Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΜΟΙΡΑ / ΜΟΙΡΕΣ





1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 35

 

Και δώσετε οι χαριτωμένες νιες
άξιο να βρίσκουν στη ζωή τους ταίρι,
ω σεις, Μοίρες μητραδερφές,
που των ανθρώπων κρέμεται
η τύχη απ᾽ το δικό σας χέρι,
που όλο σωστά μοιραίνετε
κι από κανένα σπίτι ξένες
κάθε καιρό της δίκαιης παρουσίας σας
το βάρος κάνετε να νιώθουν, ω Θεές
μες σ’ όλους πολυοτιμημένες
.
(Αισχ., Ευμ. 959-967, μετ. Ι.Ν. Γρυπάρης)

Η έννοια

Η Μοίρα και οι Μοίρες, στον ενικό και πληθυντικό αριθμό, άλλοτε έννοια περισσότερο αφηρημένη, άλλοτε θεότητες προσωποποιημένες με κατανεμημένες αρμοδιότητες, άλλοτε υπέρ πάντων όλων, θνητών και θεών, άλλοτε πάλι με κάποιους θεούς να παρεμβαίνουν ή να αναστέλλουν το έργο τους, με σχέσεις ισότιμης διακυβέρνησης με τον Δία ή με τον Δία να τις εξουσιάζει.

Αίσα, Μόρος, Μοίρα και Μοίρες είναι έννοιες παραπλήσιες, με σχέσεις συγγένειας με τις Ερινύες, τις Κήρες, την Ειλείθυια, την Τύχη, το Πεπρωμένο, την Ανάγκη, την Ειμαρμένη.

Η Αίσα είναι ἡ θεότης ἡ διανέμουσα ἑκάστῳ τὸ προωρισμένον αὐτῷ (LSJ) (Ιλ. Y 127, Οδ. η 197). Αλλά και η λέξη μοίρα προέρχεται από το ρήμα μείρομαι =μοιράζω και σημαίνει το μέρος σε αντίθεση προς το όλον. Επομένως, μπορεί να σημαίνει το μερίδιο που αναλογεί σε κάποιον κατά τη διανομή της λείας (Ιλ., Ι 318), του κρέατος, του χώρου και του κόσμου (η περιοχή δικαιοδοσίας του Ποσειδώνα ήταν η θάλασσα, του Άδη ο κάτω κόσμος, του Δία ο ουρανός). Μπορεί πάλι να είναι το μερίδιο των θνητών στη ζωή, για άλλους περισσότερη (π.χ. Νέστορας), για άλλους λιγότερη (π.χ. Αχιλλέας), είναι επομένως συνώνυμη της λέξης μόρος = θάνατος, αναπόφευκτη κατάληξη για τους ανθρώπους (πρβλ. Ιλ., Δ 517, Σ 119). Ως κύριο όνομα η Μοίρα είναι η θεά του πεπρωμένου, της τύχης που περιμένει τους ανθρώπους, διανέμουσα εις έκαστον το ανήκον μέρος καλού και κακού (LSJ), τη μερίδα ζωής, ευτυχίας, δυστυχίας κτλ. Έτσι, η Αίσα κλώθει το νήμα της ζωής του Αχιλλέα αμέσως μετά τη γέννησή του (πείσεται ἅσσά οἱ αἶσα / γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ ὅτε μιν τέκε μήτηρ – θα πάθει, ό,τ' η μοίρα / του έγνεσε, όταν εις το φως τον έβγαλε η μητέρα Υ 127-128), η Μοῖρα κραταιὴ του Έκτορα (Ω 208-211δεσμός), οι Κλώθες και η Αίσα του Οδυσσέα (ἔνθα δ' ἔπειτα / πείσεται, ἅσσα οἱ αἶσα κατὰ Κλῶθές τε βαρεῖαι / γεινομένῳ νήσαντο λίνῳ, ὅτε μιν τέκε μήτηρ - Κι εκεί πια [στην Ιθάκη] θα 'βρει στα στερνά, όσα η βαριά του μοίρα / του 'γραψε, αφότου η μάνα του τον έφερε στον κόσμο, η 197-198).

Μία, δύο ή τρεις;

Στον Όμηρο η λέξη βρίσκεται στον ενικό αριθμό, εκτός από μία περίπτωση στην Ιλιάδα, όταν ο ποιητής σημειώνει ότι οι μοίρες / ψυχήν υπομονητικήν εδώκαν των ανθρώπων (Ω 49). Ωστόσο, επειδή είναι θεότητες που καθορίζουν τη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή την αρχή και το τέλος και νοούνται θεές της γέννησης και του θανάτου, είναι επομένως δύο (Παυσ. 10.24.4 - ἀγάλματα Μοιρῶν δύο· Πλούτ., Περὶ τοῦ Εἰ τοῦ ἐν Δελφοῖς 2 -τὸ δύο Μοίρας ἱδρῦσθαι πανταχοῦ τριῶν νομιζομένων). Ο Ησίοδος πρώτος αναφέρει ότι ήταν τρεις και δίνει τα ονόματά τους: Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος. Ωστόσο, αντιφατικές είναι οι πληροφορίες που δίνει για την καταγωγή τους. Αρχικά τις αναφέρει ως κόρες της Νύχτας, αδελφές φοβερών θεοτήτων (Ησ., Θεογ. 211-225 δεσμός). Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, οι τρεις κλώστρες, που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό, ανήκουν στην πρώτη θεϊκή γενιά, τη γενιά των πρώτων δυνάμεων του κόσμου. Αρκετούς στίχους πιο κάτω ο Ησίοδος τις αναφέρει ως κόρες του Δία και της Θέμιδας (ό.π., στ. 901-906 δεσμός· πρβλ. Απολλόδ. 1.3). Γι’ αυτό προφανώς ο Δίας φέρει και το επίθετο μοιραγέτης, αυτός που οδηγεί τη μοίρα, το πεπρωμένο (Παυσ. 5.15.5, 8.37.1, 10.24.4). Εξάλλου, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι Μοίρες παίρνουν μέρος στη μάχη των θεών εναντίον των Γιγάντων χρησιμοποιώντας ένα ρόπαλο από απλή μάζα χαλκού (Απολλόδ. 1.38).

Ο Πίνδαρος δεν τις θεωρεί κόρες της Θέμιδας, λέει όμως ότι τη φέρνουν με το χρυσό άρμα τους και μέσα από ένα αστραφτερό μονοπάτι από τις πηγές του Ωκεανού στον Όλυμπο (απ. 30)· αντίστοιχα, ο χορός στους Όρνιθες του Αριστοφάνη θέλει τις Μοίρες να τραγουδούν στον γάμο του Δίας και της Ήρας: Με όμοιο νυφικό τραγούδι / κάποτε ένωσαν οι Μοίρες / με την Ήρα την ολύμπια / τον τρανό του Ολύμπου αφέντη, / που τετράψηλο έχει θρόνο (στ. 1731-1735, μετ. Θρ. Σταύρου). Άλλες εκδοχές θέλουν τις Μοίρες κόρες του Χάους ή του Ερέβους και της Νύχτας (Κικ., De Aat. Deor. iii. 17), του Κρόνου και της Νύχτας (Τζέτζ, εις Λυκ. 406), της Γης και του Ωκεανού (Αθηναγ. 15· Λυκόφ. 144), (Plat. De Re Publ. p. 617, d.) ή της Ανάγκης (Πλ. Πολιτ. 617d). Οι τραγικοί μεταχειρίζονται άλλοτε τον ενικό (Αισχ., Αγαμ. 130, Χοηφ. 910 κ.α.) και άλλοτε τον πληθυντικό αριθμό (Αισχ., Πέρ. 516, 895, Χοηφ. 306 κ.α.).

Οι αδελφές Άτροπος, Κλωθώ, Λάχεση κανόνιζαν τη διάρκεια της ζωής κάθε θνητού και το μερίδιό του στην ευτυχία και τη δυστυχία με τη βοήθεια μιας κλωστής που η μία έκλωθε, η άλλη τύλιγε και η τρίτη έκοβε όταν η ζωή που αντιστοιχούσε στην κλωστή έφτανε στο τέλος της. Η Κλωθώ έκλωθε το πεπρωμένο των ανθρώπων, η Λάχεση κλήρωνε τα αγαθά και τα κακά που ακολουθούσαν τους θνητούς από την ώρα της γέννησής τους και ως το θάνατό τους, η Άτροπος, η πιο μεγάλη σε ηλικία, ήταν η προσωποποίηση του αμετακλήτου της ανθρώπινης μοίρας. Μοιραία, λοιπόν, οι Μοίρες ήταν συνδεδεμένες με τον θάνατο (μοιραίος θάνατος).

Αν και θεότητες που ορίζουν την προσωπική ζωή του καθενός, ωστόσο η ζωή του καθενός επηρεάζει τον οίκο του, οπότε και αποκτούν σημασία κοινωνική και πολιτική. Για παράδειγμα, ό,τι όρισε η μοίρα για τον Οιδίποδα επηρέασε τη μοίρα των παιδιών και του οίκου του γενικά αλλά και την πορεία της Θήβας (Πίνδ., Ο. 2.35-40· Π. 4.146-148 δεσμός).

Ενίοτε λείπει κάποια ή κάποιες από τις τρεις –Αίσα, Κλωθώ, Λάχεσις (απ. αδέσποτο 1018P), Μοιρών Λαχέσεων αναγράφεται σε επιγραφή του 3ου αι. π.Χ.

Μοίρα/ες, Ειλείθυια/ες, Ερινύα/ες, Κήρα/ες, Τύχη

Κάποτε οι Μοίρες, ως τρεις κλώστρες αδελφές, τείνουν να σχηματίσουν μία ομάδα μαζί με την Ειλείθυια / τις Ειλείθυιες που και αυτή/ές όπως και εκείνες είναι θεότητα/ες της γέννησης - Κόρη της δέσποινας Ήρας, Ειλείθυια, / που με τις Μοίρες μαζί τις βαθύβουλες / στων παιδιών παραστέκεις τις γέννες (Πίνδ., Ν. 7.1-3). Οι Μοίρες ορίζουν την ώρα για να γεννηθεί ο ταυροκέρατος θεός από τον μηρό του Δία (Ευρ., Βάκχες 94-104 δεσμός), η Λάχεση ξεγεννά τη μητέρα του Ασκληπιού, οι Μοίρες και η Ειλείθυια τη μητέρα του Ίαμου, την Ευάνδη (Και ο Χρυσομάλλης / έστειλε να της παρασταθούνε τη γαληνεύτρα Ειλείθυια και τις Μοίρες, Πίνδ., Ο. 6.42).

Συνεργάζονται και με τις Ερινύες. Ο Αγαμέμνονας, απολογούμενος για τη συμπεριφορά του προς τον Αχιλλέα, δηλώνει: Πολλές φορές οι Αχαιοί μ' ονείδισαν για τούτο, /αλλ' αίτιος δεν είμ' εγώ· αλλά είναι ο Ζευς κι η Μοίρα /και η νυκτοπλάνητη Ερινύς, που την αγρίαν Άτην / τότε μέσα στη σύνοδον εβάλαν εις τον νουν μου, / και του Αχιλλέως πήρα εγώ ο ίδιος το βραβείον (Ιλ. 85-89, μετ. Ι.Ν. Γρυπάρης). O Επιμενίδης τις αναφέρει μαζί: Μοῖραι τ' ἀθάνατοι καὶ Ἐρινύες αἰολόδωροι (απ. 19 DK). Η ίδια σύνδεση υπάρχει και στον Προμηθέα Δεσμώτη -Μοίρες οι τρεις κι οι Ερινύες που δε ξεχνούνε (Αισχ., Πρ. Δ. 507-519 δεσμός). Για τις αδελφές τους από την ίδια μητέρα, ματοκασίγνηται (Αισχ., Ευμ. 961), τις Ερινύες, οι Μοίρες όρισαν να κυνηγούν όσους χύσουν αίμα, με μια έννοια συνδέονται με τη δικαιοσύνη και την κοινωνική τάξη, όμως με βάση ένα εθιμικό δίκαιο, το οποίο πλέον οι θεσμοθετημένοι νόμοι τείνουν να υποκαταστήσουν και να καταργήσουν (Αισχ., Ευμ. 321-346 δεσμός). Οργανώνουν, ακόμη, την τιμωρία των ενόχων, όπως στην περίπτωση της Κλυταιμνήστρας που ετοιμάζουν το ξίφος της εκδίκησης εναντίον της (Αισχ. Χοηφ. 644-651 δεσμός).

Ενίοτε οι Μοίρες τείνουν να μοιάσουν στην Κήρα και τις Κήρες (Ησ., Ασπ. Ηρ. 248-263 δεσμός). Συχνά μνημονεύονται και μαζί με την Τύχη που ενσαρκώνει παραπλήσια έννοια: ὦ πότνια μοῖρα καὶ τύχη δαίμων τ᾽ ἐμός - Ω μοίρα, ω τύχη, ω μαύρο ριζικό μου! (Ευρ., Ιφ. εν Α., 1136, μετ. Θρ. Σταύρου· πρβλ. Πίνδ. απ. 4).

Το αναπότρεπτο (;) για τους θεούς

Είτε ως αρχέγονα δημιουργήματα είτε υποταγμένες στον Δία ως κόρες του, οι Μοίρες παίρνουν αποφάσεις που ενέχουν ισχύ αναπότρεπτου, απαραβίαστου νόμου, από θνητούς και θεούς, και τον ίδιο τον πατέρα Δία, ο οποίος δεν μπορεί να παρέμβει για να βοηθήσει, για παράδειγμα, κάποιον ξεχωριστό ήρωα στο πεδίο της μάχης, όταν η ώρα του έχει φτάσει. (Τα διάφορα επίθετα που οι ποιητές αποδίδουν στις Μοίρες αναφέρονται γενικά στη σοβαρότητα, την ακαμψία και την αυστηρότητά τους). Έτσι, όταν ο Σαρπηδόνας βγήκε να πολεμήσει με τον Πάτροκλο και ο πατέρας του Δίας, ξέροντας ποια μοίρα τον περίμενε, θέλησε να τον απομακρύνει από το πεδίο της μάχης, τον απέτρεψε η Ήρα με το επιχείρημα ότι το παράδειγμά του, δηλαδή της παρέμβασης στο αναπότρεπτο, θα επιθυμούσαν στη συνέχεια και άλλοι θεοί να το ακολουθήσουν, για να σώσουν τα δικά τους παιδιά από τη λαίλαπα της μάχης (Όμ., Ιλ. Π 431-461 δεσμός). Ακριβοδίκαιος δείχνεται και στην ψυχοστασία Μέμνονα και Αχιλλέα, όταν οι δυο αντίπαλοι μπήκαν στο πεδίο της μάχης για να μονομαχήσουν. Τότε ήταν που οι δυο αθάνατες μανάδες, η Ηώ και η Θέτιδα, έσπευσαν στον Δία ανήσυχες για τη μοίρα των γιων τους. Και αυτός ζυγίζοντας τις μοίρες των δυο ηρώων, είδε ότι η ζυγαριά έγειρε προς την πλευρά του Μέμνονα - Κ’ η Έριδα της μάχης / της οδυνηρής κρατούσε την πλάστιγγα, που τώρα / δεν ισοζυγούσε· ο θείος Αχιλλέας χτύπησε / το Μέμνονα στου στήθους του τη βάση και το μαύρο / ξίφος εβγήκεν αντικρύ. (Κόιντος Σμυρναίος, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 517-555) Αντίστοιχη, είναι η στάση του στην ψυχοστασία Αχιλλέα και Έκτορα, την οποία τελεί ο ίδιος: Αλλ' όταν τέταρτην φοράν εις τες πηγές εφθάσαν [οι δύο μονομάχοι] / τότ' έστησε τ' ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας / και δύο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου, / μοίραν (δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο)εδώ του Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως. / Το σήκωσε και έγειρε του Έκτορος η μοίρα (αἴσιμον ἦμαρ) / ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος (Ιλ., Χ 208-213).

Ο Δίας δεν υπερβαίνει τα προορισμένα από τις μοίρες ούτε στην περίπτωση του υπεράκριβού του γιου Ηρακλή:

οὐδὲ γὰρ οὐδὲ βίη Ἡρακλῆος φύγε κῆρα,
ὅς περ φίλτατος ἔσκε Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι·
ἀλλά ἑ μοῖρα δάμασσε καὶ ἀργαλέος χόλος Ἥρης.

Ότι ουδ’ ο μέγας Ηρακλής εξέφυγε την μοίραν,
Που ήταν υπεράκριβος υιός του υψίστου Δία·
Αλλά της Ήρας η οργή τον δάμασε και η μοίρα.
(Ιλ., Σ 117-119, μετ. Ι.Ν. Πολυλάς)

Απαραβίαστη φαίνεται η εντολή των Μοιρών και στην περίπτωση του κλέφτη Κελεού δεσμός, όταν αυτός, μαζί με άλλους δύο, προσπάθησε να κλέψει μέλι από τη σπηλιά στην Ίδη της Κρήτης, όπου η Ρέα είχε γεννήσει τον Δία που είχε τραφεί με το μέλι των μελισσών της σπηλιάς. Ως εκ τούτου ο χώρος ήταν ιερός και απαγορευμένος σε θνητούς και θεούς. Για να τιμωρήσει τους επίδοξους κλέφτες, ο Δίας έριξε με δυνατό κρότο κεραυνό που θα τους κατακεραύνωνε, αν οι Μοίρες και η Θέτιδα δεν του θύμιζαν την ιερότητα του χώρου που έπρεπε να μείνει αμόλυντος από κάθε μίασμα.

Ωστόσο, δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου θεοί και θεές παρεμβαίνουν αλλάζοντας τις αποφάσεις των Μοιρών ή καθίστανται όργανα στη βούλησή τους. Έτσι, με εντολή της Ήρας οι Μοίρες παρεμβαίνουν και αναστέλλουν τη φυσική ροή των πραγμάτων στη γέννηση του Ηρακλή δεσμός, επισπεύδοντας τη γέννηση του γιου της Νικίππης Ευρυσθέα και καθυστερώντας στην ετοιμόγεννη Αλκμήνη την έλευση του Ηρακλή. Ο Απόλλωνας καταφέρνει και παίρνει αναβολή τριών χρόνων από τη Μοίρες για την άλωση των Σάρδεων υπέρ του Κροίσου (Ηρόδοτος, 1.91 δεσμός). Ο ίδιος πάλι ξεγελά τις Μοίρες στην περίπτωση του θανάτου του Άδμητου και δέχονται στη θέση του τη γυναίκα του Άλκηστη. Δικαιολογεί την παρέμβασή του λέγοντας πως η παρέμβασή του είναι το αντίδωρό του σε άνθρωπο ευσεβή και ευεργέτη του που βρίσκεται σε ανάγκη (Αισχ., Ευμ. 711-733, Ευρ., Άλκηστη 1-27 δεσμός).

Ποιος τελικά προΐσταται; Οι θεοί ή οι Μοίρες; Ο Δίας ή εκείνες; Το άλογο του Αχιλλέα, ο Ξάνθος φανερώνει στον ήρωα ότι τη σύντομη ζωή του την όρισαν από κοινού ο Δίας και η μοίρα:

Για τώρα θα σε σώσομεν, ανδράγαθε Αχιλλέα,
αλλ' είναι η ώρα σου κοντά, δεν πταίμ' εμείς αλλ' είναι
μέγας θεός ο αίτιος κι η ανίκητ' είναι η μοίρα·
(Τ 407-409, μετ. Ι.Ν. Πολυλάς)

Αλλού όμως είναι μόνο ο Δίας που ορίζει τη μοίρα. Την 25η μέρα της Ιλιάδας ο Δίας βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Στα χρυσά ντυμένος, ανεβαίνει στο αμάξι του και κατευθύνεται στην Ίδη, για να παρακολουθήσει από εκεί ψηλά την πορεία της μάχης, που στην αρχή μοιάζει αμφίρροπη. Κατά το μεσημέρι ο Δίας βάζει τις μοίρες θανάτου των δύο αντιπάλων σε ζυγαριά - δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο- και η κακή τύχη γέρνει προς το μέρος των Αχαιών -κῆρες· αναπότρεπτα, λοιπόν, αυτή θα είναι μοιραία μέρα (αἴσιμον ἦμαρ) γι' αυτούς. Πράγματι, η κατάσταση αλλάζει αμέσως υπέρ των Τρώων και οι Αχαιοί υποχωρούν (Θ 68-73 δεσμός). Το ίδιο κάνει και όταν είναι να δει προς τα πού γέρνει.

Παραμένει ένα ερώτημα: γιατί, ενώ παρεμβαίνουν άλλοι θεοί, ο Δίας, παρά τη δυνατότητα που έχει, τηρεί τα όρια και «υποτάσσεται»; Πρόκειται για «υποταγή» ηθελημένη μέσα από την οποία ο υπέρτατος θεός καταδεικνύει την καθολική ισχύ της μοίρας και ότι η οποιαδήποτε παρέμβαση διασαλεύει την ίδια την τάξη του κόσμου. Αν, λοιπόν, ο Δίας τηρεί τα όρια, το ίδιο, και πολύ περισσότερο, οφείλει κάθε άρχοντας να κάνει στα πλαίσια της ανθρώπινης δικαιοδοσίας του.

Το αναπότρεπτο για τους ανθρώπους

Η φράση κατά μοίραν σημαίνει «όπως πρέπει», αυτό που είναι κατά το δίκαιο και προσήκον, το ορθό και νόμιμο, αυτό που δεν υπερβαίνεται είτε από τους ίδιους τους θεούς, είτε, πολύ περισσότερο, από τους ανθρώπους (Ιλ. Α 286, Π 367, Τ 186 κτλ.). Ωστόσο, σε κάποιους μύθους δίνεται η προσπάθεια του ανθρώπου να αποτρέψει το αναπότρεπτο στις αποφάσεις των Μοιρών και το αδύνατο του εγχειρήματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μελέαγρου και της προσπάθειας που κατέβαλε η μητέρα του Αλθαία να μην πραγματοποιηθεί η ρήση της Ατρόπου, ότι το παιδί θα πέθαινε όταν το κούτσουρο που έκαιε πάνω στην εστία θα καιγόταν εντελώς. Έντρομη η μητέρα του τράβηξε τον μισοκαμένο δαυλό από την πυρά και τον έκρυψε σε λάρνακα. Είναι όμως η ίδια η μητέρα που τον έβαλε ξανά στη φωτιά να καεί εντελώς, θλιμμένη και οργισμένη για τον θάνατο των αδελφών της από τον γιο της (Βακχυλ, απ. 5· Απολλόδ. 1.8· Διόδ. Σ. 4.34.6· Παυσ. 10.31.2· Αντων. Λ., Μεταμ. 2· Οβ., Μετ. 8.449· Υγίνος 171 και 174).

Αναπόφευκτα προκύπτει το ερώτημα αν οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι ή υποταγμένοι σε όσα είναι προ-ορισμένα. Στην περίπτωση του Αχιλλέα, παιδιού μιας θεάς, της Θέτιδας, η διπλή μοίρα που του ορίστηκε επιτρέπει μια κάποια ελευθερία.

Η διπλή μοίρα του Αχιλλέα και η ελευθερία της απόφασης

Ο Αχιλλέας γνωρίζει από τη θεά μητέρα του Θέτιδα τη διπλή του μοίρα: η μία έλεγε ότι, αν μείνει στο Ίλιο, θα πεθάνει νέος και δοξασμένος, η άλλη ότι έχει τη δυνατότητα να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του και να μακροημερεύσει, όχι όμως δοξασμένος:

Και ως λέγ' η Θέτις η θεά μητέρα μου, δυο μοίρες
εμέ φέρουν διάφορες στο τέλος του θανάτου.
Αν μείνω εδώ να πολεμώ την πόλιν του Πριάμου
η επιστροφή μου εχάθηκεν, αλλ' άφθαρτη θα μείνει
η δόξα μου· στην ποθητήν πατρίδα μου αν γυρίσω,
μου εχάθ' η δόξα, αλλ' έπειτα πολλές θα ζήσω ημέρες,
και δεν θα μ' έβρει γρήγορα το τέλος του θανάτου.
(Όμ., Ιλ. Ι 140-146, μετ. Ι. Πολυλάς)

Από τη στιγμή που ο Αχιλλέας παίρνει την απόφαση να παραμείνει στη μάχη, για να εκδικηθεί και τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου, εκείνος εμφανίστηκε στον ύπνο του και του θύμισε τη μοίρα που τον περιμένει, δηλαδή ότι θα πεθάνει και εκείνος μπροστά στα τείχη της Τροίας (Όμ., Ιλ. Ψ 65-92 δεσμός). Την ίδια προειδοποίηση έκανε στον Αχιλλέα η μητέρα του Θέτιδα, όταν ο Αχιλλέας μπήκε στη μάχη, για να διεκδικήσει το νεκρό σώμα του αγαπημένου του φίλου Αντίλοχου, γιου του Νέστορα, ότι, αν σκοτώσει τον Μέμνονα, αμέσως μετά θα ερχόταν η δική του σειρά. Παρά τις προειδοποιήσεις για τον επικείμενο θάνατό του, ο Αχιλλέας έκανε την επιλογή του.

Λατρεία

Η λατρεία των Μοιρών ήταν αρκετά διαδεδομένη και βωμοί τους υπήρχαν σε πολλά μέρη όπως πολλές ήταν και οι πλαστικές παραστάσεις που τις απεικόνισαν άλλοτε μαζί με τις Ώρες και άλλοτε κοντά στο Δία Μοιραγέτη ή στον Απόλλωνα Μοιραγέτη. Τη θέση της λατρείας των Μοιρών πήραν στη Ρώμη οι Πάρκες ως θεότητες του πεπρωμένου.[1]

Στην Ακρόπολη της Κορίνθου υπήρχε ναός των Μοιρών και της Δήμητρας και της Κόρης, τα αγάλματα των οποίων δεν ήταν σε κοινή θέα. (Παυσ. 2.4.7). Στη Θήβα πάλι υπήρχε ιερό αφιερωμένο σε αυτές χωρίς όμως να απεικονίζονται (Παυσ., 9. 5.4). Στον βωμό των Μοιρών στη Σικυώνα, μέσα στο άλσος των Ευμενίδων, κάθε έτος προσφέρονταν σε αυτές πρόβατα, μέλι, νερό, λουλούδια (Παυσ. 2.11.4). Ιερό τους υπήρχε και στη Σπάρτη κοντά στον τάφο του Ορέστη (Παυσ., 3.11.10), ενώ σε βωμό στην Ολυμπία υπήρχε βωμός με επιγραφή αφιερωμένη στον Μοιραγέτη και παραδίπλα επιμήκης βωμός στις Μοίρες. (Παυσ., 5.15.5). Από την πόλη Ακακήσιον της Αρκαδίας σε απόσταση τεσσάρων σταδίων, στο ιερό της Δέσποινας, σε στοά στον περίβολο και πάνω σε μάρμαρο λευκό απεικονίζονταν οι Μοίρες και ο Δίας Μοιραγέτης (Παυσ., 8.37.1). Στην Κόρινθο υπήρχε ναός των Μοιρών δίπλα στον ναό της Δήμητρας και της κόρης, ενώ στις Αμύκλες οι Μοίρες εικονίζονταν στον βωμό του βλαστητικού θεού Υάκινθου δεσμός μαζί με τη Δήμητρα, την Κόρη, τον Πλούτωνα, τις Ώρες (Παυσ. 2.4.5 και 3.19.4). Στους Δελφούς, στον ναό του Απόλλωνα, απεικονίζονταν μόνο δύο Μοίρες και δίπλα τους αγάλματα του Δία Μοιραγέτη και του Απόλλωνα Μοιραγέτη (Παυσ., 10. 24. 4). Στο ιερό που ίδρυσε η Μήδεια προς τιμή του Απόλλωνα στο νησί των Φαιάκων γίνονται προσφορές κάθε δεύτερο χρόνο στις Μοίρες και τις Νύμφες (Απολλ. Ρ., Αργον. 4. 1216 κ.ε).

Συμπεράσματα (;)

Ως κόρες της Νύχτας είναι δυνάμεις ακαταλόγιστες, αυθαίρετες, κακοποιές. Ως κόρες του Δία είναι όργανα θεϊκής τάξης, καλοπροαίρετες, φωτεινές. Ήδη από τη διπλή εκδοχή της γέννησής τους και λόγω των αδελφών τους φανερώνεται ο αμφίσημος ρόλος τους. Άλλοτε συνδέονται με τον γάμο -ανδροτυχείς βιότους φέρνουν οι Μοίρες στις κοπέλες (Αισχ., Ευμ. 957)- και τη γέννηση, άλλοτε είναι σε στενή σχέση με χθόνιες δυνάμεις, την τιμωρία και τον θάνατο, κάτι που αντανακλάται και στη λατρεία τους. Οι Μοίρες έχουν και μια «μαλακή» πλευρά: χαρίζουν υπομονή στους ανθρώπους, για να υπομένουν τα δεινά και τον αλύγιστο νόμο που επιβάλλουν, γι’ αυτό και ο Απόλλωνας επιπλήττει τον Αχιλλέα που κρατά άπαυτη την οργή του για τον θάνατο του Πατρόκλου: Χάνει αδελφός τον αδελφόν, πατέρας το παιδί του· / τι μεγαλύτερος καημός; Και όμως αφού τον κλάψουν / παύουν από τα δάκρυα στο τέλος, ότ' οι μοίρες / ψυχήν υπομονητικήν εδώκαν των ανθρώπων· (Όμ., Ιλ. Ω 46-49, μετ. Ι. Πολυλάς). Οι ίδιες προσπαθούν να μαλακώσουν τον πόνο των θεών από την απώλεια αγαπημένων του προσώπων. Για παράδειγμα, για να απαλύνουν τη θλίψη του Διόνυσου για τον θάνατο του αγαπημένου του Άμπελου δεσμός, μεταμόρφωσαν το αγόρι στο ομώνυμο φυτό. Επίσης, μαζί με άλλους θεούς μεταφέρουν στον ουρανό τον αγαπημένο του Απόλλωνα Υάκινθο και την Πολύβοια που θεωρούνταν αδελφή του –αυτό απεικονίζεται σε βωμό του Απόλλωνα στις Αμύκλες (Παυσ. 3.19.4).

Πρόκειται τελικά για δυνάμεις που καταδεικνύουν την αναγκαιότητα της τήρησης των νόμων και των ορίων τόσο σε κοσμικό επίπεδο όσο και σε προσωπικό και κοινωνικό/πολιτικό.

Η φιλοσοφική διάσταση των Μοιρών στο έργο του Πλάτωνα

Στον διάλογο Φαίδων (107d) o Πλάτων επαναδιατυπώνει την παλαιά αντίληψη ότι στον καθένα λαχαίνει ένας δαίμονας που τον συντροφεύει ως το τέλος της ζωής του. Αν είναι καλός, κάνει τον άνθρωπο ευδαίμονα, αλλιώς τον κάνει δυσδαίμονα, κακοδαίμονα. Στην Πολιτεία, συγκεκριμένα στον εσχατολογικό μύθο του Ηρός, ξανασυναντούμε την τριάδα των Μοιρών, αυτή τη φορά ως θυγατέρων της θεάς Ανάγκης. Στον μύθο περιγράφεται το μεταθανάτιο ταξίδι του Ηρός, ενός στρατιώτη που πέθανε στη μάχη και επανήλθε στη ζωή πάνω στη νεκρική πυρά της μετενσάρκωσης, των ουράνιων σφαιρών του αστρικού σύμπαντος. Ο Ηρ αντικρίζει τις πύλες του ουρανού και της γης μέσα από τις οποίες ταξιδεύουν οι ψυχές ανάλογα με το αν, κατά τη διάρκεια της ζωής πάνω στη γη, οι άνθρωποι υπήρξαν δίκαιοι ή άδικοι. Κεντρικό σύμβολο αποτελεί το Αδράχτι της Ανάγκης, που σχημάτιζε οκτώ κύκλους, πάνω σε καθέναν από τους οποίους βρισκόταν μια Σειρήνα που τραγουδούσε μια νότα: όλες μαζί σχημάτιζαν μια αρμονία, τη μουσική των ουράνιων σφαιρών. Εκεί βρίσκονταν και οι τρεις Μοίρες, στις οποίες έπρεπε να πάνε οι ψυχές για να επιλέξουν το είδος της ζωής που ήθελαν να ζήσουν στην επόμενη ενσάρκωσή τους. Οι Μοίρες κάθονταν σε θρόνους, φορούσαν χιτώνες λευκούς και στεφάνι στο κεφάλι, και συνόδευαν με τη φωνή τους την αρμονία που βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες. Η Λάχεση εμφανίζεται να κρατά εδώ ένα ειδικό λειτούργημα φέροντας στα «γόνατά της τις μοίρες και τα είδη ζωής», κατά την διάρκεια τελετής όπου οι ψυχές των νεκρών που πρόκειται να επιστρέψουν στη γη, καλούνται να διαλέξουν ανάμεσά τους, το πεπρωμένο τους για την μελλοντική τους μετενσάρκωση:

Επάνω από κάθε κύκλο στεκόταν από μία Σειρήνα που περιστρεφόταν και αυτή μαζί, βγάζοντας μια φωνή με τον ίδιο τόνο πάντοτε κανονισμένη, έτσι ώστε από τις οκτώ σχηματιζόταν μία και αρμονική συμφωνία. Γύρω από το αδράχτι και σε ίσες αποστάσεις κάθονταν απάνω σε θρόνο οι τρεις Μοίρες, θυγατέρες της Ανάγκης, η Λάχεση, η Κλωθώ και η Άτροπος, με λεύκες ενδυμασίες και στέμματα στο κεφάλι· συνόδευαν με το άσμα τους την αρμονία των Σειρήνων ψάλλοντας η Λάχεση τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μέλλοντα. Η Κλωθώ αγγίζοντας κατά διαλείμματα με το δεξί της χέρι βοηθούσε στην εξωτερική περιστροφή του αδραχτιού, η Άτροπος με το αριστερό της χέρι βοηθούσε πάλι στις εσωτερικές περιστροφές· και η Λάχεση πιάνοντας πότε με το δεξί και πότε με το αριστερό της χέρι βοηθούσε και στα δύο είδη των περιστροφών. Μόλις έφτασαν εκεί, έπρεπε να παρουσιαστούν αμέσως στη Λάχεση. (Πλ., Πολιτεία 617b) [2]

 

 




[1] Αρχικά στη ρωμαϊκή θρησκεία οι Πάρκες φαίνεται πως ήταν δαίμονες της γέννησης. Ο αρχέγονος όμως αυτός χαρακτήρας από πολύ νωρίς παραμερίστηκε και γρήγορα ταυτίστηκαν με τις ελληνικές Μοίρες των οποίων σταδιακά πήραν όλες τις ιδιότητες. Τις παρουσιάζουν ως τρεις αδελφές κλώστρες που η μία εποπτεύει τη γέννηση, η άλλη τον γάμο, η τρίτη το θάνατο. Τα ονόματά τους ήταν Nona, Decima, Morta. Στην αγορά παρασταίνονταν με τρία αγάλματα, τις τρεις νύμφες (τα τρία Fata, τα τρία «Πεπρωμένα»).

[2] Για τις Μοίρες στη φιλοσοφία βλ. το άρθρο της μεταφράστριας των ορφικών ύμνων Ελένης Λαδιά (μαζί με τον Δ. Παπαδίτσα) «Η Μοίρα και η Τύχη στον αρχαιοελληνικό κόσμο» της Ελένης Λαδιά (diastixo.gr).