Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μυθολογία του νερού

ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΥΔΑΤΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ

Ο Κάδμος σηκώνει την υδρία του εναντίον του φιδιού που φυλάει την πηγή του Άρη.
Καλυκωτός κρατήρας του Ζωγράφρου του Spreckles, περίπου 450 π.Χ.



 

120 121 122 123 124 125 126 όρνιθες όρνιθες όρνιθες όρνιθες ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα ύδρα

Ιδεώδες των αρχαίων πόλεων υπήρξε η αυτάρκεια, υλική, ηθική, πνευματική, στρατιωτική, διοικητική –ο Αριστοτέλης έδωσε την πολιτική διάσταση του θέματος στα Πολιτικά (1252b-1253a). Προϋπόθεση για την υλική αυτάρκεια ήταν η γεωγραφική θέση της πόλης που θα έπρεπε να της εξασφαλίζει άφθονα υλικά αγαθά και να τη βοηθά στην εμπορική της ανάπτυξη. Αλλά η υλική αυτάρκεια προϋπέθετε την εξασφάλιση και τη διαχείριση υδάτινων πόρων, που κάποιες φορές έφερναν σε σύγκρουση τους ενδιαφερόμενους. Σε επίπεδο μυθολογικό, οι αγώνες αυτοί είναι ανάμεσα σε ήρωες και θεούς ή εκπροσώπους των θεών.

Κάδμος και Άρεια πηγή

Οι μύθοι που περιβάλλουν την ίδρυση των πόλεων των Θηβών και του Άργους έχουν τα τυπικά χαρακτηριστικά του ιδρυτικού μύθου –ένα ζώο υποδεικνύει τον τόπο εγκατάστασης, η πάλη του ήρωα με το φίδι που φυλάει το νερό ή η αναζήτηση νερού από μια κοπέλα κ.τ.λ. Και στις δύο περιπτώσεις ένα από τα επεισόδια του μύθου αφορούν στην εξασφάλιση νερού για την πόλη. Σε ερυθρόμορφο κρατήρα του 540 π.Χ. [Εικ. 1], παριστάνεται ο Κάδμος που πλησιάζει την Άρεια πηγή για να γεμίσει την υδρία, κρατώντας πέτρα με την οποία θα σκοτώσει το φίδι που τη φύλαγε. Η πηγή υποδηλώνεται με την υδρόβια βλάστηση και τον καλαμιώνα. Η παρουσία του Άρη και της Αθηνάς συμπληρώνουν το πριν και το μετά του μύθου: το φίδι ήταν γεννημένο από τον Άρη, ενώ η Αθηνά συμβούλευσε τον Κάδμο να σπείρει τα δόντια του θηρίου, από τα οποία ξεπετάχτηκαν από τη γη αρματωμένοι οι Σπαρτοί· πέντε επιβίωσαν από τη μεταξύ τους σύγκρουση, τα ονόματα των οποίων φανερώνουν τη χθόνια καταγωγή τους. [1] Όσο για την Αρμονία, κόρη της Αφροδίτης και του Άρη, αυτή είναι η σύζυγος του Κάδμου.

Ποσειδώνας και Αμυμώνη

Ιδρυτικός, είπαμε, είναι και ο μύθος της Αμυμώνης, κόρης του Δαναού και της Ευρώπης. Ακολούθησε τον πατέρα της στο Άργος που υπέφερε από λειψυδρία εξαιτίας της οργής του Ποσειδώνα, γιατί η πόλη είχε δοθεί στην Ήρα ύστερα από την κρίση των ποταμών Ίναχου, Αστερίωνα και Κηφισού. [2] Ο Δαναός έστειλε τις πενήντα κόρες του σε αναζήτηση νερού. Ένας Σάτυρος (θεότητα της βλάστησης) προσπάθησε να βιάσει την Αμυμώνη κι εκείνη ζήτησε τη βοήθεια του Ποσειδώνα που μ’ ένα χτύπημα της τρίαινας τον έδιωξε. Από το χτύπημα ανέβλυσε τριπλή πηγή. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου ο Ποσειδώνας αποκάλυψε στην κόρη την ύπαρξη της πηγής Λέρνη, της μόνης στην οποία ο Ποσειδώνας είχε επιτρέψει να αναβλύζει νερό, και η οποία έκτοτε ονομαζόταν και πηγή της Αμυμώνης. Στην επιφάνεια ερυθρόμορφης πελίκης του ζωγράφου της Γέννησης της Αθηνάς (450 π.Χ.) η υδρία υποδηλώνει την αναζήτηση νερού από την Αμυμώνη, η παρουσία του Ποσειδώνα τον ρόλο του στο θέμα, ενώ της Αφροδίτης και του Έρωτα υπονοούν την τελική ένωση της κόρης με τον θεό, την αίσια δηλαδή έκβαση του θέματος με την ανεύρεση του νερού και τη γονιμότητα της γης από τη σχετική υγρασία –το ίδιο θέμα «διαβάζουμε» και σε αττική ερυθρόμορφη υδρία του 470 π.Χ. περίπου. [3] [Εικ. 2, 3, 4] Αντίθετα, η τιμωρία των Δαναΐδων να γεμίζουν στον Άδη ένα τρύπιο πιθάρι με νερό για τον φόνο των ανδρών τους, παρόλο που είχαν καθαρθεί από τον Ερμή και την Αθηνά, αντανακλά τις συνέπειες από τη στέρηση του νερού αλλά και από την παρέμβαση στον κύκλο της ζωής και στη συμφιλίωση των γυναικών με τον γάμο –οι Δαναΐδες, ύστερα από αίτημα του πατέρα τους, είχαν σκοτώσει τους συζύγους τους για να μην ενωθούν με αυτούς· ωστόσο, οι ισχυροί οίκοι τους αυτοκαταστρέφονται μέσα στην όλη στρέβλωση της γαμήλιας τελετουργίας [4]. Το πάθημα των Δαναΐδων «επικεντρώνει την προσοχή στην ιδέα της παραγωγικής γενετήσιας ένωσης με το να δίνει, παραδόξως, προσωρινά έμφαση στο αντίθετό της» [5]. Σε τοιχογραφία από σπίτι στον λόφο Esquilino στη Ρώμη, γύρω στο 40 π.Χ., οι Δαναΐδες εμφανίζονται μαζί με τους άλλους μεγάλους τιμωρημένους: τον Τιτυό, τον Ωρίωνα, τον Σίσυφο. [Εικ. 5]

Άμυκος και Αργοναύτες

Ο μύθος του Άμυκου αντανακλά τις συγκρούσεις για την κατοχή του νερού αλλά και την ισχύ του κατόχου του. Ο Άμυκος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Νύμφης Μελίας από τη Βιθυνία, βασιλιάς των Βεβρύκων στην περιοχή του Βοσπόρου. Ήταν δυνατός πυγμάχος και θεωρούνταν εφευρέτης του ιμάντα των πυγμάχων και της έντεχνης πυγμαχίας. Ήταν φύλακας μιας πηγής με γάργαρα νερά και με χαλίκια που έμοιαζαν από κρύσταλλο και ασήμι. Βάναυσος καθώς ήταν, όπως και άλλοι γιοι του Ποσειδώνα, καλούσε σε πυγμαχία όποιον ήθελε να αντλήσει και να πιει νερό· ο νικημένος γινόταν σκλάβος του νικητή. Όταν έφτασαν οι Αργοναύτες εκεί, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, αδελφοί της ωραίας Ελένης και της Κλυταιμνήστρας, βρήκαν τον Άμυκο στο δάσος, καθισμένο στο δάσος πλάι στην πηγή. Απέναντι στον κακάσχημο Άμυκο στάθηκε ο θεόμορφος Πολυδεύκης και πάλεψαν μπροστά στους Βέβρυκες και τους Αργοναύτες. Νικήθηκε από τον ωραίο νέο, ο οποίος δεν τον σκότωσε ούτε τον κράτησε για υποτακτικό του, μόνο του ζήτησε να αφήσει το νερό ελεύθερο και για τους ξένους· ὄμοσσε δέ τοι μέγαν ὅρκον, ὃν πατέρ᾽ ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνα κικλήσκων, μήποτ᾽ ἔτι ξείνοισιν ἑκὼν ἀνιηρὸς ἔσεσθαι, γράφει ο Θεόκριτος (Ειδ. 22.132-4), ο οποίος παραστατικότατα περιγράφει τη μάχη στον ύμνο που συνέγραψε για τους Διόσκουρους. Αντίθετα, ο Απολλόδωρος παραδίδει ότι ο Πολυδεύκης σκότωσε τον Άμυκο. Παραθέτουμε τη σχετική αφήγηση:

[Οι Αργοναύτες] Άφησαν τη Μυσία για τη χώρα των Βεβρύκων, όπου βασιλιάς ήταν ο Άμυκος, γιος του Ποσειδώνα και της <νύμφης> Βιθυνίδας [ευρετής της πυγμαχίας]. Ρωμαλέος άνδρας, ανάγκαζε τους ξένους που προσέγγιζαν τη χώρα του να πυγμαχούν μαζί του και με αυτόν τον τρόπο τους εξουδετέρωνε. Ανέβηκε λοιπόν και τότε στην Αργώ και προκαλούσε τον πιο γενναίο απ’ όλους σε πυγμαχία. Ο Πολυδεύκης δέχτηκε την πρόκληση να παλέψει μαζί του και, χτυπώντας τον στον αγκώνα, τον σκότωσε. Τότε όρμησαν εναντίον του Βέβρυκες, αλλά οι γενναίοι άρπαξαν τα όπλα και σκότωσαν πολλούς την ώρα που το έβαζαν στα πόδια.

(Απολλόδωρος 1.119)

Αργότερα, ο Ηρακλής σκότωσε τον αδελφό του Άμυκου Μύγδονα και παρέδωσε τη χώρα του στον Λύκο, τον βασιλιά των Μαριανδυνών στη Μυσία. [Εικ. 6, 7]

Ο Ηρακλής και οι Στυμφαλίδες Όρνιθες. Μελανόμορφος αττικός αμφορέας της Ομάδας Ε, περίπου 540 π.Χ.

Ηρακλής και νερό

Τρεις από τους άθλους του Ηρακλή μπορούν να ενταχθούν στο θέμα μας: οι Στυμφαλίδες όρνιθες, η Λερναία ύδρα, οι στάβλοι του Αυγεία. Οι Στυμφαλίδες σκότωναν ανθρώπους με τα φτερά τους και έτρωγαν το κρέας τους, ξεχύνονταν στους αγρούς και αφάνιζαν τα πάντα.

«Στην πόλη Στύμφαλο της Αρκαδίας, μέσα σε πυκνό δάσος, υπήρχε λίμνη που λεγόταν Στυμφαλίδα· σε αυτήν εύρισκαν καταφύγιο πουλιά, από φόβο μήπως τα αρπάξουν λύκοι. [6] Καθώς λοιπόν ο Ηρακλής βρισκόταν σε αμηχανία πώς να βγάλει τα πουλιά από το δάσος, η Αθηνά του έδωσε χάλκινα κρόταλα που τα είχε πάρει από τον Ήφαιστο. Ανέβηκε λοιπόν σε ένα όρος κοντά στη λίμνη και χτυπώντας τα τα φόβιζε· κι εκείνες, καθώς δεν άντεχαν τον θόρυβο, φοβισμένες σηκώνονταν ψηλά, και μ’ αυτόν τον τρόπο ο Ηρακλής τα χτύπησε με τα βέλη του» (Απολλόδ. 2.5. 6).

Ποια μπορεί να είναι η σημασία αυτών των πλασμάτων; Άλλοι υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για δηλητηριώδη αέρια της λίμνης και άλλοι για έλη και κουνούπια που προκαλούσαν πυρετούς. Ο άθλος του Ηρακλή για την άρση των συνεπειών αυτών σχετίζεται με διαχείριση υδάτων της λίμνης Στυμφαλίας.

«Το εύρος των υδάτων της λίμνης αυτής ποίκιλλε ανάλογα με τη βροχόπτωση και τον έλεγχο της απορροής τους από φυσικές καταβόθρες. […] Ενισχυτικό της ερμηνείας αυτής είναι και το γεγονός ότι αντίστοιχης τεχνικής και αρχαιότητας υδραυλικά έργα έχουν επισημανθεί και στη γειτονική της Στυμφάλου κλειστή κοιλάδα του Φενεού, που οι αρχαίοι (Παυσ. 8.14.3) τα απέδιδαν στον ίδιο τον Ηρακλή)». [7]

Οι παλαιότερες παραστάσεις του μύθου ανάγονται στον 8ο αι. π.Χ. Ωστόσο, είναι πολύ λίγες οι παραστάσεις του μύθου που σώζονται. Μία από αυτές είναι σε μελανόμορφο αμφορέα (γύρω στο 530 π.Χ.), όπου ο ήρωας επιτίθεται με σφεντόνα στο σμήνος των ορνίθων που πετούν ή κολυμπούν στα νερά της λίμνης. [8] Η μοναδική παράσταση του άθλου στη μνημειακή πλαστική είναι στη μετόπη του ναού του Δία στην Ολυμπία, (457 π.Χ.). [9] Σε μια ιδιαίτερα τρυφερή, σχεδόν ερωτική σκηνή, ο Ηρακλής φέρνει τα τρόπαια της νίκης του στην άοπλη Αθηνά που, καθισμένη σε βράχο, μοιάζει με νεαρή, ντροπαλή ερωτευμένη κοπέλα που δέχεται δώρα από τον καλό της –είναι χαρακτηριστικό ότι η θεά στέκεται χαμηλότερα από τον ήρωα. [Εικ. 8, 9, 10, 11]

Για τον δεύτερο άθλο του Ηρακλή, τη Λερναία Ύδρα, ο Απολλόδωρος στη Βιβλιοθήκη του (Β, 5, 2) παραδίδει τα εξής:

«Σαν δεύτερο άθλο τον διέταξε [ο Ευρυσθέας τον Ηρακλή] να σκοτώσει τη Λερναία ύδρα· αυτή είχε μεγαλώσει στο έλος της Λέρνας, εξορμούσε στην πεδιάδα και ρήμαζε τόσο τα κοπάδια όσο και τα χωράφια. Η νεροφίδα ήταν τεράστια, με εννιά κεφάλια, τα οκτώ από αυτά ήταν θνητά, ενώ το ένα, το μεσαίο, ήταν αθάνατο. Ανέβηκε λοιπόν σε άρμα που το οδηγούσε ο Ιόλαος και έφτασε στη Λέρνα. Ύστερα, σταμάτησε τα άλογα και βρήκε τη νεροφίδα σε ένα λόφο κοντά στις πηγές της Αμυμώνης, όπου ήταν η φωλιά της, και χτυπώντας την με πυρωμένα βέλη την ανάγκασε να βγει από εκεί. Και την ώρα που αυτή έβγαινε, την έπιασε και την κράτησε σφιχτά. Εκείνη όμως τυλίχτηκε στο ένα του πόδι και τον ακινητοποίησε. Και εκείνος, αν και της έκοβε τα κεφάλια με το ρόπαλο, δεν μπορούσε να την εξοντώσει· γιατί, όταν έκοβε ένα κεφάλι, φύτρωναν δύο. Βοηθούσε τη νεροφίδα και μια τεράστια καραβίδα που του δάγκωνε το πόδι. Πρώτα λοιπόν σκότωσε αυτήν και ύστερα ζήτησε τη βοήθεια του Ιόλαου, που έκαψε τμήμα του κοντινού δάσους και, καυτηριάζοντας με τους δαυλούς τα σημεία απ’ όπου ξεφύτρωναν τα κεφάλια, δεν άφηνε να βγουν άλλα. Με αυτόν τον τρόπο, αφού γλίτωσε από τα κεφάλια που φύτρωναν συνέχεια, στη συνέχεια έκοψε και το αθάνατο και το πλάκωσε με βράχο πελώριο στον δρόμο που περνούσε μέσα από τη Λέρνα προς την Ελαιούντα». [10]

Στις παραστάσεις του άθλου η Ύδρα «ανακλαδίζει τα θανατερά πλοκάμια της», ενώ ο Ηρακλής «προσπαθεί με την άρπη να αποκόψει τα δώδεκα κεφάλια της […]. Ο Ιόλαος από τα δεξιά κατακαίει με δαυλό τις ρίζες τους για να μην ξαναφυτρώσουν». [Εικ. 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23] Στον μύθο αυτό αναγνωρίζονται στοιχεία από τον μύθο του Κάδμου. Ένα φίδι κυριαρχεί σε υδάτινο τόπο και εμποδίζει τους ανθρώπους. Ο Ηρακλής, όπως και ο Κάδμος, παλεύει με αυτό και το σκοτώνει, απαλλάσσει δηλαδή την περιοχή των νερών από την παρουσία του –θυμίζουμε ότι η Διώνη, ως σύζυγος του Δία Ναΐου, δηλαδή του Δία των νερών, λατρευόταν στη Δωδώνη που ήταν γεμάτη νερά και έλη (η Ευρώπη ήταν και αυτή πηγή στη Δωδώνη: Καλλίμ., απ. 630). Ο μύθος αυτός αποτελεί προφανώς «ανάμνηση ενός προϊστορικού προγράμματος διαχείρισης υδάτων για τον έλεγχο των πηγών που πλημμύριζαν τότε τον τόπο, με σκοπό την αποξήρανση των ελών και τη μετατροπή τους σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις». [11] Η ερμηνεία αυτή, που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους, παρά την απουσία αρχαιολογικών δεδομένων, στηρίζεται στη σημασία της περιοχής δίπλα στο Άργος και στη μυκηναϊκή εμπειρία σε μεγάλα υδραυλικά και εγγειοβελτιωτικά έργα υψηλού τεχνικού επιπέδου. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εκδοχή του μύθου της Λερναίας Ύδρας που τον συνδέουν με την αναζήτηση της αθανασίας, όπως είναι λ.χ. ο μύθος για τη σύλληψη του Κέρβερου από τον Ηρακλή. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι λίμνες ήταν ανοίγματα για τον Κάτω Κόσμο και ότι τα φίδια ήταν χθόνια στοιχεία, τότε μπορούμε να εικάσουμε ότι ο μύθος αυτός εντάσσεται στον κύκλο των μύθων που αφορούν στην πορεία του ήρωα για την κατάκτηση της αθανασίας. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι ο μύθος αυτός ανήκει στους πρώιμους του Ηρακλή και ότι οι μύθοι για την επιδίωξη της αθανασίας έρχονται αργότερα, μοιάζει η ερμηνεία αυτή, που καθίσταται πιθανή από τα συμφραζόμενα, περισσότερο ηθικού περιεχομένου, να είναι μεταγενέστερη εκδοχή.

Για τον τρίτο άθλο που συζητούμε ο Απολλόδωρος παραδίδει:

«Ο Αυγείας ήταν βασιλιάς της Ήλιδας, όπως κάποιοι λένε γιος του Ήλιου, του Ποσειδώνα λένε άλλοι, του Φόρβαντα ισχυρίζονται κάποιοι τρίτοι, και είχε πολλά κοπάδια. Σ’ αυτόν παρουσιάστηκε ο Ηρακλής, χωρίς να φανερώσει ότι το κάνει κατά διαταγή του Ευρυσθέα, και είπε ότι θα καθαρίσει την κόπρο σε μία μόνο μέρα, με τον όρο να του δώσει για αντάλλαγμα το ένα δέκατο από τα ζώα του. Και ο Αυγείας έδωσε τον λόγο του, γιατί δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να το κάνει. Έχοντας για μάρτυρα ο Ηρακλής τον γιο του Αυγεία Φυλέα, χώρισε στα δύο τα θεμέλια του στάβλου και γύρισε αλλού τα νερά των γειτονικών ποταμών Αλφειού και Πηνειού, ανοίγοντάς τους διέξοδο στην άλλη άκρη του στάβλου».

(Απολλόδ. 2.5.5)

Ο άθλος αυτός δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στην ελληνική τέχνη. Η μοναδική του παράσταση –θα έλειπε αδικαιολόγητα λόγω της θέσης του ναού– είναι στη μετόπη του ναού του Δία στην Ολυμπία. Ο Ηρακλής με κοντάρι που δεν σώζεται ολόκληρο, άρα δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ήταν, απομακρύνει την κοπριά ή χωρίζει τα θεμέλια του στάβλου δημιουργώντας ένα κανάλι. Σε αντίστιξη με τη δυναμική κίνηση του ήρωα είναι η ήρεμη κίνηση της Αθηνάς που σαν να του υποδεικνύει τις κινήσεις που πρέπει να κάνει (457 π.Χ. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο). Ποια μπορεί να είναι η ιστορική πραγματικότητα που αντανακλάται στον άθλο; Ή η αλλαγή από φυσικά αίτια του ρου του Πηνειού ποταμού προς τον νότο ή η δημιουργία τεχνητού καναλιού για άρδευση.


Σχετικά λήμματα

ΑΡΗΣδεσμός, ΚΑΔΜΟΣδεσμός, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣδεσμός, ΕΥΡΩΠΗδεσμός, ΗΡΑ, ΙΝΑΧΟΣ, ΑΣΤΕΡΙΩΝΑΣ, ΚΗΦΙΣΟΣ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΜΥΓΔΟΝΑΣ, ΛΥΚΟΣ, βασιλιάς των Μαριανδυνών, ΚΕΡΒΕΡΟΣδεσμός




1. Αυτόχθονες στην αρχαιότητα θεωρούνταν οι Αθηναίοι, οι Αρκάδες, οι Αιγινήτες. Η αυτοχθονία συνδέεται με την παράδοση της πελασγικής καταγωγής. Για άλλες απεικονίσεις του μύθου βλ. εδώ

2. Απολλόδ. ΙΙ, 1.4-5. Παυσ. 2.15.4-5, 37.1, 37.4.

3. Η αναβίωση του θέματος στα μέσα του 5ου αι. π.Χ δεν μπορεί να θεωρείται άσχετη με την παράσταση του σατυρικού δράματος Αμυμώνη του Σοφοκλή, που αναβίωσε τον μύθο.

4. Seaford 1987, σ. 115.

5. Parker 1983, σ. 83.

6. Οι Στυμφαλίδες όρνιθες σε καμιά άλλη παράδοση δεν αναφέρονται να απειλούνται από λύκους. Υπήρχε μόνο μια παράδοση για την κοιλάδα των λύκων στις δρυόφυτες πλαγιές που ανάμεσά τους περνούσε ο δρόμος ΝΔ. της Στυμφάλου για τον Ορχομενό.

7. Ηρακλής Ήρως Μέγιστος 2004, σ. 16.

8. Βρετανικό Μουσείο Β 163.

9. Ολυμπία, Αρχαιολογικό Μουσείο.

10.Ο εικονογραφικός τύπος της δεύτερης αναμέτρησης αποκρυσταλλώθηκε γύρω στα 600 π.Χ., αν και ο άθλος πρωτοφανερώθηκε ήδη από τον 8ο αι. π.Χ., σε βοιωτική πόρπη, όπως και άλλοι άθλοι του Ηρακλή. Βλ. Εικ. 15 στο Κακριδής 1986, τ. 4, σ. 37.

11.Ηρακλής Ήρως Μέγιστος 2004, σ. 20