Ο πρώην Αρχιεπίσκοπος
Πένζας και Σαράνσκ κυρός Βλαδίμηρος
(1869-1935). |
Ο κατά κόσμον Βσέβολοντ Βλαντιμήροβιτς Πουτιάτα γεννήθηκε στο Κυβερνείο του Σμολένσκ στις 2 Οκτωβρίου 1869. Από νεαρή ηλικία είχε έφεση προς τις ξένες γλώσσες. Γνώριζε πολύ καλά τη γαλλική, αγγλική, γερμανική και ιταλική γλώσσα καθώς και τη λατινική και αρχαία ελληνική. Ακολούθησε στρατιωτική καριέρα μέχρι το 1899 οπότε εξαιτίας ενός ερωτικού σκανδάλου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον στρατό και εισήχθη στη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν. Στις 21 Ιανουαρίου 1900 εκάρη μοναχός. Στις 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν το 1901. Το 1902 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και διορίστηκε Εφημέριος της Ρωσικής Πρεσβείας στη Ρώμη. Λόγω της άριστης γνώσης της ιταλικής γλώσσας απέκτησε πολλούς φίλους στην υψηλή κοινωνία της Ρώμης. Ωστόσο ο βίος του υπήρξε τόσο σκανδαλώδης, ώστε ζητήθηκε η απομάκρυνσή του. Μετατέθηκε στη Ρωσική πρεσβεία στο Παρίσι συνεχίζοντας την ίδια ζωή. Οι διασυνδέσεις του με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα του επέτρεπαν να εξελίσσεται ιεραρχικά. Στις 6 Αυγούστου 1907 χειροτονήθηκε στην Αγία Πετρούπολη Επίσκοπος Κρονστάνδης, Βικάριος της Επισκοπής Αγίας Πετρουπόλεως. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Αγίας Πετρουπόλεως και Λαδόγκας Αντώνιος, συμπαραστατούμενος από τους Αρχιεπισκόπους Τβερ και Κάσιν Νικόλαο, Ιβηρίας (Καρταλίνης και Καχέτης) Νικόλαο, Φινλανδίας και Βιμπόργου Σέργιο και Βορείου Αμερικής Πλάτωνα. Του ανατέθηκε η διοίκηση των Ρωσικών ενοριών στην Ευρώπη (πλην Αθήνας και Κωνσταντινουπόλεως). Και μετά τη χειροτονία του συνέχισε να ασκεί γοητεία στις κυρίες της Αγίας Πετρουπόλεως. Στις 18 Φεβρουαρίου 1911 εξελέγη Επίσκοπος Όμσκ και Παυλουπόλεως. και στις 8 Μαρτίου 1913 Επίσκοπος Πόλοτσκ και Βίτεμπσκ. Στις 11 Ιουλίου 1914 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο και εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Ντον και Νοβοτσερκάσκ. Υπό την πίεση καταγγελιών εναντίον του εξελέγη στις 10 Ιανουαρίου 1915 Αρχιεπίσκοπος Πένζας και Σαράνσκ. Τον Μάρτιο του 1917 παύθηκε και πάλι ύστερα από εναντίον του καταγγελίες. Δεν υπάκουσε στην απόφαση της Συνόδου. Η τοπική Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον καθαίρεσε στις 19 Απριλίου 1918 και τον επανέφερε στην τάξη των μοναχών. Ίδρυσε δική του εκκλησιαστική δικαιοδοσία ενώ το 1922 προσχώρησε στο σχίσμα των "Ανανεωτών". Το 1928 ζήτησε να επανεξεταστεί η υπόθεσή του αλλά η Σύνοδος ήταν πολύ επιφυλακτική σχετικά με τις προθέσεις του και δεν αποφάσισε την άρση της καθαιρέσεως. Το 1934 προσχώρησε στο "Γρηγοριανό" σχίσμα και ονομάστηκε Μητροπολίτης Τόμσκ και Σιβηρίας. Από το 1935 και μετά έζησε σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Λίγο πριν την κοίμησή του δήλωσε μετάνοια και επέστρεψε στην κανονική Εκκλησία ως απλός μοναχός. Εκοιμήθη μάλλον στις 5 Φεβρουαρίου 1936. |
Αναθεώρηση: Σάββατο, 09 Μαρτίου 2024.