Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΠΕΙΘΩ


Ο Πάρης οδηγεί την Ελένη μακριά από την Σπάρτη. Ακολουθούν η Αφροδίτη και η Πειθώ. Ερυθρόμορφος σκύφος του Ζωγράφου του Μάκρονα, περίπου 490 π.Χ.



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9

Οι παραδόσεις γύρω από την Πειθώ φανερώνουν τον διττό της χαρακτήρα, ως προσωποποίηση της πειθούς, της αποπλάνησης και του δόλου, του «μειλίχιου» και «θελκτήριου» λόγου, οπότε συνδέεται με τη θεά Αφροδίτη, αλλά και με τη λειτουργία της πόλεως (Αισχ., Ευμ. 805-806, 970-971), μάλιστα της δημοκρατικής, και σε σχέση με την (Ε)ευνομία και την Ε(ε)ιρήνη, οπότε και παριστάνεται με το χέρι απλωμένο, σε μια κίνηση συμβολική της πειθούς, με περιστέρια αλλά και με νήματα, ίσως αυτά με τα οποία μπλέκει τους ανθρώπους στον ερωτικό ιστό.

Ο Όμηρος δεν φαίνεται να γνωρίζει την Πειθώ, ενώ ο Ησίοδος την αναφέρει ως θεά, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος (Θεογ. στ. 349), ίσως σύζυγος του Φορωνέα, μητέρα τους Αιγιαλέα, του Άπη, του Εύρωπα, της Νιόβης (Σχόλ. Ευρ. Ορ. 920, 1246). Άλλη παράδοση τη θέλει σύζυγο του Άργου και μητέρα του Κρίασου, επομένως με άμεση σχέση με τον Δία, μια και ο Άργος ήταν γιος του. (Σχόλ. Ευρ. Φοίν. 1116). Δεν είναι βέβαιο αν αυτή η θεότητα ταυτίζεται με την προσωποποιημένη πειθώ, όργανο της ανθρώπινης λογικής, και όχι μόνο. Γιατί η Πειθώ εμφανίζεται και ως θεότητα της ερωτικής πειθούς, παρούσα στις αρπαγές των κοριτσιών, ίσως ως υπόμνηση της απουσίας πειθούς και του καταναγκασμού. Αναφέρεται, κάπως συγκεχυμένα, ως κόρη της Αφροδίτης και του Ερμή (Σαπφώ, απ. 96, 200· Αισχ., Ικ. 1039), ή ότι πλάγιασε με τον Ερμή (Νόνν., Διον. 48. 230 κ.ε), μπορεί και με τον Πάνα από τον οποίο απέκτησε την Ίυγγαδεσμός, η οποία ταυτίζεται και με τη Μίνθα ή Μίνθηδεσμός (Σουδ. λ. Ίυγξ). Της αποδίδουν και ερωτική σχέση με τον Έρωτα από τον οποίο απέκτησε την Υγεία (Ορφικές ραψωδίες απ.). Λατρευόταν είτε ως αυτόνομη θεότητα, είτε ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ιμέρου, των Ωρών, των Χαρίτων. Σπανιότερα το όνομα «Πειθώ» απαντάται ως επίθετο και θρησκευτική επίκληση της θεάς Αφροδίτης και της θεάς Αρτέμιδος (Παυσ. 1.22.3, 2.21.1 αντίστοιχα). Η Πειθώ σχετίζεται και με την Τύχη, γιατί η ερωτική επιτυχία μπορεί να μην ήταν αποτέλεσμα πειστικού λόγου αλλά τύχης. Οπωσδήποτε σχετίζεται και με τον γάμο, όχι βέβαια γιατί ο υποψήφιος γαμπρός έπρεπε να πείσει το κορίτσι να δεχτεί τον γάμο αλλά τον πατέρας της για την οικονομική δυνατότητά του να συντηρεί οικογένεια. Ο ποιητής Αλκμάνας την έχει για κόρη της Προμάθειας, αδελφή της Τύχης και της Ευνομίας (απ. 3 και 64), ενώ ο Αισχύλος τη θέλει κόρη της Άτης Προβούλου (Αισχ., Αγαμ. 385) και τη συσχετίζει με την Τύχη: Η Πειθώ ας είναι βοηθός μου σ’ ό,τι κάνω / και η Τύχη η πρακτήριος /προστάτιδα της πράξης, λέει ο βασιλιάς των Αθηνών (Αισχ., Ικ. 523, μετ. Ε. Μερκενίδου). Τη λατρεία της στην Αθήνα την είχε εισαγάγει μάλλον ο Θησέας μαζί και της Αφροδίτης, όταν συνένωσε τους δήμους της Αθήνας σε μια πόλη –Ἀφροδίτην δὲ τὴν Πάνδημον, ἐπεί τε Ἀθηναίους Θησεὺς ἐς μίαν ἤγαγεν ἀπὸ τῶν δήμων πόλιν, αὐτήν τε σέβεσθαι καὶ Πειθὼ κατέστησε (Παυσ. 1.22.3)–, όμως το άγαλμα που είδε ο Παυσανίας δεν ήταν αρχαϊκό αλλά έργο του Πραξιτέλη (1.43.6). Ιερό της, χωρίς όμως άγαλμα, υπήρχε στη Σικυώνα με ετήσια γιορτή (Ηρόδ. 8.11, Παυσ. 2.7.7) και παράστασή της να στεφανώνει την Αφροδίτη βρισκόταν στο βάθρο του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δία στην Ολυμπία –τὴν δὲ Ἀφροδίτην στεφανοῖ Πειθώ (Παυσ. 5.11.8).

Με το ίδιο όνομα είναι γνωστή και μία από τις Ωκεανίδες, τα ονόματα των οποίων (όχι όλων) φανερώνουν έργο κουροτρόφων. Πολυδώρη, Ευδώρη, Μήτις, Τύχη (δίνουν, αντίστοιχα, εξυπνάδα και καλοτυχία στους νέους), Πειθώ (ομορφιά και θελκτικότητα –η Πειθώ στόλισε την Πανδώρα), Αδμήτη (αδάμαστη, ανύπαντρη κοπέλα). (Ησ., Θεογ. 346-366, μετ. Στ. Γκιργκένης) Κάποτε θεωρείται σαν μία από τις Χάριτες –ἡ Πειθὼ Χαρίτων εἴη καὶ αὐτὴ μία (Παυσ. 9.35.5)

«Το μαστίγιο της Πειθούς» στη Μήδεια

Αλλά η αρχόντισσα των φτερωτών βελών [η Αφροδίτη]
έδεσε την παρδαλή ίυγγα σε ακατάλυτο τροχό
κι από τα τέσσερα άκρα της, η Κυπρογεννημένη,

κι από τον Όλυμπο στους ανθρώπους επρωτόφερε το μανικό πουλί·
έτσι δίδαξε τον Αισονίδη να γίνει επιδέξιος
στα παρακάλια και τα ξόρκια, ώστε να χάσει η Μήδεια
στον σεβασμό για τους γονιούς της
κι ο πόθος της για την Ελλάδα να ταράζει
τη φλογισμένη της καρδιά με το μαστίγιο της Πειθούς.
(Πίνδ. Πυθ. 4.213-221 δεσμός, μετ. Γ. Οικονομίδης)

Η πλανεύτρα Π(π)ειθώ

Η Ηλέκτρα εγκαλεί τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα για τον φόνο του Αγαμέμνονα και για την αιτία που την παρακίνησε σε αυτόν:

Λες πως τον Πατέρα Εσύ τον σκότωσες.
Υπάρχει Λόγος Αισχρότερος από Αυτόν;
δίκαιος ή άδικος;
Και Ασφαλώς
δεν σε υποκίνησε το Δίκαιο –
Αλλά σε τύλιξε η πειθώ αυτού του φαύλου, [του Αίγισθου]
που τώρα ζεις μαζί του.
 (Σοφ., Ηλ. 558-562, μετ. Γ. Χειμωνάς)

Η θελκτική Πειθώ

Οι θεραπαινίδες υποδεικνύουν στις Ικέτιδες ότι δεν πρέπει να τιμούν μόνο την Άρτεμη αλλά και την Αφροδίτη, κοντά στην οποία στέκονται ο Πόθος, η Πειθώ, η Αρμονία:

Δεν θα παραμελήσει το γλυκό τραγούδι μου
την Αφροδίτη,
αφού έχει τόση δύναμη στο Δία
πολύ κοντά στην Ήρα·
ας τιμηθεί η θεά
που δίνει στη σκέψη φτερά [1]
για τ’ άγια και σεβαστά της έργα.
― Μαζί με την αγαπημένη του μητέρα
στέκει ο Πόθος κι εκείνη που κανείς ποτέ
δεν της αρνιέται τίποτε, η θελκτική Πειθώ.
― Στην Αρμονία έχει δοθεί επίσης
μοίρα της Αφροδίτης·
και των ερώτων τα μονοπάτια
γεμάτα ψιθύρους.
(Αισχ., Ικ. 1035 κ.ε., μετ. Ελένη Μερκενίδου)

Ο Κένταυρος Χίρωνας για τη γλυκιά Πειθώ

Όταν κάποτε ο Απόλλωνας είδε την Κυρήνη, που πολύ απείχε από τα γυναικεία καθήκοντα του σπιτιού και ήταν δεινή κυνηγός, πήγε και ρώτησε τον Κένταυρο Χίρωνα για τη θαυμαστή αυτή γυναίκα και αν:

Είναι σωστό ν’ απλώσω πάνω της το ξακουστό μου χέρι,
σε κλίνη ερωτική τ’ ολόγλυκό της άνθος να δρέψω;»
Κι ο Κένταυρός ο δυνατός ευθύς του φανερώνει
τη γνώμη του με βλέμμα φιλικό, αχνά χαμογελώντας:
«Κρυφά κλειδιά κρατά στα χέρια της η σοφή Πειθώ
για τους ιερούς τους έρωτες, ω Φοίβε,
και το ’χουν οι θεοί καθώς και οι άνθρωποι
ντροπή να νιώθουν έτσι, χωρίς προφύλαξη,
στου γάμου τη γλυκιά να πρωτοπέσουν κλίνη.
(Πίνδ., Πυθ. 9.35-43 δεσμός, μετ. Γ. Οικονομίδης)

Οι ιέρειες της Πειθούς

Φιλόξενες κοπέλες,
ιέρειες της Πειθούς στην πλούσια Κόρινθο,
εσείς που καίτε το χλωρό λιβάνι
και με τα δάκρυά του θυμιατίζετε,
καθώς πετάτε με την σκέψη σας
στην Αφροδίτη / την ουράνια μητέρα των ερώτων
κι αυτή δίχως παράπονο σας χαρίζεται,
ώστε να γεύεστε [δρέπετε], ω κορίτσια, τον καρπό της
σ’ ερωτικές φωλιές
την ώρα που όλα ησυχάζουν.
(Πίνδ, Εγκώμια, απ. 122)

Στα δίχτυα του έρωτα

Σε έναν διαγωνισμό ανάμεσα στην Αφροδίτη και την Αθηνά στην υφαντική, η Πασιθέα (μία από τις Χάριτες) έκανε το αδράχτι να γυρνά γύρω γύρω, η Πειθώ κρατούσε την τουλούπα (το ακατέργαστο μαλλί) και η Αγλαΐα (η μικρότερη από τις Χάριτες) έδωσε νήματα και κλωστές στην ερωμένη της. Και χάλασαν οι γάμοι των ανθρώπων. (Νόννος, Διον. 24. 261 κ.ε.)

Η Πειθώ οδηγός τους Κάδμου

Ο Νόννος παραδίδει πως, όταν ο Κάδμος ήταν στο νησί της Σαμοθράκης και κατευθυνόταν προς το σπίτι της Αρμονίας, συναντήθηκε με την Πειθώ. Είχε πάρει τη μορφή θνητής γυναίκας και, σαν υπηρέτρια, κρατούσε σφιχτά στο στήθος της μια στρόγγυλη ασημένια κανάτα που την είχε γεμίσει με νερό από την πηγή, μια υπόμνηση για το παλιό έθιμο του ζωογόνου λουτρού του γαμπρού πριν από τον γάμο. Η Πειθώ κάλυψε τον Κάδμο με ένα σύννεφο ομίχλης και τον οδήγησε μέσα από την αδιόρατη πόλη προς το παλάτι ακολουθώντας τις προσταγές της Αφροδίτης. Ένα πουλί, κοράκι, καθόταν στο κλαδί μιας ελιάς, άνοιξε το δυνατό του ράμφος και κατηγόρησε τον νέο για ολιγωρία, ότι δεν έσπευδε να φτάσει στη νύφη Αρμονία. Ύστερα, φτερούγισε κοντά του και του φώναξε πως είναι άμαθος στον έρωτα, αρχάριος στην αγάπη, ενώ ο Έρωτας είναι γρήγορος και δεν ξέρει από άργητες. Και του θυμίζει πως οδηγός του είναι η Πειθώ, όχι η Άρτεμη, η Πειθώ, φίλη του γάμου και τροφός Ερωτιδέων. Ο Κάδμος περπάτησε όλο τον δρόμο μέχρι που διέκρινε το περίτεχνο παλάτι. Τότε η Πειθώ έδειξε με το δάχτυλό της για να του φανερώσει τα λόγια που είχε στο μυαλό της, και έτσι άφωνα του φανέρωσε πως πράγματι είχε φτάσει στο παλάτι. Ύστερα, η θεά, με άλλη μορφή πια αναλήφθηκε στον ουρανό με τα φτερωτά της σανδάλια.» (Νόννος, Διον. 3. 84, ελεύθερη απόδοση Δ.Μ.)

[Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9]

 




[1] Αιολομήτις: κατά λέξη «ανεμόμυαλη». Ωστόσο, εννοεί μάλλον πως κάνει τη φαντασία των ανθρώπων να πετά, αφού εδώ αναφέρεται σε θετική όψη της θεάς.