ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο εδώ.

Η ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 1916

 


 

ΤΑΣΩ

Αφιερωμένο του Ψυχάρη.

 

Σε μια βουνίσια λαγκαδιά είχαμε μαζευτεί ένα καλοκαίρι μια μικρή συντροφιά. Ήταν εκεί κάποια λουτρά κι ένας φίλος μου, που ήρθε να γιατρέψει τους ρεματισμούς του, μ' έσυρε και με μαζί του. Όξω από τους χωριάτες, που είχανε στήσει στην πλαγιά τις πρόχειρες καλύβες τους από ελατόκλαδα, βρήκαμε κι άλλους πεντέξι της δικής μας τάξης. Πάνε πολλά χρόνια από τότε και μου μείνανε καθαρά στο νου μόνο τρεις απ' αυτούς. Ένας έμπορος από κάποια μικρή πόλη εκεί κοντά, ένας γιατρός από μιαν άλλη κάτω στον κάμπο κι ένας απόστρατος σπαθοφόρος. Κι οι τρεις ήτανε πενηντάρηδες κι απάνω. Ο έμπορος πάντα λιγόλογος και μαζεμένος, οι άλλοι δυο λογάδες κι ανοιχτόκαρδοι. Ο έμπορος, θυμούμαι, έπαιζε πάντα με τη χοντρή χρυσή αλυσίδα του ρολογιού του, ή μπλέκοντας τα χέρια του έφερνε γύρους αδιάκοπους, ατέλειωτους με τα δυο μεγάλα δάχτυλα, σε βαθμό που πείραζε τα νεύρα του απόστρατου σπαθοφόρου, κι άρχιζε και κείνος και φυσούσε τα ρουθούνια ζαρώνοντας μουστάκια και μάγουλα. Ο γιατρός δε φαινότανε πως είχε διόλου νεύρα. Όλοι μας είχαμε καθένας την καλύβα του, μα για περσότερη ευκολία ―μια και πιάσαμε γνωριμιά, όπως γίνεται όταν βρίσκουνται στην ερημιά κάμποσοι άνθρωποι μαζεμένοι― μας μαγέρευε ο υπηρέτης του γιατρού και τρώγαμε όλοι μαζί κάτω από έναν πλάτανο. Το μέρος όμορφο δεν ήταν· πληχτική ξεραΐλα μόνο, στενός ουρανός αποπάνω και δυνατό λιοπύρι γύρω στα στουρνάρια. Τις πρωινές πηγαίναμε κυνήγι στα ριζά ολοτρόγυρα με το γιατρό και με το φίλο μου. Ο απόστρατος μας έδινε μονάχα το σκυλί του. Ο πόνος στο γοφό δεν τον άφηνε τον ίδιο να 'ρχεται μαζί μας. Έπειτα το ρίχναμε ολημέρα στα χαρτιά, όσο φωτούσε του Θεού το φως. Σαν κουραζόμαστε κατά το βράδυ, ξαπλωμένοι στα κλαδιά και μισονυσταγμένοι ακούγαμε το γιατρό ή το σπαθοφόρο που μας λέγανε διάφορες ιστορίες. Το γιατρό με πιο πολλή ευχαρίστηση. Οι περσότερες γυρίζανε γύρω από την πολιτική ζωή του τόπου του. Ήτανε φανατικός με το Κορδόνι και το είχε δουλέψει σα βουλευτής κάμποσα χρόνια. Συχνά όμως άλλαζε το θέμα. Μας έλεγε για τη ζωή του στην πρωτεύουσα, μας ιστορούσε γιατρικά του ανέκδοτα από το χωριό. Του άρεσε να μιλεί, ν’ ακούει τη φωνή του να ηχεί στη βραδινή σιγαλιά της λαγκαδιάς. Μια από τις ιστορίες του γιατρού είναι κι η παρακάτω. Μας την είπε μια βραδιά που η κουβέντα γύρισε στις γυναίκες και στην αγάπη, κι αφού είχε αδειάσει κάμποσα ποτήρια κρασί. Μας είχαν φέρει εκείνη την ημέρα φρέσκο από το χωριό.

 

Η χήρα Γαλάναινα ―έτσι άρχισε ο γιατρός― ήτανε το δεξί χέρι της μάνας μου, καθώς το λένε. Όταν η ψυχοπαίδα παράτρωγε κορόμηλα ή αραποσίτια και θερμαινότανε ―κι αυτό γινότανε πολύ συχνά― ή όταν περισσεύανε οι δουλειές στο σπίτι, η μάνα μου δεν είχε παρά να 'βγει στο παράθυρο και να φωνάξει τη Γαλάναινα που καθόταν αντίκρυ, σ’ ένα χαμόσπιτο με μια ψηλή συκιά μπροστά στην πόρτα του και μιαν αυλή πάντα βρόμικη και λασπωμένη από τις σαπουνάδες. Το ξενόπλυμα ήταν η καθαυτό δουλειά της Γαλάναινας, που κοντά στο δικό της είχε να χορταίνει άλλα τρία στόματα: δυο παιδιών της και της πεθεράς της, τυφλής γερόντισσας, που περνούσε τα στερνά παραπανίσια χρόνια της καθισμένη στην αυλόπορτα και γκρινιάζοντας με τη νύφη της. Η Γαλάναινα, με τις συχνές δουλειές που έκανε στο σπίτι μας, είχε γίνει πια δική μας. Ήταν ήσυχη, πρόσχαρη γυναίκα, καλοΐσκιωτη και γλυκόλογη. Σε μας τα παιδιά περσότερο. Συχνά εκεί που λανάριζε τα μαλλιά έξω στη λότζα, μας μάζευε γύρω της και μας έλεγε παραμύθια και συχνότερα ακόμα μας γλίτωνε από το λουρί του πατέρα μπαίνοντας στη μέση ή, για πιο ασφάλεια, κρύβοντας μας πίσω από το φουστάνι της.

Έτσι την είχαμε όλοι σε καλό μάτι τη Γαλάναινα. Μόνο η μάνα μου, αυτή που τη φώναζε, δε φαινότανε να τη βλέπει με πολλή ευχαρίστηση στο σπίτι. Μια αφορμή κι αυτό για να μαλώνει με τη γιαγιά, τη δική της μάνα.

«Δεν τη θέλω· με κρύα καρδιά την μπάζω σπίτι μου», την ακούγαμε να της λέει πολλές φορές.

«Μα τι σου κάνει, τι σου φταίει η δολία;» της απαντούσε η γιαγιά. «Αυτή καλά στάθηκε και κορίτσι που ήταν, και με τον άντρα της, και τώρα που απόμεινε χήρα».

«Αν ήτανε καλή, δεν έμπαινε σε τέτοια πεθερά», φώναζε θυμωμένα η μάνα μου.

Περσότερο δεν προσέχαμε 'μείς τα παιδιά, ωστόσο είχαμε μάθει πια να βλέπουμε με φόβο τη γριά Αγγελίνα, που πασπατεύοντας με το ραβδί της έβγαινε και θρονιαζόταν όλη μέρα όξω στο κατώφλι της αυλόπορτας της μουρμουρίζοντας αδιάκοπα. Πολλές φορές ρωτήσαμε τη γιαγιά γιατί η μάνα μας δεν ήθελε να δει στα μάτια της τη γριά Αγγελίνα, μα πάντα παίρναμε την ίδια απάντηση: «Ήτανε κακός άνθρωπος στα νιάτα της, παιδί μου». Πιότερα δε μας έλεγε η γιαγιά, μα αυτό έφτανε για να τρομάζουμε την πόρτα της γριά Αγγελίνας και να τη φανταζόμαστε σαν κακή στρίγγλα σταλμένη από το διάβολο να παιδεύει τη Γαλάναινα. Μας είχε πει τόσα παρόμοια παραμύθια η ίδια η Γαλάναινα.

Καθώς φαινόταν όμως, δεν ήταν αυτός ο λόγος που η μάνα μου δεν έβλεπε με καλό μάτι τη Γαλάναινα. Δε θα τον μαθαίναμε, αν ο πατέρας δεν ήτανε στα δικαστήρια για ένα πηγάδι ανταμικό με τη γειτόνισσα και συμπεθέρα του, τη Γεροντάκαινα, κι αν η Γεροντάκαινα δεν έβγαινε και φώναζε πολλά όξω από την αυλή μας, άμα η ψυχοπαίδα μας εκεί που έπλενε πλάι στο πηγάδι έχυσε τα νερά στη δική της την αυλή. Ένα από τα πολλά που έλεγε ήταν πως τάχα η ψυχοπαίδα που είχαμε πρωτύτερα δεν ξαναγύρισε από καλό της στο χωριό, όθε την έφερε ο πατέρας. Περσότερα δε νιώθαμε 'μεις τα παιδιά, όπως δε νιώσαμε περσότερα και μια μέρα που ήταν η Γαλάναινα εκείνη που 'χυσε τα νερά στην ξένη αυλή κι η Γεροντάκαινα, που βγήκε και της αναποδογύρισε τη σκάφη, της είπε κοντά σε άλλες βρισιές:

«Μπαινόβγαινε αυτού μέσα κι έννοια σου· θα σε συγυρίσει καλά και σένανε ο μουστακαλής».

Μουστακαλή εννοούσε τον πατέρα μου. Η Γαλάναινα άφησε στη μέση το πλύσιμο κι έφυγε. Η μάνα μου τα 'βαλε με τον πατέρα σα γύρισε το μεσημέρι σπίτι. «Είσαι μουρντάρης», ακούσαμε που του είπε εκεί που παραμονεύαμε πίσω από την πόρτα της κάμαρας που μαλώνανε.

Ο λόγος μάς φάνηκε παράξενος. Μουρντάρης ο πατέρας που δεν άφηνε να κάτσει μύγα στη φουστανέλα του!

Μα ο μικρότερος αδελφός μου, ο κακομοίρης ο Γιαννούλης, πιο ξύπνος απ' όλους μας, μας ξήγησε πως μουρντάρης δεν είναι μόνο εκείνος που είναι λερός στη φορεσιά του, μα και κείνος που πειράζει τα ξένα πράματα.

«Ε, και πειράζει ο πατέρας τα ξένα πράματα;» τον ρώτησα.

«Ξένη δεν είναι η Γαλάναινα;» είπε ο Γιαννούλης. Και μας διηγήθηκε σιγαλά πως μια μέρα, που η Γαλάναινα σφουγγάριζε τη σκάλα, είδε τον πατέρα που άπλωσε το χέρι του στην τραχηλιά της και κείνη του 'δωσε μια σπρωχτιά. «Θα το πω της μάνας», είπε, «αν καμιά μέρα του γυρέψω πεντάρα και δε μου τη δώσει»

Αν το είπε αληθινά της μάνας ο Γιαννούλης, δεν το θυμούμαι. Θυμούμαι μόνο πως μια μέρα εκεί που παίζαμε στον κήπο του σπιτιού μας με την Τάσω τη μικρή θυγατέρα της Γαλάναινας, και γω κι ο Γιαννούλης πολεμούσαμε να βγάλουμε από την τραχηλιά της έναν τζίτζικα, που τον είχε κρύψει εκεί για να μην της τον πάρουμε – ο πατέρας σα μας είδε μας θέρισε τα μεριά με το λουρί

Ο κήπος με τη μουριά, που στον ίσκιο της ροκάνιζε αδιάκοπα την καλαμποκιά του ο ψαρής του πατέρα, ήτανε το μέρος που παίζαμε τα μεσημέρια του καλοκαιριού εμείς τ’ αδέλφια, η Τάσω κι ο αδερφός της ο Γιωργίκος, ένα άχαρο, κουτό παιδί, που ερχότανε μαζί μας μόνο για να τον τσιμπούν οι σφήκες στα μάγουλα, να τρώει ξυλάχλαδα, αγουρίδες και ξύλο αλύπητο από μας τους άλλους. Σα να το μυρίστηκε κι ο μισόστραβος ψαρής, τον κλότσησε μια μέρα κι αυτός ο τόσο ήσυχος κι ανεχτικός, που μας άφηνε να του κουβαλούμε πλάτες και καπούλια, να περνούμε αποκάτω από την κοιλιά του, να του βγάζουμε όσες τρίχες θέλαμε από την ουρά. Έμενε ακούνητος, ροκανίζοντας πάντα την καλαμποκιά του. Η Τάσω του καβαλούσε ακόμα και το λαιμό. Στεκόταν ορθή στην πλάτη του, πηδούσε στα καπούλια του όπως και στα κλωνάρια της μουριάς. Αν έλειπε ο Γιαννούλης από τη συντροφιά, θα 'λεγε κανένας αγόρι αυτή και κορίτσια εμάς τους άλλους.

Κι ωστόσο κάθε άλλο παρά σαν αγοριού έμοιαζε η όψη της. Άσπρη και καστανόξανθη, τα μεγάλα γαλανά της μάτια βαστούσαν ένα ξάστερο ψιχάλισμα μέσα σε όλη την παιδιάστικη άγρια τρέλα και κάποιες φορές κοιτάζανε τόσο παράξενα, πετούσαν τόσο αστραφτερές αναλαμπές που δε βαστούσες να τα βλέπεις. Εκείνο που την ξεχώριζε περσότερο μέσα σε μας ήταν πως με όλα τα σκαρφαλώματα στα δέντρα και τα κυλήματα όπου έφτανε, μπορούσε και βαστιότανε πάντα καθαρή, πάντα αξέσκιστη. Ένα πουκάμισο κι ένα παλιό φουστάνι, αποφόρι της αδερφής μου ή αλλουνού κοριτσιού, ήτανε τα μόνα που σκεπάζανε τη γύμνια της· κι ωστόσο η μάνα μου μας την έδειχνε πάντα για παράδειγμα. Η δική της μάνα ζήτημα ήταν αν τη χτένιζε κάθε πρωί κι όμως η Τάσω δε φαινότανε ποτέ αχτένιστη. Ένα ίσιασμα με τις παλάμες στ’ αλαφρόσγουρα μαλλιά, που τα είχαν κάμει ανωκάτω τα κλαδιά της μουριάς, και ξαναπαίρναν τη φανταχτερή λάμψη τους. Το ίσιασμα αυτό το συνήθιζε τόσο συχνά η Τάσω και συχνά μέσα στο ξάναμμα του παιχνιδιού στεκόταν άξαφνα κι αφού έσιαζε τα μαλλιά, την έβλεπες κι έμενε αμίλητη και μας κοίταζε με την αστραφτερή παράξενη ματιά της και μ' ένα γέλιο πιο παράξενο, που έδειχνε τα δόντια της σα σκυλιού που θέλει να δαγκάσει. «Γάτα, γαλανομάτα γάτα», της φώναζε ο Γιαννούλης δίνοντας της μια. Και τα δυο αγρίμια πιανόντανε στα χέρια.

Έτσι περνούσαν οι περσότερες μέρες του καλοκαιριού, έτσι περάσανε τα πρώτα χρόνια. Και θα περνούσαν έτσι ίσως κι άλλα ακόμα, αν δεν ερχότανε η βλογιά στον τόπο. Είχε μήνες που σερνότανε, κι η Παναγιά η Βλαχέραινα, που την κατέβασαν από το μοναστήρι παπάδες και προεστοί, δε βοήθησε κι ας τη γυρίσανε με ψαλμωδίες και λιβάνια σ’ όλους τους δρόμους του χωριού. Ο πατέρας ήθελε να μας στείλει στο δικό του χωριό απάνω στα βουνά, μα η μητέρα δεν αποφάσιζε να τον αφήσει μοναχόν. Όσο που μιαν αυγή μας ξάφνισε ένα κόκκινο μικρό μπαϊράκι στημένο στη σκεπή του σπιτιού της Γαλάναινας. Ήταν το σημάδι που καρφώνανε σε όσα σπίτια κόνευε η βλογιά. Και στης Γαλάναινας ήρθε στην ίδια τη νοικοκυρά. Δεν έπαιρνε άλλο άργητα το πράμα. Η γιαγιά πήρε αμέσως εμάς τα παιδιά και μας έφερε σε μια καλύβα που ξεκαλοκαίριαζε ο παππούς όξω στ’ αμπέλια του. Εκεί αγνάντια στη ράχη ήτανε το ξωκλήσι που φέρνανε και κλείνανε τους βλογιασμένους στρατιώτες. Το κόκκινο μπαϊράκι μας φόβιζε και 'κεί, όμως ο σκοπός, που η φουστανέλα του άσπριζε ολημερίς στο φρύδι της ράχης, μας ησύχαζε. Δεν αφήνει την κακή αρρώστια να μας φτάσει, μας έλεγε η γιαγιά. Κι αλήθεια δε μας έφτασε. Μα σε μια δυο βδομάδες ο καημένος ο Γιαννούλης έπεσε άξαφνα στο στρώμα από κεφαλίτη. Ήρθαν από το χωριό και τον πήρανε φλογισμένο από τη θέρμη κι αμίλητο. Δεν τον ξαναείδαμε. Το χινόπωρο, σαν πέρασε η βλογιά και μας ξαναφέρανε στο χωριό, αντικρινά στο σπίτι της Γαλάναινας απόμενε μόνη η τυφλή πεθερά της. Τη Γαλάναινα την πήρε η αρρώστια και την Τάσω και τον αδερφό της κάποιος δικός τους σ’ άλλη γειτονιά. Σε καναδυό χρόνια έφυγα και γω σταλμένος στο σχολειό στη χώρα.

 

Γύρισα στο χωριό ένα μόνο καλοκαίρι. Τ' άλλα, ο καθηγητής που καθόμουνα σπίτι του στη χώρα, κατάφερε τον πατέρα μου και με κράτησε 'κει για να με προγυμνάζει στα μαθηματικά, αφού ήθελα σώνει και καλά να μπω στους ευέλπιδες. Δε θα γύριζα ίσως και το τέταρτο καλοκαίρι, αν δεν έχανα τη ζήλια που είχα να κρεμάσω το σπαθί, κι αν η γιαγιά, βαριά άρρωστη όλον το χειμώνα, δεν απαιτούσε να με δει. Τη βρήκα ακόμα στο κρεβάτι. Μα μόλις βγήκα στο παράθυρο είδα και την Τάσω αντίκρυ. Στεκόταν όξω στην αυλή της. Στην αυλόπορτα καθόταν η γριά Αγγελίνα, ίδια, απαράλλαχτη, με τεντωμένα τα γυμνά της πόδια, με το ραβδί στο πλευρό. Κι ένα γύρο όλα απαράλλαχτα σα μια φορά. Η μουριά στον κήπο μαυρολογούσε από τα γινόμενα ξινόμουρα, ο ψαρής δεμένος από κάτω ροκάνιζε τη θροφή του κουνώντας την ουρά. Θυμήθηκα τη Γαλάναινα και τον καημένο το Γιαννούλη και με καρδιά θλιμμένη γύρισα και κάθισα κοντά στη γιαγιά. Μα των παιδιών οι θλίψες δε βαστούν πολύ. Σε λίγο ξαναβγήκα στο παράθυρο σφυρίζοντας τον καινούριο σκοπό που είχα φερμένο από τη χώρα. Την ίδια στιγμή έβγαινε κι η Τάσω στην πόρτα της, μα μόλις με πήρε η ματιά της, κρύφτηκε μεμιάς μέσα. Και το ίδιο έκανε πολλές μέρες στην αράδα, σα με αντίκριζε στο παράθυρο ή στο δρόμο. Τρύπωνε πρι να προφτάσω να την καλοδώ. Έπρεπε να παραμονέψω πίσω από την κουρτίνα του παραθυριού για να δω πως είχε κι αυτή μεγαλώσει όπως και γω. Μονάχα το κοντό φουστάνι της, που άφηνε να φαίνεται το πόδι απάνω από τον αστράγαλο, πρόδινε πως δεν ήταν ακόμη σωστή γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν ίδια, πάντα αστραφτερά, και το ασπριδερό της πρόσωπο έλαμπε πιο πολύ μέσα στη μαύρη φορεσιά. Είχε πεθάνει η θεια που την είχε μαζέψει σπίτι της σα χάθηκε η μάνα της, και γι' αυτό ξαναγύρισε 'δω στη γιαγιά. Κάθε μέρα έβλεπα τον ίσκιο της, ωστόσο στάθηκε αδύνατο να τη δω από κοντά. Μια μέρα που είχε 'ρθει στο μαγεριό μας και την πέτυχα μπαίνοντας άξαφνα, έφυγε γλήγορα από την άλλη πόρτα.

Πέθανε η γιαγιά μου, πέρασε και το καλοκαίρι, και ξανάφυγα και γω, για να γυρίσω φοιτητής τον άλλο χρόνο. Η Τάσω ξανακρύφτηκε σα με είδε, μα το πρώτο μου μεθύσι από τα χαρτιά και το μπιλιάρδο, που μπορούσα πια να παίζω ελεύτερα στον καφενέ, δε μου άφηνε καιρό περίσσιο να προσέχω στο κρυφτό που ήθελε να παίξει. Ένα πρωί κατεβαίνοντας να βγω έξω, τη βρήκα στην αυλή μας. Έπλενε με την ψυχοπαίδα μας σκυφτή στη σκάφη. Δεν είχε πώς να φύγει πια και πήγα κοντά της.

«Τώρα πού θα μου πας;» της είπα.

Έβαλε το ανασκουμπωμένο μπράτσο της μπροστά στα μάτια κι έκρυψε το πρόσωπο.

Της το κατέβασα. Μα το άφησα να πέσει. Όχι γιατί ήτανε μπροστά η ψυχοπαίδα, αλλά γιατί το άστραμμα της ματιάς της και το παλιό παράξενο γέλιο της με ταράξανε.

«Έλ' άσε μας, μη μας χασομεράς», μου είπε θυμωμένα η ψυχοπαίδα μας εκεί που έστεκα και κοίταζα την Τάσω.

Έφυγα, μα βγαίνοντας από την αυλόπορτα έριξα πίσω μια ματιά. Η Τάσω με κοίταζε γελώντας και τα δόντια της αστράφτανε.

«Γάτα, γαλανομάτα γάτα», θυμήθηκα τα λόγια του κακομοίρη του Γιαννούλη κι έφυγα φουρκισμένος.

Την Τάσω την απαντούσα τώρα πιο συχνά στο σπίτι μας. Ερχότανε και βοηθούσε στις δουλειές. Μα μοναχή της δεν την πέτυχα ποτέ. Την παραφύλαξα ένα βράδυ το σούρουπο που γυρνούσε από το νερό. Την είδα από μακριά που ερχότανε με τη στάμνα στο κεφάλι. Σα με είδε και κείνη, γέλασε. Μα άμα σίμωσε, χαμήλωσε τα μάτια και πέρασε μπροστά μου σοβαρή.

Τη σταμάτησα.

«Τι αγαπάς;» ρώτησε πολεμώντας να κρατήσει το σοβαρό της.

«Γιατί κρύβεσαι σα με βλέπεις;»

Δεν μπόρεσε να κρατηθεί πια και γέλασε: «Θα μου ρίξεις τη στάμνα», είπε.

Της έπιασα το χέρι.

«Άσε με, σου είπα· φεύγα», ψιθύρισε δίχως να κάμει αυτή να φύγει, δίχως να τραβήξει το χέρι της απ' το δικό μου.

Την κοίταξα και με κοίταξε κι αυτή χαμογελώντας πάντα. Λίγες στιγμές. Έπειτα την άφησα και πάει.

Δεν κρυβότανε πια σα μ' έβλεπε και δεν έφευγε σαν την έβρισκα σπίτι μου.

Τον άλλο χρόνο, που ξαναήρθα, έμαθα πως η μητέρα μου δεν την ήθελε πια να 'ρχεται στο σπίτι. Είχε δει πως άρχισε να τα παίζει με κάποιο νιο και την ορμήνεψε. Μα η Τάσω δεν την άκουσε κι έτσι της έκλεισε την πόρτα.

Άμα με είδε και μένα τώρα ούτε κρύφτηκε ούτε γέλασε. Με κοίταξε μονάχα αδιάφορα. Κι έτσι αδιάφορα πάντα, σα να μην ήμουνα καν εκεί, έριχνε στο παράθυρο καμιά φορά το μάτι από την αυλόπορτα που καθότανε το δειλινό πλάι στην τυφλή γιαγιά της με το πλέξιμο στο χέρι. Πως καθότανε 'κεί για να τη βλέπουν οι νέοι που περνούσανε στο δρόμο και πως έμπλεξε με κάποιον απ' αυτούς, δε με ξάφνισε όταν το 'μαθα. Όλα τα κορίτσια του χωριού κάνανε το ίδιο· οι νοικοκυροπούλες στα μπαλκόνια τους, οι φτωχές στις αυλόπορτες. Έτσι συνήθισα να βλέπω εκεί την Τάσω δίχως να δίνω πολλή προσοχή. Είχα κι εγώ σκοτούρες όμοιες σε άλλο δρόμο.

Ένα μεσημέρι, ενώ κοιμόντανε όλοι σπίτι μου, καθισμένος στο παράθυρο μου περίμενα να περάσει ένας φίλος μου να με πάρει να βγούμε πέρα στις καψάλες του κάμπου, όπου είχαν έρθει οι τσαλαπετεινοί. Ο ήλιος φλόγιζε τον κάμπο κι άστραφτε μακριά στον ποταμό, ο αέρας έκαιγε και πύρωνε. Ακουμπώντας στο παράθυρο, άνοιγα με βία τα μάτια πολεμώντας να νικήσω το αποκάρωμα της ζέστης. Άξαφνα δυνατές φωνές αντίκρυ, από το χαμόσπιτο της Τάσως, με κάμανε και τινάχτηκα. Δυο τρεις γειτόνισσες από τ’ άλλα σπίτια δίπλα πεταχτήκανε μισόγυμνες, ξυπόλυτες στο δρόμο.

«Τρεχάτε και τη σκότωσε», φώναξε μια απ' αυτές κοιτάζοντας από το παράθυρο μέσα στο σπίτι της Τάσως κι όρμησε στην πόρτα.

Κατέβηκα γλήγορα στο δρόμο και μπήκα και γω στο σπίτι της Τάσως. Ο Γιωργίκος την είχε ξαπλωμένη χάμω και τη χτυπούσε όπου έφτανε, με χέρια και με πόδια. Οι γυναίκες που είχαν φτάσει πριν από μένα δεν μπορούσανε να του τη βγάλουν από τα χέρια.

«Φευγάτε από 'δω· θα τη σκοτώσω», φώναζε αγριεμένος ο Γιωργίκος και χτυπούσε με το τσαρούχι του, που είχε βγαλμένο από το πόδι.

Η Τάσω κουλουριασμένη χάμω μούγκριζε πνιχτά. Η γριά Αγγελίνα καθισμένη σε μια γωνιά έβριζε και ρέκαζε κουνώντας το ραβδί της.

Έπιασα το χέρι του Γιωργίκου και του πήρα το τσαρούχι, μα τώρα χίμησε αγριότερος στις γυναίκες, που βρήκανε καιρό και του μπήκανε μπροστά από το κορμί της αδερφής του. Τέλος ένας άλλος γείτονας, που έτρεξε και κείνος, με βοήθησε και τόνε βγάλαμε όξω. Με χίλια βάσανα. Φώναζε ολοένα να τον αφήσουμε να τη σκοτώσει και πολεμούσε να μας φύγει από τα χέρια. Καθώς τον βγάζαμε στην πόρτα, η ματιά μου έπεσε στην Τάσω, που ανασηκωνόταν αποκεί που ήταν πεσμένη. Δεν είχε ούτε ένα δάκρυ. Έφερε το χέρι στα μαλλιά σαν να 'θελε να τα σιάξει, με κοίταξε κατάματα και στα χείλη της σα να 'τρέμε άγριο γέλιο. Οι γυναίκες κλείσανε την πόρτα πίσω μας.

«Αφήστε με να τη σκοτώσω», φώναξε ο Γιωργίκος ολοένα.

«Δεν ντρέπεσαι, μωρέ; Την αδερφή σου θα σκοτώσεις!» του είπε ο γείτονας.

«Θα τη σκοτώσω, δε βαστάω άλλο», ξαναφώναξε· ο Γιωργίκος κι έπεσε κλαίοντας στο πεζούλι δίπλα από την πόρτα.

«Δεν ντρέπεσαι, μωρέ; Έλα, σώπα τώρα», έκαμε να τον ησυχάσει πάλι ο γείτονας.

«Τι να ντραπώ! Τι να σωπάσω! Που τόνε μπάζει μέσα μέρα μεσημέρι! Μου 'φυγε από το παράθυρο. Μα πού θα πάει! Θα τους σκοτώσω και τους δυο», πήρε τον κατήφορο ο Γιωργίκος κλαίοντας πάντα.

«Έλα τώρα, πάμε να συχάσεις κι άλλη φορά τους σκοτώνεις, σα δεν είμαστε 'μείς μπροστά», του είπε ο γείτονας και τον έσυρε μαζί σπίτι του κλαμένον κι αγριεμένον πάντα.

Ήταν αληθινά για λύπη και για γέλια ο κακομοίρης ο Γιωργίκος. Το βράδυ είδα κάτω από το θαμπό λυχνάρι τον ίσκιο του πλάι στον ίσκιο της αδερφής του και της γρια-Αγγελίνας, που τρώγανε καθισμένοι χάμω στην αυλή τους. Τις κατοπινές μέρες, σαν τον απαντούσα στο δρόμο που γύριζε από το σαμαράδικο που δούλευε, χαμήλωνε τα μάτια και μόλις μου ψιθύριζε μια καλησπέρα, σα να φοβότανε μην τον σταματήσω και τον ρωτήσω πώς δε σκότωσε ακόμα ούτε την αδερφή του ούτε τον αγαπητικό της. Μα δε βάσταξε πολύν καιρό το συναπάντημα μας. Κανένα μήνα ύστερα, άγριες φωνές ξαναμαζέψανε τη γειτονιά στο χαμόσπιτο της Τάσως. Γινόταν ένα πανηγύρι σ’ ένα ξωκλήσι κοντά στο ποτάμι κι ο φτωχός ο Γιωργίκος θέλησε να πάει και κείνος να γλεντήσει. Ανέβηκε μαζί με άλλα παιδιά σε μια σούστα, μα εκείνος που την κυβερνούσε, μεθυσμένος καθώς ήτανε στο γυρισμό, την αναποδογύρισε σε κάποιο χαντάκι του κάμπου, κι ο δόλιος ο Γιωργίκος έμεινε στον τόπο με σπασμένο το κεφάλι. Όταν τον φέρανε στο σπίτι, η Τάσω έπεσε ξερή απάνω του. Ήτανε μια από τις συνηθισμένες, μα πάντα σκληρές λύπες του χωριού. Ράγιζε την καρδιά το κλάψιμο της Τάσως και το μοιρολόγι:

 

Σήμεραν η μανούλα του έχει χαρά μεγάλη·

πάει στις βρύσες για νερό και στα βουνά για χιόνι...

 

Κι ο γιατρός σώπασε μια στιγμή.

Η μάνα μου ―ξανάρχισε― ξέχασε την αμαρτία της Τάσως και τη μάζεψε. Το άλλο καλοκαίρι που ξαναήρθα στο χωριό, η Τάσω ήτανε σπίτι μας ό, τι ήτανε μια φορά η μάνα της. Δεν μπορούσα να ξεχάσω ποτέ το δύστυχο Γιωργίκο, κάθε φορά που έβλεπα τη ματιά της να μου αστράφτει κάτω απ' το μαύρο της μαντίλι.

Έλειψα καιρό απ' τον τόπο μου. Όταν ξαναγύρισα, ήμουνα πια γιατρός κι ήρθα ν’ αποκατασταθώ στο χωριό. Όλα σπίτι μου και 'κει ολόγυρα τα βρήκα καθώς τ’ άφησα. Μόνο ο υπερέτης του πατέρα μου είχε αλλάξει. Ο μακαρίτης είχε βαρεθεί τους ντόπιους από τα ολόγυρα χωρία, γιατί τον κλέβανε, κι έφερε έναν από μακρύτερα, από το δικό του χωριό. Ήταν ευχαριστημένος απ' αυτόν κι ας μην ήταν ευχαριστημένη τώρα κι η γειτονιά. Και δεν ήτανε, γιατί από τον καιρό που ήρθε ο Νικολούλας, καθώς λέγανε τον υπερέτη του πατέρα, οι κότες ένα γύρο στο σπίτι μας πήρανε και λιγοστεύανε. Μα γι' αυτό λίγο τον ένοιαζε τον πατέρα μου. Το άλλο νέο, που έμαθα από τα πρώτα, ήταν πως η Τάσω είχε αρραβωνιαστεί στο μεταξύ μ' ένα Στεμνιτσώτη ψιλικατζή. Μα άξαφνα σε λίγους μήνες την παράτησε κείνος κι έφυγε, παίρνοντας μαζί του ένα μικρό κομπόδεμα που είχε μαζέψει η Τάσω δυο χρόνια ολάκερα από τη δουλειά της. Ο πατέρας μου την είχε βοηθήσει κι αγόρασε μια μηχανή και ξενόραβε. Με τη δουλειά αυτή ζούσε και τώρα και, καθώς φαινότανε, της άφηνε καιρό περίσσιο να βγαίνει να κάθεται στο κατώφλι της τα δειλινά όπως και πρώτα. Και πλαγινά της πάντα κι η τυφλή γιαγιά. Η γριά Αγγελίνα είχε παρθεί πια από το ένα χέρι και σα μ' έμαθε πως γύρισα γιατρός, μ' έκραξε να τη γιατρέψω.

Πήγα και την είδα και της έγραφα μιαν αλοιφή. Η Τάσω μου έφερε γλυκό και μου έκανε καφέ. Είχα να μπω στο σπίτι της από την ημέρα που είχανε φέρει σκοτωμένο το Γιωργίκο και 'κεί που κάθισα κι έπινα τον καφέ, θυμήθηκα το παλιό το μεσημέρι που έτρεξα και τον βρήκα να δέρνει με το τσαρούχι την αδερφή του άγριος και ξαναμμένος. Ξαναείδα με το νου μου την Τάσω μαζεμένη σωρό κάτω από τις χτυπιές του. Τώρα ο σωρός εκείνος ήτανε ζωντανός μπροστά μου· όλα μέσα στο χαμόσπιτο ήταν αλλαγμένα, κάτασπρα και καθαρά, οι τοίχοι αλειμμένοι, ο καναπές στρωμένος με λευκό σεντόνι, τα τζάμια με πλεχτούς μπερντέδες. Μόνο η γριά Αγγελίνα απόμενε το ίδιο το παλιό σαράβαλο, και στα μάτια της Τάσως η παλιά αστραπή.

Στεκόταν αντίκρυ μου ορθή με τα χέρια κάτω από την κόκκινη ποδιά.

«Τι με κοιτάς;» είπε, σαν είδε πως την κοίταζα.

«Πόσο όμορφη είσαι», απάντησα.

«Τι λέει, μωρή;» φώναξε η γριά Αγγελίνα.

«Κάτι για τα κεραμίδια», της απάντησε η Τάσω και με κοίταξε γελώντας.

«Τι είπες, μωρή; Τι λέει; Θα μου κάμει καλό το γιατρικό;» ξαναφώναξε η γιαγιά της.

«Θα σου κάμει, ν’ αλειφτείς μόνο καλά», της είπα.

«Αχ, δεν ξέρεις τίποτα και για τα μάτια, παιδί μου;» ξακολούθησε η γριά Αγγελίνα· «ας έβλεπα μια απολαμπίδα φως κι ας πέθαινα την άλλη αυγή».

«Παλιοσάψαλο, τα μάτια σου λείψανε», την αποπήρε η Τάσω, φουρκισμένη που της έκοψε την κουβέντα μαζί μου.

«Θα 'ρθω καμιά άλλη μέρα να σε δω, θεια Αγγελίνα», της φώναξα, κοιτάζοντας την Τάσω. «Τι στέκεις ορθή;» είπα σ’ αυτή.

«Για να ψηλώσω», χαμογέλασε.

Η ματιά της έλαμπε. Ένιωσα το χέρι μου να θέλει ν’ απλωθεί να την τραβήξει. Μα το παράθυρο κατά το δρόμο ήταν ανοιχτό. Θυμήθηκα πως μπήκα για γιατρός στο σπίτι της, μισοήπια τον καφέ μου κι έφυγα.

Την άλλη μέρα, καθώς κατέβαινα τη σκάλα μου για να βγω έξω, τη βρήκα στην πόρτα.

«Καρτερώ να σε ρωτήσω πόσες φορές να τρίβω με την αλοιφή τη βάβω», μου είπε. Και χαμογέλασε.

«Πρωί και βράδυ», της απάντησα.

Δεν έφυγε. Στάθηκε και με κοίταζε. Ήταν όμορφος ο πειρασμός. Της αγκάλιασα τη μέση. Έγειρε πίσω το κεφάλι και με κοίταζε. Το χαμόγελο της σβήστηκε, τα χείλη της τρέμανε. Έκαμα ένα κίνημα, μα από πάνω ακουστήκανε πατήματα. Την έσπρωξα μέσα κι έτρεξα να βγω από την αυλόπορτα.

Μου είχε γίνει στ’ αλήθεια πειρασμός. Μα εγώ δεν είχα έρθει στο χωριό για πειρασμούς· είχα έρθει για γιατρός. Οι παλιότεροι γιατροί είχανε τα μάτια τόσα για να μου βρούνε κάτι. Άρχισα να κάνω γλήγορα καλή πελατεία και φοβόμουν αν ίσως μαθευότανε πως με είδανε με την Τάσω, θα 'φτάνε αυτό να μη με ξαναμπάσει κανένας σπίτι του. Κι έτσι αποφάσισα να λείψω από κάθε πειρασμό μαζί της. Απόφευγα και να βγω στο παράθυρο, σαν καθότανε στην πόρτα της, κι όταν την άκουγα στο μαγεριό μας ή στη λότζα έφευγα δίχως να με δει. Η γριά Αγγελίνα κιόλας είχε απελπιστεί από τη γιατρική μου. Η αλοιφή που της είχα δώσει δεν της έκαμε καλό. Της έγραψα κατιτίς άλλο, δεν ωφέλησε κι αυτό, και δε με ξαναφωνάξανε.

Μια μέρα ―ήτανε χινόπωρος, είχε τελειώσει ο τρύγος κι ο μούστος έβραζε στην κάδη κάτω από τη λότζα του σπιτιού μας, μα αυλή, μπασιά, κατώγια βρομούσαν όλα γλιστερά απ' τις λάσπες κι απ' το μούστο που είχε χυθεί από το κουβάλημα. Η ψυχοπαίδα μας δεν έβγαζε πέρα μονάχη της το πλύσιμο κι ήρθε κι η Τάσω για να τη βοηθήσει. Το μεσημέρι, σα γύριζα να φάω στο σπίτι, τις βρήκα και τις δυο έξω στην αυλή με τα μεσοφόρια ανασηκωμένα ίσια με τα γόνατα. Η Τάσω το είχε σηκωμένο λίγο πιο ψηλά, είχε ακόμα στο κεφάλι της ένα λευκό μαντίλι με τις άκρες του δεμένες στο λαιμό, και μ' ένα τενεκέ νερό στο χέρι κυνηγούσε το Νικολούλα γύρω από το πεζούλι της πορτοκαλιάς, που ήτανε στη μέση της αυλής. Ο Νικολούλας πάλι, είχε στα χέρια ένα σταφύλι απ' τ’ αϊτονύχια της κληματαριάς και της πετούσε ράγες πολεμώντας να την πιτύχει στο πρόσωπο. Δε με καταλάβανε που ερχόμουνα, και στάθηκα όξω απ' την αυλόπορτα και τους κοίταζα.

«Μπράβο! Μπράβο!» δεν μπόρεσα να κρατηθώ να μη φωνάξω του Νικολούλα, σαν είδα πως μια ράγα που πέταξε βρήκε την Τάσω στο μάγουλο. Μα την ίδια ώρα, εκείνη του άδειασε κατακέφαλα τον τενεκέ με το νερό.

«Δε μ' αφήν’ ου διάτανους, με π'ράζ'», γύρισε και μου είπε ο Νικολούλας ντροπιασμένος, ενώ τίναζε το νερό από σκούφια και μαλλιά. «Ιγώ ήρθα ου δόλιους ναν τς βουηθήσου, ναν τς κ'βαλήσου νερό», ξακολούθησε κατακόκκινος.

Η Τάσω τον κοίταξε ξεκαρδισμένη από τα γέλια.

«Τον μούσκεψες τον άνθρωπο», της είπα περνώντας από κοντά της.

Με κοίταξε και τα δόντια της αστράψανε.

«Να σου δώσω και σένα μια;» είπε γυρίζοντας τον τενεκέ ίσια απάνω μου.

Είδα πως δεν ήταν ολότελα άδειος και βιάστηκα να μπω στο σπίτι.

«Ζουρλάθηκε ολότελα ο φτωχός», μου είπε σαν ανέβηκα απάνω η αδερφή μου, που είχε δει και κείνη από το παράθυρο τη σκηνή.

«Πάει ο δόλιος, δεν έχει πια μυαλό», είπε κι ο πατέρας, σαν ήρθε πάλι αυτή η κουβέντα στο τραπέζι που τρώγαμε. «Δεν μπορούμε πια να φάμε καλαμπόκι τρυφερό. Θα τόνε δώσω του διαόλου για καλά».

«Και τα ραζακιά που είπες πως έβαλες τις προάλλες απάνω στο καλάθι, εκεί θα πήγανε», είπε η μάνα μου.

«Γελάει με δαύτονε, να την πάρει η οργή», ξαναείπε ο πατέρας γελώντας.

Και γελάσαμε όλοι. Ο Νικολούλας ερωτεμένος με την Τάσω! Ήτανε λίγο παράξενο το πράμα.

Ο Νικολούλας θα 'ταν απάνω κάτω σαραντάρης. Ήτανε χρόνια χωροφύλακας κι είχε πάρει τότε κοντά την άφεσή του, όταν κάποιος νόμος έκοψε ένα μέρος από το λουφέ της χωροφυλακής. Για είκοσι τόσες δραχμές το μήνα να γυρίζει να σφάζει κότες και να βασανίζει τον κοσμάκη, δεν τον βαστούσε η ψυχή, μας έλεγε, όταν μας διηγότανε πολλά άγρια άθλα του σε Μοριά και Ρούμελη, σ’ Εφτάνησα και Δωδεκάνησα. Έπειτα, καθώς έλεγε, δε βαστούσε να γυρνά ολοένα στην ξενιτιά. Πεθύμησε να 'ναι κοντά στον τόπο του, να πετιέται στο χωριό του όποτε του πονεί να βλέπει τη μάνα και τ’ αδέρφια του που ζούσαν εκεί, απάνω στα βουνά. «Είμαι πονεσιάρης· μη με βλέπεις έτσι», μου είπε μια μέρα που μου διηγήθηκε πως ένας υπομοίραρχος τον είχε βάλει να δείρει μια γερόντισσα, γιατί δε μαρτυρούσε πού κρυβόταν ο γιος της, που τον κυνηγούσε το απόσπασμα. Την έδειρε δίχως όρεξη. Κι αλήθεια, ο Νικολούλας δεν ήταν άγριος. Αν δεν είχε τα στριμμένα μουστάκια και την παλιά τριμμένη χωροφυλακίστικη στολή, που τη φορούσε πάντα με το κοντό του πανταλόνι, δε θα πίστευε ένας που τον γνώριζε πως αυτός ο άνθρωπος είχε βασανίσει κόσμο με το βούρδουλα, με καυτά αβγά στις αμασκάλες και με αγκάθια στα νυχοπόδαρα. Ωστόσο από συνήθεια του άρεσε να διηγιέται πάντα τέτοιες ιστορίες, του άρεσε να περνά στον κόσμο ακόμα για χωροφύλακας. Και γι' αυτό τον είχε φέρει κιόλας ο πατέρας μου, για σκιάχτρο των τσοπάνηδων που του βοσκούσαν και του κλέβανε τα σπαρτά στον κάμπο. Και καβαλώντας ο Νικολούλας τον τεκνεφέζικο, το μισόστραβο ψαρή γύριζε τα χωράφια μας όξω στην ποταμιά με τον κοντόκαννο τον γκρα κρεμασμένο πάντα στον ώμο του. Κι ερχότανε και μας έλεγε πώς έπιασε τον έναν, πώς φοβέριξε τον άλλον, όμως παράπονα πως έδειρε κανέναν δεν είχαν έρθει. Μονάχα κάνα παιδί που το τσάκωνε να κόβει ψάνες ή κανένα αραποσίτι. «Τα ξεθέωσα στο ξύλο», έλεγε για τα παιδιά· «αν τον ξανατσακώσω, θα του σπάσω τα πλευρά», έλεγε σαν ήτανε για κανένα χωριάτη, που τον είχε πιάσει να βόσκει το άλογο του στο δικό μας το κριθάρι. Ο πατέρας μου ήξερε πως ο Νικολούλας έδερνε μόνο όσο είχε το σταυρό στο κασκέτο, μα το περσότερο τον ήθελε για σκιάχτρο έτσι με τ’ άγρια μουστάκια του και τα μολυβένια κουμπιά της χωροφυλακίστικης στολής.

Μα τώρα ο Νικολούλας την πέταξε αποπάνω του τη χωροφυλακίστικη στολή και φόρεσε μια κεντισμένη φέρμελη· έβγαλε και το κοντό το παντελόνι κι έζωσε τη φουστανέλα στη μέση του. Έστριβε τα μουστάκια πάντα, μα όλο και χασομερούσε να βγει με τον ψαρή όξω στα σπαρτά. Πάντα έβρισκε αφορμή να 'ρχεται μέσα στο χωριό κι αν ο πατέρας μου δεν τον γκρίνιαζε, ήταν άξιος να μένει ολημέρα στην αυλόπορτα να ξυστρίζει τον ψαρή, ή να γυρίζει με το φτυάρι το αραποσίτι στο κατώγι αγνάντια από την αυλή της Τάσως.

«Θα τα χαλάσουμε με το Νικολούλα», είπε πάλι ένα μεσημέρι ο πατέρας θυμωμένος»· «πάει, δε γνοιάζεται για τίποτα. Ή τον έχω ή δεν τον έχω, το ίδιο κάνει».

«Δεν του τη δίνουμε να συχάσουμε», είπε η μάνα μου.

«Ρωτάτε αν τονέ παίρνει αυτή;» είπε η αδερφή μου.

«Πού θα βρει τον καλύτερο; Δε λες να φχαριστά το Θεό που της βρέθηκε; Να μαζευτεί κιόλας».

Η μάνα μου δεν είπε πιότερα. Μα είναι αλήθεια πως ξαφνίστηκα και γω με την ιδέα πως η Τάσω θα πάρει το Νικολούλα.

Ωστόσο σε λίγες μέρες την κατάφερε η μάνα μου και την αρρεβώνιασε μαζί του. Και γλήγορα έγινε κι ο γάμος.

 

Ο Νικολούλας ησύχασε. Το καλοκαίρι ξαναπέταξε τη φουστανέλα και φόρεσε τη χωροφυλακίστικη στολή. Κι ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. Η Τάσω ησύχασε κι αυτή. Μόνο με τη γιαγιά της την ακούγαμε να γκρινιάζει καμιά φορά. Η γριά Αγγελίνα, κατάκοιτη πια, δεν μπορούσε να βγει στην αυλόπορτα. Με φωνάξανε μια μέρα και την είδα και της έκαμα κουράγιο πως όλα θα περάσουν. Τότε είδα και την Τάσω αποκοντά πρώτη φορά ύστερα από το γάμο της. Κοκκίνισε σαν είδε πως εκεί που κοίταζα ένα γύρο το καινούριο της νοικοκυριό, το μάτι μου σταμάτησε στο διπλό κρεβάτι που έστεκε λευκοστρωμένο σε μια αγκωνή.

«Καλά 'σαι βολεμένη», της είπα και της χτύπησα την πλάτη καθώς έβγαινα να φύγω.

Μ' έβαλε ακόμα ο διάβολος και δεν της έσφιξα μόνο το χέρι εκεί που τη χαιρέτησα, μα και της χάδεψα κιόλα αλαφρά το μάγουλο. Δε μίλησε. Στύλωσε μονάχα τα μάτια της απάνω μου και, σα βγήκα όξω, έκλεισε δυνατά την πόρτα αποπίσω μου. Μετάνιωσα γι' αυτό που έκαμα και πολλές μέρες απόφυγα εξεπίτηδες και να κοιτάξω ακόμα κατά το σπίτι της. Μου φάνηκε σα ν’ απόφευγε κι αυτή ν’ απαντηθεί μαζί μου. Συχνά την έβλεπα έπειτα όξω στην αυλόπορτά της, συχνά θα ερχότανε και στο σπίτι μας, μα εμένα σπάνια μ' έβλεπε το σπίτι άλλες ώρες έξω από το φαγί. Είχα κιόλας διορθώσει δυο κάμαρες, που ήτανε δίπλα στο κατώγι, κι έβαλα εκεί τα εργαλεία, τα βιβλία και το κρεβάτι μου και 'κεί περνούσα όσες ώρες μου απόμεναν άδειες από τα τρεχάματα στις γειτονιές κι από το τάβλι, που έπαιζα στον καφενέ για να ξεκουραστώ. Αφοσιωμένος στη γιατρική μου, δε μου έμενε καιρός να ξαναθυμηθώ την Τάσω.

Μα η αμαρτία το 'βαλε η γιατρική μου πάλι να γίνει η αφορμή να 'ρθει αλλιώτικα το πράμα. Ένα απόγεμα ήρθανε και με πήρανε να πάω σ’ ένα χωριό αποπέρα από το ποτάμι να δω κάποιον άρρωστο. Πήγα και τσέπωσα τα δυο δεκάρικα. Ο δρόμος περνούσε κοντά από το μέρος που ήταν τα σπαρτά μας και δεν το ξέρω πώς μου κατέβηκε στο γύρισμα, μια και με είχε πιάσει η νύχτα, να πάω να μείνω εκεί να κοιμηθώ και την αυγή καβαλικεύοντας τον ψαρή, που ήξερα πως είχε εκεί ο Νικολούλας, να 'ρθω στο χωριό να δω τους αρρώστους μου. Είχα καιρό πολύ να δω τα χτήματα μας και το σπιτάκι που είχε φτιάσει εκεί τότε τελευταία ο πατέρας μου. Η βραδιά ήτανε ζεστή· αυγουστιάτικη. Το φεγγάρι, έτοιμο να βγει από το βουνό, κοκκίνιζε τον ουρανό στην άκρη, ο αέρας της ποταμιάς δρόσιζε την ψυχή. Μια νυχτιά όξω από τη σκόνη του χωριού, που είχανε σκάψει τα χωράφια κι ανοίξανε τάχα δρόμους για να το κάμουν χώρα, ένα ξενύχτισμα στην εξοχή όξω από τις φωλιές του κατωγιού, που τις έλεγα καμάρες μου, μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή σαν ευτυχία σταλμένη απάντεχα από τον ουρανό.

Σαν έφτασα στην άκρη από τα σπαρτά μας για να μην περάσω με το άλογο μέσα στ’ αραποσίτια, ξεπέζεψα, το 'δωσα του χωριάτη που με συνόδευε και του είπα να γυρίσει πίσω, και 'γω άρχισα να ψάχνω να βρω κανένα δρόμο είτε αυλάκι για να βγω στο σπίτι, που η σκεπή του φαινότανε παραπέρα μέσα στο θάμπωμα. Ο χωριάτης, σαν πιο έμπειρος, με βοήθησε και πράματι βρήκα ένα δρόμο. Τον καλονύχτισα και τράβηξα ίσια εκεί χωμένος μέσα στ’ αραποσίτια, που ήτανε ψηλότερα από το μπόι μου. Δεν είχα κάμει όμως πολλά βήματα, όταν άξαφνα το πόδι μου βούλιαξε μέσα στο νερά. Έκαμα να το σηκώσω, μα βούλιαξε και το άλλο. Κατάλαβα πως θα 'χανε ποτίσει αποβραδίς και βλαστήμησα την ιδέα που μου κατέβηκε να 'ρθω να βουτηχτώ στις λάσπες. Μα εκεί που πάλευα να βγω και να γυρίσω να βρω άλλο δρόμο, με ξάφνισε η φωνή του Νικολούλα βαθιά μέσα από τ’ αραποσίτια και σε λίγο ξεχώρισα τον ίσκιο του λίγα πατήματα μακριά μου. Είχε ακούσει την περπατησιά του αλόγου και τις κουβέντες μου με το χωριάτη κι άδραξε τον γκρα του κι ήρθε να δει μην μπήκανε να κλέψουν.

«Εγώ είμαι, βρε· μην αγριεύεις», του φώναξα δυνατά, φουρκισμένος από το βούλιαγμα κι από τις φωνές του.

Σα με είδε τα 'χασε, μα σαν άκουσε πως ήρθα για να μείνω εκεί τη νύχτα, χάρηκε. Με βοήθησε και βγήκα από τα νερά.

«Σα να μου το 'χε πει κανένας στ’ αφτί», είπε σα φτάσαμε σε πιο στεγνό μέρος και ζυγώσαμε στο σπίτι.

«Έχω μια κότα στη σούβλα κι ότι έβγαλε κι η Τάσω την κουλούρα απ' τη φωτιά».

«Ποια Τάσω;» ρώτησα ξαφνισμένος· «είναι 'δω η Τάσω;»

«Είναι από τα χτες· ήρθε να πλύνει στο ποτάμι, και της άρεσε και θα μείνει λίγες μέρες».

Δε μου άρεσε σαν τ’ άκουσα, και κάτι μέσα μου με τάραξε. Μετάνιωσα για την ιδέα που μου κατέβηκε να 'ρθω, και μια στιγμή μου πέρασε στο νου να ξαναφύγω. Μα είχαμε βγει στο άπλωμα που ήτανε μπροστά στο σπίτι, κι ο Νικολούλας φώναξε κιόλα της γυναίκας του.

Ένας ίσκιος ανασηκώθηκε από μιαν άκρη όξω από το σπίτι, όπου ήτανε σκυμμένος στη φωτιά, και τράβηξε ίσια κατ’ εμάς. Ήταν η Τάσω, κι άμα με γνώρισε, μου φάνηκε σα να ξαφνίστηκε που μ' είδε και κοντοστάθηκε δίχως να μιλήσει.

«Δεν τόνε γνώρισες; Είν’ ο γιατρός· ήρθε να μείνει εδώ απόψε», της είπε ο Νικολούλας. «Πιάσε και στρώσε γλήγορα όξω στο πηγάδι. Εγώ θα πάω να βγάλω ένα καρπούζι». Ακούμπησε τον γκρα στην πόρτα κι έφυγε.

«Πώς ήταν τούτο;» με ρώτησε η Τάσω, σα χάθηκε ο άντρας της πίσω από το φράχτη.

«Το 'ξερα πως έφτιασες κουλούρα», της απάντησα και την κοίταξα.

Το φεγγάρι, που είχε σηκωθεί τώρα από τη ράχη, έριχνε το φως του σε όλο το άπλωμα μπροστά στο σπίτι. Μα η Τάσω στεκόταν απάνω στη γραμμή που χώριζε το φωτισμένον τόπο από τον ίσκιο που έριχνε το σπίτι. Το πρόσωπο της το φωτούσε η αντιφεγγιά, τα μαλλιά της μένανε στον ίσκιο. Φορούσε σάκο κάτασπρο κι ήτανε μ' ένα μεσοφόρι κοντό και με γυμνά τα πόδια. Με κοίταζε και την κοίταζα. Αμίλητοι κι οι δυο. Είχα καιρό να τη δω αποκοντά και μου φάνηκε αλλιώτικη τη στιγμή αυτή. Κάτι σα μουδιασμένο και στενοχωρημένο είδα στην όψη της, και κάτι σα στενοχώρια μ' έπιασε και με, και μια φωνή μέσα μου να λέει: «Φεύγα, γιατρέ!»

Άξαφνα ο σκύλος του σπιτιού, που ακολουθούσε πάντα τον ψαρή, σα να με μυρίστηκε από κάπου εκεί τριγύρω που έτρεχε, ήρθε αλυχτώντας και χίμησε να τριφτεί στα πόδια μου.

«Σε γνώρισε από μακριά», είπε η Τάσω.

Χάδεψα το σκύλο και την κοίταξα. Χαμήλωσε τα μάτια και δε γέλασε, δεν κουνήθηκε από τον τόπο της, αν κι ένιωθα πως ήθελε να κουνηθεί. Το φεγγάρι φώτιζε το μέτωπο της, την τραχηλιά, το κοντό της μεσοφόρι απομπροστά και κάτω τα πόδια της.

«Φεύγα, γιατρέ», έλεγε μέσα μου η φωνή. Μα ένιωθα πως δεν ήμουνα πια ο γιατρός αυτή την ώρα. Ένα μισόφωτο έτρεμε στο νου μου, σαν εκείνο που έπαιζε γύρω από το κορμί της Τάσως.

Ο ψαρής χλιμίντρησε αποπίσω από το σπίτι που τον είχανε δεμένο.

«Εδώ είναι κι ο ψαρής;» μουρμούρισα

«Εδώ είναι», είπε η Τάσω.

«Κι ο Γιαννούλης κι ο Γιωργίκος;» κόντεψε να τη ρωτήσω κι έκαμα να πάω κοντά στο σκύλο, που ξαπολύθηκε από τα χέρια μου κι έφυγε πηδώντας. Μα την ίδια στιγμή η ματιά της Τάσως άστραψε αντίκρυ μου. Με κοίταξε κατάματα.

«Φεύγα, φεύγα!» ξαναφώναξε από μέσα μου η φωνή. Μα αντίς να φύγω πήγα πιο κοντά της και την έκλεισα στην αγκαλιά.

Της ήρθε τόσο ξαφνικό και δεν κουνήθηκε μια στιγμή; Δεν ξέρω· μα καθώς έκαμα να σκύψω απάνω της, τινάχτηκε με ορμή:

«Φεύγα!» μου είπε μουγκά κι αγρίεψε η ματιά της.

Δεν έφυγα, μα άπλωσα το χέρι να την ξαναπιάσω.

«Νταλίπη, όξω να χαθείς!» φώναξε την ίδια στιγμή ο Νικολούλας πίσω από το φράχτη. «Τί τον άφησες, μωρή, και μου 'ρθε 'δω να μου πατήσει το μποστάνι!».

Ο σκύλος ξαναήρθε τρέχοντας απάνω μου, κι η Τάσω πήγε κι έκλεισε την πόρτα από το φράχτη. Έπειτα γύρισε και πήγε κι έσκυψε στη φωτιά, στην άκρη του σπιτιού.

Παίζοντας με το σκύλο έφερα ένα γύρο στην αυλή κοιτάζοντας το ένα και το άλλο. Το φεγγάρι είχε ανεβεί ψηλότερα και φώτιζε τον τόπο ολοένα πιο πολύ.

Ο Νικολούλας γύρισε μ' ένα τρανό καρπούζι, η Τάσω έστρωσε χάμω δίπλα στο πηγάδι και καθίσαμε να φάμε. Το παγούρι του Νικολούλα με το ρακί κι ο δροσερός αέρας μού ανοίξανε την όρεξη για το φαγί. Κι ο Νικολούλας έτρωγε κι αυτός κι άρχισε να μου λέει το ένα και το άλλο, πώς είχε περάσει την ημέρα του, με ποιον καβγάδισε, ποιόνε φοβέριξε. Έπειτα τα συνηθισμένα για το πότισμα, για τα σπαρτά, για τους γειτόνους, όσο που γύρισε την κουβέντα στην παλιά του χωροφυλακίστικη ζωή. Στο μεταξύ έπαιρνε κι ένα τραγούδι. Ο Νικολούλας ήταν ευχαριστημένος, φαινόταν ευτυχισμένος. Μα και γω δεν ξέρω γιατί μου φαινότανε μένα αστεία αυτή η ευτυχία του, τόσο αστεία που με πείραζε λιγάκι αληθινά. Γυρνούσα και τον κοίταζα, γυρνούσα κι έριχνα και στην Τάσω μια ματιά. Ο Νικολούλας δεν της έδινε καιρό να πει τίποτες κι αυτή, μα κι αν της έδινε, δε φαινότανε πως είχε όρεξη να μιλήσει. Είπε δυο τρία λόγια μερικές στιγμές που τη ρώτησα κάτι, μα χωρίς να με κοιτάξει. Σα να το απόφευγε, θαρρούσα πως ξεχώριζα μια ανησυχία στο πρόσωπο της, μου φαινότανε σα να τη στενοχωρούσε που ήμουνα εκεί δίπλα της. Γύριζα και της έριχνα πάντα ματιές εκεί που φλυαρούσε ο Νικολούλας και στο τέλος έγειρα χάμω ακουμπώντας στο χέρι μου για να τη βλέπω πιο καλά. Η φωνή μέσα μου δεν έλεγε πια: «Φεύγα, γιατρέ», μα ο πειρασμός σκουντούσε το πόδι μου να 'γγίξει το δικό της κάνα δυο φορές. Δε με κοίταξε, έσκυψε μόνο το κεφάλι. Κι ο Νικολούλας φλυαρούσε πάντα και το φεγγάρι έχυνε γεμάτο, διάπλατο το φως του, οι λεύκες πίσω από τη σκεπή του σπιτιού υψωνόντανε ατάραχες, οι ράχες πέρα αντιφεγγίζαν απαλά, το νερό στο αυλάκι δίπλα από το σπίτι μουρμούριζε σιγαλινά κάτω από τις ιτιές. Μου φαινότανε πως ήμουνα χωρισμένος απ' όλη τη ζωή μου κι από τον κόσμο την ώρα αυτή. Και κοίταζα το φως ψηλά, τριγύρω, κάτω, το κοίταζα πώς λάμπιζε στα μαλλιά της Τάσως, πώς άστραφτε στο πρόσωπο της, κοίταζα την Τάσω, κοίταζα αντίκρυ της το Νικολούλα με τ’ άγρια μουστάκια του, με τη βρόμικη χωροφυλακίστικη στολή, με τη μαύρη σκούφια στο κεφάλι. Ξαφνικά άλλαξε η διάθεση μου. Θυμήθηκα το δικό μου μιραμπό, που με περίμενε να το φορέσω το πρωί μαζί με το ζακέ, θυμήθηκα τη γιατρική, τη σοβαρότη μου.

«Ξέρεις, λέω καλύτερα να φύγω απόψε· δε μου σελώνεις τον ψαρή;» είπα του Νικολούλα μια στιγμή που έπαψε να μιλεί.

«Τι σου κάπνισε μεμιάς! Τώρα τα μεσάνυχτα να πας;» μου είπε κείνος ξαφνισμένος.

Ανασηκώθηκα και κάθισα: «Θα πάω», είπα· «πού να ξυπνώ πρωί πρωί!»

«Δεν ντρέπεσαι! Δεν κάθεσαι να κοιμηθείς και μια νυχτιά εδώ όξω στη δροσιά, αφού ήρθες που 'ρθες», ξαναείπε ο Νικολούλας.

Η Τάσω δε μίλησε, δε με κοίταξε.

«Ήρθα και χάλασα τη διάθεση της Τάσως», είπα.

«Δεν ντρέπεσαι και να το λες; Αυτό δα έλειπε! Στο σπίτι σου!» μ' έκοψε γλήγορα ο Νικολούλας και ρίχνοντας ματιά της γυναικός του, σα να 'θελε να τη μαλώσει: «Έτσι είναι τούτη· δεν έχει πολλά λόγια· δεν την ξέρεις», γύρισε και μου ξαναείπε μένα.

«Αφήνεις εσύ να πάρει άλλος αράδα», μουρμούρισε η Τάσω και πήρε ένα κόκαλο και το 'ριξε στο σκύλο, που στεκότανε και κοίταζε.

«Αλήθεια, δε σε ρώτησα πού τη βρήκες την κότα· εδώ δε βλέπω να 'χετε», είπα του Νικολούλα.

«Την πήρα από μια χωριάτισσα· δεν μπόρεσε να την πουλήσει στο παζάρι. Της έδωσα κάμποσα παραγινομένα πεπόνια που ήτανε για πέταμα. Πολύ φτηνά είναι φέτο τα πεπόνια, παράβαλε μποστάνια ο κόσμος», άλλαξε την κουβέντα.

Η Τάσω σα να στενοχωρήθηκε απ' το ρώτημα μου κι έπιασε και σήκωνε τα πιάτα.

«Δεν είναι να πας απόψε πουθενά, εγώ μοναχά τι κάθουμαι! Πάω να φέρω μια γυροβολιά», είπε ο Νικολούλας και σηκώθηκε. «Πού θέλεις να σου στρώσει; Μέσα ή όξω στο χαγιάτι;» με ρώτησε.

«Εσύ πού κοιμάσαι;» του είπα.

«Να κοιμηθώ; Είναι τέτοια εποχή για ύπνο! Απάνω στη δραγάτα γέρνω καμιά ώρα».

Καθώς σηκώθηκα, είδα ένα ψηλό κρεβάτι στη μέση από το μποστάνι.

«Ξέρεις τι παλιόκοσμος είναι εδώ γύρω;» ξαναείπε.

«Χειρότερος αποπάνω απ' τους δικούς μας;»

Κούνησε το κεφάλι του, κρέμασε τον γκρα στον ώμο και χάθηκε μέσα στα σπαρτά.

«Εσύ δε φοβάσαι 'δω μονάχη σου;» ρώτησα την Τάσω, σα γύρισε από το σπίτι που είχε μπει στο μεταξύ.

«Ήρθες εσύ να με φυλάξεις», απάντησε κοιτάζοντάς με παράξενα, σαν περιγελαστικά, σα θυμωμένα. Και χωρίς να σταθεί, πήγε στο πηγάδι κι έριξε μέσα τον κουβά.

Πήγα και γω κοντά της και την κοίταζα, καθώς έσκυβε ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια που κρατούσανε το σκοινί

«Γιατί είσ’ έτσι απόψε;» τη ρώτησα χαμογελώντας.

Δε μου απάντησε, ούτε με κοίταξε. Τραβούσε μόνο τον κουβά κοιτάζοντας μέσα στο πηγάδι.

Πάλι κάτι μου έλεγε μέσα μου να την αφήσω και να σηκωθώ να φύγω. Μα η επιμονή της να μη μου απαντά, το πείσμα που έβλεπα στο πρόσωπο της, στα σουφρωμένα χείλη της, σα να με πεισματώνανε και με.

«Δε μου μιλάς, ε;» της είπα κι έβαλα το χέρι μου στη μέση της.

Είχε πιάσει εκείνη τη στιγμή τον κουβά με το ένα χέρι κι έκανε να τον ακουμπήσει στα χείλη του πηγαδιού.

«Φεύγα», μου είπε και τινάχτηκε. Η ματιά της δε ήταν άγρια την ώρα αυτή. Σα θολή μου φάνηκε.

Έχασα τη μιλιά μου και την άφησα να φύγει. Καθώς γύριζε στο σπίτι, έτρεμε το χέρι της που κρατούσε τον κουβά. Το νερό χυνότανε βρέχοντας τα πόδια της κι αφήνοντας κατόπι μια γραμμή. Στεκόμουνα δίπλα στο πηγάδι και την κοίταζα όσο που μπήκε στο σπίτι. Ούτε συλλογιζόμουνα πια να φύγω.

Σε λίγο άκουσα πίσω μου τα πατήματα του Νικολούλα.

«Ξέχασα να ποτίσω τον ψαρή», είπε και τράβηξε πίσω από το σπίτι.

«Πού είν’ ο κουβάς, μωρή;» φώναξε της Τάσως, άμα γύρισε με το άλογο στο πηγάδι.

Εκείνη τον έφερε και του έβγαλε νερό και το ποτίσανε.

Είχα καθίσει στο πεζούλι και τους κοίταζα.

«Νύσταξες;» μου είπε ο Νικολούλας βλέποντας με να σκύβω αμίλητος. «Έστρωσες του γιατρού, μωρή;» ρώτησε την Τάσω.

«Πού να του στρώσω;» είπε αυτή.

«Εμένανε ρωτάς;» της φώναξε ο Νικολούλας. «Πες της, γιατρέ, πού θέλεις να σου στρώσει», γύρισε σε με, και πήρε το άλογο και πήγε να το δέσει πάλι πίσω από το σπίτι.

«Πού να στρώσω;» μουρμούρισε η Τάσω.

«Όπου θέλεις», απάντησα κοιτάζοντας την.

Με κοίταξε και κείνη αμίλητη.

«Πού κοιμάσαι συ;» τη ρώτησα·

«Στη δραγάτα», απάντησε.

Χαμογέλασα. Μου φάνηκε πως αστράψανε τα δόντια της, δίχως να γελάσει κι αυτή. Και δίχως να μου ξαναμιλήσει, γύρισε την πλάτη κι έφυγε και μπήκε στο σπίτι.

Ο Νικολούλας ξαναγύρισε και μου άνοιξε πάλι κουβέντα. Δεν είχα όρεξη να του αποκριθώ. Απομέσα μου έλεγα να σηκωθώ να φύγω, κι όμως έμενα εκεί που καθόμουνα.

«Νύσταξες», μου είπε πάλι ο Νικολούλας σαν είδε πως δεν του μιλούσα. «Έστρωσες, μωρή;» ξαναρώτησε την Τάσω, που είχε βγει και στεκότανε στην πόρτα του σπιτιού.

«Ναι», φώναξε αυτή.

Σηκώθηκα, τους καληνύχτισα και μπήκα μέσα. Η Τάσω μου είχε στρώσει στο κρεβάτι που ήτανε στημένο στην κάμαρα για τον πατέρα μου.

 

Έπεσα να κοιμηθώ ευχαριστημένος πως η Τάσω θα κοιμότανε στη δραγάτα. Όλα όσα γίνανε πρωτύτερα μου φανήκανε σαν όνειρο και στοχάστηκα πως νίκησα τον πειρασμό. «Καλύτερα έτσι», είπα μέσα μου. Συλλογίστηκα τους αρρώστους μου· έναν που τον είχα αφήσει το πρωί χωρίς να νιώσω ακόμα τι έχει, ένα άλλο παιδί που είχε πάρει το καλύτερο με την κούρα που είχα επιμείνει εγώ να γίνει στο συμβούλιο που κάναμε μαζί με άλλους δυο γιατρούς. Και γύρισα από το άλλο πλευρό, βιαστικός να κοιμηθώ και να ξυπνήσω την αυγή θαμπά και να είμαι την ώρα που έπρεπε και πάλι στη δουλειά μου. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα τον ύπνο. Μα το μουρμουρητό του Νικολούλα απόξω δεν τον άφηνε να 'ρθει. Το παράθυρο κατά το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν ανοιχτό, μα η κουβέντα φαινόταν πως γινότανε στο αποπίσω μέρος. Βαριόμουνα να σηκωθώ να τους φωνάξω να σωπάσουνε, να πάνε να κοιμηθούν κι αυτοί. Και τους βλαστημούσα μέσα μου και γύρευα με τη βία να κοιμηθώ. Τέλος σώπασε το μουρμουρητό κι άκουσα το πάτημα του Νικολούλα που ζύγωσε στο παράθυρο.

«Κι ο γιατρός κοιμήθηκε», είπε βάζοντας το κεφάλι μέσα· «άι, καληνύχτα».

Και ξανάκουσα το πάτημα του που έφευγε.

«Τίνος είπε καληνύχτα;» συλλογίστηκα· «εμένα ή...;» Ταράχτηκα, μα πάλι: «Ας είπε οποιανού θέλει», είπα μέσα μου κι έκλεισα τα μάτια. Μα σε μια στιγμή ξανατινάχτηκα· ένας χτύπος σιγαλινός με ξάφνισε. Μου φάνηκε σα να 'κλεισε η οξώπορτα. Τέντωσα το αφτί ―δεν άκουσα άλλο τίποτες. Ξανάγειρα να κοιμηθώ, μα δεν μπορούσα. Δίχως να το θέλω, ο νους μου δούλευε: «Τι διάολο! Να ήτανε κείνη που έκλεισε την πόρτα;» Ξανασηκώθηκα κρατώντας την αναπνοή μήπως ακούσω πάτημα. Μα το άλλο χώρισμα ήταν απάτωτο και πού ν’ ακουστούνε πατήματα στο χώμα; «Δεν πάει στην οργή!» ξαναείπα και ξανάπεσα κι έκλεισα τα μάτια. Μα εκείνο που πρωτύτερα μου φάνηκε πως το είδα μόνο σε όνειρο, ξαναζωντάνεψε μπροστά μου· η Τάσω στεκόταν ολόρθη εκεί, δεν έφευγε όσο και να σφαλούσα πιο σφιχτά τα μάτια. Όχι η Τάσω καθώς την είχα δει πρωτύτερα κοντά στο Νικολούλα κι αποφάσισα να καβαλήσω το άλογο να φύγω, όχι η Τάσω που μ' είχε σπρώξει πριν καθώς έκαμα να την πιάσω από τη μέση, αλλά μια άλλη Τάσω. Εκείνη που μου 'παιζε μια φορά το κρυφτό άμα με αντίκριζε, εκείνη που στεκότανε με ξαναμμένα μάτια αγνάντια μου σαν πήγα κι έγραφα την αλοιφή της γιαγιάς της, εκείνη που με περίμενε κρυφά στην πόρτα μου την άλλη μέρα. Ο φόβος που μ' είχε κρατήσει τότε, τώρα σα να 'χε μέσα μου χαθεί, και την έβλεπα γερμένη απάνω μου, με το κεφάλι ακουμπησμένο στον ώμο μου, το γέλιο της μου τάραζε τα φρένα, τα μάτια της μου φλογίζανε όλο το αίμα. Ήθελα να θυμηθώ και πάλι τους αρρώστους μου, τη θέση μου, το σοβαρό μου, ξανάφερνα στο νου το Νικολούλα, τη σκούφια του, στοχαζόμουν πως ήμουνα στο σπίτι του πατέρα μου, στο σπίτι που μια μέρα θα γινόταν ολότελα δικό μου, συλλογιζόμουν πως εκείνοι που κάθονταν μέσα ήταν υπερέτες μου, ακόμα πως τους είχε στεφανώσει ο ίδιος ο πατέρας μου και: «Άσ’ την να πάει στο διάολο!» έλεγα μια στιγμή. Μα την άλλη στιγμή, ο πειρασμός ξαναξυπνούσε· το χαμόγελο της Τάσως άστραφτε μπροστά μου, η ματιά της μ' έκαιγε, το πρόσωπο της μου γελούσε φωτισμένο από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, η Τάσω με την άσπρη πόλκα της και το κοντό της μεσοφόρι στεκόταν ορθή μπροστά μου.

«Πού θα κοιμηθείς εσύ; ―Στη δραγάτα.― Μα γιατί δεν πήγε 'κεί; Γιατί ήρθε και κλείστηκε στο πλαγινό χώρισμα;» Αυτό το ερώτημα μου γύριζε στο νου ολοένα. «Μα να 'ναι τάχα εκεί;» έλεγα πάλι. «Μη γελάστηκα; Μην το είδα όνειρο κι αυτό;» Έκαμα να σηκωθώ να πάω ν’ ανοίξω σιγαλά την πόρτα, να κοιτάξω. Μα το κρεβάτι μου έτριξε και τρόμαξα. Ντράπηκα τον εαυτό μου και ξανάγειρα. Μα η ταραχή, η φλόγα μέσα μου δεν έσβηνε. Άδειασα όλο το κανάτι με το νερό που μου είχε βάλει η Τάσω εκεί κοντά σε μια καρέκλα.

Ώρες θα περάσανε δίχως να μπορώ να βρω τον ύπνο. Το φεγγάρι είχε στρίψει πια από το άλλο μέρος, η κάμαρα σκοτείνιασε κι η αυλή όξω από το παράθυρο ίσκιωσε. Όλα ησύχαζαν όξω. Μόνο τα τριζόνια ακούγονταν αδιάκοπα, μονότονα, το γαύγισμα του σκύλου και κάπου που το βήξιμο του τεκνεφέζικου ψαρή πίσω από το σπίτι μου θύμιζε πού βρισκόμουνα.

«Πρέπει να δω, πρέπει να δω», είπα τέλος μη βαστώντας άλλο. Και σηκώθηκα και τράβηξα στην πόρτα και την άνοιξα σιγά. Το μακρινάρι, όπου ανοιγότανε η πόρτα της κάμαρας, ήτανε γεμάτο φτυάρια, τσάπες, αλέτρια, σβάρνες κι ένα πλήθος άλλα σύνεργα, κι όλα αυτά μου χτυπήσανε στα μάτια μέσα στο σκοτάδι, σαν άμορφοι σωροί, σαν ίσκιοι, σα φαντάσματα. Το χώρισμα αυτό δεν είχε παράθυρα· μονάχα τρύπες μακρουλές ψηλά, κάτω από τη σκεπή. Στάθηκα και κοίταζα τριγύρω σα χαμένος. Μου φαινόταν εκείνη τη στιγμή πως ήμουνα υπνοβάτης. Πόσο στάθηκα δεν ξέρω. Το φως του φεγγαριού απάνω από τ’ ανοίγματα δεν έφτανε ίσια με κάτω, ένα απόφεγγο θαμπό έτρεμε μονάχα μέσα στη σκοτεινιά. Περπάτησα συρτά ως τη μέση του μακριναριού· η δροσιά απ' το χώμα που πατούσαν οι φτέρνες μου θυμούμαι με ανατρίχιαζε. Ξάφνω μέσα στο μισόφωτο είδα ένα σωρό που μαύριζε σε μια άκρη. Ήταν η Τάσω ξαπλωμένη, οι άκρες των ποδιών της θαμπίζανε ξεσκέπαστες. Βρέθηκα μεμιάς σκυφτός μπροστά της.

Σκόνταψα στ’ απλωμένο χέρια της. Είχε ανασηκωθεί στα γόνατα και μ' έσπρωξε με ορμή:

«Τ' ήρθες εδώ, τι θέλεις;» φώναξε πνιχτά.

«Γιατί μου 'πες πως θα κοιμηθείς στη δραγάτα;» ρώτησα σιγά κι έπιασα τα χέρια της. Τα ένιωσα που τρέμανε.

Έμεινε άφωνη μια στιγμή. Μα καθώς έκαμα να πάω κοντύτερα της, τινάχτηκε και μ' έσπρωξε πιο δυνατά.

Χίμησα και την αγκάλιασα. Μα μου ξέφυγε πάλι και σηκώθηκε ορθή.

«Φεύγα αποδώ! Φεύγα αποδώ!» φώναξε άγρια κι έκαμε πίσω.

Μα δεν είχε πού να πάει, ήταν αποπίσω της ο τοίχος.

Στριμώχτηκε στην αγκωνή. Ήτανε με το πουκάμισο ―ήτανε πια στο χέρι μου.

Άφησε και την αγκάλιασα. Μα καθώς έκαμα να σκύψω στο κεφάλι της, ξανατινάχτηκε:

«Φεύγα, φεύγα!» ξαναείπε με βραχνή, τρεμουλιαστή φωνή, τόσο τρεμουλιαστή που μ' έκαμε να σταματήσω. Την άφησα από την αγκαλιά κι έπεσα χάμω, μπροστά στα πόδια της.

«Τάσω, με διώχνεις τώρα;» ψιθύρισα.

Έσκυψε το κεφάλι στα χέρια της.

«Τάσω!» της ξαναείπα και την ξανάπιασα.

Μια σβηστή φωνή, μια άχνα μονάχα είπε τ’ όνομα μου.

«Να ζήσεις, φεύγα» ξαναμουρμούρισε και μου 'σφιξε το χέρι. Και σηκώνοντας το κεφάλι με κοίταξε.

Δεν μπορούσα να δω καλά τα μάτια της, μες στο σκοτάδι, μα τα ένιωσα καρφωμένα στα δικά μου ασάλευτα. Δεν μπόρεσα να τα βαστάξω κι έσκυψα; Δεν ξέρω. Μα καθώς έσκυψα, κοίταξα απάνω μου κι ανατρίχιασα. Τότε κατάλαβα πως είχα πεταχτεί και 'γω με το πουκάμισο από το κρεβάτι. Μου φάνηκε σα να ξύπνησα από κακό όνειρο, σα να πετάχτηκα απάνω απ' όνειρο. Την ίδια στιγμή ο σκύλος αλύχτησε όξω από την αυλή πιο δυνατά και πιο σιμά. Φοβήθηκα αληθινά; Ίσως όχι. Ωστόσο άφησα μεμιάς τα χέρια που κρατούσα και δίχως να μιλήσω γύρισα γοργά γοργά στην κάμαρα κι έπεσα στο κρεβάτι. Μα εκεί που δοκίμαζα να κοιμηθώ για να ξεχάσω ό, τι έγινε, με τρόμαξε η πόρτα που άνοιξε σιγά. Η Τάσω μπήκε μέσα, έκλεισε το ανοιχτό παράθυρο κι ήρθε κι έπεσε κλαίοντας 'μπρός στο κρεβάτι...

Πριν ακόμα καλοφέξει, σαμάρωσα μονάχος τον ψαρή κι έφυγα σαν κυνηγημένος. Ο Νικολούλας κοιμότανε ακόμα στη δραγάτα. Γύρισα στους αρρώστους μου κι ήθελα να ξεχάσω τ’ όνειρο της νύχτας, όπως μου φαινότανε πως ήταν όλα όσα γίνανε στην εξοχή εκείνο το βράδυ. Βρήκα το άρρωστο παιδί καλύτερα, μου φάνηκε πως βρήκα και στον άλλον άρρωστο κάποια σημάδια που με μπάζανε στο δρόμο να καταλάβω την αρρώστια του, κέρδισα κιόλα και στο τάβλι που έπαιξα στον καφενέ, γυρίζοντας από τις βίζιτές μου, και τράβηξα το μεσημέρι ευχαριστημένος σπίτι μου. Ξανάμπαινε στο δρόμο της η ζωή η παραστρατισμένη από μιαν αυγουστιάτικη νυχτιά. Έτσι στοχαζόμουνα στρίβοντας να 'μπω στην αυλόπορτα μου. Μα καθώς έπεσε η ματιά μου αντίκρυ, είδα την Τάσω που έκανε να βγει από τη δική της. Ξαφνίστηκα και στάθηκα όπως την αυγή ο ψαρής μου, που τρόμαξε από έναν πουλοσκιάχτη σε μια φραγή.

Η Τάσω στάθηκε μια στιγμή κι αυτή και κοιταχτήκαμε. Μου φάνηκε πως χαμογέλασε, μου φάνηκε πως ήτανε με το κοντό το μεσοφόρι, όπως την περασμένη νύχτα. Μα ξάφνω, αντί να βγει στο δρόμο, γύρισε γλήγορα και ξαναμπήκε στην αυλή κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Μπήκα και γω στη δική μου κι ανέβηκα στο σπίτι. Άυπνος και κουρασμένος καθώς ήμουνα, έπεσα και κοιμήθηκα αμέσως αφού έφαγα. Σαν ξύπνησα, μου φαινόταν πάλι σα να γελάστηκα ή σα να ονειρεύτηκα πως είχα δει την Τάσω στην αυλόπορτα της. Αδύνατο να ήταν αυτή· έλεγα· αυτή το είχε να μείνει λίγες μέρες όξω. Κι ωστόσο ήταν η Τάσω. Βγαίνοντας το απόγεμα απ' το σπίτι, την ξαναείδα στην πόρτα της ποδεμένη και συγυρισμένη.

 

Περάσαν έτσι πέντε χρόνια. Η Τάσω είχε τώρα δυο παιδιά. Ο πατέρας μου πέθανε άξαφνα στο μεταξύ, η αδερφή μου παντρεύτηκε και εγώ έμεινα αφέντης στο σπίτι. Ο Νικολούλας δεν ήταν πια υπερέτης, μα ο επιστάτης σ’ όλα μου τα χτήματα. Δεν ήθελα ν’ αφήσω ολότελα τη γιατρική και να περιοριστώ μόνο στα χτήματα. Έβαλα λοιπόν το Νικολούλα κυβερνήτη κι η Τάσω τώρα ξεκαλοκαίριαζε στην ποταμιά. Αγόρασα καινούριο άλογο, αφού ο ψαρής άφησε χρόνους, και τα βράδια με βλέπανε τώρα συχνότερα στην εξοχή μου. Στο χωριό καθόμουνα πάντα μοναχός στις κάμαρες μου στο κατώγι· άνοιξα σ’ αυτές και μια πόρτα κατά το δρόμο, αντίκρυ από το χαμόσπιτο της Τάσως. Της μητέρας μου της είπα πως το κάνω για να 'ρχουνται ίσια κάτω οι άρρωστοι χωριάτες και να μη βρομεύουν την μπροστινή είσοδο. Εκείνη ξίνισε τα μούτρα. Μα νοικοκύρης καθώς ήμουνα πια στο σπίτι μου, λίγο μ' ένοιαζε για τις μουρμούρες της μητέρας μου και του κόσμου. Ηθικές αρχές δεν είχα αλλάξει βέβαια στο βάθος, μα κατά τη συνήθεια του τόπου τις θυμόμουνα μονάχα όταν ήτανε για τους άλλους και ξεχωριστά όταν μάθαινα πως τις πάτησε κανένας συνάδερφός μου. Μια μέρα που μου τις θύμισε και μένα κάποιος δικός μου, βαλμένος καθώς ένιωσα από τη μάνα μου, του έριξα δίκιο μέσα μου. Και πιο πολύ στοχάστηκα το άλλο που μου είπε, πως δηλαδή ο καθένας νοικοκύρης με μπάζει με κρύα καρδιά σπίτι του για γιατρό και πως ακόμα δε θ' αποφασίσει καμιά κοπέλα να μπει νύφη στο δικό μου σπίτι. Μα όλα αυτά τα στοχάστηκα μόνο όση ώρα μιλούσα μαζί του. Ύστερα, σαν το σκέφτηκα καλύτερα, είδα πόσο αστείοι ήταν αυτοί οι φόβοι. Στα σπίτια με μπάζανε για γιατρό γιατί είχανε πια πιστέψει στο χωριό πως ήμουνα ο καλύτερος, και καθένας που θα μου έδινε την κόρη του, θα κοίταζε πρώτα από κάθε άλλο την καλή μου πελατεία και τα πεντακόσια στρέμματα χωράφια που είχα στην ποταμιά. Φτάνει να 'θελα να γυρίσω τα μάτια απάνω κι ήξερα πως όποια και να κοίταζα, θα γινότανε δική μου. Γνώριζα καλά τον κόσμο στο χωριό μου. Κι έτσι ξένοιαστος περνούσα τον καιρό. Η Τάσω ήταν όμορφη σαν πάντα. Τη μηχανή της την άφησε και σκούριασε. Ο άντρας της δούλευε τώρα γι' αυτή στα χτήματά μου. Διόρθωσε το χαμόσπιτό της, τη γριά γιαγιά της τη λυπήθηκε πια ο Θεός και την πήρε, η γειτονιά και το χωριό είχανε πάντα νέα και κουτσομπολιές, όλοι μας ήμαστε ευχαριστημένοι και πιο πολύ ο Νικολούλας με τη νέα θέση του.

Η μάνα μου μονάχα δεν ήθελε να συνηθίσει την καινούρια ζωή. Μου έστειλε κι άλλους δικούς μου να με κατηχήσουν, κι η ίδια μού το ξεστόμισε κάποιες φορές: Καιρός να παντρευτώ. Στην αρχή γελούσα, μα σα μου ήρθε η πρώτη προξενιά κι απάντησα πως θα σκεφτώ, άρχισα να το συλλογίζουμαι αληθινά: Πράγματι δεν μπορούσε να τραβά η ζωή έτσι για πάντα. Ο νόμος του Θεού είναι η παντρειά. Αν είχανε μείνει ανύπαντροι ο παππούς μου κι ο πατέρας μου, δε θα ήμουνα τώρα εγώ στον κόσμο να χορταίνω τ’ αγαθά. Και τ’ αγαθά αυτά που μαζευτήκανε από γενιά σε γενιά δεν είναι σωστό να σκορπιστούνε μεμιάς στους τέσσερις αέρηδες. Ο άνθρωπος έχει χρέη στον κόσμο που ήρθε. Και το πρώτο απ' αυτά είναι να πληθαίνει εκείνο που βρίσκει από τους γονιούς του και να το παραδίνει στις παραπέρα γενιές. Αυτά γυρίζανε στο νου μου και για να στοχαστώ καλύτερα και με περσότερη ησυχία το πράμα, καβάλησα το νιο μου το άλογο και βγήκα όξω στην ποταμιά. Είχε αρχίσει κιόλας η σπορά, κι ήθελα να ρίξω μια ματιά σ’ αυτή ο ίδιος και να φανώ σα νοικοκύρης που ήμουνα. Ένα χρέος κι αυτό.

Ήτανε χινοπωριάτικη μέρα, συννεφιασμένη, μα γλυκιά. Ο κάμπος χλόιζε όλος, αντάρα αχνή κρεμιόταν αποπάνω από το ποτάμι, τα δέντρα τινάζανε τα κίτρινα τα φύλλα τους, τα κοράκια σκούζανε βραχνά, μαυρολογώντας μες στα οργώματα. Μου άρεσε πάντα η ζωή του κάμπου κι η καρδιά μου άνοιγε στη χαρά του νοικοκύρη που πατεί σε δική του γη. Κι ο Νικολούλας ήτανε κι αυτός όλος χαρά από τον καλόν καιρό που έκανε για τη σπορά. Σπυρί δεν πήγαινε χαμένο, τόσο είχε πιτύχει το όργωμα. Μου τα έδειξε όλα και μου τα ξήγησε με τη σειρά. Απ' όλα ήταν ευχαριστημένος κι ένα τόνε σεκλέτιζε μονάχα. Καταμεσής από τις δικές μας βρώμες ήταν ένα χωράφι ξένο ίσια με πενήντα στρέμματα. Ο νοικοκύρης του το 'σπερνε κι αυτός βρώμη, το πουλούσε στους πιστικούς και κείνοι μπαίνανε και βοσκούσανε και τις δικές μας ολοτρόγυρα. Τρέχα ύστερα στέλνε εχτιμητές κι άνοιγε δίκες για ν’ αποκόψεις τη ζημιά.

 

«Λάθος του μακαρίτη που δεν το αγόρασε όσο όσο· εκειά τα χρόνια θα το 'παίρνε για κομμάτι ψωμί. Τώρα...», είπε ο Νικολούλας και με κοίταξε με θλιβερή ματιά.

Δεν ήτανε πρώτη φορά που κάναμε την κουβέντα αυτή. Είχα έρθει κιόλας σε συμφωνίες ν’ αγοράσω το κομμάτι, μα ο νοικοκύρης μού γύρευε ακριβά. Το 'ξερε τι άξιζε για μένα.

«Αχ, να το 'παιρνες, γιατρέ, αυτό το χωράφι», ξαναείπε ο Νικολούλας, σα να μάντεψε το στοχασμό μου. «Και λιβάδι να τ’ αφήσουμε, θα τη βγάλεις την τιμή. Παραπάνω από μισή χιλιάδα θ' ανεβεί το λιβαδιάτικο».

Το βουνίσιο μάτι του Νικολούλα με είχε γνωρίσει πια καλά. Μάντευε τις στιγμές που με πιτυχαίνανε τα λόγια του. Τα χτήματα στην ποταμιά είχανε γίνει πια ζωή του και δεν τα ξεχώριζε από δικά του.

«Και τα χαντάκια πρέπει να τα κόψουμε δίχως άλλο ίσαμε την άνοιξη», ξανάρχισε· «τα νερά πνίγουνε το λιβάδι· σα 'ρθούνε οι γκέγκηδες πρέπει να τ’ αποφασίσεις».

«Έννοια σου, θα κοπούνε κι αυτά», του απάντησα ακολουθώντας μέσα μου τους στοχασμούς μου.

«Κι οι άκρες ένα γύρο στο σύρραχο θέλουνε ξεχέρσωμα με το λισγάρι κι οι πατουλιές στην άκρη στο ποτάμι κόψιμο, ξερίζωμα», ξακολούθησε ο Νικολούλας.

Το άκουσα κι αυτό, άκουσα και το ένα και το άλλο ακόμα και ξανακαβάλησα τ’ άλογο μου με λιγότερη χαρά. Λογάριαζα πως για να γίνουν όσα μου είπε ο Νικολούλας δε φτάνανε οχτώ μετρητές χιλιάδες. Μπορεί να είχα και περσότερες, μα ήτανε καλά εκεί που ήτανε στον τόκο. Έπειτα και να ήθελα να σηκώσω απ' αυτές όσες μου χρειαζόντανε, τόσο εύκολο δεν ήταν. Δε μέναν άλλες από κείνες που μου 'ταξε ο προξενητής. Τις λογάριασα κι αυτές. Για να μπει νύφη σπίτι μου, έπρεπε να το ξεκαινουργώσω. Ο γάμος ήθελε έξοδα και κείνος. Τα λογάριασα όλα, δεν έβγαινα πέρα, δε μου περίσσευαν από το προικιό οι οχτώ χιλιάδες που χρειαζόντανε τα χτήματα. Απάντησα ορθά κοφτά το όχι στον προξενητή. Η μάνα μου, όταν το 'μαθε, κατέβασε τα μούτρα, μα όταν της έκαμα και κείνης το λογαριασμό καλά, παραδέχτηκε τη γνώμη μου πως έπρεπε να περιμένουμε άλλη προξενιά πιο συμφερτική.

Δεν άργησε πολύ να 'ρθει κι αρρεβωνιάστηκα.

 

Ήτανε μια αυγή μαγιάτικη, δυο τρεις μέρες αφού έδωσα το λόγο μου και μαθεύτηκε στο χωριό το νέο. Ένιωθα να είμαι σε μια παράξενη κατάσταση. Μια χαρά κρυφή αισθανόμουνα, μα και κάποια ανησυχία μαζί. Την ημέρα εκείνη ξύπνησα πιο πρωί παρότι πάντα, πρι να δώσει ακόμα ο ήλιος. Καθώς βγήκα στο παράθυρο, με χτύπησε γλυκά η δροσιά της αυλής που ανέβαινε από το νοτισμένον κήπο. Ο πόθος της εξοχής μού ήρθε μεμιάς. Από μέρες κιόλας έλεγα να πάω στην ποταμιά να δω πώς είναι τα σιτάρια, που έπρεπε ν’ αρχίσει ο θέρος τους σε λίγο. Το άλογο το είχα στελμένο έξω αποβραδίς με τον υπερέτη μου κι έπρεπε να πάω πεζός. Γυρίζω γλήγορα καβάλα, είπα. Δεν είχα κιόλας πολλούς αρρώστους. Ήξερα πως εκεί έξω ήτανε κι η Τάσω, μα μια μέρα πριν ή ύστερα θα γινότανε το συναπάντημα. Πήρα το δίκαννο στον ώμο και τράβηξα από τις πλαγιές. Κάποτε διαβαίνοντας εκείθε είχα χτυπήσει ένα λαγό, και κείνη την αυγή στοχάστηκα πως θα ευχαριστούσε την αρρεβωνιαστικιά μου, αν της έστελνα κάνα κυνήγι χτυπημένο από με τον ίδιον. Ωστόσο, ούτε κατέβασα το τουφέκι από τον ώμο. Σ' όλον τον δρόμο σα να το ξέχασα πως ήταν κρεμασμένο εκεί. Ο νους μου γύριζε σε λογισμούς, ένιωθα ανήσυχο όλο μου το αίμα. Η καρδιά δεν μπορούσε να χαρεί ούτε την αυγή, ούτε τον ήλιο που είχε δώσει αγνάντια στο βουνό αστράφτοντας γελούμενα στη νότια του ολοπράσινου κάμπου. Θυμούμαι μοναχά πως μυρίζανε βαριά τα σκίνα, και τα τρυγόνια, που είχαν αρχίσει να 'ρχουνται στον κάμπο, κρυφοτουρτουρίζαν εδώ και 'κεί στις φυλλωσιές και κάπου πού ένας βρόντος τουφεκιού τριγύρω έκοβε τη σιγαλιά και τους δικούς μου στοχασμούς. Η αρρεβωνιαστικιά μου ήτανε νόστιμη κοπέλα· μελαχρινή και γελαστή. Όλο αυτή ήθελα να συλλογίζουμαι, την εικόνα της να 'χω μπροστά μου: Πώς μπήκε στη σάλα με χαμηλωμένα μάτια και κοκκινισμένο πρόσωπο όταν πήγα να τη δω, πώς μου 'δωσε το χέρι, πώς έτρεμε η φωνή της σαν έκαμε να πει κάτι κι αυτή. Χαρούμενος ήθελα να 'μαι κι όμως δεν μπορούσα. Τι είχα; Μην όλα δεν πηγαίνανε καλά, δεν ήρθαν όπως τα 'θελα; Προίκα περσότερη δεν ήτανε δυνατό να βρω· η πελατεία μου όλο και μεγάλωνε, η σοδειά από τα χτήματα μου φαινότανε καλή, τα χαντάκια αποφάσισα και τα είχα κόψει πια, τα πενήντα στρέμματα, που ήθελε σώνει και καλά ο Νικολούλας, τώρα θα τ’ αγόραζα σίγουρα κι αυτά. Τη μάνα μου πίσω στο σπίτι την ένιωθα χαρούμενη, ευχαριστημένη.

Έτσι έφτασα στην ποταμιά χωρίς να το νοήσω. Βρήκα το Νικολούλα στα σιτάρια· έξυνε το αλώνι. Άμα με είδε, χύθηκε και με αγκάλιασε για να μ' ευχηθεί.

«Πέταξα απ' τη χαρά μου σαν τ’ άκουσα ψες βράδυ», είπε. «Κι όλα, βλέπεις, όλα φτυχισμένα φέτο. Για τήρα θησαυρός, σαν το χρυσάφι», ξακολούθησε δείχνοντας τον κάμπο με τα στάχυα που απλωνόντανε σα θάλασσα χρυσή. «Ένα μπόι είναι ψηλά».

«Έτσι είναι όλα; Δεν πέσανε πολλά προχτές με τη βροχή;» ρώτησα.

«Μήτε δέκα δεμάτια δε θα 'ναι κείνα που γείρανε. Ευτυχία σου 'πα· πρώτα ο Θεός».

Ήξερα πως ο Νικολούλας συνήθιζε να βλέπει πάντα τα πράματα καλύτερα παρ' ότι είναι και τον πήρα και φέραμε ένα γύρο στα σπαρτά.

«Ε, το λοιπόν τριάντα», μου είπε 'κεί που γυρίζαμε κόβοντας άξαφνα την ομιλία μας για τα σιτάρια.

«Αυτού τριγύρω», απάντησα.

«Εγώ το 'ξερα· το 'λεγα πάντα της Τάσως: Κάτι ξέρει ο γιατρός που αργεί· θα μας ξαφνιάσει· δεν παίρνει αυτός κάτω απ' τις τριάντα».

Τραβούσα 'μπρός κι ο Νικολούλας δυο βήματα αποπίσω μου. Όσο ζυγώναμε στο σπίτι, τόσο καθαρότερα εξηγούσα την ανησυχία που είχα μέσα μου. Η καρδιά μου άρχισε να σφίγγεται πάντα περσότερο όσο σίμωνε το συναπάντημα μου με την Τάσω. Από καιρό, από τότε που πήρα την απόφαση να παντρευτώ, είχα συνηθίσει μέσα μου με την ιδέα του χωρισμού από την παλιά ζωή μου. Μα καθώς σε όλα και σ’ αυτό η απόφαση ήτανε πιο εύκολη από το πράμα. Μέσα μου δεν το είχα μετανιώσει ούτε στιγμή που αρρεβωνιάστηκα. Χαιρόμουνα μάλιστα που έτσι ξέμπλεκα από μια ζωή που θα 'χε δυσκολίες να τραβήξει παραπέρα με τον ίδιο τρόπο. Και γιατί να μη χαρώ κιόλας; Εκείνο που έχανα με τη μια το 'βρισκα πιο όμορφο και νόμιμο στην άλλη. Κι όμως, κι όμως· την ώρα εκείνη ένιωθα πως ο χωρισμός δεν ήταν τόσο απλός όσο τον είχα φανταστεί. Έτσι είναι η καρδιά του ανθρώπου. Δεν μπορεί να κόβει τις συνήθειες του μεμιάς, με το μαχαίρι, δίχως να πληγώνεται κι η ίδια.

«Μπράβο, γιατρέ· έβαλες τα γυαλιά ουλωνών. Και τι κορίτσι!» έλεγε πάντα ο Νικολούλας αποπίσω μου. «Τώρα θα τα πάρουμε τα πενήντα στρέμματα· δε μας γλιτώνουνε».

«Σύχασε κι όλα θα γίνουνε», του είπα, σα να ήθελα να πω το ίδιο και της καρδιάς μου μέσα.

Τέλος φτάσαμε μπροστά στο σπίτι.

«Τάσω, μωρή! Το μπρίκι για καφέ», φώναξε απόξω ο Νικολούλας. «Άντε μέσα· να βγάλω 'γω λίγο νερό», μου είπε και τράβηξε στο πηγάδι.

Η Τάσω βγήκε στην πόρτα. Κοσκίνιζε στάχτη μέσα κι ήταν από τα μαλλιά ως τα πόδια σκονισμένη. Η εικόνα της αρρεβωνιαστικιάς μου παρουσιάστηκε μέσα μου και ντράπηκα με τον εαυτό μου. Τα δυο παιδιά της Τάσως, που τρέξανε κοντά της να την πιάσουν από το μεσοφόρι, ξυπόλυτα κι αυτά και βρόμικα, με κάμανε να σιχαθώ περσότερο. Ωστόσο την καλημέρισα και μπήκα μέσα.

Με καλημέρισε και κείνη μουδιασμένα κι ήρθε μαζί στην κάμαρα που πέρασα και κάθισα.

«Τι έμαθα; Είν’ αλήθεια;» με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι χαμογελώντας.

Η ματιά της άστραψε: «Και μένανε δε με στοχάστηκες;» μου είπε πνιχτά.

«Τι να στοχαστώ; Άλλο δεν πήγαινε το πράμα», της απάντησα.

«Για σένανε. Εγώ τι θες να γίνω;»

Της έδειξα τον άντρα της, που γύριζε με το νερό από το πηγάδι, και τα παιδιά της, που είχανε μπει αποπίσω της στην πόρτα.

Η ματιά της ξανάστραψε πιο άγρια και θέλησε κάτι να πει. Μα ο Νικολούλας μπήκε μέσα.

«Δεν έβαλες, μωρή, το μπρίκι ακόμα; Μήτε φωτιά δεν άναψες;» της είπε απότομα.

«Εγώ της είπα να μη βάλει», του είπα· «δεν έχω καιρό να κάτσω».

«Μην τον ακούς, μωρή· σύρε γλήγορα άναψε φωτιά», την έσπρωξε.

Η Τάσω τον κοίταξε μονάχα, χωρίς να κουνηθεί. Ένα από τα παιδιά ήρθε κοντά της και την γκρίνιαξε. Του 'δωσε μια σπρωχτιά και πετάχτηκε όξω, ενώ το παιδί έβαλε το κλάμα.

«Τι σου 'κανε, μωρή; Τι βαράς έτσι το παιδί;» της φώναξε θυμωμένα ο Νικολούλας κι έκαμε να πάει κοντά της.

«Ε! Δεν ήρθα 'δω για να μαλώσετε», του είπα. «Άντε σιάξε τ’ άλογο· με καρτερούν οι άρρωστοι μέσα».

Ο Νικολούλας με κοίταξε και βγήκε.

Είδα πως δεν ήταν τόπος κι ώρα για περσότερες κουβέντες με την Τάσω και σηκώθηκα να πάω κοντά στο Νικολούλα. Μα εκείνη με πρόφτασε στην πόρτα:

«Θυμάσ’ εκειό το βράδυ εδώ», μου είπε δείχνοντας μέσα στο σπίτι. «Θυμάσαι, σου 'πα: φεύγα. Καλά ήμουνα όπως ήμουνα». Λάμψανε τα μάτια της με τα τελευταία λόγια.

«Ε, και δεν έφυγα;» της απάντησα.

Το χέρι της, που μου είχε αδράξει και μου κούνησε τον ώμο, έπεσε κάτω. Έσκυψε για μια στιγμή και το κεφάλι. Μα άξαφνα το ξανασήκωσε και με κοίταξε αγριεμένα. Τα χείλη της τρέμανε και τα δόντια της γυαλίσανε.

Ο Νικολούλας πέρασε με το άλογο να το ποτίσει. Πήγα κοντά του και τον βοήθησα να το ετοιμάσει. Η Τάσω στεκότανε στην ίδια θέση, κοιτάζοντας με με την ίδια ματιά όσο που καβαλίκεψα.

 

Χτύπησα το άλογο κι έφυγα βιαστικός. «Η πρώτη εντύπωση την αγρίεψε. Θα της περάσει, σαν το συνηθίσει», στοχαζόμουνα και γύρευα να ησυχάσω κι εγώ την ταραχή μου. Και χτυπούσα το άλογο για να φτάσω όσο μπορούσα γληγορότερα στο χωριό, να βρω την ησυχία μου μακριά της. Μα όταν έφτασα στο σπίτι μου και πήρα να ντυθώ για να βγω έξω, την ξαναείδα με το νου μπροστά μου πάλι, θυμήθηκα τον τρόπο της, την άγρια ματιά της κι ενώ ήθελα να τη λυπηθώ μέσα μου, άρχισα να θυμώνω με την τόλμη της. «Είδες αδιαντροπιά», έλεγε μια φωνή μέσα μου· «μα ποιος σου φταίει; Αυτά παθαίνει όποιος μπερδεύεται με τους κατώτερους του, όποιος ξεχνά τη θέση του». Και θυμωμένος με τον εαυτό μου τώρα, βγήκα έξω στη δουλειά μου.

«Θα το δει κι αυτή, σαν το σκεφτεί, πως δεν μπορούσε να τραβήξει πιο μακριά το πράμα», συλλογιζόμουνα πάλι, γυρεύοντας να σωπάσω μέσα μου την ταραχή με κάθε τρόπο. Και μια στιγμή τη σώπαινα· ωστόσο δεν πιστεύω να με είδανε ποτέ οι άρρωστοι μου τόσο αφαιρεμένον όσο την ημέρα αυτή. Δεν το περίμενα ποτέ πως η Τάσω θα 'δείχνε τόση αυθάδεια. Κι αυτό με θύμωνε όλο και περσότερο. Μα με το θυμό τι θα 'βγαζα; Έπρεπε να βρεθεί το μέσο να σωπάσει η αδιαντροπιά της. Σκέφτηκα πολλά όσο που νόμισα πως το βρήκα. Η Τάσω, είπα με το νου μου, συνήθισε στην καλοπέραση. Το ήξερε πως το περσότερο για χάρη της είχα βάλει τον άντρα της δεύτερο νοικοκύρη στα χτήματα μου. Χάρη σ’ αυτό δεν είχε πια ανάγκη να δουλεύει η ίδια με τη μηχανή. Χάρη σ’ αυτό μπορούσε να βάζει κάθε δειλινό το παστρικό της φόρεμα και να βγαίνει στην αυλόπορτα να φλυαρεί με τις γειτόνισσες. Αυτό το νόημα έδινα στο λόγο που μου είχε πει: «Και γω τι θες να γίνω;» Δίχως λοιπόν ν’ αργήσω μπήκα σ’ ένα εμπορικό, διάλεξα ένα φόρεμα γι' αυτή, ένα μεταξωτό ζωνάρι και μιαν ατλαζένια σκούφια για το Νικολούλα, από ένα φόρεμα για το καθένα απ' τα παιδιά της, τα τύλιξα, έβαλα μέσα και δυο εικοσιπεντάρικα και τα 'στειλα το μεσημέρι με τον υπερέτη μου όξω στην ποταμιά. «Αυτά θα της δώσουνε να καταλάβει πως η ζωή της δε θ' αλλάξει», είπα κι άρχισα να ησυχάζω και γω. Έφαγα με όρεξη, κοιμήθηκα, και το δειλινό τράβηξα στην αρρεβωνιαστικιά μου.

Το βράδυ είχα ξεχάσει πες ολότελα τα πρωινά και στοχαζόμουνα μονάχα την καινούρια ζωή που άρχιζε για μένα. Με την πρωτόγνωρη χαρά της κατέβηκα το βράδυ αργά να κοιμηθώ στην κάμαρά μου. Άναψα το φως και πήρα να γδυθώ. Άξαφνα, σαν είχα πια ξεποδεθεί, άκουσα χτύπο στην πόρτα.

«Έρχουνται να με φωνάξουν από κανέναν άρρωστο», στοχάστηκα· «να μην ήτανε τουλάχιστο κανένας κοντοτάδος και να πληρωθεί ο κόπος».

Πήγα κι άνοιξα την πόρτα. Μου πιάστηκε η πνοή σα γνώρισα την Τάσω. Η μάπα της άστραψε μες στο σκοτάδι. Δίχως να βγάλω τσιμουδιά την άφησα και μπήκε μέσα.

«Για να σου πω, τι είν’ αυτά; Σε ποιον τα στέλνεις;» μου είπε δείχνοντας στα χέρια της το δέμα που της είχα στείλει.

«Σ' εσένανε και στα παιδιά», της είπα.

«Στα παιδιά σου πες», μου είπε βραχνά και πέταξε χάμω το δέμα.

Είδα πως έπρεπε να της θυμώσω, ν’ αγριέψω και γω. «Για να σου πω», της είπα· «θαρρείς πως θα βγάλεις τίποτα μ' αυτά; Εσύ θα το μετανιώσεις».

Γέλασε δυνατά: «Εγώ χαμένη είμαι, το ξέρω· μα και σένα δε θα σ’ αφήσω έτσι». Η φωνή της έτρεμε.

«Για στάσου μια στιγμή· να κουβεντιάσουμε ήσυχα», είπα χαμηλώνοντας τη φωνή· «το στοχάστηκες ποτέ με τα σωστά σου πως θα περνούσε έτσι όλη η ζωή;»

«Τίποτες δε στοχάστηκα», μ' έκοψε.

«Ε, τότε γιατί αγριεύεις έτσι; Τι κάνεις τόσο σούσουρο; Εσύ καλά θα 'σαι πάντα. Δε θα σ’ αφήσω γω. Δε θα σου λείψει τίποτες. Ησύχασε μονάχα».

«Να συχάσω γω για να 'χεις εσύ την άλλη», μ' έκοψε ξανά και με κοίταξε άγρια.

Η ιδέα πως έβαζε τον εαυτό της ίσια με την αρρεβωνιαστικιά μου με αγρίεψε. Μα ούτε η ώρα ούτε ο τόπος ήτανε για θυμούς. Θέλησα να την καλοπιάσω.

«Άτιμε, αναίσθητε», μου ξαναφώναξε μετρώντας με αποπάνω ως κάτω με το μάτι.

Την ώρα αυτή τον συλλογίζουμαι το λόγο της. Τη στιγμή όμως που τον άκουσα μου άναψε μονάχα πιο πολύ το αίμα. «Αδιάντροπη!» είπα μέσα μου, μα δεν το ξεστόμισα. Μου ήρθε μεμιάς όλη η φρονιμάδα που την είχα χάσει τόσα χρόνια. Έπρεπε να ησυχάσω την αδιάντροπη, να τη φέρω με κάθε τρόπο στα λογικά της και να τη βγάλω από εκεί μέσα. Η κάμαρα μου μου φαινότανε ιερή την ώρα εκείνη. Και το χειρότερο, με είχε πιάσει κάποιος τρόμος, που ούτε τον είχα στοχαστεί αμέτρητες νυχτιές πρωτύτερα. Φοβόμουνα μην ακούσει η μάνα μου αποπάνω, μη νιώσει, μην παραμονέψει κανένας γείτονας, κανείς διαβάτης.

«Και γω πώς σ’ έβλεπα τόσον καιρό με το Νικολούλα; Έτσι είν’ η ζωή. Δεν την κατάλαβες ακόμα;» θέλησα να της πω με το καλό.

«Με το Νικολούλα!» μ' έκοψε και πάλι και γέλασε.

«Για στάσου, μωρή Τάσω· για στοχάσου το καλά», δοκίμασα να της ξαναπώ πηγαίνοντας κοντά της.

«Δεν έχω να στοχαστώ τίποτες», μου φώναξε και μ' έσπρωξε: «Αν ως αύριο δε στείλεις το δαχτυλίδι πίσω, θα της πάω τα δυο παιδιά στην πόρτα της». Τίναξε και τα δυο χέρια της με ορμή και στάθηκε κοιτάζοντας με.

Έκαμα να την πιάσω.

«Φεύγα! Αυτό που σου 'πα μοναχά», είπε ξερά, με άμπωξε κι έφυγε γλήγορα.

 

Είδα πως είχα μπλέξει στα γερά, όσο δεν το φανταζόμουνα. Μετάνιωσα που αρρεβωνιάστηκα; Όχι βέβαια. Μα μετάνιωσα για τα περασμένα, για την αμυαλιά μου να ξεχάσω τόσο τη θέση μου. Και γω δεν ήξερα πώς θα 'βγαινα από την μπερδεψιά. «Θα της πάω τα δυο παιδιά στην πόρτα της!». Δεν μπορούσε να φύγει από τ’ αφτιά μου αυτός ο λόγος. Τίνος παιδιά; Τα βρόμικα παιδιά του Νικολούλα; Είναι του Νικολούλα αλήθεια; Πρώτη φορά το στοχαζόμουνα και ρωτούσα σοβαρά τον εαυτό μου. Πολλές φορές μου το 'χε πει στα χωρατά η μάνα τους, πως μου μοιάζουνε. Στα χωρατά μου το 'χε πει κάποτε κι ένας συνάδερφος μου. Κάποτε μπορεί να τους είχα ρίξει και γω κρυφές ματιές, ζητώντας από περιέργεια να βρω σ’ αυτά κατιτίς δικό μου, μα ποτέ το ξέτασμά μου δεν έφτασε πέρα από την περιέργεια της στιγμής. Ούτε κι ήθελα να το στοχάζουμαι στα σοβαρά. Μα τώρα, αυτή τη νύχτα, άρχισε να με βασανίζει η ιδέα και γύρευα να τα φέρω ολόβολα μπροστά μου, να θυμηθώ τα πρόσωπα τους, τα σουσούμια τους. Μα δε μου ερχόντανε στο νου παρά θολές οι εικόνες τους, χαμένες. Έβλεπα μόνο δυο σκουλήκια βρόμικα, σκονισμένα και ξυπόλυτα, καθώς τα είχα δει την περασμένη αυγή να σέρνουνται τριγύρω από τα σταχτωμένα πόδια της μάνας τους. Μια αηδία μ' έπιανε, μια αηδία κι από κείνα κι από τη μάνα τους κι έκλεινα σφιχτά τα μάτια για να διώξω τη σιχαμερή εικόνα. Μα πάλι ο λόγος της Τάσως δε μου έβγαινε από το νου, κι η ιδέα πως τα δυο αυτά παιδιά θα πηγαίνανε μπροστά στην πόρτα της αρρεβωνιαστικιάς μου, με ξαναγρίευε. Πάνε όλα, πάνε, στοχαζόμουνα φουρκισμένος. Αυτός ο διάβολος είν’ άξιος να τα κάμει όλα. Το άγριο της μάτι, τα γυαλιστερά της δόντια με τρομάζανε μπροστά μου όλη τη νύχτα. Και γω να μην το στείλω, θα μου στείλουν εκείνοι το δαχτυλίδι πίσω, σαν τα μάθουνε. Μου ερχότανε να σκάσω σαν το συλλογιζόμουνα.

Την αγάπησα μονομιάς τόσο πολύ την αρρεβωνιαστικιά μου και με λυπούσε τόσο ο φόβος μην τη χάσω; Αγάπη τραγική δε με είχε πιάσει, δίχως άλλο. Μονάχα μια συμπάθεια και στοργή, που πρώτη φορά την ένιωθα και μου φαινότανε σαν κάτι μεγαλύτερο, ιερότερο από κείνο που εννοούσα ως τότε με το λόγο αγάπη. Μόλις την είδα, μόλις αλλάξαμε τα δαχτυλίδια και φόρεσα στο χέρι μου το δικό της, κατάλαβα μέσα μου πως αυτό ήτανε το θέλημα του Θεού και πως μπήκα πια στον ίσιο δρόμο του. Τότε ένιωσα και το δεσμό της μάνας μου με το μακαρίτη τον πατέρα μου, τότε κατάλαβα και ξήγησα όλα εκείνα που τα 'βλεπα μικρός και δεν τα νοούσα, θέλω να πω τις ζήλιες της μητέρας μου που πίστευε τον κόσμο που 'λεγε πως του μακαρίτη του πατέρα μου του άρεσαν τα παραστρατίσματα. Και το αίσθημα αυτό που ένιωθα για την αρρεβωνιαστικιά μου δεν ήταν μικρό πράμα. Μα κοντά σ’ αυτό δεν το θαρρούσα και μικρό να χάσω στα καλά καθούμενα τις άλλες τις ωφέλειες που είχε για μένα αυτός ο γάμος. Ο Νικολούλας δεν είχε πει πολύ, όταν είπε πως είχα βάλει τα γυαλιά ολωνών των άλλων. Ήξερα πως την αρρεβωνιαστικιά μου την είχανε πολλοί στο μάτι. Ένας άλλος γιατρός την είχε γυρέψει κιόλας και τον κατάλαβα με κρύα καρδιά μ' ευχήθηκε, σαν έμαθε τον αρρεβώνα μου. Με το γάμο αυτό σιάζανε όλο και καλύτερα τα οικονομικά μου· θα ξεκαινούργωνα το σπίτι μου, θ' αγόραζα τα πενήντα στρέμματα που με τρωγότανε ο Νικολούλας και το 'βλεπα και γω πως ήτανε μεγάλη ανάγκη, και θα μου περισσεύανε και κάμποσες χιλιάδες για να τις τοκίζω. Όλα όπως τα λογάριαζα και τα 'θελα. Και τώρα να χαθούνε όλα ανέλπιστα! Και κοντά σ’ αυτό, το σούσουρο, το σκάνταλο! Δεν ήμουνα πια να σταθώ στον τόπο. Ήξερα πως δεν ήμουν ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος που βρέθηκα έτσι μπερδεμένος. Πολλοί σέρνανε στον ώμο τους βάρη τρανύτερα. Μα μια και μπορούσανε να τα κρατούν κρυφά, όλα ήταν καλά καμωμένα. Φανταζόμουνα πως όχι βέβαια η αρρεβωνιαστικιά μου, μα οι γονιοί της θα 'χαν ακούσει κάτι και για το δικό μου βάρος, μα όσο αυτό δεν έβγαινε στα φόρα και δε γινόταν σούσουρο, λίγο τους έμελε. Ξέρανε καλά πως καθένας που θα κάνανε γαμπρό δε θα 'πεφτε από τον ουρανό. Το ζήτημα ήτανε λοιπόν να μη μαθευτεί το πράμα. Κι αυτό με βασάνιζε και μένα. Πώς να προλάβω το κακό που με φοβέριξε πως θα μου κάμει ο αγριεμένος διάολος.

Με αυτή τη συλλογή με βρήκε το φως της μέρας στο κρεβάτι, με αυτή στο νου γύρισα από τους αρρώστους μου και πήγαινα το μεσημέρι σπίτι. Μα ενώ φανταζόμουνα πως η Τάσω θα 'χε γυρίσει στην ποταμιά στον άντρα της, νάτην αντίκρυ πάλι στην αυλή της και με κοίταζε με μια ματιά σα να ρωτούσε: Το 'στειλες ή όχι πίσω, καθώς σου 'πα;

Κι έτσι πολλές μέρες στην αράδα. Ή έμπαινα ή έβγαινα στην πόρτα μου, έστεκε αντίκρυ και με αγριοκοίταζε. Μια δυο φορές μάλιστα γέλασε τόσο δυνατά σαν πέρασα, που οι γειτόνισσες που καθόντανε μαζί της ξαφνιστήκανε και γυρίσαν και κοιτάξανε κι αυτές. Μου έγινε βάσανο η ζωή. Η άγρια ματιά της Τάσως με κυνηγούσε παντού και κάθε φορά που πήγαινα στην αρρεβωνιαστικιά μου, έτρεμα μην την ιδώ μπροστά στην πόρτα με τα δυο παιδιά.

Είχε αρχίσει ο θέρος όξω κι έπρεπε να πάω να δω που θα μπαίνανε στο αλώνισμα. Καβαλίκεψα ένα μεσημέρι και πήγα. Βρήκα το Νικολούλα μοναχόν και παιδευότανε ν’ ανάψει τη φωτιά. Μου 'δωσε καλά χαμπέρια για τη σοδειά, όλα πηγαίνανε καλά. Μονάχα αυτός δεν ήταν στα καλά του.

«Βλέπεις, παιδεύουμαι μοναχός να βράσω κάνα κολοκύθι», μου είπε.

«Πού είν’ η Τάσω; Δεν είναι 'δω;» μου 'φυγε από το στόμα.

«Δεν την είδες μέσα; Δεν είναι στο σπίτι;» με ρώτησε κοιτάζοντας με.

Και τον λυπήθηκα και ντράπηκα. Πρώτη φορά το συλλογίστηκα πως έπαιζε κι αυτός μέρος στην ιστορία. Τόσα χρόνια πρωτύτερα μου φαινότανε σαν να μην ύπαρχε διόλου, τον θαρρούσα για ευχαριστημένο με το κομμάτι που του είχα δώσει κι έγλειφε. Αν είχε νιώσει κάτι, αν είχε υποψιαστεί τίποτες, ούτε το συλλογίστηκα ποτέ. Το σόι του πατέρα μου βαστούσε στο χωριό του από αρχοντιά. Και να έβλεπε ακόμα κάτι με τα μάτια του ο Νικολούλας, ήξερα πως δε θα τολμούσε ποτέ να με ξεδιαντραπεί.

«Δεν πρόσεξα», του απάντησα αδιάφορα· «πότε ήρθε μέσα;»

Αναστέναξε: «Είναι για να μη χαίρεται ποτές ο μαύρος άνθρωπος· σαν έρχεται το 'να καλό...». Σώπασε μια στιγμή. «Και μηδά έχω τον εαυτό μου μοναχά», ξαναείπε και με κοίταξε. «Να 'μουνα γω, ας κουρευόμουνα. Μα έχουμε τόσους αργάτες. Ποιος να τους ζυμώνει ψωμί; Πού ξανακούστηκε να παίρνουμε απ' το φούρνο! Τώρα διάλεξε την ώρα η οργισμένη να την πιάσουν τα μπουρίνια της».

«Τι μπουρίνια; Τι έπαθε;» μου ξέφυγε πάλι το ρώτημα.

«Ξέρω και γω τι την έβαλε η αμαρτία; Σηκώθηκε και μου 'φυγε άξαφνα. Την ίδια μέρα που 'χες έρθει εδώ η αφεντιά σου. Λογοφέραμε που δε σου 'κανε καφέ γλήγορα, κι έγινε θεριό. Της κακοφάνηκε λέει, που τη μάλωσα μπροστά σε λόγου σου».

«Δεν έκαμες καλά να τη μαλώσεις», του είπα. «Εγώ δεν την άφησα ν’ ανάψει φωτιά. Βιαζόμουνα».

«Κι ήτανε λόγος αυτός να σηκωθεί να φύγει; Γιατί τη μάλωσα!» Με κοίταξε παράξενα στα μάτια.

Γέλασα βιασμένα.

«Αγάπες, αγάπες, Νικολούλα», του χτύπησα τον ώμο. «Μην την έδειρες μωρέ;»

«Μιαν αμπωχτιά της έδωσα. Και να την έδερνα! Γυναίκα δεν την έχω; Έπρεπε τώρα, απάνω στη φωτιά, να φύγει; Να μ' αφήσει μοναχόν; Της παράγγειλα ψες το βράδυ με μιαν αργάτισσα: ή θα γυρίσει πίσω γλήγορα ή θα πάω να τη φέρω με το ζόρι. Κι αλήθεια, ας έχει χάρη που δεν μπορώ ν’ αφήσω τα δεμάτια ξάπλα στο χωράφι. Αύριο που θα τα 'χουμε όλα στ’ αλώνι, θα πάω να τη φέρω δέρνοντας, αν δεν έρθει απόψε μοναχή της».

«Άσε τα χωροφυλακίστικα· κοίτα πάρ' τηνε με το καλό. Θα πάω να της πω και γω δυο λόγια», του είπα.

Εννοείται πως δε μου πέρασε στο νου και να το κάμω.

Σε δυο τρεις μέρες έμαθα από τη μάνα μου πως ήρθε ο Νικολούλας μέσα και δάρθηκε με τη γυναίκα του. Μαζεύτηκε η γειτονιά.

«Τα βλέπεις τώρα πώς έρχουνται τα πράματα; Τι θ' απογίνει, ένας Θεός το ξέρει», μου είπε η μάνα μου.

«Και τι μας μέλει εμάς για ξένες έννοιες;» της απάντησα για να κόψω την κουβέντα.

Με κοίταξε πικρά: «Άσ’ τα τώρα αυτά. Πες μου μονάχα πώς θα ξεμπερδέψουμε. Φοβερίζει στη γειτονιά. Κοίτα να τη συχάσεις όπως μπορείς».

Δεν της απάντησα και σωπάσαμε κι οι δυο.

Την άλλη μέρα την έκραξε κι η ίδια η μάνα μου να της μιλήσει.

«Δεν ντρέπεσαι, μωρή;» της είπε· «τι είν’ αυτά που ακούω; Γιατί δεν πας όξω στον άντρα σου;»

«Δεν έχω κάναν άντρα», της απάντησε η Τάσω.

Η μάνα μου πολέμησε κάτι να της πει, να την ορμηνέψει, μα εκείνη την έκοψε πάλι:

«Δεν έχω κάναν άντρα, σου 'πα. Ξεφορτώσου με».

Και της γύρισε την πλάτη κι έφυγε.

 

Θα πέρασε έτσι κανένας μήνας. Η Τάσω δεν πήγαινε στον άντρα της που τη γύρευε, μα καθότανε με τα παιδιά της στο χωριό και φοβέριζε στη γειτονιά. Σα μ' έπαιρνε το μάτι της, με κοίταζε πότε άγρια, πότε περιγελαστικά. Μια μέρα καθώς έστριβα στο δρόμο στη γωνιά του σπιτιού μου, την είδα που έβγαινε καρσί, από το φούρνο.

«Ντρέπεσαι, ε; Ντρέπεσαι; Καλά· πού θα μου πας;» μου φώναξε σαν είδε πως έσκυψα τα μάτια και τάχυνα το βήμα για να μην απαντηθώ μαζί της.

Μιαν άλλη πάλι, καθώς έβγαινα, ήτανε στο δρόμο.

«Νάτος! Νάτος!» είπε στα παιδιά της, που παίζαν όξω από την πόρτα της, και κείνα σταθήκανε και με κοιτάζανε.

Και γύρισε και κοίταξε κι ένας γείτονας που περνούσε.

Αποφάσισα κι ερχόμουνα στο σπίτι μου από μια πορτούλα από το πίσω μέρος. Μα για να μπω από αυτή έπρεπε όχι μοναχά να σκύβω, μα να περνώ κι από ένα στενό σοκάκι μπροστά από τις πόρτες ένα σωρό παλιόσπιτων, να δρασκελώ παιδιά, τεντωμένα νέματα, να βουτώ στις λάσπες, να σκοντάβω σε απλωμένα ρούχα και σε σκάφες και κοφίνια. Ντρεπόμουνα τον εαυτό μου. Μου φαινότανε πως όλες οι γυναίκες, που με βλέπανε να περνώ αποκεί, γελούσανε με μένα. Πολλές φορές ένιωθα τόσο βαρεμένη την ψυχή μου, που πρόσμενα σα λυτρωμό ν’ ακούσω πως πήγε η Τάσω με τα δυο παιδιά στην αρρεβωνιαστικιά μου. Να τελειώσει η ιστορία αυτή, έλεγα, να ησυχάσω.

Η Τάσω δεν πήγε, μα πήγανε στ’ αφτιά της τα φοβερίσματα της Τάσως. Ένα δειλινό, εκεί που πήγα να περάσω καμιά ώρα μαζί της, τη βρήκα κλαμένη.

«Με πήρες στο λαιμό σου», μου είπε ξαναγεμίζοντας δάκρυα το μαντίλι της· «δεν έπρεπε να μου το κάνεις αυτό, δεν έπρεπε να μπεις στο σπίτι μου πρι να ξεμπλέξεις με τις παλιές σου αγάπες».

Δεν είχα τι να της αποκριθώ. Να της έλεγα πως ήταν όλα ψέματα, θα ντροπιαζόμουνα διπλά. Της γύρεψα συμπάθιο.

«Έχεις όλα τα δίκια», της είπα. «Μα ποιος νέος δεν την παθαίνει; Ποιος γεννιέται μυαλωμένος;»

Η αρρεβωνιαστικιά μου ήταν καλόκαρδο και φρόνιμο κορίτσι. Την παρηγόρεσα και κατάλαβα πως μου έριξε δίκιο μέσα της.

«Ο κόσμος», είπε μοναχά, δακρύζοντας πάντα. «Βουίξανε τα στόματα του κόσμου και τον ντρέπομαι».

Της ξανάριξα και σ’ αυτό δίκιο και της ξαναγύρεψα συμπάθιο. Είχα καταλάβει πως ντρεπόταν άλλο τόσο τον κόσμο να θυμώσει απ' όσα έμαθε και να χαλάσει τον αρρεβώνα. Είχα μπει πια μέσα στο σπίτι. Σαν κατέβαινα τη σκάλα της, ένιωσα πως ήμουν αλαφρωμένος και κόντευα να γελάσω με τους φόβους που με βασανίζανε τόσον καιρό. «Τόσον καιρό και δεν έμαθες ακόμα τον κόσμο», έλεγα στον εαυτό μου. Δεν πέρασα από το στενό για να πάω σπίτι μου και μπήκα στη μητέρα μου γελούμενος. Είδα πως η καλή μου διάθεση την ξάφνισε κι αυτή. Σε δυο τρεις μέρες, που ξαναπέρασα να δω την αρρεβωνιαστικιά μου, δε μου ξανάπιασε διόλου την κουβέντα.

Κατεβαίνοντας, βρήκα στην αγορά τον πεθερό μου και με πήρε και πήγαμε στον καφενέ. Τον κατάλαβα πως είχε κάτι να μου πει και περίμενα. Και πράγματι εκεί που πίναμε τον καφέ μας γύρισε άξαφνα και με ρώτησε:

«Με συμπαθάς να σου πω ένα λόγο;»

«Ελεύτερα», του απάντησα.

«Δεν της δίνεις τίποτες εκείνης της παλιογυναίκας, να της βουλωθεί το στόμα», είπε χαμηλώνοντας τη φωνή. «Να πάει στο διάολο, να λείψουν αφορμές από τον κόσμο». Κι έκαμε ένα κίνημα με το χέρι.

Τον κοίταξα κοκκινίζοντας. Όσο κι αν η ιστορία αυτή δε με φόβιζε πια, το ξάνοιγμα τέτοιας κουβέντας με τον πεθερό μου με μούδιασε λιγάκι.

«Δώσ’ της κάνα δυο χαρτιά, να πάει να χαθεί», ξαναείπε. «Σφάλματα είν’ αυτά, μα όλοι μας τα κάναμε. Μια φορά είναι νιος κανένας». Έπειτα άλλαξε κουβέντα.

«Ε, δε θα βάλεις να φτιάσεις το σπίτι;» είπε άξαφνα σε λίγο. «Πότε λες για το γάμο;»

«Πότε λέτε 'σείς;» απάντησα.

«Εμείς έτοιμοι είμαστε. Όποτε σ’ ευκολύνει εσένα». Με κοίταξε με τέτοιον τρόπο, σα να μου 'λεγε: «Τι κάθεσαι;»

Κατάλαβα πως εκείνοι βιαζόντανε περσότερο από μένα. Την άλλη βδομάδα έβαλα μαστόρους κι αποφασίσαμε το γάμο για το χινόπωρο. Μα σε λίγο το βρήκαμε καλύτερο να μην περιμείνουμε τα πρωτοβρόχια. Την αρρεβωνιαστικιά μου την πειράζανε κρυφοθέρμες πού και πού και θα 'τανε καλό ν’ άλλαζε τον αέρα, να έκανε και μερικά λουτρά στη θάλασσα όσο ήταν καλοκαίρι ακόμα. Το καλοκαίρι μού ήταν κιόλας πιο εύκολο και με να λείψω από τους αρρώστους μου. Έβαλα έναν άλλο γιατρό στο πόδι μου για μερικές βδομάδες, κάναμε ένα απόγεμα το γάμο σ’ ένα ξωκλήσι του χωριού και φύγαμε ίσια κιόλας με το αμάξι.

 

Γυρίσαμε όταν είχε πια χινοπωριάσει. Το σπίτι μας μας δέχτηκε έτοιμο πια, καλοχωρισμένο, φρεσκοχρωματισμένο. Μου άνοιγε διπλά η καρδιά σαν έβλεπα πως η γυναίκα μου ήταν ευχαριστημένη απ' όλα. Κι εγώ ήμουνα ευχαριστημένος από το ταξίδι μου και πιο πολύ από την παντρειά μου. Μόνο σα βγήκα μια στιγμή με τη γυναίκα μου έξω στο μπαλκόνι, που ανοίξαμε με τη νέα διαίρεση του σπιτιού, φοβήθηκα μην κάμει η Τάσω αποκαρσί καμιά τρελαμάρα. Μα ούτε βγήκε ολότελα. Σα με είδε ύστερα που έβγαινα έξω, μου γύρισε τις πλάτες μόνο.

Η μάνα μου μού είπε το ένα και το άλλο για τις δουλειές έξω στα χτήματα. Μα μου 'δωσε και το χαμπέρι πως ο Νικολούλας ανημπόρεψε. Μια μέρα, εκεί που πότιζε, γλίστρησε κι έπεσε μες στο νερό, κι αποτότες δεν μπόρεσε να το ξαναπάρει απάνω του. Μοναχός κιόλας καθώς έμεινε, αναγκάστηκε να βάλει βοηθό έναν άλλον.

«Δεν ξαναπήγε η Τάσω;» ρώτησα τη μάνα μου.

«Μην τα ρωτάς», μου απάντησε κι έκοψε την κουβέντα, σάμπως να είχε να μου πει πολλά και προτίμησε να σωπάσει.

«Να πεταχτείς ο ίδιος να δεις τι γίνεται 'κεί όξω», είπε μόνο.

Το δειλινό καβάλησα και πήγα. Βρήκα το Νικολούλα κατακίτρινο. Μόλις που σερνότανε. Από την όψη του κατάλαβα τι τρέχει.

«Τι τα 'ριξες, βρε χωροφύλακα; Κουράγιο», του είπα και του έπιασα το χέρι· «δεν είναι τίποτες, μωρέ· θα σου περάσει».

«Πάει, έλιωσα, γιατρέ· δε βαστάω άλλο. Και να μην είσαι 'δω κι η αφεντιά σου», είπε με τρεμόσβηστη φωνή. Το χέρι του έκαιγε κι έτρεμε κι αυτό.

«Κάθε πότε σου 'ρχεται;» τον ρώτησα πιάνοντας το σφυγμό του. Με κοίταξε χαμένα, σαν να μην άκουσε, να μην κατάλαβε τι ρώτησα.

«Η θέρμη, διάολε» του φώναξα· «η θερμασά, η κάψα, πώς τη λέτε απάνω στο χωριό σας;»

«Σαν και μ' αφήνει ντιπ; Άναψα, κάηκα· όλο να πίνω θέλω. Τ' άδειασα το δόλιο το πηγάδι».

«Δεν πήρες κινίνο; Τι σου 'δωσε ο γιατρός;»

«Δεν μπορώ να τον πάρω τον άνεμο· μου 'ρχεται αναγούλα», είπε και χαλάσανε χειρότερα τα μούτρα του.

Τον ξάπλωσα χάμω και τον ξέτασα.

«Σήκω, καβάλα το άλλο τ’ άλογο να πάμε μέσα· δίχως άλλο απόψε», του είπα σα σηκώθηκε.

Με κοίταξε μουδιασμένα: «Και 'δω πού ν’ αφήσω τον καρπό, πού ν’ αφήσω τόσο βιο;» απάντησε.

«Μη σε νοιάζει. Εγώ φροντίζω και δεν πάει χαμένο τίποτες. Εσύ να γίνεις μοναχά καλά», του είπα.

«Δεν έρχομαι, γιατρέ,» απάντησε και με κοίταξε στα μάτια.

«Τι λες, μωρέ; Θα πεθάνεις σα δεν έρθεις», του είπα για να τον φοβίσω.

«Ας πεθάνω», ξαναείπε και γύρισε το πρόσωπο.

«Καλά, και γω τι γίνουμαι, τι γίνουνται τα χτήματα; Τώρα που θα πάρουμε και τα πενήντα στρέμματα».

Ο λόγος δεν του έκαμε εντύπωση.

«Έλα, σήκω σου λέω. Θα σε βάλω κάτω στη δική μου κάμαρα», του είπα σα στοχάστηκα πως δεν ερχότανε γιατί δεν ήθελε να πάει στη γυναίκα του.

«Μη με στενοχωράς, γιατρέ· δεν έρχουμαι», μου απάντησε.

«Και συ μη μου χαλάς το χατίρι», του ξαναείπα.

Με κοίταξε στα μάτια και τα δικά του, τα βαθουλά και φλογισμένα, σα να θολώσανε. Κάτι θέλησε να πει, μα κόμπιασε και γύρισε από το άλλο μέρος.

Σώπασα και γω.

«Σύρε κάνε, πέσε μέσα», του είπα σε λίγο· «και να πάρεις τα γιατρικά που θα σου στείλω».

Του τα 'στειλα το ίδιο βράδυ. Την άλλη μέρα πήγα και τον βρήκα πεσμένον. Καθώς μου είπε ο γιατρός που τον είδε, είχε αρπάξει κρυολόγημα μέσα στο αυλάκι που 'πεσε κι ύστερα τον βρήκαν αδύνατο και του ρίχτηκαν οι πυρετοί της ποταμιάς. Πήγαινα και τον έβλεπα κάθε δυο μέρες. Σιγά σιγά δυνάμωσε λιγάκι και σηκώθηκε. Μα στο χωριό δεν ήθελε να 'ρθει. Και τι να 'κανε κιόλας να 'ρθει; Η Τάσω είχε βρει άλλον στο πόδι του· έναν παλικαρά λοχία των ευζώνων.

«Το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει· τα ίδια τα καλά της γιαγιάς της», ψιθύριζε η γειτονιά. Μα την Τάσω λίγο την ένοιαζε. Ζούσε φανερά στο σπίτι της με τον αγαπητικό. Μια μέρα που τον συνέβγαζε στην πόρτα κι έτυχε να είμαι αντίκρυ, στο μπαλκόνι, μου έριξε μια ματιά σα να μου έλεγε:

«Δες, βρήκα πιο καλύτερο λεβέντη!» Το λοχία αυτόν τον γνώριζα και χαιρετιούμαστε στο δρόμο. Ήτανε καλό παιδί· κι η ψυχοπαίδα μας είχε πει της μάνας μου πως η Τάσω έλεγε στη γειτονιά πως θα την πάρει, άμα χωρίσει από το Νικολούλα. Δε γυρεύει ακόμα το χωρισμό, γιατί τον λυπάται που είναι άρρωστος. Τον αφήνει να πεθάνει πρώτα.

Κι αλήθεια, σαν έπιασε ο χειμώνας, ο Νικολούλας ξαναέπεσε. Ήθελε δεν ήθελε πια, έστειλα και τον φόρτωσανε στο άλογο και μου τον φέραν μέσα. Είχα πολλούς φόβους πως δε θα ξανασηκωθεί. Του είχανε φλογιστεί και τα δυο πλεμόνια. Ωστόσο τη γλίτωσε και μισοσηκώθηκε στα πόδια του. Μα ούτε μελετούσε πια να ξαναπάει στην ποταμιά.

«Τι να με κάνεις καθώς κατάντησα; Σου είμαι αχρείαστος», μου είπε μια μέρα.

«Αχρείαστος δε μου είσαι», τον παρηγόρεσα· «μα καλά θα ήταν, άμα πιάσει η άνοιξη να βγεις απάνω στο χωριό σου ν’ αλλάξεις τον αέρα, και το χινόπωρο ξανάρχεσαι».

«Χωροφύλακας θα πάω πάλε», μου απάντησε· «στο χωριό δεν πάω, ντρέπουμαι. Στο χωριό δεν πάω πριν τη σκοτώσω».

Εννοούσε τη γυναίκα του. Είχε μάθει πως ζούσε φανερά με το λοχία και θέλησε να σηκωθεί να πάει να τη σκοτώσει, μα δεν μπόρεσε να κατεβεί από το κρεβάτι.

«Γίνε πρώτα καλά κι ύστερα τη σκοτώνεις», του είπα και γω.

«Αχ, ας μην ήταν τα παιδιά, και θα την είχα σκοτωμένη κιόλα· μα τι θα γίνουν τα παιδιά!»

Όσον καιρό ήταν άρρωστος, γύρευε και του φέρναν τα παιδιά. Αν το 'ξερε η Τάσω ή όχι, δε ρώτησα. Φρόντιζα να μπερδεύουμε όσο λιγότερο μπορούσα στην ιστορία αυτή. Κατέβαινα μόνο πρωί και βράδυ στην κάμαρα του κατωγιού κι έβλεπα τον άρρωστο.

Ζυγώνοντας η άνοιξη, μπορούσε πια και περπατούσε.

«Θα πάω χωροφύλακας· δεν μπορώ να κάτσω άλλο 'δω·. δε με χωράει ο τόπος», μου είπε άξαφνα μια μέρα.

«Να πας απάνω στα βουνά, σα ζεστάνει ο καιρός», του είπα.

Μα στάθηκε αδύνατο να τον καταφέρω, όσα κι αν του ξαναέψαλα. Αμα μπόρεσε πια και στεκόταν κάπως στα πόδια του, επίμενε και καλά να φύγει. Με στενοχώρεσε, και τι να κάνω; Του 'δωσα γράμματα και χρήματα να πάει στην πόλη να ξαναγίνει χωροφύλακας.

Καθώς φοβόμουνα και του το είπα, δεν τον δεχτήκανε. Και δίχως να ξαναπεράσει από μας εκεί, το έμαθα πως πήγε στο χωριό του απάνω στα βουνά.

Πέρασε κανένας χρόνος δίχως να ξανακούσω τίποτες από το Νικολούλα. Κάποτε είδα ύστερα ένα χωριανό του και τον ρώτησα. Μου είπε πως ο Νικολούλας ήτανε πάντα ανήμπορος· δεν ήθελε να το πάρει απάνω του.

«Το 'κοψε κάνε το ρακί;» ρώτησα.

«Πού να το κόψει! Πίνει πάντα».

«Και του είπα του διαόλου να μην ξαναπιεί· έτσι πες του, ακούς;» είπα του χωριανού.

Εκείνος έφυγε κουνώντας το κεφάλι. Πέρασε καιρός χωρίς να ξαναμάθω τίποτε για το Νικολούλα.

Στο μεταξύ ο λοχίας των ευζώνων έφυγε από το χωριό, κι η Τάσω αρρεβωνιάστηκε ένα άλλον, κάποιον τενεκιτζή. Μια νύχτα μας σήκωσαν από το τζάκι που καθόμαστε φωνές που ακούστηκαν έξω. Πεταχτήκαμε στο παράθυρο και μάθαμε πως ο τενεκιτζής έδερνε την Τάσω. Τρέξανε γειτόνοι και τη βγάλαν από τα χέρια του. Άλλοι λέγαν πως την είχε πιάσει μ' άλλον, άλλοι πως δεν ήθελε κείνη να διώξει τα παιδιά της, και γι' αυτό την έδειρε· δεν μπορούσε να θρέφει τρεις ψυχές.

«Τα ίδια τα παλιά της Αγγελίνας», ψιθύρισε η μάνα μου κι αναστέναξε θυμούμενη τα περασμένα χρόνια.

Η Τάσω μάλωσε κάμποσον καιρό με τον τενεκιτζή, ξανάπιασε την παλιά της μηχανή και ξενόραβε, ξενόπλενε, είτε δούλευε στις αποθήκες. Έπειτα άκουσα πως έπιασε άλλονε για μερικές βδομάδες, όσο που τα ξανάφτιασε με τον τενεκιτζή.

Αυτή την εποχή ήταν που με ξάφνισε ένα βράδυ ο Νικολούλας μέσα στην κουζίνα. Γυρίζοντας από έξω τον βρήκα σωριασμένο σε μιαν άκρη. Τον είχε φέρει ο αδερφός του στο άλογο για να τον δω. Ήταν πετσί και κόκαλο μονάχα και δεν μπόρεσε να σηκώσει το χέρι του να μου το δώσει. Όταν θέλησε να μου μιλήσει, έβηξε μονάχα σβηστά, πνιγμένα. Είπα και τον κατέβασαν κάτω στην παλιά μεριά του.

«Πώς βάσταξες κι ήρθες τόσο δρόμο, κακομοίρη;» δεν μπόρεσα να κρατηθώ να μην του πω, όταν πήγα και τον κοίταξα.

«Δεν μπορούσα να πεθάνω δίχως τα παιδιά», κατάφερε και είπε με φωνή σωσμένη.

«Δε θα πεθάνεις», του είπα· «θα τα δεις· εγώ θα σου τα φέρω αύριο».

Όχι· τώρα, απόψε θέλω να τα δω», ξαναείπε.

«Τώρα κοιμούνται», έκαμα να του πω, μα είδα τα μάτια του που με κοιτάζανε θαμπά, θλιμμένα, κι άφησα τον αδερφό του εκεί κι ανέβηκα στη μάνα μου.

«Στείλε αντίκρυ να 'ρθούνε τα παιδιά», της είπα.

Η μάνα μου με κοίταξε: «Τώρα οληνύχτα;»

«Τώρα γλήγορα· σύρε κι η ίδια αποκοντά, μη δεν τα δώσει».

Η μάνα μου έστειλε την ψυχοπαίδα και γω κατέβηκα στο Νικολούλα.

«Τώρα θα 'ρθούνε», του είπα.

Η σβηστή ματιά του έλαμψε μεμιάς σταματώντας απάνω μου.

Πήγα κι έκαμα γλήγορα ένα κοριάλο και γύρισα να του δώσω να πιει.

«Τα πενήντα στρέμματα τα πήρες;» με ρώτησε 'κεί που έσκυψα μπροστά του.

«Ναι, τα πήρα».

Αναστέναξε. «Πώς είναι η ποταμιά;» ξαναρώτησε.

«Καλά», του απάντησα.

«Καλά ήτανε μια φορά», ψιθύρισε κι η φωνή του πνίγηκε.

«Να, πιε λιγάκι», του είπα· «θα γίνεις καλά και θα ξαναπάμε».

Με κοίταξε άφωνα, χαμένα.

Έβαλα τον αδερφό του και τον ανασήκωσε και πολεμούσα να του βάλω το ποτήρι στο στόμα. Μα εκεί που έκανε να πιει, ξάφνω μου έσπρωξε τα χέρια και δοκίμασε ν’ απλώσει τα δικά του. Σα να γέλασε το μάτι του βλέποντας κατά την πόρτα. Άκουσα εκεί πατήματα κι έστρεψα κι είδα που μπήκε η μάνα μου κρατώντας τα παιδιά από το χέρι.

«Εκεί σύρτε, στον πατέρα σας», τους είπε.

Έμεινα ορθός κρατώντας το ποτήρι. Τα παιδιά σα να δίσταζαν, κι η μάνα μου τα ξαναπήρε από το χέρι και τα 'φερε μπροστά στο Νικολούλα. Σκύψανε τα κεφάλια τους στην αγκαλιά του και κείνος άπλωσε από πάνω τους τα χέρια κι έγειρε και τα κοίταζε.

Έφυγα από την κάμαρα σαν κλέφτης. Ύστερα έμαθα πως δε θα ξεψυχούσε, αν δεν τα βγάζαν έξω από την κάμαρα.

Όταν ξημέρωσε η αυγή, το λείψανο του Νικολούλα το ξαπλώσανε στη μέση εκεί στην ίδια κάμαρα. Η μάνα μου κάθισε κοντά του. Μαζευτήκανε πολλές γειτόνισσες που γνωρίζανε το Νικολούλα, και τον κλάψανε σαν ξένο. Ο αδερφός του με τους γειτόνους που πηγαίνανε κι έρχονταν, καθότανε στην άλλη κάμαρα κατά το δρόμο. Σαν τέλειωσα έξω τη δουλειά μου, ήρθα και γω και κάθισα μαζί τους. Άξαφνα εκεί που κουβεντιάζαμε, σώπασαν όλοι και κοιτάξανε στην πόρτα. Η Τάσω μπήκε 'κεί μαυροντυμένη και χωρίς να χαιρετήσει ή να σηκώσει ολότελα τα μάτια, πέρασε μπροστά μας και πήγε στο άλλο χώρισμα που ήταν ο νεκρός. Καθώς την είδαν κι οι γυναίκες, σώπασε το μοιρολόγι. Δίχως να σηκώσει και κείνη τα μάτια γύρω της, τράβηξε ίσια και κάθισε στα πόδια του νεκρού σκυφτή, αμίλητη όλη την ώρα, όσο που τον σήκωσαν. Ήρθε κοντά στο λείψανο πάντα σκυφτή κι άμα το θάψανε, γύρισε κι έφυγε πρώτη, καταμόναχη. Τα παιδιά δεν τ’ άφησε να 'ρθουν μαζί.

Το βράδυ, καθώς έτυχε να βγω έξω στο μπαλκόνι, είδα τον τενεκιτζή που έτρωγε μαζί της στην αυλή σαν πάντα. Στο χρόνο είπαν πως τον παντρεύτηκε. Ήταν όμορφη, όμορφος είν’ ακόμα ο σατανάς, δε θέλει να γεράσει.

 

Ο γιατρός τέλειωσε κι άπλωσε να γεμίσει το ποτήρι του.

«Π'τανουθήλ'κου τ’ ανέμ'», ψιθύρισε ο απόστρατος σπαθοφόρος και φύσηξε τα ρουθούνια του.

Ο έμπορος είχε αποκοιμηθεί.

 

 

αρχή

 



 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Παναθήναια», έτος ΙΑ’, τεύχη 252 και 253, 31 Μαρτίου και 15 Απριλίου 1911

 

Αφιερωμένο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη.

 

Ο Σταύρος άνοιξε τα μάτια, κοίταξε ολόγυρα στην άδεια κάμαρα και βόγκηξε. Θέλησε ν’ ανασηκωθεί, μα πόνεσε και δεν μπόρεσε. Κατάφερε μόνο να γυρίσει από το άλλο πλευρό. Και ξανάκλεισε τα μάτια. Ένα νιαούρισμα όμως από την κούνια που έστεκε δίπλα στο στρώμα του τον ξαναξύπνησε. Γύρισε πάλι με κόπο από το άλλο πλευρό, άπλωσε το χέρι και κούνησε. Μα το μωρό δε σώπαινε. Στο τέλος βαρέθηκε, βλαστήμησε και ξαναπήρε το χέρι του.

Το μωρό έκλαιγε πάντα κι ο Σταύρος κάρφωσε τα μάτια στην πόρτα. Η μέρα έξω ήταν θολή και βροχερή κι ο ήλιος, που τον είχε πάντα για σημάδι, δε σερνόταν σήμερα σε αστραφτερές στενόμακρες λουρίδες χάμω στο χώμα του σπιτιού. Κόντευε τάχα μεσημέρι; Καθώς όλες τις μέρες, τρεις μήνες τώρα που ήτανε στο στρώμα, του φαινότανε και σήμερα πως πέρασε ακέριος χρόνος από το πρωί, από την ώρα που η γυναίκα του έκλεισε την πόρτα πίσω της και πάει, αφού του έσιαξε λίγο το στρώμα, του έδωσε κι ήπιε λίγο γάλα, κι έπειτα βύζαξε και το μωρό.

Τέλος άνοιξε η πόρτα και χίμησε μέσα η βροχή. Κι ένα κρύο ανεμοφύσημα τον έκαμε ν’ ανατριχιάσει.

«Έμπα, διάολε, μέσα και κλείσε», φώναξε δυνατά.

Νόμισε πως ήταν η γυναίκα του. Καθώς όμως ανασηκώθηκε, είδε πως ήταν ο φίλος του Αντώνης και τιναζόταν από τη βροχή.

«Έλα τώρα και με πούντιασες», ξαναφώναξε.

Εκείνος έκλεισε την πόρτα:

«Καιρός ανάθεμά τον», είπε και τράβηξε ίσια στο τζάκι. «Δίχως φωτιά είσαι; Κι αυτό τι έχει και σκούζει;»

Ο Σταύρος το βλαστήμησε.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε ύστερα.

«Γιόμα», είπε ο Αντώνης κι ήρθε στην κούνια και βρόντησε το πλευρό της με τη γροθιά.

«Δε φοβάται από τέτοια. Σα θέλεις, κάμε το μονάχα παραπέρα. Μου τρύπησε τ’ αφτιά», είπε ο Σταύρος.

«Να, πάρε τούτο πρώτα εσύ». Κι ο Αντώνης έσκυψε και του έδωσε ένα μπουκαλάκι.

Τα μάτια του Σταύρου λάμψανε.

Ο Αντώνης γύρισε στην κούνια και σήκωσε το μωρό. Το πήρε στην αγκαλιά και περπάτησε πέρα δώθε κάμποσες φορές. Το παιδί σώπασε κι ο Αντώνης ήρθε και κάθισε στο σκαμνί κοντά στο τζάκι. Το μωρό του είχε πιάσει το δάχτυλο και βύζαινε.

«Πώς είσαι σήμερα;» ρώτησε το Σταύρο.

«Σαν πάντα», είπε κείνος και κούνησε το κεφάλι.

«Ήρθε ο γιατρός;»

«Ήρθε προψές».

«Και τι είπε;»

«Τι να πει! Τα ίδια. Η θέρμη θα πέσει, σαν κλείσει η πληγή».

«Είναι και τούτος ο παλιόκαιρος. Γδάρτης με τα σωστά», είπε ο Αντώνης.

Το μικρό άρχισε να κλάψει πάλι.

«Είπες είναι γιόμα και κείνη η γυναίκα δε φαίνεται», ξανακλάφτηκε ο Σταυρός.

«Θα σε πείνασε», τον είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε να ξαναπερπατήσει το παιδί.

Ο Σταύρος πήρε το μπουκαλάκι κι ήπιε. Ακούγοντας όμως την πόρτα που άνοιξε, το βούλωσε βιαστικά και το έκρυψε κάτω από το σκέπασμα.

Ήταν η Στέλια, η γυναίκα του που μπήκε. Κρατούσε τα παπούτσια της στο χέρι και για να φυλάξει από τη βροχή τις πλάτες, είχε ανασηκωμένο ανάποδα το φουστάνι απάνω στο κεφάλι. Το κατέβασε, πέταξε στην άκρη τα παπούτσια και στάθηκε κοιτάζοντας λίγο στενοχωρεμένα τον Αντώνη, που βαστούσε το παιδί.

Εκείνο, σαν την είδε, όρμησε να πετάξει από τα χέρια του σε αυτή.

«Γίνηκες λούτσα», της είπε ο Αντώνης και την κοίταξε στα πόδια που ήτανε σα να βγήκαν από το λουτρό.

Δεν του απάντησε. Άφησε στο τραπέζι ένα πιάτο που βαστούσε τυλιγμένο στην ποδιά της, και πήρε το παιδί.

«Πώς είσαι;» ρώτησε τον άντρα της.

«Πείνασα», είπε αυτός «τι έφερες;»

«Λίγο χταπόδι· σήμερα Παρασκευή», του απάντησε.

«Σου ‘φερα γω μια ψίχα κρέας», πετάχτηκε ο Αντώνης. «Έλα, άναψε γλήγορα φωτιά και ψήσ’ το», είπε της Στέλιας.

Αυτή τον κοίταξε.

«Εγώ βαστάω το παιδί δώσε μου το δω», ξαναείπε ο Αντώνης.

Η Στέλια στεκότανε.

«Δώσ’ το κει, μωρή», φώναξε ο άντρας της.

Η Στέλια θέλησε να καθίσει να το βυζάξει πρώτα, μα ο άντρας της βλαστήμησε.

«Άναψε συ φωτιά και ψένω γω το κρέας», μπήκε στη μέση ο Αντώνης κι άδραξε από τα χέρια της Στέλιας το παιδί.

Η Στέλια πήγε κι έφερε ξύλα. Άναψε τη φωτιά, έβγαλε το βρεγμένο φόρεμά της, το άπλωσε πλάι στη φωτιά σ’ ένα σκαμνί και πήρε το παιδί και κάθισε στο σκαμνί και του άνοιξε το στήθος.

Ο Αντώνης έσκυψε να βάλει το κρέας να ψηθεί. Έβλεπε από κει μόνο τις πλάτες και το γερτό κεφάλι της Στέλιας. Ο Σταύρος ζαλισμένος, μισοέκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας τη φλόγα.

Σε λίγο τα ξύλα γίνανε θράκια και δεν τσιτσιρίζαν πια. Δεν ακουγόνταν άλλο από το γουγούλισμα του μικρού που βύζαινε κι ευχαριστημένο κουνούσε το μικρό του πόδι, που έβγαινε όξω από τα σπάργανα

Ο Αντώνης άπλωσε το χέρι και το γαργάλισε στη φτέρνα.

«Άσ’ το να φάει», του είπε η Στέλια δίχως να γυρίσει.

«Τι μας έστριψες τις πλάτες;» της ψιθύρισε ο Αντώνης. Και ξαναγαργάλισε το πόδι του παιδιού.

Το παιδί ξαφνίστηκε κι άφησε το στήθος.

«Άσ’ το, σου είπα, να φάει», ξαναμίλησε η Στέλια.

Μα εκείνος δεν την άκουσε. Θυμωμένη κι αυτή του χτύπησε το χέρι και με το δικό της σκέπασε τη φτέρνα του παιδιού.

Άξαφνα όμως ένιωσε το ίδιο χέρι να ‘γγίξει το δικό της πόδι κάτω από το σκαμνί. Έκοψε το παιδί και πετάχτηκε ορθή και γύρισε κείθε. Ο άντρας της είχε τα μάτια του κλειστά. ο Αντώνης της χαμογελούσε σκυμμένος στη φωτιά.

Πήγε, άφησε το παιδί στην κούνια και πήρε κι έστρωσε χάμω, δίπλα εκεί που ήταν πεσμένος ο άντρας της. Τον ξύπνησε, ο Αντώνης έβγαλε το κρέας από τη φωτιά και καθίσανε και φάγανε κι οι τρεις.

Πρώτος σηκώθηκε ο Αντώνης κι έφυγε. Η Στέλια σήκωσε τα πιάτα, φόρεσε το φουστάνι της και πάει κι αυτή.

Βγαίνοντας στο δρόμο είδε τον Αντώνη που την περίμενε. Δεν του μίλησε. Φώναξε αντίκρυ μια γειτόνισσα και βιαστικές, βουτώντας γυμνόποδες μες στα νερά που πλημμυρούσανε το δρόμο, τραβήξανε στην αποθήκη που δουλεύανε κι οι δυο.

Το βράδυ που ήρθε πάλι σπίτι, βρήκε το Σταύρο και κοιμότανε. Τον σκούντησε και τον ξύπνησε.

«Ύστερα θέλει να του κρατούμε συντροφιά οληνύχτα», μουρμούρισε.

Εκείνος τη βλαστήμησε και γύρισε να ξανακοιμηθεί. Μα η γυναίκα του είχε φέρει από έναν κήπο φρέσκα σεσκουλόφυλλα για να του αλλάξει την πληγή. Όταν την αλλάζανε, δε βάζανε τη σκόνη και τις γάζες που είχε διαταγμένα ο γιατρός. Τα φυλάγανε μονάχα για την ημέρα που λογάριαζαν πως θα ‘ρθεί και τις άλλες φορές βάζανε μιαν αλοιφή που αγόρασαν από κάποια γιάτρισσα.

Η Στέλια την πήρε από το ντουλάπι, άλειψε με αυτή τα δροσερά πλατιά φύλλα κι ήρθε στο στρώμα του αρρώστου κι έπιασε να τον γυρίσει, να τον ξαπλώσει καλά δίπλα, στο πλευρό. Μα καθώς του σίμωσε το πρόσωπο, η ανάσα του τη χτύπησε ζεστή, βαριά. Του άφησε το κορμί να πέσει και τινάχτηκε ορθή στα γόνατα, κοιτάζοντάς τον άφωνη, τρεμουλιαστή:

«Πού το ‘βρηκες, πού το ‘βρηκες;» μπόρεσε κι έβγαλε τέλος φωνή: «Πάλε, πάλε! Δεν άκουσες τι είπε ο γιατρός;»

Εκείνος τη βλαστήμησε.

«Πες μου, πού το βρήκες; Πού; Ήθελα να ξέρω!» Αγρίεψε κι έπιασε τις πλάτες του και τον τίναξε.

Μα σα να της φώτισε άξαφνα ένας στοχασμός το νου:

«Εκείνος το ‘φερε, ε; Εκείνος!» φώναξε. «Όξω θα τον πετάξω αν ξαναπατήσ’ εδώ. Θα κλειδώνω την πόρτα πίσω μου σα φεύγω. Ακούς! Δεν τονέ θέλω να ξανάμπ' εδώ! Δεν τονέ θέλω, ακούς!»

Γονατισμένη μπροστά του έτρεμε και τίναζε τις γροθιές της στον αέρα.

Ο Σταύρος την έσπρωξε και ξαναβλαστήμησε.

Ακούμπησε στον τοίχο κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της. Έπειτα γύρισε και του άλλαξε την πληγή. Αμίλητη.

Κι αυτή και κείνος δεν αλλάξανε πια λόγο τη βραδιά όλη.

 

Την Κυριακή πρωί, δυο μέρες ύστερα, η Στέλια έσιαξε το σπίτι, συγυρίστηκε λίγο κι αυτή και περίμενε να ‘ρθεί ο γιατρός. Πολλή πίστη δεν του είχε πια, μα είχε απελπιστεί κι από τη γιάτρισσα που της πούλησε την αλοιφή. Κόντευε να πιστέψει πως και κείνη της έδωσε το γιατρικό μόνο για να πάρει χρήματα, όπως κι ο γιατρός. Του γιατρού του είχανε δοσμένα ως τώρα δυο δεκάρικα και θα ‘κανε να λάβει άλλο ένα ακόμα. Γι’ αυτό λοιπόν τον περίμενε όξω στην πόρτα, να του μιλήσει ξάστερα και να γυρέψει να της πει και κείνος καθαρά: έχει καμιά ελπίδα πως θα γιάνει ο άντρας της ή όχι; Κι ανίσως και δεν έχει, τότε τι θέλει κι έρχεται; Άλλες δραχμές δεν έχουνε να του δίνουν. Τύχη τους που βρέθηκε καλός κι ο αφεντικός, που δουλεύανε στην αποθήκη του, και πλήρωσε κείνος το ένα το δεκάρικο και κοντά σ’ αυτό και τα γιατρικά. Αν δεν ήταν κι η γυναίκα του πονόψυχη και δεν της έδινε πότε το ένα πότε το άλλο, όποτε πάει, δε θα μπορούσανε να τα βγάλουν πέρα. Πώς θα τα βγάζανε! Με τη μια κι είκοσι, που παίρνει μεροδούλι αυτή; Μια στιγμή κόντεψε να κατεβεί και κείνο, στη δραχμή, μα ο αφεντικός τη λυπήθηκε και δεν της έκοψε αυτής τα είκοσι λεπτά, καθώς το ‘καμε στις άλλες. Της τα δίνει κρυφά από κείνες. Όλα τούτα θέλει να τα πει του γιατρού και να του βγάλει από το στόμα την αλήθεια: Θα γιατρευτεί ο άντρας της ή όχι; Κι αν δε γιατρευτεί —!

Μπροστά της, εκεί που καθόταν στο κατώφλι, ο ήλιος έλαμπε σήμερα στις μουσκεμένες φράχτες των ολόγυρα σπιτιών, κι η νότια σηκωνότανε ψιλός τρεμουλιαστός αχνός απάνωθέ τους στον αέρα. Τα πρώτα φυλλαράκια σκάζανε χλωρόξανθοι κόμποι στ’ αγριόβατα που πλεκόντανε στις φράχτες, και τα σπουργίτια πηδούσαν στα κλαδιά τσιμπώντας, αφήνοντας ψιλές, κομμένες, τρυπητές λαλιές. Το μωρό στην αγκαλιά της Στέλιας σκιρτούσε ακούγοντάς τα, άνοιγε τα μάτια γελαστά, τα έκλεινε θαμπωμένα από τον ήλιο, τα ξανάνοιγε, γουγούλιζε κι άπλωνε το χέρι για να πιάσει τα πουλιά.

«Έλα π’λί, έλα π’λάκ’· έλα στο παιδί», του έκανε η μάνα κι άπλωνε κι αυτή το χέρι και καλούσε το πουλί κι ήθελε να γελάσει στο μωρό, η ψυχή της όμως ήταν θολωμένη με το στοχασμό πως μπορεί να μην ξανασηκωθεί ο άντρας της.

Τον είχε συνηθίσει με όλη την κακή, τη δύστυχη ζωή που πέρασε μαζί του. Μα και πρωτύτερα, δίχως αυτόν, η ζωή της δεν ήτανε καλύτερη εκεί στο λασποχώρι, κοντά στον Άραχθο, απ’ όξω από το ρωμαίικο το σύνορο, απ’ όπου είχε ‘ρθεί. Ολημερίς στον ήλιο και στα κρύα, μισόγυμνη, ξυπόλυτη, δούλευε και κει, καθώς και δω· κι ο πατέρας της, τ’ αδέρφια, η μάνα τη βλαστημούσαν και τη δέρνανε και κει. Όξω στα χωράφια που θερίζανε, στα νερά που σκάφτανε μαζί γνώρισε το Σταύρο και τα σιάξανε. Είχε ‘ρθεί από κάπου από το τούρκικο βαθύτερα, κι ο πατέρας της, φτωχοκολήγας σ’ ένα τσιφλίκι, δεν ήθελε να του τη δώσει, γιατί δεν ήξερε πούθε κρατά η σκούφια του. Μα στον πόλεμο, άμα ο ελληνικός στρατός, που είχε περάσει τα σύνορα, ξανάφυγε και μαζί του λακίσανε κι οι χωρικοί, μέσα στην αντάρα του γενικού φευγιού, ο Σταύρος την έκλεψε και μπήκε στο ρωμαίικο. Τις πρώτες μέρες γύρεψε να ζήσει σαν πρόσφυγας με τους πολλούς. Μα σαν είδε πως ο στρατός ξαναμπήκε στο τούρκικο και πως πολλοί πηγαίνανε κοντά για πλιάτσικο, άφησε τη Στέλια με τ’ άλλα γυναικόπαιδα σ’ ένα χωριό κοντά στην Άρτα, κρέμασε στον ώμο το τουφέκι που του δώσαν από την αποθήκη του στρατού και ξαναπέρασε το γεφύρι με τους άλλους αντάρτες. Γλήγορα όμως γύρισε πάλι με άδεια χέρια μαζί με το στρατό που ξαναέφυγε, πούλησε τον γκρα για ένα δεκάρικο και τράβηξε με αυτό να βρει τη Στέλια και να τη στεφανωθεί. Μα η Στέλια ήταν χαμένη. Από τις άλλες τις γυναίκες έμαθε πως την πήρανε κάποιοι φαντάροι και κάμανε προς το ρωμαίικο. Και κίνησε κοντά τους ρωτώντας και γυρεύοντας. Τη βρήκε τρεις βδομάδες ύστερα μονάχη της κάπου κοντά στην Πούντα. Την έδειρε και θέλησε να την αφήσει. Μα εκείνη του ‘πεσε στα πόδια, του είπε πως την πήρανε χωρίς να θέλει, πως πήγε κοντά τους γιατί τους φοβήθηκε, όπως μια φορά κι αυτή κι η μάνα της φοβήθηκαν τους νιζάμιδες που ήρθαν και τις πήραν από το χωριό, αφού δείρανε και δέσαν τον πατέρα και τον τρανό της αδερφό. Κι ο θυμός του Σταύρου πράυνε. Την πήρε και τράβηξε πιο μέσα στο ρωμαίικο, όσο που βρήκε κάπου και ρογιάστηκε δραγάτης και τη στεφανώθηκε. Ζήσαν αυτού κάμποσους μήνες κακά ψυχρά, μα ο Σταύρος άκουσε πως παραμέσα σε μια πόλη κερδίζουν το ψωμί ευκολότερα στις αποθήκες που δουλεύουν τα καπνά. Περίμενε όσο που λευτερώθηκε η γυναίκα του κι ύστερα την πήρε μαζί με το παιδί και ξεκίνησαν για την πόλη. Το παιδί τους πέθανε στο δρόμο κι όταν έφτασαν εκεί, βρεθήκανε κι οι δυο με λεύτερα τα χέρια. Στην αρχή στενοχώρεσε το Σταύρο η κλειστή ζωή μες στον πνιχτόν αέρα, στη βαριά τη μυρουδιά. Μα τη συνήθισε σιγά σιγά, και το αντρόγυνο βρέθηκε μια στιγμή ευχαριστημένο στο χαμόσπιτο αυτό εδώ στην άκρη της πόλης. Όμως αντίκρυ από την αποθήκη που δουλεύαν ήταν η ταβέρνα, το κρασί φτηνό κι ο Σταύρος άρχισε να πίνει με τους άλλους άντρες. Πρώτα μονάχα εκεί, έπειτα όμως και στα μαγαζιά το βράδυ και στο τέλος να μεθά κιόλας, να ‘ρχεται στο σπίτι αργά τη νύχτα. Η Στέλια ήθελε να του κλαφτεί. Μα της αγρίευε. Κατόπι άρχισε κιόλας να τη δέρνει, να της θυμίζει πως την κλέψαν οι φαντάροι. Ένα βράδυ που δεν του άρεσε και το φαγί, την πέταξε όξω από την πόρτα και της φώναξε την ατιμία της στη γειτονιά. Ύστερα πήγε και την πήρε πάλι μέσα, μα την ξανάδειρε γιατί δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί του. Κι έτσι περάσανε δυο χρόνια, όσο που μια νύχτα, λίγες μέρες αφού σηκώθηκε από τη νέα της λεχωνιά, τον φέρανε στο σπίτι λαβωμένο στα πλευρά. Μάλωσε στην ταβέρνα και του δώσανε τη μαχαιριά. Η μαχαιριά βαθιά δεν ήταν και πήρε γλήγορα να γιάνει, μα δεν άκουσε το γιατρό και βγήκε πάλι στην ταβέρνα πρι να κλείσει ολότελα, για να ξαναπέσει χάμω με αφορμισμένη την πληγή και με πλευρίτη. Τρεις μήνες τώρα, όλον το χειμώνα, με βήχα και με θέρμη. Στην αρχή ο γιατρός τους έλεγε πως η πληγή θα κλείσει άμα πάψει η θέρμη, τώρα τους λέει πως η θέρμη θα κοπεί άμα γιάνει ολότελα η πληγή. Του μπόδισε να πίνει σπίρτο, δεν του δίνει ούτε κρασί. Τον πρώτο μήνα, όσο ήταν το πολύ κακό με το βήχα και τη θέρμη, βάσταξε ο άρρωστος δε γύρεψε να πιει. Μα όταν του φάνηκε πως πήρε λίγο το καλύτερο, άρχισε να πιθυμά το σπίρτο. «Μια σταλιά μονάχα, μια σταλιά για ν’ αποκοιμηθώ», φώναζε όλη νύχτα που δεν μπορούσε να κλείσει βλέφαρο. Τον λυπήθηκε κι αυτή, απόκαμε κιόλας κι η ίδια με την κακονύχτια κι ένα βράδυ πήγε και του έφερε. Μα δυνάμωσε ο βήχας και δεν του ξανάδωσε. Προτιμούσε ν’ ακούει τα βογκητά και τις βλαστήμιες του. Στην αρχή ερχότανε συχνά ένας πατριώτης του και του κρατούσε συντροφιά κι αγρυπνούσε πλάι του τη νύχτα. Μα εκείνος δεν είναι δω πια, έφυγε από τον τόπο. Τώρα, κανένα μήνα πριν, παρουσιάστηκε ο Αντώνης. Ήτανε φίλοι με τον άντρα της, μα πρωτύτερα δεν ερχότανε στο σπίτι. Δουλεύανε μαζί στην αποθήκη. Από τον καιρό ακόμα που ήταν καλά ο άντρας της άρχισε να την πειράζει, να της πετά λόγια, όταν την έβρισκε μόνη πουθενά. Μα αυτή δεν ήθελε μήτε να τον δει στα μάτια της. Τον ήξερε πως είχε πρωτύτερα μια παντρεμένη. Έπειτα μάλωσε με κείνη κι έπιασε μια κοπέλα σε άλλη αποθήκη. Και δεν ξαναφάνηκε ίσια με τις προάλλες, που την απάντησε στο δρόμο και την ξαναπείραξε. Και μια μέρα παρουσιάστηκε στο σπίτι να δει τι κάνει ο άντρας της. Έπειτα ξαναήρθε πάλι φορτωμένος πορτοκάλια. Ο άντρας της στο πρώτο δεν τον είδε με καλό μάτι, έπειτα όμως, όταν του έφερε δυο ψάρια και κρασί, του άρεσε. Αυτή δεν άφησε τον άντρα της να πιει κι έκαμε καβγά με τον Αντώνη. Μα ο άντρας της άρχισε να τη βλαστημά. Εκείνος δεν ξανάφερε κρασί, μα δεν έπαψε να φέρνει πάντα κατιτί και να την πειράζει όπου τη βρει. Μια βραδιά τον έβρισε όξω στην πόρτα, μα εκείνος γέλασε και της είπε πως θα γίνει δική του, ό,τι και να κάνει. Τον έχασε καμιά βδομάδα, μα τώρα πάλι παρουσιάστηκε προχτές —

«Τάχα θα ξανασηκωθεί;» συλλογίζεται ωστόσο η Στέλια και περιμένει το γιατρό. Μα του αντρός της η φωνή την έκραξε από μέσα. Σηκώθηκε, άνοιξε και μπήκε.

«Πού είσαι, μωρή; Καλά τις άλλες μέρες, είσαι στη δουλειά. Μα σήμερα που κάθεσαι; Τι μ’ αφήνεις μοναχό;»

Και βόγκηξε ο Σταύρος κι αναστέναξε.

«Απόξω δω ήμουν. Καθόμουνα με το παιδί στον ήλιο να πάρει ψίχα αγέρα το φτωχό», ψιθύρισε η Στέλια, σα να ήθελε να δικαιολογηθεί. Τον λυπήθηκε, της φάνηκε στ’ αληθινά κακό πως τον αφήνει μοναχό. Της φάνηκε κακό ακόμα και πως περίμενε το γιατρό να τον ρωτήσει κρυφά από αυτόν.

«Το παιδί! — Πού έκοβε πες η γλώσσα σου στη γειτονιά», είπε κείνος.

Τον κοίταξε άφωνη μια στιγμή. Κάθισε ύστερα σε μιαν άκρη κι έσκυψε τα μάτια χάμω.

«Δε μ’ άναψες ούτε φωτιά», ξανακλάφτηκε ο Σταύρος.

«Σήμερα φωτιά με τέτοιον ήλιο! Ή λες περσεύουνε τα ξύλα;» μουρμούρισε η Στέλια.

«Όξω είν’ ο ήλιος. Εγώ πού να τον βρω! Μ' αφήνεις να παγώσω. Θέλεις να πεθάνω, να πάρεις άλλονε».

Μέσα της θύμωσε η καρδιά, μα δε μίλησε. Τον άφησε να λέει. Μα σε λίγο της φάνηκε πως άκουσε πατήματα όξω από την πόρτα και πετάχτηκε να βγει.

«Άντε όξω πάλε», της φώναξε τραχιά ο άντρας της· «άντε όξω να δεις. Ποιος ξέρει ποιος σε καρτερεί. Μη δε σε ξέρω!»

Άλλες φορές, σαν ήτανε στα πόδια του και της άρχιζε τέτοια λόγια, σώπαινε. Σώπαινε γιατί γνώριζε πως αν τον αγρίευε περσότερο, θα ξεθύμαινε το κακό στη ράχη της. Έπειτα, όταν έπεσε στο στρώμα κι η γκρίνια του πήρε κι άψωνε, σώπαινε πάλι γιατί τον λυπότανε. Τη στιγμή αυτή όμως, σα να πνίγηκε κάθε λύπη μέσα της, δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Και σα δεν είχε πια το φόβο του, γύρισε πίσω κι όρμησε ίσια πάνω του:

«Αχάριστε!» φώναξε σφίγγοντας τη γροθιά μπροστά στο πρόσωπό του και στάθηκε αγριεμένη εκεί.

«Σκρόφα! σκρόφα!» μάνιωσε κι ο άρρωστος κι έκαμε να την πιάσει. Μα μην μπορώντας, άρπαξε το μπουκάλι που είχε κάτω από το σκέπασμά του και το σήκωσε απάνω της.

Η Στέλια έστρεψε πίσω γλήγορα για να φυλάξει το παιδί που είχε στην αγκαλιά, και το μπουκάλι έσπασε στη ράχη της. Μα καθώς γύρισε, είδε μπροστά της τον Αντώνη που έμπαινε στην πόρτα.

«Όξω αποδώ! Όξω απ’ το σπίτι μου!» φώναξε χιμώντας κατ’ αυτόν. «Εσύ τα φταις, εσύ ‘σαι η αφορμή!»

Ο Αντώνης στάθηκε ακούνητος και την κοίταζε. Στο ένα χέρι κρατούσε μια μποτίλια με κρασί και στο άλλο ένα κομμάτι κρέας.

«Όξω αποδώ! Μη στέκεσαι!» του ξαναφώναξε η Στέλια.

«Χίμησε να με σκοτώσει, να με πνίξ’ η άτιμη», φώναξε την ίδια ώρα ο Σταύρος από πίσω της.

«Αυτός εδώ, αυτός θα σε σκοτώσει», έδειξε η Στέλια τον Αντώνη.

«Τι έχετε; τι πάθατε;» έκαμε να μπει στη μέση τούτος, μα η Στέλια είχε αγριέψει:

«Είτ’ αυτός θα φύγει αμέσως είτε γω. Ή τονέ διώχνεις ή δε θα με ξαναϊδείς», φώναξε πάλι του αντρός της και τον κοίταξε σα να πρόσμενε ν’ αποφασίσει.

«Δεν πας στο διάολο; Δεν πας εκεί που πήγες και την άλλη —»

Δεν περίμενε ν’ ακούσει όλο το λόγο του. Χίμησε όξω με το παιδί στην αγκαλιά.

 

Τράβηξε πέρα στα χωράφια. Πού πήγαινε δεν ήξερε.

Βρέθηκε μπροστά σ’ ένα λογκάκη με μουριές και θέλησε να μπει εκεί. Μα την ξαφνίσανε φωνές και βγήκε γλήγορα πίσω και πάει μακρύτερα στον κάμπο. Ήταν έρημος σήμερα. Μόνο παιδιά γυρνούσαν εδώ και κει μικρά μπουλούκια και στήναν δίχτυα για πουλιά, και μερικά κοπάδια βόσκανε. Η Στέλια φοβότανε τους σκύλους κι έστριβε αλλούθε σαν τους ξαγνάντιζε από μακριά. Μια στιγμή βρέθηκε κοντά στα σπίτια ενός χωριού. Άκουσε τις φωνές των παιδιών που παίζανε και κει, της φάνηκε ακόμα πως άκουσε κι αχούς από βιολιά. Γάμος θα γίνεται, στοχάστηκε· γίνεται κι άλλη τυχερή. Άφησε το χωριό στο πλάι και ξανατράβηξε προς τα χωράφια. Άλογα πεδικλωμένα βοσκούσανε κοντοπηδώντας, πουλάρια τρέχανε, χλιμιντρούσαν, κυλιόντανε στη χλωρασιά. Παρέκει την τρόμαξαν μερικά γελάδια. Σταμάτησε· θέλησε να στρίψει πίσω. Μα παραμέρισε μονάχα και περάσανε μπροστά της. Κάποια γυρίσανε και την κοίταξαν παράξενα και νυσταγμένα. Δυο χωριάτες, που απάντησε παραπέρα, τη χαιρετήσανε κουνώντας το κεφάλι. Σταμάτησε και τους κοίταξε καθώς πηγαίνανε με τα ταγάρια στον ώμο και με τα τσαρούχια τους στο χέρι. Μα εκείνοι δε γυρίσανε να δουν.

Και τράβηξε μακρύτερα. Λεύκες, ιτιές, φτελιές και φράξα, αλλού μονάχα κι αλλού σύδεντρα περνούσανε τριγύρω της· φραγές, οργώματα κι αυλάκια με νερά θολά εδώ την κάνανε να τα πηδήσει, εκεί ν’ αλλάξει μονοπάτι. Κάπου προβάλανε σκεπές αχεροκάλυβων, κάπου ασπρίζανε στον ήλιο χαμηλά σπιτάκια. Με το χειμώνα ήταν κλεισμένα κι έρημα, η Στέλια όμως παραμέριζε από αυτά. Φοβότανε να δει ψυχή και φοβότανε πάλι τους σκύλους όπου αυτιαζότανε φωνή, όπου άκουγε σφύρισμα βοσκού, βελάσματα, κουδούνια. Έφευγε, μάκραινε. Έπεσε μια στιγμή σ’ ένα σύλλογκο παλιούρια, σ’ ένα βάλτο που μυρίζαν οι βοστίνες και τα βατράχια πηδούσανε και κράζανε φουσκώνοντας τα λαιμά, τεντώνοντας τα μάτια, γυαλίζοντας παρδαλοπράσινα στον ήλιο. Βγήκε από κείθε πάλι στα χωράφια. Μα ένας λαγός που πήδησε από τα θάμνα την ξάφνισε ξανά, παρέκει ένας δραγάτης, που πρόβαλε με το σταχτί σεγκούνι του και το τουφέκι στον ώμο, την έκαμε και κρύφτηκε σκύβοντας πίσω από τα χαμόκλαδα. Πέρασε και δεν την είδε. Κάπου κάθισε ύστερα να βυζάξει το παιδί της. Και σηκώθηκε πάλι και κίνησε. Το μεσημέρι ήτανε περασμένο πια. Το είδε από τον ίσκιο των κλαριών, το ένιωσε και μέσα της. Μα τράβηξε. Μακραίνοντας, φεύγοντας πάντα.

Έφτασε τέλος σε μια ρεματιά· ήτανε κατεβασμένη. Στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε. Ύστερα σήκωσε το φουστάνι της και θέλησε να την περάσει. Μα με το πρώτο πάτημα το νερό τής έφτασε ως το γόνα, κι όπως το ρέμα έτρεχε γλήγορο, θολό μπροστά της, ένιωσε να ζαλίζεται. Γύρισε, ξανανέβηκε στον όχτο και στάθηκε. Τότε κατάλαβε, τότε θυμήθηκε να ρωτήσει πού πηγαίνει. Ένιωσε τα πόδια της βαριά, κομμένα. Κάθισε χάμω, ακούμπησε στα γόνατά της το μωρό και κοίταξε χαμένα μπρος της. Πέραθε από τη ρεματιά το λιβάδι απλωνότανε στρωτό και στην άκρη του νερού φυτρώναν λυγαριές και βάτα κι άλλα θάμνα, τούφες τούφες. Τα θάμνα μόλις είχαν πάρει και χλοΐζανε, μα το λιβάδι το πλούμιζαν τα λουλούδια. Υφάδι κρόκινο πλεκόταν με το πράσινο το βάθος σε απαλό στρώμα χρυσόχλωρο και μέσα λάμπαν σκορπιστοί παρδαλοί τόνοι· άσπροι, άλικοι, γαλάζιοι, βυσινοί και κρεμεζοί, βαθιοί, ανοιχτοί, περίσσιοι. Η Στέλια πολέμησε να ξεχάσει το μωρό της με τα «λουλουδάκια». Μα εκείνο γύρευε το στήθος της. Του το άνοιξε και σφίγγοντας το εκεί έσκυψε κι αυτή και συλλογιζότανε.

Το νερό περνούσε με σμιχτή βουή μπροστά της. Μόνο άμα σκόνταβε σ’ ένα κλαδί μιας λυγαριάς, που έγερνε απάνω του, και πότε ήθελε να το πηδήσει, πότε να το συνεπάρει, ξεχώριζε μέσα στη βουή ένα ψιλό, κομμένο φλοίσβημα, όμοιο με δοκιμή που κάνει άπλερο πουλί να κελαδήσει. Η Στέλια σα ν’ άκουγε αυτό μονάχα, κοίταζε το νερό που σούφρωνε, παιγνίδιζε, γλιστρούσε τριγύρω στο κλαδί, και συλλογιζότανε. Σα να την έσερνε κι αυτή ένα όμοιο κύμα. Όλα θολά ήτανε στο νου της ως την ώρα εκείνη, θολά σαν το νερό που κοίταζε. Έφευγε χωρίς να ξέρει πού, χωρίς να ξέρει από ποιον φεύγει; Από τον άντρα της; Πρώτη φορά δεν ήταν που την έβριζε. Μη δεν την έδιωξε συχνά κι ο ίδιος, όταν ερχόταν μεθυσμένος σπίτι; Και μια φορά δεν το αποφάσισε κι αυτή να φύγει, σαν τα μισόφτιασε με κάποιον που δουλεύανε στην αποθήκη μαζί; Τότε δεν είχε ακόμα το παιδί και πήγε και τον έσμιξε κρυφά τη νύχτα δυο τρεις φορές. Μα κατάλαβε πως ο σκοπός του δεν ήτανε να την πάρει να φύγουνε· την ήθελε να την έχει μοναχά όταν του χρειαζότανε. Άμα την παραφορτώθηκε, τον φοβέριξε πως θα το πει του αντρός της, κι έμεινε με τούτον. Και του τα βάσταξε όλα κι όσο ήτανε γερός και τώρα που έπεσε. Και τον περίμενε να γιατρευτεί. Και την αυγή αυτή ακόμα μη δεν έκλαιγε μέσα της άμα στοχαζότανε πως δε θα ξανασηκωθεί; Τον ξανάφερε μπροστά της χάμου στο στρώμα του πεσμένον, κι η καρδιά της πήρε να λυπηθεί. Μα η θωριά του Αντώνη βγήκε ανάμεσα και την αγρίεψε. Αυτός ο άνθρωπος ήταν μπροστά της σα βρικόλακας, σαν ίσκιος που τον είχε σταλμένο η κόλαση. Από τη στιγμή που τον πρωτοείδε ταράχτηκε, κρυάδα πέρασε βαθιά της σα να της άγγιξε σίδερο την καρδιά. Η ματιά του την τρόμαζε, κι όταν τον έβλεπε να μπαίνει σπίτι τους, θαρρούσε πως μαζί του σίμωνε κάποιο κακό. Το βράδυ εκείνο που την έπιασε στην πόρτα και της έσφιξε το χέρι και της είπε πως θα γίνει δική του με όσα και να κάνει, της πάγωσε το αίμα. Μπήκε στο σπίτι τρέμοντας, και τη νύχτα το γέλιο του της ξάφνιζε τον ύπνο. Τον ξαναβλέπει μπροστά της τώρα, καθώς τον άφησε πίσω στο σπίτι να στέκει ορθός στην πόρτα, και την πιάνει ο ίδιος τρόμος και δε στοχάζεται άλλο, παρά πώς να φύγει μακριά, όσο μπορεί μακρύτερά του. Μα νιώθει να μην τη βαστούν τα πόδια της και γέρνει, σκύβει πάλι το κεφάλι και κλείνει τα μάτια και συλλογίζεται.

Άμα τα ξανάνοιξε, είδε το παιδί της που κοιμότανε στο στήθος της. Της φάνηκε πως κι αυτή είχε κοιμηθεί, της φάνηκε πως είχε ονειρευτεί κιόλας. Τι όμως δε θυμότανε. Ψηλά ο ήλιος έπαιρνε να βασιλέψει κι έγερνε πέρα στα βουνά. Κάπου εκεί πίσω μακριά ήξερε πως ήταν το χωριό της. Και της φάνηκε πως είχε ξεκινήσει να πάει εκεί. Νόμισε ακόμα πως αυτό είχε ονειρευτεί όταν κλειστήκανε τα μάτια της. Και πριν που έτρεχε σαν την τρελή στον κάμπο — τα χωράφια, οι φραγές, τα νερά, τα βόδια, τ’ άλογα, όλα σα να της είχαν ξυπνημένη τη λαχτάρα της ζωής που πέρασε στον κάμπο του χωριού της φυτρωμένη, κολλημένη εκεί, ένα πράμα του κι αυτή, ένα κομμάτι του, ένα κλαρί να πεις ή ένας σβώλος γης. Έρημος κιόλας καθώς ήταν σήμερα, της γέννησε μέσα της κάποιον παρόμοιο τρόμο σαν εκείνον που ένιωθε πάντα εκεί στον τόπο της όταν τύχαινε και βρισκότανε στην ερημιά ολομόναχη. Από τότε που την πήραν οι νιζάμιδες και τη φέραν έξω στα χωράφια και πέρασαν τη νυχτιά με αυτή και με τη μάνα της, δε διάβηκε ποτέ από φράχτη δίχως τρόμο, δεν είδε κλαδί να σειέται, ίσκιο να σέρνεται, δεν άκουσε ποτέ της τον αέρα να φυσά στην πόρτα, να τρίζει έξω στα φύλλα, δίχως να μη φοβηθεί πως δε ξαναφανεί μπροστά της φέσι κόκκινο και δε θ' απλώσουν άγρια χέρια να την αγκαλιάσουν. Με τον τρόμο αυτό έφυγε από το χωριό. Και θυμήθηκε κείνη τη νύχτα και θυμήθηκε ύστερα τη μάνα της. Την είχε αφήσει άρρωστη όταν ακολούθησε το Σταύρο. Έπειτα έμαθε πως πέθανε από την κακοπάθεια στο φευγιό. Έκλαψε τότε λίγες μέρες, μα ύστερα τη λησμόνησε κι αυτή, όπως όλα. Από τους άλλους τους δικούς της, τρία χρόνια τώρα που έφυγε από κείνους, δεν άκουσε, δεν έμαθε. Δεν ήξερε αν ακόμα ζει ο πατέρας της κι αν είναι στο χωριό. Κάποιοι που είχαν έρθει από κείνα τα μέρη, της είπανε πως άμα πέρασε ο πόλεμος κι οι χριστιανοί ξαναγύρισαν στα χωριά, δεν είδανε να γυρίσει με τις άλλες κι η δική της φαμελιά. Κάποιες φορές τη γύρεψε με το νου της, στοχάστηκε άλλα μέρη, άλλα τσιφλίκια, όπου λογάριαζε ο πατέρας της να πάει αν τονέ διώχναν από κει που ήτανε. Και κάποτε σε στιγμές απελπισμένες της φάνηκε πως γυρνώντας και ρωτώντας τη βρήκε τέλος. Μα πάντα τρόμαζε, σα φανταζότανε πως στέκει στην πόρτα του πατέρα της. Τον έβλεπε να την παίρνει με το ξύλο, έβλεπε τον αδερφό της να την κυνηγά με τις κλωτσιές. Θυμότανε πόσες φορές την είχε δείρει ο ένας, όταν τη μάθαινε πως κρυφοσμίγει με το Σταύρο, θυμότανε πως ο άλλος γύρευε να τη βρει να τη σκοτώσει, όταν άκουσε πως πέρασε κλεμμένη τα σύνορα. Και τώρα τα ξαναθυμήθηκε κι είδε να στέκεται στην πόρτα του πατέρα της με το μωρό στην αγκαλιά. Και ξανατρόμαξε και ρώτησε αν αλήθεια κίνησε για κει. Κι αν δεν κίνησε για κει, τότε για πού; Όλος ο κόσμος της απλώθηκε μπροστά σαν ερημιά τρανή κι έγειρε το κεφάλι κι άρχισε να κλαίει.

 

Το παιδί της ξύπνησε και γύρεψε πάλι το στήθος της. Του το έδωσε, μα ήτανε στεγνό. Έβαλε το κλάμα. Το χτύπησε για να σωπάσει. Μα εκείνο έκλαψε πιο δυνατά, και στο μάκρος αλαφιάστηκαν τα σκυλιά. Η Στέλια πετάχτηκε ορθή κι έριξε γύρω φοβισμένες ματιές. Το μωρό δεν έπαυε και τ’ αλυχτήματα σιμώσανε. Σε μια στιγμή δυο σκύλοι στέκονταν άγριοι στον αντικρινό όχτο και γάβγιζαν τεντώνοντας τ’ άσπρα γυαλιστερά τους μάτια, της δείχνανε τα μυτερά τους δόντια, τα κόκκινα λαρύγγια τους, χιμώντας πότε δώθε πότε κείθε, όθε κείνη έκανε, φοβερίζοντας ολόρθοι να πηδήσουνε τη ρεματιά. Μα το νερό ήταν πλατύ και δεν το αποφασίζανε. Μια φωνή ακούστηκε να τους κράζει απόμακρα, μα η Στέλια είχε γυρίσει πίσω κι έφευγε τρεχάτη, χάθηκε μέσα στις λυγαριές. Δεν έκαμε προς το χωριό, πήρε το άλλο μονοπάτι που βρήκε μπρος της. Πού πήγαινε; Το ξανασυλλογίστηκε όταν ξαναπάντησε τη ρεματιά. Είχε γεφύρι εδώ και στάθηκε λίγη ώρα και κοίταζε πάλι το νερό που έτρεχε κάτω. Μα δεν πέρασε αποπέρα. Έστριψε πάλι πίσω στα χωράφια. Το χωριό είχε μείνει δίπλα, γύρω της έβλεπε μονάχα δέντρα και λιβάδια. Το βασίλεμα τα φώτιζε χλωμά, οι ίσκιοι απάνω τους μάκραιναν ολοένα, τα πουλιά σκορπούσανε μισές, σβηστές φωνές. Έβλεπε που έπιανε το βράδυ, που ο αέρας κρύωνε. Κι ένιωσε να πεινά κι άρχισε να τρέμει, να φοβάται. Κι έτρεχε, τραβούσε σα να ήθελε κάτι να βρει, σα να γύρευε κάπου να τρυπώσει. Άξαφνα ξάνοιξε μακριά την πόλη που απλωνόταν ισκιωμένη. Σ’ ένα καμπαναριό μονάχα και στις κοντές ραχούλες πέρα έλαμπε αχνά η τελευταία αντιφεγγιά του ήλιου, που είχε μισοκρυφτεί πίσω από το βουνό. Της φάνηκε τόσο θλιμμένη, τόσο κρύα, παγερή, σα να ήταν η τελευταία που φώτιζε την πλάση. Και ξαναστάθηκε μια στιγμή και κοίταζε. Γυρνούσε πάλι εκεί; Όχι, όχι! Μα τότε πού πηγαίνει; Πού; — Ήθελε να σωριαστεί χάμω να κλάψει, ξανακίνησε όμως στα χαμένα, δίχως να ξέρει πάλι πού. Και το βράδυ όλο και θόλωνε. Περπατούσε γλήγορα, σα να ήθελε να το ξεφύγει. Απόμακρα κουδούνια την ξανατρομάξαν. Τάχυνε περσότερο το βήμα όσο που απάντησε μπρος της μια καλύβα. Ήτανε δίχως πόρτα και σκέφτηκε να μπει μέσα να τρυπώσει. Μα καθώς έσκυψε και μπήκε, ξανάρχισε το παιδί να κλαίει, και βγήκε βιαστική και πήρε το ίδιο μονοπάτι. Την έβγαλε, ότι έπεφτε το πρώτο σούρουπο, στον ίδιον τον λογκάκη με τις μουριές όπου είχε σταματήσει πριν από το μεσημέρι. Μα μόλις έκαμε λίγα πατήματα, το μισοσκότιδο που έπεφτε κι απλωνόταν κάτω από τα δέντρα τη φόβισε, και γύρισε και κάθισε στην άκρη από το ξέφωτο ακουμπώντας σ’ έναν κορμό δέντρου. Ήταν αποκαμωμένη πια και μέσα η καρδιά της έτρεμε. Βάρος θολό έσφιγγε το νου της, ζάλη της θόλωνε τα μάτια, δε συλλογιζότανε πια τίποτες. Έβλεπε μονάχα ολόγυρα την ερημιά και της φαινότανε πως είναι μόνη, καταμόναχη στον κόσμο· έβλεπε να σκοτεινιάζει το βράδυ πάντα περσότερο και της φαινότανε πως σβήνει, πως χάνεται κι αυτή με το υστερνό το απόφωτο που σβούσε. Κι έσφιγγε το παιδί που αποκοιμήθηκε στα στήθη της και ξανάρχισε να κλαίει, όσο που αποκοιμήθηκε κι αυτή.

Μα την ξύπνησε ξανά η φωνή του παιδιού. Είχε γλιστρήσει από τα χέρια της κι έπεσε χάμω κι ανοίγοντας τα μάτια στο σκοτάδι τρόμαξε. Η Στέλια το άρπαξε στην αγκαλιά και σηκώθηκε ορθή, τρομαγμένη και κείνη. Την πρώτη στιγμή δεν ένιωσε πού ήταν, δε θυμήθηκε. Νόμισε πως έβλεπε όνειρο. Κρύος ψιλός αέρας φυσούσε από τον κάμπο και βούιζε πίσω στο λόγκο και σφύριζε ανήσυχα στ’ άφυλλα κλαδιά. Κατάλαβε να της ανατριχιάζει το κορμί. Έπιασε τα χέρια του παιδιού, ήταν παγωμένα. Έριξε τα μάτια φοβισμένα γύρω της. Δεν έβλεπε άλλο από σκοτάδι και κάποιους ίσκιους που αναδεύανε και σειόνταν και σα να μουρμουρίζανε. Ύστερα μια στιγμή σωπάσαν όλα και τώρα της φάνηκε η ερημιά περσότερο τρομαχτική. Κάποια φτερά, μαύρα φτερά θάρρησε πως περνούσανε τριγύρω της και της σβουρίζανε στ’ αφτιά, στο πρόσωπο και την αγγίζανε και την ανατριχιάζαν πάλι ολόβολη. Έβγαλε μια κραυγή μουγκή κι αγκάλιασε το πρώτο δέντρο για να μη σωριαστεί. Όταν ξανάνοιξε δειλά τα μάτια, είδε τ’ αστέρια που λάμπανε στον ουρανό, και στο μάκρος πέρα ένα πλατύ, μακρύ αχνοσύγνεφο που κρεμιόταν ανάερο από πάνω από την πόλη και κάτωθέ του τρεμοφέγγανε θαμπά τα φώτα. Τότε θυμήθηκε. Μα η βουή στο λόγκο ξανασάλεψε, τα κλαδιά τρίξανε πάλι. Και το μωρό έκλαιγε. Το έσφιξε στην αγκαλιά κι έφυγε σαν κυνηγημένη. Οι ίσκιοι τρέχανε κοντά της, το σκοτάδι την έζωνε, την έσφιγγε, την κυνηγούσε πίσω της, μπροστά της, γύρω. Έτρεξε όσο που βρήκε το μεγάλο δρόμο. Κι έτρεξε και κει. Σταμάτησε μόνο σα βρέθηκε μπρος στην πόρτα του σπιτιού της.

Την άνοιξε και μπήκε μέσα.

Στο τζάκι σπιθίριζε η φωτιά. Ο Αντώνης καθισμένος εκεί κάπνιζε το τσιγάρο του και δίπλα γυάλιζε το ποτήρι του μισόγεμο κρασί. Ο άντρας της ήταν αποκοιμισμένος.

Η Στέλια δεν καλησπέρισε. Πήγε ίσια στην κούνια κι ακούμπησε το μωρό κι έσκυψε κει να το αποκοιμίσει. Έτρεμε όμως το σαγόνι της, τα δόντια της χτυπούσαν και κρύο δυνατό την έπιασε μεμιάς εκεί που κουνούσε. Κατάλαβε πως δεν όριζε πια τα χέρια της, τα πόδια της μουδιάζανε και μερμηγκιάζαν, αισθάνθηκε να της περνά τα σπλάχνα, να τα ρουφά φλόγα στεγνή σα να τα δαγκάνανε ψιλά δόντια, να τα βυζαίνανε, να τα τρυπούσανε σκουλήκια τα χείλη της ήταν ξερά, η γλώσσα της τραχιά και ξένη μες στο στόμα της, ο λάρυγγας της φλογισμένος, το μέτωπό της το έσφιγγε γύρω ένα στεφάνι σιδερένιο μια πυρό, μια παγωμένο. Και στα μάτια της μπροστά τρεμοφεγγίζαν φωτεινές γραμμές σαν ψιλά σύρματα πλεχτά, περνούσαν γύροι σπιθιριστοί και λάμπανε και σβήνανε και πάλι φέγγανε και σπιθιρίζανε και τρέμαν και στριφογύριζαν αμέτρητοι, άπαυτοι, άσωστοι. Νόμισε πως άνοιξε η σκεπή και πέφτανε μπροστά της βροχή τ’ άστρα καθώς τα είχε δει μια νύχτα, όταν ήτανε μικρή. Σκέπασε με τα χέρια της τα μάτια για να μην πέσει. Μα ζαλίστηκε περσότερο. Τρεμουλιαστά μπόρεσε κι ανασηκώθηκε, κατάφερε και σύρθηκε ως την άκρη του τζακιού και σωριάστηκε σκυμμένη απάνω στη φωτιά.

Ο Αντώνης στην αρχή έμενε ακούνητος και δε μιλούσε. Μα όταν την είδε πως έτρεμε και δεν μπορούσε να κρατήσει την καρδιά της, γέμισε το ποτήρι του και σίμωσε και της το έβαλε στα χείλη. Η Στέλια θέλησε ν’ αντισταθεί, όμως το άδειασε όλο κι έγειρε το κεφάλι της στον τοίχο κι έκλεισε τα μάτια. Το κορμί της έτρεμε όλο ακόμα. Ο Αντώνης έπιασε τα χέρια της· ήτανε πάγος. Σήκωσε το χράμι όπου καθότανε, και τη σκέπασε και της τύλιξε τα πόδια.

Άμα η Στέλια ξανάνοιξε τα μάτια, τον είδε ξαπλωμένον πάλι αντίκρυ της και την κοίταζε.

«Μου ήρθε σα σκοτούρα», του είπε και τον κοίταξε κι αυτή. Σα να ήθελε να δει αν είναι κείνος ο ίδιος που την τρόμαζε πρωτύτερα.

«Σκιάζουμαι θα ‘σαι νηστική», της είπε.

Και δίχως να περιμείνει απόκριση, πήγε κι έφερε από το τραπέζι το φαγί, που απόμεινε από πριν που είχαν φάει με το Σταύρο, και το έβαλε μπροστά της.

Η Στέλια έσκυψε και πήρε κι έτρωγε. Ο Αντώνης της ξαναγέμισε το ποτήρι.

«Έτσι ντε, έτσι σε θέλω κι όχι να σεκλετίζεσαι», της είπε, όταν το είχε πιει κι αυτό ως κάτω.

Εκείνη δε μίλησε. Είχε χορτάσει, και το κρασί άρχισε να τη ζεσταίνει. Δεν έτρεμε η καρδιά της πια, κι οι φωτεινοί γύροι δεν παίζανε μπροστά στα μάτια της. Αλλιώτικα γυρίζαν τώρα όλα εμπρός της, αλλιώτικα όλα γύρω της θολώνανε και τρέμανε σε νύσταγμα γλυκό, σε μαλακό αποκάρωμα. Δε θυμότανε πια τίποτες απ’ όλη την ημέρα, δε γνώριζε καλά καλά ποιος ήταν και κείνος που καθόταν αντίκρυ της και την κοίταζε σα να ήθελε κάτι να πει, σα να ήθελε να κουνηθεί, να ήθελε κάτι να κάμει.

Μια στιγμή αναδεύτηκε ο άντρας της, πολέμησε να γυρίσει και βόγκηξε δυο τρεις φορές. Η Στέλια λάγγεψε κι αναταράχτηκε κι αυτή. Μα ο άντρας της ησύχασε κι ακούστηκε πάλι το ρουχαλητό του.

« Ήρθε ο γιατρός;» ρώτησε η Στέλια τον Αντώνη. Μα ή δεν άκουσε ή δε θυμόταν τώρα πια τι ακόκριση της έδωσε. Κι ακόμα δε θυμότανε καλά καλά πώς και πότε έφυγε κείνος. Όταν τα χαράματα την ξύπνησε το κλάμα του παιδιού, βρέθηκε κει στο ίδιο μέρος κοντά στο τζάκι, ντυμένη καθώς είχε πέσει. Το φως μονάχα ήταν σβηστό κι η φωτιά ξεσπιθισμένη. Κι ο άντρας της βογκούσε και τη βλαστημούσε.

Πριν πάει στη δουλειά της, του έδωσε τον καφέ και του έσιαξε το στρώμα καθώς πάντα. Εκεί που σίμωσε το στόμα του, η ρακή της μύρισε βαριά. Μα δε μίλησε, ούτε ταράχτηκε η καρδιά της. Και το μεσημέρι που ξαναήρθε ο Αντώνης και στην τσέπη του είδε την μποτιλίτσα να φουσκώνει, έκαμε πως δεν κοίταξε κει. Πήρε μόνο από το χέρι του το ψώνιο που έφερε, κι έβαλε τραπέζι και φάγανε κι οι τρεις μαζί.

 

Το βρήκε σαν καλύτερο έτσι. Αφού το ήθελε ο άντρας της, γιατί ν’ αντισταθεί αυτή; Κι ο Αντώνης όταν είδε πως η μποτιλίτσα με το σπίρτο κι ό,τι άλλο έφερνε από την αγορά ευχαριστούσανε το Σταύρο, ερχότανε συχνότερα με αυτά, έφερνε το βράδυ και κρασί και πίνανε κι οι τρεις. Μια νύχτα κιόλας, που έξω έριχνε δαρτή βροχή, τα μάτια του κλείστηκαν εκεί που κουβέντιαζαν με τη Στέλια πλάι στη φωτιά κι ο Σταύρος λάγιαζε στην άκρη του. Εκείνη πήρε μια βελέτζα και τον σκέπασε, μάζεψε τη φωτιά, έσβησε το φως κι έπεσε κι η ίδια παραπέρα και κοιμήθηκε κοντά στην κούνια του παιδιού.

Κι αποδώ και μπρος ο Αντώνης αποκοιμότανε δίπλα στο τζάκι, κι ας ζέστανε ο καιρός και σβήσαν τη φωτιά. Μόνο πως τώρα ο Σταύρος άρχισε να τον πειράζει. Βογκούσε, αναθεμάτιζε πιο πολύ τη νύχτα κι έβηχε ολοένα και περσότερο. Ο γιατρός, όταν τον ρώτησε η Στέλια αν θα ξανασηκωθεί ο άντρας της, μάζεψε τους ώμους κι όταν του είπε πως δεν έχουνε να τον πληρώνουν άλλο, έπαψε να ‘ρχεται.

Ο Σταύρος όμως άρχισε να τον γυρεύει και φώναζε τη γυναίκα του γιατί δεν πήγαινε να τον φέρει: «Μ’ αφήνεις να πεθάνω, να πάρεις άλλονε». «Σκάσε, ρέψε αυτού που κείτεσαι», του φώναζε και κείνη κι έκλεινε την πόρτα πίσω της.

Αν δεν ήταν ώρα να πάει στην αποθήκη, έπαιρνε το παιδί και πήγαινε στη γειτονιά, ή καθόταν έξω από την πόρτα και του έδειχνε τα πουλιά που κεληδούσαν ή τ’ άριά σύννεφα του Απρίλη που περνούσανε στον ουρανό.

Μα πάλι ερχόντανε στιγμές που τον λυπότανε. Και μια μέρα ζήτησε του Αντώνη να φέρει το γιατρό. Εκείνος την κοίταξε και γέλασε: «Δε λυπάσαι να πετάξουμε τις δυο δραχμές;» της είπε.

Μα ο Σταύρος δεν έπαψε να τον γυρεύει κι η Στέλια πήγε στον αφεντικό που δούλευε και τον παρακάλεσε κι έστειλε κείνος το δικό του γιατρό.

Ο γιατρός διόρισε κάτι κι είπε πως θα ξαναρθεί. Μα όταν ξαναήρθε, βρήκε τον άρρωστο χειρότερα, την πληγή πιο σαπισμένη.

«Δεν έχει γιατρειά ο άντρας σου», είπε της Στέλιας που έτρεξε πίσω του έξω από το σπίτι.

Η Στέλια έσκυψε το κεφάλι, ακούμπησε στον τοίχο κι έκλαψε όταν έφυγε ο γιατρός. Ύστερα μπήκε μέσα και πήγε και κάθισε κοντά στον άρρωστο. Και του έπιασε το χέρι.

Εκείνος την άφησε μια στιγμή να το κρατήσει, έπειτα το πήρε και την έσπρωξε:

«Φεύγα», της είπε· «θέλεις να πεθάνω».

«Όχι, δε θέλω· μην το λες αυτό», ψιθύρισε η Στέλια έτοιμη να ξανακλάψει.

«Το θέλεις για να πάρεις άλλον», ξαναείπε ο άρρωστος.

Η Στέλια σώπαινε.

«Φεύγα· δε στάθηκες ποτέ καλή. Και τώρα με γελάς».

«Όχι, όχι», έκαμε κείνη να πει, μα η θολή ματιά του καρφώθηκε απάνω της και δεν την άφησε να τελειώσει.

«Σώπα. Με γελάς. Εδώ μέσα με γελάς —»

Ο βήχας τον έκοψε, κι η Στέλια έμεινε μουδιασμένη εκεί, με χαμηλωμένα μάτια.

Ο Σταύρος πάλεψε ώρα με το βήχα, κι η Στέλια πολεμούσε να τον βοηθήσει κρατώντας το κορμί του ορθό· όσο που έπεσε αποκαμωμένος χάμω, ναρκωμένος από τη σκόνη που του διόρισε ο γιατρός κι ένα παιδί της γειτονιάς πήγε και την έφερε.

Όταν τη νύχτα ήρθε ο Αντώνης μεθυσμένος κι έπεσε να κοιμηθεί κοντά της, η Στέλια του ψιθύρισε σιγά τι άκουσε από το γιατρό και τι κατόπι από τον άντρα της. Μα ο Αντώνης γέλασε.

«Μη, μη δυνατά», τον παρακάλεσε. «Άσ’ τονε να πεθάνει πρώτα».

Καθώς μιλούσανε, δε νιώσανε κι οι δυο κάτι που σύρθηκε στην άκρη. Όσο που ξάφνω η Στέλια άκουσε κοντά της μια φωνή βραχνή.

Έμεινε σαν πετρωμένη.

«Να πεθάνω! να πεθάνω! Ε, μωρή; Δε με γελάς;» έκραξε η φωνή.

Και πάλι σώπασε μες στο σκοτάδι.

«Έλα, μωρή· νειρεύεται», της είπε ο Αντώνης που δεν άκουσε καλά.

Η Στέλια πήρε θάρρος ν’ ανασηκωθεί. Μα ένας πνιγμένος βήχας ξέσπασε μεμιάς. Η Στέλια πετάχτηκε· πήγε κι άναψε το φως.

Ήταν ο άντρας της που είχε συρθεί δαγκάνοντας τα χείλη, κρατώντας την αναπνοή, κι έφτασε ίσια με την άκρη του τζακιού. Μπόρεσε και φώναξε τα λίγα λόγια κι ύστερα του πιάστηκε η πνοή. Ο βήχας την έπνιξε.

Η Στέλια έμεινε πάλι μάρμαρο. Τον έβλεπε ν’ αγκομαχά, να σφίγγει τις γροθιές γερμένος προύμυτα, σωριασμένος στο τζάκι. Μόνο το κεφάλι του είχε ορθό, τα δόντια του τρίζανε, γυαλίζαν, τα τουφωμένα γένια του αφρούς γεμάτα, τα μάτια του γυρεύανε να πεταχτούν από τις τρύπες τους και την κοιτάζαν άγρια και κόκκινα σαν αίμα, σα φωτιά.

«Μωρή, μωρή —» ρέκαξε πάλι κι έκαμε να της αδράξει τα πόδια με τα δόντια, καθώς εκείνη έσκυψε να τον σηκώσει. Μα δεν έφτασε, κι άδραξε το αγκωνάρι του τζακιού.

«Δε με γελάς ε; Μπροστά στα μάτια μου! Τι να σου κάνω! Και κεινού —». Έδειξε τον Αντώνη, που είχε γυρίσει από το άλλο πλευρό.

Και βλαστήμησε κι έβρισε και φρύαξε, όσο που ο βήχας τον ξανάπνιξε, κι έπεσε βουβαμένος χάμω.

 

Το πρωί τον άφησε μαμουριασμένο στην άκρη του και πήγε στη δουλειά της. Παρακάλεσε μια γειτόνισσα να ρίξει μια ματιά σ’ αυτόν και στο μωρό. Άμα γύρισε το μεσημέρι, βρήκε τη γειτόνισσα στην πόρτα.

«Ε μωρή», της είπε κείνη, «ο άντρας σου πεθαίνει ολοένα. Δεν το είδες; Η πληγή του πήρε και μυρίζει. Πώς στέκεστε κει μέσα!»

«Το είδα, μα τι να κάνω;» αποκρίθηκε η Στέλια.

Κι έσκυψε το κεφάλι της και μπήκε μέσα.

Ο Σταύρος ήταν ακίνητος, πεσμένος στη θέση που τον άφησε. Γύρισε και την κοίταξε άφωνος. Τον κοίταξε και κείνη δίχως να μιλήσει. Έπειτα πήγε στο παιδί της.

Το πήρε, το έβαλε στα στήθη της και ξαναέσκυψε το κεφάλι. Κάποια θλίψη, κάποιος τρόμος σαλεύανε μέσα της χαμένα και θολά. Η ανάσα του θανάτου, που φυσούσε από την άκρη εκεί όπου ήταν ο άντρας της πεσμένος, την ανατρίχιαζε. Κι η θύμηση της χτεσινής νυχτιάς τη βάραινε. Όχι γιατί ένιωθε να φταίει, μα έτσι θολά τη βάραινε, τυφλά, χωρίς να ξέρει κι η ίδια το γιατί. Ένα βαρύ άφαντο χέρι που το ένιωσε πάντα να τη σκουντά, να τη σπρώχνει, να τη σέρνει όπου ήθελε, το ένιωθε και τώρα να την κρατά δεμένη εδώ και να της σωριάζει το βάρος αυτό μέσα της. Από την ανοιχτή όμως πόρτα φύσημα δροσερό χυνότανε μέσα στο σπίτι και σκορπούσε τη μυρουδιά της πρασινάδας έξω κι έφερνε τον αχό από κελαδίσματα χελιδονιών, που σκίζανε το λαγαρό αέρα. Κοίταξε κι είδε πέρα φωτεινό τον πράσινο τον κάμπο, τον ουρανό απάνω ατάραχο κι ολάστραφτο. Και μια επιθυμία της ήρθε ξαφνικά, μια λαχτάρα να πάρει το παιδί της και να φύγει έξω αποδώ, μακριά. Ν’ αφήσει μοναχό το χάρο να τελειώσει εκείνο που άρχισε. Στο χέρι της δε στέκει να το σταματήσει. Ας τον αφήσει τότε να κάμει γλήγορα, γληγορότερά όσο μπορεί. Τι θέλει, τι γυρεύει πια αυτή εδώ μέσα; Η βραχνή φωνή, που την ξάφνισε ψες τη νύχτα στο σκοτάδι, της ξαναπάγωσε το αίμα. Την άκουγε ακόμα. Κι ένιωθε ακόμα να της καίει το πρόσωπο η μουχνή ανάσα του άλλου, να της ζώνουνε τη μέση τα τραχιά, βαριά του χέρια. Και της φάνηκε πως άκουσε στο δρόμο πατήματα, πως είδε κάποιον ίσκιο που πέρασε από πίσω της. Και θέλησε να πεταχτεί, να φύγει πριν εκείνος μπει στην πόρτα της, να φύγει κι από το θάνατο μακριά κι από κείνονε μακριά.

Μα ο άρρωστος της φώναξε με αδύνατη φωνή:

«Τι κάθεσαι, μωρή; Πεινάω».

Δεν κουνήθηκε.

«Πεινάω, μωρή. Τι έφερες;» άκουσε να της ξανακράζει. Ξύπνησε.

«Τι να φέρω; Πού να τα βρω να φέρω;» ψιθύρισε.

Ο άρρωστος βλαστήμησε:

«Θα μ’ αφήσεις νηστικό, μωρή; Για να πεθάνω;»

Η Στέλια κοίταζε τώρα στην πόρτα περιμένοντας. Ο Αντώνης την είχε βάλει την περασμένη μέρα και γύρεψε του αφεντικού της τα μεροδούλια της μπροστά για ολάκερη την εβδομάδα. Της άφησε όσα της χρειαζόντανε για την ημέρα και τ’ άλλα της τα πήρε. Κι η Στέλια τον περίμενε τώρα να φέρει τίποτε να φάνε.

Βγήκε έξω στη γωνιά του σπιτιού κι αγνάντεψε στο δρόμο και ξαναγύρισε και στάθηκε στην πόρτα με σκυμμένο το κεφάλι.

«Πού ‘ναι τος, μωρή; δεν έρχεται;» φώναξε ο άντρας της.

Κι έβρισε και ξανακλάφτηκε πως τον αφήνουν έτσι να πεθάνει.

Η Στέλια βγήκε, ξαναγνάντεψε στο δρόμο κι ύστερα ήρθε, άφησε το παιδί στην κούνια και βγήκε πάλι έξω και πάει.

Τράβηξε στην αγορά και πήρε αράδα τα μαγαζιά, όσο που βρήκε τον Αντώνη. Έτρωγε με τη συντροφιά του.

«Τι θέλεις;» τη ρώτησε κει που τον έκραξε στην πόρτα.

«Πεινάει — πεινάμε», του είπε. Εκείνος στάθηκε μια στιγμή. Έπειτα μπήκε μέσα και σε λίγο γύρισε κρατώντας ένα πιάτο. Το έδωσε της Στέλιας, κι αυτή το έφερε του αντρός της και κάθισε κοντά του και φάγανε. Αμίλητοι κι οι δυο.

Άμα τελειώσανε κι η Στέλια κίνησε να φύγει, ο Σταύρος της φώναξε:

«Να πιω, να πιω. Δε μου ‘φερες; Δε σου ‘δωσε;»

Έφυγε χωρίς να του απαντήσει.

Άμα γύρισε τον βρήκε να βλαστημά, να βρίζει και να βήχει. Τον ξενύχτισε κρατώντας τον. Ο Αντώνης δεν ήρθε κείνη τη βραδιά.

Το άλλο μεσημέρι η Στέλια έτρεξε στη γειτονιά. Την άλλη μέρα πήγε στη γυναίκα του αφεντικού όπου δούλευε, και γύρισε στον άντρα της με το φαγί και με την μποτιλίτσα ολόγεμη. Ο Σταύρος την άρπαξε από τα χέρια της δίχως να γυρίσει τα μάτια στο φαγί. Η όρεξη τού είχε κοπεί. Το φαρμάκι της σαπισμένης πληγής σκόρπισε τώρα σε όλο το αίμα του. Τη νύχτα ο Αντώνης άφηνε το παράθυρο ανοιχτό αλλιώς φούντωνε η μυρουδιά την κάμαρα και δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Σιγά σιγά ο άρρωστος παράλυσε. Είχε απομείνει ένας σωρός μονάχα κόκκαλα, που θέλανε λες παντούθε να τρυπήσουν το κερένιο δέρμα και να πεταχτούν, που τρίζανε σε κάθε βήξιμο σα ρεπιασμένη σκεπή σπιτιού που την τραντάζει ο άνεμος. Η Στέλια φοβότανε μη σωριαστούν σε τρίψαλα στα χέρια της όταν έκανε να του ‘γγίξει το κορμί, να το ανασηκώσει, να το γυρίσει από την άλλη τη μεριά. Στο κάθε άγγισμα πονούσε ο άρρωστος, σε κάθε σάλεμα βογκούσε, σε κάθε πιάσιμο ήθελε να βρίσει. Μα και το ξερό το στρώμα από κάτω του σα να ήτανε πυρά δαυλιά, σα να ήτανε γεμάτο με βελόνες, με μύτες κοφτερές γυαλιών. Όταν τον ακουμπούσανε στο μαξιλάρι, ο βήχας τού δάγκανε, τού έσφιγγε το λαρύγγι να τον πνίξει, και γύρευε να τον σηκώσουν πάλι. Με το νόημα. Η λαλιά του ήτανε πια κούφιος, μουγκός αχός, τα μάτια του απόμεναν μια θολή, μουντή ασπράδα που σάλευε στεγνή και κρύα μέσα στις κόχες. Και σα χωμένα, κολλημένα μέσα σε αυτές τα βλέφαρα δεν μπορούσανε να κλείσουν ούτε μια στιγμή.

«Να πιω, να πιω», τραυλίζανε μόνο τα παραλυμένα χείλη.

Η Στέλια τού άδειαζε στο στόμα ένα κουτάλι από το γιατρικό, που έδωσε ο γιατρός για να του αλαφρώνει τους πόνους. Μα ο άρρωστος ζάρωνε το πρόσωπο, δοκίμαζε να βλαστημήσει και γύρευε κάτι άλλο. Η Στέλια γέμιζε το κουτάλι από την μποτιλίτσα που είχε φέρει ο Αντώνης, και το άδειαζε στο στόμα του κι αυτό. Μα ούτε κείνο τον ησύχαζε.

Δεν πήγαινε πια στη δουλειά της. Περίμενε κοντά στον άρρωστο την ώρα που θα τον λευτέρωνε. Κάποτε ερχότανε καμιά γειτόνισσα, ράντιζε μέσα την κάμαρα με ξίδι που έφερνε μαζί της, έβαζε τη Στέλια να ησυχάσει λίγη ώρα κι έμενε κείνη και παράστεκε το θάνατο. Αυτός δεν έφτανε, κι η γειτόνισσα σήκωνε τη Στέλια κι έφευγε.

Μερικές νύχτες έμεινε κι ο Αντώνης άγρυπνος και συναλλαζόταν με τη Στέλια κοντά στον άρρωστο. Μα στο τέλος βαρέθηκε. Άρχισε να βλαστημά και κείνος.

«Δεν πάει άλλο αυτή η δουλειά», είπε μια βραδιά που ήρθε προς τα μεσάνυχτα και τη βρήκε ορθή σιμά στον άντρα της.

«Έλα να τον κρατήσεις μια στιγμή. Πάει, κόπηκα», τον παρακάλεσε η Στέλια. Ήταν αποκαμωμένη.

Εκείνος την κοίταξε μονάχα και σωριάστηκε στη γωνιά.

«Δεν πάει άλλο αυτή η δουλειά. Πιάσε και στρώσε», της ξαναείπε σε λίγο.

Η Στέλια τον κατάλαβε που ήταν μεθυσμένος και πήρε και του έστρωσε να κοιμηθεί. Μα εκεί που τον σκέπαζε, την άδραξε από το φουστάνι.

«Έλα, πέσε και συ», της είπε και την τράβηξε.

Η Στέλια τον κοίταξε άφωνη.

«Πέσε σου ‘πα γι’ αυτό ήρθα. Έλα δω, σε θέλω!» της φώναξε και την τράβηξε πιο δυνατά.

Εκείνη έκαμε να φύγει, μα έπεσε χάμω για να μη φωνάξει.

«Θεό δεν έχεις!» του ψιθύρισε.

Την έσφιξε. Ο ανασασμός του της άγγιξε το πρόσωπο και τη ζάλισε. Έγειρε το κεφάλι της στα χέρια και δάγκασε τα χείλη.

Ο άρρωστος βόγκηξε κι άρχισε να βήχει. Η Στέλια έκαμε να τιναχτεί.

«Διάολε!» της φώναξε ο Αντώνης και της άρπαξε τα χέρια. «Δε φεύγεις αποδώ. Δεν πάει άλλο αυτή η δουλειά, σου είπα!»

Και τεντώθηκε προς το τζάκι κι έσβησε το λυχνάρι που έκαιγε κει.

Ξανακούστηκε το βογκητό του Σταύρου. «Αντώνη! Αντώνη! Σατανά!» μούγκρισε η Στέλια και τινάχτηκε.

Μα ένα χτύπημα την ξανασώριασε χάμω. Κι έμεινε λουφασμένη, τρέμοντας και ν’ ανασάνει. Εκεί της φάνηκε πως κάτι γλίστρησε από κοντά της. Και της φάνηκε πως κάτι σκόνταψε στην κούνια και την τράνταξε. Και το μωρό ξύπνησε κι άρχισε να κλαίει. Έτρεξε κει.

Μα καθώς έσκυβε στην κούνια, κραυγή πρώτα βραχνόστριγκη, έπειτα μουγκή ακούστηκε από την άλλη άκρη. Γύρισε κείθε και στο απόφεγγο που έμπαινε από το παράθυρο είδε κάτι να σαλεύει εμπρός στο στρώμα που ήταν πεσμένος ο άντρας της. Μια στιγμή κι η κραυγή σβήστηκε. Μια στιγμή πάλι ένα ροχάλισμα και σώπασε κι αυτό.

Πετάχτηκε κι όρμησε κει.

«Πάει τώρα, σύχασε. Έλα πέσε», της είπε ο Αντώνης, πηδώντας αποκεί μπροστά της, και την έπιασε από το χέρι.

Τότε κατάλαβε:

«Φονιά, φονιά!» ξεφώνισε και ξαπολύθηκε χιμώντας προς την πόρτα:

«Τρεχάτε και τον έπνιξε! Τρεχάτε!»

Την άνοιξε φωνάζοντας πιο δυνατά, χτυπώντας ξέφρονη τα χέρια στο σκοτάδι.

Ο Αντώνης έκαμε να την τραβήξει, μα δεν μπόρεσε.

Οι γειτόνοι ξύπνησαν τρομαγμένοι από τις φωνές και τρέξανε.

Την μπάσανε μέσα κι ανάψανε το φως. Βρήκανε το Σταύρο ξαπλωμένο ανάσκελα στο στρώμα του. Τα μάτια του είχανε χυθεί έξω από τις κόχες· άσπρα πάντα και στεγνά, τώρα μέναν ασάλευτα.

Το μωρό έσκουζε στην κούνια, η Στέλια φώναζε:

«Τον έπνιξε! τον έπνιξε!»

«Ποιος; Ποιος;» ρώτησε μια φωνή.

«Εκειός, εκειός εκεί!» έδειχνε η Στέλια, γυρίζοντας τα μάτια τρομαγμένα ολόγυρα.

Μα δεν ήτανε κανείς. Ο Αντώνης πριν, αφού δεν μπόρεσε να την κρατήσει, την έσπρωξε, γλίστρησε πίσω της και χάθηκε έξω στο σκοτάδι.

«Θα είδε το χάρο», είπε μια γυναίκα και σταυροκοπήθηκε καθώς την είδε να στέκει ορθή, ολότρεμη και να κοιτάζει άγρια, χαμένα με τα χέρια τεντωμένα προς την πόρτα.

 

 

αρχή

 



 

Στο διάολο! Ζωή είν’ αυτή;

Κι ο Αριστείδης Κεραμέας πέταξε τα βιβλία που κρατούσε. Είχε πιάσει να ξεσκονίσει το τραπέζι του και ξέχασε τον καφέ που έβραζε στο καμινέτο απάνω στο ανοιχτό παράθυρο. Όταν τον είδε να φουσκώνει, έτρεξε μα ήταν αργά. Είχε χυθεί. Έκαμε να σηκώσει το μπρίκι, μα βιαστικά όπως το έπιασε, τον έκαψε, του ξέφυγε από το χέρι, κι ο καφές χύθηκε γεμίζοντας το παράθυρο και τον τοίχο.

«Στο διάολο! Ζωή είν’ αυτή;»

Πέταξε το μπρίκι. Πήρε μια παλιά εφημερίδα και καθάρισε το παράθυρο. Σφούγγισε λίγο και τον τοίχο και στάθηκε συλλογισμένος: Η ώρα ήταν εφτάμιση. Του έμενε καιρός να ψήσει άλλον καφέ; Στις οχτώ έπρεπε να είναι στο τηλεγραφείο, καθισμένος μπροστά στη μηχανή.

Πήγε στη στάμνα και γέμισε γλήγορα το μπρίκι, το ακούμπησε στο καμινέτο και πήρε το κουτί με τα σπίρτα. Έκαμε ν’ ανάψει ένα, δεν έπιασε. Δεύτερο, τρίτο — το ίδιο. Κοντά στο καμινέτο που τα είχε αφήσει, νοτίσανε κι αυτά καθώς χύθηκε ο καφές.

Τα πέταξε φουρκισμένος και πήρε γλήγορα και ντύθηκε.

Μασώντας την κουλούρα που του είχε φέρει πριν ο κουλουράς, κλείδωσε την πόρτα του και βγήκε βιαστικός στο δρόμο.

«Καθώς ήρθα τώρα, πίνω στο γραφείο καφέ. Μια δεκάρα παραπάνω στο ημερινό έξοδο, την οικονομώ το μεσημέρι στο φαγί», στοχαζόταν ενώ περπατούσε γλήγορα. Παραπέρα βρήκε κάποιο γνώριμό του. Υπάλληλος και κείνος, βιαζότανε να προφτάσει το γραφείο του. Κουβεντιάζοντας, τραβήξανε προς το τηλεγραφείο. Άμα φτάσαν εκεί, ο Αριστείδης τον χαιρέτησε και μπήκε μέσα.

«Ένα μέτριο βραστό», φώναξε του καφετζή στην είσοδο κι ανέβηκε τη σκάλα.

Σε λίγο ήταν καθισμένος στο τραπέζι του μπροστά στη μηχανή. Έπινε ακόμα τον καφέ, όταν παρουσιάστηκε ο γραμματοκομιστής μ’ ένα γράμμα και μ’ ένα πονηρό χαμόγελο:

«Κυρ-Αριστείδη, ένα χαράτσι πρωί πρωί. Δεκαπέντε λεφτά. Δεν έχει σωστό γραμματόσημο».

Ο Αριστείδης κιτρίνισε, μα ντράπηκε να το γυρίσει πίσω. Έδωσε τα δεκαπέντε λεπτά κι έσκισε το φάκελο. Ένας συνάδερφος τού έστελνε από την επαρχία μιαν αναφορά και τον παρακαλούσε να φροντίσει.

Οι δυο πλαγινοί του τηλεγραφητές κοιταχτήκανε. «Αναφορά;» είπε ο ένας· «ο Παλιοδήμας θα τη στέλνει. Και τι θέλει;»

«Τρέχα, χάλαγε παπούτσια στα υπουργεία!» μουρμούρισε ο Αριστείδης, και δίχως να το θέλει έριξε τη ματιά στα πόδια του. Τον έβαλε η κατάρα για να ξαναδεί τη μικρή σκισματιά στο δεξί παπούτσι του. Είχε ανοίξει σήμερα περσότερο.

«Καμιά πενηνταριά λεφτά θα θέλει κι ο τσαγκάρης. Πενήντα κι εικοσιπέντε: εβδομήντα πέντε· κι είκοσι για την απάντηση του Παλιοδήμα: πάει η δραχμή—δεν πάει στο διάολο για ζωή!»

Ο Αριστείδης έσκυψε στο τραπέζι του και σώπασε.

Όλοι γύρω σώπαιναν, κι ακουγόντανε μονάχα τα κουμπιά που χτυπούσανε στις μηχανές με βιαστικό, μονότονο, άπιαστο ρυθμό, οι ρόδες που πατώντας στις κορδέλες τα δόντια τους, βροντούσανε και τρίζαν ξενευριστικά.

Ο Αριστείδης τον είχε συνηθισμένο αυτόν το θόρυβο, κάτι περσότερο από συνηθισμένο. Είκοσι χρόνια τώρα ζούσε με αυτόν όπως ο ναυτικός με τον αέρα. Του έγινε τόσο γνώριμος στ’ αφτιά όσο κι οι φωνές του δρόμου, όσο κι η βοή του καφενείου όπου περνούσε τις ώρες που του μέναν ελεύτερες. Του κατάντησε γλώσσα ζωντανή που άκουγε τα λόγια της, τους ήχους της και ξεχώριζε καθένα χτύπο, κάθε πάτημα και τρίξιμο και τα χαιρότανε όπως ο γυμνασμένος στη μουσική το πιο αλαφρό και πιο ξεψυχισμένο φύσημα μέσα σε πολύφωνη ορχήστρα. Σήμερα όμως αυτός ο θόρυβος τον ενοχλούσε. Του έφτανε στ’ αφτιά σαν άρρυθμο μουρμουρητό, σαν τραύλισμα άγνωρο κι αλλόκοτο. Θαρρούσε πως διάβολοι τρίζανε τα δόντια τους, πως ξωτικά και στρίγκλες ουρλιάζανε και χαχάνιζαν και τον αναγελούσανε. Συχνά τον τελευταίο καιρό ερχόταν και καθότανε στο τραπέζι χωρίς την παλιά όρεξη. Σιγά σιγά όμως, όταν περνούσε η ώρα και μέστωνε στην εργασία, ξεχνούσε την κακή διάθεση και χωρίς να το νιώθει ταιριαζότανε με το συναίσθημα πως η ζωή του ήταν δεμένη με τις μηχανές, πως κι αυτός ο ίδιος ήταν εκεί μέσα ένας τροχός, ένα κουμπί, μια βίδα. Σήμερα όμως το είναι του δε θέλει να δεθεί στη μηχανή. Μόλις μπορεί και νιώθει τι του μιλεί, κι ο χτύπος της κι ο βρόντος από τις άλλες εκεί μέσα του ηχούν παράχορδα, βραχνά, σαν ξεκούρδιστα όργανα, τριζοβολούνε άχαρα και πληχτικά, κι η καθεμιά ξεχωριστά κι όλες μαζί του ψιθυρίζουνε, του λένε, του φωνάζουν:

«Ζωή είν’ αυτή! ζωή είν’ αυτή!»

Δεν είχε κοιμηθεί κιόλας καλά τη νύχτα. Έμεινε στο καφενείο αργά και συζητούσε με κάποιο φίλο του για τη Μακεδονία και για τη γλώσσα. Κι απάνω στη συζήτηση άναψε και του παραφέρθηκε. Το ήξερε κι ο ίδιος πως είχε το μεγάλο σφάλμα να θυμώνει, και πάντα πολεμούσε να κρατηθεί. Άμα όμως ήταν το ζήτημα για τη γλώσσα και για την πατρίδα, δεν μπορούσε να βαστάξει το θυμό. Το μετάνιωνε ύστερα, όπως το μετάνιωσε και ψες, μα ήταν πλέον αργά. Και ψες το μετάνιωσε περσότερο, γιατί στο φίλο του που παραφέρθηκε χρωστούσε μερικές δραχμές. Κι αν εκείνος τώρα, θυμωμένος από τα λόγια που του είπε, του τις γύρευε, ο Αριστείδης δε θα μπορούσε να του τις δώσει πριν έβγει ο μήνας και πάρει το μιστό. Μα πάλι από το μιστό έπρεπε να δώσει τις εφτά δραχμές του ράφτη, που τον στενοχώρεσε. Τις χρωστούσε από το χινόπωρο για το επανωφόρι που του γύρισε. Την πρώτη του μηνός θα ερχότανε κι η πλύστρα για τις άλλες τρεις, ο κουλουράς για τη μιάμιση, ο ξενοδόχος — όλα τούτα γυρίζανε στο νου του, κοντά σε αυτά η συλλογή για το παπούτσι που έσκασε, και: «Όχι, δεν έπρεπε να θυμώσω εψές και να μιλήσω έτσι», στοχαζότανε. Μα πάλι: «Να μου λέει πως δεν είναι η Μακεδονία όλη ελληνική, να υποστηρίζει πως οι μαλλιαροί δεν είναι πληρωμένοι, και πως δε χαλούνε τη γραμματική!»

 

Στη ζωή του είχε παίξει κάποιο μέρος η γραμματική. Γιος παπά, που ήταν μαζί και δάσκαλος στο χωριό, ο Αριστείδης Κεραμέας (Κεραμεύς υπογραφόταν ο ίδιος) είχε νιώσει από μικρός να του σαλεύει στην καρδιά η αγάπη της. Εκεί που υπηρετούσε τον πατέρα του στο ιερό βαστώντας το κερί, ανάβοντας το θυμιατό και μαζεύοντας τις λειτουργιές, ο μακαρίτης έβρισκε πάντα την περίσταση να του ξηγά έναν ανώμαλο σχηματισμό στο τροπάρι που έλεγε ο ψάλτης έξω, μιαν αττική σύνταξη στο Ευαγγέλιο που είχε διαβάσει ο ίδιος πρωτύτερα. Η αγάπη της γραμματικής τον έφερε τέλος και στο κατώφλι της φιλοσοφικής σχολής. Το πάτησε με ανατριχίλα στην ψυχή, και το καλοκαίρι που γύρισε στο χωριό, ο πατέρας του έμεινε με το στόμα ανοιχτό άμα τον άκουσε να μιλεί για την αποστολή της εκκλησιάς και του σκολειού. Αυτός δεν το είχε στοχαστεί ποτέ πως ο ουρανός του είχε φορτώσει τόσο μέγα βάρος, τόσο μέγα έργο στην εκκλησιά και στο σκολειό. Είχε γίνει παπάς, γιατί ήταν κι ο πατέρας του παπάς· και γύρεψε κι έγινε και δάσκαλος, γιατί το ράσο δεν του έδινε όσα χρειαζότανε να ζήσει την περισσή φαμελιά του. Οι άλλοι παπάδες είχαν ποιος αμπέλι, ποιος χωράφι· αυτός τα γράμματα, που τον είχαν στείλει κι έμαθε στο σχολαρχείο στην πόλη. Ο παπα-Κεραμέας έκαμε να γελάσει μέσα του με τις ομιλίες του γιου. Μα πάλι, ο θεός είναι μεγάλος, στοχάστηκε, η βουλή του αξεδιάλυτη. Ποιος ξέρει τι μεγάλα να διορίζει για το γιο! Τον φαντάστηκε καθηγητή, κι η ματιά του έλαμψε. Ακόμα και την ώρα τούτη θα προτιμούσε βέβαια το πιο σίγουρο, να ήθελε δηλαδή ο γιος του να βγάλει το διδασκαλείο και να γυρίσει να φορέσει το ράσο και να μπει στο πόδι του στην εκκλησιά και στο σκολειό. Μα ωστόσο, μια κι έχει το παιδί τόση όρεξη, ας γίνει του θεού το θέλημα, είπε. Ας στερευτεί αυτός κι η άλλη φαμελιά, και κείνο ας βγάλει το Πανεπιστήμιο. Και ξαναέστειλε κει τον Αριστείδη με την ευχή του. Μα φαίνεται να ήταν αλλιώτικο το θέλημα του θεού. Ο βουλευτής του τόπου έφυγε ανέλπιστα από την Κυβέρνηση και κάποιο άλλο χωριατόπουλο, που είχε τελειώσει το διδασκαλείο, δεν έβρισκε άλλο σκολειό άδειο στα κοντινά χωριά για να διοριστεί. Ο παπα-Κεραμέας παύτηκε από δάσκαλος, κι από τη σύνταξή του δεν περίσσευαν πια όσα χρειαζόταν ο Αριστείδης να μείνει φοιτητής. Έπρεπε ή να γυρίσει στο χωριό ή να βρει άλλον πόρο ζωής. Δοκίμασε πολλούς. Έγινε προγυμναστης, γραφιάς σε συμβολαιογραφείο, διορθωτής σε μιαν εφημερίδα κι έζησε τρία χρόνια με τη λαχτάρα της δασκαλικής αποστολής, με την πίστη και την ελπίδα πως κάποιο θάμα θα του έδινε το δίπλωμα στο χέρι. Μα το θάμα έστρεξε διαφορετικά. Για να μη γυρίσει στο χωριό, αποφάσισε κι έγινε τηλεγραφητής, όταν του παρουσιάστηκε η περίσταση.

Στην αρχή με δίχως όρεξη και με πικρή καρδιά. Μα σιγά σιγά, όσο άρχισε να χορταίνει κι όσο έβλεπε πως του ανοίγεται κάποια θέση στην κοινωνία, συνήθισε το νέο έργο του, όσο που το αγάπησε στο τέλος. Ο καημός της γραμματικής δεν ήθελε να σβήσει βέβαια, και στην πρώτη αφορμή που έβρισκε, γύριζε με χαρά στο λεξικό του. Άμα παντρευόταν κανένας φίλος ή γιόρταζε ο προϊστάμενος, ο Αριστείδης έγραφε ποίημα ή σύνταζε κανένα διάφορο και το έστελνε στον Εθνικό φρουρό, όπου έκαμε διορθωτής. Άμα πάλι άνοιγε σε αυτό ή σε άλλο φύλλο κανένα ζήτημα εθνικό, άμα έβγαινε στη μέση κανένα κοινωνικό σκάνταλο, έπιανε την πένα κι έστελνε κι αυτός τη γνώμη του. Κι όταν τη διάβαζε τυπωμένη, θλιβόταν η καρδιά του για πολλή ώρα, ξαναβλέποντας ολοφάνερα πως άλλος ήταν ο προορισμός του στη ζωή. Μα οι πεζές ανάγκες τον ξαναρπάζανε, και μια κι έφυγε από τα νερά του, το έβρισκε λογικό να μη χαθεί ολότελα στα ξένα νερά· να προβιβαστεί τουλάχιστο και να βρει μια καλή νύφη. Στην αρχή κυνήγησε το πρώτο, για να πετύχει έπειτα ευκολότερα το άλλο. Μα οι δικοί του στο χωριό δεν μπορέσανε να του δώσουνε βοήθεια. Ο πατέρας του, όσο γέραζε, γινότανε στο κόμμα πιο αχρείαστος. Όταν τον βίαζε ο Αριστείδης με τα γράμματα, πήγαινε στο δήμαρχο. Μα ο Αριστείδης απόμενε με την ελπίδα πάντα. Κι έτσι αποφάσισε να λύσει αντίστροφα το ζήτημα, να κυνηγήσει τον προβιβασμό μ’ έναν καλό γάμο.

Και μια στιγμή, όταν η τύχη τον έφερε σ’ ένα πλούσιο και φιλόξενο κεφαλοχώρι, νόμισε πως πλησίασε τέλος στο σκοπό. Ο Αριστείδης ήταν καλοκαμωμένος άνθρωπος. Μαθημένος στη στέρηση από μικρός, γνώριζε τώρα να τα βγάζει πέρα με το λίγο το μιστό. Στις επαρχίες που γύριζε, όταν τύχαινε να ήταν ο προϊστάμενος ανύπαντρος, ή να είναι δίχως προϊστάμενο καθώς τώρα εδώ, είχε σπίτι χάρισμα. Έτσι κατάφερε να βάλει στην άκρη κατιτί και να ‘χει μέσα στη βαλίτσα του, όπου κι αν πήγαινε, μια καινούρια μαύρη φορεσιά. Την έβαζε μαζί με το ημίψηλο τις γιορτές, τις τελετές και σε κάθε βίζιτα που έκανε. Με αυτά όλα, με την ήσυχη και φρόνιμη ζωή του, με τη φήμη που είχε ακόμα πως ήτανε γραμματισμένος, του φάνηκε πως κατάφερε να τραβήξει απάνω του τα μάτια της δημαρχοπούλας. Κι αλήθεια, αρχίσανε να το ψιθυρίζουν στο χωριό. Φαίνεται όμως πως η μοίρα δεν αγαπούσε τον Αριστείδη όσο κόντεψε να το πιστέψει. Το χτίριο του τηλεγραφείου ήτανε σαράβαλο, οι τοίχοι ραγισμένοι στ’ αγκωνάρια, το πάτωμα έτρεμε να πέσει, τα κεραμίδια τρέχανε. Οι σταλαγματιές δεν του βρέχανε συχνά μόνο τις μηχανές, μα βρήκανε και το μέρος που είχε κρεμασμένη την καλή του φορεσιά. Έκαμε παράπονα στο δήμαρχο, από την απάντηση όμως που πήρε, κατάλαβε πως η επιθυμία του δημάρχου ήτανε να μην του ξαναπιάσει κουβέντα γι’ αυτό. Έτσι σώπασε, όσο που μια νύχτα δυνατός σεισμός τον τίναξε από το κρεβάτι του. Όλο το σπίτι, μηχανές, τραπέζια, σκάλες, είσοδο γεμίσανε σκόνη κι ασβέστες, από τ’ αγκωνάρια ξεκόψανε κάμποσες πέτρες. Ο Αριστείδης ξαναέτρεξε τρομαγμένος στο δήμαρχο. Εκείνος γέλασε: «Ποιο σπίτι έμεινε ατάραχτο;» του είπε. — «Μα...», έκαμε να ξαναπεί ο Αριστείδης. Ο δήμαρχος όμως δεν τον άφησε να τελειώσει: «Δεν πέφτει, δε σε πλακώνει, μη φοβάσαι!» Και μ’ ένα χάδεμα στην πλάτη τον έμπασε στο ρακοπουλειό κι άλλαξε την ομιλία.

Ο Αριστείδης ξανασώπασε. Μα η γη δεν έπαυε να σειέται, και το ‘βρισκε μεγάλο κρίμα να θαφτεί από κάτω από το παλιόσπιτο ίσια ίσια την ώρα που έπαιρνε να του γελάσει ο ουρανός. Ν’ αναφερθεί όμως επίσημα στο υπουργείο δεν τολμούσε. Νόμισε πιο γνωστικό να κάμει θόρυβο στον τύπο. Κάθισε λοιπόν και σύνταξε μιαν ανταπόκριση για το σεισμό και τις ζημιές που έκαμε στον τόπο. Αφού σημείωσε πόσα σπίτια γκρεμιστήκανε και ραγιστήκανε, τόνισε ξεχωριστά πως και το τηλεγραφείο έγινε ακατοίκητο κι είναι κίντυνος για τους πολίτες, που ανεβαίνουνε τη σκάλα του. Έβαλε για υπογραφή το αρχαίο όνομα του ξεροπόταμου που περνούσε μέσα στο χωριό, κι έστειλε την ανταπόκριση στον Εθνικό φρουρό. Ο νοικοκύρης του σπιτιού την είδε που δημοσιεύτηκε, μα το βρήκε πιο γνωστικό κι αυτός να μην ανακατέψει περσότερο το πράμα. Αυτό κιόλας του σύστησε κι ο δήμαρχος. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος φανταστήκανε πως την ανταπόκριση την έστειλε ο τηλεγραφητής. Η οργή όμως το έφερε να κάμει ο Αριστείδης στην ανταπόκριση μιαν ονομαστική απόλυτη, και στο καφενείο του χωριού όπου σχολιάστηκε η ανταπόκριση, πέσαν οι υποψίες στο σχολάρχη που τον ξέρανε πως έγραφε διατριβές στον τύπο με ονομαστικές απόλυτες. Μα εκείνος το έβαλε πείσμα και φρόντισε και βρήκε τον ένοχο. Ο Αριστείδης είχε διηγηθεί συχνά στον καφενέ πως έκαμε μια φορά συντάκτης στον Εθνικό φρουρό. Τα νταραβέρια λοιπόν του τηλεγραφητή με το φύλλο αυτό και το συμφέρο του για το γκρεμισμένο σπίτι, δείχνουνε φως φανερό ποιος έγραψε την ανταπόκριση, φώναξε ο σχολάρχης και το πράμα έγινε σούσουρο στο χωριό. Κι ο Αριστείδης δε γλίτωσε από κείνο που φοβόταν.

Έφυγε για το νησί του Λεβάντε, όπου τον μεταθέσανε. Αποκεί πλανήθηκε σε άλλα νησιά κι άλλα χωριά. Πάντα βοηθός του τελευταίου βαθμού, πάντα με χαμένη την ελπίδα ν’ ανεβεί στον παραπάνω. Σε κάθε τόπο που περνούσε, κολάκευε τους δημάρχους, κλαιγότανε στους βουλευτές. Εκείνοι του τάζανε όσο έμενε στον τόπο τους, όταν όμως έφευγε τον λησμονούσαν. Τέλος είδε πως μονάχα ο δικός του βουλευτής μπορούσε να βοηθήσει, κι αποφάσισε και πήγε μόνος στο χωριό. Μα κάλλιο να μην πήγαινε. Ο πατέρας του κατάκειτος, είχε αφήσει πια την ενορία, η μάνα του μόλις σερνότανε στα πόδια της, τέσσερες αδερφές της παντρειάς, τα δυο αδέρφια του φευγάτα στην Αμερική. Έφυγε συντριμμένος χειρότερα με την υπόσχεση να τους βοηθά στέλνοντας κάτι από το μιστό του.

Τέλος κατόρθωσε να τον φέρουν στην πρωτεύουσα. Φαντάστηκε πως εκεί θα ήταν καλύτερα, θα έβρισκε φίλους παλιούς, θα έπιανε καινούριους, θα φρόντιζε μονάχος. Μα όταν ήρθε, τα βρήκε όλα αλλιώτικα. Ο δημοσιογράφος, που τον είχε διορθωτή στο φύλλο του και προγυμναστή στα παιδιά του, τρόμαξε να τον θυμηθεί· ένας καθηγητής, που τον νόμιζε προστάτη του όταν ήταν φοιτητής, του μίλησε μόνο για τη γλώσσα που τη χαλούν οι μαλλιαροί· άλλοι γνώριμοι και φίλοι του είχανε καθένας το δικό του πόνο. Και το χειρότερο η ζωή ακριβή. Διπλά τα νοίκια, ο καφές δεκαπεντάρικος. Τα μαγέρικα όπου έτρωγε τον παλιόν καιρό, γίνανε τώρα ξενοδοχεία. Ντρεπότανε που τα έβλεπε κι απέξω. Και τα μπακάλικα της αγοράς αλλάξανε, πλάτυναν, έχουνε πιο πολύ φως και πάστρα, και το σοβαρότερο: ακριβύνανε κι αυτά. Κι οι πελάτες τους άλλοι και κείνοι, άγνωστοι.

Και σαν περάσανε κάμποσοι μήνες άσκοποι και μονότονοι, άρχισε να πιθυμά τις επαρχίες. Τόσα χρόνια εκεί συνήθισε στις καλύτερες συντροφιές, στις περιποίησες του κόσμου, στην πιο αναπαυτική ζωή. Μα να ξαναγυρίσει εκεί ούτε τόσο εύκολο ήταν, ούτε και φρόνιμο. Μια κι ήρθε δω, ας δοκιμάσει να τραβήξει το σκοινί όσο μπορεί μακρύτερα. Κι έτσι τράβηξε η ζωή άλλους τόσους μήνες κι άλλους τόσους, όσο που ο Αριστείδης συνήθισε και με αυτή. Χρόνια τώρα από την κάμαρά του απάνω στα Πευκάκια ως το τηλεγραφείο κάτω. Κι αποκεί στο μαγέρικο, στον καφενέ. Και τον ίδιο δρόμο πάλι απάνω και ξανά τον ίδιον κάτω. Γιατί αυτή η ζωή; Για να βλαστημά κάθε στιγμή, άμα σκοντάφτει σε κάποια τρίχα η μηχανή της, για να κρατά το μισό μερονύχτι το κουμπί της άλλης μηχανής, για να μετρά κάθε μπουκιά που θα βάλει στο στόμα, να λογαριάζει την κάθε πεντάρα που θα δώσει; Ή για να βλέπει ολοένα γύρω του να πηγαίνουν οι άλλοι εμπρός, να βλέπει το Ρωμαίικο να κατρακυλά, τους Βούλγαρους να κατεβαίνουν στη Μακεδονία, τους μαλλιαρούς να χαλούν τη γλώσσα;

« Δεν πάει στο διάολο!» ξαναμουρμούρισε ο Αριστείδης εκεί που η κορδέλα του μπερδεύτηκε μια στιγμή στη ρόδα, και γύριζε και ξαναγύριζε στο νου τους ίδιους στοχασμούς. Δεν μπορούσε να ‘ρθει σήμερα στον εαυτό του. Σκυφτός στη μηχανή, σαν ξένος με όλα κι όλους εκεί μέσα, περίμενε όσο που χτύπησε μεσημέρι και πήρε το καπέλο του και βγήκε.

 

Τράβηξε στο συνηθισμένο του μαγέρικο, στο Βάκχο, και κάθισε στη συνηθισμένη του μεριά. Ήρθε με την απόφαση να οικονομήσει από το φαγί το παραπανιστό πρωινό έξοδο, μα με το πείσμα που πιάνει κάποτε τον άνθρωπο και κάνει στη σειρά σφάλματα, όταν έχει κάμει ένα, πέρασε άλλες δυο δεκάρες το λογαριασμό. Και δω στο Βάκχο είχαν αλλάξει τώρα τη θέση της κουζίνας. Την πήγανε πίσω, κι έτσι ο Αριστείδης χωρίστηκε κι από την τελευταία συνήθεια που του έμενε από την επαρχία, να βλέπει τα φαγιά στις κατσαρόλες που βράζανε και να διαλέγει μόνος τη μερίδα που πρόσταζε. Μπήκε ο κατάλογος και δω· και το γκαρσόνι περίμενε τώρα μπαξίσι κι αυτό, κάθε Κυριακή τουλάχιστο. Βάλαν ακόμα και μπουκάλες με νερό του Μαρουσιού. Ο Αριστείδης, όσο και να βλαστημούσε τη ζωή, φοβότανε τον τύφο. Έμπαινε κιόλας το καλοκαίρι, κι είχαν ακουστεί κάμποσα κρούσματα. Και σήμερα είχε τόση δίψα, που δε βάσταξε να μην προστάξει μια μπουκάλα.

Τέλειωσε το φαγί και ρουφώντας το κρασί του σε μικρές γουλιές κάπνιζε ένα τσιγάρο. Κάπνιζε και συλλογιζότανε πάντα το χρέος στο φίλο του, το χρέος στο ράφτη κι όλα τ’ άλλα. Και κοντά σε αυτά, άλλη μια φορά ξανά όλη τη ζωή του. Το περίμενε κανείς πως θα τέλειωνε δω που τέλειωσε; Κι ένα ρώτημα του ήρθε άξαφνα στο νου: Δε θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει στο χωριό, καθώς το ήθελε ο πατέρας του, να γινότανε παπάς σε κεινού το πόδι; Κι ένα όνειρο ευτυχισμένο πέρασε μπροστά του, ένα ήσυχο ειδύλλιο σε μιαν άκρη του χωριού. Πώς θα ήταν τάχα, να έπαιρνε τώρα την απόφαση να παρατήσει την άχαρη ζωή εδώ και να γυρίσει εκεί; Θέλησε να πλάσει μια στιγμή για δοκιμή μια τέτοια εικόνα, η άλλη όμως εικόνα της δυστυχίας του σπιτιού του, που του έμενε στην ανάμνηση από το τελευταίο ταξίδι στο χωριό, βγήκε θλιβερή μπροστά του κι έπνιξε την πρώτη. Σκοτείνιασε η ψυχή του περσότερο, και θέλησε να γυριστεί ολότελα το στοχασμό αποκεί. Μα ο στοχασμός δεν έφευγε. Ο πατέρας του πεθαμένος τώρα, η μάνα του ένα συντρίμμι πια, οι αδερφές του παντέρημες στεκόντανε μπροστά του.

Πρόσταξε πάλι ένα πεντάρικο κι έστριψε νέο τσιγάρο. Μια φορά, στη νιότη του, με τις πρώτες καταδρομές της τύχης, όπως πολλών, και του Αριστείδη αρχίσανε να του σαλεύουνε στα στήθη ποιητικές ορμές. Όταν κιόλας, τον καιρό που ήταν προγυμναστής, ένιωσε ξαφνικά ένα κρυφό απαλό αίσθημα για μια μαθήτριά του, είχε αφήσει να χυθούνε στο χαρτί αρκετά ποιήματα. Σε αυτά εννοείται πρόσεχε πρώτα πρώτα να μη λαθεύει στους κανόνες της γραμματικής και να μην πέφτει σε σολοικισμούς. Ένας φίλος του όμως, που του διάβασε κάποια από κείνα τα ποιήματα, του φώναξε γελώντας: «Είσαι ερωτεμένος, Αριστείδη». Ο Αριστείδης τρόμαξε μην του προδοθεί το μυστικό κι από τότε κλείδωνε μέσα στο μπαούλο τα ποιήματα Τώρα τα είχε ξεχασμένα πια. Μα στην ψυχή του δεν ήτανε σβησμένη και κάθε θύμηση από κείνον τον καιρό. Ολότελα γλυκιά κι αυτή δεν ήτανε, γιατί ένα βράδυ, καθώς πήγαινε να κάνουνε το μάθημα, έπιασε τη μαθήτριά του να κρυφομιλεί με κάποιο νέο κάτω στη σκοτεινή εμπατή πίσω από την πόρτα. Και του θόλωσε μεμιάς το όμορφο το όνειρο, και το αιθέριο και χιμαιρικό αίσθημά του έγινε πυρωμένο πάθος κι απελπισία θανατερή, που γέμισε με δάκρυα το μαξιλάρι του και με κατάρες και οργή τους στίχους του. Όπως γίνεται όμως πάντα στις πιο δυστυχισμένες ώρες, έτσι και στον Αριστείδη τώρα βγαίνανε απάνω απάνω μόνο οι καλές στιγμές του παλιού καιρού και λάμπαν από τα βάθη τους, σα χαμένο φως μέσα στην τωρινή άχαρη ερημιά. Τα παιδιάτικα χρόνια του στην εκκλησιά του χωριού, τα χρόνια στο γυμνάσιο στην πόλη, όπου οι δάσκαλοί του προμαντεύανε τόσα γι’ αυτόν, ο ζήλος του, ο καημός του ύστερα στα θρανία της φιλοσοφικής σχολής —κάθε όμορφη και κάθε θλιβερή στιγμή της ζωής του― όλα σμίγανε θλιμμένα και σαλεύανε νοσταλγικά μέσα του. Και με το κεφάλι ακουμπημένο στο χέρι, με το νου βυθισμένο σε θολούς στοχασμούς, κοιτάζοντας χαμένα μπρος του τον καπνό του τσιγάρου του που έφευγε και σκορπούσε σε αριό σύννεφο, ψιθύρισε τους στίχους:

 

Παρήλθον ημέραι και χρόνοι μεγάλοι,

εις βάτους επνίγη το εύβοτρι κλήμα...

 

Μα μια φωνή από πίσω του τον ξάφνισε.

Ήταν ο κυρ-Αντώνης, ένας γνώριμός του σιδεράς, που είχε το μαγαζί του εκεί κοντά στο μαγέρικο.

«Α μπράβο· εδώ είσ’ ακόμα», του είπε και τον χτύπησε στον ώμο. «Σαν πέρασε η ώρα, έλεγα δε θα βρω κανέναν».

Κι ο κυρ-Αντώνης κάθισε κοντά του.

Του Αριστείδη δεν του άρεσε που ήρθε. Και σκέφτηκε να πληρώσει και να φύγει, λέγοντας πως βιάζεται να πάει στο γραφείο του. Και φώναξε το παιδί:

Μα ο κυρ-Αντώνης τον πρόλαβε:

« Πιάσε μας μισή οκαδίτσα φρέσκη», είπε του παιδιού.

Ο Αριστείδης έκαμε να το κρατήσει να πληρώσει, μα ο κυρ-Αντώνης σα να τον κατάλαβε:

«Άντε γλήγορα», είπε δυνατά του παιδιού και το έσπρωξε. Αφού έτριψε ύστερα μ’ ευχαρίστηση τα χέρια, γύρισε στον Αριστείδη και τον χτύπησε στο γόνατο:

«Τι ξέρεις; τι καινούρια;» ρώτησε.

«Τίποτα», είπε ο Αριστείδης ξερά.

«Τι λες; θα βασταχτεί η Κυβέρνηση;»

Ο Αριστείδης δεν απάντησε.

«Δεν το πιστεύω· οι βουλευτές θα φοβηθούνε να ψηφίσουν κι άλλους φόρους. Θα σηκωθεί ο λαός να τους κάψει», ξαναείπε ο κυρ-Αντώνης.

Μέσα στα μίση του Αριστείδη ήταν ένα κι ο λαός. Με όλη την κακή του μοίρα, που την ένιωθε πολλές φορές να σφίγει με τη μοίρα των πολλών, ποτέ δεν μπόρεσε να κρύψει μέσα του την περηφάνεια που αισθανότανε σα μορφωμένος άνθρωπος αντίκρυ στο λαό. Μα την ώρα τούτη δεν είχε όρεξη για πολιτική συζήτηση. Γνώριζε κιόλας πως ο κυρ-Αντώνης δεν είχε πολύ αλλιώτικη γνώμη για το λαό. Και δεν του έδωσε απάντηση.

Το παιδί έφερε το φαγί του κυρ-Αντώνη μαζί με το κρασί, κι ο κυρ-Αντώνης γέμισε τα δυο ποτήρια. Ο Αριστείδης ήπιε βιασμένα στην αρχή και σώπαινε. «Δε σε βλέπω με πολλή όρεξη», του είπε ο κυρ-Αντώνης· «τι έχεις;»

«Τι θέλεις να ‘χω! Ζωή είν’ αυτή;» έφυγε ο λόγος από τα χείλη του Αριστείδη χωρίς να το καταλάβει. Και ξαναγύρεψε με τα μάτια το παιδί.

«Κάτσε λίγο, αδερφέ. Πιε μια σταλιά, κι όξω πικρή καρδιά», φώναξε ο κυρ-Αντώνης και του ξαναγέμισε το ποτήρι.

Ο Αριστείδης ήπιε κι έσκυψε το κεφάλι.

Ο κυρ-Αντώνης γέλασε καλόκαρδα: «Ζωή! Όλοι έχουμε σ’ αυτή τα βάσανά μας, ποιος λίγα, ποιος πολλά. Μα τα ρίχνουμε στις πλάτες και την αφήνουμε να περνά. Υγειά να είναι πες μονάχα». Και τσίγκρισε το ποτήρι του με του Αριστείδη. Ήπιανε κι οι δυο.

Του Αριστείδη του είχε φύγει πια ο λόγος. Το κρασί άρχισε να του μαλακώνει την καρδιά, ο κυρ-Αντώνης τον παράσυρε σιγά σιγά, κι ο Αριστείδης δίχως να το νιώσει πάλι του την άνοιξε όλη, του είπε τις δυσκολίες του, τις στενοχώριες, του ιστόρησε όλη τη σκοτεινή ζωή του.

Μα κι ο κυρ-Αντώνης βρήκε τη στιγμή:

«Φταις κι ο ίδιος», είπε «άδικα στενοχωριέσαι κι υποφέρνεις».

«Τι φταίω;» ψιθύρισε ο Αριστείδης θλιβερά.

«Δεν τα είπαμε…;»

Τότε θυμήθηκε ο Αριστείδης. Ο κυρ-Αντώνης, που είχε το μαγαζί του με τα σιδερικά στον άλλο δρόμο, πολλές μέρες, μάλιστα τις νηστίσιμες που ήξερε πως τον περιμένανε μόνο ξερά κουκιά ή φασόλια, βαριότανε να πάει να φάει στο σπίτι του κάτω στην άκρη του Μεταξουργείου κι ερχόταν στο ξενοδοχείο. Αυτού, τρία χρόνια τώρα, γνωρίστηκε με τον Αριστείδη και του άρεσε, σαν ήσυχος που ήτανε και ταχτικός. Η γυναίκα του είχε μιαν ανιψιά στον Πειραιά, μικρή στα χρόνια και με κάποια προίκα: κοντά δέκα χιλιάδες. Μα νόστιμη και ζωηρή όπως ήταν, παραπάτησε και δύσκολα θα ‘βρισκε γαμπρό. Κάποιες φορές λοιπόν πέταξε λόγια του Αριστείδη εκεί που τρώγανε, ανεβάζοντας τρεις τέσσερες χιλιάδες την προίκα του κοριτσιού και σωπαίνοντας το σφάλμα του. Ο Αριστείδης νοστιμεύτηκε το πράμα και ξέτασε να μάθει για την προίκα. Μα έμαθε το σφάλμα κι έτσι ξέφευγε πάντα να δώσει απάντηση του κυρ-Αντώνη. Και τώρα το ένιωσε αμέσως τι ήθελε να πει εκείνος με το «δεν τα είπαμε!» Και τον κοίταξε μουδιασμένος και χαμήλωσε τα μάτια.

«Δε βάζει έτσι ο κόσμος, Αριστείδη, το κεφάλι κάτω. Άκου με που σου λέω γω, αποφάσισέ το», ξαναείπε ο κυρ-Αντώνης.

«Τώρα στα γεράματα!» ψιθύρισε ο Αριστείδης.

Ο κυρ-Αντώνης γέλασε:

«Γεράματα! Εσύ δε σαράντισες ακόμα. Σαράντα δυο χρονών ήμουνα γω σα στεφανώθηκα».

Ο Αριστείδης δε θέλησε να πει πως είχε κλείσει τα σαράντα τέσσερα. Άκουγε μόνο δίχως να μιλεί.

Ο κυρ-Αντώνης πρόσταξε και ξαναφέρανε κρασί. Άμα σηκωθήκανε να φύγουν, ο Αριστείδης δίχως να το καταλάβει πώς, είχε δώσει του κυρ-Αντώνη το λόγο του να πάνε την άλλη μέρα σπίτι του, να ιδωθεί με το κορίτσι.

Ήταν αφορμή το κρασί; Ο Αριστείδης σπάνια έπινε περσότερο από εκατοστάρι. Τράβηξε σπίτι του με το κεφάλι ζαλισμένο. Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Άμα γδύθηκε κι ακούμπησε να ησυχάσει καμιάν ώρα, τότε άρχισε να συλλογίζεται. «Τι έκαμα; Το στοχάστηκα σωστά;» Είχε θυμηθεί τώρα το σφάλμα του κοριτσιού, που τον έκανε να ξεφεύγει τόσον καιρό κάθε κουβέντα με τον κυρ-Αντώνη. Κι η ψυχή του ξαναθόλωσε:

«Πάντα κάτι θα βρεθεί μπροστά· δεν πάει στο διάολο για ζωή!»

Κλώτσησε το σκέπασμά του.

«Όχι, όχι" αυτό δε γίνεται», είπε, γύρισε κατά τον τοίχο και πολέμησε να κοιμηθεί. Μα η ψυχή του πάλι δεν ήθελε να ησυχάσει. «Καλά, δε γίνεται· μα το στοχάστηκες σωστά κι αυτό;» άκουγε κείθε μια φωνή. Για να τη σωπάσει, άνοιξε τα μάτια. Ο τοίχος γύριζε μπροστά του, σα να ήθελε να πέσει απάνω του.

Γύρισε από το άλλο πλευρό. «Δε γίνεται, δε γίνεται», ξαναείπε και νόμισε πως ησύχασε. Μα καθώς ξανάνοιξε τα μάτια και τα έριξε γύρω στην κάμαρα, είδε απάνω στο παράθυρο το καμινέτο και το μπρίκι, όπως τα πέταξε το πρωί. Είδε τον τοίχο λερωμένον από τον καφέ που χύθηκε, είδε τις αράχνες που κρεμόντανε ψηλά, τη σκόνη ένα δάχτυλο στο πάτωμα, τη σπασμένη καρέκλα του, την κοψοχειλισμένη στάμνα στην αγκωνή. Αναποδογυρισμένο, καθώς το έβγαλε μπρος στο κρεβάτι, έχασκε κει και το σκασμένο παπούτσι. Σφάλισε τα μάτια για να μην το βλέπει. Το κεφάλι, ο νους του στρυφογυρίζαν. Ήταν από το κρασί; Κι ήταν ξύπνος ή ονειρευότανε; Μια στιγμή νόμισε πως στεκόταν ορθός μπροστά σ’ ένα πλατύ, βαθύ αυλάκι. Στο χάσμα κάτω γυάλιζε το νερό. Κι έπρεπε να το πηδήσει. Πήρε φόρα και τινάχτηκε στον αέρα.

Άνοιξε τα μάτια και πετάχτηκε. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο στην κάμαρα. Τι διάβολο, είχε κοιμηθεί; Κοίταξε, κόντευε τέσσερες η ώρα. Πλύθηκε, ντύθηκε γλήγορα και πάει.

«Κάποιος λύκος θα ψοφήσει», είπε από μέσα του ο καφετζής, όταν ο Αριστείδης του παράγγειλε και δεύτερο καφέ το απόγεμα.

Του τον πήγε, κι ο Αριστείδης έσκυψε στη μηχανή δίχως να κοιτάξει γύρω του, δίχως ν’ αλλάξει λόγο με κανέναν. Τον τυραννούσε πάντα ο ίδιος στοχασμός. Όταν έβρισκε λίγες στιγμές καιρό, σηκωνότανε σαν ξεχασμένος και με σκυφτό κεφάλι πάντα βημάτιζε από το τραπέζι του ίσια με το παράθυρο κι έστεκε κει κοιτάζοντας τον ουρανό, σα να του γύρευε ν’ αποφασίσει εκείνος. Ο ουρανός ήταν ολόφωτος. Από κάτω, από τη φρεσκοραντισμένη αυλή, ανέβαινε αλαφρή δροσιά. Τα σπουργίτια, μαζεμένα στα δεντράκια της αυλής κελαδούσανε· τα χελιδόνια ψιθυρίζανε και κείνα καθισμένα ψηλά στα σύρματα, που βγαίναν ολόισες πυκνές γραμμές από τα παράθυρα ένα γύρο.

Του Αριστείδη του φάνηκαν μια στιγμή σα να ήτανε σημάδια σε νότες μουσικής. Δεν ήξερε γιατί θυμήθηκε άξαφνα πως κάποτε είχε δοκιμάσει να μάθει φλάουτο. Του ήρθε στο νου και το τραγούδι ακόμα που έπαιζε, κι άρχισε να το σφυρίζει καθώς στεκότανε. Και πίσω από την αυλή, που ήταν ο δρόμος, έφτανε ο βρόντος των τροχών από τ’ αμάξια που περνούσαν, οι φωνές κι η βοή του κόσμου που χυνόταν έξω στο ανοιξιάτικο δειλινό. Ήσυχοι, διάφανοι, γαλανωποί απλώνονταν και κρεμούσαν οι ίσκιοι στις σταχτοκόκκινες σκεπές, στους μουντόλευκους τοίχους και τις ταράτσες των σπιτιών, και μαλακή ευωδιά και λάμψη χρυσορόδινη σκορπισμένη σα χρυσόσκονη τρέμανε σ’ όλον τον αέρα.

«Είν’ ακόμα, είναι στ’ αλήθεια τόσο πολύ όμορφη η ζωή;» ρωτούσε μέσα του ο Αριστείδης και στεκότανε και κοίταζε.

 

Άμα το βράδυ βγήκε από το γραφείο του, είχε πάρει την απόφαση. Έτρεξε σ’ ένα φίλο του καθηγητή, που τον γνώριζε από την επαρχία, και τώρα που είχε ‘ρθεί και κείνος στην Αθήνα, τον έβλεπε καμιά φορά. Τον βρήκε και του ζήτησε τη μαύρη φορεσιά του. Η δική του που είχε κάποτε, ήταν πια λιωμένη από καιρό. Εκείνος του την έδωσε. Είχαν το ίδιο μπόι, και του πήγαινε. Κακά ψυχρά, γιατί ο Αριστείδης ήταν πιο αδύνατος· ωστόσο τρωγότανε το πράμα. Το άλλο πρωί πήγε και πήρε το μιστό του. «Ας μείνουνε στο σπίτι το μήνα τούτο δίχως εικοσιπεντάρικο· τους το στέλνω διπλό τον άλλον», είπε και τράβηξε κι αγόρασε παπούτσια και καπέλο. Ξυρίστηκε καλά, έκοψε τα μαλλιά του, φόρεσε τα μαύρα ρούχα του καθηγητή και στις πέντε η ώρα παρουσιάστηκε στο μαγαζί του κυρ-Αντώνη, καθώς το αποφάσισαν.

Μπήκανε στο τραμ και τους έβγαλε κοντά στου κυρ-Αντώνη. Ο Αριστείδης ένιωθε να του τρέμουν και καρδιά και πόδια εκεί που ανέβαινε τη σκάλα. Η κυρα-Αντώναινα κι η ανιψιά της τους δεχτήκανε στην πόρτα της σάλας. Καθίσανε κι ο Αριστείδης έριχνε της νύφης κλεφτές ματιές. Ήταν κοντή, παχουλή, μελαχρινή κοπέλα. Τι λογής ήταν τα μάτια της δεν μπόρεσε να τα κοιτάξει. Του άρεσε η φωνή της, άμα η κυρα-Αντώναινα της έδωσε καιρό κι είπε κι αυτή δυο λόγια. Του ίδιου του πιάστηκε η μιλιά. Κουνούσε μόνο το κεφάλι σε ό,τι έλεγε η κυρά Αντώναινα κι έφερνε τη ματιά τριγύρω στη σάλα, στον ταπετσαρισμένον καναπέ, όπου τον βάλανε και κάθισε, στην κονσόλα με τον ψηλό χρυσό καθρέφτη, στο μεσιανό τραπέζι με τη μπιλιετιέρα, στις κουνίστρες που στέκαν άδειες στις αγκωνές. Τα κοίταζε όλα εκείνα δίχως να προσέχει στο καθένα χωριστά. Το καθένα δεν τον έμελε. Όλα μαζί, όλη εκεί μέσα η σάλα με τους λευκούς μακριούς μπερντέδες στα παράθυρα, με τα ψεύτικα ρόδα μέσα στα βάζα απάνω στις γωνίες του μιλούσε μια γλώσσα τόσο φαιδρή, του άνοιγε την ψυχή σ’ έναν καινούριον κόσμο. Στον τοίχο αντικρινά κρεμόταν ένα τρικάταρτο καράβι σταμπαρισμένο με απλωμένα τ’ άρμενα μέσα στα γαλανά κύματα. Ο Αριστείδης στύλωσε τα μάτια εκεί και ταξίδευε μαζί του.

Η κυρα-Αντώναινα, όταν είδε τη ματιά του να πέσει μια στιγμή και στις φωτογραφίες του βασιλιά και της βασίλισσας, που κρεμόντανε μέσα σε χρυσές κορνίζες στον άλλον τοίχο, βιάστηκε να του εξηγήσει πως δεν είναι κει όπως έτυχε, όπως στ’ άλλα σπίτια. «Τις έχουμε μέσα από το παλάτι», είπε η κυρα-Αντώναινα. Ο μακαρίτης ο πατέρας της ήταν σεΐζης στα βασιλικά αμάξια. Τούτο δεν το είπε, παρά μονάχα πως τις χαρίσανε του μακαρίτη σε μια μεγάλη γιορτή του παλατιού. Κι άρχισε να μιλεί για τις γιορτές του παλατιού, για τις σάλες, για τις βασιλικές κάμαρες. Όλα, σα να τα είχε δει, σα να έζησε χρόνια μέσα στο παλάτι. Κι είπε και μερικές αστείες ιστορίες για τα βασιλόπουλα, όταν ήτανε μικρά. Η πιο αστεία ήταν πως μια φορά, που πήγε στο παλάτι να βρει τον πατέρα της, είδε κάποιο απ’ αυτά που έκλαιγε, γιατί δεν ήθελε να μπει στο αμάξι.

Ο Αριστείδης γέλασε βλέποντας πως γέλασε ο κυρ-Αντώνης κι η ανιψιά του. Ο νους του γύριζε στη σημασία της γνωριμίας με το παλάτι και φουρκιζότανε μέσα του με τον κυρ-Αντώνη, που δεν του την είπε απομιάς αρχής.

Μα ο κυρ-Αντώνης καθότανε στ’ αγκάθια· βιαζότανε να γυρίσει στα σιδερικά του. Είχανε φιλευτεί πια, είχανε πιωμένο τον καφέ και σηκώθηκε. Ο Αριστείδης σηκώθηκε κι αυτός. Πήρε το καπέλο του και το μπαστούνι και χαιρέτησε την κυρα-Αντώναινα. Μα καθώς έσκυψε το κορμί κι έδινε το χέρι και στην ανιψιά της, μπαστούνι και καπέλο του πέσανε κάτω στο πάτωμα. Ο κυρ-Αντώνης τον βοήθησε να τα σηκώσει και φύγανε.

«Ε, δε σου άρεσε; Δε σου ‘λεγα πως η κοπέλα είν’ όμορφη;» του πρόλαβε τη γνώμη, άμα βγήκανε στο δρόμο.

Ο Αριστείδης ένεψε με το κεφάλι. Ο κυρ-Αντώνης ένιωσε πως του άρεσε.

Ο Αριστείδης τον πήγε ίσια με το μαγαζί του.

«Ε τώρα, τα λέμε αύριο το γιόμα στο ξενοδοχείο», είπε ο κυρ-Αντώνης και χαιρέτησε.

Την άλλη μέρα ο Αριστείδης τον περίμενε ως τη μιάμιση στο Βάκχο. «Κάτι θα του ‘τυχε», στοχάστηκε τέλος και σηκώθηκε. Μα στην πόρτα στάθηκε μιλώντας με τον ξενοδόχο, με την ελπίδα μήπως έρθει ακόμα ο κυρ-Αντώνης. Το δεύτερο μεσημέρι τον περίμενε περσότερο έμεινε τελευταίος στο ξενοδοχείο, μα ο κυρ-Αντώνης πάλι, δε φάνηκε. Το τρίτο, αφού περίμενε ξανά όσο μπορούσε, άρχισε ν’ ανησυχεί. «Μην αρρώστησε;» συλλογίστηκε τώρα και τράβηξε κατά το μαγαζί του κυρ-Αντώνη, κονταίνοντας το βήμα όσο πλησίαζε στην πόρτα: Να ρωτήσει, να μη ρωτήσει; Μα ο υπηρέτης έστεκε στην πόρτα και του είπε πως ο κυρ-Αντώνης πήγε σπίτι του να φάει.

Πέρασε ολάκερη εβδομάδα κι ο Αριστείδης περίμενε άδικα. Κόντευε ν’ απελπιστεί.

«Δε θα της άρεσα· θα με βρήκε μεγάλον», έλεγε και κοίταζε και ξανακοίταζε τα μαλλιά του στον καθρέφτη. Όσο και να γύρεψε να τα σκεπάσει κόβοντάς τα σύριζα, γυάλιζαν οι άσπρες τρίχες στα μελίγγια του.

Θλίψη τον έπιανε. Ύστερα θυμόταν κιόλας πως του έπεσε το καπέλο εκεί που έκαμε να χαιρετήσει, και του φαινότανε πως είχε δει στα χείλη της κοπέλας ένα χαμόγελο.

«Το μπαστούνι με σκόνταψε. Τι τον ήθελα το διάβολο μαζί μου!» φουρκιζόταν. Ύστερα πάλι: «Τι τα ήθελα εγώ όλα αυτά;» έλεγε μέσα του ντροπιασμένος κι αποφάσιζε να μην ξαναστοχαστεί το πράμα.

Μα η καθαρή και νοικοκυρεμένη σάλα της κυρα-Αντώναινας του ξαναρχότανε στο νου, οι ιστορίες της για το παλάτι του γυρίζανε στη θύμηση και σαλεύανε πάλι τις ελπίδες μέσα του.

Και τραβούσε στο ξενοδοχείο.

Πέρασε όμως κι η δεύτερη εβδομάδα, κι ο κυρ-Αντώνης δεν παρουσιάστηκε. «Με ντρέπεται», συλλογιζόταν ο Αριστείδης. Είχε μετανιώσει τώρα που δέχτηκε να πάει να δει τη νύφη. Μα και το γέλασμα τη φορά αυτή, σαν τελευταίο που ήταν, του φαινότανε σκληρότερο. Μαύρο σύννεφο περνούσε μπρος του και του έκλεινε τη ζωή για πάντα. Οι μέρες του γίνανε μαρτύριο. Όλες τις άλλες ώρες ζούσε περιμένοντας να φτάσει το μεσημέρι. «Σήμερα θα’ ρθεί», έλεγε και καθότανε με καρδιοχτύπι στο τραπέζι του μαγέρικου. Μα ο κυρ-Αντώνης δεν ερχόταν.

Πέρασε μήνας. Δεν μπόρεσε να περιμείνει άλλο κι αποφάσισε και πήγε ο ίδιος και τον βρήκε.

Ο κυρ-Αντώνης τον δέχτηκε γελούμενος σαν πάντα κι έστειλε και του φέρανε μια βυσσινάδα. Ο Αριστείδης περίμενε με πιασμένη πνοή όσο να φύγει κάποιος που ψούνιζε στο μαγαζί. Η κάθε στιγμή του φαινόταν ατέλειωτη. Όμοια θα προσμένει ο κατηγορούμενος την κρίση, στοχαζόταν.

Τέλος μείνανε μόνοι. Ο κυρ-Αντώνης κάθισε αντίκρυ κι άρχισε να του μιλεί για τις πολλές δουλειές που πέσαν εκείνες τις μέρες, κι έπειτα γι’ άλλα πράματα. Μα στη δική τους κουβέντα δεν ερχόταν.

Ο Αριστείδης ξεροκατάπινε, όσο που με κόπο μάζεψε τη δύναμη και ρώτησε με κομμένη φωνή:

«Αλήθεια, δε μου ‘δωσες ακόμα απάντηση».

«Α ναι, έχεις δίκιο. Μα βρέθηκε κάποια δυσκολία», αποκρίθηκε μασημένα ο κυρ-Αντώνης. «Θα σου τα πω άλλη ώρα. Θα ‘ρθω στο ξενοδοχείο να σε βρω».

Σε κάμποσες μέρες ήρθε αλήθεια ο κυρ-Αντώνης στο ξενοδοχείο, μα είχε και σύντροφο μαζί. Κάθισε κοντά στον Αριστείδη και φώναξε και φέρανε «μισή οκά» όπως πάντα.

Τον ξαναείδε ακόμα ένα δυο μεσημέρια, μα δεν πέρασε και πάλι από την κουβέντα τους. Μήτε ο Αριστείδης τον ρώτησε. Είχε πάρει την απόφαση και πριν ακούσει ακόμα πως η ανιψιά της κυρα-Αντώναινας αρρεβωνιάστηκε με άλλον.

Για να του λείψει κάθε θύμηση από την ιστορία, για λίγον καιρό άλλαξε μαγέρικο.

Ξαναγύρισε στο Βάκχο κι έπιασε πάλι τη συνηθισμένη θέση του, όταν ξανασυνήθισε πια την παλιά ζωή του. Αν η τελευταία ιστορία τον θύμωνε λιγάκι, όταν τη θυμότανε, τον θύμωνε γιατί την είχε εξηγηθεί στο φίλο του καθηγητή και του δανείστηκε τη φορεσιά. Κι ακόμα γιατί άφησε τους δικούς του στο χωριό ένα μήνα χωρίς εικοσιπεντάρικο. Μόνη του παρηγοριά ήταν το καινούριο καπέλο και το ζευγάρι τα παπούτσια που αγόρασε με κείνο. Το χειμώνα, που ήρθε, τα φόρεσε και τα δυο. Τα παλιά του είχαν χαλάσει στους μονότονους ανάλλαχτους καθημερινούς δρόμους από το σπίτι στο τηλεγραφείο και στο ξενοδοχείο κι αποκεί το ίδιο πίσω στο τηλεγραφείο και στο βουνό του Στρέφη, όπου βρήκε τώρα και νοίκιασε μια κάμαρα φτηνότερη.

 

 

αρχή

 



 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ημερολόγιον Σκόκου, τόμος 27, 1912

 

Με το Θεμιστοκλή Αλιβέρη γνωριστήκαμε στα γραφεία ενός περιοδικού, πεθαμένου τώρα από χρόνια. Έτυχε να πάμε κι οι δυο εκεί την ίδια ώρα ν’ ακούσουμε την απόφαση του διευθυντή για τους πρώτους στίχους μας, που του είχαμε φέρει πρωτύτερα.

«Ο κ. Σολωμός, ο κ. Βαλαωρίτης», έκαμε κείνος τη σύσταση, κλείνοντας το ένα μάτι. Δύο άλλοι κύριοι που ήταν στο γραφείο, χαμογέλασαν πίσω από τις εφημερίδες που διαβάζανε.

Κατάλαβα πως ο Αλιβέρης πειράχτηκε και νόμισα πως ήταν αφορμή το μάτι που έκλεισε ο διευθυντής. Δεν ήξερα πως αυτό δεν ήταν περιγέλασμα αλλά νευρική συνήθειά του, και κοκκίνησα και γω. Άμα όμως βγήκαμε έξω με το νέο γνώριμό μου, είδα πως δεν είχε παρατηρήσει το κλείσιμο του ματιού και δεν πειράχτηκε από αυτό.

«Θα πάω να πάρω πίσω το ποίημα», μουρμούρισε.

«Γιατί;» ρώτησα. «Δεν είπε πως θα το βάλει;»

Δε μου απάντησε. Ύστερα κατάλαβα πως είχε θυμώσει γιατί τον είπε Βαλαωρίτη. Κι αυτό πάλι όχι γιατί το πήρε ειρωνικά, μα γιατί δεν είχε υπόληψη πολλή στον ποιητή του Αστραπόγιαννου.

«Κι ο Βαλαωρίτης ποιητής!» ξαναμουρμούρισε.

Πρώτη φορά τον άκουγα τέτοιο λόγο. Για μένα ο Βαλαωρίτης ήταν ο ποιητής, και με πολλή χαρά ήμουν έτοιμος να δεχτώ την αλλαγή και την πρότεινα του Αλιβέρη. Μα εκείνος με κοίταξε μόνο και σώπασε μελαγχολικός και σκοτεινός.

Οι στίχοι μας τυπωθήκανε στο περιοδικό. Μα ο διευθυντής δε μας έκρινε ακόμα ώριμους να βάλει από κάτω ολάκερα τα ονόματά μας. Άφησε μόνο τ’ αρχικά ψηφία τους. Και τούτο ξαναπείραξε τον Αλιβέρη.

«Δε νιώθει από ποίηση», μου είπε· «δεν του ξαναδίνω τίποτε».

Κι αληθινά έστειλε σε άλλα περιοδικά. Μα δεν του τα βάλαν, κι αναγκάστηκε να γυρίσει στο παλιό. Γύρισε όμως με ψευδώνυμο, και με τούτο ξακολούθησε το φιλολογικό του στάδιο κι έπαιξε ύστερα το μέρος του στη μικρή ποιητική συντροφιά, όπου ξαναπαντηθήκαμε. Είχε φέρει και κει την περιφρόνηση του Βαλαωρίτη και τη μεγάλη ποίηση. Πότε στην άκρη κάποιου μικροκαφενέ, πότε στο πίσω μέρος ενός μπακάλικου μαζευόταν η συντροφιά. Ήμαστε οχτώ δέκα νέοι, οι περσότεροι φτωχοί και πεινασμένοι, κι όλοι μας διψασμένοι για την ποιητική δόξα. Κι ο Αλιβέρης ο πιο φτωχός. Τους πιο πολλούς μας είχαν οι δικοί μας σταλμένους στην πρωτεύουσα, για να γυρίσουμε πίσω στον τόπο μας με το δίπλωμα, τον Αλιβέρη τον έστειλε με καμιά εξηνταριά δραχμές το μήνα κάποια κοινότητα, να σπουδάσει δικηγόρος κι αυτός.

Μα ο Αλιβέρης ήταν εκείνος που νοιαζότανε λιγότερο γι’ αυτό. Να γίνει δικηγόρος! Γελούσε με την ιδέα όταν δε θύμωνε με αυτή. Το όνειρό του ήταν η μεγάλη δόξα, κι όταν υποψιάστηκε πως δεν έρχεται με τα ποιήματα μόνο, τα παραίτησε και ρίχτηκε σ’ ένα ρομάντσο. Μας το διάβαζε σκηνές σκηνές, κεφάλαια κεφάλαια όπως τα έγραφε, όπως τα διόρθωνε. Να μας το διαβάσει ολάκερο δεν ήθελε όμως. Ήθελε να μας ξαφνίσει, μας έλεγε. Να το δούμε τυπωμένο μονομιάς και να μας κατακτήσει και μας μαζί με το κοινό. Η φιλοδοξία εμάς των άλλων δεν έφτανε τόσο μακριά. Το πιο πολύ που ονειρευόμαστε ήτανε να δούμε στίχους μας είτε διήγημα τυπωμένα σε κάποιο από τα ονομαστά φύλλα της εποχής, ν’ ακούσουμε κανέναν έπαινο από τους γνωρισμένους κριτικούς, να δούμε και το δικό μας όνομα να κάμει κάποιο θόρυβο στις εφημερίδες, και να μας κράξει άξαφνα καμιά από αυτές να γράφουμε χρονογραφήματα. Ήταν η μόνη δόξα και τα πλούτη που προσμέναμε.

Ο Αλιβέρης χαμογελούσε ειρωνικά με μας και δούλευε το έργο του και μας ξαναδιάβαζε σκηνές. Τι πράμα ήταν αυτές; Δεν ξέραμε και μεις. Μέναμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, ρωτώντας μέσα μας αν μας αρέσουν, αν αξίζουν τίποτες. Και δεν τολμούσε να πει ο ένας του αλλουνού τη γνώμη του, γιατί κανείς δεν είχε γνώμη σίγουρη. Ό,τι ακούγαμε μας φαινότανε σα χάος, ένα χάος που το φοβόμαστε μην είναι αλήθεια το μεγάλο, μα υποψιαζόμαστε κιόλας μην είναι το γελοίο, καθώς θα ήμαστε πιο πρόθυμοι όλοι να το πούμε, αν μας το βεβαίωνε κανείς. Ο ένας έπιανε στου αλλουνού το στόμα κάποια χαμόγελα, όμως τα βλέπαμε να πνίγουνται και ν’ αλλάζουν πάλι σε απορία, κάποτε ακόμα και σε θαυμασμό. Καθένας φοβότανε μην κατηγορηθεί από τον άλλον πως ζηλεύει τον Αλιβέρη, κι όμως όλοι τον λυπόμαστε περσότερο παρότι τον ζηλεύαμε βλέποντάς τον ν’ αγωνίζεται να έβρει μια μορφή. Και γελούσαμε κιόλας μαζί του όταν τον ακούγαμε να πλάθει όνειρα πλούσιας ζωής, να χτίζει τον ψηλό πύργο του στο ακρογιάλι ενός νησιού, να τον επιπλώνει με καρυδιά και με βελούδο, να κρεμά βαριές χρυσομέταξες κουρτίνες στα παράθυρα, να φυτεύει τον κήπο μ’ ευκάλυπτα και φοινικιές και ρόδα και να ζει εκεί —με τη γυναίκα του ή την ερωμένη του δεν το όριζε καλά. Το δάσος πίσω από τον πύργο το φούντωνε με μυρτιές και πεύκα, τα παράθυρα του γραφείου του τ’ άνοιγε πλατιά στη θάλασσα, το κιόσκι του κοντά στο κύμα το ίσκιαζε με κισσό. Στους θόλους του πάρκου κρεμούσε χρυσόμηλα και χιλιόχρωμα σταφύλια, ονειρευόταν ένα σιντριβάνι στην αυλή του να τινάζει το νερό σε διαμαντένια σκόνη ως τα μεσουράνια, και μας καλούσε, μας δεχόταν όλους μαζί και χωριστά έναν έναν και τρώγαμε και πίναμε και κάναμε όργια ποιητικά και βακχικά.

Και τον ακούγαμε. Και κάποιο χέρι έκανε να σηκωθεί να του χτυπήσει τη συνηθισμένη φάπα, κι ο πύργος του Αλιβέρη μας είχε γίνει μύθος και διασκέδαζε τις στενόχωρες στιγμές της συντροφιάς. Μα εκείνος χαμογελούσε, κι η ματιά του δεν έχανε τη λάμψη της. Κοίταζε άφοβη στο δράμα της νίκης. Νόμιζες και την έβλεπε μπροστά του να σαλεύει τ’ αστραφτερά φτερούγια της και να του απλώνει το χρυσό κλαδί. Κι άδραχνε το τελευταίο τσιγάρο, αν τύχαινε κι άφηνε κανείς μας το πακέτο του απάνω στο τραπέζι, και ξακολουθούσε να ονειρεύεται πνιγμένος μέσα στα στεφάνια του καπνού που φυσούσε με γεμάτο στόμα. Κι έπειτα, άμα δεν απόμενε τσιγάρο στη συντροφιά, σήκωνε το γιακά του σακακιού του —παλτό δε συνηθούσε να φορά— και τρέμοντας κάτω από τη βροχή και το βοριά, τραβούσε στην κρύα τρύπα του σ’ ένα στενό της Πλάκας να τελειώσει το ρομάντσο του.

Το τέλειωσε και δεν ξέρω πού, πώς βρήκε τυπογράφο και το τύπωσε. Προσμέναμε όλοι με τις ίδιες ελπίδες σαν κι αυτόν. Όμως ένας μόνο χρονογράφος το ειρωνεύτηκε, κανένας άλλος δε μίλησε γι' αυτό· και δε θα πουληθήκανε ούτε δυο αντίτυπα.

Ο φίλος μας ήταν τις πρώτες μέρες αμίλητος και σκοτεινός, τόσο που δεν μπορούσαμε να γελάσουμε μπροστά του για τον γκρεμισμένον πύργο του. Μα η διάθεση δεν άργησε να του ξανάρθει, και ξανακλείστηκε στην κάμαρά του κι έγραφε, νομίζαμε. Ο ένας φανταζότανε καινούριο ρομάντσο, άλλος υποψιαζόταν τώρα δράμα. Ο ίδιος δε μιλούσε γι’ αυτό. Δεν τα είχε πια ούτε με το Βαλαωρίτη, και μόνο για τον πύργο του μιλούσε με την ίδια θέρμη, με την ίδια λάμψη στη ματιά. Τώρα μάλιστα πιο ζωντανά, πιο βέβαια, σα να ήταν πιο κοντά η ώρα που θα τον έχτιζε. Κι αν γελούσε πάλι κανείς, κι αν όλοι τον κοιτάζαμε πιο ξαφνισμένοι, κι αν έσμιγε τώρα με το γέλιο και κάποια λύπη, ο Αλιβέρης μας κοίταζε με τέτοιο βλέμμα, που έλεγες πως ήταν αυτός που μας λυπόταν και μας περιγελούσε. Και δίπλωνε τις δυο σαρδέλες στο χαρτί κι έβαζε στην τσέπη το κομμάτι το ψωμί και πήγαινε να κλειδωθεί στην κάμαρά του.

Μα το νέο έργο δε φαινότανε. Και κει που το προσμέναμε, χάσαμε και το φίλο μας μεμιάς. Ούτε στη συντροφιά ξαναφάνηκε, ούτε στην κάμαρά του ήταν. Άλλοι μάθανε πως τον κυνηγούσε ο τυπογράφος για τα τυπωτικά, άλλοι λέγανε πως η κοινότητα που τον συντηρούσε, του έκοψε το μιστό. Ξαφνιστήκαμε, όταν ακούσαμε πως έδωσε εξετάσεις και πέτυχε. Μα και τότε δεν ήρθε να μας βρει. Με τον καιρό σκόρπισε σιγά σιγά κι η άλλη συντροφιά. Μερικοί τραβήξανε τον ίδιο δρόμο με το Θεμιστοκλή, άλλοι μείναμε και μουτζουρώναμε ακόμα το χαρτί. Και ξεχάσαμε και τον Αλιβέρη, και μόνο για τον πύργο του μιλούσαμε γελώντας κάποτε.

 

Θα είχανε περάσει από τότε απάνω από δέκα χρόνια, όταν άξαφνα τον απάντησα στο δρόμο. Με γνώρισε πρώτος εκείνος και με σταμάτησε. Γελαστός, ολόδροσος, καλοντυμένος, μ’ ένα μπαστούνι με αργυρή λαβή στο χέρι. Έκαμα να του αρχίσω την ανάκριση πού βρίσκεται, πώς ζει, μα ήταν βιαστικός. Μου είπε μόνο το μέρος που κατοικεί, κάποια μικρή πόλη του Μοριά.

«Αν περάσεις ποτέ να δεις τ’ αρχαία εκεί κοντά, σταμάτησε και γύρεψέ με», πρόσθεσε και μου έσφιξε το χέρι.

Κι έτσι, έπειτα πάλι από χρόνια, περνώντας από κει κοντά που μου είπε πως κατοικούσε, τον θυμήθηκα κι αποφάσισα να σταματήσω να τον δω.

Του τηλεγράφησα μάλιστα κι ήρθε στο σταθμό, κι όταν κατέβηκα, με τράβηξε σ’ ένα αμαξάκι που στεκότανε μπροστά στην πόρτα.

«Τι το θέλεις; Δεν πάμε», του είπα, «με τα πόδια;»

«Σαν και θα το πληρώσουμε; Είναι δικό μου», απάντησε και μ’ έσπρωξε ν’ ανεβώ.

Το αμαξάκι σταμάτησε μπροστά σε μια σιδερένια αυλόπορτα σκεπασμένη με κισσό. Ένας δρόμος χαλικοστρωμένος και ισκιασμένος από θολωτή κληματαριά έφερνε ίσια στην πόρτα του σπιτιού. Τα σταφύλια ότι παίρναν και ροδίζαν στην κληματαριά, κι από τα δυο πλευρά, πίσω από σιδερένια κάγκελα πλεγμένα με αγιόκλημα και γιασεμιά, φαινότανε το περιβόλι με σειρές πορτοκαλιές κι ευκάλυπτα και με λαχανικά και με άνθη ανάκατα. Μπρος στο μπαλκόνι του σπιτιού, στη μέση μιας μικρής αυλής, ένα κεραμιδένιο σιντριβάνι δοκίμαζε να τινάξει το νερό ψηλά, μα δεν έφτανε. Και πετούσε μόνο σταλαγματιές και πιτσιλούσε θλιβερά το γυμνό κορμί ενός ξεβαμμένου γύψινου παιδιού, που φούσκωνε τα μάγουλα φυσώντας το σπασμένο σουραύλι του. Και τ’ αριά καλάμια που φύτρωναν γύρω στη στρογγυλή στεγνή λεκάνη του σιντριβανιού, κρεμούσανε πιο θλιβερά τα πλατιά μαραμένα φύλλα τους.

«Ξερασία φέτο φοβερή», είπε ο Αλιβέρης σταματώντας με και δείχνοντας εκείνα εκεί και το περιβόλι μέσα, που όμοια καψαλισμένο, ίδια μαραγκιασμένο κι αυτό έγερνε, κατσούφιαζε κάτω από τη φλόγα του ήλιου.

Έπειτα μ’ έφερε στην πόρτα και μ’ έβαλε να περάσω πρώτος.

Μια κυρία παχουλή, μελαψή και νόστιμη, στεκότανε στην κορφή της σκάλας και μας περίμενε.

Φορούσε πράσινη ρόμπα λινομέταξη, που της άφηνε γυμνή την τραχηλιά και τα χέρια ως τον αγκώνα, και στο στήθος της κρεμότανε δεμένη φιόγκος μια πλατιά κατακόκκινη κορδέλα. Η ρόμπα, κοντύτερη στην μπροστινή μεριά, σα να τη μάζευε κάτι κάπου στη μέση, άφηνε να φαίνουνται οι γαλάζιες διάφανες αραδωτές κάλτσες απάνω από τα στενά λουστρινένια γοβάκια. Ήταν η κυρία Αλιβέρη.

Ο άντρας της με σύστησε για παλιό φίλο του, και μπήκαμε στην τραπεζαρία, μια πλατιά κάμαρα στολισμένη με το ίδιο γούστο της φορεσιάς της κυρίας Αλιβέρη. Ήτανε μεσημέρι και μας περίμενε το τραπέζι έτοιμο. Την ίδια στιγμή μπήκαν από την άλλη πόρτα κι ήρθαν και μου δώσανε το χέρι ένα αγοράκι ως οχτώ χρονών κι ένα θηλυκό μικρότερο, στολισμένα και τα δυο, σα να με περίμεναν.

«Τα δυο αυτά έχεις μόνο;» ρώτησα τον Αλιβέρη.

«Κι ένα που καρτερούμε σε καναδυό μήνες», είπε κοιτάζοντας τη γυναίκα του.

Η κυρία Αλιβέρη χαμογελούσε πάντα κι έσκυψε κι έσιαξε την κορδέλα στα λυτά μαλλιά του κοριτσιού της.

«Άντε να σε χαρώ, φέρε τις παντούφλες του μπαμπά σου», του είπε ύστερα βλέποντας τον άντρα της που έβγαλε το σακάκι του.

Του το πήρε από το χέρι και πήγε μέσα να το κρεμάσει, ενώ εκείνος κάθισε στον καναπέ κι έβγαζε τα ποδήματά του.

«Δε βγάζεις και συ το σακάκι σου; Παρακάνει ζέστη», γύρισε και μου είπε.

Τον ευχαρίστησα και ζήτησα μόνο να πλυθώ λιγάκι.

Το αγοράκι μ’ έφερε στην κάμαρα που μου είχαν ετοιμάσει, κι άμα ξαναγύρισα στην τραπεζαρία, ο πατέρας του είχε καθίσει στο τραπέζι και ρουφούσε τη σούπα.

Έπειτα, όταν φάγαμε και το βραστό, σήκωσε τα μανίκια του και πήρε και λιάνισε τη χήνα που έφερε η υπηρέτρια μέσα σε μια μεγάλη πιάτα.

«Ε, δεν είναι νόστιμη;» με ρώτησε, όταν είδε που έτρωγα με όρεξη. «Τις θρέφω σπίτι· έχω κοπάδι ολάκερο».

«Είναι η αδυναμία του Θεμιστοκλή να τις ταγίζει μοναχός», είπε η γυναίκα του.

«Έχουμε και γάλους», γύρισε και μου είπε το ένα παιδί.

«Και κότες και γουρούνι», πρόσθεσε το άλλο.

Μα η μητέρα του το αγριοκοίταξε:

«Ντροπή! Λένε γουρούνι μπροστά σε ξένο κόσμο!» του είπε, και κείνο έμεινε με ανοιχτό στόμα και μισοδαγκαμένη μπουκιά.

Ο Αλιβέρης γέλασε, κι η ομιλία γύρισε στο κρασί που πίναμε, στο γλυκό της κυρίας Αλιβέρη που φάγαμε ύστερα. Και στα ίδια και στα παρόμοια θέματα, όσο που σηκωθήκαμε.

Κοιμηθήκαμε. Και το δειλινό με πήρε ο παλιός μου φίλος και βγήκαμε στην αγορά και στο καφενείο. Έπαιξε το πικέτο του με κάποιο συνάδερφό του εκεί στον ίσκιο της μουριάς που καθίσαμε στη δροσιά, ύστερα κάμαμε στην πόλη και στην εξοχή ένα γύρο με το αμαξάκι, και το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι και ξανακαθίσαμε στο τραπέζι. Τώρα είχαν στρωμένα έξω στην ταράτσα. Από κάτω ήταν το περιβόλι με τα ευκάλυπτα και παραπέρα η θάλασσα. Τα παιδιά λείπανε το βράδυ από το τραπέζι, κι η κυρία Αλιβέρη δεν είχε πολλή διάθεση.

«Είναι από την κατάστασή της έτσι», τη δικαιολόγησε ο άντρας της και την έστειλε να ησυχάσει μέσα με τα παιδιά.

Μείναμε οι δυο μας έξω στην ταράτσα και ρουφώντας τον καφέ τεντωθήκαμε στις πολυθρόνες. Και κει μου διηγήθηκε ο Θεμιστοκλής τη ζωή του από τον καιρό που χωρίσαμε. Είναι αυτή με λίγα λόγια. Όταν πήρε το δίπλωμά του, ήρθε δικηγόρος στην πόλη όπου κάπου εκεί κοντά ήταν το χωριό του. Έκαμε πελατεία καλή και σε λίγα χρόνια παντρεύτηκε την κυρία Αλιβέρη, μοναχοκόρη κάποιου πλούσιου. Έχτισε το σπίτι εκείνο που καθόταν, καλλιεργούσε πολλά στρέμματα σταφίδες που τα πήρε προίκα, και τόκιζε τα μετρητά που κληρονόμησε η γυναίκα του από κάποιο θειο.

«Πέτυχες ό,τι γύρευες», μου ήρθε στα χείλη να του πω μια δυο φορές, αφού όμως δεν έφερε κείνος το λόγο στην παλιά ζωή μας, τον άφησα να καπνίζει το τσιγάρο του όπως μια φορά και να μιλεί. Και σώπαινα κι άκουγα. Και κοίταζα κει εμπρός μου τα ευκάλυπτα που κρεμούσανε τ’ ασπριδερά κλαδιά τους ασάλευτα στην καλοκαιρινή νυχτιά, κι ανάσαινα τη μυρουδιά του κήπου και τη δροσιά του αστερόφεγγου ουρανού. Στην άκρη του γιαλού θαμποφαινόντανε αραγμένα τα καΐκια. Κάποιος σκύλος γάβγιζε κάποτε, και κάποιο φως τρεμόλαμπε. Κι αντικρινά, στο άλλο πλευρό της πόλης, μια αραδαριά φανάρια τρεμοπαίζανε και κει σα νυσταγμένα στον ήσυχο γιαλό. Η πόλη ολάκερη κοιμόταν, και πέρα η θάλασσα στρωνόταν σιωπηλή, χανόταν θαμποσκότεινη στη νύχτα, σκορπώντας μόνο μιαν ανάλαφρη δροσιστική αναπνιά. Μια στιγμή νόμισα πως ονειρευόμουνα. Ήμουνα πραγματικά στον πύργο του φίλου μου εκεί στην ακροθαλασσιά, ή στον παλιόν τον καφενέ κι άκουγα πάλι τη φωνή του με το νου μονάχα από τα βάθη του καιρού;

Το πρωί που ξύπνησα, τον βρήκα ξυπνημένον εκείνον πιο πρωί. Με πήγαν στο γραφείο του στο κάτω πάτωμα. Η πόρτα του ανοιγότανε στο δρόμο, και λίγα βήματα παρέκει απλωνόταν ο γιαλός. Παιδιά μισόγυμνα παίζαν εκεί, τα καΐκια ησυχάζανε στ’ ασάλευτα νερά, κι ο ήλιος έλαμπε τώρα κι έκανε να φέγγει όλη τη θάλασσα. Κι ο Αλιβέρης περπατώντας πέρα δώθε στο γραφείο του, υπαγόρευε αριθμούς κι ονόματα κι ημερομηνίες σ’ ένα παιδί που έγραφε σ’ ένα μακρύ τραπέζι. Μου έδωσε, άμα με είδε, τις καινούριες εφημερίδες αμίλητος και μ’ έβαλε και κάθισα στον καναπέ. Και διάβαζα ρίχνοντας γύρω μου ματιές στα χρυσοδεμένα βιβλία, στα ψηλά ράφια με τα δικόγραφα, στους σκονισμένους σωρούς χαρτιά εδώ και κει. Έπειτα γύριζα πάλι και κοίταζα τη θάλασσα. Όσο που ο Αλιβέρης τέλειωσε τη δουλειά του και με πήρε και βγήκαμε.

Ξανακαθίσαμε στο ίδιο καφενείο, στον ίσκιο της μουριάς, κι ο φίλος μου ακούμπησε στο τραπέζι έναν πλίκο δικόγραφα που έφερε μαζί του παραμάσκαλα. Είχε κείνη την ημέρα ειρηνοδικείο, και σε λίγο αρχίσανε να φτάνουν οι πελάτες. Χωρικοί οι περσότεροι, τον πλησιάζανε δειλά, κι ένας του έδινε νέα δικόγραφα, κι άλλος τον έβαζε κι έψαχνε στο σωρό εκείνων που είχε μπρος του. Και καθένας έβγαζε από το σελάχι ή το κομπόδεμα μονόδραχμα και δίδραχμα και του τα έδινε στο χέρι. Κι ο Αλιβέρης, αφού τα κοίταζε πρώτα καλά, αφού έσιαζε τα σκισμένα κι έτριζε ανάμεσα στα δάχτυλα τα καινούρια, τα κολλαρισμένα ακόμα, τα δίπλωνε ύστερα προσεχτικά και τα έβαζε στην τσέπη. Όσο που ερχόταν άλλος κι έδινε πάλι νέο δίδραχμο κι ο Αλιβέρης έκανε το ίδιο με τον ίδιον τρόπο.

Έμενα ούτε με πρόσεχε πως με είχε πλάι του. Μια στιγμή μόνο, καθώς ξανάβαζε το μάτσο στην τσέπη, γύρισε, με κοίταξε και μου είπε:

«Βλέπεις φίλε μου…», έτσι χτίζεται ο πύργος, ίσως ήθελε να πει, μα κάποιος τον έκοψε.

Έσκυψε πάλι στα χαρτιά του, σημείωσε με κόκκινο μολύβι το δίδραχμο που πήρε, δίπλα στο όνομα εκείνου που το έδωσε, και γύρισε πάλι στον άλλον πελάτη που ήρθε.

Μα πλησίαζε και για μένα η ώρα που έπρεπε να φύγω με το τρένο, και σηκώθηκα να τον αποχαιρετήσω. Μια στιγμή έκανε να μου δώσει το χέρι, μα μετάνιωσε κι έβγαλε και κοίταξε το ρολόγι του.

«Έχω καιρό να σε φέρω στο σταθμό», είπε.

Θέλησα ν’ αντισταθώ, μα δε μ’ άφησε. Ήρθε μαζί και μ’ έβαλε στο τρένο που έφτασε κι αυτό σε λίγο. Φιληθήκαμε, κι όταν έκλεισε η πόρτα και κίνησε το τρένο, και τον είδα ν’ ανοίγει τη μεταξωτή ομπρέλα του και να φεύγει βιαστικός στον ήλιο, δεν ξέρω γιατί μ’ έπιασε μια θλίψη μέσα μου, θλίψη πολλή, όση δε μ’ έπιανε μια φορά, όταν τον έβλεπα να διπλώνει τις σαρδέλες στο στράτσο και σηκώνοντας το γιακά να τρέχει στη βροχή και στο βοριά να φτάσει σπίτι του, ν’ αγωνιστεί να τελειώσει το ρομάντσο του.

 

 

αρχή

 



 

Να μην είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε!» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση, να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.

Ο πατέρας έσκυβε το κεφάλι και δε μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του γγίζανε το πιάτο εκεί που έτρωγε.

Ο παππούς δεν έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε μιλούσε.

Το πράμα κατάντησε τόσο συχνό, έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του παππού συνήθισε να μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μάζεψαν από το σκύψιμο, το πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.

Κι όμως τόσο κουτός δεν ήταν ο πατέρας. Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος, όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του απάνω στα βουνά όπου οι άνθρωποι περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο ένας του άλλου την κατσίκα.

Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του εισπράκτορα, του πάρεδρου και του αστυνόμου. Απ’ όλα αυτά είχε περάσει κι ο πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και σα στα χωρατά. Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά, κι έφερε δικά του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσανε το πράμα, κι έχτισε δικές του, τ’ αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δυο δανειστές απ’ το Τριέστι και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατάσχεσαν κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά του αφήσανε να εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ’ το Τριέστι.

Κι έτσι ο πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι, έβαλε σε τάξη χαρτιά και συναλλάγματα κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά είχαν γεμίσει το συρτάρι του. Μα μέναν πάντα κλειδωμένα στο συρτάρι. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ’ το συρτάρι, κι ο παππούς τον περιγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:

«Κουτός, χαμένος, ανίκανος για καθετί».

Ο πατέρας έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο στην τσέπη. Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω, έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο. Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό, αλλού τον φοβερίζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.

Ο πατέρας πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά, μα χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.

Ο πατέρας ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν τον ξαναγκρίνιαζε ο παππούς, τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:

«Σαν κι έχω και το κόμμα να με υποστηρίξει».

Και τότε ήταν που θύμωνε διπλά ο παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.

«Μας θέλει ν’ αλλάξουμε κιόλα κορδέλα!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.

Η μητέρα μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας τον κρατούσε: Ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.

Πατέρας και μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια ώσπου ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες, και στο συρτάρι του πατέρα δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.

Εκεί ήρθε ξαφνικά ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα σε κείνα που της απομείναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ’ ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε με τη φαμελιά του. Είχε ‘ρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο πατέρας ήταν στα καλά του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα του. Έπειτα που έπεσε ο πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει σε μπαλώματα και μετζοσόλες. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξυπόλυτα κι αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας. Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα βιβλία του πατέρα.

Γι’ αυτό λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος, φοβέριζε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο πατέρας θυμωμένα:

«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω με το νόμο».

Κι ετοίμασε την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.

Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο παιδιά. Άμα φτάσαμε, ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι, φαίνεται, μόλις μας είδαν το πρόφτασαν της δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του νόμου.

Η δασκάλα παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ’ αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε χλομή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν’ αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι, όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα στρώματα χυνόταν τ’ άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία ξεκάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με πιάτα, μπρίκια, καυκιά κι ό,τι άλλο είχαν. Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξυπόλυτα παιδιά άλλος σωρός αυτά, και γύρω μαζεύτηκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.

Ο πατέρας έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και φύγαμε.

Ο αγοραστής περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο πατέρας του έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.

Όπως γυρίζαμε ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά και το βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.

 

 

αρχή

 



 

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Ζωή, τ. 7, 1912

Αφιερωμένο του Παύλου Νιρβάνα.

 

Όταν πέθανε η μητέρα και το σπίτι μας σκόρπισε σαν από ξαφνικό άνεμο, η ριπή του πήρε και την αδερφή μακριά. Την κλείσανε σ’ ένα σκολειό στην πόλη. Ήτανε δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, κι ο παππούς κι η γιαγιά δεν μπορούσανε να την πάρουν, όπως εμένα στην έρημη εξοχή που ζούσαν. Έτσι μαζί με τη θολή θύμηση της μητέρας μου έμεινε και το όνειρο μιας αδερφής, τόσο θολό κι αυτό, όπως μπορούσε να μείνει στο νου ενός παιδιού τριών ή τέσσερων χρονών. Και θα έσβηνε ολότελα, αν το όνομά της δε ζούσε πάντα στο σπίτι, αν η γιαγιά δεν έδινε του μικρού αδερφού τα φιλιά που του έστελνε ξεχωριστά σε κάθε γράμμα της, κι αν πάντα την πρωτοχρονιά δεν έφτανε κάτι εξεπίτηδες γι’ αυτόν. Θυμούμαι ακόμα τη χαρά που είχα μ’ ένα μικρό αλογάκι, που κουρδιζόταν κι έτρεχε γοργά στο πάτωμα. Μια μέρα όμως το πήρα να το δείξω ενός χωριατόπουλου, που ερχότανε και παίζαμε έξω στην αυλή. Δεν μπορούσε να κυλήσει καταγής στα χόρτα, κι έτσι πήγα και το έβαλα να τρέξει απάνω στη στενή σανίδα που είχε για γεφύρι το ποταμάκι, που περνούσε μέσα στις ιτιές και στα καλάμια στην άκρη του περιβολιού. Δε στοχάστηκα πως μπορούσε να λοξέψει και να πέσει στο νερό. Όταν το βγάλαμε και το έφερα στο σπίτι, δεν κυλούσε πια. Βράχηκε μέσα η μηχανή του κι έπειτα σκούριασε κι έμενε ακούνητο, πεταμένο σε μιαν άκρη. Όταν το έμαθε η αδερφή, έγραψε πως θα φέρει άλλο το καλοκαίρι εκείνο, που θα ερχότανε. Ξεμπέρδευε με το σκολειό και την περιμέναμε όλοι με χαρά.

Και να ένα δειλινό την έβγαλε το αμάξι στην αυλόπορτα μαζί με τον παππού, που πήγε και την πήρε κάτω στο σκάλωμα, όπου πιάναν τα βαπόρια. Όταν άκουσα τον κρότο, έτρεξα και γω, μα όταν είδα την αδερφή που πήδησε από το αμάξι, έχασα μεμιάς όλο το θάρρος μου και γύρεψα να κρυφτώ πίσω από το φουστάνι, της γιαγιάς. Μ’ έπιασε ξαφνική ντροπή για την παλιά, τη λερωμένη φορεσιά μου και τα χέρια μου τα μαυρισμένα από τον ήλιο και τα χώματα. Το όμορφο καπέλο της αδερφής με τα κόκκινα τριαντάφυλλα και με το βέλο, το φανταχτερό της φόρεμα και τ’ άσπρα τα σκαρπίνια με το ψηλό τακούνι με ξαφνίσανε. Συνηθισμένος με τη μαυροφόρα τη γιαγιά και τις χωριάτισσες που έβλεπα μόνο εκεί στην ερημιά, δε φανταζόμουνα ποτέ την αδερφή έτσι σαν κυρία, όμοια με τις ζωγραφιές που ξεκολλούσαν από τα τσίτια και μου δίναν οι γυρολόγοι, σα σταματούσαν έξω στην αυλόπορτα και ψούνιζε η γιαγιά.

Έπρεπε πριν ακόμα ησυχάσει καλά καλά η αδερφή, να πάει να βγάλει από το μπαούλο της και να μου δώσει το παιγνίδι που περίμενα, για να ξεθαρρέψω και να καθίσω μερικές στιγμές στα γόνατά της. Το παιγνίδι όμως δεν ήταν το αλογάκι που περίμενα. Ήτανε μια μικρή ξύλινη βαρκούλα με λευκό πανί.

«Αυτή δεν έχει φόβο να σκουριάσει», είπε η αδερφή και με άφησε να πάω να τη δοκιμάσω κάτω στο νερό του ποταμιού.

Την άλλη μέρα που με πήρε η ίδια από το χέρι και πήγαμε μαζί να ρίξουμε τη βάρκα, δεν ήταν πια η χτεσινή κυρία. Φορούσε τσίτινο κοντό φουστάνι, είχε ριγμένη μια πλατιά μαντίλα στα μαλλιά και μπήκε στο νερό κι αυτή και κυνηγούσαμε μαζί τη βάρκα, που το ρέμα ήθελε να την τραβήξει προς τον καταρράχτη που βούιζε απόβαθα πίσω από τις ιτιές. Εκεί στην άκρη του περιβολιού ήταν ήσυχο και ρηχό το ποταμάκι. Σερνότανε σουφρώνοντας και μουρμουρίζοντας απάνω στα γυαλιστερά χαλίκια κι απλωνόνανε τρεμόλαμπο και λαγαρό μέσα στα θερισμένα κίτρινα χωράφια.

Εκεί ερχόμαστε κάθε πρωί και ρίχναμε τη βάρκα. Και για ν’ ασφαλιστούμε καλύτερα να μη μας φύγει, πλέκαμε μια δέση με κλαδιά και με χαλίκια παραπέρα εκεί που το ρέμα στένευε, και καθισμένοι στην άκρη του νερού απολνούσαμε τη βάρκα και την κοιτάζαμε να τρέχει τρεκλιστά, πότε ίσια, πότε λοξεύοντας, όπως την έσερνε το ρέμα, όσο που γύριζε και χανότανε μαζί με το ποτάμι πίσω από τα καλάμια.

«Πάει, έστριψε στον κόρφο», έλεγε κάθε φορά η αδερφή.

Πηγαίναμε, την παίρναμε και ξαναρχινούσε το παιγνίδι. Ξαναρμένιζε πάλι η βάρκα και χανόταν πάλι πίσω απ’ τα καλάμια κι η αδερφή μου εξηγούσε τι είναι κόρφος και μου μιλούσε για τη θάλασσα, που δεν τη θυμόμουν ούτε σαν όνειρο από τον καιρό που καθόμαστε στην πόλη. Πώς φανταζόμουνα τη θάλασσα, δε μου μένει πια στο νου. Θυμούμαι μόνο πως το ποταμάκι ανοιγότανε μπροστά μου σαν κατιτίς απέραντο, κι η βάρκα με το λευκό πανί μεγάλωνε σε τρόπο που να χωρεί και μένα και την αδερφή, και την έβλεπα να μας παίρνει μέσα και τους δυο και να κυλά και να χάνεται μαζί με μας σε μακρινό, άγνωρο, όμορφο ταξίδι.

Έπειτα ήρθε ο πατέρας ξαφνικά ένα βράδυ και την άλλη μέρα πήρε μαζί την αδερφή. Έκλαιγα, όμως δεν ήθελα να πάω και γω, γιατί φοβόμουν τον πατέρα. Πολύ σπάνια τον έβλεπα και δεν άκουγα στο σπίτι πολλά καλά γι’ αυτόν. Και μια φορά που πήγε ο παππούς στην πόλη να δει την αδερφή, δε θέλησα να πάω μαζί κι ας πιθυμούσα και γω να δω την αδερφή και να δω κιόλα και τη θάλασσα. Έπειτα ήρθε πάλι ξαφνικά ο πατέρας ένα βράδυ και μαλώσανε με τον παππού. Και για καιρό δεν ξαναείδαμε ούτε κείνον ούτε την αδερφή.

Ύστερα όμως ξαναβρέθηκε μια μέρα η αδερφή στο σπίτι. Πότε ήρθε, πώς και ποιος την έφερε, δεν το ένιωσα ή δεν το θυμούμαι. Θυμούμαι μόνο τη θλίψη και τη σιωπή που έφερε μαζί της. Κάτι χειρότερο, κάτι πιο ανήσυχο από σιωπή: ένα αδιάκοπο, ατέλειωτο κρυφοψιθύρισμα. Κρυφοψιθύρισμα μέσα στην κάμαρα της αδερφής, όταν έμενε μόνη της με τη γιαγιά· κρυφοψιθύρισμα της γιαγιάς με τον παππού παντού όπου βρισκόντανε κι αυτοί μονάχοι. Άμα βλέπανε μπροστά τους άλλον, παύανε, και ξαναέπεφτε η σιωπή πιο πνιγερή. Τα μάτια της γιαγιάς ήτανε σκοτεινά και δακρυσμένα κάποτε, ο παππούς σεργιανούσε αδιάκοπα πέρα δώθε στο μακρύ χαγιάτι και ζάρωνε τα φρύδια, όπως το συνηθούσε, και κάπνιζε και μιλούσε μοναχός.

Η γιαγιά έλεγε πως η αδερφή ήταν άρρωστη, πως κρύωσε στο δρόμο. Μα δε φέραν το γιατρό ούτε τότε ούτε ύστερα. Η γιαγιά καθότανε κοντά της και της χάδευε το χέρι και τα μαλλιά, μα ο παππούς δεν έμπαινε ποτέ στην κάμαρα της αδερφής. Κι η αδερφή πάλι δεν έβγαινε ποτέ αποκεί. Κλεισμένη μέσα κι όσο ο χειμώνας σκοτείνιαζε το περιβόλι και την εξοχή, κλεισμένη μέσα κι άμα με την άνοιξη φούντωσε η αυλή μας, γέμισε ήλιο η λαγκαδιά και λιώσαν στα βουνά τα χιόνια. Δε θέλησε να ‘ρθεί ούτε μια φορά να ρίξουμε τη βάρκα στο ποταμάκι που ξεθόλωσε και ρήχηνε, και καθώς ζέστανε ο καιρός μπορούσα πάλι να βουτώ μες στο νερό. Η αδερφή καθόταν πάντα γερμένη σ’ έναν καναπέ, σκυφτή στο κέντημά της, χλομή κι αγέλαστη, αδύνατη και σιωπηλή. Μ’ έπαιρνε κοντά της και με κοίταζε στα μάτια δίχως να μιλεί. Μόνο μια μέρα, καθώς ακουμπούσε στο παράθυρο και κοίταζε μέσα στο ανοιγμένο τζάμι, όπου καθρεφτιζόταν η αυλή κι οι ράχες πέρα, μου είπε ξαφνικά:

«Δες τι όμορφα που είναι δω μέσα».

Έσκυψα στον ώμο της και κοίταξα καλύτερα. Το πηγάδι με τις ροδοδάφνες ένα γύρο φαινότανε μπροστά μπροστά, πίσω μαύριζε ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι, έπειτα πρασινίζανε τα δέντρα του περιβολιού κι από πίσω τους έλαμπε στο βάθος μια στενή λουρίδα από το ποταμάκι. Πολλές φορές είχα δει καθρεφτισμένη εκεί στο τζάμι την εικόνα αυτή της λαγκαδιάς· όμως την ώρα εκείνη, καθώς έγερνα στην αδερφή κι είχα μπροστά μου το αδυνατισμένο πρόσωπό της με τα βαθουλά τα μάτια, μου φάνηκε πως την εικόνα που δειχνότανε στο τζάμι την έβλεπα και γω με τα θλιμμένα μάτια της αδερφής. Κι έμενα αμίλητος και κοίταζα εκεί μέσα και θυμούμαι πως το γνώριμο αυτό μέρος —όπως καθρεφτιζότανε σκουρότερο, όπως το φωτούσε κει θαμπότερα, πνιγμένα ο ήλιος, και τ’ άνθη από τις ροδοδάφνες κοκκινίζανε σπαρτά σα φλόγες— μου φάνταξε άξαφνα σαν κόσμος άγνωστος και νέος, παράξενος και μαγικός.

«Μόνο εδώ μέσα είν’ όμορφος ο κόσμος», ξαναείπε η αδερφή.

Ήταν τα τελευταία της λόγια που άκουσα.

Έπειτα από λίγες μέρες το σπίτι βρέθηκε στο πόδι ένα πρωί. Η γιαγιά που μπήκε στην κάμαρα, δε βρήκε κει την αδερφή. Τη γυρέψανε παντού, όσο που τη βγάλανε νεκρή απ’ το ποταμάκι, κάτω εκεί στον καταρράχτη πίσω από τις ιτιές όπου μας έσερνε το ρέμα τη βαρκούλα. Τη φέρανε στο σπίτι σκεπασμένη. Είδα μόνο τα μαλλιά της που στάζανε νερό και τις άκρες από τα γυμνά της πόδια.

Η σιωπή ξαναβασίλεψε στο σπίτι. Δε λύθηκε ούτε όταν την άλλη μέρα ήρθε ο πατέρας και θάψανε την αδερφή, ούτε ύστερα όσο έζησε η γιαγιά.

Κι ο πατέρας, όταν πήγα έπειτα μαζί του, δε μελέτησε ποτέ το όνομα της αδερφής. Μια φωτογραφία της από τον καιρό που ήταν στο σκολειό στην πόλη, έστεκε στο κομό της σάλας. Έπειτα χάθηκε κι αυτή, δεν την ξαναείδα. Ωστόσο δε λησμόνησα ποτέ το πρόσωπό της αδερφής. Το βλέπω πάντα σκυφτό μπροστά στο τζάμι του παλιού σπιτιού, εκεί που γέρνω τώρα κάποτε και γω να δω για μια στιγμή όμορφο τον κόσμο.

 

 

αρχή

 



 

Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανίκα και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκκινο γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά ώσπου στάλαζε θολό και σκούρο, σα μισοστειρεμένη βρύση από σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.

Κι ο Μπαρμπαντώνης το κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, το κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν’ ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκάλυβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. Σε μια από αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.

Η εξοχή ήταν περισσότερο ερημιά. Γύρω άκαρποι πέτρινοι λόφοι με δω και κει στα πλάγια χλωρασιές που μοιάζαν σα νησάκια, και κάπου πού ένα δέντρο που έστεκε σαν ερημίτης στην κορφή. Όταν ερχόταν η άνοιξη, ημέρωνε, γελούσε λίγο ο τόπος, μα γλήγορα ξανάπαιρνε τη σκυθρωπή συνηθισμένη του όψη. Ήτανε σα να διάλεξε το μέρος ο βαρύς και σκυθρωπός, ο ιδιότροπος και ασκητικός παππούς. Κανείς δε σίμωνε στο σπίτι, κανείς δεν του έκανε υπηρέτης. Ο Μπαρμπαντώνης μόνο ερχόταν κι έστεκε κάθε πρωί στην πόρτα.

Ήταν γέροντας ψηλός, στεγνός σαν ξεραμένο δέντρο. Φορούσε φουστανέλα, μαύρη σκούφια και μυτερά αρβανίτικα τσαρούχια. Δεν έβλεπε καλά, κι η περπατησιά του ήταν κοντή και χορευτή και σκόνταβε σε κάθε πετραδάκι. Μα ακουμπώντας στην ψηλή του γκλίτσα που την πρόβαλε πάντα μπροστά σαν τρίτο πόδι, πήγαινε ταχτικά στην πόλη κι έφερνε ό,τι χρειαζόταν ο παππούς. Το έφερνε κι έστεκε και περίμενε στην πόρτα όσο που τον έδιωχνε ο παππούς.

Γύριζε τότε στην καλύβα του στην πλαγιά της ράχης και καθότανε μπροστά στην πόρτα. Έβγαζε από το σελάχι το μακρύ σουγιά με τη λαβή από μαύρο κέρατο κι έπιανε κι έσκιζε και πελεκούσε μικρά παλούκια και κλαδιά από λυγαριές κι έπλεκε με αυτές το φράχτη που χώριζε τον τόπο του από του γείτονα τον κήπο. Έπλεκε και διόρθωνε και στέριωνε το φράχτη, γιατί του φαινόταν πως αυτός ο φράχτης ζύγωνε ολοένα στην καλύβα κι έφτανε σιγά σιγά πάντα κοντύτερα στη ρίζα μιας αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Έπειτα ξανακαθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε έξω πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.

Ο παππούς βαριότανε τη φλυαρία του και τον άφηνε να περιμένει. Μα όταν η πλήξη του χειμώνα τον κάρφωνε κι αυτόν μονάχο μέρες ολάκερες μπροστά στο τζάκι, έβγαινε και τον ζητούσε. Τον έβαζε και κάθιζε στην άκρη, πλάι στην πόρτα, του θυμούσε πάντα να μακραίνει την καρέκλα από τον τοίχο όπου κρεμόταν το δικό του επανωφόρι, και τον άφηνε να λέει τα νέα από την πόλη και να διηγάται για τον παλιόν καιρό. Κι ο Μπαρμπαντώνης διηγότανε για τον παλιόν καιρό· για την Αρβανιτιά απόθε ήρθε, την Επανάσταση που είχε πολεμήσει, για τα ρεντίφικα και το στρατό όπου έκαμε ύστερα, για τη λίγη σύνταξη που δεν του φτάνει. Έπειτα για τη γυναίκα του —μια χήρα που πρώτα τον παντρεύτηκε, μα ύστερα όταν άρχισε και γέραζε τον άφησε και πήρε άλλον νιότερο— για το γιο της, ένα μάγκα που ερχόταν και τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Για όλα αυτά μιλούσε και ξαναμιλούσε, μιλούσε και κλαιγόταν όσο που τον βαριόταν ο παππούς και τον ξανάδιωχνε.

Κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε πάλι στην καλύβα κι έπιανε και πελεκούσε, κι έσκιζε και πελεκούσε, κι έπειτα καθότανε πάλι στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε σα να περίμενε.

Ώσπου τον ξαναφώναζε ο παππούς, κι ερχόταν πάλι και ξανάρχιζε και διηγόταν πάλι για την Αρβανιτιά και τους πολέμους, για την κοκάρδα του αγωνιστή που είχε ακόμα στην καλύβα, για τη γυναίκα που δεν είχε πια και για το γιο της που ερχόταν και τον έδερνε. Και διηγόταν ύστερα για τον παλιό, τον Μπαβαρέζο το γιατρό που έχτισε το σπίτι εκεί, και τον θυμότανε ψηλόν, παχύ, με μακριά ξανθά μουστάκια, τον θυμότανε που καβαλούσε το άλογο, το άλογο που είχε αυτόν και το συγύριζε, το καβαλούσε κάθε πρωί και πήγαινε τριγύρω στα χωριά και γιάτρευε τον κόσμο. Έπειτα γύριζε και φύτευε κλαριά στον κήπο κι έσπερνε σπόρους στις βραγιές. Φύτευε κι έσπερνε όπως το λέγαν τα βιβλία, τα βιβλία που είχε ένα σωρό από αυτά και διάβαζε, και κει μέσα διάβαζε για όλα, και κει μέσα διάβαζε και για τον κόσμο πως θ' αλλάξει...

«Παλαβός άνθρωπος», τον έκοβε ο παππούς.

«Σοφός άνθρωπος, βασιλικός γιατρός», έλεγε ο Μπαρμπαντώνης.

Για τον παππού είχε χαλάσει για πάντα ο κόσμος από τότε που διώξανε τον πρώτο βασιλιά και κάμαν σύνταγμα τον τόπο. Και θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη. Κι ο Μπαρμπαντώνης γύριζε και ξανακάθιζε στην πόρτα της καλύβας. Γύριζε και κάθιζε και πελεκούσε κι έσκιζε και κοίταζε. Κοίταζε μπρος του πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.

Αν ήταν ο προγονός του που περίμενε, ο προγονός του ερχόταν πάντα. Ερχότανε, τον φώναζε από πίσω απ’ την καλύβα, του γύρευε τη σύνταξη, τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Και τότε ξαναρχόταν ο Μπαρμπαντώνης στον παππού. Μα του μιλούσε πάλι για τον παλιό γιατρό και για τον κόσμο που έλεγε κείνος πως θ' αλλάξει, κι ο παππούς θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη.

Κι ο Μπαρμπαντώνης ξαναγύριζε στην πόρτα της καλύβας και καθόταν πάλι και στύλωνε τα θαμπά μάτια εμπρός του και κοίταζε. Και καθώς κοίταζε, έβλεπε το φράχτη του γείτονα να του ζυγώνει την καλύβα, να φτάνει πάντα κοντύτερα στη ρίζα της αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Κι έβγαζε πάλι το σουγιά και πελεκούσε κι έσκιζε, έσκιζε κι έπλεκε κλαδιά και στέριωνε το φράχτη. Και πιανόταν με το γείτονα. Ο γείτονας του γύρευε να του πουλήσει τον τόπο με την αχλαδιά κι έτσι να βγει για πάντα από την υποψία. Μα ο Μπαρμπαντώνης την ήθελε την αχλαδιά. Την ήθελε γιατί την είχε κεντρωμένη ο ξένος ο γιατρός, την ήθελε γιατί την ήθελε να κάθεται στον ίσκιο της το καλοκαίρι, την ήθελε γιατί ήθελε να κάθεται και να φυλάει τ’ αχλάδια της απ’ τα παιδιά και τους βοσκούς, κι όσα γλυτώνανε να τα μαζεύει και να τα πάει της γυναικός του.

Τα πήγαινε δεμένα στο μαντίλι με τα ρούχα που της πήγαινε μαζί για να του πλύνει. Κρατούσε αυτή τ’ αχλάδια και του γύριζε τα ρούχα, κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε στην καλύβα κι έπιανε πάλι τον ίσκιο του και φύλαγε κι έπιανε πάλι και πελεκούσε κι έσκιζε, κι έπλεκε και στέριωνε, δυνάμωνε το φράχτη. Όσο που κουραζόταν. Και τότε ξανακαθόταν πάλι ασάλευτος στη θέση του και κοίταζε, κοίταζε μπροστά του και φαινότανε σα να περίμενε.

Αν ήταν τούτο που περίμενε, ήρθε. Μια μέρα, εκεί που κοίταζε, ο φράχτης δε χόρευε μπροστά του πια, δεν περπατούσε. Είχε χαθεί. Ακόμα του φάνηκε πως κι η καλύβα χάθηκε άξαφνα και πάει. Ο Μπαρμπαντώνης φώναξε κι έπεσε χάμω. Του φάνηκε πως χάθηκε και πάει κι όλος ο κόσμος μαζί με την καλύβα, γιατί αγαπούσε την καλύβα, την ήθελε να κάθεται, την ήθελε για να πεθάνει μέσα. Ο Μπαρμπαντώνης ξαναφώναξε, μα όπως άπλωσε το χέρι, το χέρι του άγγιξε τον τοίχο, κι ένιωσε τότε πως δε χάθηκε η καλύβα. Ο Μπαρμπαντώνης ένιωσε ευθύς τι χάθηκε, και σύρθηκε πασπατευτά με τη μακριά του γκλίτσα ως το κατώφλι του παππού κι έφερε το νέο. Και σερνόταν έτσι κι ύστερα καιρό, μήνες πολλούς ως το κατώφλι του παππού, όσο που έπεσε κι από τα πόδια του μια μέρα. Τώρα μπορούσε μόνο και καθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε άδεια με τα μάτια τ’ άδεια, κοίταζε και φαινόταν πως περίμενε.

Αν εκείνο που περίμενε ήταν η γυναίκα του, η γυναίκα του ήρθε. Ήρθε και τον πήρε σπίτι της, αφού πήρε και τα χρήματα που φύλαγε ο παππούς από τη σύνταξη του Μπαρμπαντώνη. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν άργησε πολύ να παραγγείλει πως τον αφήνουν νηστικό, κι ο παππούς έστειλε και τον ξανάφεραν στην καλύβα. Και ξανάπιασε πάλι τη θέση του μπροστά στην πόρτα, την έπιασε, μα πια δεν κοίταζε και δε φαινόταν πως περίμενε. Καθόταν και χτυπούσε τη γκλίτσα του κάτω στη γη, καθότανε και διηγόταν ιστορίες στους βοσκούς και στους διαβάτες. Διηγότανε για την Αρβανιτιά, την Επανάσταση και την κοκάρδα που τη φύλαγε τώρα στον κόρφο, για τον παλιό γιατρό που καβαλίκευε και πήγαινε και γιάτρευε τον κόσμο κι ύστερα γύριζε και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Και διηγόταν για την αχλαδιά και για το γείτονα που γύρευε να του την πάρει. Να πελεκήσει και να φράξει δεν μπορούσε πια, μόνο σερνόταν με τα γόνατα στο χώμα κι έψαχνε χάμω και μετρούσε το φράχτη με τα χέρια.

Ακουγόταν οι φωνές του. Κι έβγαινε τώρα ο παππούς και μάλωνε το γείτονα, κι έβγαινε κι έδιωχνε τον προγονό που γύρευε κι αυτός να του χαρίσει ο Μπαρμπαντώνης την αχλαδιά και την καλύβα. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν το έκανε, γιατί φοβόταν μην ο προγονός πουλήσει την καλύβα, κι αυτός την ήθελε, την ήθελε για να πεθάνει μέσα.

Πέθανε στον αχερώνα μας όπου τον μάζεψε ο παππούς όταν έπιασε ο χειμώνας, για μην ξεπαγιάσει στην καλύβα. Ως τις στερνές στιγμές του διηγόταν ιστορίες, θυμόταν την Αρβανιτιά και τους πολέμους και τον ξένο το γιατρό που του συγύριζε αυτός το άλογο, το γιατρό που γιάτρευε τους χωρικούς και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Για τ’ άλλα που διάβαζε ο γιατρός μες στα βιβλία, δε διηγόταν. Σώπαινε άμα έφτανε ως εκεί, κι έσκυβε χάμω στη φωτιά κι έμενε ασάλευτος εκεί και δε φαινόταν πως περίμενε. Μόνο λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει, ανασηκώθηκε άξαφνα και γύρισε προς τη μεριά, όπου φανταζότανε πως είναι η πόρτα. Σταμάτησε στη θέση αυτή και φάνηκε σα να περίμενε. Μα γλήγορα ξανάπεσε ήσυχα, βγάζοντας μια βραχνή φωνή, αφήνοντας έναν αχό που έμοιαζε με γέλιο.

Τον άκουσε ο παππούς που σεργιανούσε με σουφρωμένα φρύδια πέρα δώθε στο μακρύ χαγιάτι καπνίζοντας αμίλητος και βροντώντας μονόρυθμα κι αδιάκοπα, σα χτύπους ρολογιού της πλήξης, τα τακούνια απ’ τις παντούφλες του στις πλάκες, τον άκουσε, έριξε κείθε μια ματιά και πέταξε και κείνος ένα γέλιο από τα δόντια, ένα —δεν άκουσα καλά— «άλλαξε;» ή «θ' αλλάξει!»

 

 

αρχή