Οι Τελχίνες θεωρούνται αθάνατες θεότητες, δαίμονες ή θνητοί. Ο Στράβωνας παραθέτει όλες τις εκδοχές και σχολιάζει το πολύμυθον του μύθου των Τελχίνων. Οι πληροφορίες του γεωγράφου συμπλέκονται με του ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη. Πιο συγκεκριμένα:
Ως θεότητες, και μάλιστα ομαδικές, εμπλέκονται στη διάσωση και ανατροφή ενός θεόπαιδου, του Δία ή/και του Ποσειδώνα (όπως οι Κορύβαντες με τον Δία, οι Κουρήτες με τον Δία και τον Διόνυσο, οι Δάκτυλοι και οι Ιδαίοι πάλι με τον Δία). Ο Διόδωρος Σικελιώτης τους αναφέρει ως παιδιά της Θάλασσας και αδελφούς της Αλίας. Οι εννέα αδελφοί κατάγονταν από την Κρήτη ή ακολούθησαν τη Ρέα στο νησί, για να μεγαλώσουν τον Δία —κουροτροφήσαντες—, εξ ου και καλούνταν Κουρήτες ή ταυτίζονταν με αυτούς —οἱ δὲ Τελχίνων ἐν Ῥόδῳ ἐννέα ὄντων τοὺς Ῥέᾳ συνακολουθήσαντας εἰς Κρήτην καὶ τὸν Δία κουροτροφήσαντας Κουρῆτας ὀνομασθῆναι (Στράβ. 10.3.19). Μετοίκησαν αρχικά στην Κύπρο και μετά στη Ρόδο που μετονομάστηκε από αυτούς σε Τελχινίδα από Οφιούσσα και Σταδία (τα αρχικά τους ονόματα). Σε αυτούς παρέδωσε η Ρέα τον νεογέννητο Ποσειδώνα, τον οποίο και ανέθρεψαν μαζί με την κόρη του Ωκεανού Καφείρα. Όταν ο θεός ανδρώθηκε, έλαβε ως σύζυγο την αδελφή τους Αλία από την οποία απέκτησε έξι γιους και μια κόρη, τη Ρόδη, από την οποία και ονομάσθηκε έκτοτε η νήσος· τα αγόρια του που είχαν διαπράξει κάθε είδους ανομία –θέλησαν ακόμη και τη μάνα τους να βιάσουν– τα καταβαράθρωσε με ένα μόνο χτύπημα της τρίαινάς του.
Οι Τελχίνες θεωρούνταν τεχνίτες των μετάλλων και, ακόμη, οι πρώτοι που κατασκεύασαν αγάλματα για τους θεούς, μερικά από τα οποία επονομάστηκαν από αυτούς –στη Λίνδο υπήρχε ο Απόλλωνας Τελχίνιος, στην Κάμειρο η Ήρα Τελχινία, στην Ιαλυσσό η Ήρα και οι Νύμφες Τελχίνιαι. Κατά μία παράδοση οι Τελχίνες εξορίστηκαν από τη Ρόδο από τους Ηλιάδες, και αφού περιπλανήθηκαν, επέστρεψαν στο νησί και προξένησαν μεγάλες καταστροφές. Κατά άλλη παράδοση είχαν την ικανότητα να μεταμορφώνονται και, ως μάγοι, να προκαλούν ή να προβλέπουν καιρικά φαινόμενα, νεροποντές, χιονοπτώσεις και χαλαζοπτώσεις. Προβλέποντας κατακλυσμό που θα έστελνε ο Δίας, εγκατέλειψαν τη Ρόδο και διασκορπίστηκαν —ο Λύκος εγκαταστάθηκε στη Λυκία, όπου έχτισε τον ναό του Λυκίου Απόλλωνα στις όχθες του ποταμού Ξάνθου, άλλοι στην Τευμησσό της Βοιωτίας, όπου υπήρχε το ιερό της Αθηνάς Τελχινίας (Παυσ. 9.19.1).
Θεωρούνται παιδιά του Πόντου και της Γαίας, όμως ο Νόννος τους δίνει για πατέρα τον Ποσειδώνα, θεωρεί ότι ήταν τρεις και τους ονομάζει Λύκο, Σκέλμη και Δαμναμενέα (αν και μπορεί από παρανόηση να έδωσε τα δύο τελευταία ονόματα, τα οποία αποδίδονται συνήθως σε Ιδαίους Δακτύλους). Άλλοι συγγραφείς ονομάζουν τον Αταβύριο, τον Μύλαντα, τον Σίμωνα και τον Νίκωνα. Μυθολογούνται ακόμη ως παιδιά των σκυλιών του Ακταίωνα, που μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους, πως ήταν γλαυκωποί και μελανόφρυες, άποδες και άχειρες, όμως με φτερά· πως ήταν τρεις, ο Χρυσός, ο Άργυρος, ο Χαλκός, ότι ονομάστηκαν έτσι από το μέταλλο που είχε βρει ο καθένας τους. Τους παρίσταναν ως αμφίβια όντα, κατά το ήμισυ θαλάσσιους, στο άλλο μισό γήινους. Το κάτω μέρος του σώματός τους ήταν ψαριού ή φιδιού ή είχαν πόδια με μεμβράνες.
Άλλες παραδόσεις θέλουν τους Τελχίνες όχι μυθικούς αλλά θνητούς σπουδαίους τεχνίτες και εφευρέτες που είχαν ανακαλύψει διάφορα μέταλλα όπως τον χαλκό και τον σίδηρο και είχαν επινοήσει πολλά εργαλεία για την τέχνη τους· και επειδή κουβαλώντας τα κρύβονταν τα άκρα τους, δημιουργήθηκε η εντύπωση πως τους έλειπαν τα άκρα —άχειροι και άποδες. Οι ικανότητές τους στην τέχνη τους φαίνεται και από το γεγονός ότι θεωρούνται κατασκευαστές της άρπης του Κρόνου, με την οποία απέκοψε τα γεννητικά όργανα του Ουρανού, και της τρίαινας του Ποσειδώνα. Μυθολογούνταν πως αυτοί δίδαξαν στους ανθρώπους την πρώιμη μεταλλουργία και την εξόρυξη των μετάλλων· ή και το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή από φθόνο δεν μοιράζονταν τις γνώσεις τους. Θεωρείται, λοιπόν, ότι οι ομότεχνοι τεχνίτες των θνητών Τελχίνων, για τον παραπάνω λόγο είτε από φθόνο για τις ικανότητες των Τελχίνων, κατασκεύασαν ένα μυθολόγημα, σύμφωνα με το οποίο το πραγματικό όνομα των Τελχίνων ήταν Θελγίνες, φθονεροί δαίμονες, βάσκανοι και γόητες, με βλέμμα φοβερό, οι οποίοι κατέστρεφαν τα ζώα και τα φυτά, καθώς τα έβρεχαν με νερό της Στύγας ανακατεμένο με θειάφι, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τη Ρόδο άγονη. Αυτό εξόργισε τους θεούς και σκοτώθηκαν γι’ αυτόν τον λόγο από τον Απόλλωνα με τα βέλη του ή από τον Δία που τους κατακεραύνωσε και τους έθαψε στη θάλασσα. Και ακόμη, πως κάποτε ο Απόλλωνας έστειλε καταστρεπτική νόσο στους Σικυωνείς, όταν αυτοί αρνήθηκαν να καταβάλουν στους Τελχίνες αμοιβή για εργασία που τους πρόσφεραν σε εξοπλισμό. (Βλ. και Στράβ. 14.2.7 και Τεχνικές χαλκού )
Σημείωση «ερμηνευτική»
Οι Τελχίνες εμφανίζονται ως μεταλλουργοί με μαντικές ικανότητες, κάτι που αντανακλά την επίδραση των μάντεων και των μαντείων στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου, από το στάδιο της εξόρυξης έως την εμπορική προώθηση των προϊόντων των μεταλλοτεχνιτών. Οι μυθολογικές παραδόσεις περιέχουν συγκαλυμμένες πληροφορίες για την οργάνωση των πρώτων μεταλλουργών, τη θρησκευτική δομή των συντεχνιών τους αλλά και την άσκηση της μαντείας που είχε ρόλο υποστηρικτικό, καθώς εξασφάλιζε ένα αίσθημα ασφάλειας στους ανθρώπους μέσω της θεϊκής εύνοιας, ώστε να προχωρήσουν σε δύσκολα εγχειρήματα (π.χ. εκστρατείες ή αποικισμούς), χωρίς ο κίνδυνος να λειτουργεί ανασταλτικά. (Για το θέμα βλ. τη διδακτορική διατριβή του Ιωάννη Λεονάρδου, Μεταλλεία και Μαντεία στην Αρχαιότητα. Συμβολή στην Ιστορία της Αρχαίας Μεταλλείας. Αθήνα, Μάρτιος 2011, όπου και πλούσια βιβλιογραφία)
Σχετικά λήμματα
ΑΛΙΑ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΗΡΑ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΩΚΕΑΝΟΣ