ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ


 

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη εδώ

 

 

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΕΚΔΟΣΗ Β’

1922

1

Ήτανε Μάρτης. Το μεσημέρι είχε περάσει από δύο ώρες κι ο ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθαρό γαλάζιο ουρανό, όπου κάποια σύγνεφα άσπρα και σταχτιά, ανάλαφρα εταξίδευαν. Όλοι οι χωριάτες ήταν στον κάμπο· εδούλευαν παντού τα χωράφια: έσκαφταν τη γη, ξερίζωναν το πράσινο χόρτο, έσπερναν την οψιμιά και, κείνην την ώρα μάλιστα, η εργασία ήταν σ' όλην την άναψή της, σα να βιαζότουν καθένας εκείνο το απομεσήμερο ή να τελειώσει το έργο του, ή ν' αφήσει λιγότερη δουλειά για την ημέρα που θα ξημέρωνε.

Κι o Γιώργης Αράθυμος επιστατούσε τ’ όργωμα του χωραφιού του. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος, όλη μέρα κι εκαθότουν τώρα δίπλα στη μικρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιού του, απάνου σ' ένα χοντρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πο’ ‘ριχνε το ίδιο το καλύβι. Ήταν ένας άντρας σαραντάρης, μέτριος στο ανάστημα και λιγνός, με γαλάζια μάτια, με ξανθά μακριά μουστάκια που του ‘πεφταν ως το λαιμό, με αξύριστα γένια. Εφορούσε μια ψάθα στο κεφάλι, είχε ριχτή τη ζιακέτα του πάνου στις πλάτες, ήταν ξυπόλητος κι εκάπνιζε ένα χοντρό τσιγάρο. Ένας άσκημος σκύλος μαύρος κι άσπρος ήταν κολουριασμένος στα πόδια του.

Μπροστά του απλωνότουν το μεγάλο χωράφι του, τριών μουτζουριών γη, ίσιο όλο, ημερωμένο, με καρποφόρα τριγύρω, και με μία μεγάλη συκιά σιμά στο καλύβι· κι ο Αράθυμος, όλο καπνίζοντας το χοντρό του τσιγάρο, εκαμάρωνε τη γη του, κι ελογάριαζε με το νου του τα γεννήματα που θα συνέμπαζε από το σπόρο.

«Τουρκόγιαννε», εφώναξε μ' ένα χαμόγελο, «οι δουλιές δεν σώνονται ποτέ· ο άνθρωπος σώνεται... Και τα ζα του! Μην τα βιάζεις.

«Θα σχολάσουμε σε λίγο,» του απάντησε μια δυνατή φωνή από το χωράφι. «Αάχ, Περδίκη, αάχ!»

Ήταν η φωνή του Τουρκόγιαννου που αλάτρευε και που με το παράξενο φωνατό του έβιαζε τα ζώα ν' ανασύρουν το βαρύ το σβόλο. Και τα δύο θεόρατα ζωντανά, κόκκινο το ένα, μαύρο γιαλιστερό το άλλο, έσκυφταν κάτου από το βαρύ ζυγό το κεφάλι τους ως τη γη, είχαν ακουμπήσει το ένα απάνου στ' άλλο, και μια στιγμή έμεναν τώρα σταματημένα, ρίχνοντας με δύναμη όλο το βάρος του μεγάλου κορμιού τους στα εμπρός, στέκοντας ορθά στα τρία πόδια κι έτοιμα με το τέταρτο να προχωρήσουν, όταν ο σβόλος θα ξεκολλούσε· και τα μούσκουλά τους, που ‘χαν φουσκώσει, έδειχναν πως εκείνην τη στιγμή έβαζαν όλα τα δυνατά τους· και καθαυτό τη στιγμή που ο Τουρκόγιαννος είχε φωνάξει έκαμαν μία τελευταία προσπάθεια, εμούτρισαν άξαφνα προς τα εμπρός, έκαμαν δύο τρία βιαστικά πατήματα σα να ‘θελαν να πέσουν, συρμένα από την ίδια τους τη δύναμη, ενώ το γυνί οπίσω τους αναπέταζε μέσα από τα βάθη της γης ένα χοντρό, γυαλιστερό, μαύρο σβόλο, γεμάτον άσπρες ρίζες άγριου χόρτου, κι εστάθηκαν τέλος· το γυνί έλαμψε· και σε μία στιγμή τα ζώα αντιστυλωθήκαν πάλε για μια καινούρια προσπάθεια.

Πίσω τους ο Τουρκόγιαννος, σκεβρωμένος προς τη δεξιά μεριά, κρατούσε με τα δυο του χέρια τη χερολάβα και με τα δάχτυλά του τα δυο σκοινιά που έρχονταν από τα κέρατα των βοδιών, ένα σε κάθε χέρι, κρατώντας με το ζερβί και τη βουκέντρα, ένα μακρύ ραβδί μ' ένα καρφί στην κορφή του. Και πότε επλάκωνε με δύναμη τη χερολάβα, πότε την ανασήκωνε με τα δύο χέρια πότε την άφηνε για να οδηγήσει ή να κεντήσει τα ζώα, και με τη φωνή τα επαινούσε, τα παρακινούσε στο βαρύ τους έργο, τους φώναζε τα ονόματα τους: Περδίκη έλεγαν το ‘να, γιατί ήταν κόκκινο, Παρασκευά τ’ άλλο, γιατί είχε γεννηθεί μέρα Παρασκευή.

Ήταν κι ο Τουρκόγιαννος σαραντάρης. Μαυριδερός, λιγνός κι εκείνος, όχι ψηλός, με μάτια μικρά μαύρα σαν αποκοιμημένα λιγάκι, με μικρό μουστάκι κι αριά γένια με μακριά μαλλιά, που του κατέβαιναν, σα φιτίλια στον τράχηλο· και το μακρουλό του πρόσωπο μολογούσε τη γαλήνη της ψυχής του και της καρδιάς του την καλοσύνη. Εφορούσε μόνο ένα ποκάμισο ανοιχτό τόσο που άφηνε να φαίνεται όλο το τριχερό του στήθος κι ένα παλιό πολυμπαλωμένο βρακί, ανασκουμπωμένο ως τα γόνατα, είχε κι αυτός ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια του ήταν γυμνά.

«Γεια σου, Παρασκευά, νταή μου!» εφώναξε, «αάχ!» ενώ επλάκωνε τη χερολάβα κι εβυθιζότουν έτσι το γυνί μέσα στη γη. Και τα ζώα ξαναρχίζοντας την προσπάθειά τους, ανασάλεψαν έναν άλλο σβόλο, που ήταν παρέτοιμος τώρα να αναπεταχτεί. Εκοίταξε πίσω του. Ένα παιδί οχτώ χρόνων τον ακολουθούσε για να ρίχνει σπυρί σπυρί το αραποσίτι στ' αυλάκι που έσκαφτε τ' άροτρο, κι εκείνην τη στιγμή το παιδί είχε αφαιρεθεί κι είχε σταματήσει, κοιτάζοντας κάποιο πουλί που ‘χε πετάξει σιμά του. Κι ο Τουρκόγιαννος του ‘πε: «Προβάτει, Θανασούλη· μην ξελωλαίνεις!» Κι εφώναξε με κάποια ανησυχία, κοιτάζοντας πλιο πίσω έναν άντρα και μια γυναίκα, που με τες αξίνες τους βιαστικά εχτυπούσαν, έσπαναν κι έτριβαν τους σβόλους και σκύφτοντας ξεδάλεγαν τες ρίζες: «Μην ξεμένετε τόσο πίσω ! και σιοβολάτε καλά το χωράφι για να χωματίσει· τα σβολάρια πνίγουν το φυτό.

Η γυναίκα ήταν η νοικοκυρά του Γιώργη Αράθυμου κι ο άντρας ο γείτονάς τους, Πέτρος Πέππονας τ’ όνομά του. Είχε έρθει σήμερα να δουλέψει δανεικά στο χωράφι τους, γιατί στο δικό του του ‘χαν στείλει τον Τουρκόγιαννο να τόνε βοηθήσει μια ολάκερη μέρα. Η γυναίκα ήταν όμορφη. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν από μακριά μέσα στο μικρό πρόσωπό της. Ήταν κεφαλοδεμένη μ’ ένα κόκκινο πανί πάνου από την άσπρη μπόλια της. Δεν ήταν ψηλή κι είχε μικρά και νόστιμα του προσώπου της τα πιθέματα και μάλιστα το στόμα. Είχε ανασηκωμένα τα μανίκια του σκονισμένου πουκάμισού της, κι ανασηκωμένο και το παλιό της μαύρο μάλλινο φουστάνι που στον ποδόγυρό του ήταν γεμάτιο ξεφτίδια κι εδώ κι εκεί τρύπιο. Η γυναίκα έκανε ζωηρά κινήματα χτυπώντας με την αξίνα τους χωματένιους σβόλους, ή σκύβοντας για να τινάξει τες ρίζες. Την έλεγαν Μαργαρίτα.

Ο άλλος ήταν ακόμα νέος· τριάντα πέντε χρονών άνθρωπος· με στριμένο μαύρο μουστάκι, με όμορφο πρόσωπο και ζωηρά μαύρα μάτια· καλά ξυρισμένος, ψηλός και με πλατιά στήθη. Ήταν λίγο ντυμένος κι εκείνος. Το ζωηρό του μάτι συχνά εκοίταζε τη γυναίκα και συχνά αναστέναζε κρυφά και της μιλούσε με χαμηλή φωνή για να μην ακούεται.

Η Μαργαρίτα του ‘γερνε εκείνην τη στιγμή τες πλάτες κι είχε σκύψει πολύ στηρίζοντας το δεξί της χέρι στο στυλιάρι της αξίνας της και τινάζοντας με τ’ άλλο τες άσπρες ρίζες της αγριάδας που ‘χαν περιπλέξει ένα ξεκολλημένο σβολάρι. Κι ο Πέππονας την εκοίταζε. Στο μάτι του εφαινότουν ένας άπειρος αχόρταστος πόθος· στο στόμα του ήταν ένα πικρό χαμόγελο.

Της είπε σιγαλά, σα να μουρμούριζε: «Έτσι θα ‘ναι πάντα, Μαργαρίτα;»

« Πώς έτσι; του απάντησε χωρίς να τον τηράξει· και πολλά που γένονται.»

«Πρέπει», της είπε με απόφαση, «να πάρω άλλη γυναίκα για να ‘ναι δική μου.

«Με τις υγειές σου!» του αποκρίθηκε ταραγμένη. Κι αθέλητα ευρέθηκε ορθή σιμά του. Και για να κρύψει το απότομο κίνημά της έριξε μακριά ένα μισοτιναγμένο χορτάρι. Μα ο Πέτρος είδε μια σπίθα στα μάτια της κι είδε πως το ιδρωμένο της πρόσωπο είχε αλλάξει λίγο το χρώμα. «Αλήθεια ε;» ξακολούθησε χαμηλόφωνα έπειτα από μια στιγμή· «και πότε; και ποιάνε;»

Δεν της απάντησε· εχτύπησε με δύναμη δυο, τρεις φορές τη γη με την αξίνα, ισιοβόλησε το χώμα κι επροχώρησε ένα βήμα.

«Α, δε μου αποκρίνεται ο λεβέντης μου!» του ξανάπε πειραχτικά η Μαργαρίτα· «έχουμε και φοβέρες! ναίσκε, ναίσκε, φοβέρες! Πότε, Πέτρο, και ποιάνε;»

«Την κυραΧάραινα!» της απάντησε πειραγμένος. «Μα λες κι είναι ζωή η δική μου; Εσκλαβώθηκα και τώρα πάμε μπροστά έτσι πέντε χρόνια! και μου ‘δωκες φαρμάκια, έγνοια σου πόσα! Και θα πάμε, φαίνεται, μπροστά έτσι για πάντα. Και κάθε φέξη και κάθε χάση μονάχα θα με θυμάσαι, κι όλον τον άλλο καιρό... σ’ έχει αυτός!...»

«Ακολουθάτε!» εφώναξε από μακριά ο Τουρκόγιαννος που κάθε τόσο ανήσυχος εγύριζε και τους εκοίταζε «στον αγερμό θα σας πέσει πολλή δουλειά. Αάχ, Περδίκη! αάχ, Παρασκευά!

«Στον αγερμό θα λείπουμε!» εφώναξε από τη θέση του ο Αράθυμος· τοιγάρις θα ξεκάμω τα ζα μου; Με δουλεύουνε από πριν τον ήλιο· αύριο, δυο τρεις ώρες και τελειώσαμε!»

Ο σκύλος ξύπνησε με τη φωνή του κύριου του, εχασμουρήθηκε, ετανύστηκε και ξανακάθησε χάμου με απλωτά τα μπροστινά του πόδια κι ορθό το κεφάλι. Ο ήλιος είχε πάρει τον κατήφορο κι είχε κοκκινίσει.

Κι η Μαργαρίτα είπε μιλώντας γοργά του Πέτρου και χωρίς να ανασηκώσει το κεφάλι: «Μ' αυτόνε εδέθηκα και πρέπει να ζήσω μαζί του· ό,τι μπορεί γένεται· θέλεις να καταντήσουμε ρεζίλι, να μιλήσει ο κόσμος, να χαθούμε κι οι δύο, να χαθούν τα παιδιά μου, να…;» Κι εκοίταξε περίτρομη γύρω της και το βλέμμα της σταμάτησε απάνου στον άντρα της που από μακριά εφαινότουν πως τους επρόσεχε.

«Μη με χάσεις», εψιθύρισε φοβισμένη· «δεν έχεις μυαλό!»

«Του γυρίζω τες πλάτες και δε με βλέπει! της απάντησε ατάραχος.

«Φτάνει!» του ‘πε ανυπόμονα· «αν μπορέσω, έρχομαι αύριο τη βραδιά στο καλύβι, αλλά λόγο δε σου δίνω γιατί τώρα με παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος.»

«Κι ο Τουρκόγιαννος!» της αποκρίθηκε σαστισμένος· «μα κι αυτός τι ζητεί;… Α, έτσι δεν μπορεί αυτή η ιστορία να βαστάξει... Άκου!...»

Δεν του αποκρίθηκε κι εμάκρυνε λίγο από σιμά του.

«Θέλω», ξακολούθησε ο Πέτρος «και γω λίγη λευτεριά! Θα κάμω εγώ τον άντρα σου να φύγει από το χωριό μας! τότες θα 'σαι τέλεια δική μου! Θα τόνε κάμω να πάει στη φυλακή! Ναι, στη φυλακή.»

H Μαργαρίτα του ‘ριξε στενοχωρημένη μία ματιά κοιτάζοντάς τον ανάποδα. «Έτσι», της ξανάπε, «δε θα 'ναι σιμά σου!»

Κι ακούστηκε η φωνή του Αράθυμου πο’ ‘λεγε στον Τουρκόγιαννο: «Λύσε! Είναι αργά!»

Τα ζώα είχαν φτάσει σιμά στη σούδα του χωραφιού, που ήταν λογγιασμένη από τες πυκνές βατσινιές κι από άλλα άγρια χαμόδεντρα, κι έπρεπε τώρα να γυρίσουν για να ξαναρχίσουν έναν καινούριο δόμο· μα η ώρα δεν το συχωρούσε. Κι ο Τουρκόγιαννος, υπακούοντας στην προσταγή του νοικοκύρη, έμπηξε το γυνί όσο βαθύτερα εμπορούσε μέσα στο χώμα, ετράβηξε με δύναμη τα σκοινιά κι εσταμάτησε έτσι τα δύο ζώα κι ευτύς έκαμε το σταυρό του. Έπειτα επήρε μία βαθιάν ανάσα, εκοίταξε με συμπάθεια τα δύο καματερά που ήταν ιδρωμένα πολύ κι έπαιρναν γοργά την πνοή τους, τους χαμογέλασε κι έφερε ολόγυρά του το βλέμμα θωρώντας το έργο της μέρας. Η καλλιεργημένη γης ήταν κατάμαυρη, όλη, κι ίσια κι έλαμπε. Της χαμογέλασε και κεινής. Επήρε έπειτα από τα χέρια του παιδιού τη σακούλα με τη σπορά, την έδεσε σφιχτά, του την ξανάδωκε για να την πάρει στο καλύβι κι άρχισε αμέσως να λύει το ζευγάρι, ενώ ο Πέτρος κι η Μαργαρίτα, σιωπηλοί τώρα, όλο κι εζύγωναν, χτυπώντας με τες αξίνες τους ύστερους σβόλους που ‘χε ανακατέψει το αλέτρι.

Και τα ζώα, αφού τα ‘λυσε, ξεκίνησαν μοναχά τους βαριά βαριά, το ‘να κατόπι στ’ άλλο προς την καλύβα και δε σταμάτησαν παρά στο συνηθισμένο τους δέντρο. Κι εκεί ο Τουρκόγιαννος, που τα ‘χε ακολουθήσει, τα ‘δεσε το ‘να σιμά στ’ άλλο. Είχαν ησυχάσει τώρα κι επερίμεναν τη βραδινή τροφή τους. Και το μαύρο βόδι ο Παρασκευάς, έβαλε το μεγάλο κεφάλι του πάνου στον τράχηλο του άλλου και το καθένα τους έβγαλε ένα βροντερό μουγγαλητό, που αντήχησε πέρα σ' όλες τες ράχες κι ως τη θάλασσα. Κι ο Τουρκόγιαννος τους έφερε στην αγκαλιά του τ' άχυρο, ξανάκαμε το σταυρό του κι ήρθε, κι εκάθησε σιμά στον Αράθυμο ευχαριστημένος από το έργο της ημέρας.

Αυτήν τη στιγμή έφτασαν σιμά τους κι ο Πέτρος με τη Μαργαρίτα, που ‘χαν αποτελειώσει ωστόσο τη δουλειά τους, κι εκάθησαν κι εκείνοι χάμου για να δειλινήσουν.

2

Ήτανε απόγιομα, αργά, την άλλη μέρα. Ο ήλιος εκόντευε να βασιλέψει κι ένα φως κόκκινο ήταν χυμένο παντού, σαν ψιλή, χρυσή θαμπή σκόνη σ' όλον τον αέρα, κι ετρύπωνε μέσα στο πυκνό φύλλωμα των ελιών, απλωνότουν σαν καταχνιά πάνου από τ' αμπέλια, που ολοένα εβλάσταιναν, πάνου από τα νιόργωτα χωράφια, που καθένα τους είχε και το χρώμα του, στες λακκιές, στα πλάγια, στα σιάδια, κι εκκοκίνιζε όλα τα πάντα κι ομόρφαινε τα πάντα, και δεν άφηνε χλωμό ούτε δέντρο κανένα, ούτε πρόσωπο ανθρώπου κανένα. Κι εκείνην την ώρα ο Πέτρος κατέβαινε συλλογισμένος τον άσκημο κατήφορο, που ερχότουν από το χωριό, κι επήγαινε στην παράμερη κατοικία, όπου η Μαργαρίτα ερχότουν κάποτε για να τον εύρει. Εφορούσε, εκείνο το βράδυ, ριχτή τη ζιακέτα του πάνου στον έναν ώμο και στο κεφάλι του τη μεγάλην ψάθα κατεβασμένην ως τα βλέφαρα. Δεν εκοίταζε τίποτα, και το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο χάμου κι ούτε δεν υπόψιαζε τη φεγγοβόλα ομορφιά που τον τριγύριζε. Μήνες τώρα δεν την είχε ανταμώσει μοναχή της. Και καθώς κατέβαινε το ρόβολο ερωτιότουν με το νου του: «Θα ‘ρθει;» Κι αντίς να δώκει απάντηση στον εαυτό του έσφιγγε στες παλάμες του τα νύχια. Κι εγληγόρευσε το περπάτημά του σα να βιαζότουν να φτάσει στο ακατοίκητο καλύβι πρωτύτερά της, μόλο που ήξερε θετικά πως, κι αν έμελλε να ‘ρθει, θα ‘πρεπε να την προσμείνει ακόμη πολληώρα, αφού τα νερά θα ‘χαν ξεβάψει, αργά το σούροπο. Και στο νου του έφεξε με μιας χρυσή η ελπίδα, φωτεινή κι εκείνη, σαν το φως του ήλιου, που επήγαινε να βασιλέψει, μια ελπίδα που πέρασε σαν αστραπή μέσαθε από την ψυχή του και που δεν ετολμούσε αυτός ξάστερα να την εξηγήσει στον εαυτό του: θα ‘ρχότουν ίσως εκείνο το βράδυ! Κι η ελπίδα τούτη του ξανάφερε στο νου του το ύστερο αντάμωμα, την άκρατη χαρά του που έκανε να κυλούν χοντρά δάχρυα μέσαθε από τα μάτια του, δάκρυα που ελάφραιναν τη βαρύθυμη ψυχή του και που ‘χαν βρέξει τ’ όμορφό της το πρόσωπο, κι εθυμήθηκε το λαμπερό βλέμμα της γυναικός που την αγαπούσε μ' όλην τη λάβρα της καρδιάς του, και που ‘χε έρθει εθελούσια για να του παραδοθεί, αψηφώντας, σε μια στιγμή παραφοράς κι εκείνη, την αμαρτία και τον κίντυνο και σιγάζοντας κάθε άλλη φρόνιμη σκέψη. Και μια στιγμή κλειώντας τα μάτια του την είδε να περπατεί στο δρόμο κι εκείνη, ανάλαφρα και καμαρωμένα, ν' ανεβαίνει το γνωστό ρόβολο που οδηγούσε στο ακατοίκητο καλύβι, ν' ανοίγει την πόρτα ρίχνοντας γύρω της μία περίφοβη ματιά και κοιτάζοντάς τον στο ύστερο σταματημένη στο κατώφλι μ' ένα βλέμμα που του ‘δινε άλλη ζωή, που του ‘κανε την ψυχή καινούρια, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη, που άναβε μέσα του μίαν αβάσταχτη ορμή, έναν άπειρον πόθο.

Είχε κατέβει ωστόσο όλο το πλάγι κι εβρισκότουν σ' ένα σιάδι ανάμεσα σε δυο μεγάλες σφαλιές από βάτους γεμάτους άνθη και μούρα. Γυναίκες έπαιρναν τον ανήφορο γυρίζοντας στο χωριό με τα γίδια τους και με τ’ αρνάκια τους, μιλώντας πρόσχαρα αναμεταξύ τους και γνέθοντας μαλλί από τη ρόκα τους. Τον εχαιρέτισαν όλες· και τα ζώα τους που εγέμιζαν όλον το δρόμο αναμέρισαν για να τον αφήκουν να περάσει· κι απάντησε στο χαιρέτιο τους με το χέρι και μ' ένα χαμόγελο, μα ούτε δε σταμάτησε για να τες κουβεντιάσει, ούτε δεν εγνώρισε ποιες ήταν, γιατί ο νους του ήταν αλλού, βυθισμένος στη σκέψη, που του ξανάφερνε στη θύμηση τόσες ηδονικές εικόνες, κι η θύμηση του ‘δινε την πλάνα υπόσκεση πως ο ονειρεμένος παράδεισος θα γινότουν σε λίγο πραγματικότητα. «Ω κι αν έρθει!» εψιθύρισαν τα χείλη του «τι πανηγύρι της ψυχής!» Αιστάνθηκε πως τα χέρια εκρύωοαν κι ίδρωσαν, κι ερώτησε τον εαυτό του πώς μπορούσε η γυναίκα εκείνη να τον συνταράξει τόσο και να τον κάνει να ‘ναι αδιάφορος για όλες τες άλλες και να μην ορέγεται άλλην καμία και να μη βρίσκει όμορφην άλλην καμία παρά εκείνην κι εκούνησε πικρά το κεφάλι.

Έστρεφε τώρα σ’ ένα μονοπάτι κι άρχισε ν' ανεβαίνει μία χέρση ράχη, ανάρια φυτεμένην μ' ελιές χαμηλές, λιανές, λιγόκλαρες και γεροπιασμένες. Στη φτωχιά γης της ράχης εφύτρωναν ρίκια και μυρτιές και τα ξέφωτα μέρη ήταν λογγιασμένα, γεμάτα αγκαθερούς ασπαλάθρους, βατσινιές και φτέρες. Κι ο δουλευτής της γης εξύπνησε μέσα στην ψυχή του κι είπε με το νου του: «Τι κρίμα που κάθεται όλη τούτη η γης! Να μην ήταν χτήμα αρχοντικό, θα ‘ταν συγυρισμένη, θα ‘θρεφε μίαν ολάκερη οικογένεια! Μα ο στοχασμός του αυτός δεν εβάσταξε παρά μία στιγμή κι η σκέψη του επέταξε αμέσως πάλι στη Μαργαρίτα, που γι’ αυτήν επήγαινε τώρα στο καλύβι, και του σκλάβωσε πάλι το νου, διώχνοντας κάθε άλλη ιδέα. Ω η Μαργαρίτα! αυτή και μόνη ήταν η ζωή του, η άπειρη χαρά του, ήταν το σκληρό κι αβάσταχτο βασανιστήριό του, ήταν εκείνη που τον εχώριζε από τη ζωή, ενώ ήταν τον ίδιον καιρό και η ζωή του. Και πώς την αγαπούσε! ω πώς την αγαπούσε! και κάθε της ελάττωμα! πώς αγαπούσε και τους πόνους που τον έκανε να υποφέρνει. Την έκρινε δύστροπη, φιλόνικη, δειλή, ήξερε πως το παραμικρό την έκανε κακή, πως κάθε ανησυχία που ημπορούσε να της δώσει η αγάπη του, την όργιζε, πως τον ήθελε υποτεταγμένον στη θέλησή της υπομονητικόν, απαραπόνητον και πως ήθελε να τον βλέπει να υποφέρει και να διψάει πάντα αχόρταστη αγάπη! Μα την αγαπούσε!

Είχε φτάσει πλια στην κορφή της ράχης κι εσίμωνε τώρα στο καλύβι. Εσταμάτησε κι εκοίταξε ολόγυρά του. Άκρα σιγή εβασίλευε. Τ’ αυτιά του άκουαν τη θεϊκιά ησυχία του κάμπου που απλωνότουν ολόγυρά του. Το μούγγρισμα κάποιου καματερού, το μακρινό αλύχτισμα κάποιου σκύλου, η φωνή κάποιας γυναίκας δε βαστούσαν παρά λίγες στιγμές και δε μπορούσαν να ταράξουν το καθολικό μυστήριο. Τα σπιτάκια που εδώ κι εκεί εφαινόνταν σπαρμένα, τα χωριά που άσπριζαν μακριά απάνου στες πράσινες ράχες ήταν βουβά· πέρα η θάλασσα γαλάζια, ωχρή και σαν ασπρουλιάρικη με χρυσές αναλαμπές, ανάδινε μία θαμπή καταχνιά, που εχρύσιζε και κείνη, κι ήταν ήσυχη όλη, φωτεινή κι απέραντη. Αέρας δεν εφυσούσε· κι ο ήλιος κατέβαινε σα μεγάλος δίσκος κατακόκκινος, αλλάζοντας κάθε στιγμή λάμψη στην κυματωτή του επιφάνεια, προς τα χρυσοβαμμένα ουρανοθέμελα και παρέτοιμος να βυθιστεί στο πέλαγο δεν εθάμπωνε πλια τα μάτια. Και της σιγής το μυστήριο και η λαμπρή μεγαλοπρέπεια έκαμαν τον Πέτρο βαρύθυμο, του στάλαξαν στην ψυχή μια βαθιά και μαύρη απελπισία· αισθανότουν τον εαυτό του μικρόν αδύνατον, μηδενισμένον, υποταγμένον σε ασάλευτους και άσπλαχνους νόμους, που εκυβερνούσαν τα πάντα και που του ανθρώπου η θέληση δεν μπορούσε να τους αλλάξει· και την ίδια εντύπωση θα ‘κανε βέβαια το μεγαλόπρεπο βασίλεμα σ' όλους τους άλλους ανθρώπους και στα ζώα και στα δέντρα, γιατί τα χωριά, τα λιβάδια, οι κάμποι όλα εκείνην την υψηλή στιγμή σαν τρομαγμένα εσώπαιναν.

«Αχ!» αναστέναξε ο Πέτρος κι εσταμάτησε στου καλυβιού την πόρτα, «Θα ‘ρθει; δε θα ‘ρθει; Τώρα παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος.»

Το στόμα του ήταν φρυμένο· τα χέρια του ήταν πάντα κρύα κι είχαν υγράνει περισσότερο. Γιατί είχε ξανάρθει από την ξενιτιά κι εκείνος; γιατί είχε πάει δούλος στο σπίτι του Αράθυμου; Kι αυτός ο στοχασμός τον έκαμε να θυμηθεί και να ιδεί μπροστά του τον τρισευτυχισμένον άνθρωπο, τον άντρα της Μαργαρίτας, στη θέση που εκαθότουν χτες κι εκάπνιζε μπρος στο καλύβι του, κι εφαντάστηκε πως αυτήν τη στιγμή η Μαργαρίτα, η γυναίκα που αυτός αγαπούσε, ήταν και πάλι σιμά στον άντρα της, ανάμεσα σε τρία παιδιά που του ‘χε κάμει, κι ανανοήθηκε πως ο Γρηγόργης μπορούσε να την έχει δική του, πάσα στιγμή, πάσα ώρα, όταν του εβουλότουν· αυτή ήταν η αχώριστη συντρόφισσα της ζωής του.

Κι εσυλλογίστηκε έπειτα ο Πέτρος πως η Μαργαρίτα είχε φέρει στον Αράθυμο όλες τες ευτυχίες. Τίποτε δεν έλειπε στο ευλογημένο σπίτι, που το στόλιζε, του ‘δινε ζωή και το δρόσιζε η παρουσία της. Ο Αράθυμος είχε χτήματα δικά του, μα όταν την είχε πάρει, δώδεκα χρόνους οπίσω, ήταν ναυαγισμένος. Το ‘ξερε όλο το χωριό. Ως και για να της κάμει το χάρισμα του γάμου, είχε χρεωθεί τα εκατό τάλλαρα που εχρειαζότουν. Ο πατέρας του αδούλης και αμελής είχε αφήκει το χτήμα του να ρημάξει, χέρισο, κακορίζικο, ακαλλιέργητο· κι η γης έτσι δεν του ‘δινε πλια τίποτα και εξέπεφτε από χρόνο σε χρόνο κι έβαζε χρέη που του ‘τρωγαν έπειτα όλην τη σοδειά σαν εγενότουν το λάδι. Κι ολομεμιάς όταν ο Γεώργης επήρε τη Μαργαρίτα, τα πράματα άλλαξαν. Εβαλθήκαν όλοι στη δουλειά· απόχτησαν σε λίγο ζευγάρι· επήραν πρόβατα· εξεχρέωσαν· και κάτου από το βλέμμα της Μαργαρίτας τα γεννήματα της γης εγινόνταν χρυσά, οι ελιές εβάιζαν από τον πολύ καρπό, το χωράφι εγινότουν μία θάλασσα από πρωιμιές κι από οψιμιές, τα χρήσιμα δέντρα εφορτωνόνταν όλο το καλοκαίρι με κάθε λογής οπωρικά, από τότες τίποτα πλια δεν έλειψε μέσα στο σπίτι του Αράθυμου.

Του ‘χε κάμει κιόλας τρία παιδιά, το ένα καλύτερο από τ’ άλλο· ένα κορίτσι μεγάλο τώρα, που επήγαινε με τ’ αρνιά στον κάμπο κι έκανε κι άλλα θελήματα του σπιτιού, και δύο αγόρια που επήγαιναν κάθε πρωί σκολείο κι εμάθαιναν γράμματα... Χαρά θεού το σπιτικό του Αράθυμου.

Κι όλοι τούτοι οι στοχασμοί του ‘χαν έρθει στο νου μαζί, σε μια στιγμή, ξαλλάζοντας με της αστραπής τη γληγοράδα· ο νους του έβλεπε μονομιάς όλα μαζί τα πράματα, καθώς το μάτι του ανθρώπου που ανεβαίνει σε ψηλό κορφοβούνι βλέπει τριγύρω έναν κόσμο. Μα έξαφνα η σκέψη του εσταμάτησε· τον είχε ζαλίσει.

Τώρα ο ήλιος είχε δύσει και στα σπάνια δέντρα της χέρισης ράχης ελαλούσαν κάποια πουλάκια που ‘χαν ξανάβρει το μελωμένο τραγούδι τους. Η θαμπή χρυσή σκόνη είχε χαθεί από τον αέρα και μόνο τα διαβατάρικα σύγνεφα ερόδιζαν ακόμη τον άσπρον αχρωμάτιστον ουρανό. Κι ο Πέτρος άνοιξε του καλυβιού την πόρτα κι εκοίταξε μέσα εξεταστικά το σκοτάδι· κι εχαμογέλασε πικρά, απαντώντας σε κάποια ιδέα που την είχε γεννήσει στην καρδιά ο πόθος. «Ήθελες κιόλας να προσμένει!» είπε του εαυτού του· «πως θα ‘ταν από τα τώρα εδώ ως κι αν έπρεπε να ‘ρθει;»

Επήγε μέσα, εκάθισε σε μίαν άκρη, εκεί που εκαθότουν πάντα μαζί της, κι έκλεισε μία στιγμή τα μάτια προσπαθώντας να την ονερευτεί σιμά του, όπως ήταν την τελευταία φορά, μα δεν εμπόρεσε να θυμηθεί ξεχωριστά τα πιθέματά της, όσο κι αν προσπαθούσε να τα ξαναφέρει στο νου του· κι αυτό συχνά του συνέβαινε. Μία στιγμή την έβλεπε εμπρός του, μα όταν ήθελε να προσέξει τα μαύρα γλυκά της μάτια, το μικρό κόκκινο στόμα της, κάποιο σημάδι του άσπρου κορμιού της, όλη η μορφή της εσβηννότουν με μιας σαν ωχρό φάντασμα· δεν μπορούσε να θυμηθεί καθαυτό ούτε το χρώμα της, ούτε τη λάμψη της, ούτε το τρεμούλιασμα των ματιών της, που τόσες φορές το ‘χε κοιτάξει μ' όλο του τον πόθο, ούτε των χειλιών της τες γραμμές, ούτε τη γλυκάδα του χαμόγελού τους· δεν μπορούσε πλια να θυμηθεί πώς εκείνα τα χείλια εκολλούσαν στο στόμα του, σε ποιο μέρος τον άγγιζαν, πώς ερουφούσε την πνοή τους... Κι είπε πάλι με πόθο: «Ω να ‘ρχότουν τώρα, τώρα ευτύς!...» Κι εσηκώθηκε και μισοάνοιξε την πόρτα, κι επρόβαλε το κεφάλι κι εκοίταξε έξω σ' όλα τα μέρη. Μα δεν ανυπομόνησε ακόμη. Εμπήκε πάλι μέσα κι έκαμε λίγα πατήματα κρατώντας χαμηλά το κεφάλι. Εθυμότουν πάλι τα λόγια της: «Τώρα παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος! Γιατί παραφύλαγε; γιατί», ξανασυλλογίστηκε ανήσυχος, «να ξανάρθει από την ξενιτιά και να γίνει δούλος στο σπίτι του Αράθυμου;» Και τον ξαναθυμήθηκε κι εκείνον όπως τον είχε ιδεί χτες που αλέτρευε, λιγνόν με τ’ αριά του γένεια και τα μακριά, μαύρα μαλλιά που του ‘πεφταν σα φιτίλια στον τράχηλο· θυμήθηκε τα αγαθά παιδιαρίσια μάτια του ανθρώπου και το γλυκό χαμόγελο που ‘χε πάντα στα χείλη και που καμία λύπη, κανένας κόπος ποτέ δεν του τόσβηναν. Ο άνθρωπος εδούλευε πιστά το σπίτι του Αράθυμου, από την αυγή ως το βράδυ στη δουλειά, για να τιμήσει, ως έλεγε, το ψωμί που του ‘διναν, μα θυμήθηκε κιόλας ο Πέτρος πώς έτρεμε πάντα η αδύνατη φωνή του όταν μιλούσε με τη Μαργαρίτα και πώς εκατέβαζε το βλέφαρο μπροστά της, σαν να εφοβότουν να την κοιτάξει κατάματα, και με πόσο σέβας εστεκότουν ομπρός στην ομορφιά της, σα να ‘ταν ομπρός σε μια από τες όμορφες εικόνες που εστόλιζαν την πλούσια κι ωραία εκκλησιά του χωριού τους. Κι εδάγκωσε την άκρη της καρδιάς του η υποψία πως κι ο Τουρκόγιαννος αγαπούσε τη Μαργαρίτα. Ως κι αυτός, αχ! την είχε σιμά του όσο ήθελε, της μιλούσε όταν ήθελε, ημπορούσε κάθε ώρα και στιγμή να τη βλέπει, εζούσε μέσα στο σπίτι της!... κι αν η Μαργαρίτα έστεργε..., ημπορούσε να... Μα απόδιωξε τρομαγμένος αυτήν την υποψία. «Η Μαργαρίτα η Μαργαρίτα!» είπε ανοίγοντας τα μάτια. Και η ιδέα αυτή δεν ήθελε να τον αφήκει και τον εβασάνισε πολλήν ώρα. Αθέλητα του ‘ρθε στο νου μία απαίσια και τρομαχτική εικόνα. Ο Τουρκόγιαννος χλωμός αμίλητος, δακρυσμένος, περίφοβος από την ευτυχία του, κρατούσε τρέμοντας όλος στην αγκαλιά του τη Μαργαρίτα! Ανατρίχιασε· κρύος ίδρος του ‘βρεκε όλο το σώμα· ανασούφρωσε το μέτωπό του· η τρέλα του πάθους τον εκυρίευε. «Γι’ αυτό» είπε με το νου του «την παραφυλάει!» Κι έκαμε πάλι καμπόσα πατήματα μέσα στο καλύβι, κι ήρθε πάλι στην πόρτα, κι εκοίταξε όξω: «Δεν έρχεται! κι ούτε θα ‘ρθει!» είπε απελπισμένα. Ξαναμπήκε στο καλύβι κι εστάθηκε ορθός με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζοντας το φως που έμπαινε από κάποια χαραμάδα. Έφερε το χέρι του στο μέτωπο και με το φρυμένο του χείλι έκαμε έναν πικρό μορφασμό. Κι είπε του εαυτού του: «Τι ονείρατα είναι αυτά που βλέπεις; Ούτε η Μαργαρίτα είναι τέτοια, ούτε κι ο Τουρκόγιαννος!» Μα η υποψία του δεν ήθελε να ησυχάσει. «Οι άντρες είμαστε όλοι πονηροί... μα ως κι οι γυναίκες. Καθένας θέλει το καλό του. Κι είναι τέτοια γυναίκα η Μαργαρίτα!» Και σε μια στιγμή εσυλλογίστηκε: «Μα όχι, όχι, όχι!... δεν πάει με τον Τουρκόγιαννο!... ω να ‘ρχότουνε γλήγορα!... ω να ‘τουν εδώ!... Μα γιατί γιατί να της μιλεί έτσι, τόσο περίφοβα ο Τουρκόγιαννος, γιατί να την τηράζει έτσι, σαν άγια εικόνα, όπως εγώ τον πρώτο καιρό; Δεν έγινε τίποτα... Ποιος ξέρει; όχι τίποτα! μα... μα, την αγαπάει βέβαια!... αχ να ‘ταν εδώ! αχ, να ‘ρχότουν!...

Κι εκοίταξε πάλι από την πόρτα. Η ζήλια τον εβασάνιζε· η ανυπομονησία τον καταστεναχωρούσε· τα χείλη του εφρύγονταν πάντα περσότερο και νερό δεν είχε για να τα δροσίσει, μα για όλον τον κόσμο δε θα ‘φευγε από το καλύβι για να κατεβεί στη βρυσούλα πο’ ‘τρεχε ακατάπαυστα στα ριζά της ράχης απ’ την άλλη μεριά του δρόμου. Ένας κόμπος του ‘σφιγγε το λαιμό, ένας κόμπος άσκημος που δεν τον άφηνε να καταπίνει. «Καλά ο άντρας της» ξανάπε, «υπομονή! μα ως κι αυτός!... Έτσι σαν τον πρώτον καιρό μαζί μου!... Είναι δυνατό;... όχι, όχι, όχι!»

Κι εθυμήθηκε σε μία στιγμή τον πρώτον καιρό, πέντε χρόνους οπίσω ή και περισσότερο. Πότε άρχισε, πού και πώς, δεν το ‘ξερε μήτε ο ίδιος. Εσυχνοδούλευε στου Αράθυμου, του γείτονά του, και την έβλεπε συχνά, κι έβλεπε το σέβας και την υπακοή του αντρός της σ' εκείνην. Πάντα η γνώμη της εκυρίευε· πάντα έλεγε εκείνη το σωστό· πάντα ο Αράθυμος εθυμότουν πως η Μαργαρίτα τον είχε βγάλει από τες στενοχώριες και τες συφορές που εφοβέριζαν το σπίτι του. Κι ο Πέτρος είχε θάρρος μαζί της, γιατί στο ίδιο το χωριό είχαν γεννηθεί, γιατί κι εγνωριζόνταν απ’ όταν είχαν γνωρίσει τον κόσμο. Κι έτσι όλες οι κουβέντες τους ήταν ανοιχτές, σαν να μην ήταν ξένοι, κι εμιλούσαν θαρρετά κι εμετωριζόνταν σαν καλοί συντρόφοι, όχι σαν άντρας και γυναίκα. Οχι ποτέ. Ο Πέτρος ήτανε ακόμη ανύπατρος κι αυτή τον ορμήνευε συχνά να πάρει γυναίκα. Και κάποτες ο Πέτρος είχε καταλάβει πως όταν [ήταν] σιμά της, η σκέψη του άξαφνα σταματούσε, πως την έβλεπε κι εφανταζότουν πως ζει μέσα σ' όνειρο, και τότες δεν ήξερε τι να απαντήσει, αν του μιλούσε ή αν άλλος του κουβέντιαζε. Και του άρεσε τόσο να την ακούει, ό,τι κι αν έλεγε! Και κατάλαβε πως συχνά, όταν η Μαργαρίτα του μιλούσε ή μιλούσε αλλουνού ανθρώπου, αυτός δεν ένιωθε πλια τα λόγια της, και μαγεμένος άκουε μόνο της γλυκιάς φωνής της τους τόνους, σα να ‘ταν η φωνή εκείνη ένα μαγευτικό όργανο, που λαλούσε αγγελικούς σκοπούς, και θα μπορούσε να κάθεται ώρες ωρών ν' ακούει εκείνην τη φωνή, χωρίς να βγάζει έννοια καμία. Πόσος καιρός είχε περάσει έτσι, δεν τόξερε. Δεν ήξερε ούτε και τώρα, αν η Μαργαρίτα είχε καταλάβει κάτι από τη βαθιά του ζάλη, όταν ήταν μπροστά της. Ήξερε μόνο πως μια μέρα ήταν η αρχή του καλοκαιριού, εδούλευαν μαζί κι είχαν βρεθεί μόνοι, ανάμεσα στους ψηλούς σανούς, που τους έκοφταν οι δυο τους. Κι ήταν η καρδιά του μεσημεριού και καυτερό το λιοπύρι. Κι εκείνην τη στιγμή του ‘χε αφαιρεθεί τέλεια ο νους, κι είχε ζήσει σα σε όνειρο, βλέποντας ομπρός του μόνο τη Μαργαρίτα. Ήταν μονάχοι κι οι δυο, στον ανοιχτόν αέρα, ντυμένοι λίγο, ζεστοί από την εργασία. Κι η Μαργαρίτα ήταν σ' όλην της την ομορφιά, ηλιοκαμένη κομμάτι, γερή, νέα, κι ήτανε σιμά του, σιμά του τόσο που στα ρουθούνια του ερχότουν η μυρωδιά του ίδρου της, ανακατεμένη με την ευωδία του κομμένου χόρτου. Κι αυτή η μυρωδιά τον εμέθυσε. Κι εκατάλαβε τότες πως απ’ όσα του ‘λεγε η Μαργαρίτα, αυτός δεν ένιωθε πλια ούτε μια λέξη, μόνο άκουε, άκουε, άκουε· άκουε τ’ ανεβοκατεβάσματα της αρμονικιάς φωνής, που αντηχούσε μέσα στ' αυτιά του, σα μουσική αγγέλων· κι άξαφνα από τον κόσμο δεν είδε πλια τίποτα άλλο παρά τα δύο λαμπερά μάτια της Μαργαρίτας, που ετρεμούλιαζαν και που και τώρα ακόμη δεν μπορούσε να τα θυμηθεί και να τα ξαναφέρει στο νου του με το χρώμα τους και με τη γλυκάδα τους, κι όλα τα πάντα γύρω σ' εκείνα τα μάτια ήταν θολά και κόκκινα, κι έκρυβε τα πάντα η κοκκινάδα. Κι ευρέθηκε ολομεμιάς σιμά της. Και την άδραξε σα φτερό στην πλατιά αγκαλιά του κι εζητούσε τα χείλη της για να τα φιλήσει... Κι εκείνη του ‘χε ανεγείρει πρώτα το πρόσωπο για να ξεφύγει το φιλί του, και δειλά δειλά τον έσπρωχνε για να την αφήσει και με δειλή φωνή, σα με παρακάλιο, του ‘λεγε: ««Φεύγα, φεύγα!» Μα εκατάλαβε πως η αντίστασή της ήταν μικρή και πως από στιγμή σε στιγμή ολιγόστευε. Κι ολομεμιάς ευρεθήκαν κι οι δυο τους χάμου, πάνου σ' ένα κρεβάτι από σανό, μέσα στα ψηλά, πυκνά χορτάρια, που έκλεισαν απάνουθέ τους, σκεπάζοντάς τους μ' ένα πράσινο θολωτό κουβούκλι. Η γης ανάδινε μυρωμένη φλόγα κι ο αέρας ερχότουν ζεστός και πυρωμένος στα πλεμόνια τους... Κι εθυμότουν ο Πέτρος πως όταν είχε συνέρθει από τη μέθη της ηδονής και την ευχαριστούσε για την τόση ευτυχία που τον είχε κάμει να δοκιμάσει, η Μαργαρίτα είχε κρεμάσει το πρόσωπο και του ‘χε πει ντροπιασμένη: «Με τι πρόσωπο θα σε κοιτάζω; έχω τώρα δύο άντρες εν τη ζωή.» Έτσι ήταν η αρχή.

Κι από τότες η αγάπη του είχε μείνει αχόρταστη πάντα και καθημερνά τον πότιζε φαρμάκια, γιατί η ζήλια τον τυρανούσε και γιατί η Μαργαρίτα σπάνιες φορές έστεργε να του παραδοθεί, γεμάτη φροντίδα για το καλό της όνομα, για την ησυχία του σπιτιού της, για τα τρία της παιδιά, και τον ύστερον καιρό μάλιστα, απ’ όταν ο Τουρκόγιαννος είχε ξανάρθει από την ξενιτιά, επρόσεχε κι επροφυλαγότουν ακόμα περισσότερο, γιατί, καθώς έλεγε η ίδια, ο ζευγουλάτης την παραφύλαγε. Κι ο Πέτρος ξαναρώτησε τον εαυτό του: «Γιατί; Και πώς τόξερε η Μαργαρίτα που την παραφύλαγε;»

«Τώρα που να ‘ρθει αμέσως θα τη ρωτήσω!» είπε με το νου του. «Μα θα ‘ρθει; Το φως είχε λιγοστέψει· και ο Πέτρος ξαναπρόβαλε το κεφάλι του από την πόρτα. Τα δέντρα είχαν χάσει το χρώμα τους, ήταν όλα σταχτιά. Τα βουνά είχαν ξεθωριάσει και κάποιο άστρο είχε ξεμυτίσει, μικρό ακόμη μέσα στο σταχτί φως τ’ ουρανού. Κι εσκέφτηκε πάλι πως πολλές κι άλλες φορές είχε αποφασίσει να της κάμει πολλά ρωτήματα, κι ύστερα ή δεν την ξεμονάχιαζε καθόλου ή, όταν την έβλεπε, τα λησμονούσε όλα κι επαραδινόταν ολόψυχα στη μεγάλη χαρά της σπάνιας στιγμής, θέλοντας να χορτάσει αγάπη. Και μπροστά δεν ήξερε παρά πώς να παινέσει και να δοξολογήσει τα κάλλη της.

Μα αργούσε απόψε πάρα πολύ· έπρεπε τώρα να ‘ναι στο καλύβι! Και η στενοχώρια του κάθε στιγμή εμεγάλωνε. Εβάλθηκε πάλι να περπατεί με μεγάλα βήματα, ανασήκωνε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του, εδάγκανε το μαύρο μουστάκι του και τα νύχια του ζερβιού χεριού του, εκλειούσε τα μάτια του, ανάσαινε γοργά και με κοντή πνοή, και κάθε στιγμή επήγαινε στην πόρτα, τη μισάνοιγε με προφύλαξη, επρόβαλε το κεφάλι κι εκοίταξε, εκοίταξε για πολλή ώρα το δρομί ως την άκρην του, όπου άρχιζε να ροβολάει στο χέρισο πλάι. Δεν ερχότουν ούτε τώρα! Κι εστενοχωριότουν κι ανυπομονούσε: Δεν ερχότουν!....

Και δίπλα στην ανυπομονησία που κάθε στιγμή αύξαινε, τον τυραννούσε και η παράλογη ζήλια, και του ‘σφιγγε την καρδιά· και επαίδευε ωστόσο τη φαντασία του ζητώντας να μαντέψει τι έκανε εκείνην τη στιγμή η Μαργαρίτα, που έπρεπε να ‘χε έρθει και αντίς δεν ερχότουν ακόμα. Ω πόσο θα ‘ταν διαφορετικές οι στιγμές του, αν ήταν εκεί και πόσο γλήγορα θα ‘φευγεν: Μα δεν ερχότουν ακόμα! Ακόμα!

Εκάθησε πάλι στην ίδιαν άκρη, όπου την τελευταία φορά είχε καθίσει σιμά στη Μαργαρίτα, εσηκώθηκε σε μια στιγμή, εκοίταξε πάλι έξω, ξανακάθισε, ξανασηκώθηκε, ξαναπερπάτησε, ξανακοίταξε. Ο τόπος δεν τον βαστούσε. Όξω το φως είχε λιγοστέψει ακόμη, κι από στιγμή σε στιγμή λιγόστευε περσότερο και γληγορότερα. Αν δεν ερχότουν τώρα, τώρα, ή σε μία στιγμή ή σ' ένα λεφτό ή σε λιγάκι δεν θα ‘ρχότουν πλια! Αχ δε θα ‘ρχότουν! Κι επερίμενε σαν τρελός κι αυτιοζότουν κι ετραβούσε τις τρίχες από τα φρύδια του κι από το μαλλιαρό του στήθος. Δε θα ‘ρχότουν! Κι αφοκραζότουν κάθε μικρόν κρότο, κάθε φύλλο που έπεφτε από την πιο σιμοτινή ελιά πάνου στου καλυβιού τα κεραμίδια, κάθε τρίξιμο ξύλου ή κλαριού, κάθε περπάτημα ζωύφιου πάνω στη οτέγη, και κάθε φορά η καρδιά του αναπηδούσε μέσα στα στήθη του ή ελίγωνε γιατί ξανάφευγε μέσα του δειλή και πλάνα ελπίδα πως θα ‘ταν τα πατήματά της, και τότες αντικρατούσε την πνοήν του· εκλειούσε τα μάτια, εσήκωνε το κεφάλι, για να την ακούσει να ζυγώνει, όλο να ζυγώνει, να ‘ρχεται... Μα ο κρότος εσβηνότουν σε μια στιγμή κι έκανε μαζί του φτερά κι η ελπίδα. Δεν ήταν αυτή! Δεν ερχότουν! Δε θα ‘ρχότουν!

Κι όσο λιγόστευε το φως, καταλάβαινε πως λιγόστευε και η πιθανότητα. Η Μαργαρίτα ποτέ δεν περπατούσε τη νύχτα, και ο άντρας της ήταν από ενωρίς κάθε βράδυ στο σπίτι. Και τώρα ο Πέτρος αισθανότουν τον εαυτό του κουρασμένον από τη μακρινή αναμονή, κι ήταν όλος λουσμένος σ' έναν ίδρο αγωνίας, συντελεμένος από μία κατάκαρδη βαρυθυμία, μη βρίσκοντας παρηγοριά στη μαύρη απελπισία εκείνης της στιγμής. Αποφασιστικά είπε: «Δε θα ‘ρθει!»

Ακούονταν τώρα μέσαθε από τες σούδες των χωραφιών κι από τη βρύση, πότρεχε στα ριζά της ράχης, στην άλλη μεριά της, τα μονότονα λαλήματα των καλοκαιριδιών και το κράξιμο κάποιου βατράχου, πο’ ‘κραζε τη βροχή· μέσα στο καλύβι ήταν βαθύ σκοτάδι και μόνο οι χαραμάδες της πόρτας και κάποια τρύπα στου καλυβιού τη στέγη άσπριζαν ακόμη λιγάκι. «Ω δε θα ‘ρθει βέβαια!» είπε αποφασιστικά με το νου του. «Ας φύγω! Όχι, ας προσμείνω ακόμη μια στιγμή! Κι άλλη μία! Ας προσμείνω ακόμη λίγο, αφού εκάθισα το πολύ, μη λάχει κι έρθει και δε μ’ εύρει!... Κι επέρασε ακόμη ένα τέταρτο της ώρας μεγάλη αγωνία. Μα στο ύστερο απελπίσθηκε. Τώρα πλια ήταν θετικός πως δε θα ‘ρχότουν. Και μολονότι η θλίψη του ήταν μεγάλη, εκατάλαβε πως η θετικότητα ήταν πλιο ευκολοβάσταχτη από την αναμονήν και την αγωνία. Η λύπη ήταν πολλή, μα η αγωνία έπαψε.

«Τι πέρασα!» είπε «όλο τούτο το βράδυ!» Κι εκάθισε αναστενάζοντας μέσα στα σκοτάδια. Είχε δυνατόν πονοκέφαλο, δυνατόν τόσο που έπρεπε να τον προσέχει. Κι έκανε έτσι ο πόνος τη σκέψη του να ξεδίνει. Σκεφτικός είπε πάλι: «Έτσι δεν μπορώ να πάω εμπρός, κάτι πρέπει να κάμω, κάτι πρέπει να καταφέρω!... Να ‘λειπε ο Γιώργης από τη μέση! Ουφ! το κεφάλι μου!...»

Κι η συνείδηση τον ορμήνεψε να μισέψει, να ζητήσει τη γιατρειά του πάθους από την ίδια τη λύπη του σκληρού χωρισμού, να γλιτώσει έτσι από τόσα άλλα φαρμάκια. Και με κακία εσκέφτηκε πως σ' αυτόν τον τρόπο θα κακοφάνιζε και την άσπλαχνη γυναίκα, τη Μαργαρίτα, που τίποτα και τίποτα, δεν ήθελε να θυσιάσει στην τόση αγάπη του. Μα από τ’ άλλο μέρος του καρφώθηκε στο νου η ιδέα πως θα την άφηνε τότες ελεύτερη τέλεια, ανάμεσα στα χέρια του αντρός της και του καταραμένου του Τουρκόγιαννου, που αυτός ήταν τώρα η αιτία απ’ όλη του τη λύπη! Αυτός ήταν η αιτία που δεν είχε έρθει!... Κι ο Πέτρος εθύμωσε. Μια στιγμή ξαναλησμόνησε τον πονοκέφαλό του, γιατί του γεννήθηκε στο νου μία άλλη άσκημη υποψία: Η Μαργαρίτα τον είχε καρφώσει επίτηδες εκεί μέσα στο καλύβι, όλην τη βραδιά, για να ‘ναι ελεύτερη και να μη φοβάται την παρουσία του. Κάτι άλλο είχε να κάμει εκείνο το βράδυ. Μα ο πονοκέφαλος εξετόπισε και αυτή τη φροντίδα.

«Να ‘λειπε, να ‘λειπε ο Γιώργης!» είπε πάλι με το νου του. Κι εκατάλαβε πως το πάθος του ήθελε να τον παρασύρει σ' ένα δρόμο που ακόμη δεν τον είχε πατήσει. Η καρδιά του εχτύπησε δυνατά. Εθυμήθηκε ό,τι είχε πει ψες της Μαργαρίτας: Θα τον έκανε να πάει στη φυλακή, κι ήξερε τον τρόπο. Ναι τον ήξερε. Θα ‘μενε άγρυπνος απόψε όλην την νύχτα για να ζυγίσει καλά την πράξη, κι ας του πονούσε όσο ήθελε το κεφάλι!

Ο έρωτας τον έσπρωχνε σ' έναν κατήφορο που πλια δε θα μπόρειε να τον ξανανεβεί, και το ‘βλεπε κι ο ίδιος. Μα και δε μπορούσε πλια ν' αγωνίζεται με τον εαυτό του, όπως και στην αρχή δεν είχε μπορέσει να ξεφύγει από τα βρόχια της θλιβερής του αγάπης! Κι εθυμήθηκε το δοξασμένο ηλιοβασίλεμα εκεινού του βραδιού, που το ‘χε ιδεί ανεβαίνοντας στο καλύβι και που του ‘χε φανερώσει όλων των δόλων του ανθρώπου την τιποτένια αδυναμία. Όλη η φύση ήταν υποταγμένη σε νόμους σκληρής ανάγκης, κι ένας τέτοιος νόμος ήταν για τον άνθρωπο κι ο Έρωτας!

Μ' αυτόν τον στοχασμό εβγήκε από το καλύβι. Είχε νυχτώσει.

3

Το σπίτι του Αράθυμου ήταν στην αρχή του χωριού, το πρώτο στο μεγάλον το δρόμο, που έμπαινε αναφόρητος μέσα στο χωριό. Ήταν χτισμένο σ' ένα στενόχωρο σιάδι, δυο οργιές ψηλότερα από το δρόμο, εκεί που άρχιζε το ανηφόρι. Ξερότυχοι ολόγυρα χοριασμένοι εβαστούσαν του σιαδιού τα χώματα. Κι ήταν το σπίτι μονόπατο, με τέσσαρα παραθυράκια στην μπροστινή του όψη, με άλλα δύο στην πλάγια και στενότερη μεριά. Τρία κακοχτισμένα και ανώμαλα σκαλοπάτια ανέβαζαν στην πλατιά και χαμηλή πόρτα του, το μόνο άνοιγμα που ‘χαν οι τοίχοι στο χαμώγι. Η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα ήταν αχρωμάτιστα, μαυρισμένα από τες βροχές, σκασμένα από τους ήλιους, παλιά πολύ και ξεκάρφωτα· οι τοίχοι δεν είχαν σοβαντιστεί ποτέ, απ’ όταν το ‘χαν χτίσει. Πίσω είχε έναν ευρύχωρο κήπο, που από το μεγάλο δρόμο δεν εφαινότουν, κι εκεί εφύτευε ο Αράθυμος λαχανικά, κρεμμύδια και σκόρδα. Και στον κήπο, κολλημένο με τη μία του πλευρά στο σπίτι, ήταν ένα μεγάλο, μονόχυτο καλύβι, από μιάμιση χιλιάδα κεραμίδια, ο στάβλος για τα δύο καματερά, τ’ αρνιά τη γίδα και το γουρούνι του Αράθυμου. Μέσα στο σπίτι δεν είχε χωρίσματα. Το χαμώγι ήταν ένα μεγάλο μαγαζί. Εκεί σε μίαν άκρη, πάνου σε μία παλιά, στενή, μακριά κασέλα, με ξεθωριασμένα χρωματιστά σκαλίσματα, εκοιμότουν ο Τουρκόγιαννος πάνου σε μίαν ψάθα που την έστρωνε κάθε βράδυ και την ξέστρωνε κάθε αυγή. Και δίπλα στην κασέλα ήταν η στενή ξύλινη σκάλα, ανοιχτή και δίχως κάγκελα, που ανέβαζε στο απάνου πάτωμα. Στην άλλη μεριά, στα δεξιά της πόρτας ήταν στημένα απάνου σε δοκάρια τρία βαρέλια με κρασί, ένα πατητήρι γυρισμένο ανάποδα, δυο λαυριά με τυρί και μ' ελιές, μία πέτρινη πίλα με ξύλινο σκέπασμα, κλειδωμένη κι εκείνη και γεμάτη λάδι. Και κάτου από τη σκάλα, καθαυτό αντίκρυ από την πλατιά μπασιά του σπιτιού, ήταν μια μικρή στενόχωρη πόρτα, που οδηγούσε στο μαγειριό, ένα ξεχωριστό μονόχυτο μικρό χαμώγι, ακουμπημένο κι εκείνο στο σπίτι, μ’ ένα μικρό τετράγωνο παραθυράκι, ψηλά απέναντι από την πόρτα.

Το απάνου πάτωμα ήταν όλο μία μόνη χαμηλή κάμαρη, πολύ μεγάλη, χωρίς τζάμια στα παράθυρα και χωρίς νταβάνι. Στα μαδέρια ήταν κρεμασμένα ακόμη πολλά κίτρινα στάχυα από αραποσίτι, δεμένα πολλά μαζί σε πλεχτές ορμαθιές, φυλαμένα έτσι για τη σπορά των χωραφιών. Στη δεξιά μεριά, και σιμά στα δύο παράθυρα ήταν ένα μεγάλο, πλατύ, καθαρό κρεβάτι, σκεπασμένο μ' ένα χρωματιστό και πλουμιστό πάπλωμα, το κρεβάτι της φαμιλιάς του Αράθυμου. Εκεί εκοιμόνταν στη σειρά ο νοικοκύρης, η Μαργαρίτα, η θυγατέρα τους και τα δυο αγόρια. Ένα ξύλινο τραπέζι στρωμένο μ' ένα μάλλινο σειρωτό μεσάλι, άσπρο, γαλάζιο και κόκκινο και δύο μπάγκοι μακριοί, από τη μια και την άλλη μεριά του, ήταν στην άλλη άκρη, και δίπλα στο κρεβάτι, μια άλλη κασέλα όμοια μ' εκείνην που την είχε για κρεβάτι ο Τουρκόγιαννος, μα πολύ πλιο καινούρια, η κασέλα που ήταν ρούχα γεμάτη και που την είχε πάρει προίκα η Μαργαρίτα, και τρία μεγάλα κασόνια κλειδωμένα και εκείνα και γεμάτα ακόμη φασόλια και αραποσίτι, όλο το ψωμί του σπιτιού, ως την καινούργια σοδειά. Τέσσερα καπνισμένα κονίσματα εκρεμόνταν ανάμεσα στα δύο παράθυρα, σιμά στο κρεβάτι και πίσω από ένα γυάλινο καντήλι, και δίπλα της ένα παλαιό, μακρύ, φτενό ντουφέκι του κυνηγιού, πάντα γεμάτο. Αυτά όλα ήταν τα έπιπλα του σπιτιού του Αράθυμου.

Ήτανε ακόμη σκοτάδι· δύο ώρες να φέξει· κι έβρεχε, μα δεν έκανε κρύο. Κι αυτήν την ώραν ο Τουρκόγιαννος επήδησε από το κρεβάτι του, όπου εκοιμότουν ντυμένος, έκαμε το σταυρό του, επρόφερε μια κοντοσύλλογη προσευχή δική του, άναψε το καντήλι του που ‘χε σβηστεί, άνοιξε την πόρτα για να ιδεί από τ’ άστρα την ώρα και τον καιρό που έκανε, επήγε κι άναψε φωτιά στο μαγειριό κι έβαλε νερό να βράσει, ξανάρθε και ξέστρωσε το κρεβάτι του, κι άνιφτος ακόμη, επήρε στο ένα του χέρι παραμάσχαλα το χόρτο που ‘χε φέρει την περασμένη βραδιά στο χωριό, επήρε στ’ άλλο ένα κατάμαυρο λυχνάρι, που τ’ άναψε από το κανδήλι, κι επήγε στο καλύβι για να ταγίσει, σαν κάθε μέρα, τα δυο βόδια. Η βροχή έπεφτε ψιλή από τον ουρανό, το φεγγάρι έφεγγε πίσω από τα θολά σύγνεφα.

Ο Τουρκόγιαννος άνοιξε την πόρτα του μεγάλου καλυβιού, κι ο στάβλος ανάδωσε μια ζεστή πνοή και μια βαριά μυρωδιά από τα διάφορα ζώα. Τα δύο μεγάλα βόδια ήτανε πλαγιασμένα πάνου στα βρομερά κι υγρά αποφάγια τους κι απάνου στες κοπριές τους κι αναχάραζαν ήσυχα. Τα κοίταξε μ' αγάπη, τους χαμογέλασε και τους είπε μοιράζοντάς τους τ’ άχυρο: «Να, μωρέ Περδίκη· να Παρασκευά!» Εκοίταξε έπειτα και τ’ άλλα ζώα, τα τέσσερα αρνιά που εκοιμόνταν ακόμα το ‘να πολύ σιμά στ’ άλλο, τη γίδα, που ήταν ξυπνή και που καθώς την είδε έβλιαξε, και το γουρούνι που δεμένο από το πόδι και γκρούζοντας ανάσκαφτε τη γη, και ξαναγύρισε ευχαριστημένος στο σπίτι. Εσυγυρίστηκε τότες κι ήρθε έπειτα κι εκάθισε σιμά στη φωτιά μέσα στον καπνό του μικρού μαγειριού κι επερίμενε να φέξει. Ο γάτος του σπιτιού, ένα μικρό παρδαλό και άσχημο ζώο, επήδησε απάνου στον ώμο του, εχαϊδεύτηκε στο κεφάλι του, εκάθισε κι άρχισε τη μουσική του.

Σε κάμποση ώρα άκουσε τους νοικοκυραίους απάνου, που εξυπνούσαν ένας ένας. Πρώτη η Μαργαρίτα ανεγύρισε στο κρεβάτι, και σε μία στιγμή εχασμουρήθηκε. Τα δύο της αγόρια επήδησαν ευτύς στο πάτωμα, κι άκουσε τα τρεχαρίκια τους, με γυμνά ακόμη τα πόδια και τες φωνές τους. Κατόπι άκουσε να σηκώνεται η Μαργαρίτα και σε μία στιγμή η θυγατέρα της κι ο ίδιος ο Αράθυμος. Τους άκουσε να μιλούν χαμηλόφωνα, ενώ εντύνονταν και σε λίγο τους άκουσε να κατεβαίνουν τη στενή ξύλινη σκάλα και τους είδε στο χαμώγι και τους καλημέρισε. Μόνο η θυγατέρα τους έμενε ακόμη απάνου. Τα δύο αγόρια ήρθαν σιμά του πρώτα και τους χάιδεψε το κεφάλι χαμογελώντας, έπειτα είδε να μπαίνει στο μαγειριό η Μαργαρίτα κι επαραμέρισε, εκατέβασε τα βλέφαρα και την άφησε να ετοιμάσει τον καφέ χωρίς να της μιλήσει.

Ο γάτος επήδησε από τον ώμο του και τα παιδιά τον άδραξαν γελώντας. Αλλά το ζώο εβάλθηκε να φωνάζει. Τώρα είχε ξημερώσει.

«Μην το τυραγνάτε, παιδιά,» τους είπε γλυκά ο Τουρκόγιαννος· «αφήστε το!»

«Θα του δώσουμε ψωμί!» εφώναξαν και τα δύο μαζί.

«Ελάτε εδώ καλύτερα!» τους ξανάπε ο Τουρκόγιαννος.

«Μας χορεύεις και σήμερα;» του ‘πε ο Θανασούλης, το μεγαλύτερο αγόρι, αφήνοντας το γάτο, που εβγήκε τρέχοντας όξω, περνώντας από μία τρύπα καμωμένην επίτηδες στην πόρτα, κι εσίμωσε στα γόνατα του Τουρκόγιαννου. Το αδέρφι του ακολούθησε το Θανασούλη γελώντας. Και τ' ανέβασε στα γόνατά του κι άρχιζε να τα χορεύει, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι.

«Όχι, όχι,» του ‘πε σε μια στιγμή ο Γιαννούλης, το μικρότερο, γλιστρώντας χάμου με βία, «θέλουμε να χορέψεις εσύ!»

Ο Τουρκόγιαννος εγέλασε.

«Ω τώρα» είπε η Μαργαρίτα «θα σταυρώσετε τον άνθρωπο!»

Ο Τουρκόγιαννος με το βλέμμα την ευχαρίστησε για την καλοσύνη της κι εσηκώθηκε, και με τα δύο παιδιά επήγε στη μέση του χαμωγιού. Τα ‘βαλε έπειτα στη γραμμή, τα ‘καμε να πιασθούν από το χέρι, έπιασε κι εκείνος το χέρι του μεγαλύτερου και κάνοντας το βιολί με το στόμα εβάλθηκε αδέξια να χορεύει το χωριάτικο χορό. Τα παιδιά χορεύοντας κι εκείνα εξεκαρδιζόνταν από τα γέλια κι οι μεγάλοι εγέλασαν μαζί.

Αυτήν τη στιγμή κατέβηκε από πάνου και η Λένη η θυγατέρα του Αράθυμου, μία κόρη δέκα χρονών, και τον εκαλημέρισε. Και ο Τουρκόγιαννος τελειώνοντας το χορό του της είπε, γελώντας: «Ύστερη απ’ όλους η κυράτσα μου· κι αργά, αργά, σαν την αρχόντισσα! Αλησμόνησε, που ‘χε να πάει στο πλύμα, κι εγώ της ετοίμασα το νερό!»

«Καλά έκαμε» είπε η Μαργαρίτα· γιατί να τρέχει σα ζωζουλικό τη νύχτα στους κάμπους;»

Έπιναν όλοι τώρα σε μεγάλα φλυτζάνια το μαύρο καφέ τους σκορπισμένοι μέσα στο σπίτι. Κι η Λένη αμέσως έπειτα εβάλθηκε να περιχύνει την μπουγάδα της που ήταν ετοιμασμένη στο κανίστρι από το βράδυ.

«Οι κοπέλες» είπε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος «πρέπει να μάθουν από πρώιμα στη δουλειά! Παντρεύονται μικρές και πάνε σ' αντρός χέρια· και οι μανάδες παίρνουν ανάθεμα, αν δεν τες μάθουν. Άλλο πράμα τ’ αγόρια.»

Είχε βγει ωστόσο ο ήλιος, μα δεν εφαινότουν, και η Λένη, αφού ετοίμασε τη μπουγάδα, επήγε στο καλύβι, έβγαλε όξω τα πρόβατα, τη γίδα και το γουρούνι, επήρε τη βαριά κανίστρα με τα ρούχα στο κεφάλι κι εξεκίνησε, μ' όλην τη βροχή, για το ποτάμι. Τ’ αγόρια ετοιμάστηκαν για το σχολειό, κι ο Αράθυμος για το χωριό.

«Βρέχει σήμερα» είπε του Τουρκόγιανου βγαίνοντας· «το ζευγάρι δε θα δουλέψει· κάμε ό,τι θέλημα μπορέσεις».

Σε λίγο έμειναν στο σπίτι μόνοι ο Τουρκόγιαννος κι η Μαργαρίτα.

4

Έβρεχε ακόμη. Το νερό έπεφτε από τον ουρανό πολύ και σιγαλό, γεμίζοντας όλον τον αέρα χαρακιές ίσιες, και πυκνές πυκνές, που φτάνοντας στη γη εχαλιόνταν σε μυριάδες σταγόνες κι ανασήκωναν λάσπη. Άνεμος δεν εφυσούσε, κι ακουότουν ο σάλαγος του νερού που κυλούσε στους τράφους και στα χαντάκια μαζί με την αντάρα της βροχής που έδερνε τη γη. Κι ήταν ακόμα πρωί, κι η μέρα ήταν χλιαρή και το φως λίγο· και τα φύλλα των δέντρων, τρυφερά ακόμα έσταζαν κι έλαμπαν, σα σκεπασμένα μ' ασήμι.

«Καθισιό σήμερα, όλη μέρα!» είπε δειλά ο Τουρκόγιαννος της Μαργαρίτας· «δεν ήρθε ακόμη ο Γιώργης;» κι εκοίταξε ολόγυρά του.

«Όχι» του αποκρίθηκε εκείνη από το μικρό μαγειριό· «μα φέρε μου το πιάτο σου να σου δώσω να φας ωστόσο».

Ο Τουρκόγιαννος την κοίταξε με τα μεγάλα του αθώα μάτια σα για να την ευχαριστήσει, εστάθηκε στο κατώφλι της μικρής πόρτας του μαγειριού και με το βλέμμα εζήτησε το χοντρό πήλινο πιάτο του. Εζύγωσε έπειτα ένα κανίστρι που εκρεμότουν από ένα δοκάρι της στέγης, κι ήρθε με το πιάτο και μ' ένα ξύλινο κουτάλι σιμά στη Μαργαρίτα, βαστώντας χαμηλωμένα τα βλέφαρα.

«Τα παιδιά» είπε η Μαργαρίτα κενώνοντας το φαγητό του Τουρκόγιαννου «θα γιοματίσουν το μεσημέρι στο γυρισμό τους· η Λένη επήρε κάτω το ψωμί της... δε θα ‘ρθει παρά βράδυ... Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά!» Και λέγοντας έτσι του ‘δωσε στο χέρι το πιάτο όλο γεμάτο φαγητό, χωρίς να σηκώσει τα μάτια.

Ο Τουρκόγιαννος έκαμε το σταυρό του, εκάθισε χάμου απάνου σ' ένα χοντρό ξύλο, κι άρχισε να τρώει. «Θα κάμω» της απάντησε «ό,τι με διατάξτε! Λέω να φτιάσω τ’ αλετροπόδι που μου χάλασε. Πού είναι το σκεπάρνι; Χαλάλι του! έκαμε τόση δουλειά.»

Η Μαργαρίτα έμεινε σκεφτική· ανακάτωσε το φαγητό με την κουτάλα, τη χτύπησε δύο τρεις φορές απάνου στα χείλη του τεντζεριού και το κατέβασε από το σιδερένιο τριπόδι.

«Το σκεπάρνι;» του ‘πε· «δεν είναι μέσα στην κασέλα;» Κι έπειτα ζυγίζοντας τα λόγια της, σα να μην ήθελε να πει περισσότερα απ’ όσα είχε προμελετήσει του ξανάπε: «Το βαρέθηκα, Γιάννη, το ζευγάρι! Το ‘χω τόσα χρόνια! Είναι πάρα μεγάλος ο κόπος· πάρα μεγάλη η έγνοια όλον το χρόνο!... Είναι αλήθεια πως όπου έχει ζωντανά, είναι ζωντανός, κι αυτά μας κάνανε ν' αφήσουμε γεια της φτώχειας, μα τώρα τα παιδιά αξήσανε, μπορώ να τους πάρω μια μοσκάρα και να την κουναρήσουνε· η ωφέλεια θα ‘ναι η ίδια στο χρόνο και θ' απολείψουνε τ’ άλλα τα έξοδα. Παίρνω λοιπόν μέτρα να το ξεκάμω το ζευγάρι!» Κι επήγε να του φέρει ψωμί.

«Το ζευγάρι!» της απάντησε με πόνο ο Τουρκόγιαννος, χωρίς ούτε τότες να την κοιτάξει.

«Τώρα» του ‘πε, «και οι δουλειές ετελειώσανε για εφέτος· έξοδο μοναχά θα ‘χει, σκοτούρες!... Κι ύστερα, όταν επαντρεύτηκα, δεν επήρα ζευγουλάτη... ο Γιώργης δεν μπορεί να πει τίποτα, αν εγώ το ζευγάρι δεν το θελήσω!»

«Το ζευγάρι!» ξανάπε λυπημένος ο Τουρκόγιαννος· «Τέτοιο ζευγάρι! Το καλύτερο σ' όλα τα χωριά!... Δυο ζα παλληκάρια, τον Περδίκη και τον Παρασκευά μου, που ‘ναι μαύρος σαν Αράπης, κι η προβιά του λάμπει στον ήλιο! Τόνε λέμε έτσι γιατί γεννήθηκε Παρασκευή μέρα· και να τα πουλήσετε τα καημένα τα ζα. Δεν λέω τίποτα, γιατί νοικοκύρης δεν είμαι· είσαστε εσείς με τις υγείες σας! δικό σας το πράμα· μα δύο τέτοια ζα, να τα δώσετε για μαχαίρι, δεν είναι κρίμα!... Αχ, έτσι τα δώρισε ο Θεός για σφαγή! «Θύσον και φάγε! » το ‘πε ο ίδιος. Μα εμένα ωστόσο με πονεί!...»

Τα ζώα, σα να ‘χαν καταλάβει που εμιλούσαν γι' αυτά μέσα στο σπίτι, εμουγγαλίστηκαν από το καλύβι για πολλήν ώρα. «Άκου τα!» της ξανάπε ο Τουρκόγιαννος· «θα κατάλαβαν τι τα προσμένει. Τα ζα είναι πολύ νοητά, Μαργαρίτα· ο Παρασκευάς μου, ω εκείνος τα ξέρει όλα, κι η λαλιά μοναχά του λείπει!...»

Η Μαρμαρίτα τον εκοίταξε συγκινημένη, μα αυτός δεν εσήκωσε το βλέμμα. «Εστάθηκες,» του ‘πε, «καλός για τα ζα μας· μα μη φοβάσαι, εσύ δεν θα χαθείς!»

«Εγώ;» αποκρίθηκε γλυκά ο Τουρκόγιαννος· «εγώ, όπου κι αν πάω, ζω! Εγώ δεν εχάθηκα άλλες κι άλλες φορές· με ξέρεις. Από παιδί δουλεύω, δουλειά θα βρω· κι είναι τόσο καλός ο κόσμος· όπου κι αν επήγα έζησα· αναστήθηκα με την καλοσύνη του. Μου το ‘λεγε κι η καημένη η μάνα μου, ο θεός να την έχει σε καλόν τόπο! Τη θυμάσαι, Μαργαρίτα, τη μάνα μου;» Και λέγοντας έτσι ο Τουρκόγιαννος αναστέναξε κι αρχίνησε πάλι να τρώει.

«Τήνε θυμάμαι» του ‘πε μ' ένα μικρό χαμόγελο· «ήτανε αρβανίτικα ντυμένη».

«Κι Αρβανίτισσα ήτανε» της απάντησε· «μα χριστιανή σαν κι εμάς! Πλάσμα Θεού κι εκείνη! Τούρκος μου ‘λεγε, ήτανε ο πατέρας μου. Πλάσμα θεού ως κι αυτός ο αμαρτωλός! Μα εγώ έλαβα την τύχη να γεννηθώ στο νησί σας, ο καλότυχος, και να πάρω βάφτιση, κι έτσι δε θα παραδέρνει η ψυχή μου στον Άδη... Στο σπίτι σας μ' έχετε νοικοκύρη· και τα ζα σας τ' αγαπάω· κι αγαπάω και τα παιδιά σας σα δικά μου, και σας... και σας όλους σας!» Κι ένα δάκρυ εκύλησε στα μάγουλά του.

«Εστάθηκες καλός άνθρωπος και Χριστιανός όλη σου τη ζωή» του ‘πε σοβαρά η Μαργαρίτα· «σου λέω αλήθεια: μου πονεί που θα φύγεις από το σπίτι μου».

«Τότες δε θα φύγω!» της απάντησε ευχαριστώντας την με το άκακο βλέμμα του· «θα μείνω μαζί σας, το ψωμί μου θα το δουλεύω, δε θα ‘μαι κατάβαρος κανενού!»

«Μα θα θελήσει ο Γιώργης; του ‘πε η γυναίκα ανήσυχη και κρύβοντας κάποια συγκίνηση. «Θα θελήσει;»

Ο Τουρκόγιαννος αναστέναξε από βαθιά: «Δεν πειράζει» είπε· «ορφανός γεννήθηκα κι η μάνα μου μ' άφησε δεκάξι χρονών. Η καημένη μου η μάνα! Κι ο κόσμος μου ‘πε τόσα για κείνηνε. Μα εγώ δεν πιστεύω τίποτα. Ο Θεός να ‘χει την ψυχή της!... Και η ξενιτιά με ξέρει, πολλοί, πολλοί τόποι με ξέρουνε. Θα ξενιτευθώ πάλι... Έλεγα να τελειώσω εγώ τες μέρες μου, στα χέρια των παιδιώνε σου, μα δεν εβόλεσε...»

Έμειναν ώρα σιωπηλοί κι οι δύο. Ο Τουρκόγιαννος αποτέλειωσε το φαγητό του κι εσηκώθηκε για να πιει από το μαστραπά το νερωμένο ξύδι.

«Θυμάσαι» της ξανάπε καθίζοντας πάλι στη θέση του, «ήμουνα είκοσι χρόνων κι ήσουνα μικρότερη. «Και...»

«Ανοίγεις πάλι τα παλιά κατάστιχα! Δεν τα βαριέσαι;» του ‘πε ανυμόμονα. «Τα ‘πες, τα ‘πες, τόσες φορές!»

«Είχες δίκιο τότες! πολύ δίκιο τότες!» της είπε.

«Ω βέβαια!» του απάντησε σοβαρή· «σκέψου τι ήθελες να κάμεις!»

«Το σκέφτηκα» είπε ντροπιασμένος· «το σκέφτηκα τόσα χρόνια στην ξενιτιά και το μετάνιωσα. Πόσο το μετάνιωσα, κανένας δεν το ξέρει. Η νιότη μ' είχε ξεβγάλει από τα όριά μου, και μ' είχε μαγέψει η φωνή σου... η φωνή...»

«Κι ήθελες να με φιλήσεις τότες!» του ‘πε γελώντας καταφρονητικά.

Εκατέβασε το βλέφαρο ντροπιασμένος. «Εγώ, ναι εγώ! Η νιότη σε σκέφτεται. Μα με συμπάθησες. Μου το ‘πες!»

«Τότες εγώ σ' έβρισα! Ξέρεις ποιανού είσαι παιδί;»

«Μου το ρώτησες και τότες! το θυμάσαι; Ενού Τούρκου και δεν ξέρω, ποιανού. Έτσι μου ‘πε η μάνα μου Τη μάνα μου την είχε ληστέψει και την είχε δυστυχέψει ένας Τούρκος σ' ένα βουνό της Χειμάρας. Κι η μάνα μου έπειτα είχε έρθει στο χωριό σας μ' άλλες γυναίκες πατριώτισσές της, μία σοδειά για να μαζεύει ελιές κι εδώ στο χωριό σας εκατάλαβε πως ήτανε έγκυα, η καημένη η μάνα μου, και δεν ξανάγυρε πλια στον τόπο της με τες άλλες γυναίκες, γιατί εντρεπότουν τους χωριανούς της κι εφοβότουν τους γονιούς της. Κι ο πατέρας σου, Μαργαρίτα, την ευκή του να ‘χουμε! την έβαλε σ' ένα καλύβι του και μ’ έκαμε εμένα κι αντίς να με σκοτώσει, κι αντίς να με ρίξει στο σπιτάλι, και ν' απολείψει έτσι από τα τόσα βάσανα, που της εκόστισα, κι αντίς να γυρέψει να παντρευτεί, αυτή η άναντρη γυναίκα, μ' εβάσταξε σιμά της, εδούλεψε για με, κατοφρονέθηκε για με, εκακολογήθηκε για με, κι έμεινε ανύπαντρη όσο που πέθανε· κι εζητιάνευε για να με κουναρήσει και μ' έπαιρνε κατόπι της για να μη με αφήνει μοναχό και για να μην προβατεί μοναχή της κι εκείνη· κι εζητιάνευα και γω· και ο κόσμος μάς έδινε το άγιο ψωμί, όσο που άξησα εγώ κι έπιασα δουλειά και μπορούσα να της φέρνω το ψωμί της. Και τότες... τότες... μου ‘δωκε την ευκή της κι έκλεισε για πάντα τα μάτια της, τα καλά της τα μάτια, σα να μην είχε ζήσει παρά για να με αναστήσει!...» Δύο δάκρυα εκύλησαν στα μάτια του Τουρκόγιαννου, κι έμεινε σιωπηλός για ώρα. Έπειτα εσηκώθηκε, έκαμε το σταυρό του και τα χείλη του εμουρμούρισαν μίαν προσευχή.

«Πώς μπορούσα να πάρω άντρα ένα ζητιάνο!» είπε τέλος σκεφτικά η Μαργαρίτα.

«Δεν μπορούσες!» της απάντησε πικρά· «δεν μπορούσες βέβαια! Κι όταν έκαμα ό,τι έκαμα, εντράπηκα τόσο τον πατέρα σου, κι ας ήξερα πως δε θα μολογούσε, που εμίσεψα αμέσως. Κι ήμουνα τότες κακός άνθρωπος, χειρότερος από τους κακούς που βρίσκονται στες φυλακές· κι άλλους ανθρώπους τους αγαπούσα, άλλους τους εμισούσα, και τους εζήλευα όλους, κι είχα κατάβαρος στη δόλια μου τη μάνα, γιατί μ' είχε κάμει. Τώρα η ξενιτιά μ' εδίδαξε και μ' έβαλε σ' έναν άλλο δρόμο. Έφυγα με την απόφαση να κάμω προκοπή, να βρω μίαν άλλη Μαργαρίτα, σε τόπο που δε με γνώριζαν, και να ζήσω· κι αντίς, εύρηκα στην ξενιτιά ανθρώπους καλούς, ένα δάσκαλο μάλιστα πολύ σοφόνε, που μαζί του θα ήμουνα ακόμη, αν ο Θεός δεν τον έκραζε σιμά του, κι είδα μ' αυτούς τριγύρω μου τόση ανθρώπινη δυστυχία, γέρους, γυναίκες, παιδιά, που εβασανιζόνταν σε μια γης τόσο καλή κάτου από έναν ήλιο πο’ ‘φεγγε για όλους, που ελησμόνησα τα δικά μου τα πάθη κι εβάλθηκα ν' αγαπάω όλους τους ανθρώπους... Κι αποφάσισα να ρωτήσω και ρωτιόμουνα και ο ίδιος, γιατί ήταν ο κόσμος έτσι φτιασμένος, και γερόντοι και παπάδες μου ‘λεγαν όλοι: Μυστήριο!...»

«Δεν πας για τα ζώα» του ‘πε η Μαργαρίτα βαρυμένη κομμάτι από τες κουβέντες του.

«Τώρα τους έριξα να φάνε,» αποκρίθηκε ο Τουρκόγιαννος· «μα άφησέ με να τελειώσω, αφού μάλιστα πρέπει και πάλι να μισέψω!» Κι ανεστέναξε. «Γράμματα δεν ξέρω» ξακολούθησε» «κι είμαι για τούτο θεόστραβος! Μα ο δάσκαλος ήξερε. Κι αυτός και κάποιοι άλλοι μου ‘παν πως είναι λίγοι οι ευτυχισμένοι ανθρώποι ή εκείνοι που αλαφραίνουν του αλλουνού τον πόνο ή οι κακοί που μετανιώνουν. Αυτοί λαβαίνουν τη λύτρωση... Κι ωστόσο η άλλη Μαργαρίτα δεν ευρισκότουν κι ούτε τη ζητούσα· και την προκοπή την ήθελα κάθε μέρα και λιγότερο και δεν κυνηγούσα πλια το πολύ κέρδος, κι από ό,τι εκέρδιζα βαστούσα μόνο ότι μου χρειαζότουν για να θρέφω τον εαυτό μου, πολύ λίγο, κι όλα τ’ άλλα τα σκόρπιζα, καλά κακά, όπου μου φαινότουν πως ήταν ανάγκη. Κι έτσι έμεινα ως τα τώρα φτωχός, όπως μ' είχε γεννήσει η καημένη μου η μάνα. Κι απ’ όλες τες δουλειές επροτιμούσα τούτην που κάνω σήμερα· μ' άρεσε να ‘μαι δούλος, μέσα σε φαμελιές με παιδιά, γιατί εκουναρήθηκα, βλέπεις, ορφανός· κι αγάπησα τόσα παιδιά, σε τόσους τόπους! κι αυτά μ' αγαπούσανε λίγο, έτσι καθώς και τα δικά σου τα παιδιά, Μαργαρίτα! Ω τα παιδιά, η ευλογία του Θεού, και η αθώα ψυχή τους!»

«Μα δε σ' αγαπάνε· γελιέσαι!»

«Μ' αγαπάνε λίγο, κι έχουνε δίκιο! είμαι ξένος και δούλος· προτιμάνε τους άλλους. Από μένα τι θ' απολάψουν; Μα άφησέ με να τελειώσω.Κι όταν άρχιζα να καλοκαθίζω σε κάποιο σπίτι, κι αποφάσιζα να μείνω σ' αυτό όλη μου τη ζωή, κι έκανα γνωριμία με τόσους καλούς ανθρώπους, που ποτέ μου δε θα τους λησμονήσω, ευρισκότουν πάντα κάποια σκούντρα, κάποιο ανάποδο πράμα, κι ήμουνα πάντα εγώ η αιτία, και ο καημένος ο Τουρκόγιαννος έδενε σ' ένα μικρό μπόγο τα λίγα του παλιά κουρέλια, τα κρεμούσε στην άκρη του ραβδιού του, τα ‘βαζε στον ώμο, κι έπαιρνε δρόμο πικραμένος προς το αγνώριστο μελλάμενό του... Και μια φορά κάπου ήταν ένα κορίτσι μ' αγαθή και φιλάνθρωπη ψυχή, και μ' ένα πρόσωπο παρόμοιο με μπουμπούκι. Κι είχε μία φωνή που η γλυκάδα της μου θύμιζε πάντα τον τόπο σας, Μαργαρίτα, και το χωριό σας... και κακοσύνη δεν είχε τότες καμιά η καρδιά του, ούτε και το κορμί του κανένα ψεγάδι. Μα κάθε άντρας, που το ΄βλεπε, ήτανε δύσκολο να μη βάλει πονηρή ιδέα στο νου του, και τ’ανύπαντρα παιδιά του χωριού είχαν ξετρελαθεί όλα με τα μεγάλα αθώα μάτια της κορασίδας και με τη γλύκα της φωνής της πο’ ‘βγαινε από ένα στόμα αγγέλου. Κι η μοίρα της της έγραφε πολλά και μεγάλα πάθη, γιατί, ενώ τόσοι και τόσοι νέοι την ήθελαν, πλούσιοι και φτωχοί, στο χωριό της και σ' άλλα, εκείνη έμπλεξε μίαν ημέρα μ' έναν άνθρωπο που ‘χε γυναίκα και που, χωρίς κι αυτός να το θέλει, την είχε φλογερά αγαπήσει. Κι ακούστηκε τότες τ’ όνομά της σ' όλον τον κόσμο· κι ήτανε θλίψη μεγάλη για κείνους που γνώριζαν την ομορφιά του προσώπου της και την καλοσύνη της ψυχής της! Τόση ομορφιά μαζί και τόση ασκήμια· μυστήριο! Κι ήρθε σε βαριά απελπισία κι εκιντύνευε να πεθάνει, γιατί η ίδια δεν ήθελε τη ζωή της, και δεν τολμούσε να λυπηθεί κανένας την αντρογυνοχωρίστρα, παρά μοναχά ο Τουρκόγιαννος. Της επροσφέρθηκα να την πάρω γυναίκα μου, να την πάρω μαζί μου στα ξένα και να την ζω από τους κόπους μου, όπως είχα αρχίσει να κάνω για την καλή μου μητέρα. Και εγελούσαν στο χωριό οι άντρες και μ' επείραζαν, μα ο Τουρκόγιαννος είχε απόφαση να γλιτώσει μία θλιμμένη κι αγαθή ψυχή, και δεν άκουε κανένα περιγέλιο, κι εκλειούσε τ' αυτιά του όταν του ‘λεγαν πως βέβαια άλλη γυναίκα δε θα ‘βρισκε αυτός από μιαν απελπισμένη. Μα σ' αυτόν τον τρόπο εκατοφρονιότουν και το δύστυχο πλάσμα, που ‘χε αμαρτήσει και εδείλιαζε στην απόφασή του. Κι ο άντρας εκείνος που το ‘χε δυστυχήσει, δεν ημπόρεσε να σβήσει στην καρδιά του τη φωτιά της αμαρτωλής αγάπης του, την ήθελε ακόμη ο ίδιος και δεν ήθελε να την αφήσει ούτε να φύγει ούτε να πεθάνει. Και ο Πειρασμός του ΄βαλε στο νου μια κολασμένη ιδέα: να τη δώσει γυναίκα στον ανήλικο αδερφό του και να την έχει έτσι πάντα σιμά του, κι η δυστυχισμένη άκουσε την ορμήνεια του, κι αρνήθηκε ν' αδράξει το χέρι του Τουρκόγιαννου που της πρόσφερνε τη σωτηρία, γιατί, είπε, θα ξέπεφτε πολύ παίρνοντας έναν άσπιτο δούλο, ενώ κάνοντας ό,τι της έλεγε ο άλλος θα ‘φραζε κιόλας τα στόματα του κόσμου, που την κατεγορούσε. Κι έτσι επήρε το αθώο παιδί που ο αδερφός του μαζί της ηθέλησαν να το γελάσουν. Μα κι εκείνο τρελά την αγάπησε. Κι από τότες του θεού η κατάρα εμπήκε σ' εκείνο το σπίτι και το ανεμοσκόρπισε, εγενήκαν όλοι μαλλιά κουβάρια, κι από τ’ αδέρφια ο ένας βρίσκεται από κάτω από τη γης και ο άλλος κλειστός μέσα στη φυλακή!...»

«Αυτά μου τα ‘πες κι άλλη φορά» του ‘πε η Μαργαρίτα κατεβάζοντας ντροπιασμένη το βλέφαρο.

«Άφησέ με να τελειώσω» της απάντησε μ' ένα χαμόγελο «...Και μια από τες φορές που μ' έδιωξαν από το σπίτι όπου εδούλευα, με εκύριεψε ο πόθος να ξαναϊδώ το χωριό σας· εθυμήθηκα, Μαργαρίτα, το σπίτι σου και τη φωνή σου που μ' είχε ζαλίσει, κι αποφάσισα να διαβώ άλλη μία φορά τα χώματα που μ' είχαν κουναρήσει, να ιδώ της καλής μου μητέρας τον τάφο, να ιδώ... και μίαν άλλη γυναίκα, και ή να καθίσω για πάντα ν' αναπάψω εδώ το κόκκαλό μου ή να μισέψω και πάλι για το αγνώριστο μελλάμενό μου. Και με πήρε ο άντρας σου ζευγουλάτη στο βλοημένο το σπίτι σου. Ω Μαργαρίτα! Και τα ζα σου μ' αγαπήσανε και οι άνθρωποι μ' αγαπήσατε, εμένα το δόλιο τον ξένο. Ο Θεός να σας το ανταποδώκει! Μα μ' εφτόνησε πάλι η Τύχη! Κι ο Τουρκόγιαννος πρέπει να μαζέψει τα παλιά του κουρέλια, να κάμει το μπόγο του, και να μισέψει με το ραβδί του στον ώμο. Έφαγε τιμημένα το ψωμί του. Έλα να ιδείς, Μαργαρίτα, δεν παίρνω τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι έφερα εδώ μέσα. Το ψωμί μου έφαγα τιμημένα!»

«Καημένε Γιάννη!» του ‘πε συγκινημένη· και η καρδιά της την ορμήνεψε πάλι να χαλάσει την απόφασή της και να βαστάξει τον καλόν άνθρωπο σπίτι της. Μα εσκέφτηκε ολομεμιάς πως έπρεπε να λευτερωθεί από το παραφύλαμά του, γιατί στον κόσμο αυτή είχε κι ένα άλλο χρέος.

«Ο καλός σου ο άντρας» ξακολούθησε ο Τουρκόγιαννος «μ' έμπασε σπίτι του, μ' έβαλε νοικοκύρη στα τόσα καλά του. Το ψωμί του το τίμησα.»

Αναστέναξε κι εσώπασε. Και για πρώτη φορά ανασήκωσε τα μάτια του κι εκοίταξε κατάματα τη Μαργαρίτα Αυτή ήταν ωχρή κι εκατέβασε αμέσως το βλέφαρο. Εκατάλαβε έξαφνα πως ο Τουρκόγιαννος ήξερε το μυστικό της κι επρόσμενε παρέτοιμη τώρα να υπερασπιστεί. Και τούτη η σκέψη εφαρμάκωσε ολομεμιάς την τρυφερή συγκίνηση που λίγο πριν είχε δοκιμάσει.

«Θα πουλήσετε λοιπόν το ζευγάρι;» της είπε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος· α μα ούτε συ δεν το θέλεις να στείλεις στο μακελειό τα καλά σου τα βόδια!»

«Τα ζώα» του απάντησε «λένε τα ίδια του ανθρώπου: ή φάε μας ή σε τρώμε!»

«Δε μας τρώνε, μας θρέφουν!» απολογήθηκε με γλυκάδα ο Τουρκόγιαννος.

«Πρέπει να σου πω την αλήθεια, για να βγάλω από μέσα μου ένα βάρος, πριν φύγω· θα γινότουνε αλλιώς φίδι και θα μ' εδάγκανε!... Πουλείς το ζευγάρι, γιατί θέλεις να με βγάλεις από το σπίτι σου· και δε θέλεις να το πεις του αντρός σου.»

«Τι λες;» του ‘πε με μια άγρια ματιά.

«Ο Τουρκόγιαννος ό,τι έχει στην καρδιά, το ‘χει και στο χείλι. Δε θ' αφήσει το σπίτι σου, χωρίς να πει ό,τι έκρυβε στην καρδιά του· το μυστικό, σου ‘πα, είναι οχιά και μου δαγκάνει την άκρη της καρδιάς.»

Τον ξανακοίταξε ανήσυχη.

«Μη φοβάσαι» της είπε «ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος μυστικός· ο Τουρκόγιαννος δε μολογάει, δε κάνει ανακατώματα. Πονεί κι αγαπάει. Πουλείς το ζευγάρι, γιατί έτσι σ' ορμήνεψε ο Πέτρος!» Κι εκοίταξε ολόγυρά του για να ιδεί μήπως τον είχε ακούσει κανένας.

Όξω η βροχή έπεφτε δαρτή τώρα. Η λάμψη μιανής αστραπής εφώτισε μέσα το σπίτι και σε λίγες στιγμές η βροντή εκύλησε στον ουρανό γεμίζοντας πάταγο τον αέρα.

«Ξηγήσου» του ‘πε με βραχνή φωνή· «τι μπαίνει ο Πέτρος:»

«Μα Εκείνονε που βροντάει», της αποκρίθηκε σιγά και σα φοβισμένος ο Τουρκόγιαννος, «ο Πέτρος δεν πράζει καλά! Θέλει να σε σύρει στο κακό!»

Η γυναίκα εθύμωσε ολομεμιάς· έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την την έριξε χάμου με ορμή.

«Μη θυμώσεις!» της ξανάπε γλυκά ο Τουρκόγιαννος «η οργή είναι θανάσιμη αμαρτία· μπορείς να μην υποψιάζεσαι, μα εκείνος θέλει· κι η γυναίκα είναι αδύνατο μέρος!»

«Δεν κοιτάζεις το θέλημά σου, κακομοίρη Τουρκόγιαννε;» του ‘πε χαμογελώντας πικρά. «Μάλιστα, δίκιο έχω να πουλήσω το ζευγάρι για να σε βγάλω απ’ ώδε μέσα· η γλώσσα σου μ' όλην της τη γλύκα, είναι σπαθί!»

«Μη φωνάζεις, μην έρθει ο άντρας σου κι ακούσει!»

«θα του τα πω η ίδια!»

«Ας μου κοπεί το κεφάλι, μα θα μιλήσω!... Μπορεί εσύ να μη θέλεις και να μην υποψιάζεσαι, μα εκείνος θέλει! η γυναίκα είναι αδύνατο μέρος! Όσον καιρό είμαι εδώ στο σπίτι σου σ' εφύλαγα για να μην παραστρατήσεις, γιατί θέλω να σε σέβομαι σαν Παναγία μου, ως που να πεθάνω! Γι’ αυτό σου μίλησα!»

«Δεν κοιτάζεις τη γύμνια σου και την ορφάνια σου!» του ‘πε θυμωμένη. «Μάλιστα ένας ζητιάνος θα μας ορμηνεύει τώρα. Φεύγα, χάσου από το σπίτι μου!»

«Όσον καιρό ήμουνα εδώ σε φύλαξα, λέω, και μου το παραπονέθηκες τόσες φορές, κι εγώ έκανα τον κουτόνε. Μ' εύρισκες τόσες φορές μπροστά σου, όπου κι αν επήγαινες, και σου ‘λεγα τάχα πως ήτανε της τύχης. Τώρα που φεύγω, κοίταξε, Μαργαρίτα, να τιμήσεις το στεφάνι σου, κι αν δεν μπορείς αλλιώς, πάρε τον Πέτρο και φεύγα, φεύγα με τον Πέτρο!»

Η Μαργαρίτα εθύμωνε από στιγμή σε στιγμή περσσότερο· το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει κι έριχνε ανήσυχη τριγύρω τα μάτια. «Τα λες αυτά» του φώναξε «για να με καταφέρεις! Θα μείνεις, μωρέ, με την όρεξη, όπως και τότες!» Κι εχτύπησε ορθό το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού της στην αριστερή της παλάμη. «Πονηρός είσαι, σαν όφις!»

«Όχι!»

«Ακούς εκεί!» ξαναφώναξε δυνατά· «ο κούταβλος ο Τουρκόγιαννος ιδέα πο’ βαλε στο νου του! Του την έβαλε βέβαια ο διάολος! Εγώ να γένω αγαπητικιά του;» Κι εγέλασε δυνατά. «Πήγαινε, μωρέ, στα τσακίσματα· δεν πίνει η γάτα ζουμί!» Κι ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα του ενού χεριού της κάτω από το πηγούνι της, σκύφτοντας προς απάνω του, και βάζοντας το γρόθο του αριστερού χεριού της στη μέση της.

«Δεν το ‘βαλε ποτέ ο νους μου!» Της είπε με γλυκάδα, χαμογελώντας και κιτρινίζοντας.

«Σε ξέρω, σε ξέρω! Λες που με τες φοβέρες σου θα σου εσύγκλινα, ε; Να ‘ξερες, μωρέ Τουρκόγιαννε, τι σόι είμαι εγώ κι από που γενιοκρατιέμαι! Τες συκοφαντίες σου τες έχω εκεί» Και σηκώνοντας προς τα οπίσω το ένα της πόδι εχτύπηοε με το χέρι την πατούσα της. Όλα θα του τα πω, καημένε, του κούταβλου του αντρός μου, και θα ιδείς τι θα περάσεις! Θα φύγεις απ’ ώδε μέσα κακήν κακώς.

«Το ψωμί μου το τίμησα!»

«Κάνε, κάνε, τον κουτό, μωρέ Τουρκόγιαννε! Εγώ καλά του τα ‘πα του κυρΓιώργη να μη σε μπάσει εδώ μέσα! Τίποτα αυτός· δε μ' άκουε· τον εμάγεψες! Μωρέ παμπόνηρε! Καλά του στέκει! Και σ' εθρόνιασε εδώ μέσα να σ' έχουμε μάρτυρα σ' ό,τι κάνουμε. Κόπιασε τέλος πάντων στο γέρο το διάολο και ξεφορτώσου μας! Είσαι κάλτσα του διαβόλου, κουτός, πονηρός και κακός!...»

«Σου μίλησα,» της είπε με την ίδια γλυκάδα, «γιατί έλεγα πως είχα το χρέος. Κάμε ό,τι θέλεις, Μαργαρίτα!» Κι εζήτησε μέσα στην κασέλα, όπου εκοιμότουν, το σκεπάρνι κι εβγήκε για να φτιάσει το χαλασμένο αλετροπόδι. Ήθελε κι αυτήν την ημέρα να δουλέψει το ψωμί του.

Η γυναίκα από μέσα από το σπίτι δεν έπαψε να τόνε βρίζει. Το νερό είχε σταματήσει τώρα, κι ο ήλιος εφάνηκε λίγες στιγμές στον ουρανό. Κι ο Τουρκόγιαννος εσήκωσε το βλέμμα κι εκοίταξε τα μαύρα σύγνεφα που εδιάβαιναν φορτωμένα βροχή, «Τι θα ‘ναι» είπε με το νου του αναστενάζοντας, «το άγνωστο μελλούμενο;» Κι επήγε στον κήπο κι άρχισε να δουλεύει.

Σε λίγο βγήκε η Μαργαρίτα στην πόρτα της κι εκάθισε στο υγρό κατώφλι, χωρίς να το καταλάβει. Ήταν ωχρή πολύ, ανήσυχη και συλλογισμένη. Ακούμπησε το κεφάλι της στο χέρι κι εχτυπούσε ρυθμικά με το ‘να της πόδι το παλιό σκαλοπάτι. Κι από μπροστά της εδιάβηκε τότες ο Πέτρος και την καλημέρισε μ' ένα πικρό χαμόγελο· εκοίταξε τριγύρω του κι εστάθηκε ομπρός της.

«Τι τρέχει;» της είπε ανήσυχος και με χαμηλότατη φωνή· «τον έδιωξες, ε;».

«Εχαθήκαμε» του απάντησε κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι της· «ο Τουρκόγιαννος τα ξέρει όλα και θα τα μολοήσει βέβαια! Εμαλώσαμε· μας άκουσες; και τον έδιωξα, θα γίνουμε βουρδούλιο!».

«Μπα!» είπε ήσυχος· «άφησε να τρέξει το νερό στ' αυλάκι του!»

« Τι έχεις να χάσεις εσύ! » του ‘πε με μίσος. «Αμή εγώ; Πήγαινε μη μας ιδούν! Πήγαινε τώρα!»

Ο Πέτρος εχαμογέλασε και ρώτησε: « Πού είναι ο άντρας σου;»

«Πάει στο χωριό από την αυγή», του απάντησε.

Την εχαιρέτησε κι έφυγε χαρούμενος.

5

Τον εύρηκε στο μαγαζί του Σάββα Αυγέρη, στο φόρο του χωριού. Έπαιζε τα χαρτιά με τρεις άλλους χωριάτες. Το μαγαζί ήτανε σκοτεινό και στενόχωρο, χωρίς πλάκες στο έδαφος, γεμάτο λάσπη που την κουβαλούσαν μέσα τα πόδια των ανθρώπων, με δοκάρια στο νταβάνι κατάμαυρα από τον καπνό. Μία αψιά μυρουδιά από ψάρια παστά, από πιοτά κι από καπνό εκυριαρχούσε. Ο μαγαζάτορας, ένας παχύς και χαμηλός μισόκοπος άνθρωπος, με πλατοβράκι και ψάθα στο κεφάλι, ήταν ορθός πίσω από το μπάγκο του και σοβαρός επουλούσε τα είδη του κι εκοίταζε τα κακογραμμένα και λέρικα κατάστιχά του. Πίσω του, στον τοίχο, ήταν αραδιασμένες σε ράφια καμπόσες σκονισμένες μπουκάλες, άδειες οι περισσότερες· και πάνω στον μπάγκο ήταν κατά σειρά μία λεκάνη με λίγο νερό, όπου ο μαγαζάτορας έπλενε τα ποτήρια, δύο μαστραπάδες με κρασί, μία στάμνα με νερό κι ένας παλιός μπρούντζινος δίσκος με κάμποσα ποτήρια. Δυο βαρέλια με παστά ψάρια ακουμπούσαν στο μπάγκο.

Ο Πέτρος εμπήκε στο μαγαζί, εκαλημέρισε όλους, εδιάταξε καφέ κι ήρθε κι εκάθισε σιμά στο τραπέζι όπου οι άλλοι έπαιζαν χαρτιά.

«Καλώς τα διασκεδάζετε» τους είπε· «τι παίζετε;»

«Το σόλιο[1]» του αποκρίθηκε ένας από τους παίχτες απέναντί του, ένας αξύριστος και κοκαλιάρης.

«Κι από πόσο;» ερώτησε ο Πέτρος αδιάφορα,

«Από μία πεντάρα την πούλια» του αποκρίθηκαν σα με περηφάνεια.

«Μα ο Άης Βασίλης επέρασε I» είπε ο Πέτρος γελώντας.

«Για να ξεσκάσω!» του αποκρίθηκε ο Γιώργης ο Αράθυμος· «η νοικοκυρά μου δε θέλει να ‘ναι πλιο ζευγουλάτισσα· δε μ' επήρε, βλέπεις, ζευγουλάτη· και θέλει να πουλήσω τα βόδια· και ξέρεις τι ζα έχω· δύο καματερά παλληκάρια, που λέει κι ο Τουρκόγιαννος, μοσκάρια ακόμα, πέντε χρονών! Τι να της κάμω, αφού δεν τα θέλει! Της είπα να το πει η ίδια του Τουρκόγιαννου.»

« Ο ρήγας σπαθής» είπε ο ένας από τους παίχτες, ρίχνοντας στη μέση του τραπεζιού το τελευταίο του φύλλο, ένα χαρτί λερό τόσο που μετά βίας εφαινόνταν τα χρώματα της φιγούρας. «Κι η στερνή δική μας!» Κι εβάλθηκε αμέσως να μετράει τα κερδεμένα χαρτιά και να λογαριάζει τους πόντους.

«Καλά κάνει η Μαργαρίτα!» αποκρίθηκε ο Πέτρος.

«Πως καλά,» είπε ο Αράθυμος κοιτάζοντάς τον.

«Κι άλλο ζευγάρι φεύγει από το χωριό μας!» είπε ένας άλλος.

«Θα παίξομε ή θα κουβεντιάσετε;» είπε παράξενα ένας άλλος που ‘χε κιόλας ανακατέψει, τα χαρτιά και που τα μοίραζε τέσσερα, τέσσερα.

«Καλά κάνει» ξανάπε ο Πέτρος· «το ζευγάρι έχει έξοδα, κόπους, έγνοιες, κιντυνεύει από ψόφο· χρειάζεται κι άνθρωπο.»

«Έτσι λέει κι η φαμελιά μου» είπε ο Αράθυμος· «θέλει, λέει, να πάρει των παιδιώνε μία δαμάλα για να την κουναρήσουνε, κι έτσι το διάφορο, λέει, θα ‘ναι το ίδιο, και θα λείψει, λέει, η φασαρία.»

«Το τρίω κούπα» έκραξε ένας «και παίζω ντινέρι[2]!» Και ρίχνοντας το χαρτί, εχτύπησε με τη ράχη του χεριού του το τραπέζι. «Γιώργη, παίζε!»

«Δε θέλω να μου διαβάζεις τα χαρτιά» είπε του Πέτρου ο παίχτης που ήταν καθισμένος σιμά του· «εσύ τα μολογάς!» Κι εκοίταξε ένα ένα τα φύλλα του, καμαρώνοντάς τα, γιατί είχε καταφέρει με τρόπο να βαστάξει για τον εαυτό του τα καλύτερα.

«Γλιτώνεις κι από τον άνθρωπο,» είπε ο Πέτρος.

«Μα αυτός το ψωμί του το πλέρωνε,» είπε ο Αράθυμος, «όλη μέρα δουλεύει σα σκύλος!»

«Μα είχανε γρίνια σπίτι σου!» του ‘πε αδιάφορα ο Πέτρος.

«Γρίνια;» του αποκρίθηκε. «Και πώς το ξέρεις;»

«Πώς παίζεις έτσι» είπε θυμωμένος του Αράθυμου ο σύντροφός του· «πρόσεχε εδώ, αν θέλεις· μου χαντάκωσες το παιγνίδι!... Άφησε μας, Πέτρο, στη ζωή σου! Πάει εχάσαμε!» Κι εβλαστήμησε θυμωμένος, χτυπώντας ανάποδα με το δεξί του χέρι τα χαρτιά, που τα βαστούσε απλωμένα στ' άλλο.

Εσώπασαν όλοι κάμποση ώρα ώσπου το χέρι[3] ετελείωσε.

«Έπρεπε να ‘χες παίξει μπαστούνι, που σ' εκάλεσα!» είπε ο ίδιος του Αράθυμου· «βλέπεις τι έκαμες; Δεν επιάσαμε ούτε μια χαρτωσιά! Χάνουμε δώδεκα πούλιες. Δεν παίζω άλλο. Ας παίξει, ο Πέτρος α θέλει.» Κι εσηκώθηκε, ελογαριάστηκε κι επλέρωοε.

«Πώς το ξέρεις;» ξαναρώτησε ο Γιώργης τον Πέτρο ξαναπιάνοντας την πρώτη κουβέντα· «η Μαργαρίτα δε μου ‘πε τίποτα.»

«Σα φρόνιμη γυναίκα» του απάντησε χαμηλόφωνα και κρυφοκοιτάζοντάς τον «ως και σήμερα όμως τους άκουσα, την ώρα που διάβαινα, εμεγαλοφωνούσανε πότε η Μαργαρίτα, πότε ο Τουρκόγιαννος. Είχανε μαλώματα.»

«Αυτόν το Γύφτο θα κάνεις καλά να τόνε διώξεις από το σπίτι σου!» είπε σοβαρά ο κοκαλιάρης γέροντας, που ‘χε καταλάβει τι ήθελε να πει ο Πέτρος. «Ξέρεις ποιανής είναι γιος! Τήνε θυμόσαστε τη μάνα του; Όλοι σας βέβαια. Τήνε ρωτούσες: «πως σε λένε;» Και σου απαντούσε: «Αρετή, πρώτη πουτάνα!» Έτσι αντρόπιαστα. Έβαλε απάνου της η συχωρεμένη, Τούρκους, Φράγκους, Οβριούς, δεν εσιχαινόντανε κανένα! Κι είχε βρομέψει το χωριό μας!»

Εγελάσανε όλοι, μόνο ο Γιώργης έμεινε σκεφτικός.

«Ποιανού θα μοιάσει ο γιος της;» είπε ένας άλλος, θέλοντας να ‘ναι κι αυτός με των πολλών τη γνώμη: «Κι είναι ένας υποκριτής· ω, ω! Κύριε φύλαξε! Λες να κοινωνήσεις από τα χέρια του. Κι έχει ένα μέλι στο στόμα του!... Μα από το σιγαλό ποτάμι να φοβάσαι!...»

«Ξένον τρέφεις, όφιν τρέφεις!» είπε κακόβουλα ο κοκαλιάρης γέροντας.

« Τι σας έκαμε το ορφανό παιδί και το κατηγοράτε;» είπε μέσαθε από το μπάγκο του ο μαγαζάτορας. «Εγώ το γνώρισα πάντα φρόνιμο· ποτέ του δεν ακούστηκε στο παραμικρό ούτε σε κλεψιές, ούτε σε καβγάδες, ούτε σε τίποτα! Κανενού δε χρωστάει. Εκουναρήθηκε ορφανό· κι έρχεται εδώ και ψωνίζει πάντα και πλερώνει ταχτικά, κι είναι ταπεινό, και...»

«Σιγά, σιγά θα γένει άγιος!» είπε με κακία ο Πέτρος. «Εγώ που μιλώ ξέρω τι λέω. Η Μαργαρίτα όμως είναι η πλιο φρόνιμη γυναίκα του χωριού!»

«Γιατί φρόνιμη;» ερώτησε ο Αράθυμος συλλογισμένος κι ανησυχημένος.

«Αυτή κάτι θα ξέρει» είπε ο Πέτρος.

«Βέβαια!» είπε κάποιος άλλος.

«Κάτι θα ξέρει;» ξαναρώτησε ο Αράθυμος σουφρώνοντας το μέτωπο. « Τι;»

«Βάζεις το κακό στη μέση!» είπε του Πέτρου ο μαγαζάτορας· «είναι αμαρτία, Πέτρο! Δεν αφήνεις να ζήσει με τον κόπο του ένα φτωχό παιδί. Γιατί έτσι;»

«Ν' αφήσουμε λοιπόν τον Τουρκόγιαννο να κάνει ό,τι του περνάει από του νου! Έτσι ε;» του απολογήθηκε ο Πέτρος πεισμωμένος.

«Ε βέβαια!» είπε γελώντας ο κοκαλιάρης γέροντας· «αυτού θα τελειώσει στο ύστερο. Λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει!»

«Τι λες;» εφώναξε ο Αράθυμος κοκκινίζοντας κι ανοίγοντας πολύ τα μάτια του. Κι εσηκώθηκε ορθός πίσω από το τραπέζι.

«Στ!» είπε ο Πέτρος, φέροντας το ένα του δάχτυλο στα χείλη· «στ! η Μαργαρίτα τον εσυγύρισε όπως του ‘πρεπε!»

«Κι είναι, λες, άνθρωπος ίσιος;» είπε του μαγαζάτορα ο γέρος.

«Τι του πε;» ερώτησε ο Αράθυμος, κάνοντας να βγει από το περιορισμένο μέρος. «Τι του ‘πε;»

«Όλα δεν τ’ άκουσα» αποκρίθηκε ο Πέτρος· «καταλαβαίνεις εδιάβαινα· δεν εσταμάτησα και πολύ, μα τον έβριζε· τον είπε Γύφτο· του πε που δεν πίνει η γάτα ζουμί! του ‘πε, του ‘πε! του ‘πε πως θα του δείξεις του λόγου σου!...»

«Και πώς δεν του χάλασε τα μούτρα!» είπε ο γέροντας με κακία.

«Ω μην πιστεύεις!» είπε του Αράθυμου ο μαγαζάτορας. «Μωρέ ψυχή που θα δώσεις του Θεού!» ξανάπε του γέρου.

Ο Αράθυμος ήτανε τώρα θυμωμένος. Είχε καταλάβει πλια τι του ‘λεγαν. Ο Τουρκόγιαννος λοιπόν είχε πειράξει τη φαμελιά του! «Έτσι ε;» είπε· «εμπήκε σπίτι μου ο γιος της Αρετής για να με ξανθρωπίσει! Μ' αυτόν το σκοπό! Και δεν ήξερα τίποτα! Και το ‘ξερε λοιπόν όλο το χωριό. Ο ψωμοπάτης, ο πύξιος και δείξιος! Πες μουτε εσείς τι να του κάμω!»

«Μην πέσεις σε καμία φυλακή!» του ‘πε κάποιος. «Δεν αξίζει ο κόπος για έναν άνθρωπο δύων παραδιώνε!» είπε ένας άλλος.

Ο μαγαζάτορας τους απεδοκίμασε μ' ένα νόημα.

«Του τα λες και μπροστά του;» είπε ο Γιώργης του Πέτρου. Και σε μια στιγμή, βλέποντας τον Πέτρο να του λέει ναι με το κεφάλι, ξανάπε: «Έχω δυο μάρτυρες: τη φαμελιά μου και τον Πέτρο· βρίσκομαι εν τω δικαίω. Έλα, Πέτρο, πάμε! Πρέπει να φύγει αμέσως από το σπίτι μου· αμέσως, αμέσως!...»

«Θα σου βρει χίλιες αφορμές με την πονήρια του!» είπε ο Πέτρος· «μα πάμε!»

Κι ενώ ξεκινούσαν κι οι δυο τους, ο Αράθυμος θυμωμένος περσότερο είπε:

«Εύρηκε τον άνθρωπο για να τονέ πιστεύει!»

Κι ο μαγαζάτορας εφώναξε, ενώ ήταν κιόλας στο δρόμο: «Πέστε ό,τι θέλετε· μα εγώ λέω ωστόσο πως ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος του θεού!»

6

Ανέβαιναν και οι δυο τον ανήφορο προς το σπίτι του Αράθυμου σιωπηλοί: κι ο Πέτρος άκουε στην καρδιά του μίαν κρυφή χαρά. Σε λίγο θα ‘λειπαν τα περσότερα εμπόδια. Ο Τουρκόγιαννος θα ‘φευγε βέβαια διωγμένος από το σπίτι του Αράθυμου, θα ‘λειπαν έτσι τα παραφυλάματά του, κι ίσως θα ‘ντενε και ο Αράθυμος σε κάποια φυλακή κι έτσι θα την είχε αυτός τη Μαργαρίτα όταν ήθελε! Και το πάθος δεν τον άφηνε να ιδεί το μεγάλο κακό που ‘χε ετοιμάσει. Κι είπε του Γιώργη χαμηλόφωνα: «Ο Τουρκόγιαννος είναι, το ξέρεις, χεροδύναμος. Κρατιέται από Τούρκους! Μην τον αγγίξεις!»

«Να μην τον αγγίξω! Τι μας λες; Δε θέλω μόνο να τόνε σκοτώσω, γιατί δε θέλω να ‘χω ψυχή στο λαιμό μου, μα θα τονε σημαδέψω για να με θυμάται, ώστε να ζει. Βρίσκομαι εν τω δικαίω!»

«Πάρε καλά τα μέτρα σου:»

«Μα είμαστε δύο!»

«Α, εγώ δε βάζω χέρι· δεν μου 'καμε τίποτα· πάρε καλά τα μέτρα σου, άε θέλεις. Άρματα έχεις.»

Ο Αράθυμος τον εκοίταξε, σα φοβισμένος, κι ο άλλος επρόσθεσε: «Ειδεμή μην κάμεις τίποτα παρά διώξε τον.»

Δεν του αποκρίθηκε κι ωστόσο έφτασαν στο σπίτι Η Μαργαρίτα εκαθότουν ακόμη στο κατώφλι συλλογισμένη κι ωχρή, κι άμα τους είδε εσηκώθηκε κι εμπήκε μέσα. Η καρδιά της εχτύπησε δυνατά· ανανοήθεκε ανήσυχη, πως η στιγμή εκείνη ήτανε κρίσιμη και θα αποφάσιζε όλην την ζωή της. Κι οι δύο άντρες την ακολούθησαν κι έμειναν ορθοί μπροστά της.

«Γιατί εμάλωσες;» της είπε με στενοχώρια ο Γιώργης.

«Α, τίποτα, καλέ! του αποκρίθηκε σουφρώνοντας το μέτωπο· «τώρα θα φύγει, κι ησυχάζουμε έτσι!»

«Γιατί τον έβρισες;» ξαναρώτησε· «γιατί μου κρύβεσαι;»

«Δεν έχω τίποτα να κρύψω,» του απήντησε βαρύθυμα.

«Εμάλωσε; τον έβρισε;» ερώτησε ο Αράθυμος τον Πέτρο.

«Ναι» αποκρίθηκε με σταθερή φωνή, θέλοντας να το βεβαιώσει και κείνη. «Μα η Μαργαρίτα είναι φρόνιμη γυναίκα και δε θέλει να μπλέξεις σε μπελιά, γι' αυτό δε μιλεί. Είναι έτσι;» τη ρώτησε.

Εκείνη δεν απήντησε.

«Τι σου ‘πε;» είπε ο Αράθυμος.

«Ας λησμονηθούνε» του αποκρίθηκε· «τώρα θα φύγει· κι άλλον άνθρωπο ξένο δε θέλω στο σπίτι μας.»

«Τι άκουσες;» ερώτησε τον Πέτρο· «η Μαργαρίτα δε θέλει να μιλήσει. Γιατί;»

«Ίσως γιατί είμαι εγώ εδώ» αποκρίθηκε ο Πέτρος. «Άκουσα που τον εφώναξε Τουρκόγυφτο· άκουσα να του λέει πως η γάτα δεν πίνει ζουμί, πως η ίδια η Μαργαρίτα δε μοιάζει της μάνας του, πως θα μείνει με τον καημό του... κι άλλα, πού να τα θυμηθώ όλα!»

Η Μαργαρίτα εκοίταξε τον Πέτρο κι ανατρίχιασε. Κι εσυλλογίστηκε φοβισμένη σε τι δρόμο, την είχε σύρει η παράνομη αγάπη του. Τον ελυπήθηκε μ' όλην της την καρδιά και του ‘ριξε ένα βλέμμα που εκείνος όμως δεν το κατάλαβε. Έμεινε καμπόσες στιγμές σιωπηλή· ένιωσε πως έπρεπε ν' απαντήσει, ερώτησε τον εαυτό της, αν έπρεπε ν' ακολουθήσει τον Πέτρο σ' εκείνον τον κατήφορο, και πριν μπορέσει να λάβει μίαν απόφαση εκατέβασε το βλέφαρο κι αποκρίθηκε με κτυποκάρδι γιατί εκατάλαβε πως έπρεπε να μιλήσει: «Τα ‘πα!»

«Και γιατί;» ερώτησε ο Γιώργης κιτρινίζοντας.

«Μπροστά σας είναι ένας ξένος άνθρωπος!» είπε θέλοντας να ξεφύγει· «δεν καταλαβαίνεις πως όλα δεν μπορώ να τα λέω;» Και με φόβο ανανοήθηκε πως με τα λόγια της έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα, έδινε σταθερότερη βάση στες υποψίες του αντρός της. Κι είπε με το νου της: «Πως μπορώ να συκοφαντώ έτσι έναν καλόν άνθρωπο;»

Μα ο άντρας της αποκρινότουν ωστόσο: «Θα λάβει ό,τι του πρέπει!»»

«Ω μη τόνε σκοτώσεις!» εφώναξε τρομάζοντας, κι ήταν παρέτοιμη να προδοθεί.

Μα τα λόγια του Αράθυμου την ησύχασαν. «Δε θα πάρω τη γύφτικη ψυχή του στο λαιμό μου!» είπε. Και με το βλέμμα εξέτασε μέσα στο σπίτι ζητώντας τη μαγκούρα του, που την έπαιρνε για τους σκύλους, όταν έβγαινε κάποτες τη νύχτα, και το μεγάλο σκουργιασμένο μαχαίρι του που εκρεμότουν στον τοίχο, πάνουθε από την κασέλα όπου εκοιμότουν ο Τουρκόγιαννος. Το ξεκρέμασε κι είπε του Πέτρου. «Πάμε!»

«Πού θα πάτε;» είπε περίφοβη· «Τι θα κάμεις;»

«Μη σκάζεσαι» της είπε· «θα βρούμε τον Τουρκόγιαννο».

«Μα είναι δω! Άκου τον! στον κήπο τσουκανάει· διορθώνει τ’ αλετροπόδι.»

«Κράξε τον!» την επρόσταξε σουφρώνοντας το μέτωπο.

Η στεναχώρια της αύξησε. «Τουρκόγιαννε, Γιάννη!» έκραξε τρέμοντας.

Σε μια στιγμή ο άνθρωπος εμπήκε στο σπίτι, κι εκοίταξε με το αθώο του βλέμμα τους άλλους έναν έναν, εκατέβασε περίλυπος το βλέμμα του, εσταμάτησε σιμά στην πόρτα με το κεφάλι σκυμμένο και τους είπε με ταπεινή φωνή αναδακρύζοντας: «Εδώ είμαι! Τι με θέλετε;»

«Τι είχες και μάλωσες σπίτι μου;» του ‘πε άγρια ολομεμιάς ο Γιώργης· «ο νοικοκύρης είμαι εγώ! Σ' αρέσει δε σ' αρέσει θα πουλήσω σήμερα τα καματερά και συ θα φύγεις!»

«Το ξέρω!» απάντησε περίλυπος· «ο Περδίκης μου κι ο Παρασκευάς, τόνε λέμε έτσι γιατί γεννήθηκε Παρασκευή ημέρα, θα πάνε στο μακελειό!... Έτσι το διόρισε ο Θεός!.. Μα γιατί;… Μυστήριο!»

Κι ο Αράθυμος αιστάνθηκε πως τα λόγια αυτά τον ημέρωναν και πως ο θυμός του έπεφτε. Μα αυτό τον κακοφάνησε. Πώς; Δεν είχε ντροπή μέσα του; Εκοίταξε τον Πέτρο και κατόπι τη γυναίκα του κι εσκέφτηκε μια στιγμή, ρωτώντας τον εαυτό του, γιατί του ‘καναν αυτά τα ανακατώματα. Κι είδε πως η Μαργαρίτα ήταν ωχρή πολύ κι έτρεμε σύγκορμη.

Κι ο Πέτρος είπε αμέσως του Τουρκόγιαννου: «Α κλαις ε; γιατί θα φύγεις απ’ ώδε μέσα!»

«Ως και γι' αυτό» απάντησε ο Τουρκόγιαννος με γλυκάδα και θλίψη. «Τα παιδιά τους είναι σα δικά μου· έφαγα το ψωμί τους και τους αγαπάω...»

Και για πολλές στιγμές εκοίταξε τρυφερά τη Μαργαρίτα και το χείλι του κάτι εψιθύρισε... Οι ματιές τους ανταμώθηκαν. Κι ο Γιώργης βλέποντάς τους, ξαναθύμωσε υποψιασμένος. Το πρόσωπό του εκοκκίνησε κι έσφιξε τα δόντια.

«Τι είναι αυτά πο’ ‘βαλε ο νους σου;» του ‘πε φοβερίζοντας πρώτα τη Μαργαρίτα και κατόπι τον Πέτρο.

«Να με ντροπιάσεις μέσα στο σπίτι μου, εσύ ένας Γύφτος!»

«Εγώ;»

«Το λέει η γυναίκα· το λέει και τούτος π' άκουσε!»

«Άκουσα!» εβεβαίωσε ο Πέτρος.

«Γιατί» απάντησε ήσυχα ο Τουρκόγιαννος «συκοφαντείς έναν ορφανόν άνθρωπο που δεν έχει που την κεφαλήν κλίναι και που, το ξέρεις, είναι αθώος; Πώς μπορείς να κάνεις τέτοια αμαρτία;»

Η Μαργαρίτα εκιτρίνισε ακόμα περσότερο. Το χείλι της έκαμε να κινηθεί, η καρδιά της την ορμήνευε να μιλήσει, αλλά η φωνή δε βγήκε από το λάρυγγά της. Άκουσε να λυγάν τα γόνατά της κι εκάθισε χάμου. Κι εκατάλαβε τρομάζοντας πως αν ο Τουρκόγιαννος μιλούσε, ήταν γυναίκα χαμένη. Του ‘ριξε μία παρακαλεστική ματιά κι ο Τουρκόγιαννος την κοίταξε με τρυφεράδα, σα να ‘χε καταλάβει γιατί τον παρακαλούσε.

«Γιατί την κοιτάζεις;» του φώναξε με λύσσα ο Αράθυμος· «φτάνει ως εδώ!» Κι ερίχτηκε κατά πάνου του. «Είναι αλήθεια, λοιπόν, είναι αλήθεια!» Κι αιστάνθηκε πως η οργή του περίσσευε κι εμεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε. «Γκρεμίσου από δω, Τουρκόσπορε, Τουρκόγυφτε!» Και τον άδραξε από τον ώμο και τον ετίναζε προσπαθώντας να τόνε ρίξει όξω.

«Έναν άνθρωπο ορφανό!» ξανάπε παραπονεμένα ο Τουρκόγιαννος.

«Άτιμε!» τον έβριζε ο Γιώργης· «όφη, ψωμοπάτη!» Κι αυτήν τη στιγμή βρέθηκε σιμά του η μαγκούρα. Την έδραξε ευτύς, και του κατάφερε μία δυνατή χτυπησιά στον δεξιόν ώμο.

«Αχ!» εφώναξε ο Τουρκόγιαννος από τον πόνο. Και για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια εκατάλαβε πως εθύμωνε και πως δεν ημπορούσε να υποφέρει τόση προσβολή. Ανανοήθηκε κιόλας πως ο Γιώργης στο θυμό του θα τον απετελείωνε, και η ίδια του η ψυχή τον επρόσταξε να υπερασπίσει αυτήν τη στιγμή τη ζωή του. Έσφιξε τες παλάμες του κι εστάθηκε αντιμέτωπος στο Γιώργη σιμά του πολύ, για να μη μπορεί να τόνε χτυπήσει με την μαγκούρα. Και πριν προφτάσει ο Αράθυμος να τραβηχτεί πίσω και να του καταφέρει το δεύτερο χτύπημα, ο Τουρκόγιαννος τον αγκάλιασε πάνουθε από τα δυο χέρια και τον έσφιξε δυνατά απάνου του. Μια στιγμή οι δύο άντρες επάλεψαν, μα κανένας δε μπόρεσε να νικήσει τον άλλον.

«Ω σκοτώνονται» εφώναξε η Μαργαρίτα πιάνοντας το κεφάλι της κι ελιγοθύμησε.

Κι ο Πέτρος τους εζύγωσε φωνάζοντας: «Τι κάνετε! τι κάνετε! τι κάνετε!» Κι έκανε πως ήθελε να τους ξεχωρίσει, μα δεν έβαζε όλη του τη δύναμη, γιατί ήθελε ο ένας να νικηθεί. Κι ο Γιώργης τέλος εκατάφερε να ξεσκλαβώσει το ένα του χέρι, κι έσυρε τον Τουρκόγιαννο ως σιμά στη κασέλα όπου είχε πιθώσει το σκουριασμένο μαχαίρι. Ήταν κατακόκκινος στο πρόσωπο, ιδρωμένος κι έπαιρνε γοργά την πνοή του. Κι ο Τουρκόγιαννος ανανοήθηκε πως είχε έρθει η τελευταία στιγμή του.

«Μη με σκοτώσεις, αδερφέ,» του ‘πε· «μη χύσεις αίμα αθώο!»

Μα ο Αράθυμος δεν τον άκουσε. Είχε πάρει την απόφαση κι ήταν έτοιμος να χτυπήσει. Κι ο Τουρκόγιαννος τον άδραξε ολομεμιάς από το λαιμό, τον ετίναξε για πολλήν ώρα και τον εσώριασε χάμου, κρατώντας του πάντα σφιχτά το λαρύγγι. Ο Γιώργης δεν μπόρεσε ούτε να φωνάξει. Τα μάτια του εβγήκαν από τες κώχες του, το πρόσωπό του εμαύρισε.

«Τον έμεινες!» εφώναξε ο Πέτρος μ' ένα σκληρό χαμόγελο.

Κι η φωνή του Πέτρου έκαμε ολομεμιάς τον Τουρκόγιαννο να συνέρθει, άφησε το λαιμό του Γιώργη και τον εκοίταξε περίτρομος, μην ο άλλος του ‘χε πει την αλήθεια.

«Α, Ιούδα!» του ‘πε «εσύ τα ΄καμες!»

Μα ο Γιώργης δεν είχε πεθάνει, είχε ζαλιστεί μονάχα κι ήταν κουρασμένος πολύ. Ανασηκώθηκε κι έμεινε καθισμένος χάμου κοιτάζοντας άγρια τον Τουρκόγιαννο. Μα το μαχαίρι του ‘χε πέσει από τα χέρια κι ήταν μακριά του. Κι ο Τουρκόγιαννος εγονάτισε μπροστά του και κλαίοντας του ‘πε.

«Ω συμπάθησε, συμπάθησε, αδερφέ! Σκότωσε με! Τι επήγα να κάμω! Θανάτωσέ με, αν θέλεις, δε θα σου αντισταθώ!» Και γυρίζοντας προς τον Πέτρο του ξανάπε. «Α, Ιούδα! εμένα έναν ορφανόν άνθρωπο να με φέρεις σ' αυτήν την ακμή! Ο Θεός ας σε σπλαχνιστεί είναι μεγάλος, κι ας σου χαρίσει τη μετάνοια.» Κι εσηκώθηκε κι έριξε μια τελευταία ματιά στη Μαργαρίτα που ήταν λιγοθυμημένη ακόμη κι εβγήκε από την πόρτα.

Τώρα κι ο Γιώργης είχε σηκωθεί. Κρατούσε χαμηλωμένο το κεφάλι, μα ο θυμός του είχε πέσει.

«Τον αφήνεις και φεύγει!» του ‘πε ο Πέτρος, που έβλεπε να χάνεται όλο τούτο σχέδιο.

«Δε με βαστάει η καρδιά να τόνε σκοτώσω» αποκρίθηκε· «τώρα αυτός έφυγε!»

Σε μια στιγμή ο Τουρκόγιαννος εστάθηκε έξω από την πόρτα και τους χαιρέτισε μ' ένα ήσυχο χαμόγελο. «Ω συμπαθήστε με» τους είπε· «να ‘χετε ζωή και καλή καρδιά!»

Το νερό είχε ξαναπιάσει κι ήταν πλια απόγιομα. Κι ο Τουρκόγιαννος με το μικρό του το μπόγο στην άκρη του ραβδιού του, επήρε, ο ορφανός άνθρωπος δρόμο προς άγνωστο μελλούμενο.

7

Την άλλη μέρα ο Γιώργης Αράθυμος οδήγησε τα δύο καματερά του στη χώρα για να τα πουλήσει. Και την ακόλουθην ημέρα έμαθε ο κόσμος στο χωριό, πως στο γυρισμό του τη νύχτα τον είχαν σκοτώσει και τον είχαν ληστέψει στο δρόμο και πως θα τον έφερναν μία μέρα έπειτα με το αμάξι για να τον θάψουν στο κοιμητήριο της εκκλησιάς του.

8

Ήταν μια φαιδρή ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα προς τα Χριστούγεννα. Το Δικαστήριον συνεδρίαζε. Το φως έμπαινε απ' όλα τα παράθυρα μέσα στη σάλα που ήταν γεμάτη κόσμο, πολίτες, χωριάτες, φτωχούς και πλούσιους, και το κρύο έτσι δεν ακουότουν εκεί μέσα. Σε μίαν πλατιάν εξέδρα, ψηλότερα από το ακροατήριο, στο βάθος της σάλας ήταν καθισμένοι κάτου από ένα κόκκινο βελουδένιο κουβούκλι, οι τρεις σύνεδροι, ο πρόεδρος στη μέση, ένας άνθρωπος νέος ακόμη με σταχτιά ρούχα, με ζωηρά μάτια, με κομμένο μουστάκι, και δεξιά του κι αριστερά του ένας μεσόκοπος άνθρωπος παχύς και σαν αποκοιμισμένος κάτου από τα ματογυάλια του, κι ένας γέρος ζωηρός και πρόσχαρος. Πάνου στην ίδιαν εξέδρα εκαθόντουν σε δύο αράδες οι δώδεκα ένορκοι, κάθε λογής πρόσωπα, κάθε λογής ηλικίας, με κάθε λογής φορέματα. Απέναντί τους στη δεξιά μεριά της εξέδρας εκαθότουν ο εισαγγελέας, ένας άντρας περασμένος στα χρόνια, άσκημος στο πρόσωπο, ψηλός, λιγνός και χλωμός, με λαμπερά μάτια, με σταχτιά κοντή γενειάδα, με μαύρη μακριά ρεδιγκότα, σκεφτικός και αγέλαστος. Σιμά του ήταν καθισμένοι μερικοί δικηγόροι και δύο τρεις κυρίες που ‘χαν έρθει ν' ακούσουν τη δίκη. Η ψηλή εξέδρα έκανε ημικύκλιο· και τα δύο άκρα της ήταν ενωμένα μαζί με χαμηλά σιδερένια κάγκελα, και στον άδειον τόπο που έμενε έτσι στη μέση ήταν δύο τραπέζια, το ένα με τους υπερασπιστές δικηγόρους, το άλλο για το γραμματέα και τους γραφιάδες. Και πίσω από τα τραπέζια, σιμά στα κάγκελα και κάτου από το σκληρό βλέμμα του εισαγγελέα, σ' έναν ξύλινον μπάγκο, στη μέση από δύο αγροίκους χωροφύλακες, κακοντυμένους και με εφόπλου τη λόγχη, και σιμά σ' άλλους χωροφύλακες που εφύλαγαν, ήταν καθισμένος ο Γιάννης, ο λεγόμενος Τουρκόγιαννος, αγνώστου πατρός, που εδικαζότουν σήμερα για ληστεία και φόνο.

Είχε λιγνέψει στη φυλακή. Τα αγαθά του γαλάζια μάτια είχαν βαθουλώσει μέσα στες πλατιές του κώχες· ήταν χλωμός πολύ σα να ‘βγαινε από μακρινή αρρώστια. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει αριά αριά, αμελημένα και μαύρα, σκεπάζοντας ένα μέρος του λαιμού του. Τα μαλλιά του κατέβαιναν πάνου στ' αυτιά του και στον τράχηλό του φιτίλια φιτίλια, και η όψη του είχε ωστόσο μίαν ήμερη πικράδα ανακατεμένην με ειρηνική γαλήνη, σαν η όψη ενού όμορφου λείψανου. Εφορούσε εκείνην την ημέρα τα πλιο καλά του ρούχα, που τα ‘χε φέρει από την ξενιτιά, μία μάλλινη πλατιά, καστανή βράκα, άσπρες μάλλινες κάλτσες και κόκκινα τσαρούχια· ένα μαύρο λουρί του ‘σφιγγε τη μέση· το ξελαιμισμένο μαύρο σεγκούνι, που εκουμπωνότουν στο πλευρό, άφηνε να φαίνεται το άσπρο ποκάμισο, κι ένα πλατύ, μάλλινο, χοντρό πανωφόρι, καστανό και κείνο, και με πλατιά μανίκια που του κατέβαιναν ως τα δάχτυλα, του σκέπαζε όλο το κορμί. Τα χέρια του μόνο ήταν ανήσυχα· ανάπνεε γλήγορα κι εκρατούσε αναγυρμένο λίγο το κεφάλι τηράζοντας το νταβάνι.

Η δίκη είχε αρχίσει.

Ο γραμματέας είχε διαβάσει το κατηγορητήριο, κι ο Πρόεδρος έπειτα από τα τυπικά ρωτήματα εφώναξε του κατηγορουμένου:

«Κατηγοριέσαι πως την είκοσι Μαρτίου, τούτου του χρόνου, εφόνεψες με προμελέτη κι ελήστεψες στο δρόμο, στη θέση Παναγία το Γιώργη Αράθυμο...»

«Εγώ όχι» τον αντίσκοψε ο Τουρκόγιαννος.

«Άκουσε» ξακολούθησε ο Πρόεδρος «προσεκτικά τη διαδικασία και τους μάρτυρας για να απολογηθείς στο τέλος.» Και σε μία στιγμή ξεφυλλίζοντας κάποια χαρτιά είπε: «Ας έλθει ο πρώτος μάρτυρας της κατηγορίας, η Μαργαρίτα, η χήρα του Γιώργη Αράθυμου.»

Ο κλητήρας έκραξε με δυνατή φωνή δύοτρεις φορές τ’ όνομά της.

Και σε μια στιγμή εφανερώθηκε η γυναίκα, βγαίνοντας από μία πόρτα στην άλλη άκρη της σάλας κι έσχισε όλο το ακροατήριο.

Όλα τα βλέμματα την εκοίταζαν. Εφορούσε ακόμη ρούχα λυπημένης, μουντή τη μπόλια στο κεφάλι, και γαλάζια γαϊτάνια στο κεφαλόδεμα και στη φασκιά της, που ήταν γυρισμένη ανάποδα από την άσπρη μεριά της, ένας μαύρος μικρός φιόγκος κρατούσε κλεισμένο το ποκάμισό της, και τα γαϊτάνια του γελέκου της ήταν μαύρα κι εκείνα· κι ήταν χλωμή· κι η μελαχρινή της ομορφάδα εφάνταζε περσότερο με το γαλάζιο χρώμα.

Κι ο Τουρκόγιαννος βλέποντάς την από το κάθισμά του άλλαξε όλα τα χρώματα, έγινε κόκκινος και σε μια στιγμή χλωμός. Οχτώ μήνες τώρα δεν την είχε ιδεί, μα τες περσότερες ώρες την εσυλλογιζότουν. Και τα μάτια του εκινηθήκαν ζωηρά κι έκαμε έξαφνα κάποιο κίνημα για να σηκωθεί από τη θέση του και να τη ζυγώσει. Μα οι χωροφύλακες τον εκράτησαν. Κι η γυναίκα τον εκοίταξε και του φάνηκε πως με την άκρη του χειλιού της του χαμογέλασε. Κι άκουσε τότες την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και μία γλυκάδα χαράς την επλημμύρισε.

«Η Μαργαρίτα» είπε με το νου του «δε με πιστεύει φονιά!» Και η χαρά του και η θέα της γυναικός τον εζάλισαν.

Έπειτα από τα τυπικά ρωτήματα ο Πρόεδρος της είπε: «Ξέρεις ποιος σκότωσε τον άντρα σου;»

«Όλος ο κόσμος λέει» αποκρίθηκε μ' έναν αναστεναγμό, «πως τόνε σκότωσε ο Τουρκόγιαννος. Εγώ δεν μπορώ να τον πάρω στην ψυχή μου. Μα ούτε μπορώ να πω πως δεν εσκότωσε αυτός, γιατί θα με κακαλογούσαν.»

«Γνωρίζεις αυτό το μαχαίρι;

«Είναι του Τουρκόγιαννου.»

«Ο Τουρκόγιαννος έμεινε καιρό υπηρέτης στο σπίτι σας· είσαστε ευχαριστημένοι από κείνον;»

«Πάντα μας ευχαρίστησε· πάντα αγαπούσε και τα παιδιά μας κι όλη τη φαμίλια και τα ζωντανά, σα να ‘ταν δικά του.»

Ο Τουρκόγιαννος την κοίταξε μ' ευγνωμοσύνη και το βλέμμα του έλαμψε. Κι εθυμήθηκε ο δόλιος όλες τες μέρες που ‘χε ζήσει ευτυχισμένος στο σπίτι του Αράθυμου και δύο δάκρυα εκύλησαν στα μάγουλά του. Και τώρα πλια δεν ένιωθε τι έλεγαν γύρω του κι ούτε το νόημα που ‘χαν τα λόγια της Μαργαρίτας, παρά άκουε μαγεμένος τη γητεύτρα φωνή της, έτσι καθώς την ημέρα που ήταν είκοσι χρόνων και που ηθέλησε να την αγκαλιάσει, πριν φύγει για τη μακρινή ξενιτιά. Τώρα ήξερε μόνο πως η Μαργαρίτα δεν ήθελε να καταδικαστεί. Τι καλή που ήταν η Μαργαρίτα!

«Γιατί τον εδιώξατε;» ερωτούσε ωστόσο ο Πρόεδρος.

«Ηθελήσαμε να πουλήσουμε τα καματερά μας, και δουλειά πλια δεν είχε.»

«Στην ανάκριση είπες, και το βεβαίωσε κι ένας άλλος μάρτυρας, πως εμαλώσατε με τον Τουρκόγιαννο την ημέρα πο’ ‘φυγε.»

«Σπίτι του καθένας συγχίζεται με το δούλο του,» είπε η Μαργαρίτα.

«Ένας μάρτυρας λέει πως επιβουλεύτηκε την τιμή σου.»

Η Μαργαρίτα κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι κι απάντησε με χαμηλή φωνή: «Μου ‘χε περάσει η ιδέα πως μ' έπαιρνε κατόπι και δεν ήξερα γιατί. Μα αν είναι αλήθεια ή οχι πως με επιβουλεύτηκε δεν μπορώ να το πάρω στην ψυχή μου!»

«Κατηγορούμενε… είπε ο Πρόεδρος «γιατί την ακολουθούσες;»

Η Μαργαρίτα εκοίταξε φοβισμένη τον Τουρκόγιαννο. Θα μιλούσε τώρα; Θα ‘λεγε μπροστά στο δικαστήριο, μπροστά σ' όλον τον κόσμο, όσα της είχε ειπεί στο σπίτι, για να ελαφρύνει τη θέση του; Μα τον είδε βυθισμένο στη χαρά του, με το κεφάλι απάνου, με το βλέμμα ασάλευτο, κι ησύχασε. Αυτός δεν άκουε πλια τίποτα, αδιάφορος σ' ό,τι εγενότουν τριγύρω του και σα να μην εδικαζότουν αυτός ο ίδιος. «Η Μαργαρίτα» έλεγε με το νου του «δεν επίστευε στην ενοχή του, κι εμιλούσε, εμιλούσε, εμιλούσε τόσο γλυκά!!» Και τον εκοίταζε με τόση συμπάθεια!

Κι έτσι δεν αποκρίθηκε, γιατί δεν είχε ακούσει την ερώτηση.

Κι ο Πρόεδρος ήταν τώρα παρέτοιμος ν' απολύσει τη Μαργαρίτα, μα ένας ένορκος εζήτησε να ρωτήσει. Ήταν ένας μεσόκοπος άντρας, μικρόσωμος, άσκημος στο πρόσωπο, πρόστυχα ντυμένος,, αλλά γερός και δυνατός. Κι ήταν γιατρός. «Μίαν ερώτηση, κύριε Πρόεδρε,» είπε.

Όλοι τον εκοίταξαν.

«Δεν είχε σκέση καμιά με τον κατηγορούμενο;» ξανάπε σοβαρά δείχνοντας τη Μαργαρίτα.

«Τι σκέση, Κύριε!» ερώτησε κοκκινίζοντας.

«Σκέση, όλοι ξέρουμε· σαν άντρας και γυναίκα.»

«Με βρίζεις, Κύριε!» είπε η Μαργαρίτα κάνοντας πως εθύμωνε.

«Α όχι!» της απάντησε μ' ένα χαμόγελο παράξενο για την άσκημη μορφή του, «μα οι γυναίκες... ε, ξέρουμε...»

Ο Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι, χαμογελώντας κι εκείνος. Κι ο εισαγγελέας του ζήτησε σοβαρά να προστατέψει την υπόληψη της γυναίκας. Μα ο γιατρός εσήκωσε τες πλάτες του σα να μην είχε καταλάβει και ξακολούθηαε: «Και μ' άλλον άντρα;... με κανέναν;... το παίρνεις στην ψυχή σου;»

«Τι μου λες, Κύριε;» του φώναξε με χτυποκάρδι πριν προβάλει να σκεφτεί τι έλεγε. Μα ο γιατρός εκατάλαβε πως η όψη της είχε γίνει κίτρινη και πως τα χείλη της έτρεμαν.

«Ας ρωτηθεί και πάλι ο κατηγορούμενος» είπε ο γιατρός.

Μα ο Τουρκόγιαννος δεν είχε ακούσει βυθισμένος στο χαρμόσυνο όνειρό του. Κι εχρειάστηκε να ξαναειπεί ο πρόεδρος την ερώτηση και να τον σκουντήσουν οι χωροφύλακες για να ξυπνήσει. Έφερε το βλέμμα γύρω του, εκοίταξε τρυφερά τη Μαργαρίτα και του φάνηκε πως τον εκοίταξε κι εκείνη με την άκρη του ματιού της και πως τον παρακαλούσε και πως του ζητούσε να σιωπήσει. Κι απάντησε τότες ανοίγοντας τον πόθο της ψυχής: «Ω η Μαργαρίτα, η Μαργαρίτα είναι σαν το περιστέρι, είναι αθώα σαν το μικρό παιδί! Ό,τι αμάρτημα κάμει, σαν άνθρωπος, το μετανιώνει αμέσως και την κάνει αγνή και αναμάρτητη η μετάνοια. Δεν το βλέπετε πως δε θέλει να με στείλει στην κρεμάλα, γιατί ξέρει πως κι εκείνη μ' αδίκησε;»

Ο γιατρός εσήκωσε απελπισμένα τες πλάτες. «Στην ανάκριση» είπε ο Πρόεδρος «ο κατηγορούμενος εβεβαίωσε πως τες δύο μέρες, που ακολούθησαν το διώξιμό του από το σπίτι σας, έμεινε κλεισμένος σ' ένα ακατοίκητο καλύβι σας. Εκατέβηκες σ' αυτό το καλύβι εκείνες τες μέρες και τον είδες;»

«Όχι» είπε έπειτα από μία στιγμή φοβισμένη η Μαργαρίτα κι ωχρή, και γυρίζοντας προς τον Τουρκόγιαννο και κοιτάζοντάς τον κατάματα.

«Ας ρωτηθεί κι ο κατηγορούμενος» είπε ο γιατρός.

«Απάντησε!» του ‘πε ο Πρόεδρος.

«Όχι!» είπε δειλά ο Τουρκόγιαννος μ' έναν αναστεναγμό κατεβάζοντας το ανάβλεμμά του.

«Έχασες, γιατρέ!» είπε γελώντας ένας άλλος ένορκος, ένας νέος με ματογυάλια, με παιδιάστικο πρόσωπο, λιανός και καλοξυρισμένος.

«Δε θέλει να μιλήσει!» απάντησε απελπισμένα ο γιατρός. «Ποιος ξέρει τι κρύβει αυτή η ψυχή!»

Ερώτησαν ακόμη τη Μαργαρίτα για τον καυγά που ‘χε κάμει ο άντρας της με τον Τουρκόγιαννο και για το διώξιμό του από το σπίτι και τέλος την απέλυσαν.

Εκείνη έφυγε μ' έναν αναστεναγμό, σα να ‘χε ελευτερωθεί από φοβερό ονειροπλάκωμα, μα το βλέμμα του Τουρκόγιαννου θλιβερό την ακολούθησε, ώσπου εβγήκε από το Δικαστήριο.

Εκράχθηκε ο δεύτερος μάρτυρας, ο Πέτρος Πέππονας. Αυτός δεν εγνώριζε το μαχαίρι, μα εγνώριζε άλλα πολλά. Εγνώριζε από παιδί τον Τουρκόγιαννο· ο Τουρκόγιαννος ήτανε μεγαλύτερός του· είχε αναθρεφτεί με κακές συντροφιές, είχε κουναρηθεί με τα κλεψιμιά του, έκλεβε με τη μάνα του την Αρετή, την Αρβανίτισσα, που τον εδασκάλευε. Ήτανε και ζητιάνος. Κι όλο το χωριό τον είχε για υποκριτή κι όλοι εφυλαγόνταν από εκείνον. Ο ίδιος ήταν καταπεισμένος πως ο Τουρκόγιαννος είχε κάμει τον άσπλαχνο φόνο, από εκδίκηση και για να ληστέψει, έτσι έλεγε όλο το χωριό κι αυτό τ’ όνομα είχε ο Τουρκόγιαννος, ήτανε υποκριτής, φοβερός υποκριτής!

Ο Τουρκόγιανος άκουσε ασυγκίνητος την κατάθεση του Πέτρου, κι επροσπαθούσε μάλιστα να μην προσέχει στα μοχθηρά του λόγια. Μα ο Πρόεδρος ερώτησε τον μάρτυρα: «Ξέρεις αν είχε μαλώσει ο κατηγορούμενος με τη Μαργαρίτα!»

«Εδιάβαινα από το σπίτι του Αράθυμου και τους άκουσα» είπε, «εγώ ειδοποίησα τον άντρα της.» «Ξέρεις γιατί εμάλωναν;»

«Της είχε γίνει φόρτωμα. Την ξότρεχε όπου κι αν επήγαινε· δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Τον έβρισε με το δίκιο της και τον έδιωξε!»

«Ω Ιούδα!» του ‘πε ήσυχα ο Τουρκόγιαννος· «ακόμη δε σου 'δωσε ο Θεός τη χάρη της μετάνοιας, και με κυνηγάς ακόμη, εμέ, έναν ορφανόν άνθρωπο, χαμένη ψυχή!... Μα όχι!» επρόσθεσε σκεφτικός «χαμένη δεν είναι καμία ψυχή, γιατί μπορεί έναν καιρό να μετανιώσει, ή την ώρα του θανάτου ή και στον άλλον κόσμο κι ένας που μετανιώνει γίνεται φίλος του Θεού. Κι απόδειξη είναι, πως οι ψυχές των ανθρώπων που πεθαίνουν στην αμαρτία, βαριές από το κρίμα τους, βρυκολακιάζουν και σκιάζουν τους ζωντανούς ώσπου τους δίνει ο Θεός τη χάρη της μετάνοιας και πορεύονται τότες στην ειρήνη τους και χάνονται από την όψη της γης!»

Το δικαστήριο εγέλασε κι ο πρόεδρος στενοχωρημένος εσήμανε το κουδούνι του.

«Τι άλλο ξέρεις!» ερώτησε τον Πέτρο ο Πρόεδρος.

«Ξέρω» είπε «πως αφού ειδοποίησα τον αδικοθάνατο, τον εσυντρόφεψα σπίτι του. Εκεί επιάστηκαν με τον Τουρκόγιαννο. Ήταν κι η Μαργαρίτα μπροστά, μα σε λίγο ελιποθύμησε. Ο Αράθυμος έδειρε γερά τον Τουρκόγιαννο, κι ο Τουρκόγιαννος ορκίστηκε στα κόκαλα της Αρετής πως θα του το πλέρωνε. Μα είχε τον καιρό να ξεθυμάνει δύο ολάκερες μέρες!»

«Ω Ιούδα!» ξανάπε ήσυχα χάλι ο Τουρκόγιαννος. «Μη βρίζεις το μάρτυρα» είπε ο Πρόεδρος «γιατί θα διατάξω να σε πάρουν όξω!»

«Θέλεις να στείλεις στην κρεμάλα έναν ορφανόν άνθρωπο, που δε σ’ επείραξε ούτε στο νύχι! Δεν πειράζει. Ο Θεός ας σπλαχνιστεί την κακοσύνη σου, κι ας είμαι εγώ η αφορμή που θα γίνεις καλός μίαν ημέρα. Εγώ δεν εσκότωσα· το ξέρεις!»

Το δραστήριο εγέλασε πάλι κι ο γιατρός εθύμωσε με τον Τουρκόγιαννο και με την ανόητη θεολογία του. «Αυτά σου τα κάνει η θεολογία,» του ‘πε. «Α η θρησκεία έχει τρομερά αποτελέσματα!»

Δυο τρεις ένορκοι εγέλασαν με το θυμό του. Τον ήξεραν άθεο και φανατισμένο εχθρό κάθε θρησκείας.

Μα ο Τουρκόγιαννος ξακολούθησε: «Η κακία είναι εύκολη, Πέτρο, η καλοσύνη είναι το δύσκολο. Στην ξενιτιά, που περπάτησα, το ‘λεγε εκείνος ο δάσκαλος, θα ήμουνα ακόμη μαζί του, αν ο θεός δεν τον είχε κράξει σιμά του σε καλύτερον τόπο. Αρετή, έλεγε, έχει να ειπεί αντρειά, για τούτο η αρετή θέλει θυσία!»

«Σιωπή!» επρόσταξε Πρόεδρος· «θα πας όξω, αφού δεν έχεις σεβασμό για το μέρος όπου βρίσκεσαι και βρίζεις το μάρτυρα, θα δικαστείς αναπολόγητος!»

«Τον Ιεροκήρυκα ήρθες να κάμεις εδώ;» του ‘πε χλευαστικά ο γιατρός.

«Περίεργα πράματα!» είπε ένας άλλος ένορκος.

Κι ο γιατρός συλλογισμένος του απάντησε, θέλοντας να τόνε φέρει στα νερά του: «Μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να ‘ναι φονιάς; Κρίνε ο ίδιος!» Και κοιτάζοντας τον Πρόεδρο ξακολούθησε: «Ας ρωτηθεί, παρακαλώ, ο μάρτυρας αν διάβηκε από το ακατοίκητο καλύβι αυτές τες δύο μέρες »

«Διαβαίνω κάθε μέρα» απάντησε αμέσως ο Πέτρος· «κι αυτές τες δύο μέρες εδιάβηκα. Δεν ήταν κανένας μέσα!»

«Ήμουνα εγώ, Πέτρο,» του απάντησε ο Τουρκόγιαννος «και μ' είδες και σ' είδα!»

Ο Πέτρος εκκοκίνησε· έσφιξε τα δόντια και τους γρόθους και παίζοντας τώρα το πλιο δυνατό χαρτί του, του ‘πε με χτυποκάρδι: «Κι ήμουνα μοναχός;»

Ο Τουρκόγιαννος εβάλθηκε να τρέμει. Εκατέβασε το βλέφαρο κι έμεινε σιωπηλός.

«Είδατε ψέματα που λέει,» είπε στους ενόρκους ο νέος συνάδελφός τους· «επιάστηκε στα γερά!» κι εγέλασε

Κι ο Τουρκόγιαννος είπε τέλος του μάρτυρα: «Ω Ιούδα, εσύ θα πρόδινες και τον αφέντη το Χριστό!» Και τα μάτια του εδάκρυσαν κι εθυμήθηκε πως και τότες ακόμη είχε προφυλάξει από την αμαρτία τη Μαργαρίτα.

Ο Πρόεδρος θυμωμένος εσήμανε και πάλι δυνατά το κουδούνι, αλλά δεν έδωκε τέλος στη φοβέρα του. Κι ο ένορκος γιατρός εφώναξε του Τουρκόγιαννου: «Άφησε, μωρέ, τες θεολογίες σου κι όλες τες σαχλοκουβέντες σου, και πες τα, πες τα όλα!» Είμαστε εδώ για να σε δικαιώσουμε αν είσαι αθώος!»

Ο Τουρκόγιαννος δεν απάντησε.

«Αθώος! είπε πικροχαμογελώντας ο νέος ένορκος με τα ματογυάλια· «αν ήτανε αθώος, δε θα ‘τανε εδώ!»

«Πολύ σωστά,» είπε ένας άλλος· «για να ναι δω θα πει πως ο εισαγγελέας τον εύρηκε ένοχο· και για να τον βρίσκει ο εισαγγελέας ένοχο, θα πει που είναι ένοχος!»

Ο γιατρός του ‘ριξε μία άγρια ματιά. «Είσαι πάρα καταδικαστικός» του ‘πε με περιφρόνηση.

«Ο ένορκος που ‘ναι στο ύψος του» είπε ο νέος που ‘χε πρόσωπο από παιδάριο, «πρέπει να ‘ναι καταδικαστικότερος κι από τον εισαγγελέα!»

Ο Πρόεδρος εσήμανε δυνατά το κουδούνι.

Εξετάστηκαν κατόπι κι άλλοι μάρτυρες, χωριανοί του Τουρκόγιαννου, που τον εβάρυναν όλοι· οι άνθρωποι που ‘χαν βρει το σκοτωμένον στη θέση Παναγία στους δρόμους, οι χωροφύλακες που τον είχαν συλλάβει στην εκκλησιά του χωριού· διαβάστηκε έπειτα η γιατροδικαστική έκθεση, κι επειδή η υπεράσπιση δεν είχε μάρτυρες, ο Πρόεδρος εκάλεσε τέλος τον κατηγορούμενο ν' απολογηθεί.

«Άκουσες», του ‘πε, «όσα σ' εκατηγορήσανε. Λέγε μας έκαμες αυτήν την πράξη;»

«Όχι,» είπε σταθερά ο Τουρκόγιαννος· «από την ημέρα που μ' εβάλατε στη φυλακή σας το λέω: δεν την έκαμαΙ»

«Αν θελήσεις,» ξανάπε ο Πρόεδρος «να αναγνωρίσεις το έγκλημά σου, όσο μεγάλο κι αν είναι, θα ελαφρύνεις σημαντικά τη θέση σου, το δικαστήριο όμως δε σε υποχρεώνει.»

«Είναι γραμμένο», απάντησε ήσυχα «Δε θα σκοτώσεις. Και δεν εσκότωσα! Είναι γραμμένο: Δε θα κλέψεις. Και δεν έκλεψα! Ο Τουρκόγιαννος δεν κάνει τέτοιο κρίμα, γιατί ο Τουρκόγιαννος ξέρει πως ο Χάρος είναι άγγελος του Θεού, που παρουσιάζεται στον άνθρωπο όταν μέλλει να πεθάνει, για να του πάρει την ψυχή, με χαρούμενην όψη, αν είναι αγαθός. Για τούτο τον είπαν Χάροντα· μα στο φονιά, την ύστερή του ώρα, του παρουσιάζεται τρομερός και παίρνει την ειδή του σκοτωμένου και τρομάζει την ψυχή που ‘ναι έτοιμη να βγει και ν' αφήκει το σώμα, και μακραίνει τη φοβερή αγωνία· μα όλα αυτά γένονται μόνο και μόνο για να μετανιώσει ο αμαρτωλός, ως και στην ύστερη ώρα και να ‘χει τη χάρη να ιδεί φιλικό το πρόσωπο του δημιουργού του.»

«Ο κύριος Πρόεδρος,» είπε ο Εισαγγελέας «πρέπει να αναγκάσει τον κατηγορούμενο να αποφεύγει τες θεολογικές θεωρίες· δεν έχουν τη θέση τους στο στόμα ενός εγκληματία!»

«Εγκληματία!» εμουρμούρισε ο Τουρκόγιαννος χωρίς να δώσει άλλην απάντηση.

Ο Πρόεδρος έκαμε ένα νόημα του γραμματέα κι είπε του Τουρκόγιαννου: «Γνωρίζεις αυτό το μαχαίρι;»

«Ναι· ήταν δικό μου· σας το λέω απ’ όταν με κλείσατε στη φυλακή.»

«Με αυτό εσκοτώθηκε», ξανάπε ο Πρόεδρος «ο Γιώργης Αράθυμος. Πώς ευρέθηκε σιμά στον σκοτωμένον;»

«Δεν ξέρω» απάντησε αναστενάζοντας· «το μαχαίρι μoυ την ώρα που έφυγα από το σπίτι του Αράθυμου, το λησμόνησα εκεί· δεν ξέρω ποιος το πήρε· δεν ξέρω ποιος εσκότωσε!...»

«Τι έκανες», ερώτησε ο Πρόεδρος «από την ώρα πο’ ‘φυγες από το σπίτι του Αράθυμου, ως τη στιγμή που σ’ εσύλλαβαν οι χωροφύλακες;»

«Όταν μ' εδιώξανε», αποκρίθηκε συγκινημένος «ήτανε τόση η θλίψη μου, που τραβήχτηκα σ' ένα παραιτημένο καλύβι του Αράθυμου, κι έμεινα εκεί αυτές τες δύο μέρες και την άλλη νύχτα, χωρίς να φάω, χωρίς να πιω, χωρίς ούτε και να κοιμηθώ και την τρίτη μέρα επείνασα. Κι ήρθα στο χωριό για ν' αγοράσω ένα κομμάτι ψωμί, κι εκεί μ' εκοίταξαν όλοι περίεργα και κάτι εμουρμούριζαν στο διάβα μου. Κι ήταν η ώρα που εκήδευαν το λείψανο του αδικοθάνατου, την ευχή του ας έχουμε, γιατί αυτός επλέρωσε τες αμαρτίες του, και πήγα ως και γω στην εκκλησιά, και τον έκλαψα, γιατί είχα φάει ψωμί πολύ από τα χέρια του, και γιατί τον αγαπούσα· αγαπούσα κι όλη του τη φαμιλιά και τα ζα του. Και εκεί μ' έπιασαν οι χωροφύλακες και μ' έφεραν δεμένο στη χώρα και μ' έβαλαν στη φυλακή. Σας είπα την αλήθεια.

«Και δε σ' είδε κανείς σ' αυτό το καλύβι;» ερώτησε ο Πρόεδρος.

Μια στιγμή ο Τουρκόγιαννος έμεινε σκεφτικός και κατόπι εκατέβασε το βλέφαρο, εκούνησε το κεφάλι, λέγοντας ναι, και αποκρίθηκε:«Ένας άντρας και μια γυναίκα ήρθαν εκεί τη δεύτερη μέρα για ν' αμαρτήσουν. Με κατάλαβαν κι έφυγαν. Δεν το μαρτύρησαν;»

Το δικαστήριον εγέλασε. Ο Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι κι ερώτησε: «Ποιοι ήταν αυτοί;»

«Δε θα τους προδώσω!» αποκρίθηκε με σταθερή φωνή. «Ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος μυστικός· ξέρει να κρατεί τη γλώσσα του· κι ό,τι ξέρει η καρδιά του είναι κλεισμένο σα μέσα σ' έναν τάφο!»

«Ο τρόπος σου είναι παράξενος,» του ‘πε ο Πρόεδρος, «θα ήταν προτιμότερη για σε κάθε άλλη υπεράσπιση!»

Οι ένορκοι εκοίταξαν ο ένας τον άλλον κι εχαμογέλασαν.

«Γιατί», ξανάπε ο Πρόεδρος «σ' έδιωξε ο Αράθυμος από το σπίτι του;»

«Γιατί ηθέλησε να πουλήσει το ζευγάρι. Δύο καματερά παλληκάρια, το ένα το λέγαμε Περδίκη, μαύρο τ’ άλλο, το λέγαμε Παρασκευά, γιατί είχε γεννηθεί...»

«Αυτά δε μας φωτίζουν,» τον αντίσκοψε ο Πρόεδρος· «και θα νυχτώσουμε με τη φλυαρία σου. Από τη διαδικασία αποδείχτηκε και συ ο ίδιος το μολόγησες στην ανάκριση, πως πριν φύγεις από κείνο το σπίτι, εμαλώσατε με τον Αράθυμο. Είναι έτσι;»

«Μάλιστα. Ο Πέτρος Πέππονας μ' εχτρεύεται, γιατί δεν το ξέρω, εμένα έναν ορφανόν άνθρωπο! το ξέρει εκείνος· ρωτήστε τον!... Ο Πέτρος άναψε τον Αράθυμο εναντίο μου κι ο Αράθυμος μ' έβρισε και με χτύπησε κι ήθελε να με βαρέσει με το μαχαίρι. Κι ευρέθηκα στην ανάγκη να διαφεντρέψω τη ζωή μου και τον εξαρμάτωσα. Κι ήταν καλό δικό του, γιατί δεν επήρε τέτοια κόλαση και δεν επήγε κριματισμένος στον άλλον κόσμο. Άλλο κακό δεν του ‘καμα. Ήταν εκεί και η Μαργαρίτα, η γυναίκα του Αράθυμου, αλλά είχε λιγοθυμήσει!»

«Από τη διαδικασία αποδείχτηκε πως είχατε μαλώσει το πρωί και με τη Μαργαρίτα· είναι αλήθεια;»

«Μάλιστα, αυτή με πρωτόδιωξε.»

«Και γιατί;»

«Σας το ‘πε η ίδια. Αφορμή εγώ δεν της έδωκα!»

«Η ίδια είπε πως την παρακολουθούσες όπου κι αν επήγαινε, πως ήθελες να την απατήσεις και πως γι' αυτό ηθέλησε να πουλήσει τα ζα της και να σε διώξει, για να μη μιλήσει κι ο κόσμος».

«Δε θα ‘πε έτσι. Κι αν τόπε, γελιέται... Κι όμως ήξερε πως την αγαπούσε ο Τουρκόγιαννος, κι εκείνηνε και το σπίτι της!» Κι αναστέναξε.

Οι ένορκοι και το δικαστήριον έδειχναν ανυπομονησία. Ο τρόπος του κατηγορούμενου τους εκούραζε. Και τώρα ένας ένορκος, ένας ψηλός καλοντυμένος κύριος, με ματογυάλια κι αυτός στ' άσκημο και ψυχρό πρόσωπό του, παρεκάλεσε με ζητημένη ευγένεια τον Πρόεδρο:

«Ρωτήσετε, παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε, τον κατηγορούμενο, αν είχε ποτέ ερωτική σχέση με τη γυναίκα του φονευμένου;»

«Απάντησε, κατηγορούμενε», είπε ο Πρόεδρος.

«Είναι γραμμένα:» είπε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος· «Δε θα ευχαριστήσεις τη σάρκα σου παρά με τη στεφανωτικιά σου γυναίκα, κι εγώ είμαι ανύπαντρος. Ας έρθουν όλοι οι γιατροί της χώρας να με ξετάσουν. Δεν έπεσα ποτέ μου με γυναίκα. Το σώμα του ανθρώπου, λένε, γνωρίζεται...

Όλο το δικαστήριο εγέλασε για πολλή ώρα. Ο Πρόεδρος ξανασήμανε τέλος το κουδούνι, κι ο Τουρκόγιαννος ασυγκίνητος ξακολούθησε: «Το ψωμί μου το ‘φαγα τιμημένο στο σπίτι του Αράθυμου· ας το μαρτυρήσει η Μαργαρίτα...

«Πόσα χρόνια έμεινες σ' αυτό το σπίτι;»

«Λίγο. Δε θυμούμαι. Ένα χρόνο; δύο...περσότερο.»

Κι έπειτα τον ερώτησε πάλι ο Πρόεδρος για την περασμένη ζωή του, κι εδιηγήθηκε τα χρόνια της ξενιτιάς του, και τα παιδικά του χρόνια και τη γέννησή του, και μόνο για την αγάπη του, τη μοναχή του αγάπη δεν εμίλησε, ούτε επρόφερε τ’ όνομα της Μαργαρίτας.

Ο Πρόεδρος ερώτησε τον εισαγγελέα πρώτα και κατόπι την υπεράσπιση αν είχαν κι αυτοί να ρωτήσουν κάτι. Και μόνο ο δικηγόρος του Τουρκόγιαννου, ένας νέος ψηλός, λιγνός, κοντόφθαλμος πολύ και ποινικολόγος περίφημος σηκώθηκε κι είπε:

«Παρακαλώ, κύριοι ένορκοι, σημειώσατε ότι από τον παράδοξο και ιδιόρρυθμο τρόπο του κατηγορουμένου προκύπτει καθαρά κάποια του φρενοβλάβεια. Ο Λομπρόζο θα τον καταλόγιζε μεταξύ των μυστικοπαθών, η εγκράτειά του είναι τρανή απόδειξη. Ο κατηγορούμενος πρέπει να θεωρηθεί ακαταλόγιστος.»

«Δεν είμαι» τον αντίσκοψε ήσυχα ο Τουρκόγιαννος.

«Έγινε ψυχιατρική εξέταση;» ξαναρώτησε ο δικηγόρος.

«Δεν υπάρχει καμία έκθεση» είπε ο Πρόεδρος.

«Προτείνω» είπε πάλι ο δικηγόρος «να αναβληθεί η δίκη και να εξεταστεί ο κατηγορούμενος από ειδικούς γιατρούς.

Οι ένορκοι έδειξαν αμέσως την ευχαρίστηση τους, θα ετέλειωνεν ενωρίς αυτήν την ημέρα, δε θα ‘χαν κιόλας να βγάλουν μια βαριά απόφαση. Ο Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι και διέκοψε τη συνεδρίαση για ένα τέταρτο της ώρας. Έπειτα επήρε στο χέρι το βιβλίο του ποινικού νόμου, το άνοιξε, έκρυψε πίσω απ’ αυτό το πρόσωπό του, έκαμε νόημα στους άλλους συνέδρους να σκύψουν σιμά του, κι έτσι και οι τρεις πίσω από το βιβλίο, εσυζήτησαν χαμηλόφωνα λίγες στιγμές, κι έβγαλαν την απόφαση. Ο ένας σύνεδρος έπειτα εβγήκε για να καπνίσει.

Μισή ώρα έπειτα ξανάρχισε η συνεδρίαση. Ο πρόεδρος εδιάβασε την απόφαση που ‘χαν βγάλει. Το δικαστήριο δεν παραδεχόταν τη πρόταση του δικηγόρου.

«Μία ερώτηση, κύριε Πρόεδρε», είπε πάλι ανυπόμονα ο ένορκος γιατρός. «Παρατηρήθηκαν στα ρούχα του κατηγορουμένου κηλίδες από αίμα;»

«Η ανάκριση,» είπε ο Πρόεδρος συγχυσμένος κάπως «δεν αναφέρει τίποτα!»

«Μπορεί, γιατρέ,» είπε ο ένορκος με το παιδιάστικο πρόσωπο, «ν’ άλλαξε ρούχα για το έγκλημα και να τα αφάνισε έπειτα.»

«Κι ευρέθηκαν», ξαναρώτησε ο γιατρός «τα χρήματα;»

«Η ανάκριση δεν αναφέρει τίποτα», ξανάπε ο Πρόεδρος, κι εσήμανε νευρικός το κουδούνι.

«Δεν ήτανε κουτός για να τα βαστάξει απάνω του!» είπε ο νέος.

«Μία άλλη ερώτηση, Κύριε Πρόεδρε, είπε ο γιατρός. Εξέτασε ο ανακριτής, αν πραγματικά κανείς δεν επήγε στο ακατοίκητο καλύβι;»

«Αυτό αποδείχτηκε από τη διαδικασία,» είπε ο Πρόεδρος.

«Ποιανού χτήμα είναι το καλύβι,» ερώτησε ο γιατρός.

«Του Αράθυμου, του αδικοσκοτωμένου», αποκρίθηκε ο Τουρκόγιαννος.

«Τώρα,» είπε ο νέος ένορκος θα καθίζουμε εδώ να ξενυχίζουμε κάθε ψέμα του κατηγορουμένου; Δε βαριέσαι, γιατρέ!»

Ο Πρόεδρος ξανασήμανε το κουδούνι του· κι ο γιατρός έριξε ένα τρομερό βλέμμα στο συνάδελφό του.

«Ο Εισαγγελέας έχει το λόγο,» είπε ο Πρόεδρος.

Κι άρχισε αμέσως να μιλεί με δυνατή φωνή και με πολλή ρητορία ο περίφημος Εισαγελέας. Δέκα φορές, ενώ εμιλούσε, ο Τουρκόγιαννος ηθέλησε να σηκωθεί και να αντισκόψει, μα οι χωροφύλακες τον κρατούσαν και του εκλειούσαν με το χέρι στο στόμα όταν άρχιζε να προφέρει κάποια λέξη. Κι ο άγριος άνθρωπος, ενώ ερητόρευε, τον έδειχνε με το δάχτυλο, τον εκοίταζε τρομερά, άσπλαχνα και με μίσος, κάθε του λόγος ήταν μία βρισιά, μία καταφρόνια, μία συκοφαντία, τον έλεγε κάθε τόσο ληστή, φονιά, κλέφτη, υποκριτή, μαύρη ψυχή, μεγάλον κακούργο και άνθρωπο πολύ επικίντυνο. Κι ο Τουρκόγιαννος είχε πλια απελπιστεί και μία λύπη βαθιά και βαριά είχε πλακώσει την ορφανή καρδιά του ιδρός κρύος τον έλουζε, γιατί εντρεπότουν τον κόσμο που άκουε τόσες βρισιές, και τα μάτια του έσταζαν αδιάκοπα κι αναστέναζε με παράπονο. Ο Εισαγγελέας εμίλησε σ' αυτόν τον τρόπο για μισή ώρα και τελειώνοντας εζήτησε τη θανατική ποινή.

Εμίλησε κατόπι κι ο συνήγορος. Απ’ όταν άνοιξε το στόμα εφάνηκε πως ούτε αυτός δεν επίστευε αληθινά στην αθωότητα του Τουρκόγιαννου. Τον εχαρακτήρισε ανισόρροπο και επομένως ανεύθυνο. Ανέφερε τον Λομπρόζο, τον Κραφτ Έβνιγκ, τον Καράρα, κι άλλους εγκληματολόγους και σοφούς, είπε πως ο κατηγορούμενος ήταν τόσον θρήσκος που ήταν αδύνατο να τον υποθέσει κανείς εγκληματία ή τουλάχιστο κοινόν εγκληματία. Είπε πως μάρτυρας του φόνου δεν είχε παρουσιαστεί κανένας, και μολονότι επαίνεσε την αγόρευση του Εισαγγελέα που θ’ άφηνε βέβαια εποχή στα δικαστικά χρονικά, είπε πως οι ένορκοι δεν έπρεπε να παραδεχθούν την πρότασή του και με την ετυμηγορία τους να στείλουν τον άνθρωπο στη λαιμητόμο, γιατί ενδεχόμενο ήταν να εθανάτωναν έτσι έναν αθώο, μα πως το εναντίο, αν είχαν σχηματίσει πεποίθηση πως ήταν ένοχος, έπρεπε να παραδεχθούν τουλάχιστον τη μέτρια σύγχυση και να του χαρίσουν έτσι τη ζωή, αφού μάλιστα, κι αν οι ένορκοι δεν επαραδέχονταν πως ο Τουρκόγιαννος υπόφερνε από φρενοβλάβεια, καθώς καθαρά εφαινότουν από τη μυστικοπάθειά του, αυτός θα ‘χε κάμει την πράξη θυμωμένος ακόμη, γιατί δυο μέρες πριν ο Αράθυμος τον είχε δείρει, και η νευρική ταραχή, σύμφωνα με νομικές και γιατροδικαστικές εξοχότητες, και δύο και τρεις και περισσότερες μέρες...

Κι ο καλός δικηγόρος δεν ήξερε να εξηγήσει, ούτε να κάμει να αιστανθούν οι άλλοι την άπειρη καλοσύνη και την αγάπη, που επλημμύριζαν την αθώα παιδιάστικη καρδιά του μάρτυρα!

Ο Εισαγγελέας δεν εδευτερολόγησε. Ο Πρόεδρος εδιάκοψε τη συνεδρίαση και οι ένορκοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιό τους για να συσκεφτούνε. Έμειναν πολλές ώρες κλεισμένοι. Και στην ετυμηγορία τους τέλος παρεδέχτηχαν το φόνο και τη μέτρια σύγχυση και το Δικαστήριο κατεδίκασε τον Τουρκόγιαννο σε ισόβια δεσμά.

9

Μετά βίας εμπόρεσε να καταλάβει την καταδίκη του. Ήθελε να φωνάξει, να μιλήσει, να πει στους δικαστές του πως είχαν γελαστεί. Δεν είχε αποδειχτεί αρκετά σ' όλη τη δίκη πως οι κατήγοροί του έλεγαν ψέματα, δεν εφαινότουν αρκετά πως αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να ‘ναι φονιάς; Γιατί λοιπόν τον έπαιρναν στη φυλακή επιζωή του, και γιατί είχε αφήσει ο Θεός να του γίνει τέτοια αδικία; Μα ο Πρόεδρος ωστόσο είχε διαλύσει τη συνεδρίαση, και οι χωροφύλακες του φόρεσαν αμέσως τες σιδερένιες χεροπέδες, τον έδεσαν μ' ένα σκοινί και τον επρόσταξαν να ‘ρθει μαζί τους. Στο ακροατήριο ήταν ακόμα κόσμος πολύς, και τον εκοίταζαν όλοι με περιέργεια και κάτι εμουρμούριζαν στο διάβα του, και φαινόνταν ευχαριστημένοι από τη δίκαια απόφαση. Κι έπειτα στο δρόμο, στο φως της ημέρας, (ήταν ακόμα απόγεμα), ο Τουρκόγιαννος δεμένος επερπατούσε με χαμηλωμένο βλέφαρο, εντρεπότουν τους ανθρώπους που τον έβλεπαν στη μέση από τους χωροφύλακες κι εσταματούσαν στο διάβα του για να τον κοιτάζουν. Μα επήγαινε περίλυπος, ξέροντας πως δεν μπορούσε ν' αντισταθεί σ' εκείνην την ατυχία, κι όλον το δρόμο δεν επρόφερε ούτε μία λέξη, ώσπου σε κάμποση ώρα έφτασε στο Σωφρονιστήριο, έξω από τη χώρα...

Εκεί το ίδιο βράδυ τον εκούρεψαν, του ξύρισαν το γένι, του φόρεσαν αμέσως τη στολή της φυλακής, του ΄καμε ο αρχιφύλακας μία μακρινή θεωρία, που δεν την εκατάλαβε και τον παρέλαβε τέλος ένας δεσμοφύλακας, ένας νέος ήμερος στην όψη, που άνοιξε πρώτα μία μεγάλη σιδερένια πόρτα, και μία μικρότερην έπειτα, τον πέρασε από μιαν τριγωνική αυλή, τον έφερε σ' ένα μικρό κελί, τον έκλεισε μέσα και τον κλείδωσε με δύο χοντρά μάνταλα που έστριβαν τρομερά στ' αυτιά του. Κι ο κρότος αυτός τον εξύπνησε σαν από ένα βαθύν ύπνο, που να τον είχε βυθίσει σ' όνειρα τρομερά άλλου κόσμου· κι εκοίταξε τρομαγμένος ολόγυρά του το μικρό σκοτεινό κελί. Ήταν ολομόναχος. Αισθανόνταν μίαν απέραντη λύπη που του πάγωνε την καρδιά και μία ζέστη στο μυαλό που δεν τον άφηνε να καταλάβει ξάστερα τι πραγματικά του συνέβαινε, κι εσυνόδευε κείνη τη ζάλη ένας αόριστος φόβος που τον έκανε να τρέμει, και κάθε τόσο περνούσε μπρος στα μάτια του λυπημένη η θωρά της Μαργαρίτας, όπως την είχε ιδεί στο κριτήριο, και κείνη η θωριά τον έκανε κιόλας να θυμάται τον Πέτρο Πέππονα, που ‘χε βουληθεί να τον ανεβάσει στη λαιμητόμο και που αυτός τον είχε κλείσει σε κείνην τη φυλακή. Και τ' αυτιά του εβούϊζαν και τα μάτια του δεν έβλεπαν ξάστερα, κι η ζάλη του όλο εμεγάλωνε κι έμοιαζε σαν μια άσκημη μέθη, που του σκότιζε τη σκέψη, του σύγχυζε όλες τες ιδέες, τον έκανε να λησμονά τα τωρινά και ή θυμάται κομματιαστά τα περασμένα, χωρίς να μπορεί ο νους του να τα συναρμολογήσει. Δεν είχε καταλάβει ούτε τη σοβαρή διδαχή του αρχιφύλακα, ούτε τες άγριες φοβέρες του φύλακα με την ήμερη όψη, κι ούτε στην τριγωνική αυλή της φυλακής δεν είδε τους άλλους κατάδικους που τον ανάμεναν, άλλοι μ' ένα χαμόγελο θαυμασμού για το μεγάλο του έγκλημα και που ήθελαν να γιορτάσουν τον ερχομό του, άλλοι μ' ένα συμπονετικό ανάβλεμμα, κι εξύπνησε μόνο μία στιγμή για ν' ακούσει να μανταλώνεται απ’ έξω η μικρή πόρτα του κελιού και να στρίβει φοβερά το μεγάλο κλειδί στη βαριά κλειδαριά της. Κι εκείνο το στρίξιμο του ξαναρχότουν αδιάκοπα στ' αυτιά, κι ένα βαρύ χέρι του ‘σφιγγε την καρδιά και το λαρύγγι· και μία ανατριχίλα στενοχώριας εδιάβαινε απ’ όλο το σαστισμένο κορμί του.

Εκοίταξε πάλι ολόγυρά του το μικρό πλακοστρωμένο και κρύο κελί του που θα ‘ταν για πάντα, για όλα τα χρόνια της ζωής του η κατοικία του! Για πάντα!... Άλλα έπιπλα δεν είχε παρά ένα στενό κρεβάτι χωρίς στρώμα, κι ένα κόνισμα στο σοβαντισμένο τοίχο. Μία μαύρη και θλιβερή απελπισία τον εκυρίεψε. «Για πάντα κατάδικος!» είπε μία στιγμή με το νου του. Κι εκάθισε πάνου στο χαμηλό κρεβάτι κι ακούμπησε στα δυο του χέρια το κεφάλι κι αναστέναξε πονεμένα. Κι εφαντάστηκε πως η μάνα του η Αρετή, με τα κουρελιασμένα της ρούχα, εχόρευε μέσα στο καλύβι του πατέρα της Μαργαρίτας, όπου είχαν κατοικήσει στα παιδικά του χρόνια, κι ο Πέτρος Πέππονας ήταν σιμά της. Τον είχε παιδί της. Κι η Μαργαρίτα ήταν άντρας κι εμιλούσε πειραχτικά της μάνας του, όπως τόσοι άντρες, σε τόσα χωριά, όπου μαζί του, σαν ήταν άγνωρο παιδί, είχε ζητιανέψει, κι ήταν εκεί κι ο Γιώργης Αράθυμος με τη μεγάλη πληγή στο στήθος, κι εγελούσε κι η πληγή ήταν βρύση, κι επλημμύριζε αίματα όλο το καλύβι, τόσο που η κουρελιάρα χορεύτρα δεν είχε πλια που να πατήσει. Κι επανήρθε στον εαυτό του κατατρομαγμένος. «Για πάντα κατάδικος» ξανάπε με το νου του. «Ω τρελαίνομαι.!» Κι ο καλός άνθρωπος αναζητούσε μέσα του ποια σφάλματα της ζωής του τον είχαν φέρει σε τόση δυστυχία, ποια ήταν η αιτία που ‘χε κάμει να τυφλωθούν τόσοι άνθρωποι, οι χωριανοί του, οι δικαστές, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, που είχαν μαρτυρήσει εναντίον του και τον είχαν καταδικάσει, ενώ αυτός ήξερε πως ο κόσμος ήταν καλός, σπλαχνιτικός, δίκαιος, γιατί με το έλεός του είχε ζήσει αυτός παιδί κι η μάνα του μία ξένη ζητιάνα, κι ως τα τώρα από ξένα χέρια παντού είχε βρει γλυκό ψωμί κι από τόσες καλές καρδιές θεοτική συμπάθεια. Και δεν εύρισκε κρίμα κανένα σ' όλην την αθώα ζωή του· καμία κακοσύνη που να μπορούσε να ξηγήσει τη φοβερή τιμωρία! Και πάλι ο νους του αναστατώθηκε κι έχασε τη σκέψη για κάμποση ώρα. Κι όταν πάλι συνήρθε, τρέμοντας όλος, εκατάλαβε πως περπατούσε μέσα στο στενόχωρο κελί του. Ήταν στενό, πολύ στενό, κι ήταν κλεισμένο! Εκοίταξε όξω από το μικρό φεγγίτη την αυλή της φυλακής του. Εκείνην την ώρα ήταν έρημη. Αυτιάστηκε την άκρα σιωπή που εβασίλευε σ' όλο το μεγάλο χτίριο, σα να μην ήταν καθόλου κατοικημένο, κι η στενοχώρια του εμεγάλωσε. Ο κόμπος που ‘χε αιστανθεί στο λαιμό του εκόντευε να τον πνίξει. Απελπισμένος έπεσε στο κρεβάτι του· ήταν κουρασμένος πολύ κι ηθέλησε να κλάψει. Μα τα δάκρυα δεν ηθέλησαν να βγουν από τα στεγνά του μάτια και τον έπνιγαν και τον επονούσαν, κι επεθύμησε τότες ολομεμιάς τη λύτρωση του θανάτου. Τα μαλλιά του ορθώθηκαν και τα μάτια του άνοιξαν κι επετάχτηκε πάλι από το κρεβάτι κι ευρέθηκε ορθός στη μέση του κελιού του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, εδοκίμαζε τώρα μίσος για την άθλια ζωή, η ψυχή του επαναστατούσε ενάντια στην αδικία που του εγενότουν, ενάντια στην απόφαση των άδικων ανθρώπων που τον είχαν ρίξει σ' εκείνην τη φυλακή για όλο το μάκρος της άχαρης ζωής του, ενώ έξω, στον ελεύτερο κόσμο, η ζωή ήταν τόση όμορφη, όλη γεμάτη χρήσιμο έργο, και οι άνθρωποι τόσο καλοί! Και πρώτη φορά στη ζωή του εθύμωσε με τον εαυτό του, γιατί άναντρα είχε αφήσει να τον κλείσουν εκεί μέσα και δεν είχε αντισταθεί, ούτε στους χωροφύλακες που τον έπιασαν στην εκκλησιά, ούτε στους δεσμοφύλακες που τον εκλείδωναν σ' εκείνο το κελί, και δεν είχε προτιμήσει να πεθάνει. Κι η ψυχή του του επρόσταξε να κάμει τώρα μίαν μεγάλη πράξη: να λευτερωθεί ή να μηδενίσει την ύπαρξή του. Μα τα μάνταλα ήσαν δυνατά κι ανθρώπου χέρι βέβαια δε θα μπορούσε να τα χαλάσει, και οι πόρτες της φυλακής ήταν σιδερένιες και φύλακες εφύλαγαν παντού και στρατιώτες με εφ' όπλου τη λόγχη και οι τοίχοι της φυλακής ήταν πολύ ψηλοί, διπλοί και χοντροί. Κι απελπισμένος από αυτούς τους στοχασμούς ο κατάδικος έπεσε καταγής κι εχτύπησε με δύναμη το κεφάλι του στες πλάκες για να το σπάσει. Άκουσε ένα δυνατό πόνο, έφερε το χέρι στο κούτελο κι εκατάλαβε όμως πως δεν το ‘χε ανοίξει. Εβάλθηκε τότε να το χτυπά δυνατότερα και χωρίς διακοπή. Μα ο πόνος τέλος τον εσταμάτησε, κι οι χτύποι τον έκαμαν να λιγοθυμήσει. Κι όταν πάλι συνήρθε εκατάλαβε πως ήταν νύχτα, κι ήταν όλος παγωμένος κι εκρύωνε, κι έτρεμε κι ετουρτούριζαν τα δόντια του από το κρύο. Αθέλητα εσηκώθηκε εζήτησε μέσα στο σκοτάδι το κρεβάτι του, ετυλίχτηκε με τη μάλλινη κουβέρτα κι εξαπλώθηκε ανάσκελα. Κι έμεινε έτσι με τα μάτια ανοιχτά, με τ' αυτιά τεντωμένα παραμονεύοντας της νυχτός το σκοτάδι. Το κρύο τον ετίναξε για καμπόση ώρα. Κι έπειτα είδε πάλι ονείρατα. Ήταν μισεμένος κι έβλεπε σα σ' όνειρα το μακρινό χωριό του. Και το χωριό του ήταν σαν ένας άλλος όμορφος κόσμος με τες πολλές του, παλιές ευλογημένες ελιές σ' όλες του τες ράχες, σ' όλες του τες λαγγάδες, σ' όλα του τα πλάγια.

Τα κυπαρίσια εμαύριζαν εδώ κι εκεί, βγαίνοντας μέσα από τους ελαιώνες, προσπαθώντας να φτάσουν με την κορφή τους τα ουράνια, τα λιβάδια επρασίνιζαν· τα πλούσια χωράφια ήταν θάλασσες από γεννήματα, τη φαιδρή τροφή του ανθρώπου... η μεγάλη θυγατέρα της Μαργαρίτας έπαιρνε με το σχοινί την αγαπημένη της προβατίνα, τα δύο αγόρια επήγαιναν σχολείο, τραγουδώντας το ένα, σφυρίζοντας τ’ άλλο, μ' ένα μεγάλο κομμάτι καθάριο ψωμί το καθένα στο χέρι τους· τα δύο καλά καματερά, ο Περδίκης κι ο Παρασκευάς, τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε γεννηθεί μέρα Παρασκευή, δεν είχαν σφαχτεί, κι ήταν δεμένα κάτου από την πορτοκαλιά, σιμά στο καλύβι του Αράθυμου, κι εκουνούσαν τες ουρές τους για να διώχνουν τες μύγες, κι ο Περδίκης εξυούσε τον τράχηλό του πάνου στον κορμό του δέντρου. Κι ο Αράθυμος δεν είχε πεθάνει, είχε γιατρευτεί από τη μεγάλη κατάστηθη πληγή του, ή είχε αναστηθεί από τον άλλο κόσμο...

Κι αυτή η εικόνα τού ξανάφερε στο νου τον Αράθυμο, σκοτωμένον ξαπλωμένον στη μέση της όμορφης εκκλησιάς του χωριού, που ήταν γεμάτη κόσμο και σιμά στο λείψανο ήταν η Μαργαρίτα, που εδερνότουν, εμοιρολογούσε κι έκλαιγε, κι ο Πέτρος ο Πέππονας με το πικρό του χαλόγελο στο χείλι και οι παπάδες έψαλαν το λείψανο του αδικοσκοτωμένου... Κι έπειτα είδε μέσα σ' εκείνην την εκκλησιά και τον εαυτό του με τα μακριά μαλλιά που δεν τα ‘χε πλια στο κεφάλι και σκέπαζαν τ' αυτιά και που κατέβαιναν σα φιτίλια στον τράχηλο, με τα αριά του γένια, που πλια τώρα δεν τα ‘χε ούτε κι εκείνα, με το στραβό ραβδί του στο ‘να χέρι και με το μικρό του μπόγο στ’ άλλο του χέρι, κι είδε τέλος τους χωροφύλακες που εκεί στην εκκλησιά και μπρος σ’ όλον τον κόσμο, εχυμούοαν απάνω του σα για να τόνε σκοτώσουν κι εκείνον, τον έριχναν χάμου, τον εσφιχτόδεναν και τον πρόσταζαν να τους ακολουθήσει, χωρίς αυτός να ξέρει πού τον έπαιρναν, ούτε γιατί τον είχαν δέσει... Κι έπειτα είδε την άλλη φυλακή όπου τον είχαν κλείσει, για προφυλάκιση, μία φυλακή πρόσχαρη, γεμάτη κόσμο. Όλοι οι φυλακισμένοι ήταν μαζί· κόσμος ήμερος κι αγαθός, που ‘χαν κάμει κάποιαν παράνομη πράξη σε μια στιγμή θυμού, μέθης ή ανάγκης ή που ‘χαν κάμει κάτι που βέβαια λάθος δεν ήταν. Ω αυτή η φυλακή δεν είχε διαφορά από τον άλλον κόσμο! Και ξανάβλεπε με το νου του ένα ένα όλα τα πρόσωπα των ανθρώπων που μαζί του είχαν μείνει δέκα μήνες, και που τώρα πλια δε θα τους ξανάβλεπε... Κι εθυμήθηκε τη σημερινή του δίκη! Ω πως τον είχε ζαλίσει η φωνή της Μαργαρίτας! κι ηθέλησε να την ξανακούσουν τ’ αυτιά του εκείνην τη φωνή να βγαίνει μέσα από το σκοτάδι της φυλακής του... Κι αντίς δεν άκουσε τίποτα για πολλήν ώρα. Τώρα είχε ζεσταθεί κομμάτι. Κι ολομεμιάς τον έσκιαξε το φωνατό του φρουρού που από τρίτο καμίνι έκραζε μ' όση δύναμη είχε.«Φύλακες, γρηγορείτε!» κι έπειτα η βαθιά σιωπή που εγίνηκε μονομιάς!...

Τώρα ούτε η θρησκεία δεν του ‘δινε παρηγοριά, γιατί είχε κλονιστεί η αθώα πίστη στη Δικαιοσύνη και την καλοσύνη της θείας Πρόνοιας. Γιατί να ‘ναι αυτός στη φυλακή κι ο κακούργος που ‘χε αληθινά σκοτώσει τον Αράθυμο να χαίρεται τον όμορφο κόσμο και να χαίρεται το κέρδος της ληστείας; Και ποιος ήταν αυτός ο φονιάς; Ο Τουρκόγιαννος δεν ήξερε, όχι δεν ήξερε, δεν ήθελε ούτε να τον υποψιάσει!... όχι, δε θα ‘ταν ο Πέτρος, όχι... και σε κάθε περίσταση δε θα ‘ξερε τίποτα η Μαργαρίτα... και δεν ήταν βέβαια αγαπητικιά του, τώρα που είχε χηρέψει... Κι έφερε πάλι στο νου του το μεγάλο πρόβλημα: γιατί τόσοι άλλοι κακοποιοί ανθρώποι περπατούσαν ελεύτεροι στον κόσμο κι εχαιρόνταν τ’ αγαθά του, κι έσπερναν παντού τη διχόνοια και τον πόνο και το μίσος! Γιατί εβασίλευε τόση αδικία κι υπόφερναν τα αγαθά τα πλάσματα, τ' αθώα παιδάκια, οι αγαθοί άνθρωποι και τ' αγαθά τα ζώα, σαν τα καματερά του Αράθυμου;

Και μία παρήγορη δειλή φωνή του ‘πε από τα βάθη της καρδιάς του, πως το μυστήριο αυτό, όπως και τόσα άλλα μυστήρια της δημιουργίας, μόνο οι πεθαμένοι, πηγαίνοντας στον κόσμο της Αλήθειας μπορούσαν να το ξεδιαλύνουν, και θυμήθηκε τότες τον καλό δάσκαλο της ξενιτιάς που ακόμη θα ‘ταν μαζί του, αν ο θεός δεν τον είχε κράξει σιμά του. Κι αναστέναξε. Κι εζήλεψε πάλι τη λύτρωση του θανάτου. Γιατί δεν τον έκραζε κι αυτόν αμέσως ο θεός σιμά σου, σιμά στον άλλο δάσκαλο που τώρα θα ‘χε μάθει τόσα άλλα μυστήρια;

Μα καθώς αναστέναξε του πόνεσε δυνατά το κεφάλι κι εκατάλαβε πως δε θα ‘χε ποτέ τη δύναμη να το συντρίψει κι απεφάσισε να βρει άλλον ευκολότερο θάνατο· να πεθάνω της πείνας.

Μ' αυτήν την απόφαση έκλεισε τα βλέφαρα· κι ένα κλάμα δυνατό και πολύδακρυ, πο’ ‘βγαινε από τα βάθη της καρδιάς του, τον ετίναξε σύγκορμον, και το κλάμα αυτό εβάσταξε ώρα πολλή μες στη σιγή της νύχτας και τον αλάφρωσε. Και ο ύπνος τέλος τον έκαμε να λησμονήσει ως στην αυγή τη βαριά συφορά του...

10

Ήτανε πάλι άνοιξη. Μάρτης. Το μεσημέρι είχε περάσει από δύο ώρες, κι ο ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθάριο γαλάζιον ουρανό, όπου σύγνεφα άσπρα και σταχτιά ανάλαφρα εταξίδευαν. Κι όλοι οι χωριάτες ήταν στον κάμπο κι εδούλευαν παντού τα χωράφια: έσκαφταν τη γη, ξερίζωναν το πράσινο χόρτο, έσπερναν την οψιμιά, και κείνην την ώρα μάλιστα η εργασία ήταν σ' όλην την άναψή της, σα να βιαζότουν καθένας εκείνο το απομεσήμερο ή να τελειώσει το έργο του, ή ν' αφήσει λιγότερη δουλειά για την ημέρα που θα ξημέρωνε.

Κι ο Πέτρος Πέππονας επιστατούσε στ’ όργωμα του χωραφιού του σκοτωμένου. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος όλη μέρα κι εκαθότουν τώρα δίπλα στη μικρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιού, απάνου σ' ένα χοντρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πο’ ‘ριχνε το ίδιο το καλύβι· ο άσκημος μαύρος κι άσπρος σκύλος του Αράθυμου ήταν κουλουριασμένος μπροστά στα πόδια του.

Και σκεφτικός εκοίταζε το ζευγάρι που εβάδιζε οκνά οκνά μέσα στο μεγάλο χωράφι, ανασηκώνοντας με το γυνί τα χώματα· κι ο ξένος ζευγολάτης από πίσω εφώναζε παράξενα τα ζα του και τα κεντούσε για να μην αποκοιμιώνται. Και τα δύο θεόρατα ζώα, κόκκινα και τα δύο, έσκυφταν κάτου από το βαρύ ζυγό το κεφάλι τους ως τη γη, είχαν ακουμπήσει το ένα απάνου στ’ άλλο, κι έμεναν μία στιγμή σταματημένα, ρίχνοντας όλο το βάρος του μεγάλου κορμιού τους στα εμπρός, στέκοντας ορθά στα τρία πόδια κι έτοιμα με το τέταρτο να προχωρήσουν, όταν ο σβόλος θα ξεκολλούσε από τα σπλάχνα της γης, και τα μούσκουλά τους ήταν φουσκωμένα κι έδειχναν πως έβαζαν όλα τα δυνατά τους, και καθαυτό τη στιγμή που ο ζευγολάτης είχε βάλει ένα παράξενο φωνατό, έκαμαν μίαν τελευταία προσπάθεια, εμούτρισαν έξαφνα προς τα εμπρός, έκαμαν δύο τρία βιαστικά πατήματα, σα να ‘θελαν να πέσουν, συρμένα από την ίδια τους τη δύναμη, ενώ το γυνί αναπέταξε ένα χοντρό γυαλιστερό, μαύρο σβόλο, γεμάτον άσπρες ρίζες άγριου χόρτου, κι εστάθηκαν τέλος. Το γυνί έλαμψε στον ήλιο και σε μία στιγμή τα ζώα αναστηλώθηκαν πάλι για μία καινούργια προσπάθεια.

Κι ακολουθούσε τ' άροτρο, το ίδιο το παιδί της Μαργαρίτας, ο Θανασούλης, για να ρίχνει το αραποσίτι σπυρί σπυρί στο αυλάκι, που ανάσκαφταν τα βόδια, και κατόπι η Μαργαρίτα με τη θυγατέρα της έτριβαν με τες αξίνες τους σβόλους και σκύφτοντας ξεδιαλέγαν τες άγριες ρίζες· κι ήταν εκείνο το βράδυ η Μαργαρίτα βαρύθυμη κι εμιλούσε λίγο. Κι εδούλεψαν έτσι δύο ολόκληρες ώρες ακόμη.

«Στον αγερμό θα λύσουμε!» του φώναξε ο Πέτρος από τη θέση του.

Κι αυτά τα λόγια αντήχησαν παράξενα μέσα στην ψυχή της Μαργαρίτας, γιατί την έκαμαν να θυμηθεί, πως πέρσι την ίδιαν ώρα τα ‘χε προφέρει κι ο Αράθυμος από τη θέση, όπου εκαθότουν, δίπλα στη μικρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιού. Κι ανασήκωσε το κεφάλι της, σα να τον γύρευε, κι εκοίταξε τον Πέτρο κι αναστέναξε.

«Τον εθυμήθηκε πάλι» εσυλλογίστηκε πικρά ο Πέτρος. Και σε μια στιγμή ξαναφώναξε του ζευγολάτη: «Λύσε! Σε δύο τρεις ώρες αύριο τελειώνουμε!»

Ο σκύλος είχε ξυπνήσει, εχασμουρήθηκε και ξανακάθισε χάμου μ' απλωτά τα μπροστά του πόδια κι ορθό το κεφάλι. Ο ήλιος είχε πάρει τον κατήφορο κι είχε κοκκινίσει. Κι η Μαργαρίτα ανατινάχτηκε πάλι κι εκοίταξε κατά το καλύβι σα για να βεβαιωθεί πως η προσταγή εκείνη δεν είχε βγει αληθινά από τα χείλη του Αράθυμου.

Και ο ζευγολάτης έμπηξε βαθιά το γυνί στη γη κι έλυσε αμέσως τα ζώα κι αυτά ξεκίνησαν βαριά βαριά προς την καλύβα και δε σταμάτησαν παρά στο συνηθισμένο δέντρο, όπου εκεί ο Τουρκόγιανος έδενε πάντα τα δύο καματερά τους, τον Περδίκη και τον Παρασκευά, που τώρα πλια δεν εζούσαν ούτε κείνα. Και κατόπι στο ζευγολάτη ερχόταν η Μαργαρίτα με τα δύο παιδιά της κι έσμιξαν όλοι τον Πέτρο σιμά στου καλυβιού την πόρτα.

«Τι έχεις;» της είπε χαμηλόφωνα και χωρίς να ανασηκώσει ούτε τα μάτια.

«Εστάθηκε πάντα τόσο καλός μαζί μου!» του αποκρίθηκε... «Κι έλαβε τέτοιο θάνατο!... Κι ακόμα θα ζούσε, αν δεν τον έκανα να πουλήσει τα βόδια!»

«Ήτανε τυχερό του!» είπε ο Πέτρος βαρύθυμος.

«Έλαβε τέτοιο θάνατο!» ξανάπε αναστενάζοντας η Μαργαρίτα.

«Η ζωή είναι για τους ζωντανούς!» ξανάπε ο Πέτρος με βραχνή φωνή.

Κι η Μαργαρίτα έμεινε ακίνητη μπροστά του, εχαμήλωσε το βλέμμα κι εσταύρωσε τα χέρια της. Της ερχότουν στο νου ο αγαθός χωριάτης με τα μακριά του ξανθά μουστάκια, που μαζί του είχε ζήσει τόσα χρόνια, και που κακό δεν είχε γνωρίσει από το χέρι του. Πόση διαφορά είχε αυτός από τους άλλους άνδρες! Έδερναν όλοι τες γυναίκες τους, εκείνος ποτέ!

Κι αυτή τον εγελούσε το δόλιο με τον Πέτρο, πέντε ολάκερα χρόνια· και η αγαθή καρδιά του δεν είχε υποψιάσει τίποτα, παρά είχε πεθάνει πιστεύοντας στη φρονιμάδα της, στο μυαλό της, στη νοικοκυροσύνη της. Γι' αυτό την είχε αληθινά λυπήσει ο θάνατός του· και δεν της είχε περάσει από το νου η ιδέα, πως το τέλος του έφερνε διόρθωση στη ζωή της κι είχε σταθεί τόσο σκληρό, τόσο μαρτυρημένο εκείνο το τέλος, που δεν ημπορούσε να λησμονήσει ακόμη πως αυτή η ίδια είχε σταθεί η αφορμή του... Εκείνον δεν τον είχε πάρει από αγάπη, ούτε αυτός τη Μαργαρίτα· αλλά στο σπίτι τους ο θεός είχε δώκει την ευλογία του· και θα περνούσε μαζί του ήσυχη κι ατάραχη η ζωή, αν δε είχε βρεθεί σιμά της ο Πέτρος... Ο Πέτρος, που ήταν άντρας της τώρα! ...

Τον εκοίταξε με μία γλυκιά ματιά κι εκαμάρωσε τα πλατιά του στήθη και το αντρίκιο πρόσωπό του, κι αυτός της χαμογέλασε.

Τώρα ο ζευγολάτης είχε καθίσει σιμά στον Πέτρο κι είχε αρχίσει να κουβεντιάζει αδιάφορα μαζί του· κάτου από το δέντρο τα δύο ζώα εμασούσαν υπομονητικά το άχυρό τους, κι ο ήλιος κατακόκκινος εζύγωνε προς τη δύση του χρυσώνοντας τα πάντα. Κι η Μαργαρίτα ανανοήθηκε πως έπρεπε να ετοιμάσει το δειλινό του δουλευτή της κι εμπήκε στο καλύβι.

Κι εσυλλογίστηκε πάλι: «Ο Πέτρος δεν το ‘ξερε ούτε αυτός, πως η ιστορία θα τέλειωνε τόσο αιματωμένα, όταν την ορμήνεψε να πουλήσει το ζευγάρι για να φύγει ο Τουρκόγιαννος από το σπίτι τους, όχι δεν το ‘ξερε, αυτό ήταν βέβαιο, δεν το ‘ξερε, όχι, όχι! Ο Πέτρος είχε τ’ άδικο μόνο που την αγαπούσε τόσο τρομερά!... Αυτός μοναχά την είχε αληθινά αγαπήσει· την ήθελε όταν ήταν κορίτσι· μα τότες την ήθελαν και τόσοι άλλοι νέοι του χωριού τους, κι ήταν πάρα μικρή στα χρόνια τότες για να μπορεί να ξεχωρίσει την αληθινή την αγάπη· κι ήτανε πάρα υπάκουη στους γονιούς της, που δεν ηθέλησαν να της τον δώσουν, γιατί επροτιμούσαν άλλους γαμπρούς, τον Γιώργη μάλιστα τον Αράθυμο, που ήταν από καλό σπίτι... Την είχε αγαπήσει κι ο Τουρκόγιαννος ο δύστυχος!... Αυτός τώρα από ένα χρόνον ετηζότουν στη φυλακή του! Γιατί τον είχε βαρύνει τόσο ο Πέτρος με τη μαρτυριά του; Γιατί τον εζήλευε; Μονάχα γιατί τον εζήλευε; Μην είχε κι άλλες αίτιες; Μα τι αιτίες;...

Εβγήκε πάλι από το καλύβι φέρνοντας το ψωμί και το προσφάγι του ανθρώπου κι εκάθισε παράμερα μόνη. Οι δύο άντρες ξακολούθησαν την κουβέντα τους. Η θυγατέρα της εσύναζε τ’ αρνιά της κι ετοιμαζότουν να γυρίσει στο σπίτι, τ’ αγόρια ήθελαν να την ακολουθήσουν, γιατί τα τρία αδέρφια αγαπιόνταν τρυφερά ακόμη.

Κι ο νους της τώρα πάλι εδούλευε: Ήτανε ζηλιάρης ο Πέτρος, ναι ζηλιάρης πολύ, εζήλευε ως και τον ίσκιο του· μα γιατί; βέβαια γιατί την αγαπούσε. Και τι ωραίος άντρας ήτουν! Τον έβλεπε εκεί μπροστά της με τόσο πλατιά στήθια, με τόσο πλατιά αγκαλιά! Την έπαιζε στα χέρια του σα μικρό παιδάκι, αυτήνε μεγάλη γυναίκα· και την είχε αγαπήσει με τόση μανία, κι ήτανε τόσος καιρός που την αγαπούσε, είχε δοκιμαστεί τώρα πλια η αγάπη του! Μα δεν τον αγαπούσε κι η ίδια; Ω ναι, ω βέβαια πολύ, μα πολύ· αλλά τότες που ο άλλος εζούσε, ακόμα περισσότερο!... Κι εδιόρθωσε μοναχή της το στοχασμό της: όχι, δεν έπρεπε έτσι, έπρεπε τώρα περισσότερο!... και μη δεν εγνώριζε, ως και τώρα, στιγμές που ο κόσμος εχανότουν μπρος από τα μάτια της; Μα εγνώριζε και μίαν άλλην αγάπη δυνατότερη, την αγάπη για τα παιδιά της, μ' εκείνην δεν έμοιαζε ο Έρωτας· τα παιδιά της τα προτιμούσε από τον Πέτρο! Μα και για τον Πέτρο τι δεν είχε κάμει; Είχε γελάσει τον άντρα της· είχε φοβηθεί, είχε υποφέρει! Αδιάφορο αν συχνά είχε μετανιώσει, για το πρώτο παραστράτημα και μάλιστα στες δύσκολες στιγμές, όταν ο Τουρκόγιαννος επαραφύλαγε... Τον είχε αγαπήσει. Δεν ήταν απόδειξη το που ‘χε στέρξει να πουλήσει το ζευγάρι, γιατί είχε γρικήσει ψυχοπόνια για τον άνθρωπο που εστενοχωριόταν κι υπόφερνε τόσα εξ αιτίας της;

Μα εκείνη η απόφαση είχε φέρει κατόπι της μία κοσμοχαλασιά. Ο άντρας της είχε φύγει το ίδιο βράδυ με τα δύο όμορφα καματερά τους, τον Περδίκη και τον Παρασκευά, κι είχε βρει απάνθρωπα στο δρόμο τον άδικο θάνατό του, μα αυτόν τον θάνατο η ίδια δεν τον είχε ποτέ της επιθυμήσει, κι είχε σκεφτεί μονάχα πως βγάζοντας τον Τουρκόγιαννο από το σπίτι της, θα εβόλευε τα πάντα, θα εχόρταινε τέλος ο Πέτρος αγάπη και θα ησύχαζε! Πώς να προβλέψει η δόλια όλα τα κακά που ‘χαν προέλθει: την ορφάνια των παιδιών της, τη φυλακή του άτυχου ανθρώπου;.. Και ποιος είχε αληθινά σκοτώσει; Ω ο Τουρκόγιαννος όχι! Αυτός είχε κλειστεί απελπισμένος στο έρημο καλύβι, εκεί τον είχε ιδεί την ημέρα που ο Αράθυμος επουλούσε τα καματερά στη χώρα... εκρυβότουν περίλυπος σε μια γωνιά και τον είχε ιδεί να κλαίει... Όχι ο Τουρκόγιαννος δεν μπορούσε να σκοτώσει! Μα ούτε ο Πέτρος είχε σκοτώσει! Μα γιατί της ερχότουν τώρα στο νου ο Πέτρος; Όχι, όχι, ούτε αυτός ήταν τέτοιος, πώς θα μπορούσε να αγαπάει τόσο ένας φονιάς δολερός; ... Μία ιδέα τέτοια δεν έπρεπε να της περνά από το νου! Πώς θα μπορούσε να ‘ναι τόσο σκληρός ο Πέτρος, για να βυθίσει στην καρδιά ενού ανθρώπου αδικημένου από κείνον ένα τόσο μεγάλο μαχαίρι και να του ανοίξει τέτοια πληγή; ... Ω την εθυμότουν εκείνην την πληγή στα στήθια του αντρός της· παρόμοια μ' εκείνην πο’ ‘βλεπε στα σφιγμένα τα ζώα... έτσι θα ‘χαν σφαχτεί και τα όμορφα καματερά τους, ο Περδίκης κι ο Παρασκευάς...γιατί τα θυμότουν κι εκείνα πάντα;... Όχι, όχι μία τέτοια ιδέα δεν έπρεπε ούτε από νου να της περνάει! Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος, λίγες ώρες πριν κάμει ένα φόνο, κι όλο μελετώντας το φόνο, να παραδοθεί ολόψυχα στη μέθη της παράφορης αγάπης του; Κι αληθινά ποτέ της δεν τον είχε ιδεί τόσο έξω του εαυτού του, όσο εκείνο το βράδυ, που ο Αράθυμος έλειπε στη χώρα. Ποτέ τα φιλήματά του δεν ήταν τόσο φλογερά, ποτέ τ' αγκαλιάσματά του τόσο αχόρταγα, ποτέ δεν έτρεχαν τόσα δάκρυα από τα μάτια του αλαφραίνοντας, καθώς έλεγε, τη βαρεμένη καρδιά του, ποτέ η χαρά του δεν είχε σταθεί μεγαλύτερη, όσο εκείνο το βράδυ! Είχαν φύγει μαζί από το καλύβι, γιατί εκεί είχε βρεθεί ο Τουρκόγιαννος που έκλαιγε το διώξιμό του και που με το δειλό του βήξιμο την εφόβισε, κι είχαν αποφασίσει να βρεθούν εκείνη την ίδια νύχτα στο σπίτι του Πέτρου. Κι αυτή, όταν είχε γένει σκοτάδι, περνώντας με χτυποκάρδι από τους κήπους είχε βαστάξει το λόγο της... Ήταν μία από τες σπάνιες στιγμές τελειωτικής ελευτεριάς και για τους δυο τους. Την επρόσμενε βαρύθυμος κι ανυπόμονος καθώς πάντα, αλλά ήξερε πως εκείνην τη νύχτα θα ‘ρχότουν άσφαλτα... Κι εθυμότουν πως είχε σπρώξει ανάλαφρα την πόρτα του μικρού σπιτιού του... Η μικρή θαμπή φλόγα του καντηλιού έριχνε ένα μικρό φως που εχανότουv σε μια μαυρίλα χωρίς όρια, και στην αρχή το σκοτάδι την έσκιαζε, αλλά δεν την εδείλιασε κι εμπήκε μέσα μ' έναν αναστεναγμό κι αμέσως ευρέθηκε στην πλατιά αγκαλιά του...

Πώς θα μπορούσε να σκοτώσει λίγες ώρες έπειτα ο άνθρωπος που αγαπούσε τόσο; Μα γιατί την εβασάνιζε εκείνη η σκέψη;...

Και του ‘πε με θλιμμένη φωνή: «Είν' όλα σαν επέρσι!...»

«Είν' όλα σαν επέρσι,» της απάντησε βραχνά, σα να ονειρευότουν.

«Μόνο εκείνος λείπει», του ξανάπε αναστενάζοντας.

«Μόνο εκείνος,» απάντησε σουφρώνοντας το μέτωπο.

Κι ακολούθησε μία λυπηρή σιωπή.

«Και τα βόδια είναι άλλα!»

«Και τα βόδια είναι άλλα!»

«Και ο ζευγουλάτης άλλος!»

«Άλλος!» της αποκρίθηκε σαν πειραγμένος, και την εκοίταξε κατάματα.

Συχνά μέσα στο χρόνο του ‘χε μιλήσει για τον Τουρκόγιαννο, για το άδικο μαρτύριο του αθώου ανθρώπου που ‘χε αγαπήσει τόσο πολύ το σπίτι της κι αυτήν την ίδια, συχνά και τα παιδιά της εθυμόνταν κι αυτόν και τους χορούς του κι ήξερε πως τώρα πάλι θα του μιλούσε για κείνον.

Ο καημένος ο Τουρκόγιαννος!» του ‘πε λυπημένη· «είναι στη φυλακή· για πάντα...ω, γιατί ηθέλησες να τον ανεβάσεις στην κρεμάλα;»

«Δε θυμάσαι όσα μας έκαμε;» τη ρώτησε.

«Μα, αφού ο Γιώργης ήτανε πεθαμένος, ήξερες πως θα μ' έπαιρνες. Γιατί να μαρτυρήσεις τόσα εναντίο του και να τόνε χάσεις;»

Κι ακολούθησε πάλι μία βαριά σιωπή. Κι αυτές οι στιγμές ήταν τώρα συχνές, γιατί συχνά του μιλούσε για το θάνατο του Αράθυμου. Τώρα επρόσμενε την απάντησή του.

«Γιατί, γιατί;» της είπε τέλος· «γιατί αυτός εσκότωσε!»

«Ω, όχι» του απάντησε αμέσως· «κάποιος άλλος στο δρόμο, για να του πάρει το χρήμα... Δεν είναι έτσι, Πέτρο;...»

Κι ο Πέτρος εσηκώθηκε στενοχωρημένος. Ήθελε να τελειώσει αυτήν τη συνομιλία κι ήθελε να ‘ναι μόνος. Κι επήγε ως την άκρη του χωραφιού κάνοντας πως εκοίταζε το έργο της ημέρας. Η καρδιά του ήταν πάλι βαριά εκείνο το βράδυ και η ησυχία που εγενότουν ολοένα γύρω του την έκανε βαρύτερη. Μαύροι στοχασμοί τού ανέβαιναν στο νου, του ‘πνιγαν κάθε πρόσχαρη σκέψη, τον έκαναν αδιάφορο για τη δουλειά του. Γιατί ούτε η Μαργαρίτα δε λησμονούσε τέλος τα περασμένα; γιατί δεν άρχιζε μιαν καινούργια ζωή σιμά του, μόνο ήθελε να στηρίξει τη σημερινή ύπαρξή της στον περασμένον καιρό και να την ενώσει μ' εκείνον;... Κι άθελά του η σκέψη του επήγε στο φόνο...

Ήτανε και τότες άνοιξη, Μάρτης, μια μέρα σαν τη σημερνή, που αποφάσισε το φόνο!... Αν δεν ερχότουν εκείνο το βράδυ η Μαργαρίτα στο καλύβι, ήξερε πως έπρεπε κάτι να κάμει, γιατί το πάθος ανυπόφερτο τον είχε κυριέψει, κι είχε καταλάβει πως έτσι πλια δε θα μπορούσε να ζήσει την τυραγνισμένη ζωή του!... Κ η Μαργαρίτα τον είχε ακούσει κι είχανε διώξει τον Τουρκόγιαννο από το σπίτι, και την ίδια μέρα ο Αράθυμος είχε πάρει τα καματερά του να τα πουλήσει στη χώρα, και το ίδιο βράδυ η Μαργαρίτα είχε έρθει στο καλύβι· μα ο Τουρκόγιαννος είχε βρεθεί κι εκεί μπροστά τους, κι είχε βήξει δειλά από την άκρη του κι είχε πάρει το φύγι φοβισμένη η Μαργαρίτα, κι η παρουσία του Τουρκόγιαννου είχε στερεώσει μέσα στην καρδιά του τη σκληρή απόφαση. Ήξερε πως έπρεπε, έπρεπε, έπρεπε να σκοτώσει, για να λευτερωθεί απ’ όλα τα εμπόδια.

Και το ίδιο βράδυ η Μαργαρίτα είχε έρθει σπίτι του κι είχε παραδοθεί ολόψυχα στην παράφορη χαρά της αγάπης του, κι είχε λησμονήσει για λίγη ώρα ό,τι εμελετούσε να κάμει. Μα και της χαράς οι ώρες είχαν περάσει, αφήνοντας μέσα του έναν άσβεστον πόθο. Κι είχε βρεθεί πάλι ολομόναχος, κι ήξερε πως αν άφηνε τα πράματα ν' ακολουθήσουν το δρόμο τους, δύσκολα θα ξαναρχότουν η σπάνια στιγμή της ευτυχίας...

Κι έτσι είχε φύγει για το μεγάλο το δρόμο, χωρίς να ‘χει πάρει την τελευταία απόφαση, αλλά θέλοντας να δοκιμάσει αν αληθινά θα μπορούσε χωρίς κίντυνο να σκοτώσει τον άνθρωπο, που θα ξαναρχότουν εκείνην τη νύχτα από τη χώρα.

Κι εβάδιζε, κι εβάδιζε βυθισμένος στην πικρή συλλογή του. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και στον ουρανό έλαμπαν αμέτρητα αστέρια χύνοντας το φως τους. Ο αέρας ήταν ακόμη κρύος και του μάργωνε τα δάχτυλα και κάπου κάπου οι πλάτες του ανατρίχιαζαν. Κι ηθέλησε να γυρίσει πίσω, στη ζέστη του κρεβατιού του, και να αναπαυτεί, μα δεν εκατάφερε να σταματήσει τον εαυτό του, τα ίδια του τα πόδια τον τραβούσαν ομπρός. Κι εβάδιζε κι εβάδιζε. Τι θα ‘κανε αν τον έβλεπε να ‘ρχεται μοναχός στο δρόμο, κι αν το μέρος ήτανε έρημο; Και χωρίς να το θέλει έψαξε τότες τη ζώνη κι εκατάλαβε πως είχε μαζί του το μαχαίρι του Τουρκόγιαννου, που το ‘χε φορέσει από την αυγή, στο σπίτι του Αράθυμου. Και καθώς άγγιξαν τα δάχτυλά του ηθέλησε να το πετάξει πέρα μέσα στες λογγιασμένες ελιές για να μην το ‘βρει, ως κι αν έψαχνε κατόπι, κι έτσι να μη μπορέσει να σκοτώσει τον άνθρωπο, ως κι αν τον αντάμωνε σ' έρημο μέρος, μα δεν ήξερε ούτε αυτός, γιατί ολομεμιάς αντικρατήθηκε, και γιατί, αντίς να το ρίξει, είχε σφίξει το χέρι του του μαχαιριού το μανίκι κλειώντας με δύναμη το στόμα. Κι εφαντάστηκε αμέσως τι έπρεπε να κάμει για να σκοτώσει, κι είδε τον εαυτό του, σα φάντασμα μπροστά στα μάτια του, ν' ανεμίζει το μαχαίρι σηκωτά και καρφωτά· θα ‘πρεπε εσυλλογίστηκε κιόλας να βαστά την πνοή του, να σφίγγει τα δόντια, να καταφέρει το κτύπημα σ' ακριβό μέρος στη σφαγή στο λαιμό, ή στην καρδιά καλύτερα· και με προσοχή, γιατί το μαχαίρι, αν δεν έβρισκε τον άλλονε, ημπορούσε να τον λαβώσει τον ίδιον, καθώς θα κατέβαινε... Και τον ετρόμαξε η καθάρια του σκέψη, κι εθύμωσε με τον εαυτό του, κι ηθέλησε πάλι να ρίξει μακριά το μαχαίρι και να γυρίσει ξανά στο χωριό του, μα δεν εμπόρεσε: ούτε ο νους του, ούτε τα πόδια του δεν τον υπάκουαν. Κι εβάδιζε κι εβάδιζε. Κι έφτασε τέλος σ' έναν έρημο τόπο, σιμά σε μίαν έρημη ρημασμένη εκκλησία, την Παναγία στους δρόμους. Εκεί ήταν σκοτάδι. Οι μεγάλες μαύρες ελιές επεριπλέκονταν με τα πυκνά κλαριά τους η μία με την άλλη, και δεν άφηναν να περνά το φως των άστρων· μόνο ο δρόμος άσπριζε λιγάκι κάτου από τες θεόρατες ελιές. Άκρα σιωπή εβασίλευε σ' εκείνο το μέρος. Κι εκεί ο Πέτρος εσταμάτησε κι εκάθισε στη ρίζα μιανής ελιάς κι εβάλθηκε περίτρομος να προσμένει. Εκατάπιε με δυσκολία το σάλιο του κι ερώτησε τον εαυτό του: Γιατί επρόσμενε; γιατί δεν εσηκωνότουν να φύγει; Και με την απάντησή του επροσπάθησε ο ίδιος να γελάσει τον εαυτό του: Ήθελε να τον ιδεί που διάβαινε, όχι βέβαια για να τόνε σκοτώσει, μα θα δοκίμαζε ευχαρίστηση με την ιδέα πως θα μπορούσε εκείνην τη στιγμή να χυθεί απάνου του και να τελειώσει!.. Κι έφερε πάλι το χέρι στο ζωνάρι του, και μ' ανατριχίλα ξανάπιασε του μαχαιριού το μανίκι και το ‘σφιξε στο χέρι του. Κι αυτήν τη στιγμή μία αύρα κρύα έκαμε να φρίξουν τα φύλλα των ελιών πάνου από το κεφάλι του κι ολόγυρά του· κι ο μιχτός εκείνος ψίθυρος τον έκαμε ν' ανατριχιάσει. Ερχότουνε κιόλας ο Αράθυμος; Άνοιξε τα μάτια του, εκοίταξε ξεταστικά το σκοτάδι κι ανέμενε· η αύρα τώρα είχε διαβεί και η ησυχία πάλι εβασίλεψε. Κι η συνείδησή του τον ορμήνεψε να πετάξει μακριά στο σκοτάδι το όπλο, γιατί κάθε στιγμή που περνούσε, το έγκλημα εγινότουν γι' αυτόν ευκολότερο, αλλά εχαμογέλασε χλευαστικά περγελώντας τον εαυτό του: Πώς; ήτανε τόσο αδύνατος, ώστε να μη μπορεί να βαστάξει τον εαυτό του; Πώς είχε βασταχτεί τόσα χρόνια; Και η ζωή του, μα την αλήθεια, δεν είχε σταθεί ούτε εύκολη, ούτε ευτυχισμένη... και θα ‘βρισκε αλήθεια τώρα την ώρα στο σκοτάδι, στο δρόμο; Κι ήξερε όμως πως έλεγε ψέματα του εαυτού του, γιατί κάθε άλλο μέσα του ανάβραζε, και στη βαθύτερη ακόμη συνείδηση του του ‘λεγε πως εκείνην τη νύχτα θα ‘κανε το κρίμα, θα το ‘κανε!.. Μηχανικά έφερε το χέρι του στην τσέπη κι εβάλθηκε να στρίψει ένα τσιγάρο. Μα ανανοήθηκε πως η φωτιά θα φαινότουν από μακριά κι άφησε τον καπνό να του πέσει από τα χέρια. Και τι τον έμελλε αν τον έβλεπαν; γιατί εφυλαγότουν; α, σοβαρά λοιπόν είχε στήσει καρτέρι του ανθρώπου, σοβαρά ήθελε να τόνε σκοτώσει. Και πέρασε πάλι κάμποση ώρα αγωνίας. Κι εθυμήθηχε την άλλη αγωνία του της προπερασμένης μέρας, που επρόσμενε του κάκου στο καλύβι τη Μαργαρίτα, κι έπειτα του ‘ρθαν στο νου οι γλυκές στιγμές που ‘χε περάσει εκείνο το βράδυ μαζί της, και που η γλύκα τους δεν είχε ακόμα σβηστεί, κι αναστενάζοντας ερώτησε τον εαυτό του: Πού θα τες ξανάβρισκε, και πώς και πότε εκτός αν... και στο νου του ξεδιπλώθηκε ξανά σε μία στιγμή όλο το έγκλημα.Αύριο, εσυλλογίστηκε ανατριχιάζοντας, ο άντρας της θα ‘ταν πάλι στο χωριό, και θα την είχε εκείνος, γιατί ήτανε δική του, ναι δική του! κι ο Τουρκόγιαννος θα ‘βρισκε τον τρόπο να μη φύγει από το χωριό και θα παραφύλαγε, κι έπρεπε να λείψουν οι ανθρώποι, κι οι δύο, για να μπορέσει ο ίδιος να ζήσει!... ω γιατί δεν τον είχε βοηθήσει η Τύχη και δεν έκανε πάλι τη Μαργαρίτα ελεύτερη, όπως ήτανε το σωστό και το δίκιο;... Μα αυτός ήτανε εκεί αυτήν την ώρα για να διορθώσει την άδικη τύχη!... Λοιπόν, λοιπόν, είπε φοβισμένος από τον εαυτό του, λοιπόν θα σκότωνε;... γι' αυτό ήταν εκεί;... Όχι, όχι!...

Τώρα άκουσε από μακριά πατήματα. Η καρδιά του βάλθηκε δυνατά να χτυπάει· εγίνηκε όσο μπορούσε μικρότερος στη ρίζα της ελιάς, όπου εκαθότουν, κι επρόσεξε κοιτάζοντας τα σκοτάδια. Τα βήματα εσίμωναν. Τι ξαναρχότουν κιόλας ο Αράθυμος από τη χώρα; Γιατί δεν έμενε εκεί καλύτερα όλη τη νύχτα; Και' τα βήματα εσίμωναν ακόμη. Έσφιξε τα δόντια, έφερε πάλι το χέρι του στο ζωνάρι κι ευτύς το αποτράβηξε, σα να τον είχε κάψει άξαφνα του μαχαιριού το μανίκι, που το ‘χαν αγγίξει τα δάχτυλά του. Κι ωστόσο τα βήματα είχαν σιμώσει κι άλλο, κι αυτιάστηκε. Δεν ήταν ένας άνθρωπος μονάχα· δεν ήταν μοναχός του ο Αράθυμος και φυσικό ήταν, γιατί δε θα ‘θελε να προβατήσει τη νύχτα ολομόναχος με τόσα χρήματα απάνου του. Κι εχάρηκε για μια στιγμή στα βάθη της καρδιάς του. Ο Θεός τον εφύλαγε σε μια δύσκολη ώρα της ζωής του, ο Θεός που κυβερνούσε τον κόσμο και που δεν άφηνε τα πλάσματά του να πέφτουν στο έγκλημα!... Μα η χαρά του δεν εβάσταξε παρά μία στιγμή, γιατί του ‘ρθε πάλι στο νου η ζωή που τον ανέμενε από αύριο στο χωριό: Στη ζωή ολομόναχος! χωρισμένος για πάντα από τη Μαργαρίτα, χωρισμένος απ’ ό,τι αγαπούσε! Και ο άλλος να γεύεται κάθε ευτυχία!...

Τώρα οι διαβάτες περνούσαν σιμά του κι εμιλούσαιν ξέγνοιαστοι, μεγαλόφωνα μέσα στη νύχτα. Ω δεν ήταν μαζί τους ο Αράθυμος! ήταν άλλοι, ερχόνταν και κείνοι βέβαια από τη χώρα. Κι άκουε την κουβέντα τους. Εμιλούσαν για τον Αράθυμο και τα καματερά του. Τα ‘χε πουλήσει σε καλή τιμή, γιατί το κρέας ήταν ακριβό, κι ερχόταν φορτωμένος χρήμα στο χωριό. Τον είχαν αφήσει οπίσω τους, μα δε θ’ αργούσε να περάσει... Και σιγά σιγά οι φωνές τους εγενόνταν πλιο αδύνατες μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία της νύχτας, καθώς οι άνθρωποι ξεμάκραιναν και σε λίγο και τα βήματά τους πλια δεν ακούονταν...

Κι ανάμεινε πάλι χωρίς να το θέλει. Κι έβαλε στο νου του, πως αν ξημέρωνε γλήγορα, η μέρα θα τον εμπόδιζε να κάμει την κολασμένη πράξη. Μα θ' αργούσε ακόμη να φέξει, κι αυτός δεν ημπορούσε να φύγει, κι επερίμενε, επερίμενε ακόμη... κι ακόμη!...

Κι άκουσε τώρα χάλι πατήματα από μακριά κι εβάλθηκε σύγκορμος να τρέμει. Τώρα ήταν θετικός: ερχότουν ο Αράθυμος, ο Αράθυμος κι όχι άλλος, όχι κανένας άλλος! Ω δε θα τον εσκότωνε! Αυτός εβάδιζε γλήγορα, και γοργά εσίμωναν τα πατήματά του. Και με χτυποκάρδι τον είδε από μακριά σαν ένα μαυράδι, που εκινιόταν στον άπειρο δρόμο, κι εγνώρισε τον άνθρωπο στην ξανάμιση, εκεί που άρχιζε το σύδενδρο μέρος. Ερχότουν περπατώντας στην άκρη του δρόμου, για να ξεφεύγει τες πέτρες, ανυποψίαστος μέσα στη νύχτα, και σέρνοντας λίγο τα πόδια του, γιατί εφορούσε τσαρούχια... Τώρα θα περνούσε σιμά του, από μπρος του, και σε μία στιγμή θα διάβαινε... Κι ο ίδιος, χωρίς ούτε να καταλάβει τι έκανε, ευρέθηκε μ' ένα πήδημα ορθός και μ' ένα άλλο έφραξε το δρόμο στο διαβάτη. Και με τη γληγοράδα της αστραπής το ‘να του χέρι ανάσυρε το μαχαίρι, ενώ έφερνε τ’ άλλο στο μέτωπο του Αράθυμου για να τον αδράξει. Κι η παλάμη άγγιξε το μέτωπο του ανθρώπου, κι αιστάνθηκε πως ίδρος κρύος το ‘βρεχε κι εκατάλαβε πως ο τρόμος τον είχε έξαφνα παγώσει. Κι ο Αράθυμος έβαλε μία μεγάλη φωνή, που αντήχησε μακριά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, κι έκαμε ένα βήμα προς τα οπίσω, κι εκεί του ‘λειψε ο τόπος, γιατί περπατούσε στην άκρη, κι έπεσε κάτου από το δρόμο, γιατί στο μέρος εκείνος ήταν ψηλότερος, ανάσκελα πάνου σε μαλακά χορτάρια... Κι εθυμότσυν τώρα ο Πέτρος, πώς είχε χιμίσει απάνου του ολομεμιάς, γονατίζοντας απάνου στο στήθος του κι αδράζοντάς του το κεφάλι. Ο δύστυχος έτρεμε μ' όλο του το κορμί και του ‘λεγε: «Άνθρωπε, τα χρήματα πάρ’ τα, μα μη με σκοτώσεις!» Κι αυτήν τη στιγμή η αχτίδα ενός μεγάλου άστρου ετρύπωσε μέσα από τα φύλλα των ελιών κι εφώτιζε το μάτι του Αράθυμου, κι είχε ιδεί ο Πέτρος πως περίτρομο εκοίταζε ψηλά το λαμπερό μαχαίρι. Κι επροσπαθούσε τώρα να του ξεγύρει το κεφάλι προς τον ώμο για να του αφήσει γυμνό το λαιμό και να του καταφέρει το θανάσιμο χτύπημα· κι αντιστεκότουν ο άτυχος μ' όλα τα δυνατά του, αλλά σε λίγο τον ενίκησε· το χέρι του όμως δεν εμπόρεσε να χτυπήσει· χίλιες ιδέες του πέρασαν από το νου με τη γληγοράδα της αστραπής, και τον σταματούσαν. Και μέσα του η καλοσύνη αγωνιζότουν για να νικήσει· όταν ο άλλος τον αναγνώρισε, και περίτρομος και με σβησμένη φωνή του ‘πε: «Πέτρο, Πέτρο, τι κάνεις; θέλεις να με σκοτώσεις για να μου πάρεις τη Μαργαρίτα;» Κι έβαλε πάλι μία φωνή. Κι αυτός τότες είχε ανανοηθεί πως θα ‘ταν χαμένος άνθρωπος, αν ο άλλος εζούσε, και το χέρι του έπεσε αμέσως βαρύ απάνου στο γυμνό λαιμό κι εκατάλαβε ανατριχιάζοντας πως το μαχαίρι έμπαινε βαθιά μέσα σε σάρκες και το φωνατό του Αράθυμου μεταμορφώθηκε σ' ένα βραχνό γαργαρητό, γιατί το αίμα τον έπνιγε, κι όλο του το κορμί ανασαλεύτουν κι εσπαρτάριζε κάτου από το γόνα που τον επατούσε. Τώρα ήξερε πως ο Αράθυμος έπρεπε να πεθάνει, κι ετράβηξε το μαχαίρι από την πληγή που του ΄χε ανοίξει και του το ‘μπηξε κατάκαρδα και σε λίγες στιγμές εκατάλαβε, ψύχραιμος τώρα, πως ο άνθρωπος είχε πεθάνει. Και του άφηκε το μαχαίρι στα στήθη και μέσα από την τζέπη κι από το ζωνάρι τού πήρε όλα τα χρήματα.

Κι ήταν ακόμη νύχτα, όταν είχε ξαναρθεί στο χωριό τους, και δεν είχε καταλάβει ούτε ο ίδιος το δρόμο που ‘χε κάμει, σα βαριά μεθυσμένος, ούτε είχε καταλάβει πως έπαιρνε τα παραστράτια ή εδιάβαινε από φραγμένους κάμπους για να φτάσει στο σπίτι του. Δεν εθυμότουν τώρα πλια αυτές τες στιγμές. Ήξερε μόνο πως ιδρωμένος από τον αγώνα, από την κούραση, από το δρόμο, την ώρα που ο ουρανός εφώτιζε, αυτός χωρίς να βγάλει τα ματωμένα ρούχα του, είχε ριχτεί στο κρεβάτι του και τον είχε πάρει αμέσως ένας ύπνος βαρύς και βαθύς, σα να ‘χε μισέψει τότες σ' άλλον κόσμο η ψυχή του.

Κι ήτανε μέρα πλατιά, μεσημέρι, όταν εξύπνησε, και τρομαγμένος εθυμήθηκε την ανόσια πράξη, και δεν ήθελε να πιστέψει πως αληθινά αυτός είχε σκοτώσει τον άνθρωπο, αλλά ενόμισε πως σ’ εκείνον το βαθύ και βαρύν ύπνο είχε ιδεί ένα τρομερό όνειρο, που ακόμα ξακολουθούσε, τρελαίνοντάς του το νου, παρουσιάζοντάς του σαν αληθινή μια πράξη, που βέβαια δεν την είχε κάμει! Σε λίγο θα ‘βλεπε τον Αράθυμο γυρισμένον στο χωριό από τη χώρα, θα μιλούσε μαζί του, θα τόνε ρωτούσε πού και πόσο είχε πουλήσει τα καματερά του και θα ησύχαζε. Μα καθώς έκανε τούτην τη σκέψη, το βλέμμα του έπεσε τρομαγμένο απάνου στα ματωμένα του ρούχα και ανατρίχιασε κι άνοιξε τα μάτια του που εκοκκίνησαν κι εζάβωσε το απόξερο στόμα του, κι έφερε το χέρι του στο κεφάλι, που ήταν βαρύ και που του πονούσε. Αλλά και μ' αυτήν την πιαστή απόδειξη δεν ήθελε ακόμα να πιστέψει, κι επροσπαθούσε να καταπείσει τον εαυτό του πως ξυπνός εκοιμότουν ακόμα και πως το άσχημο όνειρο ξακολουθούσε. Κι εθυμήθηκε πως είχε ληστέψει το λείψανο του σφαγμένου ανθρώπου, κι έφερε το χέρι στην τσέπη του, για να ιδεί αν ήταν μέσα πραγματικά τα χρήματα που του ‘χε κλέψει· και τα βρήκε δεμένα μ' επιμέλεια μέσα σ' ένα κίτρινο χαρτί και αηδιασμένος τα πέταξε χάμου στη μέση του σπιτιού του και τα κλώτσησε με το πόδι ως τη γωνιά, όπου η φωτιά ήταν σβησμένη.

Μα δεν ήθελε, δεν ήθελε να πιστέψει! Κι ωστόσο τα χρήματα ήταν εκεί, κι ωστόσο ήταν όλος ματωμένος, τα φορέματά του, τα χέρια του, που εκολλούσαν, βέβαια και το πρόσωπό του, γιατί το ‘χε ‘γγίξει με τα χέρια, βέβαια και τα μαλλιά του, γιατί είχε ξύσει το κεφάλι του. Κι εκοιτάχτηκε σ' ένα μικρό καθρέφτη, που ήταν καρφωμένος σ' έναν από τους τοίχους του μικρού σπιτιού, κι είδε πως ήταν ωχρός και κίτρινος σα λείψανο, και μόνο κάπου στο πρόσωπο και στα μαλλιά του είχε ωχρά κόκκινα σημάδια, που θα ‘βγαιναν εύκολα με το νερό. Κι έξαφνα ανατρόμαξε. Θα τον έβλεπαν έτσι με κείνα τα ρούχα, με κείνα τα χέρια κάποιος μπορούσε να τόνε ζητήσει στο σπίτι· μήπως άνοιγε η πόρτα; και τι θα ‘κανε, τι θα ‘λεγε; Ήταν καλά μανταλωμένη η πόρτα; την εκοίταξε. Ναι, ήταν καλά κλεισμένη. Κι άρχισε αμέσως να γδύνεται στη μέση του σπιτιού βιαστικά βιαστικά, λαχανιάζοντας από τον αγώνα και σε μία στιγμή ευρέθηκε γυμνός όλος. Κι ανατρόμαξε πάλι με την ιδέα πως δεν είχε νερό στο σπίτι κι εκοίταξε τη στάμνα και την ανασάλεψε. Είχε, μα λίγο. Και για να φύγουν τόσα αίματα από πάνου του εχρειαζόνταν βρύσες! Ωστόσο εβάλθηκε να πλένει τα χέρια δυνατά όσο μπορούσε, κι έπειτα το κεφάλι του και το πρόσωπό του κι εκαθαρίστηκε. Κι εφόρεσε έπειτα τα λερά του ρούχα που ήταν ακόμη κάτου από το κρεβάτι του, κι έλειπε μόνο να αφανίσει τ’ άλλα, και τότες θα μπορούσε πάλι κι ο ίδιος να πιστεύει πως δεν είχε κάμει το έγκλημα. Αυτιάστηκε πρώτα μην οι γειτόνοι ήτανε σπίτι τους, και μην ακούοντας ομιλία ούτε θόρυβο, άνοιξε δειλά δειλά την πόρτα του κι είδε έξω το μεγάλο φως της ημέρας κι αθέλητα εκοίταξε πρώτα τα χέρια του, αν ήταν καθαρισμένα κι έφερε έπειτα τριγύρω το βλέμμα. Όλα τα σπίτια ήταν αυτήν την ώρα κλειστά, γιατί όπως ήταν φυσικό εδούλευαν όλοι στους κάμπους. Και ξαναμπήκε στο σπίτι κι εκλειδώθηκε, κι έπιασε με προφύλαξη όλα τα ματωμένα ρούχα, τα ‘ριξε στη γωνιά και κείνα, χωρίς να θυμηθεί τα χαρτονομίσματα, έριξε απάνουθε μπόλικο λάδι και τ’ άναψε. Και τα ρούχα εκρυφόκαψαν πρώτα για πολλή ώρα καπνίζοντας και αναδίνοντας άσκημη οσμή και τέλος ξεπέταξαν μια μεγάλη λαμπρή φλόγα πο’ ‘φτανε ως τη στέγη του σπιτιού. Κι ο καπνός κι η βαριά μυρωδιά τον έδιωξε από το σπίτι, κι ήρθε τότες κι εκάθισε στο κατώφλι του ησυχασμένος κομμάτι. Κι εκεί εθυμήθηκε, πως μαζί με τα ρούχα του εκαίονταν και τα ληστεμένα χρήματα και μία στιγμή εσκέφτηκε πως έπρεπε να τα γλιτώσει. Και ξαναμπήκε στο σπίτι κι ανακάτεψε τη φωτιά μ' ένα μακρύ ξύλο κι ετράβηξε από μέσα το κίτρινο δέμα, που τώρα ήταν ολόμαυρο και που το ‘χαν αρπάξει όλο οι φλόγες, και το χτύπησε με το ξύλο, και το πάτησε με τα πόδια, κι αυτό δεν εσβηνότουν παρά εγινότουν χιλιάδες μαύρα κομμάτια που έκαιαν ακόμα, καθώς ξεκολλούσαν, κι εκατάλαβε πως το χρήμα ήταν καμένο κι αγροίκησε για τούτο χαρά!

Ξαναβγήκε όξω. Ξανακοίταξε στον ήλιο το χέρι του ως στον αγκώνα, εκάθισε πάλι μία στιγμή στο κατώφλι και ξανασηκώθηκε. Ήταν ανήσυχος. Εκατάλαβε πως έπρεπε κάτι να κάμει και ξαναμπήκε στο σπίτι. Τώρα η φλόγα είχε σβήσει κι είχε γεμίσει το σπίτι και το κρεβάτι καψάθρες από καμένα ρούχα, μα δεν εφαινότουν πλια τίποτα από το έγκλημα. Κι ευχαριστήθηκε. Κι επήρε την αξίνα του για να σκάψει στον κήπο. Κι εβάλθηκε να δουλεύει βαθιά και γλήγορα τη χέρση γη, θέλοντας να κουράσει τον εαυτό του και προσπαθώντας να λησμονήσει με το βαρύν κόπο ό,τι είχε κάμει εκείνην τη νύχτα και κάθε τόσο το βλέμμα του έπεφτε απάνου στο χέρι που ‘χε κρατήσει το μαχαίρι και προσεχτικά το εξέταξε, αν αληθινά είχε καθαρίσει.

Κι είχε δουλέψει έτσι ως το απόγεμα κι είχε ησυχάσει. Τώρα το ‘ξερε. Ήταν φονιάς! αυτός ο ίδιος είχε σκοτώσει. Είχε σκοτώσει για τη Μαργαρίτα, πο ‘πρεπε τώρα να την πάρει! Σε τι θα τον ωφελούσε η μετάνοια· ο παραδαρμός, η ανησυχία, το καμωμένο δεν εξεγενότουν! Ήθελε να μην είχε κάμει τη σκληρή πράξη, άλλα αφού την είχε κάμει, έπρεπε να ωφεληθεί από αυτήν όσα μπορούσε. Τώρα του κακοφαινότουν κιόλας που ‘χαν καεί τα χρήματα, σε τι θα τον επείραζαν, αν τα ‘χε φυλάξει, γιατί φυσικά ήταν δικά τους. Ναι θα την έπαιρνε· θα την έκανε γυναίκα του· θα την είχε όσο ήθελε, όταν ήθελε, όπως ήθελε, θα την εξουσίαζε, αυτός ο ίδιος! Γι' αυτό είχε σκοτώσει! είχε διορθώσει με το χέρι του την τύχη, αυτός ήτανε ανώτερος από τους άλλους ανθρώπους, γιατί ετολμούσε! Ποιος είχε ιδεί το σκοτωμό; Ποιος τον υποψίαζε! ποιος μπορούσε να τον υποψιάσει; Η ζωή ήταν ανοιχτή τώρα μπροστά του, μία ζωή γεμάτη ευτυχίες, είχαν περάσει πλια οι στενόχωρες ώρες, η Μαργαρίτα θα ‘ταν δική του!

Κι εθυμήθηκε την ψεσινή χαρά, που ‘χε τελειώσει με την άγρια νύχτα, το παράφορο ερωτικό μεθύσι του, που ‘χε τελειώσει με το φονικό. Κι αιστάνθηκε μέσα στην καρδιά του μία σκληρή περηφάνεια, γιατί είχε τολμήσει! Άλλα σε μία στιγμή εντράπηκε ο ίδιος τους στοχασμούς του και εξανακοίταξε το χέρι του, που το ‘χε ιδεί ματωμένο, κι εκατάλαβε πως η ψυχή του εύρισκε αληθινή ησυχία μόνο, όταν δεν επίστευε στο κρίμα ή όταν θα λησμονούσε, κι εβάλθηκε πάλι να δουλεύει με όλα του τα δυνατά τη γη για να κουράσει το κορμί του και να πνίξει στον κόπο τες βαριές φαντασίες του.

Κι είχε έρθει ωστόσο το βράδυ· κι ετοιμαζότουν να φύγει· όταν εμπρός του είδε τον Τουρκόγιαννο. Είχε στον ώμο, στην άκρη του ραβδιού του, το μικρό του τον μπόγο· ήτανε κάτωχρος κι έτρεμε. Τον είδε να σταματά αμίλητος εμπρός του για ώρα, να τον κοιτάζει ξεταστικά με δακρυσμένα μάτια και τον φοβήθηκε... Κι ο Τουρκόγιαννος είχε καταλάβει την ταραχή του και του ‘πε τότες χαμηλόφωνα:

«Τον έφεραν με το αμάξι!»

«Ποιόνε;»» ερώτησε τρομασμένος χωρίς να το θέλει.

Κι ο Τουρκόγιαννος βεβαιωμένος τότες, του ξανάπε αναστενάζοντας:

«Ω Ιούδα, γιατί μας τον εσκότωσες; Κι εβάλθηκε να κλαίει.

Και δεν του ‘χε δώσει απάντηση, αλλά τρομασμένος είχε καταλάβει πως αν ο Τουρκόγιαννος μιλούσε, ήτανε χαμένος, και τρέχοντας εκατέβηκε στον κήπο του, κι ευρέθηκε σε μία στιγμή ανάμεσα στον κόσμο στη μέση του χωριού, όπου όλοι μιλούσαν για το φονικό. Κι εκατάλαβε πως έπρεπε να μιλήσει να δείξει τη λύπη του, να ρίξει τες υποψίες του κόσμου σε κάποιον άλλον· κι ο ίδιος πρωτομίλησε τ’ όνομα του Τουρκόγιαννου και διηγήθηκε το διώξιμό του από το σπίτι του Αράθυμου, χωρίς όμως να φανεί πως τον κατηγορούσε. Κι εκατάλαβε πως έπρεπε να βρίσκεται από τους πρώτους με το λείψανο κι έτρεξε στην εκκλησία.

Αλλά καθώς είδε το σκοτωμένο, του χρειάστηκε όλη του η δύναμη για να μην προδοθεί κι εκόντεψε να λιγοθυμήσει κι είδε πως ο κόσμος είχε παρατηρήσει την ταραχή του, αλλά την εξηγούσε σα λύπη για τον άδικο θάνατο του φίλου του· κι εκατάλαβε τότες πως ο Τουρκόγιαννος, ως κι αν εμιλούσε δε θα ‘ταν πιστευτός, και πως αυτός ήταν ασφαλισμένος.

Κι έπειτα είδε τη Μαργαρίτα να μπαίνει φωνάζοντας μέσα στην εκκλησία μαζί με τα παιδιά της που έκλαιγαν και κείνα και τον εμοιρολόγησε μπροστά σ' όλον τον κόσμο, και εκατηγορούσε τον εαυτό της, που ‘χε σταθεί η αιτία του κακού, γιατί είχε βουληθεί να πουλήσει τα βόδια. Κι αυτός πρώτος την είχε παρηγορήσει με λόγια γλυκά, κι αυτός την είχε καταφέρει να φύγει από την εκκλησία, όταν οι παπάδες έπρεπε ν' αρχίσουν να ψάλλουν το λείψανο.

Ήτανε τώρα πάλι ψύχραιμος τέλεια.

Μα όταν άρχισε η νεκρώσιμη ακολουθία, αισθάνθηκε πάλι κάποιαν ανησυχία, βλέποντας που πολλά μάτια τον εκοίταζαν. Είχε ριχτή τη ζακέτα του στο δεξίν ώμο κι άκουσε να μερμυγκίζει από κάτου το χέρι του, γιατί το φαντάστηκε αιματωμένο, κι εστενοχωρήθηκε. Και η θέα του σκοτωμένου, με τις μεγάλες πληγές, που του ‘χε ανοίξει του ήταν τώρα ανυπόφερτη. Κι εσυλλογιζότουν και τον Τουρκόγιαννο.

Αλλά τον είχε ιδεί τέλος στην εκκλησία, με το μικρό του τον μπόγο στο ένα χέρι και το στραβό ραβδί του στ’ άλλο· κι είχε ιδεί τους χωροφύλακες που τον έριχναν χάμου και τον σφιχτόδεναν, κι ευχαριστήθηκε τότες πάλι η καρδιά του, γιατί από αυτήν τη στιγμή αισθάνθηκε τον εαυτόν του τελείως ασφαλισμένον.

Τώρα δεν εθυμότουν πλια πως είχαν περάσει οι ακόλουθες μέρες. Ήταν σαν αποβλακωμένος. Εξέφευγε τη συντροφιά των ανθρώπων· εργαζότουν πολύ, εκοιμότουν πολύ, είχε βαλθεί να πίνει μονάχος. Κι εθυμότουν μόνο πως όλες εκείνες τες μέρες είχε συγκεντρώσει την προσπάθειά του για να λησμονήσει τες άγριες στιγμές του φόνου, και να δικαιώσει στη συνείδησή του τον εαυτό του, γιατί είχε κάμει την πράξη πιεσμένος από την ανάγκη. Στιγμές, στιγμές κιόλας εθάμαζε την τόλμη του. Κι είχε δουλέψει γερά εκείνην την άνοιξη, αλλά ούτε αυτός πλια δεν ήξερε ούτε πώς ούτε πότε. Τόσο γερά που το καλοκαίρι έπειτα είχε θερίσει πλούσια γεννήματα. Κι εκείνον τον καιρό έβλεπε λίγο τη Μαργαρίτα· μόνο κάπου κάπου, διαβαίνοντας από το σπίτι της, γιατί εφοβότουν μήπως μπροστά στη θλίψη της επροδινότουν και γιατί πάντα οι δικοί της, άντρες και γυναίκες της βαστούσαν συντροφιά για να την παρηγορήσουν.

Κι έπειτα είχε αρχίσει η ανάκριση. Κι εκατάλαβε πως τότες πάλι του χρειζότουν όλη η δύναμή του για να μην προδοθεί μπροστά στες αρχές, κι είχε φανταστεί πως έπρεπε να παλέψει και να πολεμήσει, σώμα με σώμα, με τον Τουρκογιαννο, γιατί αυτός θα μιλούσε βέβαια για να υπερασπιστεί, θα ‘λεγε βέβαια ό,τι εγνώριζε για την αγάπη του, για τη Μαργαρίτα, θα φανέρωνε τες υποψίες του, κι έτσι θα ‘βγαιναν όλα έξω, στον κόσμο... Κι εθυμότουν πως ίσια ίσια εκείνες τες ημέρες είχε πρωτοϊδεί, έπειτα από το φονικό τη Μαργαρίτα μονάχη της στο έρημο καλύβι. Εκείνην τη φορά την είχε προσμείνει πολλές ώρες, του φάνηκε μάλιστα πως είχε βιαστεί να ‘ρθει. Κι εκείνη τη φορά δεν είχε δοκιμάσει, καθώς πάντα, το παράφορο μεθύσι της μα από την πρώτη στιγμή, και οι δυο τους αγρίκησαν μίαν ανυπόφερτη στενοχώρια. Δεν εύρισκαν λόγια για να μιλήσουν. Αυτή εσυχνοκοίταζε τα μαύρα της ρούχα, αυτός έριχνε σα φοβισμένος κρυφά βλέμματα στο δεξί του το χέρι. Κι εθυμότουν ακόμα τώρα ο Πέτρος όσα είχεν ειπεί εκείνο το βράδυ. Εφοβόνταν και οι δύο μήπως ο Τουρκόγιαννος μιλούσε, μην έλεγε τες υποψίες του. Και τον ερωτούσε τι έπρεπε να κάμει, για να μην ακουστεί στον κόσμο το όνομά της, γιατί εντρεπότουν πολύ, κι ούτε ο γάμος θα μπορούσε να σβήσει εκείνην την ατιμία. Κι αυτός δεν ήξερε να της απαντήσει, γιατί είχε κι άλλα βαριά μυστικά, που έπρεπε ως κι από αυτήν να τα κρύβει, κι ο Τουρκόγιαννος ημπορούσε να τα φανερώσει ως και κείνα, γιατί αυτός τα ‘χε μαντέψει!

Κι η συνομιλία τους εκόμπιαζε έτσι, και δεν ετολμούσαν ν' αγκαλιαστούν, σα να φοβούνταν μην παρουσιάζονταν άξαφνα κάτι από τον άλλον κόσμο, και έφερναν γύρω τα βλέμματά τους βέβαιοι, πως εκείνο το βράδυ θα ‘βλεπαν κάτι στο έρημο καλύβι...

Κι εμίλησαν για τον Τουρκόγιαννο. Η Μαργαρίτα δεν τον επίστευε ένοχο· εκείνος επάσχιζε να την κατηχήσει πως ο Τουρκόγιαννος ήταν ο φονιάς και την ορμήνευε να μαρτυρήσει εναντίον του, χωρίς ούτε να πει το ψέμα· κι η Μαργαρίτα δεν το παραδεχότουν.

Κι είχε περάσει κάμποση ώρα.

Και τέλος επεθύμησαν κι οι δυο τους τες παρήγορες στιγμές της αγάπης έπειτα από τόσον καιρό χωρισμού! Μα ευτύς από τα πρώτα φιλήματα εκατάλαβαν λυπημένοι κι οι δύο, πως οι στιγμές εκείνες ήταν για πάντα χαμένες, γιατί τους χώριζε εκείνη η ψυχή που ‘χε υποφέρει τον άδικο θάνατο...

Και μίαν άλλη μέρα, ύστερα από τη δίκη του Τουρκόγιαννου, η Μαργαρίτα πρώτη φορά του μίλησε για την ανυπόφερτη εκείνην στενοχώρια που την έπιανε, όταν ήταν σιμά του. Τώρα πλια δεν ήταν ο φόβος που της την εγεννούσε, γιατί ο Τουρκόγιαννος ο δύστυχος δεν είχε μιλήσει, θυσιάζοντας τον εαυτό του στην πικρή του αγάπη, και ήταν και χήρα κι ελεύτερη και κανένας δεν την εξουσίαζε· και δειλά τον ερώτησε, αν δεν έπρεπε να κόψουν για πάντα αυτό το σκοινί και να χωριστούν, και να ζητήσει ο καθένας του άλλου την ησυχία. Και τότες αυτός εθύμωσε μονομιάς, και το βλέμμα του έβγαλε άγριες σπίθες και τον εφοβήθηκε η Μαργαρίτα, τόσο που εβάλθηκε να τρέμει· κι εθυμότουν ο Πέτρος πως εκείνη την ήμερα την είχε βρίσει για πρώτη φορά στη ζωή του, και πως μιλώντας της έσφιγγε τα δόντια του καθώς εκείνην τη νύχτα που ‘χε σκοτώσει, και στο θυμό του αναθεμάτισε τον αδικοθανατωμένον άνθρωπο, κι επάνιασε η Μαργαρίτα βλέποντας ολομεμιάς τόση αγριότητα και της πέρασε από το νου η υποψία, πως ο Πέτρος ήταν αληθινά ο φονιάς, και του το ‘πε τρομασμένη σκύφτοντας το κεφάλι της, σα να πρόσμενε πως θα τήνε χτυπούσε. Κι αντίς η οργή του αμέσως είχε πέσει κι είχε βαλθεί αμέσως να κλαίει, βλέποντας πως τη στιγμή της παραφοράς εχαλούσε τα πάντα, κι η Μαργαρίτα ηθέλησε να κιοτέψει στην αθωότητά του, και σε μια στιγμή μέθης που ακολούθησε ξανάβρηκαν κάπως την παλαιά τους αγάπη κι αποφάσισαν το χαρμόσυνο γάμο!...

Ήταν τώρα παντρεμένοι από της Αποκριές, μόλις είχε κλείσει της λύπης ο χρόνος, κι εδούλευαν εκείνην την ημέρα αντάμα το χτήμα της. Ο ζευγολάτης είχε φύγει ωστόσο από το χωράφι με τα δύο μεγάλα του ζώα, κι από μακριά τον είχε καλονυχτίσει· μα ο Πέτρος δεν τον είχε ακούσει. Τα παιδιά είχαν φύγει και κείνα με τα πρόβατα, και τώρα άρχιζε να νυχτώνει. Κι η Μαργαρίτα του φώναξε ανήσυχη: «Τι κάνεις εκεί, μοναχός σου, τόσες ώρες, δε θα φύγουμε;» Κι αναστέναξε, γιατί εσυλλογίστηκε πως δεν ήταν πλια ευτυχισμένη...

«Έρχομαι, έρχομαι!» της αποκρίθηκε ζυγώνοντας, και το πρόσωπό του ήταν σοβαρό και σαν κουρασμένο από την πολύωρη σκέψη του. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά, θολά και δεν εκοίταζαν τίποτε. Την εζύγωσε αμίλητος.

«Τι έχεις;» τον ξαναρώτησε.

Ο Πέτρος δεν ημπόρεσε να της δώσει απάντηση. Ήξερε πως έπρεπε να της μιλήσει για τη δουλειά που ‘χε κάμει εκείνην την ημέρα το ζευγάρι, για το σπόρο που θα εχρειαζότουν ακόμη, για το έργο που απόμενε ακάμωτο, αλλά η γλώσσα του δεν ελυότουν, γιατί εκείνο το βράδυ η ψυχή του είχεν αναστατωθεί και τον έσπρωχνε να κάμει κάποια πράξη μεγάλη για να ελευτερωθεί από το ανυπόφερτο μυστικό, που τον ετυραννούσε.

Τον εκοίταζε φοβισμένη. «Καλύτερα ήταν σαν εζούσε!» του ‘πε.

«Καλύτερα» της είπε αναστενάζοντας

«Δεν το ‘λεγες ούτε στ' όνειρό σου πως θα ‘μαι γυναίκα σου! Και δεν ευχαριστιέσαι;»

«Ούτε στ' όνειρό μου» της απήντησε πικρά· «πώς να μην το ευχαριστιέμαι;»

«Δεν ξέρω!» του ξανάπε· «αλλά ούτε στον ύπνο σου ησυχία δε βρίσκεις!»

«Η ψυχή» της είπε σοβαρά και χαμηλώνοντας το βλέφαρο «είναι κάτι αγαθό, έτσι έλεγε ο Τουρκόγιαννος· και τα κρίματα μάς βαραίνουν, γι' αυτό άγρυπνη εκείνη μας ανησυχάει στον ύπνο, ζητώντας τη λύτρωσή της...» Και λέγοντας έτσι εκοίταζε φοβισμένος ολόγυρά του, γιατί επίστεψε μια στιγμή πως είχε προδοθεί. Κι ανατρίχιασε.

Κι ωστόσο η Μαργαρίτα τρομαγμένη του απάντησε μ' ένα χαμόγελο:

«Μα, χριστιανέ, τα κρίματά σου δεν είναι και τόσο μεγάλα!...»

Αυτός έμεινε ασάλευτος καμπόσες στιγμές και την εκοίταξε έπειτα κατάματα μ’ ένα γυάλινο βλέμμα, κι ολομεμιάς εγρίκησε στην καρδιά του έναν ακυρίευτο πόθο να μιλήσει για να ελευθερωθεί τέλος από το βαρύ μυστικό που τον έπνιγε. Στην όψη του εφάνηκε μία ασυνήθιστη σκληράδα κι έσφιγγε τα δόντια, όπως είχε κάμει τη στιγμή που ‘χε σκοτώσει. Και τον εφοβήθηκε τότες ακόμη περισσότερο και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάμει. Καταλάβαινε πως από τα χείλη του θα ‘βγαινε τώρα κάποιος τρομερός λόγος που δεν ήθελε, που δεν έπρεπε να τον ακούσει, και θέλοντας να τελειώσει εκείνην τη σκηνή, έσκυψε, εσυγύρισε ένα στρογγυλό κανίστρι, το ‘βαλε στο κεφάλι της και βαρύθυμη του ξανάπε. «Πάμε τώρα· είναι αργά.»

«Σταμάτησε» της αποκρίθηκε με βραχνή φωνή· «θα σου μιλήσω!»

«Ω μη μου πεις!» τον παρακάλεσε περίτρομη.

«Σταμάτησε» της ξανάπε αποφασισμένος.

Κι εσώπασαν κι οι δύο, κι εκοιταχτήκαν κατάματα. Ολόγυρά τους η σιγή εβασίλευε, στον σκοτεινιασμένον κι αχρωμάτιστον αέρα του σούρουπου, σα να ‘χε σβήσει πλια η ζωή απάνου στη γης, και το μυστήριο εκείνης της ώρας έκανε πιο δυσκολοβάσταχτη την ταραχή τους. Η Μαργαρίτα είχε βάλει το κανίστρι στο κεφάλι κι επρόσμενε τρέμοντας, κι ο Πέτρος την εσίμωσε τότες και με σβησμένη φωνή της είπε στ' αυτί της: «Εγώ τον εσκότωσα!» Κι αμέσως έκαμε δύο βήματα πίσω ανοίγοντας αναποδογυρισμένες τες παλάμες του και την εκοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια, παίρνοντας γοργά την πνοή του, χωρίς να καταλαβαίνει τι είχε κάμει. Κι η Μαργαρίτα εσαλεύτηκε, σα να ‘θελε να λιποθυμήσει, εκατέβασε σιγά το κανίστρι από το κεφάλι της, εκάθισε χάμου πανιασμένη κι ηθέλησε να κλάψει, αλλά δεν ημπόρεσε. Δεν επίστευε στα αυτιά της. Κι ωστόσο μέσα στην ψυχή της αντηχούσαν φοβερά εκείνα τα λόγια, κι ήξερε πως ο άνδρας της της είχε ειπεί αυτήν τη στιγμή την αλήθεια. Έτσι εξηγιόνταν όλα τα μυστήρια· γι' αυτό ο Πέτρος ηθέλησε ν' ανεβάσει στην κρεμάλα τον Τουρκόγιαννο! Και τέλος ένα βαρύ αναφιλητό της ανασήκωσε τα στήθη και τα μάτια της εγέμισαν δάκρυα: «Εσύ, εσύ!» του ‘πε, «ω τι έκαμες, ω τι έκαμες! ...»

«Εγώ» της ξανάπε πάλι λυπημένος κι απελπισμένος, γιατί ούτε με την ξεμολόγηση έβρισκε την ησυχία· «εγώ τον εσκότωσα! Ήτανε νύχτα, ερημιά, στην Παναγία στους δρόμους, κι εκεί σαν αρνί τον έσφαξα· του ‘χα στήσει καρτέρι!...» «Εσύ, εσύ;» του ξανάπε· «πως θα ‘μαι γυναίκα σου;» Και τον εκοίταξε με την άκρη του ματιού της περίτρομη, και σκύφτοντας σα να ξεφύγει το χτύπημά του του ‘πε με μίσος: «Ω δεν μπορώ να σε βλέπω, φονιά! Ορφάνεψες τα παιδιά μου και με πήρες!»

Κι αυτός άξαφνα εθύμωσε, βλέποντας πως εκείνην τη στιγμή εχαλούσε ολομεμιάς η οικοδομή, που ‘χε χτίσει αυτός με τόσους αγώνες, και χωρίς όμως να μετανιώσει, γιατί είχε μιλήσει, της είπε, θέλοντας η γυναίκα εκείνη να τον αγαπάει τέτοιον καθώς αληθινά ήτουν.

«Γιατί σ' αγαπούσα!»

«Δε μπορώ να σε βλέπω» του ξανάπε απελπισμένα «είσαι ο φονιάς!»

Μια στιγμή δεν της απάντησε, και τέλος της είπε σκληρά.

«Σ' εξουσιάζω! κι είσαι γυναίκα μου! Θα σ' έχω γυναίκα μου!»

Δεν του αποκρίθηκε· εσηκώθησε ανεστενάζοντας, επήρε το κανίστρι της στο κεφάλι κι εξεκίνησε για το χωριό. Κι αυτός την ακολουθούσε αμίλητος, και ξανάβρισκε τώρα μέσα του τον αποφασισμένον άνθρωπο που τη νύχτα, στο σκοτάδι, είχε σκοτώσει τον Γιώργη Αράθυμο.

11

«... Γιατί» έλεγε ο Τουρκόγιαννος στην αυλή της φυλακής του, «ευτυχισμένοι στον κόσμο δεν είναι παρά εκείνοι που κάνουν πάντα το καλό ή εκείνοι που όταν κάμουν το κακό μετανιώνουν!»

Γι’ αυτό εσκότωσες κι ελήστεψες για να μετανιώσεις κατόπι!» του ‘πε γελώντας ένας κατάδικος που ήταν καθισμένος σιμά του, ένας μεσόκοπος άντρας μαυριδερός και με άγριο βλέμμα.

«Εγώ όχι!» είπε ο Τουρκόγιαννος· «είναι γραμμένο: δε θα σκοτώσεις και δεν εσκότωσα, είναι γραμμένο: δε θα κλέψεις και δεν έκλεψα!»

Ο άλλος κατάδικος τον εκοίταξε σα να μην τον επίστευε και του ‘πε γελώντας σαρκαστικά: Εδώ δεν είναι δικαστήριο κι ανάγκη δεν έχεις να κρύβεσαι· τα κρίματα είναι όλα συμπαθημένα εδώ μέσα, γιατί κριματισμένοι είμαστε όλοι, κι όσο το κρίμα είναι μεγαλύτερο, τόσο κι η υπόληψη του ανθρώπου είναι εδώ μέσα μεγαλύτερη, γι' αυτό είναι περήφανοι κάποιοι για ό,τι έχουνε κάμει!»

Δυο τρεις άλλοι, που σκεφτικά τους άκουαν, χαμογελούσαν. Κι ένας μικρόσωμος, αλλά δυνατός άνθρωπος, που έστεκε μπροστά στον Τουρκόγιαννο κι εκείνην τη στιγμή εχάϊδευε το πηγούνι του, είπε κλειώντας τα μάτια του: «Ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος δίκαιος, κι αδίκως είναι κλεισμένος εδώ μέσα!»

Ο άνθρωπος αυτός είχε γεράσει στη φυλακή, είχε άσπρα μαλλιά κι άσπρο μικρό μουστάκι, και τα πρώιμα γεράματα είχαν ημερώσει την όψη του.

Ο Τουρκόγιαννος τον εκοίταξε μ' ευγνωμοσύνη, τον ήξερε φίλο του. Αυτός του ‘χε πρωτομιλήσει στη φυλακή, την ημέρα που ‘χε πρωτοβγεί από το κελί του σαν αλαλιασμένος, γιατί ως κι η πείνα τον είχε νικήσει. Δειλά δειλά είχε προβάλει το κεφάλι του πρώτα έξω από τη μικρή πόρτα του κελιού του, που ο φύλακας την είχε ανοίξει· κι είδε πως η αυλή της φυλακής ήταν αυτήν την ώρα γεμάτη άγνωστους ανθρώπους που εσιγομιλούσαν μεταξύ τους ή σεργιάνιζαν στον ήλιο· και κανένας τότες δεν τον εκοίταξε· και σιγά, σιγά εβγήκε κι εκείνος έξω κι εκάθισε στο κατώφλι του, κρύβοντας όσο μπορούσε το πρόσωπό του. Κι είχε μείνει έτσι καμπόση ώρα μονάχος του, προσμένοντας να χορτάσει την πείνα του, κι ο κατάδικος που τώρα ήταν φίλος του, τον είχε σιμώσει και με γλυκιά φωνή του ‘χε μιλήσει: «Δεν είμαστε θεριά», του ‘λεγε· «είμαστε ανθρώποι και μεις· κι αν υποφέρεις θα σε παρηγορήσουμε· κι αν σ' εμίσεσε ο κόσμος για όσα έκαμες, εδώ θα βρεις συμπάθεια!...»

Κι είχε καθίσει πολλές ώρες μαζί του, και μαζί του ο Τουρκόγιαννος είχε πρωτοδοκιμάσει το ψωμί της φυλακής, κι από το στόμα του είχε ακούσει αυτήν την ίδια μέρα τόσες φοβερές ιστορίες των ανθρώπων που περνούσαν κάθε τόσο από μπρος τους. Και του ‘χε ρωτήσει ο Τουρκόγιαννος τ’ όνομά του, και του ‘χε απαντήσει ο άλλος κατεβάζοντας το βλέφαρο: «Εδώ μέσα με λένε Κάη! Στον κόσμο όμως είχα όνομα άλλο!...» Κι εφαινότουν που ο άνθρωπος υπόφερνε, γιατί εθυμότουν πάλι το κρίμα του. Κι ο Τουρκόγιαννος είχε θυμηθεί τότες το κορίτσι που’ χε γνωρίσει κάπου στην ξενιτιά, που ‘χε αγαθή και φιλάνθρωπη ψυχή και πρόσωπο παρόμοιο με μπουμπούκι... Και το κορίτσι εκείνο είχε αμαρτωλά αγαπήσει έναν άντρα που ‘χε γυναίκα, κι είχε έρθει σε βαριά απελπισιά κι εκιντύνευε να πεθάνει. Και το ‘χε λυπηθεί αυτός ο Τουρκόγιαννος, κι ηθέλησε να το γλιτώσει, και χωρίς ν' ακούει τα περγέλια του κόσμου, επροσφέρθηκε να το στεφανωθεί και να το πάρει στα ξένα για να ζήσουν μαζί από τον κόπο του. Μα ο άντρας που το ‘χε απατήσει δεν τ' άφηκε, κι εβουλήθηκε να το δώσει γυναίκα στον αδερφό του, που έμελλε να ‘ρθει από την ξενιτιά, κι από τότες η κατάρα του θεού είχε μπει σ' εκείνο το σπίτι και το ανεμοσκόρπισε. Εγινήκαν όλοι μαλλιά κουβάρια· ο ένας αδερφός ήταν από κάτω από τη γης κι ο άλλος κλειστός στη φυλακή. Αλλά ο Τουρκόγιαννος τότες δεν του ‘χε ρωτήσει τίποτα άλλο, ουδέ του ‘χε δείξει πως ήταν κι ο ίδιος μπλεγμένος στην ιστορία του, μόνο τον είχε κοιτάξει με τρομερή συμπόνια κι είχε καταλάβει στην καρδιά του πως από κείνην τη στιγμή αγαπούσε αυτόν τον άνθρωπο.

Κι αποκρίθηκε τώρα στον Κάη: «Ποιος γνωρίζει του Θεού τα θελήματα; Γιατί υποφέρνουν σ' αυτόν τον κόσμο οι αθώοι;»

Ο άλλος κατάδικος εγέλασε περιφρονητικά· κι εσηκώθηκε κουνιώντας το κεφάλι, κι εβάλθηκε να σεργιανάει μονάχος στην αυλή της φυλακής.

«Κάποιοι» είπε τότε ο Κάης αναστενάζοντας «είναι περήφανοι για όσα εκάμανε· εγώ όμως όχι!»

«Σ' έχει βάλει ο θεός στο δρόμο του;» του ‘πε ο Τουρκόγιαννος χαρούμενος και λησμονώντας μια στιγμή τον πόνο του.

«Η ψυχή μου είναι χαμένη!» είχε ο άλλος βραχνά.

«Μα δεν εμετάνιωσες; Γιατί λοιπόν απελπίζεσαι;»

Τα μάτια του Κάη άστραψαν σκληρά: «Δεν εμετάνιωσα» αποκρίθηκε· εάν ο άνθρωπος που μ' έφερε εδώ μέσα, εζούσε ακόμα, θα τον σκότωνα άλλη μία φορά!»

Κι ο Τουρκόγιαννος τον εκοίταξε θλιβερά και δεν του μίλησε. Μέσα στη σκληρή λάμψη των ματιών του είδε σα μίαν αχτίδα καλοσύνης κι εκατάλαβε πως ο άνθρωπος εκείνος, που ‘χε σκοτώσει τον αδερφό του, προσπαθούσε ν' αποσκληρύνει την καρδιά του, καλλιεργώντας μέσα του ένα πικρό μίσος, που το ‘χε σπείρει βέβαια η αδικία, για τούτο δεν ήθελε να μετανιώσει, αλλά θα ‘θελε να μην είχε βρεθεί στην ανάγκη να γίνει ο φονιάς του αδερφού του.

Και στην καρδιά του Τουρκόγιαννου έφεξε ένα άλλο φως: η ελπίδα πως προορισμένος ήταν, αυτός ο ίδιος, να οδηγήσει εκείνον τον άνθρωπο στο δρόμο του λυτρωμού του· ίσως κι άλλους ανθρώπους, που ήταν μαζί του σ' αυτήν τη φυλακή ή που θα έρχονταν, κι εφαντάστηκε πως η Βουλή της θείας Πρόνοιας τον είχε ρίξει εκεί μέσα μ' έναν αγαθοεργό σκοπό, με το σκοπό να γλιτώνει ανθρώπινες αμαρτωλές ψυχές, κι ολομεμιάς το πρόσωπό του ξαναπήρε τη φαιδρή γαληνή συνηθισμένη του όψη και η ανήσυχη και ταραγμένη ψυχή του ολομεμιάς επράυνε. Το μυστήριο ξεδιαλυνόταν στην καρδιά του: η ζωή του εκεί μέσα είχε ένα σκοπό, κι ανώτερον παρά στον ελεύθερον κόσμο. Κι αφού ήταν έτσι, τι επείραζε, αν είχε υποφέρει, αν είχε συκοφαντηθεί, αν είχε καταδικαστεί άδικα, αν θα ‘πρεπε ακόμα να υποφέρει; και τι επείραζε ακόμα, αν είχε σκοτωθεί ο Αράθυμος; Με τα μέσα τούτα μία ανώτερη θέληση θα λύτρωνε πολλούς ανθρώπους ή και μονάχα μία ψυχή. Αυτός θα ‘ταν ο τελευταίος καρπός από όλες του τες περιπέτειες.

Κι είπε γλυκά στο συνομιλητή του: «Αδερφέ μου το βλέπω, η πράξη σου σε βαραίνει.»

Ο άλλος εσούφρωσε άγρια το μέτωπό του κι είπε: «Ήθελα να μην είχα γεννηθεί!»

«Ή να μην τον είχες αδερφό!» του ‘πε ο Τουρκόγιαννος κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια.

Το πρόσωπό του Κάη εχρωματίστηκε και οι φλέβες του λαιμού του εφούσκωσαν: «Ω ναι» είπε· «δε θα ‘χα καταντήσει εδώ μέσα!»

Κι εκείνην τη στιγμή ο Τουρκόγιαννος εκατάλαβε πως κι ο Κάης εγινότουν φίλος του, κι εδοκίμασε μια καινούρια χαρά. Και του ‘πε: «Όσα κακά κι αν σου ‘καμε ο αδερφός εσύ του ‘καμες απ’ όλα το χειρότερο· του πήρες τη ζωή!... Περσότερο δεν μπορούσες. Πρέπει τώρα να ‘σαι ευχαριστημένος που πλερώνεις εδώ την αδικία!»

«Ωχ!» αναστενάζοντας ο άλλος· «γιατί εστάθηκε τόσο κακός;»

Κι έπειτα διηγήθηκε πως κι εκείνος ήταν επιζωήτης, καταδικασμένος πρώτα σε θάνατο, κι είχε γεράσει πρώιμα στη φυλακή, κι είχε ιδεί εκεί μέσα πλήθος ανθρώπων· άλλους που ‘χαν έρθει πρωτύτερά του κι είχαν τελειώσει την ποινή τους άλλους που ‘χαν μπει στερνότερα και που ήταν ελεύτεροι κι εκείνοι σήμερα, άλλους που θα ελευτερωνόνταν σε λίγο· κι αυτός είχε σαπίσει τόσους καιρούς εκεί μέσα χωρίς να ελπίζει πλια ούτε χάρη. Τους εγνώριζε τους καταδίκους έναν έναν, και καθενού την ιστορία του, και καθενού το χαρακτήρα του, κι έπρεπε να τους γνωρίσει κι ο Τουρκόγιαννος, αφού κι αυτός θα περνούσε όλη του τη ζωή στη φυλακή, όσα χρόνια κι αν εζούσε. Του διηγήθηκε έπειτα πως ο αδερφός του, ο σκοτωμένος, ήταν ο αληθινός κακούργος, και πως είχε λάβει μόνο ό,τι του ‘πρεπε και πολύ λιγότερο βέβαια από ό,τι του ‘πρεπε, μα ο νόμος έτσι είχε θελήσει, να παιδευτεί αντίς κι εκείνος με το δίκιο του! Toυ διηγήθηκε πως κι αυτός ήταν χωριάτης, δουλευτής ήσυχος και τιμημένος ως στην ημέρα πο’ ‘χε πέσει στο έγκλημα όχι από λάθος του, αλλά εξαιτίας του ίδιου του σκοτωμένου. Αυτός τον είχε ξενιτέψει πρώτα για χρόνια, τον είναι ολότελα φτωχύνει, δεν του ‘δωσε τίποτα από το πατρικό τους χτήμα, τον είχε παντρέψει μία μέρα, αφού είχε γυρίσει από την ξενιτιά, κι έπειτα του ‘χε πάρει αυτήν τη γυναίκα, που την αγαπούσε περσότερο από τον εαυτό του κι απ’ όλον τον κόσμο και που την έλεγε τίμια! Κι ο κόσμος έλεγε που επίτηδες του την είχε δώκει για να την έχει κι ο ίδιος, γιατί κι αυτός την αγαπούσε και δεν είχε αφήκει να πάρει έναν ξένον. Κι έτσι τον εσκότωσε. Μα το δικαστήριο δεν τον είχε πιστέψει. Ηθέλησε παραδειγματικά να παιδέψει την αδελφοκτονία, και μάλιστα το σκληρόν τρόπο του σκοτωμού, γιατί αληθινά ο Κάης είχε βασανίσει το λείψανο, ζητώντας ακόμη εκδίκηση... Κι έπειτα του ιστόρησε τα μακρινά χρόνια της φυλακής του, τη μονότονη και στερημένη ζωή του, όσο μάλιστα ήταν ακόμη νέος ανάμεσα σ' ανθρώπους, που πολλοί τους είχαν ξαλλάξει το καλό με το κακό, και που εθάμαζαν, όχι για όσα αδίκως επάθαινε και για τη μεγάλη κι άδικη τιμωρία, αλλά για το σκληρό έγκλημα και τον απάνθρωπο τρόπο του φόνου. Αυτός όμως δεν είχε καυχηθεί ποτέ του για όσα έκαμε. Κι είπε κιόλας πως μέσα στη φυλακή τους τώρα αυτός επρώτευε ανάμεσα σ' όλους τους άλλους καταδίκους· ο λόγος του εγινότουν ακουστός ή με το καλό ή με το κακό, γιατί του επείθονταν όλοι οι άλλοι και τον εφοβούνταν. Κι ιστόρησε τότες στον Τουρκόγιαννο, πως, χρόνια πίσω, δύο φορές είχε δοκιμάσει του κάκου να φύγει από τη φυλακή, και μίαν τρίτη φορά το ‘χε πραγματικά καταφέρει κι είχε φτάσει ως το χωριό του. Κι εκεί είχε ιδεί τη δύστυχη γυναίκα του που τότες ήσυχη εζούσε μ' έναν ξένον άνθρωπο, κι είχε ιδεί τα παιδιά του να ζητιανεύουν στο δρόμο· και δεν της είχε φανερωθεί, γιατί δεν ηθέλησε να χαλάσει την ησυχία τις πολύπαθης γυναίκας· και δεν τον είχε γνωρίσει κανένας χωριανός του· παρά μόνο εκείνη η ίδια· κι είχε κρυφτεί, κι είχε φοβηθεί, και τον εκατάδωσε αμέσως, γιατί έλεγε πως θα τη σκότωνε.

Κι ενώ εδιηγότουν αυτά τα περιστατικά, τα μάτια του έβγαζαν άγριες σπίθες κι έσφιγγε τα δόντια του. Η ίδια του ομιλία τον ερέθιζε, η φωνή του εγινότουν βραχνή το πρόσωπό του εκοκκίνιζε, οι φλέβες του λαιμού του εφούσκωναν· ο Κάης, ως και ύστερα από τόσα χρόνια, δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει, και η αγάπη είχε γίνει μίσος μέσα στην παθιασμένη καρδιά του. Και τέλος είπε: «Δεν είναι έτσι; Αν δεν είχε σταθεί τόσο κακός αδερφός, θα ‘μουνα εγώ εδώ μέσα; Όχι βέβαια! Θα ‘μουνα σπίτι μου, με τη γυναίκα μου, με τα παιδιά μου... δε θα ‘μουνα μία χαμένη ψυχή!»

«Είναι γραμμένο» του αποκρίθηκε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος, «πως οι αγγέλοι έχουν στον ουρανό πανηγύρι, όταν ένας αμαρτωλός μετανιώνει. Και η αξία του μετανιωμένου είναι πολύ μεγαλύτερη από του ανθρώπου που δεν έχει αμαρτήσει... Σε λυπιέμαι, αδερφέ μου!»

Κι ο κατάδικος τον εκοίταξε πάλι σα φοβισμένος, εταράχθηκε όλος, το πρόσωπό του εχλώμιανε, και δύο δάκρυα χοντρά έσταξαν απάνω στα μάγουλά του, κι εκύλησαν χάμου, αγιάζοντας έτσι το χώμα της φυλακής. Κι ο Τουρκόγιαννος εσηκώθηχε για να ξαναμπεί στο κελί του, τον εκοίταξε κατάματα καμπόσες στιγμές, κι αναστέναξε κι εκείνος. Ολομεμιάς εθυμότουν το σπίτι του Αράθυμου, τα βόδια του τα παιδιά του, και στ' αυτιά του αντηχούσε η μαγεύτρα φωνή της Μαργαρίτας, που ίσως και κείνη τώρα θα τον εθυμότουν με καλοσύνη.

Μα ο Κάης ήταν τώρα πλια στο δρόμο του λυτρωμού του.

12

Είχε περάσει καιρός. Οι νύχτες ήταν μακριές ακόμη κι ήταν αργά το βράδυ. Στο σπίτι του Αράθυμου δεν είχαν κοιμηθεί ακόμη· ο Πέτρος έλειπε, τα δύο αγόρια ήταν καθισμένα χάμου σε μίαν άκρη της μεγάλης κάμαρας κι εδιάβαζαν σ' ένα λερωμένο βιβλίο του σκολειού τους, η Λένη, μεγάλη κόρη τώρα, εκαθότουν μπροστά στον αργαλειό της κι ύφαινε· η Μαργαρίτα εστεκότουν σκυμμένη δίπλα στη θυγατέρα της και με το βλέμμα ακολουθούσε τη σαγίτα, πώς επηγαινοερχότουν ανάμεσα στα στημόνια. Το κατάμαυρο λυχνάρι κρεμασμένο από το ορθάρι του αργαλειού έκαιε το λάδι του κι έριχνε ένα δειλό μαυροκόκκινο φως στην κάμαρα, το ξυλόχτενο εβροντούσε ρυθμικά και κάπου κάπου η Λένη εμουρμούριζε χαμηλόφωνα ένα παλιό τραγούδι.

«Δεν έρχεται ακόμη!» είπε σε κάμποση ώρα η Μαργαρίτα ανήσυχη κι έριξε μια ματιά στη σκάλα

Το ξυλόχτενο εχτύπησε.

«Νυστάζουμε» είπε ο Θανασούλης· «κοίτα, μάνα αποκοιμήθηκε κιόλας απάνου μου».

Κι αληθινά το μικρότερο αγόρι είχε ξεγείρει το κεφάλι του πάνου στον ώμο του αδερφού του κι εκοιμότουν, ξεγέρνοντας κάθε τόσο προς τα εμπρός μ' όλο το κορμί του.

«Θα σου κάμει η Λένη συντροφιά για να περιμένεις», ξανάπε της μάνας του ο Θανασούλης.

Και λέγοντας έτσι ετίναξε τον αδερφό του, τον εξύπνησε τον έπιασε από το χέρι κι εσηκώθηκε μαζί του για να κατέβει στο χαμώγι, όπου τώρα τα τρία παιδιά της Μαργαρίτας εκοιμόνταν, απ’ όταν είχε στεφανώσει τον Πέτρο.

Το ξυλόχτενο εβρόντησε πάλι. «Καληνύχτα» τους είπε αναστενάζοντας η μητέρα ενώ εκατέβαιναν.

«Ο Θανασούλης» είπε χαμογελώντας η Λένη «προσέχει τον αδερφό του σα δεύτερη μάνα!»

Η Μαργαρίτα εκάθισε απάνου στην κασέλα της, που ήταν δίπλα στον αργαλειό και καμπόσες στιγμές δεν εμίλησε. Έπειτα εκοίταξε μπροστά της το σκοτάδι της κάμαρας κι είπε σα με παράπονο:

«Όταν εζούσε ο πατέρας σας εδώ μέσα ήταν όλη η ευλογία του Θεού! Παράδεισος!... Τι να του πρωτοθυμηθούμε; Τες καλοσύνες του; Την καλή του καρδιά; Τους καλούς του τους τρόπους;... Τώρα την ευχή του ας έχουμε... Τον έχει ο Θεός στον κόρφο του, αφού έλαβε τέτοιο θάνατο!...» Κι αναστέναξε· κι εσώπασε καμπόσες στιγμές κι ακολούθησε με το βλέμμα τη σαγίτα που έτρεχε μέσα στα στημόνια κι άκουσε δύο φορές το βρόντο του ξυλόχτενου. Και ξακολούθησε: «Τώρα πρέπει να σας έχω εγώ την έννοια, γιατί είσαστε ορφανά!... Κι εσύ εμεγάλωσες· χρειάζεσαι προικιά... Ποιος άλλος θα σου τα κάμει;» Κι εσώπασε καμπόσες στιγμές.

«Δεν μπορεί να μονιάσει στο σπίτι του!» ξανάπε.

«Γιατί;» είπε η Λένη σταματώντας τη δουλειά της και κοιτάζοντας τη μάνα της.

Η Μαργαρίτα εσήκωσε τες πλάτες: «Ποιος το ξέρει! Κάτι τόνε πιάνει εδώ μέσα! Σαν τρέλα!... Και ξεδίνει όλη μέρα στ’ αργαστήρια με φίλους και πίνει... κι όσα έχει τ' ανεμοσκορπάει...»

«Αλλά μας αγαπάει!» είχε η Λένη ξαναχτυπώντας το ξυλόχτενο. «Είναι καλός άνθρωπος. Και τα παιδιά τον αγαπάνε· τόνε φοβούνται κιόλας, γιατί ξέρει να ορίζει.»

«Αλήθεια!» είπε πικρά η Μαργαρίτα «ξέρει να ορίζει! Άνθρωπος δεν μπορεί να τόνε γελάσει! Ο καημένος ο πατέρας σας ήτανε αλλιώτικος· μαζί με τον Τουρκόγιαννο δεν ασήκωναν όλη μέρα το κεφάλι από τη δουλειά τους...»

«Ο Τουρκόγιαννος!...» είπε χαμογελώντας η Λένη· «αυτός δεν ήξερε να ορίζει...» Κι εχασμουρήθηκε και ξανάρχισε το έργο της. Κάμποση ώρα εσώπασαν πάλι κι οι δύο. Τέλος η Μαργαρίτα είπε: «Αργεί!» «Ας πάμε να κοιμηθούμε...»

«Α όχι!» είπε η Μαργαρίτα σα φοβισμένη· «έπειτα τη νύχτα με τρομάζει στο κρεβάτι! αργά αργά, όπως έρχεται!»

«Ποιος ξέρει κι αν έρθει!» είπε η Λένη. «Δεν είπες πως οι χωροφύλακες τον ξατρέχουν; Μην τον έπιασαν;» «Μην τον έπιασαν;» είπε η Μαργαρίτα μ' ένα δειλό χαμόγελο, σα να ευχαριστιότουν· και σκεφτικά πάλι ξανάπε: «Ω αυτός ξέρει να φυλαχτεί! Σε λίγο θα ‘ναι εδώ!» Κι έριξε το βλέμμα της στη σκάλα. «Σου κόπηκε ένα στημόνι, κόμπιασέ το!» της είπε σε λίγο.

«Ω μάνα, νυστάζω!»

«Από τα τώρα, καημένη! Η νύχτα είναι τόσο μεγάλη· στο κρεβάτι θα πούμε αμάν ώσπου να φέξει! Δε θέλω να προσμείνω μοναχή μου!» Και σε μια στιγμή ξανάπε: «Ο πατέρας σας ερχόντανε σπίτι από το σούρουπο· δεν ανακατευόντανε σε ξένες δουλειές!»

«Ποιος θα τόνε κατηγορήσει για κείνο πο’ ‘καμε; Το χωριό τον έχει για Θεόνε!»

«Ας πάει λοιπόν τώρα στη φυλακή!»

«Ο νόμος παιδεύει όσους κάνουν το καλό· ως κι ο Τουρκόγιαννος είναι μέσα κλεισμένος· αυτός που δεν εσκότωσε!»

«Τι δουλειά είχε στο χωριό!» είπε με πείσμα η Μαργαρίτα.

«Μα αφού ευρέθηκε εκεί τι έπρεπε να κάμει; Κι ήτανε τόσος κόσμος μαζεμένος στο φόρο· έπρεπε να αφήσουν να τους πάρει ο κλητήρας από τα χέρια τους, αυτόν τον δύστυχον άνθρωπο, γιατί εχρεωστούσε; Κι έπειτα, λένε, αν ξαναρχίσουνε οι αρχόντοι αυτόν το χαβά, αλίμονό μας! λένε. Σήμερα ο Σπύρος, αύριο ο Κώστας, μεθαύριο ο Γιώργης, λένε. Γενόμαστε πάλι ραγιάδες, λένε, σα μια φορά! Καλά έκαμε!»

«Κι αντιστάθηκε στην αρχή! Και θα πάει φυλακή!» κι εχαμογέλασε.

«Θα πάει όταν θέλει αυτός!» είπε με περηφάνεια η Λένη και ξανάρχισε να χτυπά το ξυλόχτενο.

Η Μαργαρίτα εσηκώθηκε, ξεφιτίλισε το λυχνάρι κι εστοχάσθηκε ανήσυχη. «Εχτές ήταν καλά! Είχε έρθει ενωρίς στο σπίτι, ήταν όλα τα παιδιά σηκωμένα· και κρασιομένος είχε πέσει ευθύς στο κρεβάτι κι είχε αποκοιμηθεί αμέσως. Ούτε τους είχε μιλήσει! Μα απόψε;» Κι η Λένη δε βαστούσε πλια· όλο εχασμοριότουν κι είχε δίκιο. Τα παιδιά πρέπει να χορταίνουν τον ύπνο· κι αυτή τα τυραννούσε· εκείνα επλέρωναν τα σφάλματά της!... Θ' αργούσε ακόμα σήμερα! Και θα την εύρισκε μοναχή... ω δεν ήθελε, δεν ήθελε να τον έχει άντρα της! Τι στιγμές ήταν αυτές κάθε φορά που την αγκάλιαζε!.. Η καρδιά της έμενε κάθε φορά... το αίμα της επάγωνε όλο... και δεν είχε ούτε τη δύναμη να του ξεφύγει... και τον εφοβότουν κιόλας μην την εσκότωνε με το βαρύ του χέρι... μπορούσε να της ζουπήσει το λαρύγγι, σαν ένα φλίκουρο... Κι εκοίταξε τον αργαλειό κι είπε της θυγατέρας της: «Έσφαλες την ποδαριά· η σάρτζα θα γένει σειρή· ξέφτισέ τηνε!...»

«Ουφ» της απάντησε «θα πάω να πλαγιάσω τώρα!» κι έκαμε να σηκωθεί.

«Ακόμα μια στιγμή» την παρακάλεσε. Και ξακολούθησε τη σκέψη της: Εψές, εψές καλά είχε γλιτώσει, δε βρέθηκαν ούτε στιγμή μοναχοί τους· δεν είχε πάει στο κρεβάτι παρά όταν τον είχε ακούσει να ρουχαλίζει και σιγά σιγά να μην τόνε ξυπνήσει, κι είχε σηκωθεί νύχτα· κι είχε σηκώσει ενωρίς τα παιδιά της... κι είχε φύγει για το θέλημά της, στον κάμπο... Κι αυτός ήτανε όλη μέρα στο χωριό! Καλά που τ’ άρεσε το αργαστήρι! Αν ήταν κι αυτός σαν τον Αράθυμο, όλη μέρα σπίτι... θα ‘ταν χειρότερη κόλαση!... Τώρα θα πήγαινε κι αυτός για καμπόσους μήνες τουλάχιστο στη φυλακή... θα ‘χε ησυχία για καμπόσους μήνες!... θα ‘ρχότουνε ίσως κι απόψε μ' αυτήν την αφαντασιά στο σπίτι, και θα την άφηνε ... Κι ω πως τον εφοβότουν!... Και τα παιδιά της αντίς τον αγαπούσανε... δεν ήξεραν τα δόλια που τους είπε σκοτώσει τον πατέρα... Μα κι αυτή η ίδια δεν τον είπε αγαπήσει εκείνον τον ίδιον άνθρωπο;… Δεν έκαμε την αμαρτία μαζί του γελώντας τον άντρα της, αψηφώντας το κίνδυνο σ' εκείνο το καταραμένο το καλύβι!... Και δεν έλεγε πως μέσα στην αγκαλιά του ήτανε σα μέσα στον κόρφο του Θεού;... Μα τότες ο Πέτρος δεν είχε σκοτώσει… δεν είχε εκείνο το σκληρό βλέμμα, που την έκανε ν' ανατριχιάζει... Ήτανε κι αυτός σαν τους άλλους ανθρώπους κι ήτανε γλυκιά η αγάπη του... Γλυκιά τότες που δεν τον είχε καταλάβει, που ήξερε πως καμία αδικία δεν τον ξίπαζε!... πως δεν μπορούσε να σκοτώσει τον άντρα της και να γίνει πατέρας των παιδιών της· και να ανεβάσει στην κρεμάλα, έναν αθώον, έναν άγιον άνθρωπο… τον Τουρκόγιαννο!... Ω αυτός με τη δειλή του αγάπη, με τα σβημένα μάτια που την εκοίταζαν, σαν την άγια εικόνα της Παναγίας, στην όμορφη εκκλησιά του χωριού… πώς εκαθότουν πάντα μπροστά της με χαμηλωμένο κεφάλι... πώς της μιλούσε με τρεμούλα, λιγνός και αδύνατος, ο άνθρωπος που υποταζόταν στην πικρή του την τύχη και δεν ήξερε να ορίζει!...

Τώρα η Λένη χωρίς να της μιλήσει είχε σηκωθεί από τον αργαλειό της, την καλονύχτισε κι εκατέβαινε τη σκάλα. Κι η Μαργαρίτα ανατριχιάζοντας είπε με το νου της... «Ω δε βαστάει το δύστυχο! Απόψε, απόψε, πώς να γλιτώσω!... Τώρα θα ‘ρθει σε λίγο!»

Και τρομαγμένη τον είδε με το νου της ν' ανεβαίνει τη σκάλα να προβάλει λίγο λίγο απάνου και να σταματά τέλος εμπρός της!... Ω αυτός δεν έμοιαζε του Τουρκόγιαννου! δεν έμοιαζε ούτε του Αράθυμου!... Ήταν μεγάλος πλατύς ωραίος πολύ, με μαύρο στριμμένο μουστάκι με λαμπερό βλέμμα!... Πώς βαστούσε ψηλά το κεφάλι του!... Ποιος θα τολμούσε να τόνε γελάσει, να παίξει μαζί του;... Μοναχά η βροντερή φωνή του έσκιαζε!... Κι ήξερε αυτός να θέλει, και να εξουσιάζει... κι ήξερε τι ήθελε, κι ήξερε να υποτάξει την ψυχή!...

Κι αχ! ήτανε τόσο αχόρταγη η αγάπη του! Αυτή η Μαργαρίτα ήτανε η μόνη χαρά του! Σαν άκουε τη φωνή της, κάτι ελαλούσε μέσα του και τόσο γλυκά που του σήκωνε το νου και τον εμάγευε η θωριά της, το βλέμμα της, τα ροδοκόκκινα μάγουλα, το μικρό της το στόμα!... Έτσι έλεγε!... Κι αν είχε στην καρδιά του την ησυχία δε θα ‘φευγε ούτε στιγμή από σιμά της… μα άκουε να βογγάει το αίμα όπου κι αν ευρισκότουν, κι εκείνη απ’ όταν είχε μάθει το φοβερό μυστικό, με την τρεμούλα της πάντα του θύμιζε το έγκλημα, κι εγύρευε για τούτο λύτρωση με το κρασί, με τους φίλους, με το παιγνίδι! Μα αχ την αγαπούσε! Ω πώς τη φιλούσε αχόρταστα, ενώ εκείνη ελίγωνε, στα μάγουλα, στα μάτια, στο στόμα! Πώς της έσφιγγε μέσα στη μια του παλάμη το μικρό της κεφάλι! Ήτανε μεγάλο το χέρι του, κείνο το χέρι, που ‘χε σκοτώσει!

Ένας βαρύς αναστεναγμός της βγήκε από τα χείλη. Θα ‘θελε να ‘ταν πεθαμένη! ας περπατούσαν στον κόσμο ορφανά τα παιδιά της! Δεν την ήθελε αυτήν την άσχημη την τρομερή του αγάπη, που γι' αυτήνε ήταν μαρτύριο! Δεν τον ήθελε! Μα τον εσκιαζόνταν και δεν ήξερε πώς ν' αντισταθεί. Να ‘ταν γριά τουλάχιστο, να ‘χανε κάθε ομορφιά κάθε χάρη του κορμιού της! Θα ‘ριχνε τότες αλλού τα μάτια του! Θα ‘φερνε ίσως στο καλύβι, όπου είχε κατοικήσει η Aρετή την Παρασκευή, η μίαν άλλη όμοια της χαμένη γυναίκα, που ετριγύριζε δούλα στα σπίτια, κι έκανε κάθε χρόνο κι ένα παιδί μ' όποιο νοικοκύρη εδούλευε! Έτσι μόνο θα ‘βρισκε ησυχία! Ω τα μάτια της, γιατί δεν έσβηναν, γιατί το πρόσωπό της δεν εγενόνταν σαν της λεπρής, άγριο και χωρίς φρύδια, γιατί δεν επρισκόταν το στόμα της, για να γίνει όλη ένα πράμα σιχαμερό, που ο κόσμος να το ψυχοπονιέται; Αυτήν την ψυχοπόνια ήθελε τώρα, γιατί ήταν τόσο δυστυχισμένη! Κι απελπισμένα εχτύπησε τα στήθια της, αιμάτωσε με τα νύχια τα μάγουλά της κι εβάλθηκε να κλαίει...

Τα πλέρια βήματα του Πέτρου στο λιθόστρωτο, κάτου από το σπίτι την ανατρόμαξαν. Ένας ίδρος ψιλός εκρύωσε το μέτωπό της. Τον άκουσε ν' ανεβαίνει και σε μία στιγμή τον είδε να σταματά μπροστά της. Είχε ριχτή τη ζακέτα του στον ώμο, εκρατούσε περήφανος ψηλά το κεφάλι, ήταν όμορφος πολύ κι έστριφε με το ‘να χέρι το μαύρο μουστάκι του.

«Ω η καλή μου γυναίκα, που αγρύπνησε προσμένοντας» της είπε τρυφερά.

Εκείνη ανατρίχιασε κι έκσυψε το κεφάλι. «Θα πας στη φυλακή!» του ‘πε δειλά δειλά.

«Tι ήθελες να κάμω και γω» της απήντησε μαγεμένος από τη φωνή της, «ν’ άφηνα να μας πάρουν τον άνθρωπο από μπροστά μας; και να ‘ρχονται έπειτα κάθε μέρα στο χωριό οι κλητήρες να παιδεύουνε τη φτώχια, να κάνουνε κατάσχεσες και να πιάνουν τον κόσμο, και να ξανάρθουμε έτσι στα παλαιά τα χρόνια ραγιάδες οι χωριάτες του αρχόντου και του πλούσιου!...»

Και βλέποντας πως δεν του απαντούσε ξακολούθησε: «Ήμουνα μέσα στο μαγαζί, έπαιζα χαρτιά κι επίναμε ... Άξαφνα ένας άνθρωπος ερίχτηκε μέσα, χλωμός και λαχανιασμένος· δύο χωροφύλακες κι ο κλητήρας τον κυνηγούσαν κι ευρέθηκαν στη στιγμή στο μαγαζί και κείνοι. Απ’ όξω είχε μαζευτεί κόσμος. Εθύμωσα! Επέταξα τα χαρτιά κι εβγήκα στην πόρτα. Κι εφώναξα: «Είμαστε άτιμο χωριό να μας πάρουν τον άνθρωπο από μπρος μας!» Κι ολομεμιάς ο κόσμος αναστατώθηκε, κι επήρε στη στιγμή τον άνθρωπο από τα χέρια του κλητήρα, πώς δεν τον εσκοτώσαν!... Ποιος θα πει πως έκαμα κακά; Το χωριό μ' έχει τώρα για Θεόνε του. Μα οι χωροφύλακες με γυρεύουν για να με πάνε στη φυλακή...»

«Γιατί δεν επλέρωνε;» είπε πάλι δειλά η Μαργαρίτα

«Γιατί δεν είχε!»

«Πώς θα ζήσει κι ο άρχοντας; Αν κανένας δεν πλερώνει, γίνεται κι αυτός σαν εμάς· ο Θεός δεν το θέλει!...»

Την εκοίταξε περίεργος· μα βλέποντας τ’ όμορφο πρόσωπό της άκουσε την καρδιά του να χτυπάει «Δε με μέλει» της είπε «η φυλακή, μόνο που σε ξεχωρίζομαι! Γιατί, ξέρεις, η αγάπη σου είναι ένα κρασί που όσο κανείς το πίνει τόσο περσότερο τ' αρέσει!»

«Ω» αναστέναξε η Μαργαρίτα ανατριχιάζοντας πάλι.

Της έριξε τα χέρια γύρω στο λαιμό κι έπιασε να της φιλήσει τα χείλη· μα την έφτασε μόνο στο κρύο κι ιδρωμένο μέτωπο. «Τι έχεις;» τη ρώτησε.

Δεν του απάντησε κι ανάστρεψε το κεφάλι της. Έκλεισε τα μάτια κι άκουσε την καρδιά της να σταματά και να παγώνει και στη στιγμή ένας ίδρος κρύος της έβρεξε όλο το κορμί. Ο νους της δεν εδούλευε, τα χέρια της δεν μπορούσαν να σαλέψουν. Αυτός τη βαστούσε τώρα δυνατά από τη μέση, της φιλούσε τα ωχρά μάγουλα με μανία την είχε σηκώσει από το μέρος όπως καθόταν και την έσπρωχνε προς το κρεβάτι. Ολομεμιάς άνοιξε περίτρομα τα μάτια της, εκάρφωσε το βλέμμα της στο σύσκοτο και με σβημένη φωνή του ‘πε: «Μας κοιτάζει!...» Κι εβάλθηκε να τρέμει.

«Τα παιδιά κοιμούνται όλα!» της είπε μ' ένα άσχημο γέλιο.

«Όχι αυτά!» είπε «όχι!... ο Γεώργης.»

Μία στιγμή εχαλάρωσε το σφίξιμό του και χωρίς να το θέλει εκοίταξε το χέρι του. Απ’ όταν είχε σκοτώσει, κάθε φορά που εταραζότουν, το κοίταζε πάντα. «Ο Γεώργης» της είπε πασχίζοντας να χαμογελάσει, «αυτός πάει τώρα, είναι από κάτω από τη γης!» Και την εφίλησε δυνατά πάλι στο μέτωπο γιατί δεν εύρηκε το στόμα· κι αισθάνθηκε πως ήταν ιδρωμένο και κρύο. Έφερε το κορμί του οπίσω και την εκοίταξε· ήταν κατακίτρινη, είχε κλειστά τα μάτια, και εφαινότουν σα νεκρή, λιγνή και σουρωμένη· κι έτρεμε σύγκορμη. «Τι έχεις;» της ξανάπε.

«Όχι τώρα, όχι τώρα» τον παρακάλεσε· δεν μπορώ ν' ανοίξω τα μάτια, γιατί τόνε βλέπω· είναι εδώ μέσα, κοντά μας, και μας τηράζει, ω άφησέ με, να ζήσεις!...»

Ενόμισε πως ελιγοθομούσε στα χέρια του, κι εθύμωσε. Την ετίναξε δυνατά, εκοκκίνισε, την εκοίταξε άγρια κι εκείνη άνοιξε τότες λίγο τα μάτια, τον είδε και τον εφοβήθηκε. Τέτοια θα ‘ταν εσκέφθηκε η όψη του όταν εκρατούσε στα χέρια του τον Αράθυμο και τον εμαχαίρωνε.

Της είπε βραχνά. «Τον έβγαλα από τη μέση για να σ' έχω όταν θέλω!... Είσαι γυναίκα μου!»

Τη βαστούσε σφιχτά. Με το κορμί της έκαμε δειλό κίνημα για να του ξεφύγει, κι άνοιξε πάλι λίγο τα μάτια.

«Τι άντρας θα ‘μουνα» ξανάπε «αν θα σ' είχα μοναχά όταν εσύ το θέλεις!...»

Και την έσπρωξε με δύναμη ως το κρεβάτι και την ξάπλωσε απάνου. Αυτή εκρύωσε ακόμα περσότερο, τόσο που ετουρτούριζε, άκουσε να βοΐζουν τ' αυτιά της, τα χείλη της εμαράθηκαν κι ενώ ο άντρας της της πετούσε βιαστικά τα ρούχα από πάνου της και την έγδυνε, άκουε να τρέχει παγωμένος στο κορμί της ο ίδρος.

Ήτανε τώρα ο Πέτρος πάνωθέ της. Ανάστρεψε το κεφάλι κι εκρατούσε κλειστά τα μάτια για να μη βλέπει το λαμπρό του βλέμμα και να μη μυρίζεται την πνοή του· η αγάπη του ήτανε μαρτύριο! Κι ελιγοθύμησε!...

Κι ο Πέτρος ενόμισε πως είχε στην αγκαλιά του ένα λείψανο κρύο, μα δεν την άφησε για τούτο... τέλος εξέγειρε σιμά της κι αποκοιμήθηκε βαριά βαριά, χωρίς να προφέρει άλλη λέξη.

13

Ήτανε καλοκαίρι· κι ήτανε ακόμα πρωί, μα από ενωρίς ο ήλιος είπε φλογίσει τη γη και τον αέρα. Άνεμος δεν εφυσούσε, και η πνοή, που ερχότουν κάπου κάπου από τη ήσυχη και ωχρή θάλασσα, ήταν πυρωμένη κι εκείνη· τα τζιτζίκια ελαλούσαν ακατάπαυτα πάνου σ' όλα τα δέντρα· το χορτάρι είπε ξεραθεί παντού κι όλος ο κάμπος είχε θωριά κίτρινη και διψασμένη.

Κι αυτήν την ώρα στη ράχη του Σωφρονιστηρίου οι κατάδικοι έφτιαναν κεραμίδα και τούβλα. Όλοι όμοια ντυμένοι μ' ένα ποκάμισο μόνο, ένα λερό άσπρο βρακί από χοντρό καραβόπανο και με μία ψάθα πρόστυχη στο κεφάλι. Τέσσεροι με βαριούς κασμάδες εχτυπούσαν τη ράχη σένα γκρέμισμα, ξεκολλώντας κάθε τόσο χοντρά κομμάτια λευκάργας, που άλλοι τα παίρναν από σιμά τους καθώς έπεφταν, και τα κουβαλούσαν στον ήλιο για ν' ανοίξουν. Δύο άλλοι έπαιρναν το χώμα στο τσικούρι, σ' έναν πλατύ λάκκο, όπου τέσσεροι πηλοπάτες επατούσαν με αγώνα τη λάσπη, χώνοντας ως το γόνα στην ίλυ τα πόδια τους, κι άλλοι έφερναν τη ζυμωμένη λάσπη στους κοφτάδες, που εδούλευαν στον ήλιο, ορθοί, μπρος στα ξεκάρφωτα λασπωμένα τραπέζια τους, κι έβγαζαν, από τα τυπάρια τους κι από τα καλούπια τους, κεραμίδια και τούβλα· οι ριχτάδες τέλος τα ‘παιρναν από τα χέρια τους, και τα ‘ριχναν να φρυγούν στον ήλιο, στο μεγάλο τ’ αλώνι.

Πολλοί φύλακες με τες στολές τους εφύλαγαν τους καταδίκους, και στρατιώτες εφρουρούσαν ολόγυρα με εφ’ όπλου τη λόγχη.

Κι ο Τουρκόγιαννος εδούλευε με το βαρύ κασμά. Εχτυπούσε ρυθμικά και με δύναμη τη σκληρή λευκάργα, χωρίς να παίρνει ανάσα, πνιγμένος στον ίδρο, που δεν τον εσφόγγιζε· κι αυτός έβγαζε μέσα από τα σπλάχνα της ράχης τα πλιο χοντρά κομμάτια. Ήταν χλωμός σαν αρρωστημένος. Αυτό το πρωί είπε πρωτοβγεί από το σκοτεινό κελί, όπου τον είχαν κλείσει για οχτώ μερόνυχτα, γιατί μια μέρα πριν η φυλακή είχε αναστατωθεί, και κανείς δεν ήξερε την αιτία· οι φυλακισμένοι είχαν πιαστεί μεταξύ τους, κι είχαν έρθει στην αχτίνα όλοι οι φύλακες και μαζί στρατιώτες οπλισμένοι, που εχτύπησαν δεξιά αριστερά τους ανθρώπους με τον κόπανο του τουφεκιού, κάποιους μάλιστα τόσο βαριά που αρρώστησαν. Και οι φύλακες είχαν αναφέρει τον Τουρκόγιαννο, γιατί συχνά τον είχαν ακούσει να μιλεί με τους κατάδικους για την ωραία λευτεριά και για λύτρωση· κι είχε τιμωρηθεί αδίκως ο Τουρκόγιαννος, μα είχε δεχτεί φαιδρά την τιμωρία και δεν ηθέλησε να καταδώσει κανέναν.

Και η αιτία ήταν που ένα μέρος από τους φυλακισμένους εμισούσε τον Τουρκόγιαννο και επεργελούσε το κήρυγμά του, γιατί τους στενοχωρούσε· κι αυτοί μέσα στη φυλακή είχαν συνηθίσει να του κάνουν χίλια δυο πειράγματα, που τα δεχόταν όμως όλα μ' αδιάφορο χαμόγελο. Μα αυτήν την ημέρα ο Κάης είχε θυμώσει και πρώτος είχε χτυπήσει έναν από τους εχτρούς του Τουρκόγιαννου, κι ο καυγάς έπειτα εγενικεύτηκε σ' όλη την αχτίνα. Μα τον Τουρκόγιαννο κανένας δεν τον είπε χτυπήσει.

Και τώρα εδούλευε πάλι στον ανοιχτόν αέρα κι ήταν ευχαριστημένος. Κι όλο χτυπώντας με τη δυνατή αξίνα τη ράχη, ερωτιότουν αν αληθινά η θεία Πρόνοια τον έκανε να πλερώνει τα αδικήματα των άλλων για να λυτρώνονται αμαρτωλές ψυχές ή αν υπόφερνε του κάκου, γιατί ίσως μία θέληση τυφλή και παράλογη εκυβερνούσε τούτον τον κόσμο. Ο Κάης τον εγνώριζε τώρα τόσους καιρούς κι έμενε ακόμη σκληρός· εμισούσε πάρα πολύ τον αδερφό του, πάρα πολύ και τη φυλακή του.

Αριστερά του δύο άλλοι κατάδικοι που εδούλευαν στο ίδιο έργο εμιλούσαν χαμηλόφωνα:

«Δεκάξι χρόνια ακόμα!» έλεγε ο ένας άντρας, ακόμα νέος, με μάτια ζωηρά και πονηρά· «μια ζωή! Ω αν εύρισκα τρόπο να φύγω! Θα μπορούσα εγώ να ζήσω κρυμμένος, γιατί τα χρήματα που έκλεψα είναι καλά φυλαμένα!»

Και του αποκρινότουν ο σύντροφός του, νέος ακόμη και αυτός, βαρυποινίτης, και που πρώτα ήταν αγιογράφος κι είχε παραχαράξει έπειτα λίγα χαρτονομίσματα, όταν η τέχνη δεν του ‘δινε πλια αρκετά για να ζήσει τη φτωχιά κι άχαρη ζωή του: «Κι εγώ κατόπι σου! Μα πώς να φύγει κανείς από τέτοια φυλακή; Κι έπειτα εδώ είναι νησί και θα μας έπιαναν... Ο Κάης, παναπεί, κάποτες τα ‘χε καταφέρει, αυτός θα μπορούσε να μας πει και τον τρόπο!...»

Ο Κάης εδούλευε κι αυτός στα δεξιά του Τουρκόγιαννου· εχτυπούσε τη γη σιγά σιγά με τον κασμά του, κι εφαινότουν συλλογισμένος. Ακούοντας τ’ όνομά του, τους έριξε μια λοξή ματιά.

«Αφέντες» είπε πονηρά ο κλέφτης «εκάμαμε να πάει στο μπουντρούμι τον Αη-Γιάννη τον Τουρκόγιαννο, πού να μας δώκει πίστη.»

«Δεν είναι αυτό» αποκρίθηκε μ' έναν αναστεναγμό ο Κάης· «εγέρασα τώρα! πώς θα ζούσα στον κόσμο; Κάνοντας το ληστή, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσα να’ μαι ελεύθερος εργάτης... και τι θα καταλάβαινα να φορτώσω κρίματα κι άλλα τη χαμένη ψυχή μου; Περιμένω καλύτερα!...»

Ο Τουρκόγιαννος του ‘ριξε μια ματιά και του χαμογέλασε.

«Μα αφού είναι χαμένη;» είπε ο κλέφτης «τι θα πάθει κι άλλο;»

«Η ψυχή!» εγέλασε ο αγιογράφος· «μα κι ο άνθρωπος ψοφάει όπως κι ο παλιογάϊδαρος! Όλοι όσοι είναι εδώ έτσι το λένε, εχτός από τον παπά που πλερώνεται, και τον Τουρκόγιαννο, που ‘ναι κουτός. Εγώ έκανα αγίους, μα δεν τους πιστεύω!» Κι εγέλασε κατεβάζοντας με δύναμη τον κασμά του.

«Όχι!» είπε γλυκά ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας κι αφήνοντας μία στιγμή το έργο του· «δεν πρέπει κανείς ν' απελπίζεται· ιδέστε εμένα, είμαι κατάδικος κι είμαι αθώος!»

«Μα την εγλέντησες καλά τη Μαργαρίτα σου, καημένε!» του ‘πε πειραχτικά ο κλέφτης· «τώρα που δεν την έχεις, μας κάνεις εδώ τον άγιο ξύλινο!...»

«Κι είμαι αθώος» ξανάπε ο Τσυρκόγιαννος, σα να μην τον είχε ακούσει· «κι εγώ θα ‘χα το μεγαλύτερο δίκιο ν' απελπίζομαι για του Θεού τη δικαιοσύνη, αν δεν έβλεπα στα παθήματά μου το χέρι του! Ήμουνα εγώ είκοσι χρονών κι ήθελα τη Μαργαρίτα για γυναίκα μου, εγώ ο Γιάννης του Τούρκου! Είχε δίκιο και μ' έδιωξε!... Κι επήγα στην ξενιτιά για να προκόψω· κι εκεί άρχισα να προκόβω κι έλεγα πως το κορίτσι του σπιτιού όπου εδούλευα, θα ‘ταν για με μία άλλη Μαργαρίτα, μ' εδιώξανε, και τότες εμοίρασα ό,τι είχα οικονομήσει στους φτωχούς, κι έβαλα το ραβδί μου στον ώμο με το μικρό μου το μπόγο, κι έφευγα να γίνω καλόγηρος, απελπισμένος από τούτον τον κόσμο.

Και η τύχη μ' έφερε στο σπίτι ενού σοφού δασκάλου, που της καρδιάς του η καλοσύνη τον έκανε να βλέπει του Θεού τα μυστήρια· και θα ‘μουνα ακόμα μαζί του, αν δεν τον είχε κράξει σιμά του. Κι εγύρισα τότες στο χωριό μου, κι εκατάντησα εδώ κι είμαι μαζί σας· και τώρα ξέρω γιατί εγινήκαν όλα τούτα: για να παρηγορήσω ψυχές πονεμένες· αυτός ήταν ο προορισμός μου!»

Έπιασε πάλι τη δουλειά του βλέποντας το φύλακα να ζυγώνει, κι είπε ακόμη συλλογισμένος: «Καλά σας λέει ο Κάης· γιατί να φύγει; σε λίγο θα λάβει τη χάρη του, και θα γνωρίσει γλυκιά λευθεριά! Κι αντίς να μιλείς αδιάντροπα, μολόγησε που έχεις κρυμμένα τα κλεψιμιά σου, κι αλαφρώσου από κείνα, και μην παρασέρνεις σε κόλαση κι άλλους ανθρώπους, που αν σ' άκουαν, ή θα ζούσαν ληστάδες ή θα ‘τρωγαν ψωμί από το κρίμα σου, γιατί είναι γραμμένο: «Δε θα κλέψεις! και δεν έπρεπε να κλέψεις!...»

Καμπόση ώρα εσώπασαν όλοι κι ακολούθησαν το έργο τους.

Τέλος ο αγιογράφος ξανάπε: «Καλά έκαμα και σ' έριξα στο μπουντρούμι! Οι οχτώ μέρες σου πρέπανε!..»

«Και γιατί;» του ‘πε γλυκά ο Τουρκόγιαννος.

«Παλιόσκυλο!» είπε ο Κάης ρίχνοντας στον κλέφτη μια ματιά γεμάτη μίσος· «κι εσέ κι αυτόνε σας έχουνε σπιούνους οι φύλακες!»

«Ναι!» είπε αντρόπιαστα ο αγιογράφος· «και σεις φυλαχτείτε. Μ' αυτόν τον τρόπο εγώ περνάω τες μέρες μου καλύτερά σας· κι εσείς τυραγνιόσαστε!...» κι εγέλασε.

«Μα να προδώσεις τον Αη-Γιάννη τον Τουρκόγιαννο!» είπε με φρίκη ο Κάης.

«Αν εκατάδινα άλλονε» είπε ο αγιογράφος «ποιος ξέρει τι θα τραβούσε το τομάρι μου!... Και δεν το ‘χω για πέταμα!»

«Τέτοιο παλιοτόμαρο!» είπε καταφρονητικά ο Κάης.

«Είναι κι αυτό πλάσμα Θεού!» είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας.

Και σε λίγο επρόσθεσε σκεφτικός: «Η καταδίκη είναι για όλους τιμωρία, μα όχι και σωφρονισμός!...»

Ο κλέφτης εγέλασε. Ο αγιογράφος εκοίταξε τον Τουρκόγιαννο κι έμεινε λίγες στιγμές σκεφτικός, θωρώντας τη γαληνή παθιασμένη του όψη και στο ύστερο εγέλασε και κείνος και του ‘πε: «Μα τι κουτός είσαι, καημένε Αη-Γιάννη Τουρκόγιαννε!»

Και δεν επρόφεραν πλια κι οι τέσσεροι λέξη γιατί ο φύλακας τους επιστατούσε.

14

Σε λίγο μια δυνατή σφυριξιά έκραξε τους κατάδικους να προγευματίσουν. Άφησαν όλοι αμέσως το έργο τους κι εσυναχτήκαν σιμά στους φύλακες, κάτου από τον ίσκιο των σπάνιων δέντρων· ο καθένας επήρε το ψωμί του, κι ένα κομμάτι τυρί για προσφάγι, κι οι περισσότεροι εκάθισαν χάμου.

Μα ο Κάης δεν ήταν μαζί τους· κι ο Τουρκόγιαννος το ‘χε καταλάβει. Είχε αποτραβηχτεί μονάχος, κάτου από ένα μικρό δέντρο κι έτρωγε αργά το ψωμί του, συλλογισμένος σαν να ‘τουν ο νους του σ' άλλον κόσμο. Και δεν ήταν τώρα η πρώτη φορά που ο Κάης εζητούσε τη μοναξιά· και οι άλλοι κατάδικοι είχαν παρατηρήσει πως από μέρες οι τρόποι του είχαν αλλάξει, και ο σύντροφός του ο αγιογράφος είχε υποψιάσει πως μελετούσε ξανά τη φυγή κι εσυμπέραινε πως εκρατούσε μυστικό το σκέδιό του, ή γιατί δεν είχε πίστη σ' αυτόν ή γιατί τον ενόμιζε μόνο εμπόδιο σ' ό,τι ήθελε να κάμει. Πραγματικά οι δυο τους, έλεγε με το νου του, ο κλέφτης και ο Κάης, θα ‘φευγαν ευκολότερα, κι ευκολότερα και περσότερον καιρό θα ζούσαν στον κόσμο με τα φυλαμένα κλεψιμιά. Και κάποια στιγμή είχε ιδεί τον κλέφτη να ζυγώνει τον Κάη και να του κρυφομιλεί και τότες η υποψία του εγένηκε βεβαιότητα. Κι αισθάνθηκε ολομεμιάς τόσο μίσος για τους δυο συντρόφους του, που εσίμωσε το φύλακα, του χαμογέλασε και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί, δείχνοντάς του με το δάχτυλο τους δύο καταδίκους, τον Κάη καθισμένον κάτου από το μικρό δέντρο, και τον κλέφτη που αυτήν τη στιγμή επήγαινε να τον εύρει. «Μελετούνε να φύγουν!» του ‘πε μυστικά.

Κι ο Τουρκόγιαννος που ‘χε ιδεί κι είχε καταλάβει όλα, ευρέθηκε ολομεμιάς σιμά στον αγιογράφο και του ‘πε λυπημένος και με τρεμάμενη φωνή: «Ω Ιούδα, καταπροδίνεις τον άνθρωπο στην πλιο άγια στιγμή του!»

Κι έκαμε να ριχτεί προς το φύλακα και να τόνε σταματήσει, μα ένας άλλος φύλακας άγρια τον εμπόδισε και τον έκαμε να σωπάσει! «Τι έχουμε εδώ;» του φώναξε τινάζοντάς τον από το μανίκι.

«Ω!» έκαμε πικρά ο Τουρκόγιαννος, κι ετήραξε δακρυσμένος τον Κάη.

Ωστόσο ο άλλος φύλακας ο νέος, με την ήμερη όψη, είχε φτάσει με δυο πηδήματα στο δέντρο, πριν από τον κλέφτη, κι άδραξε τον Κάη από τον ώμο και θυμωμένος τον ετίναξε. «Τι κάνεις εδώ, μοναχός σου;» του ‘πε άγρια. Γιατί ήρθες εδώ; Γιατί προσμένεις αυτόν τον άλλονε;»

Ο Κάης εχλώμιασε και δεν ήξερε να δώσει καμίαν απάντηση.

«Τι θέλεις εδώ, μονάχος σου; γιατί δεν είσαι με τους άλλους;» του ξαναφώναξε χωρίς να τον αφήνει από τα χέρια του.

Κι ο Κάης δεν του ‘δινε απάντηση.

«Θέλεις να με χάσεις; εμέ, τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου; Καλύτερα να χαθείς εσύ, χαμένη ψυχή!» Ο Κάης δεν είπε λέξη.

«Γιατί ήρθες εδώ» του ξαναφώναξε γεμάτος θυμό ο φύλακας.

«Ήρθα!» αποκρίθηκε τώρα αδιάφορος.

Ο φύλακας τον έκαμε τότες να σηκωθεί ορθός και τον εχτύπησε τέσσερες φορές δυνατά στο πρόσωπο, ορθά κι ανάποδα, ξεματώνοντάς του τη μύτη και το στόμα. Το βλέμμα του Κάη άστραψε άξαφνα· άκουσε το αίμα ν' αναβράζει μέσα του και να του ανεβαίνει στο κεφάλι, έσφιξε τους γρόθους του, κι εθυμήθηκε πως παρόμοια ζάλη τον είχε αδράξει όταν είχε χτυπήσει τον αδερφό του. Εκοίταξε ολόγυρά του σα να ζητούσε βοήθεια από τους άλλους κατάδικους, κι αντίκρισε από μακριά τον Τουρκόγιαννο, που εστεκόταν ορθός κι ωχρός, τον εκοίταζε με το γαληνό του το βλέμμα. Κι εθυμήθηκε πάλι όλο το φόνο του αδερφού, κι αναστέναξε και υποτάχτηκε χωρίς ούτε ένα παράπονο.

Κι ο Τουρκόγιαννος εψιθύρισε τρέμοντας: «Στην πλιο άγια στιγμή της ζωής του! Στην πλιο άγια στιγμή!» Κι εσήκωσε στον ουρανό τα μάτια του.

Ωστόσο ο φύλακας έσπρωχνε τον Κάη προς τον ανήφορο, βρίζοντάς τον, και τον έφερε σιμά σ' έναν πάλο που ήταν πηγμένος στη γη και τον έδεσε στον ήλιο, παίρνοντάς του από το κεφάλι την ψάθα.

Κι όταν πάλι η σφυρίχτρα έκραξε ξανά τους ανθρώπους στο έργο τους, ο Τουρκόγιαννος επέρασε από τον πάλο, όπου ο Κάης έμενε δεμένος κι έκλαιγε τώρα, και του ‘πε με σεβασμό: «Χαρά σ' εσέ, αδερφέ! Σ' αδίκησε στην πλιο άγια στιγμή! Ελυτρώθηκες!»

Ο αγιογράφος κι ο κλέφτης τον άκουσαν κι εξέσπασαν στα γέλια.

«Ας τες έφαγε» είπε ο πρώτος «κι είναι καλά λυτρωμένος!»

Κι η δουλειά ξανάρχισε πάλι ως το μεσημέρι. Και τότες πάλι η σφυρίχτρα έκραξε τους καταδίκους να γεματίσουν και να αναπαυτούν για δύο ώρες. Κι ο φύλακας με την ήμερη όψη επήγε κι έλυσε τον Κάη από τον πάλο.

Ο κατάδικος ήταν καταϊδρωμένος και μαυρισμένος από τη λαύρα του ήλιου· το σχοινί είπε τυπωθεί στες σάρκες του σ' όλο το κορμί του· οι μύγες τον είχαν βασανίσει· άλλα άκουε μέσα του μία αδιήγητη ησυχία, μαζί με τη λύπη της μετάνοιας, κι εκοίταξε χωρίς αγανάχτηση το φύλακα κι αναστενάζοντας από τα βάθη της καρδιάς του του ‘πε: «Πόσο καλό που μου ‘καμες! Θα το θυμάμαι!»

«Το βλέπεις;» του ‘πε χαμογελώντας χωρίς κακία ο φύλακας· «θα χανόσουνα και συ, γιατί βέβαια οι στρατιώτες θα σ' είχαν πυροβολήσει, και θα ‘χανες ως και μένα, ένα φαμελίτη άνθρωπο! Το βλέπεις; Δε Θα σ' αναφέρω.»

Κι έσμιξαν κι οι δυο τους άλλους κατάδικους κάτω από ένα δέντρο.

Εκείνοι έτρωγαν κι ο Τουρκόγιαννος χλωμός και τρέμοντας, γιατί είχε ιδεί του λυτρωμού το μυστήριο, εμιλούσε με κάποιους κι έλεγε: «Όταν είδα να οδηγούν στη σφαγή τα αγαθά καματερά του Αράθυμου, (την ευχή του ας έχουμε, γιατί αυτός με τον άδικο θάνατο επλέρωσε κάθε του αμαρτία) τα καματερά, τον Περδίκη μου και τον Παρασκευά, (τον ελέγαμε έτσι γιατί είπε γεννηθεί Παρασκευή μέρα,) είπα πως και τα καλά τα ζώα, που ελάβαιναν θάνατο τέτοιο, θα γνώριζαν και κείνα κάποια λύτρωση, σ' έναν άλλον καλύτερον κόσμο! αλλιώς ο Θεός, μεγάλο τ’ όνομά του, θα ‘τανε άδικος! Κι άδικος θα ‘τανε, αν εκόλαζε, για πάντα, τον άνθρωπο, το πλάσμα του, αφού αυτός έκαμε τον κόσμο, καθώς τον ηθέλησε. Η μετάνοια αντίς αγιάζει, η μετάνοια λυτρώνει, αυτή ελύτρωσε τον Κάη! Και μπορεί μία αμαρτωλή ψυχή να λυτρωθεί στη φοβερή ώρα του θανάτου, μπορεί και στον άλλον κόσμο να βρει τη μετάνοια. Γιατί θα ‘ταν άκαρπη εκεί μιανής ζωντανής ψυχής η συντριβή; Έτσι μου ‘λεγε στην ξενιτιά, όπου επερπάτησα τόσα χρόνια ο σοφός και καλός δάσκαλος. Δε θα ‘χα χωριστεί ποτέ από σιμά του, αν ο Θεός δεν τον έκραζε μαζί του, γιατί το χέρι του ήθελε να με φέρει εδώ μέσα για να παρηγορήσω πονεμένους ανθρώπους. Κι έλεγε κιόλας αυτός, πως το πολύ μία κακή ψυχή, ζωντανού ή ανθρώπου, μπορούσε να τελειώνει με το θάνατο, αφού έκανε στον κόσμο τον προορισμό της, εγινότουν όργανο για να δοκιμαστεί και να νικήσει η καλοσύνη, μα αναιώνια κόλαση βέβαια δεν υπάρχει, και γι’ αυτό είναι γραμμένο, πως όπου πεθαίνει στην αμαρτία απέθανε για μία. Εφ' άπαξ. Κι είχε διαβάσει ο καλός δάσκαλος πολλά κι άλλα σοφά βιβλία, παλαιά, που ξηγούσαν πως ο Θεός, μεγάλο τ’ όνομά του, είχε πλάσει τον κόσμο, γιατί ήθελε ν' αγαπάει. Κι ήθελε ν' αγαπάει τ’ αγαθά πλάσματα, που θα του ‘μοιαζαν. Μα η αρετή είναι αντρεία κι η αντρεία γνωρίζεται μόνο στον κίνδυνο, γι' αυτό στον κόσμο με πειρασμούς δοκιμάζεται η καλοσύνη. Και υπάρχει και μία άλλη αγιοσύνη, κι αυτήν τη δίνει με γαληνή φαιδρότητα η μετάνοια· γι' αυτό ο θεός αφήνει τα πλάσματά του ν' αμαρταίνουν. Τώρα ο Κάης ο φονιάς του αδερφού του, εμετάνιωσε, έπαθε κι ελυτρώθηκε!»

Οι κατάδικοι εκοίταξαν ο ένας τον άλλον κι έπειτα εκοίταξαν με σεβασμό τον Κάη, που συλλογισμένος είχε ακούσει τη διδαχή, κι αναστέναξε και πικρά χαμογελούσε.

15

Ήτανε απόγιομα, κι είχε έρθει το χινόπωρο. Την αυλή της φυλακής έλουζε ο ήλιος στο βαθυγάλαζον ουρανό, όπου ανάλαφρα ανάλαφρα εταξίδευαν άσπρα διαβατάρικα σύγνεφα. Κι οι κατάδικοι, συντροφιές συντροφιές, εκουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, άλλοι κάνοντας περίπατο. Μαζί τους δεν ήταν πλια ούτε ο Κάης, που ‘χε λάβει τη χάρη του, ούτε ο αγιογράφος που μήνες πίσω είχε χτικιάσει, είχε μολύνει κι άλλους κατάδικους κι είχε πεθάνει μονάχος μια νύχτα στο κελί του, ούτε ο κλέφτης που ‘χε καταφέρει να φύγει από τη φυλακή κι είχε πάει να ζήσει με τα φυλαμένα χρήματά του. Κι από τους άλλους κάποιοι είχαν μετατεθεί σ' άλλες φυλακές, άλλοι ήταν ελεύτεροι, κι είχαν έρθει αντίς καινούργια πρόσωπα αυτές τες μέρες που το κακουργιοδικείο πάλι εδούλευε, άλλοι για πολλά, άλλοι για λίγα χρόνια, ένας κιόλας για όλη του τη ζωή. Κι αυτήν την ώρα ο Τουρκόγιαννος ήτανε μέσα στο κελί του κι είπε ξαπλωθεί στο σκληρό του κρεβάτι συλλογισμένος. Αυτός ξακολουθούσε πάντα το έργο του, μα η φυλακή τον είχε γεράσει. Τα κομμένα μαλλιά του και το ακατάστατο μουστάκι του είχαν ασπρίσει, οι πλάτες του είχαν σκεβρώσει περσότερο, το μέτωπό του είχε ζαρώσει, μα η όψη του ήταν πάντα φαιδρή, κι ήσυχα τα γαληνά του κι αθώα μάτια.

Η σιδερένια πόρτα άνοιξε και μαζί μ' ένα φύλακα εμπήκε μέσα ο Πέτρος Πέππονας. Είχε δικαστεί αυτήν την ημέρα.

Εκοίταξε έναν έναν τους καταδίκους, σα να ξέταζε αv εγνώριζε κανέναν, και τους χαμογέλασε, ενώ ο φύλακας με τα βαριά κλειδιά του άνοιγε ένα μανταλωμένο κελί.

«Θα κοιμάσαι εδώ μέσα» του ‘πε αδιάφορα· και οι άλλοι κατάδικοι εκατάλαβαν πως θα ‘μενε λίγον καιρό μόνο στη φυλακή τους.

Ο επιζωήτης τον εσίμωσε και του ‘πε: «Καλώς ήρθες· έλα μαζί μας και πες μας τι γίνεται στον έξω κόσμο!»

Τρεις τέσσεροι άλλοι ήρθαν τότες σιωπηλοί σιμά τους κι έκαμαν κύκλο μπροστά του. «Είναι αλήθεια» είπε κάποιος «πως άλλαξε η Κυβέρνηση, κι έχει σκοπό να δώσει πολλές χάρες;»

«Δεν ξέρω» είπε ο Πέτρος· «ήμουνα έξη μήνες προφυλάκιση.» Και βλέποντας πως εκατέβαζαν λυπημένοι το βλέφαρο, ξανάπε με ψυχοπόνια· «Μα τ' άκουσα εκεί μέσα· είναι βέβαιο, λένε!»

«Και θα καλυτερέψει και το φαγί» είπε ένας άλλος· «αυτό που μας δίνουν τώρα μας αρρώστησε· ο διαφεντής μας, λένε, το κλέφτει. Ήτανε βλέπεις κομματάρχης του αλλουνού Υπουργείου.»

«Ωχ!» είπε ένας άλλος· «την τύχη μας την ξέρουμε! Από κακού σε χειρότερο!...»

«Και πόσο θα μείνεις μαζί μας;» ερώτησε τον Πέτρο ο επιζωήτης.

«Άλλους έξι μήνες» τ’ αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον με καλοσύνη· «η κατηγορία ήτανε βαριά, μα είχα καλούς μαρτύρους· όλο το χωριό μου πήρε το μέρος· μα η δουλειά μου στοίχισε!...»

«Παιγνίδια!» είπε με χλευασμό ο επιζωήτης.

«Εμένα» είπε ένας άλλος, «τους μάρτυρες, που ‘χα πλερωμένους, το δικαστήριο δεν τους πίστεψε· κάποιος εκόντεψε μάλιστα να πάει μέσα κι εκείνος· και με καταδίκασε είκοσι χρόνια. Μια ζωή!...»

«Ας είμαι ευχαριστημένος» είπε ο Πέτρος· «ως να σπαρθεί το στάρι και να ωρμάσει, θα ‘μαι πάλι στο σπίτι μου, και θα ξαναβρώ τη γυναίκα μου!... Και το χωριό μου θα μ' αγαπάει, γιατί βέβαια κλητήρας με ορδινιές δε θα το ξαναπατήσει...» Κι εδιηγήθηκε σύντομα την πράξη του περήφανος, κι εξανακοίταξε έπειτα έναν έναν τους κατάδικους κι έπειτα από λίγο ξανάπε: «Φτηνά την εγλίτωσα!... Κι όταν βγω αδέρφια, με το καλό από τη φυλακή, κάθε φορά που θα σμίγω μ' έναν από σας, θα του κάνω το γιόμα! Και κρασί όσο θέλει! ...»

«Στοιχηματίζω» είπε πάλι χλευαστικά ο επιζωήτης «πως είσαι κάποιος νοικοκύρης του χωριού σου, φρόνιμος κι ήσυχος! Ούτε συ δε μου παίρνεις τα πρωτεία πο’ ‘χω εδώ μέσα· εμέ τ’ όνομά μου ακούεται σε καλόν κόσμο· και δύσκολα θα λησμονηθεί! Πώς σε λένε;»

«Πέτρο Πέππονα!»

«Κι από πού είσαι;»

Είπε τ’ όνομα του χωριού του κι εκοίταξε προς το κελί του Τσυρκόγιαννου, που τώρα ήταν καθισμένος στο κατώφλι του κι εμιλούσε μ' ένα νέον ανήλικο ακόμη, καθισμένον και κείνον κατά γης μπροστά του, και του ‘λεγε: «Γιατί στον κόσμο δεν μπορεί να ‘ναι ευτυχισμένοι παρά ή εκείνοι που κάνουν το καλό ηή εκείνοι που όταν αμαρτήσουν αληθινά μετανιώνουν. Γιατί η ψυχή και του κακού του ανθρώπου, βαστάει μία θειικά αχτίδα, που τήνε φωτίζει· είναι πλάσμα θεού ως κι αυτή. Και η θειικά εκείνη αχτίδα είναι η καλοσύνη. Κι όταν ο νους δεν εξουσιάζει την ψυχή μάλιστα την ώρα που θα πέσει ο άνθρωπος στον ύπνο, τόνε κυριεύει εκείνη η καλοσύνη, κι η συνείδηση τον ελέγχει για την κακία του. Παρόμοια θα ‘ναι και η φοβερή ώρα του θανάτου, όταν για το φονιά παίρνει ο Χάρος την όψη του σκοτωμένου. Και παρόμοια, όταν οι ανθρώποι κρύβουμε στην καρδιά κάποια λύπη βαριά και μεγάλη, όσο ο νους εξουσιάζει στον ξύπνο, μας φαίνεται αυτή η λύπη λησμονημένη και νεκρή, μα τη στιγμή που μας κλει τα μάτια ο ύπνος ανασταίνεται μέσα μας και μας χαλάει την ανάπαψη!»

Και ο νέος τον άκουε προσεχτικά, τον εκοίταζε με τρυφερό βλέμμα και τα μάτια του εδάκρυζαν.

Κι ο Πέτρος άκουσε από μακριά τη γνωστή φωνή, εκοίταξε αθέλητα το χέρι του, άνοιξε τα μάτια του, έχασε το χρώμα του κι ερώτησε, ελπίζοντας πως δεν ήταν εκείνος, γιατί δεν τον είχε ιδεί ακόμη με κομμένα μαλλιά και με ξυρισμένα τα αριά του γένια: «Ποιος είναι αυτός;»

«Ο Αης-Γιάννης ο Τουρκόγιανος» του ‘πε ένας κατάδικος.

«Όλο από αυτά λέει όλη μέρα!» είπε χλευαστικά ο επιζωήτης. «Είναι ζουρλός για δέσιμο, και δεν ξέρει κανείς γιατί τον αφήνουνε ως τώρα εδώ μέσα. Λέει πως δεν έκαμε τίποτα· και μας σκοτίζει όλη μέρα το κεφάλι όλο θεολογίες, θεολογίες! και δος του θεολογίες! Δεν ξέρει κανείς τι είναι εδώ; Εκκλησία ή φυλακή!» Κι εστραβοκοίταξε τον Τουρκόγιαννο κι εγέλασε.

«Είναι από το χωριό σου!» είπε ένας άλλος.

«Πες μας εσύ» είπε ένας άλλος «εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος η όχι;»

Ο Πέτρος δεν του αποκρίθηκε· τώρα είχε συνέρθει από την ταραχή του και σοβαρός είπε σα ν' απαντούσε στα λόγια του Τουρκόγιαννου· «Υπάρχει στον κόσμο κι άλλη ευτυχία, κι αυτή είναι η αληθινή· του ανθρώπου που εξουσιάζει· εκείνος υποτάζει την τύχη του, η θέλησή του γίνεται, και νικάει όλα τα εμπόδια!» Κι εκοίταξε ολόγυρά του τους ανθρώπους που τον άκουαν μ' ένα χαμόγελο και ξανάπε· «Τι θα ‘μουνα εγώ, αν δεν ήμουνα τέτοιος; Το κλοτσοσκούφι της Τύχης! Κι αντίς τώρα έχω χτήμα, έχω γυναίκα, θα κάμω και παιδιά· κι ο κόσμος με μακαρίζει· τώρα με σέβεται κιόλας, σας το ‘πα!» «Κι είσαι ευτυχισμένος;» τον ερώτησε κάποιος.

«Πες μας» τον ξαναρώτησε ο άλλος κατάδικος «εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι;»

Ο Πέτρος ξανακοίταξε ανήσυχος το χέρι του.

«Και θα πάρεις τα καλά σου στον άλλον κόσμο;» του ‘πε ο άλλος.

«Στον άλλον κόσμο!» επεργέλασε ο επιζωήτης κοιτάζοντάς τον θυμωμένος.

«Πες μας!., ξανάπε του Πέτρου ο άλλος.

«Έχει δίκιο ο Πέτρος» είπε ο επιζωήτης· «αλλά πρέπει κανείς να τα καταφέρνει! Εμέ η Τύχη μ' εκυνήγησε και λίγο έλειψε να μου πέσει το κεφάλι!» Κι εφώναξε: «Αη-Γιάννη Τουρκόγιαννε, έλα δω· ήρθε κάποιος από το χωριό σου!»

Κι ο Τουρκόγιαννος εγύρισε το κεφάλι σα να ‘βγαινε από ένα βαθύ όνειρο, εκοίταξε πρώτα τον επιζωήτη, εκάρφωσε έπειτα το βλέμμα του στα μάτια του Πέτρου, που εκατέβασε αμέσως τα βλέφαρα, άλλαξε πολλές φορές χρώμα κι αναστενάζοντας ξαναμπήκε στο κελί του.

Κι ο Πέτρος επάνιασε· έστριψε το μαύρο μουστάκι του κι έμεινε σιωπηλός για πολλη ώρα.

«Πες μας» τον ξαναρώτησε ο άλλος κατάδικος «εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι; γιατί δε μας αποκρίνεσαι;»

Κι ο Πέτρος είπε τώρα ζυγίζοντας τα λόγια του και σα φοβισμένος μην επροδινότουν; «Δεν το ξέρω! Ήτανε πάντα μπόδιο στο δρόμο μου, επαραφύλαγε τη Μαργαρίτα, τη γυναίκα του σκοτωμένου· κι ήτανε πανταχού παρών κι εγώ την αγαπούσα τη Μαργαρίτα, ήμουνα παθιασμένος για τη Μαργαρίτα, κι είχε μαλλιάσει η καρδιά μου. Σήμερα είναι γυναίκα μου· καλά ο άντρας της, μα κι αυτός! Κι η Μαργαρίτα δε μου ερχόντανε· κι εγώ ίδρωνα αίμα... Κι έπειτα εσκοτώθηκε ο άντρας της· κι έντεσε αυτός· κι εγώ τον εβούλιαξα!... στο δικαστήριο εκόντεψα να τόνε στείλω στην κρεμάλα. Μα η Μαργαρίτα λέει πως είναι αθώος και μ’ επαίδευε να βρω τρόπο για να βγει από τη φυλακή!..,»

«Είναι αθώος!» είπε ο άλλος.

«Πάμε να του μιλήσεις!» είπε ο επιζωήτης και τον έπιασε από το χέρι και τον έσυρε προς το κελί του Τουρκόγιαννου.

Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή κι αυτός εκαθότουν πάνου στο κρεβάτι του σκεφτικός κι εβαστούσε με τα δυο του χέρια το κεφάλι, σκυμμένος προς τη γη.

«Αη-Γιάννη Τουρκόγιανε» του φώναξε ο επιζωήτης.

Αυτός εσήκωσε το βλέμμα και λυπημένος εκοίταξε για πολλή ώρα τον Πέτρο: «Σ' άφηκε» του ‘πε αναστενάζοντας «ο Θεός να πέσεις και σ' άλλο κρίμα για να μετανιώσεις και να δοξαστεί τ’ όνομά του;»

«Εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι;» ερώτησε ο επιζωήτης.

«Δεν ξέρω!» είπε ο Πέτρος κοιτάζοντας πάλι αθέλητα το χέρι του.

«Ο Ιούδα!» ανέκραξε ο Τουρκόγιαννος «εσύ ξέρεις που δεν εσκότωσα, καθώς είναι γραμμένο! και μ' εκυνήγησες, εμένα έναν ορφανόν άνθρωπο, κι ηθέλησες να μ' ανεβάσεις στην κρεμάλα! Τι θα σου ‘κανα;» Και το χείλι του ξακολούθησε να τρέμει σα να μουρμούριζε ακόμη κάτι

«Ποιος εσκότωσε!» είπε ανυπόμονα ο επιζωήτης.

«Ας το πει!» είπε ταραγμένος ο Τουρκόγιαννος· «εγώ όχι!» Και εκοίταζε τώρα τον Πέτρο και τα χείλη του εκουνιόνταν αδιάκοπα· ήθελε ακόμα να ειπεί κάτι, μα δεν το ‘λεγε, σα να εφοβότουν. Τέλος εκατέβασε τα μάτια και σιγαλά είπε: «Κι η Μαργαρίτα;» και το μέτωπό του ίδρωσε.

«Είναι γυναίκα μου!» του απάντησε αμέσως ο Πέτρος ταραγμένος.

«Ω την επήρες!» του ‘πε ανατριχιάζοντας· «την επήρες; Πώς εμπόρεσες!»

Κι ο επιζωήτης είπε ολομεμιάς του Πέτρου μ' ένα άσκημο και δυνατό γέλιο, κοιτάζοντάς τον πρώτα και χτυπώντας του έπειτα τον ώμο: «Στοιχηματίζω, Πέτρο Πέππονα, το κεφάλι μου, που εκόντεψε να πέσει, πως εσύ ο ίδιος εσκότωσες για να πάρεις τη γυναίκα, και τον αδικόβαλες!»

Ο Τουρκόγιαννος έτρεμε όλος τώρα, ήταν ωχρός, τα μάτια του εδάκρυζαν κι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Κι ο Πέτρος άκουσε αυτήν τη στιγμή κάτι να του σφίγγει το λάρυγγα, κι αλαλιασμένος εκοίταζε τον έναν κατόπι στον άλλον. Η ψυχή του αναστατώθηκε. Ο νους του δεν μπορούσε πλια να την κυβερνήσει· κι εδιάβηκε μεμιάς εμπρός του όλο το έγκλημα: ο σφαγμένος Αράθυμος, η νύχτα του φονικού, το καρτέρι στο σκοτάδι, το μαρτύριο του ανθρώπου που ‘χε καταδικαστεί με τη δολερή μαρτυρία του· ο γάμος του κι αυτήν την ώρα άκουσε πάλι μέσα του την ανάγκη να μολογήσει τα πάντα και ν' αλαφρώσει την αποσκληρημένη καρδιά του. Επάλεψε καμπόση ώρα με τον εαυτό του και ο αγώνας εκείνος εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό του, που πότε εκοκκίνιζε, πότε εκιτρίνιζε, πότε ίδρωνε, στο φοβισμένο κι αλλόκοτο βλέμμα του, στες φλέβες του λαιμού του που εφούσκωναν, στη δίπλα που ‘καναν τα ωχρά του χείλη, στο νευρικό ψηλάφισμα πο ‘καναν τα δάχτυλά του· το μυστικό τον έπνιγε! Η δύναμη που ήθελε να τόνε κάμει να μιλήσει ήτανε ακατανίκητη· έκλεισε τα μάτια του που τώρα ήταν θαμπά και μεγάλα, κι είπε του Τουρκόγιαννου: «Ω συμπάθησε!»

Και ζαλισμένος εβάλθηκε να τρέμει σύγκορμος και τα μάτια του εγέμισαν δάκρυα κι έπειτα ένα κλάμα δυνατό τον ετίναξε, κρύος ίδρος τον έλουσε, γίνηκε κατακίτρινος, κι ερώτησε τον εαυτό του πώς θα μπορούσε αμέσως ν' αφανιστεί για να μην τον βλέπουν οι άνθρωποι οι άλλοι, καταλαβαίνοντας αυτήν τη στιγμή πως τους είχε αδικήσει όλους με το σκληρό φονικό, κι έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του κι εσωριάστηκε χάμου. Τώρα πλια δεν μπορούσε καθόλου ν' αντισταθεί σ' εκείνην τη δύναμη που τον έσπρωχνε ακατανίκητη στο χαλασμό του. Κι είπε με ξερή φωνή, μαζεύοντας όσο μπορούσε το κεφάλι μέσα στες πλάτες του: «Εγώ εσκότωσα! Τη νύχτα· στο σκοτάδι· του ‘χα στήσει καρτέρι!» Κι αιστάνθηκε σα να ‘βγαινε από μέσα του μια φλόγα, αφήνοντάς του πονεμένα τα σπλάχνα

Και οι άλλοι κατάδικοι έμειναν ολόγυρά του σα φοβισμένοι από τη φριχτή στιγμή, κι εκοίταζαν ο ένας τον άλλον χλωμοί κι εκείνοι στο πρόσωπο.

Μόνο ο επιζωήτης εγελούσε ακόμα με ένα άσκημο χλευαστικό γέλιο κι είπε: «Μεγάλος δε βαστάχτηκες ως το τέλος!»

Κι ο Τουρκόγιαννος είπε βγει τώρα από το κελί του, χαμογελούσε περίτρομος, είχε δακρυσμένα τα μάτια κι έτρεμε μ' όλο του το κορμί, παρέτοιμος να βλογήσει τον Πέτρο. Κι άξαφνα έλαμψε μέσα στο νου του η εικόνα της Μαργαρίτας, κι εθυμήθηκε τα ορφανά του Αράθυμου. Κι είπε έπειτα από ώρα με το συνηθισμένον κι ήσυχον τρόπο του: «Δεν εσκότωσε! Εγώ σας γελούσα!»

Κι ο Πέτρος ευρέθηκε με μιας ορθός και τον εσίμωσε κι έπεσε γονατιστός μπροστά του και ξακολούθησε να κλαίει χωρίς να προφέρει λέξη. Μα ο Τουρκόγιαννος ήσυχα πάλι ξανάπε: «Λέει ψέματα! Εγώ εσκότωσα· κι εγώ ετιμωρήθηκα· τόσον καιρό σας γελούσα!»

«Απ’ όταν εσκότωσα» ξανάπε ο Πέτρος «ο ίσκιος του δε μ' άφηκε γλυκιά στιγμή· μου φανερονότουν και στον ύπνο, κι εζητούσε δεύτερη φορά να τόνε σκοτώσω, αφού είχα πάρει τη Μαργαρίτα, και δε θέλει ακόμη να με λησμονήσει!» «Λέει ψέματα!» ξανάπε ο Τουρκόνιανος· «εγώ εσκότωσα κι ετιμωρήθηκα.»

«Ω συμπάθησε!» του ξανάπε ο Πέτρος παρακαλώντας, «θα σου δώσουνε τώρα τη χάρη!»

«Και πού να πάω;» είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας· «εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μη μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα! Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος· δεν τη θέλω τη χάρη· κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια!»

Αυτήν τη στιγμή ο φύλακας με την ήμερη όψη έκραξε τον Πέτρο· «Πέτρο Πέππονα» του ‘πε· «η γυναίκα σου σε ζητεί από τα σίδερα για να σε χαιρετήσει!»

Kι ο Τουρκόγιαννος έγειρε το βλέμμα του προς τη σιδερένια πόρτα, εκοίταξε μια στιγμή τη Μαργαρίτα, αναστέναξε κι εμπήκε ξανά κλαίοντας στο κελί του.

Τ Ε Λ Ο Σ

Υποσημειώσεις

[1] σόλιο: παιχνίδι παρόμοιο με την πρέφα ή το μπουρλότο.

[2] ντινέρι ή ντενέρι: το καρό

[3] χέρι: εδώ η μοιρασιά, η παρτίδα.