Ο Σολόεις ήταν αδελφός του Εύνεου και του Θόαντα, συνταξιδιώτες του Θησέα στη χώρα των Αμαζόνων και συμπολεμιστές του στην εκστρατεία εναντίον τους. Στο ταξίδι της επιστροφής, πάνω στο πλοίο, ο νεαρός Αθηναίος γνώρισε την Αμαζόνα Αντιόπη, που ο Θησέας είχε πάρει μαζί του, την ερωτεύτηκε παράφορα και της έστειλε μήνυμα με ένα φίλο του. Εκείνη τον απέκρουσε. Αν και ευγενική μαζί του, ο Σολόεις, απελπισμένος, αυτοκτόνησε πέφτοντας σε ένα ποτάμι σε μια στάση που κάνανε για ανεφοδιασμό. Ο θάνατος του Σολόεντα προκάλεσε λύπη στον Θησέα, θυμήθηκε όμως ένα χρησμό που είχε πάρει από την Πυθία, που έλεγε πως, αν βρισκόταν σε ξένη χώρα και ήταν περίλυπος να ιδρύσει μια πόλη και να αφήσει συντρόφους του να τη διοικήσουν. Ο Θησέας υπάκουσε και ίδρυσε στη Βιθυνία πόλη που την ονόμασε Πυθόπολη, τιμώντας έτσι τον Πύθιο Απόλλωνα. Άφησε εκεί τον αθηναίο ευπατρίδη Έρμο και τους αδελφούς του Σολόεντα να την κατοικήσουν και να τη διοικούν. Και ονόμασε Σολόεντα τον ποταμό που είχε χαθεί ο φίλος του. (Πλούτ., Θησ. 6)
Σχετικά λήμματα