Ο μπακαλόγατος Αυτό είναι το τσακίρικο. Βέβαια! Τό `χω για μακρυά κι αυτό για κοντά |
τσακίρικος, είδος γερακιού ← çakιr (Τουρκικά) για μάτια που έχουν χρώμα γκριζοπράσινο ή γαλανό (οι απόψεις διίστανται) - çakır gözlü |
|
Στέλλα -Σού`πε καμιά κοπέλα πως έχεις όμορφα μάτια, τσακίρικα μάτια; -Όχι |