Ο
κατά κόσμον Παύλος Βασίλιεβιτς Οκνώφ γεννήθηκε στο χωριό Κόκνεσε της
Κομητείας Ρίγας του Κυβερνείου Λιφλάνδης (Λιβονίας, Λατβίας, Λεττονίας) στις
28 Ιουνίου 1858. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου το 1883.
Στις 3 Ιουνίου 1883 εκάρη μοναχός. Διάκονος χειροτονήθηκε στις 12 Ιουνίου
1883 και Πρεσβύτερος στις 19 Ιουνίου 1883. Στις 24 Μαρτίου 1890 διορίστηκε
Διευθυντής του Θεολογικού Σεμιναρίου Σταυρουπόλεως και στις 8 Απριλίου 1890
έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 11 Ιανουαρίου 1891 διορίστηκε
Σχολάρχης της Θεολογικής Ακαδημίας Αγίας Πετρουπόλεως. Στις 17 Ιουλίου 1894
χειροτονήθηκε Επίσκοπος Νοβγορόδου Σέβερσκη, Βικάριος της Επισκοπής
Τσερνιγόβου. Στις 2 Νοεμβρίου 1896 εξελέγη Επίσκοπος Τούλας και Μπελιώβου
και στις 17 Ιουνίου 1904 Επίσκοπος Κούρσκ και Μπελγορόδου. Στις 25
Φεβρουαρίου 1905 ο τίτλος του μεταβλήθηκε σε "Κούρσκ και Ομπογιάνου". Στις
6 Μαΐου 1909 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Στις 4 Οκτωβρίου 1911 εξελέγη
Αρχιεπίσκοπος Βλαδικαυκάσου και Μοζντόκ και στις 22 Δεκεμβρίου 1913
Αρχιεπίσκοπος Σαμάρας και Σταυρουπόλεως. Στις 26 Ιουνίου 1914 εξελέγη
Αρχιεπίσκοπος Ιβηρίας (Καρταλίνης και Καχέτης) και Έξαρχος Γεωργίας. Στις 23 Νοεμβρίου
1915 προήχθη σε Μητροπολίτη και εξελέγη Μητροπολίτης Πετρουπόλεως και
Λαδόγκας. Η εκλογή του στη θέση του Μητροπολίτη Πετρουπόλεως θεωρήθηκε
αποτέλεσμα των ενεργειών του Ρασπούτιν. Βρισκόταν σε συνεχή διαμάχη με τα
μέλη της Ιεράς Συνόδου. Λόγω της σχέσης του με τον Ρασπούτιν προκάλεσε
πολλές αντιπάθειες στην κοινωνία της Πετρούπολης και τελικά εξαναγκάστηκε σε
παραίτηση, η οποία έγινε δεκτή από την Ιερά Σύνοδο στις 6 Μαρτίου 1917.
Αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο όρος Μπεστάου κοντά στο
Πιατιγκόρσκ. Έζησε σε συνθήκες φτώχιας. Εκοιμήθη στο Αικατερινοδάρ στις 21
Φεβρουαρίου 1920 ενώ ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Ρωσία μαζί με άλλους
πρόσφυγες Επισκόπους και λαϊκούς. |