ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ 1


 

Πληροφορίες για τον Κώστα Παρορίτη θα βρείτε στο Ε.ΚΕ.ΒΙ ΕΚΕΒΙ

 

 


 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 88, 21 Μαρτίου 1904

 

Από τα τζάμια ούτε μια αχτίνα ήλιου δεν μπαίνει στην κάμαρα του φθισικού. Ένας χρόνος τώρα που με άλλους φίλους είχαν ανεβεί στον Προφήτη Ηλία να προσκυνήσουν. Ιδρωμένος χτυπήθηκε από τον βοριά και σαν γύρισε σπίτι του είχε μέσα του θρονιασμένο το σκουλήκι της φοβερής αρρώστιας. Η πίστη του ανταμείφτηκε με τον θάνατο.

Ένα χρόνο κυλιέται στο στρώμα. Και τώρα περιμένει με αγωνία το φοβερό τέλος. Το μάτι του γιατρού, η απόγνωση της μητέρας του που παίρνει ψεύτικο κουράγιο σαν του προσφέρει το γιατρικό, μιλούν ευγλωτότερα από κάθε εξομολόγηση. Δε θέλει παρηγοριές· πειράζεται μάλιστα σαν βλέπει τη μάνα του να υποκρίνεται την αδιάφορη, τη γελαστή. Σ’ όλη τη ζωή του εμίσησε την ψευτιά. Και τώρα περιμένει τον θάνατο. Συνήθισε μήνες τώρα με την ιδέα του θανάτου, από την ημέρα που ένιωσε πως δεν έχει τίποτε να ελπίζει. Και θέλει να πεθάνει και περιμένει τον θάνατο ανυπόμονα, στρέφοντας πάντα τα μάτια του στα τζάμια που αφήνουν να φαίνεται ένας ουρανός θολός, μολυβένιος, που κρατεί φυλακισμένο τον ήλιο, τον μόνο φίλο του στις υστερνές στιγμές της ζωής του. Τα μάτια του μένουν κολλημένα στα τζάμια όλην την ημέρα. Διψάει για φως, για ήλιο. Να πεθάνει μια ημέρα ηλιόλουστη, αυτό είναι το όνειρό του. Ω! τι φριχτό να κλείσει τα μάτια κάτω από τα βαριά αυτά σύννεφα που κρατούν φυλακισμένο τον καλό ήλιο, και κάνουν τις τελευταίες ημέρες του τόσο μελαγχολικές, που δίνουν σ’ όλα ένα τόνο πένθιμο, που πνίγουν τη χαρά της ζωής σ’ ένα πλαίσιο μολυβένιο. Σε μια πλημμύρα ήλιου, τι ωραίος θάνατος.

Κοιμάται με την ελπίδα πως αύριο ξυπνώντας θα χαιρετίσει μια μεγαλόπρεπη ανατολή. Και η πρώτη σκέψη του είναι για τον ήλιο· τα τζάμια όμως δείχνουν πάντοτε τον ίδιο μολυβένιο ουρανό.

Η μάνα του στο προσκέφαλο του χαρίζει ελπίδες. Αύριο χωρίς άλλο. Αλλά περνούν οι ημέρες, τα παράθυρα ανοίγουν και κλείνουνται χωρίς να παρουσιάζουν καμιά παραλλαγή στην αιώνια εικόνα που εκτυλίσσεται στα λαίμαργα βλέμματα του ετοιμοθάνατου. Ανοίγει τα μάτια του, σηκώνει το κεφάλι του και μ’ ένα στεναγμό απελπισιάς κυλιέται πάλι στο στρώμα. Ούτε σήμερα. Σύννεφα, σύννεφα μολυβένια. Πουθενά ήλιος, ήλιος ζεστός, ήλιος φωτεινός, ζωογόνος, παρήγορος. Πώς να αποχαιρετήσει κανείς τη ζωή τέτοια ημέρα. Τι άνοστη, τι αχάριστη η ζωή χωρίς φως, χωρίς ήλιο.

Αγκαλιάζει τη μάνα του, τη σφίγγει στο κούφιο στήθος του που φωλιάζει ο θάνατος και με φωνή αδύνατη, με μάτια βουρκωμένα της λέει:

— Λίγο ήλιο, μητερούλα μου, λίγο ήλιο. Παρακάλεσε τον Θεό, να ιδώ μια αχτίνα, μια μόνη, να ιδώ να φωτισθεί μια λουρίδα της κάμαράς μου, με λίγο ήλιο· δε βαστώ πια· ως πότε τα σύννεφα αυτά θα μου βαραίνουν την ψυχή, με τι δικαίωμα αυτά μου κρύβουν τον ήλιο; τόση ασπλαχνιά, τόση μαυρίλα· λίγο ήλιο, μητερούλα μου, λίγο ήλιο.

Και τη φιλάει και τα κέρινα δάχτυλά του της σφίγγουν το κεφάλι και τα δάκρυά του φωτιά βρέχουν την άσπρη κόμη σαν σταγόνες δροσιάς απάνω σε φύλλο.

Και ο ουρανός βουρκώνει περισσότερο, και τα σύννεφα ξένοιαστα κυλιούνται νωθρά. Και μέσα στην κάμαρα ακούονται οι λυγμοί του ετοιμοθάνατου, το πικρό τραγούδι της ζωής που σβήνει σιγαλά, ανεπαίσθητα σβήνει και ξεφεύγει από όλους τους πόρους τους σώματος που το υπονόμευσεν η αρρώστια.

Και με τα δάκρυα στα μάτια αποκοιμήθηκεν ένα ύπνο γεμάτο όνειρα.

Τα μεσάνυχτα τον ξυπνάει η φωνή της μητέρας, που θέλει να του δώσει το γιατρικό.

— Ο ουρανός είναι καντήλι, του λέει, ξαστεριά, χαρά Θεού· αύριο θα ‘χουμε ήλιο.

— Αλήθεια, ρωτάει.

Και τα στηλώνει τα μάτια στα τζάμια. Ο ουρανός λαμποκοπάει. Τι χαρά! Ξημερώνει. Ο ουρανός δεν έχει πια τη βραδινή λαμπράδα· δεν τον βαραίνουν σύννεφα, αλλά ήλιος δε φαίνεται. Ένας σκοτεινός αραιός πέπλος κρύβει το πρόσωπό του. Και πίσω ο μέγας ζωοδότης αγωνίζεται να σχίσει το μέγα παραπέτασμα που τον χωρίζει από τη μεγάλη ερωμένη του, τη γη. Ένας μυστικός αγώνας τελείται εκεί πάνω και μέσα στην κάμαρα, όπου απογοητευμένος ο άρρωστος από την οικτρή διάψευση των ελπίδων του χαροπαλεύει με μια απελπιστική προσπάθεια να συγκρατήσει τη ζωή που ζητεί να ξεφύγει μέσα από τη φυλακή της σαν άλλος ήλιος μέσα από τα σύννεφα.

Οι ώρες κυλούν και η κρυάδα του θανάτου απλώνεται λίγο λίγο στην κάμαρα ενώ τα μάτια του νέου που παραδέρνει δεν ξεκολλούν από τα τζάμια. Ανασαίνει βαθιά. Τελείωσε. Θα πεθάνει χωρίς να χαιρετίσει τον ήλιο.

Βασιλέματα.

Ο νέος ψυχομαχάει· και ο αιχμάλωτος του ουρανού μαζεύει τις δυνάμεις του για την τελευταία έφοδο. Και νικητής σχίζει για μια στιγμή το παραπέτασμα και στα βάθη του ορίζονται ανάβει τρομερή πυρκαγιά, άγριος καταχτητής. Η κάμαρα πλημμυρεί από φως. Το πρόσωπο του νέου αχτινοβολεί, το γέλιο ανθεί στα χείλη του, ενώ τα μάτια του κλείνουν αιώνια.

 

Σπάρτη.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 129, 2 του Γενάρη 1905

 

Φεύγουνε μία μία οι μηχανές. Φεύγουνε οι μηχανές και μαζί μ’ αυτές φεύγει και η ζωή του νησιού. Γλέντια, μεθύσια ρούσικα, ξενυχτίσματα, τραγούδια και χοροί στις ταβέρνες της αγοράς και των μαχαλάδων, όλα σβήνουνε σιγά σιγά. Οι μορφές των ναυτικών, ψημένες από τον ήλιο, σκασμένες από τη σκληρότητα της δουλειάς, από τον αγώνα της ζωής της πολυβασανισμένης, οι μορφές αυτές που συμβολίζουνε τη γιγάντια πάλη του αθρώπου προς τη φύση, έχουνε τώρα προσλάβει μια αλλιώτικη όψη, μια κάποια σοβαρότητα που τους δίνει η έννοια της δουλειά, οι φροντίδες του μεγάλου ταξιδιού απ’ το οποίο ο Θεός ξέρει πόσοι απ’ αυτούς θα ξαναγυρίσουνε στο αγαπημένο νησί και πόσοι θα βρούνε μαύρο θάνατο στ’ άξενα νερά της Μπαρμπαριάς. Οι περισσότερες μηχανές έφυγαν.

Και φεύγουνε ολοένα περιμένοντας να ‘βρουνε τον καιρό. Όλες έκαμαν τις κουμπάνιες τους· το χρήμα εκυκλοφόρησε άλλη μια φορά με ορμή καταρράχτη και επότισε το διψασμένο χώμα του νησιού και έδωσε ζωή ύστερα από τη νέκρα τόσων μηνών. Το μικρό λιμανάκι μέρα με την ημέρα ερημώνεται. Οι μηχανές, τα στολίδια και η ζωή του, χάθηκαν. Κάμποσες κόβουνε απ’ έξω βόλτες και οι βάρκες πηγαινοέρχουνται για να μαζέψουνε τους τελευταίους μηχανικούς, που αναίσθητους από το μεθύσι τούς περιμαζεύουνε από τα στενοσόκακα κι από τις αποθήκες των βαρελιών. Κάμποσοι κρύβουνται με σκοπό. Πλεονέχτες, που βλέποντας τη μηχανή έτοιμη να σαλπάρει, το στρίβουνε, για να αναγκάσουνε τον καπετάνιο να τους δώσει περισσότερα πλάτικα. Πολλοί δίνουνε, άλλους τους παίρνουνε με το στανιό και με τη βοήθεια της αστυνομίας τους μπαρκάρουνε σα πρόβατα. Όλος ο σκοπός είναι όσο ξεκινήσουνε. Σαν φτάσουνε στη Μπαρμπαριά, όλοι σκλάβοι του καπετάνιου· αν τους βαστά ας μη δουλέψουνε, αν τολμούνε, ας φύγουνε· ξύλο αλύπητο τους καρτερεί και πείνα που να μαυρίσει το μάτι τους.

Φεύγουνε τα μηχανοκάικα. Η μικρή πλατεΐτσα της αγοράς ρήμαξε. Πού τώρα ο κόσμος που έβραζε σαν το μυρμήγκι. Και τι κόσμος. Ναυτικοί και βουτηχτάδες φερμένοι για να τσουρμάρουν απ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Σημιακοί, Καλύμνιοι, Καστελλοριζιώτες, Πατηνιώτες, κάθε καρυδιάς καρύδι, καλοί και κακοί, παιδιά και παλικάρια, ναυαγισμένοι της ζωής που περιμένουνε να ζήσουνε από το τρύγημα της θάλασσας.

Σκόρπισαν οι πραματευτάδες που ήρθανε και πουλήσανε τις πραμάτειες των, χάθηκε και ο πανοραματζής που έκανε την τύχη του με το πανόραμα, τα ποντικάκια και τα πουλάκια που λένε τις τύχες με τα χαρτάκια. Τι μάζωξη κάθε ώρα γύρω στο πανόραμα από ναυτικούς ανίδεους, που πέταγαν πρόθυμα τα λεφτά τους για να σταθούνε μια στιγμή μπρος στο φωτισμένο γυαλί. Αδειάσανε οι καφενέδες και εκαθάρισε ο αέρας από τις βαριές ανάσες και τους καπνούς των ναργιλέδων, συντρόφων αχώριστων του κόσμου των ναυτικών. Σωπάσανε και τα βιολιά που σε ξεκουφαίνουνε όλη τη νύχτα από καλούς και κακούς βιολιτζήδες που ήρθαν από παντού να γδύσουνε τους σφουγγαράδες, που άμα ήτανε στο κέφι δε συλλογιούντανε λεφτά, αλλά τα σκόρπιζαν με τη φούχτα, λησμονώντας πως τα είχανε κερδισμένα με αίμα και πως το σπίτι τους την άλλη μέρα δε θα είχε ούτε ψωμί. Οι παπάδες αλήθεια έκαναν την τύχη τους. Κάθε καΐκι και ένας αγιασμός. Γιατί δεν ξεκινάει μηχανή χωρίς αγιασμό με ένα παπά, ένα διάκο και την εικόνα του άγιου που την βλέπεις κάθε ώρα να τη γυρίζουνε οι παπάδες στους δρόμους τρέχοντας από το ένα καΐκι στο άλλο.

***

Όλοι φύγανε, για το μεγάλο, το αγύριστο ταξίδι. Μείνανε μόνο οι χτυπημένοι, οι παράλυτοι, που άλλοι ρεύουνε στο κρεβάτι κι άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους με δεκανίκια. Χτυπημένος και ο Λάζαρος Κοντραρούφος. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε φέτος να τσουρμάρει. Κάθεται τώρα στον καφενέ με τα δυο του πόδια ξερά, ρουφάει το ναργιλέ του τον αγαπημένο, βλέπει τους άλλους να φεύγουνε και ραγίζεται η καρδιά του. Ένας κι αυτός από τους πολλούς που έρχουνται στο νησί για να μπούνε στις μηχανές. Η πατρίδα του, κάποιο νησί στην Τουρκιά. Μάνα, πατέρα δε γνώρισε. Χαμίνι αληθινό όσο που μεγάλωσε κι ένιωσε τον εαυτό του. Πάντα πεινασμένος, ξυπόλητος, ψειριάρης. Οι καφενέδες και οι παράγκες ήταν το σπίτι του. Από φαΐ ό,τι του ‘διναν κι ό,τι άρπαζε. Φιλότιμος, όμως. Βαρέθηκε τη ζωή του δρόμου. Θέλησε να δουλέψει. Μα τι δουλειά να πιάσει που καμιά δεν ήξερε. Ήρθε τότε στο νησί κι έγινε σφουγγαράς. Απελπισμένη δουλειά γι’ ανθρώπους σαν κι αυτόνε που θέλουνε να κερδίσουνε βάζοντας το κεφάλι τους στην καρμανιόλα.

Μα αυτός τι είχε να χάσει. Χαμένος και χαμένος. Δοκιμάστηκε, βρέθηκε καλός, τσουρμάρισε. Οι καπεταναίοι τον αγαπούσαν, δηλαδή τον θέλανε γιατί δούλευε καλά. Μάλωναν ποιος να τον πρωτοπάρει στο καΐκι του. Μα η πλεονεξία τους τον έφαγε τον άνθρωπο. Τον κράτησαν περισσότερη ώρα στο νερό κι όταν τον ανεβάσανε ήταν αναίσθητος. Βασανίστηκε μήνες. Γλίτωσε τη ζωή του, μα ήταν άχρηστος πια για δουλειά. Με τα δυο πόδια πιασμένα πώς να δουλέψει, πώς να ζήσει. Το καλό που είχε μερικά παραδάκια και μ’ αυτά θα κουτσοπερνούσε. Μα ήταν ζωή αυτή; Να λιώνει κάθε μέρα στην καρέκλα, να μην μπορεί να κινηθεί, να δουλέψει σαν πρώτα; Οι φίλοι του τον συβουλεύανε ν’ ανοίξει κανένα μαγαζάκι. Κανένα μαναβικάκι, κανένα καπνοπωλείο, τίποτα τέτοιο. Μα αυτός δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα απ’ αυτά.

— Ξέρω ‘γώ; απαντούσε σ’ όλους. Σαν τι να ήξερε. Σακάτης άνθρωπος τι άλλη δουλειά να κάνει. Είχε κάποιο φίλο της καρδιάς. Σ’ αυτόνε συνήθιζε να λέει πάντα όλα τα μυστικά του και να του ζητάει τη συντρομή του.

— Ξέρεις, του λέει μια μέρα στον καφενέ, —κει που ρουφούσε το ναργιλέ, βγάζοντας το μαρκούτσι από το στόμα— έκαμα την απόφαση.

— Τι; ρώτησε κείνος μη γνωρίζοντας για τι πράγμα μιλάει.

— Θα ξαναβουτήξω.

Δεν είπε άλλη λέξη, αλλά κοίταξε τον φίλο του στα μάτια, για να δει τι εντύπωση του έκαναν τα λόγια του.

— Τρελάθηκες; —του αποκρίθηκε ο άλλος που ξαφνιάστηκε ακούγοντας τέτοια κουβέντα από άθρωπο σακάτη— θέλεις να χάσεις και τη ζωή σου αφού έχασες την υγειά σου; Ένας λόγος είναι αυτός που λες. Μ’ αν μείνεις ξερός στη θέση που βρίσκεσαι και σ’ ανεβάσουνε νεκρό από τη θάλασσα, τότε;

— Άλλοι έγιναν καλά σαν ξαναβούτηξαν. Πιασμένοι σαν κι εμένα και κείνοι και χειρότερα ακόμη, βρήκανε την υγειά τους στο νερό· πού ξέρεις. Μπορεί ο Θεός να με λυπηθεί. Ε! να ήξερες. Τι μου χρειάζεται τέτοια ζωή; Καλύτερα να με φάνε τα ψάρια παρά να ντρέπουμαι να βγω στους αθρώπους.

Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Έβαλε πάλι το μαρκούτσι στο στόμα κι άρχισε να ρουφάει με πάθος σαν να ήθελε να διαλύσει μέσα στον καπνό τα πικρά της καρδιάς του. Έπειτα τραβηχτήκανε σε μια γωνιά του καφενέ, κει όπου ο θόρυβος από φωνές και ναργιλέδες ήταν λιγότερος, για ν’ αποτελειώσουνε την κουβέντα τους. Καθίσανε κουβεντιάζοντας ως τα μεσάνυχτα. Τι λέγανε, κείνοι τα ξέρανε. Κανείς δεν μπορούσε να πάρει λέξη από το στόμα τους ούτε να καταλάβει τι λέγανε.

***

Σαν έφυγε ο Λάζαρος έλεγε ο φίλος τους σ’ όσους τον ερωτούσαν.

— Τίποτα δεν μπόρεσα να του ξεκολλήσω· η πιμονή του ήταν άλλο πράμα· είδα κι έπαθα να τον μεταπείσω, μ’ αυτός τίποτα. Ας ιδούμε τώρα αν θα του βγει σε καλό.

Μαύρα μαντάτα. Ό,τι όλοι φοβούντανε, αυτό κι έγινε. Ο Λάζαρος δε γλίτωσε· τέτοιο θάνατο ούτε το σκυλί σου· είχε πρηστεί όλος· το κορμί του ήταν σα βαρέλι, τα μούτρα του μαυροκιτρίνησαν, το κεφάλι του τούμπανο· ήταν αδύνατο να του βγάλουνε την περικεφαλαία που φορούνε οι βουτηχτάδες σα βουτούνε· τότε αναγκαστήκανε να του κόψουνε το κεφάλι όπως κάνουνε σε παρόμοιες περίστασες. Κακόμοιρε Λάζαρε. Μα γιατί αυτή η τόση πιμονή του; Γιατί να μην καθίσει να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του, παρά να δοκιμάσει μια αθίβολη γιατρειά που ένας στους χίλιους τη βρίσκουνε! Έπειτα κι ένα άλλο ακόμα. Γιατί η τόση του αγάπη στον καπετάνιο; Δεν ήταν αυτός που απ’ την πλεονεξία του, για να βγάλει περισσότερο σφουγγάρι, τον κράτησε πιο πολύ στο νερό κι έσκασε ο άθρωπος;

Κι όμως ποτέ δεν τον άκουσαν να παραπονιέται. Κακό λόγο για τον καπετάνιο του δεν ήθελε ν’ ακούσει — Τι μου φταίει κι αυτός; έλεγε· της τύχης μου ήτανε· άμα είναι κανείς για να πάθει… Κι όταν ξαναταξίδεψε το τελευταίο ταξίδι απ’ το οποίο δεν ξαναγύρισε, πάλι το καΐκι του καπετάνιου του ζήτηξε. Μ’ αυτό ξαναπήγε στην Μπαρμπαριά, μέσα σ’ αυτό ξεψύχησε σαν το σκυλί. Αν ήταν άλλος δε θα είχε μάτια να δει τον άνθρωπο που εξαιτίας του έχασε την υγειά του κι εκιντύνευε τη ζωή του. Μ’ αυτός τον καπετάνιο και τα μάτια του. Άμα έπιανε κανείς να πει τίποτα κακό γι’ αυτόνε, ξύνιζε τα μούτρα του κι άλλαζε κουβέντα. Κι ας μην τον λογάριαζε κείνος και ας μην άκουσε ποτέ καλό λόγο από το στόμα του, ας μην έχυσε ούτε ένα δάκρυ τώρα στον θάνατό του. Έτυχε τότε να δίνει την κόρη του σε κάποιον έμπορο από τον Περαία. Ετοιμασίες στο σπίτι, χαρές, γλυκά, φασαρίες, κακό. Τον βρίσκει μια μέρα στον δρόμο ο φίλος του Λάζαρου.

— Να ζήσουνε, καπετάνιο, του λέει.

— Φκαριστώ, αποκρίθηκε κείνος, πάμε να πιούμε μια.

Μπήκαν σ’ ένα κρασοπουλειό.

Κουβέντα με την κουβέντα ήρθε στη μέση και το ζήτημα του Λάζαρου. Ο καπετάνιος άρχισε να τον κατακρένει. Ο άλλος τότε δε βάσταξε.

— Σώπα, καπετάνιε, και μην τα λες αυτά. Δεν τον εγνώρισες τον κακομοίρη τον Λάζαρο· ήταν βγενικιά ψυχή κρυμμένη μέσα στο ελεεινό εκείνο κουφάρι.

— Δε λέω, μα ποιος του ‘πε να ξαναβουτήξει.

— Αφού λοιπό θες να το μάθεις, άκουσε. Δεν είπα σε κανένα ακόμα τίποτα. Τώρα που ήρθε η ώρα μάθε το συ πρώτα· Ο Λάζαρος αγαπούσε την κόρη σου κι ας μην ήξερε εκείνη τίποτα…

Αυτός την αγαπούσε κι είχε σκοπό να σου τη ζητήξει. Μα τον πρόλαβε η αρρώστια. Σακάτης άθρωπος πώς να παρουσιαστεί για γαμπρός. Ντρεπότανε τον εαυτό του. Αποφάσισε τότε να ξαναβουτήξει. Ή του βάθου ή του ύψου. Αν εγινότανε καλά σκόπευε να σου κάνει την πρόταση· αλλιώς ας του λείπει τέτοια ζωή. Μα η θάλασσα δε χωρατεύει· τον έφαγε τον άθρωπο· πάει κι αυτός, παν και τα σκέδιά του.

Περίμενε ν’ ακούσει καμιά συμπονετική λέξη για τον φίλο του. Μα ο καπετάνιος αφού έμεινε κάμποσο σκεφτικός, είπε με τη βαριά φωνή του.

— Και νόμισε πως η κόρη μου ήτανε για τα μούτρα του;

 

Ύδρα.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς, τεύχος 161, 28 του Τρυγητή 1905

 

— Νάτο, νάτο!

Είχε χαθεί κάμποσες μέρες από την αγορά που του άρεσε να συχνάζει κι ας τραβούσε και του λιναριού τα βάσανα από μικρούς και μεγάλους. Μόλις και φάνηκε, τα παιδιά τρέξανε κατά πάνω του. Ένας κύκλος σχηματίστηκε γύρω από το παλιόσκυλο. Μα περίεργο. Κανένας δεν είχε τη στιγμή εκείνη όρεξη για τα συνηθισμένα πειράγματα. Το κακόμοιρο ήταν αξιολύπητο. Η κοιλιά του ήταν πρησμένη κι όλο του το κορμί φώταγε από τη αχάμνια. Να καλοσταθεί στα πόδια του δεν μπορούσε κι η μούρη του ακουμπούσε στο χώμα σαν έκανε να περπατήσει. Ξεγδαρμένο, ματωμένο τόπους τόπους από τις πετριές, ήρθε, ποιος ξέρει από πού, και ξαπλώθηκε στη μέση της αγοράς. Θολό, χαμένο το βλέμμα του, τ’ αυτιά του, το κεφάλι του όλο γιομάτο τσιμπούρια. Μια πληγή από πέτρα έχασκεν ανοιχτή απάνω στο σβέρκο κι οι μύγες απανωτές βυζαίνανε το αίμα που ανάβλυζε.

— Πάει, θα ψοφήσει· Θιος σχωρέσ’ το, είπε κάποιος.

— Μωρέ, πώς κατάντησε έτσι το κακόμοιρο, είπε κάποιος άλλος. Σαν το πρωτόφερε ο κυρ-Νικήτας, που του το’ χε στείλει δώρο από τη Ρουσία ο αδερφός του, ήτανε τεφαρίκι· σκυλί σπάνιο. Μα πήγε ν’ αρρωστήσει το βλογημένο όσο που το βαρέθηκε και κείνος και του ‘δωκε δρόμο.

Τη στιγμή κείνη περνούσε κι ο αστυνόμος, ένας ανθυπασπιστής, χοντρός, κόκκινος, με μουστάκι στριμμένο. Σαν είδε τη σύναξη του κόσμου νόμισε πως είναι καυγάς κι έτρεξε. Μα κει που νόμισε πως θα ‘βρισκε κάνα σκοτωμένο αντίκρισε το παλιόσκυλο. Σούφρωσε τα μούτρα του τότε με δυσαρέσκεια σα να προσβάλθηκε η στρατιωτική του αξιοπρέπεια, και γυρίζοντας άγριο το βλέμμα σ’ έναν από τους μόρτες που παράστεκαν κι εχάζευαν, του είπε.

— Πάρ’ το, βρε Λάζαρε, και πήγαινε να το ρίξεις στη θάλασσα· να και μια δεκαρίτσα για τον κόπο σου.

Έσκυψε τότε κείνος αφού τσέπωσε πρώτα τη δεκάρα κι επειδή σιχαινότανε να το πάρει στην αγκαλιά του το άρπαξε από τα πισινά πόδια χωρίς κείνο ν’ αντιτάξει καμιάν αντίσταση. Δεν είχε το άμοιρο δύναμη ούτε για να φωνάξει, πολύ λιγότερο για να δαγκώσει. Στην αρχή μονάχα έβγαλε μια σιγαλή φωνίτσα έτσι σα βογκητό, σαν παράπονο, κι ύστερα ούτε ξανάνοιξε το στόμα του ως την υστερνή του στιγμή. Η θλιβερή συνοδεία πήρε τον δρόμο της. Μπρος ο Λάζαρος με το σκυλί που κρεμότανε σα σφαχτό, και πίσω η μορταρία όλη με φωνές και με γέλια.

— Πόσο τον λαγό, ρε Λάζαρε.

— Μοναχό σου, ρε, θα τονέ φας τον μεζέ;

Άλλος φανταζότανε τάχα πως ήτανε λείψανο κι έκανε τον παπά ψέλνοντας.

— ιιιιιι, ααααα, εεεεε.

— Παιδί μου, παιδάκι μου — έσκουζεν άλλος παρά πίσω, πού μας αφήνεις;

— Χα χα χα.

Ωστόσο φτάσανε στον κάβο. Ο Λάζαρος ακούμπησε χάμω το σκυλί και κάθισε να ξαποστάσει.

— Τον νου σου, Λάζαρε, θα σε φάει.

— Ναι· τώρα κι άλλη μια φορά. Σε λίγο μας αφήνει γεια.

Αλήθεια. Η ζωή του μετριότανε πια σε στιγμές. Το τράβημα κείνο απάνω στις πέτρες και στα χώματα το αποτέλειωσε μιαν ώρα αρχύτερα. Τα ρουθούνια του βουτηγμένα στον βούρκο στάζανε αίμα κι η γλώσσα του γιομάτη σάλια κι αίμα κρεμότανε έξω από τα δόντια. Ανάσαινε βαθιά ενώ τα μάτια του στέκανε γουρλωμένα. Ψυχομαχούσε.

— Ένα σκοινί, μωρές, να του δέσουμε μια πέτρα, φώναξε ο Λάζαρος.

Ψαχτήκανε όλοι για σκοινί, μα του κάκου. Ένα λουρί βρέθηκε μόνο μα κι αυτό σάπιο τόσο που μόλις πήγανε να σηκώσουν την πέτρα κόπηκε.

— Ρε, τι καθόμαστε να πονοκεφαλάμε. Στη σημάδι καλύτερα, κάνει ο Λάζαρος.

Πετιούνται τότε μονομιάς όλοι από χάμου κι αρχίζουνε το πετροβολητό.

— Απάνω του, μωρέ παιδιά.

— Τον νου σας και μας έφαγε το θεριό.

Φωνές, τρεχάματα, γέλια, κακό. Σε λίγο το κορμί του ήταν γενομένο παρτσάδια. Μυαλά, αίματα, σάρκες ανακατευτήκανε με το χώμα σ’ ένα φριχτό σωρό. Το κρανίο ανοιγμένο, τ’ άντερα όξω χυμένα. Ένας σκύλος περαστικός μυρίστηκε το αίμα κι έτρεξε. Ολόχαρος για τον ανέλπιστο μεζέ άρχισε με τα πόδια του να σκαλίζει τις σάρκες ενώ χώνοντας βαθιά στο σωρό τη μούρη του έγλειφε το αίμα που είχε πιτσιλίσει τις πέτρες.

Αποσταμένοι οι μόρτες πήρανε πάλι τον δρόμο για την πόλη. Στην αγορά σουλάτσαιρνε ο κυρ-Νικήτας, πλούσιος, κοιλαράς, με μια χοντρή μαλαματένια καδένα από τη μια ως την άλλην τσέπη του γελεκιού του. Τονέ ζυγώνει ο Λάζαρος και βγάζοντας το παλιοκασκέτο του.

— Ζωή σε λόγου, κυρ-Νικήτα· πάει το σκυλί σου, το σκοτώσαμε.

— Αλήθεια, μωρέ Λάζαρε; Μπράβο σου. Να κι ένα κοσαράκι για τον κόπο σου.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς, τεύχος 169, 23 του Οχτώβρη 1905

 

Βγήκε από τη φυλακή ύστερις από δέκα χρόνια. Σκέφτηκε τότες τι να κάνει για να ζήσει τη φαμίλια του. Έτσι άνοιξε το μικρό μαγαζάκι στη μέση του μεγάλου δρόμου. Έδινε κρασί, λουκούμι, μαστίχα στους ταξιδιώτες που βρίσκανε τώρα με χαρά τους ένα μέρος να ξαποστάσουνε, κάτι να δροσιστούνε. Ένα χάνι που δεν το είχε κανείς πρωτύτερα συλλογιστεί.

Κάτασπρος, ατέλειωτος, θλιβερός απλωνότανε ο δρόμος με τις θεόρατες λεύκες που γέρνανε τις κορφές τωνε σαν πικραμένες. Μέσα στο μεσημεριανό λιοπύρι ο αέρας λαφροκινάει τα φύλλα τ’ ασημένια που χύνουν το νταντελένιο ίσκιο τους απάνου στο παχύ χώμα του δρόμου αλεσμένο από των κάρωνε τις ρόδες. Κάμποσες κότες σκαλίζουνε χαρούμενες με τα πόδια τους τις κοπριές των αλόγωνε. Ένα βόδι αργομασάει τον σανό του ξαπλωμένο στο διπλανό χωράφι, αγκάθια γιομάτο. Ένα κάρο φορτωμένο ως εκεί πάνω σανό περνάει και στη κορφή των δεμάτωνε ξαπλωμένος ο αγωγιάτης μουρμουρίζει κάποιο τραγούδι, ενώ ο ιδρώτας στάζει διαμάντια στο κούτελό του. Τον χειμώνα κολλάνε οι ρόδες στις λάσπες κι ο χατζής τρέχει πολλές φορές για να δώσει ένα χέρι στον αγωγιάτη που ξεθυμαίνει τη φούρκα του στου αλόγου τη ράχη.

Και ψευτοζούσε.

Φύτεψε και μια περικολάδα μπροστά στην πόρτα για να ‘χει ίσκιο, έβαλε και λουλούδια γύρω γύρω και γιόμισε όλος ο τόπος χρώμα και μυρουδιά. Να ‘βλεπες μόνο την πρασινάδα αυτή μέσα στη θαμπωτική ασπράδα του δρόμου, δροσιζόσουνα. Ένα κομμάτι ζωή στην τόση νέκρα. Οι ταξιδιώτες βλογούσανε το όνομα του χατζή.

Άξαφνα να και ξεφυτρώνει άλλο ένα χάνι στον ίδιο δρόμο.

Ο χατζής κούνησε το κεφάλι του θλιβερά.

— Γυναίκα! κακά μαντάτα. Κάποιος ζήλεψε τα πλούτια μας.

Και κείνη λαφρόμυαλη.

— Ας φάει, άντρα, κι άλλος ψωμί.

Ο πόλεμος άρχισε, κούφιος στην αρχή, φανερός έπειτα. Ένας από τους δυο χατζήδες έπρεπε να λείψει. Κι οι δυο δεν μπορούσανε να ζήσουνε στον ίδιο δρόμο. Στην αρχή άλλαζαν κάποτε και καμιά κουβέντα, έπειτα όσο το κακό άναβε, κόψανε και την καλημέρα. Ο νέος χατζής είχε πιάσει φιλία με όλους τους αμαξάδες. Τους έδινε πιο φτηνά τον σανό και το κριθάρι για τ’ άλογά τωνε, τους συχνοκερνούσε, κι αυτοί πάλι τον προτιμούσανε και του φέρνανε ταξιδιώτες. Το καινούριο χάνι τους τραβούσε. Το παλιό το βλέπανε τώρα σα μαγαρισμένο. Τ’ αμάξια περνούσανε απ’ ομπρός χωρίς να σταματήσουνε. Το χάνι ρήμαζε. Ξεράθηκε η περικοκλάδα κι απομείνανε μόνο τα καλάμια που τηνέ βαστούσανε, σα κόκαλο κανενός ζωντανού. Μαραθήκανε και τα λουλούδια, έλειψε η πρασινάδα, χάθηκε η μυρουδιά. Μέσα το χάνι απόμεινε γυμνό. Αρρώστησε κι η αγελάδα και πάει.

Ο χατζής σταυρώνει τα χέρια και κάθεται ώρες συλλογισμένος. Τι θ’ απογίνει.

Ήρθε το φθινόπωρο.

Οι λεύκες κουνούσανε θλιβερά τις κορφές τωνε σαν πικραμένες. Ο τζίτζικας βαρέθηκε κι έπαψε πια το τραγούδι του. Ο αέρα σήκωνε σύννεφα τη σκόνη του δρόμου. Στον ουρανό αργά κυλιόντουσαν μεγάλα μαύρα σύννεφα. Χοντρές στάλες νερού σταλάζανε πότε πότε στο φύσημα του αέρα.

Άρρωστη του χατζή η γυναίκα. Τρεις μέρες τώρα τηνέ τρώει η κάψα. Δίπλα στην ψάθα που κείτεται ένα κέδρινο κανάτι νερό δεν μπορεί να της σβήσει τη δίψα. Πίνει, όλο πίνει και βογκάει. Ο χατζής κάθεται σε μα γωνιά μαζωμένος. Απάνου στο τζάμι ένα μικρό λυχναράκι τσιμπλιασμένο χύνει το τρεμουλιάκο φως του με κόπο. Η φλόγα μια χαμηλώνει που λες και θα σβήσει και μια δυναμώνει σα να παίρνει ανασασμό από βαθιά. Ένα χοντρό κούτσουρο καπνίζει στο τζάκι. Από τα καλάμια του νταβανιού καπνιές κρέμουνται. Τα παιδιά που πλαγιάσανε νηστικά κοιμούνται βαθιά. Το πιο μικρό λες και χαμογελάει. Στα μαραμένα χειλάκια του κάποια κρινάκια μοσκομυρίζουνε. Όξω ακούγεται ένα κάρο που περνάει αργά αργά· ο αγωγιάτης τραγουδάει κάποιο τραγούδι ενώ οι ρόδες τρίζουνε θλιβερά. Είναι φίλος του ο χατζής και του φωνάζει.

— Χατζή, καλησπέρα.

— Δε θα τη βγάλω τη νύχτα, βογκάει η άρρωστη.

Ο χατζής γυρίζει μια στιγμή το κεφάλι του κατ’ αυτή, κάτι μουρμουρίζει και ξαναπέφτει σε συλλογή. Η φλόγα του λύχνου αψηλώνει λιγωμένη. Η άρρωστη βογκάει. Απάνω στα κεραμίδια δυο γάτες κυνηγιούνται και νιαουρίζουνε. Ο χατζής σηκώνεται, ανοίγει την πόρτα, στέκεται στο κατώφλι και κοιτάζει τον ουρανό. Το φεγγάρι είναι τριγυρισμένο με σύννεφα. Το φως του είναι χλωμό. Ξαναμπαίνει και κλείνει ήσυχα την πόρτα πίσω του. Μαζεύεται πάλι στη γωνιά του.

— Τον γιατρό, γιατί με χάνεις.

Σηκώνεται γρήγορις ο χατζής. Ζυγώνει τα παιδιά του που κοιμούνται και σκύβει απάνου τους σα να θέλει να τα φιλήσει. Έπειτα ξεκρεμάει από τον τοίχο το δίκαννο. Η άρρωστη ανοίγει τα μάτια.

— Τι το θέλεις αυτό;

Ο χατζής της αποκρίνεται.

— Πάω για τον γιατρό.

Ο χατζής δεν ξαναγύρισε πια στο σπίτι του. Την άλλη μέρα ο νέος χατζής βρέθηκε σκοτωμένος μέσα στο χιόνι.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς, τεύχος 172, 13 του Νοέβρη 1905

 

Η Γιαννούλα σφουγγαρίζει κι ο Στέργιος στέκεται από πάνω της και τηνέ καμαρώνει. Οι άσπρες και παχουλές γάμπες της που προβάλλουν γυμνές κάτω από το κοντό μισοφοράκι της δουλειάς, τα μεστωμένα και ζουμερά βυζιά της που οι ρώγες των ζωγραφίζουνται μέσα από το τσίτινο τριανταφυλλί πολκάκι της, η κοκκινάδα του προσώπου της, οι θαυμάσιες καμπύλες του κορμιού της, καθώς είναι σκυμμένη απάνω στη βούρτσα, όλα αυτά τον έχουνε ξετρελάνει τον νέο. Η μάνα του από μακριά του κάνει νοήματα να φύγει από κει, γιατί δεν ταιριάζει στη θέση του να συντροφιάζει έτσι μια ξενοδουλεύτρα, μ’ αυτός βρίσκει χίλιες αφορμές για να ξαναγυρίσει. Με τα μάτια του τηνέ τρώει. Τα χείλια του κολλάνε από γλύκα.

— Γιαννούλα, πόσα παιδιά έχεις;

— Τέσσερα, κύριε Στέργιο. Μα τι να το κάνεις που ήταν άτυχα· ο πατέρας τους εδώ κι έξι χρόνια πνίγηκε στη μηχανή κι απέ άσπρη μέρα δεν είδανε. Ό,τι κάνουνε τα δυο μου χέρια. Μα δουλειά δε βρίσκεται εύκολα. Στενά χρόνια.

Μιλούσε χωρίς να σηκώσει κεφάλι και χωρίς να παρατήσει τη βούρτσα· ο Στέργιος μαθημένος να θεωρεί όλες αυτές τις γυναίκες του δρόμου, ξιπάστηκε. «Πολύ ντροπαλή ή πολύ κατεργάρα» έβαλε με τον νου του, και συλλογίστηκε πώς θα είναι ανάγκη να ξοδέψει κάμποσους παράδες όσο να τηνέ φέρει στα νερά του. «Οι γυναίκες είναι πονηρές, τις ξέρω ‘γώ· φρόνιμη όσο ν’ ανοίξω το πουγκί μου. Μα χαλάλι σου, Γιαννούλα· τ’ αξίζεις βρε ψυχή μου».

Εκείνο το πρωί δε βγήκε από το σπίτι μόνο και μόνο για να βλέπει τη Γιαννούλα. Στη μάνα του δικαιολογήθηκε όπως όπως.

Το μεσημέρι φάγανε πλούσια. Η Γιαννούλα υποχρεώθηκε να πιει στην υγειά του κυρίου Στέργιου ένα ποτήρι κρασί γεμάτο. Το μάγουλό της ήρθε και φούντωσε ύστερα από το κρασί. Έπεσε ύστερις να ξεκουραστεί. Καλοκαίρι· όλο γλύκα ο μεσημεριανός ύπνος. Έπεσε κι ο Στέργιος να κοιμηθεί· πέσανε όλοι. Μα ο Στέργιος ύπνο δεν είχε. Σηκώνεται αλαφρά και βγαίνει όξω. Βλέπει τη Γιαννούλα ξαπλωμένη· κείνη ακούει πατήματα, ανοίγει τα μάτια της και ξεπετάγεται.

— Σε ξύπνησα, Γιαννούλα· να με συμπαθάς, καημένη. Ξέρεις ήρθα να σου πω πως δεν πρέπει και ν’ απελπίζεσαι… Πού ξέρεις… Βρίσκουνται και καλοί ανθρώποι στον κόσμο… Έπειτα μια γυναίκα τόσο όμορφη, τόσο νέα, ποτέ δε χάνεται. Ναι… δε χάνεται.

Σωπαίνει και τηνέ γλυκοκοιτάζει χαμογελώντας. Κείνη κοκκινίζει σαν παπαρούνα· τα μάγουλά της φωτιές βγάζουνε. Κάτι οσμίστηκε. Καμιάν απόκριση. «Καμώματα» βάζει με τον νου του ο Στέργιος. Η Γιαννούλα νιώθει πια τώρα καθαρά τον σκοπό του Στέργιου.

Σαν αποσκόλασε είχε βραδιάσει. Στους δρόμους ανάβανε τα φανάρια. Κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού με ένα μικρό μπόγο από ρούχα κι από φαγώσιμα που την είχε φιλέψει η μάνα του Στέργιου. Κάτω από τη σκάλα ήτανε μια καμάρα θεοσκότεινη.

— Φεύγεις, Γιαννούλα; καληνύχτα.

— Μπα· σεις εδώ, κύριε Στέργιο· τέτοια ώρα;

— Σε περιμένω. Να πάρε αυτό.

Και της βάζει στη χούφτα ένα χαρτονόμισμα τρέμοντας όλος.

Η Γιαννούλα φοβάται κάτι κακό. Κάνει να φύγει μα την ίδια στιγμή ο Στέργιος την αγκαλιάζει και σκύφτει να τηνέ φιλήσει. Κείνη τραβιέται με δύναμη πίσω τρομαγμένη φωνάζοντας·

— Μη· είμαι τίμια, κύριε Στέργιο.

Μένει σα ζεματισμένος κείνος, κι η Γιαννούλα βρίσκει καιρό να βγει από την καμάρα στον δρόμο.

Ο Στέργιος συλλογιέται· «Είδες την κατεργάρα; να την αγκαλιάσω δε μ’ άφησε, τα λεφτά μου όμως τα πήρε. Μωρέ τι σου είναι αυτές οι παλιογυναίκες. Μα πού θα μου πάει».

Όξω το σκοτάδι απλώθηκε. Η Γιαννούλα κουκουλωμένη για να μη διακρίνεται το μούτρο της, λαχανιάζει για να φτάσει το γληγορότερο στο σπίτι της. Φοβάται μην πέσει απάνω σε τίποτις μεθυσμένους, έχει ακόμα και τον φόβο του Στέργιου και γυρίζει συχνά πυκνά για να δει μην την ακολουθάει. «Δεν το ‘καμα καλά, λέει με τον νου της, έπρεπε να του πετάξω στα μούτρα τα λεφτά του· τώρα τι θα λέει που τα κράτησα; Θα με παίρνει σαν κι αυτές που ξέρει. Μα αλήθεια πόσα να είναι;»

Σταματάει κάτω από ένα φανάρι, κοιτάζει γύρω μην τηνέ βλέπει κανείς και βγάζει από την τσέπη της φούστας της το χαρτονόμισμα. Είναι δεκάρικο. Παναγία μου. Ποτέ δεν είχε δει τόσον παρά μαζεμένο. Τώρα πια θα χορτάσει το σπίτι της από πράματα. Στον δρόμο που πηγαίνει συναντάει μια ζητιάνα· βγάζει από την τσέπη της μια δεκάρα και της τη δίνει.

— Να, πάρε και συ, λέει.

Φτάνει στο σπίτι. Τα παιδιά την περιμένουνε νηστικά· το μικρότερο κλαίει.

— Ε, σωπάτε, τους κάνει, τώρα πια έχουμε απ’ όλα.

Ύπνος δεν την κολλάει όλη νύχτα. Κυλιέται στο στρώμα σα φίδι. Τα μάτια της κοκαλιάζουνε ανοιχτά. Μια ιδέα τηνέ τρώει. Γιατί να βασανίζεται και να τυραγνιέται; Αν ήθελε… Να ο κύριος Στέργιος την περιμένει... Αυτός μπορεί να δώσει όσα όσα· πλούσιος είναι· έπειτα όξω φτώχεια… Καλό φαΐ, ζεστά, καινούρια ρουχαλάκια… Γίνεται κι αυτή νοικοκυρά… Μα η αμαρτία… Η ντροπή του κόσμου… Ε και τι; τόσες άλλες που το ‘καναν και το κάνουν; Ο Θεός σχωράει… Είναι καλός ο Θεός… Δε θέλει να βλέπει τα πλάσματά του να τυραγνιούνται…

Το καντήλι τσιτσιρίζει. Σηκώνεται. Μια μεγάλη καύτρα έχει σχηματιστεί. Ξεφτιλίζει το φυτίλι, μα χρειάζεται και λάδι, και λάδι δεν έχει. Σε λίγο σβήνει το καντήλι, σκοτάδι γίνεται. Ακούγεται κάπου ένας ποντικός που ροκανίζει αργά το ξύλο. «Καλύτερος αυτός, συλλογίζεται, αφού μπορεί να τρώει και ξύλα.» Μα τι σκοτάδι. Παναγιά μου. Αλήθεια, απόψε είναι φεγγάρι. Σηκώνεται, ανοίγει ένα παράθυρο και το καμαράκι φωτίζεται από το φεγγαρίσιο φως που ασημώνει τα προσωπάκια των παιδιών που κοιμούνται.

Ξημερώνει. Η Γιαννούλα γιομίζει το σπίτι της από ψώνια. Έπειτα κάθουνται όλοι γύρω στη φουφού και καμαρώνουνε το τσουκάλι με το κρέας που βράζει. Εκατό φορές θα το ξεσκεπάσουνε και θα σκύψουνε όλοι με περιέργεια τα κεφάλια τους να ιδούνε μέσα, ενώ ο αχνός θα τους λούζει.

Περάσανε μέρες· τα λεφτά σωθήκανε, η φτώχεια ξανάρθε. Μα η Γιαννούλα έχει πάρει πια την απόφαση. Πηγαίνει στο σπίτι του Στέργιου τάχατες για να ζητήσει δουλειά. Ο Στέργιος τηνέ βλέπει, η φλόγα ξανανάβει, μα δεν έχει πια σαν πρώτα κουράγιο.

— Γιαννούλα, να με συμπαθάς· δεν ήξερα τι έκανα κείνη την ώρα.

Χαμογελά η Γιαννούλα και στηλώνει τα μάτια απάνω του.

Τίποτις· μην πειράζεστε, κύριε Στέργιο, του λέει πονηρά.

Κείνος ανατριχιάζει.

— Λοιπό δεν είσαι θυμωμένη μαζί μου;

— Μα γιατί; τι μου κάματε;

Σκύφτει και τηνέ φιλεί· κείνη πάντα χαμογελάει. Την αγκαλιάζει λέφτερα και την χορταίνει φιλιά.

— Γιαννούλα, απόψε θα ‘ρθω σπίτι σου· να με περιμένεις, τ’ ακούς;

— Με το καλό να κοπιάσετε, κύριε Στέργιο.

Η Γιαννούλα φεύγει.

Η χαρά του δεν κρύβεται. Κάτι βράζει μέσα του. Μιλάει, γελάει, χοροπηδάει. Πιάνει ένα βιβλίο κάτι να διαβάσει κι αμέσως το κλει. Παίρνει το καπέλο και βγαίνει. Γυρίζει χωρίς λόγο στους δρόμους. Πότε σταματάει για να διαβάσει τα χαρτιά που είναι κολλημένα στους τοίχους και πότε στέκεται χαζεύοντας μπρος στις προθήκες τω μαγαζιών. Μα η ώρα αργεί να περάσει. Χίλιες φορές εκοίταξε το ρολόι του. Μπαίνει σ’ ένα καφενείο, πίνει καφέ, περνάει όλες τις εφημερίδες. Στενοχώρια. Κάτι τονέ πνίγει. Δεν είναι σαν πρώτα χαρούμενος. Σαν μετανιωμένος… Παίρνει δρόμο. Περπατάει ώρες. Επιτέλους νυχτώνει. Να πάει, να μην πάει… Περπατάει αργά. Φτάνει σ’ ένα στενοσόκακο με κάτι χαμόσπιτα.

— Από δω, κύριε Στέργιο.

Ακούει μια φωνή· ήταν η Γιαννούλα που τονέ περίμενε στην οξώπορτα. Περνάνε μιαν αυλή και φτάνουνε στην κάμαρά της.

— Ορίστε.

Η φωνή της Γιαννούλας τρέμει· η καρδιά της χτυπάει δυνατά. Είναι κίτρινη και παγωμένη.

Μπαίνουνε στην κάμαρα. Ένα λυχνάρι σπινωμένο καίει μπηγμένο στον τοίχο. Μια βαριά μυρουδιά βγαίνει από μέσα. Το μικρό μαζωγμένο σε μια γωνιά αρχίζει να μυξοκλαίει μόλις βλέπει τη μάνα του.

Θέλω ψωμί.

Η Γιαννούλα ούτε γυρίζει να δει.

— Να με συμπαθάτε, κύριε Στέργιο, λέει τρομαγμένη, που δεν έχουμε τον τρόπο να σας περιποιηθούμε.

Κάνει να χαμογελάσει μα το γέλιο παγώνει στα χείλια της. Το μικρό όλο και κλαίει.

— Πάψε πια· μ’ έφαγες.

Του κάνει αγριεμένη, κι ένα δάκρυο αναβρύζει στην κόχη του ματιού της και κατρακυλάει τρεμοσταλάζοντας στο μάγουλό της.

Σκύβει ο Στέργιος απάνω από το μικρό και του χαδεύει το μάγουλο.

— Μην το μαλώνεις, Γιαννούλα· να, πήγαινε πάρε τους λίγο ψωμί.

Βγαίνει η Γιαννούλα να πάει στον φούρνο. Σηκώνεται έπειτα ο Στέργιος, βγάζει από το πορτοφόλι του ένα κατοστάρικο, τ’ αφήνει απάνω στο τραπέζι και φεύγει γλήγορα σαν κλέφτης.

— Όχι. Είμαι τίμιος!... λέει σιγαλά.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 185, 12 του Φλεβάρη 1906

 

Α’.

Η νεκροφόρα κυλάει γοργά στον δρόμο του νεκροταφείου ενώ ο ήλιος γέρνει να βασιλέψει πίσω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ένα δυνατό χιονόνερο δέρνει αλύπητα το πρόσωπο του νεκρού που κείτεται μαζεμένος στο κοντό και στενό νεκροκρέβατο από σανίδες απλάνιστες, γυμνές από κάθε ντύσιμο. Ο αμαξάς καμουτσίζει κι η άμαξα τρέχει στα τέσσερα ενώ το κεφάλι του νεκρού γέρνει δεξιά κι αριστερά και τα πόδια του γυμνά, χωρίς κάλτσες, προβάλλουνε όξω από το καπάκι της κάσας. Ένα παιδάκι ξυπόλητο κρατώντας τον σταυρό κάθεται δίπλα στον αμαξά καταφχαριστημένο για την καροτσάδα μ’ όλονε τον χιονιά, και μέσα στην άμαξα ένας παπάς με το πετραχήλι στριμώνεται στη γωνιά για να γλιτώσει από τον τρελοβοριά που του ανεμίζει τ’ άσπρα του γένια. Πίσω από την άμαξα δυο άντρες, κάτι γριές και πολύ παρά πίσω ένας νέος κουτσός ως είκοσι χρονώ λαχανιάζουνε όσο να φτάσουνε την καρότσα που τρέχει σα δαιμονισμένη. Μα ο νέος, κουτσός καθώς είναι, αποκάνει τρέχοντας κι αργεύει το τρέξιμο ενώ τα χείλια του δεν παύουνε να λένε σ’ ένα κλαψιάρικο τόνο:

— Πατέρα μου, πατερούλη μου.

Η άμαξα χάνεται αφήνοντας πολύ πίσω τον κουτσό που το χιονόνερο του καίει το πρόσωπο. Σαν έφτασε καμιά φορά στο νεκροταφείο είδε τη νεκροφόρα να γυρίζει άδεια.

— Τονέ θάψανε κιόλας, είπε κλαίγοντας. Ένας νεκροθάφτης τον πήγε ως το μνήμα και του ‘δειξε τον νιόσκαφτο τάφο. Ο νέος ξαπλώθηκε τότε απάνω στο χώμα κι άρχισε να σκούζει βγάζοντας σπαραχτικές φωνές.

— Πατέρα μου, πατερούλη μου πού μ’ αφήνεις.

Είδανε και πάθανε όσο να τονέ σηκώσουνε από χάμω. Οι άλλοι είχανε φύγει.

Γύριζε μονάχος του. Βασιλεμένος πια ο ήλιος, έφτασε σπίτι. Μια γειτόνισσα τού πήγε ένα πιάτο φαΐ.

— Κουράγιο, Βασιλάκη, του είπε, δεν είσαι μονάχος σου.

Ο Βασίλης δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα. Όλη τη νύχτα ξενύχτισε στο πόδι. Τι θ’ απογίνει, πού θα γύρει μετά τον θάνατο του πατέρα του; Μα και να ήθελε πού να κοιμηθεί; τα κεραμίδια στάζανε και καθώς έπεφτε αναστάλαγη η βροχή το νερό σκημάτιζε λίμνη μέσα στην κάμαρα. Συγγενή κανένανε εξόν από κάποιο θειο που κατοικούσε σ’ ένα χωριό δε γνώριζε. Την άλλη μέρα πρωί σκόρπισε όλα τα πραματάκια του, έκανε ένα μπογαδάκι τα ρούχα του, το κρέμασε στον ώμο και πήρε τον δρόμο για το χωριό.

— Α μ’ ανοίξει την πόρτα του, συλλογιότανε, καλά· αλλιώτικα τα σκυλιά θα με τραβήξουνε.

Πονόψυχος ο θειος τον αγκάλιασε και τονέ φίλησε.

 

Β’.

 

Περασμένα τα μεσάνυχτα. Ο γερο-Παύλος υπνοχορτασμένος ανασηκώθηκε στα ρούχα καθώς ήτανε πλαγιασμένος δίπλα στο τζάκι έριξε λίγα κλήματα στη φωτιά και το κούτσουρο που κρυφόκαιγε από βραδίς σκόρπισε άξαφνα κόκκινες αντιφεγγιές. Σηκώθηκε κι η γριά του σαν πάντα κι έχωσε το μπρίκι στη φωτιά. Το κρύο δριμύ και μέσα στο λαμπαδιαστό τριζοβόλημα του ξύλου, όλο γλύκα το σούρισμα του τρελοβοριά.

Οι δυο γέροι, αγαπημένο αντρόγυνο, τα λέγανε σιγά σιγά.

— Τι του ‘ρθε του βλοημένου —μουρμούριζε η γριά κενώνοντας τον καφέ στα δυο φλιτζάνια— εμείς είμαστε φτωχοί αθρώποι κι ο Θεός το ξέρει πώς τα βολεύουμε με τόση φαμίλια.

— Ψυχικό, γριά, τι να γίνει. Έπειτα όπως κι αν το κάνεις συγγενής μας είναι, ας είναι κι αποξινός. Τι θα γινότανε χωρίς εμάς.

— Να δουλέψει.

— Ένας λόγος είναι αυτός. Μ’ αφού είναι σακάτης χέρι και πόδι;

Η γριά δεν αποκρίθηκε. Πήρε στο χέρι το φλιτζάνι αχνιστό κι άρχισε να ρουφάει αργά μισοκλείνοντας σε κάθε ρουφηξιά τα μάτια. Ο γερο-Παύλος ανακάτευε τη φωτιά. Φαινότανε συλλογισμένος. Κάποτες είπε κοιτάζοντας τη γριά του στα μάτια.

— Κάτι συλλογίστηκα. Για δουλειά αυτός δεν είναι. Να τονέ μάθουμε λίγα γραμματάκια, ξέρει και κατιτίς. Έπειτα μπαίνει πουθενά γραφιάς και βγάζει το ψωμί του.

Η γριά σκέφτηκε λίγο.

— Αμ τα έξοδα τα συλλογίστηκες.

— Από το λίγο που έχουμε θα φάει κι αυτός. Άλλο εγώ συλλογιέμαι. Θα δεχτεί στην ηλικία που είναι να ξαναπάει σκολειό;

Ο Βασίλης κοιμότανε στην πλαγινή κάμαρα με τ’ άλλα παιδιά. Κείνο το βράδυ δεν είχε ύπνο και χωρίς να το θέλει άκουσε τι λέγανε οι γέροι. Το καταλάβαινε και μόνος του πως τους ήτανε βάρος γιατί κι αυτοί φτωχοί αθρώποι ήτανε. Το ‘φερνε από δω το γύριζε απ’ εκεί όλη τη νύχτα· όπως κι αν το ‘κανε, πάντα εύρισκε πως ο μπάρμπας του είχε δίκιο. Και το πρωί σαν τον επήρε κοντά του για να τον κουβεντιάσει, αμέσως είπε το ναι· ο γερο-Παύλος απόρησε.

— Τι καλόβολο παιδί, είπε.

 

Γ’.

 

Κλεισμένος σ’ ένα καμαράκι μελετάει ο Βασίλης νύχτα και μέρα. Το σκολειό ήτανε στην πρωτεύουσα τρεις ώρες μακριά από το χωριό του. Κάθε Σαββατόβραδο άμα σκολάζανε έφευγε και ξαναγύριζε τη Δευτέρα το πρωί φορτωμένος τον τράστο με το ψωμί της βδομάδας. Πεζός πήγαινε, πεζός γύριζε· όσο για τον κόπο ούτε του αποφαινότανε, ας ήτανε και κουτσός, όσο συλλογιότανε τη ζεστασιά και το καλό φαγάκι που τον περίμεναν έπειτα από τόση ξεροφαγία. Στα μαθήματα ήταν πρώτος. Οι δασκάλοι τονέ παινεύανε κι οι συμμαθητάδες του που στην αρχή τον περιγελούσανε κατάλαβαν αμέσως πως έχουνε να κάνουνε με καλύτερό τους. Ο μπάρμπας του που άμα ερχότανε για δουλειά στη χώρα περνούσε απ’ το σκολειό και ρώταγε για τον ανιψιό του, άκουγε παινέματα και φκαριστιότανε η ψυχή του.

— Χαλάλι τα έξοδά μου, έλεγε από μέσα από την καρδιά του.

Μα σαν ήρθε χειμώνας ο Βασίλης άρχισε να παραπονιέται. Όχι για τα μαθήματα που δεν είχε καταλάβει ακόμη τι θα πει κόπος, όσο για τη Ζωή που έκανε μονάχος, έρμος, στο καμαράκι που είχε νοικιάσει. Για τίποτις δεν τον ένοιαζε μα τη μοναξιά και το κρύο αδύνατο να τα υποφέρει. Φοβότανε μην κοκαλιάσει κανά βράδυ και με φρίκη συλλογιζότανε πώς αν τύχαινε άξαφνα ν’ αρρωστήσει δε θα βρισκότανε κανείς να του βράσει ένα ζεστό. Το είπε του μπάρμπα του και κείνος τότε φρόντισε και του βρήκε ένα καλό σπίτι για να μείνει. Η κυρα-Κωνσταντίνα, χήρα χρόνια, με δυο κορίτσια της παντρειάς, την Αγγέλω και τη Φώτω, νοίκιαζε πάντα μια καμαρούλα σ’ ένα δυο μαθητάδες· εξαιτίας των κοριτσιών έβαζε πάντα παιδιά μα κείνη τη χρονιά σαν έτυχε να της μείνει το σπίτι ξενοίκιαστο το ‘δωκε στον Βασίλη, με πέντε δραχμές τον μήνα, που δεν είχε δα και τίποτις να φοβηθεί αφού ήτανε σακάτης κι είχε και μια ασκήμια στο μούτρο για γέλια.

Καταφχαριστημένος τώρα πια ο Βασίλης. Αναπαύτηκε η ψυχή του.

— Τώρα να με δεις, έλεγε του μπάρμπα του, όλους θα τους ξεπεράσω μέσα στο σκολειό.

Κάθε βράδυ μαζευόντανε όλοι γύρω στο τζάκι. Η γρια-Κωνσταντίνα ακουμπισμένη στον τοίχο αποκοιμιότανε σιγά σιγά, ο Βασίλης με το βιβλίο στα γόνατα διάβαζε και τα κορίτσια σιγομιλούσαν και πειραζόντανε αναμεταξύ τωνε ή κάνανε αστεία της μάνας των που κοιμότανε για να γελάσουν. Όμορφες κι οι δυο, μα η μικρότερη η Φρόσω πιο όμορφη. Δεν είχε κλείσει ακόμη τα δεκοχτώ και φαινότανε μεγαλύτερη από την Αγγέλω που ήταν κοσαρισμένη. Μαύρα, παιχνιδιάρικα, λιγωμένα μάτια, μαλλιά θησαυρός, πρόσωπο σταράτο, στήθος λαχταριστό, κυματιστό, γάμπα χυτή, μιαν ομορφιά που γεννούσε αμέσως ανατριχίλες κι ανάβρασες του αιμάτου. Γελαστή, παιχνιδιάρα. Τρελοκόριτσο. Τα κορίτσια της γειτονιάς που μαζευόντανε στο σπίτι της, τρελενόντανε μαζί της. Για τον χορό ξεψυχούσε. Ο Βασίλης που ήξερε λίγη φυσαρμόνικα βρήκε τον μπελά του μαζί της. Ο Βασίλης έπαιζε και κείνες χορεύανε. Χωρατεύανε μαζί του και τον πειράζανε, μα ιδέα κακή καμιά. Μια μέρα η Φώτω με τα γλυκόλογά της τον κατάφερε να μπει κι αυτός στον χορό. Ο Βασίλης έφερε καμπόσους γύρους κουτσαίνοντας κι έπειτα ξαναμμένος, λαχανιασμένος τραβήχτηκε σε μια γωνιά να ξαποστάσει. Η Φώτω έτρεξε κοντά του τον αγκάλιασε και μόνο που δεν τονέ φίλησε.

— Τον καημένο τον Βασίλη, τι καλός που είναι.

Ο Βασίλης ένιωσε την άχνα της αναπνοής της στο μάγουλό του σαν κάρβουνο αναμμένο κι ανατρίχιασε· τα μάτια του θολώσανε και μια κρυάδα τον έκοψε σα να πέρασε κανένα φίδι από τη ραχοκοκαλιά του. Πάρα πέρα η Αγγέλω μάλωνε την αδερφή της για το πολύ θάρρος που του ‘δειχνε.

— Μα πώς θα γελάσουμε, καημένη; έλεγε η Φώτω.

— Κοίταξε καλά· από τον τρόπο που σε κοιτάζει κάμποσο τώρα καιρό μου φαίνεται σα ρωτοχτυπημένος.

Η αλήθεια είναι πως εκείνο το βράδυ τρόμαξε να ξενυχτίσει. Νύχτα βαθιά η Αγγέλω άκουσε κλάματα στη διπλανή κάμαρα· ξύπνησε και την αδερφή της και της είπε σιγά·

— Άκουσε, μου φαίνεται πως ο Βασίλης κλαίει· τι να ‘χει σάματες;

Αφουγκραστήκανε κι οι δυο· ο Βασίλης έκλαιγε κι όσο προσπαθούσε να πνίξει τα δάκρυα τόσο κείνα ξεχειλίζανε. Να σπάσει το στήθος του. Του ‘ρχότανε να σκούξει, να σκίσει την πέτρα με τις φωνές του για να ξανασάνει, να ξαλαφρώσει από το βάρος που τονέ πλάκωνε. Γιατί; Ποιος ήταν ο πόνος του; Κι αυτός δεν ήξερε τι ήθελε. Μέσα του μόνο ένιωθε κάτι να βράζει, κάτι να τονέ σφάζει, ένα χτύπο στην καρδιά, μια απελπισιά μαύρη· το στόμα του το ‘νιωθε πικρό.

Σηκώθηκε από τα ρούχα πρι να φωτίσει. Τα μάτια του κόκκινα, πρησμένα από την αγρύπνια κι από το κλάμα. Η Αγγέλω περίεργη τονέ ρώτησε.

— Τι έπαθες, Βασίλη, τη νύχτα κι έκλαιγες, μην έβλεπες κανά κακό όνειρο;

Ξιπάστηκε κείνος.

— Μπα μ’ ακούγατε λοιπόν; ε· θυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα μου.

Στάθηκε λίγο κι έπειτα κουνώντας θλιβερά το κεφάλι.

— Έπειτα τι να συλλογιστώ και να μην κλάψω;

Και γελώντας πικρά πρόστεσε·

— Η τύχη βλέπεις όλα τα καλά μου τα ‘δωκε· ορφάνια, αρρώστιες, ασκημιά· την τελευταία λέξη τηνέ πρόφερε με ιδιαίτερο τρόπο κοιτάζοντας κατάματα τη Φώσω.

Στο σκολειό έκανε να πατήσει δυο μέρες. Κι αυτό γινότανε ταχτικά. Μέρα παρά μέρα θα ‘βρισκε πρόφαση να μείνει στο σπίτι μόνο και μόνο για να είναι κοντά στα κορίτσια. Πού τώρα πια όρεξη για διάβασμα. Καθότανε και τώρα σαν πρώτα κάθε βράδυ κοντά στο τζάκι με το βιβλίο στα χέρια, μα ο νους του δεν ήτανε στο βιβλίο, ταξίδευε, και τα μάτια του τις πιο πολλές φορές μένανε καρφωμένα πάνω στη Φώτω.

— Σίγουρα έρωτα έχει μαζί μου, έλεγε της αδερφής της.

Μια μέρα για να γελάσει του είπε·

— Ξέρεις, Βασιλάκη, πως ομόρφυνες;

Κείνος κοκκίνησε σα ντροπιασμένος και δεν είπε τίποτις.

Από τότες άρχισε να προσέχει τον εαυτό του· χτενιζότανε δυο και τρεις φορές την ημέρα βρέχοντας τα μαλλιά του με μπόλικο μυγδαλόλαδο, αγόρασε με μια δεκάρα κι ένα στρογγυλό καθρεφτάκι της τσέπης κι όπου στεκότανε και βρισκότανε το ‘βγαζε και κοιταζότανε. Όσο για τη φυσαρμόνικα δεν την άφηνε από τα χέρια του· μα δεν ήξερε να τηνέ παίζει καλά κι όλη η γειτονιά παραπονιότανε πως έχασε τον ύπνο της. Μόνο η Φώτω έκανε πως φχαριστιότανε γιατί καταλάβαινε πως όλα για δαύτηνε γίνουνταν. Στο σκολειό αργά και κάπου φαινότανε· έφτανε τώρα ν’ αντικρίσουνε από μακριά τη λαδωμένη χωρίστρα του οι συμμαθητάδες του για ν’ αρχίσουνε τα γέλια, ενώ εκείνος τους φοβέριζε με τη μαγκούρα του α δε σωπαίνανε. Στα μαθήματα κατάντησε πια ο τελευταίος. Ο μπάρμπας του κάθε φορά που περνούσε από το σκολειό, έφευγε με την καρδιά καημένη.

Περάσανε μήνες.

Οι εξετάσεις ζυγώνανε κι ο Βασίλης ελπίδα για προβιβασμό καμιά δεν είχε. Μια σκέψη τώρα τονέ βασάνιζε, μια σκέψη που σαν τριβέλι του τριβέλιζε τον νου νυχτοημερίς. Λογάριαζε να κουβεντιάσει της Φώτως· να την ξεμοναχιάσει πουθενά να της ειπεί τα όσα είχε στην καρδιά του, ν’ απλώσει μπροστά της τον πόνο του πέλαγο, να της ξανοίξει τους καημούς του βρύσες για δαύτηνα. Μα του ‘λειπε η δύναμη για μια τέτοια ξομολόγηση και κάθε φορά που τ’ αποφάσιζε σαν ξεκινούσε τα γόνατά του κοβούτανε κι άρχιζε να τρέμει ολοστηνός. Αποφάσισε να της γράψει. Ό,τι είχε να της ειπεί με τη γλώσσα θα το ‘γραφε σε μιαν όμορφη κόλλα χαρτί, θα το ‘κλεινε σ’ ένανε φάκελο, θα παραμόνευε μια ώρα που να είναι μονάχη της, θα της παρουσίαζε τότε το γράμμα της και θα της έλεγε·

«Φώτω, διάβασέ το αυτό το γράμμα· είναι για σένα» και θα πήγαινε να κρυφτεί από την ντροπή του.

Μα πόσο δε βασανίστηκε όσο να καταφέρει το γράμμα. Έγραφε κι έσκιζε. Κανένα σκέδιο δεν έλεγε αυτό που ένιωθε στην καρδιά· άλλα ήθελε να πει κι άλλα έλεγε· άμα τα ‘βλεπε γραμμένα θύμωνε με τον εαυτό του και χτύπαγε το κεφάλι του γιατί να μη μάθει καλύτερα γράμματα. Α λαχτάρησε για τη σπουδή ήτανε στην περίσταση αυτή που ήθελε να δείξει την καρδιά του και δεν μπορούσε να το καταφέρει.

Έπεσε να κοιμηθεί απελπισμένος, μα και στο στρώμα, με τα μάτια μισόκλειστα το γράμμα σκεδίζαε. Κάποτε σα να του άρεσε. Τινάζεται τότε απάνω κι όπως ήτανε μισόγδυτος κάθεται στο τραπέζι. Ένα λυχναράκι του φέγγει πάνω απ’ το κεφάλι του. Γράφει, γράφει· η πένα του αυτή τη φορά τρέχει.

Η κυρα-Κωνσταντίνα δεν είχε ακόμη αποκοιμηθεί. Βλέποντας το φως στην άλλη κάμαρα υποψιάστηκε και σηκώθηκε να δει τι τρέχει. Πατώντας στα νύχια ζύγωσε στην πόρτα κι έβαλε το μάτι στην κλειδαρότρυπα. Είδε τον Βασίλη να γράφει. Απόρησε. Στάθηκε να δει τι θ’ απογίνει. Ο Βασίλης έμεινε ώρα πολύ σκυμμένος στο τραπέζι. Έπειτα πήρε το γράμμα στα χέρια του, το διάβασε λέξη με λέξη, το ξαναδιάβασε μια, δυο, πέντε, εκατό φορές, το δίπλωσε προσεχτικά κι έπειτα το ‘χωσε στα φύλλα ενός βιβλίου που να μη φαίνεται.

— Γράμμα έγραψε· για ποιόνε τάχατες; είπε με τον νου της.

Ο Βασίλης φχαριστημένος έσβησε το φως και χώθηκε πάλε στα ρούχα. Η γρια-Κωνσταντίνα μπήκε σ’ έγνοια. Το πρωί δε φανέρωσε τίποτις σε κανένα. Μα σαν έφυγε ο Βασίλης για το σκολειό μπήκε στην κάμαρά του, έψαξε, βρήκε το βιβλίο και πήρε από μέσα το γράμμα. Έβαλε τότε τα γυαλιά της κι άρχισε να διαβάζει. Το γράμμα ήτανε για τη Φώτω, την κόρη της. Στο ζήτημα αυτό η γρια-Κωνσταντίνα δε χωράτευε. Σκύλιασε.

— Ακούς, εκεί —έλεγε— σακάτης άνθρωπος κα να μη ντρέπεται· ας κοπιάσει το μεσημέρι και σου τονέ συγυρίζω κατά πώς του ταιριάζει.

Το μεσημέρι γύρισε ο Βασίλης χαρούμενος λογαριάζοντας πώς θα ‘δινε της Φώτως το γράμμα. Μα μόλις πάτησε το πόδι στην οξώπορτα κι ακούστηκε από μέσα άγρια η φωνή της κυρα-Κωνσταντίνας.

— Όξω, βρομιάρη· γλήγορα να μαζώξεις τα παλιόρουχά σου και να ξεκουμπιστείς απ’ εδώ.

Κέρωσε ο Βασίλης. Ο κόσμος του ήρθε άνω κάτω. Άχνα δεν έβγαλε. Κοίταξε ν’ αντικρίσει πουθενά τη Φρόσω, μα κείνη χωμένη στο βάθος του σπιτιού ούτε φάνηκε πουθενά όλη κείνη τη μέρα.

— Να μείνω λίγες μέρες τουλάχιστο να δώσω εξέταση, τόλμησε να πει με φωνή που έβγαινε σαν από τον Άδη. Μα κείνη πού ν’ ακούσει. Άφριζε και μάνιζε.

— Τώρα αμέσως πρι σ’ τα πετάξω στον δρόμο.

Ο Βασίλης άρχισε να μαζεύει ένα ένα τα ρούχα του, ενώ από τα μάτια του σταλάζανε χοντρά καυτερά δάκρυα. Φορτωμένος έπειτα το μπογαδάκι με τα ρούχα πήρε τον δρόμο για το χωριό του. Κανείς δεν του μίλησε, κανείς δεν τον αποχαιρέτησε.

Η μέρα ήτανε συννεφιασμένη, παγερή. Ο βοριάς τίναζε από τα δέντρα τα φύλλα και σκόρπιζε κρύα ανατριχιάσματα. Καθώς περπατούσε σκύφτοντας το κεφάλι, όλο το παρελθό με τις πίκρες και τα φαρμάκια του περνούσε απ’ ομπρός τους. Τυραγνισμένη ζωή. Θυμήθηκε τον θάνατο του πατέρα του —τι καταφρονεμένη κηδεία— θυμήθηκε τη μέρα που πήγαινε στο χωριό να ζητήσει λεημοσύνη από τον μπάρμπα του. Συλλογιότανε πώς θα τον αντικρίσει, τι θα του πει.

Πέρασε καιρός. Μια μέρα συναπαντήθηκαν στο παζάρι ο γερο-Παύλος κι η κυρα-Κωνσταντίνα. Χαιρετηθήκανε και δώσανε τα χέρια.

— Ε· τι γίνεται ο προκομμένος ο ανεψιός σου;

Κι ο γερο-Παύλος θλιβερά.

— Τώρα πια· σ’ άφησε χρόνους εδώ κι δυο μήνους.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 208, 6 του Τρυγητή 1906

 

Ο Νικήτας μπήκε στο καφενεδάκι με τα χέρια στις τσέπες του τρύπιου πανταλονιού του. Αψηλός και ξερακιανός άθρωπος. Το πρόσωπό του γυάλιζε σα χάλκωμα κι απάνω στα δυο φτερούγια της μύτης του είχε δυο δαχτυλιές μαύρες, σημείο πως ήτανε αργάτης σε γύφτικο ή σε καμιά φάμπρικα. Προχώρησε δυο βήματα μέσα στο μαγαζί και στάθηκε σκυφτός κοιτάζοντας γύρω του. Από τη μέση του νταβανιού κρεμότανε μια λάμπα ντενεκένια. Το νταβάνι μαύρο από τον καπνό της λάμπας, που έλεγε θα ‘παιρνε φωτιά το σανίδι. Σε μια γωνιά είδε καμιά δεκαριά αθρώπους σκυμμένους απάνω σ’ ένα τραπέζι. Ζύγωσε με βήμα αργό να δει τι κάνουνε. Τα κόβανε. Ένας άθρωπος με κασκέτο στρατιωτικό δίχως κορόνα έκανε μπάγκο. Μπροστά του ήτανε χυμένα κάμποσα λιγδιασμένα σάπια μονόδραχμα κι ένας σωρός δεκάρες· ο άθρωπος αυτός κρατούσε τα χαρτιά με σοβαρότητα δικαστή. Σαν ήτανε να πλερώσει, τα μάτια του πετούσανε σπίθες και το χέρι του έτρεμε αλαφρά.

Ο Νικήτας στάθηκε κάμποσο κοιτάζοντας. Ήτανε κει όλο εργατικοί αθρώποι με ξεσκισμένα ρούχα, με μορφές ξεροψημένες από τη δουλειά και την κακοπέραση. Ένας από αυτούς αφού έχασε και την τελευταία δεκάρα του στράφηκε προς τον Νικήτα που έσκυβε από πάνω του και του ‘πε με πικρό γέλιο στα χείλια.

— Δε δοκιμάζεις και συ την τύχη σου;

Ο Νικήτας του αποκρίθηκε ήσυχα.

— Τηνέ ξέρω εγώ την τύχη μου, έννοια σου.

Ο Νικήτας κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο. Έπειτα έβγαλε το κασκέτο του και τ’ ακούμπησε στη μέση του τραπεζιού. Το κεφάλι του που είχε ένα σχήμα ακανόνιστο σκεπαζότανε από λίγες, κατάμαυρες τρίχες που πέφτανε άταχτα σ’ ένα στενό κούτελο. Τα χέρια του μαλλιαρά, χοντρά και ροζάρικα δείχνανε άθρωπο χεροδύναμο και της δουλειάς. Ένα τζάμι του παραθυριού που ήτανε σπασμένο ο καφετζής το είχε αντικαταστήσει με μια κόλλα χαρτί στράτσο κολλημένη με αλεύρι.

Ο Νικήτας χτύπησε το χέρι του δυνατά απάνω στο ξύλινο τραπεζάκι, για ν’ ακούσει ο καφετζής που κοιμότανε σκυμμένος στον μπάγκο. Κείνος δεν άκουσε. Ο Νικήτας αναγκάστηκε να ξαναχτυπήσει πιο δυνατά. Ο καφετζής ξύπνησε και σηκώθηκε τρίβοντας τα μάτια του. Τανύστηκε, χασμουρήθηκε, βγήκε από τον μπάγκο, στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε αυτούς που τα κόβανε κι έπειτα ζύγωσε στον Νικήτα.

— Ένα πενηνταράκι ούζο, διάταξε.

Ήτανε το αγαπημένο του πιοτό. Έπειτα έκανε κι ένα διαβολόκρυο κείνο το βράδυ. Ο Νικήτας κοίταξε όξω πίσω από τα τζάμια. Ο δρόμος άσπρος από το χιόνι. Ψυχή δε φαινότανε. Μόνο ένα σκυλί πέρασε τρέχοντας με την ουρά χωμένη στα σκέλια του. Φανάρι σ’ εκείνο το στενοσόκακο δεν έκαιγε μα το φεγγάρι φώτιζε τον έρημο δρόμο κι ασήμωνε το χιόνι.

Ο Νικήτας ρούφηξε γλήγορα το ούζο. Διψούσε και κρύωνε γιατί τα ρούχα του ήτανε πάνινα και τρύπια. Σαν ήπιε το ούζο ένιωσε μια ευχαρίστηση μέσα στην ατμοσφαίρα του καφενέ, χλιαρή από τα χνώτα. Διάταξε πάλε ούζο. Αυτό γίνηκε τρεις τέσσερις φορές· την τελευταία φορά ο καφετζής ακουμπώντας το ποτήρι δε βάσταξε να μην του πει.

— Θα σε κάψει, μωρέ.

Ο Νικήτας δεν αποκρίθηκε. Τώρα είχε πέσε σε συλλοή. «Έτσι λοιπό χωρίς τίποτις πετούνε τους αργάτες στον δρόμο. Πας το Σαββατόβραδο να πλερωθείς, σε πλερώνουνε κι αφού σε κλέψουνε στον λογαριασμό όσο τους βαστάει η ψυχή, έπειτα σου λένε με την πιο μεγάλη απάθεια· σε παύουμε από τη δουλειά. Γιατί; Πώς; Κι αν έχεις γυναίκα, παιδιά; ας κόψουνε πέτρες να φάνε. Ξέρω ‘γώ τι θέλουνε αυτοί… Ν’ αποφασίσει κανένας… Γιατί εμάς τους μικρούς αυτοί μας έχουνε, κατάλαβες, για ζώα.» Μιλούσε με τον εαυτό του. Τον είχανε πάψει κείνο το βράδυ από τη φάμπρικα και το μίσος του ξεχείλιζε. Είχε γυναίκα ετοιμόγεννη κι έξι παιδιά όλο κορίτσια. «Χρόνια δουλεύω και χαΐρι δεν είδα. Να, βρακί δεν έχω· δουλεύουμε ‘μείς για να καλοζούνε οι αφεντάδες. Αυτή είναι η ζωή μας. Όσο που να ξεψυχήσουμε σε κάνα νοσοκομείο. Μα και στον θάνατο ανάπαψη δε βρίσκουμε εμείς οι φτωχοί· το μαχαίρι του γιατρού θα σε κάνε παρτσάδια κι έπειτα θα σε πετάξουνε στα σκουπίδια…»

Στράγγισε το ποτήρι· χτύπησε το χέρι και φώναξε δυνατά.

— Ούζο.

Μέσα στο μαγαζί ακούστηκε κάποια ταραχή. Φιλονικούσανε στο ακρινό τραπέζι οι χαρτοπαίχτες. Μιλούσανε όλοι μαζί βιαστικά. Από τα λόγια φτάσανε στις βρισιές· ο άθρωπος με το στρατιωτικό κασκέτο, ο παγκιέρης, φαίνεται πως ήτανε μπαγαπόντης. Ένας τον έβρισε άτιμο. Τότε κείνος έκανε να τονέ χτυπήσει. Τη στιγμή κείνη έπεσε στη μέση ο καφετζής.

— Ε! για να σας πω, τους φώναξε με τη βαριά φωνή του, καβγάδες στο μαγαζί μου δε θέλω. Πηγαίνετε όξω να σκοτωθείτε. Δεν έχω όρεξη να μου το ξανακλείσει η αστυνομία το μαγαζί. Έλα τώρα βγάτε γιατί θα κλείσω.

Ο καφετζής έκλεισε τις πάγκες, έβαλε τις καρέκλες πάνω στα τραπέζια, κατέβασε το φως της λάμπας και πήρε τη σκούπα για να σκουπίσει. Ο Νικήτας ξακολουθούσε να κάθεται· το ποτήρι άδειο μπροστά του· ο καφετζής ζύγωσε με τη σκούπα στο χέρι και του ‘πε.

— Έλα, μάστορη, πήγανε τώρα. Περασμένη η ώρα.

Ο Νικήτας πλέρωσε και βγήκε με βήμα αργό. Στην πόρτα κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω σα να συλλογιότανε ποιο δρόμο να πάρει. Όλα κάτασπρα από το χιόνι. Κρύο διαπεραστικό. Πέρασε από ένα φούρνο. Η μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού τονέ λίγωσε. Μέσα από την ανοιγμένη πόρτα του φούρνου είδε τη φωτιά να λαμπαδιάζει και λαχτάρησε να ήτανε φούρναρης. Κάθισε κάμποσο με όλο το κρύο που το ένιωθε ως το κόκαλο κι απολάβαινε από μακριά το θέαμα. Έπειτα πήρε πάλε δρόμο. Σιγά σιγά έφτασε στη γειτονιά του· το σπίτι του ξεχώριζε από τ’ άλλα. Ήτανε ένα καλύβι διαιρεμένο με σανίδες σε δύο κάμαρες, η μια ξεπάτωτη· «Να το παλάτι μου» σκέφτηκε. Ζύγωσε· το χιόνι δεν είχε ακόμη κρυσταλλώσει κι οι βαριές στρατιωτικές αρβύλες του αφήνανε απάνω πλατιά σημάδια. Άκουγε σε κάθε πατημασιά να τρίζει το χιόνι κάτω από τα πόδια του· η μουσική αυτή είχε κάτι το μελαγχολικό. Ακούμπησε στον τοίχο κι έμεινε κει ακούνητος. Δεν του έκανε καρδιά να μπει μέσα. Άξαφνα άκουσε μέσα βογκητά.

— Η γυναίκα μου κοιλοπονάει, είπε σιγαλά. Καλά μας γεννητούρια.

Άνοιξε την πόρτα· η γυναίκα του στριφογύριζε σα φίδι απάνω στο κρεβάτι από τους πόνους. Σαν είδε τον άντρα της του φώναξε δυνατά.

— Νικήτα μου, με χάνεις.

—Ε! τι θέλεις να σου κάνω.

Πήρε ένα μπουκαλάκι ξύδι κι άρχισε να τηνέ μυρίζει. Έπειτα η γυναίκα έβαλε μια φωνή κι έφερε τα χέρια της στην κοιλιά. Ένα παιδάκι μικρόσωμο σα γατάκι κύλισε μέσα στα ρούχα. Ο Νικήτας έσκυψε απάνω του με αγωνία και κοίταξε.

— Κορίτσι πάλε. Χμ! Δεν μπορούμε να ζήσουμε μοναχοί μας ήρθε και μουσαφίρης.

Η γυναίκα έπειτα από τους φοβερούς πόνους βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ· τα παιδιά τραβηχτήκανε στην άλλη κάμαρα. Ο Νικήτας κάθισε σ’ ένα σκαμνί, έστριψε ένα χοντρό τσιγάρο κι άρχισε να καπνίζει με βαθιές ρουφηξιές. Κοντά του έκαιγε το καντήλι. Η νύχτα πολύ προχωρεμένη. Τα κοκόρια πού και πού λαλούσανε. Αέρας δυνατός σηκώθηκε και τα τζάμια τρίζανε σε πένθιμη μελωδία. Η γυναίκα κοιμότανε· κάποτε στον ύπνο της ξεφεύγανε κάτι ψιλά βογκητά. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια της κι είδε τον άντρα της ξύπνιο.

— Ακόμα κάθεσαι;

— Τώρα θα πέσω· κοιμήσου.

Ξανακοιμήθηκε. Πέρασε ώρα. Ο Νικήτας σηκώθηκε και ζύγωσε στο κρεβάτι· το μικρό κοιμότανε· έσκυψε απάνω του. Μόλις ακουγότανε η πνοΐτσα του. Στάθηκε λίγο· έκανε να φύγει, πάλε στάθηκε. Έπειτα πήρε το μικρό στα χέρια του· κείνο ξακολουθούσε να κοιμάται· του έβγαλε τα ρουχαλάκια του, το άφησε τσίτσιδο κι άνοιξε σιγαλά την πόρτα. Κρύος αέρας τονέ χτύπησε στο μούτρο. Η γης στρωμένη με χιόνι. Ακούμπησε χάμω το μικρό και μπήκε μέσα πατώντας στα νύχια. Πέρασε λίγη ώρα· ξανάνοιξε την πόρτα· το λευκό κορμάκι κοιμότανε πάντα στο χιόνι· το πήρε στα χέρια του. Ήτανε πια κοκαλιασμένο. Το τύλιξε πάλε με τα ρουχαλάκια του και το απίθωσε στο πλευρό της μάνας του.

— Έτσι είναι καλύτερα και για σένα, μουρμούρισε.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νουμάς», τεύχος 208, 6 του Τρυγητή 1906

 

Νταγκ, ντιγκ, νταγκ, ντιγκ…

Τι παράξενα που σημαίνει η μικρή καμπανίτσα του Αηγιωργιού. Λες κι έχει ψυχή μέσα της. Το γλωσσίδι της σαν κάτι να λέει όταν αρχίζει να σκορπά στον αέρα τις γλυκομελάγχολες, τις άγιες μελωδίες της. Ο ήχος ίσα στην καρδιά μπαίνει. Σαράντα χρόνια τώρα ο παπα-Μακάριος ακούει τη φωνή της και πάντα κάτι ξεχωριστό νιώθει μέσα του. Στην αρχή μια ολόγλυκη ανατριχίλα τον περεχύνει, έπειτα λιγώνεται από τη γλύκα και κλείνει τα μάτια του. Αρχίζει τότε μια μυστική κουβέντα μεταξύ αυτού και της καμπάνας. Τα χείλια βουβαίνονται, μα η καρδιά σπαρταράει κι η μικρή καμπανίτσα αρχίζει να του θυμίζει τα περασμένα. Για τον παπα-Μακάριο η μικρή καμπανίτσα δεν είναι από σίδερο, έχει ψυχή μέσα της, αυτή ξέρει όλα τα μυστικά του, αυτή του τραγούδησε όλες τις χαρές κι όλες τις λύπες του, μαζί της γνώρισε τη ζωή, μαζί της μια μέρα θ’ αποχαιρετίσει τον ψεύτικο αυτόν κόσμο.

Σήμερις έχει ευχέλαιο. Πάντα το συνηθίζει αυτό σα ζυγώνουνε Χριστούγεννα. Το νομίζει και για την ψυχή του καλό. Μα οι χριστιανοί του πουθενά δε φαίνονται να ‘ρχουνται.

Νταγκ, νταγκ.

Σημαίνει πάλε η μικρή καμπανίτσα. Γιομάτη παράπονο και μελαχολία η φωνή της· κάτι σαν κλάμα και σαν μοιρολόι· σα να λέει «ελάτε». Ο παπα-Μακάριος που νιώθει τη γλώσσα της μόνο που δε δακρύζει· τα χείλια του σωπαίνουνε μα με το μυαλό του μιλάει μαζί της σα να της λέει «σώπα, σώπα, καλή μου, μην κλαις.»

Σήμερις νιώθει όλο το βάρος της ηλικίας του. Τα ογδόντα του χρόνια τονέ βαραίνουνε σα να έχει μια βαριά πλάκα στον ώμο. Πότε περάσανε τόσα χρόνια. Μια ζωή ολάκερη που τηνέ σακατέψανε οι πίκρες κι οι νηστείες. Πού είναι η γυναίκα του, πού είναι τα παιδιά του; Εκείνη νωρίς τράβηξε για τον άλλο κόσμο, τα παιδιά του, αρσενικά και θηλυκά, παντρευτήκανε, σκορπιστήκανε δω και κει. Απόμεινε έρημος, μοναχός στον κόσμο, τώρα που ήθελε κι αυτός να γύρει πουθενά να ξεκουραστεί.

Μιλάει η καμπανίτσα κι ο παπα-Μακάριος ρουφάει διψασμένος τη γλυκομελάχολη μελωδιά της φωνής της. Μπάλσαμο η φωνή της, χάδι το σήμασμά της. Μιλάει εκείνη «κουράγιο· εγώ είμαι για σένα, μαζί και θα πεθάνουμε.» «Αλήθεια, καημένη, το λες».

Νταγκ, νταγκ. Ξανασημαίνει.

Κανείς δε φαίνεται. Έχουνε τις δουλειές τους συλλογιέται, πού νους για ευχέλαιο. Από τον δρόμο περνούνε διαβάτες. Πηγαίνουνε σπίτι τους ψωμί, λάχανα, φρούτα, παπουτσάκια καινούρια για τα παιδιά τους. Γυναίκες ξεμπρατσωμένες πηγαίνουνε στον φούρνο για τα Χριστόψωμα. Όλοι περνούνε από την εκκλησιά, μα κανείς δεν αποφασίζει να μπει. Ο παπα-Μακάριος τους βλέπει και κουνάει το κεφάλι του θλιβερά. Κάπου μακριά ακούγεται ήχος βιολιού. Κάποιος γλεντάει χωρίς να συλλογιέται τι μέρες είναι. Αφήνει το σκοινί της καμπάνας. Ρημάζει η εκκλησιά, εκατό χρονώ χτίριο. Ραγισμένοι οι τοίχοι, μισόσβηστες οι ζουγραφιές, μυρουδιά γερατειώνε, σκιά θανάτου την περιζώνει. Κάποια μέρα δε θα γλιτώσει, θα σωριαστεί όλη χάμω. Γέρασε κι αυτή σαν τον παπά της. Δίπλα της είναι ένα μικρό περβολάκι μαντρογυρισμένο. Ανοίγει την ξύλινη πορτίτσα και μπαίνει· βλέπει ένα ένα τα μνήματα και συλλογιέται τους πεθαμένους. Πόσο τους ζηλεύει· τι καλά που είναι κάτω από το χώμα. Είναι κει θαμμένοι ο χτήτορας και η γυναίκα του κι όσοι παπάδες περάσανε από την εκκλησιά πρωτύτερα από τον παπα-Μακάριο. Κει κοντά τους θα τονέ βάλουνε μια μέρα κι αυτόν. Κάτω από την ξερή ελίτσα που είναι στην άκρη του περβολιού, δίπλα στη μυρουδάτη γαζία που ραίνει τους πεθαμένους με τα κίτρινα λουλουδάκια της.

Κάθεται σε μια πέτρα. Ένα πουλάκι σκαλίζει με τη μυτίτσα του το χώμα ενός τάφου, βρίσκει ένα σκουλήκι, τ’ αρπάζει, κάνει φτερά και πάει. Έτσι θα φτερουγίσει μια μέρα κι η ψυχή του.

Ωστόσο η ώρα περνάει. Κανείς δε φαίνεται. Βγαίνει ήσυχα· ίσα μια στην καμπάνα. «Ο Σατανάς τους κρατάει, λέει μέσα του». Πιάνει πάλε το σκοινί κι αρχίζει να σημαίνει· το ‘βαλε πείσμα να μη τονέ νικήσει ο Σατανάς· θα σημαίνει, δε θ’ αφήσει από το χέρι του το σκοινί για να μην περάσει του τρισκατάρατου. Σημαίνει. Τα μάτια του μένουνε κλειστά. Τίποτις δεν ακούει εξόν από το σήμασμα της καμπάνας. Σημαίνει με λύσσα, τα χέρια του τ’ αδύνατα πάνε κι έρχουνται μοναχά τους, το κεφάλι του τ’ άσπρο τινάζεται, βαριά βγαίνει από το στήθος του η ανάσα· σημαίνει και συλλογιέται. Πού είναι η γυναίκα του, τα παιδιά του; Όλοι τον παραιτήσανε. Τώρα τον παραιτούνε κι οι ενορίτες τους που τους είχε σαν παιδιά στην ορφάνια του. Σημαίνει αδιάκοπα με τα μάτια πάντα κλειστά. Βρίσκεται σε όνειρο, σε ξένους τόπους, αψηλά από τη γης, κάπου κει κοντά στον Θεό. Σα να θαμποβλέπει το πρόσωπο του Θεού ανάμεσα σε καταχνιά. Κι όλο ζυγώνει, ζυγώνει. Να· κοντεύει να φτάσει, έφτασε· απλώνει τα χέρια του προς τον Θεό που του χαμογελάει ανοίγοντας τις αγκάλες του να τονέ δεχτεί. Και να· ξεκόβεται η καμπάνα από το καμπαναριό και τα βαρύ σίδερο τονέ χτυπάει κατακέφαλα. Σωριάζεται χάμω αμίλητος. Ο αέρας τρικυμισμένος βουίζει γύρω του σαν να τονέ μοιρολογάει. Ένα κόκκινο ποταμάκι κυλάει αργά από τα χείλια του μέσα στα ολόλευκα γένια του.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 209, 13 του Τρυγητή 1906

 

Ο Μαθιός δεν ήθελε γράμματα. Κείνο που λαχταρούσε αυτός ήτανε η θάλασσα. Ο πατέρας του τον έστελνε στο σκολειό μα κείνος το ‘σκαζε και κατέβαινε στο μικρό λιμανάκι για να καμαρώσει την αγαπημένη του θάλασσα. Οι ψαράδες με τις πλεχτές σκούφιες που διορθώνανε αργά αργά τα δίχτυα τους κι οι καλαφάτηδες που διπλαρώνανε τα καΐκια για να τα καλαφατίσουνε, τονέ φχαριστούσανε πιο πολύ από τα ξερά κι άνοστα λόγια του γερο-δάσκαλου που του κοκκίνιζε αλύπητα με τη βέργα τα χέρια του. Ο πατέρας του, αν και φτωχός, πίμενε να τονέ μάθει δυο γράμματα για να μη μείνει κούτσουρο· «άθρωπος βρε αγράμματος, ξύλο απελέκητο» του ‘λεγε πάντα. Σαν είδε πως του κάκου ξοδιάζει τον έβγαλε από το σκολειό και τονέ πήρε μαζί του στο καΐκι.

Ο Μαθιός δούλευε τώρα φχαριστημένος με τον πατέρα του. Το καΐκι του, η «Ελπίδα», ήτανε μικρό, παλιό κι έκανε και κάμποσα νερά. Μπογιά είχε να δει χρόνια, τα ξύλα του είχανε αρχίσει να σαπίζουνε κι επειδή σπάνια το καθαρίζανε, η πράσινη μούχλα δεν του ‘λειπε ποτέ από τα πλευρά. Τα πανιά του γιομάτα μπαλώματα και τα σκοινιά όλο κόμπους. Σαν ήτανε καινούργιο έκανε και μεγάλα ταξίδια. Τώρα που πάλιωσε δεν ήτανε πια για μεγάλα πράματα· το πολύ πολύ ως τη στεριά πήγαινε να φέρει ξύλα· κάποτε έπαιρνε και κανέναν επιβάτη, α δε ψηφούσε τον κίντυνο.

Κείνη τη μέρα η «Ελπίδα» ήτανε αραγμένη δίπλα σε μια μεγάλη μπρατσέρα· η μπρατσέρα ήτανε φρεσκοβαμμένη και τα χτυπητά χρώματά της λάμπανε στον ήλιο· σκοινιά, πανιά, όλα τα είχε καινούρια και σα να ‘νιωθε την ομορφιά της κουνιότανε καμαρωτά απάνω στα ήσυχα νερά. Η «Ελπίδα» στεκότανε δίπλα της δειλιασμένη. Τούτη δεμένη στο μουράγιο με ένα ψιλό σκοινί, κείνη με χοντρή αλυσίδα.

— Καλέ πατέρα, δε θα βάλουμε και ‘μείς Μάη στο καΐκι μας για τον καλό τον χρόνο; Να, στην μπρατσέρα κρεμάσανε το στεφάνι, είπε ο Μαθιός κοιτάζοντας με ζήλεια ένα στεφάνι που κρεμότανε στην κορυφή του καταρτιού.

Ο πατέρας του αφοσιωμένος κείνη την ώρα να κολλήσει κάποιο μπάλωμα στο πανί δεν έδωκε προσοχή στα λόγια του. Ο Μαθιός δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από το στεφάνι και δε χόρταινε να κοιτάζει κάτι τριαντάφυλλα κόκκινα που λες κι ήτανε βουτημένα όλα στο αίμα. Τέτοιο στεφάνι λαχταρούσε κι αυτός για το καΐκι τους.

— Καλέ πατέρα, τι λες; ξαναείπε δειλά.

Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι του στενοχωρημένος γιατί δεν του πήγαινε εμπρός η δουλειά και του είπε.

— Μη βλέπεις τι κάνουνε οι μεγάλοι· αυτοί έχουνε και τα κάνουνε· δε θα γίνουμε εμείς ίσα με αυτούς.

Μα ο Μαθιός που δεν εννοούσε να υποχωρήσει του είπε.

— Καλέ πατέρα, σάμπως θα τ’ αγοράσουμε το στεφάνι; Να εγώ θα γυρίσω από σπίτι σε σπίτι, θα μαζέψω λουλούδια και θα το φτιάσω.

— Ε, άη ξεφορτώσου με, μουρμούρισε ο γέρος.

Μεμιάς ο Μαθιός βρέθηκε όξω· ήξερε κάτι σπίτια που είχανε λουλούδια. Πήγε παντού, μάζωξε όσα μπόρεσε, μα κόκκινα τριαντάφυλλα στάθηκε αδύνατο να βρει. Σαν ξαναγύρισε στο καΐκι ο πατέρας του είχε βγει όξω. Έμεινε λοιπό μόνος, αυτό που ήθελε κι αυτός, γιατί ο γέρος ήταν κάμποσο κακομοιριάρης· έχυσε χάμω μέσα από το καλάθι που τα είχε τα λουλούδια κι άρχισε σιγά σιγά να πλέκει το στεφάνι της πρωτομαγιάς· κάποτε κάποτε σήκωνε τα μάτια του αψηλά και κοίταζε τα κόκκινα τριαντάφυλλα της μπρατσέρας που δεν τα χόρταινε. Σε λίγο το στεφάνι ήτανε έτοιμο· ο Μαθιός το πήρε στα χέρια του, το μύρισε και το κοίταξε με προσοχή απ’ όλες τις μεριές. Ήτανε αλήθεια όμορφο στεφάνι. Αν είχε και κάμποσα κόκκινα τριαντάφυλλα θα ήτανε σαν εκείνο της μπρατσέρας. Η έλλειψη αυτή τον πίκραινε· «ας είναι, καλό κι αυτό· του χρόνου το κάνουμε καλύτερο» είπε επί τέλους παρηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό του.

Καιρός τώρα να το κρεμάσει· η θάλασσα ήτανε ήσυχη, τα νερά ακούνητα δίχως την παραμικρή ζαρωματιά στην απανωσιά τους. Την ώρα εκείνη ο ήλιος άναβε πυρκαγιά πίσω από το βουνό και τα σύννεφα με τις κόκκινες ανταύγειες φαινόντανε σα ματωμένα, ενώ τα νερά τρεμουλιάζανε σα σ’ ένα ατέλειωτο ερωτικό φιλί. Από το μοναστήρι της Αγια-Φωτεινής σβησμένος έφτανε ο αντίλαλος της καμπάνας που σήμαινε τον εσπερινό.

Ο Μαθιός πέρασε το στεφάνι στο χέρι του κι αφού αγκάλιασε το κατάρτι άρχισε ν’ ανεβαίνει σιγά σιγά. Σαν έφτασε στην κορφή στάθηκε. Ένας παπάς με μια εικόνα στα χέρια κι ένας διάκος με το βαγγέλιο βαδίζανε βιαστικά πίσω από τον καντηλανάφτη με το φανάρι πηγαίνοντας σε κάποιο καΐκι που ήτανε να φύγει για να κάνουνε αγιασμό. Οι αθρώποι παραμερίζανε και βγάζανε τα καπέλα τους μπροστά στην εικόνα κάνοντας τον σταυρό τους. Ο Μαθιός έκανε κι αυτός τον σταυρό του και παρακολούθησε με τα μάτια του τον παπά όσο που προσπεράσανε. Έπειτα έβγαλε από το χέρι του το στεφάνι. Μα κει που προσπαθούσε να το δέσει στο κατάρτι, δεν μπόρεσε να κρατηθεί, ζαλίστηκε, έκλεισε τα μάτια του κι άνοιξε τα χέρια του. Από την αγορά που είδανε το παιδί να πέφτει τρέξανε τρομαγμένοι στο μουράγιο. Η κουβέρτα του καϊκιού γιομάτη αίματα. Ο Μαθιός ψυχομάχαγε και μισοάνοιγε τα χείλια του· από τα ρουθούνια του κι από τον στόμα του έτρεχε αυλάκι το αίμα αχνό. Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, γιομάτα φρίκη. Μπροστά του το στεφάνι σπασμένο, μαδημένο, τα λουλούδια σκόρπια. Ένα τριαντάφυλλο άσπρο πιτσιλισμένο με αίμα ακουμπούσε στο μάγουλό του.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 209, 13 του Τρυγητή 1906

 

Κάθουμαι στο παραθύρι και κοιτάζω τον αντικρινό μου βράχο. Μια θάλασσα ως εκατό οργιές μας χωρίζει. Είναι ένας βράχος όχι και πολύ αψηλός, ξερός, κατάξερος δίχως πράσινο· πού και πού μόνο μέσα από τις χαραμάδες των πετρών προβάλουνε άσπρα πλουμιστά μενεξεδάκια που φαίνουνται έτσι σα ν’ απορούνε κι αυτά πώς βρεθήκανε κει πάνω. Κάμποσα άσπρα φτωχικά σπιτάκια σκαρφαλώνουνε στα πλάγια του βράχου κι ένα μικρό εκκλησιδάκι με έναν ξύλινο σταυρό και με μια μικρή σημαιίτσα που κυματίζει πρόσχαρη σα να τραγουδάει τη λευτεριά της σκαρφαλώνει την κορυφή του.

Γκαπ, γκουπ.

Πότε πότε ακούγουνται κάτι κρότοι σαν κανονιές και σωρός οι πέτρες σωροβολιάζουνται κάτω από τον βράχο· ο εργάτης κρύβεται για μια στιγμή και πάλε ξαναφαίνεται για να ξακολουθήσει το καταστροφικό έργο του. Δουλεύει από το πρωί ως που να βασιλέψει ο ήλιος, δουλεύει ακούραστα κι από το κούτελό του ποτάμι χύνεται ο άγιος ίδρωτάς του. Σαν κατεβάζει με ορμή τον σιδερένιο λοστό στα κρύα πλευρά του βράχου, το πρόσωπό του δείχνει μια περηφάνεια· νιώθει πως κάτι μεγάλο καταφέρνει κείνη τη στιγμή, που αγωνίζεται με λύσσα να χαλάσει το έργο της φύσης· ο βράχος αγκομαχάει μα σαν ανάψει μέσα του η φωτιά που του φύτεψε ο εργάτης ξεσπάει σε ένα μουγκρητό άγριο σαν παράπονο και σα φοβέρα. Είναι καταδικασμένος σε θάνατο. Βρέθηκε σε άσκημη θέση κι ο εργάτης δε θα σταματήσει το έργο του πριν τονέ δει να σωροβολιαστεί όλος μπροστά του. Το έργο του είναι δύσκολο, η ανάσα του βγαίνει βαριά κι ο ίδρωτας τρέχει, τρέχει. Μα έχει επιμονή πέτρινη και δε θα σταματήσει πρι να νικήσει.

Το μεσημέρι γέρνει μιαν ώρα στον ίσκιο να ξαποστάσει· ο ήλιος φλογίζει κι η αντηλιά του βράχου του φέρνει στο πρόσωπο μιαν άχνα σα ζεστόν αέρα. Μα κείνος κοιμάται ξέγνοιαστος· ξεκουράζεται γιατί σε λίγο θα ξαναρχίσει το πάλεμα. Κόκκινος τώρα ο βράχος σα να ‘σταξε αίμα από τις πληγές που του άνοιξε ο σιδερένιος λοστός· ο ήλιος τονέ περιλούζει μαλακά και φαίνεται σα να θέλει να του γλυκάνει την πληγή με τις θερμές αχτίδες του. Τα μενεξεδάκια γέρνουνε μαραμένα, φοβισμένα απ’ ό,τι βλέπουνε να γίνεται γύρω τους. Πεταλουδίτσες φτερουγίζουνε από πάνω τους χαρωπές, μια μέλισσα βουίζει αδιάκοπα κι ένα σαμιαμίδι σέρνεται ελαφρά μέσα στις πέτρες κουνιώντας ζωηρά την ουρίτσα του· σαν ακούσει περπατησιά, στέκεται, σηκώνει το κεφαλάκι του, στηλώνει τα στρογγυλά σα χάντρες ματάκια του και τρέχει να κρυφτεί όπου βρει τρυπίτσα· τα όμορφα ταπεινά σπιτάκια λούζονται στον ήλιο· παιδάκια, κοριτσάκια ξυπόλητα τρέχουνε απάνω στον βράχο ξένοιαστα, παίζουνε και γελούνε με την καρδιά τους. Βλέπουνε τον εργάτη, του φωνάζουνε από πάνω, του πετούνε πετρίτσες· το εκκλησιδάκι ξέχωρο αναπαύεται στα ύψη του· φαίνεται σα να μην έχει έννοια καμιά για ό,τι γίνεται κάτω στα πόδια του. Κανείς κει πάνω δε συλλογιέται τη μαύρη τύχη που τονέ περιμένι. Όλα, όσα θα σαρωθούνε μια μέρα σαν πέσει νεκρός ο βράχος. Ώρα κακή πιάστηκε. Πρέπει να πεθάνει· γιατί κρύβει τη θέα, γιατί κόβει τον αέρα ενός λαού. Σα σαρωθεί η γης από τα λείψανά του, όμορφος ολόισος θ’ απλωθεί ο δρόμος και τα κύματα του καθαρού αέρα θα ‘ρχουνται λεύτερα από μακριά για να ξεπλύνουνε με την ευωδιά τους κάθε ακαθαρσία.

Ανατριχιάζει ο βράχος σα μπήχνεται βαθιά με απονιά το σίδερο στα στήθια του και του ξεσκίζει σκληρά τα σωθικά· πετρίτσες, κοτρόνια κυλάνε ολοένα. Τα παιδάκια με τις μητέρες τους γελούνε και παρακολουθούνε με απονιά το ροκάνισμα του βράχου. Ξένος πόνος για την ώρα· θα ‘ρθει κι η δική τους σειρά.

Βασιλεύει ο ήλιος. Ροδοβάφεται η θάλασσα και τα κύματα δοκιμάζουνε ηδονικά τις τελευταίες ανατριχίλες στα υστερνά φιλιά του ήλιου. Μούχρωμα. Ένας μαύρος ίσκιος σκεπάζει τον βράχο σαν σάβανο. Σε κάποια τρύπα κρυμμένη σκούζει η κουκουβάγια· ο εργάτες έκαμε τον σταυρό του, μάζεψε τα σύνεργά του και ξεκίνησε για το σπίτι του· ο βράχος πέφτει σε συλλοή και κοιτάζει με μίσος τον κακόν άνθρωπο. Πονεί σε όλο του το κορμί, τα πικρά τρυπήματα του λοστού τονέ σακατέψανε· βουίζει ακόμα το κεφάλι του από τα φουρνέλα· τα πόδια του τρέμουνε, ύπνος δεν τον κολλάει κι η νύχτα είναι σκληρή. Πικρές συλλογές τονέ βασανίζουνε. Αχ· ο κακός άθρωπος θα ξαναγυρίσει το πρωί. Στα μικρά σπιτάκια ανάβουνε τα φώτα· το μικρό καμπανάκι της εκκλησίτσας σημαίνει γλυκά γλυκά.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 221, 12 του Νοέβρη 1906.

 

Ένα μαύρο σύννεφο πρόβαλε στον ορίζοντα και μια καταχνιά σκέπασε τη θάλασσα πέρα κατά το βουνό. Τα νερά τρεμουλιάζανε σα να πέρασε από πάνω τους κάποιο φύσημα και βαφτήκανε μαύρα. Το βουνό σκεδό δε φαινότανε από την καταχνιά.

Ο καπετάνιος του μικρού παποριού όρθιος απάνω στη γέφυρα κοίταξε το σύννεφο, είδε τη μαυρίλα που πλάκωσε κι είπε γυρίζοντας στην όμορφη αρχόντισσα που καθότανε δίπλα του χωμένη σε μια πολυθρόνα.

— Πουνέντης πήρε.

— Καλώς να ‘ρθει· εμένα δε με πιάνει η θάλασσα, αποκρίθηκε κείνη αδιάφορα.

Δίπλα της, ακουμπώντας τα χεράκια του απάνω στον ώμο της στεκότανε ένα κοριτσάκι ως δέκα χρονώ, κάτασπρα ντυμένο, με κόκκινες κορδελίτσες, όμορφο, χτενισμένο, με τα χεράκια του και τα παχουλά γαμπάκια του ολόγυμνα. Στο πρόσωπό του ήτανε ζουγραφισμένη η καλοπέραση και στα γαλανά ματάκια του καθρεφτιζότανε η ευτυχία. Η μάνα του —γιατί μάνα του ήτανε η αρχόντισσα— σηκώθηκε από τη θέση της, πήρε την κόρη της από το χέρι, κι άρχισε να περπατάει αργά στο κατάστρωμα.

— Να ξεμουδιάσουμε λίγο, είπε στον καπετάνιο. Τράβηξε ως την πρύμνη. Εκεί όλοι οι επιβάτες είχανε σχηματίσει ένα μεγάλο κύκλο να βλέπουνε κατιτί. Η κυρία ζύγωσε. Ό,τι είδε της χτύπησε τόσο άσκημα στα μάτια. Ήτανε κει καθισμένος στον μπάγκο ένας άνθρωπος δεμένος με τα σίδερα σφιχτά. Το σίδερο είχε χαράξει σημάδι απάνω στη σάρκα του κι ο άθρωπος φαινότανε πως πονούσε. Κάποτε γύρισε στον στρατιώτη που τονέ φύλαγε και του ‘πε.

— Μου ‘κοψε το κρέας, και συνάμα τίναξε τα χέρια του δυνατά κι η βαριά κλειδωνιά που κρεμότανε αντήχησε θλιβερά που έκανε την κυρία ν’ ανατριχιάσει. Φορούσε μαντύα στρατιωτικό και στο κεφάλι ένα κασκέτο στρογγυλό από τσόχα ενώ στον λαιμό του είχε δέσει στριφτά ένα άσπρο μαντήλι. Το δεξί του μάτι ήτανε χαλασμένο, ποιο ξέρει από τι, και το μούτρο του ήτανε σκαμμένο τόπους τόπους από τη βλογιά. Φορούσε αρβύλες δίχως κάλτσες και το παντελόνι του ήτανε τρύπιο στα γόνατα. Τρεις στρατιώτες κι ένας νωματάρχης τονέ φυλάγανε με τα ντουφέκια στο χέρι. Η κυρία ζύγωσε έναν από τους στρατιώτες και τους ρώτησε με περιέργεια για τον άνθρωπο αυτό με το ελεεινό εξωτερικό.

— Είναι φυλακισμένος· έχει κάνει τρεις φόνους, της αποκρίθηκε ο στρατιώτης.

— Και τώρα που τον πηγαίνετε;

— Σ’ άλλη φυλακή, γιατί εκεί που τον είχαν όλη μέρα καυγάδες έκανε· κακό σκυλί. Τις άλλες παρ’ ολίγο να ξεκάνει έναν άλλο φυλακισμένο μ’ ένα σίδερο, πρόσθεσε ο στρατιώτης φχαριστημένος να δίνει πληροφορίες σε μια τέτοια κυρία.

— Κι είναι για πολλά χρόνια φυλακισμένος; ξαναρώτησε η κυρία που το μάτι του φυλακισμένου με το βλογιοκομμένο μούτρο της φαινότανε τώρα πιο άγριο από πρώτα.

— Επί ζωής, αποκρίθηκε ο στρατιώτης· και το είπε χαμογελώντας, με μια φριχτή απάθεια, σαν άνθρωπος που χαίρεται, γιατί νιώθει τον εαυτό του σε ασφάλεια.

— Επί ζωής, επανάλαβε η κυρία, απορώντας σα να μη το χωρούσε το κεφάλι της τέτοιο πράμα.

Μα ο στρατιώτης δεν άργησε να της το ξηγήσει.

— Σας φαίνεται πολύ; δε βαριέσαι, κυρία μου· συνηθίζουνε πολύ στη φυλακή και δεν τους κάνει πια εντύπωση· όλα τα πράματα μια συνήθεια είναι.

Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο φυλακισμένος ούτε μια φορά δε γύρισε το μάτι του να κοιτάξει την κυρία. Απάνω στον μπάγκο ήταν ξαπλωμένα κομπολόγια από κόκαλα, σουγιάδες, κοκαλάκια που ξύνουνε τα δόντια και καθαρίζουνε τ’ αυτιά, κασετινίτσες με μπιχλιμπίδια, πίπες κι άλλα διάφορα, όλα έργα της φυλακής, το συνηθισμένο εμπόριο των φυλακισμένων που θέλουνε να σκοτώσουνε τις ώρες τους και να κερδίσουνε καμιά δεκάρα για να πάρουνε καπνό. Τα είχε κει όλα ξαπλωμένα απάνω σ’ ένα πανί κι οι επιβάτες τα περιεργαζότανε, τα παίρνανε στα χέρια τους, θαμάζανε την υπομονή που χρειάστηκε να γίνουνε όλα κείνα τα τιποτένια πραματάκια, ρωτούσανε για την τιμή κι αν τους σύφερνε αγοράζανε κιόλας. Κάμποσοι είχανε αγοράσει κομπολόγια κι ο φυλακισμένος κρατούσε τα λεφτά στη χούφτα του καμωμένα μάτσο. Το κοριτσάκι της κυρίας τρύπωσε μέσα από τα πόδια των αθρώπων, ζύγωσε τον φυλακισμένο και τα γαλανά ματάκια του πέσανε απάνω σ’ ένα όμορφο κασελάκι ζουγραφισμένο με λογιώ λογιώ χρώματα χοντρά κι ακαλαίστητα. Το κασελάκι άρεσε της μικρούλας, το κοίταξε, το ξανακοίταξε, το πήρε στα κρινοδάχτυλα χεράκια της, το χάιδεψε και τέλος δείχνοντάς το στη μαμά της της είπε με παιχνιδιάρικη, λιγωμένη φωνή —τι όμορφο, μαμά, που ‘ναι.

Η κυρία ένιωσε πως η κορούλα της ποθούσε ν’ αποχτήσει το κασελάκι.

— Σ’ αρέσει, ψυχίτσα μου, να σ’ τ’ αγοράσω; της είπε τρυφερά και παίρνοντάς το στο χέρι ρώτησε τον φυλακισμένο πόσο το δίνει.

— Πέντε δραχμές, αποκρίθηκε κείνος σιγά, σα ν’ αδιαφορούσε για το πράμα του.

Η κυρία έκανε ένα κίνημα του κεφαλιού και φανέρωσε την έκπληξή της, σταβομουτσούνιασε και ρώτησε πάλε.

— Τουλάχιστο τέσσερις δεν κάνει;

Μα κείνος ούτε γύρισε να τηνέ δει. Η κυρία δυσαρεστημένη ξαναρώτησε.

— Δεν κάνει λοιπόν τέσσερις δραχμές;

Ο φυλακισμένος τότε για πρώτη φορά σήκωσε τα μάτια του, τηνέ μέτρησε από πάνω ως κάτω, κούνησε το κεφάλι του σα να ‘θελε να ειπεί «δεν ντρέπεται τέτοια κυρία να κάνει παζάρια», και της είπε ξηρά —πέντε δραχμές, κυρά μου, όχι λιγότερο. Έχει δουλειά αυτό που το βλέπεις.

Η κυρία ακούμπησε στον μπάγκο το κασελάκι και γύρισε να φύγει. Πιο πολύ την είχε πειράξει ο βάρβαρος τρόπος του αθρώπου αυτού που δεν έδειξε τον πρεπούμενο σεβασμό στο πρόσωπό της, κι αποφάσισε να δυσαρεστήσει την κόρη της, παρά να ξακολουθήσει τις κουβέντες με τέτοιο άθρωπο. «Τι αγριάνθρωπος, Θε μου» σκεφτότανε ενώ έφευγε. Η μικρούλα κάτι μουρμούρισε.

— Σώπα, ψυχούλα μου· άμα βγούμε όξω εγώ θα σου πάρω καλύτερο, της είπε παρηγορώντας την κι αφού τηνέ πήρε από το χέρι τράβηξε πάλε κατά τη γέφυρα του καπετάνιου.

Τώρα ο αέρας φυσούσε δυνατά και τα κύματα κυνηγημένα κυλούσανε γοργά. Ο ήλιος που ζύγωνε να βασιλέψει, ήτανε κρυμμένος πίσω από τα σύννεφα που σιγά σιγά είχανε απλωθεί σ’ όλο τον ουρανό. Το μικρό παποράκι δερνότανε σαν καρυδόφλουδο και τα κύματα το πλένανε από την μια άκρη ως την άλλη. Ένα κοπάδι κοράκι περνούσανε την ώρα κείνη από πάνου κράζοντας με τις βραχνές φωνές του. Ένα απ’ αυτά ξεχώρισε, στάθηκε μια στιγμή στο κατάρτι σαν κουρασμένο, ζυγίστηκε κάμποσο κι έπειτα φτερούγισε για να φτάσει στη συντροφιά του. Ο καπετάνιος δεν είδε με καλό μάτι το πουλί· «Χάθηκε, μωρέ, ένα τουφέκι;» μουρμούρισε με πρόσωπο συννεφιασμένο κι ανήσυχο. Το βουνό βυθισμένο σ’ έναν καπνό· τα σύννεφα κρεμότανε από πάνου βαριά· τα σκοινιά τρίζανε θλιβερά, ένα κομμάτι πανιού σκισμένο από τον αγέρα κυμάτιζε τρελά, κι όλο το γέρικο σκαφίδι του παποριού βογκούσε μέσα από τις αρματωσιές του. Η ξηρά δεν ήτανε μακριά μα να γυρίσουνε κατά κει αδύνατο, γιατί αμέσως ο αγέρας μπορούσε να τους αναποδογυρίσει. Το πλοίο χόρευε τρελά απάνου στα κύματα. Όλοι οι επιβάτες είχανε τραβηχτεί στις κάμαρές τους· στην κουβέρτα δεν ήτανε παρά ο φυλακισμένος με τους στρατιώτες και κάμποσοι άλλοι που γερμένοι δω και κει ξερνοβολούσανε αδιάκοπα. Στη γέφυρα ο καπετάνιος, ανήσυχος πάντα κι η κυρία με το κοριτσάκι που σα να την εύφραινε το θέαμα.

Ο φυλακισμένος με τα χέρια δεμένα πάντα είχε μαζέψει τα κομπολόγια του και τις πίπες του, τα ‘δεσε μέσα στο μαντήλι και κάπνιζε ήσυχα, ένα τσιγάρο που του ‘βαλε στον στόμα ένας στρατιώτης. Δε φαινότανε διόλου ζαλισμένος κι έβλεπε με αδιαφορία τα κύματα να του βρέχουνε τα πόδια που τα δάχτυλά τους προβάλανε μέσα από τις σκισμένες αρβύλες του. Άξαφνα μια φωνή τον έκανε να σηκώσει από χάμου τα μάτια του.

— Το παιδί μου, το παιδί μου, για όνομα του Θεού!

Ένα κύμα θεόρατο είχε αρπάξει από τη γέφυρα την κόρη της κυρίας που γερμένη κάτου έβλεπε το αγαπημένο της να παλεύει με τα κύματα. Ο φυλακισμένος με μιας στάθηκε ορθός κοιτάζοντας με το ένα του μάτι τη γυναίκα που έσκουζε σαν τρελή. Μια βαρκούλα μόνο σα σκάφη είχε όλη όλη το πλοίο· την κατεβάσανε οι ναύτες βιαστικά, μα τόσο ήτανε ανοιγμένη που αμέσως γιόμισε νερά και μισοβούλιαξε. Η κυρία είδε με φρίκη τη βάρκα να βουλιάζει και να τηνέ τραβούνε τα κύματα.

— Το παιδί μου, το παιδί μου.

Όλοι οι επιβάτες, όσοι βρεθήκανε κείνη την ώρα στο κατάστρωμα, τρέξανε και περικυκλώσανε τη δυστυχισμένη μάνα μα κανείς δεν ήτανε σε θέση να της δώσει την παραμικρή βοήθεια. Ο καπετάνιος στεκότανε με σταυρωμένα χέρια ωχρός σαν θειαφοκέρι. Οι ναύτες κοιταζότανε σα χαζοί. Κανείς δεν είχε το κουράγιο να πέσει στη θάλασσα. Οι φωνές της γυναίκας αντηχούσανε φρικτές μέσα στη βουή των κυμάτωνε.

— Δεν είσαστε χριστιανοί, για τον Θεό, το παιδί μου, φώναζε πάντα η μάνα τραβώντας τα μαλλιά της.

Ο φυλακισμένος ζύγωσε τότε τον νωματάρχη και του ‘πε.

— Βγάλε μου τα σίδερα να πέσω στη θάλασσα.

Κείνος τον κοίταζε απορώντας.

— Αστειεύεσαι; του αποκρίθηκε.

— Λύσε με, σου λέω. Τι έχεις να φοβηθείς; Ξαναείπε ο φυλακισμένος.

— Μωρέ, είσαι στα καλά σου; η στεριά λίγα μέτρα είναι από δω· αν μου το σκάσεις κολυμπώντας ή κι αν πνιγείς, τι γίνουμαι εγώ έπειτα;

Όλοι είχανε τώρα τριγυρίσει τον νωματάρχη και τονέ παρακαλούσανε· η μάνα είχε κρεμαστεί στον λαιμό του. Σαν είδε πως τα παρακάλια της δεν ακουγότανε, αγρίεψε, γουρλώσανε τα μάτια της κι έβγαλε μια φωνή που πάγωσε το αίμα ολωνώνε στις φλέβες.

— Λύσε τον γιατί σ’ έσκισα!... κι έκανε να τον αρπάξει με τα νύχια από τα μούτρα και να τονέ ξεσκίσει. Κείνος τραβήχτηκε πίσω και πρόβαλε το σπαθί του για να σωθεί.

Τη στιγμή κείνη ξαναφάνηκε το κοριτσάκι απάνω στα κύματα. Τα μάτια του ήτανε κλειστά και τα μαλλιά του απλωμένα στο νερό. Έπειτα ένα κύμα ήρθε και το αγκάλιασε και το κοριτσάκι ούτε ξαναφάνηκε πια. Ένα κοράκι με μεγάλα φτερά ζουγραφίστηκε αψηλά κι ένα πένθιμο «κρα, κρα» ακούστηκε γιομίζοντας φρίκη την ψυχή. Την ίδια στιγμή ο ήλιος έσκιζε το μολυβένιο σύννεφο στην άκρη του ορίζοντα κι η κορφή του βουνού βυθίστηκε σ’ ένα απαλό, γαλήνιο, ονειρευτό πορτοκαλί χρώμα.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», τεύχος 257, 19 του Τρυγητή 1907

 

Περασμένη η ώρα. Οι άνθρωποι νωρίς νωρίς μαζωχτήκανε απόψε στα σπίτια τους. Κακή νύχτα. Χειμώνας, κρύο, βροχή. Στον καφενέ του κυρ-Πέτρου λίγοι μπαίνουνε ακόμα. Είναι κει μια παρέα από χαμάληδες του μόλου που παίζουνε πρέφα με καπίκια. Παίζουνε για συφέρο, χτυπούνε με θυμό τις γροθιές τους στο μαρμάρινο τραπεζάκι, βλαστημάνε σα χάνουνε κι είναι έτοιμοι να σφαγούνε για ένα καπίκι. Το παιγνίδι γι’ αυτούς δεν είναι πια ξεκούραση, είναι ξακολούθηση της δουλειάς, που περιμένουνε κάτι ακόμα να κερδίσουνε για να συμπληρώσουνε το φτωχό μεροδούλι. Πάρα πέρα ένας γέρος με γυαλιά είναι χωμένος σε μια φημερίδα· διαβάζει αργά, συλλαβιστά, τα νέα της ημέρας, τα χείλια του κουνιούνται αδιάκοπα καθώς διαβάζει και το διάβασμα προχωρεί μονότονο, αργό, απελπιστικό. Ένας βαρκάρης μοναχός καπνίζει ναργιλέ βάζοντας το ένα πόδι απάνω στο άλλο. Κοντά στο παράθυρο που βλέπει στην πλατέα κάθουνται δύο κύριοι καλοντυμένοι· είναι βυθισμένοι σε κάποια χαμηλή κουβέντα και κάποτε στρέφουνε τα κεφάλια και κοιτάζουνε ανήσυχα όξω στο πεζοδρόμι όπου ακούγεται ο κρότος που κάνει το νερό της βροχής απάνω στα μάρμαρα. Ο καφετζής κουτουλά πίσω από τον μπάγκο· ο υπηρέτης ένα παιδί ως δώδεκα χρονώ ακουμπά σ’ ένα σακί γεμάτο κουκιά και κοιμάται με το στόμα ανοιχτό. Τα σκοινιά που κρέμουνται οι λάμπες, γεμάτα μύγες που βρήκανε κει καλό να κουρνιάσουνε· ένα καναρινάκι κοιμάται ήσυχα απάνω σ’ ένα ξυλαράκι μέσα σ’ ένα μικρό, ασφυχτικό κλουβί, κρεμασμένο από το νταβάνι. Σιγαλιά μέσα. Οι δύο κύριοι κατεβάζουνε τη φωνή τους στην κουβέντα όσο που ν’ ακούγουνται και δεν ξεχωρίζουνε παρά οι φωνές τω χαμάληδων του μόλου που κατεβάζουνε όλα τα καντήλια κι όλα τ’ άγια δισκοπότηρα απάνω στη φιλονικία.

Μπροστά στο μαγαζί είναι μια μικρή καμάρα· κάτω από την καμάρα αυτή έχουνε τρυπώσει δύο μικροί μάγκες· δεν είναι πιο μεγάλοι από δέκα χρονώ. Ξυπόλητοι κι οι δυο πατούνε στις κρύες βρεγμένες πλάκες του πεζοδρομιού. Τουρτουρίζουνε από το κρύο, χώνουνε τα χέρια στις αμασκάλες τους για να βρούνε ζέστα, στριμώνουνται ο ένας κοντά στον άλλο για να ζεσταθούνε. Δε λένε τίποτις μεταξύ τους κι από το στόμα τους βγαίνει ο αχνός της ανάσας που τους ζεσταίνει λίγο για μια στιγμή τα μάγουλα· οι μύτες τους, τ’ αυτιά τους παγωμένα και κόκκινα. Ο πιο μικρός φοράει ένα μακρύ, πλατύ παντελόνι ζωσμένο στη μέση με σπάγκο. Μέσα σ’ αυτό το παντελόνι χωρούσανε εύκολα τα πόδια και τω δυο. Ο άλλος έχει μια πάνινη φορεσιά που του τηνέ χαρίσανε από το σπίτι κάποιου χτικιασμένου που πέθανε τις προάλλες. Βρέχει. Βροχή με το ασκί. Τα μάρμαρα του πεζοδρομιού γυαλίζουνε σαν καθρέφτης κάτω από το φως του φαναριού που καίει αψηλά στη γωνιά. Μέσα στο λιμάνι χύνουνται με βουή τα θολά ποτάμια που κατεβαίνουνε ορμητικά από τους διάφορους δρόμους· η θάλασσα έχει ταραχή φριχτή· τα κύματα χτυπούνε με λύσσα στο μουράγιο, σηκώνουνται αψηλά αφρισμένα και σπάζουνε στενάζοντας απάνω στις πλάκες του μόλου. Τα καΐκια χορεύουνε ένα τρελό χορό ενώ ο αέρας παίζει τον θλιβερό σκοπό του· τρίζουνε οι αλυσίδες, δέρνουνται τα σκοινιά, αγκομαχούνε τα σκάφη, περνά σφυρίζονται ο αέρας μέσα από τα ψηλά κατάρτια που σχηματίζουνε ένα μυστηριώδικο δάσος μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας. Τα σκυλιά, φύλακες των καϊκιών, αλυχτάνε φοβισμένα, κι οι βαρκούλες κι οι ψαροπούλες, όσες δεν είναι καλά αραγμένες, πάνε να πεταχτούνε όξω στον μόλο, από το κύμα το θεόρατο.

— Κατακλυσμός, λέει ο ένας από τους δυο που κάθουνται κοντά στο παράθυρο. Δε θα μπορέσουμε να φύγουμε από δω· κι έχω καλό φαΐ απόψε και θα με περιμένουνε.

Στην πλατέα την μαρμαρένια ψυχή δε φαίνεται. Από τις κλειστές πόρτες τω μαγαζιώ χύνουνται όξω γυαλιστερές φωτεινές λουρίδες. Τα σπίτια που σκαρφαλώνουνε στον βράχο, βυθισμένα στο σκοτάδι. Πού και πού σε κανένα παράθυρο φαίνεται κανένα φως δειλό. Ο γέρος μέσα στον καφενέ δεν παρατάει τη φημερίδα. Μόνο όταν ακούγεται κανέναν μπουμπουνητό σηκώνει το κεφάλι του, κοιτάζει όξω και πάλε βυθίζεται στο αγωνιώδικο διάβασμά του. Οι χαμάληδες ξακολουθούνε το παιγνίδι κι ο καφετζής τον ύπνο του. Κάποτε όταν οι φωνές δυναμώνουνε ανοίγει μια στιγμή τα μάτια του, τους κοιτάζει νυσταγμένα και σιγά σιγά αρχίζει να τόνε ξαναπαίρνει· αυτή την ώρα ονειρεύεται να ήτανε σ’ ένα ζεστό κρεβάτι και δε βλέπει την ώρα πότε ν’ αδειάσει το μαγαζί για να το πάρει δίπλα απάνω σε παχύ στρώμα. Μα η βροχή δεν εννοεί να σταματήσει. Λες και θέλει να πνίξει το νησί. Οι μάγκες τουρτουρίζουνε στην καμάρα. Με όλο το κρύο η νύστα τούς βαραίνει τα βλέφαρα. Δεν έχουνε πού να πάνε. Ο ένας είναι πεντάρφανος· κοιμάται ταχτικά μέσα στις βάρκες κι όταν κάνει κρύο τρυπώνει, αν τον αφήσουνε, σε κανένα φούρνο ή σε καμιά καμάρα. Ο άλλος έχει γονιούς μα ο πατέρας του, μεθυσμένος, το τσακίζει κάθε βράδυ στο ξύλο και του παίρνει τις πεντάρες που μάζεψε, κάνοντας θελήματα όλη τη μέρα, για να τα πιει. Προτιμάει να μην πηγαίνει στο σπίτι. Γλιτώνει το ξύλο μα δε βλέπει τη μάνα του και πεθαίνει από το κρύο.

Οι δύο κύριοι τελειώσανε από ώρα την κουβέντα τους· είπανε όλα όσα είχανε να πούνε, τα ξαναμασήσανε για χιλιοστή φορά· τώρα κάθουνται αμίλητοι κοιτάζοντας τη βροχή. Ο ένας συλλογιέται το καλό φαΐ που τονέ περιμένει στο σπίτι, ο άλλος τη γυναικούλα του, τα παιδάκια του που μαζεύονται όλοι κάθε βράδυ ύστερις από το φαΐ στην τραπεζαρία, σε χρυσή, ολόγλυκη συντροφιά· το καναρίνι τίναξε τα φτερά του μέσα στη συρματένια φυλακή του τρομαγμένο σαν από κακό όνειρο. Μια πεταλουδίτσα τριγυρίζει γύρω στο γυαλί της λάμπας με ανεξήγητη πιμονή. Άξαφνα ακούστηκε ένας μικρός χτύπος. Κάποιος χτυπούσε τον τζαμένιο φεγγίτη της πόρτας. Οι δύο κύριοι σηκώσανε τα κεφάλια τους. Ένα πουλάκι, είπε ο ένας αδιάφορα. Το πουλί χτυπούσε τις φτερούγες του απάνω στα τζάμια· ζητούσε φαίνεται μέρος να μπει. Κάποτε ανακάλυψε κάποια τρυπίτσα στο τζάμι και τρύπωσε. Γύρισε από δω, γύρισε από κει κάμποση ώρα όσο που ακούμπησε σ’ ένα καρφί αψηλά. Ήτανε μούσκεμα από τη βροχή· θα κρύωνε· άρχισε να ψειρίζεται, φαινότανε σαν ευχαριστημένο εκεί· όξω δε βρήκε μέρος να κουρνιάσει όταν πλάκωσε η βροχή. Πλανήθηκε κάμποσο τρέμοντας από το κρύο· η ψυχούλα του παγωμένη από τον φόβο· το αίμα του κομμένο. Τώρα πια είναι καλά. Μέσα στον καφενέ η ατμοσφαίρα είναι χλιαρή κι ο ύπνος γλυκός. Το πουλάκι θα στεγνώσει, θα κοιμηθεί ήσυχα ως το πρωί. Τίναξε τα φτερά του και καλοκάθισε στο καρφί του τοίχου· η ψυχίτσα του ήρθε στον τόπο της.

Ο καφετζής άνοιξε άξαφνα τα μάτια του, χασμουρήθηκε ανοίγοντας το στόμα του σα φούρνο, τανύστηκε, κάτι μουρμούρισε. Το πουλάκι είχε χώσει το κεφάλι του κάτω από τη φτερούγα του. Ο καφετζής το είδε.

— Μπα, είπε.

Η πρώτη σκέψη του ήτανε να το πιάσει. Πήρε ένα πανί κι άρχισε να το κουνάει στον αέρα. Το πουλί φοβήθηκε και φτερούγισε τρομασμένο· ό,τι το ‘παιρνε ο ύπνος έπειτα από την κρύα τρομάρα· το κυνήγησε, το ‘φερε από δω, το ‘φερε από κει, δεν μπόρεσε να το πιάσει. Θύμωσε. Έπειτα άνοιξε την πόρτα του δρόμου. Ένας κρύος αέρας χύθηκε μέσα· το φως της λάμπας παρ’ ολίγο να σβηστεί· ο γέρος που διάβαζε τη φημερίδα σταμάτησε το διάβασμα.

— Θα μας πουντιάσεις, κυρ-Πέτρο, είπανε οι δυο κύριοι.

Το πουλί κυνηγημένο, τρομαγμένο βρήκε την πόρτα ανοιχτή και χύθηκε όξω. Όξω σκοτάδι, κρύο τρυπητό. Η πόρτα ξανάκλεισε· ο καφετζής ξανακάθισε στον μπάγκο και σε λίγο αρχίνησε πάλε το κουτούλημα.

Η βροχή τώρα είχε σταματήσει.

— Καιρός να πηγαίνουμε, είπε ο ένας κύριος· θ’ ανησυχούνε στο σπίτι· και σου ‘χω ένα φαΐ απόψε!

Φορέσανε τα βαριά παλτά τους, σηκώσανε τους γιακάδες τους, βυθίσανε τα χέρια στις τσέπες και βγήκανε όξω. Η θάλασσα βούιζε· τα ποτάμια της βροχής κατεβαίνανε ορμητικά για να χυθούνε στη θάλασσα. Ο ουρανός γεμάτος σύννεφα μαύρα. Το φεγγάρι κρυμμένο δειλά πίσω από τα σύννεφα. Οι δυο κύριοι είπανε την καληνύχτα. Τη στιγμή που χωριζόντανε, το πόδι του ενός σκόνταψε σε κάτι τι. Έσκυψε να δει τι ήτανε. «Ένα πουλάκι» είπε και τράβηξε τον δρόμο του βιαστικός. Την ίδια στιγμή βγήκανε κι οι δυο μάγκες από την καμάρα. Πατούσανε πάνω στις λάσπες. Δεν είχανε πού να πάνε· αν τους ανοίγανε στον φούρνο, καλά.

— Δεν πας στη μάνα σου απόψε; ρώτησε ο ένας. Ο άλλος είχε σκύψει χάμω· κάτι κρατούσε στα χέρια του.

— Ρε, για ιδές ένα πουλάκι!

Ο μικρός ζύγωσε το κεφάλι του.

— Το κακόμοιρο· θα ψόφησε από το κρύο!

— Ζεστό είναι ακόμα!

Το ‘χωσε με ψυχοπόνια στον κόρφο του απάνω στο κρέας του για να το ζεστάνει. Μα το πουλάκι ήτανε πια νεκρό. Οι δυο μάγκες ξακολουθήσανε αμίλητοι τον δρόμο τους μέσα στο σκοτάδι.

— Να μας ανοίγανε στον φούρνο! συλλογιόντανε.

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιον» του Σκόκου, έτους 1911.

 

[Μεταξύ των φιλολογικών κύκλων το όνομα Κώστας Παρορίτης είναι ήδη πολύ γνωστόν, προκαλεί δε από τινος ζωηρόν το ενδιαφέρον και την προσοχήν όσων παρακολουθούν με κάποιον θερμόν ζήλον την σύγχρονον παρ’ ημίν λογοτεχνικήν και φιλολογικήν εξέλιξιν. Πολλαί ηθογραφικαί του σελίδες, καταχωρηθείσαι εις τον «Νουμάν», και ιδίως δύο σειραί διηγημάτων του εκδοθείσαι υπό τους τίτλους «Από τη ζωή του δειλινού» και «Οι νεκροί της ζωής, εσχάτως δε εν κοινωνικόν του ρομάντσο «Στο άλμπουρο», το οποίον διακρίνει δυνατός ρεαλισμός, πλήρες εικόνων και σκηνών και τύπων και μορφών παρμένων από την ζωήν και την ψυχολογίαν των λαϊκών ιδίως στρωμάτων, μας αποκαλύπτουν ολονέν ένα διηγηματογράφον της πρώτης γραμμής, αντλούντα τας εμπνεύσεις του, το υλικόν και τα χρώματα από την ωμήν γύρω του πραγματικότητα, επιφυλάσσοντα δε ημίν αναμφιβόλως δυνατότερα και καλλιτεχνικώς αρτιότερα έργα. Τινά των έργων του μετεφράσθησαν και εις ξένας γλώσσας. Η διεύθυνσις του Εθνικού Ημερολογίου προβαίνει και εις την εξής αποκάλυψιν. Παραθέτουσα εδώ την εικόνα του αγνώστου τέως συγγραφέως, καθιστά γνωστόν ότι υπό το ψευδώνυμον Κώστας Παρορίτης κρύπτεται μετριοφρόνως ο κ. Λ. Σουραίας, διδάκτωρ της φιλολογίας και νυν υπηρετών ως Σχολάρχης εις Ύδραν.]

 

Η γυναίκα του βογκολογάει, κουβαριασμένη δίπλα στο παραγώνι. Ένα χοντρό κούτσουρο κουφοκαίει ακόμα καπνίζοντας πάνω στη στάχτη κι ο καπνός πνιγερός, άλλος σκορπιέται µέσα στην κάµαρᾳ, άλλος κάνει να βγει από τον μικρό φεγγίτη θολώνοντας τον αγέρα. Ριχτές χάμω στη γης καμπόσες τάβλες χοροπηδούνε στο κάθε πάτημα.

Ένα ψωμί κριθαρένιο, μαύρο, κρέμεται στο σκοινί, πάνω στην τάβλα.

— Βασίλη, μουρμουρίζει η άρρωστη με τα μάτια σφαλιχτά, ενώ η κάψα της πιπιλίζει το μυαλό. Η γλώσσα της καίει.

Σκυφτός εκείνος όξω στον κήπο, βοτανίζει με μιαν άσπρη πουκαμίσα δεμένη στη μέση του, ξεστήθιαστος, με τις άντζες γυμνές, μπρούντζινες. Ο ήλιος φουντωμένος, ξεφρενιασμένος χύνει αλύπητα το κάμα του στη διψασμένη γης, ρουφώντας κάθε στάλα δροσιάς από τα σωθικά της τα πυρωμένα. Τ’ αραποσίτια ψιλόλιγνα γέρνουνε λυπημένα, λιποθυμώντας τα φτωχά για λίγο νεράκι. Δυο τρία παιδάκια, μισόγυμνα, ξυπόλητα, αχτένιστα, κυλιούνται στο χώμα το καυτερό.

— Πατέρα, κάτι ανθρώποι, φωνάζει η μικρά του κόρη, η Κατερίνα, ως οχτώ χρονών με κάτι γαμπίτσες σαν καλάμια, μάτια γαλανά και μαλλιά κίτρινα, χρυσόξανθα σαν ώριμα στάχυα.

Βγαίνει από τον κήπο μ’ ένα κακό προαίστημα. Τι θέλουνε ξένοι ανθρώποι στο σπίτι του; Αυτός πουθενά δεν πάει και κανείς δεν του πατάει.

Σοβαροί, αμίλητοι ζυγώνουνε οι ξένοι. Φορτωμένος χαρτιά ο ένας τυλίγει στο μανίκι του μια ασπρογάλαζη κορδελίτσα, ψιθυρίζει κάτι παράξενα ακατάληφτα λόγια, κι αρχίζει να γράφει ακουμπώντας το χαρτί πάνω στην πεζούλα του πηγαδιού. Οι άλλοι δυο σιγαλοκουβεντιάζουνε. Ο Βασίλης χάσκει. Τα παιδιά μαζώνουνται δίπλα του φοβισμένα, σαν κλωσσοπούλια, που βλέπουνε να περνάει αψηλά το μαύρο γεράκι, κοιτάζοντας με απορία τους ξένους.

Ο άνθρωπος με την κορδελίτσα όλο και γράφει. Οι άλλοι δυο ζυγώνουνε τον Βασίλη και ζητάνε να του πιάσουνε κουβέντα. Κείνος τους κοιτάζει κατάματα σα να μη νιώθει τι λένε.

— Υγεία να ‘ναι, μουρμουρίζει ο ένας.

— Έτσι είναι ο κόσμος, αντισκόβει ο άλλος.

Τριμμένα τα λόγια τους, κοντά. Ποιος είπε πως έτσι είναι ο κόσμος; Και γιατί να ‘ναι έτσι; Και γιατί να μην είναι για όλους;…

Ο άνθρωπος με την κορδελίτσα τέλειωσε το γράψιμο κάποτε. Δυο αγελάδες στέκονται παραπέρα συλλογισμένες, ενώ καμπόσες κότες τσιμπούνε κοπριές πίσω τους. Το γουρούνι χώνεται ακόμα βαθύτερα στον λάκκο του μουγκρίζοντας.

Ο Βασίλης τα βλέπει όλα, όλα τα νιώθει, μα δεν έχει κουράγιο ν’ ανοίξει το στόμα του, λες και του δέθηκε η γλώσσα.

Ένας άνθρωπος ζυγώνει τις αγελάδες, τους περνάει και των δυονών ένα σκοινί στον λαιμό κι αρχίζει να τις τραβάει στον δρόμο.

— Έχε γεια, Βασίλη.

— Πομονή και γεια να ‘ναι, ξαναλέει ο άλλος ηλίθια.

Μου ου ου… Μουγκρίζουνε λυπητερά οι αγελάδες γυρίζοντας πίσω τα κεφάλια τους με μάτια βουρκωμένα, λες και δε θέλουνε να φύγουνε. Στυλώνουνε χάμω τα πόδια τους, τινάζουνε τις ουρές του, μουγκρίζουνε σα να λένε: «Βασίλη, πού μας αφήνεις;»

Κείνος κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα.

— Καλέ πατέρα, δε βλέπεις; Μας παίρνουνε την Κανέλλα μας και την Ξανθή μας, φωνάζει ο Θύμιος, ένα αγοράκι ως πέντε χρονών και παίρνοντας από χάμω πετρίτσες, αρχίζει να τους πετροβολάει τους ξένους τους κλέφτες με μάτια γιομάτα έκπληξη, που ο πατέρας του δεν κουνιέται σε μια τόσο φανερή κλεψιά.

— Πατέρα, μας τις πήρανε, πάει! φωνάζει δυνατά σα να θέλει με τις φωνές του να τόνε συνεφέρει από τον ύπνο που φαίνεται βυθισμένος.

Ο σκύλος γαυγίζει και φτάνοντας γοργός δαγκώνει την ουρά της Κανέλλας και στυλώνεται στα πισινά πόδια του, σα να λέει: «Όχι, δε θα σ’ αφήσω να σε πάρουνε». Τα παιδιά αρχινάνε τα κλάματα, οι κότες ξαφνιασμένες κακαρίζουνε. Σα να βγάζουνε κανένα λείψανο μέσα από το σπίτι!

Τώρα πια οι αγελάδες δε φαίνονται. Από μακριά μόνο κάποτε φτάνουν σβηστά τα μουκανητά τους.

— Θα μας τις φέρουνε πάλε πίσω, καλέ; ρωτάει ο Θύμιος που σπάζει το μυαλουδάκι του για να ξηγήσει το φέρσιμο του πατέρα του.

Ο Βασίλης ζαρώνει τα χείλια του. Δεν του πάει να πει ψέματα.

— Γιατί μας τις πήρανε, πατέρα; ρωτάει η Κατερίνα σοβαρεμένη κάτι σπουδαίο βάζοντας μέσα στο ξανθό κεφαλάκι της.

— Γιατί χρωστάμε, παιδί μου, μουρμουρίζει ο Βασίλης κουρασμένα.

Γουρλώνει τα ματάκια του ο Θύμιος για να ξηγήσει την πρωτάκουστη λέξη με την ιδέα πως γίνεται έτσι σοφότερος.

Ο Βασίλης μπαίνει στο σπίτι.

— Τι κάνουνε οι αγελάδες; ρωτολογιέται η άρρωστη κάτω από τη χοντρή βελέντζα που της αγκυλώνει τα μάγουλα, δίχως να βγάλει όξω τη μύτη της.

— Όξω, βόσκουνε, αποκρίνεται κείνος σιγαλά.

Νυχτώνει.

— Σύρε, Βασίλη, ν’ αρμέξεις τις αγελάδες και φέρε μου μια κούπα γάλα να δροσιστώ, μουρμουράει η άρρωστη.

Βγαίνει ο Βασίλης στην αυλή, φωνάζει την Κατερίνα, της δίνει την κούπα, της βάζει και μερικές πεντάρες στη χούφτα.

— Γλήγορα να ρθεις, της φωνάζει, ενώ κείνη φεύγει τρέχοντας. Ο σκύλος τηνέ παίρνει από πίσω για συντροφιά.

Νύχτα βαθιά. Σιγαλιά. Όλοι μέσα κοιμούνται.

Ο Βασίλης κάθεται στον κήπο ολομόναχος, συλλογισμένος.

Η γης αχνίζει ακόμα, το χώμα καίει.

Το φεγγάρι περνάει από πάνω του αργά, θλιμμένο. Κάποιο τριζόνι τραγουδάει μέσα στον βάλτο.

— Σα σηκωθεί και δε βρει τα ζωντανά της, τι θα πει; Τι ζωή πια είναι αυτή; Σα σκλάβος δουλεύω χρόνια τούτη τη γης. Πού ‘ναι τα χαΐρια μου, πού ‘ναι τα κόπια μου; Ανάθεμά τηνε τέτοια ζωή! Να είμαστε δίκαιοι, μας είπε τις προάλλες ο Δεσπότης στην εκκλησιά. Δε βαριέσαι, Δέσποτά μου!

Αναστέναξε και σκούπισε από το κούτελό του το ψημένο τον ίδρωτα με τη χούφτα του τη ροζιάρικη. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πέρα. Το νερό έτρεχε μέσα στ’ αυλάκι ποτίζοντας τ’ αραποσίτια του γείτονά του του άρχοντα. Με τις ώρες και το νερό, του Θεού το νεράκι. Ώρες ποτίζει ο γείτονας ξένοιαστα σα να μην έχει σκοπό να το κόψει. Τονέ βλέπει από μακριά μια να σηκώνεται, μια να σκύβει πάνω στ’ αψηλά αραποσίτια του. Κάμπος ατέλειωτος!

Τ’ αστέρια κατεβήκανε. Ο πετεινός λάλησε.

— Ε, γείτονα, θέλουμε και ‘μείς να ποτίσουμε, βάζει μια φωνή μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.

Καμιά απόκριση. Το νερό γοργοκυλάει χαρούμενο κι η μονότονη μουσική του αυλακιού αντισκόβει τη σιγαλιά. Κοιτάζει τ’ αραποσίτια του. Διψάνε τα έρημα, καήκανε… Η ώρα πέρασε, την έφαγε όλη ο γείτονας. Πότε να ποτίσει πια αυτός που περιμένει ο παρακατιανός του να του πάρει το νερό;

Φορτώνεται το τσαπί, καθώς το κρατούσε στα χέρια, πηδάει τον φράχτη. Το σκυλί του γείτονα αρχίζει ν’ αλυχτάει.

— Τι ζητάς εδώ τέτοιαν ώρα; ρωτάει ο γείτονας φοβισμένος.

— Τις αγελάδες μου μου τις πήρες γιατί σου χρώσταγα, μα το νερό του Θεού γιατί μου το κόβεις; Δε θέλουμε να φάμε και μεις ψωμί; ρωτάει πνιγμένος από τον θυμό του.

Σωπαίνουνε κάμποσο.

— Πήγαινε από δω. Ό,τι μ’ αρέσει θα κάνω, λόγο δε θα σου δώσω.

— Το νερό σε ρωτάω γιατί μου το κόβεις; ξαναρωτάει.

Το αίμα του ανέβηκε τώρα στο κεφάλι.

— Σου είπα πήγαινε από δω, ψωριάρη…

Σήκωσε το τσαπί και του το κατέβασε στο κεφάλι. Τα αίματα κατεβήκανε στα μούτρα του, μούγκρισε κι έπεσε χάμω, μέσα στ’ αραποσίτια του.

— Φονιά, μούγκρισε.

— Κλέφτη, ψιθύρισε κείνος σα να ‘βγαλε κάποιο βάρος από πάνω του.

Το φεγγάρι κοίταζε περίεργο.

Νόμισε πως τον ξέκανε.

Έφυγε τρέχοντας, πήδησε τον φράχτη. Το πρωί οι στρατιώτες που ψάχνανε τονέ βρήκανε μέσα στον αχερώνα κάτω από κάτι δεμάτια σανό.

— Σκότωσες κοτζάμ νοικοκύρη, του ‘πε ένας στρατιώτης.

— Πάει ο πατέρας! ψιθυρίζει ο Θύμιος βλέποντας τον πατέρα του να τον παγαίνουνε δεμένο πιστάγκωνα.

Τα μικρά του ματάκια αστράφτανε από την οργή που του πλημμυρίζει το μικρό του στήθος τη στιγμή εκείνη· σφίγγει τη γροθιά του· κοιτάζει, κοιτάζει και κάτι παράξενες σκέψεις τους ανεβαίνουνε για πρώτη φορά στο κεφάλι… Κάτι ξυπνάει μέσα του…

— Βασίλη, Βασίλη; Μα δεν ακούς πια; φωνάζει μέσα από τα ρούχα η άρρωστη…

 

 

αρχή

 



 

Δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιο» του Σκόκου, έτος εικοστό όγδοο

 

ΧΙΛΙΟΧΡΟΝΟΣ, περήφανος υψώνεται στην άκρη του δρόμου, μπροστά στο μεγάλο ξενοδοχείο που χτίστηκε για τους ξένους, ο γέρο πλάτανος. Πότε γεννήθηκε; Πώς ξέπεσε στο μεγάλο δρόμο με τ’ αψηλά σπίτια; Σα να τον πνίγει ο βρόμικος αγέρας του δρόμου υψώνει τα κλαδιά του ολόισα, πάνω από τις αψηλές στέγες, διψώντας ν’ αγναντέψει την κορφή του βουνού, που του κρυφογελάει από μακριά, κάτι να κρυψοψιθυρίσει στα σύννεφα. Βουίζει ο δρόμος, σέρνεται στα πόδια του η αγορά λερωμένη, κι αυτός σα να μη θέλει τίποτες να δει, τίποτες ν’ ακούσει, ξένος, αδιάφορος, σαν από άλλον κόσμο φερμένος, αργοκουνάει την κορφή του πάνω από τα κόκκινα κεραμίδια του ξενοδοχείου σα να θέλει να ξεφύγει, να τρέξει πέρα στα πλατιά, στα βαθυπράσινα ρουμάνια που του γνέφουν από μακριά, λαχταρώντας να σμίξουνε με τον ξενιτεμένο αδερφό τους. Να τους θυμάται τάχα μέσα στην πολιτεία;

Δίπλα του, στην αράδα, καμπόσες ακακίες, φυτεμένες για ομορφιά, φαντάζουνε σα μικρά παιδάκια μπρος στο γίγαντα. Με τα μάτια πάντα γυρισμένα στο βαθυπράσινο ρουμάνι, ούτε το συλλογιέται να σκύψει να ρίξει μια ματιά στις ταπεινές του γειτονοπούλες. Τα σπίτια που χτίζουνται γύρω τονέ ζώσανε σιγά σιγά κι άξαφνα βρέθηκε φυλακισμένος σε μιαν ασφυχτικιά φυλακή. Στα πόδια του σύρριζα αργοκυλάει ένα μικρό ρυάκι που βγαίνει θολό από την αυλή κάποιου σπιτιού.

Μα ο σπιτονοικοκύρης με τα χρυσά δόντια, που γύρισε φορτωμένος χρυσάφι από την Αμερική, δεν το θέλει με κανένα τρόπο το μεγάλο δέντρο μπρος στο ξενοδοχείο του. Κι έχει δίκιο. Του κόβει τον ήλιο, του χαλάει τη φάτσα κι ο καθένας έτσι δυσκολεύεται να ζητήσει κάμαρα. Αυτός ξόδεψε χιλιάδες. Τα λεφτά έχουνε τόκο. Πού θα τις βγάλει τόσες χιλιάδες; Έπειτα πού ακούστηκε τέτοια θεόρατα δέντρα μέσα στην πόλη; Στην Αμερική φυτεύουνε δεντράκια και τα κλείνουνε σε κάγκελα σιδερένια.

Έτρεξε, φώναξε. Ο Δήμαρχος που του ‘χε κιόλας βαφτίσει το πρώτο παιδί, σύφωνος κι αυτός να κοπεί το δέντρο. Σύφωνη κι όλη η Πόλη. Τα μεγάλα δέντρα ασκημίζουνε. Κανείς δε βρέθηκε να διαφεντέψει το δέντρο. Κανείς δεν το ‘νιωσε. Τι γύρευε μέσα στην πόλη; Η θέσις του αυτουνού ήτανε στο δάσος, να φωλιάζουνε στα κλαδιά του τα όρνια. Να. Ο αντικρινός ο καφετζής του ‘μπηξε ένα καρφί και κρέμασε ένα στενό, τοσοδά κλουβάκι μ’ ένα φλώρο μέσα που κλαίει μερόνυχτα τη μοίρα του.

― Μου κόβει τη φάτσα του σπιτιού μου, μου χαλάει τα κεραμίδια. Εγώ ξόδεψα λίρες με τη χούφτα γι’ αυτό το σπίτι και σπίτι δεν έχω, φώναζε ο Αμερικάνος όπου στεκότανε, με τα πλατιά παπούτσια και τη χρυσή αλυσίδα.

 

Ένα πρωί τέσσεροι ξυλοκόποι ακουμπήσανε τα τσεκούρια και τα πριόνια τους στη ρίζα του δέντρου μαζί με τις κάπες τους. Τι μελαχολικιά μέρα! Ο ουρανός συννεφιασμένος, βαρύς!

― Ε, ε, θα το κόψουνε, αλαλάξανε δυο τρία μαθηταρούδια με τα βιβλία στις αμασκάλες, που πηγαίνανε κείνη την ώρα στο σκολειό να μάθουνε γράμματα.

Μόνο ο πλάτανος δεν ένιωσε τίποτες. Σαν από άλλον κόσμο φερμένος, απόμεινε πάντα ξένος μέσα στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Περήφανος, απλοϊκός σαν αληθινά μεγάλος, δεν ένιωσε την οργή του Αμερικάνου. Σαν είδε τους ξυλοκόπους νόμισε πως γύρανε να ξαποστάσουνε. Από το βουνό έρχουνται βέβαια, στο βουνό ξαναγυρίζουνε. Αν τους παράγγελνε να πούνε χαιρετίσματα στ’ αδέρφια του που τον καρτερούνε! Καλοί ανθρώποι μοιάζουνε!

Σαν είδε να σηκώνουνε τα τσικούρια τους καταπάνω του, ξεμανικωμένοι, ξεστήθιαστοι, ξιπάστηκε. Βρε, μην ονειρεύεται; Η κρύα λεπίδα έλαμψε για μια στιγμή στα μάτια του κόκκινη σα βουτηγμένη στο αίμα του.

Η πρώτη τσικουριά έπεσε αλύπητα και το κρύο σίδερο χώθηκε βαθιά στο κρέας του που ο Μακεδόνας τρόμαξε να το ξεκολλήσει.

― Τρελάθηκε τούτος ο άνθρωπος; ψιθύρισε και τίναξε με τρόμο τα κλαδιά του.

Καμπόσα πουλιά, φωλιασμένα βαθιά, φτερουγίσανε τρομαγμένα. Το πλήθος τώρα είχε μαζωχτεί γύρω περίεργο. Τα μαθηταρούδια ξεχάσανε το σκολειό και τη βίτσα του δάσκαλου που τα καρτερούσε. Από τα παραθύρια τους γυναίκες παρακολουθούσανε το θέαμα κι οι μαγαζάτορες αφήσανε τη δουλειά τους και βγήκανε στις πόρτες να ιδούνε. Ο αστυνόμος που μελετούσε τη φημερίδα μ’ ένα φλυτζάνι βαρυγλυκό μπροστά του, πάνω στο στρογγυλό τραπεζάκι του αντικρινού καφενέ, κατέβασε πολλές φορές τη φημερίδα στα γόνατά του, περίεργος, αφήνοντας στη μέση το κύριο άρθρο.

Γκουπ, γκουπ.

Ο ίδρωτας άρχιζε να κατεβαίνει στα πρόσωπα των Μακεδόνωνε, ξεροψημμένα από τον ήλιο.

― Μα τι πάθανε τούτοι οι ανθρώποι; Τι έχουνε μαζί μου; Τι τους έφταιξα τάχα; ρωτιέται ο πλάτανος και δαγκώνεται από τον πόνο που τονέ σφάζει.

Οι ξυλοκόποι δουλεύουνε ακούραστοι. Μια στιγμή ένας σταμάτησε για ν’ ακονίσει το τσικούρι· κι ο πλάτανος άκουσε με φρίκη τον κρύο αχό της λεπίδας. Φοβισμένος, ανήσυχος έγερνε χαμηλά το κεφάλι του σα να ‘θελε να βεβαιωθεί καλύτερα. Δεν έκανε λάθος. Μα γιατί δε βρίσκεται ωστόσο ένας ν’ αρπάξει από τα χέρια αυτών των σκληρώνε ανθρώπων τα τσικούρια και ναν τα πετάξει μακριά; Πώς μπορούνε να κάνουνε όλοι χάζι στο σκληρό θέαμα; Γιατί δε γελιέται. Όλοι χάζι κάνουνε, γελούνε, χαζεύουνε. Τους βλέπει, μα η περηφάνεια του δεν τον αφήνει να παρακαλέσει. Αυτός που δεν καταδέχτηκε μια φορά να χαμηλώσει την κορφή του να δει τι γίνεται κάτω στο δρόμο, ποιος περνάει, ποιος μπαίνει, ποιος βγαίνει στα μαγαζιά, πώς να γύρει τώρα το κεφάλι σε παρακάλια:

Ώρες δουλεύουνε κι η δουλειά είναι ακόμα στη μέση. Ωστόσο τα μαθηταρούδια ξεχάσανε ολότελα σήμερα το δάσκαλο και τη βέργα του. Κανένα δεν κουνιέται να φύγει. Ο κύκλος μεγαλώνει κι οι μάγκες της αγοράς βρήκανε γλέντι.

Τώρα σκάψανε ένα λάκκο γύρω στη ρίζα, που χάσκει σαν τάφος. Ο πλάτανος έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπει το πλήθος που κάνει χάζι. Μόνο το χτύπο των τσικουριών ακούει κι ο φριχτός αχός αντηχάει πένθιμα μέσα στην καρδιά του. Δεν τονέ μέλλει που θα πεθάνει, αυτός που είδε με καταφρόνια τους αιώνες να περνούνε από πάνω του ανέγγιχτα. Ας ήξερε μόνο για ποιονε λόγο του φέρνουνται έτσι αλύπητα… Μα να πεθάνει έτσι στα καλά καθούμενα, αυτός που δεν έφταιξε σε κανένανε! Μην τους αρνήθηκε ποτέ τον ίσκιο του, μη δε βρήκανε πάντα τα πουλιά στέγη φιλόξενη στα κλαδιά του! Τι άλλο ζητάνε; Πώς αυτός δεν παραπονέθηκε που τονέ πνίξανε με τα σπίτια που χτίσανε γύρω του;… Όλα τα ‘νιωσε ο πλάτανος, μόνο την οργή του Αμερικάνου δεν ένιωσε!

Ένας άνθρωπος σκαρφάλωσε αψηλά, πολύ αψηλά για να δέσει κάποιο χοντρό σκοινί σ’ ένα κλαδί. Τρεις άνθρωποι πιάσανε το σκοινί που σούρθηκε χάμω, ανοιχτήκανε μακριά κι αρχίσανε να τραβάνε με όλα τα μπορετά τους. Μα το δέντρο ριζωμένο βαθιά κρατούσε…..

― Έχει ψυχή ακόμα, μουρμούρισε ο ένας Μακεδόνας και κατέβασε το τσικούρι του μ’ ένα δυνατό αγκομαχητό, σκουπίζοντας τον ίδρωτά του.

― Εφτάψυχος, είπε άλλος κοιτάζοντας με θαυμασμό τ’ όμορφο δέντρο.

Αλήθεια, ο πλάτανος δεν είχε καμιάν όρεξη να πεθάνει.

Ένιωθε ακόμα τον εαυτό του τόσο γερό, τόσο διψούσε ακόμα για τη ζωή, που δεν μπορούσε ναν το πιστέψει πως ήρθε η ώρα του να πεθάνει. Γιατί να πεθάνει αυτός που νιώθει τη δύναμη να ζήσει άλλη μια τόση ζωή! Το μεγάλο το ρώτημα του πλακώνει την ψυχή σα σύννεφο. Περήφανος, απλοϊκός ρωτάει τον εαυτό του αν έφταιξε, και μόνο την οργή του Αμερικάνου δεν ένιωσε.

Ξαναπιάνουνε το σκοινί, ανοίγουνται, στηλώνουνε χάμω τα πόδια τους, τραβάνε άγρια· μα ο πλάτανος δε θέλει ν’ αφήσει τα ύψη του. Βλέπει τη ρίζα του σακατεμένη, νιώθει πως δε στέκει στέρια στα πόδια του, κλονίζεται… Μα να πεθάνει… Γιατί;…

― Εδώ δεξιά χρειάζεται μερικές τσικουριές, λέει ο ένας. Για μια στιγμή τινάχτηκε κι έριξε τα μάτια του θολά σα να ‘θελε ν’ αποχαιρετήσει για τελευταία φορά το βουνό που τον αντίκριζε, το βαθυπράσινο ρουμάνι εκεί κάτω μακριά… Δε νιώθει καλά τον εαυτό του… Λιγοθυμάει… Μετρημένες οι στιγμές του…

Όλοι κρατούνε την ανάσα τους. Τα γέλια πάψανε. Κανείς δε μιλάει. Κάτι μεγάλο, κάτι επίσημο κρύβει η στιγμή αυτή, η μοναδική… Ένα μυστήριο απλώνεται στον ήσυχον αγέρα. Ένας ήρωας ψυχομαχάει, χαροπαλεύει πάνω στα ψηλά Αλώνια.

― Τραβάτε, ακούγεται μια φωνή.

Κάτι τρίζει. Τι κρύο τρίξιμο! Ποιος ξεριζώνει την καρδιά του ήρωα;.. Τα φύλλα αναφρικιάζουνε… Τραβάνε το σκοινί… Όχι. Δε θέλω να πεθάνω, λέει το δέντρο, κι ενώ παλεύει να κρατηθεί στα πόδια του όρθιο, εκείνοι καρφωμένοι στη γης τραβάνε το σκοινί αλύπητα…

― Το νου σας τις ακακίες, φωνάζει κάποιος.

Τρίζει το δέντρο στη ρίζα, ένας κρύος ήχος σκίζει τον αγέρα, κάτι σαν υστερνό παράπονο ακούγεται και το δέντρο γέρνει, γέρνει, ξαπλώνεται χάμω, ξανασηκώνεται, ξαναπέφτει μ’ ένα βαρύ αγκομαχητό, αναίστητο. Ξεψύχησε…..

― Να πάρει ο διάλος! Πάνε οι ακακίες! Κι ήτανε μια ομορφιά, φωνάζει ο Αμερικάνος βλέποντας τα φτωχά δεντράκια που τα ‘λιωσε στην τραγικιά πτώση του ο πλάτανος.

Αλαλάζουνε τα παιδιά, ορμούνε να κυλιστούνε χαρούμενα μέσα στα πυκνά κλαδιά που μέσα από τις τρυπίτσες των φύλλων λες κείνη τη στιγμή πως βγαίνει αγάλια αγάλια η υστερνή ανάσα του δέντρου… Ανασαίνει ο Αμερικάνος σα να του ‘φυγε ένα μολύβι από το στήθος.

― Φάνηκε το σπίτι μου, βρε αδερφέ! λέει ικανοποιημένος.

― Θεόρατο δέντρο, ψιθυρίζει άλλος, ενώ τα παιδιά κυλιούνται ανάσκελα στα κλαδιά, κόβουνε κλάρες και κυνηγιούνται με γέλια.

Τώρα αρχίζει το λιάνισμα, ενώ ένας χωροφύλακας δοκιμάζει να διώξει τα παιδιά που ζουρλαθήκανε.

Να κι ο τρελός! Με τα μακριά, ξανθιά μαλλιά του, αχτένιστος, κοιτάζει, γελάει ηλίθια. Τα πανταλόνια του φαγωμένα, λασπωμένα σούρνουνται στις λάσπες και το λιγδιάρικο πουκάμισο του ανοιχτό αφήνει να φαίνεται όλη η κοιλιά του. Βλέπει τα παιδιά, αναγαλλιάζει, σκάζει τα γέλια και τρέχοντας ξαπλώνεται κι αυτός μέσα στα κλαδιά.

― Ά α α α! φωνάζουνε όλοι.

Σηκώνεται ο τρελός τρομαγμένος, κοιτάζει τριγύρω του φοβισμένα κι άξαφνα το βάζει στα πόδια. Τα παιδιά απολυούνται πίσω του σαν τα σκυλιά…

― Βαράτε του μωρέ, φωνάζει ο Αμερικάνος κατουρημένος στα γέλια.

Έπειτα ήρθε ένα κάρο να πάρει τα κούτσουρα, ενώ οι φτωχογυναικούλες σκυμμένες μαζεύουνε λαίμαργα τα πελεκούδια για τη φωτιά…..

Τώρα δεν απομένει τίποτες που να θυμίζει το δέντρο. Η βροχή έπλυνε το δρόμο και μόνο ο λάκκος χάσκει πάντα γιομάτος από ένα υγρό κόκκινο σα να ‘ναι το αίμα που ‘τρεξε από το δέντρο. Το δέντρο που κανείς δεν το ‘νιωσε, που ‘ζησε πάντα ξένο, με τα μάτια γυρισμένα στον ουρανό, κοντεύει να ξεχαστεί… Ο δρόμος ανάσανε, αλήθεια… Οι ακακίες καλόβολες, καταδεχτικές τρέμουνε στις αδύναμες ριζούλες τους, σαν τις φοβερίζει από αψηλά ο βοριάς….

 

 

αρχή