ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ


 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ κυκλοφόρησε πρώτα στα Γερμανικά. Στα ελληνικά πρωτοκυκλοφόρησε στο περιοδικό «ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ». Η ψηφιοποίηση έγινε από την έκδοση σε βιβλίο του 1921 από τον εκδοτικό οίκο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ»

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο στο Ε.ΚΕ.ΒΙ. ΕΚΕΒΙ

Πληροφορίες για την Ελισάβετ της Αυστρίας στη Βικιπαίδεια δεσμός

 

Η Ελισάβετ την ημέρα της στέψης της
ως Βασίλισσας της Ουγγαρίας (8 Ιουνίου 1867)
Πηγή: Βικιπαίδεια

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΥ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΕΙΡΑΣ

ΕΛΙΣΑΒΕΤ

ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

 

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921

 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

MIA AYTOKPATOPIΣΣA THΣ MONΑΞΙAΣ

Την αυτοκρατόρισσα που σε φυγήν αδιάκοπη, μ’ ένα ριπίδι ανάμεσά της και του κόσμου κι ένα πέπλο απλωμένο στη σκέψη της, μπόρεσε να κρύψει ως την ώρα του θανάτου το αριστούργημα που έπλασε απ’ τον εαυτό της, θα την αντικρίσομε τώρα, αν όχι μάτια με μάτια, τουλάχιστον όμως όπως καθρεφτίζεται στη μνήμη ενός νέου ποιητή, που τα περιστατικά και το φυσικό του τον έκαμαν άξιο να αισθανθεί την ωραιότητά της.

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος θυμάται πως δοκίμασα κάποτε να περιγράψω έναν τρόπο για να πλάσει κανείς και να κυβερνήσει την αισθητικότητά του, μας διηγείται μάλιστα πως η Αυτοκρατόρισσα καταδεχότανε να βρίσκει κάποιαν ευχαρίστηση στις μικρές αυτές μυθιστορίες, που ο ίδιος της διάβαζε. Και σκέπτεται σωστά πως η λυρική του ανάλυση για μια βασίλισσα, που άλλο βασίλειο δεν ήθελε απ’ την εσωτερική της ζωή και που η μόνη της φροντίδα ήτονε να εξαϋλώσει τον εαυτό της και να πλατύνει την περιοχή του ονείρου της, θα μας δώσει την πιο πλούσια και την πιο ποιητική συμβολή στη λατρεία του Εγώ μας. Μα τι είμαστε εμείς για ν’ αγγίξομε το θαυμάσιο αυτό ποίημα, που μέσα του και η φτωχικότερη φαντασία ενός αναγνώστη μπορεί μονάχη της να συνάξει πλούσια και θαυμαστά σχόλια; Η θεία Αντιγόνη λέει στην αδελφή της την Ισμήνη: «Είναι καιρός τώρα που πεθαμένη ζω και πεθαμένους μόνο δύναμαι να δουλέψω.» Είναι ανόητη —λέει για τον εαυτό του ο Κρέων. «Βασιλιά μου, του αποκρίνεται η Ισμήνη, ποτέ το λογικό που μας έδωσε η φύση δεν μπορεί να βαστάξει σε τόση δυστυχία.» Ευχαριστιέται να βρίσκει κανείς στη γλώσσα που απ’ όλες την προτιμούσε η Αυτοκρατόρισσα Ελισάβετ τα λόγια που λιγότερο θα σπαράξουν την ανοιγμένη της πληγή.

Απ’ το σημείο που την αντικρίζομ’ εμείς, πρέπει να ευλογήσομε την οδύνη της Ελισάβετ της Βαυαρίας. Νέα η Αυτοκρατόρισσα είχε θαμπώσει με τα κάλλη της τους λαούς της και όλη τη μεγάλη κοινωνία της Ευρώπης· μα όσο κι αν έμοιαζε με βασίλισσας παραμυθιού η πρώτη της ομορφιά, για μας στέκει ψηλότερα η στερνή της ωραιότης, αυτή που της χάρισαν οι πληγές της ζωής. Έμοιασεν έτσι με την Αυτοκρατόρισσα Ευγενία. Και ποιος θα μπορέσει ν’ αρνηθεί τα θέλγητρα, που τα αιματωμένα δάκρυα και της ζωής τα σημάδια ενώσανε με μιας θεάς κάλλη; Στην απόγονο αυτή των Βιττελσμπάχων τα εξωτερικά περιστατικά βοηθούν τις εσωτερικές ροπές. Κι ο θάνατος έρχεται να δώσει ένα υπέροχο γόητρο στην ψυχήν αυτή, που τ’ αλύπητα χτυπήματα της Ειμαρμένης την είχαν περίτεχνα δουλέψει σαν ένα σπάνιο κι ευγενικό υλικό.

...

Ο Χρηστομάνος δε μας λέει την ιστορία των βασάνων της Αυτοκρατόρισσας Ελισάβετ. Χωρίς άλλο θα ήτον πολύ περίεργο να μελετήσει κανείς όλα τ’ αδυσώπητα στάδια που πέρασε η ομορφιά της και το αργοδούλευτο μαράζι που την οδηγούσε ζωντανή στις μοναξιές και που νεκρή τώρα την ξεχωρίζει από των σκιών το χυδαίο κοπάδι. Θα ήτον επιθυμητή μια τέτοια ψυχολογική βιογραφία, παρόμοια μ’ εκείνην που αφιέρωσε ο Ζάκ Μπαινβίλ στο Λουδοβίκο Β' της Βαυαρίας. Εμείς ωστόσο θα πάρομε την Αυτοκρατόρισσα όπως τη βρίσκομε στο ποιητικό τούτο Ημερολόγιο: γητεύτρα της φαντασίας μας, άφθαστο των Ονείρων και της Ωριοσύνης καταφύγιο!

... Πρέπει πρώτα να μάθομε από ποιον μας έρχεται η πολύτιμη αυτή αποκάλυψις. Ας δούμε τι αξίζει το όργανο που μας δίνει αυτό το εξαίσιο θέαμα, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος.

Ήτον ένας νέος Αθηναίος φοιτητής που μελετούσε όλη την ημέρα ίσα μ’ αργά το απόβραδο σε μια μελαγχολική πολυκατοικία κάποιου προαστείου της Βιέννας. Μονάχα, εκεί που ξεφύλλιζε λατινικά κείμενα για τη διδακτορική του διατριβή, ονειρευότανε και κάποτε κι αναστέναζε. Όταν έπεφτε το βράδυ, ένα κοτσύφι ερχόταν κι ακουμπούσε στην αντικρινή στέγη και τραγουδούσε, τραγουδούσε, ώσπου το σκοτάδι έσβηνε το μικρούλι του το σχήμα και τη γλυκόλαλη φωνούλα του. Και να που μια φορά της κατέβηκε της Αυτοκρατόρισσας να μάθει τα ελληνικά και θέλησεν ένα νέον Έλληνα να την ακολουθάει στους περιπάτους της. Της είπαν τότε για το φοιτητή. Κι Εκείνη έστειλε αμέσως μια χρυσή καρότσα και τον πήρε στο παλάτι της.

Τα προτερήματα και τις αδυναμίες εκεινού που θα γίνει τώρα οδηγός μας, θα τ’ αναγνωρίσετε διαβάζοντας την πρώτη σελίδα του βιβλίου του, γοητευτικήν από νεότητα και δίψα για κάθε τι πολύτιμο, αισθητικό και σπάνιο, μια σελίδα που μέσα της αναγνωρίζομε ένα μακρινόν αδελφό, ποτισμένον από ανατολισμό, του δικού μας του Ιουλιανού Σορέλ... Μα τι μιλώ για τον Ιουλιανό Σορέλ! Νομίζω πως διακρίνω τώρα τη νέα Εσθήρ όταν λιγοθυμάει μπροστά στον Ασσουήρο· νομίζω πως ακούω το στίχο του Ρακίνα, να εμψυχώνει το παιδί αυτό:

Εσθήρ τι τάχα σκιάζεσαι; Δεν είμ’ ο αδερφός σου;

Ο Χρηστομάνος, ίσαμε την ώρα του θανάτου του, θα πιστεύει στην ποιητική αυτή αδελφοσύνη. Θα ήτονε λυπηρό, αν μια τέτοια πεποίθησις τον έκαμε να παραλλάξει στο ημερολόγιό του τα αισθήματα και τα λόγια της Αυτοκρατόρισσας. Εγώ νομίζω πως μέσα στην τεχνοτροπία του νέου ποιητή ξαναβρίσκομε τα ίδια τα κινήματα της Ελισάβετ της Βαυαρίας. Και ίσα ίσα μπαίνομε βαθιά κι εμείς μέσα στην ευγενικήν αυτήν οικειότητα, ακολουθώντας τον οδηγόν αυτόν, τον παράφορα ευαίσθητο, που από γενετής του κατέχει το γούστο για τις πιο σπάνιες αισθητικές φαντασίες.

Είναι κρίμα που η δεύτερη Αυτοκρατορία δεν επιφόρτισε το Θεόφιλο Γκωτιέ να διατρέξει τον κόσμο για να μας δώσει την εικονισμένη του απογραφή. Ο Θεός να ‘χε δώσει να μ’ έβαζε κι εμένα η τύχη κοντά στο Βοναπάρτη, απ’ τη Βριέννα ως την Αγία Ελένη, για ν’ ανιστορήσω τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου του Κράτους, τα μεθύσια του θριάμβου και τις τελικές τραγωδίες. Ευτυχία μας ήτονε να το φέρουν έτσι τα περιστατικά κι ο Χρηστομάνος, μια νευρική ιδιοσυγκρασία που τη μεθάει η πολυτέλεια, το μυστήριο κι η ομορφιά, να συνάξει στη Χόφμπουργ, στα δεκαεννιά του χρόνια, τόσα χρώματα, αρώματα, γλύκες, μιαν ολάκερη φλογερή ανατολική ποίηση, διακοσμητική και λυρική ...

... Στην τέχνη ποτέ δεν πρέπει να φοβάται κάνεις μήπως δυναμώσει υπερβολικά ένα χαρακτήρα. Στην προσωπογραφία αυτή της Ελισάβετ της Βαυαρίας που μας χαρίζει ο Χρηστομάνος υπάρχει κάτι τι παράδοξο που θυμίζει τον Βελάσκες, τον Δελακρουά, τον Μανέ. Μα γιατί ν’ αναφέρω τους τρεις αυτούς ζωγράφους; Κάθε καλλιτέχνης σε κάθε του δημιουργία βάζει φυσικά κάτι αινιγματικό, μια νότα παράξενην ή σκληρή, που φαίνεται άγνωστη στη φύση, μα που μας δίνει μια βαθιά συγκίνηση και, μ’ έναν τρόπο παντοδύναμο, ανοίγει στην ψυχή μας πλατύτατους δρόμους. Αν έπαιρνα τη ζωή της Ελισάβετ της Βαυαρίας για δοκουμέντο, γι’ αφετηρία σε μιαν καλλιτεχνική έμπνευση, θ’ άρπαζα με προθυμία, για να το κάμω προζύμι της εργασίας μου, το θέαμα της στιγμής που η αυτοκρατόρισσα αυτή χάρισε στο νέο Χρηστομάνο κάποια μέρα, που τον είχε καλέσει στο Σενμπρούν. Είδεν εκεί σχοινιά και γυμναστικά όργανα κρεμασμέν’ απ’ τη θύρα του αυτοκρατορικού σαλονιού: η Μεγαλειότης Της γυμναζότανε τη στιγμή εκείνη στους κρίκους. Φορούσεν ένα φόρεμα μαύρο μεταξωτό με μακριάν ουρά, στολισμένο στα κράσπεδα με θαυμάσια φτερά στρουθοκαμήλου, μαύρα κι αυτά. Ο νέος ποτέ του δεν είχε ιδεί την Αυτοκρατόρισσα στολισμένη με τόση επισημότητα: «Κρεμασμένη απ’ τα σχοινιά έκανε μια φανταστικήν εντύπωση, σαν ένα πλάσμα ανάμεσα πουλιού κι ερπετού. Για ν’ ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα, έπρεπε να πηδήσει ένα σχοινί τεντωμένο χαμηλά: Το σχοινί αυτό, μου είπε, το ‘χω εδώ για να μην ξεμάθω το πήδημα. Ο πατέρας μου ήτον ένας μεγάλος κυνηγός «ενώπιον του Κυρίου» και ήθελε να μας μάθει να πηδούμε σαν τα ζαρκάδια.» Και ύστερα τον παρακάλεσε να εξακολουθήσει το διάβασμα της Οδύσσειας.

Μέσα στο τραγούδι του ευγενόπαιδου, του ερωτευμένου μ’ έν’ άστρο, αρχίζει κανείς να μαντεύει το μοναδικό ρυθμό της Ελισάβετ της Βαυαρίας.

Για να δώσω την αίσθηση του ατομικού αέρα ολονών αυτών των κρίσεων και για να μην υποπτευθεί κανείς πως αρπάζω έτσι την προσωπογραφία της μέσα στ’ όνειρό μου, πρέπει η ομοιότης της να σχηματισθεί μπροστά στα μάτια ενός υπομονετικού αναγνώστη. Σταλαγματιά σταλαγματιά, σα μυρουδικό, ας αφήσομε να χυθεί γύρω μας, έτσι όπως τύχει, η αυτοκρατορική αυτή ευαισθησία. Ποιος τάχα θα λυπηθεί τον καιρό του που θα χαρίσει;[1]

Θυμούμαι ότι η Αυτοκρατόρισσα Ευγενία, βιασμένη να δώσει μιαν ακρόαση, έλεγε μια μέρα στους αυλικούς της: «Ναι. Το ξέρω. Έρχονται να με δούνε σαν πέμπτη πράξη μιας τραγωδίας.» Δε βρίσκονται άνθρωποι τόσο υπερβολικά φρόνιμοι, ώστε ν’ αρνηθούνε να υψώσουν την καρδιά τους, αποστρέφοντας το πρόσωπο απ’ τις τραγικές μορφές. Θέλει ο καθένας να πλατύνει τη ζωή του. Και θέλοντας να νιώσομε βαθιά ως τη ρίζα τους λογισμούς της Αυτοκρατόρισσας Ελισάβετ, πλουτίζομε τον εαυτό μας βέβαια με μιαν πανώρια, σπανιότατη και πολύ δραματικήν αντίληψη της ζωής.

... Σε ποιο λοιπόν μέρος θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους εσωτερικούς της πόθους η αυτοκρατόρισσ’ αυτή, η περιφρονήτρα και κορεσμένη;

Η αδιάκοπη μετατόπισίς της δεν είχε καθόλου την όμορφη και λογική κανονικότητα των μεταναστεύσεων ενός αποδημητικού πουλιού· ήτονε μάλλον το στριφογύρισμα ενός χαμένου πνεύματος που χτυπάει τα φτερά του στον αέρα, που δε βρίσκει πια φωλιά και που καμμιά δεν το κυβερνάει πειθαρχία. Αισθάνεται κανείς την ανάγκη ν’ ανακαλύψει το σημείο της γης όπου η ταξιδεύτρα, η γυναίκ’ αυτή «μιας άλλης εποχής», — γιατί, ίσα ίσα για τη μυστική έκφραση που πήρε, δεν ήτον καθόλου απ’ τον αιώνα μας— ευχαρίστησε το εσωτερικό της όνειρο. Κανείς δε βρίσκεται, που να μην έχει επισκεφθεί ή τουλάχιστο να μη γνωρίζει από ενθουσιαστικές περιγραφές το παλάτι της Κέρκυρας, το άσπρο παλάτι του Αχιλλέως, το «Αχίλλειον», χτισμένο από την Αυτοκρατόρισσα πάνω απ’ το λιμανάκι της Μπενίτσας. Ο Χρηστομάνος τη συνόδευσ’ εκεί κάτω. Τι τύχη που μπορεί κανείς να τους ακολουθήσει και να γνωρίσει τι συγκινούσε την Ελισάβετ της Βαυαρίας στο «Ελδοράδο» της!

... Η τόλμη κι η πικρή ειρωνεία, ο τόνος ο σκεπτικιστικός και μοιρολατρικός, η ακατανίκητη απογοήτευσις για κάθε πράγμα, η αδιάκοπη παρουσία του ιδανικού και του θανάτου κι αυτά ακόμα τα αισθητικά παιγνίδια μιας μελαγχολίας που ζητάει την απολύτρωσή της με κάνουνε να παίρνω την ύπαρξη της Ελισάβετ της Αυστριακής σα μηδενιστικό ποίημα με το δυνατότερο άρωμα που ‘χομε αναπνεύσει ποτέ στα κλίματά μας. Θα ‘λεγε κανείς πως οι ανατολικές πνοές ερεθίσανε στη δούκισσαν αυτή της Βαυαρίας το ρομαντικό βάθος της ψυχής της: την κάθε δύναμη του ονείρου της τη σκλαβώνει σε κάποιες καντέντσες, που τις βρίσκω μονάχα στους ασύγκριτους εκείνους σουφήδες της Περσίας που γύριζαν τον κόσμο αγκαλιασμένοι με το θάνατο. Κι ο κόρος αυτός, που δεν εμποδίζει καμιάν ανατριχίλα, ανακαλεί στη φαντασία μου κάποιους μυστικούς ονειροπόλους των ασιατικών θρόνων.

Εννοείται πως δεν έχω την αξίωση μ’ αυτούς τους παραλληλισμούς να δώσω καμιάν εξήγηση· μα όπως ένας ήχος μουσικός μάς μεταφέρνει κάποτε σ’ ένα τοπίο, έτσι κι η ατμόσφαιρα της σιωπής, του μοιραίου και της παράξενης ομορφιάς που κυματίζει γύρω απ’ την Αυτοκρατόρισσα ανακαλεί στο πνεύμα μου τις διδασκαλίες εκείνες των καλιφών όπου η φιλοσοφία του τίποτα, με κάποιαν επιτήδευση, ξετυλίγει τ’ αξιώματά της ανάμεσα στα δράματα που τα επικυρώνουν.

Μα γιατί τάχα να ζητάω ακόμα την εξήγηση όλων αυτών των ασύγκριτων αγωνιών; Τους μονότονους αυτούς ψαλμούς, εκείνοι που τους ονομάζομ’ ευτυχισμένους του κόσμου τούτου, τους είπαν και τους ξαναείπαν πολλές φορές απ’ τον καιρό του Σολομώντος. Έτσι ακόμα κι έξω απ’ την ατμόσφαιρα των Αυλών, έχομε ακούσει ανάλογους λογισμούς. Η κατάστασις αυτή της ευερέθιστης αδυναμίας, οι αναίτιες αυτές αγωνίες, οι αόριστες ανησυχίες, οι μαύρες λυκανθρωπίες είν’ ένα ξέχυμα ιδιαίτερο των ανωτέρων φύσεων. Με μιαν κανονικότητα απελπιστική για κάθε άνθρωπο που θα τολμούσε να συλλογισθεί την τρομακτική μας αδυναμία, ακολουθούμε βήμα με βήμα τους προγενεστέρους μας. Όλοι οι μεγάλοι ποιηταί βασανίσθηκαν, όπως η Ελισάβετ η Αυστριακή, απ’ την πεζότητα του αιώνος μας· αισθάνθηκαν πως κάποια επιθυμία τους έσπρωχνε να υψωθούν προς ένα ψηλότερο ιδανικό· ένιωσαν πως κάτι τι τους απομάκρυνε απ’ τις κλειστές και περιορισμένες διάνοιες, τις ευχαριστημένες απ’ τον κόσμιο και απ’ την τύχη τους. Και τούτο, γιατί, χωρίς σκοπό και χωρίς χαλινάρι, υπόφεραν από έλλειψη πειθαρχίας. Από μια τέτοια κατάσταση βγαίνουν οι μεγάλες καλλιτεχνικές και θρησκευτικές μοναδικότητες που είναι τιμή της ανθρωπότητος! Τι έχει να κάνει το πάθος των δογμάτων; Η ορμή δημιουργεί την ηθική. Εκείνο που λέει ο Πασκάλ «να ζει κανείς για την αιωνιότητα», είναι το ίδιο που λέμ’ εμείς «να παρατηρούμε τον εαυτό μας, να καταλαβαίνομε το τιποτένιο της ζωής.» Μα ο κόρος αυτός, που απαιτεί σε κάθε στιγμή τα καρυκεύματα του θανάτου, δεν κάνει ποτέ τόσην εντύπωση, όσο σαν έρχεται από μια γυναίκα αποθεωμένη απ’ την ομορφιά της, απ’ το διάδημά της, απ’ τη δυστυχία της που την περιφρονούσε μ’ έναν αδιάκοπο συλλογισμό κι απ’ τη δολοφονία της ακόμα που δεν μπόρεσε ούτ’ αυτή να τη συγκινήσει, γιατί από καιρό είχε προεξοφλήσει το θάνατο.

Τη στιγμή που ένα κτήνος, σταλμένο απ’ την Ειμαρμένη που εφορεύει τις αρχαίες τραγωδίες, χτύπησε την Αυτοκρατόρισσα στην προκυμαία της λίμνης, κοντά στο ξενοδοχείο της «Όμορφης ακρογιαλιάς» (Beau Rivage)!, δίχως άλλο εκείνη ανήκε σ’ ό,τι ο χυδαίος ονομάζει ζωή, αφού αντιδρούσε ακόμα —χωρίς όμως να ‘χει πια σκοπό ή θέλησην ή τίποτ’ άλλο δικό της, και ήτον, κατά το φιλόσοφο, μια ξένη στη ζωή και αληθινά πεθαμένη.

Ο Ρεμύ δε Γκουρμόν έγραψε μια φράση, που αξίζει να τη φυλάξει κανείς: «Ο άνθρωπος που δολοφόνησε την αυτοκρατόρισσα της Αυστρίας υπάκουσε ίσως σ’ ένα ένστικτο ανώτερο απ’ τη διάνοιά του: νομίζοντας πως σκοτώνει τη δύναμη, μαχαίρωσε την περιφρόνηση.» Χωρίς άλλο κι ακόμα ίσως περισσότερο από περιφρονήτρα ήτονε μια φευγάτη. Jam transiit. Ο ηλίθιος Λουτσένης σκότωσε μια πεθαμένη!

Η καρδιά η τρυπημένη απ’ τη μικρή αυτή λάμα χτυπάει ωστόσο ακόμα. Μόλις επάνω στη γέφυρα του βαποριού αποκάνει —και τότε ρωτάει: «Τι τρέχει;» Αυτή που πεθαίνει, ρωτάει: Τι τρέχει;»

Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος είχε τάχα το δικαίωμα ν’ αποσπάσει από το θεληματικό αυτό in pace την ύπαρξη που οδηγεί τώρα μέσα στην πολιτεία των ποιητών; Νέος, με την ψυχή φλογότρεμη απ’ όνειρα και γεννημένος για να τα ντύνει με την πορφύρα του λόγου, δεν μπόρεσε κοντά στην τόσο ποιητική Αυτοκρατόρισσα να κλείσει τα μάτια του και να κόψει τη γλώσσα του. Ανιστορεί το καθετί που είδε —κι αλήθεια σε τι θαυμάσιους ρυθμούς ψέλνει τα μάγια που αισθάνθηκε η ψυχή του! Αναμμένος από ένα τέτοιο πλησίασμα, αν άρπαξεν ένα κομμάτι απ’ τ’ ολοκαύτωμα που ζητούσε να καεί και να γίνει στάχτη,— εμείς πρέπει να του καταλογίσομε τη συναρπαγή, όχι την αρπαγή. Δεν μπόρεσε να πετάξει στη θάλασσα το χρυσό ποτήρι, που μια τυχαία περίσταση τον έκαμε να σώσει απ’ την άβυσσο της λήθης Δεν είδα όμως πουθενά να κατηγορήσουν τους φίλους του Βιργιλίου, γιατί δε θελήσανε να καταστρέψουν την Αινειάδα, οπως στην κλίνη του θανάτου του είχε παραγγείλει ο ποιητής.

Αλίμονο! Όσο ζει στο βαθύν άμμο της αβύσσου το ποτήρι του βασιλέα της Θούλης, ερεθίζει μέσα μας την αίσθηση του μυστηρίου και μας παρασύρει σε κάθε τόλμη· μα τι θ’ άξιζε τάχα το ποτήρι αυτό, αν το φέρναμε γύρω στα χέρια των συμποτών της αγοράς, που είναι πια μεθυσμένοι από το πρόστυχα πιοτά; Ο Θεός να δώσει να μη γίνει ποτέ κι η αυτοκρατόρισσ’ αυτή της μοναξιάς φιλολογικό θέμα και, καθώς λένε, μια μορφή αισθητική!

Αν θέλομε να κρατήσομε γύρω στην Αυτοκρατόρισσα τη μοναξιά που αγαπούσε και που μας την αποζητάει η ατμόσφαιρα της ομορφιάς της, ας της χαρίσομε καλύτερα όλες τις κατηγόριες που έχουν οι δυνατές ψυχές για τους ανθρώπους που, παραγνωρίζοντας τάχα το νόημα της ζωής, αμελούνε να γίνουν ωφέλιμοι στον κόσμο και χάνονται στ’ άλυτα και γι’ αυτό ίσα ίσα παιδιακίσια προβλήματα του ρεμβασμού. Μήπως δεν έχομε στη διάθεσή μας ένα αξιομνημόνευτο αξίωμα που ο Αύγουσιος Κοντ το είχε ακούσει από την Κα Κλοτίλδη δε Βω;—«Είναι ανάξιο για τις γενναίες καρδιές να σκορπίζουνε γύρω τους την ανησυχία που τις βασανίζει»...

 

MAURICE BARRES

Μετάφρασις Παύλου Νιρβάνα

 

αρχή

 


ΦΥΛΛΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Το Μάη του 1891 ο αδελφός μου κι εγώ μέναμε στη Βιέννη και κατοικούσαμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι της Άλζερστρασσε, από εκείνα που χτίζονται τώρα σα στρατώνες για εισόδημα: είχαμε νοικιάσει σε μιας φτωχής νέας γυναικούλας που ‘τονε ζωντοχήρα, επειδή ο άντρας της ήτον κλεισμένος σε φρενοκομείο· στο διαμέρισμά μας είχε μαζεμένα όσα έπιπλα της απόμεναν απ’ τα ευτυχισμένα της τα χρόνια και η ίδια είχε στριμωχτεί σ’ ένα στενό και γυμνό καμαράκι μαζί με το παιδί της, ένα κοριτσάκι τριών ετών που το φώναζε Γκρετίγκα. Αυτή η Γκρετίγκα έβαζε τα κλάματα μόλις την κοίταζε κανείς χωρίς να της χαμογελάσει. Τα καλά τα έπιπλα του δωματίου μας και το στενό γυμνό καμαράκι και η ευαίσθητη Γκρετίγκα που εύρισκε τόσο τρομερή τη ζωή χωρίς χαμόγελο, όλ’ αυτά μού φαίνονταν τότε πολύ συγκινητικά.

Ο αδελφός μου Τώνης ήτονε φοιτητής της Ιατρικής και πλησίαζε να δώσει τις πρώτες του μεγάλες, λεγόμενες «αυστηρές» εξετάσεις. Εγώ, ότι τέλειωνα τις σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή και σκόπευα τις προσεχείς παύσεις να τις περάσω στο Ίνσμπρουκ για να επεξεργασθώ εκεί, με την οδηγία ενός φημισμένου καθηγητού του Ιστορικού Δικαίου, τη διδακτορική μου διατριβή «Περί των βυζαντινών θεσμών εν τω φραγκικώ Δικαίω». Το χειμώνα έλεγα να πάρω το δίπλωμά μου στη Βιέννη.

Ζούσαμε απλά και ήσυχα, γυρίζοντας σπίτι προτού κλείσουν την εξώπορτα για να βυθισθούμε στα βιβλία μας. Πού και πού να πούμε καμμιά λέξη ο ένας του άλλου, ολόκληρη τη βραδιά. Και όταν ανοίγαμε τα παράθυρα, που βλέπανε σε μιαν αυλή βαθιάν και σιωπηλή σαν άβυσσο, μας ερχόταν από πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών η βουή του δρόμου, απόθαμπη και μπερδεμένη, και καμμιά φορά μια λεπτή ευωδία από κάποιο αόρατο περιβόλι ή ίσως απ’ τις γλάστρες που είχε απέναντι μας ένα ισχνό ξανθό κορίτσι και τις πότιζε κάθε πρωί. Κι ενώ εγώ ήμουν καθισμένος μπροστά στο τραπέζι μου, μέσα στον κιτρινόφεγγο κύκλο της λάμπας μου, και γέμιζα με γράμματα κάτι μικρά τετράγωνα χαρτάκια ή έψαχνα σε λατινικά κείμενα παραπομπές για το «mundium» και τα «beneficia ecclesiastica» ξάνοιγαν τα μάτια της ψυχής μου μέσ’ απ’ τις γραμμές κάποια φωτεινά βύθη, τοποθεσίες από ευτυχισμένες χώρες που ποτέ μου δεν είχα ιδεί ή ίσως περαστικά να τις πήρε το μάτι μου, αλλ’ εξιδανικευμένες τώρα και συνθεμένες σε εικόνες φανταστικές. Ήτον έν’ αδιάκοπο ταξίδι απάνω σε σιγαλές φτερούγες, χωρίς κόπον ή αίσθηση του χρόνου, σα να πούμε η ουσία και το άρωμα του ταξιδέματος. Και αναστέναζα βαθιά από νοσταλγία για κάτι αφάνταστο και ανήκουστο. Ο αδελφός μου που παρατηρούσε τ’ ονειροπλάνο βλέμμα μου, ακίνητο σαν ταξιδιάρικο πανί στο πέλαγος, μου ‘λεγε κάποτε, όταν αποφάσιζε να μιλήσει:

— Αν κάνεις έτσι, δε θα βρεις άκρη. Δεν πρέπει κανείς να παραδίνεται στα αισθήματά του: είναι ρεύματα αντίθετα που παρασύρουν κάθε πραγματική σκέψη.

Το πρωί νωρίς, όταν ανοίγαμε τα γυαλιά κι έπεφτε στο πρόσωπο μας μια πνοή δροσερή και παρθενικιά που μύριζε καλοκαιριάτικην αυγή (σαν ψέματα μέσα στην πόλη!) και τα κεραμίδια αντίκρυ μας χρυσώνονταν, ω αυτό μού ήτονε σαν ευαγγελισμός ενός άλλου κόσμου άφθαστου και αφάνταστου που τονέ διψούσε η ψυχή μου.

Η νοικοκυρά μας έμπαινε συχνά στο δωμάτιό μας για να πει κανένα λόγο να ξεσκάσει. Ο αδελφός μου έδειχνε μεγάλη δυσαρέσκεια γι’ αυτήν την ενόχληση, επειδή, και όταν ακόμη δεν είχε βιβλίο ανοιχτό μπροστά του, εξακολουθούσε, φαίνεται, να διαβάζει στο μυαλό του. Μ' ευχαρίστησην όμως προσφερόμουν εγώ σ’ αυτές τις διαχύσεις, επειδή ήθελα να ξεγελάσω το αίσθημα του καιρού που περνά και να ξεχάσω τη μικρόπρεπη πραγματικότητα της ζωής μου.

Αμέσως μετά το φαγητό στο φοιτητικό ξενοδοχείο μας, ξαναγύριζα σπίτι κι έπιανα τη μελέτη, ενώ έξω όλα γυάλιζαν τόσο χαρούμενα στον ήλιο και τα περιβόλια ήταν κατάχλωρα από τα νέα φυλλαράκια και γεμάτα ανθισμένες πασχαλιές —ώσπου άρχιζε να βραδιάζει. Τότε κάθε μέρα ερχόταν ένας κότσυφας και καθότανε στην κορυφή των κεραμιδιών αντίκρυ μας και σφύριζε και τραγουδούσε ώρες ολόκληρες μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, πάντα στην ίδια κορυφή των κεραμιδιών, πάντα την ίδιαν ώρα, ώσπου έπεφτε το σκοτάδι κι έσβηνε το μικρό του σχήμα και τη γλυκόλαλη φωνούλα του. Τον περιμέναμε τον κότσυφα με πάθος, ο αδελφός μου κι εγώ. Δε μιλούσαμε γι’ αυτόν, και όμως είμαι βέβαιος, ότι αν ο Τώνης γύριζε ταχτικά αυτήν την ώρα, άμα είχε βγει έξω, ήτονε μόνο και μόνο για να μη χάσει το τραγούδι του κότσυφα.

Μια μέρα του λέω, ενόσω ο κότσυφας τραγουδούσε:

— Δεν αισθάνεσαι πόσο μονότονα και χωρίς χαρά περνά η ζωή μας· μου φαίνεται πως την ακούω να κυλά σαν ποταμάκι.

Και αυτός απαντά:

— Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τέτοια λυπητερά πράματα.

Επειδή από τους δυο μας, αυτός ήτον πάντα ο πιο γνωστικός κι εγώ ο παλαβός.

Έξαφνα συνέβηκε κάτι ολωσδιόλου απρόοπτο και ξεχωριστό.

Ένας λακές μας έφερε ένα γράμμα του Νικολάου Δούμπα, που ήτον ένα υψηλόν υποκείμενον, γνώριμός μας και μάλιστα και λίγο συγγενής. Δεν ξέρω τι απόγινε το γράμμα, αλλά θυμάμαι πως έγραφε καθαρά και ξάστερα, ένας από τους δυο μας να πάει αμέσως στη Χόφμπουργ[2] και να παρουσιασθεί στο βαρώνο Νόπτσα, αυλάρχη της Α. Μ. της Αυτοκρατείρας, επειδή η Αυτοκράτειρα ζητούσε ένα νέον Έλληνα που να της μαθαίνει τα ελληνικά και να τη συνοδεύει μερικές ώρες στον περίπατο και είχανε συστήσει εμάς.

Για πολλήν ώρα κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να λέμε λέξη. Ξέραμε κάπως αόριστα, ότι η Αυτοκράτειρα μάθαινεν ελληνικά. Την εποχή που πέθανε ο Αρχιδούξ Ροδόλφος είχαμε διαβάσει στις εφημερίδες διάφορες λεπτομέρειες γι’ αυτήν έκτοτε όμως δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με το πρόσωπό της. Εξάλλου δεν είχαμε και καιρό για τέτοια πράματα.

—   Βλέπεις, είπα τέλος πάντων στον αδελφό μου, δεν έχω δίκαιο να λέω εγώ πως κάθε φορά που χτυπά ο ταχυδρόμος στην πόρτα μας είναι η Μοίρα μας που στέκει από 'ξω και θέλει να ‘ρθει μέσα; Ω! τι τρομερές που είναι αυτές οι στιγμές, όταν ανάμεσ’ απ’ τη Μοίρα και τα θύματά της δεν υπάρχει παρά μόνο μια σανίδα!

—   Το βέβαιον είναι ότι εσύ θα πας, αποκρίθηκε βιαστικά ο αδελφός μου.

—   Τρελλάθηκες; ξεφώνισα εγώ. Άκουσες πολύ καλά ότι πρέπει να τη συνοδεύει κανείς ώρες ολόκληρες στον περίπατο. Χωρίς άλλο θα έβαλε στο νου της κανένα δρομέα των Ολυμπιακών αγώνων. Κι εγώ, με το σώμα μου! Από εμάς τους δυο, στο εξωτερικό τουλάχιστον, εσύ φαίνεσαι ο πιο γερός.

—   Εγώ;! Θα τρομάξει που θα με δει τόσο κοκαλιάρη!

—   Μα οπωσδήποτε εσύ κάνεις την πιο καλή φιγούρα!

—   Άλλο τίποτα; Κι έπειτα εγώ δεν έχω καιρό! Τέλος πάντων, εσύ ξέρεις και μιλείς καλύτερα.

Πολλήν ώρα φιλονικούσαμε, ο καθένας μας ζητώντας να βάλει σε κατάλληλο φως τα όχι και τόσο ξεχωριστά προτερήματα του άλλου, για να κρυφτεί ο ίδιος πίσω απ’ τη δική του την ανεπάρκεια. Τέλος πάντων έπεισα τον αδελφό μου να πάει αυτός στο παλάτι. Όταν γύρισε, ήτον πολύ συγκινημένος για τη μεγάλη καλοσύνη και συμπάθεια που του ‘δειξεν η Αυτού Εξοχότης ο βαρώνος Νόπτσα. Μου ανάγγειλε ότι από αύριο κάθε μέρα, στις δέκα το πρωί, θα ‘ρχεται μιαν άμαξα της Αυλής στο σπίτι μας να τον παίρνει και θα τον ξαναφέρνει το βράδυ. Μα ενόσω μου ‘λεγεν αυτά, είχε μιαν όψη σα ζεματισμένο σκυλί. Κι εγώ αισθανόμουν ένα παράδοξο αίσθημα σαν ανάμικτο από χαρά για την ευτυχία του κι από κάποιο θαμπόν καημό, επειδή έλεγα μέσα μου με θλιμμένη υποταγή στη θέληση της Μοίρας, ότι η ευτυχία είχε μπει στο δωμάτιο αυτό, αλλά πέρασ’ από κοντά μου χωρίς να μ’ αγγίξει, γιατί δε μού ήτον προορισμένη.

Η εικόνα της Αυτοκράτειρας, που είχαμε συνηθίσει να τη βλέπομε καθημερινώς στο κουρείο ή στο ξενοδοχείο και που κάθε φορά, χωρίς να το θέλομε, τα μάτια μας δεν ξεκολλούσαν από πάνω της (επειδή ήτον τόσο απερίγραπτα ωραία), μου παρουσιαζόταν τώρα σχεδόν παντού ως το μόνο πράγμα που έπρεπε και μπορούσα να ιδώ, σ’ ένα φως ολωσδιόλου διαφορετικό και, μπορώ να πω, με μια βαθιά συμβολική σημασία: ανέκαθεν αυτές οι εικόνες κρέμονταν εδώ για μας, για να τις δούμε, και εμείς δεν εννοούσαμε ότι μας ευαγγέλιζαν το τι θα μας ήτον Εκείνη μια φορά, άμα θα ‘μπαινε στη σκοτεινή ζωή μας...

Πάνε τώρα πια οι χιμαιρικές τοποθεσίες που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα των γραμμών των βιβλίων μου μαζί με τις βραδινές συναυλίες του κότσυφα και που όρεξη πια (μα καμμιά!) για τις φλυαρίες της νοικοκυράς μας! Μια μεγάλη ανησυχία είχε πέσει στη λίμνη της ζωής μου και είχε θολώσει τα κοιμισμένα της νερά. Με αγωνία περίμενα κάθε βράδυ την επιστροφή του αδελφού μου απ’ τον αυτοκρατορικό πύργο του Λάϊντς...

Τι σούσουρρο στο δρόμο, όταν για πρώτη φορά το αυτοκρατορικό αμάξι σταμάτησε μπρος την πόρτα του σπιτιού μας! Απ’ το ζαχαροπλαστείο, απ’ το καπνοπωλείο, απ’ το ψιλικατζίδικο, απ’ όλη τη γειτονιά μαζεύτηκε κοσμάκης και στάθηκε γραμμή στα πεζοδρόμια. Η νοικοκυρά μας, χωρίς πνοή, μου διηγήθηκε αυτήν τη σκηνή! Και ώσπου χάθηκε το αμάξι στις καταχνιές του ίσου δρόμου, τ’ ακολουθούσαν τα μάτια του κόσμου τρέχοντας το κατόπι του· οι ίδιοι όμως είχανε μείνει καρφωμένοι στον τόπο και κρυφομιλούσαν ατέλειωτα. Εγώ φανταζόμουν την ψυχική κατάσταση του αδελφού μου μέσα σ’ όλην αυτή την τελετή γι’ αυτό και δεν τον είχα συνοδέψει στην πρώτη του αυτή και κρίσιμην έξοδο προς το μυθικό αμάξι. Με τη σχεδόν επώδυνην ευαισθησία του, με τον παθολογικό του φόβο από τον κόσμο και τις πολυθόρυβες εκδηλώσεις της ζωής, δεν αμφιβάλλω ότι τ’ αμάξι του θα τον πήγαινε μισοπεθαμένο.

Όταν γύρισε, διάβασα στα χαρακτηριστικά του κάτι που θα το είχε πολύ βαθιά αισθανθεί γιατί το υπόφερε σχεδόν με πόνο. Το στόμα του ήτονε συσπασμένο σ’ ένα ωχρόσβηστο χαμόγελο που ‘μοιαζε περισσότερο σα βαστηγμένο κλάμα παρά σαν κάθε τι άλλο. Κι αυτό το ‘χει πάντα, όταν του συμβαίνει το έκτακτο και το απρόοπτο: μια είδησις που δεν περιμένει, μια μεγάλη δυστυχία, ακόμα και η ιδέα του θανάτου φέρνει το οικτρό αυτό χαμόγελο στα χείλη του, ενώ σε όλα τ’ άλλα συμβάντα της κοινής ζωής βαστά μιαν αυστηρή σοβαρότητα. Του έκανα διάφορες ερωτήσεις, αλλά στην αρχή δεν ήθελε σχεδόν τίποτα να μου διηγηθεί. Εννόησα, ότι αυτήν τη στιγμή περιφρονούσε από ένστικτον όλες τις συνηθισμένες λέξεις ως ακατάλληλες, επειδή δε φθάνουν τόσο βαθιά. Τέλος πάντων είπε μόνο:

— Ήτον πάρα πολύ καλή μαζί μου. Είναι πολύ πιο ωραία παρά στις εικόνες της — είναι απερίγραπτη! Μιλεί πολύ σιγαλά και αγάλια, με μια φωνή σαν τραγούδι. Περπατήσαμε δύο ώρες στον κήπο και μιλήσαμε για ένα σωρό πράματα. Με ρώτησε για τον μπαμπά, τη μαμά, τ’ αδέλφια μας και προπάντων για σένα. Στα τελευταία δεν ήξερα πια τι να της πω· της διηγήθηκα για το Πανεπιστήμιο και περί Ιατρικής. Αυτά της φάνηκαν πολύ ενδιαφέροντα. Μου δήλωσε, ότι δεν έχει καμιάν εμπιστοσύνη στην Ιατρική —το πολύ πολύ στην ομοιοπαθητική μέθοδο. «Οι άνθρωποι, είπε, θέλουν έτσι κι έτσι να γελιούνται και οι μικρές δόσεις βλάπτουν το λιγότερο» ... Με ρώτησε αν μελετώ πολύ κι εγώ της είπα, ότι έχω να δώσω εξετάσεις σε είκοσι μαθήματα κι ότι μου μένουν ακόμη να μάθω απέξω τουλάχιστο δέκα χιλιάδες σελίδες: κι εκείνη τότε ξεφώνισε σιγά: «Μα αυτό είναι τρομερόν!»

Εγώ τονέ μάλωσα:

—   Καλέ τι έκαμες!

—   Ε και; μπορεί ν’ αποτανθεί σε σένα, αν θέλει.

Αυτήν τη βραδιά την περάσαμε σα γιορτή. Στην αρχή ο αδελφός μου θέλησε να κερδίσει τις χαμένες του ώρες και άρχισε να διαβάζει με λύσσα τα βιβλία του, αλλά δεν μπόρεσε να καταφέρει ούτε μια σελίδα. Έτσι αποφασίσαμε να βγούμε έξω. Ως τις ένδεκα περασμένες (!) καθίσαμε στο καφενείο, όπου ξεφυλλίσαμε και διαβάσαμε όλα τα εικονογραφημένα περιοδικά και όσες εφημερίδες ηύραμε.

Την άλλη μέρα το πρωί, η ίδια ιστορία. Η πορτιέρισσα ανέβηκε στην κατοικία μας, για να μας αναγγείλει ότι ξαναήρθε η άμαξα του παλατιού: «Σήμερα έχει άσπρα αλόγατα.

Χριστούλη μου! χαρά στον που θα καθίσει μέσα. Όλο και μετάξι είναι!», φώναζε απ’ τη σκάλα ακόμα, προτού να μπει στη θύρα μας, λαχανιασμένη, αλλά λαμποκοπώντας από υπερηφάνεια και πατριωτικόν ενθουσιασμό. Μπρος σ’ ένα ανθρωπομάζωμα ακόμα πιο σημαντικό απ’ το χθεσινό και ανάμεσα δυο φράχτες από ματιές διαπεραστικές και στόματα ολάνοιχτα, ο αδελφός μου έγιν’ ανάρπαστος, χάθηκε μέσα σ’ έναν αχτινοστρόβιλο των γυαλιστερών τροχών και σ’ ένα παχύ πλατάγισμα των ωραίων κάτασπρων αλόγων. Προς το μεσημέρι άρχισε να βρέχει ραγδαία. Γύρισε κατακουρασμένος με υγρά ρούχα. Μου διηγήθηκε ότι τους είχε πιάσει η βροχή πολύ μακριά απ’ τον πύργο. Αυτός δεν είχε ομπρέλα. Εξακολούθησαν τον περίπατό τους κάτω από τα μεγάλα δέντρα του άλσους. Όταν έφθασαν πάλι στον πύργο, ήτον αυτός μούσκεμα. Η Αυτοκράτειρα διάταξε να του δώσουν άλλα φορέματα και ν’ ανάψουνε φωτιά στο δωμάτιον όπου έμενε. Ήτον αναγκασμένος να καθίσει εκεί και να περιμένει ώσπου να στεγνώσουν τα ρούχα του. Η Αυτοκράτειρα έστειλε δύο φορές να ρωτήσει μήπως κρύωσε.

— Όλα υποφέρονται, έλεγε το βράδυ, να μην ήτονε μονάχα αυτό το τρομερό αμάξι της Αυλής! Όλος ο κόσμος με κοιτάζει σα φάντασμα. Στη Μαριαχίλφερστρασσε προπάντων, στην επιστροφή, είναι αληθινό μαρτύριο!

Την άλλη μέρα, μόλις ήρθε σπίτι, μου φώναξε από το κατώφλι της θύρας:

—   Αύριο θα πας εσύ στην Αυτοκράτειρα, θέλει να σε γνωρίσει.

—   Το ‘κανες επίτηδες, είπα, επειδή έχεις να μελετήσεις.

—   Όχι, αλλά μόνο της μίλησα για σένα και όταν μ’ αποχαιρέτησε μου είπε δυο φορές: «Μη λησμονήσετε να πείτε στον αδελφό σας, ότι αύριο μπορεί να έρθει αυτός στη θέση σας»

~~~~~~~ ~~~~~~~

ΛΑΪΝΤΣ

Ένας θαλαμηπόλος με μαύρην οικοστολή με υποδέχθηκε στην καγκελένια θύρα του πάρκου και μου είπε, ότι η Αυτής Μεγαλειότης με παρακαλούσε να την περιμένω στον κήπο. Με οδήγησε σε κάποιο από πριν ορισμένο μέρος του πάρκου, κοντά στον πύργο, και μ’ αφήκεν εκεί μονάχον, αφού μου ‘καμε μια βαθύτατην υπόκλιση.

Μεταφερμένος έτσι ξαφνικά από τη σταχτερήν ατμόσφαιρα της ταπεινής καθημερινής ζωής της πόλεως σ’ αυτό το κλεισμένο αυτοκρατορικό περιβόλι όπου οι κοινοί θνητοί δεν πατούσαν ποτέ το πόδι τους, ταραγμένος από την απαντοχή ενός κρίσιμου συμβάντος της ζωής μου, βρέθηκα, μπορώ να πω, έξω απ’ τα όρια της συναισθήσεως και του εγώ μου. Μου ήτονε σα να συνέβαιναν όλ’ αυτά σ’ έναν άλλον άνθρωπο και όμως αυτός να ήμουν εγώ. Είχα το αίσθημα ότι ονειρευόμουν ένα παράδοξο και θελκτικόν όνειρο και φοβόμουνα μήπως σβήσει πολύ γρήγορα· εξάλλου η ανυπομονησία γι’ αυτό που ‘τονε να ‘ρθει με βασάνιζε υπερβολικά και δεν έβλεπα την ώρα πότε να ξυπνήσω.

Δε γνώριζα την Αυτοκράτειρα παρ’ από τις εικόνες της που την παρασταίνανε σχεδόν πάντα με την κορώνα στο κεφάλι. Ήμουνα γεμάτος από μιαν ανέκφραστη συγκίνηση. Κοντά μου στεκόταν ένα δεντράκι που έτρεμε ολόκληρο κι αυτό, μια μιμόζα ανθισμένη σ’ άπειρα χρυσά σβωλαράκια. Ολόγυρα βουίζανε μελίσσια πλήθος. Μου φάνηκε, ότι όλ’ αυτά τα χρυσά σβωλαράκια, εκτός απ’ τη μεθυστική τους ευωδία, έχυναν κι ένα χρυσό χαμόγελο· βέβαια δεν ήξεραν ότι βρίσκονταν εδώ άλλο τόσο για μένα όσο και για τις μέλισσες, για να μπορέσει η θωριά τους, για να μπορέσει η πνοή τους να μου κάμουν την ώρα αυτή πανεύοσμη και αλησμόνητη, όσο και για να χαρίσουν το μέλι τους στα μελίσσια. Και σαν τα μελίσσια, το αίμα μου βούιζε στα μηλίγγια μου, ενώ έλεγα στον εαυτό μου: «Να ένας κόσμος που ζει χωρίς εμένα, που φαίνεται πως ούτε με γνωρίζει καν και όμως από μάκρη αφάνταστα με καλεί και με προσμένει!»

Ξαναζώ πάλι, μαγευτικά, την ποίησην αυτής της ώρας, της γεμάτης θεσπέσιαν αγωνία, που με συνεπήρε μακριά απ’ τον εαυτό μου σ’ ένα μυστήριο χωρίς όριο, που μ’ έριξε σε μιαν άβυσσο, τόσο που, όταν πάλι συνήρθα, αισθανόμουν ως να μ’ είχε σηκώσει ένα μεγάλο κύμα από τον πρασινόφεγγο και αθύμιστο βυθό μιας θάλασσας και να μ’ είχε ρίξει σ’ έναν ξένο και ξεχασμένο γιαλό του νησιού της Ζωής. Και ενόσω στεκόμουν έτσι δα, η ψυχή μου ολοένα περισσότερο γέμιζε απ’ τη βεβαιότητα πως από στιγμή σε στιγμή θα ‘βλεπαν τα μάτια μου ό,τι πολυτιμότερο είχε να μου φανερώσει η ζωή μου.

Δια μιας βρέθηκε μπροστά μου ΕΚΕΙΝΗ, χωρίς να την ακούσω να ‘ρθει, μαυροφόρα και λυγερή σαν κυπαρίσσι.

Πριν ακόμη μ’ αγγίξει η σκιά της για να με κάνει να πεταχτώ τρομαγμένος από τ’ όνειρο που μέσα του χανόμουν, αισθάνθηκα το πλησίασμά της, και αυτό το αίσθημα, αν και γεννήθηκε σύγχρονα με τον ερχομό της, μου φάνηκε σα να βρισκότανε στην ψυχή μου από καιρό, σα να ‘χα ζήσει μαζί του ώρες και χρόνια. Στεκόταν ενώπιό μου λίγο γερμένη προς τα εμπρός· το κεφάλι της ξεχώριζε από το βυθό μιας λευκής ομπρέλας διάφεγγης απ’ τις αχτίνες του ηλίου που κάνανε σα μια φωτεινήν καταχνιά, ίδιο ένα φωτοστέφανο γύρω στο μέτωπό της. Με το αριστερό χέρι κρατούσεν ένα μαύρο ριπίδι, ελαφρά ακουμπισμένο στο μάγουλο. Και τα μάτια της, χλωμόχρυσα, με ατένιζαν ακολουθώντας τις γραμμές του προσώπου μου, ζωντανά από τον πόθο ν’ ανακαλύψουν επάνω του κάτι τι. Ηύραν άραγες αυτό που ζητούσανε; Μήπως αργότερα μόνο μου χαμογέλασαν ή με το πρώτο συναπάντημα με φωτίσανε με τις γελαστές τους ακτίνες;

Τη στιγμή εκείνη δεν είχα καιρό να συλλογισθώ τέτοιο πράμα, και τα συναισθήματα που τόσο καθαρά διακρίνω τώρα, δε ζούσαν τότε μέσα μου παρά μόνο θαμπά, μπερδεμένα και ασυναίσθητα. Ένα όμως εννόησ’ αμέσως: ήτον Αυτή! —και συνάμα απόρησα βαθιά: τι λίγο πο ‘μοιαζε μ’ όσες φωτογραφίες της είχα ιδεί! Ήτον ολωσδιόλου αλλιώτικη και όμως ήτον η Αυτοκράτειρα. Και μέσα μου έλεγε μια φωνή πως αυτή η αυτοκράτειρα δεν ήτονε μόνο μι’ αυτοκρατόρισσα, αλλ’ ότι βρισκόμουν μπρος σε μιαν εμφάνιση από τις πιο ιδανικές και τις πιο τραγικές της ανθρωπότητος. Τι μίλησα τότε; Ντρέπομαι να το ξαναθυμίσω στον εαυτό μου: κάτι φράσεις ανακατωμένες, λόγια μασημένα για την ευτυχία μου και την υψηλή τιμή.... Εκείνη όμως με βοήθησε να μην πνιγώ στην πρώτην αυτήν τρικυμία και είπε, πάντα με τις φωτεινές αχτίνες της καλοσύνης στα μάτια της:

— Όταν οι Έλληνες μιλούν ελληνικά, είναι σα μουσική.

Και μετά πρόσθεσε:

— Σήμερα θα πάμε ως το τέλος του κήπου. Θα ιδούμε πολύ μεγάλα και ωραία δέντρα και θ’ απολαύσομε μια θέα μαγευτική.

Αυτήν την πρώτη μέρα ο περίπατος στο πάρκο του Λάϊντς βάσταξε περισσότερο από τρεις ώρες.

Τι είπαμε όλες αυτές τις ώρες; Όταν θέλω να το θυμηθώ, η κάθε λεπτομέρεια πνίγεται σα μέσα σ’ ένα σύννεφο ευτυχίας, άφραστα. Τέτοια είναι η αίσθησις του ονειρεμένου που ξυπνάει ποτισμένος γλύκα ως τις πιο βαθιές ρίζες της υπάρξεώς του, το στήθος του γεμάτο σαν από άνθινην ευωδία, και όμως δεν ξέρει πια τι ονειρεύτηκε. Κι έπειτα αυτή η αξέχαστη αισθητικότης του έξω κόσμου γύρω μας εκείνη την ημέρα! Άλσος μαγευτικό που μας αγκάλιαζες, αλησμόνητο κι εσύ επειδή τραγουδούσες την εσώτερή μου μιλιά, επειδή οι γραμμές και τα χρώματά σου ήτανε σαν όσα μέσα μου τραγουδούσαν. Έτσι κι εγώ πίστεψα σχεδόν, ότι η πιο ενδόμυχη υπόστασις του είναι μου είχε σκορπισθεί και μεταμορφωθεί μαγικά σ’ όλα αυτά τα θάματα: στη δροσιά της αυγής, στο ζωντανό δίχτυ των αχτίνων του ηλίου, στο πράσινο μυστήριο του δάσους, σ’ όλες τις φωνές που με μουσικές φτερούγες έθιγαν την ακοή και την ψυχή μου. Ω αυτή η περιπλάνησις ανάμεσα σ’ ανοιχτόχρωμους κορμούς από οξιές και σημύδες, αυτό το βύθισμα μες τους μενεξεδένιους ίσκιους του παραμυθιού που σαν χεροπιαστοί παραμερίζανε στα βήματά μας, στ’ αθόρυβά μας πατήματα επάνω στο μαύρο υγρό χώμα, το στρωμένο πλατιά με βρύο, που από μέσα έβγαζαν κάτι μεγάλα μανιτάρια το κεφάλι τους να μας δούνε να περνούμε, πάνω στα σαπισμένα φύλλα του άλλου φθινοπώρου που κάτω τους ακόμη άνθιζαν κυκλάμινα και μενεξέδες! Και έξαφνα ένα μεγάλο δέντρο, ολομόναχο, έχυνε γύρω του στις ερημιές μιαν ξεφωνητήν αγαλλίαση, ψέλνοντας μ’ όλες του τις κορφές — μοναδική ορχήστρα από μύριες φωνές μικρών ξετρελαμένων πουλιών! Και έπειτα έν’ άνοιγμα στο ψήλωμα και κάτω: κύματα ατέλειωτα από φύλλα, οι κορφές των δέντρων που σαν ξεπλεγμένες κόμμες στον άνεμο ανέμιζαν και σάλευαν ηδονικά και σα με κλειστό το στόμα σιγοτραγουδούσαν το γλυκό τους πόθο. Πέρα όμως απ’ το ζωντανό το πέλαγος του δάσους άνοιγε απλωτός ο κάμπος, και τα χλοερά λιβάδια του έφθαναν ως τη μακρινή δεντροστοιχία των σκοταδερών δέντρων, που ανάμεσά τους περνούσε ο σκονισμένος δρόμος αργά και κουρασμένα. Και πιο μακριά ακόμα, βαθιά στον ορίζοντα μια μελανή καταχνιά σαν από σκιά και αίμα, γεμάτη αγέννητους κεραυνούς της Μοίρας, βαριά καθισμένη απάνω στην πολιτεία …

~~~~~~~ ~~~~~~~

Πρόβαινεν Εκείνη μέσα στο πολύδενδρο άλσος, λες κι ήθελε να οδηγήσει το εσώτερό της αχτινοβόλημα προς έναν από πρωτύτερα ορισμένο σταθμό, προς ένα γνώριμόν της βωμό. Και όλα γύρω της φαίνονταν ως να ‘χανε μυηθεί στο μυστήριο αυτού του προσκυνήματος: όλα παίρνανε μιαν άλλην όψη καθώς πλησίαζεν Εκείνη. Η φυσιογνωμία, η αποχρωμιά της ζωής όλων των πραγμάτων γύρω ζωντάνευε κι αψήλωνε κατά έναν τόνο, σα να προσπαθούσανε ν’ απαντήσουν όλα μαζί στη δική της την ενδόμυχη μουσική και μ’ αυτή να ενωθούνε σε μια συνήχησην αρμονική.

Και καταλάβαινα τότες, ότι οι κρήνες και οι πηγές αλλιώς τραγουδούσανε στο πλησίασμά της, ότι οι βράχοι καμπυλώνονταν και απάλαιναν τα σχήματά τους, παίρνοντας γραμμές αγνής ομορφιάς, και οι πέτρες ακόμα χύνανε μιαν εύοσμη πνοή, ότι τα φύλλα των δέντρων μόλις φανερωνόταν Εκείνη ανατρίχιαζαν, όπως όταν απαντέχουν τον ήλιο την αυγή, και πάλιν έγερναν απελπισμένα άμα έφευγε μακριά τους.

Κοντά της όλα τα άνθη δείχνανε συγκινημένα. Μερικά με χρυσό χαμόγελο απαντούσανε στο βλέμμα της, άλλα σιγαλινά κουδούνιζαν τα καμπανωτά τους κεφαλάκια ή άνοιγαν κάτι ουράνια μάτια ολογάλανα. Ήταν όμως και άλλα που έτρεμαν ολόκληρα χωρίς η παραμικρή πνοή άνεμου να τ’ αγγίζει: αυτά ήτανε σχεδόν όλα αχνόασπρα με φυλλαράκια διάφανα σαν από μεταξωτή γάζα κι οι κάλυκές τους, που αψηλόστεκαν επάνω σε κλωνιά χλωμά και εύθραυστα σα λαιμούς κύκνων, έγερναν ανάλαφρα πότ’ εδώ πότ’ εκεί. Παρακάτω, αμέτρητα, άνοιγαν κάτι μικρά στοματάκια, δροσερά και ρόδινα σαν από ένα σωρό παιδάκια που στέκουν και χάσκουν. Για τα τριαντάφυλλα δε θέλω να μιλήσω: του καθενός ρόδου η πνοή (ω μαγεία!) πετούσε να μας ανταμώσει, προτού ακόμα το ιδούμε, και από κοντά φαίνονταν ίδια χείλη που φιλούσανε στον αέρα, μυστικά. Αλλού πάλιν έβλεπε κανείς μάτια που με κόπο σήκωναν κάτι βαριά σαν κέρινα ματόφυλλα κι ατένιζαν από κάτω με βαθύχρωμες μενεξεδένιες κόρες, υπνιασμένα και λυπητερά. Και παραπέρα ακόμα ήταν άλλα λουλούδια μες τον ήλιο, σαν αποκαρωμένα από τη γλύκα της ζωής, και ζύγιαζαν τα μικρά πολύχρωμα φτερά τους — πεταλούδες έτοιμες να πετάξουν.

Όλα αυτά τα θάματα εγώ τα εξηγούσα με τον ερχομόν Εκείνης…

~~~~~~~ ~~~~~~~

Όταν η ημέρα άρχιζε να πεθαίνει και ο ήλιος έγερνε πίσω από τα δάση και τα παχιά λιβάδια μυστικά γαλάζωναν και από τα φύλλα απαλοστάλαζαν επάνω μας οι γλυκύτατες ηρεμίες του δειλινού, τότε έπαιρναν τέλος και οι οδοιπορίες μας. Με πολύγυρες λοξοδρομίες, για ν’ απολαβαίνομε όσο το δυνατόν περισσότερο τις υστερνές αυτές μελαγχολίες, επιστρέφαμε στον πύργο... Στο δρόμο μας τ’ άνθη έκλειναν τα πέταλά τους σα βλέφαρα κουρασμένα, και ένα μακάριο βύθισμα, ένα ξαναγύρισμα στον εαυτό τους έδειχναν τα όσα ίσαμε τώρα είχαν παραδοθεί τόσο σπάταλα στο φως και στη ζωή. Εγώ τότε συνόδευα Εκείνην ως το άνδηρο του πύργου, περνώντας πλάι από λίμνες γυαλόφεγγες σαν καθρέφτες, που πάνω στις κοιμισμένες τους σιωπές αρχίζανε να μαζεύονται τα λευκά όνειρα των νούφαρων. Εκεί μ’ αποχαιρετούσε με λίγες λέξεις: όταν τις άκουγα, μου φαίνονταν ίδια μιαν ηχώ των όσων μου ‘χεν αποτείνει στην πρώτη μας συνάντηση, τόσο που κι από τον ήχο τους μονάχα αποχτούσα την πεποίθηση ότι αυτός ο καθημερινός χωρισμός είχε μέσα του για μένα την υπόσχεση της ανανεώσεως…

~~~~~~~ ~~~~~~~

Δυο φορές μου δόθηκ’ η άδεια να περάσω με την Αυτοκράτειρα από τα εσωτερικά δώματα του πύργου και μου φάνηκε τότε σα να μην είχαμε φύγει από το περιβόλι, επειδή έπαιρνε μαζί της εκείνον τον κόσμο που απαύγασμά του έδειχνε να είναι όπως μιαν ατμόσφαιρα που χωρίς αυτή δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Σ' έν’ από τα βιαστικά περάσματα του πύργου χρεωστώ τη φευγαλέα τριανταφυλλένια οπτασία της κόρης της, της αρχιδουκίσσης Βαλερίας, που μέσα σε μια μεγάλη ολόφωτη σάλα ζωγράφιζε λουλούδια· μιαν άλλη φορά την πήρε το μάτι μου να διανεύει της μητέρας της πίσω απ’ τα γυαλιά μιας σέρας στον ήλιο, σαν από το βάθος ματιών ολάνοιχτων σ’ όνειρα μεσημεριάτικα.

Και ο Αυτοκράτωρ μερικές φορές έβγαινε απ’ τον πύργο και κατέβαινε με βήμα σταθερό και ελαστικό από το άνδηρο για να συναπαντήσει στον κήπο τη σύζυγό του. Στο πλευρό του Εκείνη τότε ήτον ίδια η ενσάρκωσις της Ιδέας που το μεγαλείο της ανυψώνει τον αυτοκράτορα πιο πάνω απ’ τους άλλους ανθρώπους· και μολαταύτα, σε κάθε τέτοιαν περίσταση, δεν κατόρθωνα να ελευθερωθώ από τη σκέψη, ότι ήτον ξένη μες τον αυτοκρατορικό πύργο: ο κήπος και τα δάση ήτον η προορισμένη της κατοικία, και όταν ήθελε κανείς να τη γνωρίσει, έπρεπε να πάει να την εύρει στο μυστικό της το Βασίλειο…

~~~~~~~ ~~~~~~~

Έπειτα έφθασε η τελευταία εκείνη ημέρα που ήτονε ν’ αφήσει τον πύργο και το άλσος του Λάϊντς για να μεταφέρει τη διαμονή της, όπως κάθε χρόνο, στο Ισλ και στο Γκαστάιν. Εκεί πέρα άλλα δάση και άλλα βουνά την περίμεναν. Αυτό το περιοδικό φευγιό μου έκανε την ίδιαν εντύπωση όπως όταν ακούω να λεν πως ήρθε πάλιν ο καιρός να μισέψουν τα πουλιά για το χρονιάρικο ταξίδι τους, επειδή σχεδόν είχα συνηθίσει να τηνέ θωρώ με τα ίδια μάτια π’ αγναντεύει κανείς τα όσα γλυκύτατα πλάσματα βρίσκονται πιο κοντά στη φύση και σε σχέσεις πιο απλές μαζί της παρά οι άνθρωποι. Τη στιγμή που την αποχαιρετούσα μού είπε ακόμη:

— Καλήν αντάμωση! Σας χρεωστώ μερικές ώρες που δε θα ήθελα να τις ξεχάσω. Εύχομαι να περάσετε ένα ωραίο καλοκαίρι!

Και τα μάτια της με ατένισαν τόσο σοβαρά και βαθιά σα να ήθελε να διακρίνει όλες τις πίκρες που είχανε μαζευτεί στις ρίζες των σκέψεών μου για να μου τις πάρει και στη θέση τους να βάλει την ελπίδα του ξαναϊδωμού.

Την ίδια μέρα έφυγα για το Ίνσμπρουκ, ακόμη σαν πλανταγμένος απ’ όλα αυτά τα συναισθήματα που καθώς νόμιζα θ’ απόμεναν, όσο ζούσα, η μόνη τροφή της ψυχής μου…

~~~~~~~ ~~~~~~~

Έτσι μου πέταξαν οι ώρες και οι μέρες μιας σχεδόν φανταστικής διπλοζωής. Κάθε βράδυ το θαυμάσιο αμάξι μου, το «όλο και μετάξι», με τα μεγάλα άσπρα αλόγατα που δεν πατούσαν σχεδόν το χώμα, μ’ άρπαζ' απ’ τον πύργο του δάσους στα σύννεφα. Στον ανοιχτό κάμπο ήτον πεσμένη μι’ ανεκλάλητη γαλήνη έπειτα από εκείνην τη συμπυκνωμένη ζωή του ονείρου που έφευγε πίσω μου στα βύθη του ορίζοντος, όλο εικόνες χιμαιρικές τυλιγμένες αφάνταστα σε άχνες ιριδόχρωμες μαγείας και παραμιλητού. Και έπειτα έμπαινα πάλι στην πόλη, ανάμεσα στους πολλούς φορτωμένους ανθρώπους, όλους τόσο βιαστικούς που φαίνονταν πως δεν είχαν καιρό να ‘ναι λυπημένοι, παρά σέρνανε στ’ αναμεταξύ τις λύπες τους μαζί τους, επάνω στα πρόσωπα και στις κινήσεις τους. Τέλος γύριζα σπίτι. Κάθε φορά που διάβαινα το κατώφλι του δωματίου, μου σφιγγόταν η καρδιά σαν μπρος σ’ ένα χαμό, επειδή κάθε γωνιά, κάθε αντικείμενο μου ξεφώνιζε τη βεβαιότητα, ότι εδώ, μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, δε θα μπορούσα πια να υποφέρω το βάρος της συνηθισμένης υπάρξεως ούτε την εσώτερή μου μοναξιά... Η αλήθεια είναι, πως όλον αυτόν τον καιρό δεν ξυπνούσα στην κοινή ζωή παρά μόνον όταν η μέρα έπαιρνε τέλος, για να ξαναβυθισθώ πάλι την άλλην αυγή, με το φως του ήλιου, στο παραμύθι μου. Αυτή η καθημερινή παραλλαξιά του ονείρου και της πραγματικότητος σ’ ανάστροφην τάξη: η ξυπνητή ζωή για όνειρο και ο ύπνος ο νυχτερινός για μόνη αλήθεια, σκόρπισε στην περίοδο αυτήν της ζωής μου μια λάμψη από υπερφυσικήν ποίηση για πάντα. Στα λιγόχρονα διαλείμματα αυτών των δυο καταστάσεων, προσπαθούσα να δώσω λογαριασμό στον εαυτό μου τι συνέβαινε μέσα μου, αλλά μου ήτονε σχεδόν αδύνατο να διακρίνω πότε ήμουν ξυπνητός και πότε κοιμισμένος· επειδή κι ο ύπνος μου ακόμα δεν ήτον παρά μια εξακολούθησις αυτής της συννεφιασμένης και πλανταγμένης εκστάσεως που τίποτ’ απ’ αυτήνα δεν ανέβαινε στην επιφάνεια της συναισθήσεώς μου. Όλα ήταν αξεχώριστα, βαθιά και απόμακρα, σα θαμμένα σε καταχνιές. Μια γυναίκεια σκιά, λυγερή και μαυροφόρα σαν κυπαρίσσι και μονάχ’ αυτή αψήλωνε πάνω από όλα —μαύρη ίρις ζωντανή που σεργιανούσε σε μαγεμένο περιβόλι. Και μόλις έβγαινα απ’ αυτό το περιβόλι έπεφταν πάλι τα νέφη στην ψυχή μου. Ένα πράγμα μόνο ήξερα με βεβαιότητα: κάθε φορά που η καγκελωτή θύρα του πάρκου του Λάϊντς έκλεινε πίσω μου, με συνέπαιρνεν ένα θαμπό αίσθημα τρόμου, σα ν’ άφηνα κάποιο άσυλο που ‘θελε με προστατέψει από τις απειλές της σκοτεινής ζωής, για να μπω σ’ άγνωστους κινδύνους· και απ’ όλους τους κινδύνους που διέτρεχα τότες, ο πιο φριχτός μου φαινότανε μη δεν ξαναβρώ το δρόμο του γυρισμού. Κάθε βράδυ έπαιρνα την απόφαση, την άλλη μέρα να παρατηρήσω με προσοχή όλα γύρω μου, να ψηλαφήσω με την πιο ακονισμένην ένταση των βλεμμάτων μου τις εξωτερικές και σωματικές λεπτομέρειες, να τις χαράξω στο μυαλό μου ώστε να μου μείνουν αλησμόνητες, για να μπορέσω πάνω σ’ αυτές να στερεώσω την πίστη μου στην πραγματικότητα των οραμάτων μου... Ποια είναι τα γνωρίσματα της πανεμορφιάς της, ρωτούσα τον εαυτό μου ολοένα και χωρίς τέλος.

Αλλά τον καιρό εκείνο μου ήτον αδύνατο να ξεδιαλύσω αυτό το ζήτημα, επειδή η λαχταριστή απάντηση βρισκότανε μέσα στην ίδια την ερώτησή μου, αγέννητη ακόμα, κι εγώ, τυφλωμένος απ’ την αίγλη της, δεν κατόρθωνα να τη διακρίνω απ’ την πηγή της. Τώρα ο κήπος εκείνος της μαγείας απόμεινε μακριά απ’ τη συναίσθησή μου, σ’ ένα μυθικό παρελθόν. Σήμερα η ενσάρκωσις ακόμα της απαντήσεώς μου για πάντα από τα μάτια μου εχάθη. Αλλά στην ψυχή μου μπήκε σα μιαν αντιφεγγιά της, ένα συγκλονιστικό αίσθημα λύπης μαζί κι ευφροσύνης, μια πνοή κάποιου πράγματος εξαίσιου που είχε ανοίξει τα φτερά του απάνω μου κι έπειτα έσβησε. Κι απ’ αυτό το αίσθημα αντλώ πιο ισχυρές βεβαιότητες παρ’ αν απολάβαινα τότε τη χιλιοπόθητην απόκριση. Τώρα δεν ξέρω πια τι μιλούσαμε μαζί, αλλά ξέρω καλά τι δεν είπαμε. Τώρα καθαρότατα μπορώ να διακρίνω τα συστατικά της αιώνιας της πενταμορφιάς, επειδή νιώθω μέσα μου τα φτερουγίσματα των μεταμορφώσεών της. Αλλά πολύ ξερά είναι τα λόγια μου για ν’ αγγίξουν τη φεγγερή ουσία των υγρών της γραμμών, χωρίς να γίνουνε στάχτη κι αυτά τα ίδια στη φλόγα τους. Πολύ βαριά είναι τα λόγια μου για να περπατήσουν εκεί που θάλλουν όλα τα λεπτά χαρακτηριστικά της ψυχικής θωριάς της και όλα τα εξαίσια πένθη της, χωρίς να τ’ αφανίσουν ή να τα τρομάξουν.

XAIPΕTIΣMOI

Η κεφαλή της υψώνεται στους ώμους της με την εύθραστη χάρη που την έχουν τόσο ξέχωρη τ’ άνθη με τα μακριά τα κλωνιά. Περισσότερο παρά σ’ άλλους θνητούς κάνει την εντύπωση το κεφάλι της, ότι είναι το στεφάνωμα και η τελική συνήχησις των μουσικών γραμμών του σώματός της. Το πρόσωπό της είναι ελαφρά γερμένο προς τα εμπρός, ενώ ο τράχηλος που επάνω του αναπαύεται η σκιαδερή κορώνα των μαλλιών της λυγίζει προς τα πίσω σα να ‘θελε ν’ ανασηκωθεί ψηλότερ’ από κάποιο επίπεδο. Και μέσα στις αχτίνες του ήλιου, όπως σε μίαν ουσία ομοιογενή, οι γραμμές της κεφαλής της εξαϋλώνονται σ’ ένα μεγάλο φέγγος.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στην κόμη της έχει χυθεί της νύχτας το σκοτάδι και κάθε τόσο μια λάμψη ξεπετιέται, όπως η αυγή ξεπετιέται από τη νύχτα: ίσως να ‘ναι σκέψεις — σκέψεις που δεν τις λέει, που μαντεύουν τα όσα έρχονται και γι’ αυτό ξεχύνονται προς τις πνοές των λουλουδιών. Είδα μια μέρα μέσα στην Μπουργ, πάνω απ’ το γραφείο του Αυτοκράτορος, μιαν εικόνα της που την παρασταίνει τυλιγμένη στα μαλλιά της σαν κάποιαν αμαδρυάδα ή νύμφην ή την Οφηλία, χωρίς κανένα στολίδι απ’ την επίγειο βασιλεία, και συλλογίσθηκα την αρχαία βασίλισσα Βερενίκη που τώρα η κόμη της λαμποκοπά στον ουρανό ανάμεσα στ’ άστρα, επειδή, όταν πέθανε, κατέβηκαν αυτά και της την έκλεψαν. Αλλά συνήθως έχει πλεγμένα τα μαλλιά της σ’ ένα διάδημα σα στέμμα βασιλικό που το σκοτεινό του βάρος αβάσταχτο φαίνεται για το φωτεινό της μέτωπο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η όψη της έχει μιαν ολόφεγγη χλωμάδα που να τη σβήσουνε δεν μπόρεσαν όλες οι φθονερές αχτίδες των ήλιων του Νοτιά, και σ’ αυτήνα μέσα ξεχωρίζουν ακόμα πιο βαθύσκιες, κάτω από τα μάτια της, οι κρυσταλλωμένες πύρες απ’ τα τριαντάφυλλα που μαραθήκανε στα μάγουλά της, στα ξεραμένα μποστάνια των δακρύων της. Σ' αυτήν τη μαργαριταρένια λάμψη, γλυκιάν αυγή αβασίλευτη, αποφεγγιά ποιος ξέρει ποιων χαμόγελων που μέσα της έζησαν και πέθαναν ανίδωτα, φανερώνετ’ ανονείρευτη η άνθιση του στόματός της μ’ ένα τόσο λεπτό σχέδιο στα χείλη της, με μιαν τόσο απίθανη πορφυράδα σαν το σκάσιμο ενός μυστικού ροϊδιού. Και κυρτώνονται τα χείλη της (ω ανείπωτη μελαγχολία!) σ’ ένα τόξο που πάει να σπάσει από τη γνώση του κάθε πένθους, σα να ‘τον το ίδιο το γεφύρι που κάθε λύπη πέρασ’ από πάνω του, που σείνεται ολόκληρο από την αγωνία μήπως βαστάξει ακόμα πιο αβάσταχτες και ακατάπαυτ’ ανερωτά τη Μοίρα. Όταν τα χείλη της ξεσμίγουν, η καμπύλη αυτή της οδύνης αβυσσώνεται στα τρίσβαθα του είναι της, αλλά ξαναγεννιέται πάλι μόλις η σιωπή τα σφραγίσει· και στα δυο βουβά λιμάνια του στόματος αυτού μαζεύονται τότε, σαν καράβια το χειμώνα, οι πίκρες όλων των δακρύων που δεν τα ‘χει κλάψει ακόμα.

Τότε, βυθισμένη στη σοφία της σιωπής της, είναι η στυγνή θεά Αθήνη.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σα φυλακισμένα σ’ έναν ισκιερό κύκλο αλυσσοδέτρας οδύνης ζουν τα μάτια της, τα φεγγερά και ερευνητικά της μάτια. Δεν έχουν ξαναγεννηθεί τέτοια μάτια που να ‘χουν τη δύναμη να ξεχωρίζουνε μέσα σ’ όλα τα πράγματα τη θλιβερή υπόσταση που ‘ν’ το αιώνιο τους στοιχείο. Συχνά έχει κάτι βλέμματα σαν των λουλουδιών που ολάνοιχτα ατενίζουν ένα θαυμάσιο μυστικό, έπειτα, πέπλος από μεταξένια σκιά, τα ματόκλαδα πέφτουν επάνω τους και τ’ απαλοσκεπάζουν, όπως ένα σύννεφο ελαφρό κάποια σκεπάζει άστρα…

Τα φρύδια της σαν τις σαΐτες ξεπετιούνται απότολμα και σβήνουνε σ’ έναν περήφανο υψωμό που δίνει το ρίγος υπέρτατων θανάτων. Η κυριαρχία στα ωραία τα σχήματα, ο ηρωισμός των μεγαλοφάνταστων σκέψεων, η λαχτάρα των κυμάτων που τα στήθια τους φουσκώνουν ορθόβυζα στην αμμουδιά, η ειρωνική περιφρόνησις για κάθε στερεοθέμελη πραγματικότητα, η αδέσμευτη θέλησις και το θάρρος το θανάσιμο των βουνών και της μεγαλοφυίας που σκαρφαλώνουν ως τα ουράνια, η πάναγνη μεγαλοπρέπεια των κύκνων, το άφθαστο αναέρωμα των σύννεφων πάνω απ’ τα χαμηλώματα— όλ’ αυτά μες των φρυδιών της κοιμούνται τις φεγγοβόλες φιδογραμμές, τις γλυμμένες σαν ίσκιοι μέσα σ’ έβενο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Τα χέρια της είναι λιγνόχυτα, εύθραστα και ξεψυχούνε στα κρίνα των δαχτύλων της. Μοιάζουν άνθη που κρυώνουν. Κάτι μυστηριώδικο έχουν επάνω τους. Όταν κρατούν κανένα πράγμα, το σφίγγουν τόσο πολύ που θα ‘λεγε κανείς, ότι είναι κρυφά συνδεμένα, σχεδόν μετουσιωμένα μαζί του.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ολόκληρη η κορμοστασιά της, πολύ ρευστή για να την πει κανείς μονάχα λυγερή, στενάζει σαν κυπαρίσσι προς τον ουρανό, σιγοτρέμει σαν κύμα που αναπαύεται και ανασαίνει...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Δεν περπατεί αλλά προβαίνει —κάλλιο θα ‘λεγε κανείς γλιστρά— με το πανωκόρμι της ελαφρά γερμένο πίσω κι απαλά στις χυτές λαγόνες λικνισμένο. Αυτό το γλίστρημα και λίκνισμά της θυμίζει τα τρέμουλα κυματίσματα των λαιμών των κύκνων, θυμίζει ίριδες λιγνόκλαινες, όταν καμπανιστές σαλεύουνε στο φύσημα των βραδινών άνεμων. Τέτοια κι Αυτή στο δρόμο της προβαίνει σα μέσα σε κάποιες αύρες που παντοτινά τη συνοδεύουν, και τα βήματά της δεν είναι παρά ένα γαλήνεμα που δεν τελειώνει και ολοένα ξαναρχίζει· τότε κι οι γραμμές του σώματός της κυλούνε σε μια σκάλα μεταπτώσεων μουσικών που ψυχή δεν τις ακούει και που αποτελούν αυτές το ρυθμό της αόρατης υπάρξεως της. Ω! τι εκστατικές μελωδίες να μαντεύω μ’ έκαναν, εμένα τον κουφό...

Οι πτυχές του φορέματός της σφίγγοντ’ απάνω της άσχετα απ’ την καμπυλόγραμμη απαλοσύνη των κινήσεών της. Και φαίνεται πως τα υφάσματα που σκεπάζουν το βασιλικό της το κορμί, καθώς και το χώμα που πατεί, αισθάνονται βαθύτερα απ’ τους ανθρώπους και με περισσότερη ευγνωμοσύνη κοντά τους την ψυχή της Βασίλισσας.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Καθαρή και διαυγής και σα να ξεχύνεται σε μουσικές «φούγες » είναι η μιλιά της και συνάμα σιγαλή και αργόηχη. Ως να βρισκόμουν κοντά σε μιαν έρημη πηγή που στο βαθύ τ’ απόσκιο ηλιοστέρητων κλαριών κελαρύζει μυστικά μ’ αργόλαλο παράπονο και παραμιλητό θλιμμένο, αισθάνομαι πως μ’ αγκαλιάζει ο διάφανος ο ήχος της φωνής της με μιαν άυλη πνοή νιάτων απελπισμένων και γλυκιάς τραγουδιστής μελαγχολίας. Έτσι μιλούν όσοι σαν τις πηγές μένουνε συχνά και για πολύ μονάχοι και που η φωνή τους δεν είν’ αναγκασμένη να κομματιάζεται στο βίαιο κονταροχτύπημα των χυδαίων ήχων της ζωής, να ορθοστυλώνεται με κόπο ψηλότερα απ’ τον εαυτό της για να μην πνιγεί μέσα στην άγρια οχλοβοή, παρά μπορεί κι αφήνεται να ξετρέχει όλη, τρισμάκαρη, σε ήρεμη φιδόγραμμη ροή ανάμεσα σ’ ολόχλωρα λιβάδια, χωρίς το εμπόδιο κανενός φράχτη παιδευτή, και μονάχη της μεθά στου ίδιου ήχου της τη γλύκα και στου καημού της την πίκρα την τραγουδιστή. Και ακόμα, η φωνή της δεν είναι παρά των γραμμών της η λαλιά μεταφερμένη σε μουσική. Τι είναι τα δάκρυα της άρπας μπροστά σ’ αυτούς τους ασύγκριτους ήχους που ελεύθερα αναβρύζουνε μέσ’ απ’ το μυστικό το κύμα του ανθρώπινου κορμιού! Μήπως δεν είναι άρπες και τα πεύκα που βουίζουν, όταν ο άνεμος με τη μάνητα του θεϊκού του πόθου τα σφίγγει στην αγκαλιά του κι όλο το άλλο δάσος κι η θάλασσα κάτω, μαγεμένα από ηδονή, συγκρατούν τον ανασασμό τους; Γιατί μονάχα εμείς ακοή να ‘χομε και να μην ακούμε;

~~~~~~~ ~~~~~~~

Το πνεύμα της είναι σαν την υγρή και βαθιά θάλασσα...

Αλλά οι σκέψεις της είναι σαν τις γλαυκόλουστες βουνοκορφές και κάποτε σαν απλωτές πεδιάδες που γαλήνιες και σιωπηλές προβαίνουν προς το άπειρο...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Δε γελά σχεδόν ποτέ — ποτές ενόσω ζει την αληθινή της ζήση· αλλ’ όταν η χυδαία ζωή όλου του κόσμου, που τη λέμ’ εμείς πραγματικότητα, έρχεται να πέσει απάνω στο ρεύμα της εσωτερικής της υπάρξεως, όταν οι σχέσεις οι ανθρώπινες την πλησιάζουν και την ψαύουν, τότε γελά μ’ ένα σαν των περιστεριών γλυκόλαλο και σπασμωδικό λαρύγγισμα ώσπου της έρχονται πολλές φορές τα δάκρυα, σα να ‘βλεπε τίποτα κωμικό και θλιβερό συνάμα· τότε κι ένα κύμα φλογόθωρο από άλικο αίμα της καρδιάς ανεβαίνει στα μηλίγγια της, ως τις ρίζες των μαλλιών της, και πεπλοσκεπάζει το πρόσωπό της σα να ‘θελε να το προστατέψει από μιαν ύβρη του έξω κόσμου με την πορφύρα του εσωτερικού της θρόνου. Κι εκείνο το άλλο βουβό χαμόγελο που συχνά χρυσοφέγγει από τα μάτια της, που συχνά και μισανοίγει το μυστηριώδικο των χειλιών της ρόϊδι. — Ω! αυτό δα είν’ άλλο παρ’ απλό χαμόγελο: είναι άνθισμα βραδινών λουλουδιών, λύπες ανονόμαστες που ανοίγουν τους κάλυκές τους κάτω από μιαν αχτίδα του μαύρου ήλιου της Ειμαρμένης· και τέτοιοι κάλυκες ανθίζουνε στην ψυχή όλων των πλασμάτων όσα βρίσκουν την αληθινή τους υπόσταση στις σπάνιες εκστάσεις...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η θλιμμένη για πάντα καμπύλη του στόματος, το επίμονο ατένισμα των ματιών, σα να ‘θελε το αστρινό τους φέγγος να βυθισθεί σε κάποια έγκατα, τ’ ανάερο βάστηγμα του κεφαλιού του αέρινου κι ισκιοστεφανωμένου, σα να ‘χε ξεσηκωθεί σε περήφανη ανταρσία προς κάποιο εξωτερικό κι αβάσταχτο βάρος που άλλος δεν ήτονε να το πολεμήσει, και συνάμα των γραμμών του προσώπου το μπρόγερμα που ‘δειχνε μιαν κούραση συναισθαμένη, αλλά για πάντα ανείπωτη, ολόκληρη η στάσις αυτού του αβρού κορμιού μιας βασίλισσας που φαινόταν έτοιμο να σπάσει σαν από γυαλί, και όμως όλο δύναμη κι ελαστικότης καρτερούσε τα χτυπήματα της μοίρας, η ολόφωτη απαλοσύνη των χειρονομιών, το διάφανο μύρο της φωνής, των λέξεων η μουσική σαν κάποι’ ανθάδα ορατή μυστικών αρμονιών: — όλ’ αυτά μου φανέρωναν έναν εσωτερικό κόσμο από θλίψεις οργανωμένες που ζούσε τη δική του ζήση και δεν ήτονε λιγότερο μαγευτικός, λιγότερο απέραντος, λιγότερο μυστηριώδης απ’ τον κόσμο τον εξωτερικό που καθημερινώς πολιορκεί τα μάτια μας μ’ αινίγματα. Ω γλυκύτατη θύμηση αυτών των εντυπώσεων που σα λουλούδια ξεραμένα ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου δεν αφήνουν παρά μόνο να μαντεύει κανείς τα νιάτα και τις χάρες που μαράθηκαν και τη λάμψη που ‘χει σβήσει, και μολαταύτα έχουνε μέσα τους κλεισμένα όλ’ αυτά τα νιάτα και τις χάρες κι αυτήν τη λάμψην όλη! Για να σας ξαναζωντανέψω θα ‘θελα να σκόρπιζα επάνω σας όλη μου την ψυχή... Κι αυτά τα συναισθήματα που ζητώ να τ’ αγγίξω τώρα με βαριά δάχτυλα σαν πράγματα χεροπιαστά, με σώμα και υπόσταση δικά τους, τότε κιόλας στο πάρκο του Λάιντς είχαν αναβρύσει από τις αιφνίδιες μεταμορφώσεις του προσώπου της, απ’ τις γραμμές του σώματός της που κυμάτιζαν αργά σα νερά πονεμένα, κι είχαν τότε σκορπισθεί στην κάθε μου λέξη, στο κάθε περίλυπο γύρισμα του δρόμου των μακρινών μας περιπάτων. Ίσως γι’ αυτό δε μου ‘μεινε τίποτα αισθητό από τις οδοιπορίες αυτές: η γλυκόφέγγη θωριά λουλουδιών που βλέπουν όνειρα στον ήλιο, η σιγαλή αναπνοή των ίσκιων κάτω απ’ τα δέντρα, κάποια θροΐσματα φύλλων και μύρων αγκαλιάσματα, μερικά σχήματα (ω πόσο φευγαλέα!) ανάλαφρων σύννεφων, ένα αίσθημα απέραντης γαλήνης έπειτ’ από κάποιο βαθύτερο κοίταγμα στον ουρανό, καμιά ξεμοναχιασμένη τρίλια από πουλιού κελάϊδισμα που ‘χε χαθεί πίσω απ’ τη στροφή του μονοπατιού μαζί με το δέντρο απ’ όπου έβγαινε, σα να ‘χε πνιγεί του πουλιού η φωνή μες τα ίδια της τα ξελιγώματα — να οι μόνοι θησαυροί που μου απόμειναν από τις αλησμόνητες εκείνες μέρες, ποτισμένοι όμως με το θέλγητρο ενός αγνώριστου καημού που απ’ την ψυχή μου σιγοστάλαζε σ’ όλα τα σκορπισμένα αυτά συντρίμμια και τ’ ανέβαζε ψηλότερ’ από κάθε ηδονή, και την πιο πραγματικά και βαθιά αισθαμένη…

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ίνσμπρουκ, 13 Αύγουστου v. 1891.

ΙΝΣΜΠΟΥΡΓΚ

Σήμερα είναι τα πρώτα μου γενέθλια ύστερ’ από εκείνο το συμβάν που ακόμα δεν το χώρεσε ο νους μου: τα πρώτα μου αληθινά γενέθλια!... Όταν πουρνό και βράδυ τα βουνά πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών ροδίζουν και χρυσοφλογίζονται ως μέσα στο παράθυρό μου, σα να ‘βγαιναν από έναν κόσμο ανονείρευτο, τότε μέσα μου πάλιν αχτινοβολούν κι ακόμα της άσβηστης μελαγχολίας τα χαμόγελα που άφησεν Εκείνη να πέσουν ως μέσα στην καρδιά μου, σα να βρίσκονταν έξω από το νόμο του χαμού που κυβερνάει τα όντα, και πάλι μέσα μου ευωδιάζει τραγικά κάποιο άρωμα από τις αναμνήσεις που ποτέ τους δε θα θελήσουνε να μαραθούν.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Συχνά μπαίνω στην πένθιμη εκκλησία του παλατιού του Ίνσμπρουκ όπου τόσοι βασιλιάδες και βασίλισσες από ατσάλι στέκονται στη σειρά πίσω απ’ το βαριοδουλεμένο σιδερένιο κάγκελο, σα να ‘τον αυτή τους η συνάθροισις ο τελειωτικός σκοπός των υπάρξεών τους που όλη τους τη ζωή αυτόν περίμεναν. Εκεί φτωχές βασανισμένες γυναικούλες του λαού, λες και τις σπρώχνει κάποιο χέρι μυστηριακό, όλη την ημέρα ίσαμ’ αργά τη νύχτα ψελλίζουν προσευχές μες τα τρισκότιδα των θόλων: ίσως να περικαλιούνται μονάχα για κάνα καινούργιο μάλλινο μισοφόρι· μπροστά στο άγαλμα του αγίου Αντωνίου τα δουλικά γονατιστά τη χάρη αποζητούνε να ξαναβρεθούν τα χαμένα κουταλάκια του καφέ. Αχ! πόσο τις λυπούμαι που δεν απόχτησαν ακόμ’ αυτό που επιθυμούν, επειδή λέω στον εαυτό μου πως αν τολμούσα ποτέ ν’ αφήσω τον πόθο μου να φθάσει ίσα με το ύψος μιας παρακλήσεως, τότε θα ‘πρεπε να γίνω κομμάτια στις προσευχές.

~~~~~~~ ~~~~~~~

8 Σεπτεμβρίου.

Γίνεται να μην έσβησε ακόμα για μένα εκείνο τ’ όνειρο; Καινούργια άνοιξις θα ξανανθίσει μέσ’ απ’ το φθινόπωρο των αναμνήσεών μου χωρίς να ιδεί ούτε χειμώνα ούτε θάνατο;...

Ένα γράμμα του βαρώνου Νόπτσα από το Ισλ! Εξ ονόματος της Αυτοκρατείρας μ’ αρωτάει, αν είμαι διατεθειμένος να διέλθω τους μήνας Δεκέμβριον έως Αύγουστον πλησίον της Αυτής Μεγαλειότατος της Αυτοκρατείρας και Βασιλίσσης ως καθηγητής της Ελληνικής και δια να συνοδεύω την Μεγαλειότητά Της εις τους περιπάτους Της.

Σ' ένα υστερόγραφον ο βαρώνος Νόπτσα προσθέτει: «υπό την προϋπόθεσιν, ότι η εξακολούθησις των σπουδών σας ουδόλως θέλει επηρεασθεί».

Ώστε πρέπει να είμαι τελειωμένος με το Πανεπιστήμιο ή να μη δεχθώ καθόλου. Το λοιπόν θα δώσω τις διδακτορικές μου εξετάσεις εδώ στο Ίνσμπρουκ, επειδή στη Βιέννη δε θα ‘χω σειρά τόσο γρήγορα...

Όσο συλλογίζομαι τι απόχτησα χωρίς να προσευχηθώ, και ίσως μόνο και μόνο γιατί κράτησα τον πόθο μου μυστικό κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου!...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Διάλεξα το Σοπεγχάουερ για θέμα της φιλοσοφικής μου δοκιμασίας. Είχα κάμει σα φωλιά μέσα στα δόγματά του, αφότου άρχισαν και ταίριαζαν τόσο καλά με την ψυχική μου διάθεση. «Πρωτοφανές θέμα εξετάσεων», μου ‘πε κάπως παραξενεμένος ο καθηγητής της Φιλοσοφίας του Ίνσμπρουκ. Ήμουν και έμεινα ίσως ο μόνος που τόλμησε να κάμει τέτοιο πείραμα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα είδα τη δούκισσα του Αλανσόν, την αδελφή της Αυτοκράτειρας. Μπρος από ένα μαγαζί της οδού ΜαρίαςΤερέζας, στεκόταν έν’ αμάξι ιδιωτικό με οικοστολή: στ’ αμάξι μέσα ένας κύριος με πολύ ευγενικήν όψη και γένια Ερρίκου Δ’, ασημόξανθα, και δυο χοντρά μικρά αγόρια ροδοκόκκινα και καρυδομάγουλα. Έξαφνα άνοιξ' η θύρα του μαγαζιού, ένα μεγάλο σκυλί μ’ ένα σάλτο πετάχτηκε προς τ’ αμάξι κι έπειτα βγήκε μια κυρία: η ίδια η Αυτοκράτειρα! —αλλά πιο μικροκαμωμένη, πιο ευθραστη, πιο μικροζωγραφιά. Καθώς την αντίκρισα μου κόπηκε η αναπνοή. Αργότερα έμαθα, ότι ήτον η αδελφή της Αυτοκράτειρας και ότι κατοικούσε το καλοκαίρι στον πύργο του Μέντελμπεργ. Πολλήν ώρα το βλέμμα μου ακολουθούσε τ’ αμάξι που έφευγε. Η Δούκισσα δε θα φανταζότανε ποτέ της, ότι δυο μάτια τόσο επίμονα έτρεχαν το κατόπι της και ότι από μακριά η ψυχή μου ύφαινε σα μιαν από εκείνες τις κορδέλες με τις επιγραφές, που τις βλέπει κανείς στις μεσαιωνικές ζωγραφιές, μεταξύ αυτής και της αυτοκρατορικής της αδελφής.

Κάθε λέξη που προφέρω τον καιρό αυτό δεν έχει παρά μιαν πρόσκαιρη σημασία, αλλά συνάμα έχει και μια βαθύτερην έννοια σα μιαν προοπτική πίσω της: «Τι με μέλλει για όσα μου λέτε και για όσα εγώ σας λέω. Το μόνο σημαντικό είν’ αυτό που ‘ναι για να ‘ρθει!» Δε θυμάμαι παρά θαμπά κι αόριστα την τελετή που πέρασε σαν μπόρα επάνω μου ως ν’ αναγορευθώ διδάκτωρ, σε ξένο Πανεπιστήμιο και μπρος σ’ ένα κοινό τιμητικότατο όσο κι ανέλπιστο από φοιτητές του σωματίου των Γότθων, παλιούς συντρόφους του εξαδέλφου μου Θεοδώρου. Δε γύρισα να κοιτάξω τις φιγουράτες επίσημες στολές τους με τα χτυπητά τα χρώματα, ούτε καν το δίπλωμά μου, κι ακόμα λιγότερο μ’ έκοφτε για το μεσαιωνικό τυπικό του Πανεπιστημίου του Ίσμπρουκ, επειδή ένα είδωλο φωτόλαμπο, κάτι σαν ήλιος και φεγγάρι μαζί, πολύ κοντά μου τώρα με καλούσε και θαμπωμένο με τραβούσε...

Με χίλιες λοξοδρομίες, για να μακρύνω όσο το δυνατόν περισσότερο μιαν απαντοχή που το θέλγητρό της δεν μπορούσε ποτέ να το ξαπεράσει η πραγματοποίησις, έφθασα στη Βιέννη και ίσα στο αυτοκρατορικό παλάτι, την Μπουργ.

 

Χόφμπουργ της Βιέννης, 8 Δεκεμβρίου 1891.

ΒΙΕΝΝΗ — ΣΕΝ ΜΠΡΟΥΝ

Το διαμέρισμά μου βρίσκεται στην Πτέρυγα ΜΠΡΟΥΝ του Λεοπόλδου. Μπαίνει κανείς από το Φράντσενσπλατς κολλητά με το φυλακείο της Φρουράς της Μπουργ, από μια στενή σκάλα σαλιγκαρωτή, μέρα νύχτα φωτισμένη με γκάζι —τη Σκάλα του Ζαχαροπλάστη— που σκαρφαλώνει στα ουράνια και βγαίνει, μαζί με την αναπνοή εκείνου που την ανεβαίνει, σ’ ένα μακρύ διάδρομο στρωμένο με ψάθες —το Πέρασμα των Δεσποινίδων. Mι’ ατέλειωτη σειρά θύρες μ’ ονόματα των Κυριών της Τιμής γραμμένα σ’ άσπρα χαρτονάκια. Στο βάθος του διαδρόμου «ζαντάρμοι» της Μπουργ πηγαινόρχουνται αργά και κανονικά, με σπαθοκλαγγίσματα που αντηχούνε βαριά στους θόλους. Με μεγάλη μου έκπληξη διαβάζω σε μιαν από τις θύρες τ’ όνομά μου: να την κιόλας «ετικεταρισμένη»! η μέλλουσά μου ύπαρξη στην Αυλή που δεν είναι άλλο παρά εν’ αρμάρι με συρτάρια. Το δωμάτιό μου πολύ ευρύχωρο, αλλά με χαμηλήν οροφή. Παρκέτο σαν καθρέφτης —κι επάνω του χορεύουν κόκκινες αναλαμπές απ’ τη φωτιά της θερμάστρας. Οι τοίχοι και τα έπιπλα ντυμένα ομοιόμορφα με ύφασμα άσπρο και σταχτί ριγωτό. Ένα μεγάλο διπλό παράθυρο βλέπει στην εξωτερική πλατεία και στο Φόλκσγκαρτεν, το περιβόλι του λαού με τις πλατύφυλλες καστανιές, τόσο φιλόξενες στον έρωτα, που τώρα είναι σαν κουκουλωμένο στη δειλινή θαμπάδα. Ένα παραβάν από βυσσινί μεταξωτό μπροστά στο κρεββάτι το σκεπασμένο κι αυτό με βαρύ μετάξι πορφυρό. Σ' όλα όμως μιαν απλότης πολύ μεγαλοσιάνικη.

Την ίδια βραδιά με δέχθηκε η Αυτοκράτειρα. Ένας θαλαμηπόλος της ιδιαιτέρας υπηρεσίας ήρθε να μου αναγγείλει, ότι η Α. Μεγαλειότης έμαθε την άφιξή μου και με παρακαλούσε να προσέλθω. Έτρεξα προς ΑΥΤΗΝ, ω με τι βήματα! βουβά και σα φτερωμένα πάνω στις ψάθες όλο το μάκρος του διαδρόμου, ανάμεσ’ από λακέδες και καμαριέρες που κρυφοψιθύριζαν από πόρτα σε πόρτα, έπειτα, στρέφοντας μιαν αγκωνή, από έναν άλλο διάδρομο πιο πλατύν που διασχίζει το λεγόμενο Τμήμα της Αμαλίας. Είν’η πλευρά του παλατιού που βλέπει στο Φράντσενσπλατς με το μεγάλο μάτι του ρολογιού, ολόφωτο τη νύχτα. Σ' αυτήν κατοικεί η Αυτοκράτειρα με την ακολουθία της και κανείς άλλος. Από μια μυστική θύρα βγήκα έξαφνα στη μεγάλη κλίμακα της τιμής και των επισήμων τελετών κι έπειτα, ένα πάτωμα παρακάτω, σ’έναν πρόδομον όπου ένας φρουρός με μεγάλη στολή στεκόταν καρφωμένος μπρος από 'να βαρύτατο βελουδένιο παραπέτασμα: πίσω απ’ αυτό το παραπέτασμα, ένας προθάλαμος ρυθμού empire, μ’ εκείνην την κρύα και γυμνή πολυτέλεια των βασιλικών αντιθαλάμων που σ’ αυτήνα μέσα τόσο φριχτά ξεπαγιάζει όποιος δεν είναι γεννημένος για λακές. Διάφοροι θυροστάτες μ’ άσπρες κάλτσες, κοντά παντελονάκια χρώματος τσαγαλιού ανοιχτού, βαθύχρωμες μακριόουρες στολές με χρυσά γαλόνια και μικρά χρυσοδούλευτα ξίφη υποκλίθηκαν ενώπιό μου ίσα με το πάτωμα, οι θύρες ανοίξανε σαν από μονάχες τους μπροστά μου και βρέθηκα σ’ έν’ απέραντο διαμέρισμα με πιο βαρύτερην ακόμη πολυτέλεια στολισμένο, αλλά που μου ‘δειξε σα λιγότερην αλαζονεία, λιγότερη κρύαν επιφύλαξη. Εκεί ένας άλλος θυρωρός με μαύρο φράκο, φανερά ανώτερου βαθμού, λεγόμενος θυροφύλαξ, ήρθε να με συναπαντήσει και τη στιγμή αυτήν ένιωσα πως είχα πάρει από ένστικτο κάποιον καινούργιον αέρα στο βάδισμά μου και τον κρατούσα με πολλήν τέχνη: εδώ θέλει να περπατεί κανείς δίχως να σταματά και δίχως καμμιά βία, μόλις γλιστρώντας επάνω στο παρκέτο και όχι πατώντας, χωρίς να σκοντάφτει στους χαιρετισμούς και στις υποκλίσεις. Ο ιδιαίτερος θαλαμηπόλος της Αυτοκράτειρας, και αυτός με μαύρο φράκο (η ιδιωτική οικοστολή της Μεγαλειότητάς Της είναι για πάντα πένθιμη), εμφανίσθηκε στην αντικρινή θύρα, υποκλίθηκε βαθιά κι αμέσως πάλι χάθηκε από 'κει που ήρθε, στις μύτες των ποδιών του, για να με αναγγείλει. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι κρατούσαν την αναπνοή τους και την ψυχή τους ακόμα και δεν ήταν παρά φράκο και μύτες ποδιών. Κι έπειτα ανοίξανε διάπλατα και τα δύο φύλλα της θύρας, χωρίς τον παραμικρότερο κρότο. Πίσω από ένα παραβάν πορφυρομέταξο μπήκα σε μια μεγάλη σάλα κατάφωτη. Οι τοίχοι ήταν από βυσσινί μετάξι και τα μάτια μου θάμπωσαν απ’ τα ολόχρυσα έπιπλα τα παράξενα γλυμμένα, απ’ τους πλατιούς και βαθιούς καθρέφτες, που έπιαναν ολόκληρες πλευρές, και τους μεγάλους κρεμαστούς πολυελαίους. Μι’ ατμοσφαίρα ολόδροση και αγνή σαν άυλη μού φύσηξε στο πρόσωπο, καθώς έμπαινα, κι αγκάλιασε την ψυχή μου.

Από μια θύρα απέναντι που ήτονε μισάνοιχτη και άφηνε να διακρίνεται ένα μικρό καλλωπιστήριο, μου φανερώθηκε η Αυτοκράτειρα και κίνησε προς εμένα.

Να που πάλι στεκόταν μπροστά μου ΕΚΕΙΝΗ —η ίδια μαύρη οπτασία από το αλησμόνητο μαγεμένο περιβόλι! Εκείνη που είχα γνωρίσει στη δένδρινή της φύση, στη δάσινή της κατοικία, μ’ είχε καλέσει τώρα στ’ ολόχρυσο παλάτι της, όπου ήτονε να ζήσει για λίγον καιρό. Μου ‘ρχεται στο νου απόθαμπο ένα παραμύθι για μια νεράιδα που κάποιος μάγος, ακόμα πιο τρανός, την κρατούσε κάμποσον καιρό στ’ ανήλιαγα παλάτια του, στα τρίσβαθα της γης· κι ήτον εκεί αναγκασμένη να κάνει τη βασίλισσα. Μα ίσως είναι μονάχα η ιστορία της Περσεφόνης. Και του προσώπου της ακόμα η έκφραση μ’ έκαμε να συλλογισθώ την Περσεφόνη, που κι αυτή τη μισή της τη ζωή την απερνά στον κάτω κόσμο. Η βαθιοκόκκινη ανταύγεια των τοίχων, οι ανάριθμες φλόγες που γλιστρούσαν απάνω στα χρυσώματα και πάλιν ανάβρυζαν απ’ των καθρεφτών τα βάθη, οι κρυσταλλένιοι ρόμβοι των πολυέλαιων που αστράφτανε σαν ανάερα πολύτιμα πετράδια, όλα μαζί έκαναν ώστε αυτή η φαντασιοπλασία ενός κόσμου κάτω απ’ τη γης να γίνει για μένα μιαν ολοζώντανη αίσθηση κάποιου οράματος πραγματικά ιδωμένου.

Σαν από άλλον κόσμο η μαύρη αυτοκρατόρισσα έστεκε μπροστά μου, κυρά κι αρχόντισσα όλης αυτής της λαμπροσύνης. Με χαιρέτησε από μακριά και μου ‘πε ότι χαιρότανε που με ξανάβλεπε κοντά της. Και μόλις άνοιξε τα χείλη της κι απήχησε η φωνή της, όλο το θαυμάσιο αχτινοβόλημα γύρω της έσβησε. Έτσι κατάλαβα πως ήτον ακόμα πιο φεγγόβολη απ’ όσα την τριγυρνούσαν. Ήξερα και προτού να ‘ρθώ τι θα ‘βρισκα εδώ μέσα και μολαταύτα θαμπώθηκα. Ολόκληρη μιαν ώρα περπατούσαμε, πηγαινορχόμενοι επάνω στην απαλοσύνη του χαλιού που το πόδι χωνότανε μέσα του όπως στη νιόβλαστη χλόη, κολυμπώντας σε κύματ’ από φως που δίνανε μιαν αίσθηση χαδιού ηδονική σαν αύρες απαλόθερμες, αλλά με περισσότερη μουσικήν ακόμα.

Γύρω μας τα χρυσά έπιπλα στέκονταν το ’να μακριά από τ’ άλλο με μιαν ανέκφραστην ηρεμία σαν όντα μαγεμένα. Σ' αυτό το δώμα μέσα ούτε κλάμα ούτε γέλιο δεν πήγαινε ν’ ακουμπήσει πουθενά. Γραμμή καμμιά δε σάλευε και δεν παραμέριζε. Απ’ τους μεγάλους καθρέφτες, που βάθαιναν το δωμάτιο σαν κάτω από βαριά διάφανα νερά σ’ αμέτρητα μάκρη, το φως αναπηδούσε ίδιο ένας αχνός ρευστός από αίμα και χρυσάφι. Κοίταξα γύρω κι αναγνώρισα τη χειρονομία της ισπανικής εθιμοτυπίας που σήκωνε το δάχτυλο από τις σκοτεινές γωνιές προς τις βασιλικές προσωπογραφίες μες τις βαρύχρυσες κορνίζες κι έδειχνε κατά τις μυστικές θύρες, τις ντυμένες με μετάξι. Αυτό ακόμα περισσότερο μ’ έκαμε να πιστέψω πως όλο το παλάτι ήτονε βουλιαγμένο σε μιαν άβυσσο νερού χιμαιρική. Μα ήτον και κάτι άλλο εδώ μέσα που πιότερο αισθανόμουν παρά που έβλεπα και που ερχόταν απ’ τον κόσμον όπου Εκείνη ζει αληθινά κι αναπνέει στ’ αλήθεια. Δεν ήτονε μονάχη της εδώ. Τα μάτια μου πήγανε να ψάξουν και δεν αργήσανε να βρουν ό,τι ζητούσαν. Δέντρα ήταν εδώ, ζωντανά δέντρα, μισοκρυμμένα μες τα βαριά τα μεταξωτά και τ’ αραχνόπλεχτα κεντήματα των παραπετασμάτων. Αζαλέες δεντρωμένες και ολάνθιστες (ω τρυφεράδα άφραστη και πάναγνη δροσιά!) σε μύριους κάλυκες λευκούς απ’ την πιο αχνή ασπράδα και ρόδινους ίσα με του βύσσινου το αίμα και των κοριτσίσων χειλιών την πορφυράδα. Την είχαν ακολουθήσει οι αζαλέες αυτές από τα πέρατα των μακρινών ανοίξεων ως του παλατιού της τα βύθη τα θαλάσσια: σύμβολα ήταν της Περσεφόνης που χάθηκε. Έτσι μπορεί κανείς να φαντασθεί, ότι οι ψυχές όλων των νιόβλαστων δέντρων μένουν κρυμμένες το χειμώνα σε παρόμοια παλάτια μαγεμένα, κοντά σε κάποιαν εξόριστη νεράιδα. Κι αυτή η ανάλαφρη και σαν από παλιούς καιρούς ξεχασμένη ευωδία που έφερνε γύρους ανάερη μέσα στην αίθουσα σα μαζί με μιαν κουρασμένη και ποτές ακουσμένη μουσική, μην ερχόταν από τ’ ανθισμένα δέντρα ή μήπως ήτανε μονάχα των δασών και των κήπων οι μυρωμένες αναμνήσεις που ανάσαιναν κοντά μας και κλώθοντας αγκαλιαστές την πνοή τους αγκάλιαζαν της μαύρης αυτοκρατόρισσας την κυπαρισσένια μορφή; Της μίλησα εγώ για τα ροδοφλόγιστα βουνά του Ίνσμπρουκ, για το Χόφγκαρτεν, το περιβόλι του παλατιού με τα μεγάλα δέντρα που επάνω τους είχε απλώσει του φθινοπώρου η πορφύρα, για τα κιτρινισμένα φύλλα των μελαγχολιών μου και των αναμνήσεών μου που πέφτανε στα δεντρόκλειστα δρομάκια σα μεγάλα πεθαμένα πουλιά, για τις εκκλησιές όπου γυναικούλες απελπισμένες και σα σπρωγμένες κοπαδιαστά από κάποιαν αόρατη γκλίτσα έριχναν τυφλά μες τα σκοτάδια ψελλίσματα και προσευχές, όπου βασιλιάδες και βασίλισσες απ’ ατσάλι, ξεκινημένοι από τα βύθη των αιώνων, είχανε δώσει λόγο ν’ ανταμωθούν... Κι αυτή μου μίλησε μονάχα για τον καταρράχτη του Γκαστάϊν, σύννεφο πολύβουο, που το νερό του ακούγεται τη νύχτα σα να φωνάζει μια ψυχή πλανταγμένη, και για τα πράσινα τα πεύκα σαν ελπίδες και τα μαύρα βαθιόλυπα ελάτια που ανάμεσα τους ν’ αργοστέκουν αρέσει των συννέφων… και ν’ αποξεχνιούνται. Κι έπειτα είπαμε για τον Όμηρο και για τις Σειρήνες και για τη Βεατρίκη που τη ζωγράφησε ο Ροσσέττης βλέποντάς τη στον καθρέφτη της ψυχής του. Έπειτα μου ‘δωσε άλλη μια φορά το χέρι της για το χεροφίλημα και είπε:

— Από αύριο θα πηγαίνομε κάθε μέρα περίπατο στο Σενμπρούν. Αν δεν ερχόσαστε κι εσείς, θα ήμουν αναγκασμένη να στερηθώ αυτήν την ευχαρίστηση. Δε θέλω να επιβάλω μιαν τέτοιαν αγγαρεία τώρα το χειμώνα στις Κυρίες της Τιμής κι ο Αυτοκράτωρ δυστυχώς δεν έχει καιρό να μου κρατεί συντροφιά.

~~~~~~~ ~~~~~~~

9 Δεκεμβρίου.

Σήμερα στις 8 το πρωί! ήρθε ο λακές να μου πει ότι η Μεγαλειότης Της με καλούσε να μείνω πλησίον Της ενόσω θα Τη χτενίζουν. Ήμουν έτοιμος και περίμενα, επειδή αποβραδίς η Αυτοκράτειρα μ’ είχε ειδοποιήσει, ότι θα ‘κανε το ελληνικό της μάθημα την ίδια ώρα με το χτένισμα.

— Το χτένισμα διαρκεί σχεδόν πάντα δυο ώρες, μου είχε πει, και τον καιρό που τα μαλλιά μου είναι τόσο πολύ απασχολημένα, το μυαλό μου μένει άεργο. Φοβάμαι μήπως μου φύγει απ’ τις τρίχες των μαλλιών μου στα δάχτυλα της χτενίστριας· γι’ αυτό φαίνεται κάθε φορά μου πονεί τόσο το κεφάλι. Θα χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον καιρό μεταφράζοντας απ’ το Σαίξπηρ: Ω τότε, θέλει και δε θέλει το μυαλό θα συμμαζευτεί.

Μπήκα στη μεγάλη αίθουσα με την ίδια εθιμοταξία καθώς και χθες.

Η Αυτοκράτειρα ήτον καθισμένη μπροστά σ’ ένα τραπέζι, τραβηγμένο στη μέση του δωματίου και σκεπασμένο μ’ άσπρο τραπεζομάντηλο. Ήτονε σα συννεφιασμένη μέσα σ’ ένα περιώμιο από άσπρες νταντέλες. Τα μαλλιά της, ξέπλεκα, έπεφταν ίσα με το πάτωμα και σκέπαζαν όλο της το σώμα· μόνο ένα λιγοστό μέρος του προσώπου της ανθοφέγγριζε μέσ’ απ’ την ισκιερή κυματωσιά, όπως στις γλυκές εκείνες πεπλοτυλιγμένες Φραγκοπαναγιές με την όψη σα μύγδαλο φωτεινό. Αυτή της η θωριά ήτον καινούργια για μένα, αλλά και πιο μαγευτική από καθετί που ως τώρα είχ’ αγναντέψει. Στην υπόκλισή μου αποκρίθηκε, γέρνοντας ανάλαφρα το κεφάλι:

— Πώς κοιμηθήκατε σήμερα, την πρώτη σας νύχτα στη Χόφμπουργ; όχι χειρότερα από άλλοτε ελπίζω. Δεν είναι τόσο όμορφα εδώ καθώς στο Λάϊντς, μα για τη νύχτα υποφέρεται. — Θα φύγομε απ’ εδώ στις ένδεκα, είπε ακόμη.

Έπειτ’ άρχισε το μάθημα. Η Αυτοκράτειρα γράφει πολύ γλήγορα· μαζεύει τα δάχτυλά της επάνω στον κοντυλοφόρο, χωρίς άλλο από συνήθεια παιδιακίσια, που της έμεινε ίσως μόνο και μόνο επειδή οι δάσκαλοι της θα τηνέ μαλώνανε γι’ αυτήν. Κι ακόμα, όταν γράφει, όλη της η στάσις έχει μια χάρη μαθητικήν κι αγορίσια, μια θελκτικήν αδεξιοσύνη που βρίσκεται σε παράδοξην αντίθεση με το συνηθισμένο της παράστημα, το τόσο βασιλικό ανάμεσα στ’ άνθη και στα δέντρα. Κρατάει το βλέμμα της καρφωμένο στο χαρτί και στη μύτη της πέννας της και θαρρεί κανείς πως προσπαθεί να αναγκάσει την πέννα της να γράφει λεπτά και καθαρά· αλλά του κάκου, τα γράμματα ανυπόταχτα ξεπετιούνται με ορμή και σπρώχνονται και γροθοκοπιούνται αναμεταξύ τους σα σχολαρόπουλα, χωρίς κανένα σέβας προς τον κανονισμό.

— Θαυμάζετε την κακογραφία μου; είναι σαν κι εμένα, μου είπε, δεν εννοεί παρά να κάνει του κεφαλιού της

Έπειτα πετάει ολούθε κάτι μεγάλες μελανιές από μελάνι μενεξελί —το χρώμα του αυτοκρατορικού μενεξέ— το μόνο που μεταχειρίζεται, βουτώντας σ’ ολόχρυσο καλαμάρι· ένα σωρό στουπόχαρτα είναι σπαρμένα ολόγυρά της στο τραπέζι και μ’ αυτά στουπώνει κάθε σελίδα που γράφει, καθώς την τελειώνει, χτυπώντας την από πάνω με την κλειστή γροθιά.

Αυτό το πρώτο μάθημα με του χτενίσματος τη συντροφιά μ’ αφήκεν εντυπώσεις επικής αρμονίας.

Μαλλιά είδα, μαλλιά σε κύματα να χύνονται ως το πάτωμα και ν’ απλώνονται περίγυρα και να ξετρέχουν πιο πέρα ακόμη: απ’ το κεφάλι που του φανέρωναν τη θελκτικότατη χάρη, τη γραμμή του την αγνή και τέλεια [έτσι και τα πέπλα της Κως άφηναν πανώρια να φεγγρίζουν των θεϊσσών τα γραμμένα κορμιά], κυλούσαν επάνω στο λευκό περιώμιο το αφροκέντιδο που σκέπαζε το πανωκόρμι της, χωρίς ποτέ τα νερά τους να στερέψουν...

Πίσω απ’ την καρέκλα της Αυτοκράτειρας ολόρθη στεκόταν η χτενίστρια, φορώντας μαύρα μεταξωτά με μακριάν ουρά, μιαν άσπρη αραχνόφαντη ποδιά δετή μπροστά της, πολύ μεγαλόπρεπη στην όψη για γυναίκα της υπηρεσίας και με σημάδια μιας μαραμένης ή κάλλιο σωπασμένης ομορφιάς, και τα μάτια της… ω κάτι μάτια γεμάτα ίσκιους και δολερά τεχνάσματα: μου θύμιζε ζωηρά μιαν πολυξάκουστη βασίλισσα δεύτερης ποιότητος της ανατολικής Ευρώπης, που σήμερα είν’ εξόριστη. Με τ’ άσπρα της τα χέρια ανάδευε τα κύματα των μαλλιών, τα σήκωνε στον αέρα, τα ψηλάφιζε σα βελούδα ή μεταξωτά με χάδι γητευτικό κι όλο τα στριφογύριζε στα μπράτσα της: ποταμάκια λες που τα ‘χεν αιχμαλωτισμένα, γιατί δε θέλανε να τρέξουν ήσυχα το δρόμο τους, παρά γυρεύανε να κάμουνε φτερά να πετάξουν, κι αυτή τα γήτευε, μα δεν της έσωναν τα δάχτυλά της για να τα συγκρατήσει... Έπειτα μ’ ένα χτένι από μάλαμα και κεχριμπάρι το κάθε κύμα το χώρισε σ’ άλλα πολλά και πάλι το καθένα τους σε μύριες δέσμες νήματα, που στο φως της ημέρας γινήκανε χρυσάφια νεραϊδόκλωστα, κι έπειτα ένα ένα τα ξεδιάλυσ’ απαλά και στους ώμους επάνω ανάλαφρα κλωστή κλωστή τ’ απίθωσε, για να πιάσει άλλο κουβάρι πάλιν από ζωντανά μετάξια και να το ξεφτίσει σ’ αχτίδες φεγγερές. Έπειτα όλες αυτές τις φωτοσυρμές που από σβηστά μαλάματα ξάναβαν και κορώνανε σε ρουμπινιών βαθύχρωμων αναλαμπές, σαν κι εκείνες που ξαστράφτουν απ’ την πινελιά του Ρούμπενς, τις άφησε να συντρέξουν τη μια μέσα στην άλλη σε πλατιά κι απαλοκύματα νερά κι αυτά πάλι τα νερά τα ‘πιασε στη χούφτα της και μ’ ευκίνητα δάχτυλα σαν της νεράιδας που στον ήλιο παίζει με τις νεροσταγόνες τα ύφανε σε περίτεχνες πλεξούδες που ξάφνω μαγικά σε δυο ερπετά μεταμορφώθηκαν, ασήκωτα, γυαλιστερά· και τα φίδια αυτή τα σήκωσε και τα στριφογύρισε γύρω στο κεφάλι και, πλεχτοδένοντάς τα με μεταξωτήν κορδέλα, έφτιασ’ ένα μεγαλόπρεπο διάδημα εξωτικό σαν κορώνα βασιλικιά παραμυθένια. Έπειτα πήρε χτένι από ατίμητο καύκαλο χελώνας διάφανο, που τέλειωνε σε μύτη κι ήτονε στολισμένο με πετράδια, και το ‘συρ’ ονειροχάδευτα στα πίσω του κεφαλιού κι απάνω στο μεταξότριχο προσκεφαλάκι που προορισμός του ήτονε ν’ αναβαστάει το στέμμα και έτσι χτενίζοντας του ‘βαλε κυματίσματα όπως της θάλασσας όταν γλυκανασαίνει την αυγή. Έπειτα γύρισε σ’ όλα τα σγουρόμαλλα, που σαν άταχτα παιδάκια είχανε ξεφύγει και τρελόπαιζαν, και τα περιμάζεψε στο μέτωπο, πάνω από τα φρύδια, και τα χτένισε το ‘να πλάι στ’ άλλο να κρέμονται σαν κρόσσια απ’ το στεφάνι της κορώνας και σαν πέπλο γλυκοφέγγριστο να θαμποκρύβουν την αίγλη του μετώπου. Έπειτα μ’ αργυρή λαβίδα παραμέρισεν αέρινα όσα χρυσαραχνένια νήματα την αρμονία και συμμετρία τάραζαν κόβοντας το δρόμο το γαλήνιο και στρογγυλευτό των καμαρωτών φρυδιών. Μετά έπιασε κι άλλα τέτοια χρυσοκλώσματα που ‘μοιαζαν αφροί του γιαλού σα βασιλεύει ο ήλιος και τα ‘μασε μπρος το κογχύλι του αυτιού, δίχτυ να προστατεύει τη θύρα της Ψυχής της ανήλιαγης και καφασοφεγγρούσας. Έπειτα σ’ ασημένιο δίσκον έφερε κι έδειξε της κυράς της όλες τις πεθαμένες τρίχες σφιχταγκαλιασμένες κι οι ματιές της κυράς κι οι ματιές της σκλάβας ανταμωθήκανε για λίγο, δείχνοντας στην κυρά πικρήν επίπληξη, στην άλλη φωνάζοντας συμπάθιο και κάνοντας μετάνοιες. Έπειτα το άσπρ’ ωμοφόρι από νταντέλες ξεγλίστρησε τον κατήφορο απ’ τους χυτούς της ώμους κι η μαύρη αυτοκρατόρισσα σαν άγαλμα κάποιας σκοταδερής θεάς απ’ το καλούπι που την έκρυβε ξεπρόβαλε. Τότες η Κυρά και Βασίλισσα από το ύψος της μπροστόγειρε ανάλαφρα το κεφάλι, η σκλάβα έσβησε στο πάτωμα ψελλίζοντας με κρυφοπνιχτή σαν του φιδιού φωνή: «Στα πόδια της Μεγαλειότητας Σας ρίχνω το κορμί μου!»

Έτσι τέλειωσεν η λειτουργία κι όλο το θείο μυστήριο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

— Εγώ αισθάνομαι τα μαλλιά μου, μου είπεν Εκείνη, γλιστρώντας το δάχτυλο κάτω απ’ τα κύματα της κόμης της, σα να ‘θελε να ξαλαφρώσει το κεφάλι της λιγάκι από το βάρος: Είναι σαν ξένο σώμα ζωντανό επάνω στο κεφάλι μου.

—   Η Μεγαλειότης Σας φορεί την κόμη Της σα στέμμα κι αντίς για στέμμα.

— Μόνο που πολύ ευκολότερα μπορεί κανείς να το ξεφορτωθεί εκείνο το άλλο, αποκρίθηκε μ’ ένα χαμόγελο απογοητευμένο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στις ένδεκα φύγαμε για το Σενμπρούν. Μπροστά στην είσοδο της σκάλας μου βρίσκεται πάντα κοσμάκης μαζωμένος που με προσοχή και θαυμασμό παρατηρεί πως ανεβαίνω στ’ αμάξι και η φρουρά στο πλάι παρουσιάζει τα όπλα, αλλά μ’ οφθαλμοφάνερο δισταγμό για τα δικαιώματά μου στις στρατιωτικές τιμές.

Τι μαγευτική ημέρα σήμερα! Ο ουρανός διάφανος και γαλανός όπως την άνοιξη. Πήρα μαζί μου ένα βιβλίο για να διαβάσω της Αυτοκράτειρας μερικές σελίδες στον περίπατο: τις «Ιστορίες» του Δοστογιέβσκη.

Της διάβασα τις «Λευκές νύχτες» και την ηύρε μαγευτική την ιστορίαν αυτή.

— Αυτό που συνέβηκε της Ναστέγκας, είπε, είναι τυπικό για όλα τα κορίτσια. Η καθεμιά γελιέται τουλάχιστο μια φορά στη ζωή της, χωρίς να καταλαβαίνει καλά καλά πότε την παθαίνει. Όσο για την ίδια την Ναστέγκα, δεν ξέρει κανείς αν γελάστηκε μ’ αυτόν που πήρε ή μ’ εκείνον που άφησε. Αυτό είναι δουλειά του πεπρωμένου: οι γυναίκες πάντα ζουν κάτω από τ’ άστρο της Μοίρας τους.

Έπειτα ήρθε ομιλία για τη χειραφεσία των γυναικών και την εκπαίδευσή τους. Είπε:

— Οι γυναίκες πρέπει να είν’ ελεύθερες· πολλές φορές τ’ αξίζουν περισσότερο απ’ τους άντρες. Η Ζωρζ Σάνδ είναι το καλύτερο παράδειγμα. Μα όσο για τη λεγόμενη εκπαίδευση, είμαι της εναντίας γνώμης. Όσο λιγότερο σπουδάζουν οι γυναίκες, τόσο μεγαλύτερην αξία έχουν, επειδή αντλούν απ’ τον εαυτό τους κάθε γνώση και σοφία. Αυτά που μαθαίνουνε δεν τις κάνουνε στ’ αλήθεια παρά να παίρνουν πλανερό δρόμο και ν’ απομακρύνονται από το ενδόμυχό τους είναι: ξεμαθαίνουν έτσι ένα μέρος του εαυτού τους για ν’ αποστηθίσουν κουτσά στραβά λίγη γραμματική και λογική. Σε χώρες όπου οι γυναίκες είναι λιγότερο σπουδαγμένες, είναι πολύ βαθύτερα πλάσματα από τις δικές μας τις bas-bleus. Έχουν πολύ μεγάλο λάθος οι φίλοι της χειραφεσίας, όταν για να υποστηρίξουν το κίνημα αυτό λεν ότι μητέρες μορφωμένες θα δίνανε στην ανθρωπότητα παιδιά με δυνατότερο μυαλό.

— Αλλά οι σύγχρονοι άντρες, παρατήρησα εγώ, θέλουνε να βρίσκουνε στις σύγχρονες γυναίκες —στις γυναίκες τους— ένα στήριγμα πνευματικό.

— Απεναντίας η επιρροή τους ως μητέρες θα ‘τον πολύ πιο ευεργετική, αν ήταν κι αυτές σαν τα δέντρα του δάσους, ελεύθερες από κάθε δεσμό κι από κάθε παραμόρφωση κάτω από τον πλατύν ουρανό. Οι γυναίκες δεν είναι για να βοηθούν τους άντρες στις υποθέσεις τους υποβάλλοντας τους σκέψεις και συμβουλές, αλλά με τη μονάχη τους συνάφεια πρέπει να κάνουν ώστε να ξυπνούν και να ωριμάζουνε στους άντρες οι ιδέες και οι αποφάσεις που αυτοί θα τις αντλήσουν έπειτα από μέσ’ απ’ τον εαυτό τους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

10 Δεκεμβρίου.

Σήμερα μου φέρανε λουλούδια απ’ τα δώματα της Αυτοκράτειρας. Η Μεγαλειότης Της, μου ‘παν, είχε διατάξει τον κηπουρό του παλατιού να μου στέλνει κάθε πρωί μερικά σπάνια άνθη. Και τι άνθη ήταν αυτά! Χνούδια από μετάξια ξεφτισμένα, αρχαία βελούδα χλωμιασμένα θλιβερά κι απαλοδιπλωμένα από δάχτυλα νεράιδων σ’ αέρινες πτυχές και πορφύρα μ’ ένα βαθύν ίσκιο μελαγχολίας απάνω της κι ακόμη κάτι αστέρια ολότρεμα που βρίσκονταν κάτω στη γης και κάλυκες γλυκοθώρητοι, που μέσα τους είχανε φωλιάσει όλες οι λιγόθυμες φεγγοβολιές της νοσταλγίας, οι ουρανοκαύτρες φλόγες του καημού που ‘χουν τα ηλιογέρματα, όταν το καλοκαίρι σιγά σιγά πεθαίνει...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Από την 11 ως την 20 Δεκεμβρίου.

Το μεσημέρι πάλι στο Σενμπρούν. Έβρεχε χιονόνερο κι ο άνεμος μας έδερνε το πρόσωπο με πασπάλη από πάγο. Ήμαστε αναγκασμένοι να πηδούμε από πάνω από κάτι μεγάλες λάκκες γεμάτες νερό.

— Σαν τους βατράχους χοροπηδούμε μες τους βάλτους, είπε η Αυτοκράτειρα. Μοιάζομε δυο ψυχές κολασμένες που πλανιούνται στα τάρταρα του Άδη. Για πολλούς εδώ αυτήν την ώρα θα ‘τον η Κόλασις. Χθες μιλούσα με μιαν κυρία που μου αισθηματολογούσε για τους παγετώνες των Άλπεων —το καλοκαίρι, φυσικά, μ’ ασφαλή συνοδεία δυο οδηγών και σφιχτοδεμένη με σχοινί για να την τραβούν. Τώρα ήθελα να την έβλεπα αυτήν και την ανδρεία της. Αν ήξερε ότι βρίσκομαι εδώ, ότι κάνω σήμερα περίπατο εδώ έξω, θα ‘λεγε με το νου της πως σίγουρα τρελάθηκα. Βλέπετε, οι Κυρίες της Τιμής μου τους έρχεται πιο βολικά να κάθονται σπίτι και να ζεσταίνουν τα πόδια τους στη φωτιά: πλέκουν κάλτσες και νταντέλα και διαβάζουν τα νέα ρομάντσα. Κι εσείς το ίδιο, θα προτιμούσατε —δεν είναι έτσι;— να βρισκόσαστε τώρα στη ζέστη σας.

— Πώς μπορεί η Μεγαλειότης Σας να πει τέτοιο πράγμα; Εγώ που στο δωμάτιό μου περνώ όλες μου τις ώρες σα φυλακισμένος, περιμένοντας μόνο κι ελπίζοντας να με φωνάξει η Μεγαλειότης Σας...

— Για μένα αυτός είν’ ο καιρός που προτιμώ, επειδή δεν είναι καμωμένος για τους άλλους και μπορώ να τονέ χαίρομαι ολομόναχη. Κι αλήθεια είναι σα να μην υπάρχει παρά μόνο για μένα, όπως κι εκείνες οι παραστάσεις του θεάτρου που ο καημένος ο βασιλεύς Λουδοβίκος διάταζε να γίνονται για να τις βλέπει αυτός μονάχος. Και πάλι, το θέαμα έχει περισσότερο μεγαλείο εδώ στο ύπαιθρο παρά σε κάθε είδους σκηνή επάνω. Το βέβαιο είναι πως η θύελλα μπορούσε να ‘χει ακόμη μεγαλύτερη λύσσα. Τότε αισθάνεται κανείς τον εαυτό του τόσο κοντά σ’ όλα τα πλάσματα σα να κουβεντιάζει μαζί τους!

— Κοιτάξτε, Μεγαλειοτάτη, αυτό το θεόρατο γεραλέο δέντρο με τους γυμνούς μαύρους κλώνους, πώς στέκει ολόρθο κι ολομόναχο και σηκώνει μ’ απελπισία τα χέρια του στον αέρα! Είναι πιο δυνατό κι από την τρικυμία ακόμη: δε σαλεύει.

— Ο πόνος του είναι πιο βαθύς από την τρικυμία. Μοιάζει σαν το Βασιλέα Ληρ. Και κεραυνός να πέσει τώρα να το κάψει, πάλι θα 'χει νικήσει το θάνατο.

Αυτή η ίδια φαινότανε σα ν’ αποτελούσε μέρος της ανταριασμένης τοποθεσίας γύρω της, αλλά δεν το ‘ξερε αυτό και δεν το αισθανότανε.

Έχει το χάρισμα με την παρουσία της μονάχα να φέρνει στην επιφάνεια ό,τι είν’ αιώνιο σ’ όλα τα όντα, να το ξυπνά σα με κάποιο γήτεμα και σάμπως όλα τα πράγματα, από καιρό ξεμοναχιασμένα μες τη σκοτεινή τους ζήση, να μην περίμεναν παρ’ Αυτήνα για να ξεπροβάλουν και να χυθούν έξω απ’ τον εαυτό τους. Έτσι έχω πάντα την ιδέα ότι απ’ Αυτήν και μόνην, πραγματικά για πρώτη φορά, μου φανερώθηκε η αληθινή, η βαθιά υπόσταση των όσων είναι γύρω μας.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα η Αυτοκράτειρα με κάλεσε στις τέσσερες τ’ απόγεμα μονάχα, αντί να μου παραγγείλει στις ένδεκα να φύγω με τ’ αμάξι το κατόπι της για το Σενμπρούν. Όλο το προμεσήμερο είχε ξοδευτεί στο λούσιμο της κόμης. Αυτό γίνεται κάθε δεκαπέντε. Για τούτο είχε τώρα τα μαλλιά της ξέπλεκα στην πλάτη να στεγνώσουν. Η θωριά της σε τέτοια στάση, όταν έχει το φυσικό της διάδημα λυμένο, βγαλμένη απ’ το κεφάλι την κορώνα, και πια δεν είν’ αναγκασμένη να γέρνει το μέτωπο στο βάρος της, φαντάζει ακόμα πιο γλυκόβλεπη, αν γίνεται, και συνάμα πιο μεγαλόχαρη, πιο σύμφωνη με την αληθινή της φύση. Τότες είναι και στην εξωτερική της όψη περισσότερο δρυάς, περισσότερο νύμφη και νεράιδα. Μια νεότης αφάνταστη αχτινοβολεί απ’ το πρόσωπό της, μιαν ευτυχία σχεδόν από τα μάτια της (η ίδια που αισθάνονται τα δέντρα όταν καθρεφτίζονται στις λίμνες την αυγή ή τα πουλάρια όταν τρέχουν τινάζοντας τις χαίτες, την άνοιξη, στους κάμπους με τις παπαρούνες), κι απ’ τις γραμμές του σώματός της ένα τραγούδι βγαίνει πιο υπερκόσμια γλυκόλαλο και ψυχοπλάνο ακόμ’ απ’ το παντοτινό της, επειδή μέσ’ απ’ το κύμα το μετάξινο και σκιαδερό της κόμης θαμπά και μυστικά σιγοσταλάζει σα μέσα σ’ όνειρα και προαισθήματα.

Στα βελουδόχνουδα χαλιά που ξάπλωναν την πορφυράδα τους κάτω απ’ τα βήματά μας περπατούσαμε μες την ηλιόκαλην αυγή μύριων φλογών των πολυέλαιων που κρέμονταν σ’ ατέλειωτη σειρά απ’ τα χρυσά φατνώματα σαν ανάερες ανθοδέσμες από διαμαντόπετρες, περπατούσαμε μέσα στην παραδείσια πνοή των λουλουδιών που έκαναν παντού σα ζωντανά νησάκια από δροσιές ολόλευκες και ρόδινες μαγείες, νησάκια από ανοίξεις που ονειρεύονταν τρισμάκαρα ονείρατα λησμονιάς, περπατούσαμε ανάμεσα στα βουβά βύθη των νερών που μας άνοιγαν οι χιμαιρικοί καθρέφτες, σε μιαν ατμοσφαίρα μέσα τόσο λεπτή και πάναγνη όπως ψηλά στις κορφές των βουνών (τα παράθυρα το Δεκέμβριο ήταν ολάνοιχτα), και έτσι περπατώντας διαβάζαμε την Οδύσσεια. Σε τέτοιο περιβάλλον, σε τέτοιων πραγμάτων συντροφιά, κοντά σ’ ΕΚΕΙΝΗΝ, η αρχαία ξεχασμένη ραψωδία ξυπνούσε πάλι κι έλυνε το αγκάλιασμα των μαρμαρωμένων στίχων κι υψωνότανε σε σύννεφα αρμονίας και ξεχείλιζε μαζί με του φωτός τα κύματα απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στη σιωπηλή πλατεία του παλατιού... Κάτω στο απόσκιο των βαριών τοίχων, πάντα τέτοιαν ώρα, στέκονται άνθρωποι, μαζωμένοι σε ομάδες, και κοιτούν τη σειρά κατάφωτα παράθυρα και τους πολυέλαιους που αστράφτουν, κρεμαστά στέμματα από φλόγες, που κάτω τους ένα πλάσμα αυτοκρατορικό κλώθει τη μυστική του ζήση. Και μαντεύουν κι απορούν, αλλά ποτέ ο θαυμασμός τους και οι προαισθήσεις τους δε φθάνουν την πραγματικότητα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα, ενόσω γινότανε το μάθημα, μπήκεν έξαφνα ο Αυτοκράτωρ. Η χτενίστρια βυθίστηκε στο πάτωμα και βγήκε έξω με ψελλίσματα υποταγής. Εγώ σηκώθηκα απ’ την καρέκλα μου, αλλά ο Αυτοκράτωρ μου ‘καμε νεύμα να μείνω καθιστός κι έπιασε ομιλία με την Αυτοκράτειρα για πολλήν ώρα ουγγρικά· το πρόσωπό του ήτον σοβαρό και βαρύθυμα συλλογισμένο. Τ' αυτί μου πήρε ονόματα υπουργών και πολιτικών προσώπων. Η Αυτοκράτειρα έδειχνε μεγάλην ένταση προσοχής στα χαρακτηριστικά της· τα μάτια της κοίταζαν μπροστά της σα να θέλανε να ξεχωρίσουν κοφτερά και διαπεραστικά ένα μικρούτσικο και τιποτένιο αντικείμενο. Κι έπειτα απαντούσε στον Αυτοκράτορα διακόπτοντάς τον πολύ συχνά. Τα ουγγαρέζικα από τα χείλη της πέφτανε σαν κουκιά μαργαριτάρια τραγουδιστά. Μερικές φορές ανασήκωνε τους ώμους κι έκανε ένα μικρό μορφασμό που ‘λεγε πολλά και ανάγκαζε τον Αυτοκράτορα να γελάσει. Έπειτα σηκώθηκε πάλιν ο Αυτοκράτωρ κι έφυγε με το δυνατό κι ελαστικό βήμα αξιωματικού που ‘χει. Η χτενίστρια ξαναφλοίσβισε με τα μεταξωτά της μες τη σάλα, κι η Αυτοκράτειρα μου είπεν ελληνικά:

— Τώρα είπαμε πολιτικά με τον Αυτοκράτορα. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα κι εγώ να βοηθήσω, αλλά ίσως είμαι ακόμη πιο προχωρημένη στα ελληνικά κι έπειτα έχω τόσο λίγο σεβασμό για την πολιτική κι ούτε καν τη θεωρώ άξιαν ενδιαφέροντος. Εσείς ενδιαφέρεσθε διόλου για τα πολιτικά;

— Όχι και τόσο, Μεγαλειοτάτη: παρακολουθώ μόνο τις μεγάλες φάσεις, όταν πέφτουν οι υπουργοί.

— Ω, αυτωνών ο προορισμός είναι να πέφτουν. Έπειτα ξανασηκώνονται πάλιν ή έρχονται άλλοι, μου είπε μ’ ένα παράδοξο χρώμα στη φωνή της, σαν ενδόμυχο γέλιο.

— Για μένα, Μεγαλειοτάτη, έχει περισσότερο ενδιαφέρον ο δημόσιος βίος στη Γαλλία.

— Χωρίς άλλο είναι πιο διασκεδαστικός.

— Κι εγώ το βρίσκω, Μεγαλειοτάτη.

— Οι άνθρωποι στη Γαλλία παίζουν καλύτερα την κωμωδία τους και με περισσότερο πνεύμα.

Και σε λιγάκι πρόσθεσε:

— Το όλον είναι μια τέτοι’ αυταπάτη! Οι πολιτικοί νομίζουν πως διευθύνουν την Ιστορία και μολαταύτα βρίσκονται πάντα ξαφνισμένοι απ’ τα συμβάντα. Κάθε υπουργείο έχει μέσα του απ’ την πρώτη στιγμή την αποτυχία του. Η διπλωματία είναι μόνο και μόνο για να ξεκλέβει απ’ το γείτονα κανένα λάφυρο. Αλλ’ ό,τι και αν γίνεται, γίνεται μονάχο του, από εσωτερική ανάγκη κι ωριμάδα, κι οι διπλωμάτες δεν κάνουν άλλο παρά να πιστοποιούν τα γεγονότα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Κάθε μιαν απ’ τις πολλές γλώσσες που μιλεί μ’ αξιοθαύμαστη τελειότητα, την κάνει μουσική. Μιλεί τα ουγγαρέζικα; είν’ αλήθεια σα να στάλαζαν από καμιάν πηγή σταγόνες τραγουδιού, μια μια, μ’ αργή κι αρμονική μελαγχολία.

— Τα ελληνικά, μου έλεγε, είναι η γλώσσα που οι ιδέες μου και τα λόγια μου σ’ αυτήν παρουσιάζονται μπροστά μου σαν όμορφα πλάσματα και μου ανοίγουν έναν κόσμο που δε φανταζόμουν την ύπαρξή του. Η θέα αυτού του κόσμου με κάνει να ξεχνώ όσα είν’ έξω απ’ αυτόν.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα απαντήσαμε μια κυρία στο δρόμο μας προς το Γκλοριέτ· αυτή κατέβαινε κι εμείς ανεβαίναμε. Είχε τα μαλλιά της κομμένα κοντά, ένα πρόσωπο κατακόκκινο και βάδισμα αποφασιστικό. Κοίταξε την Αυτοκράτειρα μες τα μάτια, χωρίς όμως να τη χαιρετήσει, και μ’ έναν τρόπο σχεδόν προκλητικό...

Η Αυτοκράτειρα είπε:

— Η κυρία έχει πνεύμα, αφού έχει τα μαλλιά κοντά· αλλά φοβούμαι πως θα τα κόβει επίτηδες για να μπορεί να περνάει για έξυπνη. Αν μου κατέβαινε κι εμένα να κόψω τα μαλλιά μου — ω από πεποίθηση, επειδή τα θεωρώ περιττά —ο κόσμος θα μου ριχνότανε σα λύκοι.

— Θα ήτον αληθινή καταστροφή, Μεγαλειοτάτη. Έχουν δίκαιο να λεν πως το κάθε τι δεν είν’ για τον καθένα.

— Μόνο στην ανοησία έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα είπε:

— Οι περισσότεροι άνθρωποι δε θέλουνε να λύνει κανείς απ’ τα μάτια τους τα δεσίματα της Μοίρας και της Ζωής, επειδή νομίζουν, ότι έτσι ξεφεύγουν τους κινδύνους. Εμείς όμως δεν παύομε να ζούμε μες τον ίσκιο του Πεπρωμένου, κι ο ίσκιος αυτός έχει στήσει καρτέρι σαν αράχνη στην κάθε αχτίδα φωτός που περνά. Αυτό που ‘ναι κοινό σ’ όλους τους ανθρώπους δεν είναι το πνεύμα, είναι το Πεπρωμένο. Αλλά καμμιά φορά η Μοίρα διαλέγει έναν από μας για να τον κάμει ένα θαυμάσιο ποίημα ή και για να τον καταπιεί όπως τον Οιδίποδα ή τη Μήδεια... Σας παρακαλώ, ας διαβάσομε αύριο κάτι απ’ τον Αισχύλο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Πιο ύστερα είπε:

— Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι γιατί βρίσκονται σ’ αιώνια διαμάχη με την Ανάγκη. Όταν δεν μπορεί κανείς να είν’ ευτυχισμένος όπως το φαντάζεται, δεν του μένει άλλο παρά ν’ αγαπήσει την οδύνη του. Αυτό μονάχα δίνει την ανάπαυση, και η ανάπαυση είναι η ομορφιά σ’ αυτό τον κόσμο. Αλλά η ομορφιά είναι η αιτία και ο σκοπός του Σύμπαντος.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα το προμεσήμερο εξακολουθήσαμε τη μετάφρασή μας απ’ τον Οθέλο. Η Αυτοκράτειρα απάγγειλε το τραγούδι της Δεσδεμόνας για την ιτιά μ’ έκσταση περίλυπη και με μιαν έξαρση που τη συνάρπαζε την ίδια όπως μιαν κλωνόγερτην ιτιά ο άνεμος του πόνου· κι έπειτα έξαφνα, με λεπτήν ειρωνεία σουρώνοντας τα χείλη, πρόσθεσε:

— Και όμως υπάρχει και κάτι άλλο στον κόσμο έξω απ’ τη ζήλια και τον ηρωισμό υπάρχουν οι ιτιές.

Έπειτα είπε:

— Δεν ξέρουν, λέει, γιατί οι γυναίκες δείχνονται άπιστες στους άντρες τους· η απάντησις είναι πολύ εύκολη: γιατ’ είναι υποχρεωμένες να τους είναι πιστές. Αυτή η απαίτησις προκαλεί την απιστία, επειδή περνάει για νόμος. Και ποιος ξέρει, αν ο σύζυγος που μας ήτονε γραφτό να πάρομε είν’ αληθινά ο εκλεκτός, εκείνος που τονέ φύλαγαν τ’ άστρα για μας; Τα περισσότερα κορίτσια παντρεύονται μόνο και μόνο απ’ τον πόθο να είν’ ελεύθερα. Και το κάτω κάτω της γραφής, ο έρως έχει και φτερά για να παίρνει το φύσημά του.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μιλούσαμε για την τραγικότητα στο σύγχρονο θέατρο. Η Αυτοκράτειρα είπε:

— Νομίζω πως οι τραγικές συγκρούσεις ενεργούν επάνω μας όχι μόνο με τον εαυτό τους, αλλά με κάτι τι σπάνιο που πάντα στη ζωή μας το περιμένομε και που τότε νομίζομε πως μας πλησιάζει. Η αλήθεια είναι, ότι βρισκόμαστε πάντα γελασμένοι, επειδή συνήθως στο θέατρο βάζουν μπρος στα μάτια μας τα πιο κοινά ανθρώπινα πάθη. Εμείς όμως τ’ αναγνωρίζομε για κάτι τι άλλο παρ’ ό,τι δείχνουνε να ‘ναι. Κι όταν συγκινούμαστε, δε συγκινούμαστε από τη θεατρική τραγικότητα, αλλ’ από εκείνους τους πιο βαθιούς ήχους που έχουν ξυπνήσει μες την ψυχή μας.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα Της διάβασα τα λυρικά ποιήματα του Ίψεν, και μεταξύ αυτών μερικά κομμάτια απ’ τον «Πέερ Γκύντ»· αυτά τα τελευταία τα ηύρε υπέροχα. Ως την ημέρα εκείνη δεν είχε ακούσει τίποτα του Ίψεν· βέβαια δε φανταζότανε το μεγαλείο και τη σημασία του. Της είχανε πει στην Αυλή για τα δράματά του ότι είναι κάτι παράξενες σαχλαμάρες που δυστυχώς δεν έπαυσαν ακόμη (!) να παίζονται. Και όμως όλος αυτός ο κόσμος της ομορφιάς βρισκότανε μέσα της, προτού ακόμη να δημιουργηθούν τα ποιήματα. Όλα σαν από μέσα της έβγαιναν κι έρχονταν πάλι πίσω σ’ αυτήν. Έχει ονειρευτεί όλα τα όνειρα, προτού να γίνουν όνειρα, και τα ζει μες την ύπαρξή της, ενώ ο ποιητής μονάχα τα ονειρεύεται. Γι’ αυτό και ευχαριστιέται με την Οδύσσεια, με το Σαίξπηρ και με τα ξέθωρα τραγούδια του Χάϊνε, επειδή μπορεί να ζήσει και χωρίς αυτά όπως και χωρίς τα καλύτερα σύγχρονα δημιουργήματα του ανθρωπίνου πνεύματος.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα την ώρα του μαθήματος η Αυτοκράτειρα μου είπε:

— Πρέπει να 'χετε το νου σας απ’ τις ραδιουργίες της Αυλής. Είσθε ακόμη αμάθητος σ’ αυτά τα πράγματα και δεν ξέρετε πού στήνουν τις παγίδες. Σας συμβουλεύω να είσθε πολύ προσεκτικός με τις επισκέψεις σας προς τους αυλικούς —εννοείτε ποιους θέλω να πω. Αυτοί οι άνθρωποι τρων κάθε μέρα πέρδικες και φασιανούς, αλλά μιαν ώρα να μένανε χωρίς κακολογία, θα πέθαιναν.

— Είχα την ιδέα ότι όχι μόνον ο βαρώνος Νόπτσα και η κόμησσα Φέστετιτς, αλλά και όλο το προσωπικό της Αυλής είναι τόσο αφοσιωμένο στη Μεγαλειότητά Σας, ώστε να μπορώ να σαλεύω εδώ μέσα μ’ όλη την ασφάλεια.

— Ω και βέβαια! τι λόγος! Είναι όλοι τους πολύ αφοσιωμένοι στην Αυτοκράτειρα. Ίσως πρέπει και να ευχαριστώ το Θεό ότι είμαι Αυτοκράτειρα —γιατί αλλιώς θα την είχα άσχημα. Αγαπούν την Αυτοκράτειρα προπάντων, επειδή για το μεγάλο της χατίρι δέχονται κι αυτοί οι ίδιοι να κάνουν τον καμπόσο.

— Δεν πιστεύετε, Μεγαλειοτάτη, ότι υπάρχουνε δυνάμεις μαγικές που έχουν το θρόνο τους μέσα στο νου και στην ομορφιά της ψυχής; Ποτέ δεν μπορώ να φαντασθώ, ότι ένα πλάσμα οποιοδήποτε, που θα είχε την τύχη να βρίσκεται κοντά στη Μεγαλειότητά Σας, θα κατόρθωνε να ξεφύγει αυτή τη γοητεία. Θέλω να πω μ’ αυτό, βιάσθηκα να προσθέσω, ότι όσοι είναι γύρω στη Μεγαλειότητά Σας πρέπει να 'χουνε χάσει κάθε δική τους θέληση και να ζούνε μονάχα στη δική Σας.

— Θέλετε τώρα να με κάνετε δεύτερη Κίρκη; πολύ θα το ‘θελα να ήμουν επειδή τότε θα μεταμόρφωνα αρκετούς, όπως την έπαθαν οι σύντροφοι του Οδυσσέως. Αλλά ο εγωισμός είναι πιο δυνατός από κάθε μαγεία. Είσθε ακόμη πολύ νέος και δεν ξέρετε τον κόσμο. Κάθε χαιρετισμός έχει το σκοπό του, κάθε χαμόγελο θέλει να πληρωθεί. Αν δεν είχαν όλοι την ιδέα πως αυτό ούτε ρώτημα δε θέλει, να είσθε βέβαιος πως δε θα ‘μπαιναν και σε τόσα έξοδα.

—Θυμάται η Μεγαλειότης Σας στο πάρκο του Λάϊντς, όταν οι κάπροι ήρθαν αγριεμένοι κατεπάνω μας, τόσο που για να φύγουν αναγκάσθηκα να τους φοβίσω με μια ροκάνα που ‘χε φέρει η Μεγαλειότης Σας μαζί; Την ώρα εκείνη όλο έβαζα με το νου μου, τι θα ‘κανα, αν οι κάπροι δε δείχνονταν τόσο φοβητσιάρηδες παρά χυμούσαν επάνω μας και βαθιά μέσα μου λαχταρούσα να γινόταν έτσι για ν’ αποδείξω στη Μεγαλειότητά Σας τον ηρωισμό και την αυταπάρνησή μου. Η Μεγαλειότης Σας θα μπορούσε τότε να βρει τουλάχιστο μιαν εξαίρεση απ’ τον κανόνα Της.

— Ω καθίστε ήσυχα! Δε θα μας επιτίθονταν —επειδή είχαν καλύτερη δουλειά να κάνουν: έτρωγαν τρούφες!— για το καλό ολωνών μας!

Και σ’ αυτή τη φράση επάνω σκόρπισε ένα φωτεινό χαμόγελο, που σε λιγάκι πέταξε αλαφρόφτερο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Χωρίς να το θέλω η φωνή μου μαζί Της έχει πάρει έναν τόνο κατάλληλο μόνο για τ’ αυτί της. Πάντα ένα βήμα πίσω της βαδίζω κι αφήνω την αδιάκοπη συνέχεια της ομιλίας μου να φθάνει ομοιόμορφα στην ακοή της σε απαλά κι ανάρια κύματα.

Σήμερα μου είπε γι’ αυτό:

— Καταλάβατε πολύ καλά, ότι δεν πρέπει με τη φωνή του κανείς να στραγγαλίζει τις ιδέες του, ούτε να τρομάζει τις σκέψεις των άλλων.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν, 21 Δεκεμβρίου.

Σήμερα μιλούσαμε για τα ταξίδια Της στην Αίγυπτο.

— Είναι περίεργο, στο Κάϊρο μου φαίνεται σα να ‘μαι σπίτι μου, είπεν· ακόμη και μες τη μεγάλη οχλοβοή και το σπρωξίδι των γαϊδουριάρηδων και των βαστάζων αισθάνομαι λιγότερη στενοχώρια παρά σ’ ένα χορό της Αυλής και σχεδόν την ίδια ευτυχία όπως μέσα σ’ ένα δάσος. Ω, πρέπει να ξεχωρίζει κανείς την εσωτερική καλλιέργεια, την αρχαία και βαθιάν ανάπτυξη, από τον πολιτισμό. Η ανάπτυξις αυτή βρίσκεται και μέσα στην έρημο της Αραβίας, στις χώρες του Νοτιά και στην Ανατολή προ πάντων, όπου ο πολιτισμός δεν έχει ακόμη κάμει τόση θραύση, στους μοναχικούς κάμπους και στις θάλασσες τις ανοιχτές. Ο πολιτισμός θέλει να πνίξει τη φυσικήν ανάπτυξη. Και η φωλιά αυτού του Δράκου είναι η Δύση. Είναι ένα παραστράτημα ο πολιτισμός, μια διαστροφή των φυσικών σκοπών της καλλιέργειας. Πολιτισμός είναι τα τράμβαϋ —ανάπτυξις τα δάση τα ωραία και ελεύθερα. Πολιτισμός είναι η εμβρίθεια— ανάπτυξις οι ιδέες. Ο πολιτισμός απαιτεί για τον εαυτό του κάθε ανθρώπινο πλάσμα και μας βάζει όλους σ’ ένα κλουβί. Την ανάπτυξη και καλλιέργεια κάθε άνθρωπος την έχει μέσα του, κληρονομιά απ’ όλες τις πρωτυτερινές υπάρξεις, και τη ρουφά μέσα του με κάθε αναπνοή: σ’ αυτό βρίσκεται η μεγάλη ενότης. Και υπάρχουν διάφορα σκαλοπάτια πολιτισμού και αναπτύξεως που ξεκινούν από αντίθετες διευθύνσεις και συναπαντιούνται· εκεί ξεσπά ο βουβός θρήνος της ζωής! Οι φτωχοί και άθλιοι άνθρωποι είναι τα θύματα: τους πήραν την καλλιέργεια και γι’ αντίδωρο τους δείχνουν τον πολιτισμό από μακριά, σχεδόν άφθαστο για τον αλυσοδεμένο πόθο τους... Στο Παρίσι μού είναι πολύ ευχάριστο να γυρίζω στους δρόμους, επειδή το άτομο σβήνει μέσα στο πλήθος· έτσι κι ο πολιτισμός εκείνος πλησιάζει κάπως στην καλλιέργεια.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μου έλεγεν ακόμη:

— Όταν καμμιά Κυρία της Τιμής είναι μαζί μου, είμαι εντελώς αλλιώτικη. Χθες θα το παρατηρήσατε αυτό. Πρέπει πάντα κάτι να λέω στις κόμισες, για να μπορούνε ν’ απαντούν, επειδή αυτή δα είναι η δουλειά τους. Η μεγαλύτερη τρομάρα των βασιλέων είναι, ότι πρέπει πάντα κάτι να ρωτούν. Όσο για μένα έχω μεγάλη προμήθεια ερωτήσεις στους αχερώνες μου, γιατί σπανίως μου τυχαίνει να μοιράζω στο κοινό. Όταν μου μιλείτ’ εσείς, συχνά δεν απαντώ παρά μόνο μέσα μου ή σας μιλώ, αλλ’ απαντώντας σε μιαν ερώτηση που την είχα εγώ κάνει του εαυτού μου, επειδή εσείς δεν είσθε Κυρία της Τιμής: αυτό είναι το καλό με σας! Όταν είσθε κοντά μου μαζί με την Κόμησσα, τότε το πράγμα καταντά πολύ ενδιαφέρον: τότε είμαι υποχρεωμένη να κάνω βόλτες όπως ανάμεσα δυο ανέμων, κι ο καθένας σας με νιώθει διαφορετική προς το άτομό του και ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Από τις 22 ως τις 30 Δεκεμβρίου.

Σήμερα μου είπε ενόσω Τη χτενίζανε:

— Να με συμπαθάτε, σήμερα είμαι αφηρημένη· πρέπει να ξοδεύω όλη μου την εξυπνάδα στα μαλλιά μου, επειδή εκείνη (η χτενίστρια) έστειλε να με φοβερίσει πως είναι άρρωστη κι αυτή εδώ η κόρη (μια καμαριέρα) δεν είναι μυημένη σ’ όλα τα μυστήρια. Ακόμη ένα δυο τέτοιες εγχειρήσεις της κεφαλής σαν τη σημερινή και είμαι πτώμα: αυτό το ξέρει εκείνη η άλλη και περιμένει να της παραδοθεί το φρούριο άνευ όρων. Είμαι η σκλάβα των μαλλιών μου, καμμιά μέρα όμως θα ελευθερωθώ! Αφήνω τα πράματα να έρθουν όπως θέλουν. Δεν πρέπει να εναντιώνεται κανείς στο ριζικό του· αλλιώς πέφτει επάνω μας πρωτύτερα και ακόμη πιο τρομαχτικά.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν.

Ενώ πηγαίναμε περίπατο σήμερα και λέγαμε για της ομορφιάς το αίσθημα στους ανθρώπους, η Αυτοκράτειρα είπε:

— Δεν πρέπει να νομίζει κανείς, ότι οι λεγόμενες ωραίες και ευγενείς ψυχές είναι πολύ σπάνιες, προ πάντων στη Γερμανία! Ωιμένα, ωιμένα! —γιατί δεν υπάρχει τίποτα γελοιωδέστερο από τους ανθρώπινους ενθουσιασμούς. Οι παντοτινά ενθουσιασμένοι είναι μ’ όλο τους το δίκιο οι πιο ανυπόφοροι άνθρωποι.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν.

Μιλούσαμε για τη ζωή και για τα Συστήματα της κοσμογονίας κι έξαφνα άρχισε με μια φωνή σα ρευστήν ειρωνεία ν’ απαγγέλλει απ’ το Χάινε:

Zu fragmentarisch ist Welt und Leben!

Ich will mich zum deutschen Professor begeben.

Der weiß das Leben zusammenzusetzen,

Und er macht ein verständlich System daraus;

mit seinen Nachtmützen und Schlafrockfetzen

Stopft er die Lücken des Weltenbaus.[3]

~~~~~~~ ~~~~~~~

Διηγήθηκα στην Αυτοκράτειρα, ότι είδα στο Ίνσμπρουκ την αδελφή της τη δούκισσα του Αλανσόν[4] κι ότι συχνά έπαιρνα στρατί στρατί το μονοπάτι σαν προσκυνητής για το Μέντελμπεργ, μήπως τύχαινε να τηνέ δω πουθενά στα περίγυρα του πύργου.

— Είδατε και το σκύλο της; με ρώτησε η Αυτοκράτειρα. Τον έχει σε μεγάλη υπόληψη. Ποιος σας μάγεψε από τους δυο το περισσότερο;

— Μεγαλειοτάτη!...

— Δε θα σας το συγχωρούσε ποτέ, αν δε θαυμάζατε… το σκύλο της!

24 Δεκεμβρίου.

Για την επέτειο των γενεθλίων Της, που ήτονε σήμερα, πρόσφερα στην Αυτοκράτειρα λίγους μενεξέδες και μια δακρυοδόχη αρχαία που την είχα πάντα μαζί μου απ’ την ΑΘήνα. Συγκατέβηκε με πολλήν καλοσύνη να δεχθεί αυτά «τα δώρα της λύπης και των δακρύων», καθώς είπε. Κι εγώ πρόσθεσα:

— Είθε η Μεγαλειότης Σας μέσα σ’ αυτή τη δακρυοδόχη μόνο χαράς δάκρυα να φυλάει.

— Τότε θα μείνει για πάντα αδειανή, αποκρίθηκε· και για τ’ άλλα είναι πολύ μικρή.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα είπε:

—Όταν ζω και σαλεύω ανάμεσα στους ανθρώπους, δε μεταχειρίζομαι σε τούτο παρά μόνο το μέρος του είναι μου που ‘χομε όλοι κοινό· κι απορούν που με βρίσκουν τόσο ίδια μαζί τους, επειδή τους αρωτώ, τι καιρό θε να ‘χομε ή πόσο κοστίζουν τα τσουρέκια. Εγώ δε χάνω τίποτε μ’ αυτό. Είναι σαν ένα παλιό φόρεμα που από καιρό σε καιρό το βγάζει κανείς απ’ το ντουλάπι του και το φορεί για μια μέρα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μου είπε:

— Η ψυχή του λαού είναι σα μια γενική αποθήκη του ασυναίσθητου που βρίσκεται σε κάθε άτομο: ό,τι ο καθένας αγνοεί απ’ τον εαυτό του, τα πλήθη το ξέρουν. Όταν τα δέντρα ανθίζουν και δίνουν καρπό, γίνεται σύμφωνα με τους ίδιους υπέρτατους νόμους που και οι λαοί ζουν και μεγαλώνουν.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν.

Το γόνατο Τής πονούσε σήμερα τρομερά· υποφέρει πολύ από ισχιαλγία αυτόν το χειμώνα, καθώς μου είπε. Για τούτο έπρεπε κάθε τόσο να τρίβει το πονεμένο γόνατο με χιόνι για να ξαλαφρωθεί και το ‘κανε μονάχη της, έξω στον αέρα, και με παρακαλούσε τότε να της βαστάξω την ομπρέλα της και ν’ αποτραβηχτώ λίγα βήματα. Και κάθε φορά ξαναγύριζε κατακόκκινη απ’ τον κόπο και απ’ τον πόνο. Η θέα αυτής της αυτοκρατόρισσας της ψυχής που ο χυδαίος σωματικός πόνος τολμούσε να τη βασανίζει έτσι μ’ έκανε να τρέμω από αγανάκτηση...

~~~~~~~ ~~~~~~~

— «Souvent femme varie, bien fol est qui s'y fie!»: αυτό είναι το ρητό μου, μου είπε σήμερα η Αυτοκράτειρα την ώρα του χτενίσματος ειδοποιώντας με, ότι σήμερα δε θα βγαίναμε με τ’ αμάξι στη μια τ’ απομεσήμερο, αλλ’ από τις ένδεκα κιόλας. Κι ο Αυτοκράτωρ σήμερα μόλις το ‘μαθε αυτό το αξίωμά μου, πρόσθεσε, κι απόρησε με την τόσην ειλικρίνειά μου· δηλαδή εκ πείρας θα το γνώριζε προ πολλού, αλλά σήμερα για πρώτη φορά το είδε και γραμμένο.

— Τι ιδέα έχετε, Μεγαλειοτάτη, γι’ αυτό το άλλο λόγιο: «mon coeur ne t'y fie!»;

— Γιατί; δεν έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας; Εγώ δεν αφήνω να μ’ επηρεάζει το παραμικρό. Εμένα στο ρητό μου βρίσκεται όλη μου η φιλοσοφία. Η αλλαγή είναι το θέλγητρο της ζωής. Είναι όπως και στη θάλασσα.

Αυτά είπε αλλά οι σκέψεις της χωρίς να είναι ντυμένες με λέξεις μιλούσαν ακόμη παραπέρα σε μίαν εσωτερική ακουστική· τουλάχιστο στην ψυχή μου μέσα γεννήθηκε μιαν ηχώ που ‘λεγε: «Και η ζωή είναι μια θάλασσα· στα κύματα των όσων γεννιούνται και σβήνουνε βρίσκεται η αιωνιότης και στα βύθη των μυστηρίων της ζωής φεγγοβολούν οι θησαυροί της» Έπειτα στο νου μου μέσα ανάβρυσε μιαν άλλη της φράση: «Αφού όλη αυτή η ύπαρξις είναι προσωρινή, τι τηνέ θέλομε τη σταθερότητα; Πρέπει να πολεμούμε τα όμοια με τα όμοια, όπως λένε στην Ομοιοπαθητική. Έτσι θα νικήσομε κι αυτή την αρρώστια. Γιατί η ζωή μας δεν έχει παρά ένα σκοπό μονάχα: να τη νικήσομε στην τωρινή της μορφή σαν και μιαν αρρώστια. Κι όταν θέλει κανείς να τη νικήσει, δεν πρέπει να φοβάται τίποτα, πρέπει όλα να τ’ απαντέχει και να είναι αδιάφορος σε όλα· τότε μόνον γίνεται ώριμος για τη μετεμψύχωση».

~~~~~~~ ~~~~~~~

Το προμεσήμερο προτού να βγούμε με τ’ αμάξι με κάλεσε άλλη μια φορά στο σαλόνι. Στην ανοιχτή θύρα μεταξύ απ’ το σαλόνι και το καλλυντήριό Της ήταν τοποθετημένα διάφορα σχοινιά, όργανα γυμναστικής και κρεμαστήρες.

Την ηύρα ίσα ίσα τη στιγμή που γυμναζότανε στους κρίκους. Φορούσε ένα φόρεμα μαύρο μεταξωτό με μακριάν ουρά, στολισμένο στα κράσπεδα με θαυμάσια φτερά στρουθοκαμήλου, μαύρα κι αυτά. Ποτέ μου δεν την είχα δει στολισμένη με τόσην επισημότητα. Κρεμασμένη απ’ τα σχοινιά έκανε μια φανταστικήν εντύπωση σαν ένα πλάσμα ανάμεσα πουλιού και ερπετού. Για ν’ ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα έπρεπε να πηδήσει ένα σχοινί τεντωμένο αρκετά ψηλά.

— Το σχοινί αυτό, μου είπε, το 'χω εδώ για να μην ξεμάθω το πήδημα. Ο πατέρας μου ήτον ένας μεγάλος κυνηγός ενώπιον τον Κυρίου και ήθελε να μας μάθει να πηδούμε σαν τα ζαρκάδια.

Έπειτα με παρακάλεσε να εξακολουθήσω την ανάγνωση απ’ την Οδύσσεια. Σήμερα ήθελε να βγει έξω αργότερα απ’ τις άλλες μέρες, επειδή είχε να δεχθεί μερικές αρχιδούκισσες, κι αυτός ήτον ο λόγος, καθώς μου είπε, που αναγκάσθηκε για εξαίρεση να φορέσει αυτή την επίσημη τουαλέτα.

— Αν ήξεραν οι αρχιδούκισσες, πρόσθεσε, ότι έκαμα γυμναστική με το ίδιο φόρεμα που θα τις δεχθώ, θα 'μεναν κόκκαλο. Αλλά το ‘καμα έτσι en passant· συνήθως γυμνάζομαι πρωί πρωί ή αργά το βράδυ. Ξέρω εγώ τι χρεωστά κανείς στο βασιλικό αίμα…

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν, 10 Ιανουαρίου.

Μιλούσαμε για το θέατρο και ξέχωρα για την τελευταία παράσταση του «Χάμλετ» στο Μπουργκτεάτερ που είχα πάει κι εγώ σ’ αυτή.

— Μου φαίνεται, Μεγαλειοτάτη, πως ο Χάμλετ καλά θα ‘κανε να φίλευε πρώτα πρώτα τον εαυτό του με την ωραία διδαχή που ‘καμε στους θεατρίνους.

— Πάει να πει πως δε μείνατε ευχαριστημένος!

Κι αμέσως άρχισε ν’ απαγγέλλει απ’ όξω:

— «Ω, αισθάνομαι να μου σουβλίζουν την ψυχή, όταν ακούω ένα χοντράνθρωπο μπερρουκωμένο να ξεσκίζει ένα πάθος σε κομμάτια, να το κάνει κουρέλια... Μωρ’ αυτό ξαπερνάει τον Ηρώδη στην ηρωδία...».[5]

— Ναι, αυτό είναι, Μεγαλειοτάτη. Φαντάζομαι ότι έτσι θα τα ΄λεγε κι ο ίδιος ο Σαίξπηρ, αν έβλεπε αυτό το παίξιμο.

— Εγώ όμως δε θα είχα καμιάν όρεξη, είπε, να τον ιδώ να τον παρασταίνουν. Καλύτερα τον παίζω μονάχη μου στον εαυτό μου, υποθέτω. Εξ άλλου, όταν είμαστε μόνοι με τον ποιητή, αναγκάζεται η ο ποιητής να μας κάμει το θεατρίνο ή εμείς οι ίδιοι να παίζομε τον ποιητή. Στην πρώτη περίπτωση δεν μπορούμε να παραπονεθούμε — στην άλλη, φυσικά, δε θέλομε.

— Κι εκείνη η Οφηλία, Μεγαλειοτάτη, τι γλυκό πλάσμα! — στο δράμα, θέλω να πω, όχι χθες στη σκηνή της Μπουργ.

— Δεν παρατηρήσατε, ότι στα έργα του Σαίξπηρ οι τρελοί είναι οι μόνοι γνωστικοί; Και στη ζωή όμως δεν ξέρει κανείς πού βρίσκεται η λογική και πού η τρέλα, όπως δεν ξέρει και αν η πραγματικότης είναι το όνειρο ή τ’ όνειρο η αλήθεια. Εγώ όμως πάω να παραδεχθώ για γνωστικούς μόνο εκείνους που ο κόσμος τους λέει τρελούς. Η καθαυτό γνώση περνάει τις περισσότερες φορές για επικίνδυνη λόξα.

Την άλλη στιγμή ήρθε η ομιλία για τις θεατρικές παραστάσεις που βάζει ο Σαίξπηρ μέσα στα έργα του.

— Αυτό είναι πολύ βαθύ, είπε η Αυτοκράτειρα. Ο Σαίξπηρ ήθελε με τούτο να δείξει ότι όλη μας η ζωή δεν είναι παρά ένα θέατρο. Δεν παύομε να παίζομε τους εαυτούς μας. Η παράστασις επάνω στη σκηνή είναι το θέατρο του θεάτρου που παίζομ’ εμείς. Και όταν επάνω στη σκηνή παρουσιάζεται μια δεύτερη σκηνή, τότε είναι η σκηνή στην τρίτη γενεά: αυτή μας κάνει τρεις φορές περισσότερην εντύπωση από το καθημερινό παίξιμο της ζωής μας. Μέσα σ’ αυτά τα πάθη, που μας τα δείχνουν έτσι σε κάποιαν ψυχικήν απόσταση και που στ’ αλήθεια δεν είναι παρά φωνές και παντομίμες, για πρώτη φορά μαντεύομε τις αληθινές περιπέτειες της ψυχής μας. Όσο πιο μακριά φεύγομε από τον εαυτό μας, τόσο πιο βαθιά βλέπομε μέσα μας. Σα μέσα σ’ έναν καθρέφτη τότε αγναντεύομε τις τύχες μας.

~~~~~~~ ~~~~~~~

20 Ιανουαρίου

Η θωριά της Αυτοκρατείρας, όταν τη χτενίζανε σήμερα, μ’ έκαμε να συλλογισθώ έξαφνα την Ελίζαμπετ Σίδδαλ, «the beloved» — την «αγαπημένη» εκείνη του Ροσσέτη και την αλησμόνητη. Η κόμη της, που συνήθως βαριά και μουντόλαμπη ίδια ένα στεφάνι νυχτερινής μελαγχολίας αναπαύεται στο μέτωπό της, σκόρπισε σήμερα το πρωί, καθώς την έλυνε, μιαν πορφυρή φεγγοβολιά δόξας και αγιοσύνης κι έπειτα περιχύθηκε στην κρινένια της ύπαρξη ωσάν κάποιος ίσκιος πηχτός και καμωμένος σώμα που μέσα του έπνιγε μια λάμψη. Για μια στιγμή ανασήκωσ’ ένα κύμα των μαλλιών της στο ένα χέρι, κρατώντας στ’ άλλο έναν ασημένιο καθρέφτη του χεριού που πάνω του κοιτούσε πέρα στα μακρινά, ως να καθρεφτιζότανε στο κενό σ’ έναν άλλον αόρατο καθρέφτη όπου ξάνοιγε τις τύχες της. Έτσι ήτον αληθινά η ζωγραφιά του Ροσσέτη «Τ’ όμορφο χέρι» (La bella mano), κι εκείνη τη στιγμή ήρθανε στο νου μου οι στίχοι που κι αυτούς ο ίδιος τους έγραψε, σα γι’ αυτήνα μονάχα:

La bella donna

Piangendo disse:

Com me son fisse

Le stelle in cielο!

Quel fiato anelo

Dello stanco sole.

Quando mi assonna!

Ε la luna, macchiata

Come uno specchio

Logoro e vecchio —

Faccia affanata,

Che cosa vuole?

Che le spalle sien franche

Ε le braccia bianche

~~~~~~~ ~~~~~~~

Che cosa al mondo

Posso piu far di questi!

Και τώρα ξέρω, ότι είναι στ’ αλήθεια η ίδια η Ελίζαμπετ Σίδδαλ, η ίδια υπερκόσμια μορφή που λιγότερο από άνθρωπο έχει επάνω της παρ’ από κυπαρίσσι —τα χείλη τα καμπυλωμένα σαν τόξα που σβήνουνε σε βαθιούς μυχούς πίκρας και καημού, πορφυρά όσο είν’ το αίμα του ροϊδιού— τα μάτια με τις διαπεραστικές αχτίνες που σκορπίζουν έναν αχνό ρευστό από ζωικές δυνάμεις, έτσι που τα παίρνει κανείς για πλάσματα ξεχωριστά και ζωντανά με μια δική τους ζωή: άστρα, πουλιά ή άνθη — κι έπειτα εκείνη η σαν κουρασμένη και πονεμένη κυματωσιά των γραμμών του κορμιού!... Και τώρα μου έρχονται όλα εκείνα τα δικά της ονόματα κι αυτά στη μνήμη: The blessed Damozel, Proserpina, Sybilla, Sancta Lilias, Aneilla Domini, Beatrice, Beata Beatrix, Lady Lilith, Rosa triplex και La bella mono: κοίταξα το χέρι της κι αμέσως αναγνώρισα της ζωγραφιάς το χέρι!

Όλ’ αυτά τα ονόματα, γλυκά σα μουσική ακουσμένη μέσα σ’ όνειρο, είναι γονατισμένα σ’ αιώνια λατρεία μπροστά σε μιαν εικόνα, μιαν και μόνην και την ίδια πάντα και τη θυμιατίζουνε με τα μύρα που ‘ναι η ουσία τους. Αυτή η ίδια η εικόνα, η τόσο πολύμορφη και τόσο μοναδική, δεν είναι παρά κάποιο σύννεφο από τις ευωδιές που αστέρευτες αναβρύζουν από ένα κροντηροπότηρο κι αυτό μοναδικό. Και το μονάκριβο αυτό ποτήρι είναι η Ελίζαμπετ Σίδδαλ. Και η Ελίζαμπετ Σίδδαλ τηνέ μάντεψε την πορφυρόβλαστην Ελίζαμπετ του Βίττελσμπαχ, αλλ’ ο Ροσσέτης τη δημιούργησε από μέσ’ από τον πόθο του, καθώς ζωγράφιζε την άλλη. Αυτές είναι οι μετεμψυχώσεις της Ωριοσύνης, τα πλάσματα του Πόθου του μαντευτή, ο μύθος του Πυγμαλίωνος, αλλ’ από μεγαλύτερο βγαλμένος βάθος, θαύμα ακόμα πιο υπέροχο. Και η πορφυρόβλαστη Ελιζαμπετζή κι αυτή μέσα σε μιαν έκσταση (under a trance) καθώς κι εκείνη που ήρθε στον κόσμο πιο μπροστά της και καθώς εκείνη η άλλη Ελίζαμπετ που τώρα ζει σ’ αυτήνα την ονειρεμένη της, έχει μέσα της κι αυτή το αίσθημα του θανάτου πιο δυνατό από το αίσθημα της ζωής. Και γι’ αυτό είναι η σιωπή ενσαρκωμένη κι είναι το μακρύ αναστέναγμα των κυπαρισσιών των ασάλευτων στις θύελλες της ψυχής, που οι μυστικοί τους ίσκιοι ανοίγουν ολόμαυρες φτερούγες πάνω απ’ το ποτάμι της ζωής... Να το ποτάμι της ζωής! Και δες που αφήνει κι Αυτή απ’ των μαλλιών της τα σκοτάδια να πέσουν απάνω του υάκινθοι και μενεξέδες ...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν 21 Ιανουαρίου.

Σήμερα στον περίπατο μιλήσαμε για το Δάντη Γαβριήλ Ροσσέτη και για τον Burne Jones.

— Είναι ψυχές από άλλους καιρούς, είπε, που ξανάρθανε στη γη να συνεχίσουν τα όνειρα των πρωτυτερινών ανθρώπων και να μαντέψουν τα όνειρα των υστερνών: τα 'συραν αυτά τα όνειρ’ από μέσ’ από το χάος που ήτανε σύννεφα και κολυμπούσαν, πιο πριν από την αιωνιότητα, περιμένοντας κάποιαν ψυχή να τ’ αγναντέψει για να ενσαρκωθούν. Κι αυτά ακόμη του πνεύματος τα όντα θέλουν να γεννηθούν πρώτα για να φθάσουνε στην τελειότητα του θανάτου τους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

1 Φεβρουαρίου.

— Για το όνομα του Θεού! —μου πέταξε σήμερα την ώρα του μαθήματος με χαμηλή φωνή μέσ’ απ’ τα κλεισμένα χείλη της, ενόσω η χτενίστρια τής έπλεκε τα μαλλιά. Μην την κοιτάζετε! Κάθε ματιά που της ρίχνετε, την αισθάνομ’ έπειτα εγώ στα μαλλιά μου. Αυτοί οι Έλληνες έχουν έναν παράδοξο μαγνητισμό στα μάτια τους! Θα παρακαλέσω το γιατρό μου, πρόσθεσε με φαιδρή ψευτοσοβαροσύνη, να σας γράψει μια συνταγή για ένα ζευγάρι πετσιά, από κείνα που τα βάζουν μπρος στα μάτια των αλόγων όταν είναι πολύ νέα: κι από αύριο θα πρέπει να τα φορείτε κάθε πρωί.

~~~~~~~ ~~~~~~~

— Ξέρετε ποιο έργο του Σαίξπηρ είναι το αγαπημένο μου; με ρώτησε ξαφνικά την άλλη στιγμή.

— Ο «Χάμλετ», Μεγαλειοτάτη;

— Όχι, το «Όνειρο μιας καλοκαιριάτικης νυχτιάς». Δεν είδατε στο Λάιντς εκείνη τη χαλκογραφία που ήτονε στο δωμάτιό σας: «Η Τιτάνια με το γαϊδουροκέφαλο»; Είναι το γαϊδουροκέφαλο του ιδανισμού μας που όλη μέρα και χωρίς τέλος το χαϊδεύομε. Είπα κι έβαλαν αυτό το κάδρο σ’ όλα μου τα παλάτια· δε χορταίνω να το βλέπω.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα με πήγε σ’ ένα μικρό καμαράκι που οι τοίχοι του ήταν, όνομα και πράμα, ντυμένοι με πορτραίτα αλόγων. Ήταν κάτι θαυμάσιες ζωγραφιές από ζώα θαυμάσια.

— Βλέπετε, μου είπε, όλους αυτούς τους φίλους τούς έχασα και δεν απόχτησα ούτ’ έναν καινούργιο να βάλω στη θέση τους. Πολλά απ’ αυτά τα αλόγατα σκοτωθήκανε για χάρη μου, που κανείς άνθρωπος ποτέ του δε θα το ’κανε· κάλλιο ήθελε με δολοφονήσουν.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν, 19 Φεβρουαρίου.

Σήμερα περάσαμε όλο τ’ απόγεμα ν’ ανεβοκατεβαίνομε εκείνες τις δυο δεντροστοιχίες που απ’ τα δυο μέρη τόσο ήρεμα υψώνονται προς το Γκλοριέτ. Ώρες σταχτιές και κουρασμένες. Σαν από στάχτη κι ο ουρανός. Τα δέντρα ανατρίχιαζαν. Τα πεσμένα φύλλα, φρόκαλα ξέχρωμα, ήτανε σωριασμένα κάτω απ’ τα δέντρα — μύριες σκέψεις μαραμένες και μύριες χαρές που είχανε σβήσει κι από κάτω κείτονταν όλες οι πεθαμένες ώρες σα μέσα σε τάφους. Τα λίγα φύλλα που κρέμονταν ακόμα στα κλαριά μού φανήκανε σαν από πόνο ζαρωμένα. Ο αέρας γερασμένος, βαρύς από μια νάρκη ωσάν του νερού που κοιμάται. Έτσι περπατώντας όλο σ’ αυτές τις ίδιες και τόσο θλιβερές δεντροστοιχίες, αμίλητοι, πάντα από το ένα μέρος ανεβαίναμε και κατεβαίναμε από τ’ άλλο κλείνοντας μέσα σ’ έναν κύκλο το σύμβολο του Γκλοριέτ. Η Αυτοκράτειρα σήμερα ήτον ξέχωρα σιωπηλή κι απ’ τις κινήσεις της έλειπεν η μεγαλόπρεπη εκείνη γαλήνη και η παγκαλόμορφη απαλοσύνη των γραμμών, που της είναι συνήθεια και που ψυχή στον κόσμο δεν τις μοιράζεται μαζί της· κάθε τόσο το αίμα της ανέβαινε στα μηλίγγια και αμέσως πάλι το πρόσωπό της έσβηνε όπως χλωμαίνουν κάποιοι ουρανοί κοντά σε κάποιες δύσεις. Ένιωθα πως μιαν ατμόσφαιρα ξένη κι εχθρική στην ενδόμυχή της φύση την είχε περιζώσει.

—Σε τέτοιες ώρες αισθάνεται κανείς τη ζωή να βαραίνει περισσότερο, είπα, άμα φθάσαμε μια φορά ακόμη επάνω στο Γκλοριέτ, σα να ‘θελα ν’ αφήσω να ξεφωνίσει, ν’ απηχήσει ως πέρα η σιγή που είχα μέσα μου.

— Θέλετε να πείτε για τη ζωή που ζούμε σαν κοπάδια ζωύφια ανεπτυγμένα; αποκρίθηκε η Αυτοκράτειρα μ’ ανάλαφρην ειρωνεία στη φωνή. Δεν έμεινε να πει κανείς πια τίποτα καινούργιο γι’ αυτό το θέμα. Είναι τόσο μαύρη και ψεύτικη η ζωή, που στ’ αλήθεια δεν αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς να την εύρει υποφερτή.

Σώπασε για λίγο και μετά πρόσθεσε:

— Πολλές φορές μου φαίνεται πως είμαι κουκουλωμένη σε πυκνά πέπλα — για κάποια μασκαράτα που την αισθάνομαι μέσα μου: ντυμένη αυτοκρατόρισσα.

— Ναι, Μεγαλειοτάτη, παίρνομε τα τιποτένια φαινόμενα και τα εξωτερικά σημάδια της ζωής για την ίδια τη βαθιά Ζωή, ενώ δε είναι παρά οι βαστάζοι και οι δούλοι γύρω απ’ το κατάκλειστο φορείο μιας βασιλοπούλας: κάτι τι άθλιο και χυδαίο που βάναυσα χτυπιέται και σπρώχνεται μ’ αναίσχυντο αλαλητό γύρω απ’ την Ύπαρξη, χωρίζοντάς την από τους έξω, κρύβοντας πίσω απ’ άγριους ίσκιους και ψευτολόγες φωνές το πράγμα το εξαίσιο. Κι όλα αυτά, που στ’ αλήθεια μάς είναι ξένα, εμείς τ’ αλλάζομε με το ασύγκριτο, το ένα και μονάκριβο που μας ανήκει.

Η Αυτοκράτειρα αποκρίθηκε:

— Γι’ αυτό ίσα ίσα πρέπει το κατά δύναμη να προσπαθούμε να σώσομε μερικές σπάνιες στιγμές, για να μπορούμε σ’ αυτές, ο καθένας μας με τον τρόπο του, να βυθιζόμαστε στην ξεχωριστή μας τη ζωή. Εγώ ξαναβρίσκω τον εαυτό μου καινούργιον, άμα θα μπω σε μιαν ατμόσφαιρα που άλλος ακόμα δεν την έχει αναπνεύσει, που κανείς δεν την έχει χαλάσει. Όταν βρίσκομαι μονάχη μου σε κάποιο έρημο μέρος που ξέρω πως λίγοι το συχνάζουν, αισθάνομαι οι σχέσεις μου προς όλα γύρω να γίνονται αλλιώτικες παρ’ ό,τι είναι όταν κι άλλοι άνθρωποι βρίσκονται μπροστά· απ’ αυτή τη διαφορά μονάχα ξεχωρίζω την ύπαρξη του εγώ μου — στη θάλασσα, στους απλωτούς κάμπους, παντού όπου δεν υπάρχουνε γωνίτσες για να μαζευτούνε μέσα οι άνθρωποι σαν τη σκόνη. Η ζωή αναμεταξύ των ανθρώπων μάς κάνει όλους ένα μαύρο σωρό, όλους ομοιόμορφους σαν τα τούβλα, που το μόνο κοινό στοιχείο τους είναι η προστυχιά.

— Η αλήθεια είναι, ότι όσο ζουν οι άνθρωποι, τίποτα απ’ αυτά δεν αισθάνονται. Μόνο την ώρα που πεθαίνομε, ίσως, αρχίζομε να ζούμε αληθινά και βαθιά.

— Ω, καθόλου! είπε η Αυτοκράτειρα· και στη ζωή μέσα έτσι ζούμε, μόνο που δεν τη βλέπομε τη ζωή μας· ο θάνατος κάνει και πέφτουν τα λέπια από τα μάτια μας. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που και ζωντανοί ακόμα βρίσκονται πιο σιμά στο θάνατο παρά στη ζωή. Το συνηθέστερο δεν έχομε καιρό να πλησιάσομε στον ίδιο τον εαυτό μας απ’ την πολλή την ενασχόληση με τα ξένα πράματα· δεν προφθαίνομε να κοιτάξομε τον ουρανό που απαντέχει τα βλέμματά μας. Θυμάμαι ότι είδα μια φορά στο Ταΐλτς μια χωριάτισσα που μοίραζε τη σούπα στους εργάτες του κτήματος, μα το δικό της το πιάτο δεν πρόφθασε να το γεμίσει.

— Η ιδέα του θανάτου έπρεπε και μόνο με την παρουσία της να δίνει ομορφιά στην καθημερινή μας ύπαρξη. Όλα τα επίγεια πράγματα αποχτούν από τη σκέψη ότι είναι διαβατάρικα και ότι μέσα τους έχουν τη θανή τους μια βαθιάν εσωτερικήν αξία και τη σημασία κάποιων συμβόλων.

— Ναι, είπεν Εκείνη· η ιδέα του θανάτου μάς καθαρίζει και μας καλλιεργεί όπως ένας κηπουρός που, όσο βρίσκεται μέσα στο περιβόλι του, ξεριζώνει όλες τις τσουκνίδες. Αυτός ο περιβολάρης όμως θέλει να ‘ναι πάντα μονάχος του και χολιάζει, όταν οι περίεργοι διαβάτες κοιτάζουν πάνω απ’ το φράχτη μες τον κήπο του· γι’ αυτό κι εγώ κρύβω το πρόσωπό μου με την ομπρέλα και με το ριπίδι για να μπορεί να δουλεύει με την ησυχία του...

Έτσι απαλά και σιγαλά μιλώντας ή, σωστότερα, κρατώντας την ακοή μας προσεχτική στους μονόλογους των σκέψεών μας, κατεβαίναμε αργά τη δεντροστοιχία του Γκλοριέτ για να επιστρέψομε στο Παλάτι. Τότε πάλι σήκωσα τα μάτια μου προς εκείνην την ομπρέλα, προς το ριπίδι εκείνο —το ξακουσμένο μαύρο ριπίδι, την πασίγνωστη άσπρη ομπρέλα— πιστούς συντρόφους της εξωτερικής της υπάρξεως, που έχουν καταντήσει σχεδόν αχώριστα σημάδια της σωματένιας της μορφής. Στα χέρια της μέσα δεν είναι μονάχα ό,τι και για τις άλλες γυναίκες, μα πιότερο εμβλήματα και όπλα: λόγχη κι ασπίδα στην υπηρεσία του κρυμμένου της Εγώ. Άμα βρεθεί πολύ ψηλά στην κορυφή κανενός βουνού, περιχυμένη από βουερήν ερημιά και νάρκη ψυχολύτρα, μέσα στο μεγάλο τραγούδι του ήλιου, όταν η άσπρη φλομωμένη μεσημεριά κυλιέται στους συλλογισμένους βράχους κι ανασαίνει η λαύρα, τότε μονάχα κλείνει την ομπρέλα που πάντα κρύβει την κεφαλή της απ’ όλες τις μεριές και την προστατεύει από μάτια βέβηλα, τότε μονάχα απ’ τη χλωμάδα του προσώπου της σηκώνει το μαύρο το ριπίδι: μου το είπε καθαρά αυτό στο Λάιντς μια φορά. Θέλει με κάθε τρόπο να παραμερίσει από κοντά της την εξωτερική ζωή των ανθρώπων, να μην την αφήσει να βαρύνει επάνω της, να μην αναγκασθεί ν’ ακολουθήσει το «τροκάνι που έχουν για νόμο τα κοπάδια ζώα ανεπτυγμένα» θέλει να διαφεντέψει την εσωτερική της σιωπή από κάθε βεβήλωση· δε θέλει, να βγει από τους κρύφιους κήπους της άμετρης οδύνης που ‘χει μέσα της, τους κήπους εκείνους τους παραδείσιους, που μόνοι τους οι άνθρωποι εξορίσθηκαν απ’ αυτούς. Έτσι το λοιπόν κι Αυτή δίχως τελειωμό και παύση γέρνει επάνω στα αιώνια λουλούδια του πόνου που ξεσκούνε μες την καρδιά της κι αφηγκράζεται τους βαθιόλαλους ήχους της ζωντανής Ωριοσύνης που απ’ αυτούς τους κάλυκες αναβρύζουν και πάλι μέσα τους αναρρουφιούνται και υφαίνουν του κρύφιου είναι της την ψίχα.

— Τι είναι η χαρά, Μεγαλειοτάτη; ρώτησα εγώ, μόλις φθάσαμε σ’ εκείνον το μικρόν ηλιοχάδευτον ανθώνα που από τη δεξιά πτέρυγα του παλατιού του Σενμπρούν απλώνεται προς το μέρος του Χίτσιγκ.

Η Αυτοκράτειρα περπατούσε πολύ γρήγορα, επειδή το ρολόι του παλατιού που κοιτάζει με το μεγάλο του ολάνοιχτο μάτι τους κήπους (τόσο ανώφελα για τα φυτά!) έλεγε κιόλας κοντά τέσσερες τ’ απομεσήμερο.

— Ω η χαρά, είπε, πιότερο τρέχοντας παρά βαδίζοντας, η χαρά είναι ένα διαβατάρικο πράμα, ένα επεισόδιο, κάτι σαν παιγνίδι αχτιδόλαμπο που η σπιθοβολιά του μας κρύβει τη βαθιά νοσταλγία που ‘ναι για να ‘ρθει. Και πάντα έρχεται η μεγάλη αποθυμιά, η Sehnsucht, γιατί είναι ο καημός της Μοίρας, που όλο την περιμένομε, που σκοπός της ζωής μας είναι να τη φτάσομε: και είναι το πιο θλιβερό και γι’ αυτό το πιο εξαίσιο πράγμα στον κόσμο αυτή η νοσταλγία της Μοίρας. Όλα τα όμορφα πλάσματα περιμένουν τη μοίρα τους να ‘ρθει κι όταν δεν τα ξεγελά κανείς, είναι πάντα λυπημένα. Βλέπετε, τώρα πρέπει να το βάλω στα πόδια, γιατί είναι πολλή ώρα που λείπω απ’ τη ζωή μου τη χαρισάμενη: ο Σουηδός γιατρός με περιμένει για το massage που εγώ το λέω ζύμωμα — τόσο λίγο αυτοκρατορικά αισθάνομαι, ενόσω βαστά η εγχείρησις αυτή. Και λέγοντας έτσι ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Άμα βρέθηκα πάλι στο αμάξι, είπα στον εαυτό μου: «Πάλι γέλασε σήμερα! — στ’ αλήθεια δε θέλει κι ούτε μπορεί ποτέ της να γελάσει όσο αισθάνεται την αληθινή της ύπαρξη. Μα όταν η πραγματικότης την αγγίζει, τότε και με σχέση μόνο προς τα λεγόμενα ανθρώπινα πράγματα γελά· γιατί το γέλιο της σημαίνει πως έχει φύγει απ’ τον ενδόμυχο εαυτό της».

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν, 22 Φεβρουαρίου.

Σήμερα, καθώς γυρίζαμε απ’ τον περίπατο, είπα στην Αυτοκράτειρα:

— Δεν παύω ν’ απορώ πώς η στάση της Μεγαλειότητάς σας, έπειτα από τόσες ώρες περπάτημα, δε δείχνει την παραμικρότερη κούραση.

— Μα αφού ποτέ μου δεν κουράζομαι! αποκρίθηκε· κι αυτό το χρωστούμε εγώ κι οι αδερφές μου στον πατέρα μας. «Πρέπει να μαθαίνει κανείς και να περπατεί ακόμα», μας έλεγε πάντα και μας είχε έναν ξεχωριστό περίφημο δάσκαλο μόνο και μόνο για το περπάτημα. Αυτός ο δάσκαλος, πρόσθεσε με ασυνήθιστη φαιδρότητα στη φωνή, δεν έπαυε να μας κατηχεί: «Σε κάθε βήμα που κάνεις πρέπει να μπορείς να ξεκουράζεσαι απ’ το προηγούμενο κι όσο το δυνατό να μη σέρνεσαι στο χώμα!» Να τον άκουγε κανείς, ένα μόνο παράδειγμα έπρεπε να ‘χομε μπρος στα μάτια μας: τις πεταλούδες. Οι αδερφές μου, η Αλανσόν κι η Βασίλισσα της Νεαπόλεως, είναι ξακουστές στο Παρίσι για την περπατησιά τους. Αλλά εμείς όλες δεν περπατούμε καθώς ταιριάζει σε βασίλισσες. Οι Βουρβώνοι, που σχεδόν ποτέ τους δεν πατούσαν το πόδι τους στο χώμα, είχαν πάρει ένα άλλο είδος βάδισμα σα χήνες μεγαλοπρεπείς: αυτοί περπατούσανε σαν αληθινοί βασιλιάδες...

~~~~~~~ ~~~~~~~

25 Φεβρουαρίου ως 5 Μαρτίου.

Διαβάζομε τα έργα της Κάρμεν Σύλβας. Η Αυτοκράτειρα αγαπά πολύ την εστεμμένη ποιήτρια:

— Η νεανικότης της είναι αξιοθαύμαστη, είπε· είναι πάντα το Backfisch, το γερμανίδικο κοριτσούδι, μ’ όλο της το στέμμα το ανατολίτικο και τα χιονάτα της μαλλιά. Κι ο αισθηματικός της κόσμος απόμεινε ο ίδιος κοριτσίστικος, μ’ όλο που ‘γινε στο αναμεταξύ μητέρα δυστυχισμένη. Είναι πάντα έτσι γοργοκίνητη, εύκολη στο άναμμα και γρήγορα στερεμένη. Τα έργα της χάνουν έτσι, ένεκα που δεν έχει την υπομονή να σταματήσει μπρος στις ιδέες της και να τις αφήσει ν’ ανθίσουνε μέσα της: δείχνει σα να πεθαίνει για περιπέτειες ελπίζοντας πίσω απ’ αυτές να βρει το άφθαστο. Γι’ αυτό και ποτέ της δε φθάνει στη γαλήνη που είναι ο σκοπός ο μοναδικός. Πρέπει ν’ απαρνηθούμε το γενόμενο· μόνο αυτό που δεν έγινε ακόμα είναι το αιώνιο... Η Αυτοκράτειρα ηύρε αμίμητο «τον βόστρυχον της οργής» μιας ηρωίδος της Κάρμεν Σύλβας: ένα κατσαρό που σε κάθε έκρηξη θυμού σηκωνόταν ολόρθο στο μέτωπο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σενμπρούν.

Χιόνι παντού. Η λαγγεμένη μαύρη σιλουέτα πάνω στην έρημη άσπρη άπλα της χιονούρας, αργά κινάμενη σα χωρίς σκοπό φανερό, μόνο για να συγκεντρώνει ίσως μέσα στη μια ζωντανή και μελανή, την κάθετη και ισόλιανη γραμμή, όλη τη λευκή γαλήνη που κειτόταν ωριόθανη κι έτσι να τηνέ φέρνει σ’ επίγνωση του εαυτού της... Και να που η πάλλευκη αυτή αγνότης σαν της «ερμίνας» της βασιλικής ασπιλοσύνης ενσαρκώνεται τώρα αληθινά στη μαύρην αυτή φιδογραμμή του κορμιού Της και η ίδια κρυστάλλινη ατμόσφαιρα ζει μες την ψυχή της...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μετάφρασε στη δημοτική, όπως πάντα, με θαυμάσιαν έξαρση το Ε της Οδύσσειας (τον αποχαιρετισμό της Καλυψώς και την άφιξη στη Σχερία), καθώς της υπαγόρευα εγώ απ’ τα γερμανικά φράση με φράση.

— Τώρα τραγουδούμε το preludio του ταξιδιού μας στην Κέρκυρα, είπε. Αν δε μας είχε πει ο Χάινε ότι οι θεοί της Ελλάδος έχουν ξεθυμάνει και πως το πολύ πολύ μπορούν ακόμα να κοκκινίζουνε για όσα ακούν από μας, θα ‘πρεπε τώρα να ικετεύσομε το Δία και τον Ποσειδώνα να μας δώσουν καλοκαιρία και ούριον άνεμο για το ταξίδι μας. Εσείς, ως Έλληνας που είσθε, δε θα φοβάσθε βέβαια τη θάλασσα! — ή μήπως σας πιάνει η θάλασσα κιόλας; Αν είναι έτσι, δε θα καλοπεράσετε στα ταξίδια μου. Εγώ είμαι σαν το πουλί της φουρτούνας: λέω και κατεβάζουν κάθε τέντα και πανί, μόνο και μόνο για να μη χάνω τη θέα των αφρόψυχων κυμάτων και κάθε φορά που μια θάλασσα περνά πάνω απ’ το κατάστρωμα, μου ‘ρχεται να ξεφωνίσω από αγαλλίαση. Τα μπορείτε κι εσείς όλα αυτά;

— Ίσως, Μεγαλειοτάτη! — αν και μ’ ένα ταξίδι ως την Κέρκυρα, στον καιρό μας, δε βρίσκει κανείς συχνά ευκαιρία για τις τρομάρες του Οδυσσέως.

— Αυτό είναι κρίμα! Να κι ένα απ’ τα δυσάρεστα του πολιτισμού. Εγώ ταξίδεψα μια φορά στον ωκεανό μ’ έν’ αγγλικό γιοτ «Chazalie» που ήτον όσο μια μεγάλη βάρκα· δεν ήτον όμως παρά ένα μικρό μέρος του ωκεανού! Θα ήθελα τόσο πολύ να πέρναγα όλο τον ωκεανό μ’ αυτή τη βάρκα!

~~~~~~~ ~~~~~~~

Μιραμάρε, 6 Μαρτίου.

ΜΙΡΑΜΑΡΕ

Φθάσαμε σήμερα με την ιδιαίτερη αυτοκρατορική αμαξοστοιχία. Ήλιος μετά από βροχή που δεν ήτον ίσως παρά λιωμένο χιόνι. Ψηλά, στα οροπέδια του Καρστ, βρήκαμ’ ακόμα χιόνι στις άκρες των όχτων, σα σκούφιες επάνω στα ορθολίθια, και μες τα ξυλιασμένα κλαριά των ζαρωμένων δέντρων —ολόκληρους όγκους χιόνι που ταλαντεύονταν και ζυγιάζονταν σε κάτι ακροβατικά γυμνάσια ισορροπίας. Ήτανε σαν τις κακές θύμησες που δε θέλουνε να σβήσουν αλλά μες τη λαμπροσύνη του ήλιου είχανε χάσει πια τη φρίκη τους. Κατεβήκαμε στο σταθμό του Γκρινιάνο. Το πάρκο του πύργου Μιραμάρε ανεβαίνει ίσαμ’ εδώ πάνω σε μια θαμπούρα από αχνούς και ευωδίες έπειτ’ απ’ τη βροχή.

Η Αυτοκράτειρα με το βαρώνο Νόπτσα, μετά η κόμησσα Γιάγκα Μίκες, εγώ και η άλλη ακολουθία προχωρούμε πάνω στους φιδωτούς δρόμους τους στρωμένους με λεπτόν άμμο και μουσκεμένους, κάτω απ’ τα δέντρα τα σταζούμενα απ’ αδιάκοπες ανατριχίλες που κλιμακωτά όλο ταράτσες κατεβαίνουν ίσα με τη θάλασσα και δε θέλουν πια να την αφήσουν και στα τελευταία να τηνε μπρος στα μάτια μας γλυκοθώρητη κι η ίδια η πανώρια γητεύτρα, η θάλασσα, που σηκώνεται αψηλά στον ουρανό και μας σκλαβώνει εμάς και κάθε άλλη μας εντύπωση με τη γλαυκοφεγγιά της...

Ο πύργος γεμάτος θλιμμένη μοναξιά, ντυμένη μαύρη ξυλεία στο άτριον που βγαίνει ολόγυρα πάνω στη θάλασσα και στ’ άνδηρα και στους κήπους. Σκάλες πλατιές —θαύματα γλυπτικής στο ξύλο— που ονειρεύονται πατημασιές να τις κάνουνε να τρίξουν. Προσωπογραφίες σκοτεινιασμένες Αψβούργων της Ισπανίας: ω τα ευγενικά και λεπτόγραμμα κεφάλια των Δον Ζουάνηδων με τον πυρετό στα μάτια και το κάτω χείλι κρεμάμενο —χαρακτηριστικό όλης της φύτρας!... και τα λυπητερά μάτια των αχνόθωρων ινφάντισσων που ξεκουράζουν τα στενά τους χέρια, ίδια κρίνα φασκιωμένα, επάνω στις βαριές πτυχωσιές των μεταξωτών τους φορεμάτων… κι ακόμα κάτι σαν κόκκινα γαρουφαλάκια, λατρευτά στοματάκια αυτοκρατορικών παιδιών που τα μάγουλά τους με τα λακκάκια είναι κορνιζωμένα σε πλατιές τραχηλιές κολλαριστές...

Το δωμάτιό μου βρίσκεται στο μεγάλο στρογγυλόν πύργο με τη θέα στην απειροσύνη της θάλασσας. Μπρος απ’ τα παράθυρά μου άσπροι γλάροι ανάλαφρα σαλεύοντας μεγάλες και βουβές λευκάργυρες φτερούγες σιμά στον καθρέφτη της θαλάσσης σαν όνειρα ανήσυχα πλανιούνται: σα φτερωσιές αγγέλων αστράφτουν μέσα στη γαλαζοσύνη της θάλασσας και τ’ ουρανού... Στο δωμάτιο μια παλιά επίπλωση από σουλφερί μεταξωτό με ράχες αψηλές χρυσωμένες· στο μετάξι είν’ υφασμένος ο αϊτός του Μεξικού σπαράζοντας με το ράμφος του ένα φίδι (ω ειρωνεία της μοίρας, που ο αετός φαγώθηκε απ’ το ερπετό, προτού να φαγωθεί ακόμα το ύφασμα απ’ τη χρήση!)... Μια υπηρέτρια Ιταλίδα, γιγαντόσωμη σα δράκισσα, είναι στις διαταγές μου με τη βοήθεια ενός γέρου λακέ ασθματικού με σερβίρει στο τραπέζι (ποτέ μου δεν είχα δει τόσο ωραίες και μεγάλες καραβίδες: το ένα απ’ τα ψαλίδια τους μονάχα γέμιζε το πιάτο και ήτανε χλωμορόδινες σα μεγάλα κοράλλια πεθαμένα!). Αυτές οι δυο σπιτικές ψυχές εκτελούν την υπηρεσία του πύργου απ’ τον καιρό του δυστυχισμένου Αυτοκράτορος Μαξιμιλιανού. Με καλόβολη αφέλεια κι αστέρευτη πολυλογία διηγούνται τα πιο λυπητερά πράματα...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η Αυτοκράτειρα χτενίζεται σ’ ένα απαλόχρωμο καλλυντήριο από γαλάζιο μετάξι. Οι τοίχοι είναι στολισμένοι με προσωπογραφίες της βασιλικής οικογενείας του Βελγίου· μου θυμίζουν αυτές, ότι στις βασιλικές φύτρες το πεπρωμένο (δηλαδή η συμφορά, επειδή το πεπρωμένο είναι πάντα χαλασμός) κυλά από τη μια στην άλλη με τους δεσμούς του αίματος.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ο ήλιος πίσω από τα δέντρα αργολίγωνε μες του βυσσινιού καημού τις φλόγες. Τα μαύρα και πηχτά κυπαρίσσια στις εξωτερικές γραμμές τους (ροή ακατάπαυτη κι όμως μαρμαρωμένη!) είχαν ωσάν από μιας χρυσοκόμης που φωτοσταλάζει την αχτιδένιαν ούγια· κι ανάμεσα απ’ τα τρισκότεινα κλαριά τους ο Βασιλιάς ακόμα έστελνε χαιρετίσματα στην πλάση σα να ‘φευγε για πάντα... Περάσαμε μπρος από 'να πεύκο που κολυμπούσε στο κόκκινο χρυσάφι. Απ’ την κορφή του σηκωνόταν ένα σύννεφο από φωνές πουλιών, ένα ξεκούφαμα σπουργιτιών που 'χανε στήσει τσιριχτόν καυγά.

— Το πεύκο δε συγκινείται καθόλου, είπε η Αυτοκράτειρα: οι γραμμές της κεφαλής του μένουν ασάλευτες μέσα σ’ όλα αυτά τα δράματα της ζήλειας...

Παραπέρα όλα τα δέντρα πάλιν είχανε σωπάσει. Ένα μικρό συννεφάκι ολομόναχο στη μέση τ’ ουρανού έβλεπε όνειρα· ήτονε ντυμένο με φύλλα από τριαντάφυλλα και πνιγότανε σ’ ένα πέλαγος από χρυσόνερες αχτίδες. Έδειχνε σα να πονούσε, αλλά τόσο άνθινη και τρυφερή ήτον η οδύνη του που έμοιαζε μιαν ευτυχία... Έπειτα κατεβήκαμε στο περιγιάλι. Απ’ την κορφή ενός κυπαρισσιού, που τις ρίζες του τις φιλούσαν τα κύματα ακατάπαυτα, ακούστηκεν έξαφνα μακρόσυρτη κι απελπισμένη η κραξιά ενός πουλιού που φώναζε του άστρου που ξεψυχούσε...

— Πώς πεθαίνει χαμογελώντας σήμερα ο ήλιος, Μεγαλειοτάτη, πώς πέφτει στη μεγάλην άβυσσο με την κυματούσα πορφύρα του πόθου του και μαζί με μια συναυλία από άρπες και φωνές βαθιόλαλες!

Η Αυτοκράτειρα φάνηκε για μια στιγμή σα βυθισμένη στην παραμυθένια θωριά αυτής της ερημικής αποθεώσεως, έπειτα έξαφνα γύρισε το πρόσωπό της προς εμένα και είπε με την τραγουδιστή φωνή της, παραλλάζοντας ένα περίφημο τετράστιχο του Χάινε:

Mein Herrlein! sein Sie munter,

Das ist ein altes Stück;

Hier vorne geht sie unter

Und kehrt von hinten zurück.[6]

— Τέτοιες στιγμές, πρόσθεσε σοβαρεμένη πάλι, σ’ ένα πράμα μόνο πρέπει κανείς να πιστεύει: στο μεγαλείο του Τίποτα!

~~~~~~~ ~~~~~~~

Δεν έχω ανάγκη να κοιτάξω μες την καρδιά Της για ν’ αγναντέψω ολοζώντανες τις οδύνες που κλώθουν εκεί μέσα τη μυστική ζωή τους...

Συχνά λέει μια λέξη κι έπειτα σωπαίνει, αλλά της λέξεως το νόημα και η μελωδία του ήχου ανοίγουν πορφυρά πανιά και ταξιδεύουνε μέσα στη σιγαλιά προς το άπειρο... και η σιωπή της με κάνει να μαντεύω τα όσα δε λέγονται με λόγια...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Από τα βάθη των μυστικών Της φαίνεται ν’ αντλεί θαυμάσιες αγωνίες. Μέσ’ απ’ τα μάτια της συχνά περνούν απελπισίες που τίποτα ποτέ δε θα μπορέσει τη φρίκη τους να πει.

Σε τι αβύσσους η ζήση της κυλά — η ζήση που μόνη της τη σκάβει τόσο βαθιά μες τ’ ορθολίθι της μοναξιάς;...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Όλα κοντά Της γίνονται παραμυθένια, όλα με μιαν καινούργιαν όψη φανερώνονται και σα φωτισμένα υπερκόσμια απ’ της ψυχής της τις κυανές κορφές.

Κάθε περιβόλι που μέσα πατεί το πόδι της γίνεται μυστηριώδικο κι αυτό σαν τον κήπο των Εσπερίδων...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η θάλασσα τόσο απέραντη, τόσο απέραντη κι απελπισμένη και τα κύματα που στους μαύρους βράχους ξεσπούνε… τόσο κουρασμένα! Η φωνή τους φύλλων ξερών θρόισμα ανάλαφρο, μουρμουρητό που ξάφνω σωπαίνει δειλιασμένο και πάλι ξαναπιάνει!... Αχ, αυτές οι νύχτες στο νερό μ’ ολόχυτον του φεγγαριού τον ασημένιον ύπνο!... αυτές οι φαντασμαγορίες της σιγαλιάς που μέσα μας αντηχούνε σαν κραυγές παροξυσμού! Και μια μοναξιά ατέλειωτη, μια εκμηδένισις μες τα βάθη του είναι μας, υπερπέραν από κάθε αίσθηση. Ω της ξέστηθης θάλασσας οι κόρφοι οι ποθεροί και ποιες δεν αγκαλιάζουν άφραστες λαχτάρες;… να κι η Σελήνη η σιγαλούσα που γλίστρησε κοντά τους πλανταγμένη κι ακούμπησε τα γιασεμένια μάγουλά της στην τρέμουλή τους δροσεράδα και αγαλοσταλάζει της λύπης της το γάλα μες την ίδια της την αργυρόφεγγη ψυχή και πίνει της λύπης της τον αργυρόγλαυκο ύπνο κι αποκοιμιέται — κι αποκοιμιέται… και αγαλοσταλάζει πάντα κι ολοένα.

— Τι σκοτάδια, Μεγαλειοτάτη, κάτω απ’ αυτήν τη γλυκόυπνη και ασημένια νάρκη κρύβονται θαμμένα, τι άβυσσοι πνίγουν τους θρήνους τους, γιατί πρέπει να μείνουν άβυσσοι για πάντα! Της ζωής το αλάλητο αναγάλλιασμα έρχεται μ’ αυτό το φωτοπόταμο από βύθη αφάνταστα και ξεχειλίζει, ίσαμε τους μαύρους βράχους του γιαλού και σπάζει απάνω στους μαύρους βράχους που του κόβουν τον υπερκόσμιο δρόμο του. Ω, θα ήθελε να σιγοκυλά αιώνια πάνω στον καθρέφτη της ψυχής κι απάνω απ’ όλες τις αβύσσους που θρηνούν! Τότε η Αυτοκράτειρα είπε:

— Οι βράχοι δε γινήκανε για την ευτυχία: είναι μοιρόγραφτο, το φως να λιώνει απάνω στη μαύρη τους καρδιά. Κι εγώ είμαι ένας τέτοιος βράχος. Το φως δεν τολμά να ‘ρθει κοντά μου ή κι αν ερχότανε — θα ‘βρισκε σκοτάδια που μέσα τους σβήνουν κι οι πιο ουράνιες αχτίδες, που ρουφούν το κάθε φως αυτά και ποτέ δεν αντιφέγγουν.

Κι ενόσω μιλούσεν έτσι, μου φάνηκε πως τα μάτια της μέσαθε αντίφεγγαν από ένα ποτάμι φεγγαρίσιο που περνούσε πάνω στον καθρέφτη της ψυχής της...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Περάσαμε μπροστά από μια μικρή λίμνη, ολωσδιόλου απόμερα απ’ τον πύργο, που ήτανε μέσα κάτι πάπιες και κολυμπούσαν. Την ώρα εκείνη ο ήλιος έγερνε πίσω απ’ τα δέντρα κι έχυνε αναλυτό χρυσάφι πάνω στα νερά: έτσι και τα πρόστυχα κατοικίδια πουλιά γίνηκαν περίλαμπρα και φανταστικά. Μια κατόπι της άλλης οι πάπιες βγήκαν απ’ το νερό το μαλαματένιο κι απόμειναν ήσυχες στην όχθη, βυθισμένες σε σκέψεις σα να θέλανε να ξεδιαλύσουν αινίγματα θλιβερά... κι η Αυτοκράτειρα είπε:

— Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα αισθήματά τους. Όλοι τις μεταχειρίζονται σα να ‘τανε μαγείρισσες, γιατί δε βλέπουν παρά τις σχέσεις τους με την κουζίνα. Ποιος ξέρει αν δεν ήτανε μια φορά βασίλισσες... όταν θα ξανάρθω στη ζωή — —

Και δεν είπε άλλο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μιλούσαμε για τον Άγγλο ποιητή Swinburne που τόσο τον αγαπά. Μου ‘λεγε για την ήρεμή του απελπισία που μυριολογά τις διαβατάρες ομορφιές και τα μάγια που στερεύουν της ευτυχίας τη βρύση, για τ’ αρχαία του χορικά που τραγουδούν τα δώρα της λύπης και των δακρύων, έπειτα για τη ζωή που δεν μπορεί κανείς να την απορίξει και αυτή είν’ η αιτία που το καράβι των ανθρώπων κάνει πανιά για τα μακαριστά νησιά μέσα στο πέλαγος των Εσπερίδων, εκεί να καταφύγει έξω απ’ το βασίλειο του Θανάτου... Σε τι κόσμο φεγγερό μού άνοιγε τις πόρτες! Σα να χανόμουν όλος μέσα σε μιαν απεριόριστη αδημονία και συναρπασμένος απ’ την ορμή κι εγώ δεν ξέρω ποιας νοσταλγίας και θαυμάσιας στην αγριοσύνη της αποθυμιάς, έσπασα ένα κλαδί μ’ όλο νέα και δροσερά φυλλαράκια που ‘χε αγγίξει τα μαλλιά μου κι έριξα μέσα το πρόσωπό μου: μια διαπεραστική και στυφή σαν άγουρη μυρουδιά από νιάτα που δε ζήστηκαν και δεν απολαυτήκανε μου 'φερε τα δάκρυα στα μάτια. Τότε μέσα μου ό,τι ήτον αγέννητο ακόμα στη ζωή μαντεύτηκε... όλους του μέλλοντος τους πόθους τους ένιωσα μέσα μου να λαχταρούν την άνθισή τους. Και η Αυτοκράτειρα μου είπε:

— Γιατί σπάσατε αυτό το κλαδί; θέλετε να κάνετε κι εσείς τον άσπλαχνο σαν το Πεπρωμένο ;

Μετά είπε πάλιν:

— Η τέχνη δεν είναι παρά μια δημιουργία του πόθου μας, του πόθου για μιαν ύπαρξην υπέρτατη όπως έπρεπε να μας ήτον η ίδια η ζωή· γεννιέται από τη νοσταλγία για τη μοναδική πατρίδα και μαντεύει τις γραμμές και τις μορφές της.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Έβρεχε. Κάτι μεγάλες χλιαρές σταγόνες που έπεφταν τόσο απαλά σα δάκρυα σιωπηλά, όταν κλαίγονται πάνω σε χέρια συμπλεγμένα και χωρίς λέξη τα χείλη να προφέρουν. Παντού γύρω μου και μέσα μου ακόμα μια μεγάλη σιγή αντιλαλούσε. Αισθανόμουν όλες τις δυνάμεις της ψυχής να λιώνουνε μέσα σ’ αυτή την αμοιβαία σιγαλιά. Κοίταξα την Αυτοκράτειρα και είπα του εαυτού μου: «Όλες οι ωριοσύνες μέσα της βασιλικά μαραίνονται και κανένας δεν τις βλέπει!»

~~~~~~~ ~~~~~~~

Αγαλματάκια λευκά και σκεπτικά, που ρεμβάζετε στις δένδρινές σας κόγχες τις «ροκοκό» ψαλιδισμένες, με τις μαρμαρωμένες χειρονομίες ανθρώπινων ιδανικών ξεθωριασμένων! Σε μια παράμερη κι ασύχναστην άκρη του κήπου μια πέτρινη θεά κειτότανε στο χώμα, το πρόσωπο μες τα χέρια της σα να ‘κλαιγε... Αυτοί οι περίπατοι στο πλάι Εκείνης, στο περιβόλι της μελαγχολίας που ίδια μια πνευματική του προβολή έμοιαζεν Εκείνη, χαρίσανε στις λίγες αυτές μέρες που έζησα στον πύργο της θάλασσας το αλάλητο θέλγητρο μιας διαισθήσεως μυστικής. Όλα, όσα γύρω μου έβλεπα, ήτανε βυθισμένα σ’ έναν ύπνο, σ’ ένα εσώτερο αγνάντεμα κι όμως όλα φαίνονταν ότι μπορούσανε να ξυπνήσουν από μιανής ευχής της το κάθε φορά και καινούργιο ανάβρυσμα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα θα επιβιβασθούμε στο αυτοκρατορικό θαλαμηγό «Μιραμάρε», που απ’ τα προχθές έφθασε από την Πόλα κι έριξε άγκυρα μπροστά στον πύργο: εν’ ατμόπλοιο του παλιού καιρού με ρόδες, λεπτοφτιαγμένο όμως και με γραμμές απαλόσυρτες όπως τα θαλαμηγά, αλλά μεγαλύτερο απ’ τα συνηθισμένα πλοία των ταξιδιών αναψυχής. Απ’ το παράθυρο του δωματίου μου που βρίσκεται στο επάνω πάτωμα του μεγάλου πύργου βλέπω το καράβι στη σταχτερή θάλασσα ν’ αργοσαλεύει ανάλαφρα, μοναδικό σημάδι σκιαδερό επάνω σ’ όλη αυτή την ξέχρωμη απόγνωση που πνίγεται πέρα στα μακρινά σε θολούρες και γαλατένιες καταχνιές. Σ' όλην αυτή την υγρή επιφάνεια χωρίς όρια φανερά η ζωή φαίνεται να ‘χει σταματήσει και να ‘χει συγκεντρωθεί στο τρυφερό το λίκνισμα του μοναδικού αυτού και μαύρου καραβιού...

~~~~~~~ ~~~~~~~

— Προτού μπαρκαριστούμε, θα πάμε να επισκεφθούμε μια φορά ακόμα τ’ αγαπημένα μας μέρη, μου είπε η Αυτοκράτειρα χθες το βράδυ. Κι έτσι κατεβήκαμε απ’ τον πύργο και πάνω στων κλιμακωτών ανδήρων τη μαρμαρόφεγγην ασπράδα ισκιογλιστρήσαμε, περάσαμε απ’ το θερμοκήπιο, ανάμεσα σε πρόωρ’ ανοιγμένων λουλουδιών την αχνόθωρη και ωριόθλιβην ανθάδα, έπειτα προχωρήσαμε προς το μέρος του «Νησιού των Ελαφιών» και προς το Chalet κι από κει, χωρίς να αισθανθούμε την ανάγκη να το πούμε καν, σαν κάτι να μας έσπρωχνε, στρέψαμε τα βήματά μας προς το περίπτερο που κατοικούσε η Αυτοκράτειρα Καρλότα, όταν γύρισε μονάχη πια από το Μεξικό. Τρελή ήρθε να το κατοικήσει και τρελή το άφησε. Μες τα δέντρα στέκεται απόμονο και βουβό με τα παράθυρά του ερμητικά κλεισμένα —για πάντα. Ένα δίχτυ από κλωνιά της «τρελής» λεγόμενης τριανταφυλλιάς, κατάξερα ακόμα, αγκαλιάζει το άνδηρο και τους τοίχους ολόγυρα, κι είναι σαν πράματα πεθαμένα που απόμειναν κολλημένα εκεί για πάντα —θλιβερές θύμησες από χαρές που πια δεν είναι: να τα βλέπει κανείς έτσι, δε φαντάζεται πως κάθε άνοιξη χύνουν επάνω σ’ αυτή τη ληθαργική και ξέψυχη κατοικία μιαν καινούργια άνθινη ζωή γεμάτη ηδονικά φρικιάσματα και μεθύσια ευωδίας. Ο ένας όμως πύργος που ορθοστυλώνεται ψηλότερ’ απ’ όλο το σπίτι είναι απ’ ανέκαθεν και πάντα σφιχτοζωσμένος από μαυριδερόν κισσό: φαίνεται να συμβολίζει αυτός κάτι φριχτό που δεν μπορεί κανείς να το ξεφύγει μηδέ να το ξεριζώσει απ’ την ψυχή του. Χωρίς λέξη να προφέρει η Αυτοκράτειρα έκαμε το γύρο του ζωντανού φράχτη των φυτών που χώριζε το αφημένο μικρό παλάτι της παραφροσύνης απ’ το μεγάλο τεχνητό περβόλι της εξωτερικής ζωής. Τα βλέμματά της αργογλιστρούσαν πάνω στα κλειστά παράθυρα που μοιάζανε βλέφαρα βαθιόυπνα και που κάτι κυπαρίσσια, μαύρα σαν το έρεβος, μ’ επιμονή τα κοίταζαν κι αυτά... τα κοίταζαν κατάματα και γύρω τους σκορπίζανε μια διαπεραστικήν πνοή όλο θλιβεράδα, σαν από πίκρα που τη βλέπει ο ήλιος και πικραίνεται. Στο νου μου τότε μέσ’ απ’ την τόση σκοτεινιά ανάτειλε ηλιόπλαθη η περίφημη εκείνη ζωγραφιά που παρασταίνει την πανευτυχή πυργοδέσποινα Αρχιδούκισσα Καρλότα σφίγγοντας στην αγκαλιά της την άνθινη από νιάτα κι ομορφιά Αυτοκρατόρισσα Ελισάβετ, ότι γύριζε απ’ τη Μαδέρα, στο κάτω κάτω σκαλί της μεγάλης ημικυκλικής αποβάθρας: —καμέλια ηλιοφίλητη που την είχανε φέρει τα ονειρεμένα κύματα από το μακάριο νησί του άλλου κόσμου στο νοσταλγικό ακρογιάλι...

Η Αυτοκράτειρα έστεκε ορθή κοντά μου και, σα να ‘χεν ακούσει τις σκέψεις μου, είπε με μόλις ακουστή φωνή:

— Μια άβυσσος τριάντα χρόνων γεμάτη φρίκη... Και μολαταύτα λεν πως η Αυτοκράτειρα Καρλότα παχαίνει ακόμη — —

Και σώπασε: μα έστεκεν ακόμη ακίνητη κοντά στο ζωντανό το φράχτη των φυτών και μόνο τα βλέμματά της αργογλιστρούσαν απάνω στα κλειστά παράθυρα. Κάποια πνοή απ’ τα πιο κρυμμένα βάθη του είναι μου άξαφνα με συντάραξε ολόκληρον όπως ανατριχιάζουνε μιας λεύκας όλα τα φύλλα κι οι κορφές από ένα φύσημα αόρατο, σα να ‘χε ξεχειλίσει μέσα μου ο μυστικός, τρόμος από εκείνες τις τυφλές δυνάμεις που θερίζουν τα νιόβλαστα δέντρα σε μια νύχτα: — σήκωσα τότε το κεφάλι μου και είδα την Αυτοκράτειρα πέρα μακριά που έστρεφε το πρόσωπο κατά το μέρος μου. Για να ‘τον παγεμένη τόσο μακριά, θα έπρεπε να ‘χε φύγει τρέχοντας.

— Είναι ακόμα πιο λυπητερό απ’ τον Οιδίποδα, είπα πλησιάζοντας.. «η ζωή κι η ευτυχία είναι μια πνοή», έψαλε κάπου ο Δάντης.

— Η δυστυχία είναι πιο δυνατή και η τρέλα πιο αληθινή απ’ τη ζωή, αποκρίθηκε, — κι αργά ξαναγυρίσαμε στον πύργο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Την ώρα που ήτονε να μπαρκαριστούμε, ο καιρός είχε γίνει ακόμα πιο συλλογισμένος. Η θάλασσα χωρίς ανασασμό ξαπλωμένη κάτω απ’ την πνιγμονή ενός βαριού πέπλου από στάχτη και θλίψη. Πολύ χαμηλά, πάνω στο μολυβένιο καθρέφτη του νερού, άσπρα βαμπάκια, νέφαλ’ ασάλευτα και θλιβερά ναρκωμένα, ήτανε στρωμένα ως πέρα στα βάθη του ορίζοντος. Στο δρόμο της η βάρκα ξεσήκωνε απ’ τον ύπνο κι έσπρωχνε μπροστά της κάτι ανεπαίσθητα κυματάκια που κάνανε να σγουράνουν τις κορφές τους βαριά και υπνιασμένα —μόλις για μια στιγμή,— μα ξαναπέφτανε μες τον εαυτό τους και σβήνανε χωρίς καν να μουρμουρίσουν... Μόνο των κουπιών που λάμνανε στη μολυβόχυτη θάλασσα ο βαθύς ισόχρονος χτύπος, σα βαρύ αγκομαχητό από κάποια πλάση στα βύθη των νερών, κι η στριγγιά προσταχτική φωνή του τιμονιέρη που διοικούσε τη βάρκα της Αυτοκράτειρας απηχούσανε στη σιγαλιά... κι ο αντίλαλός τους, αργότρεμος, σερνόταν επάνω στον άδειο κάμπο του νερού το διάπλατο...

~~~~~~~ ~~~~~~~

ΣΤΗΝ ΑΔΡΙΑΤΙΚΗ

Το θαλαμηγό της Αυτοκράτειρας είναι κομψό και λουσάτο. Οι καμπίνες που ‘ναι προορισμένες για τη Μεγαλειότητά Της, πολύ βαθιά στην καρίνα του πλοίου, έχουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της κατοικίας ενός ναυτικού. Είναι απλούστατες και πρακτικά βαλμένες, κι όμως μαντεύει κανείς αμέσως τη διαμονή μιας υπέροχης προσωπικότητος. Κι εδώ όλα τα έπιπλα σκεπασμένα με άσπρα λινά ντύματα που κάτω τους δε βάζει ο νους το μετάξι· και παντού λουλούδια. Η καμπίνα του λουτρού είναι στ’ αλήθεια το κυριότερο διαμέρισμα και με περισσότερη ευμάρεια από τ’ άλλα ταχτοποιημένο. Στα ταξίδια της η Αυτοκράτειρα κάνει μόνο θαλάσσια λουτρά: μια βαρκούλα, ενόσω περπατεί το πλοίο, τραβά αλάργα στο πέλαγος και της φέρνει το νερό τ’ αμάλαγο απ’ τα βαθιά κι απ’ τ’ αμάλαγα. Στο κατάστρωμα επάνω είναι στημένο ένα κιόσκι στρογγυλό όλο κρύσταλλα, που βλέπει απ’ όλες τις μεριές τη θάλασσα: είναι ντυμένο από μέσα με γαλάζιο μετάξι capitonne κι έχει στόρια που ανεβοκατεβαίνουν κι ένα ντιβάνι ημικυκλικό, κι αυτά από μετάξι ομοιόχρωμο. Εδώ μέσα η Αυτοκράτειρα κάθεται και τη χτενίζουν το πρωί και συνάμα διαβάζει ή γράφει μαζί μου: ενόσω βρίσκεται σ’ αυτό το κιόσκι, όλα τα παραπετάσματα είναι κατεβασμένα. Εκτός απ’ αυτές τις ώρες, μόνον όταν βρέχει ή σαν έρθει καμμιά φουρτούνα, αποτραβιέται εκεί μέσα, αλλά τότε η θέα προς τη θάλασσα μένει πάλιν ανοιχτή κι ελευθερωμένη. Μόνη της μου έδειξε και μου εξήγησε όλ’ αυτά.

— Όταν κάνει μεγάλη τρικυμία και βρισκόμαστε στο ανοιχτό πέλαγος, βάζω συνήθως και με δένουνε με σχοινιά σ’ αυτήν εδώ την πολυθρόνα. Λαβαίνω, βλέπετε, τις ίδιες προφυλάξεις με τον Οδυσσέα, επειδή τα κύματα με τραβούν κι εμένα το ίδιο.

Μα η ξέχωρή της περιοχή, το λημέρι της, όπως η ίδια μου ‘λεγε, είναι η πρύμη του πλοίου και μια από τις γέφυρες της βάρδιας· κι αυτές έβαλε και τις κλείσανε με καραβόπανα απ’ όλες τις μεριές με τρόπο που να μη φαίνεται πια τίποτ’ από το πλοίο και μονάχα η θάλασσα να ξανοίγεται απεριόριστη. Αυτήν την τέντα την περίφραχτη τη βάφτισα εγώ «Τσαντίρι της Iζόλδης»,—επειδή έτσι, σε τέτοιο μέσα πορφυρόφαντο τσαντίρι, αθώρητην απ’ τους ναύτες κι απ’ την καρδιά του ακόμα, την πήγαινε ο πιστός Τριστάν τη γλυκιάν αγάπη της ψυχής του νύφη του βασιλιά του. Αυτή η ονομασία πολύ της άρεσε της Αυτοκράτειρας. Κι έχει μερικές ώρες που προτιμά τη γέφυρα της βάρδιας, άλλες πάλι την πρύμη: το πρωί τη γέφυρα, το μεσημέρι την πρύμη, και το βράδυ πάλι τη γέφυρα. Αλλά προς το βράδυ όλες οι λινάτσες κατεβάζονται και τότες οι ναύτες καθώς κι όσοι είναι στο καράβι χάνονται μπρος απ’ τα μάτια της και προσπαθούν όσο μπορούνε να μένουν αόρατοι— — Αργά τη νύχτα μόνον, όταν τ’ άστρα τρεμοφέγγουν αμίλητα πάνω απ’ το μαύρο καράβι που πλέει σιγαλά, έρχεται απ’ την πλώρη το τραγούδι των ναυτών ως μέσα στο ερημικό τσαντίρι της ονειρεμένης Βασίλισσας, της παραμυθένιας...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα, μόλις τελειώσαμε το μάθημα μες το κιόσκι, με φώναξεν επάνω στη γέφυρα. Στο τσαντίρι της Ιζόλδης μόνο ένα άνοιγμα ήτον αφημένο που κι αυτό έκλεινε μ’ ένα κρεμαστό χαλί.

Μπροστά μας δεν είχαμε παρά τη θάλασσα την ατέρμονη, έρημη και βουρκωμένη, βαθιόμαβια μολυβένια που το χρώμα της αυτό έκανε σχεδόν αισθητό το βάρος των νερένιων όγκων της· κι άσπρα γαϊτάνια από αφρούς ρίγωναν και πλούμιζαν αυτό το κρασάτο μαβί το πένθιμο και απέραντο. Γλάροι με σιγαλερές φτερούγες σαν τόξα τανυσμένα πετούσαν πίσω μας· και κάθε λίγο βγάζανε κάτι στριγγές κραυγές.

— Στο κάθε ταξίδι μου, οι γλάροι ακολουθούν το πλοίο μου, είπεν Εκείνη, και πάντα βρίσκεται ανάμεσά τους κι ένας βαθύχρωμος, σχεδόν μαύρος, σαν κι εκείνον εκεί.

Και μου ‘δειξε με το δάχτυλό της ένα γλάρο μαυριδερό που πετούσε πιο μπρος από τους άλλους. Έπειτα πρόσθεσε:

— Να δείτε που αυτός θα ‘ρθει μαζί μας σχεδόν ίσαμε κοντά στην Κέρκυρα. Πολλές φορές ο μαύρος γλάρος μ’ έχει ακολουθήσει ολόκληρη εβδομάδα από μιαν ήπειρο ως την άλλη. Μου φαίνεται πως είναι η Μοίρα μου που με παραφυλάει.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Το «Μιραμάρε» έκαμε σταθμό στην Πόλα, επειδή η Αυτοκράτειρα σκόπευε να επιθεωρήσει το παλιό καταδρομικό «Πελεκάνος», που μετασκευαζότανε τώρα στο Ναύσταθμο σ’ αυτοκρατορικό θαλαμηγό. Το πλοίο που την περίμενε αυτή την επίσκεψη ήτονε σημαιοστόλιστο. Και πήγε να το ιδεί μαζί με την Κυρία της Τιμής της μέσα σε μια δωδεκάκουπη βάρκα του «Μιραμάρε» και στα μισά του δρόμου ήρθε να την υποδεχθεί μιαν άλλη λέμβος του πολεμικού, γεμάτη ναυάρχους και διαφόρους βαθμοφόρους του λιμένος. Απ’ τις ερημιές του πνεύματος όπου πλανιότανε ξανάμπαινε τώρα μες την ατμόσφαιρα της αυτοκρατορικής περιωπής της μεταξύ των ανθρώπων. Αλλά κι εδώ έφερνε μαζί της το αλάλητο ύψος, την άφθαστη χάρη της ξέχωρα δικιάς της φύσεως: σ’ όλων αυτών που γύρω της στέκονταν την όψη έβλεπα περίχυτο το μαγεμένο θάμπωμα απ’ την ποίηση της παρουσίας της, αλλά συνάμα ένιωθα πως δεν καταλάβαιναν την αιτία τη μοναδική, παρά εξηγούσανε σφαλερά την εντύπωση που αισθάνονταν τότε με την αψηλή της θέση.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα είπε:

— Η ζωή στη θάλασσα είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό ταξίδι: είναι μια ζωή καλυτερεμένη, πιο βαθιά και προπάντων πιο αληθινή· γι’ αυτό προσπαθώ να την απολαβαίνω όσο μπορώ πιο τέλεια και πιο πολύν καιρό. Εδώ στο αφρόζωστο καράβι βρίσκεται κανείς σαν επάνω σ’ ένα νησί απ’ όπου όλες οι δυσαρέσκειες και οι σχέσεις οι ανθρώπινες έχουν εξορισθεί. Είναι μια ζωή ηδονική, λαγαρή και κρυσταλλωμένη, χωρίς πόθο και χωρίς συναίσθηση του χρόνου: —το αίσθημα του καιρού που περνά είναι πάντα οδυνηρό, γιατί μας κάνει να αισθανόμαστε τη ζωή μας.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στη γέφυρα επάνω μου είπε, δείχνοντάς μου πάλι το μαύρο γλάρο που όλο και σάλευε αθόρυβες μεγάλες φτερούγες, διάφεγγες στον ήλιο, και πότε δεξιά, πότε αριστερά του καραβιού έλαμνε απάνωθέ μας στον αιθέρα:

— Μου προφητεύει πως θα τελειώσω στη θάλασσα. Όταν άκουσα για πρώτη φορά πως πέθανε ο Σέλεϊ, αμέσως μου ‘ρθε κι εμένα αυτή η σκέψη ή... αυτή η λαχτάρα!

~~~~~~~ ~~~~~~~

Περνούσαμε μπρος απ’ τα νησιά της Δαλματίας. Η θάλασσα ήτον τώρα ησυχότερη. Πέρα οι ακρογιαλιές πρασίνιζαν. Την αρώτησα, αν δεν αισθανότανε την επιθυμία να πατήσει πάλι το πόδι της στη γης. Κι εκείνη είπε:

— Η ζωή στο πλοίο έχει πολύ μεγαλύτερη ομορφιά απ’ το κάθε ακρογιάλι. Δεν αξίζει τον κόπο να επιθυμεί κανείς να πάει πούποτα παρά μόνο επειδή ανάμεσά μας και του πόθου μας βρίσκεται το ταξίδι. Αν πήγαινα σ’ έναν τόπο που να ‘ξερα πως δε θα μπορούσα πια να ξαναφύγω, και Παράδεισος να ήτονε, θα μου φαινότανε Κόλασις η διαμονή σ’ αυτόν. Η ιδέα πως σε λιγάκι θ’ αφήσω πάλι κάποιο μέρος με συγκινεί και με κάνει να τ’ αγαπώ. Κι έτσι θάβω κάθε φορά ένα όνειρο που σβήνει πρόωρα για ν’ αρχίσω να στενάζω για κάποιο άλλο που ακόμα δεν έχει γεννηθεί.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στις τρεις το απόγευμα της φέρνουνε να πιει γάλα από μια γίδα Μαλτέζικη που την έχουν πάρει μαζί απ’ τη Βιέννη.

— Κάνει το ταξίδι χωρίς κανέναν ενθουσιασμό για το ωραίο, μου ‘πε η Αυτοκράτειρα, καθώς πήγαμε να επισκεφθούμε τη βασιλική κατσίκα στο ξύλινό της ανάχτορο. Αλλά έχει πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του καθήκοντος, γιατί είναι Αγγλίδα: αυτό έχει πιο μεγάλη αξία από κάθε αισθητική. Γι’ αυτό κι εγώ την πήρα μαζί μου. Δεν υπάρχουν καλύτερες «nurses» από τις Αγγλίδες.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Υστερότερα μου είπε:

— Οι άνθρωποι νομίζουν πως έχουν υποδουλώσει τη φύση και τα στοιχεία με τ’ ατμόπλοια και τα εξπρές τρένα τους. Απεναντίας όμως η φύσις τώρα έχει βάλει τους ανθρώπους στο ζυγό. Άλλοτε αισθανόταν κανείς τον εαυτό του θεό σε καμμιά βαθιά κρυμμένη λαγκαδιά που δεν έβγαινε ποτέ του να κάνει ένα βήμα παραέξω από τα φρύδια της —σαν τον ποντικό στην τρύπα του. Τώρα που γινήκαμε globetrotters και πήραμε σβάρνα την υδρόγειο, κυλούμε σαν τις σταγόνες μες τη θάλασσα και στα τελευταία θα το καταλάβομε πως δεν είμαστε τίποτα περισσότερο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

— Στη θάλασσα μέσα η αναπνοή μου πλαταίνει, μου είπε ακόμη επάνω στη γέφυρα· ρυθμίζεται σύμφωνα με το σάλεμα της θάλασσας: όσο πιο πλατιά απλώνονται και φουσκώνουν τα κύματα, τόσο βαθύτερα ανασαίνω εγώ.

—Ναι, Μεγαλειοτάτη, ανάμεσά μας, των φτωχών θνητών που 'μαστε, και των πραγμάτων που δεν πεθαίνουν υπάρχουν κάποιες βαθιές σχέσεις που οι νόμοι τους μένουν κρυμμένοι σ’ αιώνια μυστήρια.

— Εγώ φαντάζομαι, μου είπε, πως η θάλασσα μας παίρνει ό,τι έχομε ανθρώπινο, πως δεν ανέχεται μέσα μας τίποτα απ’ την επίγειο ζωοσύνη. Μέσα στην τρικυμία πολλές φορές θαρρώ πως κι εγώ η ίδια έχω γίνει ένα κύμα που αφρίζει.

Κι εγώ την κοίταζα σα θαμπωμένος— —

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα πάλιν η θάλασσα είναι κυματούσα κι αγριεμένη. Μου ζήτησε να Της διαβάσω μερικές σελίδες από τον «Κύκλο της θάλασσας του Βοριά» του Χάινε. Η δεύτερη στροφή της «Τρικυμίας» μ’ έκαμε ν’ ανατριχιάσω καθώς τη διάβαζα, τόσο μου φάνηκε παρμένη από επάνω της:

— O Meer!

Mutter der Schönheit, der schaumentstieg' nen!

Schon flattert, leichenwitternd,

Die weisse, gespenstische Möwe

Und wetzt an dem Mastbaum den Schnabel…[7]

 

Και παρακάτω:

— Fern an schottischer Felsenküste..

Steht eine schöne kranke Frau,

Zartdurchsichtig und marmorblass..

Und den Wind durchwühlt ihre langem Locken

Und trägt ihr dunkles Lied

Űber daw weite, stürmende Meer…[8]

 

Περίφοβα σήκωσα τα μάτια μου προς τα δικά της και είδα τα βλέμματά της να σέρνονται μαζί με τον αγέρα πάνω στο άραχνο και μανιασμένο πέλαγος...

~~~~~~~ ~~~~~~~

17 Μαρτίου 1892.

ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Είχε κιόλας χυθεί και άπλωνε, περίγυρα η σταχτεράδα της αυγής, όταν άρχισε να φαίνεται η Κέρκυρα. Το πλησίασμα στα πρώτα ελληνικά χώματα μ’ είχε ανεβάσει στο κατάστρωμα πιο νωρίς απ’ ότι είχα συνήθεια. Η θάλασσα ακόμα κάτω από ένα πέπλο πηχτόσταχτο κοιμότανε. Οι ρόδες του « Μιραμάρε» βουτούσανε μαλακά σα μέσα σε γάλα κι έσερναν πίσω τους κάτι μακριές πτυχές ασημομέταξες που στρογγύλευαν απαλά κι αποσκουραίνανε στο γύρισμα σαν πελεκητό βαθύχρωμο σμαράγδι. Ένα υγρό δρόσισμα διαπερνούσε τον άψυχον αέρα μαζί με μια λευκήν αντιφεγγιά που χυνόταν από παντού — και κρότος άλλος κανένας εξόν απ’ τον ανασασμό της μηχανής που ήσυχος και θαμπός ανέβαινε από βύθη απόκοσμα σαν κάποιο καρδιοχτύπι πιότερο αισθητό παρ’ ακουστό. Μπαίναμε ίσα ίσα τώρα στο στενό ανάμεσα της βορινής άκρης της Κέρκυρας και των πυργωμένων βουνών της Ηπείρου που γκρεμοπέφτουνε σαν τείχη κανενός Τιτάνιου κάστρου: απ’ το ’να μέρος βράχοι συννεφόψηλοι, μαύροι σαν την πίσσα, που χυμούνε να φαν τη σταχτοπράσινη χλωμάδα τ’ ουρανού — και στρογγυλά χαμοβούνια στο γιαλό της Κέρκυρας αγνάντια, σκεπασμένα μ’ αριούς θάμνους που κι αυτοί φάνταζαν τώρα μαύροι σε μαύρο βάθος ίδια κάποια σχήματα αξεδιάλυτα και φανταστικά που κρυφοζούνε μονάχα μέσα σ’ όνειρα αφώτιστα — γιατί μονάχα εκεί τα βλέπομε. Κι όλοι αυτοί οι θάμνοι και τ’ αγριόβατα θα ‘ταν τώρα στον ανθό τους, γιατί μιαν ευωδία που η γλύκα της καταλούσε την ψυχή, ένας αχνός από μέλι μαζί με τ’ αλατομυρισμένα χνώτα των βράχων του γιαλού, έπιανε κάθε τόσο το καράβι στο δρόμο του και το κουκούλωνε όλο. Εκεί που η ασπριδερή θάλασσα αγκάλιαζε τους κοιμισμένους βράχους μαυρίζανε μυστήρια από αβύσσους άπατες που ‘χανε ρουφήξει τον εαυτό τους· κι ένα μόλις ιδωτό λευκάργυρο άφρισμα, νερένια ανθάδα, έζωνε το πέτρινο ακρογιάλι... το σφιχτοστεφάνωνε αναπηδώντας κατάστηθά του να φθάσει τη λαχτάρα του... και το φιλούσε κοιμισμένο με φιλιά τυφλά και ολόβουβα, μέσα στον ύπνο, ακατάπαυτα... Κι όμως αισθανότανε κανείς πως κάτω απ’ αυτές τις τρυφερές και γλυκόθυμες απαλοσύνες κείτονταν απόναρκες οι τρομάρες της μανιασμένης σύγκλισης και τα βογκητά του μίσους του αχόρταγου που το αναδεύει ο πόθος. Ναι, όλα ήτανε βυθισμένα σ’ ένα βαθύν και λησμονιάρην ύπνο· μα ο ύπνος αυτός φανέρωνε μιαν τρίσβαθη ζωή γεμάτη πάθος και λαχτάρες...

Κι η Αυτοκράτειρα είχε ανεβεί στο κατάστρωμα, μολονότι η τέντα που την προστάτευε δεν ήτονε στημένη ακόμη. Καθώς με είδε, μου έγνεψε μ’ ένα κίνημα του κεφαλιού να πάω κοντά της.

— Ένα τέτοιο πρωί είναι μια θαυμάσια κατάσταση, μου είπε. Πώς κοιμούνται όλ’ αυτά τα βουνά! δεν είναι μόνο η σιγαλιά, δε λείπει μόνο το φως του ήλιου, είναι ένας αληθινός ύπνος ζωντανών πλασμάτων που εμείς δεν είμαστε παρά είδωλά τους, αντίγραφα κακομοιριασμένα και εκφυλισμένα. Βλέπετ’ εκεί κάτω τον «Παντοκράτορα» με τις δυο δίδυμες κορφές του, που στρογγυλεύουν με τόση χάρη κι αγνή αρμονία σα σκαλιστές απ’ αρχαία σμίλη! —δε θυμίζουν το κορμί κάποιου νέου θεού;— πάντα πρώτος θα ξυπνήσει αυτός απ’ όλη την πλάση γύρω!

Και γυρίσαμε τα μάτια μας προς τον ήλιο που ανάτελλε: πίσω απ’ τα Ακροκεραύνια που είν’ η κατοικία των Ευμενίδων και που εκεί κι η πόρτα βρίσκεται του Άδη, το τεράστιο άστρο ανάβρυζε. Κύματ’ από φεγγοβολιές τρεμοκυλούσανε μπροστά του στο ουράνιο πέλαγος να πουν τον ερχομό του· κι ήτονε μια πλημμύρα από ροδόφυλλα, χλωμιασμένα στην καρδιά απ’ τη γλυκιά χαρά τους την αλάλητη, που στους αιθέριους κάμπους ξεχύνονταν και σκορπίζονταν πέρα σε πέρατα απ’ όπου δεν είχε γυρισμό. Και να που οι κορφές των βουνών αρχίσανε διάφλογες να πυρώνουνε μέσα σε μιαν τριανταφυλλένια χρυσόσκονη, σ’ ένα χάος αβάσταχτης λαμπροσύνης που αποθάμπωνε τα μάτια με μιαν αίγλη υπερκόσμια —θύμηση των μυθικών καιρών που οι θεοί κατεβαίνανε φλογόθωροι στη γης και καίγανε με τα φιλιά τους τις θνητές γυναίκες. Στ’ αλήθεια κι όποιος δεν το ’ξερε το ‘νιωθε μες την ψυχή του, πως εδώ η ροδοδάχτυλη Ηώς, εδώ ο χρυσομάλλης Φοίβος, που πιλαλάει αλαλάζοντας με τα τέσσερά του άσπρα αλόγατα ζεμένα ομάδι, είχαν τα παλάτια τους —ολοζώντανοι θεοί— κι ολόγυρα ήτον ο πανώριος ναός για τη λατρεία τους... Κι έπειτα τα ρόδα όλα πέσανε στο πέτρινο το στήθος του θεόμοιαστου βουνού που αληθινά είναι ο παντοκράτορας σ’ αυτή την Ολύμπια πλάση: όλες οι κουφάλες κι οι γούβες κι οι βαθιές χαράδρες άξαφνα φανερωθήκανε μελανιασμένες απ’ τον πνιγμένο πόθο τους, και οι άσπρες ανθρώπινες φωλιές, κολλητές στους βράχους σαν κογχύλια, μελιχρά φωτίστηκαν. Και το φως έπεσε κι αστραποφίλησε τους ορθόστεκους όχτους κι αλαφρογλίστρησε ηδονικά πάνω στις γυμνές πλάτες του βουνού τις ράθυμες και κυνήγησε τους ίσκιους ως μέσα στις κλεισούρες και στα σύβουνα και στα φαράγγια όπου είχαν τον κρυψώνα τους· κι άλλους πάλι τους γκρέμισε στη θάλασσα κι εκεί απλωθήκανε βαριά σαν πέπλα βελουδόχνουδα μαυρόμαβια. Κι έπειτα ξεπρόβαλε ο ίδιος —ο λαμπροκόκκινος ο Ήλιος— μέσα σ’ έναν παιάνα θριαμβευτή από μύριες ανακρουσμένον άρπες και σε σαλπίγγων χαρολαλήματα κι έλυσε τη χρυσή του κόμη επάνω στη θάλασσα τη γλυκομέθυστη και στα ωριόπλαθα νησιά.

Και το καράβι μας πέρασε μπρος απ’ το λιμάνι της Κέρκυρας και τράβηξε ίσα το δρόμο του προς το νοτιά... Πίσω απ’ την Αυτοκράτειρα ορθός στεκόμουν πάνω στη γέφυρα που πια δεν ήτον τσαντίρι της Ιζόλδης, γιατί είχανε βγάλει όλα τα πανιά, ενώ, τώρα σιμά σιμά στην άκρη του γιαλού γλιστρούσαμε σιγαλινά πάνω σε νερά σα διάφανο σμαράγδι. Σαν υγρός πόθος που έπινε τις ματιές μας ήτον αυτή η πράσινη διαφάνεια. Ο κόρφος της Γαρίτσας άνοιγε επιθυμητά την αγκάλη του την τόσο μαλακά στρογγυλεμένη που στο βάθος της γυάλιζαν άσπρα σπίτια και κάποιοι ήμεροι λόφοι, απαλοτυλιγμένοι στης νύχτας τα γαλάζια πέπλα, ακόμα ήτανε βαθιόυπνοι. Έπειτα ήρθε πολύ μπροστά μια γλώσσα γη πνιγμένη στη χλωράδα: σα να ξεχύνονταν από κάποιο κέρας Αμάλθειας τα φύλλα και τ’ άνθη ως μέσα στη θάλασσα· οι αλόες μόνο και οι φοινικιές αψήλωναν τ’ αέρινα κεφάλια τους προς το γαλάζιο τ’ ουρανού· πορτοκάλια χρυσωπά φεγγρίζανε σαν άστρα μες τις γλαυκόσκιες φυλλωσιές, και το μεγάλο άσπρο σπίτι το γερμένο σ’ αυτούς τους ονειρεμένους κήπους ήτον το Mon Repos, το παλάτι που άλλοτε είχε γι’ ανάκτορο ο λόρδος Αρμοστής των Ιονίων νήσων και που τώρα ανήκει στο βασιλέα της Ελλάδος.

— Κι εγώ κατοίκησα αυτού ένα χρόνο, είπε η Αυτοκράτειρα. Ο πρόξενος Βάρσμπεργ έλεγε πως εκεί ήταν οι κήποι του Αλκινόου. Πολλές φορές μιλήσαμε με το νου μας με την καημένη τη Ναυσικάα που τόσο πικράθηκε, άμα κατάλαβε το πλάνεμα της ελπίδας της. Βλέπετε εκείνα τα σκαλιά στο βράχο που κατεβαίνουν ως τη θάλασσα; —τα κατέβαινα κι εγώ πάντα, όταν πήγαινα στο λουτρό. Εκεί αποκάτω, μέσα στο βράχο, είναι μια σπηλιά φυσικιά που την κρύβουν κάτι καλάμια και κρεμαστά κλαριά από κίτρινα σπάρτα — αυτό ήτον το δικό μου άντρον της Καλυψώς: μονάχα στο Λίδο της Βενετίας μπόρεσα να κάνω τόσο μαγευτικά λουτρά καθώς σ’ αυτήν τη σπηλιά. Έχω ώρες και μάλιστα εποχές ολόκληρες που δεν μπορώ να ζήσω παρά μόνο επάνω στη θάλασσα η και μέσα στη θάλασσα.

Και το πλοίο αργογλίστρησε μπρος απ’ τους κήπους της Ναυσικάας, τους γερμένους με παθιάρα ορμή πάνω στη γλυκοστήθω θάλασσα, και μπρος απ’ τη μυστική σπηλιά της αυτοκρατορικής Καλυψώς. Ένας άλλος κόρφος ξανοίχτηκε τώρα, η «Θάλασσα του Χαλκιόπουλου», το λιμάνι των Φαιάκων όπου ο Οδυσσεύς μπαρκαρίστηκε στο γοργό πολύσκαρμο καράβι του Αλκινόου για την Ιθάκη. Έρημο κι απόμονο, σαν απ’ άλλον κόσμο κι ακόμα σε χλωμόν ύπνο βυθισμένο, το αθύμιστο αυτό νερένιο στήθος άπλωνε τον ασημόχυτο και σύθαμπό του γυάλο, πεπλωμένο καθώς ήτονε μ’ όνειρο και μυστήριο. Αλλ’ από μέσα απ’ τα νερά του ύπνου έβγαινε ένα δεμάτι ολόισα κι ολόρθα κυπαρίσσια μελανά που ‘χανε σφιχτοζωσμένο στην αγκαλιά τους ένα μικρό άσπρο εκκλησάκι· και βρέχοντας η θάλασσα την πέτρα που αναβαστούσε αυτό το εκκλησάκι, φλόγαε όλη από γεράνια ανθάτα· κι αυτά πάλι θωριάζανε σα φωτισμένα από κάποιας φωτιάς ζωντανής, στα βάθη των νερών, αντιφεγγιά.

— Αυτό το νησάκι, είπα, μου φαίνεται σαν το «Νησί των νεκρών» του Bocklin[9]. Τα κυπαρίσσια γυροστέκουν εκεί σαν πένθιμα ονείρατα και τα φλογερά άνθη που καθρεφτίζονται στα κύματα είναι ιερά της Περσεφόνης.

— Οι Κερκυραίοι χωρίς τόση ποίηση τ’ ονοματίζουν «Ποντικονήσι», είπε η Αυτοκράτειρα. Ο κ. Βάρσμπεργ[10] από μέρους του φανταζόταν πως είναι το καράβι των Φαιάκων που το' χει μαρμαρώσει ο εκδικητικός σείστης Ποσειδών και ήτον όλος αγανάκτηση για τη βέβηλη ονομασία των σημερινών Φαιάκων. Αλλά θαρρώ πως και τα δυο τα μέρη έμεναν καταευχαριστημένα με τ’ όνομα που διάλεξαν, καθώς κι εσείς με το δικό σας.

Έπειτα ήρθε ακόμη έν’ αψηλό ακρογιάλι, μια ράχη ξαπλωτή όλο ελιές που έβγαινε ορθόστυλη ως έξω στη θάλασσα... κι αφού κάναμε το γύρο της, μπήκαμε στον κόρφο «στις Μπενίτσες»...

Απ’ τη θάλασσα ανεβαίνει πολύ ψηλά μιαν απαλόγερτη πλαγιά, χνουδωτή και πουπουλιασμένη απ’ ασημόφεγγες ελιές· και σ’ αυτές μέσα πάλιν αψηλοστέκουν κυπαρίσσια μοναχικά, ορθόισα σαν κατάρτια κάποιων βυθισμένων καραβιών μέσ’ από μια θάλασσα που λαμποκοπά στον ήλιο, και σαν κατάρτια καραβιών βυθισμένων όλο και κοιτούν απέλπιδα στα πόδια τους τη ζωντανή θάλασσα των ηλιοφιλημένων φυλλωσιών και πέρα την άλλη την πιο γαλανή και πιο έρημη και πιο θλιβερά πανώρια κι όλο κάτι ζητούν απ’ τα ουράνια κι από τα μακρινά. Πάνω όμως στην κορυφή του βουνού, μες απ’ τα τελευταία σπιθόβολα φρικιάσματα των φύλλων, απ’ όλα πιο φωταδερό κι ηλιόθωρο, ξεπροβάλλει το λευκό «Παλάτι του Αχιλλέως».

— Ύστερ’ από τόσα χρόνια ξαναγυρίζετε στον τόπο σας, είπε η Αυτοκράτειρα. Βλέπω πως πίνετε τον αέρα της πατρίδας.

— Ύστερα από νύχτες που βαστήξανε χρόνια, ω Κυρία, σήμερα είν’ η πρώτη μου αυγή. Αλλά δεν είν’ ο τόπος μου ο παλιός που ξαναβρίσκω τώρα καθώς έρχομαι στην Ελλάδα: τώρα πατώ το πόδι μου σε μιαν άλλη χώρα που ποτέ μου δεν τη γνώρισα, αλλά που πάντα αυτήνα νοσταλγούσα.

— Τι θέλετε να πείτε μ’ αυτό;

— Θέλω να πω, ότι δεν είναι μονάχα ο τόπος που γεννήθηκα η Ελλάδα που τώρα ξαναβλέπω, αλλά η χώρα που έγινε το Εγώ μου κι είναι η πατρίδα της ψυχής μου που με δέχεται στην αγκαλιά της τώρα, γιατί μονάχα τώρα και για πρώτη φορά έγινα αυτό που μ’ έκαμε.

— Τότε είμαστε συμπατριώτες, είπε η Αυτοκράτειρα και στα μάτια της, κάτω απ’ το βλέφαρο το κροσσωτό, διάβηκε μια λάμψη απερίγραπτη που αμέσως πάλιν έσβησε σαν αστραπή. Αλλά το στόμα κυρτώθηκε σ’ εκείνην τη συνηθισμένη του καμπύλη που είναι πιο θλιβερή κι από τα δάκρυα.

Και μόνο αφού κατεβήκαμε, στο ακρογιάλι, είδα τη γραμμήν αυτήν πάλι να πέσει και να χαθεί στα βάθη που τη γέννησαν...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Απ’ το Μάρτη ως τον Απρίλη.

ΚΕΡΚΥΡΑ

Είχε πια ξημερώσει στα καλά, όταν αράξαμε, αλλ’ ακόμα οι γραμμές όλες γύρω μας θαμπόδειχναν, καθώς ήταν κουκουλωμένες σ’ εκείνα της νύχτας τα παρθενικά πέπλα που αγάλια αγάλια μόνο και με ντροπαλοσύνη αποτραβιούνται στα φλογερά χάδια του ηλίου. Από παντού χίλιες δροσιές ανέβαιναν ψηλά στο φως και το πρόσωπό μου λουζότανε μες τα μυρωμένα χνώτα που χύναν τα βαθιόυπνα φυτά και το χώμα το υγρό από τ’ αθώρητα δάκρυα τα σιγοστάλαχτα απ’ τα ύψη. Η Νύχτα κι ο Ύπνος, ο άπικρος και χωρίς πόθο, σκόρπιζαν ηδονικά το πιο βαθύτερο είναι τους, προτού ν’ αρχίσει το πανηγύρι του γάμου με τον ήλιο. Μες τα λακκώματα και τις ρεματιές ήταν κοιμισμένοι μαλακότατα όλοι οι ίσκιοι του βουνού, τόσο βαθιά μαβιοί και τρισμακάριστα μενεξεδένιοι σα να μη θέλανε για τον κόσμον όλο να ξυπνήσουν. Σε τι νιάτα ολόφεγγα βρίσκονταν εδώ τα όσα έβλεπαν τα μάτια μου! Καινούργια, παραμυθένια σχεδόν τα δέντρα και τα βράχια τα γνώριμά μου φάνταζαν, αγνώριστα τα κυπαρίσσια σα λαμπάδες μαύρες και στοιχειωμένοι στεναγμοί και οι ασημόγυαλες κυματωσιές των ελιών και των σπάρτων οι θάμνοι οι ολόχρυσοι από ανθάδα που κρέμονταν απ’ τους αλικόβαφους βράχους —ξανθά μαλλιά μέσα σε φλόγες:— σα να ‘χα πέσει εγώ σε κάποιο άλλο άστρο! Από μιαν άλλη γη μαυροΐσκιωτη και γερασμένη είχα αράξει τώρα εδώ σ’ ένα μαγεμένο ακρογιάλι που μια ζήση πιο φωτεινή το κατοικούσε. Ω! και βέβαια βρισκόμουν εγώ σ’ ένα άλλο πλάτος της υπάρξεως και της αισθήσεως. Δεν ήτον αυτό σα να ξαναγεννιούμαι σε κάποια «Νέα Ζωή» του Δάντη; Κι ήτον ΕΚΕΙΝΗ που μ’ έμπαζε από το χέρι σ’ αυτή τη νέα ζωή — ΕΚΕΙΝΗ που από μακριά την είχε φέρει ένα καράβι μελανό.

Η βασιλική βάρκα ακούμπησε στην παραλία.

Η Αυτοκράτειρα πάτησε το πόδι της στο άσπρο μάρμαρο του μώλου όπου βρισκόταν ορθόστυλο, σα να πήδησε απ’ το νερό και να μαρμάρωσε, ένα δελφίνι μαρμαρένιο. Μου το είχε δείξει από το πλοίο λέγοντας:

— Βλέπετε το δελφίνι εκεί κάτω; Είν’ ο γελαστός μου φιλόσοφος που πρώτος θα με υποδεχθεί.

Μπροστά μας, απλώνοντας ως πέρα τη λυγεριά της με κάποιο γλυκόχυτο και ποθερό λάγγεμα, η αμμογιαλιά της Μπενίτσας φάνταζε ασημόασπρη από βότσαλα και φύκια και στο βάθος του κόρφου της το συνονόματο χωριουδάκι κρυβόταν ερωτιάρικα μέσα στα κυπαρίσσια και στις πορτοκαλιές. Κι η μαύρη λυγερογραμμένη μορφή της Αυτοκράτειρας πρόβαινε σα να μην πατούσε στο χώμα, σαν κάποιος ίσκιος να γλιστροδιάβαινε, κατά τη μεγάλη πύλη τη σιδερένια κι ολοκέντιδη που ορθάνοιχτη την καλούσε στον παράδεισό της.

Η αυλική ακολουθία κι όλη η βασιλική εθιμοτυπία, που πάντα είν’ αξεκόλλητες η μια απ’ την άλλη κι έτσι άθελα τις σέρναμε και τις δυο μαζί μας, μένανε συνήθως καθαρά εξωτερικοί τύποι, μα βρίσκονταν και σε παντοτινή κι όσο μπορεί να φαντασθεί κανείς πεζότερη αμάχη (ω τι παραφωνία!) με την εσώτερη, την αψηλόθρονη προσωπικότητα της Αυτοκράτειρας· αλλ’ αυτή τη φορά, στα μάτια μου, παίρνανε σχεδόν μια σημασία συμβολική για την υπέρτερη απ’ το κάθε τι εμφάνιση που πατούσε τον τραγικό γιαλό.

Και πρόβαινεν Εκείνη πάντα, την κεφαλή μέσα στην άσπρη δόξα της ομπρέλας της, και ήτονε σα να ‘χε βλαστήσει απ’ το χώμα και σάμπως ν’ άνοιγ' η τοποθεσία στα βήματά της κι όλο το μέρος να βαθούλαινε και τα δέντρα ν’ άπλωναν την κόμη τους και να στρογγύλευαν τις χλωρές πλεξούδες τους για να την αγκαλιάσουνε. Στο πλευρό της ανέβαινα εγώ τα λευκά σκαλοπάτια, με φόβο σχεδόν μήπως απηχήσουν τα βήματά μου κοντά στα δικά της, ανέβαινα με βήματα δειλόχαρα κι αλλόκοτα τα λευκά σκαλοπάτια που οδηγούνε στο ναό του Χάινε. Το βασιλικό της κεφάλι σάλευε μέσα στις αχτίδες, που τις απάλαινε η άσπρη ομπρέλα, όπως μέσα σ’ ένα κύμα λαγαρό που δεν το διαφωτάει ήλιος παρ’ απόθαμπος. Έτσι περνούσαμε μέσ’ από μια δεντροστοιχία όλο λεμονιές λουλουδισμένες. Η διαπεραστική τους ευωδία που λέξη καμμιά ποτέ δε θα την πει στάλαζε σταλαματιά σταλαματιά στο στήθος μου τόσο π’ αναγκάσθηκα πολλές φορές να πάρω βαθιάν αναπνοή. Κοίταζα γύρω τα δένδρα, τα ολάνθιστα, όλην αυτήν τη μυρωμένη λευκοσύνη τη σιγοτραγουδίστρα μες την πηχτή πρασινόγλαυκη σκιά των φύλλων, και τα μάτια μου αναγάλλιαζαν από μια τρισμάκαρη αίσθηση νιάτων κι ευτυχίας. Τι άνοιξη! —γεμάτη θάματα, σπαρμένη μάγια!— κι εγώ τα είχα ξεχάσει!...

— Βλέπετε, Μεγαλειοτάτη, πώς στολίστηκαν οι λεμονιές για να γιορτάσουν τον ερχομό της Βασίλισσας; είπα.

— Έβαλαν πάλι τα νυφιάτικά τους, αποκρίθηκε χαμογελώντας.

— Αχ, αυτή η μυρουδιά! Την είχα ξεχάσει ολότελα.

— Κι αυτή θα χαθεί —και τα λεμόνια έπειτα είναι πολύ ξινά!

Σώπασα, σα να μ’ είχε κουκουλώσει ένα σύννεφο από πράγματα αξεδιάλυτα και σκοτεινά που ήξερα μόνο πως γλυκό ήτονε μέσα σ’ αυτά κάνεις να ναυαγήσει. Κι οι σκέψεις μου άγνωρες και πολυξεχασμένες, πλεούμενες, αχνόρρευστες ξεφυλλίζονταν απαλά και βουβά πάνω στα βασιλικά της χέρια, όπως και τα πέταλα αυτών των άσπρων λουλουδιών, χωρίς καμιάν πνοήν ανέμου, έπεφταν ακατάπαυτα και σιγαλά στη μάνα τους τη γη.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Μου έδειξε όλο το παλάτι, κάμαρη προς κάμαρη. Σα στα παραμύθια ήταν τα όσα έβλεπα και τ’ ότι Εκείνη η ίδια μου τα ‘δειχνε αυτά. Έτσι κάνουν οι καλές νεράιδες οι φεγγαροντυμένες με τα βοσκόπουλα τα πλανεμένα.

Το παλάτι είναι χτισμένο κατάμεσα στου βουνού τη σάρκα έτσι που η πρόσοψη έχει τρία πατώματα, ενώ απ’ την πίσω μεριά ένα πάτωμα όλο κι όλο βγαίνει σε μιαν απλόχωρη φυσική ταράτσα φυτεμένη σαν κήπος με δέντρα εκατοχρονιάρικα. Η πρόσοψη κοιτάει κατά το δημόσιο δρόμο που απ’ τη χώρα της Κέρκυρας περνώντας από τ’ άσπρο χωριό του Γαστουριού και μπρος απ’ την αυλόθυρα του παλατιού, κατεβαίνει στο γιαλό ίσα με τις Μπενίτσες. Ένας μαντρότοιχος ασπρισμένος, πολύ αψηλός, και το πηχτό πέπλο που κάνουν των ελιών οι φυλλωσιές απορίχνουν τα βλέμματα της ανθρώπινης περιέργειας όπως οι ασπίδες τα βέλη των εχθρών.

— Οι Άγγλοι είναι έξω φρενών, είπε η Αυτοκράτειρα, γιατί κάνουν καρτέρι ώρες ολόκληρες στην κορυφή του αντικρινού λόφου, χωρίς να κατορθώσουνε να διακρίνουν ούτε ρουθούνι απ’ την Αυτοκράτειρα!

Η μεγάλη καγκελωτή χυτοσιδερένια πύλη μ’ αποπάνω την επιγραφή ΑΧΙΛΛΕΙΟΝ ανοίγει από το δρόμο και ήρεμη μι’ ανηφοριά αμμόστρωτη ανεβαίνει προς τα προπύλαια που εξέχουν απ’ το χτίριο: κάτι τεράστιες κολώνες που αναβαστούν ένα πλατύ άνδηρο μαρμαρένιο σ’ αυτουνού το πεζούλι ορθοστυλώνονται Κένταυροι κι αυτοί μαρμαρένιοι. Το δεύτερο και το τρίτο πάτωμα είναι χτισμένα πιο πίσω ώστε να κάνουν τόπο σε δυο λότζιες σκεπαστές, δεξιά κι αριστερά του μεσιανού ανδήρου των Κενταύρων και που μ’ αυτό ενώνονται. Οι χαριτωμένες δίδυμες κολωνίτσες, οι στημένες στις δυο άκρες της κάθε λότζιας, αναβαστούν κι αυτές μπαλκόνια του πιο επάνω πατώματος· στο κάγκελο αυτωνών πάλι των μπαλκονιών, στην κάθε γωνιά, στέκουν μπρούντζινες γυναίκες μαύρες, καταστόλιστες με χρυσαφικά, που σηκώνουν αψηλά στα χέρια τους γλόμπους για φως ηλεκτρικό. Και σ’ όλο το μάκρος του παλατιού, απ’ το πλευρό που βλέπει καταμέσα του νησιού, τρέχει άλλο ένα άνδηρο λαγγεύοντας το στήθος του προς το Γαστούρι και τους Άγιους Δέκα — ένα χωριουδάκι ζωγραφιστό σκαρφαλωμένο σα φωλιές χελιδονιών στον πανύψηλο συμμετρικό θόλο του συνονόματου, ισόθεου βουνού· κι ένας Ερμής φτερουγόποδος κρατώντας το κηρύκειο κάνει να πετάξει απ’ την πιο εξώτερη άκρη του στηθόγυρου στα μακρινά, πάνω από τη γλυκοσάλευτη θάλασσα που κάνουν οι ελαιώνες.

Θυμάμαι πως όταν πρωτοβγήκα σ’ αυτό το άνδηρο, στάθηκα πολλήν ώρα άφωνος, θωρώντας την άφραστη γαλήνη την περίχυτη γύρω σ’ όλες τις γραμμές και ακούγοντας το μυστικό τραγούδι της.

—«Στάς ἔνθα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς θηεῖτο»,

είπε τότε η Αυτοκράτειρα, απαγγέλλοντας ένα στίχο απ’ την Οδύσσεια...

Από τα προπύλαια περάσαμε στο ανοιχτό άτριο: ένα δώμα αψηλόροφο και μαγευτικά δροσερό που κι αυτουνού τη σκέπη αναβαστούν κολώνες ντυμένες ως τη μέση με πορφυρό βελούδο και στους λευκούς που κυκλοφέγγουν τοίχους από μάρμαρο γυαλοπελεκητό κι ολόστιλβο πάλι πορφύρα πέφτει βαριά σε δίπλες τεχνικές και καθρέφτες, αψηλοί και φαρδιοί όσο κι οι τοίχοι, αντιφεγγίζουν των βασιλικών αυτών υφασμάτων τη φλογοθωριά. Απ’ τις δυο μεριές της μεγάλης σκάλας που ανεβαίνει στα επάνω πατώματα είναι φυτεμένες μέσα σε τεράστια βάζα από μπρούντζο και πορτσελάνα θεόρατες φοινικιές ριπιδόφυλλες με την κορφή τους ίσαμε τη σκεπή, τη στολισμένη με τοιχογραφίες που παρασταίνουν αρχαίες νύμφες να σέρνουν το χορό· μέσ’ απ’ τα ίδια αγγεία ακόμη άλλα βλασταίνουν περίτεχνα λουλούδια από γυαλί που κάθε βράδυ σκορπίζουν ολόγυρά τους έναν αχνό από φως μυστηριακό σαν κάποιο φεγγερό λιβάνι. Δεξιά κι αριστερά θύρες διπλόφαρδες και καλόφραχτες, κατά το λόγο του Όμηρου, φέρνουνε σ’ άλλα δωμάτια: στη σάλα του παιγνιδιού, στην τραπεζαρία (και το δικό μου το δωμάτιο βρίσκετ’ από αυτού)· έν’ άλλο μικρό διαμέρισμα δεξιά απ’ την μπασιά, στο άτριο, είναι φτιαγμένο παρεκκλήσι: στο βωμό, σε μια κόγχη μέσα, στέκει γλυκοχαμογελούσα η «Παναγία η Φυλάχτρα» (Notre Dame de la garde), το άγαλμα της προστάτισσας των ναυτικών της Μασσαλίας.

— Εγώ η ιδία την έφερα μαζί μου από τη Μασσαλία, είπε η Αυτοκράτειρα: είναι η προστάτρια όλων των θαλασσινών.

Μια σκάλα μαρμαρένια, στολισμένη με θεϊκά αγάλματα της Αφροδίτης και της Αρτέμιδος και εφήβων που γυμνοζούν πανώριοι, ανεβαίνει απ’ το πλάτωμα των προπυλαίων και το κάτω περιβόλι επάνω στους κρεμαστούς κήπους του βουνού.

Ένα μαρμαρένιο περιστύλιο φέρνει γύρο το χτίριο καθώς βγαίνει στην ταράτσα. Οι κολώνες σ’ ατέλειωτη σειρά που βαστούν τη σκεπή είναι βαμμένες στο κάτω μέρος με μίνιο, τα κιονόκρανα πλούσια χρυσωμένα και χρωματισμένα κόκκινα και γαλάζια· κατάλευκο το άλλο τους κορμί θαυμαστά ξεχωρίζει από τον Πομπηϊανό βαθιοκόκκινο τοίχο του βάθους με τα μεγάλα ζωγραφισμένα «μενταλλιόν», που παρασταίνουν αρχαία παραμύθια: τον Απόλλωνα με τη Δάφνη, το Θησέα και την Αριάδνη, τον Όμηρο τυφλό τραγουδιστή, τον Αίσωπο που λέει τους μύθους του και διάφορες τοποθεσίες απ’ την Οδύσσεια. Κατά τον τοίχο, στη σειρά, είναι στημένες ερμαί, προτομές αρχαίες από φιλόσοφους και σοφούς και ρήτορες που η Αυτοκράτειρα ξέχωρα τους αγαπά. Στην άλλη άκρη της μακριάς πλευράς του περιστυλίου προς το βοριά και τη θάλασσα μια μαρμαρένια μορφή ηλιόλευκη φαντάζει: η «Πέρι», η νεράιδα του φωτός, που σε μια φτερούγα κύκνου αναγερτή γλιστρά στον αφρό του κύματος και στην αγκαλιά της σφίγγει το κοιμισμένο παιδί —τον άνθρωπο. Όταν περάσαμε μπρος απ’ τη μαρμαρωμένη νεράιδα, στάθηκε η Αυτοκράτειρα μερικές στιγμές βυθισμένη στη θωριά της.

— Έρχομαι κάθε μέρα και τη βλέπω, είπε, την αυγή και το βράδυ όταν σκοτεινιάζει.

Μπρος από κάθε κολώνα του περιστυλίου στέκονται μαρμαρένιες Μούσες, σε φυσικό μέγεθος, με αρχηγό τον Απόλλωνα Μουσαγέτη. Η Αυτοκράτειρα με πήγε μπροστά σε κάθε μια τους, σα να' θελε να με παρουσιάσει.

— Οι περισσότερες είναι αρχαίες, είπε· έβαλα και μου τις αγοράσανε στη Ρώμη: ήταν άλλοτε του πρίγκηπος Μποργκέζε, αλλά χρεωκόπησε αυτός και έτσι αναγκάσθηκε να ξεπουλήσει τους θεούς του. Βλέπετε τι φοβερό πράμα; σήμερα και οι θεοί ακόμα είναι σκλάβοι πουλημένοι του χρήματος!

Κοντά στον Απόλλωνα, στον κύκλο μέσα των Πιερίδων παρθένων, βρισκόταν άλλο εν’ άγαλμα που το αναγνώρισα αμέσως για την «Τρίτη χορεύτρια» του Κανόβα, που γι’ αυτήν καθώς και για την «Αφροδίτη νικήτρια» (Venus victrix) λεν, ότι παρασταίνει την Παυλίνα Μποργκέζε, την ευνοούμενη αδελφή του Ναπολέοντος... και του Έρωτος.

— Έφερα στις Μούσες μιαν καινούργια συντρόφισσα, είπε η Αυτοκράτειρα. Ελπίζω πως θα την υποδέχθηκαν καλά· ο Απόλλων τουλάχιστον την κοιτάζει με μεγάλη τρυφερότητα. Το περιστύλιο είν’ εμένα ο νέος μου Όλυμπος.

Αρχαϊκές λυχνίες, δουλεμένες περίτεχνα μ’ ανάγλυφα δελφίνια και Τρίτωνες, με γλόμπους κρυστάλλινους σε σχήμα λουλουδιών, κρέμονται σαν καντήλες μ’ αλυσίδες απ’ το επιστύλιο, ανάμεσα στις λευκές κολώνες.

Ένα μονάχα σκαλοπάτι κατεβαίνει απ’ το περιστύλιο στον κήπο της ταράτσας.

— Αυτό το περιβόλι έχει όνομα «Κήπος των Μουσών», με πληροφόρησε η Αυτοκράτειρα. Εδώ δίχως αμφιβολία θα σας έρχονται πλήθος τα ποιήματα στο νου.

Κυπαρίσσια είν’ εδώ, αρχαία πολλών αιώνων, σε μια στάσην ασάλευτη και ιερατική και μαγνόλιες που άνθιζαν τώρα ονειρεμένα σε τεράστια άνθη σαν παραμυθένια και αγριελιές ακόμη που για πρώτη φορά μου αποκάλυψαν τόσο βαθιά όλη τη θεοσύνη που ενσαρκώνουν και συμβολίζουν.

—Τις άφησα εδώ επίτηδες αυτές τις ελιές, είπεν Εκείνη, γιατί και στην Ακρόπολη είχαν ελιές αφιερωμένες στην Παλλάδα Αθηνά. Εδώ έχουν όμως μια μεγάλη αποστολή να εκτελέσουν: τους έχω παραγγείλει να πιάνουνε στα κλαδόφυλλά τους σα μέσα σε δίκτυα όλες τις χρυσές αχτίνες του ηλίου που γλιστρούν, τόσο απελπισμένα κάτω απ’ τα μαύρα κυπαρίσσια.

Μέσα σ’ ευτυχισμένα ανθοκρέβατα γεμάτα ρόδα και διατσέντα, που τραγικά σκορπίζουν τις μυρωμένες τους ψυχές σε θάνατο εκστατικό, είν’ ένα σιντριβάνι μ’ ένα δελφίνι που πετάει το νερό ψηλά· κι ένας μαύρος Σάτυρος που ‘χει στους ώμους του καβάλα το Διόνυσο παιδί, τεντώνει τ’ αυτί του κρυφακούγοντας το λάλο τραγούδι της πηγής. Προχωρήσαμε ως την άκρη του κήπου απ’ όπου η πλαγιά του βουνού μαζί με φυλλοκύματα ασημόλαμπα και πνοών ηδονικά ανατριχιάσματα χύνεται απαλά στη θάλασσα μες τ’ άλλα κύματα της γλαυκής αλησμονιάς και της γλυκοκοιμισμένης λύπης. Μια τέντα, ένα τσαντίρι αναπαύσεως από ύφασμα πολύχρωμο μ’ αρχαία ελληνορωμαϊκά σχέδια είναι στημένο εδώ σε μιαν προεξοχή της ταράτσας που βλέπει πιο μακριά από κάθε άλλο μέρος. Στα σιδερένια κοντάρια που βαστούν την τέντα είναι βαλμένες άρπες, του Αιόλου· αλλά κάτω από την τέντα και ακουμπιστά στο εξωτερικό πεζούλι της ταράτσας είναι χτισμένο μες το γυροτοίχι ένα θρονί μαρμάρινο ημικυκλικό, σαν κι εκείνα που βρίσκονται στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα και που τ’ αρέσουν τόσο του Alma Tadema να τα ζωγραφίζει, και πιο πάνω από τη λευκόφλογη αίγλη του μάρμαρου αυτού μια λουρίδα σκοτεινόβαφη σαν το κατακάθι του κρασιού —μια παύλα μουγγή προς την απειροσύνη, πέρα από κάθε νόημα ανθρώπινο— η θάλασσα, που ανεβαίνει ψηλά στον ορίζοντα και παίρνει κομμάτι απ’ τον ουρανό, η θάλασσα η αρχαία, παθιάρα και ηδονική, φριχτή από μυστήριο. Και ψηλότερ’ ακόμα τα γλαυκόβραχα βουνά της Ηπείρου που λιώνουν μες τον αχνό του ήλιου μ’ ένα άνθινο χαμόγελο, βαθύ, θανατερό. Και δάφνες βρίσκονται ολόγυρα —δάφνες που ‘χουν τα μαντικά λαλήματα— πυκνωμένες και σύδεντρες που έτσι ακόμα περισσότερο εκφράζεται η αιώνια όψη αυτής της ζωγραφιάς. Μέσα σ’ αυτή την αποφεγγιά του αρχαίου ήλιου του Ομήρου, πεσμένη στο μαρμαρένιο κλασικό θρονί το πλασμένο απ’ ωριοσύνη η ολομέλανη βασίλισσά μου ήτονε βαθιά συγκινητική, επειδή μου φάνηκε σαν την ψυχή της αρχαίας Ελλάδος, μαυροφόρα για τη χαμένη Καλλονή, που ήρθ’ εδώ γυρεύοντάς τη, σ’ αυτόν τον άγιο και τραγικό γιαλό, σ’ αυτό το θλιμμένο και έρημο θρονί του παλιού καιρού —πάντα γυρεύοντάς την...

Παραπέρα άλλες δύο ταράτσες με κήπους κατεβαίνουν απ’ το περιστύλιο προς το βοριά και τη θάλασσα. Στην κάτω κάτω άκρη της τελευταίας ταράτσας ξαστράφτει ένα ολόλευκο σημάδι.

— Είναι ο «Αχιλλεύς που πεθαίνει», είπε η Αυτοκράτειρα, που του αφιέρωσα το παλάτι μου, επειδή για μένα αυτός αντιπροσωπεύει την ελληνική ψυχή και την ομορφιά της γης και των ανθρώπων. Τον αγαπώ ακόμη, επειδή ήτονε φτερόποδος στο τρέξιμο σαν τον Έρμη και ήτονε δυνατός και περήφανος και πεισματάρης σα βουνό ελληνικό και περιφρονούσε σα σύννεφο όλους τους βασιλιάδες κι όλες τις συνήθειες και τους νόμους και δε λογιάριαζε τα κοπάδια των ανθρώπων για τίποτα, το πολύ πολύ για να θερίζονται σα στάχυα απ’ το θάνατο. Δεν είχε άλλο ιερό παρά τη δική του θέληση και δεν έζησε παρά τα δικά του τα όνειρα και η θλίψη του ήτονε γι’ αυτόν πιο πολύτιμη απ’ τη ζωή ολόκληρη...

Απ’ την ταράτσα του περιστυλίου που την αποκλεί περίγυρα ένα μαρμαρένιο κάγκελο, κατεβήκαμε λίγα σκαλοπάτια σε μια δεύτερη ταράτσα. Δεξιά κι αριστερά αυτών των σκαλοπατιών είναι στημένοι σε βάθρα οι δύο περίφημοι «Παλαισταί εφορμώντες» του Μουσείου της Νεαπόλεως που μες τη γυαλιστερή μαυράδα του μπρούντζου τους, θα ‘λεγε κανείς, είναι αλειμμένοι κι έτοιμοι να ορμήσουν ο ένας κατά του άλλου. Σ' αυτή τη δεύτερη ταράτσα αναπαύεται καθισμένος μέσα σε ρόδα ένας Ερμής (εκμαγείο του χάλκινου αγάλματος του Herculanum). Παρακάτω μιαν άλλη σκάλα μαρμαρένια κατεβαίνει από δυο μεριές, ημικυκλική, σε μιαν τρίτη ταράτσα, την «Ταράτσα του Αχιλλέως».

— Αυτοί είναι οι κρεμαστοί μου κήποι, είπεν Εκείνη. Δεν πιστεύω της Σεμιράμιδος τα περιβόλια να ήταν πιο θαυμαστά· άλλα δεν είναι δικό μου το κατόρθωμα, ότι αυτά εδώ είναι τόσο ωραία: έχω τον ίδιο περιβολάρη που είχε κι ο Αλκίνοος: τον ήλιο του Ομήρου.

Αποκάτω από την τελευταία σκάλα σπηλιώνονται κάτι κουφάλες τεχνητές: άντρα με σταλακτίτες που το άνοιγμά τους είναι κρυμμένο πίσω από φτέρες πανύψηλες. Μια χλωροπράσινη και σύθαμπη αντιφεγγιά αναβρύζει απ’ το βάθος όπου έχουνε βαλμένους καθρέφτες κι έτσι θαρρεί κανείς πως προχωρούν αυτά τα άντρα κάτω από διάφανα πράσινα νερά σ’ αμέτρητα βάθη για να βγουν ποιος ξέρει σε ποιας νεράιδας τη θαλάσσια κατοικία. Και μια πηγή μ’ υπνοσύνη και σιγαλινό τραγούδι σταλάζει ράθυμα από ψηλά υφαίνοντας νερένιο πέπλο πάνω σ’ έναν τοίχο βράχινο, δασωμένο σα στήθος χλωροφύκιωτο κανενός θαλάσσιου τέρατος από ένα αβρότατο πολυτρίχι που το λεν, ίσως απ’ τον καιρό του Θεοκρίτου, «Μαλλιά της Αφροδίτης».

— Αυτό είναι το καινούργιο μου άντρον της Καλυψώς, είπε η Αυτοκράτειρα· αλλά πολύ του λείπει για να ‘ναι τόσο επικίνδυνο σαν κι εκείνο το παλιό της προκατόχου μου. Με τον καιρό όλα χάνουν τη δύναμη τους!

Θόλοι σκιαδεροί από περιπλοκάδες λουλουδισμένες τώρα —δρόμοι μυστικής χαράς και ωραίας θλιβεροσύνης— προβαίνουν κι απ’ τις δυο μεριές ίσα με το άγαλμα του Αχιλλέως που πεθαίνει. Νύμφες των δασών και ένας Σάτυρος μεθυσμένος —μπρούντζοι ψυχοκίνητοι, ντυμένοι με τη γλαυκοπράσινη πάτινα της παλιοσύνης— φαντάζουνε με πρασινόζωη θωριά μέσα στη χλωρωσιά των χίλιων λογιών φύλλων σ’ αποχρωμιές πρασινάδας που γλυκαίνουν τη ματιά.

Και πάλιν άλλοι λόφοι ελιοφύτευτοι, ήρεμοι κι απαλοστρόγγυλοι σαν κεφαλάκια παιδιών που τα χάδεψε ένα χέρι, ξεκινούν απ’ την τελευταία ταράτσα και κατεβαίνουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον ή δυο δυο χεροπιαστά την πλαγιά προς τη βαθιάν κόλπωση τη λεγόμενη θάλασσα του Χαλκιοπούλου. Και φαίνεται απ’ εδώ το Νεκρονήσι του Bocklin, το δεμάτι εκείνο ολόισα κυπαρίσσια που σφίγγουνε στην αγκαλιά τους το άσπρο σπίτι των ψυχών, επάνω στον καθρέφτη των νερών.

— Θα πάμε συχνά εκεί κάτω, μου είπε η Αυτοκράτειρα. Είναι ένας περαματάρης εκεί που μοιάζει ίδιος ο Χάρων. Μες τη βάρκα του με τα κουπιά με περνά στο νησί σα μια ψυχή θλιμμένη και νοσταλγική. Μόλις κατέβω στ’ ακρογιάλι, αμέσως λύνει τη βάρκα του, δίχως να πει λέξη. Κι εγώ μπαίνω μέσα και μένω το ίδιο αμίλητη. Αντίκρυ στο νησί έρχεται ο ερημίτης να με υποδεχθεί. Μου φέρνει μέλι κι αμύγδαλα να βάλω στο στόμα μου, να ξεχάσω τη ζωή και τον απάνω κόσμο...

Έπειτα ξαναγυρίσαμε αγάλια αγάλια ανεβαίνοντας μέσ’ απ’ τους κήπους.

Από το περιστύλιο η Αυτοκράτειρα πέρασε ίσα στα δώματά της. Σ’ αυτά τα διαμερίσματα σκόρπισε όλη την ψυχή της: είναι το πιο εξαίσια ποιητικό πράμα που θα μπορούσε κανείς να φαντασθεί και που θα ονειρευότανε να 'βρισκε σ’ αυτό το σπίτι και σ’ αυτόν τον τόπο.

— Μονάχη μου τα ‘βαλα όλα σε τάξη, είπε, και μοναχή μου διάλεξα το καθετί. Γι’ αυτό αισθάνομαι τον εαυτό μου λιγότερο ξένο εδώ παρά στη Βιέννη.

«Είναι μεγάλη απόσταση, αποκρίθηκα μέσα μου, απ’ αυτά εδώ τα δώματα ίσα με τις φανταχτερές σάλες της Μπουργ στη Βιέννη όπου όλα θυμίζουν κάποιαν ιδέα, μα τίποτα δεν ξυπνά ένα αίσθημα». Εδώ σ’ αυτό το home, που το δημιούργησε μονάχη της από άκρη σ’ άκρη, τα χαρακτηριστικά της υπέροχης υπάρξεώς της καθαρότερα ακόμα ξανοίγονται. Από την κάθε γωνιά των δωματίων αυτών αναβρύζει το τραγούδι και το φέγγος της εξαίσιας λύπης που περνοδιαβαίνει αποφυλλίζοντας την ωριοσύνη της για όποιον μπορεί να την ιδεί και να την ακούσει. Παντού σχήματα αβρά και σπάνια, αχνοχρωμιές δίχως όνομα που μοιάζουνε μύρα ξέψυχα, χρυσάφια σκοτεινιασμένα από παλιούς χρόνους ξεχασμένους, φωτίσματα που χλωμαίνουν και σβήνουν απαλά. Τέτοιος έπρεπε να ‘τον και ο γυναικών της Πηνελόπης και της Ελένης, αν αυτές οι ευγενικές και γλυκόψυχες γυναίκες είχαν τη συναίσθηση της λαμπροσύνης των ονείρων τους.

Και ήταν εδώ θρονιά καλοφτιαγμένα σαν κι εκείνο που η Αδράστη έφερε της Ελένης να καθίσει, της Ωριοσύνης θρόνο, με χωνεμένα ασήμια και σιντέφια, και το καθένα σκεπασμένο με μιαν αργυρόλευκη παχύμαλλη προβιά, και σκαμνάκια όμορφα ν’ αναβαστούν γυναικεία πόδια γλυκομάλαγα σαν άσπρα περιστέρια, και αψηλές ντουλάπες σαν της Πηνελόπης που φύλαγε μέσα τα μοσχομύριστά της πέπλα τ’ αλικοπλουμισμένα. Μια πιθαμή μονάχα ψηλότερ’ απ’ το πάτωμα είναι στημένο στην κρεβατοκάμαρη το απλόχωρο ελληνικό λέκτρο, δουλεμένο στην εντέλεια, όμοιο με κείνο που θήλιασε ο Οδυσσεύς απάνω στη ρίζα της ελιάς: στις τορνευτές ολόστιλπνες κολώνες Νύμφες αναγέρνουν ωσάν ποθολυμένες, αναβαστώντας το προσκέφαλο που το τριγυρνούν ονείρατα αλαφρόφτερα και μια χλαίνα πορφυρομέταξη είναι απλωμένη στο φίλυπνο το στρώμα: — έτσι και η Ελένη, η αταίριαστη του Δία θυγατέρα, παράγγειλε στις δούλες και στις παρακόρες της να στρώσουν του Τηλέμαχου για να χαρεί τον ύπνο το γλυκό... Σιμά στο κρεββάτι βρίσκεται ένα προσευχητήρι ξύλινο και πάνω σ’ αυτό ένα εικόνισμα ασημένιο βυζαντινό της Παναγίας. Στους τοίχους ζωγραφιές όλο χρώματα ανοιχτά με πολύν ήλιο και τραγούδι μέσα τους: η αγαπημένη κόρη της η Βαλερία —μια συμφωνία από άχνες ρόδινες— κουκουλωμένη σ’ ένα σύννεφο από άνθη μυγδαλιάς. Και θαυμάσια βάζα αρχαϊκά από εκείνο το πανάρχαιο γλαυκό γυαλί που θρύψαλά του βρίσκονται μες τους αρχαίους τάφους δίπλα στα κόκκαλα των νεκρών. Τα λουλούδια που παντού σκορπίζουν του μυστηρίου τους το λιβάνι, τη χάρη τους την αβρή κι επιθανάτια, είναι μ’ έναν τρόπο βαλμένα ομάδι που φαίνονται σαν οργανωμένα σε μια ζωήν καινούργια: σ’ αυτά τα δώματα αισθάνεται κανείς γύρω του να γλυκοζούν ολότρεμες οι αιθέριες ψυχίτσες εξαίσιων φυτικών πλασμάτων και είναι σάματις όλα τ’ άνθη, στην προσταγή κάποιας νεράιδας, βασίλισσας των λουλουδιών, να ξεκίνησαν απ’ όλα τα λιβάδια κι απ’ όλα τα περιβόλια να ‘ρθούν εδώ να προσκυνήσουν και σ’ ΕΚΕΙΝΗΣ μέσα την πνοή να μοσχανασάνουν και με το μύρο τους μαζί ν’ απαλοχύσουν τους πόθους Εκεινής. Από τη σκεπή κρέμονται καντήλες χάλκινες σαν αρχαίοι αμφορείς σε σχήματα λουλουδιών ή κογχυλιών με Νύμφες και Τρίτωνες μπρούντζινους που ανάμεσα σ’ αυτά τ’ άνθη και τα κογχύλια αδράχνονται απ’ τα γλυκομάλαγα κορμιά και κάνουνε συμπλέγματα ερωτόθυμα. Κι οπού τα βλέπει ο νους συλλογιέται ωριοθύμιστα τα interieurs που 'χει στις ζωγραφιές του ο Burne Jones, αισθητικά και υπερλεπτυμένα ίσαμ’ εκεί που αρχίζει η οδύνη.

Τόσο πλούσια και συνάμα τόσο αβρά και απόκοσμα είναι όλα τα αντικείμενα σαν ιδωμένα σε κάποιαν άλλη ζήση και φτιαγμένα από ασώματα υλικά! Αλλά και κάτι άλλο βρίσκεται μέσα τους παρ’ ό,τι βλέπει κανείς και στα πιο ονειρεμένα έργα τέχνης: είναι η αδυσώπητη ασπλαχνία της αρχαίας Ειμαρμένης —ο μαύρος ήλιος που καίει μέσα Της που και σ’ αυτήν εδώ την κατοικία έχει ρίξει τον ίσκιο του. Και είναι Εκείνη μια σύνθεσις απ’ όλες αυτές τις θλιβεράδες και ωριοσύνες που τις ενσαρκώνει μέσα της, που τις ξυπνά σε μια ζωήν ανώτερη και έπειτα τις σκορπίζει γύρω της. — Κι Εκείνη με πήγαινε γύρω σ’ όλα αυτά τα δώματα, όλα το ‘να πιο μαγευτικό από τ’ άλλο, όλα σα βγαλμένα από κάποιο παραμύθι, όχι τόσο για την εξωτερική τους λαμπροσύνη παρ’ όσο για την ψυχική ατμόσφαιρα που κρυφοζούνε μέσα της.

Στο δεύτερο πάτωμα (από πάνω αρχίζοντας) βρίσκονται τα διαμερίσματα τα προορισμένα για τον Αυτοκράτορα και για το αρχιδουκικό ζευγάρι: Βαλερία και Φράντς Σαλβάτωρ.

— Είναι κρίμα, ότι ο γαμπρός μου δε θέλει να ‘ρθει εδώ, είπε η Αυτοκράτειρα, μολονότι τον έκαμα να ελπίζει πως θα βρει το καλύτερο κυνήγι των κάπρων στα βουνά της Αλβανίας. Αλλά δεν πολυεμπιστεύεται στην πεθερά του, πρόσθεσε στ’ αστεία. Μια φορά μονάχα ήρθε, την περασμένη άνοιξη, και φεύγοντας το είπε καθαρά πως δε θα τον ξαναδούμε· αυτός προτιμά την Άνω Αυστρία και δεν μπορεί να υποφέρει τις ελιές και τη θάλασσα, κι η αρχιδούκισσα Βαλερία αγαπά τον άντρα της πολύ και γι’ αυτό της αρέσει ό,τι αρέσει κι αυτουνού.

Και σ’ αυτά τα λόγια η φωνή της Αυτοκράτειρας ακούστηκε σα ραγισμένο γυαλί —θλιβερά παράχορδη. Έπειτα πρόσθεσε:

— Στη διαθήκη μου αφήνω το Αχίλλειον στην Αρχιδούκισσα· αλλά είναι πολύ πιθανόν πως θ’ αποχτήσει μεγάλην οικογένεια και γι’ αυτό θα είναι το καλύτερο να το πουλήσω και τα παιδιά της να πάρουν το χρήμα. Θα δώσω μάλιστα μαζί το ιδιαίτερο μου ασημικό με το δελφίνι μου χαραγμένο επάνω· ίσως το πάρει τότε κανένας Αμερικάνος: έχω ένα μεσίτη στην Αμερική που μου ‘δωσε αυτή τη συμβουλή.

Έτσι μιλούσεν ΕΚΕΙΝΗ, η αποστραμμένη απ’ τους ανθρώπους, η ενσάρκωσις της απόκοσμης γαλήνης και του ονείρου. Θαρρεί κανείς μερικές φορές πως θέλει ν’ αναγκάσει τον εαυτό της να ‘ναι μια γυναίκα σαν τις άλλες, με το μυαλό της τετρακόσα, που να μη συλλογιέται παρά μόνο για χρήσιμα και συνηθισμένα πράματα και όλο για τέτοια να μιλάει. Πασχίζει για να το καταφέρει, και μολαταύτα και σ’ αυτά ακόμη τα χυδαία και εφήμερα, μόλις τ’ αγγίζει, σκορπίζει μια λάμψη σαν από κάτι αιώνιο.

Απ’ το περιστύλιο, διαβαίνοντας από μια διπλοκάρφωτη και στερεή πύλη δίφυλλη, αρχαία και χάλκινη, καθώς κι απ’ τα δώματα της Αυτοκράτειρας, βγαίνοντας από θύρες δρύινες, βρίσκεται κανείς στη μεγάλη εσωτερική σκάλα. Οι τοίχοι είναι ρυθμού Πομπηιανού κι ελληνικού. Σάτυροι και Καρυάτιδες αναβαστούν τα γείσα της σκεπής και τα διαζώματα της σκάλας. Το κάγκελο είναι από μπρούντζο και παρασταίνει κλώνια ελιάς και δάφνης συμπλεγμένα μ’ ανάμεσά τους πάλι Νύμφες και Καρυάτιδες ορθές σ’ αγαλματένια ζήση. Το φως πέφτει πάνωθε από μια σκεπή γυαλένια και φωτίζει στα γεμάτα την κολοσσαία τοιχογραφία που πιάνει όλη την εγκάρσια πλευρά του τοίχου. Τα βλέμματα εκεινού που κατεβαίνει καθώς και του που θ’ ανεβεί πιάνονται αιχμάλωτα απ’ αυτή τη ζωγραφιά κι ούτε θέλουν πια να ξεφύγουν: είναι ο «Θρίαμβος του Αχιλλέως» που σέρνει το πτώμα του Έκτορος γύρω απ’ τα τείχη της Τροίας. Μπροστά σ’ αυτή τη ζωγραφιά, ύστερ’ απ’ τα όσα είδε ίσαμε τώρα, φαντάζεται κανείς πως ο χαμένος κόσμος της ομορφιάς ξαναζωντάνεψε εδώ μαζί με τον Αχιλλέα, που ‘ναι το σύμβολό του, και πως μαζί του θριαμβεύει. Και η σκάλα, περνώντας μπρος από ένα εξαίσιο αγγείο στημένο σ’ ανάβαθρο (που παρασταίνει ένα άντρο κογχυλένιο και μέσα μια νύμφη κοιμισμένη μ’ ολόγυρά της Τρίτωνες και Ναϊάδες συμπλεγμένους — το όλο βγαλμένο μέσ’ απ’ τα κύματα), κατεβαίνει στο πρώτο και κάτω πάτωμα και στο άτριο.

Αφού μου έδειξε όλο το παλάτι, η Αυτοκράτειρα μου είπε:

— Θα μένομε όσο μπορούμε λιγότερο στο σπίτι. Δεν πρέπει να ξοδεύει κανείς τις πολύτιμες ώρες της ζωής ανάμεσα στους τοίχους παρ’ όσο είναι απαραίτητο κι οι κατοικίες μας πρέπει να ‘ναι τέτοιες που να μην μπορούν ποτέ να μαράνουν τις γοητείες που φέρνομε κάθε φορά μαζί μας απ’ έξω.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Κάθε μέρα κοντά το μεσημέρι, όταν ο αέρας ποτισμένος ήλιο περιγυρίζει το καθετί μ’ ένα φωτοστεφάνι χρυσοκόκκινο, στην κάθε γραμμή απάνω βάζει μιαν ούγια πορφυρή κι ιριδοχρώματη και όλα κείτονται εκστατικά στην αγκαλιά της κάψας της ερημικής, που κρυφακούει τα όνειρα, η Αυτοκράτειρα βγαίνει απ’ το παλάτι της...

Και μόλις διαβούμε τη μεγάλη καγκελόπορτα, δεξιά κι αριστερά της δημοσιάς που αργοκυλάει τη λαύρα της σα λευκό ποτάμι μέσ’ απ’ το χωριό του Γαστουριού ίσα κατά τη χώρα, πέφτομε μες τις ελιές, στους δασωμένους ελαιώνες που μας κουκουλώνουν.

Τι γαλήνη βασιλεύει εδώ μέσα, λησμονιάρα! Τι φεγγερό σκοτάδι!

Ο ήλιος σταλάζει μέσ’ από τις ασημόγυαλες και σαν πουπουλιασμένες φυλλωσιές χωρίς να ζεσταίνει κι ούτε καλά καλά να φωτίζει. Όπως στο βυθό της θάλασσας οι αχτίδες του ήλιου πέφτουν ξέθωρες κι απόθαμπες μέσ’ απ’ τα πράσινα νερά, έτσι γίνεται και σ’ αυτά τα πανάρχαια ελληνικά δάση των ελιών —τόσο παλιά που δεν έχουν πια ηλικία— που επιμένουνε να ζουν πάντα κοντά στην αρχαία θάλασσα, στη θάλασσα την υπερβολικά γλαυκή, την υπέρλαμπρη και φριχτή. Τι υπερδύναμη ζωή μέσα σ’ αυτούς τους κορμούς που δε στέκουν ποτές όρθιοι και αλύγιστοι όπως στα δάση του βοριά, παρά ροζωμένοι και στριφογυρισμένοι, γωνιολύγιστοι και κλαδόγερτοι ή σιωπηλά σκυμμένοι κατέμπροσθεν ή ανοίγοντας αγκαλιές, πάντα όμως σαν έμψυχοι δείχνουνε στα μάτια μας. Και μολονότι οι ρίζες τους στέκουν τόσο αλάργα η μια απ’ την άλλην, οι κορφές τους σμίγουν και αφήνουνε να χυθούν η μια μέσα στην άλλη οι τραγουδίστρες φυλλοκόμες. Έτσι αναγκάζεται κανείς να συγκινηθεί σχεδόν απ’ τα αισθήματα που με τόσο πάθος φανερώνουνε, νιώθει σα μια συγγένεια μαζί τους και μαθαίνει να πιστεύει τα παραμύθια των μαγεμένων δέντρων.

—Τι πλούσιος που αισθάνεται ο άνθρωπος και τι ασφαλής μέσα σ’ αυτό το δάσος, το τόσο φωτεινό στη σκοτεινιά του και τόσο κατοικημένο στη μεγάλη του ερημιά, είπε η Αυτοκράτειρα, την πρώτη φορά που μπήκαμε εδώ μέσα.

Γύρω απ’ το κάθε λιόδεντρο το χώμα είναι ανασκαλεμένο σε χοντρούς σβώλους. Η γης πέφτει κι ανεβαίνει σε σκαλοπατιές που πολλές τους είναι τοιχωμένες με λιθάρια, και παντού απλώνεται η πράσινη χαρά της χλόης. Στ’ ανοίγματα των δέντρων, που ‘ν’ όλο φρεσκοφυτρωμένες χορταριές φτερόκλωνες, ροδίζουνε σ’ αψηλόλιγνα ανθοδέματα οι ασφόδελοι, αριθμητοί οι κίτρινοι κρόκοι κι οι αγριονάρκισσοι ανθίζουν, και οι θλιβεροί υάκινθοι και τα γαλανά κρινάκια σα μάτια που γλυκοθωρούνε μυριανθίζουν.

Ω τα μυστικά των λιβαδιών των απόμονων!

Κι είναι και κάτι μεγάλες άπλες ολόλευκες από μικρές χλωμούλες μαργαρίτες και χαμομήλια που όλα έχουνε χρυσές καρδούλες.

— Δεν ξέρω, γιατί αυτά τ’ άστρα μού χύνουν τόσην άνοιξη στο στήθος και τόσο φως, είπε σιγαλά η Αυτοκράτειρα, καθώς περπατούσαμε πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα λουλουδένια σεντόνια.

Και παραπέρα πέφτει κανείς σε γουβοτόπια μαλακά γεμάτα ανεμώνες — τις ανεμώνες που γεννήθηκαν απ’ του Άδωνη το αίμα— και μέσα σε λίμνες από παπαρούνες, πιο κόκκινες ακόμα κι’ απ’ το αίμα: σα χείλη καυτερά κι αμίλητα τα φύλλα τους γλυκανοίγουν κι ανάλαφρα σαλεύουνε μες την πνοή του ύπνου, λιώνοντας σε φλόγες εκστατικές...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Πρόβατα έβοσκαν αργοσάλευτα κάτω απ’ τις ελιές.

Ένα βοσκόπουλο γυμνόποδο ήτον κουρνιασμένο σ’ ένα απ’ τα μικρά γυροτοίχια από λιθάρια απανωτά, που περιβαστούν τις μαλακοχώματες σκαλοπατιές ίδια κι άλλαχτα απ’ τον καιρό των μακρύκουπων Φαιάκων, κι έτρωγε ένα κομμάτι μαυρόψωμο με θρούμπες που τις είχε μάσει από χάμω. Όταν περάσαμε από μπρος του, χαιρέτησε, χωρίς να κουνηθεί απ’ τη θέση του: «Καλημέρα Βασίλισσα!» κι έκοψε με τ’ άσπρα του τα δόντια μια μεγάλη δαγκωνιά σα μισοφέγγαρο μες το ψωμί του το πιτουρίσιο που ‘χε χρώμα ζαφοράς. Κι η Αυτοκράτειρα, χαμογελώντας, του αποκρίθηκε παίρνοντας της Κορφιάτικης φωνής τον τραγουδιστό ρυθμό:

—Καλημέρα σου!

Μόλις πήγαμε λιγάκι παραπέρα και πίσω μας ακούστηκαν οι στριγγόλαλοι ήχοι μιας τσοπάνικης φλογέρας. Γύρισα πίσω μου κι είδα το μικρό βοσκό που φύσαγε μες το καλάμι του σαλεύοντας τα δάχτυλά του με μιαν αργοσύνη όλο πάθος: ένα δυο τόνοι ήταν, ψιλοί και διαπεραστικοί, που ανεβαίνανε στον αέρα και θλιβερά πλανιούνταν ανάμεσα στα δέντρα ώσπου από την κούραση κι από τη λύπη ξέπνοοι ξαναπέφτανε μέσα στον εαυτό τους· και πάλι κινούσαν τρικλίζοντας μέσ’ απ’ τις ελιές, στεναγμοί χλωμοί κι ολότρεμοι, κατά τα μακρινά, προς τα φεγγερά τ’ ανοίγματα απ’ όπου μπόραγαν τη θάλασσα ν’ αγναντέψουν. Και δεν ακούγονταν πια οι μέλισσες που ως τώρα δα βομβούσανε μέσα στο φωτεινό ισκιόφωτο πάνω απ’ τα λουλούδια, ουδέ τα πουλιά που λίγο πρωτύτερα όλα μαζί μ’ όλη τους τη δύναμη γλυκολαλούσαν. Τίποτα εξόν απ’ τη φωνή του αυλού του ποιμενικού που σιγοστάλαζε παντού, που ξεχειλούσε απ’ τον εαυτό της σε παροξυσμούς οδύνης· και ήτανε σα να ‘χανε σχισθεί απ' τη φωνή αυτή τα πέπλα της λησμονιάς και του ονείρου.

Τότε, καθώς άκουσε αυτήν τη φλογέρα να στενάζει, η Αυτοκράτειρα είπε:

— Τι λύπη και τι νοσταλγία μέσα σ’ αυτούς τους ήχους! Οι παλιοί άνθρωποι έβαλαν αυτοί μέσα όλα όσα είχαν ανθίσει ποτέ μες τις καρδιές τους. Γι’ αυτό τώρα απ’ αυτούς τους λίγους τόνους βγαίνουν όλες οι πιο θανατερές πίκρες και όλες οι πιο αλάλητες χαρές των παλιών ανθρώπων μαζί και των καινούργιων.

Και πρόσθεσε σα να 'λεγε δυνατά τη σκέψη που ‘χα κάμει μέσα μου:

— Ποτέ η Τέχνη δε θα πλάσει μεγαλύτερο αριστούργημα απ’ το τραγούδι του βοσκού γιατί η τέχνη δεν είναι παρά μιαν αντιφεγγιά της εσώτερης ζωής, ενώ αυτοί οι φτωχοί στεναγμοί της φλογέρας είναι η ίδια η βαθιά ζωή!

Κι εγώ εξακολούθησα μονάχος μου τη σκέψη της: «Με τους ίδιους ήχους στις ώρες τις Πανικές, όταν η Φύσις άνοιγε τις μητρικές λαγόνες στη φριχτή ηδονή, οι Φαύνοι ξεγελούσαν τις Νύμφες —και ο βοσκός ο Κούρβεναλ τους ίδιους στόνους έβγαζε απ’ το καλάμι του όσο το πορφυρόβαφο πανί της Ιζόλδης δεν είχε ακόμη ανθίσει στα πελαγίσια σύθολα...

~~~~~~~ ~~~~~~~

 

Παλιοκαστρίτσα, 20 Μαρτίου.

Σήμερα κάναμε μιαν εκδρομή, από τη μιαν άκρη ως την άλλη του νησιού, στο πλάτος, ίσαμε τη δυτική ακτή όπου βρίσκεται ένα παμπάλαιο μοναστήρι. Είναι χτισμένο σχεδόν μέσα στη θάλασσα, απάνω σ’ έναν ορθό βράχο κάβο που δε βαστάει με την ξηρά παρ’ από μια στενή λουρίδα πέτρινη. «Παλιοκαστρίτσα» λεν τ’ όνομά του, ίσως αντίς για Παναγιά η Παλιοκαστρίτισσα, επειδή ψηλά σε μια γρανιτένια κορυφή, πίσω απ’ τον κάβο του μοναστηριού κι ισκιάζοντάς τον όλον, μαυρολογούν τα χαλάσματα ενός παλιού κάστρου των βυζαντινών Δεσποτών της Ηπείρου, των Αγγέλων,—του «Αγγελόκαστρου»: σαν απελπισμένα κρέμονται πάνω στη θάλασσα αυτά τα ερείπια και θαρρεί κανείς πως στέκουνε στον αέρα και πως άγγελοι τα ‘χουνε χτίσει εκεί που ανθρώπου πόδι δεν πατάει.

Όταν τα μάτια μας τ’ ανακάλυψαν, είπα στην Αυτοκράτειρα:

— Απ’ τα ψηλά πεζούλια των επάλξεων και απ’ τις γαλαρίες αυτού του κάστρου, Μεγαλειοτάτη, θλιμμένες βασιλοπούλες πορφυρόπεπλες και μαργαροζωνάτες χρόνια και χρόνια στέλνανε τους αναστεναγμούς τους πέρα απ’ αυτή τη θάλασσα που πέφτει μέσα ο ήλιος...

— Ο Βάρσμπεργ απεναντίας, βλέποντας αυτά τα ερείπια, ονειρευόταν ένα κάστρο αγγελικό κι αγγέλους να μπαινοβγαίνουνε σαν πουλιά, είπε η Αυτοκράτειρα μ’ ένα λεπτό χαμόγελο: αυτοί οι Κύριοι της Δημιουργίας ωστόσο, ο καθένας τους κι ένα ρομάντζο!...

Και να πάλι που ξαναμπήκαμε στον ελαιώνα. Μόλις αφήσει κανείς το δημόσιο δρόμο, αμέσως βρίσκεται μέσα σ’ αυτές τις ιερές ελιές που πιάνουν όλο το νησί: όλη η Κέρκυρα δεν είναι παρά ένας μεγάλος άγριος ελαιώνας που φυτρώνει μονάχος του εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα, πάντα στα ίδια τ’ αγαπημένα χώματα, πάντα στη γειτονιά της θάλασσας της γλυκιάς που ανασαίνει. Και βαδίζαμε έτσι για πολύ: μιαν ώρα; τέσσερες ώρες; —σ’ αυτούς τους περιπάτους δεν έχω ποτέ την παραμικρότερη συναίσθηση του καιρού που περνά. Κι έχει ένα θέλγητρο ανέκφραστο να πλανιέται κανείς έτσι δα μέσα σ’ αυτό το απαλόθερμο και ολότρεμο σύθαμπο, ανάμεσ’ από τους κορμούς των δέντρων των σιωπηλών σα να σκέπτονται, τους κορμούς που ‘ναι γερμένοι και στριμμένοι και ταραγμένοι σαν από κάποιο ψυχικό αίσθημα, πάνω στη χλόη τη μυριόσπαρτη με μαργαρίτες που στέκουν όλες μαζί κάνοντας νησάκια απ’ αναγαλλιάσματα νεανικά μέσα στο σκιερό χορταροπέλαγος της ζωής, όπου κάθε τόσο πέφτει τ’ ανάσκελα σε μεγάλες κίτρινες άπλες ένα γέλιο ξεφωνητό λιακάδας ξανθομάτας. Αυτό το αίσθημα, να ‘χεις πάντα κοντά σου τον ήλιο, γιατί ποτέ δεν κρύβεσαι απ’ τις ματιές του όσο και βαθιά στην πιο κρυερή σκιά του δάσους να βρίσκεσαι, γεμίζει την ψυχή μ’ ευτυχία! Τι διαφορά απ’ αυτό το δάσος ίσαμ’ εκείνο που βρέθηκε ο Δάντης στα μισά του δρόμου της ζωής!

Eh quanto a dir qual era e cosa dura

Questa selva selvaggia aspra e forte,

Che nel pensier rinnuova la paura!

Εδώ δεν έχεις φόβο ουδέ τρομάρα. Σα μιαν απόκριση στους στίχους του Δάντη, περνούσαν κάθε τόσο από μπρος μας ίδια πνοές ορμητικές ολόκληρα σύννεφα από πεταλούδες άσπρες και γλαυκές και κιτρινόχρυσες και κόκκινες σα φτερωτές φλόγες, που φτεροκοπούσανε σε στροβιλίσματα βουβά και παράφορα, στο μεθύσι μιας αβάσταχτης χαράς, για κάποιο άλλο άνθινο νησί που τις περίμενε σε μακάριαν έκσταση. Και παντού αυτά τα πρόβατα που έβοσκαν και οι βοσκοί! Οι γυναίκες που μάζευαν τις ελιές, ασπροφορεμένες και αναζωστές σαν τις ομηρικές γυναίκες, με λευκά ψιλοφασμένα πέπλα γύρω στο κεφάλι και τις μαύρες κόμες περίτεχνα πλεγμένες σε στεφάνια και διαδήματα! Σωριάζουν τις πεσμένες μαυρόξανθες ελιές σε σωρούς μεγάλους κάτω απ’ τα δέντρα —κι η καθεμιά έχει και για μάτια δύο μαύρες ελιές γυαλιστερές. Και με μιας αρχίζουν όλες μαζί να τραγουδούν, η καθεμιά απ’ το δέντρο της που βρίσκεται από κάτω, και οι φωνές τους σμίγουν η μια την άλλη σαν το τρεχούμενο νερό στις αμπολές και σα μια λίμνη κάνουν από ήχους φωτεινούς. Τόσο παλιό είν’ αυτό το μονότονο τραγούδι και τόσο βαθιά λυπητερό σαν την πρώτη χλωμάδα της αυγής. Τα δέντρα φαίνονται να το ‘χουνε συνηθίσει από τους καιρούς που ζούσε ο Μέγας Παν, όταν τ’ άκουγαν απ’ το στόμα των νυμφών και συνάμας ιδιοφέρνει με τους ψαλμούς της βυζαντινής εκκλησιαστικής λειτουργίας που κι αυτοί άλλο δεν είναι παρά οι ίδιοι εκείνοι ειδωλολατρικοί ρυθμοί που δοξάζουν την πηγή της ζωής. Τέτοιοι φθόγγοι πρωτογέννητοι ενεργούνε σαν αποκάλυψις ανεξήγητων μυστηρίων, ανοίγουνε δρόμο στα πιο κρύφια απόσκια του είναι μας: έτσι κι εγώ μάντεψα τότε κάποια βάθη όπου ο πόθος, η λύπη κι η χαρά ζουν ομάδι και απ’ όπου η ουσία της υποστάσεώς μας εξαϋλώνεται σε μιαν εσώτερη λαλιά, γίνεται τραγούδι που αθάνατο ολοένα κι από παντού ανεβαίνει προς το φως.

Απ’ όλα αυτά τα πράγματα ξεχύνονταν κύματα ευτυχίας απάνω μας· κι όμως σπούσαν όλα στη μελανή μορφή της. Τίποτα δεν μπόραγε να συγκριθεί σ’ απόγνωση με την αντίθεση της σκοταδερής θωριάς της μέσα σ’ αυτήν την ανοιχτόχρωμη χαρά της ανοίξεως. Έτσι πολλές φορές λαβαίνω την εντύπωση πως γι’ αυτό μονάχα βρίσκεται σε τέτοιαν αιώνια περιπλάνηση, επειδή προσπαθεί να ξεφύγει από την ατμοσφαίρα που τη σφιχτοπεριπλέκει και ίσως στ’ αλήθεια ελπίζει πως θα μπορέσει να βγάλει λιγάκι απ’ αυτήνα πάνω στ’ άλλα πράγματα και γι’ αντάλλαγμα να πάρει άρωμα και φως.

Όταν οι γυναίκες έπαυαν το τραγούδι τους, ακούγονταν τα κοτσύφια και τα ψαρόνια να σφυρίζουν και τα σφυρίγματά τους, γλυκόλαλα σαν της αρχαίας σύριγγος, απηχούσανε βαθιά στο δάσος.

— Τι ελεύθερα και ψυχόρμητα πλάσματα που ‘ναι τα πουλιά, οι γυναίκες και τα δέντρα! —είπα στην Αυτοκράτειρα. Είτε αυτές οι γυναίκες τραγουδούν είτε τα πουλιά το ίδιο είναι· χωρίς να ξέρουν το γιατί, τραγουδούνε, γιατί έτσι πρέπει να ‘ναι, και το τραγούδι και των δυόνε βγαίνει από ένα βάθος ζωντανό: το ίδιο βλασταίνουν από το αίμα του Άδωνη ο κρόκος κι η ανεμώνη... Είναι κήρυκες που εξαγγέλλουν κάτι τι εξαίσιο και πάντα το ίδιο πράμα λεν, το ένα και μοναδικό! Έτσι κι εγώ όσο πάει πιστεύω περισσότερο τα παραμύθια όπου τα πουλιά μιλούνε με τόση γνώση και προλέγουνε στους ανθρώπους τις τύχες τους.

Και η Αυτοκράτειρα αποκρίθηκε με στα μάτια κι εγώ δεν ξέρω τι λάμψη γελαστή:

— Hei, Siegfried erschlug nun den schlimmen Zwerg...

Lustig im Leid sing' ich von Liebe,

Wonnig im Weh' web' ich mein Lied,

Nur Sehnende kennen den Sinn... [11]

—Δεν πιστεύετε, Μεγαλειοτάτη, ότι το τραγούδι ζει μέσα στους ανθρώπους όπως και στα πεύκα και στα κύματα;

— Όταν άκουσα την Πάτη, τη Νίλσον και τη Λούκα κατάλαβα, ότι εμείς οι άλλοι έχομε χάσει αυτό που όλα τ’ άλλα πλάσματα στον κόσμο το ‘χουνε ακόμη δικό τους. Ξεμάθαμε να τραγουδούμε ίδια κι απαράλλαχτα όπως μπορεί κανείς να ξεμάθει και να χαμογελά

— Αυτό κ εγώ εννοώ, Μεγαλειοτάτη. Όλα τα πράγματα έχουνε μέσα τους την ευφωνία: είναι ένα στοιχείο της υπάρξεώς τους κι ακόμη περισσότερο: η ιδία η ουσία του είναι τους. Αλλά υπάρχει και μια εσωτερική μελωδία, Μεγαλειοτάτη, που δεν είναι ακουστή. Τάχα δεν μπορεί κανείς να πει, ότι κι οι γραμμές του ανθρώπινου κορμιού τραγουδούν κι αυτές; Απ’ όλη μας την ύπαρξη ανεβαίνει το τραγούδι σα λιβάνι προς την ηλιόκαλη ψυχή την αιώνια.

— Εμείς όμως έχομε χαμένα την ωραία γαλήνη των γραμμών. Η ζωή δεν είναι παρά ένας χορός που τονέ χορεύουν κάτι μαύροι ίσκιοι και πίσω τους πάντα φυσομανά ο άγριος άνεμος της συμφοράς...

— Ο Baudelaire μάντεψε τη Μεγαλειότητά Σας, όταν έγραφε:

Je hais le mouvetnent qui deplace les lignes.

Et jamais je ne ris, et jamais je ne pleure.

— Είχε πολύ δίκαιο: τα γέλια και τα κλάματα είναι σαν τη στάχτη που σβήνει τη φλόγα της ψυχής...Έξαφνα μέσ’ απ’ τις τρέμουλες φυλλωσιές των ελιών μαντέψαμε κάποιο φέγγος πιο γλυκό ακόμη απ’ το γαλάζιο τ’ ουρανού κι απ’ του ηλίου το μεθύσι μες τα δέντρα: τη θάλασσα! —την άλλη θάλασσα τη δυτική, που δε φαίνεται απ’ τ’ ακρογιάλι των Φαιάκων μα που αισθάνεται κανείς τη γειτονιά της πάντα. Και να, μόλις ανεβήκαμε ένα ψήλωμα, που την έχομε μπροστά μας, ξαπλωμένη πλατιά ίσα μ’ εκεί που τελειώνει ο ουρανός, απίστευτα γλαυκή, πιο γλαυκή από τον ουρανό, πιο γλαυκή από κάθε ιδέα της γλαυκοσύνης, πιο ευτυχισμένη από την ίδια την ευτυχία.

— Δεν πρέπει εδώ να μιλούμε, ν’ ακούμε μόνο, είπε η Αυτοκράτειρα.

Και έτσι αφηγκραζόμαστε ένα είδος συμφωνίας που μας περιλούζει και τις γλυκιές αντιλαλιές που μέσα μας συνηχούν...

Η θάλασσα είναι διάφλογη στην πυροστιά του πόθου της ίδια μέταλλο ασπρόλιωτο· ολόγυρα όμως απ’ αυτήν τη σπιθοβολιά που χορεύει πάνω στο νερό, στων γελαστών φιλιών του ήλιου την αχτιδένια πυρκαγιά, που η λάμψη της είν’ αβάσταχτη για μάτια ανθρώπινα σαν την πολύ μεγάλην ευτυχία για την καρδιά, είναι χυμένος, όσο φτάνει η ματιά κι ακόμη παραπέρα, εκείνος ο άμετρος, ο αφάνταστος γλαυκός καημός που κρύβει μέσα του τόση ηδονή. Και βράχοι από ψηλά είναι γκρεμοπεσμένοι σάμπως να ξεπληρώσανε μια μοίρα τραγική και άλλα γρανιτένια ορθολίθια κατρακυλούν απανωτού σε βάραθρα, γίνονται κάστρα πετρωμένα, αγριόθωρα στοιχειά βραχόστηθα και μονόπετρες της απελπισίας, πέφτουνε σαν κάβοι φρενιασμένοι από λαχτάρα καρδιοβόρα και πνίγουν της αφηνιασμένης ηδονής την καταλύτρα φλόγα στη διάφανη δροσιά του κύματος. Όλα εδώ είναι συνταραγμένα από έναν ίλιγγο μαιναδικό, ανταριασμένα από έναν πόθο δίχως όνομα και δίχως όρια. Κι ένα φέγγος παραμυθένιο, ροδόχρυσο, σ’ όλο το μάκρος του χαωτικού αυτού γιαλού αναδεύεται με τους ίσκιους που κείτονται μαλακοί και φλογότρεμοι, πλάσματα θαρρείς σωματωμένα, κι όλο και κράζουνε μενεξεδένια κι όλο και σέρνουνε μυστηριακά... και το φέγγος το γλυκύτατο και τ’απόσκια της κρυφής γητειάς σμίγουν απάνω στις ηλιόφλογες στρωσιές των ναρκωμένων βράχων σ’ ηδονική φιλότητα κι εξαϋλώνονται σ’ ένα τραγούδι βελουδένιο και που ‘χει το χρώμα της ορτένσιας, σ’ ένα διθύραμβον αποθεώσεως... Έτσι τραγούδαγε η μοναξιά της θάλασσας, του ήλιου και των βράχων...

— Τι αντίθεση με την άλλην ακρογιαλιά, είπε η Αυτοκράτειρα· εκεί πέρα τίποτα δε θέλει να ξυπνήσει.

—Εκεί πέρα κατοικούν οι γλυκόζωοι Φαίακες «που τους αρέσουν τα χλιαρά λουσίματα κι οι κλίνες», καθώς λέει ο Όμηρος, ενώ εδώ βασιλεύει ο Μέγας Παν.

— Κι εμείς είμαστε εδώ μια παραφωνία, εμείς οι κακομοίρηδες, είπεν έπειτα η Αυτοκράτειρα. Και όμως ανήκουνε στην ψυχή μας όλα αυτά και ταιριάζουνε στο πνεύμα μας: όλη αυτή η θάλασσα η απέραντη και νοσταλγική, — αλλά υπάρχουν ώρες που κι αυτή ακόμα μέσα μας ολότελα στερεύει.

Ανάμεσα στα κρυφόσκια των βράχων άνοιγαν κάτι μικρά στενά λιμανάκια που λιάζονταν ολόφεγγα και ειρηνικά. Εδώ η θάλασσα αναπαυότανε γλαρωμένη, η αχόρταγη ερωμένη που ‘χε ροκανίσει τα γιγαντόκορμα βράχια και τώρα, ωραία ποθοκοιμίστρα, χάδευε τα στήθη τους, τα πετρωμένα ρόδα. Και γλιστρούσε ανίδωτη μέσα στ’ ανοίγματα του άμμου και της πέτρας και ξανακυλούσεν έξω, ολοένα, με κάτι κυματάκια πηδηχτούλικα σα χεροπιαστά σε παιδιάστικο χορό, που ξεγύριζαν την κάθε γωνίτσα και στρέφανε να δουν απ’ όλες τις μεριές κάνοντας κάτι τούμπες παιχνιδιάρικες και χώνονταν παντού αναπηδώντας στην πετρένια σάρκα (φιλιά σ’ όψην αγαπημένη) κι όλο και μουρμουρίζανε γλυκομέθυστα, με λαρυγγίσματα σιγαλινά σα να κελαηδούσε το νερό πνιγμένο στην υγρή του αναγάλλιαση, πράγματ’ ανήκουστα και ψυχοπλάνα. Μι’ ακατανίκητη και σχεδόν οδυνηρή έλξη έβγαινε απ' αυτές τις μυστικές κόγχες της ηδονής που επάνω τους οργίαζε ποθόβουβο λιοπύρι. Μέσα σ’ αυτές τις κρύφιες φλόγες της λαχτάρας σιγά σιγά κι ολοένα οι πέτρες οι μαύρες και οι ρόδινες ρέβανε σε θρύψαλα — θύματα της αιώνιας τους γλυκιάς έχθρας και αγκαλιάστρας. Στο βάθος των πρασινόγυαλων νερών μαύριζαν οι άλγες, κόμες από χλωράδα αμάλαγη που λικνίζονταν απόναρκες κι αναδεύονταν απαλά με μαλθακές συσπάσεις σα μέσα σ’ όνειρα λαγνείας και παίζανε με τις αχτίδες που ‘χαν αδραγμένες. Και ο δρόμος κατέβηκε στ’ ακρογιάλι. Να μας τώρα σιμά σιμά στα κύματα, πατώντας πάνω στη χρυσοκαμένην αμμουδιά, τη ζεστήν κι υγρόστρωτη, στα ολοστρόγγυλα, ηλιοθερμασμένα βότσαλα που η ασπράδα τους μας τύφλωνε και στις μαλακές στρωσιές των ξεραμένων φυκιών τις ασημόγυαλες. Από εδώ ιδωμένη η θάλασσα ήτον άλλη: ένα γαλήνιο κι αγνό μέτωπο απ’ όπου το χέρι της αγάπης είχε διώξει την κάθε έγνοια και τον κάθε πόθο κι έτσι είχε κι ένα χρώμα διαφορετικό, όλη φίλντισι χλωμοπράσινο, και τα μικρά τα κυματάκια που κάθε τόσο πασχίζανε να βρέξουν τα πόδια μας ήτανε σαν ένα γέλιο δροσερό από παιδάκια σκανταλιάρικα. Και ούτε ένα πανί δε φαινότανε —μόνη της η θάλασσα, ολόμονη με τον εαυτό της και με τον ανασασμό της. Ξάφνω αγναντέψαμε το μοναστήρι μπροστά στα μάτια μας, ψηλά σκαρφαλωμένο σ’ έναν κάβο.

Το μοναστήρι: ένα σώριασμα από παλιά μικρά χτίσματα, κολλημένα το ‘να πάνω στ’ άλλο, μπερδεμένα όλα μαζί κάτω από μια στρώσην ομοιόμορφη απ’ ασβέστη κι όλα μαζί μαζεμένα και σαν πεσμένα στα πόδια ενός τρούλλου κεραμιδόσκεπου, τόσου δα μικρούτσικου κι ολοστρόγγυλου, και μια μικρούλα αυλή πλακόστρωτη και μια πολύ μικρή εκκλησίτσα βυζαντινή στο βάθος της αυλής κι η πόρτα της ορθάνοιχτη. Δυο καλόγεροι ήτανε μες την αυλή. Ο ένας καθότανε σ’ ένα πέτρινο πεζούλι χτισμένο ολόγυρα στη ροζωμένη ρίζα μιας γέρικης ελιάς· κρατούσε μιαν πινάκα πήλινη στα γόνατά του και πάστρευε φακές. Ο άλλος πήγαινε αργά και κούτσα κούτσα κατά την εκκλησία πηγαινοφέρνοντας στο χέρι, καθώς περπατούσεν, ένα σάρωθρο από φρύγανα. Ολόγυρα στην αυλή ήταν τ’ άλλα μικρά σπιτάκια ανεβασμένα απανωτού, αχυρώνες κι αποθήκες και τα κελιά των καλογέρων που έβγαιναν όλα σε μιαν ξύλινη γαλαρία σάπια κι ετοιμόρροπη που μια σκάλα ξεχαρβαλωμένη ανέβαιν’ εκεί απάνω. Κι όλα αυτά ήταν τόσο παλιά, τόσο πεσμένα στον εαυτό τους, μέσα στην άμετρή τους εγκατάλειψη! Αλλά σ’ αυτήν την ερείπωση, σ’ αυτήν την απομόνωση βρισκόταν κι η αιωνιότης τους κι έδιναν έτσι με περισσότερην ένταση μιαν ιδέα της παντοτινοσύνης των συναισθημάτων, που ήτανε μιαν εκδήλωσίς τους, παρά τα πιο επιβλητικά μνημεία της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Πίσω απ’ τον καλόγερο που βαστούσε το σάρωθρο η Αυτοκράτειρα μπήκε σιγοπατώντας στην εκκλησία.

Στο βάθος ένα παλιό εικονοστάσιο ξύλινο με τα χρυσώματά του κατάμαυρα από την παλιοσύνη. Μπρος στις άγιες εικόνες, τις σκοτεινιασμένες που δε διακρίνονταν παρά το άσπρο των ματιών τους μέσα στους χρυσούς δίσκους των φωτοστέφανών τους, έκαιγαν καντήλες ασημένιες, κρεμαστές απ’ αλυσίδες, με κάτι μικρές φλόγες τρέμουλες μες τα γυάλινα καντηλοπότηρα, κόκκινες και πράσινες, τρυφερά υγρόθαμπες κι ονειρεμένες, που μισοκλείνανε δακρυσμένα μάτια και πάλι τ’ ανοίγανε με μιαν κρυστάλλινη γλύκα, που στέρευαν ως μέσα τους και σιγόσβηναν και πάλι βαθιανασαίνανε με μια ρευστήν αναλαμπή απελπισίας. Και μύριζε κερί της μελόπιτας, απ’ αγιοκέρια σβησμένα, και ξύλα παλιά σαρακοφαγωμένα και σκόνη και μούχλα παλιοσύνης. Πουθενά και πούποτα δε θα λάβαινε κανείς τόσο δυνατήν εντύπωση του ξαναγυρισμού στα περασμένα της ψυχής. Από ένα στενό φεγγίτη πάνω στον τρούλλο, έπεφτε λοξά μιαν αχτιδιά μέσα σ’ έναν κρουνό φεγγόσκονης χορεύτρας, ολόθερμης κι ακουμπούσε πάνω σ’ ένα στασίδι από ξύλο σκαλιστό λουστράτο απ’ τα πολλά τα χρόνια: και δεν ήθελε να σβήσει παρά έμεν’ εκεί πεσμένη, λες κι αγνάντευε με θάμαξη τα μυστήρια ενός κόσμου άγνωστου σ’ αυτήν κι ακατανόητου. Τι μακριά που ήτον αυτό το παρελθόν που αχτινοβολούσε απ’ όλα αυτά τα πράματα, και μολαταύτα τι ζωντανό! Η Αυτοκράτειρα άναψε με το χέρι της δυο μικρά κεράκια μπρος την Πανάχραντη Θεοτόκο. Τα βήματά μας αντηχούσανε στις πλάκες σα βήματα παραμπαστών που δεν ήταν αυτού του κόσμου, ακούγονταν ως να ‘πεφτε ο κρότος τους από ψηλά, από το σιωπηρό το θόλο. Βγήκαμε πάλιν έξω στην αυλή. Και σ’ αυτήν ήτον περίχυτη βαριά μιαν ανήκουστη σιγή, σάμπως όλα αυτά που στέκονταν ένα γύρο ασάλευτα να ‘χαν ξεψυχήσει εδώ και χίλια χρόνια απ’ την απόγνωσή τους. Έξαφνα, μια δροσερή πνοή φύσηξε απ’ το βουνό και γέμισε την αυλή του μοναστηριού μ’ ένα λιβάνι θυμαριού και άγριας μέντας. Ο καλόγερος που βαστούσε την πινάκα με τις φακές είχε χαθεί απ’ το πεζούλι: και νάτον ίσα ίσα που ξαναγύριζε να μας προαπαντήσει μαζί μ’ άλλον έναν, που, καθώς φαινόταν, ήτον ο Ηγούμενος του μοναστηριού. Αυτός χαιρέτησε την Αυτοκράτειρα, βγάζοντας το μαύρο σκούφο του κι ακουμπώντας το χέρι του στο στήθος, και της πρότεινε να πάρει κανένα δροσιστικό και προτού ακόμη προφθάσει ν’ απαντήσει, ο άλλος ο καλόγερος είχε φύγει τρέχοντας κι αμέσως ξαναγύρισε μ’ ένα δίσκο με γλυκό μπελτέ κυδώνι. Ο Ηγούμενος στ’ αναμεταξύ κρατούσε το σκούφο του στο χέρι. Η Αυτοκράτειρα τον παρεκάλεσε να τον ξαναφορέσει. Τον αρώτησε αν είν’ εδώ ευχαριστημένος.

— Δόξα τω Θεώ! είπε, χαδεύοντας την άσπρη του γενειάδα, ζούμε όπως μας έρθει κι όπως θέλει ο Θεός. Τι χρειάζεται ο άνθρωπος περισσότερο για να ευλογεί το όνομα του Κυρίου. Δόξα να ‘χει η χάρη Της!

— Πηγαίνετε συχνά στη χώρα;

— Και βέβαια, Εκλαμπροτάτη Βασίλισσα! Είν’ ο καθείς αναγκασμένος να πηγαίνει και καμιά φορά στην πολιτεία για να ψωνίζει. Άνθρωποι είμασθεν και το σώμα κρυώνει και πεινά. Αλλά τι θέλομε εμείς στην πολιτεία; δε λέγω, ότι δεν είναι καλά στη μεγάλη χώρα, αλλά κι εδώ είναι καλά κι ακόμα καλύτερα.

— Κι εγώ σας λέω, αποκρίθηκε η Αυτοκράτειρα, πως εσείς διαλέξατε την καλύτερη μερίδα.

Έπειτα δοκίμασε απ’ το γλυκό και ήπιε ένα ποτήρι νερό σε μιαν ανάσα· και ρώτησε τον Ηγούμενο:

— Από που το παίρνετε αυτό το νερό; είναι πάρα πολύ καλό και κατάψυχρο! Είναι από πηγή ή από πηγάδι;

— Δεν είν’ από πηγάδι, η Βασιλεία Σας! Συνηθάμε να πίνομε το νερό του πηγαδιού το καλοκαίρι, αλλά σήμερα ίσα ίσα στείλαμε και φέραμε απ’ την πηγή, ένα κάρτο από 'δω, μέσα στο δάσος.

— Είναι η μόνη πηγή εδώ κοντά;

— Η μόνη, η Βασιλεία Σας! Είναι βαθιά κρυμμένη· την ακούει κανείς, μα δεν τη βλέπει. Μονάχα τα πετεινά του ουρανού πηγαίνουν και δροσίζονται.

— Δεν μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται;

— Και βέβαια, και βέβαια! Ο αδελφός Βασίλειος θα έρθει μαζί με την Βασιλείαν Σας.

— Θα πάω μιαν άλλη φορά, είπε η Αυτοκράτειρα, και τότε θα σας παρακαλέσω να μου δείξετε το δρόμο. Χρεωστώ μιαν επίσκεψη της πηγής, για να την ευχαριστήσω για το καλό της το νερό.

Έπειτα πρόσφερε στον Ηγούμενο ένα σημαντικό δώρο για την εκκλησία του κι αυτός το δέχθηκε μ’ ευλογίες. Αυτός κι οι άλλοι δυο καλόγεροι ξέβγαλαν την Αυτοκράτειρα ίσαμε την αυλόθυρα. Γύρισα να κοιτάξω πίσω μου άλλη μια φορά κι είδα τους καλόγερους στο κατώφλι της σιωπηρής κι απόκοσμής τους κατοικίας τη στιγμή που ήτανε για να χαθούν από τα μάτια μας. Τότε στα πρόσωπά τους εικάστηκα πως άρπαξα μια λάμψη και μου φάνηκε πως τα χαρακτηριστικά τους δείχνανε σουρωμένα, σάματις να ‘χαν τα μάτια τους θαμπώσει από κάποιαν αντηλιά —κι ωστόσο εκεί που στέκονταν αυτοί δεν είχε ήλιο πια...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η μέρα αποδείλιαζε και σίμωνε το βράδυ το γλαυκό, όταν γυρίσαμε στο παλάτι.

Η θάλασσα μι’ απειροσύνη ρόδινης εκστάσεως ηδονικής, σα να ‘χανε φυλλορρίξει απάνω της όλα τα τριαντάφυλλα του κόσμου! Και τι μεθύσια ανθόλαμπρης μαγείας πάνω στ’ απόμονα βουνά τ’ αλαργινά: κάτω στα ριζά μενεξέδες και ίριδες νυχτερινές· στις κορφές έν’ άσβηστο χαμόγελο από γαρούφαλα κι ανθισμένες βυσσινιές, ίδιο ένα μύρο που μέσα του γλυκοπυρώνει,, και πίσω στο βάθος μιαν άλλη θάλασσα από μετάξι χρύσωχρο κι αχνόχλωρο πιο εξαίσια φεγγερή, πιο γλυκοθώρητη ακόμα απ’ την αληθινή... Μέσα στα δάση των ελιών η μέρα κιόλας πέθαινε: η ώρα η μαγική, η σούρπα η όμορφη έγερνε αγάλια αγάλια πάνω στα δέντρα και σιγοτύλιγε τις κορφές τους μυστικά με τα γλαυκά παραμυθένια πέπλα της που έπεφταν απαλά μα κάτω απ’ το θόλο των φυλλωσιών έκανε σκοτάδι σα στο βυθό της θάλασσας.

— Αυτή η σιγαλιά, αυτό το ξαποσταμένο στάσιμο της κάθε ζωής με μεθά. Κάτι τι μέσα μας σιγοπυρώνει, ενώ σβήνουν όλα γύρω μας, είπε η Αυτοκράτειρα.

Περάσαμε μπρος από μιαν καλύβα που έστεκε παράμερα ενός μικρού υποστατικού ή μετοχιού, μέσα σε μεγάλα δέντρα μαυρόκλωνα που οι κορμοί τους ορθοστυλώνονταν ίδια φαντάσματα στα σκοτάδια. Ένα ξέψυχο φως έπεφτε από ένα θυρόφυλλο ανοιχτό μέσα στο σκοτεινιασμένο δάσος. Έξαφνα μια κραυγή, μια και μόνη στριγγιά και τραβηχτή κραυγή, έσχισε τον αέρα —ένας ήχος που με τίποτα δεν μπόραγε να συγκριθεί, που ξαπερνούσε κάθε τρόμο σε τρομάρα, κάθε ξίφους κόψη σε κοφτεροσύνη. Κι αυτή η κραυγή έσπασε σε δυο, μα ο αέρας δεν έπαυσε να τρέμει. Κι έπειτα πάλιν ανάβρυσε η κραυγή και μαζί της ένας χορός από φωνές που μοίρονταν όλες στον ίδιον ήχο, μακρόσυρτες και θρηνερές —που έξαφνα όλες μαζί σωριαστήκανε, σχιστήκανε σε δυο από πάνω ίσαμε κάτω, σαν ένα κομμάτι πανί, και σβήσανε. Μοιρολόγι ήτον από πολλές γυναίκες κι έβγαινε από την καλύβα τη φωτισμένη ξέψυχα... Μια παύση —έπειτα ξανάρχισε ο οδυρμός πιο δυνατός ακόμα για να κοπεί άλλη μια φορά· κι ήτον αυτή η διακοπή σαν το λιγόστεκο σταμάτημα στην πολύβογκη αναπνοή μιας αντάρας πελαγίσιας.

Ω τη μανιασμένη σύγκλυση, τη φρένα την αφηνιασμένη των μουσικών κυμάτων! Όλο το δάσος γέμιζε απ’ αυτό το γόο που χτυπούσε πάνω στους κορμούς των δέντρων και γινότανε θρύψαλα. Και πάνω απ’ αυτό το θρηνερό το κύμα, το σκιαχτερό μα και γλυκό αλάλητα, που σηκωνόταν κι έπεφτε σαν τη θάλασσα, μονότονο με τους δυο τρεις ήχους τους ίδιους ολοένα, κάθε τόσο αψήλωνε, σαν κάποιος σκόπελος μυτερός που όλο τονέ σκεπάζουν τα νερά κι ωστόσο ποτέ δε χάνεται απ’ τη μέση τους, μια μοναδική φωνή — εκείνη η ίδια η φωνή που τίποτα μαζί της δεν μπόραγε να συγκριθεί, που ξαπερνούσε τον κάθε τρόμο σε τρομάρα και του κάθε ξίφους την κόψη σε κοφτεροσύνη. Μπροστά της όλες οι άλλες οι φωνές παραμέριζαν ολότρομες, πισώγερναν ωσάν παραλυμένες απ’ την σκληρή ορμή της — κι όταν αυτή, απομένοντας παντέρημη, ξεσχιζότανε σα μια ψυχή πονεμένη, όλα τα δέντρα σύγκλαρα ανατρίχιαζαν μα έπειτα και πάλιν οι άλλες οι φωνές ξανακυλούσαν τα κύματά τους σα να θέλανε να θρηνήσουν τη Μονάκριβη, τη Μοναχική και την Άφταστη.

— Τ' είν’ αυτό, τ’ είν’ αυτό; ρώτησε η Αυτοκράτειρα, μόλις ο πρώτος ήχος έφθασε στην ακοή της, μ’ έναν τόνο φρίκης και με μια φωνή που δεν πίστευα να την είχε. Πηγαίνετε να δείτε τι συμβαίνει.

Κι εμένα μέσα μου κάτι αισθάνθηκα να πάγωσε διαμιάς. Προχώρησα προς το σπιτάκι ως μες στη φωτοσυρμή κι έριξα μια ματιά μέσ’ απ’ τη θύρα. Μια σκιόπνιχτη καμαρούλα όλο κι όλο, μ’ ένα βάθος από σκοτάδια. Μπρος μπρος, χάμω στο πετροχτυπημένο χώμα, ένα σωρό γυναίκες κάθονταν ένα γύρο κουρνιασμένες. Εν’ αρχαιόσχημο λυχνάρι του λαδιού, που η φλόγα του ταραγμένη, σφαδάζοντας σαν από κάποιον πόνο, πνιγότανε μέσα στην ίδια την καπνιά της, έριχνε στις όψες τους μεγάλους λεκέδες από λάμψην αιματοκόκκινη σκοταδερή και πάλι γλώσσες ίσκιων φιδοκίνητες ξεπετιούνταν και τους έπιναν άπληστα, χωρίς τελειωμό. Πιο μέσα, στο βάθος, κάτι λευκό φάνταζε μακρύ ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα ξυλοκρέβατο. Μια γριά με τις σταχτιές της τρίχες αναμαλλιασμένες ήτονε σωριασμένη στη μέση του κύκλου που κάνανε οι άλλες οι γυναίκες και φώναζε μ’ όλην τη δύναμη του λάρυγγά της, κόβοντας το κορμί της σε δυο, χτυπώντας τα μούτρα της στο χώμα, ξεσχίζοντας με τα νύχια της τα μάγουλά της· μέσ’ απ’ αυτό το ούρλιασμα άρπαζε κανείς φρόκαλα από λέξεις τσακισμένες που κυλούσαν κροταλιστά σαν τα βότσαλα όταν αποσέρνεται το κύμα στην αμμουδιά... Άμα η φωνή της έφθανε στον παροξυσμό της, κοβότανε με μιας σα με το μαχαίρι και σταματούσεν, ως να μην είχε πια καμιάν αιτία να φωνάξει, και τότες έριχνε τριγύρω της κάτι βλέμματα κρύα κι αδιάφορα. Οι άλλες έκαναν το ίδιο. Θα ‘λεγε κανείς πως από μιαν άβυσσο, που ύπαρχε κάπου εκεί για τον εαυτό της, αυτοί οι φριχτοί ήχοι ανέβαιναν, έβραζαν κι αφροκοπούσαν μέσα σ’ αυτά τ’ ανθρώπινα λεβέτια κι έπειτα τραγικά ξεχείλιζαν... Ξαναγύρισα προς την Αυτοκράτειρα και της είπα:

— Κάποιος πέθανε: είναι το ελληνικό τραγούδι του θανάτου — ένα μοιρολόγι...

Και καθώς μ’ αρώτησε ποιος ήτον ο πεθαμένος, της είπα:

— Μου φάνηκε πως διάκρινα μια γριά ξαπλωμένη στο κρεβάτι (αλλά μέσα μου ήμουνα βέβαιος πως μια μάνα έκλαιγε το γιο της).

— Και όμως γελαστήκατε, αποκρίθηκε η Αυτοκράτειρα με μια φωνή σαν πνοή (που στον ήχο της και μόνο ένιωσα, χωρίς να ‘χω ανάγκη να σηκώσω τη ματιά μου, το πρόσωπό της σκαμμένο από μιαν αφάνταστη οδύνη), θα είναι κανένα παιδί της εκείνης της γυναίκας που φωνάζει πιο φριχτά απ’ όλες τις άλλες — ίσως ο γιος της ο μονάκριβος. Πηγαίνετε να δείτε άλλη μια φορά.

Αλλά με ξαναφώναξε την ίδια τη στιγμή:

— Όχι, αφήστε, δεν αξίζει τον κόπο να ρωτήσετε —ξέρω ότι είναι ο γιος της... Και τραβήξαμε το δρόμο μας.

Ύστερ’ από λίγες στιγμές σιωπής, είπεν έξαφνα:

—Γι’ αυτήν τη γυναίκα τίποτα πια, τίποτ’ άλλο απ’ αυτό, ούτε τόπος πια μέσα της γι’ άλλο πράμα, ό,τι κι αν είναι. Τώρα βγάζει από μέσα της και χύνει πίσω στη θάλασσα του μεγάλου πόνου όλη την πρωτυτερινή ψυχή της.

Ύστερ’ απ’ αυτά τα λόγια, τα σιγότρεμα σαν τα πράσινα νερά της έρημης της λίμνης όταν αποπάνω τους φωνάζει ο γκιώνης, σώπασε για όλη τη βραδιά.

Κι ολοένα φεύγαμε πιο μακριά απ’ τον ωκεανό αυτόν της οδύνης, μα κι ολοένα ο θρήνος των κυμάτων ερχόταν από πίσω μας· τώρα φαινότανε σαν αδυνατισμένος και κουρασμένος και οι παλμοί του, οι ξεμοναχιασμένοι και ρυθμικοί, πνίγονταν ο ένας μες τον άλλον τώρα και μιαν ηχώ είχε σηκωθεί μες την ψυχή μου —κι ήτον πιο βουερός αυτός ο αντίλαλος απ’ το ρόχθο των κυμάτων εκείνων του πόνου των αλαργινών... Τα δέντρα από πάνω μας ήταν όλο σιωπή, φύλλο δε σάλευε... Έξαφνα τα τριζόνια αρχίσανε να γλυκοτρίζουν, πρώτα ένα, ολομόναχο, από πολύ μακριά, έπειτα περισσότερα όλα μαζί, κοντά μας τώρα, φωνίτσες ψιλούλες και διαπεραστικές σαν από μυστικές φλογέρες απόκοσμες κι από φλάουτα μικρούτσικα που τα παίζανε, κρυμμένα μες τα χορτάρια, τα πνεύματα του δάσους με τις γυαλένιες χρυσοπράσινες φτερούγες· και σε λίγο απήχησε όλη η βουβαμένη σιγαλιά απ’ αυτές τις αργυρόλαλες μονωδίες —ω τι γλυκιές και λυπητερές!— που αμέτρητες από παντού σιγοχύνονταν ολοένα, σα μέσα σε μιαν και μόνην αναπνοή που δε σωνόταν κι όλο και ξανάπαιρνε βάθος, και κάνανε μια συμφωνία θεσπέσια μελωδική. Τα μάγια και η βασκάνια τώρα είχανε λυθεί. Ένα νυχτερινό αγεράκι ολόδροσο και ηδονικό έπεσε στις κορφές των ελιών: μύριες λαλιές και ήχοι ακουστήκανε σε ψιθυρίσματα μυστηριακά και τα πρώτα άστρα φάνηκαν, πράσινα και τρισόλβια, φεγγρίζοντας μέσ’ απ’ τα πέπλα των φυλλωσιών που έτρεμαν...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μιλούσαμε για την «Άννα Καρενίνα» του Τολστόι που ότι είχα διαβάσει της Αυτοκράτειρας μερικά μέρη απ’ αυτήν και μου είπε:

— Η ευτυχία που οι άνθρωποι γυρεύουνε μες την αλήθεια κι αποζητούν απ’ την αλήθεια είναι σκλαβωμένη σε νόμους τραγικούς. Ζούμε στην άκρη ενός βαράθρου από αθλιότητα κι οδύνη που το ‘σκαψε το ψέμα της κοινωνικής ηθικής. Είναι η άβυσσος που χωρίζει την κατάσταση που ‘μαστε τώρα από τη θέση που έπρεπε να βρισκόμαστε. Το βάραθρο μένει πάντα βάραθρο κι όταν δοκιμάζομε να το πηδήσομε, πέφτομε μέσα και γινόμαστε θρύμματα. Όταν αυτό το βάραθρο μια φορά θα ‘χει γεμίσει από ανθρώπινο πόνο κι από πτώματα ευτυχίας, τότε θα το περνάει κανείς χωρίς κανέναν κίνδυνο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Από το Νεκρονήσι γυρίσαμε στο γιαλό του Υλλαϊκού λιμνιώνα. Ένα στεκούμενο νερό που ανάβρυζε σαν ίδρωτας από τη γης έκανε όλην αυτήν την παραλία αδιάβατη. Η σούρπα η χλωμή, η ώρα η αργυρόποδη και σιγοπερπατούσα ασήμωνε το βάλτο που μέσ’ απ’ τις μαυριδερές βουρλιές σαν πίσω από πέπλα πένθιμα λαμποκοπούσε.

Μια απ’ αυτές τις μικρές λίμνες του έλους ήτονε σκεπασμένη με νούφαρα. Αναγκαστήκαμε να κάμομε το γύρο της για να πατήσομε σε χώμα στέρεο: και τότε είδαμε τα νούφαρα που ένα ένα σφαλούσαν τους κάλυκές τους και βυθίζονταν. Ένα περίχυτο μύρο, γλυκόπικρο και βαριά μεθυστικό, στεκόταν ακίνητο σαν υπνιασμένο σύννεφο πάνω απ’ αυτά τα νεροκρίνα που ολοένα βυθίζονταν. Κάτω στα βάθη του νερού ξανοίγονταν κορφές καλαμιών λουλουδισμένες — ανθάδες βαθιοκόκκινες.

— Πρέπει να φύγομ’ από 'δω, είπε η Αυτοκράτειρα. Αυτή η μυρουδιά πιάνει το κεφάλι.

— Οι νυμφαίες χύνουν όλην την ψυχή τους, Μεγαλειοτάτη, προτού να κατεβούνε στα Βασίλεια της Περσεφόνης.

— Συνήθως κατεβαίνουν οι ψυχές στον Άδη και το σώμα μένει πίσω —εδώ συμβαίνει το ανάποδο. Μου φαίνεται πως αδίκως σκορπίζουν έτσι στους πέντε ανέμους τα αισθήματά τους οι νυμφαίες· κανείς δεν τους το χρωστάει χάρη· δεν ξέρουν ακόμη πως πρέπει να κλείνει κανείς μέσα του ό,τι κρυφοζεί μες την ψυχή του...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα σταθήκαμε πολλήν ώρα κοντά στο σιντριβάνι με το λαλούμενο νερό: ένα μικρό αυλάκι το παίρνει και το πάει σιγαλινά ως την καρδιά ενός αρχαίου κυπαρισσιού. Όσο για την πηγή, του τραγουδιού τεχνήτρα, τραγούδαγε ατέλειωτα πάντα τον ένα το σκοπό, όλο και το ίδιο ασυναίσθητο παράπονο, και μου φάνηκε πως άκουγα τη βασιλοπούλα που ‘παιζε το χρυσό της το λαγούτο στο αργυρό της παρεθύρι, βαριά στον πόθο της σκυμμένη, ίσαμε που το ‘πιασε το τρεμόκερδο λαγούτο ένα παραμιλητό της τραγουδίστρας λύπης... Μήπως η πηγή ένεκα που ‘τον Εκείνη κοντά της δεν τραγούδαγε πια καθώς πρώτα; ή μήπως κι αυτή η μελωδία ίσα απ’ Έκείνην την ίδια ανάβρυζε; Όλα τα πράγματα περίγυρά της αναγνωρίζουν τη βασιλεία της· κι αυτό που τα συνδέει μαζί της είναι τα αμοιβαία μυστήρια που τους είναι ολωνώνε γνώριμα και που τα μοιράζονται μ’ Εκείνην.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Άγιοι Δέκα.

Όταν φθάσαμε σήμερα επάνω στη γλαυκή κορφή του βουνού που πέφτει απ’ όλες τις μεριές τόσο μαλακά σαν τις δίπλες κανενός μεταξωτού γυναικείου φορέματος μακρόσυρτου, ήτον τ’ απομεσήμερο κιόλας προχωρημένο. Εδώ πάνω πετρόσταχτοι κείτονταν οι ερημόβραχοι στον ήλιο, σαρωμένοι απ’ τον αγέρα. Αγριοπρίναρα μελανόφυλλα και νανόκορμα και άλλοι ζαρωμένοι θάμνοι ήτανε στριμωγμένα μες τις ρωγμές των βράχων σα να θέλανε να πιαστούν απ’ αυτούς σφιχτά, γιατί εδώ πάνω φυσομανάει πάντα των ανέμων η φρένα η θεογέννητη.

— Σαν ένα νησί, είπε η Αυτοκράτειρα, είναι αυτό το κορφοβούνι. Αυτή η κορφή δε χρειάζεται άλλο τίποτε απ’ τον εαυτό της — ούτε βουνά, ούτε κάμπους, ούτε ανθρώπους· και όμως είναι μαζί τους ένα... Μπορεί όμως κανείς πάντα να το κατορθώσει, όταν θέλει...

— Τι εννοεί η Μεγαλειότης Σας;

— Να το κατορθώσει να γίνει ο ίδιος νησί.

— Μόνο στον άνεμο δεν μπορεί η κορφή ν’ απαγορεύσει να ‘ρχεται.

— Ω τον άνεμο δε θα ήθελα ούτ’ εγώ να τονέ στερηθώ, αν ήμουν η κορφή, κι ούτε και τα σύννεφα. Όλα τα χρυσάφια του ήλιου θα τα ‘θελα για μένα και τα μυστικά των σύννεφων και της βροχής της απαλόθερμης. Κι έπειτα αυτό το πάλεμα, αυτό το θαυμάσιο χαροπάλεμα! Για δέτε μου εδώ αυτά τα κακομοιριασμένα δεντρουλάκια, είπε δείχνοντας τους θάμνους που φρίκιαζαν ολότρομοι στον άνεμο, πως χώνονται μέσα στις χαραμάδες και γαντζώνονται απάνω στους βράχους! Ποιος τους είπε να ‘ρθουν εδώ πάνω; αυτά δεν είναι γεννημένα για τον αέρα του βουνού. Μόνο η πέτρα μένει στέρεη και δείχνει το στήθος της...

Κι ενόσω μιλούσεν έτσι, μου ‘ρθε στο νου ένας ψαλμός του Σολομώντος που ‘χα ακούσει μια φορά να τον ψέλνουν αγγελικές φωνές υπέργεια σ’ ένα μοναστήρι στην Ελλάδα:

Ἐγέρθητι, Βορρά και ἔρχου, Νότε

Πνεῦσον εἰς τὸν κῆπον μου·

Ἐκχυθῶσι τὰ ἀρώματα αὐτοῦ.

Τότε την εικάστηκα ίδια μιαν ξωθιά που στεκόταν ολόρθη μες το μυστικό περβόλι της ψυχής της και με τις γητεύτρες αρμονίες των σκέψεών της έκραζε να ‘ρθούν από παντού, καβάλα στ’ αργυρόχαιτα σύννεφα των ονείρων της, οι αντάρες των πόθων της με κυματούσες κόμες...

— Εδώ πάνω, είπε η Αυτοκράτειρα, φαντάζομαι στου φεγγαριού τη γλάρα τις νύμφες και τις ξωθιές ν’ ανεβαίνουν από τα χαμηλώματα και από τα δάσινα τα βάθη και να στήνουν τον αέρινο χορό τους. Και για θεατές τα μαρμαρένια σύννεφα απαλογερμένα ένα γύρο στον τρούλλο του βουνού. Κι έξαφνα ο άνεμος να φυσάει και να τους σαρώνει όλους και το φεγγάρι να γελά μ’ όλο του το πρόσωπο...

Ύστερ’ από λιγάκι είπε:

— Εδώ και λίγον καιρό μόναζε εδώ πάνω ένας ερημίτης. Ο κόσμος τον είχε για τρελόν, επειδή, λέει, κουβέντιαζε με τις μέλισσες και με τα σύννεφα και είχε σχέσεις μονάχα με μάγισσες και με νεράιδες. Ίσως κι αυτός από μέρος του να τους περνούσε για πιο τρελούς ακόμη... Αλλά ο άνεμος τονέ σκότωσε και αυτόν —το ίδιο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στο Περιστύλιο.

Μια νύχτα χλιαρή γεμάτη άστρα και φεγγοβολιές! Πάνω απ’ της Αγια-Κυριακής τον κώνο και τη μελανή κορώνα των κυπαρισσιών της άστραφτε η «Μεγάλη Άρκτος» και τα μεγάλα της τ’ αστέρια χύναν ένα φέγγος παγερό που το αισθανόταν κανείς να ψυχρασταλάζει ως μέσα στην ψυχή. Πέρα, της Πούλιας οι εφτά γλυκιές παρθένες, αιώνια αγκαλιασμένες, τρεμοδάκρυζαν. Πέρα ακόμη, της νεκρής βασίλισσας η κόμη διάφανη ανέμιζε στην υπερκόσμια γλάρα. Όλοι οι αστερισμοί είχανε βγει έξω έξω στην επιφάνεια τ’ ουρανού, σαν πιο κοντά σκυμμένοι και με μιαν ένταση, με μια διαύγεια που κάνανε σχεδόν τρόμο, γιατί μαζί τους έφερναν τη συναίσθηση μιας αλαργινής και κρύφιας ζωής γεμάτης αβάσταχτους καημούς. Το μεγάλο γαλατερό ποτάμι φιδοκυλούσε ήρεμο ανάμεσα σ’ αυτά τα ολόλαμπρα αστρολούλουδα κι έπειτα έστρεφε απαλά το φωτεινό του δρόμο κατά τ’ απόμακρα άλλων ουρανών: μέσα στης λησμονιάς του τα γλαυκόνερα αρμένιζαν αριθμητά μικρούτσικα αστρουλάκια, καράβια φεγγερά που τ’ αχτιδένια τους πανιά τα φούσκωνε ο πόθος άλλων πιο αλαργινών και πιο αιώνιων μυστικών... Να! έξαφνα έν’ άστρο άναψε για μια στιγμή με μια λάμψη σκληρήν κι ασπρόφλογη, τόση που όλα τ’ άλλα γύρω χλώμιασαν... Κι ήταν εκεί κάτι άστρα κόκκινα φωτιά, σφαίρες πυρωμένες που λιώνανε στην ίδιαν τους τη φλόγα. Αστέρια πράσινα και γλαυκά ταξίδευαν τρισμάκαρα στα μαύρα κύματα του αθέρα χωρίς να στρέφουν πίσω τους να ιδούν. Το είπα αυτό της Αυτοκράτειρας, κι Εκείνη μου αποκρίθηκε:

— Και απ’ όλα τ’ άστρα αυτά είναι χιλιάδες των χιλιάδων...

Και ήταν κάτι άστρα που δεν μπορούσαν τα μάτια τους να κλείσουνε, μ’ όλο που τα ματόφυλλά τους απ’ τον ύπνο πέφτανε, γιατί περίμεναν το φεγγάρι, τη γλυκαπαντοχή τους· και άλλα που απ’ τα πολλά τα δάκρυα δεν μπορούσαν το δρόμο τους να ξανοίξουν και αμφίγνωμα κοιτούσανε μ’ αποδειλιά ένα γύρο.

Κι η Αυτοκράτειρα είπε πάλι:

— Και απ’ όλα τ’ άστρα αυτά είναι χιλιάδες των χιλιάδων...

Και ήταν ακόμη πολλά εκεί απάνω, μεγάλα αστέρια περίλαμπρα που φορούσαν κορώναν αχτιδένια στο κεφάλι και που τ’ άλλα δεν τολμούσανε να τα θαυμάσουν παρά μονάχ’ από μακριά: ένα απ’ αυτά τα πανώρια που ‘χε χρώμα χλωμοπράσινο τ’ ακολουθούσε από κοντά έν’ άλλο πολύ μικρό βαθιόμαβιο, ακούραστο, βήμα με βήμα, δίχως εκείνο ούτε μια φορά να γυρίσει πίσω του να ιδεί. Και ήτανε μερικά τόσο απόμονα, παρατημένα έρημα στη μέση μιας μεγάλης μαύρης λίμνης τ’ ουρανού! — και αυτά ήταν απ’ όλα τα πιο λυπητερά.

Κι η Αυτοκράτειρα είπε:

—Και από τ’ άστρα αυτά θε να ‘ναι χιλιάδες των χιλιάδων...

Και ακουγόταν ως επάνω η θάλασσα που σιγαλά θροούσε σαν τον ανασασμό καμιάς βαθιοϋπνούσας. Τα κυπαρίσσια του ταρατσόκηπου ξεχώριζαν απ’ τον ουρανό σα μαύρα δάκρυα που ολοένα πέφταν κατρακυλιστά, ατέλειωτα, κι απόχυναν αστέρευτη μιαν αυστηρή και βαλσαμένιαν ευωδιά. Όμως κι από το βουνό ορμητικές έρχονταν οι μυροπνοές των άγριων λουλουδιών θυμίζοντας τις μαγευτικές αποχρωμιές που ‘χουν τ’ ανθόφυλλά τους... Το γλαυκό φως των αρχαίων λυχνιών με τους Τρίτωνες σιγοχυνόταν σ’ όλο το μάκρος του κορμιού των στύλων και τυλιγότανε γύρω από τα δάχτυλα μιας Μούσας που σήκωνε το χέρι της, πήγαινε κι έπεφτε επάνω σε μια δίπλα του πέπλου μιανής άλλης που αθώρητη κρυβότανε στη σκιά και φιλούσε τον Απόλλωνα στο μέτωπο· αλλιώς, πιότερο σκοτάδι σκόρπιζε ολόγυρα παρά φέγγος. Η Αυτοκράτειρα πήγαινε κι ερχότανε στο περιστύλιο, πίσω απ’ τις κολώνες και τις Μούσες που αχνοφέγγριζαν και ήτον η ενσάρκωσις αυτής της μεταφυσικής σχεδόν ωραιότητος που εδώ φανερωνότανε στην επιφάνεια της ζωής. Εκείνο το βράδυ της διάβασα ακόμη μερικές σελίδες απ’ τον «Πέερ Γκύντ»: το θάνατο της Άζας.

Όταν σταματώ τα μάτια της ψυχής μου απάνω στα όσα έζησα σε τέτοιες ώρες, τα αισθάνομαι σα θαμπωμένα απ’ το πολύ το φως.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Μια ματιά Της αρκεί για να ξέρει ένα πράγμα· μπορεί έπειτα να της πει κανείς ό,τι θέλει, ποτέ δεν αλλάζει την πρώτη κρίση της. Μιλούσαμε τις προάλλες για κάποιο πρόσωπο που Εκείνη είχε αμφιβολίες για την αφοσίωσή του κι εγώ πάσχιζα να το υπερασπισθώ.

Είπεν εκείνη:

— Εμένα δεν μπορεί να μ’ επηρεάσει κανείς ούτε στο καλό ούτε στο κακό, επειδή τ’ αφήνω όλα στις ενδόμυχες φωνές μου και στο πεπρωμένο.

Σε λιγάκι πρόσθεσε ακόμη:

— Δεν το παρατηρήσατε, ότι εγώ ξέρω για σας περισσότερα κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό σας; με το πρώτο βλέμμα καταλαβαίνω τι αξίζει ο καθένας. Μπορούν έπειτα να ‘ρθούνε να μου πουν πως ο δείνας είναι ο ίδιος ο Δάντης και να μου δείξουν και τη Θεία κωμωδία του, εγώ δε θα το πιστέψω, αν δεν το είχα από πριν εννοήσει ότι θα μπορούσε να ‘ναι τέτοιος. Υπάρχουν όμως μερικοί άνθρωποι που είναι δυνατοί και ωραίοι σαν τα βουνά και που περνά κανείς μπροστά τους χωρίς να τους καταλάβει όπως και μπροστά απ’ τα βουνά.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Καθώς περνούσαμε σήμερα από μέσα από ένα λιβάδι, η Αυτοκράτειρα είπε:

— Σκεφθήκατε ποτέ σας πόσα και ποια είναι τα έργατα των χορταριών; Σ' αυτών μέσα την αγκαλιά τα λουλούδια ζουν τα ονείρατά τους τα εφήμερα· οι νύμφες και οι δάσινες ψυχίτσες του Σαίξπηρ χορεύουν ανάμεσα στα φτέρινα κλωνιά τους· οι βοσκοί πνίγουνε στα δροσερά τους χνούδια τους στεναγμούς της φλογέρας τους· τα τρεχούμενα νερά γι’ αυτά μονάχα τραγουδούν τόσο γλυκόλαλα και τα πρόβατα που βόσκουν απλώνουν απάνω τους την αργυρόμαλλη γαλήνη τους· οι πεταλούδες τα ξαφνίζουνε με τα φτερουγίσματά τους ίδια πνοές γλυκόχρωμες και οι μέλισσες πιάνονται απ’ την απαλόγερτη χλωράδα τους και μαζί τους κάνουνε στο φύσημα του ανέμου «έγια—λέσα» ώσπου αποκοιμούνται. Αυτά είναι τα έργα κι η ζωή των χορταριών...

Σήμερα έξαφνα, χωρίς να το καταλάβομε, βρεθήκαμε μέσα σε κάτι ανθισμένες μυγδαλιές που είχαν πάει όλες μαζί, η μια κοντά στην άλλη, και κάνανε σαν ένα νησάκι ολόλευκο κι απόμονο:

—Μια κούνια, είπε η Αυτοκράτειρα, όπου θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί κανείς, αν άξιζε τον κόπο.

~~~~~~~ ~~~~~~~

— Δέτε πως κυνηγούν τα σύννεφα φρενιασμένα τον ήλιο, ξεφώνισε σήμερα, το ηλιοβασίλεμα. Μοιάζουνε κακές μάγισσες που τρέχουν ανάερες να πιάσουνε μια κόρη ξανθομαλλούσα.

Έπειτα πρόσθεσε:

— Τα πάθη που βλέπομε κάθε μέρα στον ουρανό μας κάνουν και ξεχνούμε τους δικούς μας τους καημούς.

Αλλά ενόσω έλεγε αυτά, το χρυσό βασίλεμα είχε χαθεί από τον ουρανό και κρυφοζούσε τώρα μέσα στα μαλλιά της...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Χθες, καθώς ανεβήκαμε στην κορφή της Αγια-Κυριακής, η Αυτοκράτειρα είπε:

— Να τώρα γινήκαμε φτωχότεροι για μιαν επιθυμία και βέβαια πιο πλούσιοι για δέκα άλλες. Αυτό γίνεται και στην ανθρώπινη ζωή: για έναν που πεθαίνει, δέκα γεννιούνται. Κάθε φορά που πεθαίνει ένας πόθος μέσα μας, πεθαίνει κι ένα λιγοστό μέρος του είναι μας και ξαναγεννιούμαστε για καινούργιες επιθυμίες όπως κι η ανθρωπότης για καινούργιες οδύνες. Και δε θα παύσομε ποτέ να ποθούμε και να πονούμε.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Κάθε βουνό που βλέπει, θα ‘θελε ν’ ανέβει στην κορυφή του.

— Υπάρχουν τόσο λίγα μέρη στη γη, μου ‘λεγε σήμερα, που να μην τα ‘χουν αποσεργιανίσει οι άνθρωποι και που να κράτησαν έτσι αμόλυντο τον αρχικό τους χαρακτήρα. Και σ’ αυτά λογαριάζω πρώτ’ απ’ όλα τις βουνοκορφές — δεν εννοώ και καλά και σώνει τις Άλπεις της Ελβετίας: δεν είναι απαραίτητο να σκαρφαλώνει κανείς μονάχα στις Άλπεις· και οι λόφοι αρκετοί είναι, γιατί, όσο και να ‘ναι, πάντα είναι νησιά της μοναξιάς και ίσως έχουν ακόμη περισσότερα να μας πουν, επειδή οι σχέσεις τους μ’ εμάς είναι λιγότερο ταραγμένες και θαμπές, κι αμέσως αισθάνεται κανείς τη διαφορά. Αλλά για μένα, όσο πιο αψηλές και πιο απόμονες είναι οι κορφές των βουνών, τόσο πιο ελεύθερα αναπνέω. Εγώ ανασαίνω εκεί που άλλοι αισθάνονται χαμένοι. Βλέπετε λοιπόν, ότι εγώ δεν πάω στα βουνά για να κάνω την κούρα του Oertel, καθώς λέει ο κόσμος. Εσείς βέβαια είσθε αναγκασμένος, χωρίς να το θέλετε ίσως, να υποστείτε αυτήν τη θεραπεία του αδυνατίσματος! Έπειτα είναι και κάτι άλλο ακόμη σ’ εμένα: η φυσική χαρά του σκαρφαλώματος —χωρίς άλλο θα την απόχτησα απ’ τις κατσίκες που μ’ αρέσει τόσο να πίνω το γάλα τους. Δε με μέλλει εμένα, όπως τους αλπινιστές, πόσα μέτρα θ’ ανεβώ, θέλω μόνο ν’ ανεβαίνω. Το σκαρφάλωμα έχει μεγαλύτερην έλξη από την κάθε κορυφή, αφού την ανεβεί κανείς. Για μένα μια κορφή δεν είναι ο σκοπός, αλλά το εμπόδιο, όπως στις κούρσες των αλόγων.

Υστερότερα πρόσθεσε:

— Δεν είναι περίεργο; Όσο βρίσκομαι στην Ελβετία, δεν αισθάνομαι καθόλου τον πόθο του βουνού —ίσως επειδή τον έχει εκεί όλος ο κόσμος. Τότε προτιμώ να τριγυρνώ μέσα στις πόλεις, στη Γενεύη προ πάντων. Η Γενεύη είναι η ευνοούμενή μου διαμονή, επειδή εκεί χάνομαι όλως διόλου μες τους κοσμοπολίτες: αυτό μου δίνει μιαν παραίσθηση της αληθινής καταστάσεως των όντων![12]

~~~~~~~ ~~~~~~~

Τα θάματα του δειλινού αρχίζανε να ξετυλίγονται: ο ουρανός του γέρματος πύρωνε σε μια κόκκινην αποφεγγιά κολάσεως· τα βουνά της Ηπείρου μι’ απειροσύνη απ’ όνειρα που ρόδιζαν· και το γλυκό το βράδυ, η ώρα η ποθερή και χλωμιασμένη έπεφτε σαν τραγούδι αλαργινό κι απέλπιδο πάνω στην απομονιά της θάλασσας. Κατεβήκαμε στο γιαλό σα να θέλαμε μαζί του να μοιραστούμε την ερημιά του. Ω τα μαργαριτάρια τα περίχυτα που χάνονται του κάκου! — οι απλωτές χλωμάδες που κανένας δεν τις βλέπει!...

— Κοιτάξτε, μου είπε η Αυτοκράτειρα, δείχνοντάς μου δυο μεγάλα άσπρα σα μαρμαρένια σύννεφα που ‘ταν πεσμένα εκεί απάνω στην κορφή ενός βουνού και τώρα κατεβαίνανε σιγά σιγά προς τη θάλασσα, — αυτά τα σύννεφα είναι σαν κι εμάς: έρχονται κι αυτά στη θάλασσα για να ξεκουραστούν από την ύπαρξή τους. Η θάλασσα είναι σα μια μάνα που στον κόρφο της ξεχνάει κανείς τα πάντα.

Ενόσω έλεγ' έτσι, τα σύννεφα χαμήλωναν ολοένα περισσότερο επάνω στον καθρέφτη των νερών. Και η εσπέρα η ανθόλαμπρη είχε ρίξει απάνω τους όλα της τα ρόδα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ω η χλωμή η σελήνη! τι θλιμμένα που αργοστέκει διστάζοντας πάνω απ’ τις ράχες των βουνών! Περπατούσαμε στο περιστύλιο που μπροστά στον κάθε στύλο οι Μούσες με τα μάτια τους γυρισμένα στο περβόλι στέκονταν ορθές, χλωμές και άγρυπνες, σ’ ένα μούχρωμα που ολοένα μαραινόταν: η καθεμιά τους με την κρυσταλλωμένη της χειρονομία φανέρωνε μιαν άλλην όψη της παγκόσμιας ωριοσύνης. Μιλούσαμε για πράματα που καμιά σχέση δεν είχανε μ’ αυτό, αλλά τα λόγια μας, καθώς μου φαίνεται, δεν ήταν παρά πέπλα που μέσα τους κουκουλώναμε θησαυρούς ατίμητους...

Σήμερα διάβασα της Αυτοκράτειρας πάλι απ’ τον «Πέερ Γκυντ», μεταφράζοντας τα ίσα στα ελληνικά και πρώτα πρώτα το τραγουδάκι της Σόλβαϊγ:

—Να, ήρθε πάλι η Πασχαλιά,

Γλυκό μου αγόρι στην ξενιτιά

— Πότε θε να ‘ρθεις;

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σε περιμένω, σε περιμένω,

μα μην αργήσεις —γιατί πεθαίνω.

Τότε η Αυτοκράτειρα είπε:

— Γιατί να τον περιμένει; ίσως να μην ήτον καν αυτός που έπρεπε να τον αγαπήσει και που γι’ αυτόν ήτονε γεννημένη. Γελιέται κανείς τόσο συχνά στα μικρά του τα χρόνια και θέλει μονάχος του να φτιάξει τη μοίρα του! Ποιος το ξέρει, αν κι ο αληθινά εκλεκτός δεν την περίμενε κι αυτός;...[13]

— ΤΑ ΚΟΥΒΑΡΙΑ (κυλώντας στα πόδια του Πέερ Γκυντ):

Είμαστε οι σκέψεις,

Έπρεπε να μας θρέψεις...

ΠΕΕΡ ΓΚΥΝ (τα σπρώχνει με το πόδι του):

Όλη μου τη ζωή την πέταξα σε μια! —

Η Αυτοκράτειρα:

— Δεν πρέπει να πετά κανείς τη ζωή του σε κανέναν, αλλά να τηνέ ζει μέσα σ’ όλα και να κυλά μ’ όλα μαζί.

— ΦΥΛΛΑ ΞΕΡΑ (που ο άνεμος τα στροβιλίζει και τα πάει μακριά):

Είμαστε μια λέξη

Έπρεπε να την ειπείς:

Μαραμένα χωρίς δρόσο χαθήκαμε κι εμείς,

κι ούτε στέφανα γινήκαμε,

ούτε καρπούς χαρήκαμε...

Η Αυτοκράτειρα:

— Τα φύλλα είναι στ’ αλήθεια κάτι ασήμαντο, επιθυμίες νεκρές που ξεχνιούνται και δεν πραγματοποιούνται, ενώ οι καρποί είναι ο μοναδικός σκοπός της δημιουργίας, ο φθασμένος. Ο Όμηρος έχει δίκαιο παραβάλλοντας τους άντρες που πολεμούνε γύρω στους ήρωες με τα φύλλα του δάσους επειδή κι αυτοί δεν είναι παρά για να φυτοζούν κοντά στους υπερθαυμαστούς.

ΤΑ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΑ ΣΤΑΧΥΑ:

Είμαστε οι αγώνες,

Έπρεπε να πολεμήσεις.

Πάει η δύναμή σου,

Δε θέλησες ν’ αγαπήσεις.

Η Αυτοκράτειρα είπε:

—Πιο υπέρλαμπρο από το κάθε γενάμενο είναι το αγέννητο. Το αγέννητο είναι η διαρκής κατάστασις της αλήθειας μέσα στον παράδεισο της αιωνίας υπάρξεως, ενώ αυτό που έχει γίνει είναι η εξορία στην προσκαιροσύνη... Κι όσο για τον έρωτα, αυτός έχει μιαν άσπονδη εχθρά: την ειρωνεία.

— ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΔΡΟΣΙΑΣ (σταλάζοντας απ’ τα κλαριά).

Είμαστε τα δάκρυα,

Έπρεπε να κλάψεις,

Το μίσος και τον πόθο

Στην πίκρα μας να θάψεις...

— Kι αυτή τη φορά έχει άδικο, είπε η Αυτοκράτειρα. Εγώ το ξέρω απ’ τη ζωή μου: τ’ αληθινά τα δάκρυα δεν μπορεί να τα κλάψει κανείς, κι εκείνα που κλαίει χύνονται όλα του κάκου.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στεκόταν κοντά στη λαλήτρα την πηγή κι αφηγκραζόταν το νερό που μουρμούριζε δίχως παύση και τελειωμό. Ο αγέρας του πελάγους βούιζε μες τα κλώνια των κυπαρισσιών που φρικιάζανε σύσσωμα και θρηνούσανε μελωδικά σαν άρπες Αιολικές —νοσταλγίες αθύμιστες. Ψηλά στον ουρανό η Πούλια τρεμόσβηνε γλυκόφεγγη· κι όλο πιο ψηλά ανέβαιναν τα σφιχταγκαλιασμένα αστέρια της, ταχύπορα πελαγοδρόμα στο νυχτερινό του αθέρα πέλαγος —και οι ώρες της ζωής έρεβαν ακράτητες στην άβυσσο για πάντα. Έξαφνα είπε η Αυτοκράτειρα:

— Ξέρετε γιατί μ’ αρέσει τόσο πολύ να ταξιδεύω incognito; επειδή θα ‘θελα να ‘κανα όπως η Γη και η Θάλασσα. Τα ονόματα που τους δίνουν οι άνθρωποι δεν έχουνε σημασία παρά μόνο γι’ αυτούς τους ίδιους· η θάλασσα και η γη κρατούν ωστόσο πάντα την ανωνυμία τους κι όπου είναι πιο ελεύθερες και πιο μοναχικές εκεί δε φθάνουν οι άνθρωποι με τις ονοματοθεσίες τους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Συλλογίζομαι έν’ αξίωμα του Ruskin: «Τα πιο υπέροχα έργα τέχνης παρασταίνουν άντρες και γυναίκες σ’ ανάπαυση, σύννεφα και βουνά ησυχασμένα, άντρες και γυναίκες πλασμένους μ’ ωριοσύνη, βουνά και σύννεφα μαγευτικά απ’ ομορφιά! ». Ω, τι αλήθεια σ’ αυτά τα λόγια! Εδώ, κοντά σ’ Εκείνην, τη νιώθω ολόκληρη κι ως μέσα στις πιο βαθιές μου ίνες. Όλα κείτονται μπρος τα μάτια μου και είναι, είναι, είναι, επειδή ήταν πάντα, επειδή θα είναι πάντα. Και τώρα ξέρω το τι ξαναβρίσκω μέσα σ’ Εκείνην απ’ αυτά τα βουνά κι απ’ αυτά τα λιβάδια κι απ’ αυτά τα δέντρα κι απ’ αυτά τα νέφη, τι είν’ εκείνο που την κάνει μια σύνθεση των ξεχωριστών φυσιογνωμιών όλων αυτών των αιώνιων όντων: είναι η μεγάλη ηρεμία που γλυκοζεί μέσα της και που απ’ τις γραμμές του κορμιού της αποφέγγει σ’ αχτίδες γαλήνιες κι ηχερές μιας αρμονίας τραγουδιστής.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Εκδρομή στους Λάκωνες.

Σήμερα ξανακάναμε πάλι το θαυμάσιο δρόμο ως την Παλιοκαστρίτσα. Περάσαμε μπρος απ’ το μοναστήρι κι έπειτα ανεβήκαμε το απόγκρεμο ψήλωμα που ορθοστέκει πίσω του και το σκλαβώνει. Εκεί ψηλά, στα μισά της βράχινης πλαγιάς που τη γλυκοσκεπάζουν ελιές και κυπαρίσσια αγναντέψαμε το χωριό τους Λάκωνες σαν άσπρα μαργαριτάρια αραδιασμένα κομπολόι. Και πιο πάνω του ακόμη ανεβαίνουν τα βράχια περίχυτα με λουλουδίσματα κίτρινα και μενεξελιά, ίσαμε τις δυο κορφές· αυτές όμως είναι γυμνές κι απαλοστρόγγυλες, γυαλόφεγγες και άχνουδες σα στήθια κοριτσιού. Από κοντά, το χωριό οι Λάκωνες είναι μια χούφτα μικρές και άθλιες καλύβες από καλούπια, ασπρισμένες μ’ ασβέστη, που κρέμονται απ’ τους βράχους σα φωλιές πουλιών κολλημένες η μια απάνω στην άλλη. Στα λιακωτά, πάνω απ’ τις σκεπές, γεράνια και γαρούφαλα σε φλόγες ανθοκαίνε. Γυναίκες ωριόπλαθες και μελαγχολικές κάθονται κουρνιασμένες στα κατώφλια των αέρινών τους κατοικιών, τα κεφάλια τους ακουμπιστά ποθόβαρια και λυπητερά στα σαρακωμένα της θύρας παραστάρια· και κάτι τετράπαχα γουρούνια λιάζονται στη χρυσή λιακάδα μέσα στα βραχοχάντακα που ‘ναι γεμάτα λιθάρια απ’ το βουνό. Σκυλιά χυμούν κατεπάνω μας και γαυγίζουνε λυσσάρικα.

«Δεν πειράζουν — Πίσω μωρή! Φωτιά! Αγάπη! — Δε δαγκώνουνε — Μωρή έλα 'δω σου λέω! Αχ, τι θα σου κάνω — Ντροπή σας!» — Έτσι διώχνουν τα σκυλιά μέσα στις αυλόπορτες καρδόγλυκες και ποθερές γυναίκες που χαμογελούν ίδια άνθη, γυναίκες σμαλτομάτες, ασπροφορεμένες, με άσπρες μαντήλες στο κεφάλι και τις κόμες τους τεχνικά πλεγμένες σε στεφάνια. Όλες κρατούν κι από μια ρόκα στο χέρι σαν τις γυναίκες της γλυκόψυχης Βασίλισσας Αρήτης. Έπειτα βγαίνουν κι οι άντρες από τα λιοτρίβια τους κι αναγνωρίζοντας την Αυτοκρατόρισσα βγάζουν όλοι τα στρογγυλόψαθά τους σκιάδια. Κι όλοι και όλες την ακολουθούνε με λαμπερές ματιές από τη θάμαξη στο διάβα της και μ’ ευλογίες και καλοστρατίσματα:

«Ώρα καλή Βασίλισσα! Άμε στο καλό!»

Και η Αυτοκράτειρα, γέρνοντας γι’ απάντηση στο χαιρετισμό τους το κεφάλι με την απαλόχαρη κίνηση του λαιμού ενός μαύρου κύκνου που προσπερνάει ανάμεσ’ από τ’ άλλα τα πουλιά, λαφρογλιστράει ανάμεσά τους που παραμερίζουν και χάνεται μες τη φωταδερή των δασών της σκοτεινιά.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Κάθε φορά που φθάνομε στο τέλος μιανής εκδρομής μας — και πάντα σχεδόν είναι οι κυρτοράχες των βουνών απ’ όπου βλέπει κανείς και τις δυο τις θάλασσες συνάμα —είναι στ’ αλήθεια σα να ‘κανε είσοδο θριαμβευτική σε κανένα Βασίλειό της, σα να γινότανε για πρώτη φορά αυτοκρατόρισσα του εαυτού Της. Τότες είναι σα να ‘χει φορέσει, Εκείνη η θλιμμένη και μαυροφόρα της ψυχής, φορέματα αχτινοβόλα. Τότε γίνεται η ίδια η Νεότης κι η Ζωή: σαν την ξωθιά τη Μελουζίνα, την ψαρογυναίκα με τη χρυσόλεπην ουρά στην κρύφια της τη δασοκρήνη, μακριά απ’ τα μάτια των βεβήλων, φανερώνει την αληθινή της τη μορφή και ζει την ξέχωρη ζωή της...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα απαντήσαμε στο δρόμο, κατεβαίνοντας απ’ το Αχίλλειο στο γιαλό, στις Μπενίτσες, έναν Ιταλό μηχανικό που ‘χε αναλάβει να κάνει μερικές επιδιορθώσεις στο παλάτι και που τονέ γνώριζε η Αυτοκράτειρα από πρωτύτερα. Με διάταξε να του μιλήσω και να του πω ιταλικά πως είχε πολύ καλήν όψη, πως πάχυνε και πως ο αέρας του τόπου, φαίνεται, τονέ σήκωσε. Εγώ ρώτησα:

— Η Μεγαλειότης Σας δεν τα μιλεί τα ιταλικά; Και όμως είν’ η Μεγαλειότης Σας βασίλισσα της Βενετίας!

— Α βέβαια! και με το παραπάνω! — μόνο που τα ξέχασα έπειτα από τόσα χρόνια, αποκρίθηκε γελαστή, σα να τη διασκέδαζε αυτή η ιστορία, και με μιαν αόριστη χειρονομία προς το κενό. Ο Αυτοκράτωρ εκφράζεται ακόμη πολύ καλά στα ιταλικά. Αυτό είναι το μόνο που μας έμεινε απ’ το Βασίλειό μας — περισσότερο απ’ ό,τι μας χρειάζεται. Κι εγώ αναγκάσθηκα ν’ αρχίσω να μαθαίνω την ωραία γλώσσα του Si, αλλά ποτέ μου δεν κατόρθωσα να τα ‘χω καλά μαζί της. Έπειτα κι οι κόποι μου όλοι θα πήγαιναν του κάκου!

~~~~~~~ ~~~~~~~

Με το φεγγαρίσιο φως το μυστικό πήγαμε ακόμη μια φορά προσκυνητές στο ναό του Χάινε. Οι ελιές φυλλότρεμαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, τ’ άστρα θαμποσβήνανε μέσα σ’ άχνες ονειρεμένες. Η Αυτοκράτειρα στάθηκε για λίγα λεπτά αμίλητη μπρος απ’ το αγαπητό της μάρμαρο, το κουρασμένο και νοσταλγικό, που παρασταίνει τον ποιητή — κι έπειτα γυρίσαμε πίσω στο παλάτι, χωρίς λέξη πια να πούμε.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Νύχτα χλιαρή και σιγαλούσα ήτον απλωμένη σαν πέπλο νάρκης και ονείρου επάνω στις φυλλωσιές των δέντρων και στους θάμνους μπρος τα πόδια μας. Οι Μούσες όλες γλυκοφέγγανε σα φεγγαροντυμένες· μες το περίχυτο φως, το σιγοστάλαγο, θαρρούσε κανείς πως σαλεύανε. Στ’ απόμακρα των κήπων οι άσπρες νύμφες λαμποκοπούσαν. Η άσπρη Σελήνη η κρινομάγουλη, η ερωτιάρα Σελήνη, αψηλόστεκε στα ουράνια κι έτρεμε απ’ τον πόθο.

— Τι ησυχία, Μεγαλειοτάτη, τι γαλήνη! Πώς κοιμούνται οι κήποι! Η Σελήνη δεν μπορεί τα μάτια της να πάρει.

— Δεν πρέπει να μιλούμε τώρα, είπεν Εκείνη· όλα βαστούν την αναπνοή τους, για να μην ξυπνήσει ο Ενδυμίων.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Είναι η πιο απόμονη απ’ όλες τις απόμονες... Δεν πρέπει να το πάρει κανείς αυτό μονάχα συμβολικά. Από καιρό σε καιρό, σε διαστήματα χρονικά που ταχτικά ξαναγυρίζουν, Της γίνεται αβάσταχτη ανάγκη, σχεδόν δίψα ζωική ν΄ απομονώνεται ακόμα κι απέξω. Έχει μιαν οδυνηρήν αποθυμιά να μένει μονάχη της και πρόσωπο με πρόσωπο να ονειροβλέπει τα μυστικά της ψυχής Της. Και τότε φεύγει, πηγαίνει σε κάτι οάσεις μοναξιάς, κρύβεται σε μονιές που άνθρωπος δεν έχει να πατήσει... Απ’ τα χαράματα τριγυρίζει μέσα στους κήπους του Αχίλλειου όλα κοιμούνται, μονάχ’ αυτή είναι ακοίμητη και πλανιέται μες τη σιγαλιά... Χθες ξύπνησα μόλις είχε γλυκοχαράζει και ανέβηκα — χωρίς να ξέρω καλά καλά γιατί — από τη σκάλα των θεϊσών απάνω στην ταράτσα του Ερμή... Μια χλωμάδα άπλωνε προς το μέρος της ανατολής, πίσω από τις μαύρες καμπούρες των βουνών, ενώ τα ριζά τους ήταν ακόμα βουτηγμένα μες τα σκοτάδια που ‘χυνε η μαυρίλα των ίδιων τους των ίσκιων. Από τη θάλασσα (που τηνέ μάντευε κανείς, παρά που την έβλεπε, σε μιαν περίχυτη ασπράδα ισκιόπνιχτη) ανέβαιναν οι υγρασμένες πρωινές δροσιές. Στον ουρανό όλα σχεδόν τ’ άστρα είχανε σβήσει· ένα μονάχα, τρομαχτικά μεγάλο και λαμπερό, άστραφτε στο ζενίθ: ήτον ο Σείριος —ίδιος ένας μικρός ήλιος ξέξασπρος που το φως του, παγωμένο, ξεχειλούσε και πάλι μέσα του αναρουφιόταν. Κάτω από τ’ άστρο, στο τρέμουλο και κρυερό ισκιόφωτο, ολόρθο κι αψηλόστεκο μαύριζ' ένα μεγάλο κυπαρίσσι που η κορφή του σάλευε ανάλαφρα από κάποιαν πνοή που ούτε την άκουγε κανείς, ούτε την αισθανόταν... Ξάφνω τα μάτια μου ξάνοιξαν την Αυτοκράτειρα να ξεγλιστράει μελανή και κρύφια σαν ίσκιος ανάμεσα στις κολώνες του άσπρου παλατιού. Απόρησα βαθιά που την εύρισκα εδώ τέτοιαν ώρα και θέλησα ν’ αποτραβηχτώ. Αλλ’ αυτή γοργή με πλησίασε ίδια ένας μαύρος αρχάγγελος που φύλαγε κάποιον παράδεισο και μου είπε:

— Είμαι πάντα εδώ προτού να βγει ο ήλιος για να βλέπω πώς ξυπνούν οι κήποι. Ποτέ πια να μην ξανάρθετε εδώ αυτήν την ώρα! είναι η μόνη στιγμή που είμαι, ολότελα μονάχη.

Έφυγα σωπώντας: ήμουν τρομαγμένος και σα χαμένος μέσα σ’ όνειρο —μου φάνηκε πως είδα με τα μάτια μου το παραμύθι της Μελουζίνας...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα ήμαστε πάλι στην Αγια-Κυριακή.

— Εδώ μονάχα κατάβαθα ευφραίνεται η ψυχή μου, είπε η Αυτοκράτειρα. Εδώ θα μπορούσα ν’ απαρνηθώ και την αρχή που έχω και να μείνω για πάντα προσκολλημένη σα λειχήνα σ’ αυτόν το βράχο. —Η θάλασσα είναι σήμερα σα λίμνη, είπε σε λιγάκι, ενώ κάτι φωτεινό άνθιζε στα χείλη της. Τόσο γνώριμα αισθάνομαι εδώ, που δεν μπορώ παρά να συλλογίζομαι τη λίμνη του Στάρνμπεργ και το πατρικό μου σπίτι στο Ποσενχόφεν.

Είπα μέσα μου: «Να που τώρα μια γλυκιά αχτίδα ανέβηκε απ’ τα βάθη της παιδικής ζωής της και φώτισε την ψυχή της». Ήτονε συγκινητικό να σκέπτεται κανείς, ότι αυτή που πλανιόταν τώρα στα σκοτεινά παλάτια της νοήσεως, όπου ο άνθρωπος στ’ αλήθεια βρίσκεται στο τέλος του είναι του, ήτονε μια φορά κι αυτή παιδούλα κι έπαιζε με τις αδελφές της στην αγαπημένη και κατάχλωρη ακρολιμνιά εκείνης της λίμνης που είχε μιαν τραγική επίδραση και έλξην απάνω της καθώς και σ’ όλη τη γενεά της. «Κι όμως ποτέ της δεν έπαυσε να είναι αυτό πού ήτον απ’ ανέκαθεν», εξακολούθησα να σκέπτομαι· «από τη λίμνη, Εκείνη καθώς κι οι αδελφές της, απόχτησαν την προαίσθηση πως θα πεθάνουνε στο νερό· έπειτα, με τα χρόνια, η λίμνη άπλωσε κι έγιν’ ένα με τη θάλασσα».[14]

~~~~~~~ ~~~~~~~

Άλλος περίπατος πάλι στην ακροθαλασσιά την πολύβουη.

Είπεν εκείνη:

— Η θάλασσα είναι ο εξομολογητής μου: έρχομαι κάθε μέρα σ’ αυτή για να με ξομολογήσει. Μου ξαναδίνει τη νεότητά μου, επειδή μου παίρνει ό,τι είναι ξένο και ανθρώπινο και μου χαρίζει τις σκέψεις της —τη μόνη κι αθάνατη νεότητα. Η θάλασσα η ίδια δεν μπορεί ποτέ να πεθάνει και γι’ αυτό ξανανιώνει όλα γύρω της. Και στο Gödöllő[15] είναι ένα δέντρο που ‘ν’ ο καλύτερός μου φίλος σ’ αυτόν τον κόσμο. Κάθε φορά που θα πάω εκεί πέρα, και προτού να φύγω πάλι, πηγαίνω και τονέ βρίσκω και κοιταζόμαστε αμίλητοι για λίγες στιγμές: είναι ο έμπιστος της ζωής μου· ξέρει τα όσα έχω μέσα μου και ό,τι μου συμβαίνει στ’ αναμεταξύ που δε βλεπόμαστε κι είμαστε ο ένας μακριά απ’ τον άλλον, — και ποτέ του δε θα πει σε κανέναν τίποτα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

—Κοιτάξτε, —είπε η Αυτοκράτειρα την άλλη στιγμή, με μιαν κίνηση του χεριού αρμονική προς τον ορίζοντα των μικρών σιωπηρών νησιών που κολυμπούσαν τρισμάκαρα σε νερά μαλαματένια: όπου ένα νησάκι ανοίγει την αγκαλιά του, εκεί όλες του κόσμου οι λύπες γλυκόθυμες κατασταλάζουν.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στην ώρα τη χλωμή κι αποδειλιάρα καθόμαστε σήμερα στην αμμουδιά και βλέπαμε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, τη μεγαλόπρεπη, κι ακούγαμε τη θάλασσα τη βουερή και μυστηριώδικη, για πολλήν ώρα, αμίλητοι — ενώ η θάλασσα μονάχη της ξεφώνιζε: αλαλιάρα κραύγαζε για μας τους σιωπηλούς! Κι εμείς το ξέραμε πως η σιγόφλογη σιωπή μας και του άμμου η άσειστη και σκεπτική γαλήνη και της σούρπας η θλιβεράδα η γλυκόθανη όλο ένα πράμα έλεγαν, εκείνο το ίδιο που ‘κανε και τη θάλασσα τόσο φριχτά ν’ αχολογάει...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Όσο περισσότερο μένω κοντά της, τόσο δυναμώνει μέσα μου η σκέψις, ότι η ζήση της κυλάει ανάμεσα δυο κόσμων. Όταν ώρες ολόκληρες πλανιόμαστε στον ομηρικό γιαλό —Εκείνη γλιστροδιαβαίνοντας πάνω στην ολόφωτη όχθη της ζωής ίδια μια σκιά γενάμενη σώμα —και τα κύματα τα αιώνια μας κυνηγούνε με τις βουερές φωνές τους, τότε πάντα γεννιέται μέσα μου το αίσθημα πως Εκείνη ενσαρκώνει κάτι που κείτεται μεταξύ της ζωής και του θανάτου ή μέσα και στα δυο συνάμα. Εκείνη η ίδια, στην επίσημη προσφώνηση που κάνει η θάλασσα στις αμμουδιές δε βλέπει παρά ένα μόνο πράμα: ότι δηλαδή ενέργειες και δυνάμεις πιο αθάνατες απ’ αυτές που ‘χομε γνωρίσει σε τούτο το νησί της ζωής μάς αποζητούνε για δικούς τους.

— Η θάλασσα με θέλει πάντα να μ’ έχει δική της: το ξέρει ότι μ’ ορίζει —μου λέει σχεδόν κάθε φορά που κατεβαίνομε στο γιαλό.

Έτσι κι εγώ δεν μπορώ να φαντασθώ, πώς θα μπορούσε ποτέ να φύγει απ’ αυτήν τη ζωή με το συνηθισμένο τρόπο, αφού δεν έχει τίποτα να κάνει με τη ζωή τη χυδαία και πραγματική. Η ατμοσφαίρα που μέσα ζει είναι άλλη απ’ αυτήν που αναπνέομ’ εμείς. Από τη δική μας άποψη, η ζωή της είναι κάτι σαν όχι-ζωή: θα μπορούσε να πει κανείς, ότι κι ως πλάσμα ζωντανό ακόμα βρίσκεται σε μιαν κατάσταση που αρνιέται τη ζωή. Αυτό το μυστήριο που την περικυκλώνει, που την κάνει ένα αίνιγμα για τον κόσμο, είναι γι’ αυτήν την ίδια μια πηγή κατανοήσεως κι έτσι τυλίγεται μέσα σ’ αυτήν και τη ντύνεται σα φηκάρι ή σα μια σιδερόλεπην αρματωσιά, για να προφυλάξει την ψυχική της την ουσία από κάθε εξαέρωση κι από κάθε πληγή που ήθελε της κάνουν οι εξωτερικές σχέσεις με τους ανθρώπους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Περάσαμε μπροστά από ένα βραχότοιχο γρανιτένιο, βαμμένο φανταχτερά απ’ αλικόχρωμη σκουριά κι ορθόστεκο σα δράκισσα μαρμαρωμένη πάνω απ’ τη δασωμένη λαγκαδιά. Σε τι καμπύλες εξαίσιας απαλοσύνης κύρτωνε η ωριοσύνη την πέτρα αυτή την ασάλευτη και φλογοζούσα! Μακριόχυτες οι χρυσόξανθες πλεξούδες των κίτρινων σπάρτων αστραποφέγγανε στην κεφαλή του βράχου, και γαλάζιες φλέβες πολύκλαδες δίχτυωναν το μέτωπό του, το σαν αιματωμένο.

Η Αυτοκράτειρα είπε:

— Βλέπετε τις σκέψεις του βράχου; Ακόμα και στην πετρωμένη ακινησία τους του δίνουν ομορφιά, γιατί είναι ο ίδιος ο βράχος και όχι κάτι άλλο, ξένο απ’ αυτόν.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Μες τις ήρεμες βραδινές δροσιές κι απόδειλες χλωμάδες περάσαμε πάλι τον ελαιώνα κι έπειτα ανεβήκαμε μιαν πετρώδικη πλαγιά ολόσκεπη από σχοίνους και θυμάρια λουλουδισμένα. Της μοναξιάς η καρδιοσφίχτρα μυρουδιά κυματούσε απαλά πάνω σ’ αυτό το βουνίσιο στήθος που την απόγνωση του κρότος κανείς δεν τάραζε. Γουστέρες γλιστροδιάβαιναν γοργές μες τα στενοπερίπλοκα τα δρομαλάκια που άνοιγαν οι θάμνοι ανάμεσά τους και κάτι πουλάκια χαμοπηδούσανε σ’ αυτούς τους δαίδαλους της μελαγχολίας ή κοντοφτερούγιζαν από κλαράκι σε κλαράκι, από πετραδάκι σε πετραδάκι, χωρίς να κελαηδούν. Κάτι βαρύ πίεζε το στήθος —σα μιαν αγωνία μάς τριγυρνούσε... Και η Αυτοκράτειρα είπε:

—Κάποια ψυχή πονεί αυτήν την ώρα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

—Το ενδόμυχο είναι μας, έλεγε τις προάλλες η Αυτοκράτειρα, είναι πολυτιμότερο από όλους τους τίτλους και τ’ αξιώματα, πολύχρωμα κουρέλια που οι άνθρωποι τα κρεμούν απάνω τους και νομίζουν πως κρύβουν τη γύμνια τους. Μ' αυτά κι αυτά δεν αλλάζει η φύσις μας. Εκείνο που μονάχα μέσα μας αξίζει, το φέρνομε εμείς στην τωρινή ζωή από τις πρωτυτερινές μας πνευματικές υπάρξεις. Αλλά οι άνθρωποι δε θέλουν και καλά και σώνει να το πιστέψουν, ειδάλλως θα 'παιρναν τα μάτια τους και όπου φύγει φύγει, αφήνοντας όλα σύξυλα, χωρίς ούτε να γυρίσουν καν να κοιτάξουν πίσω.

Σε λιγάκι είπε πάλι:

— Είναι περίεργο πράμα, όπου πατήσουν άνθρωποι όλα ρημάζουν: οι άνθρωποι ζημιώνουν κι αδικούν όλα τ’ άλλα πλάσματα· μόνο εκεί που ζουν αυτά για τον εαυτό τους διατηρούν την αιώνιαν τους ωραιότητα. Γι’ αυτό κι εγώ δε θέλω να δείχνω το παλάτι μου στον κόσμο· σε λίγους μήνες μέσα δε θα ‘μενε ούτε πέτρα ορθή: γράφουν παντού τα ονόματά τους σα να ‘θελαν και στις πέτρες ακόμη να βάλουν τη σφραγίδα του δικού τους του Τίποτα, να παρασύρουν και τα πιο αιώνια πράματα στο δικό τους το θάνατο. Βλέπετε, μόνο όπου άλλοτε ήταν πόλεις, είναι τώρα ερείπια· στις πολιτείες μέσα τα δέντρα μαραζώνουν. Αλλά οι κορυφές των βουνών είναι όπως τις έπλασε ο Θεός.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Έπειτα μιλήσαμε για τα σύγχρονα φιλοσοφικά Συστήματα και προπάντων για το Νίτσε που ποτέ της δεν είχε διαβάσει τίποτα δικό του και, το περιεργότερο, ούτε καν άκουσε να γίνεται λόγος στην Αυλή γι’ αυτόν. Μου είπε:

— Είμαστε ένα τόσο γελοία μικρούτσικο μόριο αυτού του κόσμου, γιατί να θέλομε να τα ξέρομε όλα και σπάμε το κεφάλι μας! Νομίζετε πως οι ελιές ρωτιούνται αναμεταξύ τους γιατί οι παπαρούνες είναι κόκκινες ή γιατί λάμπουν κάθε βράδυ τα σύννεφα. Κι ούτε κι αυτοί οι βράχοι που βλέπετε μπροστά σας έχουνε σχηματίσει την παραμικρότερη ιδέα για τη μετεωρολογία. Όλα αυτά τα πράγματα ζούνε μέσα σ’ ένα βάθος όπου δεν υπάρχουν πια μυστικά, επειδή ζουν το ένα με το άλλο και το ένα μέσα στο άλλο. Εμείς μονάχα πήγαμε και σταθήκαμε απέξω απ’ τον αληθινό τον κόσμο, χαλάσαμε όλες τις γέφυρες και λύσαμε όλα τα δεσίματα. Ο σωστός υπεράνθρωπος, ο Uebermensch, θα ήτον εκείνος που θα ξεχνούσε ότι είναι άνθρωπος. Το πνεύμα μας και η γνώση μας έπρεπε να μας είχαν ξαναδώσει την έννοια του κόσμου αυτού που όλα τ’ άλλα όντα την έχουν απ’ ανέκαθεν με το ασυναίσθητό τους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Είναι η πιο απόμονη απ’ όλες τις απόμονες, επειδή ανήκει στον εαυτό της όλη.

Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι να πουν μαζί μου, μου ‘λεγε χθες, επειδή δε συμμορφώνομαι με καμιάν απ’ τις προλήψεις τους και τις ιδέες τις καθιερωμένες απ’ τα παλιά τα χρόνια. Δεν ξέρουν πού να με βάλουν και δεν τους αρέσει να τους ανακατώνει κανείς τα συρτάρια τους. Έτσι κι εγώ απομένω όλη δική μου. Στους περιπάτους μου δεν έχω φόβο ν’ απαντήσω τους λεγόμενους πολιτισμένους ανθρώπους, επειδή δεν τρελαθήκανε να τρέχουν το κατόπι μου στις ερημιές — έχουν άλλα καλύτερα να κάνουν! Και τότε είναι αυτές οι ατέλειωτές μου μοναξιές που μου δείχνουν, ότι αισθάνεται κανείς το βάρος της υπάρξεως περισσότερο, όταν βρίσκεται σε συνάφεια με τους ανθρώπους. Η θάλασσα και τα δέντρα μάς παίρνουν, ό,τι ανθρώπινα επίγειο έχομ’ επάνω μας: γινόμαστε κι εμείς ένα από τ’ αμέτρητα. Ενώ πάλι κάθε σχέσις με την ανθρώπινη κοινωνία μας παραστρατίζει, μας αποτραβά από το τέτοιο ανέβασμά μας και δυναμώνει τη συναίσθηση της ατομικότητάς μας που πάντα και περισσότερο από το καθετί μας κάνει να πονούμε. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που μου είναι το ίδιο ευχάριστοι όπως τα δέντρα και η θάλασσα, επειδή είναι το ίδιο σαν τα δέντρα και τη θάλασσα: είναι οι ψαράδες και οι τρελοί των χωριών· αυτοί δεν ανακατεύονται με τον πολύν τον κόσμο, μα έχουνε μεγάλες δοσοληψίες με τα πράγματα τα αιώνια. Αυτοί μου δίνουν περισσότερα απ’ όσα εγώ, σαν Αυτοκράτειρα που είμαι, θα μπορούσα ποτέ μου να τους δώσω, γι’ αυτό κάθε φορά τους αποχωρίζομαι με μεγάλην ευγνωμοσύνη: με ξελαφρώνουν από κάτι ξένο και πνιγερό που με σφίγγει και δεν ξεκολλάει από πάνω μου .

~~~~~~~ ~~~~~~~

Πρωί πρωί σήμερα περάσαμε απ’ το χωριό. Μύριζε παντού νιόβλαστο χορτάρι και γιούλια — ω γιούλια αμέτρητα που ξυπνούσαν τον πόθο του θανάτου. Η θάλασσα ήτον ξαπλωμένη γαλήνια σε μιαν αλάλητη ευφροσύνη κυριακάτικη, ολόφεγγη, εκστατική. Η μικρή εκκλησούλα με το σταχτερό της βενετσάνικο καμπαναριό ήτον ανοιχτή και γεμάτη χριστιανούς που ‘χαν έρθει απ’ τα περίγυρα για τη μεγάλη λειτουργία και ξεχείλιζαν ως έξω στο δρόμο· οι γυναίκες όλες αλλαγμένες με τα κυριακάτικά τους, με κεφαλοδέτες άσπρους σαν το χιόνι, πλεγμένους μαζί με κατακαίνουργες κορδέλες κόκκινες της φωτιάς και με τις χοντρές πλεξούδες τους σε φανταχτερά στεφάνια γύρω στις κεφαλές τους, και στ’ αυτιά σκουλαρίκια μακρουλά που κρέμονται βαριόχρυσα· οι άντρες φορώντας ποκάμισα φρεσκοπλυμένα με λουλάκι για τη σκόλη, με βρακιά πάνινα γαλάζια κι ομηρικές κνημίδες από άσπρη μάλλινη τσιμούχα.

Από τη θύρα της εκκλησίας που έχασκε σκοταδερή σαν κάποιο άντρο μυστηριώδικο ξεχυνόταν το λιβάνι σε κύματα βαριά σκοτεινής ευωδίας που τα 'παιρνε η πνοή της ανοίξεως και τα πήγαινε αργοκίνητα και μακριοτράβηχτα γύρω στην εξοχή και πάνω από τη θάλασσα: — διπλός ανασασμός δυο κόσμων διαφορετικών που το σμίξιμό τους συμβόλιζε τη ζωή και μεθούσε την ψυχή.

Κι έπειτα καθαρά, ως πέρα σε μας, απήχησαν οι ψαλμοί της θείας λειτουργίας που με μιαν κούρασην απέλπιδη πλανιούνταν ωσάν ίσκιοι μέσα σ’ αυτήν τη φεγγερή τοποθεσία. Αυτόγεννοι οι ήχοι αυτοί ανάβρυζαν από τη σκοτεινιά, σέρνονταν έξω από το άνοιγμα της εκκλησίας, ανεβαίνανε με βήματα βαριά κι αποσταμένα ένα ψήλωμα, αργοστέκανε λιγάκι εκεί απάνω με δισταγμό ή και φωνάζοντας βοήθεια κι έπεφταν πάλι και σωριάζονταν πνιγμένοι σε δάκρυα θρήνων ενδόμυχων· ή καμμιά φορά ξεχείλιζε ένα κύμα μοναδικό που ‘πνιγε τα πάντα στην πρώτη βλάστησή τους. Κι έξαφνα μέσ’ από την πορφυρόμαυρη κόγχη του σκότους και της απελπισίας ξεπετιότανε μια κραυγή στριγγιά τρόμου και καταστροφής, κρουνός ακένωτος, και με τη φωτεινήν ορμή μιας φτερωμένης λόγχης στον ήλιο διάσχιζε τον αθέρα, κυλούσε σαν άστρο πλανερό στα πράσινα μάκρη τ’ ουρανού, απόμενε κρεμάμενη για λίγο κι έσβηνε...

Και η εκκλησιαστική ψαλμωδία ξανάρχιζε ομόφωνη, πνιγμένη σε μια θρηνερή μονοτονία που ήτον το ίδιο συγκλονιστική όπως το ακατάπαυτο και μονόφωνο κυματόκλαμα της θάλασσας: κι αλήθεια κλάματα ήταν που δεν μπορούσανε να ξεκλαυτούν, επειδή απέξω μια δύναμη τα ξανάσπρωχνε μέσα, σάματις η άνοιξη μ’ άσπρα μυροβόλα χέρια να έφραζε το σκοτεινόλαλο στόμα αυτής της εκκλησιάς. Μα όταν αυτά τα χέρια της ζωής και της νεότητος παράλυναν απαυδισμένα, τότε κι οι βαστηγμένοι λυγμοί ξανανθούσανε σ’ ανθοδεμένες φλόγες και σαν το νερό του σιντριβανιού που λουλουδίζει στ’ αψηλά, μέσα στης αύρας τις λάτρισσες αγκάλες, ξεσκούσανε σε κάλυκες φεγγερούς και ξεφυλλίζονταν από κάποιον άνεμο εκστάσεων απέλπιδιον και σταλοπέφτανε στη γη σε βαριά βροχήν από δάκρυα ηχερά και διαμαντένια... Μόλις πλησιάσαμε στην εκκλησία, βγήκε ένας γέρος που όλοι οι περιστεκούμενοι παραμερίσανε στο διάβα του να του κάνουν τόπο να περάσει: βαστούσε και με τα δυο τα χέρια του τα τρέμουλα ένα μικρό κίτρινο αγιοκέρι αναμμένο και κοίταζε ολόισα μπροστά του, χαμογελώντας σα μεταρσιωμένος. Η μικρή φλόγα του κεριού μες τον ήλιο έδειχνε σα βαθύχρωμος λεκές, αλλά η όψη του γέρου, όλο το άσπρο του κεφάλι έμοιαζε σα στεφανωμένο με μιαν αχτινοβολιά που όμως ήτονε φανερό πως δεν ερχόταν απ’ το κερί. Όλοι κοίταζαν κατά το μέρος του, πολλές γυναίκες και παιδιά σκύβανε να του φιλήσουν το χέρι καθώς πέρναγε. Αυτό της έκαμε εντύπωση της Αυτοκράτειρας. Μου είπε να ρωτήσω ποιος ήτον αυτός ο άνθρωπος. Μίλησα μιανής χοντρής χωριάτισσας με κάτι βαρύχρυσα κρεμαστάρια στ’ αυτιά που στεκόταν εκεί κοντά με τα χέρια σταυρωμένα στο στομάχι και σιγοκουβέντιαζε με μια γειτόνισσά της.

— Είναι ο γερο-Σπύρος ο Αυλωνίτης, μου αποκρίθηκε· έτσι το ‘χει αυτός, μα είναι του θεού άνθρωπος. Αυτός είδε μαθές το Χάρο με τα μάτια του. Δυο μερών ήτονε ποθαμένος και τον είχανε ακόμας άθαφτο, γιατί η νύφη του κοιλοπονούσε και την περιμένανε να ξεγεννήσει. Και μόλις που γέννησε ένα αγοράκι μια χαρά σαν το μπαρμπούνι, άνοιξε αυτός τα μάτια του και κατέβηκε απ’ το νεκροκρέβατο· και την ίδιαν ώρα το βρέφο ξεψύχησε. Τώρα δε μιλάει ποτές κανενού, πρόσθεσε η φλύαρη χωριάτισσα, μόνο πάει κι έρχεται οληνώρα έτσι ήσυχα ήσυχα κι όλο και χαμογελάει σάμπως να ‘βλεπε τον ουρανό ανοιχτό. Και μερανύχτα το βαστάει κοντά του αυτό το κερούλι τ’ αναμμένο. Μονάχα της νύφης του καμμιά φορά της λέει κάνα λόγο, σαν παραπαιδεύεται στη δουλειά της λέει: «Άσ’ τα αυτά! Ασ’ τα αυτά! όλα είναι σκάρτα, όλα είναι τ’ ανέμου και του καπνού!» Γιατί, να ξέρει η αφεντιά σου πως την αγαπάει σάματις να ‘ταν η μάνα του. Νάτηνε! τη βλέπετε; να την η νύφη του γερο-Σπύρου!

Και μου δαχτυλόδειξε μιαν κατάχλωμη γυναίκα, πολύ νέα, με τα μαλλιά της κι αυτηνής πλεγμένα σε στεφάνι, μα που ρίχναν έναν κακόν ίσκιο βασκανίας σ’ όλο της το πρόσωπο.

— Να την η νύφη του γερο-Σπύρου!

Στ’ αναμεταξύ η Αυτοκράτειρα είχ’ έρθει κοντά και άκουγε. Όλοι όσοι ήταν εκεί τη γνώρισαν και μαζευτήκανε γύρω της. Η Αυτοκράτειρα δίχως άλλο θα ήθελε να πει ένα λόγο της χλωμής γυναικούλας, μα τρόμαξε απ’ τους τόσους ανθρώπους και το μετάνιωσε. Ωστόσο η εκκλησίτσα άδειαζε. Ένα ξυπόλυτο μαγκάκι, σκουντώντας με χέρια και με πόδια, γοργογλίστρησε σαν το σαυρίδι μέσ’ από το πλήθος και κρεμάστηκε μ’ όλο του το σώμα απ’ το σχοινί της καμπάνας. Και η φωνή της καμπάνας ανάβρυσε και σαν ανάλιωτο ασήμι ανάερη αντήχησε και γλιστροκλάγγισε αναπηδώντας απάνω στην ήρεμη αχτινοβολιά του αέρα σαν τα πλακουδερά εκείνα πετραδάκια που τα παιζορίχνουν τα παιδιά σαϊτεύοντας τον ασπρόγυαλο καθρέφτη του νερού, φούσκωσε και ξεπνόησε μ’ ένα αναρουφητό σαν της υπνόβαρης αναπνοής, κυμάτισε μπρος και πίσω, τρεμοκουδούνισε στα ύψη του αθέρα και πλημμύρισε τον κόσμον όλο, βουνά, γιαλό και θάλασσα, μ’ ένα κύμα χαράς ρευστής ναι κρουσταλλένιας. Ω σμιξίματα, φρενιασμένα από ηδονή, του φέγγους, των ήχων και του ανασασμού των λουλουδιών — αρμονίες ενδόμυχες που για τις δικές μας τις αισθήσεις πάνε σχεδόν χαμένες μα που, ίσως, κάνουν τα κυπαρίσσια ν’ ανατριχιάζουν ως κάτω στις τριχόφλεβές τους ρίζες...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Πάλι σήμερα περάσαμε μπροστά απ’ το ναό του Χάινε. Πάντα η θέα του είναι συγκινητική: μέσα σ’ αυτήν την αιωνιότητα που τον περιγυρίζει είναι το μνημείο της ζήσης που διαβαίνει, που σ’ αυτό είναι κι αυτή αιώνια. Ρώτησα την Αυτοκράτειρα, ποιο ποίημα του Χάινε προτιμά απ’ όλα· και είπε;

— Όλα τα λατρεύω, επειδή όλα δεν είναι παρά ένα ποίημα: ένα και μόνο. Η απιστία που είχε ο Χάινε στην ίδια του την αισθηματικότητα και στον ίδιο του τον ενθουσιασμό είν’ η δική μου πίστη. Οι εφημεριδογράφοι μου το λογαριάζουνε για μεγάλο κατόρθωμα, ότι θαυμάζω τον ποιητή Χάινε· υπερηφανεύονται για την αγάπη που ‘χω του δικού τους του Χάινε, μα εγώ δεν αγαπώ απ’ αυτόν παρά μόνο την απεριόριστή του περιφρόνηση προς τις ανθρωποσύνες του και τη λύπη που του προξενούσαν όλα τα πράγματα σ’ αυτήν τη γη.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα δεν ήτον η ίδια.

Δεν έπαυε να κοκκινίζει και να χλωμαίνει, χωρίς φαινόμενη εξωτερική αιτία και πάσχιζε μ’ οφθαλμοφάνερον κόπο να μιλήσει για τιποτένια πράγματα.

Την ώρα του μαθήματος είχε μπροστά της ένα γράμμα που το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε χίλιες φορές και φαινότανε σα να βρισκόταν κάπου αλλού.

Δεν έχω ανάγκη να την κοιτάξω για να το ξέρω, όταν οι αρμονίες που υφαίνουν του είναι της τις ίνες έχουν πάθει κάποια διατάραξη: πάντα κι αμέσως αισθάνομαι μέσα μου τα φρικιάσματα που γοργοτρέμουν στην κοιμισμένη λίμνη της ψυχής της, άμα τίποτε την αγγίξει, σάμπως να ‘ρχονταν οι τελευταίοι νερένιοι κύκλοι που ξεδιπλώνονται και αποθαμπαίνουν ολοένα, να σβήσουνε μες τη δική μου την καρδιά. Μόλις η πιο ανάλαφρη πνοή απ’ ό,τι ο κόσμος λέει ζωή θολώσει το ρευστόν καθρέφτη της Οδύνης, που μέσα της είναι βάλτος και που κάτω απ’ αυτόν απόναρκη κείτεται η ψυχή της, κι αμέσως ένα κύμα από άλικο αίμα της καρδιάς ανεβαίνει στα μηλίγγια της, ως τις ρίζες των μαλλιών της και πεπλοσκεπάζει το πρόσωπό της με την πορφύρα του εσωτερικού της θρόνου σα να ‘θελε να την προστατέψει από μιαν ύβρη του εξωτερικού κόσμου. Και πάντα υπάρχουν πράματα που περνούν μέσα απ’ τα νερά αυτά της λύπης για να πάνε να ξυπνήσουν την πεντάμορφη. Και κάθε φορά η απόυπνη και βαθιοζούσα ανεβαίνει στον επάνω κόσμο σα λουσμένη σε κύματα θλιβερά. Πόσες φορές δεν ξάνοιξα κάτω από τα για πάντα ερμητικά κλεισμένα χαρακτηριστικά της επίγειας αρχαϊκής ομορφιάς που της χάρισε η Άρτεμις, της νύχτας η σιγαλινή θεά, την κρύφια της εκείνην και κρυσταλλένιαν όψη, ίδιαν κι όμοια με της Γοργόνας τη θωριά που μαρμαρώνει κόσμο. Όλ’ αυτά τα ανέκφραστα δράματα συμπυκνώνονται μέσα μου σε μελωδίες ατέλειωτες που τότε μόνο πάλιν εξαϋλώνονται κι απ’ τα βάθη απηχούνε, όταν οι αγριόθωροι ίσκιοι και οι παράχορδες της ζωής φωνές έχουνε σβήσει κι αποσκορπισθεί.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα μας συνέβηκε κάτι ενδιαφέρον.

Ακολουθώντας το φωτόχαρο κομπολόι των λόφων των νεανικών που ίδια σκαλοπάτια χλοερά πηδολογούν απ’το Αχίλλειον ως τον πανώριο κόρφο του Κανονιού, κατεβήκαμε στο ακροθαλάσσι. Η Αυτοκράτειρα ήθελε να μας περάσει αντίκρυ· στο Κανόνι με τη βάρκα του ο περαματάρης που συνήθως κάνει το πέραμα στο Ποντικονήσι — το Νησί των νεκρών του Bocklin. Τον αρώτησα λοιπόν εγώ πόσα θέλει για τον κόπο του (αυτό το κάνω πάντα, γιατί ξέρω πως έτσι το θέλει η Αυτοκράτειρα). Ζήτησε «δυο τάλαρα»· είχε αναγνωρίσει την Αυτοκράτειρα που κάθε παιδί στην Κέρκυρα τη δαχτυλοδείχνει φωνάζοντας: «Η Βασίλισσα! η Βασίλισσα!»

Του είπα πως ζητάει πολλά και πως θα του δώσομε ένα τάληρο μονάχα. Αλλά δεν κατέβαινε και στα τελευταία μ’ έβρισε κιόλας: «Εσύ 'σαι ο τσιγκούνης! παλιοτσιφούτη! Η Βασίλισσα δεν τους το κόβει των φτωχών ανθρώπων το ψωμί, μα εσύ γυρεύεις με τους παράδες της να φουσκώσεις την τσέπη σου!» Την Αυτοκράτειρα την έπιασαν τα γέλια και είπε:

— Αφήστε, θα πάμε με τα πόδια απ’ την ακρογιαλιά.

Στο δρόμο απαντήσαμε ένα παιδί ψαρά που προσφέρθηκε να μας δείξει ένα μονοπάτι στεγνό. Άμα φθάσαμε στο μέρος που ήθελε να μας πάει, με διάταξε η Αυτοκράτειρα να του δώσω ένα ναπολεόνι για τον κόπο του.

— Αν ήτονε να υπερνικήσω ένα μεγαλύτερο εμπόδιο, θα ‘δινα δέκα φορές περισσότερα, είπε, μ’ ένα χαμόγελο θριάμβου εσωτερικού.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Λεν πως οι βασιλείς δεν ξέρουν την αξία του χρήματος. Εγώ νομίζω πως Εκείνη έδωσε στο χρήμα την μόνη τρεχούμενη τιμή που έπρεπε να 'χει: κι εξαρτάται αυτή από την ένταση της επιθυμίας της.

— Έπρεπε να πληρώνει κανείς τα διάφορα πράγματα αναλόγως της αξίας που έχουνε για τον εαυτό του. Τίποτα δεν υπάρχει απόλυτο στο χορευτή τον κύκλο της ζωής μας. Για ένα βιβλίο που θα επιθυμούσα ή για ένα άνθος άφθαστο ψηλά επάνω σ’ ένα φράχτη θα ξόδευα περισσότερα παρά για ένα παλάτι.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στην Ταράτσα του Ερμή

Απόψε σκέψεις από χρυσάφι και πρρφύρα σάλευαν πίσω απ’ του μετώπου Της το μάρμαρο κι Εκείνη δεν τις αποσκέπασεν ολότελα. Μα η σκιαδερή της κόμη αχτινόχυν’ ένα φέγγος· και τότε πήρα εγώ την κόμη αυτή και την ανέβασα στης ψυχής μου τα ουράνια, ίδια με την κόμη της βασίλισσας Βερενίκης που άστρα γλυκά τρεμόκαρδα την κρατούν κρεμάμενη ολοφάνερη απάνω στον αστρωμένον ουρανό.

— Η ευωδία των λιβαδιών έρχεται ως εδώ επάνω, μου είπε η Αυτοκράτειρα στην ταράτσα του Ερμή, — δεν μπορούμε τώρα να διαβάσομε... Αυτή η αναπνοή των λουλουδιών βαραίνει τόσο παράξενα στο νου και παίρνει τη θέση του ολότελα· και έτσι δεν μπορούμε να σκεφθούμε πια, ίσως επειδή πλησιάζομε στη φύση. Πρέπει το λοιπόν κανείς να σωπαίνει όπως τα λουλούδια: επειδή ένα μεγάλο μέρος της ομορφιάς και της υποστάσεως των αιώνιων αυτών πραγμάτων είναι, ότι σωπαίνουν.

Είπε, και της φωνής της η μουσική τραγούδαγε τα μυστικά τραγούδια της ψυχής της.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Οι χωριάτες ανασκάλευαν το χώμα γύρω στις ελιές· και κάτω απ’ τα τσαπιά τους η γη η παχιά έσκαζε σε χοντρούς μαύρους σβώλους... Κάτι άσπρες γίδες τσιμποτραβούσαν τα φρεσκόβλαστα φυλλαράκια μιανής κυδωνιάς που τα κλαριά της κρέμονταν ως κάτω απέξω από ένα φράχτη... Παραπέρα, στη μέση του δρόμου, δυο σκυλιά κουλουριαστά μες τη σκόνη κοιμούνταν και μας κρυφοκοιτάζανε μισανοίγοντας το ένα μάτι...Μια γριούλα με το φουστάνι της ανασκουμπωμένο και γυρισμένο τ’ ανάποδα, κρατώντας στο χέρι ένα μαχαίρι, έσκυβε πάνω σε μια χορταριασμένην ανεβασιά ψάχνοντας για βρούβες κι άγρια ραδίκια...Συννεφωτά κοπάδια μυγίτσες και κουνούπια, στροβιλισμένα σε μεθύσι παράφορο και ξαφνικό, χόρευαν πάνω απ’ τον άσπρο δρόμο προς τα μακρινά... Παρακάτω ήτον ένας μαντρότοιχος και πίσω του ένα μαύρο κυπαρίσσι σα νεκρική λαμπάδα που το είχε σφιχτοπεριπλεγμένο και μυριομπερδεμένο ένας πανάρχαιος μαυρόφυλλος κισσός κι αυτός ανθούσε, μ’ όλα τα γερατειά του, σε μικρούτσικα αστρουλάκια κιτρινωπά κι ανάμεσά τους αυτωνών κρέμονταν τσαμπιά τσαμπιά όλο μαύρα κομπαράκια που πήγαιναν κάτι κοκκινολαίμικα πουλάκια και τα τσιμπολογούσαν και τσιμπολογώντας όλο κι αναφτερούγιζαν σιγοτσιβιδίζοντας απ’ την πολλή τη γλύκα... Πίσω από τη μάντρα ακουγόταν ένα μαγγανοπήγαδο: ένα ξύλο έτριζε σα να ‘κλαιγε, σιδερικά γκρίνιαζαν και κλαγγίζανε σαν τις άγκυρες των καραβιών που ανοίγουν τ’ άσπρα τους πανιά, φτερούγες που τις φουσκώνει ο πόθος κι η ελπίδα — αλλά το μάγγανο δεν είχ’ ελπίδα! —και το νερό που ανέβαινε από της γης τα βάθη και τα πηγαδίσια τα σκοτάδια σιγοχυνότανε γάργαρο και γλυκοτραγούδαγε τον ήλιο που αγνάντευε και την ελευθεριά του· μα το άλογο γυρνούσε ολοένα με δεμένα μάτια το δρόμο τον άναρχο κι ατέλευτο, το φθασμένο κι άφθαστο, όπως οι άνθρωποι τη ζωή τους... Έν’ αυλάκι νερό κυλούσε μπρος στα μας κατά τα περβολοχώραφα· σε κάθε στροφή στεκότανε λιγάκι, σα να ‘θελε να κοιτάξει πίσω του, και τα μικρά ανθάκια πλάι του, στις ανεβασιές, του γνεύανε με το κεφάλι... Σταχτερόγυαλα στατεράκια και δράκισσες γαλαζοπράσινες, σιγοπετούμενες με μεγάλα φτερά γυαλένια, και νεροφίλια, ίδια χλωρά φύλλα διπλωμένα και με χρυσά ματάκια, κυκλόφερναν παθιάρικα, γλυκοφρένιαστα, πάνω απ’ το διάφανο νερό που έπινε τον ήλιο· και κάτι μεγάλα κουνούπια με μακριά σαν ξύλινα ποδάρια γλιστρούσαν επάνω στον αστραπόφεγγο καθρέφτη του νερού κατά πού έτρεχε, κυνηγώντας του ήλιου τις χορευτικές αχτίδες... Κι ένα ρημοκλήσι παραπέρα χιονάτο απ’ ασβέστη και σε μιαν κόγχη, στην πόρτα του από πάνω, ζωγραφισμένος ένας Άγιος, ντυμένος κόκκινα και γαλάζια και με χρυσό φωτοστεφάνι· ο ένας τοίχος του ρημοκλησιού βρισκότανε στον ήλιο, ο άλλος στον ίσκιο. Απ’ τη μεριάν αυτή, σε μια πέτρα καθισμένος, κοιμόταν ένας γέρος· από πάνω απ’ το κεφάλι του μια χρυσωπή γουστέρα κατέβαινε αγάλια αγάλια τον τοίχο, με το λαιμό της τεντωμένο κι ολόρθο το τρέμουλο κεφάλι, κατασκοπεύοντας ολούθε με γοργές ματιές...

— Ω τι μυστήριο και τι θλίψη που ‘χουνε μέσα τους όλα αυτά τα απλά κι εξαίσια πράγματα, είπα στην Αυτοκράτειρα.

— Όλα, χωρίς να το συναισθάνονται, αλλά με μιαν εσώτερη βεβαιότητα, βαδίζουν προς ένα σκοπό. Εμείς νομίζομε πως μονάχοι μας, με το φτωχό το λογικό μας, διακρίνομε το σκοπό μας, ενώ ποτέ μας δε θα μπορέσομε να τονέ φθάσομε παρά συντροφιά με τ’ άλλα πλάσματα — όλοι μαζί: έπρεπε πρώτα να ήμαστε σαν αυτές τις σαύρες ή σαν τ’ αθύμιστα τα κυπαρίσσια, που ποτέ τους δεν κοιμούνται, και τότε μόνο θα κατορθώναμε να γνωρίσομε τα μυστικά που είναι στον κόσμο. Ο σκοπός μας είναι συνάμα κι ο δρόμος προς το σκοπό μας —ενώ εμείς τονέ ζητούμε απέξω και πιο πέρα ακόμα και προσπερνούμε χωρίς να τον προσέξομε. Κοιτάξτε, εμένα με λεν εγωιστή, και όμως δε βρίσκω καιρό να σκεφθώ τον εαυτό μου. Είναι τραγικό να είναι κανείς άνθρωπος!...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ελιές, ελιές! δέντρα ιερά της ομορφιάς και του φωτός που πίνετε την πνοή της θάλασσας και κρυφακούτε τα τραγούδια της! Είναι δυνατόν οι Δρυάδες μέσα σας πια να μη γλυκοσαλεύουν; Γύρω μας ανασαίνετε σαν όντα ζωντανά και μαγεμένα! Αν δεν ήτον έτσι, θα κυματίζανε στην αύρα τόσο μεταξένιες, θα ‘χυναν τόσα αρώματα οι φυλλωσιές σας οι ασημόφεγγες, γλυκιές πλεξούδες ξεμαλλιάρες, κι ο ήλιος θα σκόρπιζε τόσο σπάταλα επάνω σας όλο του το χρυσάφι;...

Η θάλασσα γυαλόστρωτη και φεγγερή, ίδια ένας καθρέφτης. Η Αυτοκράτειρα είχε ξεθαρρευτεί ως έξω έξω σ’ ένα μονοβράχι που πρόβαινε βαθιά μέσα στη θάλασσα. Η μελανόγραμμη μορφή της καθώς και το μεγάλο πανώριο λιόδεντρο που απ’ την ανεβασιά του γιαλού έγερνε μ’ όλο του το σώμα απάνω στη κυματιά τη διάφανη αντιφέγγανε στο σιγαλότρεμο νερό· και νόμιζες πως έβλεπες τα είδωλα δυο δέντρων να λάμπουνε στο ζωντανό καθρέφτη — μιανής ελιάς κι ενός κυπαρισσιού.

— Βλέπετε, είπε η Αυτοκράτειρα, πώς ζουν τα φύλλα μέσα στα κύματα και τα κύματα στα φύλλα! Όπως σε μιαν έκσταση σωματικής ενώσεως! σα να ‘χαν απορίξει την ύλη που τους κάνει την τόση τυραννία του χωρισμού και να ‘χανε βρει την αληθινή τους κατάσταση σμίγοντας τις ουσίες του κρύφιου τους είναι!

Έτσι θα μπορούσε κανείς ήσυχα να περιμένει τον πόνο και το θάνατο ακόμα, επειδή δε θα ‘τον άλλο παρά μια ροή από στοιχεία γνώριμα και συμπαθητικά —του ενός μέσα στο άλλο— χωρίς κανέναν πόλεμο.

— Μα εγώ βλέπω και της Μεγαλειότητάς σας την εικόνα μέσα στο νερό.

— Κι εγώ! είπεν εύθυμα: οι καθρέφτες, ξέρετε, έχουν άπειρη υπομονή. Κι ωστόσο, πρόσθεσε, σοβαρεμένη πάλι, αυτό που κάθε δέντρο το ‘χει χάρισμά του, εμένα η μοίρα μού το πήρε και μου το ‘χει αρνηθεί. — Είδατε ποτέ σας νεκρό; ρώτησε την άλλη στιγμή. Σ' όλων των νεκρών τα πρόσωπα θα βρείτε ζωγραφισμένη τη θλίψη μαζί με την περιφρόνηση: είναι η περιφρόνησις προς τη ζωή τη νικημένη που μας πονεί τόσο πολύ...

Έγειρα απάνω στο βράχο τον περίρυτο από θάλασσα. Σαν κάποιο μεθύσι μ’ είχε πιάσει, γεννημένο από της άλμης τ’ αψιά χνώτα τα μυστικόχαρα και τον ανασασμό των τρεμόφυλλων ελιών που ευωδιάζανε δέντρινη ζωή. Ξάφνω μύρια ψιθυρίσματα και κρυφόγελα ξυπνήσανε μέσα στις φυλλωσιές. Τα νερά σκοτείνιασαν κι απ’ τους καθρέφτες των ματιών τους έσβησαν τα φεγγερά και ζωντανά δράματα.

Κι έπειτα κάποιο αναγάλλιασμα ακούστηκε, κάποιο φούσκωμα γίνηκε γλυκό σαν από στήθια, κι ένα μακρύ γαϊτάνι απ’ άσπρο αφρό, άνθισμα πόθου τρυφερό, ήρθε κι έπεσε στα μαρμαρένια βότσαλα της αμμογιαλιάς. Στο αναμεταξύ η Αυτοκράτειρα στεκόταν ολόρθη πάνω στο σκόπελό της και κοίταζε τα θολωμένα κύματα που όλο τους το φέγγος το ‘χαν τώρα χάσει. Όσο για μένα, μου ‘ρθε για μια στιγμή, από το ίδιο συνεπαρμένος πάθος των κυμάτων, να τρέξω ν’ αγκαλιάσω τον κορμό της ελιάς που ‘γερνε από πάνω μου, να τονέ σφίξω στο στήθος μου ίσα με που να αισθανθώ, κάτω απ’ τη σκληρή και μαύρη φλούδα να ξεπετιέται η κρύφια ζωή... Α! πάντα θα σέρνω μέσα μου την απέλπιδη νοσταλγία γι’ αυτές τις ώρες της βαθιάς ζωής που τώρα τις καταλώ αγύριστες για πάντα... Έπειτα ξαναμπήκαμε στο δάσος των ισόθεων ελιών όπου οι Δρυάδες απόναρκες μες τ’ αργυρόφεγγα μαλλιά τους μας περιλούζανε με τον ανασασμό τους κι ίσκιοι γλαυκοί μας κράζανε μ’ ιερές φωνές... Γυναίκες σε μακριάν αράδα, μ’ άσπρες φορεσιές και μ’ άσπρα πέπλα ανεμιστά, βαστώντας στα κεφάλια κανίστρια κι αρχαιόσχημα πήλινα λαγήνια που μοιάζαν αμφορείς, πρόβαιναν ανάμεσα απ’ τους μαυριδερούς κορμούς των δέντρων αργά κατά τα μακρινά, που αποθολώνανε μες το χρυσάφι: μυστήρια Ελευσίνια σ’ ιεράν οδόν!

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ένα κοπάδι πρόβατα βοσκάνε σε λαγκαδιά γλαυκή. Ασάλευτη κείτονταν η λαγκαδιά, ασάλευτα έβοσκαν τα πρόβατα πεσμένα μες τη λαγκαδιά σ’ ένα αγνάντεμα και βύθισμα αμοιβαίο.

— Αν ήμαστε πρόβατα, να ζούμε σε κοπάδια θα ‘ταν η αλήθεια, είπε η Αυτοκράτειρα, ξαναπιάνοντας μιαν παλιά συνομιλία του Σενμπρούν, μα εμείς — αλίμονο! —είμαστε πολύ μακριά απ’ την ευτυχισμένη αυτήν κατάσταση: γι’ αυτό και οι νόμοι μας που ‘ναι φτιασμένοι για κοπάδια δεν είναι παρά ουτοπίες. Τα πρόβατα ζούνε σύμφωνα με τη φύση τους στις βοσκές. Όταν τα σπρώχνει κανείς στους μεγάλους σκονισμένους δρόμους, αισθάνονται τρομάρα και απελπισία, σα να ‘βλεπαν ένα βάραθρο. Εμείς όμως περπατούμε ακατάπαυτα σ’ αυτό το δρόμο, τον εχθρικό στη φύση μας· κι ακόμα χειρότερα, βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα κλουβί αθλιότητος και οδύνης που το ‘πλεξαν οι δικές μας οι απαιτήσεις απ’ τους άλλους καθώς και οι απαιτήσεις των άλλων από μας ως ανθρώπινα πλάσματα που είμαστε. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ‘μαστε ελεύθεροι και απόμονοι για να γίνομε αυτό που τα πρόβατα είναι απ’ ανέκαθεν και για πάντα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα πάλιν είδα τη μορφή Της ν’ αντιφέγγει απ’ την ασάλευτη θάλασσα. Πόσο μου φάνηκε αυτή η εικόνα ταιριαστή κι ευκολόνιωστη μέσα σ’ αυτό το στοιχείο της αιωνιότητος! Η ρευστότης των γραμμών Της απάνω στα κύματα, η σκοτεινιά Της, η ρουφηγμένη απ’ το φεγγερό νερό που και το ίδιο του το φέγγος στέρευε μες το δικό του βάθος! Και έτσι ξαναζωντάνεψε μέσα μου μια ιδέα που μου ήρθε τις προάλλες, όταν στεκόταν Εκείνη κοντά στο σιντριβάνι κι είχε τ’ αυτί της στο μουρμουρητό του λαλούμενου νερού και το μουρμουρητό αυτό γινόταν ολοένα πιο φωναχτό κι ολοένα γινόταν πιο θρηνερό παρά ποτές άλλοτε, τόσο που το εξήγησα με το γειτόνεμά της. Τότε είχα μέσα μου σκεφθεί: «Είναι η βασίλισσα των τρεχούμενων νερών!» Μα σήμερα λέω στον εαυτό μου: «Είναι πιο μεγάλη ακόμα: είναι η βασίλισσα της θάλασσας!»

~~~~~~~ ~~~~~~~

Αγριοσυκιές κι ορνιοί είχανε φρεσκοφυτρώσει απάνω σ’ ένα τοιχοχάλασμα που ‘δειχνε περήφανο για τη δροσερόβλαστη χλωράδα που το περιστόλιζε και για την πολλή τη γλύκα που θα ‘βγαινε απ’ τις πέτρες του.

Κυπαρίσσια κοιτούσανε λυπητερά την αλαργινή τη θάλασσα (ω λιγότερο θλιβερά είναι τα κυπαρίσσια των τάφων!).

Τα φωτεινά μικρά νησάκια ολόγυρα στην Κέρκυρα κολυμπούσαν ίδια πολύτιμα πετράδια λαμποκόπα στην υγρή γλαυκοσύνη την απέραντη και τόσο μουσικά αρμονικό ήτον το συναίσθημα που έκανε η θωριά τους, που μπορούσε να πει κανείς πως τραγουδούσανε στ’ απόμακρα.

Κι ως να είχε μαντέψει τις σκέψεις μου, η Αυτοκράτειρα είπε:

— Δεν είναι έτσι; μας γητεύουν και μας ξελογιάζουν πάντα κι ολοένα αυτές οι μάγισσες, όπως οι Σειρήνες τον Οδυσσέα!

Πόσα πανιά στη θάλασσα! μερικά σαν κάτασπρα πουλιά, πεσμένα μ’ ανοιχτές φτερούγες στο νερό, μαζί με το ρέμα πήγαιναν ονειρεμένα, άλλα κόκκινα και βαθύχρωμα σα μαύρα, ψυχές σε πένθος βουτηγμένες και σε φλόγες.

Τότε θυμήθηκα μια στροφήν από ένα Όρφικό τραγούδι και την είπα, χωρίς να το θέλω, όπως κάποιοι στεναγμοί βγαίνουν άθελα απ’ τα χείλη:

— Στο πέλαος κόκκινο πανί...

αχ, κόκκινο πανί στο βραδινό το πέλαος…

στα κουρασμένα κύματα τ’ ακοίμιστα…

Καράβι καραβάκι! —

Για! το πανί του πώς φουσκώνει...

ταχύπορο πώς πελαγώνει!...

Καράβι, καραβάκι!

Ωιμέ! στ’ απόμακρα πού πας;

και πίσω δεν τηράς...

και δε γυρίζεις πια...

Να! έφυγε και πάει

πάει πάει πάει...

Του βασιλιά του ήλιου τα κόκκινα φιλιά

τα πήρε όλα μαζί του

και της χαράς τα γέλια — κι έβαψε το πανί του!...

Όταν απογυρίσαμε τα μάτια μας απ’ τη θάλασσα, η άμετρη γαλήνη της γης μάς πήρε στην αγκαλιά της.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Οι βάτραχοι κοάζουνε στους βάλτους, προτού θαμποβραδιάσει ακόμα. Κοάζουνε με τρόπο καθαρό Αριστοφανικό, όταν τους ακούει κανείς από κοντά:

Κόαξ, κόαξ! Βρεκεκεκέξ!

Μα του καθενός το κόασμα χύνεται μέσα στα κοάσματα όλων των άλλων: έτσι γίνεται ένα σεντόνι ρευστό από κοάσματα, μια λίμνη από τέτοιους ήχους βρεκεκέξ, σα να ‘χεν όλος ο υγρός ο βάλτος ξεσηκωθεί πιο πάνω απ’ τον εαυτό του και να ‘χε γίνει φωνή. Τότες ο βάλτος βασιλεύει μονάχος, τότε του μουχρωμένου βάλτου η φωνή τα σκλαβώνει όλα και τα σβήνει...

Όταν οι βάτραχοι παύουνε για λίγο το τραγούδι τους, βουίζει ως επάνω της θάλασσας ο βαρύς ανασασμός.

—Όλα μύρονται, μύρονται στη φύση και στο σύμπαν, είπε η Αυτοκράτειρα. Μόνο οι άνθρωποι γελούν ολοένα, χωρίς σταθμό και τέλος.

Εξακολουθήσαμε τον περίπατό μας μαζί με το μεγάλο τραγουδιστό θρήνο των βατράχων: για μας αυτός ο θρήνος τίποτα δεν είχε το θλιβερό ή φοβερό, παρά μάς ήτονε σα μια γλυκόθυμη απολύτρωσις.

—Όλα αυτά τα όντα, είπε η Αυτοκράτειρα, που δεν απομακρύνονται ποτέ από τις αιωνιότητες της ζωής ξέρουν ότι η θλίψις είναι που κάνει τη ζωή, ότι είναι η ίδια η ύπαρξις στο πιο βαθύτερο φανέρωμά της. Αλλά εμείς έχομε πάντα το νου μας αλλού, είμαστε σα διωγμένοι από έναν Παράδεισο για τις μηδαμινότητές μας.

Έπειτα κατεβήκαμε πάλι στην ακροθαλασσιά. Κύματα μακρόσυρτα κυλούσαν απ’ αλάργα βουβά... και μόνο τα τελευταία σβήνανε σ’ ένα σιγαλόν αφρό...

Περπατούσαμε μελαγχολικά σαν και χθες, σαν κάθε μέρα, στην άκρη αυτής της μεγάλης μοναξιάς της θάλασσας που ούτε καν τ’ όνειρο ενός πανιού δεν είχε για παρηγοριά.

Του γιαλού οι ανεβασιές ήτανε σπαρμένες με παπαρούνες: τα φύλλα τους τα ‘χε κλείσει κιόλας ο ύπνος· μες τη θαμπή χλωμάδα αυτής της σούρπας της απέλπιδης μαυρίζανε μυστηριακά.

— Όταν συλλογίζομαι, είπε η Αυτοκράτειρα, ότι σ’ εκατό χρόνια μέσα δε θα υπάρχει πια ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα του καιρού μας, μα ούτε ένα — και ίσως ούτε βασιλικός θρόνος πια κανένας — και ότι όλα όσα μας φαίνονται τώρα αναγκαία και μεγάλα και αιώνια δε θα ‘χουν υπάρξει παρά μόνο για να μην υπάρχουν πια σ’ εκείνα τα χρόνια,— ενώ αυτές οι παπαρούνες θα είναι πάντα εδώ, και πάντα αυτά τα ίδια τα κύματα θα θροΐζουν τόσο έρημα!... Εμείς ξεβγαίνομε από την αιωνιότητά μας, επειδή ο καθένας μας θέλει να είναι εδώ μονάχος του και μόνο για τον εαυτό του και γυρεύει να βγάλει τον άλλον απ’ τη μέση και κολακεύεται πως μονάχος του ενσαρκώνει τον κόσμον όλον, ενώ δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από ένα άνθος παπαρούνας ή ένα κύμα που αφροσβήνει. Δεν είμαστε αιώνιοι παρά μόνο μέσα στο μεγάλο πλήθος, όπου ούτε η γέννησις ούτε ο θάνατος του ατόμου δεν αποφαίνονται.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η σελήνη είχε προβάλει: ο δίσκος που σκότωσε τον Υάκινθο ανέβαινε αργοκυλώντας πίσω απ’ τα μαύρα τα βουνά. Λεκέδες από μελανιασμένο αίμα ξανοίγονταν επάνω στη φεγγερή γυαλάδα του. Η μήπως ήτον η ίδια η όψη του νεκρού; Μια φλόγα γλαυκή έχυνε το φέγγος της έξω απ’ το χρύσωχρό του γύρο και όλα όσα φώτιζε αποναρκώνονταν όπως μέσα σ’ αφιονιού αχνόν, ενώ ακόμα, κατά το γέρμα πέρα, ξεψυχούσε ρόδινη μια θύμηση αγαπημένη...

Μεγάλα αστέρια ηλιόκαλα μακριά το ‘ν’ από τ’ άλλο έλαμπαν: άστρων γλυκά μάτια πράσινα κοιτάζονταν απ’ αλάργα.

Οι γρύλλοι και τα τριζόνια μύρονταν ξεφωνίζοντας σ’ ηχερούς κι ασώπαστους θρήνους.

Τι νύχτα εξαίσια, όλο διαφάνειες ενός κόσμου φανταστικού και κρυσταλλένιου!

Η Αυτοκράτειρα είπε:

— Το λοιπόν κι εσάς σας φαίνεται πως η γη είναι κιόλας πεθαμένη και πως εμείς είμαστε τα τελευταία ανθρώπινα πλάσματα μέσα σε μιαν ερημιά από γυαλί και πως κοιτάζομε με μάτια από γυαλί τους κήπους της σελήνης που κι αυτή έχει πεθάνει πρώτη. Βλέπετε, τώρα κυλούμε απάνω σε λείψανο νεκρού μ’ ένα άλλο λείψανο για συντροφιά μέσα στο αιθέριο πέλαγος· και τ’ άστρα, μη νομίζετε, δεν είναι άλλο παρά απόμακρα λείψανα κι αυτά που γυαλοφέγγουν απ’ αλάργα...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Μπενίτσες

Σήμερα είδαμε πάλι το γερο-Σπύρο έξω απ’ το χωριό. Πήγαινε σκυμμένος με το κεράκι του μα ο αγέρας το είχε σβήσει και τώρα το ‘σφιγγε σπασμωδικά στο χέρι του και το πρόσωπό του ήτονε σα βουτηγμένο σε σκοτάδι. Στην άλλη άκρη του χωριού, μπροστά απ’ την πόρτα ενός χαμόσπιτου ζωσμένου από φράχτες φανταστικών κάκτων και φραγκοσυκιών, που ‘χαν όψην ερπετών κι ήτανε γεμάτες φρούτα τριχωτά κόκκινα και κίτρινα σαν κάμπιες —και μ’ ένα μεγάλο μαύρο κυπαρίσσι για φύλακα— ήτον ακουμπισμένη η νύφη του γερου-Σπύρου, πιο χλωμή ακόμη από τελευταία που την είχαμε ιδεί: και οι ματιές της ακολουθούσαν τα βήματα του γέρου κι ήταν τόσο ξέφωτες σα να ‘βγαιναν από σβησμένα μάτια· δίχως άλλο θα παρατήρησε πως κάτι του ‘λειπε του γέρου, επειδή μπήκε στο σπίτι και ξαναβγήκε μ’ ένα πελεκούδι αναμμένο κι έτρεξε το κατόπι του. Η Αυτοκράτειρα στάθηκε και την κοίταζε που άναβε πάλι του γέρου το σβησμένο του κεράκι. Έπειτα ο γέρος τράβηξε το δρόμο του μ’ ένα χαμόγελο σ’ όλο το πρόσωπο και το άσπρο του κεφάλι έφεγγε στεφανωμένο από φως· μα η γυναίκα η χλωμή ξαναγύρισε με βήματα αργά και κουρασμένα και στο μέτωπό της είχανε μαζευτεί σκοτάδια ακόμα πιο πηχτότερα.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Βίλλα Καποδίστρια.

Ώρες ολόκληρες πλανιούμαστε πλάι στην ακροθαλασσιά μέσα σε άλση από πορτοκαλιές. Η θάλασσα ήτον περίχυτη από αφρούς και ήλιο: ούρλιαζε υπερδύναμα και χωρίς να παίρνει ανάσα. Έτσι έπνιγε όχι μόνο κάθε άλλον ήχο, μα και τα αισθήματά μας ακόμα και τις σκέψεις μας. Ως και το συναίσθημα της σωματένιας υπάρξεως έσβηνε στ’ αδιάκοπο το βουητό που πια δε ζούσαμε παρά μονάχα σ’ αυτό μέσα.

Η Αυτοκράτειρα είπε:

— Η μεγάλη αυτή βουή της θάλασσας είναι η αληθινή ατμόσφαιρα της ψυχής μας: τότε μόνο αρχίζει και τραγουδεί.

Στη Βίλλα Καποδίστρια —το παλιό πατρογονικό χτήμα του αξέχαστου πικροσκοτωμένου πρώτου Κυβερνήτη— ο επιστάτης με τη μικρή του κόρη βγήκαν από το αρχαίο εξοχικό σπίτι το βενετσιάνικο, που έρεβε, για να μας συναπαντήσουν.

Μια μαγνόλια γιγάντια, ολόσκεπη με κάλυκες ανθισμένους, χλωμορόδινους και λιλά ανοιχτούς, που βαλσάμωναν τον τόπο με την περίχυτη δυνατή τους μυρουδιά, ίσκιωνε όλην την αυλή. Δυο κυπαρίσσια φυλάγανε βάρδια μπρος από ένα παράθυρο που τα παντζουρόφυλλά του, στα παλιά τους τα χρόνια ίσως χρωματισμένα πράσινα, τώρα ήταν ξέθωρα και ξεχαρβαλωμένα και κατάκλειστα. Το περιβόλι απεριποίητο, αγριεμένο, γεμάτο μελαγχολίες μπερδεμένες των φυτών που αφημένα έρημα βλασταίνουν όπως τύχει στη μοναξιά, αφού πρώτα ήτανε συνηθισμένα να τα φροντίζουν και να τ’ αγαπούν. Το σπίτι, το περισσότερο του μέρος άδειο και ακατοίκητο απ’ την παλιοσύνη, η αυλή, στρωμένη με βότσαλα χτυπημένα μες το χώμα σα μωσαϊκό, ηχερή από σιγαλιά και μυρωμένη, το περιβόλι, το παρατημένο παντέρημο και αγριεμένο —απ’ όλα αυτά σκορπιζόταν η πιο αλάλητη ηδονή της απομονιάς και της εγκαταλείψεως η θλιμμένη γοητεία.

Η Αυτοκράτειρα ρώτησε το κοριτσάκι:

— Μένετε από πολύν καιρό εδώ; Είναι πολύ ωραία η κατοικία σας.

Το κορίτσι αποκρίθηκε:

— Και βέβαια, Κυρία, μόνο που είναι κανείς πάρα πολύ μοναχός.

— Δεν πηγαίνετε καθόλου στη χώρα;

— Θα ‘θελα πολύ να πήγαινα, μα ο πατέρας σπάνια κατεβαίνει κι όταν κατεβαίνει έχει όλο και δουλειές. Οι αφέντες έρχονται μια φορά κάθε δέκα χρόνια, κι έτσι μένουμε όλην ώρα μονάχοι μας με τα δέντρα. Να μην ήταν και τ’ αηδόνια θε να πέθαινε κανείς από τη μοναξιά.

Η Αυτοκράτειρα είπε.

— Α! τ’ αηδόνια! Σας κρατούνε συντροφιά τ’ αηδόνια;

— Αμέ! έρχονται το βραδινό, Κυρία, και ψέλνουν όλη νύχτα: είναι δύο τους, το ένα στο κυπαρίσσι και τ’ άλλο στη μαγνόλια· και τόσο δυνατά λαλούν που πιόνε δεν ακούγεται η θάλασσα. Στην αρχή δεν ήτονε τρόπος να κλείσομε ούτε μισό μάτι· τώρα δε 'θελα με πιάσει νύπνος σα δεν ηρχόντανε να τραγουδήσουν!

Και η Αυτοκράτειρα με μιαν έκφραση μαγεμένης απελπισίας στο πρόσωπό της:

— Είναι κρίμα που τ’ αηδόνια δε θέλουνε να ‘ρθουν και στο δικό μου το περιβόλι, στο Αχίλλειον.

Τότε τα λέπια πέσανε απ’ τα μάτια του κοριτσιού· άνοιξε το στόμα της μια πήχη:

— Είσαστε η Βασίλισσα…, ψέλλισε με ξέπνοη φωνή.

Και ο πατέρας της, που στεκόταν εκεί κοντά, κοκκάλωσε και κοίταζε με κάτι μάτια σαν του μοσχαριού που το σέρνουν απ’ το σχοινί.

Η κόρη ξέφυγε τρέχοντας και από μια πορτοκαλιά, που μ’ όλο που κλωνόγερνε βαριά απ’ τα χρυσόμηλά της, πάλι χιονάτη λουλούδιζε και μυροβολούσε, έκοψε ένα κλαδί φορτωμένο πορτοκάλια και ολάνθιστο.

Ο επιστάτης μας έφερε ένα μαχαίρι για να ξεφλουδίσομε τα πορτοκάλια.

Η Αυτοκράτειρα ξεφλούδισε το δικό της πορτοκάλι μονάχη της με τα χέρια της — ένα πορτοκάλι πορφυρόσαρκο· το ζουμί του έσταζε σαν αίμα απ’ τ’ άσπρα και μακρόλιγνά της δάχτυλα στη γης, αργόρευστο όμως και κομπιασμένο σα να μην ήθελε να πέσει.

Έπειτα είπε στο κορίτσι:

— Ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα τέτοια γλυκά πορτοκάλια: σαν το μέλι είναι. Θα στείλω να πάρω ακόμην μερικά, αν θέλετε να μου δώσετε. Εγώ πάλι θα σας στείλω κάτι άλλο που να μην το ‘χετε.

Κοίταζα την Αυτοκράτειρα, ενόσω γλυκαινότανε με το πορτοκάλι της, και σκέφθηκα μέσα μου, όπως πολλές φορές όταν τη βλέπω να τρώει: «Δεν τρέφεται όπως οι άλλοι άνθρωποι». Κι αλήθεια οι κινήσεις που κάνει τότες έχουνε σχεδόν μυστικές σημασίες ίσως και θα φαίνονται αδικαιολόγητες σ’ όποιον δεν το ‘χει καταλάβει. Όταν αγγίζει το φρούτο στα χείλη της, είναι σάμπως Εκείνη και το φρούτο να πηγαίνανε ν’ αναλυθούνε ο ένας μες τον άλλον, σάμπως οι κρύφιες ουσίες και των δυονώνε να θέλανε να συνδυασθούν και να συμπληρωθούν αμοιβαία. Είναι τότε σαν ένα παιδάκι που λιώνει μέσα στο γλυκό του· τις πεταλούδες θυμίζει που αποξεχνιούνται στους κάλυκες των λουλουδιών. Προπάντων όταν πίνει το γάλα της, που για τη διατήρηση κι ετοιμασία του έχει βάλει σ’ ενέργεια μιαν ολόκληρη ιεροτελεστία, ρίχνει πίσω το κεφάλι σαν από μιαν πνευματική συναρπαγή ή απ’ την ένταση κάποιας επαφής που αγγίζει τα ίσα την ψυχή της.

Η Αυτοκράτειρα έκαμε μαζί μου ένα γύρο στο απέλπιδο περιβόλι: ανάμεσ’ απ’ τα δέντρα κρυφόβλεπε η θάλασσα, δεύτερος ουρανός πιο βαθύχρωμος, πιο μυστηριακός και πιο απέραντος... και ολόκληρη παραδόθηκε στη γλύκα την περίλυπη όλων αυτών των φυτικών θλίψεων που την περιγύριζαν.

— Όλα εδώ είναι τόσο μαγευτικά, έλεγε, που θα επιθυμούσε κανείς στ’ αλήθεια ο κόσμος όλος να ήταν ερείπια.

Θυμήθηκα την εικόνα του Burne Jones «Ο Έρως μες τα ερείπια»: ήτον η ίδια ψυχική νότα, μόνο ακόμη πιο αισθητική, αν γίνεται, πιο μουσικά οδυνηρή. Φεύγοντας η Αυτοκράτειρα, έβαλε στο χέρι της κορασιάς, που ροδοκοκκίνιζε από τη ντροπή της, ένα δώρο αληθινά αυτοκρατορικό. Κι είπα εγώ:

— Της χαρίσατε την ευτυχία, Μεγαλειοτάτη!

— Όλοι οι θησαυροί του κόσμου δεν ξεπληρώνουν τις μαγείες που της χρεωστώ.

Ξαναγυρίσαμε πάλι απ’ το γιαλό, άκρη άκρη της θάλασσας που ‘χεν όλο τον ήλιο απάνω της. Ένα ξεχωριστό μύρο ερχόταν ολοένα μαζί μας απ’ το δάσος, που κι αυτό ακολουθούσε τη θάλασσα: λιβάνι από κάποιο θυμιατό αόρατο, που θαμποσκέπαζε τη γένεση ιερών μυστηρίων και τη διαλαλούσε στα μακρινά με βαλσαμένιες άχνες.

Της είπα για τον κόμητα Καποδίστρια και το θλιβερό του το ριζικό. Εκείνη απάντησε:

— Είναι καιρός τώρα που αισθάνομαι μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτόν τον άνθρωπο που τόσο τον αδίκησε η ζωή. Από την ώρα όμως που είδα τη βίλλα του, η συμπάθειά μου αύξησε. Νομίζω πως εκεί γνωρίσαμε ένα κομμάτι από την εξαίσια και τρίσβαθην αλήθεια. Ένα πράμα που δεν μπορώ να συγχωρέσω στους ανθρώπους είναι, ότι μολονότι ζούνε μες το ψέμα, βρίσκουν την κατάσταση αυτή φυσική και είναι καταευχαριστημένοι με τον εαυτό τους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Σήμερα πετύχαμε μέσα στον ελαιώνα κορίτσια που χόρευαν: κρατιούνταν απ’ το χέρι, η μια πίσω από την άλλη, και σιγοπερπατούσανε φιδοκίνητες με κάτι βήματα επίσημα και θρησκευτικά όλο και μαντέματα, αγάλα αγάλια, μπρος και πίσω, σειώντας συνάμα ανάλαφρα τα πανωκόρμια τους από το ‘να κι από τ’ άλλο το πλευρό στους μεστωμένους τους γοφούς. Μια όμορφη κορασιά, με πλεξούδες μαύρες σαν του κοράκου το φτερό και με χείλη σαν το δαμάσκηνο, έσερνε το χορό τραβώντας πίσω της όλη την αλυσίδα των κοριτσιών από ένα κοκκινομέταξο μαντίλι. Και χόρευαν αλυσόπλεχτες κι όλες οι κινήσεις του κορμιού τους ήτανε λυμένες από έναν πόθο αλάλητο... χόρευαν πατώντας ανάλαφρα στο χώμα σαν το ζεστό Νοτιά που μαλακά πλαγιάζει ασημόφεγγο το νιόβλαστο χορτάρι, με μια βαθιά μελαγχολία σαν κύματα κουρασμένα στην αμμουδιά όταν πέφτει της νύχτας το τραγούδι· κι έπειτα πάλι χόρευαν την ακράτητην ορμή της ανοιξιάτικης αντάρας και τις φλογερές τις παπαρούνες και τα μάτια τους γλαρώνανε σαν ήλιοι μεσημεριασμένοι· κι έξαφνα τ’ άστρα των ματιών τους βασιλεύανε σαν της πονεμένης της λαφίνας και τότες ήταν οι ίσκιοι οι βαριοί και μουδιασμένοι που ρίχνουν τους τα μεγάλα καλοκαιριάτικα σύννεφα όταν περνούν αργά πάνω απ’ τις ρεματιές... Έτσι χόρευαν, ολοένα χόρευαν... Οι κεφαλοδέτες των κοριτσιών είχανε λυθεί και ανεμίζανε στο περπάτημά τους· τα μαλλιά τους τα στεφανόπλεχτα φλογόκαιγαν απ’ τις κόκκινες κορδέλες και τα στήθια τους που κρυφοφέγγιζαν ανθάτα μέσ’ απ’ τις ποκαμίσες, αυτά τα ίδια στήθια που γλυκοζούν ονειρεμένα, σαν κάθονται απονύχτερες οι κορασιές στον αργαλειό, τώρα στο κάθε ψυχόρμητο λάγγεμα του κορμιού, στο κάθε ξαφνικό ποδοχτύπημα και νάζι του χορού τρεμοσάλευαν και φτερουγίζανε σαν άσπρα περιστέρια. Εκείνη που ‘σερνε το χορό τραγούδαγε κι οι άλλες, όλες μαζί, ξανάπιαναν την κάθε στροφή του τραγουδιού:

Ωριόπλουμο μαντίλι

στον κόρφο μου βαθιά!—

Αχ, έχασα μαντίλι

και κρυώνει μου η καρδιά.

 

Γυρεύω το στο ρέμα

που μ’ είχες αγκαλιά,

ρωτάω τη μυγδαλίτσα

που μου ‘δινες φιλιά.

 

Θα πάω στο περιγιάλι

που μύρεται βαριά —

μην εύρω το μαντίλι

στην ακροθαλασσιά.

 

Μου πήρες το μαντίλι…

μου πήρες την καρδιά! —

Θα πάω στο περιγιάλι

να πέσω στα βαθιά...

Πολλήν ώρα σταθήκαμε βυθισμένοι στο γλυκοθώρητο θέαμα. Στην όψη της Αυτοκράτειρας, για πρώτη φορά, είδα ν’ αναλάμπει μια κρυφόχαρη φλόγα, όταν είπε:

— Κι εμείς χορεύαμε έτσι δα, οι αδελφές μου κι εγώ στο Ποσενχόφεν, αν και δεν ήμαστε Ελληνίδες.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Οι μέλισσες βομβούσαν πάνω απ’ τις φραχτιές των λουλουδισμένων βάτων... Όπου και να πάμε αισθάνομαι να τρέμει στον αέρα μια πρωτυτερινή Της παρουσία: Είναι σα να ‘χει σκορπισμένο το είναι της το μυστικό σ’ όλους τους δρόμους που ‘χομε βαδίσει, σε κάθε ακρογιάλι που αμίλητοι έχομε ακροδιαβεί, σ’ όλα τα λιβάδια που περάσαμε από κοντά τους κρατώντας την αναπνοή μας, για να μην τρομάξομε τη σιγαλινή τους μοναξιά, σ’ όλες τις αύρες που έρχονται απ’ το πέλαγος και περνούν πάνω απ’ τα δάση, για να ποτισθούνε με τις μοσχοβολιές των κοιμισμένων δέντρων, και πάνε να ξεπνοΐσουνε στ’ απόμακρα, σ’ άλλες ερημοθάλασσες...

Βρεθήκαμε μπρος από ένα βάτο που έφραζε ένα δρόμο πιο χαμηλά σκαμμένο· για να κατεβούμε ίσα μ’ αυτόν έπρεπε να πηδήσομε το βάτο· θέλησα να Τη βοηθήσω, μα Εκείνη αρνήθηκε τη βοήθειά μου. Τότε συλλογίσθηκα να της δώσω ένα χοντρό κλαδί για να στηριχθεί μονάχη της απάνω του, επειδή δεν είχα μπαστούνι μαζί μου. Αλλά μου είπε:

— Δε μου χρειάζεται. Τώρα θα δείτε, τι καλή ακροβάτισσα που θα γινόμουν εγώ.

Και πήδησε μονάχη της από πάνω από το βάτο κάτω στο βαθύ το δρόμο. Οι αβρόχαρες και ευγενικές καμπύλες που διάγραψε τότε το κορμί της ήταν αληθινά αφάνταστες, θα ‘λεγε κανείς έν’ ανέβασμα και ξεχείλισμα της Ωριοσύνης πιο ψηλά απ’ τον εαυτό της: έτσι και τα κύματα ορθανεβαίνουνε στο γιαλό φουσκώνοντας τα στήθη με λαχτάρα κι έπειτ’ ανθίζουνε σ’ αφρούς ξαπερνώντας στο κάλλος τον ίδιο τον εαυτό τους.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Από κάθε πηγή που θα βρει στο δρόμο της, θα πιει νερό.

— Είναι κάθε φορά και μια καινούργια γεύση, μου είπε. Και προτιμά να πίνει μέσ’ απ’ την παλάμη της, μ’ όλο που ‘χει πάντα μαζί της ένα ποτηράκι της τσέπης χρυσό που ξελύνεται. Θέλει από της ίδιας της Φύσεως το βυζί ν’ αντλεί τα στοιχεία που της χρειάζονται για να υποστηρίζει τις σωματικές της δυνάμεις και, στ’ αλήθεια, λιγότερο για να δυναμώνει τη σωματένια της υπόσταση, παρά για να διατηρεί το σύνδεσμό της με το μεγάλο Σύμπαν, το μητρικό. Σ' αυτό ίσα ίσα δεν ανέχεται κανένα φραγμόν κι εμπόδιο κι εχθρεύεται όσους ζητούνε να παραστέκονται στις ιερουργίες τέτοιων μυστηρίων.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Καθώς ανεβαίναμε σήμερα το βουναλάκι της Αγια-Κυριακής με κείνο το ρημοκλήσι στην κορφή του, το απόμονο, που το ζώνουν κυπαρίσσια· (κι είν’ ολοφάνερο πως σκαρφάλωσαν ίσαμ’ εδώ πάνω μόνο και μόνο για ν’ αγκαλιάσουν την μοναξιά του που φιλεί τον ουρανό και με τ’ αναφιλητά τους γλυκά να την περισκεπάσουν), η Αυτοκράτειρα είπε:

— Όταν ήρθα για πρώτη φορά στην Κέρκυρα, πήγαινα πολύ συχνά στη «Βίλλα Μπράιλα»: ήτον αληθινά εξαίσια! —επειδή ήτον αφημένη έρημη και ξεχασμένη μέσα στα μεγάλα της τα δέντρα και τόσο με μάγεψεν η σκιερή σιωπή της που την απόχτησα και την έκαμα το Αχίλλειον. Μα έτσι αφάνισα την αρχαία μελαγχολία. Τώρα, να πω την αλήθεια, το μετάνιωσα. Τα όνειρά μας είναι πάντα ωραιότερα όταν δεν τα πραγματοποιούμε. Το πολύ το φως είναι σαν το πολύ σκοτάδι: πνίγει το τραγούδι της ψυχής. Αν πόθησα τόσο πολύ να κατοικήσω εδώ, είναι κι εξαιτίας της γειτονιάς με την Αγια-Κυριακή· και θέλω να με θάψουν εκεί απάνω, αν τύχει και πνιγώ καμμιά μέρα στη θάλασσα. Και οι αδελφές μου σαν κι εμένα πιστεύουν πως θα πάνε με τον ίδιο θάνατο. Εκεί ψηλά δε θα ‘χω παρά τ’ άστρα από πάνω μου και τα κυπαρίσσια θα στενάζουν αρκετά για μένα, περισσότερο απ’ τους ανθρώπους: έτσι θ’ απολάψω μια βεβαιότερην αθανασία στους θρήνους των κυπαρισσιών παρά στην ανάμνηση των υπηκόων μου. Για τα κυπαρίσσια η θλίψις και τα θρηνήματα είναι μια λειτουργία της ζωής τους, όπως στους ανθρώπους η συκοφαντία και οι κακολογίες.

Σιγά σιγά ξαστέρωσε πάλιν η ματιά της που ‘χε συννεφιάσει —και πρόσθεσε:

— Την πρώτη φορά που ανέβηκα εδώ πάνω ήμουν ολομόναχη. Η Κυρία της Τιμής που είχα τότε ήτον πολύ νέα και πολύ ωραία και τη λυπήθηκα να την κουράσω. Έπειτα είχε κι ένα φόβο απ’ τον ήλιο, για το δέρμα της!

— Ώστε από τότε η Μεγαλειότης Σας ήτον τόσο άφοβη.

— Περισσότερο από τώρα! Και γιατί να φοβηθώ; όπου δεν έχει ανθρώπους! Κι εκείνους που θα μπορούσα ν’ απαντήσω είναι όλοι τους τόσο ευγενικοί, τόσο πλούσιοι σ’ αρχαίαν ανθρώπινη καλλιέργεια. Υστερότερα μόνο παρατήρησα, ότι ο Άγγλος Διοικητής είχε βάλει μερικούς χωροφύλακες να με ακολουθήσουν και τους έδιωξα την ίδια στιγμή. Εγώ περπατώ πάντα γυρεύοντας το ριζικό μου· ξέρω πως τίποτα δεν μπορεί να μ’ εμποδίσει να το συναπαντήσω την ημέρα που πρέπει να το συναπαντήσω. Όλοι οι άνθρωποι χρωστούνε μια μέρα να ξεκινήσουνε για να βρουν τη μοίρα τους. Για πολύν καιρό το πεπρωμένο κλει τα μάτια του, αλλά μια μέρα τ’ ανοίγει άξαφνα και μας αγναντεύει κι εκείνα τα βήματα που έπρεπε ν’ αποφύγομε να κάνομε για να μην πέσομε απάνω του, εκείνα ίσα ίσα γίνονται μοιρόγραφτα. Κι εγώ αυτά τα βήματα τα βαδίζω ολοένα, απ’ ανέκαθε.

Μόλις πέρασαν ολίγες στιγμές, είπε ακόμη:

— Τι θα γινόταν, αν πνιγόμουν καμμιά μέρα! Ο κόσμος θα ‘λεγε: «Τι ανάγκη είχε να σεργιανάει στις θάλασσες μες το χειμώνα, μι’ αυτοκρατόρισσα, αντίς να κάθεται ήσυχη στη Βιέννη μέσα στο παλάτι, της, στην Μπουργ;» Ίσως όμως και να μου συμβεί τίποτα πιο ξεχωριστό κι αφάνταστο —και γι’ αυτοκρατόρισσαν ακόμα! Το πεπρωμένο καμιά φορά δίνει μπάτσους στις βεβαιότητες και στην αλαζονεία των ανθρώπων κάνει τον Κύκλωπα που ήθελε να καταβροχθίσει τον Οδυσσέα μ’ ολωσδιόλου ξεχωριστές τιμές: αυτό το φάγωμα του Οδυσσέως να το κάμει ποίημα. Ένα τέτοιο τέλος θα μ’ αποζημίωνε για πολλά πράματα...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Ανακαλύψαμε σήμερα ένα καινούργιο λιβάδι. Απ’ όλες τις μεριές οι ελιές είχαν πλησιάσει ως την άκρη του χορταριασμένου ανοίγματος και στέκονταν ένα γύρο, κρατώντας τον ανασασμό τους, σα να θέλανε να κατασκοπεύσουν τα λουλούδια που ‘χανε μαζευτεί στο απόκλειστο αυτό και παραδεισιακό αλώνι για να παιχνιδίσουν εκεί το αμίλητο και γλυκομέθυστο παιχνίδι της ζωής τους που μετράει με ώρες. Κι ήταν εκεί αριθμητές ίριδες και άγριες τουλίπες, που μόλις σήκωναν τα κεφαλάκια τους πάνω από το χώμα, χλωμογάλανες και χρυσοριγωμένες σάματις να τις είχε αγγίξει με τα δάχτυλά της η Αυγή, και μικρούτσικα γαρουφαλάκια (που θα ‘λεγε κανείς πως βγήκαν από κανένα κουκλίστικο περιβολάκι), αστρουλάκια άσπρα και ρόδινα και με κάτι καμώματα σα να ‘τανε μεγάλα ήμερα γαρούφαλα των κήπων, αλλά πιο μαγευτικά μυρουδάτα από εκείνα· και κρόκοι κιτρινομέταξοι με το ξέχωρό τους το χρώμα της ζαφοράς· και ανεμώνες με τα χείλη τα πάρα πολύ κόκκινα και τις καρδιές τις μαύρες· και πλήθος αγριονάρκισσοι, που θαύμαζαν τον εαυτό τους, και κάτι κρίνα του Ευαγγελισμού σαν το χιόνι, που περίμεναν αγγέλους να ‘ρθούνε να τα κόψουν, και λυγερόλιγνες ανθοδεσιές από ασφοδίλια, όλα ανοιγμένα σε πλούσιες ανθάδες αχνορόδινες κι απαλά μενεξελιές που τις περιβομβούσανε χρυσόμυγες και μπούμπουροι με τους βαθιόλαλους ψαλμούς τους σα με σκέψεις βαθιές· έπειτα μάραθα και χνουδάτες αλιφασκιές και μεγάλα παχιά τριφύλλια και βάρσαμοι κι αψιθιές και μελισσοβότανα, που σκορπίζανε στον ήλιο μιαν αχνή μυρουδιά όλο χαρά κι αξεγνοιασιά· και με τ’ απαλά τα χρώματα των λουλουδιών τους τραγουδούσαν ψιλά ψιλά τραγούδια για τ’ ανθάτα νιάτα τους· και χρυσοκίτρινα πικραφάκια, τόσο υπερβολικά κίτρινα που πονούσανε στα μάτια κι ίσως γι’ αυτό γελούσανε μ’ όλο τους το πρόσωπο· και παπαρούνες σα φλόγες και σαν αίμα, ξεφυλλιστές, πεσμένες από το στεφάνι του Ύπνου του χλωμού, και πάλιν ίριδες και κολχικά κι αγριοκρίνα, μα από ένα είδος πούποτα ιδωμένο: αψηλόστεκα σ’ ασάλευτα κλωνιά, σαν έξω από τον κόσμο, και με κάτι ανθόφυλλα που γερνάνε θλιμμένα προς τα κάτω κι είχαν το χρώμα της νύχτας όταν πρωτοπέφτει· και πάλιν άγριες τουλίπες με λεκέδες κόκκινους σαν από δαχτυλιές στα χλωμούτσικά τους μαγουλάκια και λείρια κι ηδοσκύαμοι κι αγριομέντες κι αλεβάντρες και κυκλάμινα σαν αυτάκια ροδοκόκκινα· κι έπειτα μια χαρούμενη παρέα παιδική από ένα είδος μικρές μικρές μαργαρίτες, τις λεγόμενες ομορφούλες, που όλες τους κοίταζαν τον ουρανό μ’ άπειρο θαυμασμό και δεν μπορούσανε ν’ αφήσουν η μια την άλλη από κοντά κι άπλωναν την ασπράδα τους, που κρυφορόδιζε, περίγυρα σε λίμνες μαγευτικές και κάνανε χορούς χεροπιαστούς και κρυβόντανε στους λάκκους για παιχνίδι ή γιατί φοβούνταν ίσως απ’ τον κακόν απήγανο· και κοπάδια κοπάδια χαμομήλια, που βοσκάνε ήσυχα κι αμίλητα σαν πρόβατα μέσα στο χορτάρι: και παντού, απάνω σε ψηλά κλωνιά απαλόγερτα, κάτι ολοστρόγγυλα κουβαράκια σαν από μετάξι ξαντό που κάθε τόσο και ξέφευγαν τα πουπουλένια τους κλώσματα, αστρουλάκια φτερωτά που τα λένε «κλέφτες», και πήγαιναν ταξίδι αρμενίζοντας γλυκά σ’ αόρατα κύματα —αυτά καράβια, αυτά πανιά, αυτά και ναύτες— πάνω απ’ όλου του λιβαδιού το μυριόχρωμον και μυροβόλον κόσμο τον αμίλητο. Όλ’ αυτά περιπλεγμένα, απαλομπερδεμένα, κουκουλόκλωστα, κρυφοχαμένα μέσα σ’ ένα χάος χορταριών φτερόκλωνων και τριχομέταξων αγρωστοειδών... Όταν καμιά φορά της γλυκιάς κι απαλόθερμης αύρας κάποιος στεναγμός πλανήτης τύχαινε και ξέπεφτε μέσα σ’ αυτόν τον κόρφο των τρυφερών άνθινων ονείρων και παραδεισιακών μελαγχολιών, τότες ένα φρίκιασμα μοναξιάς αλάλητης γοργότρεμεν επάνω σ’ όλα αυτά τ’ ανάλαφρα και σύγκλωνα χορτάρια και τα ζωντανά τ’ ανθόφυλλα τα ξεμαλλιασμένα και τότε, σα μεθυσμένα απ’ της ζωής τη χρυσή χαρά, τα λουλούδια αρχίζανε να κουνούν τα κεφαλάκια ρυθμικά και να χορεύουν το ’να του άλλου απ’ αντίκρυ κι από μακριά, αλλά με τόσο πάθος, με τόση κοσμοξεχάστρα φρένα που τα περισσότερά τους έχαναν (ω γλυκό ξεφύλλισμα!) τα πιο ωραία τους φυλλαράκια. Τότε και οι χρυσόμυγες και τα βαβούλια και οι μπούμπουροι, ξεσηκωμένοι απ’ της ανείπωτης γλυκάδας την αχόρταγη βοσκή, κάνανε φτερά και πέτονταν και με χοντρούς ήχους κοντραμπάσων κυκλόφερναν ολόγυρα από τ’ άνθη που χορεύανε· μερικοί όμως απ’ αυτούς τους μουζικάντες απόμεναν όπως ήταν πιασμένοι απ’ τις καρδιές των λουλουδιών και κουνιούντανε μαζί μ’ αυτά σε λικνίσματα ηδονικά και σ’ ένα ατέλειωτο φιλί αποξεχνιούνταν, ενώ στις ελιές περίγυρα κρυφοτραγουδούσε κάποιο γέλιο μυστικό...

— Κάθε μέρα κι ένα άλλο λιβάδι, πιο ωραίο απ’ όσα έχομε αγναντέψει ως τα τώρα, είπε η Αυτοκράτειρα. Είναι μια μαγεία ανεκλάλητη σα ζωντανό όνειρο, μια μέθη από μοναξιά και σιγαλιά που κάθε φορά τη φέρνω μαζί μου από τ’ ανθισμένα αυτά λιβάδια στα σκοτάδια μου και στη συνηθισμένη οχλοβοή της ζωής.

… Έτσι ξέρει κι αποσκεπάζει Εκείνη τα μυστικά της Φύσεως κι έπειτα τα φανερώνει, ασυναίσθητα, μέσ’ απ’ τον εαυτό της...

Στο γυρισμό, της έδειξα πάλι τα μικρά άγρια γαρουφαλάκια που τ’ απαντούσαμε πλήθος αμέτρητο στο δρόμο μας και που μας έκαναν πάντα το μεγάλον, ίδια κι όμοια με τα ήμερα γαρούφαλα των κήπων, καθώς και τις χρυσόμυγες που γαντζώνονταν αχόρταγα στους τρυφερούς τους κάλυκες και στις πολύχρωμες καρδιές των λουλουδιών ή κυνηγιούνταν αναμεταξύ τους από ζήλεια, βγάζοντας τις πιο μπάσες τους φωνές. Νόμιζα πως θα τη διασκέδαζα μ’ αυτές τις ιστορίες, μα εκείνη μου είπε:

— Όταν εφαρμόζει κανείς τις ανθρωπινές μας σχέσεις στις χρυσόμυγες ή στα λουλούδια, που είναι πράγματα εξαίσια και αιώνια, τότε βλέπει τι γελοία που είναι η ανθρωποσύνη μας. Και να συλλογίζεται κανείς, ότι αυτές οι ανθρωποσύνες μας όσο πάει γίνονται και πιο τέλειες!

~~~~~~~ ~~~~~~~

Δεν ξέρω γιατί— σήμερα, κάτω από το σιγοκοιμισμένον ίσκιο των ελιών, αισθάνθηκα την πραγματική παρουσία της λύπης της, σα να την έβλεπα σωματένια να σέρνεται στο πλάι της λυγερόγραμμης μορφής της που η οδύνη της είχε δώσει την εξαίσιά της καμπύλη. Τότε μου φάνηκε ίδια η Άλκηστις όταν πρόβαινε στο τραγικό συναπάντημα με το μαυροφτέρουγο θάνατο: το ίδιο κι Εκείνη βιαζότανε, βιαζότανε να φθάσει κάπου, σα να ‘χε τραγουδήσει με την Άλκηστη μαζί:

Ήλιε και φως της ημέρας,

και τρεχάμενα σύννεφα εσείς που κλώθετε στα ουράνια επάνω.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Βλέπω τη δίκουπη βάρκα στη λίμνη, τη βλέπω!...

και των νεκρών τον περαματάρη που το χέρι ακουμπάει στο κοντάρι, το Χάρο,

να μου ψωνάζει:

«Τι κάθεσαι; κάμε σύντομα και μας χασομεράς!»—

Με τέτοια λόγια με βιάζει...

Όταν βγήκαμε από το δάσος, γύρισα τα μάτια μου κατά το γέρμα. Εκεί, κάτι άσπρα νέφαλα που κάνανε θάμπος να τα βλέπει κανείς, σαν αποθεωμένα, είχαν πέσει ερωτιάρικα σ’ ενός βουνού το φίλυπνο στήθος και το βράδυ, το ποθοπλανταγμένο, τα περισκέπαζε γλυκά με τη ρόδινη λιγοθυμιά του ψυχολύτη πόθου. Μα στ’ ουρανού τη ζαφειρένια λαγκαδιά περπατούσαν αργοσάλευτα όλο μικρούλια και τρυφερά συννεφάκια, το ’να πίσω από τ’ άλλο αραδιαστά, πρόβατα χρυσομαλλιασμένα, όπως τα ‘χεν ιδεί η Άλκηστις. Ξόπισθέ τους, αργοπατούσα, ερχόταν η αργυρή Σελήνη, βοσκούλα θλιβερόχλωμη με τα μάτια κατά τον ήλιο γυρισμένα. Μα της ζωής ο ήλιος είχε γείρει πίσω απ’ τ’ αραχνοπέλαγα και μονάχα η κόμη του σαν πέπλο βαθυπόρφυρο στον ουρανό ακόμη ανέμιζε...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Απόψε ίσαμ’ αργά σεργιανίσαμε στ’ ονειρεμένο τ’ ακρογιάλι. Η θάλασσα ήτον ολομόναχη, χωρίς ούτ’ ένα πανί· κι ούτε θρόιζε καν, γιατί τα κύματα είχαν πεθάνει όλα. Τα βουνά ήταν αόρατα από κάποια νεφελώματα ελαφρά που τα ‘χαν πεπλοσκεπάσει. Του ήλιου η ματιά είχε βασιλέψει και μάντευε κανείς παρά που ‘βλεπε τη μεγαλόπρεπή του αγωνία πίσω από το μαυροπόρφυρο παραπέτασμα που έριχνε το σκότος... Πάντα αισθάνομαι μια σχέσην ενδόμυχη μεταξύ Εκείνης και του ήλιου που πεθαίνει. Όταν οι τελευταίες αχτίνες αποξεχνιούνται απάνω στις κορφές των κυπαρισσιών, άθελα σηκώνω τις ματιές μου προς Εκείνην.

Η Αυτοκράτειρα σε λιγάκι μου είπε: — Είναι αργά πια· θα πλησιάζει η ώρα του δείπνου σας. Εγώ μπορώ να μείνω μονάχη μου και χωρίς φαγητό.

— Ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη, ούτ’ εγώ δεν έχω όρεξη.

— Ναι: η μοναξιά είναι αρκετή τροφή.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Στεκόμαστε στην ταράτσα την ώρα της μαγείας, την ώρα που η μελαγχολία ανθίζει ονειρεμένη —έπειτα από τις αβάσταχτες λάμψεις του καημού που σκορπίζει στ’ ουρανού τ’ αλώνι ο χρυσομάλλης αλωνιστής σα φεύγει και πάει να βασιλέψει.

— Κοιτάξτε, είπε η Αυτοκράτειρα δείχνοντάς μου με το δάχτυλο τα βουνά της Ηπείρου: εκείνη η μαύρη βουνοσειρά είναι η ζωή που πάει μακριά, όλο πάει κι όλο απομένει, δίχως ποτέ της ν’ αποστάσει...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Μιλούσαμε σήμερα για τους Νιμπελούγκεν του Βάγνερ.

— Για μένα ο Βάγνερ είναι ένας λυτρωτής, είπε η Αυτοκράτειρα. Είναι η μουσική ενσάρκωσις μιας γνώσεως των εσώτερών μας μυστικών που ήρθε κι ωρίμασε μέσα μας ασυναίσθητα. Η λέξις Tondichter (ποιητής των ήχων) δεν εκφράζει, θαρρώ, παρά την εξωτερική κι αισθητή μορφή του φανερώματός του και όχι αυτό που ήτον ο ίδιος. Γιατί αυτός ήτον ίσα ίσα και μονάχα τα ίδια τα μυστήρια της ανθρώπινης υπάρξεως γενάμενα σοφία λυτρωμένη και λυτρώτρα.

Έπειτα είπε, ίσως χωρίς να το ξέρει και χωρίς να το θέλει μεταμορφώνοντας σε ήχους ρευστής αρμονίας τα κινήματα της σκέψεώς της:

— Πρέπει να μαζεύομε μέσα μας τη μουσική όλων των πραγμάτων και να την αφήνομε μέσα μας να σμίγει σε μιαν ενότητα, σαν τα κύματα στο πέλαγος. Πρέπει να γέρνομε απάνω στην καρδιά της γης και να κρυφακούμε τους παλμούς της: εκεί συντρέχουν όπως σε μιαν κόγχη μυστικήν οι μεγάλες αρμονίες, όλες οι αχτίνες του ήλιου που ποτέ δεν έσβησαν και τα όνειρα που δε γεννήθηκαν ακόμη και των λουλουδιών οι χαρές και του φθινοπώρου οι θλίψεις και τα ποθερά των ποταμιών λαγγέματα στ’ απόμακρα και των σύννεφων οι σιωπές. Πρέπει να ξαναγυρίσομε απ’ εκεί που ‘ρθαμε, στο πρωτογέννητο φλοίσβισμα του Ρήνου απ’ όπου γεννήθηκε το τραγούδι του Rheingold. Μ' αυτόν τον τρόπο νικηταί θα νικήσομε και τον εαυτό μας. Αυτό που δεν μπορούμε να κάνομε παρά με τη βοήθεια του θανάτου, έπρεπε να το αποτελειώσομε μονάχοι μας και στη ζωήν ακόμα.. .

Τέτοιαν έπλαθε η ίδια μπρος τα μάτια μου με της ψυχής της τα φευγαλέα κινήματα, τα τόσο απαλόχαρα και μεγαλόπρεπα συνάμα, την ιδανική κι αληθινήν εικόνα του είναι της. Πάντα μπροστά μου τη βλέπω που γυρεύει να βάλει το τραγούδι της εσωτερικής ζωής της σ’ ομοφωνία με τη μεγάλη μελοποιία του κόσμου, που απηχεί σ’ αιώνια σιγή· τη βλέπω να ‘χει την ακοή στραμμένη στα νερά και στους ανέμους που σιωπούν ολόηχοι, στους αστερισμούς που τραγουδούν αμίλητοι, στα γλυκά λουλούδια που ξεψυχούνε σ’ αρμονίες ολόχαρες. Και όταν Εκείνη στο γιαλό τον τραγικό και δίχως ηλικία βλέπει τα κύματα να ξεσκούνε σ’ ολόλευκες ανθάδες, τ’ άνθη στους σιγοκοιμισμένους λόφους και στα λιβάδια που ονειρεύονται να φρικιάζουν κυματιστά, όταν αισθάνεται τα δάκρυα των άστρων και του φεγγαριού του ολόγιομου και τις πνοές των ανέμων σα χάδια μελωδικά περίρυτα να ψαύουν την κυπαρισσένια κεφαλή της, τότε κι Εκείνη από το νερένιο βυθό της λύπης της ανεβάζει άγνωστους κάλυκες και στεφανώνεται σαν την Οφηλία και τραγουδεί, μαζί με την Οφηλία κι απ’ όλο της το κορμί, τη μια ψυχή, τη μια μορφή, τη μια του κόσμου ωριοσύνη...

Έτσι, αφού ηύρε το κλειδί της ζωής μέσα στη νοσταλγία της, ζει τώρα πλάι πλάι με το σύμπαν που όλες τις δυνάμεις του κι όλα του τα μυστήρια τα ‘χει μέσα της η ψυχή της. Είναι η ίδια η φύσις μέσα στη φύση, είναι η έννοια της φύσεως και οι νόμοι της. Τ’ άνθη δεν έχουνε να ρωτήσουν τίποτα, γιατί δεν ξέρουν τίποτα. Το ίδιο γίνεται και μ’ Εκείνη, γιατί τα ξέρει όλα. Ό,τι έχει ποτές υπάρξει, ό,τι ποτές εφευρέθηκε ή μαντεύτηκε, γίνεται θρύψαλα, ξαναπέφτει στο μηδέν και στην ανυπαρξία μπρος από την αιωνιότητα των αληθειών της και την πέτρινη δύναμη των βεβαιοτήτων της. Υπόταξε και σκλάβωσε την ύλη με το εσώτερό της αχτινοβόλημα· έσπασε τις αλυσίδες της ψυχής της ξεφεύγοντας απ’ τη στάνη της ανθρωποσύνης κι απαρνούμενη τη ζωή μες το κοινωνικό κοπάδι· διάλυσε την εξωτερική και σωματένια της μορφή σε καθάριες γραμμές ωριοσύνης χύνοντας το κορμί της επάνω στα περιγράμματα των βουνών, παραδίνοντας το νου της στη θάλασσα, βυθίζοντας την ψυχή της στη γαλήνη των λαγκαδιών που τα γλυκοσκεπάζει η νύχτα. Μα τα όνειρά της, μα οι ευχές της, μα οι βεβαιότητές της, σαν κάποιες δυνάμεις κοσμογονικές και άστρινες πνοές που δίνουνε δρόμο στα ηλιοκάραβα απάνω στα κύματα του αθέρα, φτέρωσαν τους ψυχικούς της κόσμους κι έτσι έγινεν Εκείνη η αιώνια Περιπλανώμενη σε δρόμους που περικλείνουν όλο το παρελθόν, όλο το παρόν και όλο το μέλλον. Και γι’ αυτό είναι η ψυχή των ανθρώπων που θα ‘ρθούν, που με τη γνώση που θα ‘χουν του κόσμου και της ζωής, θα ξαναγυρίσουνε στη βεφοζωή των φυτικών όντων.

Αλήθεια πολλές φορές αναγκάζομαι να κρατηθώ για να μην ξεφωνίσω απ’ αναγάλλιαση, τόσο αισθάνομαι τον εαυτό μου πλουτισμένον από το αγνάντεμα της ψυχής της.

Εκείνη μ’ έμαθε να ξανοίγω μέσα μου την εικόνα του εγώ μου και ν’ αφηγκράζομαι τη μουσική των σκέψεών μου. Αλλά μου ‘δωσε και την ταπεινοφροσύνη της και όλες τις περιφρονήσεις της. Με τα δικά της τα μάτια ανακάλυψα την ωριοσύνη που κείτεται κρυμμένη μέσα στη ζωή. Εκείνη μου φανέρωσε τα μυστικά που βρίσκονται μες τα βουνά τα παντέρημα και στις θάλασσες τις τρικυμιστές, μ’ έκαμε να αισθανθώ τους άπειρους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και των ρόδων που ξεφυλλίζονται, άνοιξε την καρδιά μου στην απειροσύνη του ωκεανού, έντυσε τα όνειρά μου με τη γλαυκοσύνη τ’ ουρανού, στάλαξε μέσα στα λόγια μου των πεύκων το τραγούδι. Σ' Εκείνη χρεωστώ ό,τι είμαι,—και ό,τι ποτέ μου φαντάσθηκα ή δημιούργησα δεν είχε αξία παρά μονάχα για χάρην Εκεινής και σ’ Εκείνην ξανακύλησε που ‘τον η πρώτη του πηγή. Είναι αρκετή ευτυχία που έζησα για ν’ αποχτήσω αυτό που για μένα ήτον Εκείνη.

~~~~~~~ ~~~~~~~

Αύριο φεύγω να πάω να ιδώ τους γονείς μου. Η ημερομηνία του αποχωρισμού ήτον ορισμένη κιόλας απ’ την ημέρα που με κάλεσεν Εκείνη κοντά Της.

Φυσικά, ο ερχομός μου, η παρουσία μου, η αναχώρησίς μου δεν είναι για Εκείνην παρά ένα επεισόδιο: «η αλλαγή είναι το χάρμα της ζωής!» Έτσι και το ωραίο πεύκο του Μιραμάρε δεν ταράχθηκε καθόλου απ’ τα σπουργίτια που ξεφώνιζαν και φτεροκοπούσανε σ’ ατέλειωτους καημούς μες τα κορφόκλαρά του. Αλλά για μένα αυτό το επεισόδιο έγινε η ίδια η ζωή. Και... δεν ξέρω τι θα είναι η συνέχεια...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Για τελευταία φορά, σα μέσα σ’ όνειρο, έδρεψα, στο πλευρό Της, τον κρόκο και την ανεμώνα —σ’ ένα απ’ αυτά τα λιβάδια που μου τα φανέρωσεν Εκείνη τόσο χιμαιρικά.

— Κοιτάξτε αυτό το τοπίο, μου είπε, μ’ όλη τη δύναμη των ματιών σας, γιατί ίσως ποτέ πια δε θα το ξαναδείτε έτσι...

Και ήπια την άνοιξη και μέθυσα ίσα μ’ ένα φρένιασμα θλιβερό, σα να μην είχα άλλην άνοιξη να ζήσω ή σάμπως της ζωής μου οι μελλούμενες ανοίξεις να μη 'θελε ανθίσουν παρά σ’ αυτηνής τη θύμηση μονάχα...

~~~~~~~ ~~~~~~~

Την αποχαιρέτησα στο Περιστύλιο.

Ήτανε δέκα το βράδυ η ώρα. Για εξαίρεση μ’ είχε φωνάξει άλλη μια φορά αυτήν την περασμένην ώρα για να την αποχαιρετήσω, επειδή το αυστριακό ατμόπλοιο των Πατρών έφευγε την άλλη μέρα πολύ πρωί κι έτσι δε θα πρόφθαινα να την ξαναϊδώ...

Η ψυχή μου ήτονε βαριά σα σύννεφο· κι ένα σύννεφο μαύρης απελπισίας σηκώθηκε μέσα μου και με κουκούλωσε ολόκληρον, όταν ξάνοιξα, στο γλαυκό φως των καντήλων με τους Τρίτωνες, την αγαπημένη και σεπτή μελανόγραμμη μοφρή της να κρυφογλιστράει ανάμεσα στις άσπρες κολώνες του περιστυλίου όπως ποτέ πια στην ζωή μου δε θα την ξανάβλεπα.

Δεν έβγαλα ούτε λέξην απ’ τα χείλη μου, για να μην τρομάξω κάτι μέσα μου και για να μακρύνω την ηδονή που μου προξενούσεν η ατέλειωτη πίκρα της οδύνης μου. Εκείνη όμως μου μίλησε περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε και με μια φωνή που μου φάνηκε πως ποτέ μου δεν την είχ’ ακούσει απ’ τα χείλη της τόσο γλυκόλαλη και πονεμένη.

Αλλά δεν ξέρω τι μου είπε: ξέρω μόνον ότι τα δάκρυά μου έβρεχαν απάνω στο κρινένιο χέρι της όταν μου το έδωσε να το φιλήσω. Και συνάμα μου έβαλε στο χέρι μου μια μικρή θήκην από πορφυρό βελούδο και είπε σιγανά:

— Να είσθε ευλογημένος κι ευτυχής!

Άκουσα καθαρά αυτά τα λόγια, αλλά δεν τα κατάλαβα παρά υστερότερα μονάχα, αφού έφυγα από κοντά της.

Μες τις βροντές του αίματός μου, που έπνιγαν τον κρότο των βημάτων μου, κατέβηκα τα μαρμαρένια σκαλοπάτια της σκάλας των θεϊσών (ω βέβαια κι αυτές θα με κοίταζαν αλλιώτικα) κι έτρεξα να κρυφτώ στην κάμαρή μου.

Εκεί αισθάνθηκα το βελουδένιο κουτάκι που το ‘σφιγγα στο χέρι μου — ειδεμή δε θα πίστευα στην πραγματικότητα αυτής της ώρας. Το άνοιξα: μια χρυσή καρφίτσα του λαιμοδέτη ήτονε μέσα, ένα Ε διαμαντένιο μ’ από πάνω την αυτοκρατορική κορώνα κι ολόγυρα μεγάλα μπριλάντια. Οι πέτρες στο γλαυκό φέγγος του ηλεκτρικού χύνανε δάκρυα από φωτιά. Θυμήθηκα τότες, ότι τα μάτια της μ’ είχαν κοιτάξει για πολλήν ώρα και σα θαμπωμένα από κάποιο πέπλο, όταν ακόμα μια φορά —για τελευταία φορά— στο τελευταίο σκαλί, έσκυψα μπροστά της βαθιά ίσα με το μάρμαρο, χωρίς να ξέρω τι κάνω...

Έπειτα —θα ‘τανε μεσάνυχα— βγήκα απ’ το δωμάτιό μου κι απ’ το παλάτι, έξω στο δρόμο: μέσα σ’ αυτό το πένθιμο κι απέλπιδο μεσονύχτι έπιασα να σκαρφαλώσω στο ψήλωμα που ορθόστεκεν αντίκρυ.

Το τοπίο μου φάνηκε άγνωστο και μπερδεμένο· οι μαύροι κορμοί των ελιών με κοιτάζανε με τους ρόζους τους σα μάτια βαθουλά και τα κλαριά τους από πάνω μου σαλεύανε μεγάλες φτερούγες. Άκουγα τα βήματά μου σαν από μακριά και μου φαινόταν πως η λύπη μου βρισκόταν απέξω μου και βάδιζε στο πλάι μου σαν ίσκιος...

Ξύπνησα τη νύχτα, προτού να ορθρίσει ακόμα και ν’ ακουμπήσει τη χλωμάδα της η αυγή στα γυαλιά του παραθύρου μου, κι αννάντεψα, κοντά στο προσκέφαλό μου, αναμμένο το κερί που ‘χα ξεχάσει να το σβήσω: με περίμενε η φλόγα μ’ άγρυπνο το μελανό της μάτι (αχ τι θλιβερή και βαθυσκότεινη μέσα στην κρυερή χλωμάδα που σιγά σιγά περιχυνότανε!) — φαινόταν πως με περίμενε όλη τη νύχτα να ξυπνήσω, σα να συμβόλιζε τον πόνο μου που άγρυπνος καταλιόταν ολομόναχος ενόσω εγώ κοιμόμουν. Και η καρδιά μου σχίστηκε από μιαν αλάλητη απελπισία...

Και ύστερα το πλοίο μου πέρασε μπρος απ’ το γιαλό της Μπενίτσας. Εκεί ψηλά, στην κορυφή του λόφου, στεκόταν τ’ ολόλευκο παλάτι μες τα δέντρα σαν κάποιο χτίριο αδιάφορο και ξένο, κλείνοντας τη ζωή του από τον έξω κόσμο. Και τα μικρά τα κυματάκια που ολοένα και χωρίς τελειωμό τρέχανε να ξαναπέσουν απάνω στην αμμουδιά, σα να μην μπορούσανε να την αποχωρισθούν, ήταν απ’ τη λαχτάρα τους όλα βιαστικά κι είχαν αλλού το νου τους... και ούτ’ ένα δε γύρισε να με κοιτάξει...

ΤΕΛΟΣ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ

ΠΡΩΤΟΒΓΗΚΕ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ

ΤΟ 1898 ΣΤΗ ΒΙΕΝΝΗ

~~~~~~~ ~~~~~~~

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΙΩΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ

ΤΙΣ 6 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1907.

 

ΤΕΛΟΣ

 


[1] Εδώ, όπως και σ’ άλλα μέρη, ο Μπαρρές αντιγράφει ολόκληρες σελίδες απ’ το βιβλίο του Χρηστομάνου. Σ. Μ.

[2] Hofburg, το αυτοκρατορικό παλάτι.

[3] Καλέ τι ατελής που ‘ν’ ο κόσμος κι η ζωή!

Εγώ θα πάω να βρω το Γερμανό καθηγητή,

Αυτός ξέρει και συνθέτει τη ζωή με το διαβήτη

Και σου κουρδίζει Σύστημα που ‘ναι μια μαγεία:

Με τους νυχτικούς του σκούφους και με τον κοιτωνίτη

Βουλώνει κάβε τρύπα σ’ αυτήν τη Δημιουργία.

[4] Αυτή πού κάηκε ζωντανή στο Παρίσι, το 1898, στη μεγάλη πυρκαγιά του Bazar de la Charite

[5] Ο, it offends me to the soul to hear a robustions periwig-pated fellow tear a passion to tatters, to very rags ... It outherods Herod...

[6] Κύριε μου! θα σας λυπήσω,

Μα είναι παλιό τ’ αστείο:

Από μπρος μας λέει αντίο

Και ξανάρχεται από πίσω.

(Ο Χάινε λέει: Mein Fräulein στη θέση του Mein Herrlein).

[7] Ω θάλασσα!

Μάνα της ομορφιάς, της αφρογεννημένης!

Να τον που μύρισε κιόλας το Χάρο

Ο άσπρος γλάρος —το βρυκολακιασμένο

Πουλί—και στο κατάρτι ακονίζει το ράμφος…

[8] Μακριά στης Σκωτίας τους θαλασσοδαρμένους βράχους

Στέκεται μιαν ώρια κι άρρωστη γυναίκα

Χλωμή και διάφανη σα μαρμαρένια...

Κι ο αγέρας αναδεύει τα μακριά μαλλιά της

Και παίρνει από το στόμα της το σκοτεινό τραγούδι

Και σέρνει το πάνω στ’ άραχνο και μανιασμένο πέλαγος...

[9] Αφότου βγήκε στα γερμανικά το Βιβλίο της αυτοκρατείρας Ελισάβετ, έμεινε αυτή η ονομασία για το Ποντικονήσι της Κέρκυρας που τώρα όλοι το συνταυτίζουνε με το ξωτικό εκείνο Νεκρονήσι της φαντασίας του αθάνατου Ελβετού ποιητού - ζωγράφου.

[10] v. Warsberg, που άλλοτε είχε χρηματίσει Πρόξενος της Αυστρίας στην Κέρκυρα.

[11] Από το «Σίγκφριδ» του Βάγνερ (το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Το δαχτυλίδι του Νίμπελουγκ» — τα λόγια του πουλιού στο Σίγκφριδ που τη λαλίτσα του ένιωσε αυτό μόλις άγγιξε στα χείλη του το αίμα του Δράκου:

Άιντε, κι ο Σίγκφριδ σκότωσε το Δράκο, το θεριό…

Πολύχαρο στον πόνο μου τον πόθο τραγουδώ,

Γλυκά στη γλύκα του καημού υφαίνω γλυκόν ψαλμό,

Μόν’ οπού λαχταρά νιώθει τα λαλώ…

[12] Σ' αυτήν τη φωλιά των κοσμοπολιτών κρυβόταν η έχιδνα που δάγκωσε την καρδιά Της. Αλλά δεν ήτον ανθρώπινος φόνος αυτός, ήτονε μια χειρονομία της Ειμαρμένης; — απ’ την καρδιά Της δεν έσταξε ούτε μια σταγόνα αίμα.

[13] Στο ποίημα αυτό η Σόλβαϊγ είναι η μητέρα του Πέερ Γκυν, μα η Αυτοκράτειρα το πήρε αλλιώς σα να ‘τον η αγαπητικιά του.

[14] Με την καρδιά τρυπημένη απ’ το σουβλερό δόντι της ανθρώπινης ζωοσύνης που Την παραφύλαγε στην προκυμαία της Γενεύης, έκαμε λίγα βήματα και μπήκε σ’ ένα αραγμένο βαποράκι κι εκεί ξεψύχησε —απάνω στα νερά της λίμνης.

[15] Η περίφημη κυνηγετική έπαυλη στην Ουγγαρία όπου ο Αυτοκράτωρ κάνει τα μεγάλα του κυνήγια —το ίδιο αγαπητή και στην Αυτοκράτειρα, που εκεί έπαυε να είναι αυτοκράτειρα και γινότανε βασίλισσα της Ουγγαρίας.