Η εξασφάλιση υδάτινων πόρων αποτελεί μια επικίνδυνη υπόθεση και αντικείμενο αντιπαλοτήτων. Κόρες παγιδεύονται σε κρήνες, που ανάγονται σε σημείο ερωτικής συνάντησης, όπως στην περίπτωση των Νυμφών ή των νέων ανδρών με τις κοπέλες, αλλά και σημείο επικίνδυνο στο οποίο μπορεί κανείς να παγιδευτεί ή και να πεθάνει. Το γεγονός ότι η κρήνη βρισκόταν εκτός οίκου, αποτελούσε το σημείο τομής μεταξύ φύσης και πολιτισμού, καθιστούσε την επίσκεψη σε αυτή επικίνδυνη υπόθεση. Επιπλέον, κόρες παγιδεύονται στις ακροποταμιές και στις παραλίες, είτε σε ένα ερωτικό παιγνίδι είτε σε ένα παιγνίδι θανάτου. Εξίσου επικίνδυνες είναι οι κρήνες και για ήρωες ή για ανυποψίαστους κυνηγούς, όπως ο Ακταίωνας και ο Τειρεσίας, που θα τιμωρηθούν σκληρά, γιατί αναπάντεχα αντίκρισαν γυμνές θεές που λούζονταν σε κρήνες ή τον εαυτό τους, όπως ο Νάρκισσος στα νερά του χειμάρρου Δονακώνα, οπότε και εγκλωβίστηκε στον αυτοθαυμασμό του [Εικ. 1, 2, 3] ή στην αγάπη για τη νεκρή αδελφή του. Και βέβαια το νερό μπορεί να αποτελεί παγίδα ακόμη και μέσα στα πλαίσια του ίδιου του οίκου και όχι μόνο σε εξωτερικούς χώρους. Ο Αγαμέμνονας λ.χ. παγιδεύτηκε από την Κλυταιμνήστρα και δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο, όταν ο βασιλιάς, προκειμένου να ετοιμαστεί για το γεύμα που του είχε ετοιμάσει η βασίλισσα, κατευθύνθηκε προς το λουτρό. Τη στιγμή που έβγαινε από το νερό, η Κλυταιμνήστρα τον σκέπασε με έναν χιτώνα χωρίς κανένα άνοιγμα. Εγκλωβισμένος σε αυτόν ο Αγαμέμνονας δολοφονήθηκε από τον Αίγισθο. [1]
Μία παράδοση έλεγε ότι, αν ο Τρωίλος, νεότερος γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, έφτανε τα είκοσι χρόνια, η Τροία δεν θα μπορούσε να κυριευθεί από κανέναν. Ο νέος σκοτώθηκε λίγο μετά την άφιξη των Ελλήνων από τον Αχιλλέα που τον παραμόνεψε στην πηγή, όπου θα πήγαινε να ποτίσει τα άλογά του και η Πολυξένη να γεμίσει τη στάμνα της νερό. Παραλλαγή παραδίδει ότι ο Αχιλλέας είδε τον Τρωίλο στην πηγή και τον ερωτεύτηκε. Όταν αυτός αρνήθηκε τον έρωτά του και κατέφυγε στο ναό του Απόλλωνα, ο Αχιλλέας, θυμωμένος, τον σκότωσε με το δόρυ του στο εσωτερικό του ναού. Το επεισόδιο, σε δύο διαδοχικές φάσεις, το βρίσκουμε σε μελανόμορφο αμφορέα και σε μελανόμορφη κύλικα, και τα δυο του 560 π.Χ. [2] Στον πρώτο, η Πολυξένη έρχεται να γεμίσει τη στάμνα της νερό από την κρήνη, και ο αδελφός της Τρωίλος να ποτίσει τα άλογά του. Πίσω από την κρήνη παραφυλάει πάνοπλος ο Αχιλλέας. Στο δεύτερο αγγείο ο χώρος οριοθετείται αριστερά από την κρήνη, δεξιά από την Πολυξένη που φεύγει τρέχοντας. Στο κέντρο ο πάνοπλος Αχιλλέας κυνηγάει τον έφιππο Τρωίλο. Η στάμνα είναι πεσμένη κάτω και το νερό χύνεται. Ένα πουλί πετά ορμητικά προς τον Αχιλλέα, ενώ ένας λαγός ή υποδηλώνει την ερημιά του τοπίου ή, το πιθανότερο, αποτελεί ερωτικό σύμβολο. Παρόμοια με την πρώτη παράσταση είναι και μια ετρουσκική τοιχογραφία από τον τάφο των Ταύρων στην Ταρκυνία, χωρίς όμως την παρουσία της Πολυξένης (γύρω στο 540 π.Χ.). [Εικ. 4, 5]
Αρπαγές κοριτσιών: Κοσμογονία, Γάμος, Θάνατος, Πολιτική
Εύκολα θύματα είναι και οι κοπέλες που, απομονωμένες σε λιβάδια, ακρογιαλιές και κρήνες έξω από την πόλη, όπου πήγαιναν να πάρουν νερό, μπλέκονται, αβοήθητες, σε ερωτικά παιγνίδια και, τελικά, απάγονται από μεγάλους γητευτές.
Στην ακρογιαλιά με τις φίλες της έπαιζε η Ναυσικά, όταν συνάντησε τον Οδυσσέα, η Ευρώπη που την άρπαξε ο Δίας παίρνοντας τη μορφή ταύρου, η Αύγη που έπεσε θύμα βιασμού από τον Ηρακλή σε μια κρήνη, η εγγονή του Μίνωα Απημοσύνη που έπεσε στην αγκαλιά του Ερμή, όταν γλίστρησε πάνω στα φρεσκογδαρμένα δέρματα που έριξε μπροστά στα πόδια της ο θεός, την ώρα που η κοπέλα γύριζε από τη βρύση με το σταμνί στον ώμο (Απόλλ. 3.2.1), η Ωρείθυια που την άρπαξε ο Βορέας από τις ακροποταμιές του Ιλισού [Εικ. 7, 8, 9, 10, 11, 12], η Κυρήνη που την άρπαξε από τις όχθες του Πηνειού ποταμού ο Απόλλωνας, οδηγώντας την στη Λιβύη [3], η Κορωνίδα, κόρη του Φλεγύα, βασιλιά των Λαπιθών, την οποία αποπλανά στις όχθες της λίμνης Βοίβη, κοντά στην πόλη Λακέρεια και με την οποία αποκτά τον Ασκληπιό [4], η Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα και εγγονή του Πέλοπα, που ύστερα από όνειρο που είδε και στο οποίο η θεά Αθηνά της έβαλε την επιθυμία να επισκεφθεί το γειτονικό νησί Σφαιρία και να προσφέρει θυσία στον ήρωα Σφαίρο, τον ηνίοχο του Πέλοπα, την οποία κάνει δική του ο Ποσειδώνας [5], η δρυάδα Ευρυδίκη, σύζυγος του Ορφέα, την οποία κυνήγησε στις όχθες του Πηνειού ο περίφημος κυνηγός Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα και της Κυρήνης [6], η Νηρηίδα Θέτιδα, που πριν από τον γάμο της με τον Πηλέα παγιδεύτηκε στη σπηλιά όπου πήγαινε να κοιμηθεί τα μεσημέρια στο ακρωτήριο Σηπιάς, που ονομάστηκε έτσι γιατί η ένωσή τους ολοκληρώθηκε όταν η θεά μεταμορφώθηκε σε σουπιά, αφού προηγουμένως, όσο ο Πηλέας την κυνηγούσε, είχε μεταλλαχθεί σε φωτιά, νερό, λιοντάρι, φίδι [7], η Ιπποθόη, κόρη του Μήστορα και εγγονή του Πέλοπα, που την άρπαξε ο Ποσειδώνας και ενώθηκε μαζί της στα νησιά Εχινάδες [8]. Και όπως η Ωρείθυια ήταν μαζί με άλλες κοπέλες που έτρεξαν να ενημερώσουν τον πατέρα της Ερεχθέα των Αθηνών, έτσι και η Περσεφόνη ήταν μαζί με άλλες Νύμφες, όταν, την ώρα που μάζευαν λουλούδια στην πεδιάδα της Έννας στη Σικελία, την άρπαξε ο Άδης. Στην πολλή γνωστή παράσταση από τον βασιλικό τάφο της Βεργίνας (366 π.Χ.) η νύμφη Κυάνη απεικονίζεται έντρομη, πεσμένη στα γόνατα.
Παραλλαγή της αρπαγής της Περσεφόνης είναι και της Βασίλης, βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, από τον Έχελο ή Εχέλαο (αυτός που κρατά λαούς), άλλο όνομα του Άδη. Το θέμα αποτυπώθηκε σε μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο από την περιοχή του Ν. Φαλήρου. το ανάγλυφο ήταν τοποθετημένο σε ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του Έχελου και της Βασίλης. [Εικ. 13]
Η αρπαγή και ο γάμος με τον Άδη μπορεί να υποδηλώνει τον θάνατό των κοριτσιών. Ποια καλύτερη παρηγοριά για ένα γονιό, για μια μητέρα όπως η Δήμητρα, από το να αποδώσει τον θάνατο της κόρης στον έρωτα που ενέπνευσε στον θεό (amor dei); Εξάλλου, ο γάμος ήταν μια τόσο σπουδαία κοινωνική λειτουργία που το τελετουργικό του διατηρούνταν ακόμη και στην περίπτωση του θανάτου. Η Αντιγόνη λ.χ. θα «παντρευτεί τον Αχέροντα», ο «τάφος» της είναι και «νυφικός θάλαμος» και η πομπή που την οδηγεί προς αυτόν είναι νυφιάτικη αλλά και νεκρώσιμη. [9]
Οι αρπαγές κοριτσιών από τον Άδη συνιστούν και ένα φαντασιακό θάνατο, καθώς οι κοπέλες βίωναν τη μεταιχμιότητά τους προς τον γάμο με τρόπο που θυμίζει θάνατο. Η Ανδρομέδα λ.χ. περίμενε τον θάνατο από το τέρας που θα έβγαινε από τη θάλασσα δεμένη και έχοντας μπροστα της αντικείμενα που θα μπορούσαν να είναι προσφορές είτε για τους νεκρούς είτε για τη νύφη (πυξίδες, λουτροφόροι, κάτοπτρα). Η τραγωδία Ιππόλυτος του Ευριπίδη τελειώνει με τη θέσπιση λατρείας στην Τροιζήνα, στη διάρκεια της οποίας οι επίγαμες κοπέλες έκοβαν τα μαλλιά τους και θρηνούσαν τον Ιππόλυτο [10] ή, άλλες φορές, τον Άδωνη [11], καθώς ο Ιππόλυτος εκφράζει στον μύθο τη διηνεκή μεταιχμιότητά του, την ακραία προσκόλλησή του στην αγαμία, η οποία όμως τιμωρήθηκε με θάνατο. Με αυτούς τους τρόπους, με τον μύθο και την τελετουργία, ενσαρκωνόταν φαντασιακά ένας θάνατος συνδεδεμένος με το γαμήλιο μεταβατικό στάδιο και εκφραζόταν το συναίσθημα αγωνίας των κοριτσιών για τον επικείμενο θάνατο της παιδικότητας και την έλευση του νέου βιώματος της παντρεμένης γυναίκας. Η μεταιχμιότητα, νεκρική και γαμήλια, και η αντίσταση της νύφης, όπως αυτή εκδηλώνεται στις αρπαγές, οφείλει και πρέπει να είναι μόνο προσωρινή, όπως αυτό δηλώνεται και με τη μοναδική εξαίρεση ατιμώρητης παρατεταμένης μεταιχμιότητας της Περσεφόνης. Η απόρριψη του γάμου από την πλευρά των κοριτσιών, όπως στην περίπτωση των Προιτίδων ή των Δαναΐδών, και η προσκόλληση στην πατρική οικογένεια, κάτι που αναιρεί την αναδημιουργία της ζωής μέσω του γάμου, επισείει τιμωρίες· η ίδια η πόλις «τιθασεύει» τα κορίτσια της για να παντρευτούν.
Στον ναό της Ἀρτέμιδος Καρυάτιδος στα ορεινά σύνορα της Λακωνίας με την Αρκαδία, δηλαδή σε μια περιφερειακή και οριακή, μεταιχμιακή τοποθεσία, οι κοπέλες της Σπάρτης εκτελούσαν χορούς στα πλαίσια μιας εφηβικής τελετουργίας, θανάτους της παιδικής αθωότητας και μυητικής στον ενήλικα βίο των ύπανδρων γυναικών. Γάμος και νεκρική τελετουργία διεισδύουν το ένα στο άλλο· ο κατά φαντασία θάνατος εισάγει τον θάνατο στη σφαίρα της ζωής, αλλά και τη ζωή στη σφαίρα του θανάτου, εφόσον η τελετουργία υπερνικά τον θάνατο». [12]
Στο ιερό της Άρτεμης στη Βραυρώνα, ένα βαλτότοπο σε μια δασωμένη, απόμακρη περιοχή της Αττικής, και αυτή περιφερειακή και μεταιχμιακή, τα κορίτσια, σύμφωνα με νόμο που είχαν ψηφίσει οι Αθηναίοι, προκειμένου να τους επιτραπεί να παντρευτούν, έπρεπε να συμμετάσχουν στην τελετουργία της ἀρκτείας. Παραβάλλονταν με θυσιαζόμενα ζώα και βίωναν μια περίοδο προσωρινής αγριότητας, ώστε να επιστρέψουν στην πόλη έτοιμες, «τιθασευμένες ή καθαρμένες από την αγριότητα», για να εισέλθουν στο πολιτισμένο καθεστώς του γάμου.
Κατά την προετοιμασία της, λοιπόν, για τον γάμο η κοπέλα παριστάνεται σαν ζώο που τιθασεύεται -«η Αφροδίτη έζεψε τη φοραδίτσα Ιόλη από το σπιτικό του πατέρα της, άζευτη ως τα τότε παρθένα, που έτρεχε σαν Ναϊάδα και σαν μαινάδα…» (Ευρ., Ιππόλυτος 545-552)- και θυσιάζεται. Τη θέση της βέβαια παίρνει τελικά ένα πραγματικό ζώο, το οποίο θυσιάζεται κατά κανόνα στην Άρτεμη. Η θυσία της Ιφιγένειας στην τραγωδία του Ευριπίδη στηρίζεται ακριβώς σε αυτό το σχήμα· εξάλλου, η Ιφιγένεια κλήθηκε στην Αυλίδα με το πρόσχημα ενός γάμου με το πρωτοπαλλίκαρο των Αχαιών Αχιλλέα. Η αγωνιώδης αντίσταση της νύφης στην παρόμοια με θάνατο εμπειρία της μετάβασης και οι αρνητικές τάσεις ξεπερνιούνται με τον γάμο και καταπνίγονται σε αυτόν.» [13] Αντίθετα, η παρατεταμένη γαμήλια μεταιχμιότητα της Ηλέκτρας, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη παρατεταμένη μεταιχμιακή περίοδο του πένθους της για τον πατέρα της, ο θάνατος του οποίου παραμένει ανεκδίκητος, θα κάνει την Ηλέκτρα να αρνηθεί την πρόσκληση του Χορού να πάνε μαζί στη «θυσία» που θα τελέσουν οι Αργείοι: «όλα τα κορίτσια όπου να ’ναι θα πάνε στον ναό της Ήρας» [14]. Η γιορτή των Ηραίων αποτελούσε για τα κορίτσια της πόλης προπαρασκευή για τον γάμο τους· στη διάρκειά της θυσίαζαν άζευτα βόδια στη θεά του γάμου και του γαμήλιου ζυγού. Η Ηλέκτρα αποκλείεται από αυτή τη συλλογική και προσωρινή μεταιχμιότητα πριν από τον γάμο λόγω της υπέρμετρης μεταιχμιότητάς της. Οι πάνδημες, όχι οικογενειακές, τελετουργίες και λατρείες, που τελούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα και μέσω των οποίων η πόλις αυτοαναπαράγεται και αυτοεπιβεβαιώνεται, στρεβλώνονται· μέσω της στρέβλωσης αυτής ο οίκος, η ηγεμονική οικογένεια, αυτοκαταστρέφεται.
Στην περίπτωση του Ερμή και της Απημοσύνης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την ερωτική βουλιμία του θεού και την ετοιμότητά του για ερωτική συνεύρεση, επομένως τον ρόλο του στη γονιμότητα και την καρποφορία –θυμίζουμε ότι λατρεύεται και με τα επίθετα ἀγροτήρ, νόμιος, ἐπιμήλιος– όπως και του νερού που κουβαλά η Απημοσύνη, το πάθημα της οποίας παραπέμπει προφανώς σε τελετουργίες για την επίκληση βροχής. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της Ωρείθυιας που την άρπαξε ο θεός του ανέμου Βορέας –θυμίζουμε ότι οι άνεμοι έχουν καθαρτήριες ιδιότητες, ευεργετικές για τον κύκλο της ζωής.
Διαφορετική είναι η περίπτωση του Δία και της Ευρώπης. Πέρα από τη γονιμοποιητική σημασία της αρπαγής, ο μύθος, παρακολουθώντας την πορεία της Ευρώπης πάνω στη ράχη του Δία-Ταύρου, μπορεί να αποτυπώνει την εξάπλωση της λατρείας μιας θεότητας από τόπο σε τόπο, κάτι που, σε πραγματικό επίπεδο, συντελείται με τις μετακινήσεις πληθυσμών. Και ακόμη, δεν αποκλείεται ΄να αποτελεί έναν μύθο κοσμογονικό, που αποτυπώνει δηλαδή την ιδέα που είχαν οι άνθρωποι για τη δημιουργία και τη σχέση (Ο)ουρανού και (Γ)γης.
Ήδη έχουμε αναφερθεί στην παράδοση που θέλει τον Ωκεανό αρχή των πάντων. Από τα νερά του αναδύεται η Γη, όπως για παράδειγμα τα νησιά αλλά και το σύνολο της ξηράς. Η παρατήρηση αυτή αποτελεί το αρχέτυπο κάθε μύθου που θέλει θεούς και δαίμονες, θαλάσσιους ή ποτάμιους, να κουβαλούν στη ράχη τους πάνω από τα κύματα μια όμορφη κοπέλα. Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορούμε να αναγνώσουμε και τον μύθο της αναδυομένης Αφροδίτης, όπως και της Ευρώπης πάνω στη ράχη του Δία, κρατώντας το δεξί του κέρατο με το ένα της χέρι και ένα καλάθι με λουλούδια στο άλλο. Σε τελευταία ανάλυση, όλες αυτές οι θεότητες, Αφροδίτη, Ευρώπη, που στη Βοιωτία αποτελεί ένα επίθετο της Δήμητρας (Παυσ. 9.39.4-5), Διώνη, Δήμητρα, Περσεφόνη, Ήρα, αποτελούν διαφορετικές ονομασίες μιας θεότητας που έχει διευρυμένες ιδιότητες, που είναι μια Μητέρα Θεά.
Τέλος, θα προτείναμε και μια πολιτική ανάγνωση αυτών των αρπαγών. Με τον μύθο της αρπαγής της Αύγης, κόρης του βασιλιά της Αρκαδίας Αλέα οι Αρκάδες επιχείρησαν να συνδέσουν τον Ηρακλή με το μυθικό παρελθόν του τόπου τους. Και είναι συχνό το φαινόμενο της προσπάθειας μιας πόλης να συνδέσει το παρελθόν της με ένα θεό ή έναν ήρωα που τον καθιστά προπάτορα μέσω επιγαμίας. Ο μύθος, και μάλιστα ο αιτιολογικός μύθος, που ανιχνεύει και αφηγείται την αρχή (ίδρυση) της πόλης, εξυπηρετεί την ανάγκη της κοινότητας για μια συγκεκριμένη και διακριτή πολιτική ταυτότητα, χάρη στην οποία η κάθε πόλη θα έχει την προσωπικότητά της, θα είναι ηθικό πρόσωπο, μέλος με πλήρη δικαιώματα στην κοινωνία των πόλεων. Με αυτή την έννοια, ο μύθος γίνεται πολιτική ιδεολογία και οι μυθικοί τίτλοι της πόλης προκαλούν τον αντίπαλο, τον άλλο γενικά, να υποταχθεί με τη θέλησή του, χρησιμεύουν δηλαδή στον καθορισμό των δυναμικών σχέσεων. [15] Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η αφήγηση του Ηρόδοτου (5.79-80) για τον τρόπο με τον οποίο οι Θηβαίοι συνήψαν συμμαχία με τους Αιγινήτες λόγω της συγγένειας των ιδρυτριών των πόλεών τους: και οι δυο, Θήβη και Αίγινα, ήταν κόρες του Ασωπού.
1. Αισχ., Αγ. 1382-3· Ευμ. 631-5· Ευρ., Ηλ. 157, Ορ. 30-1· Απολλ., 6,23· Λυκόφρων, Αλεξάνδρα 1099 κ.ε.· Υγ., Μύθοι 117· Παυσ. 2.16.6· Πίνδ., Πυθ. ΧΙ, 20· Σενέκας, Αγαμ. 975.
2. Ο μελανόμορφος αμφορέας ανήκει στην κατηγορία των τυρρηνικών του ζωγράφου του Τιμιάδη. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen, 1436 (J 89). Η κύλικα είναι τύπου Σιάνας του ζωγράφου C. Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum, 01.8.6. Για περισσότερες απεικονίσεις βλ. εδώ.
3. Απολλ. Ρ. 2.500 κ.ε. Διόδ. Σ., 4.81.1-2. Πίνδ., Πυθ. ΙΧ.55 κ.ε. Νόννος V.229 κ.ε., 514 κ.ε.
4. Απολλ. Ρ. IV, 616. Πίνδ., Πυθ. ΙΙΙ, 34, Διόδ. Σ., 4.71. Υγ., Μύθοι 161. Ομ. Ύ. XVI. Στρ. 141.40
5. Απολλόδ., 3.10.7 και 3.15.7. Υγίν., Μύθοι, 14, 37, 92, 243. Πλούτ., Θησ. 3.6. Παυσ. 2.33.1 κ.ε. και 5.19.3. Όμ., Ιλ., Γ 144.
6. Βιργ., Γεωργικά 4.317 κ.ε. Οβ., Μεταμορφώσεις 10.8 κ.ε. Ευρ., Άλκ. 357 κ.ε.
7. Σχ. του Ευρ. Ανδρ. 1265 κ.ε. Σχ. του Απολλ. Ρ. 50.19. Απολλόδ. 3.13.5. Οβ., Μεταμορφώσεις ΧΙ, 235 κ.ε. Πίνδ., Νεμ. 3.35 κ.ε. Σχ. του Πινδ., Νεμ. ΙΙΙ.69. Ηρ. 7.191.2.
8. Απολλόδ. 2.4.5.
9. Σοφ., Αντιγ. 781-6, 891.
10.Ευρ., Ιππόλ. 1423-1430· Παυσ. 2.32.1-4. Πρβλ. και την Ιφινόη (Παυσ. 1.43.4) και τις Υπερβόρειες παρθένες (Ηρ. 4.34).
11.Σαπφώ, απ. 140α.
12.Seaford 2003, σ. 433, 598· τ.ί. 1987, 106-130 (όπου και σχετική βιβλιογραφία).
13.Ό.π., σ. 580-1.
14.Ευρ., Ηλ. 171-83.
15.Βλ. Βέιν 1993, σ. 150-153.
[1] Αισχ., Αγ. 1382-3· Ευμ. 631-5· Ευρ., Ηλ. 157, Ορ. 30-1· Απολλ., 6,23· Λυκόφρων, Αλεξάνδρα 1099 κ.ε.· Υγ., Μύθοι 117· Παυσ. 2.16.6· Πίνδ., Πυθ. ΧΙ, 20· Σενέκας, Αγαμ. 975.
[2] Ο μελανόμορφος αμφορέας ανήκει στην κατηγορία των τυρρηνικών του ζωγράφου του Τιμιάδη. Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen, 1436 (J 89). Η κύλικα είναι τύπου Σιάνας του ζωγράφου C. Νέα Υόρκη, Metropolitan Museum, 01.8.6. Για περισσότερες απεικονίσεις βλ. εδώ.
[3] Απολλ. Ρ. 2.500 κ.ε. Διόδ. Σ., 4.81.1-2. Πίνδ., Πυθ. ΙΧ.55 κ.ε. Νόννος V.229 κ.ε., 514 κ.ε.
[4] Απολλ. Ρ. IV, 616. Πίνδ., Πυθ. ΙΙΙ, 34, Διόδ. Σ., 4.71. Υγ., Μύθοι 161. Ομ. Ύ. XVI. Στρ. 141.40
[5] Απολλόδ., 3.10.7 και 3.15.7. Υγίν., Μύθοι, 14, 37, 92, 243. Πλούτ., Θησ. 3.6. Παυσ. 2.33.1 κ.ε. και 5.19.3. Όμ., Ιλ., Γ 144.
[6] Βιργ., Γεωργικά 4.317 κ.ε. Οβ., Μεταμορφώσεις 10.8 κ.ε. Ευρ., Άλκ. 357 κ.ε.
[7] Σχ. του Ευρ. Ανδρ. 1265 κ.ε. Σχ. του Απολλ. Ρ. 50.19. Απολλόδ. 3.13.5. Οβ., Μεταμορφώσεις ΧΙ, 235 κ.ε. Πίνδ., Νεμ. 3.35 κ.ε. Σχ. του Πινδ., Νεμ. ΙΙΙ.69. Ηρ. 7.191.2.
[8] Απολλόδ. 2.4.5.
[9] Σοφ., Αντιγ. 781-6, 891.
[10] Ευρ., Ιππόλ. 1423-1430· Παυσ. 2.32.1-4. Πρβλ. και την Ιφινόη (Παυσ. 1.43.4) και τις Υπερβόρειες παρθένες (Ηρ. 4.34).
[11] Σαπφώ, απ. 140α.
[12] Seaford 2003, σ. 433, 598· τ.ί. 1987, 106-130 (όπου και σχετική βιβλιογραφία).
[13] Ό.π., σ. 580-1.
[14] Ευρ., Ηλ. 171-83.
[15] Βλ. Βέιν 1993, σ. 150-153.
Ο Παυσανίας παραδίδει και μιαν άλλη εκδοχή του μύθου, σύμφωνα με την οποία ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε τη δίδυμη αδελφή του, που πέθανε πρόωρα. Ο νέος βρήκε παρηγοριά στα ήσυχα νερά του Δονακώνα, όπου το είδωλό του του θύμιζε έντονα την αδελφή του. Ο τόπος που αναφέρει ο Παυσανίας ως Δονακών («με καλάμια») τοποθετείται νοτιοδυτικά των Θεσπιών, δίπλα στον χείμαρρο. Επιγραφή ενός αναθήματος που αφιέρωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός στον Θέσπιο Έρωτα σημειώνει τον τόπο ως Ναρκίσσου κήπον ανθόεντα (ως «λουλουδιασμένο κήπο του Νάρκισσου»). (Παυσ. 9.31. Οβ., Μετ. 3.402 κ.ε.. Κόνων, Διηγήσεις ΧΧΙV. Πλίνιος, Φυσική ιστορία ΧΧΙ, 75. Ευστάθιος 266.7-10).
Το θέμα της συνάντησης της νεαρής κοπέλας με τον ώριμο άνδρα απασχόλησε τον ζωγράφο της Ναυσικάς σε ερυθρόμορφο αμφορέα, 450-440 π.Χ. (Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen, 2322), όπως και τον ζωγράφο Αίσονα, 450-435 π.Χ., (Βοστόνη, Μουσείο Καλών Τεχνών, 04.18) σε πώμα ερυθρόμορφης πυξίδας. Στην πρώτη παράσταση, ο Οδυσσέας, με κλαδιά ικεσίας, και κάτω από το προστατευτικό βλέμμα της Αθηνάς, πλησιάζει τις πλύντριες. Η δεύτερη είναι περισσότερο δραματική, τουλάχιστον στη μορφή του Οδυσσέα που, ξεπροβάλλοντας από τους θάμνους, προσπαθεί να κρύψει τη γύμνια του, ενώ ακόμη έχει τυλιγμένο γύρω του το κρήδεμνο της Λευκοθέας (σε αντίθεση με τις πηγές που παραδίδουν ότι έπρεπε να απαλλαχτεί από αυτό μόλις φτάσει στην ακτή, και μάλιστα να το αφήσει στη θάλασσα χωρίς ο ίδιος να γυρίσει να το δει –Οδ., ε 348-369).
Στο ίδιο αυτό σπήλαιο αποσύρθηκε ο Πηλέας στα βαθιά γεράματά του, περιμένοντας τον εγγονό του Νεοπτόλεμο από την Τροία και τη γυναίκα του Θέτιδα που του είχε ζητήσει να την περιμένει εκεί μέχρι να τον πάρει μαζί της στα βάθη της θάλασσας.
Σε γλυπτό σύμπλεγμα ο Δίας ως ταύρος αρπάζει την Ευρώπη. Άγνωστη περιοχή, 5ος αι. π.Χ. (Αθήνα, Μουσείο Κανελλόπουλου 1389). Το ίδιο θέμα παριστάνεται σε ερυθρόμορφο κωδωνόσχημο κρατήρα του ζωγράφου του Βερολίνου, γύρω στο 480 π.Χ., (Ταρκυνία, Museo Nazionale Archeologico, RC 7456), σε λουκανικό αμφορέα του ζωγράφου του Policoro, γύρω στο 400 π.Χ. (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, F 184), σε ψηφιδωτό από τη Βύβλο, τέλος 2ου-αρχές 3ου αι. μ.Χ. (Βηρυττός, Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων).
Το θέμα παριστάνεται και σε ερυθρόμορφη οινοχόη του Ζωγράφου του Πανός από το Vulci. Παριστάνεται ο Βορέας που πιάνει από το χέρι την Ωρείθυια που προσπαθεί να ξεφύγει τρέχοντας, ενώ μπροστά της τρέχει μια άλλη κοπέλα, Πίσω από τον Βορέα κάθεται ένας άνδρας με βαριά φορεσιά, προφανώς ο πατέρας της Ωρείθυιας Ερεχθέας (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, Ε 512). Σύμφωνα με την εκδοχή του Σχολιαστή του Ομήρου, η αρπαγή πραγματοποιείται στην Ακρόπολη των Αθηνών, ενώ η πριγκίπισσα συμμετείχε σε λιτανεία προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς, κρατώντας καλάθι (Οδ. ξ 533). Πάντως, οι Αθηναίοι ανήγειραν στις όχθες του ποταμού ναό προς τιμή του Βορέα ευγνωμονώντας τον, γιατί κατέστρεψε όλες τις τριήρεις του περσικού στολου στο ακρωτήριο Σηπιάς (Ηρ. 7.189· Παυσ. 1.19.5 και 8.27.14).
Ονομάζονται και άλλες περιοχές στις οποίες μπορεί να έγινε η αρπαγή και από τις οποίες πέρασε η Δήμητρα αναζητώντας την κόρη. Μεταξύ άλλων αναφέρονται η πεδιάδα Νύσια, ο Κολωνός, η Ερμιόνη, η Λέρνη, η Πίσα. Αναφέρεται επίσης και η Ελευσίνα, κοντά στον ποταμό Κηφισό, όπου βρίσκεται και το σημαντικότερο ιερό των δύο θεαινών (Παυσ. 1.38.5. Ομ. Ύμ. ΙΙ. Ορφ. Ύμ XVIII, 16. Hσ., Θεογ. 912 κ.ε. Οβ., Μεταμ.V 346 κ.ε. Απολλ. 1.5). Ειδικά για την Ερμιόνη αναφέρεται και ένα ανοιχτό χάσμα στο έδαφος που επικοινωνεί με τον Άδη –Κλύμενος ήταν και ένα από τα επίθετα του Άδη (Παυσ. 2.35.9-10· 2.24.4).
Ο Άδης, θυμωμένος με τη Νύμφη Κυάνη ή Κυανή, επειδή προσπάθησε να αντισταθεί στην αρπαγή της Περσεφόνης, τη μεταμόρφωσε σε τέλμα με χρώμα βαθύ μπλε, όμοιο με τη θάλασσα, κοντά στις Συρακούσες.
Η σχέση της Αφροδίτης με τις ελευσινιακές θεότητες, ιδίως με την κόρη Περσεφόνη, που οφείλεται στη γονιμική και χθόνια φύση και των δύο, μαρτυρείται με πολλούς τρόπους στη λατρεία και αντικατοπτρίζεται στον μύθο. Ενδεικτική είναι η αναφορά στην περίπτωση των ιερών της Αφροδίτης, της Γης Κουροτρόφου και της Δήμητρας Χλόης, που γειτνιάζουν κάτω από τα Προπύλαια της Αθηναϊκής Ακρόπολης (Παυσ. 1.22.1-3) ή των ιερών της Αφροδίτης Ουρανίας κοντά στα ιερά της Γης και της κουροτρόφου Ειλειθυίας στην Ολυμπία (Παυσ. 6.20.6). Εξάλλου, στην Πέλλα «η ύπαρξη μιας γυναικείας θεότητας με συγχωνευμένα χαρακτηριστικά της Αφροδίτης και της Περσεφόνης αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό πήλινων ημίγυμνων γυναικείων μορφών που βρίσκονται στους τάφους, σε σπίτια και σε ιερά» (Μ. Ακαμάτη, Οδηγός Έκθεσης «Πέλλα. Πρωτεύουσα των αρχαίων Μακεδόνων», 1987, σ. 23). Για τον χθόνιο χαρακτήρα της Αφροδίτης και τον συμφυρμό της με την Περσεφόνη β. Ν. Παπαχατζής, Η θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1987, 136 κ.ε. A. Deliborrias, “Doppeldeutigkeiten und Missdeutungen”, ΚΟΤΙΝΟΣ. Festschrift für E. Simon (1992) 184 κ.ε. Όσο για τον αντικατοπτρισμό της σχέσης των δύο θεαινών πρβλ. τον μύθο του Άδωνη (λ. «Άδωνις», LIMC I (1981) 223, όπου και σχετική βιβλιογραφία).
Ένα ακόμη παράδειγμα που δείχνει ότι το μυθικό παρελθόν ήταν σύγχρονο σε σημασία είναι η περίπτωση του ναού της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα των δύο πρώτων δεκαετιών του 5ου π.Χ. αι. Στον ναό είναι γνωστές δύο σειρές γλυπτών. Τα πρώτα γλυπτά, που μάλλον έδειχναν την απαγωγή της νύμφης Αίγινας και μια Αμαζονομαχία, πολύ γρήγορα, και σε μια εποχή που οι σχέσεις ανάμεσα στην Αίγινα και την Αθήνα εντάθηκαν, μέχρι και πολεμική σύγκρουση, αντικαταστάθηκαν από άλλα με διαφορετική θεματική: δύο διαδοχικές λεηλασίες της Τροίας, η πρώτη από τον Ηρακλή και τον Τελαμώνα και η δεύτερη από τον στρατό του Αγαμέμνονα στον οποίο συμμετείχε ο γιος του Τελαμώνα Αίας. Ο Τελαμώνας και ο Αίας ήταν απόγονοι του Αιακού, γιου του Δία και της Αίγινας, τους οποίους διεκδικούσαν τόσο οι Αιγινήτες όσο και οι Αθηναίοι. Ποιοι δικαιούνταν να είναι απόγονοι τέτοιων προγόνων ήταν θέμα πολιτικής σημασίας, και επομένως, και δεδομένων των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πόλεις, η αντικατάσταση των πρώτων, ανώδυνων γλυπτών από γλυπτά με τέτοιο περιεχόμενο μοιάζει απίθανο να μην ήταν πολιτική επιλογή.