Στεντόρεια η φωνή του χαλκεόφωνου, μεγαλήτορος, εὐρυβόα Στέντορα, του ήρωα της Ιλιάδας, που φώναζε όσο πενήντα άνδρες. Το όνομά του ακούγεται μόνο μία φορά στο έπος (Ε 785) και ελάχιστα είναι γνωστά για αυτόν, όπως ότι ήταν Θράκας, ότι το χάρισμα του το έδωσε η Ήρα, ότι συναγωνίστηκε τον Ερμή στη φωνή και, φυσικά, νικημένος, οδηγήθηκε στον θάνατο. (Ευστ., Παρεκβ. 607, 27. Σχόλ. Α 277, Β 96, 201)
Υποσημείωση
χαλκεόφων, αυτός που έχει δυνατή και ευκρινή φωνή. Λεγόταν για τον Στέντορα και για τον Κέρβερο (Ησ., Θεογ. 311).
μεγαλήτωρ, μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, μεγάθυμος· επίθετο που λεγόταν για γενναίους άνδρες και γενναία έθνη.