:

— Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσεις το μάγουλο! Τι μ’ επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις;

Έβγαλε το πασούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κι η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας. Σαν την είδε η χήρα μπήζει πάλι τις φωνές:

— Δεν έρχεσαι να συμμαζέψεις τον άντρα σου, Κυρα-Νικόλαινα! τι με πήρε εμένα και ήρθε να μου πιάσει το μάγουλο! Ακούς εκεί να μου πει να του ανοίξω την πόρτα τη νύχτα! Θα τον σκοτώσω...

Έκανε να μιλήσει ο Κυρ-Νικολάκης, μα πού να βρει αράδα. Άφριζε τώρα κι η γυναίκα του, άφριζε κι η ξένη.

— Είσαι και τέτοιος, παλιόγερε; Δε βλέπεις τα χάλια σου που δεν έχομε ψωμί να φάμε!

— Σώσε με, γυναίκα, φώναξε ο Κυρ-Νικολάκης.

— Τώρα να σε σώσω!

Βγάζει κι αυτή το πασούμι της και τον αρχίζει στις κατακεφαλιές. Μια η χήρα, μια η γυναίκα του. Τέτοιο πράμα δε μεταστάθηκε στον τόπο. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά. Λες και ήτανε θέατρο. Ένας γέρος να τον δέρνουν δυο γυναίκες. Είχανε ξεκαρδιστεί όλοι από τα γέλια. Βαστούσαν τα σηκώτια τους. Μονάχα ο Κυρ-Νικολάκης έκλαιγε, έκλαιγε πικρά. Πρώτη φορά τον είχανε ιδεί να κλαίει έτσι. Τον έπνιγε το άδικο. Έτσι από κλώτσου, κι από μπάτσου, πήρε τον κατήφορο. Τα παιδιά τρέχανε από πίσω του με τα γιούχα και τον κυνηγούσαν. Τράβηξε κατά τα μάτια του, χάθηκε. Κανένας δεν τον είδε. Άλλοι είπανε πως έπεσε στη θάλασσα, άλλοι πως πήρε τα βουνά, άλλοι πως πήγε στο Άγιον Όρος να καλογερέψει.

Το πιστεύω. Δεν έμενε άλλος τόπος γι’ αυτόν...

Ήλθε το βαπόρι και μπαρκάρισα. Μέσα στη βάρκα ένα παιδάκι μου ’φερε ένα γράμμα κι έφυγε. Το ’βαλα στην τσέπη μου χωρίς να προσέξω. Σαν ξεκίνησε το βαπόρι, θυμήθηκα το γράμμα κι έβγαλα να το διαβάσω. Ήτανε του Κυρ-Νικολάκη.

«...Εγώ, παιδί μου, να το ξέρεις, πηγαίνω, κατά τα μάτια μου. Ο κόσμος πολύ με κατάτρεξε. Κανένα δεν έβλαψα. Την αλήθεια του Θεού έλεγα. Γεννηθήτω το θέλημά του. «Αντί του μάνα χολήν». Αυτός είναι ο κόσμος! Και πάλι γεννηθήτω το θέλημά του. Δεν μπορώ πια να ζήσω στον κόσμο. Πηγαίνω στο Όρος να σώσω τις αμαρτίες μου. Ο Θεός μαζί σου. Εγώ δε θα σ’ ενοχλήσω πια. Σε χαιρετώ και φεύγω. Περίλυπός έστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτου — Νικόλαος».

Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγει το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθεί. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ’ ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ. Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι αυτός και τον λυπάται…

Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καημός, άμοιρε Νικολάκη;

 

 

αρχή

 



 

Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας;

Καλά-καλά δεν το ’μαθε ποτέ κανένας. Ένα πρωί μια ψαρόβαρκα τον είδε να ταξιδεύει κατά την μπούκα του λιμανιού, μπρούμυτα απάνω στη θάλασσα, με το πρόσωπο βουτηγμένο στο κύμα και τα μεγάλα του άσπρα μαλλιά ανακατωμένα με τους αφρούς. Το κυματάκι, ξεψυχισμένο, έσπρωχνε ολοένα πρίμα κι απαλά το ξυλιασμένο κορμί κατά το πέλαγο, σα μονόξυλο που ταξίδευε δίχως κουπιά και καπετάνιο, μα που είχε βαλμένη τη ρότα του και τραβούσε ήσυχα και στοχαστικά το δρόμο του. Απ’ τη βάρκα δεν αργήσανε να τον απεικάσουν, με όλο που δεν είχε φέξει ακόμα καλά καλά και μια πηχτή καταχνιά σκέπαζε ολόγυρα στεριές και θάλασσες.

— Για πού να ’χει βάλει ρότα τούτο το πλεούμενο; είπε ο βαρκάρης στο μούτσο του, γυρίζοντας κατά το μπροστινό κουπί, που έλαμνε νυσταγμένα και ανόρεχτα το παιδί, και σιάρισε το δικό του, για να γυρίσει τη βάρκα κατά το κουφάρι, που έπλεε τώρα τρεις τέσσαρες οργιές ζερβιά τους.

— Ποιο πλεούμενο; είπε το παιδί, που δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του.

Και κράτησε το κουπί για να κοιτάξει καλύτερα.

— Τράβα το κουπί σου! του είπε ξερά ο καπετάνιος.

Αυτός σιάριζε ολοένα, ως που βάλανε πλώρη κατά το «πλεούμενο». Με δυο κουπιές, το διπλαρώσανε.

— Παναγιά μου Τι είναι τούτο; Άνθρωπος; φώναξε το παιδί.

— Αμ’ τι ήθελες να ’ναι; Σκυλόψαρο;.. έκανε ο καπετάνιος. Από τέτοια η θάλασσα, άλλο τίποτα, παιδί μου.

Άρπαξε ένα σκοινί απ’ την πρύμη, το ’κανε θηλιά κι έσκυψε στην κουπαστή να το περάσει στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ’ το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδεί ποιος σκύβει από πάνω του.

— Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλιά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι;

Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.

— Ο Καπετάν-Πρέκας! Δεν τόνε βλέπεις;

Ο βαρκάρης σέρνοντας το σκοινί, να το δέσει στην πρύμη, σήκωσε μια στιγμή το δεξί του χέρι κι έκανε, το σταυρό του.

— Κύριε ελέησον! Τούτο πάλι ήτανε απ’ τ’ άγραφα... Δεν είπε άλλο λόγο. Σιγουράρισε το σκοινί πίσω στην πρύμη και ξανακάθισε στο κουπί.

— Έλα! Τράβα να γυρίσομε! είπε στο παιδί. Τη δουλειά μας την κάναμε σήμερα! Πιάσαμε μεγάλο ψάρι...

Έβαλε πλώρη κατά το λιμάνι. Η καταχνιά είχε αρχίσει να σκορπίζεται ολόγυρα, ο ήλιος ροδοχρύσωνε τα κύματα, πνοή δε φύσαγε από πουθενά κι η ψαρόβαρκα έσχιζε ράθυμα τα κοιμισμένα νερά, σέρνοντας πίσω της το ασπριδερό κουφάρι, με τα σκόρπια κάτασπρα μαλλιά, που φαντάζανε σαν ανάλαφρος αφρός απάνω στην καταγάλανη πλατωσιά, καθώς τα χάιδευε και τα γαργαλούσε η συρμή του νερού. Άλλες βάρκες, μέσα στην αυγινή κάλμα, με τα πανιά κρεμασμένα, μάταια πασχίζανε να βρούνε τον καιρό, αργοσαλεύοντας εδώ κι εκεί στη θανατερή γαλήνη, μακραίνοντας με ράθυμα κουπιά κατά τ’ ανοιχτά και καρτερώντας με λαχτάρα ένα καλόβολο σαγανάκι, μέσα στο πηγμένο πέλαγο.

Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, πόδιζε ολοένα κατά το λιμάνι, δίχως κανένας θαλασσομάχος να βάζει με το νου του, μέσα στην πλατιά τη θάλασσα, από μακριά κι από σιμά, πως ένα ξόδι τούτη τη στιγμή έσχιζε, χωρίς παπάδες και ξεφτέρια, τα κύματα. Μόνο, καθώς περνούσε η βάρκα δίπλα από ένα καΐκι, φορτωμένο με κερεστέ, που μια φελούκα πάσχιζε σέρνοντας το να το βγάλει απ’ τη μπούκα του λιμανιού, δυο ναύτες σκύψανε απ’ το παραπέτο, κάτι ρωτήσανε, κουνήσανε τα κεφάλια, και γυρίσανε στη δουλειά τους. Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν’ ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρει στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέσει απ’ το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κι έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μόλο...

 

Η αστυνομία, που καταπιάσθηκε ανακρίσεις, άμα βγάλανε τον πνιγμένο στη στεριά, δεν ξεκαθάρισε και πολλά πράματα. Οι γιατροί, που τον σχίσανε στο νεκροταφείο, δεν βρήκανε καμία αιτία απάνω του, ούτε λαβωματιά, ούτε χτύπημα, ούτε άλλο σημάδι κανένα. Είπανε πως πνίγηκε, καθαρά και ξάστερα. Απ’ τις μαρτυρίες των ανθρώπων, που δώκανε ανάκριση, δε βγήκε τίποτε παραπάνω. Ο Καπετάν-Πρέκας, βράδυ βράδυ, έφυγε απ’ το σπίτι του — όπως είπε μια ψυχοπαίδα, που είχανε στο σπίτι — παίρνοντας μαζί του το αρμίδι του και τα δολώματά του να πάει να ψαρέψει κάτω στο μόλο, καθώς έκανε χρόνια τώρα.

— Απ’ τη μέρα, που συχωρέθηκε η ψυχομάνα, πάνε τρεις μέρες τώρα — είπε η κοπέλα — δεν είχε βγει από το σπίτι. Εχθές είπε πως στενοχωρήθηκε μέσα στο σπίτι κι έφυγε. Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ’ αργήσει σαν πάντα…

— Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος.

— Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάνα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδίς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μόλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία. Αυτό δα ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας…

— Καλά, παιδί μου, — της έκοψε την κουβέντα ο αστυνόμος — αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Για πες μου τώρα! Απ’ τον καιρό, που πέθανε η μακαρίτισσα, είχε δείξει καμιά διαφορά ο αφέντης σου; Θέλω να πω φαινότανε λυπημένος έκλαιγε, είπε τίποτα σημαδιακά λόγια;

Η κοπέλα αναστέναξε, χαμογελώντας μαζί.

— Θεός σχωρέσ’ τόνε! Έδειχνε ποτέ τίποτες ο χριστιανός; Αμ’ αυτός καλά καλά, ούτε την έκλαψε, που λέει ο λόγος, τέτοιαν άγια γυναίκα. Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές. Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου τ’ αχείλι του να βγάλει λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκιά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου…

Ο αστυνόμος άκουγε βαρετά κι ανόρεχτα, με συχνά χασμουρητά. Καταλάβαινε πως η ανάκριση ήτανε για τον τύπο. Για έγκλημα ούτε ιδέα! Νταραβέρια ο Καπετάν-Πρέκας δεν είχε με κανένα, κακό ανθρώπου δεν είχε κάνει ποτές του και λίγοι μέσα στο νησί ήτανε τόσο αγαπημένοι και καλοδεχούμενοι παντού σαν κι αυτόν. Τι ήθελες να γίνει λοιπόν; Καθώς ήτανε σκυφτός στο μόλο, απάνω στο αρμίδι του, θα τον πήρε ο ύπνος, θα ’γειρε το κορμί του μπροστά και θα ’πεσε στη θάλασσα. Ψυχή στο μόλο δεν ήτανε τέτοια ώρα. Κάτι άλλα γεροντάκια που ψαρεύανε πάντα μαζί του, του κάνανε παρέα κάμποση ώρα κι ύστερα φεύγανε. Αυτός πάντα έμενε τελευταίος. Αυτά τα ήξερε όλο το νησί κι απ’ την ανάκριση, που έγινε, βεβαιωθήκαμε. Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μόλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι αδύναμος, πάλεψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώσει. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.

— Αυτά λοιπόν, παιδί μου… ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της.

— Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάσει ο Θεός! Κι απ’ τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τα ’φερνε στην ψυχομάνα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια! Γεμάτο το σπίτι απ’ τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ’ το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πως να το πω; αμίλητος … Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκωμούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε. Έλεγε πως δεν την αγαπάει, πως δεν την πονεί, μαθές, όπως αγαπάνε και πονούνε οι άλλοι άντροι τις γυναίκες τους. Θεός σχωρέσ’ τον, μα...

Η γλώσσα του θηλυκού είχε πάρει δρόμο κι έκοβε κι έραβε. Ο αστυνόμος την αντίσκοψε.

— Καλά, παιδί μου! Αυτά δεν μας ενδιαφέρουνε. Φτάνει. Σύρε στο καλό …

Και γυρίζοντας κατά τον γραμματικό, που ’γραφε, του είπε:

— Περί αυτοκτονίας, ούτε ιδέα! Τι λες κι εσύ;

— Σύμφωνος! είπε ο γραμματικός.

Και οι άνθρωποι της Εξουσίας, ευχαριστημένοι απ’ τη δουλειά τους και ήσυχοι, πως οι σκοτούρες τους τελείωναν ως εδώ, κλείσανε τα χαρτιά τους, με χασμουρητά, και σηκώθηκαν να κατεβούνε στον καφενέ.

Μα και κανένας δεν πολυσκοτίσθηκε να μάθει το πώς και το γιατί πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας. Λεφτά δεν είχε, ούτε κληρονόμους για να σκαλίσουν τη δουλειά, να βάλουν υποψίες με το νου τους και να μαλλιοτραβηχθούν γύρω απ’ τον ξαφνικό θάνατό του. Και μια φορά που η Αστυνομία, που τα ξεψαχνίζει όλα και βγάζει την αλήθεια μέσ’ απ’ το πηγάδι, είπε καθαρά και ξάστερα, πως ό,τι γίνηκε, γίνηκε από κακή ώρα, έλειψε και η περιέργεια του κόσμου και μαζί με τον τάφο του Καπετάν-Πρέκα κλείσανε και τα στόματα των γυναικών στις γειτονιές και τους αυλόγυρους.

Αν ήτανε νέος, παλικάρι, ο Καπετάν-Πρέκας, θα μπορούσε να πει κανένας πως ο ξαφνικός του θάνατος, τρεις μέρες ύστερ’ απ’ το θάνατο της γυναίκας του, δεν ήτανε, που λέει ο λόγος, από Θεού. Ποιος ξέρει! Είναι κι αντρόγυνα που μοιάζουνε σαν τα τρυγόνια…

— Όμως στον καιρό μας, — όπως έλεγε κι η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, η γριά η κλησάρισσα του Αϊ-Παντελεήμονα, φιλόσοφος παρανόμι και πράμα, — στον καιρό μας, παιδί μου, τέτοια πράματα δεν γίνονται πια. Οι χηρευάμενοι, παιδί μου, τώρα που ’γινε άσπρος ο Χάρος, παχαίνουν και φουσκώνουν; σαν τα καπόνια, κι οι χήρες, όταν έρχονται στην εκκλησιά για τα σαράντα, έχουνε διπλά προγούλια. Στα κόλλυβα του χρόνου πια, μην τα ρωτάς, παιδί μου! Τύφλα να ’χουνε όλα τα μαντζούνια κι όλα τα κουκουνάρια του κόσμου, μπροστά στη θλίψη της χηρείας. Μονάχα οι μανάδες απομείνανε, συφορά τους! να κλαίνε τα πεθαμένα τους παιδιά …

Όσο για τον Καπετάν-Πρέκα ούτε λόγος να γίνεται. Γέρος άνθρωπος, ένα σάψαλο εκεί, σαράντα χρόνια παντρεμένος, αυτό του ’λειπε. Να πάει ν’ ανταμώσει την τρυγόνα του!

— Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν του ’ρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ’ όσα του ήτανε γραφτό να ζήσει, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ’ το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρεί το μαύρο πουκάμισο ο παλιόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου ...

Ωστόσο ο Καπετάν-Πρέκας θάφτηκε δίπλα στη γριά του, κι αν δεν μοιράστηκε μαζί της το υστερνό κρεβάτι, μοιράστηκε τον ίσκιο ενός γέρικου πεύκου.

— Κρίμα! είχε πει η γριά Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, που δεν ήτανε βολετό ν’ ανοίξουνε το λάκκο της γριάς του και να της τον βάλουνε στην αγκαλιά της. Να κοιμηθούνε σαν τα τρυγονάκια, τα πουλάκια μου!...

 

— Λοιπόν! ν’ ακούσεις αυτό που σου λέω εγώ. Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του!

Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που του ’χε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με τ’ αληθινό του τ’ όνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε. Μα καλαφάτηδες με το ίδιο τ’ όνομα ήτανε κι άλλοι. Για να τον βρεις έπρεπε να γυρέψεις τον Γιάννη τον Μακαρίτη. Να πούμε την αλήθεια, δεν του ’μοιαζε καθόλου για μακαρίτης. Ολοστρόγγυλος, καλοθρεμμένος, ροδοκόκκινος, με κάτι μάτια γεμάτα φωτιά και πονηρία ήτανε ζωντανός απ’ τους πιο ζωντανούς. Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι. Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και να ’κανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κι έκοβε την κουβέντα. Απ’ τη στιγμή όμως που ’κλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του. Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι όποιος ήθελε να μάθει για τα πεθαμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτσει.

Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

Και ξαναχτύπησε τη γροθιά του, κάνοντας να ξεχειλίσει μια κανάτα, γεμάτη μπρούσκο κρασί, απιθωμένη καταμεσής του τραπεζιού.

— Εβίβα! του είπε ο Ρήγας του Μαθιού, ένας βαρελτζής απ’ την Κούμη, που τον συντρόφευε. Και σήκωσε το ποτήρι του.

— Γιατί τάχα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Σου φαίνεται παράξενο τάχα;

— Βρε βάλε να πιούμε, ξαναείπε ο Ρήγας του Μαθιού. Λόγια σα πέρα θα λέμε τώρα;

Και χτύπησε το αδειανό του ποτήρι στο τραπέζι, σκουπίζοντας με το ζερβί του τα δασά του μουστάκια.

— Καλά, μαστρο-Ρήγα! έκανε πειραγμένος ο Γιάννης. Με συμπαθάς... Σα με πήρες για παλαβό, που δεν ξέρω τι λέω...

Ο Ρήγας του Μαθιού χαμογέλασε πρόσχαρα.

— Σαν το θέλεις, μωρέ μάτια μου, έτσι είναι. Μήπως είπα το ενάντιο; Θα κακοκαρδίσομε τώρα για το μακαρίτη τον Πρέκα; Σα βαρέθηκε τη ζωή του και πήρε βουτιά στο μόλο, λογαριασμός δικός του! Ας δώσει λόγο εκεί που βρίσκεται. Μετρημένα μονάχα τα λόγια σου, να μην πάνε στ’ αυτιά της Εξουσίας και σε σέρνουνε στην Ανάκριση..,

— Την Εξουσία να την απαυτώσω, μουρμούρισε ο Γιάννης, με συμπάθιο! Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ’ τη μύτη της...Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ’ ακούσεις, πως ο Καπετάν-Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξει τον καημό της γριάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας!

Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια.

— Σου το μήνυσε; είπε,

Ο Γιάννης ο Μακαρίτης πετάχθηκε απάνω θυμωμένος, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και τράβηξε ένα μικρό πραματάκι από μέσα.

— Το βλέπεις αυτό;

— Ένα δαχτυλίδι.

— Το δαχτυλίδι του Καπετάν-Πρέκα. Τι λες τώρα;

— Πώς βρέθηκε στα χέρια σου;

— Δική μου δουλειά. Το βρήκα στο μόλο...

— Γιατί δεν το ’δωκες στην Εξουσία;

— Την Εξουσία σου είπα την έχω απαυτώσει. Το δαχτυλίδι θα πάει στην εικόνα, που μου παράγγειλε.

Ο Ρήγας του Μαθιού τον κοίταξε τώρα στα μάτια σα χαζός.

— Το ’ξερες λοιπόν, θεοσκοτωμένε;

— Δεν ήξερα τίποτε, που να ξεραθώ! Εκείνο το βράδυ τον αντάμωσα που τραβούσε κατά το μόλο. «Άκου, συμπέθερε! μου λέει. Πάρε τούτο το δαχτυλίδι. Εμένα τα δάχτυλά μου φυράνανε κι εκεί που ψαρεύω με παίρνει καμιά φορά ο ύπνος και θα μου πέσει στο γιαλό. Φύλαξε το και μου το δίνεις ταχιά». Μου ’δωκε το δαχτυλίδι και με καλονύχτισε. Σε λίγο κοντοστάθηκε: «Άκου, συμπέθερε! Τι να το κάνω τώρα το δαχτυλίδι, σαν έχασα τον άνθρωπό μου; Αν περάσεις από καμιά εκκλησία, κρέμασέ το της Παναγιάς, για το συχώριο της Μαριγώς...» Και ώσπου να καταλάβω, κατηφόρισε βιαστικά. Έκανα να του μιλήσω, μα δε στάθηκε ν’ ακούσει... είχε σκυμμένο το κεφάλι του και κατηφόριζε σαν να τον κυνηγούσαν.

— Τι λες, βρε παιδί; έκανε ο Ρήγας του Μαθιού, σκυμμένος απάνω στο δαχτυλίδι, τριμμένο απ’ την πολυκαιρία και φτενό φτενό σα χαλκαδάκι.

— Πιστεύεις τώρα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Ο Ρήγας του Μαθιού έκανε το σταυρό του.

— Όλα γίνονται στον κόσμο, Γιάννη παιδί μου. Τι να πω κι εγώ;… Θα πιούμε άλλο;

Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του.

— Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θα ’ρθεις μαζί;

Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ’ ένα παλιόχαρτο και το ’χωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κι οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.

 

 

αρχή

 



 

Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάσει να ξαναϊδεί τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κι η αγάπη του στο παραθύρι. Μονάχα ένας γαλατάς, μ’ ένα τουλούμι φορτωμένο σ’ ένα γάιδαρο, έριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

— Δυο μέρες αλισβερίσι! είπε. Παραβιάστηκε να πεθάνει ο χριστιανός.

Ως το βράδυ, το βασίλεμα, απ’ το λεβέντικο κορμί και τη χαρούμενη καρδιά του Πέτρου δεν είχε απομείνει άλλο μέσα στο μαγαζάκι παρά ένα όνομα κι ένας καημός.

 

Μέσ’ απ’ τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού, πίσω στο μικρό περιβολάκι, κάτω απ’ τη φουντωτή λεύκα, τρεις χαροκόποι κι ο παραγιός του Πέτρου κάνανε την παρηγοριά. Ήτανε η τακτική παρέα του μακαρίτη. Μονάχα γι’ αυτούς άνοιξε σήμερα η κάνουλα κι άναψε το τετράγωνο φανάρι, κρεμασμένο από ένα κλαδί της λεύκας. Το σκαμνί του Πέτρου μονάχα ήτανε αδειανό απόψε κι ένα ποτήρι γεμάτο στη θέση του.

— Ψεύτικος κόσμος, πανάθεμα τον! είπε ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης ο μαραγκός.

— Ό,τι φάει κι ό,τι πιει κανένας... αναστέναξε ο Θανάσης ο Βιόλας ο παπλωματάς, σκύβοντας τ’ ολοστρόγγυλο κεφάλι του απάνω στην ολοστρόγγυλη κοιλιά του.

— Κι ό,τι αγαπήσει! είπε με ψιλή φωνούλα ο Μαθιός ο γυρολόγος, τραγουδιστής με τ’ όνομα και μερακλής ακουσμένος.

Ο παραγιός ο Εύθυμης, ένα παιδί δεκάξι χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του.

Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλευε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψει. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του. Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ίσκιους και δροσιές.

— Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ’ το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του. Σαν νοιώσει τη δροσιά του μες στη ρίζα του, αναγαλλιάζει η φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γλυκοσαλεύουνε και γλυκοτραγουδούνε. Μερακλίδικο δέντρο, μα την πίστη μου! Μόνο φωνή που δεν έχει να σου μιλήσει σαν άνθρωπος.

Ο Μαθιός ο γυρολόγος σήκωσε το γεμάτο ποτήρι, που ήτανε στη θέση του μακαρίτη, και το άδειασε στη ρίζα του δέντρου.

— Έτσι συνήθιζε να το κάνει ο καημένος ο Πέτρος, είπε. Ας ευχαριστηθεί η ψυχή του εκεί που βρίσκεται.

Οι άλλοι χαμογελάσανε πικρά.

— Παράξενο σου φαίνεται; ξαναείπε ο Μαθιός. Άνθρωπος και δέντρο ένα πράμα είναι. Όπως συνηθίσει κανένας. Άλλα δέντρα διψάνε το νερό και τούτο διψάει το κρασί.

— Αλλοίμονο! είπε ο Θανάσης ο Βιόλας. Ο άνθρωπος πάει και τούτο μένει. Ποιος το ξέρει; Όλοι μας θα πάμε και τούτο θα βρίσκεται ακόμα. Θα ψηλώνει και θα θεριεύει. Άλλοι θα ’ρθουν να πιούνε κι άλλοι να τραγουδήσουνε στον ίσκιο του.

Τσουγκρίσανε τα ποτήρια: «Θεός σχωρέσ’ τόνε!»

— Έννοια σου και τίποτε δε θα μείνει σε τούτον τον κόσμο! είπε σιγά και θλιβερά ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης. Έχουνε και τα δέντρα τη μοίρα τους. Άλλα το τσεκούρι, κι άλλα τ’ αστροπελέκι, κι άλλα το σκουλήκι στη ρίζα. Αυτό είναι το χειρότερο. Ο κρυφός καημός ...

— Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά.

— Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε.

— Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τήνε ξέχασε.

— Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι. Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σου ’φερε τα μαντάτα!

— Ωχ! καημένε! μουρμούρισε ο Γιαννιός. Είσαι μικρός ακόμα και δεν ξέρεις τον κόσμο. Εδώ ξεχνάνε οι ζωντανοί και τους πεθαμένους γυρεύεις; Δε στρίβεις το καντούνι να τήνε ιδείς! Στο παραθύρι κάθεται και ... «μήλο καθαρίζει», που λέει και το τραγούδι.

Ο Μαθιός σήκωσε το ποτήρι του και τ’ άδειασε ως τον πάτο. Ήτανε σαν αλαφιασμένος.

— Και τι με τούτο; είπε. Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι αν τον αγαπούσε; Κι αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τόνε κλαίει τώρα;.

— Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ’ το μουστάκι του. Σαν είναι έτσι το πράμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζει ζωή να μη σε κλάψει του λόγου σου.

Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε.

— Τι θέλεις να μας πεις, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι αγαπάει το Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρεις του λόγου σου.

Ο Μαθιός κοκκίνισε ως τ’ αυτιά.

— Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν’ αγαπήσει όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.

— Δεν τ’ αφήνετε αυτά τώρα; είπε ο Θανάσης. Αλί σ’ αυτόν που χάθηκε.

Πήρε την κανάτα και γέμισε τα ποτήρια. Τσουγκρίσανε πάλι.

— Θεός σχωρέσ’ τόνε!

 

Πίνανε κάμποσην ώραν αμίλητοι. Πού και πού ένα τραγουδάκι ανέβαινε ως τα χείλια κανενός και ξεψυχούσε. Δεν ήτανε ημέρα σήμερα για τραγούδια. Πού και πού κανένας λόγος ξεπετούσε μ’ έναν αναστεναγμό,

— Ψεύτικος κόσμος! Άσ’ τόνε να πάει να χαθεί.

Ο Μαθιός έβραζε από μέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήσει, να ξεφωνήσει, να βγάλει μια φωνή που να φτάσει ως τ’ άστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Η φωνή του τρεμουλιαστή, διάφανη, κρουσταλλένια, γέμισε τη νύχτα με μια γλύκαν ασύγκριτη. Έκρυβε τέτοιο παράπονο μέσα της, που μπορούσε να ραγίσει και τα λιθάρια. Ολονών τα μάτια βουρκώσανε.

— Έτσι ντε! Ψαλτικά μάλιστα, είπε ο Θανάσης. Ν’ αναγαλλιάσει κι η ψυχή του μακαρίτη, εκεί που βρίσκεται.

Ο Μαθιός αναστέναξε. Ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του και κοιτάζοντας κατά τον ουρανό με τα μεγάλα, λιγωμένα μάτια του, ξανάρχισε με μια φωνή πιο τρεμουλιαστή τώρα, μια φωνή παθιάρα, με κάτι παραπονετικά παιγνίδια, σα λάλημ’ αηδονιού. «Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σποδός. Πάντα σκιάς ασθενέστερα. Πάντα ονείρου’ απατηλότερα».

Γυρίσανε όλοι και τόνε κοίταξαν με μάτια βουρκωμένα. Όταν σταμάτησε λίγο κι αναστέναξε βαθιά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους.

Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα».

Σαν έσβησε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ’ τα μάτια του. Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ’ το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκιά και κρουσταλλένια:

«Ωχ! Αγγελικούλα μου!»

Όλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβήσει ανάμεσα στα κλαδιά. Και το φουντωτό δεντράκι, που το ’χε φυτέψει ο Πέτρος ο Βάγιας με τα χέρια του, απλωνότανε τώρα σα μαύρο, βουρκωμένο σύννεφο απάνω απ’ τα κεφάλια των χαροκόπων.

 

 

αρχή

 



 

Δώδεκα παιδιά είχε αποκτήσει ο μακαρίτης ο μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, με τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το Μοσχαδώ· έξι αρσενικά και έξι κορίτσια. Υστερνός από όλους ο Μοναχάκης. Ο Μοναχάκης ο μικρός, ο χαδούλης, με τ’ όνομα. Ίδιος κι απαράλλακτος ο πατέρας του. Είπε και τον έκανε.

— Τούτο είναι το δικό μου παιδί, έλεγε ο γέρος, χωρατεύοντας κάποτε τις καλές μέρες, που μαζεύονταν όλοι αρσενικοί και θηλυκοί, ένα τσούρμο παιδιά και αγγόνια, στο σπίτι του μαστρο-Αποστόλη. Κανένας σας μαθές δε μου ’μοιασε ούτε στη λεβεντιά, ούτε στη γνώμη. Μοναχάκης και πάλε Μοναχάκης. Καλόγνωμος και στοχαστικός σαν τον πατέρα του. Τα λόγια του μετρημένα σαν κορίτσι! Τα μάτια σκυμμένα. Ένα λόγο να του πεις κοκκινίζει και γίνεται παπαρούνα.

Και τον χάιδευε στον ώμο. Ο Μοναχάκης κοκκίνιζε, έσκυβε τα μάτια. Ο γέρος αναστέναζε. Τα ’φερνε γύρω για να θυμηθεί πάντα τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του.

— Έτσι ήμουνα κι εγώ παιδί. Όταν έδωκε ο Θεός και πήρα τη μακαρίτισσα τη μάνα σας, ντρεπόμουνα να της μιλήσω. Θεός σχωρέσ’ την, μέρα που είναι! Τριάντα χρόνια ζήσαμε μαζί, μονιασμένοι και αγαπημένοι· ψυχρό λόγο δεν άκουσε ο ένας από τον άλλον. Το Μοσχαδώ απάνω, το Μοσχαδώ κάτω. Κι εκείνη τον Αποστόλη της. Άλλος από τον Αποστόλη δεν ήταν στον κόσμο. Μια μέρα να μη την έβλεπα, έχανα τον κόσμο. Ο Θεός μας έδωκε με το τσουβάλι τα παιδιά. Γέμισε το σπίτι παιδιά. Το Μοσχαδώ τίποτε! Πρώτα ο Αποστόλης κι ύστερα όλα τα παιδιά. Κι εγώ πάντα κοντά της. Τη δουλειά μου στο σπίτι την είχα. Στον αυλόγυρο όλη την ημέρα. Τα βαρέλια εκεί, οι ντούγες, τα τσέρκια, τα σύνεργα όλα στον αυλόγυρο. Ντακ και ντουκ όλη την ημέρα. Δεν περνούσε ώρα να μην έρθει το Μοσχαδώ κοντά μου. Όλο και κάτι εύρισκε να με ρωτήσει. Πότε για τα παιδιά, πότε για το φαί, πότε για το ένα, πότε για το άλλο. Εγώ το καταλάβαινα. «Μοσχαδώ, σου το είπα, στιγμή δεν μπορείς να κάνεις χωρίς εμένα». Κι εκείνη θύμωνε μαθές, Θεός σχωρέσ’ την, μέρα που είναι και μου ’λεγε: «Την όρεξή σου έχω...» κι έφευγε τάχα κακιωμένη. Και πάλι να σου την! Όταν τελείωνα τη δουλειά, με λυπότανε κάποτε και μου ’λεγε: «Δεν πας και συ μαθές, Αποστόλη, στον καφενέ, να σεκλετισθείς, να πάρεις τον αέρα σου. Σε βαρέθηκα να σε βλέπω...» Στον καφενέ! Τι να κάνω στον καφενέ; «Στα καρφιά κάθεται ο Αποστόλης, μου λέγανε στον καφενέ. Άιντε πήγαινε, Αποστόλη, να μη σε δείρει η γυναίκα σου!...» Καλότυχοι, τόσο ήξεραν, τόσο έλεγαν... Πάνε κείνα τα χρόνια. Μου την πήρε ο Θεός, δόξα να ’χει τ’ όνομά του. Από τότε δεν είμαι στον κόσμο τούτο· είμαι από τον άλλον κόσμο. Ζωντανός και πεθαμένος. Εγώ σας το είπα, παιδιά μου, σαν πάω ν’ ανταμώσω το Μοσχαδώ, χαρά να το ’χετε, κανένας να μη με κλάψει. Κόκκινα να ντυθείτε...

Και τον έπαιρναν τα κλάματα το γέρο. Τα παιδιά του αγρίευαν:

— Μέρα που είναι, πάλε τα κλάματα άρχισες, πατέρα; Είναι γρουσουζιά μαθές τέτοια μέρα.

— Συμπαθάτε με, παιδιά μου, δεν το θέλω κι εγώ, έλεγε ο γέρος. Μα έτσι, σαν κουβεντιάζω για τη μάνα σας, θαρρώ πως την έχομε μαζί μας στο τραπέζι, μέρα που είναι.

Και γύριζε πάλε στον Μοναχάκη, σκουπίζοντας τα μάτια του.

— Να, τούτος, μου ’μοιασε, ο Μοναχάκης. Ίδιος κι απαράλλακτος. Καλόγνωμος και πονετικός σαν κι έμενα. Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρει. Όπως έζησα εγώ με τη μακαρίτισσα τη μάνα σας, άμποτε να ζήσει κι αυτός. Μονοιασμένα κι αγαπημένα. Ο Θεός μόνο να μη του δώσει το κακό που είδανε τα μάτια μου. Μαζί να ζήσουν και μαζί να πεθάνουν, να μην ιδούνε χωρισμό τα μάτια τους.

Ο Μοναχάκης κατέβαζε τα μάτια του.

— Δεν παντρεύομαι εγώ, πατέρα. Εγώ θα γηροκομήσω με το Κυρατσώ. Τα ’χομε ειπωμένα.

Το Κυρατσώ, η μεγαλύτερή του αδελφή, χηρεμένη από χρόνια, που τον είχε αναστήσει στα χέρια της, τον χάιδευε στην πλάτη.

— Μαζί Μοναχάκη, μαζί θα γηροκομήσομε.

 

Όταν έφυγε ο μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης ν’ ανταμώσει τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το κομπόδεμα τ’ άφησε στον Μοναχάκη. «Ό,τι έχω και δεν έχω για το Μοναχάκη είναι. Τ’ άλλα τα παιδιά πήραν το δικό τους». Ο Μοναχάκης σαν πήρε το κομπόδεμα, κάμποσα κολονάτα, ξεμπαρκάρισε από τη μπομπάρδα του γαμπρού του, που ήταν τσαρμαρισμένος, λοστρόμος άξιος με τ’ όνομα, κι ένα πρωί μπαρκάρισε για τη Σκιάθο.

— Αφήνομε υγεία, είπε στο Κυρατσώ, την αδελφή του. Άλλαξα γνώμη. Πάω στο Σκιάθο να παντρευτώ.

Το Κυρατσώ ξαφνίστηκε. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Στη Σκιάθο! Γιατί μαθές στη Σκιάθο; Χαθήκανε τα κορίτσια στη Σκόπελο;

— Δεν έχομε μαθές, Μοναχάκη, κορίτσια στο Σκόπελο; Οι Σκιαθίτισσες πλιο σου πήρανε την καρδιά σου;

Ο Μοναχάκης χαμογέλασε.

— Καλό και άξιο το Σκόπελο και τα κορίτσια του. Μα το ταίρι που θέλει ο Μοναχάκης δε βρίσκεται στο Σκόπελο.

Σα βγήκε στη Σκιάθο ο Μοναχάκης, η καρδιά του λαχτάρησε. Κάτω στο καρνάγιο καμαρωτό και περήφανο, έτοιμο να πέσει στη θάλασσα, με την αρματωσιά του λεβέντικη στεκότανε απάνω στα σκαριά, ένα καινούριο μπρίκι. Έλεγες πως ζητούσε να ξεφύγει μόνο του από τα σκαριά, να γλιστρήσει στο γιαλό και να σχίσει τη θάλασσα. Η καρδιά του Μοναχάκη λαχτάρησε.

— Να ’χω την ευχή του πατέρα μου! Να την η νύφη που μου πρέπει. Καλή και μπιστεμένη, άξια και όμορφη.

Μια και δυο κίνησε και πήγε στο σπίτι της Μαχούλας της αδελφής του. Ο γαμπρός του, ο πρώτος μάστορης στη Σκιάθο. Ο μαστρο-Γιαλής με τ’ όνομα. Τα καλύτερα καράβια της Σκιάθος από τα χέρια του περάσανε — ο μαστρο-Γιαλής με τα χρυσά τα χέρια. Η δόξα του στα πέλαγα τριγύριζε. Όταν λέγανε οι μαρνέροι, αγναντεύοντας στο πέλαγο, «σκιαθίτικο καράβι», κολλούσανε τα χείλια τους. μαστρο-Γιαλής και πάλε μαστρο-Γιαλής. Άλλος μάστορης σαν αυτόν δε στάθηκε. Χρυσά χέρια. Άνθρωπο μονάχα δεν μπορούσε να σκαρώσει με τα χέρια του. Ο Μοναχάκης μια και δυο στην αδελφή του. Τους βρήκε που τρώγανε ψωμί. Δεν ξέρανε τι να του κάνουν. Ο Μοναχάκης ο χαϊδεμένος, ο Μοναχάκης «ο μικρός», όπως τον έλεγαν, ο Μοναχάκης ο καλόγνωμος! Θυσία τα πάντα για τον Μοναχάκη. Σα φάγανε και ήπιανε, ο Μοναχάκης στριφογύρισε μια το κομπολόι στον αέρα.

— Κάτι θα σου πω, Γιαλή, είπε.

— Ό,τι θέλεις, Μοναχάκη. Χατίρι δικό σου δε χαλάει.

— Το μπρίκι που ’χεις στα σκαριά κάθισε στην καρδιά μου.

— Το καμαρώνω εγώ που το ’κανα, είπε ο Γιαλής. Πετυχημένο καράβι. Όλα δεξιά μου ήρθανε σε τούτο το καράβι. Δε βαρυγκώμησα μια στιγμή απάνω του. Ο κερεστές του τεφαρίκι· τα ξάρτια του βασιλικά· τα καρφιά του μαλαματένια. Λες και χλιμιντράει σαν το άτι απάνω στα σκαριά. Καμαρωτό σαν κοπέλα. Την ξέρεις την παραξενιά μου, καράβι δεν παίνεσα ως τα τώρα, που βγήκε από τα χέρια μου. Η καλύτερη κοπέλα της Σκιάθος δε βγαίνει μπροστά στην «Αθηνά».

— Άκουσε, Γιαλή, είπε ο Μοναχάκης, μετρώντας στοχαστικά τις χάντρες του κομπολογιού του. Τήνε θέλω την «Αθηνά». Για ποιον την έχεις σκαρώσει;

Ο Γιαλής πετάχτηκε από το σκαμνί του.

— Έλα μαζί, Μοναχάκη. Τυχερό σου θα είναι. Πάμε να βρούμε τα παιδιά του Καπετάν-Τσοβού. Τον έχεις ακουστά τον Καπετάν-Τσοβό. Γι’ αυτόν την έχω σκαρωμένα. Ο Καπετάν-Τσοβός πέθανε τις προάλλες, στο τελευταίο του ταξίδι στην Οδέσσα, μέσα στο μεγάλο του το μπάρκο την «Ευαγγελίστρια». Πούντιασε και πέθανε. Τα παιδιά του το ’χουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια.

Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του.

— Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρεις καμιά κοπέλα!

Ο Μοναχάκης χαμογέλασε.

— Κοπέλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλα της Σκιάθος!....

 

.... Ανήμερα τ’ Αϊ-Γιαννιού η «Αθηνά», καμαρωτή και περήφανη, με γάπιες και παπαφίγκους, έβγαινε πρίμα από το λιμάνι για το πρώτο της ταξίδι. Καπετάνιος ο Μοναχάκης ο Κουμιώτης. Όλο το νησί είχε κατεβεί κάτω στο γιαλό. Ο μαστρο-Γιαλής κάτω στην αμμουδιά κουνούσε το μεγάλο κόκκινο μαντήλι του.

— Ώρες καλές! Καλορίζικα, Μοναχάκη! Την καλύτερη κοπέλα της Σκιάθος εσύ την πήρες. Να ζήσετε και να γεράσετε...

Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν’ αποχαιρετούσε τα παιδιά του.

— Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή «Αθηνά»!

Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακριά, στον πρωινόν ήλιο. Οι κοπέλες της Σκιάθος από τα παράθυρα και τις πεζούλες στα ψηλώματα, με τα ωραία μαλλιά, γυαλιστερά και κατάμαυρα από το χόχλο, με τα μαύρα παιχνιδιάρικα μάτια, κουνούσαν με γέλια τα μαντήλια, αποχαιρετώντας τον καπετάνιο.

— Ο Μοναχάκης ο περήφανος μαθές που δε σήκωνε τα μάτια...

 

Τριάντα χρόνια — μια ζωή — κυβέρνησε ο Καπετάν-Μοναχάκης την «Αθηνά». Ο Καπετάν-Μοναχάκης πάντα άξιος και καλόγνωμνος, η «Αθηνά» πάντα καλοθάλασση και προκομμένη. Ούτε αδέρφια, ούτε συγγενείς. Η «Αθηνά» και πάλε η «Αθηνά». Πάντα ταξίδια, πάντα φουρτούνες. Τον Μοναχάκη δεν τον σήκωνε το λιμάνι. Σαν καθότανε μια βδομάδα στο λιμάνι ο Μοναχάκης αρχίζανε να τον τρων τα νύχια του.

— Με μαράζωσε η στεριά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω.

Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε.

— Εγώ θα του δώσω, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται. Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλικάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Οι αδερφάδες του, τ’ ανίψια του, τα ξαδέρφια του — δώδεκα παιδιά είχε κάνει ο μακαρίτης ο μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης, ο πατέρας του, με τη μακαρίτισσα το Μοσχαδώ τη γυναίκα του — ένα σόι τρικούβερτο, τον σταύρωναν.

— Σε καλό σου, Μοναχάκη... Κάτσε να κάνομε Λαμπρή μαζί, κάτσε να κάνομε Χριστούγεννα.

Αυτός τίποτε.

— Τι με θέλετ’ εμένα; Δόξα σοι ο Θεός, ένα τσούρμο παιδιά και θυγατέρες έχετε. Τι με θέλετ’ εμένα;

Και πάντα στο καράβι. Εκεί να φάει, εκεί να κοιμηθεί. Καμιά φορά ξεγελιόταν κι έτρωγε ψωμί με τους δικούς του. Στα καρφιά καθότανε.

— Στρώσε να κοιμηθείς, Μοναχάκη. Μέλι μαθές έχει το καράβι; Νύχτα ώρα, σκοτάδι, πού θα πας, χριστιανέ μ’ στο λιμάνι; Γέρος άνθρωπος είσαι· θα πέσεις να τσακιστείς.

Αυτός τίποτε.

— Η γριά περιμένει. Καλή σας νύχτα... κι έφευγε. Η αδερφή του η μεγάλη, το Κυρατσώ, τον πείραζε.

— Καλά έκανες και δεν παντρεύτηκες, Μοναχάκη. Θα σε χώριζε η γυναίκα σου...

Στον καφενέ το ίδιο. Κάτω στο γιαλό ήταν ο καφενές του Καπετάν-Πεφάνη. Μια φορά, στον καλό καιρό, ήτανε ανεμόμυλος. Με τον καιρό ρήμαξε, άρχισε να γκρεμίζεται, και μόνο τα πινά του έστεκαν ακόμα, σα μαδημένες φτερούγες, που γύριζαν ανώφελα και λυπητερά, σα φυσούσε δυνατός αέρας απάνω από το χάλασμα. Ο Καπετάν-Πεφάνης, σαν τσάκισε κανένα δυο γολέτες κι άλλα τόσα μπρίκια, τσάκισε κι αυτός στο τέλος, πρήστηκαν τα πόδια του, πέρασε από την Επιτροπή, είδαν κι οι γιατροί τα χάλια του και τον λυπήθηκαν — πήρε τη σύνταξή του. Κι από καπετάνιος έγινε καφετζής στον ανεμόμυλο. Στον καφενέ του μαζευόντουσαν όλα τα γεροντάκια, όλοι οι καραβοτσακισμένοι. Πίνανε τον ναργιλέ τους και τρίβανε τους ρεματισμούς τους, θυμάμενοι τα παλιά τους. Ο Καπετάν-Πεφάνης έφκιανε και κάτι μπλάστρια για τους πόνους, με λιβάνι και τρεμεντίνα, ένα κι ένα για τους ρεματισμούς. Κι από τότε που ’βαλε μπροστά την καινούργια τέχνη, οι δουλειές του πήγαιναν καλά. Πουλούσε περισσότερα μπλάστρια από καφέδες και λουκούμια. Ο Καπετάν-Μοναχάκης, όταν τύχαινε στο λιμάνι, κατέβαινε τ’ απομεσήμερο στον καφενέ να φουμάρει τον ναργιλέ και ν’ ανταμώσει τον ξάδερφό του τον Γιαννιό τον Μελιγκόνη. Μελιγκόνης ήταν το παρατσούκλι του, γιατί παραπατούσε πάντα σαν τον μέρμηγκα, πιωμένος από το πρωί ως το βράδυ. Ωστόσο τον αγαπούσε ο Καπετάν-Μοναχάκης και τον έκανε χάζι. Ο Γιαννιός το ίδιο. Σαν τον έβλεπε και κατέβαινε, άρχιζε τα χωρατά.

— Ακόμα εδώ είσαι, Μοναχάκη; Παρακάθισες. Πότε θα σαλπάρεις;

— Δε μας σηκώνει η στεριά, γερο-Μελιγκόνη. Όσο βαστάμε θα ταξιδεύομε;

Ο Γιαννιός τον πείραζε πάλι.

— Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και δεν το κατάλαβες. Με τα μπλάστρια του Καπετάν-Πεφάνη πολεμάς να βασταχτείς.

Αλήθεια εδώ και λίγα χρόνια ο Μοναχάκης είχε αρχίσει να κάνει πούληση του Καπετάν-Πεφάνη.

— Δίκιο έχεις, Μελιγκόνη, έλεγε ο Μοναχάκης. Τα γεράματα μας πλάκωσαν κι εμένα και την «Αθηνά». Και οι δυο με τα μπλάστρια βαστιόμαστε. Μα τι το θέλεις; Δε μας σηκώνει η στεριά.

Και καθότανε στα καρφιά. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά. Πού τον είδες πού τον έχασες τον Καπετάν-Μοναχάκη! Φουμάριζε τον ναργιλέ του και το νου του στο καράβι. Όξω χαλούσε ο Θεός τον κόσμο, ο άνεμος ξερίζωνε τα δέντρα, η θάλασσα έβραζε όξω, ο Μοναχάκης χαμπάρι.

— Αφήνομε υγεία, ξάδερφε. Καιρός να σαλπάρομε.

Ο Μελιγκόνης έκανε το σταυρό του.

— Έλα Χριστέ και Παναγιά. Βρήκες πάλι τον καιρό να ταξιδέψεις, με την ισημερία!

Ο Καπετάν-Μοναχάκης τίποτε. Δεν είχε βαστημούς. Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε...

Όταν καμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ’ από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ.

— γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου.

Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του.

— Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχεις μέρες, στη φωτιά να πέσεις θα γλιτώσεις.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης κατέβαινε πάλι στον καφενέ. Ο γερο-Μελιγκόνης άρχιζε πάλι.

— Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και γνώση δεν έβαλες.

— Ας είναι καλά τα μπλάστρια του καπετάν-Πεφάνη. Μπλάστρια εγώ και μπλάστρια η «Αθηνά» καλά βαστιόμαστε για την ώρα. Είμαστε τώρα και οι δυο φρεσκοπαλαμισμένοι. Την παλάμισα την «Αθηνά» στο Σκιάθο, με παλάμισε κι εμένα ο Γερμανός ο γιατρός μ’ ένα σπίρτο σ’ όλους τους αρμούς, και ξανανιώσαμε. Ταχιά πάλε σας αφήνομε υγεία.

Και πάλι σάλπα ο Μοναχάκης.

— Τριάντα χρόνια, μια ζωή! αυτή η δουλειά γίνεται, έλεγε στον καφενέ ο γερο-Μελιγκόνης. Ήμουν νιος και γέρασα, θαλασσοπνίγηκα, τσακίστηκα, παντρεύτηκα και χήρεψα, παιδιά έκανα και παιδιά έθαψα, τρία καράβια πέρασαν από τα χέρια μου και πάνε κατά διαβόλου, σπίτια είχα και σπίτια ξέκανα, ελιές είχα και ξεράθηκαν, ζωντανά και ψόφησαν, και ο Μοναχάκης Μοναχάκης και η «Αθηνά» «Αθηνά». Δόξα να ’χει ο Θεός! Να ζήσουνε και να γεράσουνε!

 

Τριάντα χρόνια παλέψανε με το χάρο ο Καπετάν-Μοναχάκης με την «Αθηνά». Μαζί περάσανε φουρτούνες και μπουνάτσες, ημέρες καλές και μαύρες ημέρες. Μια ζωή ουρανό και θάλασσα. Χίλιες φορές άνοιξε το κύμα να τους καταπιεί και χίλιες φορές χαιρέτησαν με λαχτάρα τα λιμάνια. Κόσμο και ντουνιά γυρίσανε μαζί. Μπόρες και νεροποντές, κάλμες και καταχνιές, αστροπελέκια και σίφουνες, όλα μαζί τα πέρασαν. Των τράκων οι λαχτάρες και της ξέρας τα παραμονέματα και της φωτιάς η τρεμούλα μαζί τους γέρασαν. Η ξενιτιά μαζί τους μάρανε και η πατρίδα μαζί τους καλωσόρισε. Τριάντα χρόνια μια ζωή! Κι έλεγε καμιά φορά, ολόρθος, πίσω στο κάσαρο, ο Καπετάν-Μοναχάκης στριφογυρίζοντας στον αέρα το κομπολόγι του και μασώντας το μουστάκι του:

— Αγάντα, καημένη Αθηνά. Μαζί γεράσαμε, μαζί θα πεθάνομε.

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των, αρμών της.

— Μαζί θα πεθάνομε, Μοναχάκη.

Σιγά σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα. Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνει λίγον καιρό να κοιταχθεί. Ο Μοναχάκης δεν τ’ άκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφήνω σε ξένα χέρια», έλεγε. Άμα καλυτέρεψε λιγάκι, του ’δωκε δρόμο. Σαλπάρισε για την πατρίδα. Αφήνανε τη Μαρσίλια με καλόν καιρό. Απόξω από το Σπαρτιβέντο ο καιρός άρχισε να χαλάει τα μούτρα του. Το γύρισε στη νοτιά. Στην αρχή ο σορόκος αδύνατος με κουφοθάλασσα. Όσο πήγαινε άρχισε να δυναμώνει. Η «Αθηνά» ταξίδευε παλικαρίσια με τις κάτω γάπιες, καβαλίκευε το κύμα σαν άτι. Ο καιρός όλο και δυνάμωνε. Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέτα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, του ’δωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται.

— Καπετάνιο, η γολέτα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! του ’δωκαν, πάνε.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης ακουμπισμένος πάντα πίσω στην κουπαστή, με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγο σαν να μετρούσε ένα ένα τα κύματα να τελειώσουν: «πάει και τούτο, πέρασε κι αυτό», τα κύματα τα ατέλειωτα, που καταποδιαστά το ένα κυνηγούσε το άλλο, ξαφνίστηκε απ’ τη φωνή του λοστρόμου, σαν να του χαλούσε το μέτρημα. Γύρισε και τον κοίταξε.

— Τη δουλειά σου! είπε.

Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλιστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτεί από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλει:

— Τη δουλειά μου;… τη δουλειά μου.

Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι. Ο Καπετάν-Μοναχάκης στη θέση του μουσκεμένος ως το μεδούλι, ροκανίζοντας καμιά γαλέτα στο πόδι, άγρυπνος τώρα δυο νύχτες. Τα κόκαλά του αρχίνησαν να τον πονούν. Κάθε τόσο κατέβαζε τα χέρια του ξαφνικά, σαν να τον τρυπούσαν με καρφιά, κι έτριβε μαλακά μαλακά τα μεριά και τα γόνατα.

— Δεν πας να γύρεις λίγο, καπετάνιο; Θ’ αρρωστήσεις, του είπε ο τιμονιέρης ένα δυο φορές.

— Δεν έχω ανάγκη, παιδί μου. Έννοια σου, βαστάω ακόμα» έλεγε ο Καπετάν-Μοναχάκης.

Την άλλη μέρα το πρωί ο καιρός έγινε ξόδι. Ο Καπετάν-Μοναχάκης φώναξε το λοστρόμο.

— Άκουσε, Γιαννιό! Ο λοστρόμος έτρεξε.

— Να μαζέψομε τ’ άλλα τα πανιά... Με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα θα το κρατήσομε τραβέρσο. Τραβέρσο, να ιδούμε ως πότε θα φυσάει ο διαλόκαιρος!…

Ο λοστρόμος τράβηξε, σαλτάροντας άθελα από το μπότζι, κατά την πλώρη. Οι ναύτες τρέξανε στους στίγκους, άλλοι στα μαντάρια και στα μπράτσα. Η φωνή του λοστρόμου πνιγότανε μες στη βοή του άνεμου. Οι ναύτες είδαν κι έπαθαν να μαζέψουν τα πανιά, με την ψυχή στα δόντια. Τέτοιο λυσσασμένον καιρό, χρόνια είχε να ιδεί ο Καπετάν-Μοναχάκης μήνα Σεπτέμβριο. Η θάλασσα βουνό. Ο λοστρόμος ακουμπισμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσαρο κοίταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τ’ άλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα. Ο καπετάν Μοναχάκης έριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξει κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρει ή να το ποδίσει. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε … Βόηθα, Παναγία μου! Η. «Αθηνά» σηκωνότανε σαν άτι αφρισμένο, σούζα, και καθώς έπεφτε να βουτήσει πάλι, γκοπ! έλεγες πως έπεφτε απάνω σε βράχο. Τώρα θ’ ανοίξει, να κοπεί σε δύο, έλεγες. Οι αρμοί της τρίζανε τρομακτικά στο σκαμπανέβασμα, όλο το καράβι βογκούσε σα θεριό λαβωμένο.

— Αγάντα, καημένη Αθηνά. Παλικάρι σαν πάντα …

Είπε ο Καπετάν-Μοναχάκης με μια φωνή σβησμένη, σαν να μιλούσε από μέσα του. Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι αυτός. Έκαμε να το κρύψει, έκανε να δείξει κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεματισμοί σήκωσαν κεφάλι. Καθώς στεκότανε πίσω στο κάσαρο με το ψηλό του κορμί τσακισμένο σε δύο, τ’ άσπρα μαλλιά και τα λίγα ψαρά γένια ανακατωμένα από τον άνεμο, με τα μάτια βαθουλωτά και σκαμμένα ολοτρόγυρα, με τα σαγόνια σφιγμένα από τον πόνο, ένοιωσε κάποιο βαθύ περόνιασμα στα κόκαλα. Χλωμός σαν το αγιοκέρι δεν ήταν πια ο Καπετάν-Μοναχάκης. Αγνώριστος. Το καταλάβαινε και μονάχος του. «Πάει σωθήκανε τα ψέματα. Αν δε μας φάει η θάλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάει το στρώμα», είπε από μέσα του...

Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κι έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγειρε με τα πανιά γεμάτα κι επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξει. Με τα μούτρα κάτω στα τρίσβαθα. Ένα γκοπ! τρομακτικό ακούστηκε, το καράβι σείστηκε συθέμελο και οι αρμοί του σαν να γινόντανε χίλια κομμάτια, τρίξανε με μιας από πλώρη σε πρύμη, από κουβέρτα σε καρένα, ένα τρίξιμο χαμού. Πρώτη φορά τα χρειάστηκε ο Καπετάν-Μοναχάκης. Έδωκε ο Θεός και δεν κοιμήθηκε το καράβι. Δεύτερο κύμα ζωντανό χύθηκε από τη μάσκα κι έλουσε πρίμα πλώρα το καράβι. Ο λοστρόμος αρπάχτηκε απ’ την αρμαδούρα· λίγο και τον έπαιρνε η θάλασσα. — Όρτσα! φώναξε στον τιμονιέρη μουσκεμένος. Η «Αθηνά» τινάχτηκε πάλι σαν παλικάρι. Σακατεμένη ετούτη τη φορά. Ο Καπετάν-Μοναχάκης το καταλάβαινε. Οι πόνοι τον σουβλούσαν κι αυτόν σαν καρφιά.

— Πάει, κι οι δυο σακατευτήκαμε, είπε τρίβοντας τη μέση του. Σώθηκαν τα ψέματα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος. Ψηλός, ξερακιανός, σκεβρωμένος, ξεδοντιάρης, με μια μύτη που κατέβαινε σαν αγκίστρι ως το στόμα, με μεγάλα άγρια φρύδια, αξούριστος πάντα με τα γένια σαν καρφιά, είχε μάτια γαλανά και ήμερα μέσα στην αγριάδα του προσώπου του. Ο Καπετάν-Μοναχάκης τον αγαπούσε χωριστά, γιατί δεν έβγαζε ποτέ τσιμουδιά από το στόμα του. «Μέρα, μέρα. Νύχτα, νύχτα». Ο γερο-Φλώκος τα είχε σα χαμένα τούτη τη φορά.

— Μας πήρανε τα νερά, καπετάνιο. Ένα μπόι νερό. Γκουπ και γκουπ το σκαμπανέβασμα, μας σακάτεψε.

Και στάθηκε χωρίς να πει άλλο λόγο. Ο Καπετάν-Μοναχάκης συλλογίστηκε.

— Φλώκο παιδί μου, έλα στο τιμόνι να σκαντσάρεις τον τιμονιέρη. Εγώ θα κατεβώ να ιδώ τι γίνεται, κι ας ετοιμάσουν την τρούμπα.

Προχώρησε με κόπο. Οι πόνοι τον έσφαζαν. Κομματιασμένος σε δυο. Σε λίγο ήρθε πάλι απάνω. Μόλις βαστούσε στα πόδια του. Έκανε να πέσει κάτω να σωριαστεί.

— Δε βαστάω πια. Θα πάω να γύρω λίγο.

Ο λοστρόμος άρπαξε τη ρόδα του τιμονιού, από τα χέρια του γερο-Φλώκου.

— γερο-Φλώκο, δώσ’ ένα χέρι να βοηθήσεις τον καπετάνιο να κατεβεί.

Ο γερο-Φλώκος με τα κοκαλιάρικα μα δυνατά του χέρια άρπαξε τον καπετάνιο από τη μέση.

— Βαστάξου απάνω μου, καπετάνιο. Έννοια σου.

Και κατέβαιναν. Οι αρμοί της «Αθηνάς» έτριξαν στο σκαμπανέβασμα, ο καπετάνιος βογκούσε.

— Βόγκα συ και βόγκα γω, είπε ο Μοναχάκης στενάζοντας, ο Θεός να βάλει το χέρι του με τούτη τη σοροκάδα.

Δεν είχε γύρει ακόμα στην κουκέτα του κι ένα κρακ δυνατό ακούστηκε απ’ την κουβέρτα, σα σπάσιμο αλυσίδας.

— Φλώκο παιδί μου, στην κουβέρτα γλήγορα. Μας έσπασε το τιμόνι.

Ο Φλώκος μια και δυο βρέθηκε απάνω.

— Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος.

Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τα ’βαλαν στη θέση τους. Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη. Πόνεσε δυνατά, κι άρχισε να μουρμουρίζει:

— Και τώρα πού να ποδίσεις; Πού να ποδίσεις, δε μου λες;

Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστά το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάσει τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον γερο-Φλώκο:

— Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό βρε μάτια μου, Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξει;

Ο γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Τραβούσε μοναχά την άκρη της μύτης του με τα δυο του δάκτυλα, σαν να ήθελε να την κατεβάσει περισσότερο, να τη χώση στο στόμα του.

Ο λοστρόμος άφριζε από το κακό του.

— Βρε Φλώκο, παιδί μου, τη μύτη σου τραβάς; Εμείς χανόμαστε κι εσύ το χαβά σου; Βρε κατάλαβες πως χανόμαστε; Και πού να ποδίσεις τώρα, δε μου λες πού να ποδίσεις!

Ο γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δώσ’ του και τη μύτη του. Την τραβούσε να τη βάλει στο στόμα.

— Βρε καράβια θεριά του ’δωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κι εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κι εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες;

Ο γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δώσ’ του και τη μύτη του.

— Ο Θεός να με συχωρέσει. Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν-Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δεις, γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεματισμοί, κάλλιο το ’χει να πάει στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δει άλλον καπετάνιο σ’ αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ’ αυτόν τον άνθρωπο.

Ο γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Είχε ακούσει πολλά παράξενα στη ζωή του. Έπιασε πάλι την άκρη της μύτης του και την τραβούσε να την κατεβάσει στο στόμα, κοιτάζοντας το πέλαγο.

Όλη τη νύχτα κι όλη την ημέρα το κρατήσανε τραβέρσο με την τουρκετίνα, αμπάσσο μούδα τη γάπια και τη μπούμα. Η τρούμπα δούλευε αδιάκοπα. Ο καπετάνιος δε ματαφάνηκε στην κουβέρτα. Κάπου κάπου τα βογκητά του έφθαναν ως απάνω Πονούσε δυνατά. Ο γερο-Φλώκος κατέβαινε πού και πού κι έριχνε μια ματιά, μήπως γύρευε τίποτε. Όλο και νερό έπινε. Τον έκαιγε η θέρμη.

Τη νύχτα άρχισε να ξαστερώνει κατά τη Δύση.

— Τα είδες; είπε ο γερο-Φλώκος στο λοστρόμο. Ο πουνέντες ξαστέρωσε.

Κι έτρεξε να δώσει τα συχαρίκια στον καπετάνιο.

Κατά τα ξημερώματα φύσηξε πουνέντες. Η θάλασσα της νοτιάς άρχισε να πέφτει σιγά σιγά. Έδωκε ο Θεός και τη σκαπουλάρισαν.

— Απ’ του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος.

— Τώρα ν’ αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσομε τον Μοναχάκη, είπε ο γερο-Φλώκος.

Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν.

 

… Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο, ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Στον καφενέ του Καπετάν-Πεφάνη το δειλινό πάντα μαζεμένα τα γεροντάκια. Τις Κυριακές δεν έλειπε κανένας. Ήταν και η μέρα του βαποριού. Κάθε οκτώ και κάποτε κάθε δεκαπέντε έπιανε το βαπόρι του Βόλου. Κατά τον καιρό. Κάποτε περνούσε και μήνας που δεν έβλεπαν βαπόρι. Εκείνη την Κυριακή το περίμεναν χωρίς άλλο. Η θάλασσα ήταν λάδι. Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι μετά σκαμνιά τους κοίταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ’ ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγκους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάσει κάτω στους καφενέδες.

— Το βαπόρι, το βαπόρι.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθει τα νέα και να διαβάσει την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του.

— Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια.

Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε.

— Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι. Το σκαρί του απαράλλαχτο το μπρίκι του Μοναχάκη.

— Αυτό είναι, δεν το βλέπεις μαθές; είπε ο Πεφάνης, αφού κρέμασε και το τελευταίο μπλάστρι. Όλο κι όλο.

Τ’ άλλα γεροντάκια κοίταζαν μα δεν ξεχώριζαν.

— Αυτό είναι, είπε πάλι ο Πεφάνης. Θέλει και ρώτημα; Κάποια ζημία θα ’παθε. Δεν το βλέπεις πως είναι σαν καραβοτσακισμένο, γδαρμένο από όλες τις μεριές, αγνώριστο. Η «Αθηνά» του Μοναχάκη.

Ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης τα χρειάστηκε. —Φέρε μας ένα ρούμι, Πεφάνη. Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται.

Το βαπόρι έστριψε σιγά σιγά, έλυσε το μπρίκι και στάθηκε στον ατμό, σφυρίζοντας. Το μπρίκι τράβηξε ίσα κατά το μύλο, με το δρόμο, που είχε, και βιάστηκε να ρίξει και τις δυο άγκυρες. Ένα νερόχιονο άρχισε να πέφτει και με το βασίλεμα το κρύο εσπούριζε. Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγει.

— Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Έκαμε να τραβήξει μπροστά και στάθηκε.

— Πεφάνη! Πεφάνη!

Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ’ τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κοίταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά..

Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτός— ξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκι — με τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνει με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμένοι. Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζει σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα. Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκούλωσαν με την τσέργα και κάθισαν σκυμμένοι από πάνω του. Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρισαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ.

Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κοίταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε.

— Ο Μοναχάκης!

Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή.

— Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;

Και σαλτάρησε στον άμμο. Η βάρκα είχε ζυγώσει. Έτρεξαν κι οι άλλοι από πίσω.

— Καλώς ορίσατε! Τι τρέχει μαθές!

— Τον καπετάνιο έχουμε ανήμπορο... ακούστηκε μια φωνή από τη βάρκα.

— Βαριά; ρώτησε πάλι ο Μελιγκόνης.

_ Δεν είναι τίποτα! αποκρίθηκε μασημένα μια φωνή από τη βάρκα. Μη σκιάζεσθε. Κρύωσε και πιάστηκαν τα πόδια του μαθές.

Ο Μελιγκόνης ησύχασε.

— Δόξα να ’χει ο Θεός! Περαστικά ας είναι. Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε;

— Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόννησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε.

Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθισαν στην άμμο με την πλώρη. Ο γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα. Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογκούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη.

— Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, που ’ναι σιμά το σπίτι.

— Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε. Κρύο είναι, θα περάσει... είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε.

— Δεν μπορώ, γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να ξανασάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω.

 

Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε.

— Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είναι τίποτε. Κρύο είναι, θα περάσει.

Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Πρόδρομου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του γερο-Φλώκου, μ’ ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβησμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ’ ένα βουβό αναφιλητό. Έμεινε έτσι κάμποση ώρα, αγκαλιάζοντας με το μάτι την «Αθηνά», που σάλευε, γερόντισσα ετοιμοθάνατη, μέσα στη σκιά, σαν να ψυχομαχούσε.

— Να πάμε, Μοναχάκη, είπε ο Μελιγκόνης, θα κρυώσεις.

— Άφησέ τους, Μελιγκόνη, να τα πούνε. Άφησέ τους να τα πούνε με την «Αθηνά», είπε σιγαλά ο λοστρόμος. Έχουν ανοίξει κουβέντα, μεγάλη κουβέντα. Ποιος ξέρει αν θα ξαναϊδεί ο ένας τον άλλον!

Μεγάλη κουβέντα! Τι είπανε κανένας δεν άκουσε, μα ολωνών τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ύστερα ο Μοναχάκης πήρε μια βαθιά ανάσα και ρίχνοντας μια ύστερη ματιά αχόρταγη στην «Αθηνά »:

— Σχώρα με και Θεός σχωρέσει! μουρμούρισε.

Η «Αθηνά» σάλεψε λυπητερά μέσα στο μούχρωμα, σαν ν’ απείκασε τα λόγια του Μοναχάκη. Σάλεψε μ’ ένα παράπονο ανθρωπινό.

Ο γερο-Φλώκος πήρε πάλι στον ώμο τον καπετάνιο, αγάλια αγάλια.

Τον Μελιγκόνη τον έπιασαν τα κλάματα. Λιγόψυχος πάντα ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης, τραβήχτηκε παράμερα και σκούπιζε τα μάτια του.

— Σαν παιδί κάνεις, καημένε Μελιγκόνη, του είπε ο Πεφάνης. Θέλεις να σε ιδεί ο Μοναχάκης, που τόνε κλαις ζωντανό μαθές;

— Δεν κλαίω, παιδί μου Πεφάνη. Δεν κλαίω, Έτσι με πήρε το παράπονο. Είδα αντρόγυνα να χωρίζουν, και δεν έκλαψα. Μα τώρα δεν ξέρω μαθές, Πεφάνη παιδί μου, δεν ξέρω, με πήρε το παράπονο...

Και άρχισε να κλαίει σαν το παιδί.

 

 

αρχή