ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ 1 ΠΕΖΟ


 

Πληροφορίες για τον Δημοσθένη Βαλαβάνη εδώ

 


 

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μνημοσύνη», τόμ. Α΄, τχ. Β, σελ. 26 (Απρίλιος 1852)

 

Το όνειρον του φίλου Δ. Βαλαβάνη καταχωρούμεν μετά χαράς, διότι και γλώσσαν έχει καθαρώς δημοτικήν και φαντασίαν, ήτις, ως χρυσαλλίς ελαφρά και χαρίεσσα, πλανάται περί τους ευόσμους ανθώνας της Κασταλίας.

Η δημοτική γλώσσα, αδάμας άξιος να στολίση την χρυσήν κόμην των Πιερίδων, κόρη προτότοκος της αρχαίας ελληνικής, αλλ’ ηδυπαθώς ιδιότροπος κατά την φράσιν και την μορφήν, διεφθάρη σήμερον εις τας πόλεις, αλλ’ αγνή και παρθένος διατηρείται όπου ηχεί ο αυλός του ποιμένος, όπου σχίζει την γην το άροτρον, όπου υψούνται η καλύβη η φιλέρημος. Αλλ’ ο πολιτισμός εισέδυσεν εις τα σπλάγχνα της Ελλάδος, παρακολουθούμενος από την πολυτέλειαν, ήτις εκθηλύνη την ζωήν μας, από τον συρμόν, όστις απορριζόνει τα έθιμά μας και ιδού ο λαός των πόλεων λησμονεί πατρώαν γλώσσαν και την διαστρέφει θαρρών ότι ελληνίζει.

Δεν φρονούμεν ότι η δημοτική πρέπει να ήναι η γλώσσα της ποιήσεως εν γένει, διότι στερείται πολλών όρων και αδυνατεί να περιγράψη ναυμαχίαν, λ.χ. εκτός εάν λάβη τους όρους εκ της αρχαίας γλώσσης, αλλά τότε αποβάλλει την προτότυπον χροιάν, και καθίσταται μιξοβάρβαρος. Διατεινόμεθα όμως, ότι πρέπει να την μεταχειρισθώσιν οι ποιηταί μας εις μικράς μόνον ποιήσεις, διότι άλλως οι πολύ επιγενέστεροί μας δεν θέλουσιν εύρει ουδ’ ίχνος αυτής. Εκτός τούτου ενώ ήναι επιδεκτική ύψους έχει αδιαφιλονίκητον προτέρημα την συγχώνευσιν των φωνηέντων, διότι ο λαός τα συγχωνεύει ομιλών. Τούτο προστίθεσι πολλήν χάριν, πολλήν αρμονίαν εις τον έμμετρον λόγον.

Γ. Χ. Ζ. (Γεώργιος Χ. Ζαλοκώστας)

 

1

Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολούσαν

Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,

Κι η αντιλιάδες στης δροσιάς της στάλαις εγλυστρούσαν

Κι από διαμάντη ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι.

Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδες,

Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύσι στο πλευρό μου,

Εδώ πως σ’ είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες

Μου εφάνη εις το όνειρό μου.

2

Λες κι αγγελούδας ευμορφιά να σου έδινε η χλωμάδα

Τα μάτια σου ανεγάλιαζαν στη λάμψι και στη χάρι

Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η αντιλιάδα·

Κι απ’ τα μαλλιά Σου πέρναγε το βάλσαμο να πάρη

Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ αέρη·

Και σα να μη μ’ εγνώριζες και σα στο λογισμό μου

Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει

Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

3

Ψιλό έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη

Πού έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι

Σα στον καθρέφτη τη θωριά όπου σκεπάζει η άχνη

Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει

Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα

Ολόχαρη, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.

Κόρη, ας μην είναι πλάνη μου αυτ’ η χαρά που επήρα

Για σένα στ’ όνειρό μου

4

Και γύρω σα να εγύρευες ανθό της αρεσιάς Σου

Στα χαμολούλουδα έσκυφτες κι η πεταλούδες φεύγαν

Και γω με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου

Μ' είδες γλαρά, δεν λάλησες, μα η ματιές σου ελέγαν

Πως ήθελε το χέρη σου το κλόνο μου να πάρη·

Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου,

Τον πήρες με κυπαρισσιού τον έσμιξες κλονάρι

Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

5

Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέτε ο λογισμός μου

Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστό λειβάδι·

Το θαμποβόλημα εξηγεί τη πλάνη αυτή του κόσμου·

Κι αγνώριστος που σου έδωκα εγώ το μυρτοκλάδι,

Σημαίνει για τον έρωτα πως μια ζωή δεν φτάνει.

Με το κυπαρισόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου

Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχή κι όταν κανείς πεθάνη.

Αυτό είναι τ’ όνειρό μου.

 

αρχή

 



ΕΚΕΙΝΗ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευτέρπη», φυλλάδιο 2, τόμος Στ’, 1 Οκτωβρίου 1852

Α'.

Εις σύρτιν όπου στρώνεται ανύποπτος γαλήνη

Το εύθρυπτον ακάτιον του βίου μου προσπλέει,

Χειρ άγνωστος την τρόπιδα προς ταύτην διευθύνει

Και πεπρωμένη θύελλα, ως ζέφυρος μου πνέει.

Β'.

Ναυβάτης εις την άστατον παλίρροιαν του κόσμου

Ν’ ακούω των τρικυμιών απέκαμον τον στόνον,

Των τόσων πόθων μου χορδαί ηχούσαι πάλ’ εντός μου,

Σιγούν ως ψυχορράγημα υπάρξεων αφώνων.

Γ'.

Υπήρξε δι’ εμέ ποτε ο κόσμος κήπος πλάνης,

Μ’ εφίλευε τα ρόδα της η μάγισσ’ αθωότης,

Και εις την δρόσον έβλεπον του φύλλου της βοτάνης

Να πέζ’ εις ίριδας χρυσάς και κόσμος και νεότης·

Δ'.

Κι εκείνην τότ εγνώρισα· —κόμη ξανθή, λυμένη

Το μέτωπόν της έστεφε χλωμόν και λυπημένον·

Εμελαγχόλει μαγικά, ως Ήβη πονουμένη,

Κυλίουσα το βλέμμα της νωθρόν, απηυδημένον...

Ε'.

Ανέτελλ’ εις τα χείλη της μειδίαμ’ αθυμίας,

Καθώς εις ρόδον πρωινόν ακτίς συννεφωμένη,

Η λαλιά της ως πνοή επέρα μελωδίας,

Εις τόνους αναπάλσεων αγνώστων τεμνομένη.

ΣΤ’.

Ως χίμαιραν τ’ αλησμονώ κατόπιν ενυπνίου·

Μ’ ευφραίνει τώρα στεναγμών συνειθισμένον μέλος,

Ριγούντα υπό τον ψυχρόν μεσημβρινόν του βίου,

Ως έντιμον υπάρξεως χωρίς σκοπόν και τέλος.

 

αρχή

 



ΤΑΦΟΣ ΚΛΕΠΤΟΥ[1]

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευτέρπη, φυλλάδιο 3, τόμος Στ’, 15 Οκτωβρίου 1852

1

Κούφια πέφτουν ντουφέκι’ απ’ ανάρια,

Και στου Σίρτσι ταις ράχαις βοΐζουν,

Μαζευμένα είν’ εκεί παληκάρια,

Που τα πεύκα βογκάνε και τρίζουν.

2

Από ξένα λημέρι’ ανταμώνουν,

Σ' ερμοκλήσι ολόγναντο ράχης,

Σ' ένα μνήμα βαϊόκλαρα στρώνουν,

Kι ανδριάς λέγουν τραγούδια και μάχης.

3

Χύθη ο ήλιος· η πάχνη διαλυέται·

Η αυγή σαν την νιότη γελάει·

Σαν πουλιού ξεσιρμάδ αγρυκέται,

Εις τα φύλλα τ’ αέρι αν περνάει.

4

Σε δροσιάς ψηλαίς στάλαις σκορπιώταν

Mι’ αντηλιάδα σε μύριαις· κι αγνάντια

Αν η χλόη σε φύσημα εσειόταν

Λέγεις χίλα να ετρέμαν διαμάντια.

5

Ξενοιαστά τα κλεφτόπλα πηδάνε,

Το λιθάρι άλλοι ρίχνουν σιμά τους.

Στ’ αργυρά τους τσαπράζια βροντάνε

Τα χρυσά, κρεμαστά χαϊμαλιά τους.

6

Ρουσαλιού εξημέρωνε μέρα

Που στον κάτω η ψυχαίς κόσμο κλειένται[2],

Μα στου Γεώργου τον τάφο μητέρα

Δε στενάζει, τραγούδι’ αγρυκένται.

7

Σταυραδέλφια στο χρόνο περνάνε,

Ότι χλιαίνει το χιόνι και λυώνει,

Τ άρματά του εις πεύκο κρεμάνε

Που τον έρημο τάφον του ισκιώνει.

8

Δεν τον κλαιν’· τραγουδάνε την μάχη,

Που σκοτώθη και ρίχνουν λουλούδια·

Μόνη ο κλέφτης τιμή θέλει να ‘χει,

Σαν πεθάνη να βγάλουν τραγούδια.

9

Εκεί ακούς το ντουφέκι να πέφτη,

Να βογκούν ρεματιαίς στη βοή του·

Τέτοια δίδουν τιμή κάθε κλέφτη·

Τι από μι’ άνοιξ' αρχίζ' η ζωή του.

10

Εχαμόγερνε ο ήλιος το βράδι·

Τα πουλιά εις την έρμο σιγούσαν,

Μιας φλογέρας βοσκού στο λειβάδι

Τα λαλήματ’ ακόμη αντηχούσαν.

11

Τα κλεφτόπλα τριγύρω καθίζουν,

Για το Γεώργο να λεν αρχινάνε,

Μα τα μάτια του Λάμπρου δακρύζουν,

Βουρκωμένα εις το μνήμα γυρνάνε.

12

«Μ' απιστιά τον σκωτώσαν, τους λέγει,

Στο δεξί μου φονεύθη το πλάι·

— Λάμπρο πες μας του λεν, κι αυτός κλαίγει

Και με πόνο αρχινάει.

13

«Του Μαγιού γλυκοχάραξε η πούλια

Μελιχρό το φεγγάρι εφαινόταν,

Πορπολίζαν στα φύλλ’ αγριοπούλια·

και στους κάμπους η πάχνη απλονόταν.

14

Μ' ένα όνειρο ο Γεώργος ξυπνάει,

Συφορά! σαν να γνώρισε ο νους του,

Σ’ έννοιαις μύριαις τον νου του σκορπάει,

Μα κρυμμένους κρατεί τους σκοπούς του.

15

Λεν παιδιά το σφαχτό πριν να σφάξουν,

Και την ώρα μαχαίρι που δράξουν,

Δεν πηγαίνει, νοιασμένο μουγκρίζει.

16

Έτσι ο νους του νοιασμένος γυρνούσε,

Κι αν τον είχε η ανδρία για παίνια,

Τώρα φύλλο τ’ αέρι αν κινούσε,

Στ’ άρματά του γυρνούσε την έννοια

17

Να, στη βίγλα ένας γέρως και φτάνει,

Με τον Γεώργο ζητεί να μιλήση,

— Πάει η Χάιδω, του λέει, να λευκάνη

Κάι μηνάει ν’ ανταμώστε στη βρύσι.

18

Ψαχτά μάτι εις εκείνον καρφώνει·

— Που την είδες την Χάιδω, ερωτάει·

«Το νυχτόσκαρο, με ηύρε στ’ αλώνι,

Στο νερό που περνούσε να πάη.

19

Για τον κόπο μαντύλι μου νέθει,

Τι από λάδι την έχω παιδί μου

Και σου είπα ό,τι αυτή μου εμπιστεύθη.

Έτσι ακρίματη να ήναι η ψυχή μου.»

20

Πρου χυθή τ’ αυγινό ακόμη αστέρι,

Πρου τα λάφια να βγουν να βοσκήσουν,

Ροβολάμε· κι εμπρός σε καρτέρι

Τα σκυλιά μας φυλάν να κτυπήσουν.

21

Στο πετρόρρεμ’ απ’ έξω θυμούμαι,

Που τον τόπο πλατάνια τον κρύφτουν,

Ποδοβόλημα, λάφιασμ’ ακούμε

Δεν τ’ ακούσαμ’ ακόμη… και ρίχτουν.

22

Φωτιά εμείς, φωτιά εκείνοι, κι ερρίχτη

Το σπαθί σου, μου λέει, κι εμπρός έλα

Κι ο καπνός της μπαρούτης τον κρύφτη

Μ’ αναφτή στη φωτιά φουστανέλλα.

23

Δύο κάτω νεκρούς δρασκελάει

Κι οι λοιποί στη φευγάλα γλυτώνουν,

Μα δυο βόλια στα στήθη αγρυκάει

Π’ αρχινάν στην καρδιά να κρυώνουν.

24

Της πληγαίς με μαντύλι του δένω,

Μα η πληγαίς του το αίμα του χύνουν·

Λάμπρο, μου είπε, καϋμένε πεθαίνω,

Α! τα βόλια στο χάρο με δίνουν.

25

Τ’ άρματά μου συ Λάμπρο μου ν’ άχης

Πες της Χάιδως, η δόλια μην κλάψη,

Στο ερμοκλήσι αν έρθη της ράχης,

Δείξ' το μνήμα, κερί να μ’ ανάψη.

26

Την καϋμένη... δεν μ’ άφισε η μοίρα…

Τούτο επρόφτασε κι είπε και σβύνει

Βαρύ τότε κουφάρι τον πήρα

Και τον θάψαμε...

27

Παύει, ο Λάμπρος κι ευθύς σηκωθήκαν,

Τα ντουφέκια στο μνήμα ετεινάξαν

Το φιλί χωρισμού εφιληθήκαν· —

Κι απ’ εκεί στα βουνά τους πετάξαν.

 

Σημειώσεις

[1] Κρίνομεν περιττόν να επιφέρωμεν παν σχόλιον περί της παρούσης ποιήσεως, της οποίας χαρίεσσαι αι ιδέαι, ελληνική η ποίησις και η υπόθεσις. Είμεθα λίαν υπέρμαχοι της δημοτικής γλώσσης εις την ποίησιν, ώστε να προσθέσωμέν τι και περί ταύτης.

Κ. Π.

[2] Φρονεί ο λαός, ότι κατ’ έτος επί 50 ημέρας, από του Πάσχα της πρώτης αρχομένης, αι ψυχαί των θανόντων επισκέπτονται τας εστίας των εν τη γη συγγενών και φίλων· την δε παραμονήν της Πεντηκοστής ότι επανέρχονται εις τον άδην· διό την εσπέραν εκείνην καίουσι λίβανον όπισθεν των θυρών, και καθαρίζουσι τας οικίας, ίνα φύγωσιν αι ψυχαί ευχαριστημέναι· Εις το Σολιμά της Τριφυλλίας τελείται μάλιστα πανήγυρις υπό το όνομα εορτή των ψυχών ή ροσαλιού, εν η τραγωδούν ως πρώτον τραγούδι αι χωρικαί παρθένοι το «Όλα να παν τα σάββατα και πίσω να γυρίσουν, του ρουσαλιού το σάββατον να πάη να μη γυρίση. κλπ.»

 

αρχή

 



ΜΙΑ ΜΟΥ ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ

Δημοσιεύτηκε στο «Ημερολόγιο» του Σκόκου, έτος Πέμπτον (1890)

Αν ωνειρεύθης άγγελον ποτέ μελαγχολίας,

Αν ν’ ατενίσης οφθαλμούς σου έτυχε δορκάδος,

Γλυκύ να έχουν λάγκευμα της πρωινής πλειάδος,

Εκείνη φέρει την μορφήν αυτής της οπτασίας.

 

Γελά και παίζει μ’ όνειρα του λυκαυγούς ακόμα,

Τα χείλη της μειδίαμα χρυσώνει γοητείας,

Εάν την βάφη μαγική βαφή μελαγχολίας

Προς κόσμον της ευρύτερον ίσως πλανά το όμμα.

 

Λούουν το ρόδον της αυγής αι πρωιναί ακτίνες

Όπου η μάγισσ' άνοιξις την νύκτα το υφαίνει

Ιδού πλην ο μεσημβρινός κι εξαίφνης το μαραίνει·

Μόν’ αι απάται δεν γερνούν, του βίου αι Σειρήνες.

 

Και η ζωή μας ύφασμα ονείρου και χιμαίρας

Ψυχρά ως αντανάκλασις ακτίνος τεθλασμένης

Ημελημένον δώρημα τυχαίας ειμαρμένης,

Αλλού φαντασιοκοπεί στιγμάς εντελεστέρας.

 

1853

 

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ

— Εν ειλικρινεί συγκινήσει και μετά μυχίας χαράς ανοίγομεν μίαν σελίδα του Ημερολογίου προς καταχώρισιν και φιλοξενίαν του ποιήματος τούτου εις ευλαβές μνημόσυνον του αοιδίμου ποιητού Δημοσθένους Βαλαβάνη, περί ου ο μακαρίτης Σπ. Βασιλειάδης, ο απαράμιλλος καλλιτέχνης της «Γαλατείας» λέγει που εις τας Αττικάς Νύχτας, ότι «ήτο το γλυκύτερον και συμπαθέστερον άστρον της νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως». Ο Βαλαβάνης απέθανε τον Μάιον του 1854, εν ηλικία μόλις εικοσιοκτώ ετών. Το δε ποίημα τούτο, όλως ανέκδοτον, έγραψεν επί λευκώματος νεάνιδος θανούσης προ εικοσιπενταετίας, εξ ου και διεσώθη. Απεσπάσθη δε, ευμενώς παραχωρηθέν ημίν, εξ ανεκδότου συλλογής ην περισυνέλεξε μετ’ ευλαβείας και στοργής ο συμπαθής αυτού ανεψιός και ημέτερος κάλλιστος φίλος κ. Γεώργ. Α. Βαλαβάνης, και την οποίαν υπό τον τίτλον τα Σωζόμενα μετά βιογραφίας του ποιητού θέλει εκδώσει λίαν προσεχώς.

 

αρχή

 



ΔΥΟ ΝΥΚΤΕΣ

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευτέρπη», τεύχος 32, 15 Ιανουαρίου 1854

ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.

Βραδέως το χρονόμετρον εσήμαινε την 6 ώραν Μ.Μ. από του Γοτθικού πύργου του Ιτσικαλέ, το δε Γαλλικόν πυρόσκαφον ο Λυκούργος έστρεφε την τρόπιδα προς τα νερά τις Κρανάης.

Επήλθεν η νυξ της 9 προς την 10 Ιουλίου, το πυρόσκαφον εδεροκόπει την θάλασσαν και αφροί απεπτύσσοντο πέριξ, ως από ρώθωνας πληγωμένου τέρατος.

Η πρόνοια του πεπρωμένου μου μ’ έδιδε κι εδώ μίαν έρημον. Η πρώρα διά το επαισθητόν του σάλου ήτο μονήρης, διό ενταύθα εύρον τόπον έξεώς μου και άνεσιν· οι δε συμπλωτήρες μου εις την πρύμναν αφρόντιδες εδαπανώντο εις ζωηρά και ευτράπελα παίγνια.

Η νυξ έβαφε τα πέριξ με τα αραιά σκότη της· η σελήνη συνεκέρνα το λευκόν φως της με το ασθενές σκότος και η φύσις, ωραία πάντοτε, ως ότε εξήλθεν από τας χείρας του πλάστου, έλαμπεν υπό την μαρμαρυγήν των αδαμάντων της, αλλ’ έβλεπον ότι ουδεμίαν σημασίαν είχε το μυστηριώδες τούτο γόητρον διά τους συμπλωτήρας μου, άλλως τερπομένους , διότι, ίνα έχη σημασίαν εις την αίσθησιν η φυσική γοητεία, ανάγκη ο παρατηρητής να συγκοινωνή με ταύτην διά του ενθουσιασμού και της ποιήσεως.

Μετ’ ολίγον επήλθε σιγή και πας ο θόρυβος υπεχώρησεν εις την νάρκην του ύπνου· ηγρύπνουν μόνος· ηρέμα εκύλιεν η θάλασσα τα κύματά της, ότε μετ’ ολίγον άνεμος σφοδρός, ανασκάπτων αυτήν, μοι έδιδε ποικιλογραφίαν αβύσσων· α! είπον, ιδού και η φύσις έχει τας βασάνους της, διότι τι άλλο είναι η τρικυμία διά την θάλασσαν, η καταιγίς διά τον λειμώνα, ή βάσανος και μάστιξ των; ναι, όλα υπόκεινται εις μίαν οδύνην, αλλ’ οδύνην φέρουσαν τον ιδιάζοντα τύπον της, αναλόγως του πάσχοντος στοιχείου· άβυσσοι αλληλοδιαδόχως εκλείοντο και ηνοίγοντο προ του πυροσκάφου, εγώ δ’ ήκουον ως αρμονίαν μου την στοναχήν της τρικυμίας και αφόβητον εβύθιζον τον οφθαλμόν εις τας σκαπτομένας αβύσσους, κυνηγετών την εικόνα αστέρος τινός, ην έχανον κι επανέβλεπον εντός· ιδού! επεφώνουν, αυτό το άστρον ομοιάζει την ψυχήν την βαπτιζομένην εις την οδύνην και την τρικυμίαν των παθών, ήτις χάνεται πολλάκις ως εκείνο, αλλά και επαναφαίνεται ως εκείνο.

Ο ήχος του κώδωνος αγγέλλοντος το μεσονύκτιον ετάραξε τας μελέτας μου· κύριε, μοι λέγει Μελιταίος τις ναύτης εις κακίστην ελληνικήν προφοράν, έχομεν θάλασσαν και πρέπει να πηγαίνετε κάτω· κύμα τότε θλασθέν κατά πρώρας ερράντισε και τον ναύτην κι εμέ με τας αλμυράς του σταγόνας· διάβολε, είπεν ούτος, τινάζων το κυανούν υποκάμισόν του, απόψε θα μ’ αλατίση και την γλώσσαν η θάλασσα· διά σε, κύριε, θα είναι πολύ δυσάρεστον τούτο· όχι, τον απήντησα.

Εξ ολίγων μονοσυλλάβων, τα οποία μαζί του αντήλλαξα, ο Βατίστας, ούτως εκαλείτο ο ναύτης, δεν ήργησε να οικειωθή μαζί μου· ούτος είχε την ηλικίαν των τεσσαράκοντα και πέντε ετών, η φυσιογνωμία του απέπνεε γλυκύ τι και συμπαθές και μειδίαμα ενίοτε, ως το μειδίαμα προς ψευδή ελπίδα, έβαφε τα πελιδνά χείλη του· αφού μετ’ αυτού ετελείωσα τον βραχύν διάλογόν μου, επανήλθαν εις εμαυτόν, δαπανών τον συλλογισμόν και την σκέψιν περί μόνον του εαυτού μου, αλλ’ ο Βατίστας είχεν εύθυμόν τινα κατάστασιν και ήρχισε να με λέγη, να μ’ ερωτά και να με διακόπτη της βωβής ταύτης μελέτης μου· φίλε μου, τω είπον, είμαι τόσον αδιάθετος, ώστε θα με συγχωρήσης να σου καθυστερήσω απαντήσεις —Mousse! ανέκραξεν ο Βατίστας και ξανθόν τι μικρόν επήδησεν ενώπιόν μου· ένευσεν εις τούτο και το μικρόν επανήλθε, φέρον μίαν φιάλην και δύο ποτήρια. Να κρατή τις ένα ποτήρι εις τα χείλη δικαιολογείται εξαίρετα να μην ερωτά, να μην απαντά, είπε μειδιών ο καλός Βατίστας, και μου προσήνεγκε ποτήριον πλήρες αφρόεντος ζύθου· η ευτράπελος ετοιμότης του με υπεχρέωσε κι εκκένωσα το ποτήριον εις υγείαν του· τώρα θα ευθυμήσης, είπεν ο ναύτης, πιστεύων εις την δύναμιν του ποτού του· εμειδίασα εις τον χαριεντισμόν του και μοι επήλθεν όρεξις ν’ ανταποκριθώ επ’ ολίγον εις την αθώαν πολυπραγμοσύνην του· εντεύθεν ερρίφθημεν εις συζητήσεις, ο Βατίστας ήξευρε καλά την γεωγραφίαν την φυσικήν και ουδόλως ημοίρει γνώσεων επιστημονικών, μεθ’ ο κατόπιν ωλισθήσαμεν εις τα καθ’ ημάς και ο Βατίστας μοι διηγήθη την ιστορίαν του.

Πριν ή προβώ εις ταύτην, προλαμβάνω να ειδοποιήσω τον αναγνώστην, ότι παν το ανήκον εις εμέ εκ της ιστορίας αυτής είναι μόνον η παραποίησις της φράσεως, πάσα δε η ύλη είναι προσεκτική αντιγραφή των περιπετειών του καλού Βατίστα.

Άκουσον, μοι είπε κι εμόρφωσεν επί το παθητικώτερον τους χαρακτήρας και την έκφρασιν του προσώπου· είναι ήδη πολύς χρόνος, καθ’ ον εξησθένησαν αι δυνάμεις μου και προς το πάσχειν και προς το απολαμβάνειν· τώρα εξήντλησα την δύναμιν του ανθρώπου πλέον, διότι δεν μοι παρέχεται αφορμή να δοκιμάσω την καρτεροψυχίαν, δεν μοι δίδεται περίστασις να εξασκήσω το πνεύμα και τα πάθη, και, ή πραγματικώς εξήντλησα την δύναμιν του ανθρώπου πλέον, ή την απέμαθον εδώ εις την θάλασσαν, την έρημον της φρίκης και της αιωνιότητος. Εις αυτάς τας παρειάς έσπειρεν άλλοτε η νεότης ρόδα, και τώρα τας εκοίλανεν η οδύνη και εις τον λάκκον των ενεταφίασε την ζωήν και την άνοιξιν του προσώπου μου.

Αναμνήσεις βίαιαι το πνεύμα του ήδη ετάραξαν και προς στιγμήν σιγήσας εφάνη ότι ησχολήθη εις την των ιδεών του τακτοποίησιν.

Εγώ είμαι, εξηκολούθησεν, υιός μικρού τινος εμπόρου της Μελίτης· νηπιόθεν έχασα τον πατέρα μου· η μήτηρ μου ελθούσα εις δεύτερον γάμον μετά του Μάρκου Αργέντου έσχε μετ’ αυτού δύο τέκνα, τον Θωμάν και την Λουκίλαν, μετ’ ολίγους κατόπιν χρόνους απεβίωσε και ούτος, εγκαταλιπών εις την μητέρα μου μικράν τινα περιουσίαν, αρκούσαν, όπως ζώμεν ανέτως· μετά του αδελφού μου Θωμά και της Λουκίλας απετελούμεν ήσυχον και ειρηνικήν οικογένειαν· το θώπευμα και το μειδίαμα είχομεν διά την αγαθήν μητέρα μας, τας χείρας διά την εργασίαν και το βλέμμα διά τον ουρανόν. Διήγομεν ημέρας γαλήνης και ουδέν την οικιακήν μας ταύτην ειρήνην ετάραττε· μετά παρέλευσιν χρόνου ενυμφεύσαμεν την Λουκίλαν, η μήτηρ μου τότε μοι εκοινοποίησεν, ότι θείος μου τις εκ πατρός, εις Φλωρεντίαν έχων αρκετήν περιουσίαν και κληρονόμον ουδένα, την ειδοποίει να στείλει ένα εξ ημών πλησίον του, όπως διαθέση υπέρ αυτού την περιουσίαν του. Συ, παιδί μου Βατίστα, είπεν η μήτηρ μου, συ πρέπει να υπάγης πλησίον του, διότι συ ως φρονιμώτερος δύνασαι να ευδοκιμήσης προς επιτυχίαν των συμπαθειών του θείου σου· ούτω μετ’ ολίγας ημέρας έφθασα εις Φλωρεντίαν, όπου εύρον ουχ ήττον πατρικήν την περιποίησιν του θείου μου· η πρώτη φροντίς του καλού τούτου ανθρώπου υπήρξε εις το να μοι προμηθεύση κατ’ οίκον διδασκάλους και βιβλία και να μοι χορηγήση πάσαν άνεσιν προς την σπουδήν και την των γνώσεών μου βελτίωσιν· ατυχώς μετά δύο κατόπιν έτη ο θείος μου απεβίωσε, παραιτήσας εμέ διά διαθήκης κληρονόμον όλης της περιουσίας του· άμα τοιούτος δικαστικώς ανεγνωρίσθην, έσπευσα να ειδοποιήσω την μητέρα μου, αιτών τας συμβουλάς της εις το περί διαχειρίσεως, συγχρόνως δε ενέκλειον τακτικόν συμβολαιογραφικόν έγγραφον, δι’ ου μετεβίβαζον το ήμισυ της όλης αυτής περιουσίας εις τον αδελφόν μου Θωμάν και συναλλαγματικήν δωρεάς 6 χιλιάδων τοσκανικών λιρών εις την αδελφήν μου Λουκίλαν.

Ήμην ήδη του εικοστού πρώτου έτους και η ψυχή μου ώρμα προς παν ωραίον, προς παν ποιητικώς γοητευτικόν· η νεαρά ηλικία μορφοποιεί τον κόσμον, ως μαγικόν παράδεισον· ενίοτ’ έπιπτον εις ενστιγματικήν τινα μελαγχολίαν, αλλά μη ο ευδαίμων δεν οφείλει να μελαγχολή; τότε, πώς ηδύνατο η φύσις να οικονομήση την ιδέαν του θανάτου; διότι, αν ο ευδαίμων δεν ώφειλε να μελαγχολή, ή ο δυστυχής δεν επρόκειτο πλέον να γνωρίση μετά την δυστυχίαν το μειδίαμα της χαράς, βεβαίως ο ευδαίμων ήθελε μείνει απόπληκτος, αν ήθελε να λαλώσι περί θανάτου ευθύς απ’ αρχής της δυστυχίας του· ώστε και η μελαγχολία εν τη ευδαιμονία και το μειδίαμα εν τη δυστυχία είναι οικονομία της φύσεως προς την ιδέαν του θανάτου.

Εμπεδωθείς εις την εγκυκλοπαιδικήν σπουδήν εδόθην εις την εκμάθησιν των μαθηματικοφυσικών επιστημών· η τύχη ενταύθα αλλάζει την σελίδα του βίου μου· ήδη ειμί ναύτης πτωχός· μη με ζητήσης τίποτε πλειότερον· τώρα η φωνή του ελάμβανε τρομώδη τινά δόνησιν και η έκφρασίς του εβάφετο με πλειοτέραν περιπάθειαν· ενταύθα ενόησα, ότι άρχεται το παθητικόν της ιστορίας του. Φίλε μου, τω είπον, σφίγξας την χείραν του την τραχείαν και οζώδη ως να έφερε λέπη ξηρού ιχθύος, ακολούθησε σε παρακαλώ· εν τω μεταξύ ετάραξε την σιγήν βραδύ τι ναυτικόν πρόσταγμα ο…λε…ε.

Καλήν νύκτα, μοι είπεν ο Βατίστας, καλούμαι εις υπηρεσίαν.

Η αυγή έχυνε το αργυρούν φως της και η ημέρα εμηνύετο ωραία ως εις τους πόλους· η θάλασσα, λαμποβολούσα, ακινήτιζεν ως χυμένος υδράργυρος και το παν απέσειεν ηρέμα του ύπνου την νάρκην· το πυρόσκαφον ήδη ηγκυροβόλει εις τον ισχνόν λιμένα του Γυθείου, αι λέμβοι μάς επολιόρκησαν κι εύθυμοι και θορυβούντες οι συμπλωτήρες μου εστενεύοντο εις ταύτας· προς το βάθος της πρύμνης παρετήρησα τότε γυναίκα εύζωνον το ανάστημα, ενδεδυμένην μελανήν ολοσηρικήν εσθήτα, εσφιγμένην περί την οσφύν με ανέκφραστον χάριν· το μελάγχρουν του προσώπου της συγκεκερασμένον μ’ ελαφράν μελαγχολίαν εκάλλυνεν εις αυτήν κατ’ εξαίρετόν τινα τρόπον την φυσικήν πλαστικήν. Είχε την ηλικίαν των τριάκοντα σχεδόν ενιαυτών· δεν ήτον ωραία, ήτοι δεν ήτο κάλλος κοινόν, το οποίον αντιλαμβάνεται η αγύμναστος και χονδρή αίσθησις του κόσμου, απέπνεε το εράσμιον και θυμοοιδές η φυσιογνωμία της, όπερ εννοεί και ανακαλύπτει μόνη η λεπτή και εξησκημένη αίσθησις· έζων εις αυτήν ακμαίον το μειδίαμα και το βλέμμα, αψευδείς προδόται του ότι είχεν έτι κόλακας των θελγήτρων της· εις την θέαν της γυναικός ταύτης ερρίγησα κι εζήτησα τυχαίως αντιπερισπασμόν από τον ευτραπελισμόν και την κουφότητα, εις α καταφεύγω, όταν ελαύνωμαι από την οδύνην, ή την ανάμνησιν· η γυνή αύτη έφερε τρεις χαρακτήρας οίτινες μοι επενθύμιζον εν αλγεινόν παρελθόν μου· ιδού διατί μ’ ενέβαλεν εις ταραχήν· αλλ’ επί τέλους, αφού παρήλθε της εντυπώσεως η επιρροή, εσκέφθην να την πλησιάσω και να υποβάλλω ούτω εις δοκιμασίαν την δύναμιν και δραστηριότητα της ψυχής μου· το κατώρθωσα· ύστερον ολίγον, οικειωθέντες, ως συμβαίνει τοις συνοδοιπόροις, διήλθομεν κατά πρότασίν της άπασαν την έκτασιν του Γυθείου. Μετά δύο δε περίπου ώρας επεστρέψαμεν, και εγώ μεν εδόθην εις την ανάγνωσιν επιστημονικού τίνος βιβλίου, η δε Κυρία Β... επορεύθη εις το πρόγευμα.

Βαρυνθείς την εργώδη μελέτην μου, έλαβον το ημερολόγιόν μου, εφ’ ου εσημείωσα αλάλητα τινα αισθήματά μου αναφερόμενα εις τας αναμνήσεις μου· πριν ή γνωρίσω τον κόσμον, μοι φαίνεται, ότι είχον και παρελθόν και αναμνήσεις, διό, οσάκις πενητεύω από ονειροπολήματα εις το παρόν μου, εκείθεν πορίζομαι και οίστρον και άλγος και μειδίαμα.

Η κυρία Β... είχεν ήδη τελειώσει το πρόγευμά της και επανήλθε προς εντάμωσίν μου.

— Εις τι καταγίνεσθε με ηρώτησε πλήρης γλυκύτητος.

— Εις τίποτε σχεδόν, απήντησα στενοχωρημένος και έκλεισα το ημερολόγιόν μου· όσον και αν επιτηδεύθην φυσικά τούτο, η κυρία Β... είχε γεγυμνασμένον τον οφθαλμόν και κινδυνώδη έξιν περί το αντιλαμβάνεσθαι· με εννόησε.

— Θα με συγγωρήσητε, υπέλαβεν, αν η ερώτησίς μου υπήρξε πολύ οικεία.

— Θα σας παρακαλέσω, απήντησα, να με τιμάτε με την οικειότητα ταύτην.

— Ήτις είναι ολίγον πολυπράγμων, είπε μειδιώσα.

— Πιστεύσατε, την απήντησα, ότι χάριν του ελαττώματός της δύναται τις να σας είναι πλειότερον ευγνώμων.

— Θα δοκιμάσω ευθύς, υπέλαβε χαριέντως· ειπέτε μοι λοιπόν τι γράφετε.

— Σημειώσεις τινάς επί του ημερολογίου μου, ή μάλλον μικράν τινα ποίησιν.

— Ω πόσον, πόσον ήθελον να ακούσω! επεφώνησεν. Ανοίξας δε τότε το ημερολόγιόν μου, ανέγνων εις αυτήν την εξής ποίησιν.

 

1.

Ψυχή νεκρή και αγέλαστη δεν φέρεις για τ’ εμένα

Χαρά μιας ψεύτικης στιγμής εις την πικρή καρδιά μου.

Να πώς γελούν τριγύρω σου κάμποι βουνά ανθισμένα·

Ω φέρε μου, άχαρη ψυχή, και εμένα την χαρά μου.

2.

Τι κλειέσαι σαν ο φώσφορος, όπου θαμπίζει εις μνήμα,

Εις την σπηλιά την σκοτεινή, την κρύα του κορμιού μου;

Ακόμη χθες η μάνα μου, χαρούμενη, ω κρίμα,

Μ’ είχε κλωστή στο δάκτυλο, δεμένη του Μαρτιού μου.

3.

Και τώρα! τρισαλλοίμονον! οι μαύροι στοχασμοί μου

Μ’ έχουνε με την άχαρη απελπισιά δεμένον,

Ζω και δεν ζω, και ψεύτικη μου φαίνεται η ζωή μου,

Σαν άνθος που το βάλλουνε εις το νερό κομμένον.

 

Μετά την ανάγνωσιν παρετήρησα δάκρυ κατερχόμενον εις τας παρειάς της Κυρίας Β...

— Και τίνα αποβλέπει η ποίησις αύτη; με ηρώτησε με φωνήν, ήτις ήτο τροποποίησις μάλλον στεναγμού.

— Εμέ τον ίδιον, απήντησα.

— Σε τον νέον, τον πλούσιον από ονειροπολήματα μέλλοντος, αποβλέπει η φωνή αύτη της οδύνης; υπέλαβεν έκπληκτος.

— Ναι! απήντησα, αποβλέπει εμέ την άργιλον, τον άνθρωπον.

— Θεέ μου! επεφώνησε, πώς, δικαιώματι έξεως, ο κόσμος αιτιάται δυστυχίαν και οδύνην!

— Κυρία, τη είπον, πόση ώρα σοι χρειάζεται να αναγνώσης μίαν τραγωδίαν;

— Μία, ή δύο, απήντησε;

— Aι! λοιπόν, τη απεκρίθην, πεισθήτε, ότι μία τραγωδία της καρδίας παρασκευάζεται ταχύτερον του χρόνου τούτου· η ζωή της οδύνης είναι μακρόβια, αλλ’ από της γενέσεως έως της γεννήσεως ταύτης εν ημίλεπτον πολλάκις μεσολαβεί.

— Έχεις δίκαιον, μοι είπεν, αλλ’ η νεότης προφθάνει να απολαύση, τη μένει καιρός να τρυφήση, διότι αυτομολεί από ελπίδος εις ελπίδα και από ονείρου εις όνειρον, έπειτα η δυστυχία δι’ αυτήν είναι ποικιλία μάλλον, είναι οικονομία τις της ζωής προς τον κόρον. Μελέτησε βαθύτερα της ζωής τας εντυπώσεις και θέλεις ιδεί ότι της ηλικίας σου η δυστυχία δεν είναι δυστυχία.

— Αι φίλη μου! τη απήντησα, έζησα ήδη την ζωήν των εντυπώσεων και την διήλθον· είδον, ότι τα δυστυχήματα των διαφόρων εποχών της ζωής μας παράγουν οδύνην, ως ο άψινθος των διαφόρων κλιμάτων παράγει πικρόν χυμόν· το άλγος καρπούται την καρδίαν, καθ’ ον χρόνον άρχεται η συναίσθησις και τα πάθη, η δε εποχή της ζωής χρησιμεύει μάλλον, ως χρόνος, από του οποίου αρχίζει να μετρά την ηλικίαν της η δυστυχία· ομολογώ, ότι φυσιολογών επί της δυστυχίας, έχω ακόμη πάντοτε τας περί αυτής απορίας μου, ό,τι δε αλάνθαστον ανεκάλυψα εις αυτήν, είναι ο μέγας εγωισμός της, διό βλέπομεν πολλάκις δυστυχή, θέλοντα πλειοτέρους θεατάς της δυστυχίας του, ή αλαζόνα πλούσιον θεατάς του πλούτου του.

— Με πείθεις, είπε σύννους, ότε η φωνή του Βατίστα, ον δεν είχον ιδεί από πρωίας, μας διέκοψε.

— Ητοίμασα να συμφάγωμεν μοι είπε γαλλιστί και απεμακρύνθη μικρόν.

— Πώς τούτο; με ηρώτησεν η κυρία, ήτις ωμίλει εξαίρετα την Γαλλικήν.

— Είναι ιστορία, τη απήντησα μειδιών.

— Αργότερα θέλομεν ενταμώσει, είπε, και με απεχαιρέτησε.

Ηκολούθησα τον Βατίσταν εις το εστιατόριόν του· η τράπεζά μας ήτο αρκετά ευπρεπής· εδόθημεν αμφότεροι με πολλήν όρεξιν εις τα φιλεύματά της και ο καλός Βατίστας δεν έπαυε του να μην ερεθίζη την αμβλύτητα της ορέξεως διά του δροσερού ζύθου του. Εξωδεύσαμεν αρκετήν ώραν, ότε απηυδηκώς εζήτησα την άδειαν του φίλου μου και απεσύρθην ν’ αναπαυθώ· ύπνος γλυκύς δι’ ωραίων ονείρων του μ’ εξένιζε πλουσιώτερα του Βατίστα· εκοιμήθην μίαν σχεδόν ώραν, ουδόλως ακούσας τας φωνάς των ναυτών ανασειράντων την άγκυραν. Ήδη ωργόναμεν τον προς το Γέναρον ατρύγετον πόντον· ηγέρθην του ύπνου, ανέβην εις το κατάστρωμα και εζήτησα διά των οφθαλμών την κυρίαν Β... ην επί τρεις σχεδόν ώρας δεν είχον ιδεί, μη απαντήσας δε ταύτην επορεύθην προς την πρώραν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

Επήλθεν η νυξ και πας ο θόρυβος των επιβατών εκόπασε· το μορμυρίζον κύμα ενανούριζεν ήδη τους πλείστους νήδυμον ύπνον κοιμωμένους· η σελήνη αργύρονε το φρίσσον πέλαγος και ο δελφίν, λουόμενος εις τα λαμποβολήματα, ενήχετο προς τας ακτάς των Κυθήρων· το πυρόσκαφον, κεντριζόμενον εις την τρόπιδα ταχύτερον πτηνού, ωλίσθαινεν επί των υδάτων, διαγράφον καμπύλας, έναντι της μεγάλης οφρύος του ακρωτηρίου Ματαπά.

Ο Βατίστας τελειώσας τα έργα του ήλθε προς εντάμωσίν μου. Φίλε μου, μοι είπεν οιστρήλατος, ιδέ την μεγάλην φύσιν, on pourait dire que l’ univers est l’ imagination de dieu rendue sensible.

— Ναι, φίλε μου, τω είπον, βέβαια ο κόσμος είναι η αισθητοποιημένη φαντασία του Θεού· εγώ γελώ με τας υποθέσεις των γαιολόγων, ότι οι τόσοι κόσμοι επλάσθησαν εξ αποσπασμάτων αρχεγόνου τινός ατμώδους σφαίρας.

— Είναι μωροί, μοι απήντησεν ο Βατίστας, να πιστεύωσιν, ότι το μέγα τούτο πανόραμα επετηδεύθησαν τόσον ωραία, τόσον τέλεια το αυτόματον και ο χρόνος· τα πάντα του Θεού εισί, από της αιωνιότητας μέχρι της στιγμής, από του απείρου μέχρι του σημείου, από της γεννήσεως μέχρι του θανάτου και από του μειδιάματος μέχρι της οδύνης· εγώ, εξηκολούθησεν ο ναύτης, αφού ερήμωσεν η καρδία μου παντός ονείρου και πάσης ελπίδος του ματαιοπόνου τούτου κόσμου, αισθάνομαι ταύτην πλήρη πίστεως προς τον Θεόν και την αθανασίαν· δεν σοι φαίνεται, μοι προσέθηκε, ότι η δυστονία μας σχετίζει πλειότερον με τας δύο ταύτας ιδέας;

— Βεβαίως, απήντησα, διότι η δυστυχία είναι αντίφασις προς την ευπάθειαν, ήτις περιβάλλεται δηλητηριώδη τινά ατμοσφαίραν δια το πνεύμα· έπειτα η δυστυχία εξελέγχει το ματαιόσπουδον του θνητού και δέχθητι, φίλε μου Βατίστα ότι, ίσως ίσως αυτή είναι η αποστολή της.

Εν τω μεταξύ ηκούσθη φωνή τις οξεία και ο Βατίστας ετινάχθη ως αν τον ήγγιζε τις διά πεπυρωμένου σιδήρου· έγινεν άφαντος και μετά στιγμάς ήκουσα γρονθοκοκοπήματα εις το υπό τους πόδας μου κοίλωμα· μετ’ ολίγον επανήλθε ηθικώς καταβεβλημένος. Τον ηρώτησα τι συνέβη και μοι απάντησε, ότι υπήγεν εις βοήθειαν του μικρού, τον οποίον εχούφταζεν από τον λαιμόν εις ναύτης.

Μετά τούτο ακούσιος στεναγμός έφυγε των χειλέων του και δάκρυ ενότισε τους ξηρούς οφθαλμούς του· πρώτην ήδη φοράν ανεκάλυπτον την προς τον μικρόν κρυφίαν συμπάθειαν του Βατίστα.

— Ηξεύρεις, τω είπον, καλέ μου Βατίστα, αφού τον είδον ήσυχον, ηξεύρεις, ότι μοι καθυστερείς το υπόλοιπον της ιστορίας σου.

Ναι, απήντησεν, αλλ’ η μελαγχολία διά της συμπαθείας κάμει πολλούς προσηλύτους της, δεν θέλω να σε μελαγχολήσω· έπειτα τι σε ενδιαφέρει η ιστορία ενός τάφου; — Ο τάφος, είπον εγώ, είναι η συνθήκη του πνεύματος και της αργίλου, είναι η συμφωνία της ειμαρμένης και της γεννήσεως, ποτέ δεν υπήρξεν αδιάφορος μελέτη μου. — Έστω, είπεν ο ναύτης, ας καθήσωμεν. Ανυπόμονος η ψυχή μου έσπευδε να μάθη την ατυχή ιστορίαν του, διό ετοποθετήθημεν και ο Βατίστας ήρξατο της διηγήσεώς του ως εξής.

Τας ημέρας μου διήγον άφροντις, ως σοι διηγήθην, και τίποτε την ψυχικήν μου ταύτην ειρήνην δεν ετάρασσεν, άλλως τε εις την σπουδήν μου καταγινόμενος εύρισκον την γαλήνην εκείνην, την οποίαν κατά την παιδικήν ηλικίαν δεν επιβουλεύονται οι δηκτικοί πόθοι· ολίγος χρόνος παρήλθε και η καρδία μου ήρχισε να αισθάνεται την πρώτην ανάπαλσιν προς της ζωής την δράσιν· δεν ήργησα όθεν ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ από νεάνιδα οικούσαν πλησίον μου· η δυστυχής ήτον ωραία, εμειδία γλυκύτερον της ελπίδος κι εκύταζεν ιλαρώτερα του μάρτυρος· την ηγάπων· μόνη η εικών της εκάλλυνε τας αμόρφους χιμαίρας μου· τίποτε δεν μ’ έμενε να ποθήσω και ήμην πλήρης ευγνωμοσύνης προς τον ουρανόν. Τώρα τους αστέρας, το λυκαυγές, την αρμονίαν των δασών εύρισκον μ’ αλλοίαν τινά γοητείαν, τώρα το παν μ εύρισκε ποιητικώτερον θαυμαστήν του· ο δυστυχής! είχον γυμνάσει την αίσθησιν εις την καλλονήν εκείνης διά να εννοώ το κάλλος της φύσεως.

Η μήτηρ μου κατά την εποχήν εκείνην προσεβλήθη από νόσημά τι σπουδαίον, διό επανειλημένως με προσεκάλουν δι’ επιστολών· ο αδελφός μου μάλιστα Θωμάς εξεκίνησε διά την Φλωρεντίαν, όπως αντ’ εμού ασχοληθή εις τας εκεί υποθέσεις μας, εγώ δε παρηγγελλόμην δι’ αυτού να σπεύσω πλησίον της μητρός μου. Καθ’ ην ημέραν ώδευεν ούτος προς εμέ, εγώ εξεκίνησα διά την Μελίτην... καθ’ οδόν η τύχη δεν μας εντάμωσε.

Φθας εύρον την μητέρα ουχί εν καλή καταστάσει, το γήρας και αι διάφοροι της ζωής περιπέτειαι πολύ ενωρίς είχον ρίψει τας δυνάμεις της· διήλθον τους δύο πρώτους μήνας εν μεγίστη στενοχωρία· αναχωρών έδωκα υπόσχεσιν εις την ατυχή εκείνην να μη ενδιατρίψω πλειότερον του χρόνου τούτου, αλλ’ η ανάγκη της περιποιήσεως της μητρός, αι παρακλήσεις της Λουκίλας με υπεχρέουν να παρατείνω την διαμονήν μου· τούτο δεν είχον μέσον να το ειδοποιήσω εις εκείνην. Ο έρως μας, αίσθημα αγνόν ως εις μειρακίων ψυχήν, δειλόν ως εις καρδίαν στρουθίων, δεν είχε την παθητικήν δηκτικότητα, ήτις ανοίγει τα χείλη προς τον στεναγμόν και την διομολογίαν του αισθήματος· ούτως ουδ’ οι γονείς της νεάνιδος ουδέ των φίλων μου τις εγνώριζε το μεταξύ εμού και ταύτης αίσθημα.

Ο αδελός μου φθας εις Φλωρεντίαν ώκησεν εντός ολίγου την εκ κληρονομίας οικίαν μας. Νέος της ζωηρότητος της εικοσαετούς ηλικίας ουδεμίαν τέρψεως ευκαιρίαν παρημέλησε· τα μουσεία, οι γενικοί περίπατοι και τα θέατρα ήσαν οι τόποι της διατριβής του· έγραφε με πολύν ενθουσιασμόν υπέρ της Φλωρεντίας, περιποιούμενος την ελαχίστην αφορμήν, την ψιθυρίζουσαν την εκεί διαμονήν του.

Με τον Θωμάν κληρονομήσαντες το αυτό αίμα εις τας φλέβας εκληρονομήσαμεν δυστυχώς και την αυτήν αισθητικότητα εις το καλόν· ούτω δεν εβράδυνε να ερασθή· η Αντωνίνα, ούτως ωνομάζετο η νεάνις, ουδόλως συμμεριζομένη των αισθημάτων του Θωμά ήναπτε σπουδαίως την ανησυχίαν και το πάθος του· μάτην ο δυστυχής αδελφός μου αντέστη κι επάλαισε προς το πάθος· η πάλη εχρησίμευσεν εις το να τον καταβάλη με πλειότερον κάματον· τότ’ έγραψε προς εμέ επιστολήν, δι’ ης μοι εζήτει την άδειαν να επιστρέψη εις την Μελίτην.

Η επιστολή αύτη, όλως σύντομος, ήτο έκφρασις αλγούσης υπάρξεως· εταράχθην πολύ και αποδούς τούτο εις χρηματικήν του στενοχωρίαν έσπευσα να του εμβάσω δύο χιλιάδας Τοσκανικάς λίρας, με ρητήν παραγγελίαν να κάμη οιανδήποτε χρήσιν θέλει· ο αδελφός μου, περιμένων ανυπόμονος την προς αναχώρησίν του άδειαν λαμβάνει έκπληκτος την συναλλαγματικήν των δύο χιλιάδων λιρών.

Ήδη ο έρως του ταχύς διελθών τα στάδιά του, κατέσχε δραστικώς την ασθενή ύπαρξίν του και μαραμένον και φθινόμενον τώρα τον ενέμετο του πάθους το άλγος· διό έκαμε πρότασιν εις τους γονείς της νέας περί γάμου· ο αδελφός μου φέρων το όνομα Θωμάς Αργέντη, εγώ δε το Βατίστας Φρανσοά, ουδόλως εδίδομεν ιδέαν συγγενείας προς τους μη ειδότας ημάς· ούτως η Αντωνίνα παντελώς ηγνόει, ότι ο Θωμάς ήτο αδελφός μου· μετά την εις αυτήν κοινοποίησιν της προτάσεως τα δάκρυά της και αι αρνήσεις της δεν ίσχυσαν ποσώς απέναντι της θελήσεως των γονέων της· ενυμφεύθησαν. Εδώ εσταμάτησεν ο ναύτης, ηλλοίωσε το πρόσωπον και συνέσπασε τας οφρύς, ως να εκυνήγει αναμνήσεις δραπέτιδας.

Εν τω μεταξύ η Κυρία Β... αναζητούσα με, επορεύθη προς την πρώραν. Η παρουσία της μεγάλως μ’ εστενοχώρησε, και μικράς δους εις αυτήν περιποιήσεις, συνεκέντρωσα πάσαν την προσοχήν μου εις τον αγαθόν Μπατίσταν, όστις επαισθητώς έπαθεν εκ των συγκινήσεων.

— Φίλε μου, τω είπον, ας αναβάλωμεν το υπόλοιπον της διηγήσεως εις άλλην ώραν, διότι υποφέρεις.

Η Κυρία Β... ενστίκτως πως εννοήσασα τας δυστυχίας του Μπατίστα, αφέθη όλη εις το να τον παρατηρή μετά συμπαθείας, εξ ου η φυσιογνωμία της είχε τι υπερφυσικώτερον δι’ αυτήν, διότι η προς την δυστυχίαν συμπάθεια ιλαρύνει τωόντι την φυσιογνωμίαν με ανέκφραστον χάριν.— Με συγχωρείτε, είπεν, αν σας διέκοψα.

— Παντάπασιν, απεκρίθη ο Μπατίστας, εγώ θέλω εξακολουθήσει.

Τέσσαρας εβδομάδας μετά τους γάμους των, επανέλαβεν, ειδοποιήθημεν δι’ επιστολής του Θωμά περί τούτου, και εγώ και η μήτηρ μου εξεπλάγημεν, αλλ’ ουδενός άλλου είχομεν πλέον το δικαίωμα, ή της εκπλήξεως. Την ακόλουθον ανεχώρησα διά την Φλωρεντίαν. Προαίσθησίς τις με εκέντριζε να φθάσω τάχιστα. Έφθασα· οποία δι εμέ φρικτή έκπληξις· η σύζυγος του αδελφού μου ήτο η μελλόνυμφός μου.

Είδομεν αλλήλους άφωνοι· της σιωπής ταύτας αι στιγμαί εισί φοβεραί. Εις αυτάς η ζωή ρίπτει τον κύβον της, και ή κερδίζει την οικείωσίν της με την δυστυχίαν, ή ρηγνύει την άλυσιν της υπάρξεως. Παρήλθον ώραι και αμφότεροι διετελούμεν υπό το κράτος της παγεράς εκείνης εκπλήξεως· ο αδελφός μου ευτυχώς δεν ήτο παρών εις την άφωνον αυτήν τραγωδίαν. Μετ’ ολίγον ήλθεν. Οι εναγκαλισμοί του και τα θερμά του δάκρυα ανέλυον ολίγον κατ’ ολίγον τον πάγον μου, και ήδη ήρχιζον βαθμηδόν να συναθροίζω τας φευγούσας ιδέας μου, να συγκεντρώνω τας δυνάμεις του λογικού μου, και να αισθάνωμαι την ικανότητα του να υποκριθώ ο άθλιος. Την εξασθένησιν και ταραχή μου ταύτην υπήγαγεν ο αδελφός μου εις δύο πολύ φυσικάς αιτίας, την συντριβήν της συναντήσεως, και της οδοιπορίας την κακουχίαν. Η νύμφη μου ευρούσα μικράς αφορμάς οικιακάς μας εγκατέλιπεν. Ολίγας τινάς φράσεις αντηλλάξαμεν κατόπιν μετά του αδελφού μου και τον παρεκάλεσα να μοι επιτρέψη να αναπαυθώ.

Μείνας μόνος εις τον θάλαμόν μου, απέσπασα φύλλον εκ του χαρτοφυλακίου μου, και έγραψα τα εξής προς την Αντωνίναν.

«Ήδη οφείλομεν να σεβασθώμεν τας βουλάς της προνοίας, εις το παρελθόν υπεσχέθημεν ν’ αγαπηθώμεν, ηγαπήθημεν, δεν υπεσχέθημεν όμως και να ευδοκιμήσωμεν εις το μέλλον. Τούτο ανήκε να το διαθέση η μοίρα. Το πεπρωμένον διά του έρωτος μας εδοκίμαζεν, ως βλέπεις, διά την αδελφότητα, ας προσπαθήσωμεν λοιπόν να ευδοκιμήσωμεν εις ταύτην, διότι τώρα συ είσαι αδελφή μου, και εγώ είμαι αδελφός σου. Ευτύχει.»

Περαιώσας το γραμμάτιον τούτο ενέδοσα εις τον ψυχικόν κάματον και κατεκλίθην. Η ψυχή είχεν αγωνισθή τον έσχατον αγώνα, διό ύπνος βαρύς ως μόλυβδος επεκάθησεν επί των βλεφάρων μου. Εκοιμήθην ύπνον κοινόν και παχύν. Φευ! άλλοτε ως παιδίον άκακον εκοιμώμην, το οποίον εναγκαλίζονται των ονείρων αι νύμφαι και το κοιμίζουν με το φίλημα και το ρόδον.

Ηγέρθην ως από μακρού τίνος εφιάλτου, λήθη τις νηπιώδης με κατέσχε, και αναμίξ εν τη φαντασία μου συνεχέοντο και αι εντυπώσεις μου και το παρελθόν μου. Ησθανόμην κατά παράδοξόν τινα τρόπον εν είδος αμβλύτητος και ευηθείας προς την οδύνην μου, και μοι επήλθε παράξενος τις όρεξις να αστειευθώ μετά του αδελφού μου και της νύμφης μου.

Εκαλλώπισα υπέρ άλλοτε την κόμην μου και την ενδυμασίαν μου και έσπευσα προς εντάμωσίν των.

Η Αντωνίνα ευπρεπώς ενδεδυμένη ανεπαύετο επί κινητού τίνος ανακλιντήρος, ο δε Θωμάς πλησίον της ιστάμενος έπαιζε με τα περιρρέοντα τρίχαπτα του στήθους της· μόλις με είδον ηγέρθησαν και μου ηνέωξαν την αγκάλην. Ησπάσθην το μέτωπον της νύμφης, ενηγκαλίσθην τον αδελφόν μου και ήρχισα μαζί των να χαριεντίζωμαι.

Η Αντωνίνα είχεν ανέκφραστον χάριν. Αγγέλου μελαγχολία έβαφε το χλωμόν μέτωπόν της, και νωθρά και απηυδημένα έστρεφε τους μεγάλους οφθαλμούς της, ως πονεμένη δορκάς. Εις τινα ευκαιρίαν ενέβαλον επιτηδείως εις την χείρα της το μικρόν μου γραμμάτιον. Η δυστυχής ερρίγησε και ανετινάχθη. Κύμα τότε θερμού αίματος ανήλθεν επί του προσώπου μου και έπαλλον βιαιότερον της ελάφου. Ο Θωμάς ουδόλως παρετήρησε ταύτα, σπεύσας εις το παρακείμενον δωμάτιον να φέρη το δι’ αυτόν κέντημα της Αντωνίνας. Μετ’ ολίγον προσεκλήθημεν εις την τράπεζαν, έδωκα τον βραχίονα εις την νύμφην μου και συρομένην μάλλον ή βαδίζουσαν την ωδήγησα εις το εστιατόριον. Εις την τράπεζαν ανέπτυξα κτηνώδη τινά όρεξιν, όπερ μετά πολλής ανησυχίας παρετήρει η Αντωνίνα.

Μετά το γεύμα εξήλθον εις περίπατον μόνος προσποιηθείς την εντάμωσιν φίλων μου. Ύστερον ωρών αφηρημένης περιπλανήσεώς μου επανήλθον ησυχότερος, ή όσον επίστευον. Είθε ήμην πλιότερον ευγνώμων εις το πεπρωμένον δι’ αυτήν μόνην την οδύνην!

Μόλις επήλθεν η 10 ώρα ησθάνθην ακατάσχετον όρεξιν προς ύπνον, όπερ ήτο ιδιοτροπία της οδύνης μου· διό επορεύθην εις τον θάλαμόν μου, και ως είχον ενδεδυμένος ερρίφθην επί της κλίνης. Ο ύπνος δεν εβράδυνε να με καταλάβη, και μόλις περί τας δύο μετά το μεσονύκτιον ησθάνθην και ηγέρθην να αποδυθώ και να κατακλιθώ αναπαυτικώτερον. Ο λύχνος έτριζε ροφών τας τελευταίας ρανίδας του ελαίου του, και αμυδρώς έβαφε το περιέχον του δωματίου, ως απαίσιος φωσφορισμός τάφου· απλώσας δε την χείρα μου διά να θέσω το ωρολόγιόν μου προσέψαυσα γραμμάτιον τι. Ήτο της Αντωνίνας. Εδώ διεκόπη· ορμητικώς δε έβαλε την χείρα εις τον κόλπον του, και σύρων προς τα εμπρός από της μασχάλης κρεμαστόν τι θυλάκιον εκ κηρωτού λινού εξήγαγε τούτου γραμμάτιον. Το περιεχόμενον τούτου είναι η ψυχή εκείνης, είπεν ο Ναύτης με φωνήν πνιγομένην. Άκουσέ το.

«Αδελφέ μου! το να αγαπά τις είναι το ίδιον ως να ζη η ψυχή του εις δύο. Έως εδώ ησθανόμην την δύναμιν να ζήσω. Ο Θεός και η τύχη μου επέβαλαν και τρίτον, αλλά δεν μου εχορήγησαν και περισσοτέρας δυνάμεις να επαρκέσω. Είθε να δυνηθώ να ανθέξω εις τας δοκιμασίας των. Υγίαινε! Α. Θ.

Αναγνούς το γραμμάτιον τούτο, δεν ηδυνήθην πλέον να κλείσω τους οφθαλμούς, εσκέφθην απαίσια δι εμαυτόν, και δις με αγρίαν χαράν εχάδευσα το επί της κεφαλής μου κρεμάμενον όπλον. Υπάρχουν στιγμαί, καθ’ ας ολόκληρος η ζωή προσφέρεται εις το πάθος, αλλ’ αύται είναι τόσον ολίγαι, τόσον ακαριαίαι, ώστε πολλάκις δεν προφθάνει το πάθος να περάνη εις αυτάς την θέλησίν του. Ούτω εχάδευσα και απέφυγον το όπλον. Η σκέψις τέλος του ότι δεν ασφαλίζω τοιουτοτρόπως την ευδαιμονίαν του αδελφού μου με έσωσε της αυτοχειρίας, αν και το λογικόν μοι ηρνείτο επιτυχεστέραν σκέψιν. Τέλος μοι επήλθεν η ιδέα να αποδημήσω μακράν και να αφήσω πάσαν την περιουσίαν μου εις τον αδελφόν μου και την Αντωνίναν.

Αι πρώται της αυγής λάμψεις έπληξαν με πόνον τους ασθενείς και αΰπνους οφθαλμούς μου. Ηγέρθην, ενεδύθην και εξήλθον. Περί το γεύμα απήντησα τον αδελφόν μου εις την μεγάλην δυτικήν της Φλωρεντίας πλατείαν, ανήσυχον δι εμέ, διότι εξήλθον την πρωίαν, χωρίς να τον ειδοποιήσω. Ωμιλήσαμεν περί διαφόρων οικιακών μας υποθέσεων, και τέλος του διεκοίνωσα τον σκοπόν της αποδημίας μου, λόγω περιηγήσεως. Έκπληκτος ήκουσε τούτο ο αδελφός μου, αλλ’ ο δυστυχής, ο αγαθός αδελφός ουδέποτε ετόλμα να μου κάμη αντιρρήσεις. Κατέπιε ένα στεναγμόν, και σύννους επέστρεψεν εις την οικίαν, διότι εγώ έπρεπε να πορευθώ εις τινα τραπεζίτην προς διευθέτησιν των υποθέσεών μου.—

Ύστερον δύο ή τριών ωρών επανήλθον εις την οικίαν, όπου εύρον τον Θωμάν και την Αντωνίναν, ωχρούς και αναλελυμένους εις τα δάκρυα. Τα πάντα γνωρίζω, μοι είπεν ο αδελφός μου, και περιεπλέχθη εις τον λαιμόν μου, πνιγόμενος εις τους στεναγμούς. Η νύμφη μου έμεινεν ακίνητος και λειποθυμημένη. Mε φρίκην μου είδον τότε ότι ο αδελφός μου έσφιγγεν εις την χείρα του το προς την Αντωνίναν γραμμάτιόν μου. Η Αντωνίνα λοιπόν τω είχε διακοινώσει παν το ατυχές παρελθόν μας, άμα ούτος της εξηγήθη τα περί της αποδημίας μου. Παγερά τις φρίκη διέτρεξε τότε τας φλέβας μου, και μικρού εδέησε να σαλεύση το λογικόν μου. Εξηντλημένοι, ως είχομεν εναγκαλισθή μετά του αδελφού μου, εσωρεύθημεν εις τον ανακλιντήρα και ήλθεν η ιδική μου σειρά ν’ αναλυθώ εις τα δάκρυα. Η Αντωνίνα συνήρχετο αφ’ εαυτής από την λειποθυμίαν, ο δε δυστυχής αδελφός μου εφάνη, ότι εβυθίσθη εις βωβόν τινα συλλογισμόν.

Η κατάστασις αύτη διήρκεσεν ώραν ολόκληρον, ότε διά μιάς εχύθη πάλιν περί τον τραχηλόν μου και με ησπάζετο τώρα με το ήθος αγρίας αγάπης. Μετά στιγμήν σαρδώνιον κάγχασμα μοι επρόδωκεν, αλλοίμονον, την συμφοράν του ατυχούς Θωμά. Ο αδελφός μου ήτο πλέον παράφρων.

Η μήτηρ μου ολίγους μήνας μετά το γεγονός τούτο απεβίωσεν. Η Αντωνίνα εν έτος κατόπιν απέπτη εις τους ουρανούς. Εδώ εσταμάτησεν ο δυστυχής ναύτης, δάκρυ θαλερόν έβρεξε τας παρειάς του. Jaquine, επεφώνησε μετά στιγμήν, και το ξανθόν μικρόν, όπερ είδομεν φέρον τον ζύθον, παρουσιάσθη ενώπιόν μας. Αυτό, είπεν ο Βατίστας, είναι ύπαρξις φέρουσα εις τας φλέβας αίμα του αδελφού μου και της Αντωνίνας. Αυτό ίσως απολαύσει, ίσως μειδιάσει τω ατυχές, εις εμέ δε υπολείπεται πλέον να απομάθω και την έξιν του απολαμβάνειν, και την ευαισθησίαν του πάσχειν.

Δάκρυα συμπαθείας κατέβρεξαν τας παρειάς μας εις την περιπαθή διήγησιν του καλού Βατίστα. Ήδη ηντικρύζομεν τας Καλάμας, και ο θόρυβος των επιβατών, συρρεόντων προς την πρώραν, μας διέλυσε. Μετ’ ολίγον αποχαιρετήσας τον αγαθόν ναύτην και την Κυρίαν Β... αναχωρούσαν αυθημερόν εις Ηλείαν, απεβιβάσθην εις Καλάμας.

Εν Καλάμαις, Ιούλιος 1853.

 

αρχή

 



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΗΣ

Η «χρυσή νεολαία» και η ποιητική τριάς. — Ο Βαλαβάνης ερωτευμένος. — Το προφητικό «Όνειρό του». — «Ο τάφος του Κλέφτη». — Το μοιραίο δίστιχο. — Πώς τον πένθησε ο Γεώργιος Παράσχος.

 

Στας αρχάς του 1850 ένας όμιλος από νέους ζωηρούς και ευθύμους εξεχώριζε στη μικρή τότε Αθήνα. Ήσαν οι πρόδρομοι της «χρυσής νεολαίας» του 62. Τους είχεν ενώσει η φωτιά της νεότητος, η ειλικρίνεια και η αγάπη.

Μέσα στην παρέα αυτή εγνωρίσθησαν ένα καλοκαιρινό βράδι στο «Άντρον των Νυμφών» —κοντά στον Ιλισσό— τρεις νεαροί ακόμη ποιηταί: Ο Γεώργιος Παράσχος, ο Γεώργιος Ζαλόκωστας και ο Δημοσθένης Βαλαβάνης. Τα ονόματα των δύο πρώτων είναι γνωστά, πολιτογραφημένα εις το βασίλειον των Μουσών. Ο Βαλαβάνης όμως δεν είναι γνωστός εις τον πολύν κόσμον, αν και η τέχνη του δεν ήτο κατωτέρα από την τέχνην των φίλων του. Ψυχή περήφανη και γενναία, είχε προικισθεί από τη φύση με ρωμαλέα έμπνευσι, με έκτακτη καλαισθησία, με μουσική αντίληψι στο στίχο. Η μορφή των ποιημάτων του πλησιάζει την επτανησιακή. Και είναι άξιο ιδιαιτέρας σημειώσεως ότι, ενώ την εποχή εκείνη εκυριαρχούσε η καθαρεύουσα και κατά μυριάδας εγράφοντο μακαρονοειδείς στίχοι, άνοστοι, γλυκανάλατοι, παραγεμισμένοι με απαρέμφατα και μέσους αορίστους δευτέρους, με σάβανα, νεκροκεφαλάς και φθίσιν, —μόνον ο Δημοσθένης Βαλαβάνης απετέλεσε μια ωραίαν εξαίρεσιν. Παρουσιάστηκε με τη λαμπρότητα και τη δροσιά του δημοτικού στίχου του οποίου εγνώριζε όλα τα μυστήρια.

Γεννήθηκε στα 1824. Πατρίδα του ήταν η Καρύταινα. Ορφανός από πατέρα, έζησε 18 χρόνια στο χωριό, με τη στοργική του μάνα, με πολλές στερήσεις. Αλλ’ είχε τη μάνα του, το μεγαλείτερο αγαθό του κόσμου. Ήρθε στα Αθήνας γεμάτος πόθο στα γράμματα και με τη μικρή βοήθεια κάποιου συγγενούς του, θέλησε να σπουδάση την Ιατρική. Φοιτητής αυτός, βλέποντας τον κόσμο με τα ωραιότερα χρώματα, συμπληρώνοντας τα θεάματά του με τη φαντασία και αναδημιουργώντας αυτά ιδανικώτερα, έκλεινε για λίγες στιγμές τα επιστημονικά του βιβλία και αφηνότανε στην έμπνευσι. Την εποχή εκείνη ήταν στην ακμή τους δύο φιλολογικά περιοδικά: η «Ευτέρπη» και η «Μνημοσύνη». Σ’ αυτά εδημοσιεύθηκαν προθύμως τα πρώτα του ποιήματα: «Ο τάφος του Κλέφτη» και τα ερωτικά ελεγεία του «Εκείνη» και το «Όνειρό μου». Γιατί ο Δημ. Βαλαβάνης ήταν ερωτεμένος. Ένα θερμό αίσθημα ετάραζε την καρδιά του ποιητού. Ο Ζαλόκωστας γράφει κάπου: «Εις τον βίον του Βαλαβάνη φαίνεται ότι ουχί μικρόν κλονισμόν επέφερεν ο Έρως, έρως μάλιστα ατυχής, πρωτότυπος και ασυνήθης εις πολλούς».

 

Το «Όνειρό μου» εδημοσιεύθη στη «Μνημοσύνη» συνοδευόμενον από μερικές παρατηρήσεις του Γ. Ζαλοκώστα.

Το «Όνειρο» είναι η τρυφερή ιστορία του έρωτός του σε μια Αθηναία κόρη, που κατοικούσε εκεί σ’ ένα σπίτι της Πλάκας. Ιδού το ποίημα, που έκανε τότε ζωηρή εντύπωσι στο φιλολογικό κόσμο και έδωσε αφορμή ν’ ανάψουν πάλι αι συζητήσεις για τη «γλώσσα της Ποιήσεως»:

1

Γελούσαν τα τριαντάφυλλα, οι ανθοί μοσχοβολούσαν

Και σε πουλιού πουρπούλισμα μόνον εσειούντο οι κλάδοι,

Κι η αντιλιάδες στης δροσιάς της στάλαις εγλυστρούσαν

Κι από διαμάντη ολόσπαρτο μου εφάνη ένα λειβάδι.

Τρεμουλιαχταίς στα μάτια μου επαίζανε η αχτίδες,

Παρέκει εμουρμουρόκλαιγε μια βρύσι στο πλευρό μου,

Εδώ πως σ’ είδα μοναχή, πως μοναχόν με είδες

Μου εφάνη εις το όνειρό μου.

2

Λες κι αγγελούδας ευμορφιά να σου έδινε η χλωμάδα

Τα μάτια σου ανεγάλιαζαν στη λάμψι και στη χάρι

Σα στο νερό το καθαρό του ήλιου η αντιλιάδα·

Κι απ’ τα μαλλιά Σου πέρναγε το βάλσαμο να πάρη

Χαρούμενο, ανεμπόδιστο της μοναξιάς τ’ αέρη·

Και σα να μη μ’ εγνώριζες και σα στο λογισμό μου

Ποτέ να μην επέρασες, ποτέ δεν σε είχα φέρει

Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

3

Ψιλό έπεφτε στους κόρφους σου το φόρεμα σαν πάχνη

Πού έβλεπε και δεν έβλεπε τα στήθια σου το μάτι

Σα στον καθρέφτη τη θωριά όπου σκεπάζει η άχνη

Με αγγέλου αέρα το κορμί το ολόλαμπρό σου επάτει

Και σαν να σε ξεγέλαγε με χίλια δυο η μοίρα

Ολόχαρη, ξεπέταχτη σε είδα στο λογισμό μου.

Κόρη, ας μην είναι πλάνη μου αυτ’ η χαρά που επήρα

Για σένα στ’ όνειρό μου

4

Και γύρω σα να εγύρευες ανθό της αρεσιάς Σου

Στα χαμολούλουδα έσκυφτες κι η πεταλούδες φεύγαν

Και γω με κλόνο της μυρτιάς εσίμωσα κοντά Σου

Μ' είδες γλαρά, δεν λάλησες, μα η ματιές σου ελέγαν

Πως ήθελε το χέρη σου το κλόνο μου να πάρη·

Μου έδωκες το χαμόγελο, σου έδωκα τον ανθό μου,

Τον πήρες με κυπαρισσιού τον έσμιξες κλονάρι

Μου εφάνη εις τ’ όνειρό μου.

5

Εξύπνησα και στ’ όνειρο πλανιέτε ο λογισμός μου

Τον κόσμο, κόρη, θα δηλοί το στολιστό λειβάδι·

Το θαμποβόλημα εξηγεί τη πλάνη αυτή του κόσμου·

Κι αγνώριστος που σου έδωκα εγώ το μυρτοκλάδι,

Σημαίνει για τον έρωτα πως μια ζωή δεν φτάνει.

Με το κυπαρισόκλονο που έσμιξες τον ανθό μου

Δηλοί πως θα αγαπά η ψυχή κι όταν κανείς πεθάνη.

Αυτό είναι τ’ όνειρό μου.

* * *

Ο «Τάφος του Κλέπτη» έχει τη λεβεντιά του αρματωλισμού, ευδιάζει θυμάρι και έλατο. Μας δίνει πιστή εικόνα της ηρωικής ζωής των κλεφτών με τους οποίους ο Βαλαβάνης έζησε και συνανεστράφη. Το επικόν τούτο ποίημα η κριτική της εποχής του εθεώρησε «ως αριστούργημα και της Ελληνίδος ποιήσεως εν των τελειοτέρων έργων».

Εκτός τούτων, ο Βαλαβάνης έγραψε τραγωδίαν «Ο Θάνατος του Παπαφλέσσα», ελεγείον «Εις τον Θάνατον νεονύμφου», μεταφράσεις στίχων του Λαμαρτίνου, πολιτικά σατρύρας κλπ. Ένα διήγημά του «Δυο νύκτες» δημοσιευμένο στην «Ευτέρπη» έχει τη σφραγίδα της μελαγχολικής φιλοσοφίας. Ο ποιητής έπασχε τότε, «επήγαινε προς το μνήμα» και η θλίψη εθόλωνε την καθαρή πηγή της εμπνεύσεώ τους. Το διήγημα αυτό είναι το τελευταίο του Βαλαβάνη.

***

Ο Βαλαβάνης, λίγους μήνες πριν πεθάνη, εσύχναζε στο σπίτι του Ζαλοκώστα και απήγγειλε στίχους του. Το στηθικό νόσημά του είχε προχωρήσει, αλλ’ ο Ποιητής ήλπιζε ακόμη. Σε μια από τις απλές εκείνες φιλολογικές συναναστροφές, ήτανε γραφτό του ν’ ακούση από φιλικό στόμα ότι λίγες μέρες μόνο θα ζούσε στον κόσμο τούτο. Ένας από τους παρευρισκομένους —κατά τη συνήθεια της εποχής— επρότεινε τη συμπλήρωσι στίχων σε δεδομένη ομοικαταληξία. Σε άλλες βραδιές οι φίλοι γελούσαν με τις κουτές ή ακατάλληλες απαντήσεις, τώρα όμως συνέβη κάτι πικρό. Διότι όταν ο Βαλαβάνης επρότεινε τον ακόλουθο στίχο:

Έχει θερμό το στήθος του, μεγάλη την ψυχή του,

έλαβε την ακόλουθη απάντησι

Και τον αστέρα της αυγής λαμπάδα νεκρική του.

Ο Βαλαβάνης εζάρωσε τα φρύδια και δε μίλησε πια. Με το αυγινό άστρο μιας ημέρας του Μαΐου 1854 ο Ποιητής απέθανε σε ηλικία τριάντα ετών. Οι ποιηταί και συγγραφείς των Αθηνών τον εκήδευσαν με αδελφική θλίψη. Ο Γεώργιος Παράσχος έβαλε πένθος επάνω στο μανίκι της φέρμελης και κρέπι μαύρο στο φέσι του, και με φωνή γεμάτη λυγμούς απήγγειλε τον επικήδειό του. Αλλά με τα χρόνια, εχάθηκαν τα ίχνη του τάφου του και κανείς δε μπορεί τώρα να μας δείξη σε ποια γωνιά του Αθηναϊκού Νεκροταφείου κοιμάται ο περιπαθής ποιητής του «Ονείρου»

Στεφ. Δάφνης

 

αρχή

 



© Γιάννης Παπαθανασίου