Ι
Ο Σύλλογος Διδασκόντων στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση πρωτοεμφανίζεται, ως διοικητικός όρος, το 1972 στην Υπουργική Απόφαση 50326/1-6-1972 “Περί καθορισμού των καθηκόντων των Διευθυντών των δημόσιων δημοτικών σχολείων”. Επανεμφανίζεται το 1977 στο Προεδρικό Διάταγμα 483/77 “Περί Οργανώσεως και λειτουργίας των Δημοτικών Σχολείων Δημόσιας και Ιδιωτικής Εκπαιδεύσεως” όπου του αποδίδονται ορισμένες αρμοδιότητες χωρίς όμως να οριοθετείται και να αποσαφηνίζεται η λειτουργία του.
Στον Νόμο 1566/85 για τη “Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις” ορίζεται ο Σύλλογος Διδασκόντων, για πρώτη φορά, ως όργανο διοίκησης του σχολείου, μαζί με το Διευθυντή και τον Υποδιευθυντή και διατυπώνονται οι γενικές αρχές για τη συγκρότησή του, τις συνεδριάσεις του, τους σκοπούς και τη λειτουργία του, ενώ προβλέπεται η έκδοση Υπουργικής Απόφασης που θα καθορίζει με λεπτομέρεια και σαφήνεια τα παραπάνω.
Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Νόμου 1566/85 “όργανα διοίκηση της σχολικής μονάδας είναι ο διευθυντής, ο υποδιευθυντής και σύλλογος διδασκόντων, που είναι συλλογικό όργανο για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την καλύτερη εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής και τη σωστότερη λειτουργία του σχολείου”.
Στο ίδιο νόμο περιγράφονται σε αδρές γραμμές τα καθήκοντα των διευθυντών και υποδιευθυντών, αποτυπώνεται το πνεύμα της εισηγητικής έκθεσης για συλλογική διοίκηση του σχολείου. Το χρονικό διάστημα 1985-1998 αυτές οι λεπτομέρειες καθορίζονταν με εγκυκλίους του ΥΠΕΠΘ δίνοντας λύσεις κατά περίπτωση. Η έκδοση της προαναφερόμενης Υπουργικής Απόφασης δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα και ήταν σαφές το “κενό” που υπήρχε σχετικά με τις αρμοδιότητες, τη λειτουργία, τη δομή του Συλλόγου Διδασκόντων, και τις σχέσεις του με τα άλλα επίπεδα διοίκησης της εκπαίδευσης και με τους άλλους κοινωνικούς φορείς που εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Τον Ιούλιο του 1998 εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα για την “Οργάνωση και λειτουργία Δημοτικών Σχολείων” που αντιμετωπίζει σε σημαντικό βαθμό τα “κενά” αυτά. Επιχειρείται μια μερική κωδικοποίηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης της Σχολικής Μονάδας μια και λύνει αρκετά προβλήματα της Σχολικής Μονάδας με προτεραιότητα στη συλλογική διοίκηση στο πλαίσιο των νέων δεδομένων που προέκυψαν στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Από την καταγραφή και ανάλυση αυτών κυρίως των διατάξεων προκύπτει ότι ο Σύλλογος Διδασκόντων ως συλλογικό όργανο διοίκησης της Σχολικής Μονάδας έχει αποφασιστικές, διαχειριστικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες. Καθοριστικός είναι ο ρόλος του σε ότι αφορά τα “παιδαγωγικά ζητήματα” που αφορούν τη σχολική μονάδα, όπως Τμήματα Eνισχυτικής Διδασκαλίας, Τάξεις Υποδοχής, Φροντιστηριακά Τμήματα, Προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Προαιρετικά Προγράμματα, Κατατακτήριες – Προαγωγικές – Απολυτήριες εξετάσεις.
ΙΙ
Στο πλαίσιο
της "αποσυγκέντρωσης" των
εκπαιδευτικών θεσμών, που αποτελεί
ένα από τα επίκαιρα εκπαιδευτικά
ζητήματα, το πρώτο επίπεδο μπορεί
να οριστεί στο επίπεδο σχολικής
μονάδας (ή σχολικών μονάδων εκεί
που υπάρχει ανάγκη) και δεύτερον σε
επίπεδο περιφερειακό (νομού και
περιφέρειας).
Στο επίπεδο της σχολικής μονάδας, η
οποία αποτελεί το “κύτταρο” του
εκπαιδευτικού συστήματος, με
βασικό όργανο το Σύλλογο
Διδασκόντων, μπορεί να
προγραμματίζεται και να
εξειδικεύεται η εκπαιδευτική
διαδικασία, να οργανώνονται
επιμέρους εκπαιδευτικές εφαρμογές
του προγράμματος, να επιλέγονται τα
διδακτικά μέσα, να
προγραμματίζονται και
εφαρμόζονται τα προγράμματα
ενδοσχολικής επιμόρφωσης.
Αυτά είναι αναγκαία, προκειμένου να αντιμετωπιστούν πρωτίστως θετικά η πολυμορφία και η αυξανόμενη κοινωνική και πολιτισμική ετερογένεια του μαθητικού πληθυσμού, που προκύπτουν από τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης.
Να αντιμετωπιστούν οι εκπαιδευτικές ανάγκες των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικών ομάδων.
Να αντιμετωπιστεί η υπο-εκπαίδευση, η υπο-επίδοση, η σχολική εγκατάλειψη, τα φαινόμενα σχολικής βίας και παραβατικότητας.
Επιπλέον να προωθηθούν καινοτομίες που θα υπηρετούν τις παραπάνω ανάγκες, τις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες αλλά και μεταρρυθμιστικά σχέδια.
Να προετοιμαστεί η εισαγωγή νέων γνωστικών αντικειμένων και δράσεων.
Να υποστηριχθεί η εισαγωγή νέων τεχνολογιών και τεχνικών στο εκπαιδευτικό έργο.
Να υποστηριχθεί και να οργανωθεί η εμπλοκή των σχολικών ομάδων στα προγράμματα και τις δράσεις της Eυρωπαϊκής 'Eνωσης.
Τέλος να
ευνοηθεί η ανάπτυξη μιας
καινοτόμου επαγγελματικής
κουλτούρας των εκπαιδευτικών και η
αξιολόγηση όλων των συντελεστών
και όψεων του εκπαιδευτικού έργου
της σχολικής μονάδας, στο πλαίσιο
ενός συγκεκριμένου ερευνητικού
σχεδίου που να εξασφαλίζει
διαδικασίες ανατροφοδότησης.
Με άλλα λόγια υποστηρίζουμε να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση της “εσωτερικής” εκπαιδευτικής πολιτικής της σχολικής μονάδας. Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συστήματος η διαμόρφωση και η άσκηση “εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής” της σχολικής μονάδας μπορεί να επανατοποθετήσει:
α) το αναλυτικό πρόγραμμα, π.χ. με τον εμπλουτισμό του με προαιρετικά εκπαιδευτικά προγράμματα,
β) τα διδακτικά υλικά και μέσα
γ) την οργάνωση της διδασκαλίας
δ) το ανθρώπινο δυναμικό, με την πλήρη αξιοποίησή του, αλλά και τη συνδρομή της τοπικής κοινότητας και εκπαιδευτικών ή μη θεσμών,
ε) το σχολικό χρόνο, αφού μάλιστα η ανάπτυξη των προαιρετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων απαιτούν λίγο χρόνο και σε αρκετές περιπτώσεις ενσωματώνονται στο προδιαγεγραμμένο από τα ωρολόγια προγράμματα χρόνο,
στ) τη συμμετοχική λειτουργία της σχολικής μονάδας,
ζ) την κατανομή των εξουσιών και αρμοδιοτήτων.
Είναι έτσι δυνατό να διευρυνθούν τα όρια της “σχετικής αυτονομίας” της σχολικής μονάδας και να ασκηθεί μια συγκροτημένη “εσωτερική εκπαιδευτική πολιτική”. Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι οι δυνατότητες αυτές διαφοροποιούνται ανάμεσα στην υποχρεωτική εκπαίδευση και στη μη υποχρεωτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ιδιαίτερα στο Λύκειο, και ανάμεσα στα πολυθέσια και στα ολιγοθέσια σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Βέβαια ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του Ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει επιτρέψει στις εκπαιδευτικές μονάδες να διαμορφώσουν και να αναπτύξουν μια συγκροτημένη “εσωτερική” \ “τοπική” εκπαιδευτική πολιτική και να αποκτήσουν τη σχετική εμπειρία, παρά τις σποραδικές αλλά αξιόλογες προσπάθειες που έγιναν την τελευταία 15ετία, κυρίως δια των προαιρετικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων.
Απαιτείται, λοιπόν, να συζητηθούν και να εντοπιστούν τα όρια διαμόρφωσης και ανάπτυξης της “εσωτερικής” εκπαιδευτικής πολιτικής της Σχολικής Μονάδας καθώς και τα κρίσιμα ζητήματα των στόχων, των πεδίων άσκησης της “εσωτερικής” εκπαιδευτικής πολιτικής, του προγραμματισμού, της ευθύνης, της διοίκησης, του απολογισμού και της λογοδοσίας.
Προϋποθέσεις μιας τέτοιας λειτουργίας είναι η θεσμική κατοχύρωση του Συλλόγου Διδασκόντων σε επίπεδο αποφάσεων και υλοποίησής τους, η οικονομική αυτοδυναμία, η σχετική σταθερότητα σε εκπαιδευτικό προσωπικό, η εξάλειψη εξουσιαστικών σχέσεων που πηγάζουν από διοικητικές ιεραρχίες, η συμμετοχή γονέων και μαθητών (στο Λύκειο), η ανάπτυξη μιας καινοτόμου επαγγελματικής κουλτούρας των εκπαιδευτικών και η τροποποίηση του χρόνου εργασίας των εκπαιδευτικών.
Μάρτιος 2001
Αποστόλης Ανδρέου
Η σελίδα σχεδιάστηκε από το Σάββα Σωμαράκη.