Ο Κένταυρος Νέσσος ήταν γιος ή απόγονος του Ιξίονα και της Νεφέλης από τον γιο τους Κένταυρο. Δραπέτευσε από τον γάμο του Πειρίθοου και γλύτωσε τον θάνατο στη μάχη που έδωσαν τότε οι Κένταυροι με τους Λαπίθες. Γλύτωσε ξανά, όταν οι Κένταυροι, τραβηγμένοι από τη μυρωδιά του κρασιού που άνοιξε ο αδελφός τους Φόλος για να φιλοξενήσει τον Ηρακλή, επιτέθηκαν εναντίον του αλλά εκείνος άλλους τους σκότωσε, άλλοι σκόρπισαν και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία –ο Νέσσος, συγκεκριμένα, στον ποταμό Εύηνο. Σκοτώθηκε αργότερα από τον Ηρακλή, γιατί δεν μπόρεσε να ελέγξει τη λαγνεία του, αυτή που τους έβαλε σε μπελάδες στον γάμο του Πειρίθοου. Πιο συγκεκριμένα: [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34]
Ο Ηρακλής, μετά την αναχώρησή του από τη Θεσπρωτία με τη σύζυγό του Δηιάνειρα, στον δρόμο για τη γενέθλια πόλη του Θήβα έφτασε στον ποταμό Εύηνο. Εκεί ζούσε ο Κένταυρος Νέσσος που περνούσε τους διαβάτες στην απέναντι όχθη έναντι αμοιβής, ισχυριζόμενος ότι είχε αναλάβει από τους θεούς την υπηρεσία αυτή, επειδή ήταν πολύ δίκαιος. Και ενώ ο Ηρακλής πέρασε μόνος του το ποτάμι, εμπιστεύθηκε τη γυναίκα του στον Κένταυρο να την περάσει απέναντι κουβαλώντας την στην πλάτη του. Σύμφωνα με την αφήγηση του Οβίδιου (Μετ. 9.89-158), εκείνη την εποχή ο ποταμός ήταν φουσκωμένος από τις βροχές, ήταν αδιάβατος και με πολλές δίνες. Η νύφη στάθηκε τρομαγμένη, μπροστά στη θέα τόσο του φουσκωμένου ποταμού όσο και του Κένταυρου. Πράγματι, μόλις μπήκαν στο νερό, ο Κένταυρος προσπάθησε να τη βιάσει, αλλά ο Ηρακλής, που αντιλήφθηκε το γεγονός από τις φωνές τις γυναίκας του, κατάφερε να διαπεράσει το στέρνο του Κένταυρου με ένα από τα δηλητηριώδη βέλη του –τα είχε βουτήξει στο αίμα της Λερναίας Ύδρας–, κτυπώντας τον από μακριά, από την άλλη όχθη του ποταμού, όπου ο ήρωας είχε φτάσει, ή, κατά άλλους, την ώρα που έβγαινε από τον ποταμό. Ετοιμοθάνατος στη λάσπη της όχθης, ο Νέσσος ξεγέλασε τη Δηιάνειρα λέγοντάς της ότι, αν ανακατέψει το σπέρμα του με το αίμα που έτρεχε από την πληγή του, θα αποκτούσε ένα ερωτικό φίλτρο που θα την προστάτευε από την απιστία του Ηρακλή. Και αυτή το έφτιαξε και το φύλαγε επάνω της, μέχρι τη στιγμή που ο Ηρακλής έφερε στο σπίτι τους μια νέα γυναίκα, την Ιόλη. Η Δηιάνειρα, πιστεύοντας ότι θα κέρδιζε ξανά τον άνδρα της, εμπότισε με το ελιξίριο, όπως πίστευε του έρωτα, ένα πουκάμισο, μια ξεχωριστή φορεσιά για τον Ηρακλή, να τη βάλει επάνω του την ώρα της θυσίας στους θεούς. Άθελά της προκάλεσε τον θάνατο του άνδρα της, καθώς το δηλητήριο άρχισε να καίει τις σάρκες του:
Και στην αρχή με την ψυχή γαλήνια
κι όλος χαρά μες στη λαμπρή στολή του
προσεύχονταν, ο δόλιος· μα ό,τι πήρε
νανάφτη της ιερής θυσίας η φλόγα
θρεμμένη από αίμα κι απ’ της δρύας την πίσσα,
άρχισ’ απ’ το κορμί να τρέχει ο ιδρώτας
και του κολλά ο χιτώνας στα πλευρά του
σφιχτά, καθώς σ’ ένα άγαλμα, και σ’ όλα
τα μέλη του· μα ευτύς στα κόκκαλά του
μια σουβλιά τον περνά που τον τραντάζει.
κι έπειτ’ αρχίζει να τον τρώει, σα νάταν άγριος,
αιμοβόρας οχιάς φαρμάκι.
(Σοφ., Τραχ., μετ. Ι. Γρυπάρης, στ. 763-771)
Στην τραγωδία Τραχίνιες η Δηιάνειρα έστειλε με απεσταλμένο το πουκάμισο στον άνδρα της, στην τέχνη το παραδίδει η ίδια. Εξάλλου, και ο θάνατος του Νέσσου ήταν ένα αγαπητό θέμα των καλλιτεχνών (Παυσ. 3.18.12).
Ο Στράβωνας γράφει ότι ο τάφος του Νέσσου, όπως και των άλλων Κενταύρων, ήταν στους πρόποδες του Ταφιασσού λόφου στην Αιτωλία (9.4.8). Ο Παυσανίας αναφέρει την εκδοχή ότι ο Νέσσος επέζησε από τα τραύματα που του επέφερε ο Ηρακλής και ότι πέθανε αργότερα στη Λοκρίδα, ότι σάπισε άταφος και η δυσώδης οσμή έδωσε την ονομασία στους κατοίκους Οζόλες Λοκροί (10.38.2-3 και Πλούτ., Αίτια 294F) –από το ρήμα ὂζω = μυρίζω ευχάριστα ή δυσάρεστα. Άλλη εκδοχή αποδίδει την ονομασία αυτή στις θειούχες πηγές της περιοχής ή στο γεγονός ότι οι Λοκροί φορούσαν αίγεια δέρματα και συναναστρέφονταν με γιδοβοσκούς, κάτι που τους καθιστούσε δυσώδεις.
Σχετικά λήμματα
ΕΥΗΝΟΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ή ΙΟΛΕΙΑ, ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ, ΛΙΧΑΣ, ΦΟΛΟΣ