Ο Νείκος, ως η προσωποποίηση της φιλονικίας, ήταν αυτονόητα παιδί της Έριδας, αδελφός πολλών άλλων που μόνο οδύνη προκαλούν στους ανθρώπους:
αὐτὰρ Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα
Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα δακρυόεντα
Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ᾽ Ἀνδροκτασίας τε
Νείκεά τε Ψεύδεά τε Λόγους τ᾽ Ἀμφιλλογίας τε
Δυσνομίην τ᾽ Ἄτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν,
Ὅρκόν θ᾽, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους
πημαίνει, ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ·
Και η στυγερή η Έριδα γέννησε τον οδυνηρό τον Πόνο,
τη Λήθη, το Λιμό και τα γεμάτα δάκρυα Άλγη,
τις Μάχες, τους Πολέμους, τους Φόνους, τις Αντροφονίες,
τις Φιλονικίες, τα Ψεύδη, τα Λόγια, τις Αντιλογίες,
την Ανομία και την Άτη, που φίλες μεταξύ τους είναι,
τον Όρκο, που απ’ όλα πιο πολύ τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη
τους βλάπτει, όταν τυχόν κανείς εκούσια ορκιστεί ψεύτικο όρκο.
(Ησίοδος, Θεογονία 226-232, μετ. Στ. Γκιργκένης)
Στον φιλόσοφο Εμπεδοκλή το νείκος προσλαμβάνει φιλοσοφική διάσταση. Συνενώνοντας την ηρακλείτεια θεωρία για τη συνεχή μεταβολή και την παρμενίδεια άποψη για την ακινησία και έλλειψη μεταβολής του όντος, ο ακραγαντίνος φιλόσοφος διέσπασε την ουσία των φυσικών φιλοσόφων σε ύλη και ενέργεια / δύναμη που την κινεί. Στη θεωρία του ο κόσμος αποτελείται από τέσσερα αμετάβλητα, αγέννητα και άφθαρτα ριζώματα: το νερό, τη γη, τον αέρα, τη φωτιά. Η αλλαγή, η μεταβολή, που κυριαρχεί στο σύμπαν, οφείλεται στην ένωση και τον χωρισμό (μίξιν και διάλλαξιν) αυτών των τεσσάρων (όχι γέννηση και φθορά), που συντελούνται χάρη σε δύο αντίθετες δυνάμεις, τη Φιλότητα και το Νείκος (Αγάπη και Έριδα), οι οποίες κρατούν μια τάξη ανάμεσα στα στοιχεία, κάτι που θυμίζει τη δημοκρατούμενη πόλη-κράτος.
Μα έλα, άκου τα λόγια μου, γιατί η μάθηση αυξάνει τη σοφία.
Όπως είπα και πριν, δηλώνοντας των λόγων μου τα όρια,
διπλή θα πω ιστορία: κάποτε απ’ τα πολλά βγήκε
το ένα και μ’ άλλη φορά απ’ το ένα τα πολλά,
η φωτιά και το νερό κι η γη και του αγέρα το θεόρατο ύψος,
και, χωριστά απ’ αυτά, η ολέθρια Φιλονικία, ίδια απ’ όπου κι αν τη δεις,
κι ανάμεσά τους η Αγάπη, ίση στο μήκος και στο πλάτος.
Αυτήν να την κοιτάξεις με το νου σου, μη στέκεσαι με θαμπωμένα μάτια.
Αυτή ’ναι που τη θεωρούνε έμφυτη ως και στα μέλη των θνητών,
χάρη σ’ αυτή κάνουνε σκέψεις φιλικές κι έργα αρμονικά,
Χαρά λέγοντάς τη με τ’ όνομα και Αφροδίτη.
Αυτήν ποτέ δεν τη βλέπουν οι θνητοί, όταν γυρίζει
ανάμεσά τους. Εσύ όμως άκουσε τις ντόμπρες μου κουβέντες.
Όλ’ αυτά είναι ίσα και συνομήλικα,
μα το καθένα έχει δικά του προνόμια και χαρακτήρα,
κι άρχουν διαδοχικά, σαν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου.
Πέρα απ’ αυτά, τίποτα δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει.
(Εμπεδοκλής, απ. 17, στ. 14-25, μετ. Δ. Κούρτοβικ)