ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΞΑΡΙΑ


 

Πληροφορίες για τον Εμμανουήλ Ροΐδη εδώ

Ροΐδης
Εμμαλουήλ Ροΐδης

 

Τα Απόκρυφα και συναξάρια πρωτοκυκλοφόρησε στο περιοδικό Εστία, στα τεύχη 4 και 5, έτος ΙΖ'

 

Πάντες oι μη τελείως άγευστοι εκκλησιαστικής ιστορίας γνωρίζουσιν, ότι τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν είναι τα μόνα της ιδρύσεως του Χριστιανισμού απομνημονεύματα, αλλ’ εξελέγησαν και εκυρώθησαν υπό της Εκκλησίας εκ πολλού πλήθους Ευαγγελίων, Αποκαλύψεων, Επιστολών, Αποστολικών Πράξεων και παντοίων άλλων ιστορημάτων, περιληφθέντων μετά την διαλογήν υπό το κοινόν όνομα Αποκρύφων. Ούτω λ.χ. πλην των τεσσάρων κανονικών περιεσώθησαν ή μνημονεύονται τα ευαγγέλια του αγ. Πέτρου, του αγ. Ιακώβου, του αγ. Βαρθολομαίου, του αγίου Ανδρέου, του Νικοδήμου, του Θωμά Ισραηλίτου, του αγ. Ματθία, της Μαρίας, της Γεννήσεως, των Δώδεκα Αποστόλων, των Ναζωραίων και άλλα εν συνόλω τριάκοντα εννέα. Αποκαλύψεις λέγονται γράψαντες, πλην του αγ. Ιωάννου, οι άγιοι Πέτρος, Παύλος και Θωμάς· πολύ δε περισσότεροι είναι οι συντάκται ιστοριών των αποστολικών πράξεων και απειράριθμοι των πρώτων υπέρ Χριστού αθλήσεων αι αφηγήσεις. Η τοιαύτη πληθώρα κειμένων επέβαλε μεν την προτίμησιν και κύρωσιν των αξιολογωτέρων, άδικον όμως θα ήτο να συμπεράνη τις εκ ταύτης ότι απεκήρυττεν η Εκκλησία πάντα ανεξαιρέτως τα λοιπά. Υπό τον κοινόν τω όντι και κάπως δυσώνυμον τίτλον Αποκρύφων συμπεριλαμβάνονται, πλην των επβαρυνομένων δι' ειδικής καταδίκης επί νοθεύσει ή κακοδοξία, πλείστα άλλα επί πολύν μεν χρόνον ισότιμα των κανονικών και έπειτα κατ' ουδέν άλλο διακρινόμενα τούτων, παρά μόνον ότι ταύτα μεν ανεγινώσκοντο εις την Εκκλησίαν, τα δε απόκρυφα απέμειναν ανάγνωσμα οικιακόν. Τα ολίγα τω όντι κυρωθέντα κείμενα ουδόλως εξήρκουν προς κορεσμόν του επικρατούντος τότε θερμού πόθου στενοτέρας οικειώσεως προς τα πρόσωπα του ευαγγελικού δράματος και της περιεργείας των πιστών να γνωρίσωσι τας λεπτομερείας του βίου και του θανάτου εκάστου τούτων. Τι λ.χ. έπραττεν o Ιησούς κατά τους παιδικούς και της πρώτης νεότητος τους χρόνους; Τι απέγειναν μετά τον θάνατον αυτού η Μαρία, η Μάρθα, η Σαλώμη, η Μαγδαληνή και αι άλλαι ιεραί γυναίκες, αίτινες παρηκολούθουν αυτώ από της αρχής του κηρύγματος μέχρι του Σταυρού; Πού εδίδαξε, τίνα είδωλα εκρήμνισε και πώς απέθανεν έκαστος των Αποστόλων και των συγχρόνων και έπειτα μαρτύρων; Περί πάντων τούτων, των μη θεωρουμένων τότε ως ασημάντων, ολίγιστα δυνάμενοι να διδαχθώσιν εκ των επισήμων βιβλίων, προσέτρεχον οι πιστοί εις τα απόκρυφα, των οποίων ηύξανε καθ' εκάστην η διάδοσις και το πλήθος. Και αληθές μεν είναι ότι δεν συμφωνούσιν οι ορθοδόξως ή κριτικώς θεολογούντες περί της αξιοπιστίας των εν τοις αποκρύφοις ιστορουμένων γεγονότων, ουδείς όμως δύναται ν' αρνηθή ότι εικονίζονται εν αυτοίς ακριβέστατα τα ήθη, τα έθιμα, ο οικιακός βίος και ιδίως η ψυχική διάθεσις των πρώτων Χριστιανών. Το αμφισβητήσιμον ιστορικώς θεωρείται παρά πάντων ως ψυχολογικόν μνημείον αξίας ανεκτίμητου.

Εις ταύτην πιθανώς αποβλέπων δεν απηξίωσεν ο πολύς Φαβρίκιος να καταβάλη προς συλλογήν, παράθεσιν και διασάφισιν διά κριτικών σημειώσεων του κειμένου των Αποκρύφων, όσον τουλάχιστον υπέρ της Ελληνικής και της Λατινικής Βιβλιοθήκης του όγκον εργασίας. Αλλά και τοσούτος ήτο του αγαθού λογίου ο φόβος μη θεωρηθή υπό των σεμνοτύφων Γερμανών θεολόγων ως εύπιστος ή ευνοϊκώς διακείμενος προς τας δεισιδαίμονας της ρωμαϊκής Εκκλησίας παραδόσεις, ώστε εθεώρησε πρέπον να ειδοποιήση μετά κάπως κωμικής σοβαρότητος τον αναγνώστην: «ότι ουδόλως πιστεύει εις τους μύθους, τους οποίους συνέλεξε και δημοσιεύει, όπως καταστήσει την αναίρεσιν αυτών ευχερεστέραν». Αύτη όμως ήτο και περιττή, αφού ούτε υπό της Ρώμης ούτε, καθ' όσον γνωρίζομεν, υπό της ανατολικής Εκκλησίας εθεωρήθη ποτέ η πίστις εις τα ιστορήματα ταύτα ως υποχρεωτική. Αξία απ’ εναντίας σημειώσεως φαίνεται η υπερβολή κριτικής αμεροληψίας, ην επιδεικνύουσι και οι ευσεβέστατοι των σημερινών θεολόγων περί την εκτίμησιν του ιστορικού κύρους των αποκρύφων, λαλούντες πλειστάκις περί τούτων ως περί δημωδών παραδόσεων, δυναμένων να εξομοιωθώσι προς τας ηρωικάς των Ελλήνων ή τας ιπποτικάς των μέσων χρόνων. Αύται εχρησίμευον προς παραμυθίαν και ενθάρρυνσιν των πιστών εις τον αγώνα, ή και προς απλήν αυτών ψυχαγωγίαν παρά την χειμερινήν εστίαν, εν ταις ειρκταίς ή κατά τας ανιαράς διά των ερήμων πορείας. Τα ιστορήματα ταύτα δεν φαίνονται εξ αρχής όπως έχουσι συνταχθέντα, αλλ’ επί πολύν χρόνον διαμείναντα εν ρευστή ούτως ειπείν καταστάσει, απαύστως μεταβαλλόμενα και ογκούμενα κατά την μετάβασιν αυτών από στόματος εις στόμα μέχρι της οριστικής αυτών συμπήξεως και συναρμολογήσεως περί τα τέλη του δευτέρου ή τας αρχάς του τρίτου αιώνος. Τα εν αυτοίς αναφερόμενα περί της Παρθένου, περί της αγωγής και των παιδικών έργων του Ιησού, περί των Αποστόλων και των συναθλητών αυτών ούτε βέβαια είναι ούτε καν πολύ πιθανά· ουδέ δύνανται να υποτεθώσιν ακριβέστεροι οι αποδιδόμενοι εις αυτούς λόγοι. Πολύ μάλλον παρά αφήγησις των όσα πράγματι έπραξαν και είπον ο Σωτήρ και οι περί αυτόν, πρέπει να θεωρώνται τα βιβλία ταύτα ως παριστώντα τους λόγους και τα έργα, τα οποία κατά τας ιδέας και το αίσθημα των πρώτων Χριστιανών ήρμοζον εις του ευαγγελικού δράματος τους πρωταγωνιστάς. Τοιαύτα, εν ακριβεί συνόψει, φρονούσι περί των Αποκρύφων οι πλείστοι των συγχρόνων θεολόγων. Ο εγκύπτων εις όσα περί αυτών γράφουσι, νομίζει ότι αναγινώσκει έργον του Στράους ή του Ρενάν, εξηγούντων πώς διά της βαθμιαίας ανελίξεως του θρησκευτικού αισθήματος και διά κοινής πλειστάκις ασυνείδητου των πιστών συνεργασίας συνεκομίσθη το υλικόν το χρησιμεύσαν προς σύνταξιν της Καινής Διαθήκης. Η κριτική μέθοδος αμφοτέρων είναι η αυτή, η δε μεταξύ των ορθολογιστών και των ορθοδόξων διαφορά περιορίζεται εις το ότι οι τελευταίοι ούτοι εφαρμόζουσιν αυτήν εις μόνα τα Απόκρυφα, λησμονούντες παραδόξως εν τη υποτιμήσει του ιστορικού αυτών κύρους, ότι ταύτα και τα κανονικά είναι προϊόντα της αυτής εμπνεύσεως και πλειστάκις μαρτύρια των αυτών γεγονότων. Όπως δήποτε η τοιαύτη της Εκκλησίας περί των Αποκρύφων γνώμη επιτρέπει ημίν να εξετάσωμεν αυτά υπό έποψιν καθαρώς φιλολογικήν.

Επιχειρήσαντες εν προγενεστέρα ημών μελέτη[1] ν’ αποδείξωμεν ασυμβίβαστον προς την ιστορίαν τον ισχυρισμόν των δημοκόπων, καθ’ ους πρώτοι του Χριστού ομολογηταί υπήρξαν οι δούλοι, οι απελεύθεροι, οι κάπηλοι, οι επαίται, οι αχθοφόροι και ο λοιπός του ρωμαϊκού κράτους συρφετός, αρκούμεθα ήδη να υποδείξωμεν πόσον είναι και ψυχολογικώς λογικώτερον να υποθέσωμεν, ότι θρησκεία διδάσκουσα την αποχήν από πάσης ηδονής, την περιφρόνησιν παντός επιγείου αγαθού, την άφεσιν πάσης ύβρεως και την αγάπην και αυτών των κακοποιούντων ημάς, ηυδοκίμησε προ πάντων παρ' εκείνοις, των οποίων η ψυχική διάθεσις ήτο προς τα τοιαύτα διδάγματα συμφωνοτέρα. Αλλ’ οι τοιούτοι ούτε μεταξύ του όχλου ευρίσκονται συνήθως ούτε δύνανται να ονομασθώσιν όχλος, εις οιανδήποτε και αν ανήκωσι κοινωνικήν βαθμίδα, αλλ’ αποτελούσι πανταχού και πάντοτε ευάριθμον και μόνην αξίαν του ονόματος αριστοκρατίαν. Εις ταύτην ανήκον βεβαίως και οι πρώτοι ασπασθέντες τον Σταυρόν· το δε πολύ πλήθος προσήλθεν ικανώς βραδύτερον, ποοσελκυσθέν διά των μέσων εκείνων, δι' ων μόνων είναι δυνατή η άγρα οιασδήποτε ανθρωπίνης πλειονοψηφίας. Κατά τους πρώτους μάλιστα αιώνας διεκρίθη προ πάντων ο ρωμαϊκός όχλος διά την σφοδρότητα του μίσους αυτού προς τους ελθόντας εξ Ανατολών να ταράξωσι την ησυχίαν του, κρημνίζοντες τα είδωλα, τα οποία μόνος εκείνος ελάτρευεν ακόμη, και καταρώμενοι πάσας τας μετά της λατρείας ταύτης συνδεομένας απολαύσεις και δημοτικάς πανηγύρεις, τα Κρόνια, τα Λύκαια, τα Παλήλια, τα αμφιθέατρα και προ πάντων τα λαϊκά συμπόσια εκ του κρέατος των ιεροθύτων. Ενώ το προς την α ν α τ ο λ ι κ ή ν  δ ε ι σ ι δ α ι μ ο ν ί α ν αίσθημα των ανωτέρων τάξεων περιωρίζετο, εν αρχή τουλάχιστον, εις περιφρόνησιν και αδιαφορίαν, ο όχλος απήτει την όπτησιν των Χριστιανών επί εσχάρας ή την έκθεσιν αυτών εις τα θηρία.

Η κατά την εποχήν εκείνην όψις του φθίνοντος αρχαίου κόσμου ήτο αληθώς παράδοξος. Άνευ μάλιστα υπερβολής δύναται τις να είπη ότι συνυπήρξαν εφ' ικανόν χρόvov αλλεπάλληλοι δύο κόσμοι, ο επίγειος εθνικός και ο υπόγειος χριστιανικός. Ενώ πολύ μάλλον καθ' έξιν και κατά παράδοσιν ή εκ πίστεως και πεποιθήσεως εξηκολούθει ο πρώτος ν' ανέρχεται εις το Καπιτώλιον, όπως ευχηθή εις τους θεούς υπέρ αιωνιότητος του ρωμαϊκού κράτους, να τελή θυσίας και να εντρυφά εις αγώνας μονομάχων, συνήρχοντο υπ' αυτούς τούτους τους ναούς και τα θέατρα εις υπογείους συνελεύσεις οι αποστρεφόμενοι τα υπό τον ήλιον τελούμενα, όπως εργασθώσι προς επικράτησιν του κηρύγματος του ελέους και της αγάπης. Η αρχαία σοφία είχε παρακμάσει κακείνη μετά των θεών. Οι επιτηδεύοντες σοβαρότητα ανεγίνωσκον χασμώμενοι το Εγχειρίδιον του Επικτήτου, οι ευφυείς τας Μεταμορφώσεις του Οβιδίου και οι φιλήδονοι την σάτυραν του Πετρονίου· οι δε χριστιανοί ουδέν είχον ακόμη βιβλίον. Αλλ’ αν συνέβαινεν απόστολος τις ή μαθητής αποστόλου ν' αποτείνη εις τους αδελφούς αυτού λόγους τινάς παρηγορίας ή ελπίδος, οι λόγοι ούτοι περιήρχοντο από χείλους εις χείλος το απέραντον κράτος, ογκούμενοι, καθ' οδόν διά των όσα έκαστος των μεταλεγόντων προσέθετεν εκπορευόμενα εκ της ιδίας αυτού καρδίας, και μεταβαλλόμενοι βαθμηδόν από λόγων ενός ανθρώπου εις πιστήν απήχησιν των αισθημάτων ολοκλήρου της υπογείου αδελφότητος. Τοιαύτη υπήρξεν η αρχή της χριστιανικής ρητορείας. Αν δε πάλιν συνέβαινε τολμηρότερός τις κήρυξ της νέας πίστεως να σταυρωθή ή καλή τις παρθένος να εκτεθή εις τα θηρία, η αφήγησις του μαρτυρίου αυτών επ' ελάχιστον μόνον χρόνον περιωρίζετο εις την ξηράν έκθεσιν των όσα πράγματι συνέβησαν, αλλά καλλωπιζομένη απαύστως διά παντοίων θαυμαστών επεισοδίων μετεβάλλετο μετ' ολίγον, ουχί εκ προθέσεως αλλ’ εξ ασυνειδήτου της φαντασίας πτερυγίσματος, εις τέλειον συναξάριον.

Την αρχαίαν περί Ομήρου παράδοσιν, περιτρέχοντος ως επαίτου τας ελληνικάς πόλεις, δύναται τις ίσως να ερμηνεύση ως μεταφοράν, σημαίνουσαν ότι συνετέλεσεν ολόκληρος η τότε Ελλάς εις την τελείωσιν του έργου διά της παροχής εις τον ποιητήν, ουχί τεμαχίων άρτου, αλλ’ ιδεών, εικόνων και αισθημάτων. Την υπόθεσιν ταύτην ενισχύει η διακρίνουσα τα δυο έπη μοναδική ακρίβεια περί την εξεικόνισιν παντοίων και όλως αντιθέτων χαρακτήρων. Ο εις ταύτην προσέχων δυσκολεύεται να πιστεύση ότι ηδυνήθη μία μόνη ανθρωπίνη καρδία να περιλάβη πάντα όσα μόνος ο αισθανθείς αυτά δύναται τόσον ζωηρώς και ακριβώς να παραστήση. Τοιαύτη εν τη ποικιλία ακρίβεια είναι ποιητικόν χάρισμα, ή μάλλον ψυχολογικόν φαινόμενον, το οποίον ουδέποτε άλλοτε παρετηρήθη, ουδέ παρ' αυτοίς τοις δραματικοίς ποιηταίς της αρχαιότητος ή της εσπερίας. Τα πρόσωπα του Ευριπίδου, του Κορνηλίου, του Σχίλλερ και αυτού του Σαιξπείρου, όσον και αν παρίστανται διάφορα πράττοντα και λέγοντα, συνδέονται εν τούτοις και διά τινος συγγενείας προς άλληλα ή μάλλον προς τον ποιητήν, στερούμενα της τελείας εκείνης αυθυπαρξίας, ήτις διακρίνει μόνα τα ομηρικά. Τούτο φαίνεται συνηγορούν υπέρ της γνώμης των θεωρούντων τα έπη ταύτα ως προϊόν ποιητικού εράνου του όλου ελληνισμού ή, τουλάχιστον, ότι δεν ήσαν εξ αρχής ούτω τέλεια, αλλά κατά πολύ επλουτίσθησαν και ετελειοποιήθησαν κατά την μακράν αυτών ανά τας ελληνικάς χώρας περιφοράν. Και δύσκολον μεν βεβαίως είναι να ορισθή της τοιαύτης συνεργασίας ο τρόπος, πιθανώτατον όμως φαίνεται, ότι ιστορούντες οι πρεσβύται τα κατά τον βασιλέα του Πύλου επρόσθετον διδάγματα της ιδίας πείρας εκ του Νέστορος την γεροντικήν σοφίαν· ότι πολλάς ανέμιξεν εις την μήνιν του Αχιλλέως υπαγορεύσεις του ιδίου ψυχικού αναβρασμού η φιλόμαχος της ηρωικής Ελλάδος νεότης και, πολύ μάλλον, της καρδίας των τους πόθους ή τον σπαραγμόν· αι παρθένοι και αι σύζυγοι, αι μεταλέγουσαι πως συνήντησεν ο Οδυσσεύς παρά την βρύσιν την Ναυσικάν ή πώς απεχωρίσθη ο Έκτωρ από της Ανδρομάχης. Κατά τοιούτον ακριβώς τρόπον μετεποιούντο εις δημώδεις εποποιίας των χριστιανικών άθλων αι αφηγήσεις, η δε έλλειψις μέτρου καθίστα πάσαν προσθήκην και μετάπλασιν πολύ ευχερεστέραν. Τα ίχνη της τοιαύτης αυτών καταγωγής απομένουσιν ακόμη ευδιάκριτα, πιο πάντων δε τα της γυναικείας επιδράσεως ή και συνεργασίας. Ούτω λ.χ. ιστορικώς μεν βέβαιον και αναντίρρητον είναι ότι εν τη ακμή του διωγμού κατεδικάζοντο και γυναίκες εις τα θηρία· αλλ’ όταν αναγινώσκομεν ότι, καθ' ην στιγμήν αφηρείτο ο πέπλος και εσχίζετο ο χιτών της καταδίκου, ενώ εχύνετο επί των ώμων η λυτή κόμη και έβαφε την παρειάν αυτής της αισχύνης η πορφύρα, η εκ της θέας του γυμνού κάλλους της παρθένου εντύπωσις του πλήθους υπήρξε τοιαύτη, ώστε ενί στόματι ανέκραξε: «Πόσον είναι ωραία!» και, αντί να την σπαράξωσιν, έλειχον ως σκύλακες τους πόδας της οι λέοντες ημερωθέντες, δυνάμεθα ευλόγως ν' αποδώσωμεν την περιγραφήν ταύτην εις την φαντασίαν νεαρού διακόνου, θερμαινομένην ου μόνον υπό της πίστεως, αλλά και υπό της ηλικίας. Το ούτω διασκευασθέν ιστόρημα μετελέγετο το εσπέρας μετά το δείπνον ενώπιον γυναικών και κορασίδων. Προς εκτίμησιν δε της επιδράσεως των τοιούτων διηγήσεων επί του πνεύματος αυτών αρκεί να ενθυμηθώμεν, ότι κατά τους πρώτους αιώνας ο πόθος μαρτυρίου επεκράτει και μετεδίδετο ούτως ειπείν επιδημικώς. Αι τότε χριστιαναί κόραι ωνειρεύοντο να σπαραχθώσιν εν αμφιθεάτρω, όπως αι σημεριναί να διαπρέψωσιν εν αιθούση χορού. Και ούτως όμως αδύνατον ήτον ν’ αποβάλωσι τελείως την φυλετικήν αυτών φιλαρέσκειαν και κενοδοξίαν. Πάσαι μεν ήσαν πρόθυμοι ν' αποθάνωσιν υπέρ της πίστεως αυτών, αλλά και εκάστη επόθει άθλησιν διακρινομένην διά θαύματός τινος εξαιρετικού, άνοιγμα του ουρανού προς υποδοχήν της αφιπταμένης αυτής ψυχής, βροχήν ανθέων επί της κονίστρας, μεταμόρφωσιν των δακρύων της εις μαργαρίτας, αγγέλους δροσίζοντας αυτήν διά των πτερύγων ή, αντί της δυσοσμίας της καιομένης σαρκός, ανάδοσιν εκ της μαρτυρικής πυράς αρώματος ουρανίου. Ουδ’ είναι δυνατόν να θεωρήσης τας τοιαύτας αξιώσεις υπερβολικάς ο έχων υπ' όψιν ότι αι πριν οικιακόν και αφανή βίον διάγουσαι γυναίκες, αι θεωρούμεναι παρά των αρχαίων ως απλά όργανα ηδονής ή μηχαναί υφαντικής, ου μόνον μετέχουσι του ανακαινίζοντος την οικουμένην έργου, αλλά και πολλάκις πρωταγωνιστούσι. Μετά πολύ μεγαλειτέρας της των ανδρών προθυμίας και αφοβίας παρέχουσιν άσυλον εις τους διωκομένους κήρυκας του Ευαγγελίου, ουδέ διστάζουσι να διανύσωσιν εν ώρα νυκτός και χειμώνος μακράν οδόν, όπως κομίσωσιν αυτοίς τροφήν εις δυσπρόσιτα σπήλαια και δάση. Όσους τούτων δεν κατώρθωνον να σώσωσι παρηκολούθουν ενθαρρύνουσαι και παρηγορούσαι εις τον τόπον της καταδίκης, και πάλιν επέστρεφον εκεί την νύκτα, όπως συλλέξωσι και ευσεβώς ενταφιάσωσι τα ιερά αποφάγια του παρατεθέντος εις τα θηρία συμποσίου. Η θέα του πυρός και του σπαραγμού, αντί να τας φοβίζη, τοσούτον εξήπτε τον ζήλον αυτών, ώστε ύβριζον επιστρέφουσαι, εκ του αμφιθεάτρου τους θεούς, έρριπτον πέτρας κατά των βωμών ή έπτυον εις τας χύτρας, όπου έβραζον τα εξ ειδωλοθύτου κρέατος δείπνα. Προσαγόμεναι παράπλευροι των ανδρών εις τα πραιτώρια κατέπληττον τους δικαστάς διά της τόλμης των απαντήσεων και του αφόβου αντικρυσμού της επικειμένης φοβεράς ποινής. Ουδέ δυνάμεθα να θεωρήσωμεν ταύτα ως συναξαριστών εφευρέσεις ή, ως καθ' εαυτά απίθανα να τα παρίδομεν, αφού πλειστάκις στηρίζωνται εις εθνικών συγγραφέων μαρτυρίας και πρόχειρα παραδείγματα ομοίας ψυχικής διαθέσεως παρέχουσιν αι σύγχρονοι της μητρός ή της μάμμης ημών ηρωίδες της Γαλλικής Επαναστάσεως και του Σουλίου, αι παρωδούσαι εν ταις ειρκταίς την ανάβασιν της επιούσης εις την λαιμητόμον ή χορεύουσαι παρά το χείλος του βαράθρου, εις το οποίον έμελλον μετ' ολίγον να κρημνισθώσιν.

Άμεσον αποτέλεσμα της τοιαύτης προς τον άνδρα εξισώσεως της γυναικός εις τα δικαστήρια και τα σφαγεία υπήρξεν η και κατά τα λοιπά ισότης. Αι θύραι του γυναικωνίτου, τας οποίας έθραυσεν εν τη οργή αυτού ο εκπνέων εθνισμός προς συγκομιδήν, θυμάτων, αδύνατον ήτο να κλεισθώσι και πάλιν· ευλόγως δε δύναται τις να είπη ότι υπέρ της ιδίας προ πάντων χειραφετήσεως ήθλησαν αι γυναίκες. Ουδ' ήσαν αι αθλήσεις αύται περιτταί προς επιτυχίαν του σκοπού, αφού εις ταύτας προ πάντων και ουχί, ως κοινώς πιστεύεται, εις τα διδάγματα της νέας θρησκείας πρέπει ν' αποδοθή η επελθούσα ισοτιμία. Δύσκολον τω όντι είναι να θεωρηθώσιν οι ιδρυταί του χριστιανισμού ως αβρότεροι, η καν δικαιότεροι των αρχαίων προς την γυναίκα. Όπως κατά τον μωσαϊκόν, ούτω και κατά τον καινόν νόμον πρέπει αύτη να θεωρήται ως υποδεέστερόν τι πλάσμα, ουχί κατ' ιδίαν εικόνα και ομούσιον υπό του θεού ζυμωθέν, αλλ’ εξαχθέν εκ περισσεύσαντος ανδρικού οστού, ως παράρτημα και κτήμα πολύ μάλλον ή ως σύντροφος του ανδρός. Πασίγνωστα είναι τα του αγίου Παύλου: «Ουκ εστίν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός, και ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα.... Γυνή εν ησυχία μανθανέτω εν πάση υποταγή· γυναικί διδάσκειν ουκ επιτρέπω ουδέ αυθεντείν, αλλά είναι εν ησυχία. Αδάμ γαρ πρώτος επλάσθη, είτα Εύα· και Αδάμ ουκ ηπατήθη, η δε γυνή απατηθείσα εν παραβάσει γέγονε.»[2] Πιστή των αποστολικών λόγων απήχησις ήτο των αρχαίων εκκλησιαστικών πατέρων η γνώμη, και τα αυτά μετά πάροδον δεκαπέντε αιώνων εδίδασκεν ο κατά τους Λατίνους τελευταίος αυτών Βοσούετος. Τι δε να είπωμεν περί του ιερού Αυγουστίνου του ισχυριζομένου, ότι κατά την δευτέραν παρουσίαν θέλει μεταμορφωθή εις άνδρα πάσα γυνή, ή του Ιουστίνου θεωρούντος εξ όλων των ελληνικών μύθων γελειωδέστατον τον της ΑΘηνάς, ήτοι «την α π ε ι κ ό ν ι σ ι ν  τ η ς  φ ρ ο ν ή σ ε ω ς  υ π ό  τ η ν  μ ο ρ φ ή ν  γ υ ν α ί ο υ.[3] Η προς τα γύναια περιφρόνησις της Εκκλησίας ήτο τοιαύτη, ώστε επεβάλλετο εις αυτά να κρύπτωσι την κεφαλήν των, διά τον λόγον ότι αύτη δεν είναι ως η ανδρική «ε ι κ ώ ν  κ α ι  δ ό ξ α  θ ε ο ύ», ουδ’ εθεωρούντο ως οι άνδρες άξιαι να εγγίσωσι «γυμνή χειρί» τον άρτον της Ευχαριστίας, αλλ’ έπρεπε να δέχωνται την αγίαν μερίδα επί τεμαχίου υφάσματος, επίτηδες προς αποφυγήν της μιάνσεως επινοηθέντος[4]. Κατά τούτο δε μόνον, το όλως άσχετον προς το δόγμα, φαίνεται συντελέσας εις ανύψωσιν της γυναικός ο χριστιανισμός ότι, αντί της συνέσεως, της ανδρείας, της οξύτητος του πνεύματος, του ύψους της φαντασίας και των άλλων ανδροπρεπών αρετών, τας οποίας ετίμων οι αρχαίοι, ετίμησεν εκείνος το έλεος, την αγάπην, την πραότητα, την εύκολον πίστιν, την έλλειψιν προνοίας περί της επιούσης, την πενίαν του πνεύματος και τον πλούτον της καρδίας, τα μόνα δηλ. προσόντα κατά τα οποία εξισούται προς τον άνδρα ή και πλεονεκτεί αυτού η γυνή, ανοίξας ούτω εις αυτήν το μόνον στάδιον, εις το οποίον ηδύνατο να διαπρέψη. Όπως δήποτε, η προς παν άλλο έργον μικρού λόγου αξία συνεργασία αυτής απέβαινε πολύτιμος και μάλιστα ανεκτίμητος, προκειμένου να μαλλαχθώσι τα σκληρά σπάγχνα του αρχαίου κόσμου διά της θέας μαρτυρίων. Η προς διέγερσιν οίκτου υπεροχή και ειδικότης της γυναικός δεν φαίνεται δεομένη αποδείξεως. Ολοκλήρου δε εκατόμβης αρρένων μαρτύρων χρησιμωτέρα ήτο η θυσία μιας μόνης χριστιανής κόρης, αν μάλιστα συνέβαινε να είναι ωραία. Τοιαύται δε εξελέγοντο κατά προτίμησιν αι αθλήτριαι του ρωμαϊκού αμφιθεάτρου, μεταξύ του πλήθους των εκ πάσης γωνίας του απεράντου κράτους πεμπομένων εις την πρωτεύουσαν καταδίκων. Ουδέ παρεδίδοντο αι εκλεκταί αύται μετά της λοιπής αγέλης εις τους λέοντας ή τας φλόγας, αλλ’ επενοούντο υπέρ αυτών αλλόκοτα και σχεδόν απίστευτα είδη μαρτυρίου. Άξιον μνείας μεταξύ τούτων ήτο το συνιστάμενον εις την θανάτωσιν διά των βασάνων, τα οποία υπέμενον κατά τους αρχαίους ποιητάς εις τα τάρταρα οι αμαρτωλοί. Ότε δε απεδείχθη κάπως ενδεής υπό τοιαύτην έποψιν των Ελλήνων η φαντασία, κατέφυγον οι τελετάρχαι εις την πολύ πλουσιωτέραν ανατολικήν, προσκαλέσαντες μάλιστα ειδικούς εξ Αιγύπτου και Νουβίας δήμιους προς ακριβεστέραν εμψύχωσιν των βασανιστικών εικόνων, αίτινες κοσμούσι τους τοίχους των υπογείων συριγγών της Μέμφιδος και των Θηβών[5]. Αλλά και αυτά τα αριστουργήματα της αρχαίας γλυπτικής εχρησιμοποιούντο προς κορεσμόν της βασανιστικής μανίας. Εκ των καλλιτεχνημάτων τούτων εθαυμάζετο προ πάντων το παριστάνον την Δίρκην ρόδιον μάρμαρον, το γνωστότερον υπό το όνομα Φαρνεσίου ταύρου. Η δε υπ' αυτού υπαγορευθείσα ψυχαγωγία ήτο η πρόσδεσις γυμνής γυναικός εις τα κέρατα ή την ουράν μανιώδους ταύρου, παρασύροντος, καταπατούντος και σπαράσσοντος αυτήν εν τω αμφιθεάτρω όπως την μυθολογουμένην Δίρκην εις τας υπωρείας του Κιθαιρώνος[6]. Η επιτυχία του επινοήματος υπήρξε τοιαύτη, ώστε εφ' ικανόν χρόνον μόνον Δίρκας εζήτουν οι θαμώνες του θεάτρου. Η δημοτικότης αυτών επεσκίασε και την του Α δ ώ ν ι δ ο ς, ήτοι την παράθεσιν καλού τινος νεανίσκου εις πειναλέους αγριοχοίρους, και αυτήν την παράστασιν του Μ α ι ν ο μ έ ν ο υ  Η ρ α κ λ έ ο υ ς, την συνισταμένην εις την ένδυσιν αθλητικού το σώμα καταδίκου δι' υποκαμίσου βυθισθέντος εις πίσσαν, ήτις αναπτομένη ηνάγκαζε τον δυστυχή να μιμηθή τας κινήσεις του αρχαίου ήρωος, σπαράσσοντος τας σάρκας του, όπως αποσπάση τον οδυνηρόν του Νέσσου χιτώνα[7]. Προς ικανοποίησιν της εξαιρετικής ταύτης προς τας Δίρκας ευνοίας του πλήθους εδέησε να πολλαπλασιασθώσι των γυναικών αι καταδίκαι και κατά προτίμησιν των ωραιοτέρων. Αλλ’ επί τέλους επήλθεν η ώρα, καθ' ην το αποτρόπαιον του θέματος υπερέβη και αυτών των θεατών την θηριωδίαν. Οι πριν θανατούμενοι επί της κονίστρας ήσαν ή μικράς συμπαθείας άξιοι κακούργοι ή εξ επαγγέλματος μονομάχοι, εις τους οποίους παρείχοντο τουλάχιστον όπλα προς άμυναν κατά των αντιπάλων και των θηρίων. Η αντικατάστασις τούτων δι' αθώων αποθνησκόντων υπέρ της πίστεως αυτών και μάλιστα γυναικών, ηρέθισεν εν αρχή ως νέον τι και ασύνηθες άρτυμα την όρεξιν αιματηρών θεαμάτων, την δε διέγερσιν αυτήν παρέτεινε και εκορύφωσεν η απαράμιλλος τέχνη των δημίων. Ουδ’ αύτη όμως ήτο ικανή να προλάβη τον κόρον ή να κωλύση επ' άπειρον την αφύπνισιν λειψάνου τινός ανθρωπίνου οίκτου, το οποίον κατά τον γνωστόν στίχον, «κοιμάται εις τινα γωνίαν και της θηριωδεστάτης καρδίας». Αν απομένουσιν ευσεβείς μύθοι των τίγρεων και των άρκτων αι ημερώσεις, αναντίλεκτον αφ' ετέρου είναι, ότι ο τρόπος καθ' ον υπέμενον το μαρτύριον αι Δίρκαι, η σεμνότης, το κάλλος, ο ήχος της τελευταίας αυτών δεήσεως, οι παλμοί του στήθους υπό το πάτημα του ταύρου, η έκφρασις, ην μετέδιδεν εις το πρόσωπον αυτών η οπτασία του ανοιγομένου παραδείσου, και αι λοιπαί ιστορικαί του θανάτου αυτών περιστάσεις συνεκίνησαν πλειστάκις μέχρι δακρύων τους θεατάς και πολλάς προκάλεσαν εις Χριστόν μεταστάσεις. Ουδ’ είναι ανάγκη να προσθέσωμεν, ότι ουδόλως ισχύον να μεταβάλωσιν ή να ελαττώσωσι την εκ των τοιούτων αθλήσεων εντύπωσιν των πιστών αι κατά της γυναικός ύβρεις, τας οποίας αντέγραψαν εκ του εβραϊκού νόμου οι συντάκται των κανονικών βιβλίων. Το μόνον εκ των ύβρεων τούτων πόρισμα είναι, ότι η πολυύμνητος της γυναικός χειραφέτησις οφείλεται ουχί εις το νέον κήρυγμα, αλλ’ εις το αφθόνως χυθέν υπέρ αυτού γυναικείον αίμα.

Ούτε τα ανωτέρω όμως, ούτε όσα άλλα έτυχε περί του θέματος τούτου ν' αναγνώσωμεν, φαίνονται ημίν ικανά να εξηγήσωσι την διακρίνουσαν τα αρχαϊκά συναξάρια υπερβολήν γυναικολατρείας. Εις κορύφωσιν ταύτης συνετέλεσε, πιστεύομεν, κατά πολύ η παρά της Εκκλησίας καταδίκη της ηδονής ως κατηραμένης. Πολλοί των σημερινών απολογητών, υποχωρούντες εις τας απαιτήσεις του αιώνος, αγωνίζονται να παραστήσωσι την επικρατούσαν περί της καταδίκης ταύτης γνώμην ως υπερβολικήν και προερχομένην εκ συγχύσεως του ασκητισμού προς τον χριστιανισμόν, τον επιτρέποντα και ευλογούντα τον γάμον. Το αληθές όμως και το αναμφισβητήτως εκ της εξετάσεως των κειμένων προκύπτον είναι, ότι διαφορά μεταξύ αυτών δεν υπάρχει καμμία, η δε προτεινομένη κάπως φαρισαϊκή διάκρισις μεταξύ χριστιανού και ασκητού είναι σύγχρονον εύρημα, ου μόνον αυθαίρετον, αλλά και τελείως ασυμβίβαστον προς τα ευαγγελικά παραγγέλματα και των ιερών πατέρων την γνώμην. Ιδρυταί του ασκητικού βίου δεν ήσαν, ως παρά πολλών πιστεύεται, ο Αγ. Αντώνιος και οι σύγχρονοι αυτού αναχωρηταί, αλλ’ αυτοί οι πρώτοι κήρυκες του Ευαγγελίου οι εξ αρχής διδάξαντες το: «καλόν ανθρώπω μη άπτεσθαι γυναικός». Και οι μεν άγαμοι και χηρεύσαντες επροτρέποντο να μείνωσι τοιούτοι, εις μόνους δε τους ομολογούντας εαυτούς ανικάνους εγκρατείας εσυγχωρείτο «ο υ  κ α τ'  ε π ι τ α γ ή ν,  α λ λ ά  κ α τ ά  σ υ γ γ ν ώ μ η ν»[8] να νυμφεύωνται, καθ' ον περίπου τρόπον και εις τους νοσούντας να κρεωφαγώσιν. Η χρήσις όμως της τοιαύτης συγγνώμης εθεωρείτο κατά τους αιώνας της ακμαίας πίστεως ως ταπείνωσις, υποβιβασμός και αφιλότιμος παραίτησις από της υψηλής εκείνης παρά τον θρόνον του θέσεως, ην επιφυλάττει ο Κύριος εν τω παραδείσω εις εκείνους, οίτινες «μ ε τ ά  γ υ ν α ι κ ό ς  ο υ κ  ε μ ο λ ύ ν θ η σ α ν  π α ρ θ έ ν ο ι  γ α ρ  ε ι σ ί  κ α ι  η γ ο ρ ά σ θ η σ α ν  α π ό  τ ω ν  α ν θ ρ ώ π ω ν  α π α ρ χ ή  τ ω  Θ ε ώ.[9] Πιστή των ρητών τούτων παράφρασις ήτο και των θείων πατέρων η διδασκαλία. «Η εκκλησία, έλεγεν ο ιερός Κυπριανός, δεν επιβάλλει μεν καταναγκαστικώς την αγαμίαν, αλλά συμβουλεύει υμάς ν' απέχετε του γάμου. Κατά το λόγιον του Ιησού π ο λ λ α ί  ε ι σ ι  μ ο ν α ί  ε ν  τ η  ο ι κ ί α  τ ο υ  π α τ ρ ό ς  α υ τ ο ύ και εις υμάς απόκειται να εκλέξητε τας καλλιτέρας»[10] Γνωστός είναι ο περί παρθενίας λόγος ή μάλλον ο εις ταύτην ύμνος του Αγ. Βασιλείου, ο δε Ιερώνυμος, επιχειρών να δικαιολογήση την κατά συγγνώμην ανοχήν του γάμου παρά της Εκκλησίας, ανέκραζε μετά της συνήθους αυτώ ορμής: «Ο μόνος λόγος, διά τον οποίον ανεχόμεθα τον γάμον, είναι ότι δύνανται να γεννηθώσιν εξ αυτού τέκνα, μέλλοντα να τηρήσωσι την παρθενίαν· υβριστήν όμως αυτής θεωρούμεν πάντα τολμώντα να την συγκρίνη προς τον γάμον· ούτος μεν πληθύνει τους κατοίκους της γης, η δε παρθενία του παραδείσου»[11] Εις δε τους παρατηρούντας, ότι η αποχή από του γάμου και της χειροτέρας αυτού αμαρτίας θα εξήλειφε το ανθρώπινον γένος από του προσώπου της οικουμένης, απεκρίνετο αδιστάκτως ο ιερός Αυγουστίνος: «Και τι άλλο υπάρχει αξιώτερον ευχής παρά το τέλος του κόσμου και της ταχυτέρας ελεύσεως της ουρανίου βασιλείας; Πώς δε λησμονείτε ότι την αγαμίαν συνέστησεν εις υμάς και ο απόστολος λέγων, θέλω π ά ν τ α ς  α ν θ ρ ώ π ο υ ς  ε ί ν α ι  ω ς  ε μ α υ τ ό ν.[12]

Ουδ’ ηδύναντο οι ταύτα συμβουλεύοντες να παραπονεθώσιν ότι έπιπτεν εις άγονον γην ο καλός σπόρος, αφού αυτοί ούτοι σεμνύνονται αναγράφοντες, ότι επί των ημερών αυτών κατά πολύ υπερέβαινεν εν τη χριστιανική κοινωνία τας συζύγους και τας μητέρας των ωρίμων παρθένων ο αριθμός[13]. Πολύ όμως αξιώτερον προσοχής του στατιστικού φαίνεται το ηθικόν αποτέλεσμα της τοιαύτης καταδίκης της σαρκός. Τούτο ήτο, ως ανωτέρω ελέγομεν, η γυναικολατρεία. Ο αναγνώστης των αποκρύφων και των αρχαϊκών συναξαρίων εκπλήττεται βλέπων εν αυτοίς την γυναίκα κατέχουσαν περισσότερον τόπον παρά εις οιονδήποτε των νεωτέρων μυθιστορημάτων. Προς μηδένισιν όμως παντός κακοβούλου συμπεράσματος αρκεί να ενθυμηθή, ότι το φαινόμενον τούτο διέκρινε μόνην την περίοδον εκείνην, καθ' ην ήτο θερμός ο ζήλος και αναντιρρήτως αγνά τα ήθη των πιστών. Την αρχαίαν τω όντι χριστιανικήν κοινωνίαν πρέπει να θεωρήσωμεν, ου μόνον κατά τας ιστορικάς μαρτυρίας, αλλά και της λογικής τας υπαγορεύσεις, ως κατ' εξαίρεσιν αποτελουμένην αποκλειστικώς εξ εκλεκτών, αφού ουδέν υπήρχε το δυνάμενον να ελκύση εν ώρα κινδύνου και διωγμού εις την νέαν θρησκείαν τους μη ολοψύχως ασπαζομένους τας αρχάς αυτής. Το όνομα χριστιανός δεν εσήμαινε τότε, όπως έπειτα, αίρεσιν μόνον θρησκευτικήν, αλλά και διάθεσιν ψυχικήν.[14] Ουδ’ ήτο δυνατόν να είπης τι περί χριστιανού ότι ήτο ευσεβής ή ασεβής, ενάρετος ή υποκριτής, χωρίς να υποπέση εις αντίφασιν ή πλεονασμόν. Η τοιαύτη διάκρισις απέβη δυνατή, μόνον αφού θριαμβεύσας και γενόμενος θρησκεία του κράτους και του πλήθους περιέλαβε κατ' ανάγκην εις τους κόλπους του ο χριστιανισμός μετά της μειονοψηφίας των εκ προαιρέσεως χριστιανών και τους ουδέν άλλο πλην του ονόματος έχοντας προς αυτήν κοινόν· τους δειλούς, τους προσελθόντας εκ φόβου της μετά τον θρίαμβον αγρίας των εθνικών καταδρομής· τον αμετάβλητον την φύσιν όχλον, τον λιθοβολούντα τους τελευταίους λατρευτάς των ειδώλων, όπως τους πρώτους του Χριστού· τους μη δυναμένους ν' απομάθωσι τας περί όνου σκιάς συζητήσεις πρώην σοφιστάς· τους ορεγομένους συνοίκησιν μετά διακονίσσης φιληδόνους, τους αυλοκόλακας αρχιερείς, τα ραδιούργα γύναια και όσα άλλα διά πυρίνης γλώσσης εστιγμάτισε και κατηράσθη ο πράγματι χρυσόστομος Ιωάννης.[15] Ταύτα όμως επήλθον ικανώς βραδύτερον, των δε πρώτων αιώνων την γυναικολατρείαν πρέπει κατ' ανάγκην να συνδέσωμεν μετά πίστεως ειλικρινούς και τηρήσεως απαράβατου πάσης θείας εντολής. Ουδ’ ήτο δυνατόν υπό άλλους όρους το αίσθημα τούτο ν' αναπτυχθή ή, τουλάχιστον, εις τοιούτον βαθμόν να κορυφωθή. Την γλυκύτητα τω όντι οιασδήποτε απολαύσεως δύναται να υπερτιμήση υπερόγκως μόνος ο άγευστος αυτής· οι δε ακριβείς των αποστολικών παραγγελμάτων τηρηταί ουδέν άλλο εγνώριζον περί γυναικός, παρά μόνον ότι ο ρίπτων βλέμμα επ' αυτήν τιμωρείται διά πυρός αιωνίου, και προς ουδέν άλλο ηδύναντο να συγκρίνωσι την άγνωστον εξ αυτής απόλαυσιν ειμή προς το μέγεθος της τιμωρίας. Ουδ’ ήτο δυνατόν να μη συντελή αυτός ο τρόμος εις την αύξησιν του πόθου. Αν πάντες ήσαν τότε ευσεβείς, τούτο δεν εκώλυε πολλούς αυτών να είναι και εικοσαετείς. Η θέσις αυτών δύναται να συγκριθή προς την των συνωθουμένων παρά την θύραν παντός συμποσιάζοντος Ρωμαίου αθλίων εκείνων επαιτών, των οποίων ου μόνον εσπάρασσε τα σπλάγχνα πείνα πραγματική, αλλά και εφλόγιζον την φαντασίαν τα πολυθρύλητα εκείνα εκ γλωσσών αηδόνων διτάλαντα καρυκεύματα, ων ηδύναντο να φαντασθώσι την γεύσιν ανάλογον της τιμής. Πάντες γνωρίζομεν ότι ουδέποτε είναι η πραγματικότης όσον το όνειρον ωραία, του δε ασκητικού βίου προϊόν ήτο το όνειρον της γυναικός. Ο αναγινώσκων εις τα κακότεχνα νεώτερα συναξάρια, τον Ν έ ο ν  Π α ρ ά δ ε ι σ ο ν ή την Κ α λ ο κ α ι ρ ι ν ή ν, τας ασέμνους εκείνας και μονότονους περιγραφάς πειρασμών των αγίων από δαιμόνων γυναικομόρφων και τας προς φυγάδευσιν των φαντασμάτων τούτων καταφυγάς και ξηραφαγίαν, μαστιγώσεις, κατακλίσεις επί στρωμνής ακανθών ή κυλισμούς επί της χιόνος κλίνει να πιστεύση ταύτα καλογηρικά μυθάρια. Πολύ όμως διάφορος είναι η εντύπωσις του εγκύπτοντος εις τα γνήσια και σύγχρονα της ψυχικής ταύτης καταστάσεως απομνημονεύματα, ου μόνον των αγιογράφων, αλλά και των προτεινόντων ταύτην ως επιχείρημα κατά του χριστιανισμού εθνικών συγγραφέων. Κατά τας αψευδείς ταύτας μαρτυρίας τα βάσανα της τοιαύτης φαντασίας υπερδιεγέρσεως ή π υ ρ ώ σ ε ω ς, ως την ονομάζει ο άγιος Παύλος, ήσαν τοσούτον πραγματικά και αφόρητα, ώστε κατέληγον πολλάκις εις παραφροσύνην, πολλοί δε ήσαν και οι προς απαλλαγήν απ’ αυτών αποθνήσκοντες εξ ασιτίας, ανοίγοντες τας φλέβας των, κρημνιζόμενοι από βράχων ή ασεβούντες κατά των ειδώλων, όπως τύχωσιν ενδοξοτέρου θανάτου εν τω αμφιθεάτρω[16]. Ταύτα όμως δυνάμεθα να θεωρήσωμεν άσχετα προς την παρούσαν μελέτην, πολύ δε αξιωτέρα προσοχής είναι η ανακούφισις εκείνη και σχετική ηρεμία, της οποίας κατώρθωνον να τύχωσιν οι πλείστοι διά τινος καινοφανούς συμβιβασμού της ευσεβείας μετά του διηνεκούς αυτών ονείρου. Αν τω όντι επέβαλλεν η Εκκλησία ου μόνον την αγνότητα, αλλά και την περιφρόνησιν του γυναίου, επέτρεπεν εν τούτοις την λατρείαν της αγίας. Η αγιότης ήτο το μόνον σχήμα, δι' ου ηδύναντο να περιβάλωσι την οπτασίαν αυτών οι αποστρεφόμενοι και την κατά διάνοιαν αμαρτίαν, μεταμορφούντες τον γυναικόμορφον δαίμονα εις στεφανηφόρον παρθένον, προ της οποίας ηδύναντο να γονυπετήσωσιν αναμαρτήτως. Και την μεν πρώτην ύλην του συναξαρίου παρείχον άφθονον και εκλεκτήν αι τότε πυκναί αθλήσεις των γυναικών, τα δε ποικίλματα της φαντασίας ο πυρετός. Ο θέλων να εκτιμήση τούτον μετά δικαιοσύνης δεν πρέπει να λησμονή, ότι η μεν θρησκεία των αρχαίων ουδέν άλλο ήτο παρά μόνον αποθέωσις της ανθρωπίνης φύσεως, του δε χριστιανισμού η ουσία έγκειται προ πάντων εις την καταδίκην της φύσεως ταύτης ως πονηράς. Ο Έλλην και ο Ρωμαίος ηδύναντο ν' αποβλέπωσι προς την γυναίκα μετά της ψυχικής εκείνης αταραξίας, ην γεννά ο κόρος και η πείρα, υμνούντες αυτήν, άνευ περισσείας ενθουσιασμού, ως αγαθήν οικοδέσποιναν ή θελκτικήν εταίραν, ως Φρύνην ή ως Πηνελόπην. Ουδ’ είναι καν δυνατόν να θεωρήσωμεν την Αφροδίτην της Μήλου ως προϊόν της λατρείας του γυναικείου κάλλους, αλλά μόνον του ανθρωπίνου, αφού ουχ ήττον αυτής ωραίον και ανώτερον μάλιστα κατά την χάριν είναι το πασίγνωστον άγαλμα του Απόλλωνος τοξότου. Προς τοιαύτα όμως αισθήματα ουδέν ηδύνατο να έχη κοινόν ο χριστιανός, ο διδασκόμενος να περιφρονή τον γάμον, να ταυτίζη μετά της κολάσεως την ηδονήν και ν' αγνοή και αυτό της γυναικός το σχήμα. Την μεν κεφαλήν αυτών, την μη πλασθείσαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν του θεού», επεβάλλετο εις τας πρώτας χριστιανάς να κρύπτωσιν υπό πυκνόν πέπλον, το δε ανάστημα μετέβαλεν εις άμορφον κορμόν πλατύς και ποδήρης εκ τριχίνου υφάσματος χιτών ή μάλλον σάκκος. Η μόνη κατά τους χρόνους εκείνους αποκάλυψις γυναικείας γυμνότητος ήτο η κατά την ώραν του σπαραγμού εν τω αμφιθεάτρω, της δε οπτασίας εκείνης το θάμβος συνεδέετο αναποσπάστως προς την δόξαν μαρτυρικού θανάτου και την ανάβασιν αγιασθείσης ψυχής εις τους ουρανούς. Τούτο αρκεί να εξηγήση την μεταξύ του αρχαϊκού και του χριστιανικού αισθήματος διαφοράν. Εις τον ονομασθέντα πλατωνικόν έρωτα φαίνεται πολύ μάλλον αρμόζον το όνομα ασκητικού. Πρώτος τω όντι ο ασκητής εφεύρε τον ταυτισμόν της γυναικός μετά της αγίας, και πρώτος εδίδαξεν ημάς να συμπλέκωμεν την ηδυπάθειαν μετ' ονείρων υπερφυσικών, δυνάμενος κατά τούτο τουλάχιστον να θεωρηθή πρόδρομος του νεωτέρου ρωμαντισμού, ω θέλομεν πειραθή ν' αποδείξωμεν διά προσεχούς ημών άρθρου.


Σημειώσεις

[1] Αύτη επιγράφεται: «Οι Ρωμαίοι δούλοι και ο Χριστιανισμός» εν τω Παρνασσώ.

[2] Προς Κορινθ. Α’, ια’, 8-9

[3] August, de Civit. Dei ΙΒ’, ιζ’ και Ιουστιν. Α π ο λ ο γ. Α’.

[4] Βλ. Δουκαγκίου Γλωσσάρ, εις λέξιν Dominicalis.

[5] Βλ. Συετόνιον εις β. Γαΐου 57

[6] Ευσέβ. Ευαγγελ. Προπαρ. Ε’, μ’

[7] Μαρτιαλ. Περί Θεαμάτ. Ε’ και Συετον. εις Β’ Νέρωνος Υ’. Πρβλ. Τερτουλ. Απολογητ. ΙΕ’, 9.

[8] Προς Κορινθ. Α’ ζ, 1-6

[9] Αποκάλυψ. Ιωάν. ιδ’ 4

[10] Κυπριαν. Περί Σχηματ. Παρθεν. εν επιλόγω

[11] Ιερώνυμ. Κατά Ιοβινιαν. Βιβλ. Α΄

[12] Αυγουστ. Debono Gonjug. κφ. Θ’, 9

[13] Ο Αγ. Αμβρόσιος αντιτάσσει πλειστάκις τας πέντε της Ρώμης Εστιάδας προς το άπειρον πλήθος των Χριστιανών παρθένων.

[14] Απόδειξις τούτου είναι ότι επί των χρόνων του Τερτουλλιανού ουδείς Χριστιανός αναγράφεται καταδιωχθείς δια φόνον, κλοπήν ή άλλο κοινόν έγκλημα.

[15] Εις Πράξ. Αποστόλ. Ομιλ. ΜΕ’ Βλ. και την Προς Ευστοχίαν επιστ. του Ιερού Ιερωνύμου περιγράφοντος την σύγχρονον και ουχί μικροτέραν έκλυσιν των ηθών παρά τοις Δυτικοίς.

[16] Βλ. Νείλου Επιστολ. Βλ. Β’ και Neander Goschichte der Christi. Relig. τομ. β’ σελ. 508-513

 

 


© Γιάννης Παπαθανασίου