Ο Αλιθέρσης ήταν Ιθακήσιος, γιος του Μάστορα. Εμφανίζεται στην Οδύσσεια, γέρος και συνετός, φίλος του Οδυσσέα, συμπαραστάτης του Τηλέμαχου στον αγώνα του νέου κατά των μνηστήρων της μητέρας του. Στη συνέλευση που συγκάλεσε ο Τηλέμαχος, για να καταγγείλει τις καταχρήσεις των μνηστήρων σε βάρος του σπιτιού του, ο Δίας φανέρωσε το θέλημα και τη στήριξή του στον Τηλέμαχο στέλνοντας δυο αετούς. Αυτοί πέταξαν με τεντωμένα φτερά πάνω από τη συνέλευση κι αφού παρέμειναν για λίγο κοιτάζοντας τους παρευρισκόμενους με το έντονο βλέμμα τους και έχοντας προτεταμένα τα γαμψά τους νύχια, πέταξαν πάνω από την πόλη κι έφυγαν. Ο μάντης Αλιθέρσης, ερμηνεύοντας την παρουσία των δύο αετών, συνέστησε στους μνηστήρες αλλαγή συμπεριφοράς και προειδοποίησε για την επιστροφή του Οδυσσέα φανερώνοντας μαντεία που είχε δώσει παλιά στον ίδιο, πως αφού πάθαινε πολλά, θα επέστρεφε στην Ιθάκη μόνος, με χαμένους όλους τους συντρόφους του, τον εικοστό χρόνο:
Αυτά 'πε, κι ευθύς του στειλε ο βροντόφωνος Κρονίδης
δύ' αετούς απ' την κορφή του όρους να πετάξουν·
και αυτοί για ολίγο επέτονταν εις τες πνοές τ' ανέμου,
με τες φτερούγες τεντωτές, ο ένας σιμά στον άλλο.
και άμ' ήλθαν στην πολύφωνη την σύνοδο, στην μέση,
με συχνοφτερουγιάσματα τότ' εστριφογυρίσαν,
και όλων αυτών τες κεφαλές θανατηφόρα εκοίταν.
και με τα νύχια ως έσχισαν τες όψες, τους λαιμούς τους,
δεξιά 'φυγαν διαβαίνοντας τα σπίτια και την πόλη.
και τα όρνεα κείνοι εθαύμασαν που εφάνηκαν εμπρός τους,
και όλο εκινούσαν στην ψυχή τα έμελλαν να γίνουν.
και ο γέρος τους αγόρευσεν, ο ήρωας Αλιθέρσης,
ο Μαστορίδης, π' έξοχος των ομηλίκων ήταν,
των όρνεων εις την γνώριση κι εις το να προμαντεύει·
εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε·
«Δώστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
και των μνηστήρων μάλιστα τούτα εξηγώ και λέγω·
γιατί σ' αυτούς μέγα κακό θα πέσει· δεν θα μείνει
ο Οδυσσηάς πολύν καιρό μακράν των ποθητών του.
ήδη κοντά 'ναι και όλεθρο σ' όλους αυτούς φυτεύει·
και άλλοι εγκάτοικοι πολλοί της φωτεινής Ιθάκης
θα πάθουμε· αλλά σύγκαιρα πολύ να βουλευθούμε,
πώς να τους εμποδίσουμεν, ή εκείνοι ας παύσουν πρώτοι·
ότι καλό παντάπασι γι' αυτούς τούτο δεν είναι.
δεν προμαντεύω ανήξερος, αλλά καλά γνωρίζω·
και λέγ' ότι τελειωθήκαν εκείνου όσα τότ' είχα
του προειπεί, σαν ώρμησαν στο Ίλιον οι Αργείοι,
και ανέβη και ο πολύγνωμος μ' εκείνους Οδυσσέας·
είπ', αφού πάθει πάμπολλα, και χάσει τους συντρόφους,
το εικοστόν έτος, άγνωστος εις όλους, θα επανέλθει
εις την πατρίδα· και όλ' αυτά ιδού λαμβάνουν τέλος».
Οδύσσεια, Β 147-156, Μτφρ. Ι. Πολυλά
Τις μαντείες και τις παραινέσεις του γέροντα αντιμετώπισε περιφρονητικά ο μνηστήρας Ευρύμαχος ξεστομίζοντας κατάρες και απειλές.
Ο Αλιθέρσης εμφανίζεται ακόμη δύο φορές στην Οδύσσεια. Μία όταν ο Τηλέμαχος γύρισε στο παλάτι μετά την αναγνώριση με τον πατέρα του στην καλύβα του Εύμαιου και ο νέος αποτραβήχτηκε κοντά στους πατρικούς του φίλους, τον Αλιθέρση, τον Μέντορα, τον Άντιφο, μακριά από το πλήθος των μνηστήρων (ρ 68-69)· και μία ακόμη στο τέλος, μετά τη μνηστηροφονία, όταν στη συνέλευση των Ιθακήσιων προτάθηκε από τον πατέρα του Αντίνοου, τον Ευπείθη, να εκδικηθούν τον θάνατο των παιδιών τους. Τότε ο Αλιθέρσης τους θύμισε τις δικές τους ευθύνες και πρότεινε να μην επιτεθούν:
Αυτά 'πε [ο Ευπείθης], και όλων έπιασε τα μέλη αχνή τρομάρα.
και ο Μαστορίδης άρχισεν ο ήρως Αλιθέρσης,
γέρος, που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι·
εκείνος τότε ομίλησε με καλήν γνώμη κι είπε·
«Δώστε, Ιθακήσιοι, προσοχήν εις ό,τι θα σας είπω·
ω φίλοι, απ' την δειλία σας τούτ' όλα εγεννηθήκαν·
χαμένα εγώ και ο Μέντορας, ποιμένας των ανθρώπων,
να παύσετε σας λέγαμεν από τ' ανόητ' έργα
τα τέκνα σας, που φοβερόν ασέβημα ετολμούσαν,
ενώ τα κτήματ' έφθειραν και την γυναίκα υβρίζαν
ανδρός μεγάλου, κι έλεγαν που αυτός δεν θα 'λθει πλέον.
και τώρα ιδού τι να γενεί, τους λόγους μ' αν δεχθείτε·
να μη πηγαίνουμε, κακό μην έλθει ζητημένο».
Οδύσσεια, ω 452-463, Μτφρ. Ι. Πολυλά
Το ζήτημα λύθηκε και η ειρήνη επήλθε μόνο με θεϊκή παρέμβαση.